Remarque Erich Maria: Κανένα Νέο Απ’ Το Μέτωπο…

Βιογραφικό

     Ο Erich Maria Remarque (Έριχ Μαρία Ρεμάρκ) ήτανε Γερμανός μυθιστοριογράφος. Το μυθιστόρημα-ορόσημο All Quiet on the Western Front (1928), βασισμένο στην εμπειρία του στον αυτοκρατορικό γερμανικό στρατό στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ. ήτανε διεθνές μπεστ-σέλλερ που δημιούργησε νέο λογοτεχνικό είδος βετεράνων που γράφουν αντιπολεμικά. Το βιβλίο προσαρμόστηκε στον κινηματογράφο αρκετές φορές. Τα αντιπολεμικά θέματά του οδήγησαν στη καταδίκη του απ’ τον υπουργό προπαγάνδας των Ναζί Γιόζεφ Γκέμπελς ως αντιπατριωτικό. Ήτανε σε θέση να χρησιμοποιήσει τη λογοτεχνική επιτυχία και τη φήμη του για να μετεγκατασταθεί στην Ελβετία ως πρόσφυγας και στις ΗΠΑ, όπου πολιτογραφήθηκε ‘κει.
     Γεννήθηκε στο Osnabrück (Όσναμπρυκ) στις 22 Ιουνίου 1898, ως Erich Paul Remark, από τον Peter Franz Remark και την Anna Maria (γ. Stallknecht), ρωμαιοκαθολική οικογένεια εργατικής τάξης. Δεν ήτανε ποτέ κοντά με τον πατέρα, βιβλιοδέτη, αλλά ήτανε κοντά με τη μητέρα του κι άρχισε να χρησιμοποιεί το μεσαίο όνομα Μαρία μετά τον Α’ Παγκ. Πόλ. προς τιμή της. Ήτανε 3ο από 4 παιδιά. Τα αδέλφια του ήταν η μεγαλύτερη αδελφή Έρνα, ο μεγαλύτερος αδελφός του Τέοντορ Άρθουρ (που πέθανε στα 5 ή 6 του) κι η μικρότερη αδελφή του Ελφρίντε. Η ορθογραφία του επωνύμου του άλλαξε σε Remarque όταν δημοσίευσε το All Quiet on the Western Front προς τιμήν των Γάλλων προγόνων του και προκειμένου να διαχωρίσει τη θέση του από το προηγούμενο μυθιστόρημά του The Dream Room (Die Traumbude). Ο παππούς του είχε αλλάξει την ορθογραφία από Remarque σε Remark τον 19ο αι. Η έρευνα απ’ τον παιδικό κι ισόβιο φίλο του, Hanns-Gerd Rabe, απέδειξε ότι είχε Γάλλους προγόνους -ο προπάππους του Johann Adam Remarque, που γεννήθηκε το 1789, προερχόταν από γαλλική οικογένεια στο Άαχεν. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ψεύδος -που διαιωνίστηκε απ’ τη ναζιστική προπαγάνδα- ότι το πραγματικό του επώνυμο ήτανε Kramer (δηλαδή γραμμένο ανάποδα) κι ότι ήταν Εβραίος.



     Στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ., στρατολογήθηκε στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό στα 18 του. Στις 12 Ιουνίου 1917, μετατέθηκε στο Δυτικό Μέτωπο, 2ος Λόχος, Εφεδρείες, Αποθήκη Πεδίου της 2ης Εφεδρικής Μεραρχίας Φρουρών στο Hem-Lenglet. Στις 26 Ιουνίου 1917 τοποθετήθηκε στο 15ο Εφεδρικό Σύνταγμα Πεζικού, 2ος Λόχος, Διμοιρία Μηχανικού Bethe και πολέμησε στα χαρακώματα μεταξύ Torhout και Houthulst. Στις 31 Ιουλίου 1917 τραυματίστηκε από θραύσματα οβίδας στο αριστερό πόδι, το δεξί χέρι και το λαιμό κι αφού απομακρύνθηκε ιατρικά απ’ το πεδίο επαναπατρίστηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο στο Duisburg, όπου ανάρρωσε από τα τραύματά του. Τον Οκτώβρη του 1918, ανακλήθηκε στη στρατιωτική θητεία, αλλά η ανακωχή του πολέμου 1 μήνα μετά έθεσε τέλος στη στρατιωτική του καρριέρα. Μετά τον πόλεμο συνέχισε την εκπαίδευσή του ως δάσκαλος κι εργάστηκε από την 1η Αυγούστου 1919 ως δάσκαλος 1βάθμιας εκπαίδευσης στο Lohne, κείνη την εποχή στην κομητεία του Lingen, τώρα στη κομητεία του Bentheim. Από τον Μάη του 1920 εργάστηκε στο Klein Berssen στη πρώην κομητεία του Hümmling, τώρα Emsland κι από τον Αύγουστο του 1920 στο Nahne, που είναι μέρος του Osnabrück από το 1972. Στις 20 Νοέμβρη 1920 πήρε άδεια απουσίας απ’ τη διδασκαλία.
     Εργάστηκε σε διάφορες θέσεις σ’ αυτή τη φάση της ζωής του, συμπεριλαμβανομένου του βιβλιοθηκονόμου, του επιχειρηματία, του δημοσιογράφου και του εκδότη. Η 1η του αμειβόμενη συγγραφική δουλειά ήταν ως τεχνικός συγγραφέας για τη Continental Rubber Company, γερμανική εταιρεία κατασκευής ελαστικών. Είχε κάνει τις 1ες του απόπειρες να γράψει στα 16 του. Μεταξύ αυτών ήτανε δοκίμια, ποιήματα κι οι αρχές ενός μυθιστορήματος που ολοκληρώθηκε αργότερα και δημοσιεύθηκε το 1920 ως The Dream Room (Die Traumbude). Μεταξύ 1923-6 έγραψε επίσης το σενάριο σειράς κόμικς, Die Contibuben, σχεδιασμένο από τον Hermann Schütz, που δημοσιεύθηκε στο Echo Continental, έκδοση από την εταιρεία καουτσούκ κι ελαστικών Continental AG. Μετά την επιστροφή του απ’ τον πόλεμο, οι φρικαλεότητές του μαζί με το θάνατο της μητέρας του προκάλεσαν μεγάλο ψυχικό τραύμα και θλίψη. Στα επόμενα χρόνια ως επαγγελματίας συγγραφέας, άρχισε να χρησιμοποιεί το Μαρία ως μεσαίο όνομα αντί για Πάουλ, για να τιμήσει τη μνήμη της μητέρας του. Όταν δημοσίευσε το All Quiet on the Western Front, το επώνυμό του επανήλθε σε προηγούμενη ορθογραφία – από Remark σε Remarque -για να διαχωρίσει τη θέση του από το μυθιστόρημά του Die Traumbude.

     Το 1927 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Station at the Horizon (Station am Horizont). Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο αθλητικό περιοδικό Sport im Bild που εργαζόταν. (Εκδόθηκε 1η φορά σε μορφή βιβλίου το 1998.) Το All Quiet on the Western Front (Im Westen nichts Neues 1929), το καθοριστικό για τη καρριέρα του έργο, γράφτηκε επίσης το 1927. Αρχικά δεν μπόρεσε να βρει εκδότη. Το κείμενό του περιγράφει τις εμπειρίες των Γερμανών στρατιωτών στη διάρκεια του Α ‘Παγκ. Πολ. Με τη δημοσίευσή του έγινε διεθνές μπεστ-σέλλερ κι έργο ορόσημο στη λογοτεχνία του 20ού αι. Ενέπνευσε νέο είδος βετεράνων που έγραφαν αντιπολεμικά και την εμπορική έκδοση ευρείας ποικιλίας πολεμικών απομνημονευμάτων. Ενέπνευσε επίσης δραματικές αναπαραστάσεις του πολέμου στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στη Γερμανία καθώς και σε χώρες που είχανε πολεμήσει στη σύγκρουση κατά της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα σε Αγγλία κι ΗΠΑ.
     Ακολουθώντας την επιτυχία του All Quiet on the Western Front, ήρθε σειρά παρόμοιων έργων από τον Remarque. Με απλή, συναισθηματική γλώσσα, περιέγραψαν τον πόλεμο και τα μεταπολεμικά χρόνια στη Γερμανία. Το 1931, αφού τελείωσε το The Road Back (Der Weg zurück), αγόρασε μια βίλα (Casa Monte Tabor) στο Ronco της Ελβετίας με τον σημαντικό οικονομικό πλούτο που του είχανε φέρει τα δημοσιευμένα έργα του. Σχεδίαζε να ζήσει εκεί αλλά και στη Γαλλία. Στις 10 Μάη 1933, με πρωτοβουλία του υπουργού προπαγάνδας των Ναζί Γιόζεφ Γκέμπελς, τα γραπτά του κηρύχθηκαν δημοσίως αντιπατριωτικά κι απαγορεύτηκαν στη Γερμανία. Τα αντίγραφα αφαιρέθηκαν απ’ όλες τις βιβλιοθήκες και περιορίστηκαν από τη πώληση ή τη δημοσίευση οπουδήποτε στη χώρα.
     Η Γερμανία κατρακυλούσε γρήγορα σε μια ολοκληρωτική κοινωνία, οδηγώντας σε μαζικές συλλήψεις στοιχείων του πληθυσμού που αποδοκίμαζε η νέα κυβερνητική τάξη. Ο Ρεμάρκ έφυγε από τη Γερμανία για να ζήσει στη βίλα του στην Ελβετία. Το γαλλικό του υπόβαθρο καθώς κι η καθολική πίστη δέχτηκαν επίσης δημόσια επίθεση απ’ τους Ναζί. Συνέχισαν να επικρίνουν τα γραπτά του στην απουσία του, διακηρύσσοντας ότι όποιος θ’ άλλαζε την ορθογραφία του ονόματός του από το γερμανικό “Remark” στο γαλλικό “Remarque” δεν θα μπορούσε να είναι αληθινός Γερμανός. Έκαναν επίσης το ψευδή ισχυρισμό ότι δεν είχε δει ενεργό υπηρεσία στη διάρκεια του Πολέμου. Το 1938, η γερμανική υπηκοότητά του ανακλήθηκε. Το 1938, ο ίδιος κι η πρώην σύζυγός του ξαναπαντρεύτηκαν για ν’ αποτρέψουνε τον επαναπατρισμό της. Λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β ‘Παγκ. Πολ. στην Ευρώπη, φύγαν από το Porto Ronco της Ελβετίας για τις ΗΠΑ. Πολιτογραφήθηκαν εκεί το 1947.



     Συνέχισε να γράφει για τη γερμανική εμπειρία μετά τον Πόλεμο. Το επόμενο μυθιστόρημά του, Τρεις σύντροφοι (Drei Kameraden), επικεντρώνεται στη ζωή στη Δημοκρατία Βαϊμάρης στα έτη 1928-9. Το 4ο μυθιστόρημά του, Flotsam (στα γερμανικά με τίτλο Liebe deinen Nächsten, ή Love Thy Neighbor), εμφανίστηκε 1η φορά σε συνέχειες σε αγγλική μετάφραση στο περιοδικό Collier’s το 1939. Πέρασε άλλο έν έτος αναθεωρώντας το κείμενο για την έκδοση του βιβλίου το 1941, στ’ αγγλικά και στα γερμανικά. Το επόμενο έργο του, το μυθιστόρημα Αψίδα του Θριάμβου, εκδόθηκε 1η φορά το 1945 στ’ αγγλικά και τον επόμενο χρόνο στα γερμανικά. Άλλο άμεσο μπεστ-σέλλερ, έφτασε τις παγκόσμιες πωλήσεις σχεδόν 5.000.000. Το τελευταίο του μυθιστόρημα ήταν το Σκιές στον Παράδεισο. Το ‘γραψε ενώ ζούσε στην 320 East 57th Street στη Νέα Υόρκη. Η πολυκατοικία έπαιξε εξέχοντα ρόλο στο μυθιστόρημά του. 
     Το 1943, οι Ναζί συνέλαβαν τη μικρότερη αδελφή του, Elfriede Scholz, που ‘χε μείνει στη Γερμανία με τον σύζυγό της και τα 2 παιδιά της. Μετά από δίκη στο διαβόητο Volksgerichtshof (το εξωσυνταγματικό Λαϊκό Δικαστήριο του Χίτλερ), κρίθηκε ένοχη για υπονόμευση του ηθικού επειδή δήλωσε ότι θεωρούσε τον πόλεμο χαμένο. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Roland Freisler δήλωσε: “Ο αδελφός σας είναι δυστυχώς πέρα από τις δυνατότητές μας -εσείς, ωστόσο, δεν θα μας ξεφύγετε”. Η Σολτς αποκεφαλίστηκε στις 16 Δεκέμβρη 1943. Ο Remarque είπε μετά ότι η αδελφή του είχε εμπλακεί σε αντιναζιστικές αντιστασιακές δραστηριότητες.  Στην εξορία, αγνοούσε τη τύχη της αδελφής του μέχρι μετά τον πόλεμο. Θα της αφιέρωνε το μυθιστόρημα του 1952 Spark of Life (Der Funke Leben). Η αφιέρωση παραλείφθηκε στη γερμανική έκδοση, σύμφωνα με πληροφορίες, επειδή εξακολουθούσε να θεωρείται προδότρια από ορισμένους Γερμανούς. Το 1948, επέστρεψε στην Ελβετία, που πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Υπήρχε κενό 7 ετών -μακρά σιωπή για τον Remarque – μεταξύ της Αψίδας του Θριάμβου και του επόμενου έργου του, Spark of Life (Der Funke Leben), που εμφανίστηκε στα γερμανικά και στ’ αγγλικά το 1952. Ενώ έγραφε τη Σπίθα Ζωής, δούλευε επίσης πάνω σε μυθιστόρημα, το Zeit zu leben und Zeit zu sterben (Χρόνος για να ζήσεις και χρόνος για να πεθάνεις). Εκδόθηκε 1η φορά στ’ αγγλικά το 1954 με τον όχι ακριβώς κυριολεκτικό τίτλο A Time to Love and a Time to Die. Το 1958, ο Ντάγκλας Σιρκ σκηνοθέτησε τη ταινία A Time to Love and a Time to Die in Germany, βασισμένη στο μυθιστόρημα. Ο Ρεμάρκ εμφανίστηκε στην ταινία ως έντιμος δάσκαλος που κρυβόταν από τους Ναζί.



     Το 1955, έγραψε το σενάριο για την αυστριακή ταινία The Last Act (Der letzte Akt), για τις τελευταίες ημέρες του Χίτλερ στο καταφύγιο της Καγκελαρίας του Ράιχ στο Βερολίνο, που βασίστηκε στο βιβλίο Ten Days to Die (1950) του Michael Musmanno. Το 1956, έγραψε ένα δράμα Full Circle (Die letzte Station) για τη σκηνή, που παίχτηκε στη Γερμανία και στο Μπρόντγουεϊ. Αγγλική μετάφραση δημοσιεύθηκε το 1974. Το Heaven Has No Favorites κυκλοφόρησε σε συνέχειες (ως Borrowed Life) το 1959 πριν εμφανιστεί ως βιβλίο το 1961 κι έγινε ταινία του 1977 Bobby DeerfieldΗ Νύχτα στη Λισαβόνα (Die Nacht von Lissabon), που εκδόθηκε το 1962, είναι το τελευταίο έργο που ολοκλήρωσε. Το μυθιστόρημα πούλησε περίπου 900.000 αντίτυπα στη Γερμανία.
     Ο πρώτος γάμος του Remarque ήταν με την ηθοποιό Ilse Jutta Zambona το 1925. Ο γάμος ήτανε θυελλώδης κι άπιστος κι απ’ τις 2 πλευρές. Χωρίσανε το 1930, αλλά το 1933 φύγανε μαζί στην Ελβετία. Το 1938, ξαναπαντρεύτηκαν, για να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στη Γερμανία, και το 1939 μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, όπου κι οι 2 πολιτογραφήθηκαν εκεί το 1947. Χώρισαν ξανά στις 20 Μάη 1957, αυτή τη φορά οριστικά. Η Ilse Remarque πέθανε στις 25 Ιουνίου 1975.
     Στη διάρκεια της 10ετίας ’30, είχε σχέσεις με την Αυστριακή ηθοποιό Χέντι Λαμάρ, τη Μεξικανή ηθοποιό Ντολόρες ντελ Ρίο και τη Γερμανίδα ηθοποιό Μάρλεν Ντίτριχ. Η σχέση με την Ντίτριχ ξεκίνησε Σεπτέμβρη του 1937, όταν συναντήθηκαν στο Λίντο ενώ βρίσκονταν στη Βενετία για το φεστιβάλ κινηματογράφου και συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι το 1940, που διατηρήθηκε κυρίως μέσω επιστολών, τηλεγραφημάτων και τηλεφωνικών κλήσεων. Επιλογή των επιστολών τους δημοσιεύθηκε το 2003 στο βιβλίο Sag mir, daß du mich liebst (Πες μου πως μ’ αγαπάς) και στη συνέχεια στο θεατρικό έργο Puma του 2011. Ο Ρεμάρκ παντρεύτηκε τελικά την ηθοποιό Paulette Goddard το 1958.



     Ο Ρεμάρκ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια σε ηλικία 72 ετών στο Λοκάρνο στις 25 Σεπτέμβρη 1970. Το σώμα του θάφτηκε στο νεκροταφείο Ronco στο Ronco, Ticino, Ελβετία. Η Goddard, σύζυγος του Remarque, πέθανε το 1990 και το σώμα της θάφτηκε δίπλα στο σώμα του συζύγου της. Άφησε ένα κληροδότημα 20 εκατομμυρίων δολαρίων στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης για να χρηματοδοτήσει ινστιτούτο ευρωπαϊκών σπουδών, που ονομάστηκε προς τιμή του Remarque, καθώς και τη χρηματοδότηση του Goddard Hall στη πανεπιστημιούπολη του Greenwich Village στη Νέα Υόρκη. Ο 1ος διευθυντής του Ινστιτούτου Remarque ήταν ο καθηγητής Tony Judt. Τα έγγραφα του Remarque στεγάζονται στη βιβλιοθήκη Fales του NYU.
     Μετά το θάνατό του το 1970, η σύζυγός του Paulette έζησε στη βίλα μέχρι το θάνατό της το 1990. Η βίλα κληροδοτήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης ως μέρος της περιουσίας της Paulette Goddard. Δεδομένου ότι το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης δεν ήτανε διατεθειμένο να πληρώσει τον σχετικό φόρο κληρονομιάς των 18 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων στο καντόνι του Τιτσίνο, η βίλα κατασχέθηκε από το καντόνι. Το καντόνι προσέφερε τη βίλα σε δημοπρασία γύρω στο 2010, αλλά αρχικά δεν υπήρχε αγοραστής, πιθανώς λόγω της υψηλής τιμής και του υψηλού κόστους εκσυγχρονισμού του ακινήτου. Ωστόσο, μέχρι το 2021, το ακίνητο αγοράστηκε τελικά από ζευγάρι Γερμανών που επιθυμούν να διατηρήσουν το Casa Monte Tabor ως μέρος για την προώθηση της ειρήνης και τη διατήρηση της κληρονομιάς του Erich Maria Remarque. Θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται για εκδηλώσεις σχετικά με θέματα ειρήνης. Η βίλα έχει ανακαινιστεί εκτενώς το 2023.

ΡΗΤΑ:

Ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι θάνατος, ο θάνατος δύο εκατομμυρίων είναι στατιστική.

Αυτό το βιβλίο δεν πρέπει να είναι ούτε κατηγορία ούτε ομολογία, και λιγότερο από όλα μια περιπέτεια, γιατί ο θάνατος δεν είναι μια περιπέτεια για εκείνους που στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν. Θα προσπαθήσει απλώς να μιλήσει για μια γενιά ανθρώπων που, παρόλο που μπορεί να γλίτωσαν από οβίδες, καταστράφηκαν από τον πόλεμο.

Είναι πολύ περίεργο το γεγονός ότι η δυστυχία του κόσμου προκαλείται συχνά από μικρούς ανθρώπους. Είναι πολύ πιο ενεργητικοί κι ασυμβίβαστοι από τους μεγάλους συναδέλφους.

Βαδίζουμε προς τα πάνω, κυκλοθυμικοί ή καλοδιάθετοι στρατιώτες -φτάνουμε στη ζώνη όπου αρχίζει το μέτωπο και γινόμαστε στιγμιαία ανθρώπινα ζώα.

Δεν είμαστε πια νέοι. Δεν θέλουμε να κατακλύσουμε τον κόσμο. Φεύγουμε. Πετάμε από τον εαυτό μας. Από τη ζωή μας. Ήμασταν δεκαοκτώ και είχαμε αρχίσει να αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο και έπρεπε να το κάνουμε κομμάτια. Η πρώτη βόμβα, η πρώτη έκρηξη, έσκασε στις καρδιές μας. Είμαστε αποκομμένοι από τη δραστηριότητα, από την προσπάθεια, από την πρόοδο. Δεν πιστεύουμε πια σε τέτοια πράγματα, πιστεύουμε στον πόλεμο.



Είναι εξίσου τυχαίο ότι είμαι ακόμα ζωντανός όσο και ότι μπορεί να έχω χτυπηθεί. Σε μια βομβαρδιστική εκσκαφή μπορεί να είχα συνθλιβεί σε άτομα, και στο ύπαιθρο μπορεί να επιβιώσω από βομβαρδισμό δέκα ωρών αλώβητος. Κανένας στρατιώτης δεν επιβιώνει από χίλιες ευκαιρίες. Αλλά κάθε στρατιώτης πιστεύει στην τύχη και εμπιστεύεται την τύχη του.

Όταν κάποιος είναι μόνος, είναι που αρχίζει να παρατηρεί τη Φύση και να την αγαπά.

Ένας λόγος εντολής έχει κάνει αυτές τις σιωπηλές φιγούρες εχθρούς μας. Μια εντολή μπορεί να τους μετατρέψει σε φίλους μας.

Μόνον ένα νοσοκομείο δείχνει τι είναι πόλεμος.

Είμαι πολύ ήσυχος. Ας έρθουν οι μήνες και τα χρόνια, δεν μπορούν να πάρουν τίποτα από μένα, δεν μπορούν να πάρουν τίποτα περισσότερο. Είμαι τόσο μόνος, και τόσο χωρίς ελπίδα που μπορώ να τους αντιμετωπίσω χωρίς φόβο. Η ζωή που με έφερε όλα αυτά τα χρόνια είναι ακόμα στα χέρια μου και στα μάτια μου. Αν το έχω υποτάξει, δεν ξέρω. Αλλά όσο είναι εκεί, θα αναζητά τη δική της διέξοδο, αδιαφορώντας για τη θέληση που υπάρχει μέσα μου.

Έπεσε Οκτώβρh του 1918, μέρα που ήτανe τόσο ήσυχη ακόμα και σ’ όλο το μέτωπο, που η έκθεση του στρατού περιορίστηκε στη μία μόνο πρόταση: Όλα ήσυχα στο Δυτικό Μέτωπο. Είχε πέσει μπροστά και ξάπλωσε στη γη σαν να κοιμόταν. Γυρίζοντάς τον, είδε κανείς ότι δεν θα μπορούσε να υποφέρει πολύ. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση ηρεμίας, σαν σχεδόν χαρούμενος που είχε έρθει το τέλος.

ΕΡΓΑ:

μυθιστορήματα
(1920) Die Traumbude. Ein Künstlerroman; Αγγλική μετάφραση: The Dream Room
(γράφτηκε το 1924, δημοσιεύθηκε το 1998)
(1928) Station am Horizont· Αγγλική μετάφραση: Station at the Horizon
(1929) Im Westen nichts Neues; Αγγλική μετάφραση: All Quiet on the Western Front (1929)
(1931) Der Weg zurück; Αγγλική μετάφραση: The Road Back (1931)
(1936) Drei Kameraden· Αγγλική μετάφραση: Three Comrades (1937)
(1939) Liebe deinen Nächsten· Αγγλική μετάφραση: Flotsam (1941)
(1945) Αψίδα του Θριάμβου· Αγγλική μετάφραση: Arch of Triumph (1945) (Κριτική από τον Δρ Albert Simard στο Free World)
(1952) Der Funke Leben· Αγγλική μετάφραση: Spark of Life (1952)
(1954) Zeit zu leben und Zeit zu sterben· Αγγλική μετάφραση: A Time to Love and a Time to Die (1954)
(1956) Οβελίσκος Der schwarze· Αγγλική μετάφραση: The Black Obelisk (1957)
(1961) Der Himmel kennt keine Günstlinge (σε συνέχειες ως Geborgtes Leben). Αγγλική μετάφραση: Heaven Has No Favorites (1961)
(1962) Die Nacht von Lissabon· Αγγλική μετάφραση: The Night in Lisbon (1964)
(1970) Das gelobte Land; Αγγλική μετάφραση: The Promised Land (2014)
(1971) Schatten im Paradies; Αγγλική μετάφραση: Shadows in Paradise (1972)

άλλα έργα
(1931) Der Feind· Αγγλική μετάφραση: The Enemy (1930–1931). Διηγήματα
(1955) Der letzte Akt; Αγγλική μετάφραση: The Last Act; σενάριο
(1956) Σταθμός Die letzte. Αγγλική μετάφραση: Full Circle (1974); θεατρικό
(1988) Die Heimkehr des Enoch J. Jones; Αγγλική μετάφραση: The Return of Enoch J. Jones; θεατρικό
(1994) Ein μαχητικός Pazifist; Αγγλική μετάφραση: A Militant Pacifist; Συνεντεύξεις και δοκίμια



========================

                     Ουδέν Νεώτερον Από Το Δυτικό Μέτωπο
   (απόσπ.)

Είμαστε σε ηρεμία πέντε μίλια πίσω από το μέτωπο. Χθες ήμασταν ανακουφισμένοι, και τώρα οι κοιλιές μας είναι γεμάτες βοδινό κρέας και φασόλια haricot. Είμαστε ικανοποιημένοι και ειρηνικοί. Κάθε άνθρωπος έχει ένα άλλο κουτί γεμάτο για το βράδυ. Και, επιπλέον, υπάρχει διπλή μερίδα λουκάνικου και ψωμιού. Αυτό βάζει έναν άνθρωπο σε λεπτή τελειοποίηση. Δεν είχαμε τέτοια τύχη εδώ και πολύ καιρό. Ο μάγειρας με το καρότο κεφάλι του μας ικετεύει να φάμε. Γνέφει με την κουτάλα του σε όποιον περνάει, και του βγάζει μια μεγάλη κούκλα. Δεν βλέπει πώς μπορεί να αδειάσει το στιφάδο του εγκαίρως για καφέ. Οι Tjaden και Müller παρήγαγαν δύο νιπτήρες και τους γέμισαν μέχρι το χείλος ως αποθεματικό. Στο Tjaden αυτό είναι αδηφαγία και στο Müller είναι προνοητικότητα. Το πού τα βάζει όλα ο Tjaden είναι ένα μυστήριο, γιατί είναι και θα είναι πάντα τόσο λεπτός όσο μια τσουγκράνα.
Αυτό που είναι ακόμα πιο σημαντικό είναι το ζήτημα της διπλής μερίδας καπνού. Δέκα πούρα, είκοσι τσιγάρα και δύο μασώμενα ανά άνθρωπο. Τώρα αυτό είναι αξιοπρεπές. Έχω ανταλλάξει τον καπνό μάσησης με τον Katczinsky για τα τσιγάρα του, πράγμα που σημαίνει ότι έχω σαράντα συνολικά. Αυτό είναι αρκετό για μια μέρα.
Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε κανένα δικαίωμα σε αυτό το απροσδόκητο κέρδος. Ο Πρώσος δεν είναι τόσο γενναιόδωρος. Έχουμε μόνο έναν λάθος υπολογισμό να ευχαριστήσουμε γι’ αυτό.
Πριν από δεκατέσσερις ημέρες έπρεπε να ανέβουμε και να ανακουφίσουμε την πρώτη γραμμή. Ήταν αρκετά ήσυχα στον τομέα μας, έτσι ο διοικητής που παρέμεινε στα μετόπισθεν είχε επιτάξει τη συνήθη ποσότητα μερίδων και είχε φροντίσει για την πλήρη συντροφιά εκατόν πενήντα ανδρών. Αλλά την τελευταία μέρα ένας εκπληκτικός αριθμός αγγλικών πυροβόλων άνοιξε εναντίον μας με υψηλή εκρηκτικότητα, χτυπώντας ασταμάτητα τη θέση μας, έτσι ώστε υποφέραμε πολύ και επιστρέψαμε μόνο ογδόντα δυνατοί.
Χθες το βράδυ επιστρέψαμε και τακτοποιηθήκαμε για να κοιμηθούμε καλά για μια φορά: ο Katczinsky έχει δίκιο όταν λέει ότι δεν θα ήταν τόσο κακός πόλεμος αν μπορούσε κανείς να κοιμηθεί λίγο περισσότερο. Στη γραμμή που είχαμε σχεδόν κανένα, και δεκατέσσερις ημέρες είναι πολύς χρόνος σε ένα τέντωμα.
Ήταν μεσημέρι πριν ο πρώτος από εμάς συρθεί έξω από τα διαμερίσματά μας. Μισή ώρα αργότερα κάθε άνθρωπος είχε το κουτί του και μαζευτήκαμε στο μαγειρείο, το οποίο μύριζε λιπαρό και θρεπτικό. Στην κορυφή της ουράς ήταν φυσικά ο πιο πεινασμένος – ο μικρός Άλμπερτ Κροπ, ο πιο ξεκάθαρος στοχαστής ανάμεσά μας και επομένως ο πρώτος που ήταν δεκανέας. Ο Müller, ο οποίος εξακολουθεί να έχει μαζί του τα σχολικά του εγχειρίδια, ονειρεύεται εξετάσεις και κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού μουρμουρίζει προτάσεις στη φυσική. Leer, ο οποίος φοράει πλήρη γενειάδα και προτιμά τα κορίτσια από τους οίκους ανοχής των αξιωματικών. Και ως τέταρτος, εγώ, ο Paul Bäumer. Και οι τέσσερις είναι δεκαεννέα ετών και οι τέσσερις εντάχθηκαν από την ίδια τάξη ως εθελοντές για τον πόλεμο.
Κοντά μας ήταν οι φίλοι μας: ο Tjaden, ένας αδύνατος κλειδαράς της ηλικίας μας, ο μεγαλύτερος τρώγων της εταιρείας. Κάθεται να φάει τόσο λεπτό όσο μια ακρίδα και σηκώνεται τόσο μεγάλο όσο ένα έντομο με τον οικογενειακό τρόπο. Ο Haie Westhus, της ίδιας ηλικίας, ένας εκσκαφέας τύρφης, ο οποίος μπορεί εύκολα να κρατήσει ένα καρβέλι με σιτηρέσιο στο χέρι του και να πει: Μάντεψε τι έχω στη γροθιά μου. τότε ο Ντέτερινγκ, ένας χωρικός, που δεν σκέφτεται τίποτα άλλο παρά το χωράφι του και τη γυναίκα του. και τέλος ο Stanislaus Katczinsky, ο ηγέτης της ομάδας μας, έξυπνος, πονηρός και σκληρός, σαράντα ετών, με πρόσωπο εδάφους, μπλε μάτια, λυγισμένους ώμους και αξιοσημείωτη μύτη για βρώμικο καιρό, καλό φαγητό και μαλακές δουλειές.
Η συμμορία μας σχημάτισε την κεφαλή της ουράς μπροστά από το μαγειρείο. Γίναμε ανυπόμονοι, γιατί ο μάγειρας δεν μας έδινε σημασία.
Τελικά ο Katczinsky του φώναξε: «Πες, Heinrich, άνοιξε το συσσίτιο. Ο καθένας μπορεί να δει ότι τα φασόλια έχουν τελειώσει».
Κούνησε το κεφάλι του νυσταγμένα: «Πρέπει όλοι να είστε εκεί πρώτα». Ο Tjaden χαμογέλασε: «Είμαστε όλοι εδώ».
Ο λοχίας-μάγειρας εξακολουθούσε να μην δίνει σημασία. «Αυτό μπορεί να κάνει για εσάς», είπε. “Αλλά πού είναι οι άλλοι;”
«Δεν θα ταΐζονται από εσάς σήμερα. Είτε βρίσκονται στο καμαρίνι είτε σπρώχνουν μαργαρίτες».
Ο μάγειρας ήταν αρκετά αναστατωμένος καθώς τα γεγονότα του φάνηκαν. Ήταν συγκλονισμένος.
«Και έχω μαγειρέψει για εκατόν πενήντα άντρες—»
Ο Κροπ τον έσπρωξε στα πλευρά. «Τότε για μια φορά θα έχουμε αρκετά. Έλα, ξεκίνα!»
Ξαφνικά ένα όραμα ήρθε πάνω από τον Tjaden. Τα αιχμηρά, πονηρά χαρακτηριστικά του άρχισαν να λάμπουν, τα μάτια του έγιναν μικρά με πονηριά, τα σαγόνια του συσπάστηκαν και ψιθύρισε βραχνά: «Φίλε! Τότε έχεις ψωμί και για εκατόν πενήντα άντρες, ε;»
Ο λοχίας-μάγειρας έγνεψε καταφατικά, αφηρημένος και σαστισμένος.
Ο Tjaden τον άρπαξε από τον χιτώνα. “Και λουκάνικο;”
Η Τζίντζερ έγνεψε ξανά.
Τα σκασίματα του Tjaden έτρεμαν. «Και ο καπνός;»
«Ναι, τα πάντα».
Ο Tjaden έλαμψε: «Τι γιορτή φασολιών! Αυτό είναι όλο για εμάς! Κάθε άνθρωπος παίρνει – περιμένετε λίγο – ναι, πρακτικά δύο θέματα».
Τότε ο Τζίντζερ ανακάτεψε τον εαυτό του και είπε: «Αυτό δεν θα κάνει».
Τότε ενθουσιαστήκαμε και αρχίσαμε να συνωστιζόμαστε.
«Γιατί δεν θα γίνει αυτό, γέρο-καρότο;» ρώτησε ο Κατσίνσκι.
«Ογδόντα άνδρες δεν μπορούν να έχουν αυτό που σημαίνει για εκατόν πενήντα».
«Σύντομα θα σου δείξουμε», γρύλισε ο Müller.
«Δεν με νοιάζει το στιφάδο, αλλά μπορώ να εκδώσω μερίδες μόνο για ογδόντα άντρες», επέμεινε η Τζίντζερ.
Ο Katczinsky θύμωσε. «Μπορεί να είσαι γενναιόδωρος για μια φορά. Δεν έχετε τραβήξει φαγητό για ογδόντα άντρες. Το έχετε σχεδιάσει για τη Δεύτερη Εταιρεία. Καλό. Ας το έχουμε τότε. Είμαστε η δεύτερη εταιρεία».
Αρχίσαμε να σπρώχνουμε τον άνθρωπο. Κανείς δεν ένιωθε ευγενικά απέναντί του, γιατί ήταν δικό του λάθος που το φαγητό ήρθε δύο φορές σε μας στη γραμμή πολύ αργά και κρύο. Κάτω από τα πυρά των οβίδων δεν έφερνε την κουζίνα του αρκετά κοντά, έτσι ώστε οι μεταφορείς σούπας μας έπρεπε να πάνε πολύ μακρύτερα από εκείνους των άλλων εταιρειών. Τώρα ο Bulcke της First Company είναι πολύ καλύτερος άνθρωπος. Είναι τόσο παχύς όσο ένα χάμστερ το χειμώνα, αλλά τραβάει τις κατσαρόλες του όταν πρόκειται για αυτό μέχρι την πρώτη γραμμή.
Είχαμε τη σωστή διάθεση και σίγουρα θα υπήρχε ξεσκόνισμα αν δεν είχε εμφανιστεί ο διοικητής του λόχου μας. Ενημέρωσε τον εαυτό του για τη διαμάχη και παρατήρησε μόνο: «Ναι, είχαμε μεγάλες απώλειες χθες».
Κοίταξε στο dixie. “Τα φασόλια φαίνονται καλά.”
Ο Τζίντζερ έγνεψε καταφατικά. “Μαγειρεμένα με κρέας και λίπος.”
Ο υπολοχαγός μας κοίταξε. Ήξερε τι σκεφτόμασταν. Και ήξερε πολλά άλλα πράγματα επίσης, επειδή ήρθε στην εταιρεία ως μη-com. και προήχθη από τις τάξεις. Σήκωσε ξανά το καπάκι από το dixie και μύρισε. Στη συνέχεια, περνώντας είπε: «Υπηρετήστε το όλο θέμα. Μπορούμε να το κάνουμε. Και φέρτε μου και ένα πιάτο γεμάτο».
Ο Τζίντζερ φαινόταν πρόβατο καθώς ο Tjaden χόρευε γύρω του.
«Δεν σου κοστίζει τίποτα! Θα νόμιζε κανείς ότι το μαγαζί του αρχηγού του ανήκε σε αυτόν! Και τώρα συνέχισε με αυτό, παλιέ αυτοκόλλητο, και μην κάνεις λάθος ούτε αυτό».
«Κρεμάσαι!» έφτυσε ο Τζίντζερ. Όταν τα πράγματα ξεπερνούν τα πράγματα, πετάει εντελώς το σφουγγάρι. Απλώς γίνεται κομμάτια. Και σαν να ήθελε να δείξει ότι όλα τα πράγματα ήταν τώρα τα ίδια γι ‘αυτόν, με τη δική του ελεύθερη βούληση μοιράστηκε μισό κιλό συνθετικό μέλι εξίσου μεταξύ μας.

★★

Σήμερα είναι υπέροχα καλό. Το ταχυδρομείο έχει έρθει και σχεδόν κάθε άνθρωπος έχει μερικά γράμματα.
Ο Κροπ βγάζει ένα. “Ο Kantorek σας στέλνει όλες τις καλύτερες ευχές του.”
Γελάμε. Ο Müller πετάει το τσιγάρο του και λέει: «Μακάρι να ήταν εδώ».
Ο Kantorek ήταν ο δάσκαλός μας, ένα δραστήριο ανθρωπάκι με γκρίζο παλτό, με πρόσωπο σαν μυγαλή-ποντίκι. Είχε περίπου το ίδιο μέγεθος με τον δεκανέα Himmelstoss, τον «Τρόμο του Klosterberg». Είναι πολύ περίεργο το γεγονός ότι η δυστυχία του κόσμου προκαλείται τόσο συχνά από μικρούς ανθρώπους. Είναι πολύ πιο ενεργητικοί και ασυμβίβαστοι από τους μεγάλους συναδέλφους. Πάντα φρόντιζα να κρατιέμαι μακριά από τμήματα με διοικητές μικρών λόχων. Είναι ως επί το πλείστον μπερδεμένα μικρά μαρτινέτα.
Στη διάρκεια της άσκησης, ο Kantorek μας έδωσε μακρές διαλέξεις μέχρι που ολόκληρη η τάξη μας πήγε υπό την ποιμαντηρία του στον Διοικητή της Περιφέρειας και προσφέρθηκε εθελοντικά. Τον βλέπω τώρα, καθώς συνήθιζε να μας κοιτάζει μέσα από τα γυαλιά του και να λέει με συγκινητική φωνή: «Δεν θα ενωθείτε, σύντροφοι;».
Αυτοί οι δάσκαλοι κουβαλούν πάντα τα συναισθήματά τους έτοιμα στις τσέπες των γιλέκων τους και τα βγάζουν οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Αλλά δεν το σκεφτήκαμε τότε.
Υπήρχε, πράγματι, ένας από εμάς που δίσταζε και δεν ήθελε να ευθυγραμμιστεί. Αυτός ήταν ο Josef Behm, ένας παχουλός, οικείος άνθρωπος. Αλλά επέτρεψε στον εαυτό του να πειστεί, διαφορετικά θα είχε εξοστρακιστεί. Και ίσως περισσότεροι από εμάς σκεφτήκαμε όπως εκείνος, αλλά κανείς δεν μπορούσε πολύ καλά να ξεχωρίσει, γιατί εκείνη την εποχή ακόμη και οι γονείς κάποιου ήταν έτοιμοι με τη λέξη “δειλός”. Κανείς δεν είχε την πιο αόριστη ιδέα για το τι μας περίμενε. Οι σοφότεροι ήταν μόνο οι φτωχοί και απλοί άνθρωποι. Ήξεραν ότι ο πόλεμος ήταν μια ατυχία, ενώ οι άνθρωποι που ήταν σε καλύτερη κατάσταση ήταν δίπλα τους με χαρά, αν και θα έπρεπε να είναι πολύ καλύτερα σε θέση να κρίνουν ποιες θα ήταν οι συνέπειες.
Ο Katczinsky είπε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα της ανατροφής τους. Τους έκανε ηλίθιους. Και τι είπε η Kat, το είχε σκεφτεί.
Παραδόξως, ο Behm ήταν ένας από τους πρώτους που έπεσαν. Χτυπήθηκε στο μάτι κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης και τον αφήσαμε να κείτεται νεκρός. Δεν μπορούσαμε να τον φέρουμε μαζί μας, γιατί έπρεπε να επιστρέψουμε με ελικόπτερο. Το απόγευμα ξαφνικά τον ακούσαμε να μας καλεί και τον είδαμε έξω να σέρνεται προς το μέρος μας. Είχε χτυπηθεί μόνο αναίσθητος. Επειδή δεν μπορούσε να δει, και ήταν τρελός από τον πόνο, απέτυχε να κρατηθεί υπό κάλυψη, και έτσι πυροβολήθηκε πριν κάποιος μπορέσει να πάει και να τον φέρει μέσα.
Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε τον Kantorek για αυτό. Πού θα ήταν ο κόσμος αν κάποιος έφερνε κάθε άνθρωπο στο βιβλίο; Υπήρχαν χιλιάδες Kantoreks, όλοι τους πεπεισμένοι ότι υπήρχε μόνο ένας τρόπος να τα πάνε καλά, και αυτός ο τρόπος ο δικός τους.
Κι αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που μας απογοήτευσαν τόσο άσχημα.
Για εμάς τα δεκαοκτώ παλικάρια θα έπρεπε να είναι μεσολαβητές και οδηγοί στον κόσμο της ωριμότητας, στον κόσμο της εργασίας, του καθήκοντος, του πολιτισμού, της προόδου -στο μέλλον. Συχνά τους κοροϊδεύαμε και τους κάναμε αστεία, αλλά στην καρδιά μας τους εμπιστευόμασταν. Η ιδέα της εξουσίας, την οποία αντιπροσώπευαν, συνδέθηκε στο μυαλό μας με μια μεγαλύτερη διορατικότητα και μια ανδροπρεπέστερη σοφία. Αλλά ο πρώτος θάνατος που είδαμε γκρέμισε αυτή την πεποίθηση. Έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι η γενιά μας ήταν περισσότερο αξιόπιστη από τη δική τους. Μας ξεπέρασαν μόνο σε φράσεις και σε εξυπνάδα. Ο πρώτος βομβαρδισμός μας έδειξε το λάθος μας και κάτω από αυτό ο κόσμος όπως μας τον είχαν διδάξει έσπασε σε κομμάτια.
Ενώ συνέχιζαν να γράφουν και να μιλούν, είδαμε τους τραυματίες και τους ετοιμοθάνατους. Ενώ δίδασκαν ότι το καθήκον προς την πατρίδα είναι το σπουδαιότερο πράγμα, γνωρίζαμε ήδη ότι ο επιθανάτιος ρόγχος είναι ισχυρότερος. Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν ήμασταν στασιαστές, λιποτάκτες, δειλοί -ήταν πολύ ελεύθεροι με όλες αυτές τις εκφράσεις. Αγαπήσαμε τη χώρα μας όσο και αυτοί. Πήγαμε θαρραλέα σε κάθε δράση. Αλλά επίσης ξεχωρίζαμε το ψεύτικο από το αληθινό, είχαμε μάθει ξαφνικά να βλέπουμε. Και είδαμε ότι δεν είχε απομείνει τίποτα από τον κόσμο τους. Ήμασταν όλοι ταυτόχρονα τρομερά μόνοι. Και μόνοι μας πρέπει να το ολοκληρώσουμε.

★★

Πριν πάμε να δούμε τον Kemmerich, μαζεύουμε τα πράγματά του: θα τα χρειαστεί στο δρόμο της επιστροφής.
Στο καμαρίνι υπάρχει μεγάλη δραστηριότητα · Μυρίζει όπως πάντα καρβολικό, αιθέρα και ιδρώτα. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε συνηθισμένοι σε αυτό στα μπιγέτα, αλλά εδώ κάνει κάποιον να αισθάνεται αχνός. Ζητάμε τον Kemmerich. Βρίσκεται σε ένα μεγάλο δωμάτιο και μας δέχεται με αδύναμες εκφράσεις χαράς και αβοήθητης ταραχής. Ενώ ήταν αναίσθητος, κάποιος είχε κλέψει το ρολόι του.
Ο Müller κουνάει το κεφάλι του: «Πάντα σου έλεγα ότι κανείς δεν πρέπει να έχει τόσο καλό ρολόι όσο αυτό».
Ο Müller είναι μάλλον άξεστος και αδιάκριτος, διαφορετικά θα κρατούσε τη γλώσσα του, γιατί ο καθένας μπορεί να δει ότι ο Kemmerich δεν θα βγει ποτέ ξανά από αυτό το μέρος. Το αν θα βρει το ρολόι του ή όχι δεν θα κάνει καμία διαφορά. Το πολύ να μπορεί κανείς να το στείλει μόνο στο λαό του.
«Πώς πάει, Φραντς;» ρωτάει ο Κροπ.
Το κεφάλι του Kemmerich βυθίζεται.
«Όχι και τόσο άσχημα . . . αλλά έχω έναν τόσο καταραμένο πόνο στο πόδι μου».
Κοιτάζουμε το κάλυμμα του κρεβατιού του. Το πόδι του βρίσκεται κάτω από ένα συρμάτινο καλάθι. Το κρεβάτι που καλύπτει καμάρες πάνω του. Κλωτσάω τον Müller στην κνήμη, γιατί είναι έτοιμος να πει στον Kemmerich αυτό που μας είπαν οι τακτικοί έξω: ότι ο Kemmerich έχει χάσει το πόδι του. Το πόδι ακρωτηριάζεται. Φαίνεται φρικτός, κίτρινος και αδύναμος. Στο πρόσωπό του υπάρχουν ήδη οι τεταμένες γραμμές που γνωρίζουμε τόσο καλά, τις έχουμε δει τώρα εκατοντάδες φορές. Δεν είναι τόσο γραμμές όσο σημάδια. Κάτω από το δέρμα η ζωή δεν πάλλεται πλέον, έχει ήδη πιέσει στα όρια του σώματος. Ο θάνατος εργάζεται από μέσα. Έχει ήδη εντολή στα μάτια. Εδώ βρίσκεται ο σύντροφός μας, ο Kemmerich, ο οποίος πριν από λίγο καιρό έψηνε σάρκα αλόγου μαζί μας και καθόταν οκλαδόν στις τρύπες των κελυφών. Αυτός είναι ακίνητος και όμως δεν είναι πια αυτός. Τα χαρακτηριστικά του έχουν γίνει αβέβαια και αχνά, σαν μια φωτογραφική πλάκα πάνω στην οποία έχουν ληφθεί δύο φωτογραφίες. Ακόμα και η φωνή του ακούγεται σαν στάχτη.
Σκέφτομαι την εποχή που φύγαμε. Η μητέρα του, μια καλή παχουλή μητέρα, τον έφερε στο σταθμό. Έκλαιγε συνεχώς, το πρόσωπό της ήταν φουσκωμένο και πρησμένο. Ο Κέμεριχ ένιωθε αμηχανία, γιατί ήταν η λιγότερο συγκροτημένη από όλες. Απλώς διαλύθηκε σε λίπος και νερό. Τότε με είδε και έπιασε το χέρι μου ξανά και ξανά, και με παρακάλεσε να φροντίσω τον Franz εκεί έξω. Πράγματι, είχε ένα πρόσωπο σαν παιδί, και τόσο εύθραυστα οστά που μετά από τέσσερις εβδομάδες μεταφοράς πακέτων είχε ήδη πλατυποδία. Αλλά πώς μπορεί ένας άνθρωπος να φροντίσει οποιονδήποτε στο πεδίο!
«Τώρα σύντομα θα πας σπίτι», λέει ο Kropp.
«Θα έπρεπε να περιμένετε τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις μήνες για την άδειά σας».
Ο Κέμεριχ γνέφει. Δεν αντέχω να κοιτάζω τα χέρια του, είναι σαν κερί. Κάτω από τα νύχια είναι η βρωμιά των χαρακωμάτων, φαίνεται μέσα από μπλε-μαύρο σαν δηλητήριο. Μου φαίνεται ότι αυτά τα νύχια θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν σαν μακρά φανταστικά κελάρια-φυτά πολύ καιρό αφότου ο Kemmerich δεν αναπνέει πια. Βλέπω την εικόνα μπροστά μου. Στρίβουν σε τιρμπουσόν και μεγαλώνουν και μεγαλώνουν, και μαζί τους τα μαλλιά στο σάπιο κρανίο, ακριβώς όπως το γρασίδι σε ένα καλό έδαφος, ακριβώς όπως το γρασίδι, πώς μπορεί να είναι δυνατόν–
Ο Müller σκύβει. «Φέραμε τα πράγματά σου, Φραντς».
Ο Kemmerich υπογράφει με το χέρι του. «Βάλτε τα κάτω από το κρεβάτι».
Ο Müller το κάνει. Ο Kemmerich ξεκινά ξανά για το ρολόι. Πώς μπορεί κανείς να τον ηρεμήσει χωρίς να τον κάνει καχύποπτο;
Ο Müller επανεμφανίζεται με ένα ζευγάρι μπότες αεροπόρου. Είναι ωραίες αγγλικές μπότες από μαλακό, κίτρινο δέρμα που φτάνουν μέχρι το γόνατο και δαντέλες σε όλη τη διαδρομή – είναι πράγματα που πρέπει να είναι πολυπόθητα.
Ο Müller είναι ενθουσιασμένος με τη θέα τους. Ταιριάζει τις σόλες τους με τις δικές του αδέξιες μπότες και λέει: «Θα τις πάρεις μαζί σου, Φραντς;»
Και οι τρεις έχουμε την ίδια σκέψη. Ακόμα κι αν γινόταν καλύτερα, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μόνο ένα – δεν του χρησιμεύουν. Αλλά όπως έχουν τα πράγματα τώρα, είναι κρίμα να μείνουν εδώ. Οι τακτικοί φυσικά θα τους αρπάξουν μόλις πεθάνει.
«Δεν θα τους αφήσεις μαζί μας;» Ο Müller επαναλαμβάνει. Ο Kemmerich δεν θέλει. Είναι τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά του.
«Λοιπόν, θα μπορούσαμε να ανταλλάξουμε», προτείνει ξανά ο Müller.
«Εδώ έξω μπορεί κανείς να τα χρησιμοποιήσει». Ωστόσο, ο Kemmerich δεν πρέπει να μετακινηθεί.
Πατάω στο πόδι του Müller. Απρόθυμα βάζει τις λεπτές μπότες πίσω κάτω από το κρεβάτι.
Μιλάμε λίγο περισσότερο και μετά παίρνουμε την άδειά μας.
“Cheerio, Franz.”
Του υπόσχομαι να επιστρέψει το πρωί.
Ο Müller μιλά για κάτι τέτοιο. Σκέφτεται τις μπότες με κορδόνια και τα μέσα για να είναι επί τόπου.
Ο Κέμεριχ στενάζει. Είναι πυρετώδης. Παίρνουμε στα χέρια μας έναν τακτικό έξω και του ζητάμε να δώσει στον Κέμεριχ μια δόση μορφίας.
Αρνείται. “Αν επρόκειτο να δώσουμε μορφία σε όλους, θα έπρεπε να έχουμε μπανιέρες γεμάτες—”
«Φροντίζεις μόνο σωστά τους αξιωματικούς», λέει ο Κροπ με μοχθηρό τρόπο.
Επεμβαίνω βιαστικά και του δίνω ένα τσιγάρο. Το παίρνει.
“Συνήθως επιτρέπεται να το δώσετε, τότε;” Τον ρωτάω.
Είναι ενοχλημένος. «Αν δεν το νομίζεις, τότε γιατί ρωτάς;»
Πιέζω μερικά τσιγάρα ακόμα στο χέρι του. «Κάνε μας τη χάρη—»
«Λοιπόν, εντάξει», λέει.
Ο Κροπ μπαίνει μαζί του. Δεν τον εμπιστεύεται και θέλει να δει. Περιμένουμε έξω.
Ο Müller επιστρέφει στο θέμα των μπότες. «Θα μου ταίριαζαν απόλυτα. Σε αυτές τις μπότες παίρνω φουσκάλες μετά από φουσκάλες. Πιστεύετε ότι θα διαρκέσει μέχρι αύριο μετά την άσκηση; Αν λιποθυμήσει τη νύχτα, ξέρουμε πού θα βγουν οι μπότες—”
Ο Κροπ επιστρέφει. «Νομίζεις—;» ρωτάει.
«Τέλος», λέει εμφατικά ο Müller.
Επιστρέφουμε στις καλύβες. Σκέφτομαι το γράμμα που πρέπει να γράψω αύριο στη μητέρα του Kemmerich. Παγώνω. Θα μπορούσα να κάνω με ένα tot ρούμι. Ο Müller σηκώνει λίγο γρασίδι και το μασάει. Ξαφνικά ο μικρός Κροπ πετάει το τσιγάρο του, το σφραγίζει άγρια και κοιτάζοντας γύρω του με σπασμένο και αφηρημένο πρόσωπο, τραυλίζει: «Καταραμένοι χοίροι, καταραμένοι χοίροι!»
Περπατάμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Κροπ έχει ηρεμήσει. Καταλαβαίνουμε: βλέπει κόκκινο, εδώ έξω κάθε άνθρωπος γίνεται έτσι κάποια στιγμή.
«Τι σου έχει γράψει ο Κάντορεκ;» Ο Müller τον ρωτάει.
Γελάει. «Είμαστε η Σιδερένια Νεολαία».
Χαμογελάμε και οι τρεις πικρά. Ο Kropp χαίρεται που μπορεί να μιλήσει.
Ναι, έτσι σκέφτονται, αυτές οι εκατό χιλιάδες Kantoreks! Σιδερένια Νεολαία. Νεολαία! Δεν είμαστε κανένας μας πάνω από είκοσι χρονών. Αλλά νέοι; Νεολαία? Αυτό έχει περάσει πολύς καιρός.
Είμαστε ηλικιωμένοι…
                                        (τέλος αποσπ.)
——————————————————————–

                                  Η Δύναμη Της Αγάπης
  (απόσπ.)

ΚΕΦ. 1ο

     Ο Κερν αποσπάστηκε απότομα από τη βύθισή του μέσα στη μαύρη άβυσσο του ύπνου, τινάχτηκε πάνω κι αφουγκράστηκε. Όπως όλοι οι κυνηγημένοι, βρέθηκε μονομιάς ολότελα ξύπνιος, ξεσηκωμένος, έτοιμος να φύγει. Καθισμένος ασάλευτος στο κρεβάτι, με το κορμί γερμένο ελαφρά στο πλάι, συλλογιζόταν με τι τρόπο να ξεφύγει αν λάχαινε να βρει τη σκάλα αποκλεισμένη.
     Η κάμαρα βρισκόταν στο τέταρτο πάτωμα. Είχε παράθυρο στην αυλή, μα δεν είχε μήτε εξωτερικό περβάζι μήτε μπαλκόνι για να μπορέσει να φτάσει από ‘κεi στην υδρορρόη. Από τούτη λοιπόν τη μεριά ήταν αδύνατον να φύγει. Ένας μόνο τρόπος απέμενε: να περάσει απ’ το διάδρομο στο πατάρι και από ‘κει στη σκεπή, για να φτάσει στο γειτονικό σπίτι.
     Ο Κερν κοίταξε το φωσφοριζέ καντράν του ρολογιού του. Οι πέντε μόλις είχανε περάσει. Ήταν ακόμη σχεδόν ολοσκότεινα. Τα σεντόνια στα άλλα δύο κρεβάτια σχημάτιζαν έναν γκρίζο και διάχυτο λεκέ μες στο σκοτάδι. Ο Πολωνός που κοιμόταν κοντά στον τοίχο ρουθούνιζε. Με προσοχή ο Κερν γλίστρησε έξω από το κρεβάτι και κινήθηκε αθόρυβα προς τη πόρτα. Την ίδια στιγμή ο ξαπλωμένος άντρας σάλεψε.
«Τι τρέχει;» ψιθύρισε.
     Ο Κερν δεν αποκρίθηκε. Είχε βάλει το αυτί του στη πόρτα. Ο άλλος ανασηκώθηκε. Έψαξε στα ρούχα που ‘χε κρεμάσει στο μπρατσόλι του σιδερένιου κρεβατιού. Ένας φακός τσέπης άναψε, φωτίζοντας με τον θαμπό και τρεμάμενο φωτεινό του κύκλο τη καφετιά πόρτα και τη σιλουέτα του Κερν, που, αναμαλλιασμένος και με τσαλακωμένο σώβρακο, αφουγκραζόταν απ’ τη κλειδαρότρυπα.
«Άντε! Πες μας λοιπόν τι τρέχει…» είπε ο άντρας από το κρεβάτι με φωνή που μόλις ακουγόταν.
Ο Κερν όρθωσε το κορμί. «Δεν ξέρω, Στάινερ» αποκρίθηκε. «Ξύπνησα γιατί άκουσα θόρυβο».
«Θόρυβο; Τι θόρυβο, βλάκα;»
«Θόρυβο από κάτω. Φωνές ή πατήματα, δεν ξεχώρισα τόσο καλά».
     Ο άνθρωπος σηκώθηκε, πήγε κι αυτός στη πόρτα. Φορούσε κιτρινισμένη πουκαμίσα, απ’ όπου έβγαιναν, φωτισμένες απ’ το φακό, δυο τριχωτά μυώδη πόδια.
«Μένεις καιρό εδώ πέρα;» τον ρώτησε.
«Εδώ και δυο μήνες».
«Έγιναν καμμιά φορά συλλήψεις σ’ αυτό το διάστημα;»
     Ο Κερν έγνεψε όχι.
«Μπα, θα παράκουσες. Θα άκουσες καμμιά πορδή μες στη νύχτα και τη πέρασες για βροντή». Γύρισε το φως του φακού του στο πρόσωπο του Κερν. «Πόσο χρονών είσαι; Καμιά εικοσαριά; Εκπατρισμένος;»
«Τι άλλο;»
«Γιέζους Κρίστους, τσο σιεμ στάλο…» γουργούρισε ξάφνου στη γωνιά του ο Πολωνός.
     Αυτός με την πουκαμίσα γύρισε το φωτεινό κύκλο απ’ την άλλη μεριά. Σαγόνι με πυκνή σγουρή γενειάδα, κούφια μαυρίλα από στόμα που ‘χασκε και δυο μάτια γουρλωμένα κάτω από πυκνά φρύδια πρόβαλαν μέσα απ’ το σκοτάδι.
«Σκασμός με τον Ιησού Χριστό σου, Πολάκο!» μουρμούρισε αυτός που βαστούσε τον φακό. «Πάει καιρός που πέθανε. Έπεσε στον Σομ σα στρατολογημένος εθελοντής».
«Τσο;»
«Η φασαρία ξαναρχίζει!» είπε ο Κερν τρέχοντας στο κρεβάτι. «Έρχονται από κάτω. Πρέπει να φύγουμε από τη σκεπή!»
     Ο Στάινερ στριφογύρισε σαν σβούρα. Άκουγαν πόρτες να βροντάνε κι ύστερα σιγανές, βαρειές φωνές.
«Ώρα να στρίβουμε! Γρήγορα, Πόλσκι! Η αστυνομία!» Άρπαξε τα ρούχα του απ’ το κρεβάτι. «Τον ξέρεις το δρόμο;» ρώτησε τον Κερν.
«Ναι. Δεξιά στο τέρμα του διαδρόμου. Πρέπει να ανεβούμε τη σκάλα, πίσω απ’ το ντεπόζιτο του νερού».
«Πάμε!»
     Ο άντρας με την πουκαμίσα άνοιξε αθόρυβα τη πόρτα.
«Μάτκα μπόσκα» γουργούρισε ο Πολωνός.
«Σκασμός! Μην πεις τίποτα!»
     Ο Στάινερ έκλεισε πίσω του τη πόρτα. Ο Κερν κι αυτός γλίστρησανε τρέχοντας στον στενό βρώμικο διάδρομο. Κάνανε τόσο λίγο θόρυβο, που ακούγανε τη μισοκλεισμένη βρύση στον νεροχύτη να στάζει.
«Από ‘δω» ψιθύρισε ο Κερν.
     Βρήκε τη γωνιά και σκόνταψε πάνω σε κάτι. Κλονίστηκε, είδε μια στολή και θέλησε να γυρίσει πίσω. Την ίδια στιγμή ένιωσε να τον αδράχνουν από το μπράτσο.
«Μη σαλεύεις! Ψηλά τα χέρια!» πρόσταξε μια φωνή μες στο σκοτάδι.
     Τα ρούχα που κρατούσε ο Κερν έπεσαν κάτω. Το ζερβί του χέρι είχε μουδιάσει ολάκερο, γιατί είχε φάει το χτύπημα στον αγκώνα. Σε μια στιγμή ο άνθρωπος με την πουκαμίσα θέλησε να χυμήξει καταπάνω στη φωνή. Μα είδε τότε το περίστροφο που του έβαλε στο στήθος ένας δεύτερος πράκτορας κι αργοσήκωσε ψηλά τα χέρια.
«Μεταβολή!» πρόσταξε η φωνή. «Σταθείτε μπροστά στο παράθυρο!»
     Συμμορφώθηκαν και οι δυο.
«Για ψάξε τις τσέπες τους» είπε ο αστυνομικός με το περίστροφο.
     Ο δεύτερος πράκτορας έψαξε τα πεσμένα ρούχα.
«Τριάντα πέντε σελίνια, ένας φακός τσέπης, μία πίπα, ένας σουγιάς, μία βρομοτσατσάρα. Αυτά είναι όλα».
«Χαρτιά δεν έχει;»
«Δυο τρία γράμματα, ή κάτι τέτοιο».
«Διαβατήριο;»
«Όχι».
«Πού είναι το διαβατήριό σου;» ρώτησε ο αστυνόμος με το περίστροφο.
«Δεν έχω» είπε ο Κερν.
«Φυσικά!»
     Ο αστυνόμος έβαλε το περίστροφο στην πλάτη του ανθρώπου με τη πουκαμίσα.
«Και το δικό σου πού είναι; Θες ιδιαίτερη πρόσκληση, παλιόσκυλο;»
     Οι δυο αστυνομικοί κοιτάχτηκαν. Αυτός που δεν είχε περίστροφο έσκασε στα γέλια. Ο άλλος πέρασε τη γλώσσα στα χείλη του.
«Αχά! Κελεπούρι που πέτυχα!» είπε αργά. «Ο μεγάλος βασιλιάς των μπορντέλων!» Έκοψε απότομα την κουβέντα κι έφερε μια γερή γροθιά στο
σαγόνι του ανθρώπου. «Ψηλά τα χέρια!» ούρλιαξε.
     Του Κερν τού φάνηκε πως δεν είχε δει ποτέ του τέτοια ματιά.
«Σε σένα μιλώ, σκατιάρη!» είπε ο αστυνομικός. «Βιάζεσαι, ε; Μπας και θέλεις να σου φρεσκάρω λιγάκι τις ιδέες;»
«Δεν έχω διαβατήριο» είπε ο άνθρωπος.
«Δεν έχω διαβατήριο» τον μιμήθηκε ο αστυνομικός. «Για κοίτα τον! Αυτός ο μπάσταρδος δεν έχει διαβατήριο, φυσικά. Μπορούσε να ’ναι κι αλλιώς; Ουστ! Ντυθείτε μάνι μάνι!»
     Μια ομάδα αστυνομικοί έτρεχαν στον μακρύ διάδρομο. Άνοιγαν με βία τις πόρτες. Ένας απ’ αυτούς, με επωμίδες, πλησίασε.
«Τι είναι;»
«Δυο πουλάκια που ήθελαν να το σκάσουν περνώντας από τη σκεπή!»
     Ο αξιωματικός τούς κοίταξε και τους δυο. Ήταν νέος. Είχε πρόσωπο χλωμό κι αδύνατο, μουστακάκι κομμένο με φροντίδα και μύριζε κολόνια. Ο Κερν τη γνώρισε. Ήταν η 4711. Ο πατέρας του είχε εργοστάσιο αρωματοποιίας. Εκεί είχε μάθει τα αρώματα ο Κερν.
«Θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τούτους τους δυο» είπε ο αξιωματικός.
«Τα βραχιόλια!»
«Επιτρέπεται η αστυνομία της Βιέννης να χτυπάει τους ανθρώπους όταν τους συλλαμβάνει;» ρώτησε ο άντρας με τη πουκαμίσα.
     Ο αξιωματικός σήκωσε το βλέμμα του.
«Πώς ονομάζεστε;»
«Στάινερ. Γιόζεφ Στάινερ».
«Δεν έχει διαβατήριο και μας απείλησε» εξήγησε ο αστυνομικός με το περίστροφο.
«Επιτρέπονται πολύ περισσότερα απ’ όσα φαντάζεστε!» είπε ο αξιωματικός κοφτά. «Μπρος! Κατεβείτε!»
     Ντύθηκαν και οι δυο. Ο αστυνομικός έβγαλε τις χειροπέδες…
                                 (τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *