Rimbaud Jean-Nicolas Arthur: Ποίηση Στη Κόλαση

                                            Βιογραφικό

    O Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ (Jean-Nicolas Arthur Rimbaud20 Οκτώβρη 1854 -10 Νοέμβρη 1891) ήτανε Γάλλος ποιητής. Θεωρείται από τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία των 20 ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή Στη Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας κι ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.
    Θεωρείται ο 1ος ποιητής που επινόησε μιαν επιστημονικά πειστική μέθοδο μεταβολής της φύσης της ύπαρξης, ο 1ος που βίωσε τη περιπέτεια της ομοφυλοφιλίας του ως μοντέλο κοινωνικής αλλαγής, αλλά κι ο 1ος που αποκήρυξε τους μύθους από τους οποίους εξαρτάται ακόμα η φήμη του. Μέχρι και την ηλικία των 20, όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει τη λογοτεχνία, είχε ταξιδέψει σε 13 διαφορετικές χώρες κι είχε ζήσει ως εργοστασιακός εργάτης, παιδαγωγός, επαίτης, λιμενεργάτης, μισθοφόρος, ναυτικός, εξερευνητής, έμπορος, λαθρέμπορος όπλων, αργυραμοιβός και, για ορισμένους κατοίκους της νότιας Αβησσυνίας, ως μουσουλμάνος Προφήτης.



     Γεννήθηκε στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει η πολύχρονη περιπλάνηση του σε πολυάριθμες πόλεις της Ευρώπης. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως επαίτης, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στη Β.Α.Αφρική όπου εργάστηκε ως έμπορος κι εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.
      Ο Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική περιοχή Σαρλβίλ (Charleville) των Αρδεννών στη βορειοανατολική Γαλλία, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο. Ο πατέρας του, Φρεντερίκ Ρεμπώ, ήτανε στρατιωτικός κι η μητέρα του, Βιταλί Κυίφ, κόρη εύπορου αγρότη απ’ τη περιοχή Ρος (Roche), κοντά στη Σαρλβίλ. Οι 2 γνωρίστηκαν σε κονσέρτο της ορχήστρας του 47ου Συντάγματος Πεζικού και παντρεύτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ανώφελους συναισθηματισμούς. Οι αρετές που συνόψιζε η 27 ετών Βιταλί και τις οποίες εκτίμησε ο 38 ετών λοχαγός, τουτέστιν η ανεξάντλητη εργατικότητα, το υψηλό αίσθημα ευθύνης κι η έμφυτη κλίση προς την οικονομία, αποδείχθηκαν ανυπόφορα ελαττώματα κι έγιναν η θηλιά που έσφιξε το λαιμό του, τόσο ώστε να εγκαταλείψει δια παντός το σπιτικό του, όταν ο Αρτύρ ήταν 6 ετών.
    Τα παιδικά χρόνια του Αρθούρου φέρουν την επήρεια της μητρικής απολυταρχίας. Η νοητική στενότητα κι ακαμψία της κυρίας Ρεμπώ, ο υπερθετικός εγωισμός κι η μισαλλοδοξία της, έδεσαν αρμονικά με το φαρισαϊσμό και τη θρησκευτική σχολαστικότητα. Αποτυχημένη ως σύζυγος, αποφασίζει να αφοσιωθεί στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών της. Τα παιδιά διαβιούν σε καθεστώς επιτήρησης, όλα περνάνε μέσα από το κόσκινο της Βιταλί, προπαντός οι συναναστροφές τους. Αναγκάζονται μάλιστα ν’ αλλάζουνε σχολεία μέχρι να καταλήξουνε σε κείνο που πληροί τα υψηλά κριτήρια επιστημοσύνης και θρησκευτικότητας που η μητέρα Ρεμπώ έχει θέσει.
     Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο αγρόκτημα της οικογένειας της μητέρας του στη Ρος, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Φρεντερίκ και τις νεότερες αδελφές του, Βιταλί κι Ιζαμπέλ. Όταν ήταν 6 ετών, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια χωρίς να γυρίσει ποτέ πίσω. Για τη ρήξη που προκλήθηκε μεταξύ των γονέων του, έχουν υποστηριχθεί αρκετές εκδοχές, χωρίς κάποια από αυτές να μπορεί να αποδειχθεί. Ο Φρεντερίκ Ρεμπώ έλειπε συχνά από το σπίτι, εξαιτίας του επαγγέλματός του, ενώ κατά τις λίγες επισκέψεις του, ανάλωνε τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή. Από την άλλη, η μητέρα του θεωρούσε κάθε λογοτεχνικό έργο ανώφελο, ενώ ο δύσκολος χαρακτήρας της ενδεχομένως να συντέλεσε στο χωρισμό του ζευγαριού. Ένα δείγμα του σκληρού χαρακτήρα της περιέγραψε ο ίδιος ο Ρεμπώ στο ποίημά του Les Poètes de Sept Ans (Ο επτάχρονος ποιητής), στο οποίο περιγράφει τον ποιητή με “μέτωπο γεμάτο εξογκώματα“.


Ανρί Φαντέν-Λατούρ: Βερλαίν (1ος από αριστερά) δίπλα Ρεμπώ

     Μετά τη φυγή του πατέρα, ο Ρεμπώ και τα 4 αδέλφια του αναγκάστηκαν να ζήσουνε φτωχικά και δύσκολα χρόνια, υπό την αυστηρή παρουσία της μητέρας τους, που φρόντισε με επιμέλεια για τη μόρφωσή τους. Τον Οκτώβρη του 1861, εισήχθη μαζί με τον αδελφό του στο Ινστιτούτο Ροσσά, όπου φοίτησε για περίπου 3 έτη. Στο διάστημα αυτό, διακρίθηκε κερδίζοντας πολυάριθμα αριστεία κι επαίνους, στα λατινικά, στη γραμματική, στην ιστορία, στη γεωγραφία, αλλά και στην αριθμητική. Στερημένος από παιδικές παρέες, λόγω της αυστηρής επαγρύπνησης της μητέρας του, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το διάβασμα και τη μελέτη. Τον Απρίλη του 1865, μετά από απόφαση της μητέρας, μεταφέρθηκε στο Κολλέγιο της Σαρλβίλ, όπου σύντομα διακρίθηκε εκ νέου στα μαθήματα κι οι ικανότητές του προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, μεταπηδώντας από την Ε’ τάξη του δημοτικού στη 1η του γυμνασίου. Μεταξύ των διακρίσεών του, ξεχωρίζουν επίσης οι δημοσιεύσεις εργασιών του στην εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας Moniteur de l’Enseignement Superieur καθώς και πολυάριθμα βραβεία που κέρδιζε σε διαγωνισμούς των σχολείων της περιφέρειας. Στις αρχές του επόμενου χρόνου, το ποίημά του με τίτλο Les Étrennes des ophelins, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Revue pour Tous κι αποτελεί πιθανότατα ένα από τα καλλίτερα δείγματα των πρώιμων έργων του.
     Στο κολλέγιο της Σαρλεβίλ ο Αρθούρος θα ανθίσει. Είναι έντεκα χρονών και η εντύπωση που προξενεί στους καθηγητές του είναι μεγάλη. Ένας από αυτούς το προαισθάνεται: «από εξυπνάδα έχει όση θέλετε, αλλά έχει κάτι μάτια κι ένα χαμόγελο που δε μ’ αρέσουν καθόλου. Θα έχει κακό τέλος». Μέχρι να έρθει, λοιπόν, το τέλος ο Αρθούρος αρκείται να σκαρώνει στιχάκια στα λατινικά, να σαρώνει τα πρώτα βραβεία στις εξετάσεις και να χάνεται για ώρες ατελείωτες στα βιβλιοπωλεία. Το ενδιαφέρον του κεντρίζουν τα ποιήματα του περιοδικού Σύγχρονος Παρνασσός. Λίγο περισσότερο στέκεται σε εκείνα που έχει γράψει κάποιος Πολ Βερλαίν. Το Γενάρη του 1870 διορίζεται καθηγητής στο κολέγιο της Σαρλεβίλ ο Ζώρζ Ιζαμπάρ, ένας άνθρωπος που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ρεμπώ ως μέντορας και πνευματικός καθοδηγητής. Δανείζει στον Αρθούρο βιβλία, μαζί διεξάγουν λογοτεχνικές συζητήσεις, είναι εκείνος που πρώτος θα διαβάσει και θα σχολιάσει τα πρωτόλεια ποιήματα του καλύτερου μαθητή του.


                         Εδώ στην ηλικία της 1ης κοινωνίας

     Λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση του ποιήματος, το Κολλέγιο της Σαρλβίλ υποδέχτηκε ένα νέο δάσκαλο, τον Ζωρζ Ιζαμπάρ (Georges Izambard), ο οποίος εξελίχθηκε σε ένα είδος λογοτεχνικού συμβούλου του Ρεμπώ. Εκείνος, με τη σειρά του, συνέχιζε να γράφει ποίηση και να παρουσιάζει αντίγραφα των έργων του στον Ιζαμπάρ, ο οποίος με τη σειρά του δάνειζε βιβλία από τη προσωπική του συλλογή στο μαθητή του. Στις πρώιμες λογοτεχνικές του συνθέσεις, άντλησε στοιχεία από την ανθολογία Le Parnasse contemporain των παρνασσιστών, στέλνοντας μάλιστα ένα δικό του ποίημα προς δημοσίευση, με αποδέκτη τον Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, που όμως δεν έγινε τελικά δεκτό. Στις 19 Ιουλίου 1870 κηρύχθηκε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος, με αποτέλεσμα ο Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ. Το Κολλέγιο της πόλης έπαψε να λειτουργεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γεγονός που θα ‘δινε κι ένα οριστικό τέλος στην επίσημη σχολική εκπαίδευση του Ρεμπώ. Οι πολιτικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τη φυγή του Ιζαμπάρ, τού προκαλέσανε μελαγχολία και τάσεις φυγής, σημειώνοντας σε μια επιστολή προς το δάσκαλό του: “Η πατρίδα μου ξεσηκώνεται. Προσωπικά θα προτιμούσα να τη δω να ξανακάθεται“. Στις 31 Αυγούστου εγκατέλειψε το σπίτι του κι επιβιβάστηκε στο τραίνο, με προορισμό το Παρίσι. Εξαιτίας της αδυναμίας του να καλύψει οικονομικά το αντίτιμο του εισιτηρίου, είχε προμηθευτεί ένα για τη συντομώτερη διαδρομή μέχρι το Σαιν Κεντέν, ταξιδεύοντας στο υπόλοιπο της διαδρομής κρυφά. Κατά την άφιξή του στο Παρίσι έγινε αντιληπτός από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί.


                                O Ρεμπώ στη Χαρράρ

    Η συσσωρευμένη καταπίεση γέννησε στη ψυχή του μια επαναστατική φύση έτοιμη να εκραγεί, μια φύση που αποδύεται στην αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας. Ο γαλλογερμανικός πόλεμος του 1870 ωθεί τον Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ κι ο Αρθούρος, μόνος χωρίς το δάσκαλο, αποφασίζει να δραπετεύσει στο Παρίσι. Είναι 16 ετών. Καθώς δεν έχει να πληρώσει τα ναύλα συλλαμβάνεται και κρατείται. Ο Ιζαμπάρ πληρώνει το χρέος του και τον φιλοξενεί στο Ντουαί. Παρέμεινε εκεί περίπου 3 βδομάδες, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος της εφημερίδας Liberal du Nord, που ο Ιζαμπάρ ήταν εκδότης. Τις ξέγνοιαστες μέρες θα διακόψει η Βιταλί, απαιτώντας την επιστροφή του γιού της στη Σαρλεβίλ. Αρνούμενος αρχικά να επιστρέψει στη μητέρα του, η οποία σε αλληλογραφία με τον Ιζαμπάρ τονε κατηγορούσε για τη φυγή του γιου της, επέστρεψε τελικά στη Σαρλβίλ, στις 27 Σεπτέμβρη, με συνοδό τον Ιζαμπάρ. Τα νέα του ποιήματα ήταν εμπνευσμένα από τις πρόσφατες εμπειρίες του κι επιθυμούσε να εκδοθούν με τη βοήθεια του Πωλ Ντεμενύ, τον οποίο είχε γνωρίσει στο Ντουαί κι ήταν συνιδιοκτήτης εκδοτικού οίκου στο Παρίσι. Μια βδομάδα μετά την επιστροφή του, εγκατέλειψε ξανά τη Σαρλβίλ με προορισμό αυτή τη φορά τη βελγική πόλη Σαρλερουά, όπου αναζήτησε εργασία στην εφημερίδα Journal de Charleroi, χωρίς όμως επιτυχία. Επόμενοι σταθμοί της περιπλάνησής του υπήρξανε το Φυμέ, το Βιρέ, οι Βρυξέλλες και τέλος το Ντουαί, όπου επισκέφτηκε εκ νέου το σπίτι του Ιζαμπάρ.

    Η 1η μάχη χάθηκε, όχι όμως κι ο πόλεμος. Ο Αρθούρος εξαφανίζεται εκ νέου, πηγαίνει στο Σαρλερουά να γίνει δημοσιογράφος, για να καταλήξει και πάλι στο σπίτι του Ιζαμπάρ. Ο τελευταίος αρχίζει να δυσανασχετεί με τον παράφορο αυτό νεαρό και οι σχέσεις των δυο διαρρηγνύονται. Τον στέλνει πίσω στη μάνα του. Η επόμενη απόπειρα να ζήσει στο Παρίσι δεν είναι περισσότερο επιτυχημένη: φιλοδοξεί να μπει στο λογοτεχνικό κύκλο των παρνασσιστών, θα βρεθεί ωστόσο να ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό και να κοιμάται στις μαούνες που ήταν αγκυροβολημένες στις όχθες του Σηκουάνα. Ξανά πίσω.
    O Ρεμπώ επέστρεψε στο Παρίσι και θεωρείται πιθανό πως βρέθηκε εκεί στο αποκορύφωμα των γεγονότων της Κομμούνας, στα τέλη Απρίλη του 1871. Η σχέση του με τη παρισινή Κομμούνα είναι εν γένει αμφιλεγόμενη, όπως και το αν βρισκότανε στη πόλη κατά τη διάρκειά της, ωστόσο κάτι τέτοιο φαίνεται να βεβαιώνεται από ισχυρισμούς του Βερλαίν, καθώς και από αστυνομική έκθεση του 1873, σύμφωνα με την οποία ήταν μέλος των ατάκτων της Κομμούνας. 3 ποιήματά του θεωρούνται επηρεασμένα από αυτή και πρόκειται για τα L’Orgie parisienne, Les Mains de Jeanne-Marie και Chant de guerre parisien. Πιθανώς απογοητευμένος από τις αντίξοες εμπειρίες του, ο Ρεμπώ έστειλε στις 13 Μάη 1871, από τη Σαρλβίλ, επιστολή στον Ιζαμπάρ που περιείχε επίσης το ποίημα Le Cœur volé (Κλεμμένη καρδιά). Το γράμμα προκάλεσε την αντιπάθεια του πρώην δασκάλου του, που θα το χαρακτήριζε αργότερα ως κακόηθες στ’ απομνημονεύματά του. 2 μέρες αργότερα, έγραψε μία 2η σημαντική μακροσκελή επιστολή στον Πωλ Ντεμενύ, γνωστή ως η Επιστολή του προφήτη (Lettre du voyant), στην οποία εξέθετε το ποιητικό του όραμα και τις αισθητικές του θεωρίες, αναφερόμενος στο ρόλο του ποιητή ως προφήτη και της ίδιας της ποίησης ως ένα μέσο που θα έπαυε να συμβαδίζει με τη πραγματικότητα αλλά θα τη ξεπερνούσε.



     Κάτω από τη πίεση της μητέρας του να βρει μία εργασία, προσπάθησε ν’ ανακτήσει την επαφή του με το λογοτεχνικό κόσμο του Παρισιού, ελπίζοντας στη βοήθεια των παρνασσιστών. Την ίδια περίοδο, καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Σαρλ Μπρετάν, ο οποίος είχε γνωρίσει παλαιότερα τον Πωλ Βερλαίν και προσφέρθηκε να του συστήσει τον νεαρό ποιητή. Ο Ρεμπώ, με τη σειρά του, έγραψε ένα οικείο κι αυτοβιογραφικό γράμμα στο Βερλαίν, δηλώνοντας ένθερμος θαυμαστής του και τονίζοντας την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Παρίσι, εσωκλείοντας επίσης μερικά από τα ποιήματά του.
    Η απάντηση είναι λυτρωτική για τον Αρθούρο: τον προσκαλεί στο Παρίσι, τον περιμένει! Το όνειρο του γίνεται πραγματικότητα, θα γίνει ένας από τους παρνασσιστές. Πρέπει ωστόσο να κάνει καλή εντύπωση, να ετοιμάσει κάτι εξαιρετικό για τη 1η συνάντηση με τους καινούργιους του συντρόφους, ένα έργο ενδεικτικό του ποιητικού του διαμετρήματος. Συνθέτει το αριστουργηματικό Μεθυσμένο Καράβι, το οποίο γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό. Ο Αρθούρος δεν είναι ούτε 18 ετών.
    Ο Βερλαίν, εξίσου γοητευμένος από το έργο του Ρεμπώ, φρόντισε για την εγκατάσταση του στο σπίτι του ίδιου, συγκεντρώνοντας επίσης ένα χρηματικό ποσό για την κάλυψη των εξόδων του ταξιδιού του. Ο Ρεμπώ ενσωματώθηκε για ένα διάστημα στον κύκλο των παρνασσιστών, ενώ σε ολόκληρο το διάστημα της διαμονής του στο Παρίσι, προκαλούσε με τη συμπεριφορά του την λογοτεχνική ελίτ της εποχής, διάγοντας έκλυτο βίο. Ο ποιητής Λεόν Βαλάντ περιέγραψε τη παρουσία του Ρεμπώ σε μία επιστολή στις 5 Οκτώβρη του 1871, γράφοντας:

   “Μεγάλα χέρια, μεγάλα πόδια, αληθινά παιδικό πρόσωπο που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε 13χρονο, βαθυγάλανα μάτια, μάλλον άγρια παρά συνεσταλμένα -αυτός είναι ο νεαρός που με τη φαντασία του, τις εκπληκτικές δυνατότητες και την αχρειότητά του έχει συναρπάσει ή φοβίσει όλους τους φίλους μας“.

    Τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχεται μια βαθμιαία αποστροφή, απότοκη του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς που ο Αρθούρος, σκόπιμα ή μη, επιδεικνύει. Οι παρνασσιστές κάνουν ό,τι μπορούν, φιλοξενούν εκ περιτροπής τον Ρεμπώ, οργανώνουν εράνους για να καλύψουν τα έξοδά του, όμως το παιδί θαύμα μοιάζει ασυγκίνητο: είναι βαρύς, δύσθυμος, απρόσιτος, επιθετικός. Αχάριστος άνθρωπος. Στο εξής όλοι θα τον αποφεύγουν. Όλοι εκτός από έναν. Ο Βερλαίν, 27 ετών τότε, παντρεμένος με παιδί, θα ερωτευθεί το Ρεμπώ. Μαζί επιδίδονται σε κάθε λογής ασωτίες, τριγυρίζοντας στα καφέ και τις μπιραρίες, και πίνοντας χασίς και αψέντι. Η Ματίλντη Βερλαίν οσφραίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και αποφασίζει να διεκδικήσει τον άντρα της. Εγκαταλείπει το σπίτι θέτοντας ως μοναδικό όρο για την επιστροφή της την απομάκρυνση του Ρεμπώ από το Παρίσι. Ο Βερλαίν, άνθρωπος που περιγράφεται γενικά ως άβουλος, υπερευαίσθητος κι ευσυγκίνητος, υπαναχωρεί και ζητά, συντετριμμένος, από τον Ρεμπώ να φύγει για λίγο από κοντά του. Ντροπιασμένος και γεμάτος μίσος για την Ματίλντη ο Αρθούρος φεύγει, σχεδιάζοντας παράλληλα την εκδίκησή του. Πράγματι, θα ακολουθήσει μια τρομερή διελκυστίνδα με τον Βερλαίν να άγεται και να φέρεται ανάμεσα στη νόμιμη σύζυγό του και τον παράνομο έρωτά του, έρμαιο στις ορέξεις αμφοτέρων.

    Στην ησυχία της Σαρλεβίλ ο Ρεμπώ ξαναπιάνει τη πέννα του. Η μυστική αλληλογραφία που διατηρεί με τον Βερλαίν δείχνει πως μεθοδεύει την επιστροφή του στο Παρίσι, ωστόσο η τελευταία δεν είναι όπως την φαντάζεται. Ο Βερλαίν, φοβούμενος τη Ματίλντη, φροντίζει να τον κρατήσει σε κάποια απόσταση. Προδομένος κι εξαπατημένος ο Ρεμπώ σκέπτεται να αναχωρήσει για το Βέλγιο. Το πρωί της αναχώρησης συναντά τυχαία τον Βερλαίν και του ανακοινώνει το πλάνο του. “Φεύγω κι εγώ μαζί σου!” είναι η απάντηση του Βερλαίν. Η Ματίλντη θα καταφέρει να ξετρυπώσει τους δυο εξόριστους και θα μεταβεί στις Βρυξέλλες για να μεταπείσει τον άντρα της. Ο Βερλαίν έχει πάρει την απόφαση του, ανήκει στον Αρθούρο: “αγαπιόμαστε σαν τίγρεις“, θα πει στη Ματίλντη δείχνοντας το στήθος του, γεμάτο χαρακιές και σημάδια από τις μαχαιριές του Ρεμπώ.
    Ο Σεπτέμβρης του 1872 βρίσκει τους 2 ποιητές στο Λονδίνο να διάγουνε βίον έκλυτο, ενίοτε όμως παραγωγικό. Εκεί ο Αρθούρος θα συνθέσει τις Εκλάμψεις, ένα σύνολο πεζών ποιημάτων, κι ο Βερλαίν τις Ρομάντζες χωρίς λόγια. Είναι η ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Τα χρήματα έχουνε τελειώσει. Η Ματίλντη σέρνει τον Βερλαίν στα δικαστήρια, προσάπτοντας του τη κατηγορία της ομοφυλοφιλίας και της αποπλάνησης ανηλίκου. Η μητέρα Ρεμπώ ενημερώνεται για την ανίερη σχέση κι αξιώνει να της φέρουν πίσω το γιο της. Ο Αρθούρος, για πολλοστή φορά, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Σαρλεβίλ και κατόπιν στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος. Εκεί συλλαμβάνει την ιδέα ενός βιβλίου το οποίο θα διηγείται τη περιπέτεια του. Πρόκειται για το έργο του Μια εποχή στην Κόλαση, το ένα και μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε με τη θέλησή του. Είναι 19 ετών.
     Η ένδοξη πορεία του δεν είχε ωστόσο μεγάλη διάρκεια, κυρίως εξαιτίας της αντικοινωνικής και προκλητικής συμπεριφοράς του, που συνδύαζε 2 διαφορετικούς χαρακτήρες, του ομοφυλόφιλου και του αναρχικού κι οι 2 ιδιαίτερα απωθητικοί στη 10ετία του 1870. Το Μάρτη του 1872, εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο σπίτι της μητέρας του στη Σαρλβίλ, μετά από παρότρυνση του Βερλαίν που επιθυμούσε να σώσει το γάμο του, που ‘χε οδηγηθεί σε διάλυση εξ αιτίας της ερωτικής σχέσης του με τον Ρεμπώ. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο Βερλαίν εγκατέλειψε τη σύζυγο και το γιο του, ταξιδεύοντας μαζί με το Ρεμπώ, αρχικά στο Βέλγιο και κατόπιν στο Λονδίνο. Στην αγγλική πόλη, συνέθεσε μία σειρά πεζών ποιημάτων που αργότερα συγκροτήσανε τη συλλογή Εκλάμψεις (Les Illuminations), που ανήκει στα σημαντικώτερα έργα του. Τον Απρίλη του 1873, επισκέφθηκε την οικογένειά του στη Σαρλβίλ. Στο αγρόκτημα της Ρος, ξεκίνησε να επιμελείται το 1ο σχεδίασμα για το Μια εποχή στη κόλαση, το μοναδικό έργο που εξέδωσε ο ίδιος και το βιβλίο που επρόκειτο να του χαρίσει την αναγνώριση.
    Ο Μάης του 1873 ξαναβρίσκει τους 2 ποιητές στο Λονδίνο να προσπαθούν να επιβιώσουν παραδίδοντας μαθήματα γαλλικών. Οι ψίθυροι για το βαθμό της οικειότητας που μοιράζονται έχουνε μετατραπεί τώρα σε φωνές διαμαρτυρίας. Οι καλλιτεχνικοί κύκλοι του Λονδίνου τους απορρίπτουνε. Είναι κι επισήμως απόβλητοι, αποσυνάγωγοι.. Τη σχέση τους διακρίνει η ένταση: “τυλίγουν σε μια πετσέτα λάμες κοφτερές, που τις κρατάνε με τέτοιο τρόπο ώστε να ξέχουν μόνον οι άκρες τους, και στοχεύουνε στο πρόσωπο ή στο λαιμό“. Δια στόματος Ρεμπώ: “πολλές νύχτες με διακατείχε ένας δαίμονας, κυλιόμαστε κάτω παλεύοντας“. Ο Βερλαίν δεν αντέχει άλλο, βρίσκει μια πρόφαση, εγκαταλείπει τον Ρεμπώ και τραβάει για τις Βρυξέλλες. Ο Αρθούρος πηγαίνει να τον βρει και, στις 10 Ιουλίου, το δράμα αγγίζει την κορύφωσή του: ο Βερλαίν, σε κατάσταση μέθης, θα πυροβολήσει τον Ρεμπώ δυο φορές πετυχαίνοντας τον στον αριστερό πνεύμονα (στο αριστερό χέρι σύμφωνα με άλλους). Θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε δυο χρόνια φυλάκιση.. Νοσηλεύτηκε για λίγες μέρες στο νοσοκομείο Σαιν Ζαν των Βρυξελλών κι αργότερα εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Ρος, όπου ολοκλήρωσε το Μια εποχή στη κόλαση, έργο σε μεγάλο βαθμό εξομολογητικό. Το βιβλίο τυπώθηκε με χρηματοδότηση της μητέρας του, σε τυπογραφείο των Βρυξελλών, αν κι ελάχιστα αντίτυπα κυκλοφόρησαν αρχικά. Ο Ρεμπώ παρέλαβε περίπου 10, από τα συνολικά 500 που ‘χε παραγγείλει, τα οποία μοίρασε σε οικεία πρόσωπα κι άλλους λογοτέχνες, ωστόσο δεν πλήρωσε για τα υπόλοιπα. Μέχρι το 1884, έτος δημοσίευσης του Les Poètes maudits (Οι καταραμένοι ποιητές) του Βερλαίν, δεν είχανε καταγραφεί αντιδράσεις ή κριτικές απέναντι στο βιβλίο, το οποίο παρέμενε στην αφάνεια.


                                    Βερλαίν & Ρεμπώ

     Tους μήνες που ακολούθησαν την εκτύπωση του Μια Εποχή στη Κόλαση o Ρεμπώ έζησε στο Λονδίνο, όπου για ένα διάστημα συγκατοίκησε με τον ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, ενώ κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του 1874, δέχθηκε την επίσκεψη της μητέρας του και της αδελφής του, Βιταλί. Tην ίδια περίοδο αναζήτησε επίμονα εργασία ως δάσκαλος γαλλικών. Σύμφωνα με μία αγγελία στους Times, βεβαιώνεται πως εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος στη βιομηχανική πόλη του Ρήντιγκ, όπου θεωρείται επίσης πιθανό πως επεξεργάστηκε μέρος των Εκλάμψεων. Παρέμεινε εκεί για περίπου 3 μήνες, πριν επιστρέψει στο σπίτι της μητέρας του, στις 29 Δεκέμβρη 1874.
     Ο Ρεμπώ αναζητούσε να ασχοληθεί με πρακτική εργασία, όπως το εμπόριο ή τη μηχανολογία. Παράλληλα, πίστευε πως η εκμάθηση χρήσιμων γλωσσών θα ήταν έν επιπλέον εφόδιο και για το σκοπό αυτό ταξίδεψε στη Στουτγκάρδη, προκειμένου να εξοικειωθεί με τη γερμανική γλώσσα. Θεωρείται πιθανό πως φοίτησε σε κάποια σχολή της πόλης ή παρέδιδε μαθήματα γαλλικών κατ’ οίκον. Στη Στουτγκάρδη, ο Ρεμπώ συνάντησε για τελευταία φορά το Βερλαίν, στον οποίο παρέδωσε τα ποιήματα που συγκρότησαν αργότερα τις Εκλάμψεις. Στα τέλη Απρίλη, εγκατέλειψε τη Γερμανία και ξεκίνησε νέα περίοδος περιπλάνησης, κατά την οποία ταξίδεψε στο Μιλάνο, στο Λιβόρνο (όπου εργάστηκε ως λιμενεργάτης) και στη Μασσαλία, όπου δηλώνοντας υποστηρικτής του Δον Κάρλος, έλαβε χρήματα από ένα στρατολογικό γραφείο των Καρλιστών κι οδηγίες για να μεταβεί και να ενταχθεί στον αντάρτικο ισπανικό στρατό. Με τα χρήματα αυτά, ο Ρεμπώ επέστρεψε τελικά στο Παρίσι κι αργότερα στη Σαρλβίλ, όπου συνέχισε να μελετά ξένες γλώσσες.
    Το Μάη του 1875, σε καθοριστικό για το υπόλοιπο της ζωής του ταξίδι στο Βέλγιο, ήρθε σ’ επαφή με στρατολόγο του ολλανδικού αποικιακού στρατού. Με βασικό κίνητρο τις οικονομικές απολαβές, δήλωσε συμμετοχή και στο διάστημα από τις 18 Μάη ως τις 10 Ιουνίου ακολούθησε τη βασική εκπαίδευση στο λιμάνι του Χάρντερβεϊκ, μαζί με περίπου 200 στρατιώτες, στη πλειοψηφία τους μισθοφόροι. Μετά από πολυήμερο ταξίδι με το ατμόπλοιο Prins van Oranje, το τάγμα στο οποίο ανήκε ο Ρεμπώ, προσάραξε στη Μπατάβια (Τζακάρτα). Στις 15 Αυγούστου, ο Ρεμπώ λιποτάκτησε και παρά τη καταδίωξή του από απόσπασμα του ολλανδικού στρατού κατάφερε να ξεφύγει. Οι διηγήσεις του ταιριάζουνε σε μεγάλο βαθμό με τις ημερομηνίες του ημερολογίου καταστρώματος του πλοίου The Wandering Chief, τόσο ώστε να θεωρείται πολύ πιθανό πως τελικά έφυγε από την Ιάβα με αυτό, χρησιμοποιώντας το πλαστό όνομα Έντουϊν Χολμς. Στις 9 Δεκεμβρη του 1875, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του. Αν και δεν είναι εξακριβωμένη η πορεία που ακολούθησε κατά την επιστροφή, ο φίλος του Ντελαέ ανέφερε σε γράμμα στις 28 Γενάρη 1877, πως ταξίδεψε “…από τις Βρυξέλλες στο Κορκ (Ιρλανδία), μέσω Ιάβας, ύστερα στο Λίβερπουλ, τη Χάβρη, το Παρίσι, για να καταλήξει όπως πάντα στη Πόλη του Καρόλου“. Η περίοδος από τις αρχές του 1876 μέχρι την άνοιξη του 1877, υπήρξε μάλλον απόλυτα αδρανής για αυτόν, καθώς ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τις δραστηριότητές του.



     Από το Μάη του 1877, ξεκίνησε νέα περιπλάνηση με σταθμούς όπως η Β. Γερμανία, η Βρέμη, το Αμβούργο, η Κοπεγχάγη, η Στοκχόλμη και πιθανά το Παρίσι. Το Δεκέμβρη του 1878 προσελήφθη ως διερμηνέας για μια γαλλική κατασκευαστική εταιρεία με επιχειρηματική δραστηριότητα στη Κύπρο. Ταξίδεψε στη Κύπρο το Δεκέμβρη του 1878 κι ανέλαβε τελικά επικεφαλής ενός λατομείου στη τοποθεσία Ποταμός, εργασία που εκτέλεσε με επιτυχία, σύμφωνα με την συστατική επιστολή που έλαβε από την εταιρεία την άνοιξη του 1879. Ο Ρεμπώ επέστρεψε στη Κύπρο στα τέλη Απρίλη του 1880 για να αναχωρήσει ξαφνικά από το νησί το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Η αλληλογραφία του, περιέχει αντιφατικές εξηγήσεις σχετικά με τα αίτια της αναχώρησής του, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκλήθηκε από παράπτωμα που ‘χε υποπέσει. Ειδικώτερα, σύμφωνα με μαρτυρία του Ιταλού εμπόρου Οττορίνο Ρόζα (που τον είχε συνοδεύσει σε αποστολές), ο λόγος της φυγής του ήταν εργατικό ατύχημα, κατά το οποίο είχε σκοτώσει από αμέλεια ένα ντόπιο εργάτη, πετώντας μία πέτρα.
     Τo επόμενο διάστημα κατέφυγε στην Αφρική, περιπλανώμενος προς αναζήτηση εργασίας. Στο Άντεν της Υεμένης, προσελήφθη στο πρακτορείο του Αλφρέντ Μπαρντέ, από το συνταγματάρχη Ντυμπάρ, μέλος του συνδέσμου εξαγωγέων καφέ, προκειμένου να επιβλέπει τη διαλογή και τη συσκευασία του. Το Νοέμβρη του 1880, υπέγραψε νέο συμβόλαιο με σημαντικά αυξημένες αποδοχές, αυτή τη φορά για να εργαστεί σε εμπορευματικό σταθμό του Χαράρ. Παράλληλα οργάνωσε εξερευνητικές αποστολές και περιοδείες, με στόχο τη χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών, στα πλαίσια των οποίων έφθασε μέχρι την περιοχή Ογκαντέν της Αιθιοπίας, το νοτιώτερο σημείο που ‘χεν επισκεφθεί ποτέ Ευρωπαίος κι από τις μεγαλύτερες ανεξερεύνητες περιοχές του κόσμου κείνη την εποχή.
     Μία λεπτομερής αναφορά του για το Ογκαντέν δημοσιεύτηκε αργότερα από τη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία, αποτελώντας τη 1η αξιόπιστη περιγραφή της περιοχής αλλά και το 2ο έργο που εξέδωσε ο ίδιος, μετά το Μια Εποχή στη Κόλαση. Όταν το εμπορικό πρακτορείο του Χαράρ έκλεισε, ο Ρεμπώ εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Άντεν. Λίγους μήνες αργότερα διέκοψε τη συνεργασία του με τον Μπαρντέ, προκειμένου να συνεργαστεί με άλλο Γάλλο έμπορο, τον Πιερ Λαμπατύ, στο εμπόριο όπλων, αποβλέποντας σε γρήγορο πλουτισμό. Η αποστολή του στη Σόα κι η συνεργασία του με το βασιλιά Μενελίκ, αποδείχθηκε εξαιρετικά επικερδής, μετά το πέρας των οποίων έμεινε 7 βδομάδες στο Κάιρο, αναρρώνοντας από τις κακουχίες και την επιβάρυνση της υγείας του. Από τα τέλη του 1888, το μεγαλύτερο ποσοστό του ξένου εμπορίου στη νότια Αβησσυνία διεξαγόταν μ’ επίκεντρο τον Αρθούρο Ρεμπώ, ο οποίος είχε ανελιχθεί σε κορυφαίο επιχειρηματία κι έμπορο της περιοχής, ικανό να διαμορφώνει τις τιμές σημαντικών εμπορευμάτων.


    Στις 7 Απρίλη του 1891 ο Ρεμπώ εγκατέλειψε το Χαράρ με την υγεία του σε κακή κατάσταση και τη δεξιά κνήμη του πρησμένη. Το 1891 δεν είναι μια καλή χρονιά. Το εμπόριο φυτοζωεί, η ατμόσφαιρα είναι δυσοίωνη. Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία σημασία για τον Αρθούρο, θα μπορούσε να φύγει, να επισκεφθεί νέους τόπους, αυτό ξέρει να κάνει, αυτή είναι η ιστορία της ζωής του. Δεν μπορεί όμως, η κατάσταση της υγείας του είναι κακή. Ο πόνος στο γόνατο είναι ανυπόφορος και εξαπλώνεται στη γάμπα και το πάνω μέρος του μηρού. Αποκρουστικός όγκος, σκληρός σαν πέτρα, θα εμφανιστεί στο γόνατο του. Τώρα πρέπει να φύγει. Οι ρευματισμοί από τους οποίους υπέφερε ο Ρεμπώ εξελίχθηκαν σε υδάρθρωση, κληρονομική ασθένεια από την οποία μάλιστα έχασε και την αδελφή του κι η υδάρθρωση, με την επικουρία της σύφιλης, εξελίχθηκε σε σάρκωμα και καρκίνωμα. Ο οργανισμός του, υποσιτισμένος και εξασθενημένος (ο Ρεμπώ περπατούσε 20 έως 40 χιλιόμετρα καθημερινά) δεν μπόρεσε να προβάλλει καμμία αντίσταση. Ζήτησε να του φτιάξουν ένα φορείο από δέρμα και νοίκιασε 16 βαστάζους για να τον οδηγήσουν στην ακτή. Ο δικός του Γολγοθάς, η οδός του μαρτυρίου του, έχει μήκος τριακόσια ατελείωτα χιλιόμετρα. Στο νοσοκομείο του Άντεν διαγνώστηκε λανθασμένα αρθροορογονίτιδα σε προχωρημένο στάδιο. Στις 20 Μάη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Κονσεψιόν της Μασσαλίας όπου η αρχική διάγνωση έκανε λόγο για νεόπλασμα στο γοφό, ενώ οι επόμενες ιατρικές αναφορές παραπέμπουνε σε είδος καρκίνου στα οστά. Μια βδομάδα μετά, οι φόβοι του θα επιβεβαιωθούν: ακρωτηριασμός της γάμπας μέχρι το μηρό. Καλεί τη μητέρα και την αδελφή του Ιζαμπέλ να βρεθούνε κοντά του. 12 έτη είχαν να τον δούνε και το σοκ που αισθάνονται είναι μεγάλο. Στις 25 Μάη θα γίνει ο ακρωτηριασμός. O Ρεμπώ παρέμεινε στο νοσοκομείο για τους επόμενους 2 μήνες και στη συνέχεια επέστρεψε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος, όπου λάμβανε τη φροντίδα της αδελφής του Ιζαμπέλ, αλλά το κλίμα εκεί κάνει κακό στον Αρθούρο: το μπράτσο κι ο ώμος του παθαίνουν αγκύλωση, η αριστερή του γάμπα συμφόρηση. Το μυαλό του είναι πάλι στην Αφρική, θέλει να επιστρέψει, πιστεύει πως ο ήλιος και το ξηρό κλίμα θα τονε γιατρέψουνε. Στις 23 Αυγούστου ξεκινά για τη Μασσαλία με τη προοπτική να πάρει το καράβι για την Αφρική. Δεν θα προφτάσει. Εισάγεται ξανά στο νοσοκομείο, το αριστερό του χέρι έχει παραλύσει, η γάμπα του έχει πρηστεί μέχρι τη βουβωνική χώρα. Μια 2η επέμβαση ήτανε πια επιβεβλημένη. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε και σύντομα παρέλυσε το αριστερό χέρι του κατά τα 3/4.
    “Είμαι τελείως παράλυτος, παρ’ όλα αυτά επιθυμώ να βρεθώ το συντομώτερο στο πλοίο. Πείτε μου τι ώρα αναχωρεί“;. Είναι το γράμμα που υπαγορεύει για το διευθυντή των ακτοπλοϊκών γραμμών Messageries Maritimes στις 9 Νοέμβρη. Θα πεθάνει το πρωί της επομένης, σε ηλικία 37 ετών, 10 Νοέμβρη 1891. Θα ταφεί στη Σαρλεβίλ παρουσία 2 ατόμων, της μητέρας του και της αδελφής του, Ιζαμπέλ.. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται εκτός από το όνομα, την ηλικία και την ημερομηνία θανάτου, η φράση: “Προσευχηθείτε γι’ αυτόν” (Priez pour lui). 10 έτη μετά, στη πλατεία de la Gare της Σαρλβίλ στήθηκε μνημείο προς τιμή του, όπως και το 1984 στο Παρίσι, στη Πλας Ντε Λ’ Αρσενάλ. Στη πόλη της Σαρλβίλ λειτουργεί επίσης το Μουσείο Αρθούρου Ρεμπώ, που φιλοξενεί χειρόγραφα έργα του καθώς και προσωπικά αντικείμενα. Μετά το θάνατό, του η αδερφή του Ιζαμπέλ Ρεμπώ είδε, έντρομη, τις εφημερίδες να παρουσιάζουνε τον αδελφό της ως ένα πρόστυχο ομοφυλόφιλο τρομοκράτη. “Πόσο πιθανό είναι αγόρι 15-16 ετών να υπήρξε ο κακός δαίμονας του Βερλαίν, που ήτανε κατά 11 χρόνια μεγαλύτερός του;” αναρωτιόταν.

     Υπήρξε από τους 1ους μοντέρνους ποιητές που επιδίωξαν να εγκαταλείψουνε τους περιορισμούς του κλασσικού μέτρου, που κυριαρχούσε στη γαλλική ποίηση, προτείνοντας τη κατάργηση του αλεξανδρινού στίχου κι αφήνοντας τα οράματά του να διαμορφώσουνε τις νέες ελεύθερες φόρμες που θ’ ακολουθούσε. Επιχείρησε ν’ απαλλάξει τη ποίηση από περιορισμούς πραγματικότητας, συνδέοντας στον ποιητικό του λόγο αντίθετα ή απομακρυσμένα στοιχεία και χρησιμοποιώντας ελεύθερους συνειρμούς, στοιχεία που υπήρξαν αργότερα σημεία επαφής του με τον υπερρεαλισμό.
    Έχουνε γραφτεί πολλά για τη προσωπικότητα του και πολύ περισσότερα για όλους όσοι επηρεάστηκαν από το έργο του αλλά κι αυτήν. Πολλά φτάνουνε στο σημείο ν’ αποτελούνε πλέον αστικούς μύθους. Ένα από τα γεγονότα που αμφισβητήθηκε έντονα, ήταν η συμμετοχή του στη Παρισινή Κομμούνα, το 1871. Ωστόσο -εκτός των δικών του σχετικών αναφορών- ο φίλος του Βερλαίν, η αστυνομία του Παρισιού κι οι βιογράφοι του βεβαιώνουν ότι συμμετείχε και μάλιστα έφυγε κι από κεί απογοητευμένος. Το σίγουρο είναι σεπηρεάστηκε από το ιστορικό αυτό γεγονός. Ζωντανή απόδειξη, φυσικά, οι στίχοι του. “…Κι έτσι η Κομμούνα ερείπωσε κι ορφάνεψε κι ο κόσμος”.
    Το 1870 δημοσιευτήκανε 1η φορά ποιήματά του, με τη συγκατάθεσή του. Επρόκειτο για τα Les Étrennes des orphelins & Trois baisers (ή Première soirée) που παρουσιαστήκανε στα περιοδικά La Revue pour tous και La Charge αντίστοιχα. Το Μια Εποχή στην Κόλαση υπήρξε το μοναδικό του βιβλίο που εκδόθηκε κατόπιν επιθυμίας κι ενεργειών του ίδιου, γραμμένο από τον Απρίλη μέχρι τον Αύγουστο του 1873. Η εκτύπωση του χρηματοδοτήθηκε από τη μητέρα του κι ολοκληρώθηκε περίπου στα τέλη Οκτώβρη του ίδιου έτους, στο τυπογραφείο της επιχείρησης του Ζακ Πόουτ, στις Βρυξέλλες. Ο Ρεμπώ παρήγγειλε συνολικά 500 αντίτυπα, αριθμός ιδιαίτερα υψηλός για τα δεδομένα της εποχής, από τα οποία παρέλαβε ο ίδιος 10, υποσχόμενος να πληρώσει εν καιρώ για τα υπόλοιπα. Για αρκετά χρόνια, το ποσό που οφειλότανε δε πληρώθηκε, με αποτέλεσμα τα λιγοστά αντίτυπα που ‘χε παραλάβει ο Ρεμπώ να αποτελούνε τα μοναδικά που ‘χανε διαρρεύσει σε πολύ περιορισμένο κύκλο. Σύμφωνα με ισχυρισμό της αδελφής του, Ιζαμπέλ, τα υπόλοιπα αντίτυπα του βιβλίου κάηκαν από τον ίδιο τον Ρεμπώ, όμως η ανακάλυψη των απλήρωτων αντιτύπων διαψεύδει αυτό το ενδεχόμενο.



     Σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκε ενόσω ήταν εν ζωή, ωστόσο χωρίς να έχει δώσει ο ίδιος τη συγκατάθεσή του. Το έργο του ξεκίνησε ν’ αναγνωρίζεται και να εκδίδεται τη περίοδο που ‘χεν ήδη εγκαταλείψει τη λογοτεχνία κι ειδικώτερα στο διάστημα της παραμονής του στην Αφρική. Από το Νοέμβρη του 1886, ποιήματά του άρχισαν να εμφανίζονται σε περιοδικές εκδόσεις, ενώ για ένα διάστημα αποδοθήκανε στον Ρεμπώ κι αρκετά πλαστά έργα. Οι Εκλάμψεις εκδοθήκανε 1η φορά τον ίδιο χρόνο, στην επιθεώρηση La Vogue, χάρη σ’ ενέργειες του Βερλαίν και του Νουβώ. Δεν είναι γνωστό αν ο ίδιος επιθυμούσε τη δημοσίευσή τους, ούτε ακόμα αν τα ποιήματα που εκδοθήκανε συγκροτούσανε το πλήρες έργο, ωστόσο θεωρείται πως αυτά που περιέχονταν στη συλλογή είχανε γραφτεί πράγματι ως ένα ενιαίο σύνολο.
     Το 1892, επανεκδόθηκαν 2 κυριώτερα έργα του, Μια Εποχή στη Κόλαση κι Εκλάμψεις, ενώ το 1895 ακολούθησε η έκδοση της συλλογής Poésies Complètes που περιείχε ποιήματά του γραμμένα μέχρι το 1873. Σχεδόν το σύνολο του έργου του εκδόθηκε πριν τον Α’ Παγκ. Πολ., με λίγες εξαιρέσεις. Δεν είναι γνωστό αν προμηθεύτηκε κάποιες από τις εκδόσεις των έργων του αλλά βεβαιωμένα γνώριζε για την ολοένα μεγαλύτερη αναγνώρισή του, καθώς το 1885 έλαβε μία επιστολή από τον εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού La France moderne, που ζητούσε τη συνεργασία του με το περιοδικό, χαρακτηρίζοντάς τον “ηγέτη της σχολής της παρακμής“.
     Η σειρά με την οποία γράφτηκαν οι Εκλάμψεις και το Μια Εποχή στη Κόλαση αποτελεί αντικείμενο διαφωνιών, καθώς οι μελετητές του έργου του δεν έχουνε καταλήξει αν τα ποιήματα των Εκλάμψεων, ή μέρος τους, ολοκληρώθηκαν μετά το Μια Εποχή στη Κόλαση. Τα 1α πεζά ποιήματα του Ρεμπώ χρονολογούνται το 1871-72, γεγονός που καθιστά, με μεγάλη πιθανότητα, τα 1α σχεδιάσματα για τις Εκλάμψεις προγενέστερα. Επιπλέον, το τελευταίο μέρος του Μια Εποχή στη Κόλαση, με τίτλο Αποχαιρετισμός (Adieu), ερμηνεύεται από ορισμένους μελετητές ως ο τελικός αποχαιρετισμός του συγγραφέα στην ίδια τη ποίηση. Σύμφωνα ωστόσο με το εισαγωγικό σημείωμα του Πωλ Βερλαίν για τη 1η έκδοσή τους του 1886, οι Εκλάμψεις γραφτήκανε τη περίοδο 1873-75, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του Ρεμπώ στο Βέλγιο, την Αγγλία και τη Γερμανία. Επιπλέον, γραφολογική μελέτη των χειρογράφων από τον Ανρί ντε Μπουγιάν ντε Λακόστ, έδειξε ότι τμήμα των Εκλάμψεων φέρει το γραφικό χαρακτήρα του ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, με τον οποίο όμως έζησε ο Ρεμπώ μετά το 1874. Αν και γενικά υπάρχει συμφωνία πως τα χειρόγραφα των Εκλάμψεων είναι μεταγενέστερα, δεν είναι από όλους παραδεκτό πως πράγματι η σύνθεσή τους χρονολογείται επίσης μετά το Μια Εποχή στη Κόλαση. Από την άλλη πλευρά, δε θεωρείται πιθανό πως θα αφιέρωνε χρόνο στην αντιγραφή και πιθανά στη βελτίωση των ποιημάτων, ενώ είχε ήδη εγκαταλείψει τη ποίηση.


                Ο Ρεμπώ δια χειρός Πικάσσο  13 Φλεβάρη 1960

    Μέχρι το θάνατό του, ο Ρεμπώ ήταν γνωστός σε έναν περιορισμένο λογοτεχνικό κύκλο της αβάν-γκαρντ. Αρκετοί ποιητές του 20ού αιώνα επηρεάστηκαν από το έργο του, και ειδικότερα από την ελεύθερη φόρμα της ποίησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού. Σημαντική επιρροή άσκησε στους Γάλλους υπερρεαλιστές, με τον Αντρέ Μπρετόν να τον ονομάζει «σουρρεαλιστή στην πρακτική της ζωής και αλλού»,[24] ενώ συχνά αναφέρεται και ως επιρροή των συγγραφέων της μπητ γενιάς. Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, εξέφρασε το δικό του θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητα του Ρεμπώ, στο βιβλίο του Ο Καιρός των Δολοφόνων (1956). Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο κι η περιπετειώδης ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη ή όπως τον αποκάλεσε ο Καμύ, ενός ποιητή της εξέγερσης, αποτελώντας είδωλο των φοιτητών του Μάη του ’68, διανοούμενων μουσικών ή ακόμα του κινήματος των ομοφυλόφιλων, εισάγοντας τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ό αι.
     Η ποίηση και σεξουαλική αντισυμβατικότητα του Ρεμπώ ενέπνευσαν διάσημους καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντύλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ. Η σχέση Ρεμπώ και Βερλαίν μεταφέρθηκε το 1995 στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Καταραμένη σχέση (Total eclipse), σε σκηνοθεσία Ανιέσκα Χόλαντ και πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Στη μουσική, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν μελοποίησε τμήμα των Εκλάμψεων (έργο 18, 1939) σε ένα σύνολο τραγουδιών για σοπράνο ή τενόρο. Στον ελληνικό χώρο, ο Γιώργος Καρράς μαζί με τον Γιάννη Αγγελάκα και άλλους μουσικούς, μελοποίησαν το ποίημα Μια Εποχή Στην Κόλαση στο δίσκο τους Υπέροχο Τίποτα, ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος ολοκλήρωσε το 1987 την όπερα «Μια εποχή στην κόλαση» όπου απαγγέλλει ο Γιώργος Κιμούλης με έντονα στοιχεία δραματικότητας, λυρικότητας και σαρκασμού. To 2015 εκδόθηκε από τον Γαβριηλίδη το θεατρικό με τίτλο “Σαρλβίλ” του συγγραφέα Αχιλλέα Κούμπου με αφορμή τη ζωή του Ρεμπώ. Το κείμενο παρουσιάστηκε 1η φορά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον Μάιο του 2014.

ΕΡΓΑ:

 * Μια Εποχή στη Κόλαση (Une Saison en Enfer, 1873)
 * Οι Εκλάμψεις (Les Illuminations1873-75)
 * Poésies complètes (1895)

     Στη διάρκεια της ζωής του Ρεμπώ δημοσιεύτηκαν με την άδειά του, τα ποιήματα Μια Εποχή στη Κόλαση (1873), Les Étrennes des orphelins (1870) και Trois baisers (ή Première soirée) (1870). Εν αγνοία του, δημοσιεύτηκαν επίσης τα ποιήματα:

 * Les Corbeaux (1872)
 * Petites Pauvres (ή Les Effarés) (1878, 1883)
 * Les Assis (1883)
 * Le Bateau Ivre (1883)
 * Les Chercheuses de poux (1883)
 * Oraison de soir (1883)
 * Voyelles (1883)
 * Les Premières communions (1886)
 * Le Buffet (1888)
 * Le Dormeur du val (1888)
 * Le Coeur du pitre (1888)
 * A la musique (1889)
 * Ma Bohème (1889)
 * Le Mal (1889)
 * Sensation (1889)
 * Au Cabaret vert (1890)
 * Paris se repeuple (1890)
 * Bal de pendus (1891)
 * Vénus anadyomène (1891)
 * Le Reliquaire, (1891)

=========================

ΡΗΤΆ:

 Είχα πράγματι, με όλη την ειλικρίνεια του πνεύματος, λάβει τη δέσμευση να τον φέρω στην αρχέγονη κατάσταση του γιου τού Ήλιου, – και περιπλανιόμασταν, τρεφόμενοι με το κρασί των σπηλαίων και με τη γαλέτα του δρόμου, εγώ βιαστικός να βρω τον τόπο και τη φόρμουλα.

        Εκλάμψεις (Illuminations), Αλήτες (Vagabonds)

 Αν θυμάμαι καλά, κάποτε ήταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές κι όλα τα κρασιά κυλούσαν. Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.

 * Στο τέλος θεώρησα ιερή την αταξία του νου μου.

 Η ηθική είναι η αδυναμία του εγκεφάλου.

  =    Αλχημεία του λόγου (Alchimie du verbe)

 Για ποιό λόγο να μιλώ για χέρι φιλικό; Είν’ οφελός μου πως πια μπορώ να γελώ με τους παλιούς, ψεύτες έρωτές μου και να κάνω να ντρέπονται κείνα τα απατηλά ζευγάρια, -αντίκρυσα τη κόλαση κάθε γυναίκας πίσω εκεί- και θα’ μαι ελεύθερος να αδράξω την αλήθεια μέσα σε μια ψυχή και σε ένα σώμα.

 =     Αποχαιρετισμός (Adieu)

 * “… η εφεύρεση του αγνώστου απαιτεί νέες φόρμες“.

 * “Το πρώτο καθήκον του ανθρώπου που επιθυμεί να γίνει ποιητής είναι να γνωρίσει πλήρως τον εαυτό του. Ανιχνεύει το μυαλό του, το εξετάζει, το δοκιμάζει και μαθαίνει να το χρησιμοποιεί. Μόλις γνωρίσει το μυαλό του, πρέπει να το καλλιεργήσει.

  =    Επιστολή προς Πωλ Ντεμενύ, 15 Μάη 1871


ΚΡΙΤΙΚΕΣ:

 * Αν δεν πρόκειται για ένα από τα άσχημα κολπάκια της μοίρας, τότε γινόμαστε μάρτυρες της γέννησης μιας ιδιοφυΐας.

 = Λεόν Βαλάντ, Επιστολή 5 Οκτωβρίου 1871 (Robb, σελ. 146)

 * Ένας αληθινός θεός της εφηβείας.

 = Αντρέ Μπρετόν

 * H  Μια Εποχή στη Κόλαση είναι αναμφισβήτητα το αριστούργημα της εφηβείας -της ηλικίας των κακοποιών. Ίσως να μην υπάρχει κάτι παρόμοιο σε καμμίαν άλλη λογοτεχνία. Το πλησιέστερο μ’ αυτή βιβλίο στην αγγλική γλώσσα είναι η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, του Λιούις Κάρολλ, ένα άλλο έργο που μόνο οι αθώοι μπορούν να εννοήσουν.

 = Καρλ Σαπίρο, Μια Εποχή στη Κόλαση, εκδ. Γνώση, 6η έκδοση, 1993.

 * Ο Ρεμπώ ξανάφερε τη λογοτεχνία μες στη ζωή.

  =    Χένρυ Μίλλερ, Ο Καιρός των Δολοφόνων

     Χαρακτηρίστηκε από τον Καμύ ως ο ποιητής της εξέγερσης, και μάλιστα ο σημαντικώτερος απ’ όλους. Μετά το θάνατό του, χρησιμοποιήθηκε από 4 γενιές καλλιτεχνών της αβάν-γκαρντ ως έξοδος κινδύνου από το χώρο των συμβάσεων. “Όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής -εκτός από εκείνη που έχει γράψει ο Ρεμπώ“, είχε δηλώσει ο Βαλερύ. Το έργο κι η ζωή του επηρεάασανε κατά τρόπο εντυπωσιακό συγγραφείς, μουσικούς και καλλιτέχνες που είδανε τη ζωή του ως αναπόσπαστο μέρος του έργου: τον Πικάσσο, τον Μπρετόν, τον Κοκτώ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Ντύλαν και τον Μόρρισον, για τον οποίο έχει ειπωθεί ότι δεν πέθανε, αλλά ακολούθησε τα βήματα του Ρεμπώ στην Αιθιοπία.
     Πολλά έχουνε γραφτεί για τη ζωή του, πολλά περισσότερα τουλάχιστον από τον αριθμό των ποιημάτων που δημοσίευσε. Η επιστολή του προς τον Ντεμενύ, στις 15 Οκτώβρη 1871, συνιστά ένα από τα σημαντικώτερα κείμενά του, με αντικείμενο το ρόλο της ποίησης, όπως τον αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Σύμφωνα με το Ρεμπώ, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, τη καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μίαν οικουμενική γλώσσα. Ο ποιητής, κατά το Ρεμπώ, θα γινότανε προφήτης μέσω μιας μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων, υπονομεύοντας συστηματικά τη καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους. Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στη περίπτωσή του, με τον τρόπο ζωής του κι ειδικώτερα με τη μετέπειτα χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, που πιθανώς συμβάλλανε στο παραισθησιακό ή παραληρηματικό ύφος ορισμένων ποιημάτων του. Στο ίδιο γράμμα, αναφερότανε συνοπτικά στην ιστορία της ποίησης, απορρίπτοντας μεγάλο μέρος της αλλά αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά ποιητών όπως ο Μπωντλαίρ, ο παρνασσιστής Αλμπέρ Μερά καθώς κι ο Βερλαίν.
     Μέχρι πρότινος, ο Ρεμπώ είχε χαραχθεί στη μνήμη του αναγνωστικού κοινού ως μία αέναη εφηβική μορφή, καθώς όλα τα μετέπειτα πορτρέτα του έδειχναν τη θολή απεικόνιση του. Όμως μια ασπρόμαυρη καρτ-ποστάλ του 1880, που βρέθηκε τυχαία σε παλαιοπωλείο του Παρισιού έφερε στο φως 1η φορά, τόσο καθαρά, το πρόσωπο του ποιητή στην ενήλικη ζωή του. Δείχνει μια παρέα Γάλλων αστών και μία γυναίκα ντυμένη στα λευκά να κάθονται στη βεράντα του ξενοδοχείου Grand Hôtel de l’Univers, στο Άντεν, της Υεμένης. Ο Ρεμπώ είναι ο άντρας που κάθεται ακριβώς δίπλα στη γυναίκα της φωτογραφίας.



     Η περίπτωση του Ρεμπώ είναι ιδιάζουσα στα λογοτεχνικά χρονικά. Δε συμβαίνει συχνά ένας άνθρωπος, ένα παιδί 20 ετών για την ακρίβεια, να επηρεάζει με τόσο κρίσιμο τρόπο τη σύγχρονη ποίηση, και μάλιστα έχοντας παραγάγει ένα τόσο μικρό σε έκταση έργο. Ηγέτης του συμβολισμού; Θεμελιωτής του μοντερνισμού; Ποιητής της εξέγερσης; Καταραμένος ποιητής; Δεν έχει καμία σημασία: ο Ρεμπώ ανήκει στη χορεία των μεγάλων.

=====================

Μια Εποχή Στη Κόλαση

Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου
έκπαγλη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές
κί όλα τα κρασιά κυλούσαν.

Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου
τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη
δραπέτευσα…

Μάγισσες, μιζέρια, μίσος
εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου
κατόρθωσα να σβήσω απ’ τα λογικά μου
κάθε ελπίδα ανθρώπινη

με ύπουλο σάλτο
χίμηξα σα θηρίο
πάνω σ’ όλες τις χαρές σας
να τις κατασπαράξω

Επικαλέστηκα τους δήμιους
να δαγκάσω πεθαίνοντας
τα κοντάκια των όπλων τους

Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα
να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.

Κυλίστηκα στη λάσπη
στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος
ξεγέλασα τη τρέλα
κι η άνοιξη μου πρόσφερε
το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.

Μα τώρα τελευταία,
πριν τα τινάξω για καλά,
λέω να ζητήσω το κλειδί
του αρχαίου συμπόσιου
μήπως και βρω ξανά την όρεξή μου.

Το κλειδί αυτό είν’ η συμπόνοια.
Τούτη η έμπνευση
δείχνει πως ονειρεύτηκα.

Θα μείνεις ύαινα…”. ολολύζει ο διάβολος:
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
Φτάσε στό θάνατο μ’ όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
τη φιλαυτία σου και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !”

Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου,
να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδελυρότητες,
αναδρομικά.

Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας
του περιγραφικού η διδακτικού ύφους
σ’ ένα συγγραφέα,
για σας αποσπώ τις λίγες,
ελεεινές αυτές σελίδες
απ’ το σημειωματάριο ένός κολασμένου.

          Τα Φοβισμένα

Μαύρα μες στην ομίχλη και το χιόνι,
μπροστά στη τρύπα που η φωτιά φουντώνει,
με τα κολιά τους ένα γύρω και σκυφτά,

πέντε φτωχά, -τι λυπημός σε πιάνει!-
κοιτάζουνε το φούρναρη να κάνει
τα ξανθωπά βαριά ψωμιά.

Γερά τα μπράτσα του μεταγυρίζουν
τη ζύμη τη σταχτιά και τη φουρνίζουν
μες στο φουρνόστομα το φωτεινό.

Να ψήνεται τ’ άσπρο ψωμάκι ακούνε,
κι ο φούρναρης με χείλη που γελούνε,
ένα τραγούδι τραγουδάει παλιό.

Κι όταν μεσάνυχτα στερνά σημαίνουν
κι έτοιμα τα ψωμιά απ’ το φούρνο βγαίνουν,
κίτρινα με τη κόρα τη σκαστή,

όταν κάτω απ’ τα ολόμαυρα καδρόνια,
οι κρούστες που ευωδούν και τα τριζόνια
τρίζουν και σιγοτραγουδούν,

πώς μέσα τους ξανά η ζωή χαράζει,
πόσο η ψυχούλα τους αναγαλλιάζει,
κάτω απ’ τα κουρέλια που φορούν!

Νιώθουν πως ζούνε τόσο ευτυχισμένα!
τα φτωχαδάκια τα κρουσταλλωμένα
-που μένουνε μπρός στη θυρίδα εκεί,

τις κόκκινες μυτίτσες τους κολλώντας
στα κάγκελα και κάτι τραγουδώντας,
όμως πολύ σιγά -σα προσευχή!…

Στο φως αυτό τα μάτια έτσι καρφώνουν,
και τόσο τα κορμάκια τους τεντώνουν
προς τον ξανανοιγμένον ουρανό,

που τα βρακάκια τους ξοπίσω σκίζουν,
και τα πουκαμισάκια τους τρεμίζουν,
στ’ αγέρι το χειμερινό…

            Μεθυσμένο Καράβι

Σε ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.

Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερρούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί σαν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους με ξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.

Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.

Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.

Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν…

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,

λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,

εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!

Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!

        Ο Κοιμισμένος Στη Κοιλάδα

Είναι μια χλοερή γωνιά, που τραγουδεί ποτάμι
κι ασημοκούρελα κρεμά παίζοντας στα χορτάρια,
κι όπου περήφανου βουνού, λαμπρός ο ήλιος πέφτει.
Μια κοιλαδούλα είναι μικρή που αφρίζει απ’ τις αχτίδες.

Στρατιώτης νέος, ξεσκούφωτος, το στόμα του ανοιγμένο,
και το λαιμό στο νιόβλαστο το κάρδαμο χωμένο,
κοιμάται μες στη χλωρασιά, στα σύγνεφ’ αποκάτου,
χλωμός, σε κλίνη πράσινη από φως περιλουσμένη.

Τα πόδια στα σπαθόχορτα, κοιμάται. Και γελώντας
όπως παιδί άρρωστο γελά, κοιμάται βαθύν ύπνο.
Φύση νανούρισέ τονε ζεστά, γιατί κρυώνει.

Δεν τρέμουν τα ρουθούνια του από τ’ άρωμα. Κοιμάται
μέσα στον ήλιο, ακουμπιστό το χέρι του στο στήθος,
ήσυχος. -Έχει στο πλευρό δυο κόκκινες τρυπούλες.

         Αίσθηση

Στο μπλε των δειλινών του θέρους,
θα τριγυρνώ τα μονοπάτια,
τσιμπημένος απ’ τ’ αυτιά του σιταριού,
πατώντας στο χορτάρι:
Ονειροπόλος, θ’ ατενίζω,
καθώς θα νιώθω τη δροσιά
στα πέλματά μου.

Θ’ αφήσω τον άνεμο να λούσει
το γυμνό κεφάλι μου.
Δεν θα μιλώ,
δεν θα σκέφτομαι τίποτα:
αλλά ο απέραντος έρωτας
θα ξεσηκώσει τη ψυχή μου,
και θα ξεμακραίνω, όλο  πιο πέρα,
σαν τον τσιγγάνο,
μες στη Φύση, ευτυχισμένος
σαν να είχα ένα κορίτσι.

           Οφηλία

Ι

Στα ήρεμα κατάμαυρα νερά
‘κεί όπου τ’ άστρα αποκοιμιούνται
η Οφηλία η λευκή πλέει σα μέγα κρίνο,
πλέει πάνω στα μακριά της πέπλα
πλαγιασμένη αργά, αργά…

-Πέρα στα μακρινά ξερόκλαδα
μπορείς ν’ ακούς το σάλπισμα του Χάρου.

Πάνω από χίλια χρόνια η Οφηλία
θλιμμένο, φάντασμα λευκό, περνούσε
το μαύρο ατέλειωτο ποτάμι…

Πάνω από χίλια χρόνια η τρέλα της
ψιθύριζε στο νυχτερινό αεράκι,
το λυπημένο της το τραγουδάκι.

Άνεμος της φιλά το στήθος
και της ξεπλέκει τ’ άνθινο στεφάνι,
λικνίζουν στο νερό τα πέπλα της,
τα μακριά, κι η ιτιά της κλαίει στον ώμο
θροΐζοντας, κι οι καλαμιές λυγάνε
στο ‘νειρεμένο και πλατύ το μέτωπό της,

Νούφαρα αναστενάζοντας σκαλώνουν γύρω,
κι αυτή ξυπνάει που και που στις καλαμιές,
από καποιά φωλιά, ήχοι φτερών ξακρίζουν,
-κι ύμνος βαθύς απ’ τα χρυσά φτάνει άστρα.

ΙΙ.
Ω χλωμή Οφηλία! Όμορφη σαν το χιόνι!
Να ‘σαι νεκρή, μικρή μου, νικημένη απ’ το ποτάμι!

–Ήτανε τάχα άνεμος που ‘φτασε από τα όρη
εκείνα τα πανώρια βουνά της Νορβηγίας
και σου ‘πε για καλλίτερη, άλλην ελευθερία.

Ήταν η ανάσα τ’ ανέμου, τα υπέροχα μαλλιά
σου ανακάτωσε, κι έφερε στ’ όνειρό σου
εκείνη τη παράξενη μαυλιστική βουή.

Τάχα η καρδιά σου, που άκουγε της Φύσης
το τραγούδι, του δέντρου τα βογγήματα,
της νύχτας τους βαθείς τους αναστεναγμούς.

Ήταν το κάλεσμα των τρελλαμένων θαλασσών,
ο μέγας βρυχηθμός, που τσάκισ’ τη καρδιά σου
τη παιδική, ανθρώπινη και τη γλυκειά καρδιά.
Ήταν μια όμορφη ωχρή νυχτιά, χαράματα τ’ Απρίλη,
που ένας φτωχός τρελός βουβός κάθισ’ στα γόνατά σου!

Ουρανέ! Ω Έρωτα! Ελευθερία!
Τί όνειρο, φτωχή τρελή μου!
Που λιώνεις, χάριν του, σα χιόνι στη φωτιά:
μεγάλα οράματά σου πνίγονται στις λέξεις,
–και τ’ άλγος του Αέναου έχει τρομάξει
τα γαλανά σου μάτια!

ΙΙΙ.
–Κι ο ποιητής είπε πως μες από το φως
των άστρων, έρχεσαι τη νύχτα να ‘βρεις
ψάχνωντας τ’ άνθη που κρατούσες,
κι ότι είδε τη Λευκή Οφηλία
να επιπλέει αργά μες στα νερά
πα’ στα μακρά της πέπλα πλαγιασμένη
σαν εν ολόλευκο μεγάλο κρίνο.

Ξεκίνημα

Αρκετά είδα
Τ’ όραμα αντάμωσα
σε όλους τους αιθέρες.

Αρκετά πήρα.
Βόμβος των πόλεων, το βράδυ
και στον ήλιο και πάντα.

Αρκετά γνώρισα.
Τις στάσεις της ζωής.
Ω, βόμβοι και οράματα.

Ξεκίνημα
μες σε καινούργιες αγάπες
και θορύβους…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *