Saroyan William: Με Λέγανε Γουίλλιαμ…

Βιογραφικό

     Ο William Saroyan (Γουίλλιαμ Σαρογιάν) ήταν Αρμενοαμερικανός μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος. Τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ για το δράμα το 1940 και το 1943 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ιστορίας για τη ταινία The Human Comedy. Όταν το στούντιο απέρριψε την αρχική του επεξεργασία 240 σελίδων, τη μετέτρεψε σε μυθιστόρημα, Η ανθρώπινη κωμωδία. Έγραψε εκτενώς για τη ζωή των Αρμενίων μεταναστών στη Καλιφόρνια. Πολλές από τις ιστορίες και τα θεατρικά του έργα διαδραματίζονται στη γενέτειρά του, το Φρέσνο. Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του είναι: The Time of Your LifeMy Name Is Aram και My Heart’s in the Highlands. Οι 2 συλλογές διηγημάτων του από τη 10ετία του 1930, Inhale Exhale (1936) και The Daring Young Man on the Flying Trapeze (1941) θεωρούνται μεταξύ των σημαντικότερων επιτευγμάτων του και βασικών εγγράφων της πολιτιστικής ιστορίας της περιόδου στην αμερικανική Δυτική Ακτή.
     Έχει περιγραφεί σε δελτίο τύπου του Dickinson College ως από τις πιο εξέχουσες λογοτεχνικές προσωπικότητες των μέσων του 20ού αι. κι απ’ τον Stephen Fry ως από τους πιο υποτιμημένους συγγραφείς του 20ού αι. Ο Φράι προτείνει ότι παίρνει τη θέση του φυσικά δίπλα στο Φώκνερ, Χέμινγουεϊ & Στάινμπεκ. Ο Kurt Vonnegut έχει πει ότι ο Saroyan ήταν ο 1ος κι ακόμα ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους Αμερικανούς μινιμαλιστές.



     Γεννήθηκε στις 31 Αυγούστου 1908, στο Φρέσνο της Καλιφόρνια, από τον Armenak και τη Takuhi Saroyan, Αρμένιους μετανάστες από το Μπιτλίς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του ήρθε στη Νέα Υόρκη το 1905 κι άρχισε να κηρύττει σε αρμενικές αποστολικές εκκλησίες. Στα 3 του, μετά το θάνατο του πατέρα, μαζί με τον αδελφό και την αδελφή του, τοποθετήθηκε σε ορφανοτροφείο στο Όκλαντ της Καλιφόρνια. Μετά περιέγραψε την εμπειρία του εκεί στα γραπτά του. 5 χρόνια μετά, η οικογένεια επανενώθηκε στο Φρέσνο, όπου η μητέρα είχεν ήδη εξασφαλίσει εργασία σε κονσερβοποιείο. Συνέχισε την εκπαίδευσή του μόνος του, υποστηρίζοντας τον εαυτό του με δουλειές, όπως υπεύθυνος γραφείου για τη San Francisco Telegraph Company.
     Αποφάσισε να γίνει συγγραφέας αφού η μητέρα του έδειξε μερικά από τα γραπτά του πατέρα του. Μερικά από τα 1α σύντομα άρθρα του δημοσιεύθηκαν στο Overland Monthly. Οι 1ες ιστορίες του εμφανίστηκαν τέλη της 10ετίας ’20. Μεταξύ αυτών ήταν το The Broken Wheel, γραμμένο με τ’ όνομα Sirak Goryan και δημοσιευμένο στο αρμενικό περιοδικό Hairenik το 1933. Πολλές από τις ιστορίες του βασίστηκαν στις παιδικές του εμπειρίες μεταξύ των Αρμενοαμερικανών καλλιεργητών φρούτων της κοιλάδας San Joaquin ή ασχολήθηκαν με την έλλειψη ριζών του μετανάστη. Η συλλογή διηγημάτων My Name is Aram (1940), διεθνές μπεστ-σέλλερ, αφορούσε νεαρό αγόρι και τους πολύχρωμους χαρακτήρες της μεταναστευτικής οικογένειάς του. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.



     Ως συγγραφέας, έκανε την εμφάνισή του στο περιοδικό Story με το The Daring Young Man on the Flying Trapeze (1934), τον τίτλο που πήρε από το ομώνυμο τραγούδι του 19ου αι. Ο πρωταγωνιστής -νεαρός, πεινασμένος συγγραφέας που προσπαθεί να επιβιώσει σε κοινωνία που μαστίζεται από ύφεση- μοιάζει με τον απένταρο συγγραφέα στο μυθιστόρημα του Knut Hamsun 1890 Hunger, μα δεν έχει το θυμό και το μηδενισμό του αφηγητή του.

  “Μέσα στον αέρα απ’ την ιπτάμενη ακροβατική αιώρα, το μυαλό του βουίζει. Διασκεδαστικό ήταν, εκπληκτικά αστείο. Μια ακροβατική αιώρα για τον Θεό, ή για το τίποτα, μια ιπτάμενη ακροβατική αιώρα για κάποιο είδος αιωνιότητας. Προσευχήθηκε αντικειμενικά για δύναμη για να κάνει τη πτήση με χάρη“.

     Η ιστορία επανεκδόθηκε στη συλλογή διηγημάτων του 1941 που πήρε τον τίτλο της. Τα δικαιώματα από αυτό του επέτρεψαν να ταξιδέψει στην Ευρώπη και την Αρμενία, όπου έμαθε να αγαπά τη γεύση των ρωσικών τσιγάρων, παρατηρώντας κάποτε: “Μπορεί να τείνεις να πάθεις καρκίνο απ’ αυτό που σε κάνει να θέλεις να καπνίζεις τόσο πολύ, όχι από το ίδιο το κάπνισμα” (από το Not Dying, 1963). Η συμβουλή του σε έναν νεαρό συγγραφέα ήταν: “Προσπάθησε να μάθεις να αναπνέεις βαθιά. Πράγματι να δοκιμάζεις φαγητό όταν τρως κι όταν κοιμάσαι πράγματι πέσε για ύπνο. Προσπάθησε όσο το δυνατόν πιότερο να ‘σαι εντελώς ζωντανός μ’ όλη σου τη δύναμη κι όταν γελάς, γέλασε σαν τη κόλαση“. Προσπάθησε να δημιουργήσει πεζογραφικό ύφος γεμάτο όρεξη για ζωή και φαινομενικά ιμπρεσιονιστικό, που ονομάστηκε Saroyanesque. Οι ιστορίες του της περιόδου αφιερώνουν χαρακτηριστικά απροκάλυπτη προσοχή στις δοκιμασίες, τη κοινωνική δυσφορία και την απελπισία της Ύφεσης. Δούλευε γρήγορα, μετά βίας επεξεργαζότανε το κείμενό του κι έπινε κι έπαιζε τυχερά παιχνίδια με μεγάλο μέρος των κερδών του.

  “Είμαι αποξενωμένος άνθρωπος, είπε ο ψεύτης: αποξενωμένος απ’ τον εαυτό μου, απ’ την οικογένειά μου, τον συνάνθρωπό μου, τη χώρα μου, τον κόσμο μου, την εποχή μου και τον πολιτισμό μου. Δεν είμαι αποξενωμένος απ’ το Θεό, αν κι είμαι άπιστος σ’ όλα σχετικά, εκτός απ’ το Θεό απροσδιόριστο μέσα σε όλους κι απρόσεκτος από όλους“.

     Δημοσίευσε δοκίμια κι απομνημονεύματα, που απεικόνιζε τους ανθρώπους που ‘χε συναντήσει σε ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση και την Ευρώπη, όπως ο θεατρικός συγγραφέας Shaw, ο Φινλανδός συνθέτης Jean Sibelius κι ο Charlie Chaplin. Το 1952, δημοσίευσε το The Bicycle Rider in Beverly Hills, τον 1ο από πολλούς τόμους απομνημονευμάτων. Αρκετά άλλα έργα αντλήθηκαν από τις δικές του εμπειρίες, αν και η προσέγγισή του στ’ αυτοβιογραφικά γεγονότα περιείχε αρκετή ποιητική άδεια. Αντλώντας από τόσο βαθιά προσωπικές πηγές, τα έργα του συχνά αγνοούσανε τη σύμβαση ότι η σύγκρουση είναι απαραίτητη για το δράμα. Το My Heart’s in the Highlands (1939), το 1ο του έργο, κωμωδία για νεαρό αγόρι και την αρμενική οικογένειά του, παρουσιάστηκε στο Guild Theatre της Νέας Υόρκης. Είναι ίσως πιο γνωστός για το έργο The Time of Your Life (1939), που διαδραματίζεται σε παραθαλάσσιο σαλούν στο Σαν Φρανσίσκο. Κέρδισε Βραβείο Πούλιτζερ, που αρνήθηκε λέγοντας ότι το εμπόριο δεν πρέπει να κρίνει τις τέχνες. Δέχτηκε το Βραβείο New York Drama Critics’ Circle. Το έργο προσαρμόστηκε σε ταινία του 1948 με πρωταγωνιστή τον James Cagney. Πριν από τον πόλεμο, είχε εργαστεί στο σενάριο του Golden Boy (1939), βασισμένο στο θεατρικό έργο του Clifford Odets, αλλά ποτέ δεν είχε μεγάλη επιτυχία στο Χόλιγουντ. 2ο σενάριο, The Human Comedy (1943) διαδραματίζεται στη φανταστική πόλη της Ιθάκης στη κοιλάδα San Joaquin της Καλιφόρνια (βασισμένο στις αναμνήσεις του απ’ το Φρέσνο), όπου ο νεαρός τηλεγραφικός αγγελιοφόρος Homer μαρτυρεί τις λύπες και τις χαρές της ζωής στη διάρκεια του Β’Π.Π.

  “Κυρία Σαντοβάλ, είπε γρήγορα ο Όμηρος, ο γιος σας πέθανε. Ίσως είναι λάθος. Ίσως δεν ήταν ο γιος σας. Ίσως ήτανε κάποιος άλλος. Το τηλεγράφημα λέει ότι ήταν ο Χουάν Ντομίνγκο. Αλλά ίσως το τηλεγράφημα είναι λάθος…

     Έχοντας προσλάβει τον Saroyan για να γράψει το σενάριο της MGM, ο Louis B. Mayer αρνήθηκε να το κάνει, αλλά ο Saroyan δεν συμβιβάστηκε κι απομακρύνθηκε από τη σκηνοθεσία του έργου. Στη συνέχεια μετέτρεψε το σενάριο σε μυθιστόρημα, δημοσιεύοντάς το λίγο πριν απ’ τη κυκλοφορία της ταινίας, που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ιστορίας το 1943. Το μυθιστόρημα συχνά πιστώνεται ως η πηγή για τη ταινία, όταν στην πραγματικότητα ισχύει το αντίστροφο. Το μυθιστόρημα ήταν το ίδιο η βάση για ένα μιούζικαλ του 1983 με το ίδιο όνομα. Μετά την απογοήτευσή του με το κινηματογραφικό πρότζεκτ της Ανθρώπινης Κωμωδίας, δεν επέτρεψε ποτέ τη προσαρμογή κανενός από τα μυθιστορήματά του στην οθόνη του Χόλιγουντ, παρά τις συχνά δεινές οικονομικές δυσκολίες του.
     Ο Saroyan υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό στη διάρκεια του Β ‘Π.Π. και τοποθετήθηκε στην Αστόρια του Κουίνς, περνώντας μεγάλο μέρος του χρόνου του στο ξενοδοχείο Lombardy στο Μανχάταν, μακριά από το προσωπικό του στρατού. Το 1942, τοποθετήθηκε στο Λονδίνο ως μέρος κινηματογραφικής μονάδας του Signal Corps. Απέφυγε οριακά στρατοδικείο όταν το μυθιστόρημά του, The Adventures of Wesley Jackson, θεωρήθηκε ότι υποστηρίζει τον ειρηνισμό. Το ενδιαφέρον για τα μυθιστορήματα του Σαρογιάν μειώθηκε μετά τον πόλεμο, όταν επικρίθηκε για συναισθηματισμό. Η ελευθερία, η αδελφική αγάπη κι η καθολική καλοσύνη ήταν γι’ αυτόν βασικές αξίες, αλλά οι κριτικοί θεωρούσαν ότι ο ιδεαλισμός του δεν συμβάδιζε με την εποχή που, κατά την άποψή τους, περιγράφηκε σωστά ως αφιερωμένη στη διαίρεση, το εθνοτικό κι ιδεολογικό μίσος και τη παγκόσμια αρπαγή. Εξακολουθούσε να γράφει παραγωγικά, έτσι ώστε ένας από τους αναγνώστες του να μπορεί να ρωτήσει: “Πώς μπόρεσες να γράφεις τόσα καλά πράγματα και να γράφεις ακόμα τόσο κακά πράγματα;“. Στις νουβέλες The Assyrian and other stories (1950) και στο The Laughing Matter (1953), ο Saroyan ανακάτεψε αλληγορικά στοιχεία σε ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Τα έργα Sam Ego’s House (1949) & The Slaughter of the Innocents (1958) δεν ήτανε τόσο επιτυχημένα όσο τα προπολεμικά. Πολλά από τα μεταγενέστερα έργα του, όπως η Κωμωδία του Παρισιού (1960), η Κωμωδία του Λονδίνου (1960) και το Settled Out of Court (1960), κάνανε πρεμιέρα στην Ευρώπη. Χειρόγραφα ενός αριθμού ανεκτέλεστων θεατρικών έργων βρίσκονται τώρα στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ μαζί με τις άλλες εργασίες του.



     Όταν ο Χέμινγουεϊ έμαθε ότι είχε κοροϊδέψει το αμφιλεγόμενο έργο μη μυθοπλασίας Θάνατος το απόγευμα, απάντησε: “Τους έχουμε δει να έρχονται και να φεύγουν -καλοί επίσης, καλύτεροι από εσάς, κύριε Σαρογιάν“. Ένα από τα πιο επιτυχημένα οικονομικά εγχειρήματά του ήταν ίσως το πιο απίθανο: το τραγούδι Come On-a My House, που ‘γινε τεράστια επιτυχία το 1951 για τη τραγουδίστρια Rosemary Clooney. Ο Saroyan έγραψε το τραγούδι το 1939 με τον ξάδερφό του Ross Bagdasarian (που μετά έγινε διάσημος ως David Seville, ο ιμπρεσάριος πίσω από τον Alvin and the Chipmunks), προσαρμόζοντας τη μουσική από αρμενικό λαϊκό τραγούδι. Ζωγράφιζε επίσης. Είπε: “Έκανα σχέδια πριν μάθω πώς να γράφω. Η παρόρμηση για κάτι τέτοιο φαίνεται βασική -είναι τόσο η εφεύρεση όσο κι η χρήση της γλώσσας“. Τα αφηρημένα εξπρεσιονιστικά έργα του εκτέθηκαν από την Anita Shapolsky Gallery στη Νέα Υόρκη. Από το 1958 και μετά, ο Saroyan διέμενε κυρίως σε διαμέρισμα στο Παρίσι. Στα τέλη 10ετίας ’60 κι  ’70, κέρδισε περισσότερα χρήματα και τελικά βγήκε από το χρέος. Το 1979, εισήχθη στο American Theater Hall of Fame. Το ινδικό εκπαιδευτικό συμβούλιο CBSE έχει προσθέσει κεφάλαιό του στο αγγλικό βιβλίο Στιγμιότυπα που ονομάζεται Το καλοκαίρι του όμορφου λευκού αλόγου προς τιμή του.
     Ο Σαρογιάν είχε αλληλογραφία με τη συγγραφέα Σανόρα Μπαμπ που ξεκίνησε το 1932 και τελείωσε το 1941, που εξελίχθηκε σε ανεκπλήρωτη ερωτική σχέση από τη πλευρά του. Το 1943, παντρεύτηκε την ηθοποιό Carol Grace (1924-2003, επίσης γνωστή ως Carol Marcus) κι αποκτήσανε 2 παιδιά: τον Aram, που έγινε συγγραφέας και δημοσίευσε βιβλίο για τον πατέρα του και τη Lucy, που έγινε ηθοποιός.Μέχρι τα τέλη της 10ετίας ’40, το ποτό κι ο τζόγος του επηρέασαν το γάμο του και το 1949, επιστρέφοντας από εκτεταμένο ευρωπαϊκό ταξίδι, υπέβαλε αίτηση διαζυγίου. Ξαναπαντρεύτηκαν το 1951 και χωρίσανε ξανά το 1952 με τη Μάρκους μετά να ισχυρίζεται στην αυτοβιογραφία της, Among the Porcupines: A Memoir, ότι ο Saroyan ήτανε καταχρηστικός. Μετά το διαζύγιό της παντρεύτηκε τον ηθοποιό Γουόλτερ Ματάου το 1959 και παραμείνανε παντρεμένοι μέχρι το θάνατό του το 2000.



     Ο Saroyan πέθανε 18 Μάη 1981 στο Φρέσνο, από καρκίνο του προστάτη στα 72 του. Οι μισές από τις στάχτες του θάφτηκαν στο νεκροταφείο Ararat στο Φρέσνο της Καλιφόρνια κι οι υπόλοιπες στην Αρμενία στο Komitas Pantheon κοντά σε συναδέλφους καλλιτέχνες όπως ο συνθέτης Aram Khachaturian, ο ζωγράφος Martiros Saryan κι ο σκηνοθέτης Sergei Parajanov.

 * Το 2008, ένα μνημείο ανεγέρθηκε προς τιμήν του Saroyan στη λεωφόρο Mashtots στο Ερεβάν (γλύπτης David Yerevantsi, αρχιτέκτονες Ruben Asratyan και Levon Igityan).

 * Το 2014, το δημοτικό συμβούλιο του Μπιτλίς ενέκρινε τη μετονομασία πέντε δρόμων στο ιστορικό τμήμα της πόλης στη νοτιοανατολική Τουρκία. Ένας από τους 5 δρόμους μετονομάστηκε σε “William Saroyan Street”. Το 2015 άνοιξαν αρκετές βιβλιοθήκες προς τιμήν του William Saroyan στην πόλη Bitlis της Τουρκίας.

 * Στις 31 Αυγούστου 2018, το William Saroyan House Museum άνοιξε στο σπίτι όπου έζησε ο Saroyan τα τελευταία 17 χρόνια της ζωής του,[30] στην πόλη Φρέσνο των ΗΠΑ. Ο οίκος παρουσιάζει φωτογραφίες από διάφορες περιόδους της ζωής του, σχέδια και εξώφυλλα των βιβλίων του. Το μουσείο διαθέτει ξεχωριστή αίθουσα που διαθέτει ολόγραμμα του συγγραφέα.

 * Το 1991, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ (σειρά “Κοινό τεύχος της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ. William Saroyan”) εξέδωσε γραμματόσημα που απεικονίζουν τον William Saroyan.

 * Η Κεντρική Τράπεζα της Αρμενίας εξέδωσε ένα κέρμα των 10.000 ντραμ (100ή επέτειος γέννησης του μυθιστοριογράφου Γουίλιαμ Σαρογιάν) το 2008 κι ένα τραπεζογραμμάτιο των 5.000 ντραμ το 2018. 

 * Τον Οκτώβρη του 1988, το μικρό δρομάκι στο Σαν Φρανσίσκο απέναντι από το βιβλιοπωλείο City Lights που ονομάζεται Adler Place, μετονομάστηκε σε William Saroyan Place προς τιμήν του Saroyan. Με την υποστήριξη του ιδιοκτήτη του City Lights, Lawrence Ferlinghetti, η ονομασία (μαζί με τη μετονομασία του δίδυμου δρομάκι απέναντι από το δρόμο σε “Jack Kerouac Alley”) τιμήθηκε με ένα γκαλά.

 * Στο Λος Άντζελες, υπάρχει μια σειρά από σκάλες στη γειτονιά του Χόλιγουντλαντ, μία από τις οποίες ονομάζεται Saroyan Stairs. Ο Saroyan ζούσε στην κοντινή Villa Carlotta.

 * Το 1940, ο William Saroyan τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για το έργο του The Time of Your Life, αλλά αρνήθηκε το βραβείο.

 * Το 1943, ο Γουίλιαμ Σάρογιαν έλαβε το Όσκαρ για το σενάριό του για την Ανθρώπινη Κωμωδία, ένα σενάριο που διασκεύασε σε ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε λίγο πριν από την κυκλοφορία της ταινίας.

 * Το βραβείο Parajanov-Vartanov Institute 2013 τίμησε μετά θάνατον τον Saroyan για το έργο The Time of Your Life και το μυθιστόρημα Human Comedy. Παρουσιάστηκε στην εγγονή του από τον βραβευμένο με Όσκαρ ηθοποιό του Χόλιγουντ Jon Voight.

ΡΗΤΑ:

Όλα τα πράγματα βρίσκονται σκοτεινά σε δυνατότητες.

Η ιδιοφυΐα είναι παιχνίδι, και η ικανότητα του ανθρώπου να επιτύχει ιδιοφυΐα είναι άπειρη, και πολλοί μπορούν να επιτύχουν ιδιοφυΐα μόνο μέσω του παιχνιδιού.

Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γράψω τις ιστορίες μου για την ανθρωπότητα και να είμαι ήσυχος.

Τον φοβόμουν λίγο. Όχι το ίδιο το αγόρι, αλλά αυτό που φαινόταν να είναι: το θύμα του κόσμου.

Ήταν απλώς ένας νεαρός άνδρας που είχε έρθει στην πόλη με ένα γαϊδούρι, βαριόταν μέχρι θανάτου ή κάτι τέτοιο, που είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να διασκεδάσει με ένα παιδί μιας μικρής πόλης που είχε βαρεθεί μέχρι θανάτου, επίσης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα να το καταλάβω χωρίς να αποδεχτώ τη γενική θεωρία ότι ήταν τρελός.

Οι Ινδοί γεννιούνται με ένστικτο ιππασίας, κωπηλασίας, κυνηγιού, ψαρέματος και κολύμβησης. Οι Αμερικανοί γεννιούνται με ένα ένστικτο να χαζεύουν με μηχανές.

Ο αγώνας είχε τελειώσει. Ήμουν τελευταίος, κατά δέκα μέτρα. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό διαμαρτυρήθηκα και προκάλεσα τους δρομείς σε έναν άλλο αγώνα, στην ίδια απόσταση, πίσω. Αρνήθηκαν να εξετάσουν την πρότασή μου, η οποία αποδείκνυε, ήξερα, ότι φοβόντουσαν να με αγωνιστούν. Τους είπα ότι ήξεραν πολύ καλά ότι μπορούσα να τους νικήσω.

Υπάρχει λίγη υπερηφάνεια για τους συγγραφείς. Ξέρουν ότι είναι άνθρωποι και κάποια μέρα θα πεθάνουν και θα ξεχαστούν. Γνωρίζοντας όλα αυτά, ένας συγγραφέας είναι ευγενικός και ευγενικός όταν ένας άλλος άνθρωπος είναι αυστηρός κι αγενής.

Είναι αδύνατο να μην παρατηρήσουμε ότι ο κόσμος μας βασανίζεται από αποτυχία, μίσος, ενοχή και φόβο.

Ξεκίνησα να γράφω εξαρχής γιατί περίμενα να αλλάξουν τα πάντα και ήθελα να γράφω τα πράγματα όπως ήταν. Μόνο λίγα πράγματα, φυσικά. Λίγο από το μικρό μου.

Μια μέρα το απόγευμα του κόσμου, ο σκυθρωπός θάνατος θα έρθει και θα καθίσει μέσα σου, και όταν σηκωθείς να περπατήσεις, θα είσαι τόσο σκυθρωπός όσο ο θάνατος, αλλά αν είσαι τυχερός, αυτό θα κάνει μόνο τη διασκέδαση καλύτερη και την αγάπη μεγαλύτερη.

Τι στο διάολο ψάχνουν όλοι; Μια διέξοδος. Ένας τρόπος για τη σωστή διέξοδο. Ένας τρόπος να φύγεις. Ένας τρόπος να πάει. Ένας τρόπος να το είχες, να το έχεις βαρεθεί, να τελειώσεις με αυτό. Ένας αξιοπρεπής τρόπος για να τα δώσετε όλα στον δότη όλων.

Τι μοναχικό και ανόητο πράγμα είναι να είσαι Αρμένιος συγγραφέας στην Αμερική.

Μερικές φορές σκέφτομαι ότι οι πλούσιοι άνδρες ανήκουν σε μια εντελώς άλλη εθνικότητα, ανεξάρτητα από την πραγματική τους εθνικότητα. Η εθνικότητα των πλουσίων.

Ο συγγραφέας είναι ένας πνευματικός αναρχικός, όπως στα βάθη της ψυχής του είναι κάθε άνθρωπος. Είναι δυσαρεστημένος με τα πάντα και τους πάντες. Ο συγγραφέας είναι ο καλύτερος φίλος όλων και ο μόνος αληθινός εχθρός – ο καλός και μεγάλος εχθρός. Ούτε περπατά με το πλήθος ούτε ζητωκραυγάζει μαζί τους. Ο συγγραφέας που είναι συγγραφέας είναι ένας επαναστάτης που δεν σταματά ποτέ.

Κάθε άνθρωπος που ζει στον κόσμο είναι ένας ζητιάνος του ενός ή του άλλου είδους, κάθε τελευταίος από αυτούς, μεγάλος και μικρός. Ο ιερέας ικετεύει τον Θεό για χάρη και ο βασιλιάς ικετεύει κάτι για κάτι. Μερικές φορές ικετεύει τους ανθρώπους για πίστη, μερικές φορές ικετεύει τον Θεό να τον συγχωρήσει. Κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν μπορεί να έχει υπομείνει δέκα χρόνια χωρίς να έχει ικετεύσει τον Θεό να τον συγχωρήσει.

Είδα πλούσιους ζητιάνους και φτωχούς ζητιάνους, περήφανους ζητιάνους και ταπεινούς ζητιάνους, χοντρούς ζητιάνους και αδύνατους ζητιάνους, υγιείς ζητιάνους και άρρωστους ζητιάνους, ολόκληρους ζητιάνους και ανάπηρους ζητιάνους, σοφούς ζητιάνους και ηλίθιους ζητιάνους. Είδα ερασιτέχνες ζητιάνους και επαγγελματίες ζητιάνους. Ένας επαγγελματίας ζητιάνος είναι ένας ζητιάνος που ζητιανεύει για τα προς το ζην.

Οι άνθρωποι που μισείτε, λοιπόν, αυτό είναι το ερώτημα σχετικά με αυτούς τους ανθρώπους: γιατί τους μισείτε;

Μια γειτονιά έχει ένα είδος μυστικιστικής ταυτότητας που δύσκολα υποψιάζεται κανείς, πόσο μάλλον παρατηρεί ενώ ζει εκεί, γιατί η ζωή καταναλώνει όλο το χρόνο και την προσοχή ενός ανθρώπου. Αλλά εκ των υστέρων, αργά ή γρήγορα ένας άνθρωπος θυμάται μια παλιά γειτονιά και ξαφνικά παρατηρεί ότι υπήρχε κάτι φανταστικό στον τόπο.

Οι τυχαίες συναντήσεις με ζώντες αγίους και γιους σκύλων συνεχίζονται.

Η κόρη μου, πριν γίνει δεκαέξι, και ειδικά πριν γίνει έξι, με εξέπληττε κάθε μέρα με την απλή ομορφιά και γλυκύτητα της αλήθειας της.

Τα πάντα και όλοι αργά ή γρήγορα προσδιορίζονται, ορίζονται και τίθενται σε προοπτική. Η αλήθεια, όπως πάντα, είναι ταυτόχρονα καλύτερη και χειρότερη από ό,τι λέει η λαϊκή μυθοπλασία.

                 Πορτραίτο από πλαστικά καπάκια στην Αρμενία

Όλοι πρέπει να πεθάνουν, αλλά πάντα πίστευα ότι θα γινόταν μια εξαίρεση στην περίπτωσή μου. Και τώρα τι;

Ο ρόλος της τέχνης είναι να δημιουργήσει έναν κόσμο που μπορεί να κατοικηθεί.

Δεν νομίζω ότι το γράψιμό μου είναι συναισθηματικό, αν και είναι πολύ συναισθηματικό να είσαι άνθρωπος.

Η τέχνη είναι αυτό που είναι ακαταμάχητο.

Προσπαθήστε όσο το δυνατόν περισσότερο να είστε εντελώς ζωντανοί με όλη σας τη δύναμη, και όταν γελάτε, γελάστε σαν την κόλαση. Και όταν θυμώνεις, γίνε καλός και θυμωμένος. Προσπαθήστε να είστε ζωντανοί. Θα πεθάνεις αρκετά σύντομα….

Για μια αιώνια στιγμή ήταν ακόμα όλα τα πράγματα ταυτόχρονα: το πουλί, το ψάρι, το τρωκτικό, το ερπετό και ο άνθρωπος…

Η πιο σταθερή συμβουλή για έναν συγγραφέα είναι η εξής, νομίζω: Προσπαθήστε να μάθετε να αναπνέετε βαθιά, να γεύεστε πραγματικά το φαγητό όταν τρώτε και όταν κοιμάστε πραγματικά για να κοιμηθείτε. Προσπαθήστε όσο το δυνατόν περισσότερο να είστε εντελώς ζωντανοί με όλη σας τη δύναμη, και όταν γελάτε, γελάστε σαν την κόλαση. Και όταν θυμώνεις, γίνε καλός και θυμωμένος. Προσπαθήστε να είστε ζωντανοί. Θα πεθάνεις αρκετά σύντομα.

Μου φάνηκε ότι δεν είχα δικαίωμα να κάψω ένα βιβλίο που δεν είχα καν διαβάσει.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τη γλώσσα, δεν μπορούσα να καταλάβω λέξη σε ολόκληρο το βιβλίο, αλλά ήταν κατά κάποιο τρόπο πολύ εύγλωττη για να χρησιμοποιηθεί για μια φωτιά.

Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να μιλήσω είναι το κρύο, γιατί είναι το μόνο πράγμα που συμβαίνει σήμερα.

Βλέπω τη ζωή ως μία ζωή ταυτόχρονα, τόσα εκατομμύρια ταυτόχρονα, σε όλη τη γη.


Ένας άνθρωπος πρέπει να προσποιείται ότι δεν είναι συγγραφέας.


Είμαι εδώ στο μακρινό Ουέστ, στο Σαν Φρανσίσκο, σε ένα μικρό δωμάτιο στην Carl Street, γράφοντας ένα γράμμα στους απλούς ανθρώπους, λέγοντάς τους σε απλή γλώσσα αυτό που ήδη γνωρίζουν.


Αν έχω κάποια επιθυμία, είναι να δείξω την αδελφοσύνη του ανθρώπου.


Δεν πιστεύω στους αγώνες. Δεν πιστεύω στις κυβερνήσεις.

Βλέπω τη ζωή ως μία ζωή ταυτόχρονα, τόσα εκατομμύρια ταυτόχρονα, σε όλη τη γη.


Τα μωρά που δεν έχουν ακόμη διδαχθεί να μιλούν καμία γλώσσα είναι η μόνη φυλή της γης, η φυλή του ανθρώπου: όλα τα υπόλοιπα είναι προσποίηση, αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό, μίσος, φόβος, επιθυμία για δύναμη.

Αν θέλω να κάνω κάτι, θέλω να μιλήσω μια πιο παγκόσμια γλώσσα.

Αυτό είναι που βγάζει από το μυαλό του έναν νεαρό συγγραφέα, αυτή η αίσθηση ότι δεν λέγεται τίποτα.


Είναι η καρδιά του ανθρώπου που προσπαθώ να υπονοήσω σε αυτό το έργο.


Έχω μια αμυδρή ιδέα πώς είναι να είσαι ζωντανός.

Δεν υπάρχει στρατιώτης. Βλέπω τον θάνατο ως ένα ιδιωτικό γεγονός, την καταστροφή του σύμπαντος στον εγκέφαλο και στις αισθήσεις ενός ανθρώπου…Υπήρχε ένα άγγιγμα ανησυχίας σε ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή για το μέλλον της.

Δεν υπάρχει Αμερική και δεν υπάρχει Αγγλία, ούτε Γαλλία, ούτε Ιταλία. Υπάρχει μόνο η γη.
.
Η εθνική ταυτότητα ενός ανθρώπου έχει να κάνει περισσότερο με την προσωπική επίγνωση παρά με τη γεωγραφία.

Πιστεύω ότι υπάρχουν τρόποι που οι σκοποί τους είναι η ζωή αντί του θανάτου.

Ολόκληρος ο κόσμος και κάθε άνθρωπος σε αυτόν είναι υπόθεση όλων.

Όλες οι μεγάλες τέχνες έχουν τρέλα, και πολλές κακές τέχνες την έχουν επίσης.

Οι καλοί άνθρωποι είναι καλοί επειδή έχουν φτάσει στη σοφία μέσω της αποτυχίας.

Αναζητήστε την καλοσύνη παντού, και όταν βρεθεί, βγάλτε την από την κρυψώνα της και αφήστε την ελεύθερη και χωρίς ντροπή.

Μην ξεχνάτε ότι κάποια πράγματα μετράνε περισσότερο από άλλα.

Δεν ήταν πρωί ακόμα, αλλά ήταν καλοκαίρι και με το ξημέρωμα όχι πολλά λεπτά γύρω από τη γωνιά του κόσμου ήταν αρκετά ελαφρύ για να ξέρω ότι δεν ονειρευόμουν…

Βρήκα πολλούς άνδρες πους ένιωσα βαθιά ευγνώμων, αλλά 1ος άνθρωπος που ένιωσα σίγουρα συγγενής ήταν ο George Bernard Shaw.

Όλα τα ζωντανά είναι μέρος του καθενός μας και πολλά πράγματα που δεν κινούνται καθώς κινούμαστε είναι μέρος μας. Ο ήλιος είναι μέρος μας, η γη, ο ουρανός, τα αστέρια, τα ποτάμια και οι ωκεανοί.

Δεν μπορώ να μισώ για πολύ. Δεν αξίζει τον κόπο.

Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να γράψει ένα ποίημα ή μια ιστορία που θα μεταμορφώσει ολόκληρη τη φύση του ανθρώπου, την πραγματικότητά του και την αλήθεια του, κάνοντάς τα μεγαλύτερα και ευγενέστερα…

Η πραγματική ιστορία δεν μπορεί ποτέ να ειπωθεί. Είναι ανείπωτο.

Δεν είμαι αποξενωμένος από τον Θεό, αν και είμαι άπιστος σε όλα σχετικά με τον Θεό, εκτός από τον Θεό απροσδιόριστο, απρόσιτο, μέσα σε όλους και απρόσεκτο από όλους.

Ο ηλίθιος είναι πράγματι ο καλός άνθρωπος, αλλά μόνο επειδή δεν ξέρει κάτι καλύτερο.

Ενώ προσπαθούμε να μάθουμε στα παιδιά μας τα πάντα γύρω από τη ζωή, τα παιδιά μάς μαθαίνουν τι είναι η ζωή.


Χρειάζεται πολλές πρόβες ένας άνθρωπος για να είναι ο εαυτός του.

Όλοι πεθαίνουν, αλλά πάντα πίστευα πως θα γινόταν μια εξαίρεση στη δική μου περίπτωσή μου. Και τώρα, τι;

Οι καλοί είναι καλοί επειδή αποκτούν σοφία μέσα από την αποτυχία. Αποκτούμε πολύ λίγη σοφία από την επιτυχία, ξέρετε.


Να θυμάσαι πως κάθε άνθρωπος είναι μια παραλλαγή του εαυτού σου.


Θα ήθελε να ήταν επιβάτης σε οτιδήποτε πήγαινε οπουδήποτε, αλλά κυρίως σ’ ένα καράβι.


Η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορεί να έχεις είναι να ξέρεις ότι η ευτυχία δεν σου είναι απαραίτητη.


Προσπάθησε να είσαι ζωντανός. Θα πεθάνεις αρκετά σύντομα.

Αγνόησε το προφανές, γιατί δεν είναι αντάξιο της καθαρής ματιάς και της καλής καρδιάς.

Δεν μ’ αρέσει να βλέπω νέους να πετάνε τις αλήθειες τους επειδή δεν αξίζουν δεκάρα στην ελεύθερη αγορά.


Κάθε άνθρωπος στον κόσμο είναι καλύτερος από κάποιον άλλο και όχι τόσο καλός όσο κάποιος άλλος.


Γράφεις ένα πετυχημένο θεατρικό έργο με τον ίδιο τρόπο που γράφεις ένα αποτυχημένο.


Τελικά, το σήμερα είναι παντοτινό. Το χθες είναι ακόμα σημερινό και το αύριο είναι ήδη σημερινό.

ΕΡΓΑ:

Μυθιστορήματα
Η ανθρώπινη κωμωδία (1943)
Οι περιπέτειες του Γουέσλι Τζάκσον (1946)
Ροκ Γουαγκράμ (1951)
Η τίγρη της Τρέισι (1952)
The Laughing Matter (Το θέμα του γέλιου) (1953)· ανατυπώθηκε ως A Secret Story (1954)
Μαμά, σ’ αγαπώ (1956)
Μπαμπά, είσαι τρελός (1957)
Αγόρια και κορίτσια μαζί (1963)
Μια μέρα το απόγευμα του κόσμου (1964)



Συλλογές διηγημάτων
Ο τολμηρός νεαρός άνδρας στην ιπτάμενη τράπεζα (1934)
Εισπνοή &; εκπνοή (1936)
Τρεις φορές τρεις (1936)
Μικρά παιδιά (1937)
Ένας ιθαγενής Αμερικανός (1938)
Αγάπη, εδώ είναι το καπέλο μου (1938)
Το πρόβλημα με τις τίγρεις (1938)
Ειρήνη, είναι υπέροχο (1939)
Με λένε Αράμ (1940)
Οι μύθοι του Σαρογιάν (1941)
Αγαπητό μωρό (1944)
Οι Ασσύριοι και άλλες ιστορίες (1951)
Ολόκληρος ο Voyald και άλλες ιστορίες (1956)
Γράμματα από το 74 rue Taitbout, or Don’t Go, But If You Must, Say Hello to Everybody (1969)
Τρέλλα στην οικογένεια (1988)

Διηγήματα
“Το φίδι”
“Ένα είδος παιδιού Ornery”
“Οι Φιλιππινέζοι και ο μέθυσος”
“Gaston” (άγνωστη ημερομηνία)
“Το κολιμπρί που έζησε το χειμώνα”
“Σαν μαχαίρι, σαν λουλούδι, σαν τίποτα στον κόσμο” (1942)
“Ο πενθούντας”
“Ο μαϊντανός κήπος”
Το καλοκαίρι του όμορφου λευκού αλόγου (1938)



Θεατρικά
The Time of Your Life (1939) – νικητής του Κύκλου Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης και του βραβείου Πούλιτζερ για το δράμα
Η καρδιά μου είναι στα υψίπεδα (1939)
Έλμερ και Λίλι (1939)
Τρία έργα (1940):
Η καρδιά μου είναι στα Χάιλαντς
Ο χρόνος της ζωής σας
Το παλιό γλυκό τραγούδι της αγάπης
Το παλιό γλυκό τραγούδι της αγάπης[46] (1940)
Η αγωνία των μικρών εθνών (1940)
Τσίρκο μετρό (1940)
Γεια σου εκεί έξω (1941)
Σε όλους τους τομείς αύριο το πρωί (1941)
Οι όμορφοι άνθρωποι (1941)
Κακοί άνθρωποι στη Δύση (1942)
Σου μιλάω (1942)
Ερχόμενοι μέσα από τη σίκαλη (1942)
Μην τρελαίνεσαι (1947)
Τζιμ Ντάντι (1947)
Η σφαγή των αθώων (1952)
Το στρείδι και το μαργαριτάρι (τηλεοπτικό έργο) (1953)
Το κλεμμένο μυστικό (1954)
A Midsummer Daydream (Τηλεοπτικό έργο) (1955)
Οι κάτοικοι των σπηλαίων (1958)
Sam, The Higher Jumper Of Them All, ή η κωμωδία του Λονδίνου (1960)
Εξώδικος τακτοποιήθηκε (1960)
Κρέμεται γύρω από το Wabash (1961)
Τα σκυλιά ή η κωμωδία του Παρισιού (1969)
Αρμένικα (1971)
Δολοφονίες (1974)
Ιστορίες από τους δρόμους της Βιέννης (1980)
Μια αρμενική τριλογία (1986)
Ο μαϊντανός κήπος (1992)
Απομνημονεύματα, δοκίμια και άλλα γραπτά
Hilltop Ρώσοι στο Σαν Φρανσίσκο (1941)
Ο ποδηλάτης στο Μπέβερλι Χιλς (1952)
Εδώ έρχεται, εκεί πηγαίνει, ξέρεις ποιος (1961)
Me: A Modern Masters Book for Children (1963), εικονογράφηση Murray Tinkelman
Δεν πεθαίνω (1963)
Short Drive, Γλυκό άρμα (1966)
Μέρες ζωής και θανάτου και απόδραση στο φεγγάρι (1970)
Μέρη όπου έχω κάνει χρόνο (1972)
Οι γιοι έρχονται και φεύγουν, οι μητέρες κρέμονται για πάντα (1976)
Τυχαίες συναντήσεις (1978)
Νεκρολογίες (1979)
Γεννήσεις (1983)



Ανθολογίες
Η χαρωπή και μελαγχολική ροή (Faber, 1938)
48 ιστορίες Saroyan (Avon, 1942)
Καλύτερες ιστορίες του William Saroyan (Faber, 1945)
The Saroyan Special: Selected Short Stories (Harcourt Brace, 1948)
Αγάπη (Lion Library, 1955)
The William Saroyan Reader (Βραζιλιάνος, 1958; Οδόφραγμα, 1994)
Συνήθιζα να πιστεύω ότι είχα για πάντα, τώρα δεν είμαι τόσο σίγουρος (Cowles, 1968)
Ο άνθρωπος με την καρδιά στα υψίπεδα και άλλες ιστορίες (Dell, 1968)
Το όνομά μου είναι Saroyan (Coward-McCann, 1983)
Σαρογιάν: Ο νέος αναγνώστης Saroyan (Donald S. Ellis, 1984)
Ο άνθρωπος με την καρδιά στα υψίπεδα και άλλες πρώιμες ιστορίες (New Directions, 1989)
Fresno Stories (Νέες Κατευθύνσεις, 1994)
Saroyan: Τα βασικά (Ακμή, 2005)

Ποίημα
Me (The Saturday Evening Post, 9 Μάρτη 1963, εικονογράφηση Murray Tinkelman)

Τραγούδια
Come On-a My House, επιτυχία για τη Rosemary Clooney, βασισμένη σε ένα αρμένικο λαϊκό τραγούδι, γραμμένο με τον ξάδερφό του, Ross Bagdasarian, αργότερα ιμπρεσάριο του Alvin and the Chipmunks.
Eat, Eat, Eat (λόγια & μουσική) που τραγούδησε ο Danny Kaye με την ορχήστρα Vic Schoen


========================


            Ο Άντρας Με Τη Καρδιά Του Στα Χάιλαντς

Το 1914, στα ούτε 6 χρονών, ένας ηλικιωμένος άντρας κατέβηκε την Λεωφόρο Σαν Μπενίτο παίζοντας σόλο σε σάλπιγγα και σταμάτησε μπρος στο σπίτι μας.
Έτρεξα έξω από την αυλή και στάθηκα στο πεζοδρόμιο περιμένοντάς τον ν’ αρχίσει να παίζει ξανά, αλλά δεν το έκανε. Είπα, σίγουρα θα ήθελα να σε ακούσω να παίζεις άλλη μελωδία, και είπε, Νεαρέ, μπορείς να φέρεις ένα ποτήρι νερό για έναν ηλικιωμένο άντρα του οποίου η καρδιά δεν είναι εδώ, αλλά στα Highlands;
Ποια Highlands; είπα.
Τα Highlands της Σκωτίας, είπε ο ηλικιωμένος. Μπορείς εσύ;
Τι κάνει η καρδιά σου στα Highlands της Σκωτίας; είπα.
Η καρδιά μου θρηνεί εκεί, είπε ο ηλικιωμένος. Μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι δροσερό νερό;
Πού είναι η μητέρα σου; είπα.
Η μητέρα μου είναι στην Τάλσα της Οκλαχόμα, είπε ο ηλικιωμένος, αλλά η καρδιά της δεν είναι.
Πού είναι η καρδιά της; είπα.
Στα Highlands της Σκωτίας, είπε ο ηλικιωμένος. Διψάω πολύ, νεαρέ.
Γιατί τα μέλη της οικογένειάς σου αφήνουν πάντα τις καρδιές τους στα υψίπεδα; είπα.
Έτσι είμαστε, είπε ο γέρος. Σήμερα είμαστε εδώ και αύριο φεύγουμε.
Σήμερα είμαστε εδώ και αύριο φεύγουμε; είπα. Πώς το καταλαβαίνεις;
Ζωντανοί τη μια στιγμή και νεκροί την επόμενη, είπε ο γέρος.
Πού είναι η μητέρα της μητέρας σου; είπα.
Είναι πάνω στο Βερμόντ, σε μια μικρή πόλη που ονομάζεται Γουάιτ Ρίβερ, αλλά η καρδιά της δεν είναι, είπε ο γέρος.
Είναι κι η καημένη, γέρικη, μαραμένη καρδιά της στα υψίπεδα; είπα.
Ακριβώς στα υψίπεδα, είπε ο γέρος. Γιε μου, πεθαίνω από δίψα.
Ο πατέρας μου βγήκε στη βεράντα και βρυχήθηκε σα λιοντάρι που μόλις ξύπνησε από κακά όνειρα.
Τζόνι, φύγε μακρυά απ’ αυτό τον καημένο γέρο. Φέρε του μια κανάτα νερό πριν πέσει και πεθάνει. Πού στο καλό είναι οι τρόποι σου;
Δεν μπορεί κανείς να προσπαθήσει να μάθει κάτι από έναν ταξιδιώτη πού και πού; είπα.
Φέρε στον γέρο λίγο νερό, είπε ο πατέρας μου. Θεέ μου, μη στέκεσαι εκεί σα κούκλα. Φέρε του ένα ποτό πριν πέσει και πεθάνει.
Φέρε του ένα ποτό, είπα. Δεν κάνεις τίποτα.
Δεν κάνω τίποτα; είπε ο πατέρας μου. Μα, Τζόνι, ξέρεις, Θεέ μου, λοιπόν, φτιάχνω νέο ποίημα στο μυαλό μου.
Πώς νομίζεις ότι ξέρω; είπα. Στέκεσαι εκεί στη βεράντα με τα μανίκια σου σηκωμένα. Πώς νομίζεις ότι το ξέρω;
Λοιπόν, θα έπρεπε να ξέρεις, είπε ο πατέρας μου.
Καλησπέρα, είπε ο γέρος στον πατέρα μου. Ο γιος σου μου λέει πόσο καθαρό και δροσερό είναι το κλίμα σ’ αυτά τα μέρη.
(Ιησού Χριστέ, σκέφτηκα, δεν είπα ποτέ σε αυτόν τον γέρο τίποτα για το κλίμα. Από πού τα παίρνει αυτά;)
Καλησπέρα, είπε ο πατέρας μου. Δεν θα ‘ρθεις να ξεκουραστείς λίγο; Θα ‘τανε τιμή μας να σ’ έχουμε στο τραπέζι μας για λίγο μεσημεριανό.
Κύριε, είπε ο γέρος, πεινάω. Θα μπω αμέσως.
Μπορείς να παίξεις το “Πιες για μένα μόνο με τα μάτια σου“; είπα στον γέρο. Θα ‘θελα πολύ να σ’ ακούσω να παίζεις αυτό το τραγούδι στη σάλπιγγα. Αυτό το τραγούδι είναι το αγαπημένο μου. Υποθέτω ότι μ’ αρέσει αυτό το τραγούδι πιότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο στον κόσμο.
Γιε μου, είπε ο γέρος, όταν φτάσεις στην ηλικία μου, θα ξέρεις ότι τα τραγούδια δεν είναι σημαντικά, το ψωμί είναι το πιο σημαντικό.
Τέλος πάντων, είπα, θα ‘θελα πολύ να σ’ ακούσω να παίζεις αυτό το τραγούδι.
Ο γέρος ανέβηκε στη βεράντα κι έδωσε τα χέρια με τον πατέρα μου.
Ονομάζομαι Τζάσπερ ΜακΓκρέγκορ, είπε. Είμαι ηθοποιός.
Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, είπε ο πατέρας μου. Τζόνι, φέρε στον κύριο ΜακΓκρέγκορ μια κανάτα νερό..
Πήγα στο πηγάδι, έριξα λίγο δροσερό νερό σε κανάτα και τη πήγα στο γέρο. Ήπιε ολόκληρη τη κανάτα με μεγάλη γουλιά. Μετά κοίταξε γύρω του το τοπίο, τον ουρανό και μακρυά, στη Λεωφόρο Σαν Μπενίτο, όπου ο απογευματινός ήλιος άρχιζε να δύει.
Υπολογίζω ότι είμαι πέντε χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι, είπε. Νομίζεις ότι θα μπορούσαμε να φάμε λίγο ψωμί με τυρί για να κρατήσω το σώμα και το πνεύμα μου ενωμένο;
Τζόνι, είπε ο πατέρας μου, τρέξε κάτω στο μπακάλη και πάρε ένα καρβέλι γαλλικό ψωμί και μισό κιλό τυρί.
Δώσε μου τα λεφτά, είπα.
Πες στον κύριο Κόσακ να μας δώσει πίστωση, είπε ο πατέρας μου. Δεν έχω ούτε δεκάρα, Τζόνι.
Δεν θα μας δώσει πίστωση, είπα. Ο κύριος Κόσακ έχει κουραστεί να μας δίνει πίστωση. “Είναι θυμωμένος μαζί μας”. Λέει ότι δεν δουλεύουμε και δεν πληρώνουμε ποτέ τους λογαριασμούς μας. Του χρωστάμε σαράντα σεντς.
Πήγαινε εκεί κάτω και διαφώνησε, είπε ο πατέρας μου. Ξέρεις ότι αυτή είναι η δουλειά σου.
Δεν ακούει τη λογική, είπα. Ο κύριος Κόσακ λέει ότι δεν ξέρει τίποτα για τίποτα, το μόνο που θέλει είναι τα σαράντα σεντς.
Πήγαινε εκεί κάτω και βάλ’ τον να σου δώσει ένα καρβέλι ψωμί και μισό κιλό τυρί, είπε ο πατέρας μου. Μπορείς να το κάνεις, Τζόνι.
Πήγαινε εκεί κάτω, είπε ο γέρος, και πες στον κύριο Κόσακ να σου δώσει ένα καρβέλι ψωμί και μισό κιλό τυρί, γιε μου.
Προχώρα, Τζόνι, είπε ο πατέρας μου. Δεν έχεις παραλείψει ακόμα να φύγεις από εκείνο το μαγαζί με τροφή, και θα γυρίσεις εδώ σε δέκα λεπτά με φαγητό κατάλληλο για βασιλιά.
Δεν ξέρω, είπα. Ο κύριος Κόσακ λέει ότι προσπαθούμε να τον κάνουμε να γελάσει. Θέλει να μάθει τι είδους δουλειά κάνεις.
Λοιπόν, πες του το, είπε ο πατέρας μου. Δεν έχω τίποτα να κρύψω. Γράφω ποίηση. Πες στον κύριο Κοσάκ ότι γράφω ποίηση μέρα νύχτα.
Εντάξει, είπα, αλλά δεν νομίζω ότι θα εντυπωσιαστεί πολύ. Μου λέει ποτέ δεν βγαίνεις έξω όπως οι άλλοι άνεργοι και να ψάχνεις για δουλειά. Λέει ότι είσαι τεμπέλης κι άχρηστος.
Πήγαινε εκεί κάτω και πες του ότι είναι τρελλός, Τζόνι, είπε ο πατέρας μου. Πήγαινε εκεί κάτω και πες σ’ αυτό τον τύπο ότι ο πατέρας σου είναι ένας από τους μεγαλύτερους άγνωστους ποιητές που ζούνε.
Μπορεί να μην τον νοιάζει, είπα, αλλά θα πάω. Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι;
Μόνο ποπ κορν, είπε ο πατέρας μου. Τρώμε ποπ κορν 4ς συνεχόμενες μέρες τώρα, Τζόνι. Πρέπει να πάρεις ψωμί και τυρί αν περιμένεις να τελειώσω αυτό το μακρύ ποίημα.
Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, είπα.
Μην αργήσεις, είπε ο κύριος ΜακΓκρέγκορ. Είμαι πέντε χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι.
Θα τρέξω μέχρι τέλους, είπα.
Αν βρεις λεφτά στο δρόμο, είπε ο πατέρας μου, θυμήσου ότι θα τα πάμε μισά-μισά.
Εντάξει, είπα.
Έτρεξα μέχρι το μαγαζί του κυρίου Κόσακ αλλά δε βρήκα λεφτά στο δρόμο ούτε δεκάρα. Μπήκα στο κατάστημα κι ο κ. Κοσάκ άνοιξε τα μάτια του.
Κύριε Κοσάκ, είπα, αν ήσασταν στη Κίνα και δεν είχατε έναν φίλο στον κόσμο και χρήματα, θα περιμένατε από κάποιον Χριστιανό εκεί πέρα ​​να σας δώσει μια λίβρα ρύζι, έτσι δεν είναι;
Τι θέλετε; είπε ο κ. Κοσάκ.
Θέλω απλώς να μιλήσουμε λίγο, είπα. Θα περιμένατε από κάποιο μέλος της Άριας φυλής να σας βοηθήσει λίγο, έτσι δεν είναι, κύριε Κοσάκ;
Πόσα χρήματα έχετε; είπε ο κ. Κοσάκ.
Δεν είναι θέμα χρημάτων, κύριε Κοσάκ, είπα. Μιλάω για το ότι βρίσκομαι στη Κίνα και χρειάζομαι τη βοήθεια της λευκής φυλής.
Δεν ξέρω τίποτα για το τίποτα, είπε ο κ. Κοσάκ.
Πώς θα νιώθατε στη Κίνα έτσι; είπα.
Δεν ξέρω, είπε ο κ. Κοσάκ. Τι θα έκανα στη Κίνα;
Λοιπόν, είπα, θα έρχεσαι εκεί για επίσκεψη, και θα πεινάς, και δεν θα έχεις κανέναν φίλο στον κόσμο. Δεν θα περίμενες από έναν καλό Χριστιανό να σε διώξει χωρίς ούτε μια λίβρα ρύζι, έτσι δεν είναι, κύριε Κοσάκ;
Υποθέτω πως όχι, είπε ο κύριος Κοσάκ, αλλά δεν είσαι στη Κίνα, Τζόνι κι ούτε ο μπαμπάς σου είναι. Εσύ ή ο μπαμπάς σου πρέπει να βγείτε έξω να εργαστείτε κάποια στιγμή στη ζωή σας, οπότε καλύτερα να ξεκινήσετε τώρα. Δεν πρόκειται να σας δώσω άλλα ψώνια με πίστωση επειδή ξέρω ότι δεν θα με πληρώσετε.
Κύριε Κοσάκ, είπα, με παρεξηγείτε: Δεν μιλώ για μερικά ψώνια. Μιλώ για όλους αυτούς τους ειδωλολάτρες γύρω σας στη Κίνα και για σας που πεινάτε και πεθαίνετε.
Αυτή δεν είναι Κίνα, είπε ο κύριος Κοσάκ. Πρέπει να βγείτε έξω και να βγάλετε τα προς το ζην σ’ αυτή τη χώρα. Όλοι εργάζονται στην Αμερική.
Κύριε Κοσάκ, είπα, ας υποθέσουμε ότι χρειαζόσασταν ένα καρβέλι γαλλικό ψωμί και μια λίβρα τυρί για να κρατηθείτε ζωντανοί στον κόσμο, θα διστάζατε να ζητήσετε αυτά τα πράγματα από έναν Χριστιανό ιεραπόστολο;
Ναι, θα το έκανα, είπε ο κύριος Κοσάκ. Θα ντρεπόμουν να ρωτήσω.
Ακόμα κι αν ήξερες ότι θα του επέστρεφες δύο καρβέλια ψωμί και δύο κιλά τυρί; είπα. Ακόμα και τότε;
Ακόμα και τότε, είπε ο κ. Κοσάκ.
Μην είστε έτσι, κ. Κοσάκ, είπα. Αυτά είναι ηττοπαθείς δηλώσεις και το ξέρετε. Μα, το μόνο πράγμα που θα σας συνέβαινε θα ήταν ο θάνατος. Θα πεθάνετε εκεί έξω στη Κίνα, κ. Κοσάκ.
Δεν θα με ένοιαζε αν θα το έκανα, είπε ο κ. Κοσάκ, εσείς κι ο μπαμπάς σας πρέπει να πληρώσετε για ψωμί και τυρί. Γιατί δεν βγαίνετε έξω να βρείτε δουλειά εσύ κι ο μπαμπάς σου;
Κύριε Κοσάκ, είπα, πώς είστε, τέλος πάντων;
Είμαι καλά, Τζόνι, είπε ο κ. Κοσάκ. Εσείς πώς είστε;
Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα, κ. Κοσάκ”, είπα. Πώς είναι τα παιδιά;
Καλά, είπε ο κ. Κοσάκ. Ο Στέπαν αρχίζει να περπατά τώρα.
Αυτό είναι υπέροχο, είπα. Πώς είναι η Άντζελα;
Η Άντζελα αρχίζει να τραγουδά, είπε ο κ. Κοσάκ.
Πώς είναι η γιαγιά σας; Νιώθει καλά, είπα.
Αρχίζει κι αυτή να τραγουδά. Λέει ότι θα προτιμούσε να ‘ναι σταρ της όπερας παρά βασίλισσα.
Τι κάνει η Μάρτα, η σύζυγός σας, κύριε Κόζακ;
Ω, τέλεια, είπε ο κύριος Κόζακ.
Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο χαίρομαι που ακούω ότι όλα είναι καλά στο σπίτι σας, είπα. Ξέρω ότι ο Στέπαν θα γίνει ένας σπουδαίος άνθρωπος κάποια μέρα.
Το ελπίζω, είπε ο κύριος Κόσακ. Θα τον στείλω κατευθείαν στο λύκειο και θα φροντίσω να ‘ει κάθε ευκαιρία που δεν είχα εγώ. Δεν θέλω να ανοίξει παντοπωλείο.
Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον Στέπαν, είπα.
Τι θέλετε, Τζόνι; είπε ο κύριος Κόσακ. Και πόσα χρήματα έχετε;
Κύριε Κόσακ, είπα, ξέρετε ότι δεν ήρθα για ν’ αγοράσω τίποτα. Ξέρετε ότι μου αρέσει η ήσυχη φιλοσοφική συζήτηση μαζί σας πού και πού. Δώστε μου ένα καρβέλι γαλλικό ψωμί και μισό κιλό τυρί.
Πρέπει να πληρώσετε μετρητά, Τζόνι, είπε ο κύριος Κόσακ.
Και η Έστερ, είπα. Πώς είναι η όμορφη κόρη σας, η Έστερ;
Η Έστερ είναι καλά, Τζόνι, είπε ο κύριος Κόσακ, αλλά πρέπει να πληρώσετε μετρητά. Εσείς κι ο μπαμπάς σου είστε οι χειρότεροι πολίτες σ’ όλη αυτή τη κομητεία.
Χαίρομαι που η Έστερ είναι καλά, κύριε Κόσακ, είπα. Ο Τζάσπερ ΜακΓκρέγκορ επισκέπτεται το σπίτι μας. Είναι σπουδαίος ηθοποιός.
Δεν έχω ξανακούσει γι’ αυτόν, είπε ο κύριος Κόσακ.
Κι ένα μπουκάλι μπύρα για τον κύριο ΜακΓκρέγκορ, είπα.
Δεν μπορώ να σας δώσω ένα μπουκάλι μπύρα, είπε ο κύριος Κόσακ.
Σίγουρα μπορείτε, είπα.
Δεν μπορώ, είπε ο κύριος Κόσακ. Θα σας δώσω ένα καρβέλι μπαγιάτικο ψωμί και μια λίβρα τυρί, αλλ’ αυτό είναι όλο. Τι είδους δουλειά κάνει ο μπαμπάς σας όταν εργάζεται, Τζόνι;
Ο πατέρας μου γράφει ποίηση, κύριε Κόσακ, είπα. Αυτή είναι η μόνη δουλειά που κάνει ο πατέρας μου. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στον κόσμο.
Πότε παίρνει λεφτά; είπε ο κύριος Κόσακ.
Ποτέ δεν παίρνει λεφτά, είπα. Δεν μπορείς να φας και το κέικ σου.
Δεν μου αρέσει αυτό το είδος δουλειάς, είπε ο κύριος Κόσακ. Γιατί ο μπαμπάς σου δεν δουλεύει όπως όλοι οι άλλοι, Τζόνι;
Δουλεύει πιο σκληρά απ’ όλους τους άλλους, είπα. Ο πατέρας μου δουλεύει 2 φορές πιο σκληρά από τον μέσο άνθρωπο.
Λοιπόν, μου χρωστάς 55 σεντς, Τζόνι, είπε ο κύριος Κόσακ. Θα σου δώσω μερικά πράγματα αυτή τη φορά, αλλά ποτέ ξανά.
Πες στην Έστερ ότι την αγαπώ, είπα.
Εντάξει, είπε ο κύριος Κόσακ.
Αντίο, κύριε Κόσακ, είπα.
Αντίο, Τζόνι, είπε ο κύριος Κόσακ.
Έτρεξα πίσω στο σπίτι με το καρβέλι γαλλικό ψωμί και τη λίβρα τυρί.
Ο πατέρας μου κι ο κύριος ΜακΓκρέγκορ ήτανε στο δρόμο περιμένοντας να δουν αν θα γύριζα με φαγητό. Έτρεξαν μισό τετράγωνο προς το μέρος μου κι όταν είδαν ότι ήταν φαγητό, μου κάνανε νόημα στο σπίτι όπου περίμενε η γιαγιά μου. Έτρεξε μέσα στο σπίτι για να στρώσει το τραπέζι.
Ήξερα ότι θα το ‘κανες, είπε ο πατέρας μου.
Κι εγώ, είπε ο κύριος ΜακΓκρέγκορ.
Λέει ότι πρέπει να του πληρώσουμε 55 σεντς, είπα. Λέει ότι δεν πρόκειται να μας δώσει άλλα πράγματα με πίστωση.
Αυτή είναι η γνώμη του, είπε ο πατέρας μου. Για τι μιλήσατε, Τζόνι;
Πρώτα μίλησα για το ότι πεινάω κι ότι είμαι στο κατώφλι του θανάτου στη Κίνα, είπα, και μετά ρώτησα για την οικογένεια.
Πώς είναι όλοι; είπε ο πατέρας μου.
Καλά, είπα.
Έτσι όλοι μπήκαμε μέσα και φάγαμε το καρβέλι ψωμί και την λίβρα τυρί, και ήπιαμε ο καθένας μας δύο ή τρία λίτρα νερό κι αφού εξαφανίστηκε κάθε ψίχουλο ψωμιού, ο κύριος ΜακΓκρέγκορ άρχισε να κοιτάι γύρω στη κουζίνα για να δει αν υπήρχε κάτι άλλο να φάει.
Αυτό το πράσινο κουτί εκεί πάνω, είπε. Τι είναι εκεί μέσα, Τζόνι;
Μπάρες, είπα.
Αυτό το ντουλάπι, είπε. Υπάρχει κάτι βρώσιμο εκεί μέσα, Τζόνι;
Τριζόνια, είπα.
Αυτό το μεγάλο βάζο στη γωνία εκεί, Τζόνι, είπε. Τι καλό είναι εκεί μέσα;
Έχω ένα γόφερ σ’ αυτό το βάζο, είπα.
Λοιπόν, είπε ο κύριος ΜακΓκρέγκορ, θα μπορούσα να φάω λίγο βραστό γόφερ φίδι με όλη μου τη δύναμη, Τζόνι.
Δεν μπορείς να ‘χεις αυτό το φίδι, είπα.
Γιατί όχι, Τζόνι; είπε ο κύριος ΜακΓκρέγκορ. Γιατί όχι, γιε μου; Έχω ακούσει για ωραίους ιθαγενείς της Βόρνεο που τρώνε φίδια κι ακρίδες. Δεν έχεις μισή ντουζίνα χοντρές ακρίδες τριγύρω, έτσι δεν είναι, Τζόνι;
Μόνο τέσσερις, είπα.
Λοιπόν, βγάλ’ τες έξω, Τζόνι, είπε ο κύριος ΜακΓκρέγκορ κι αφού χορτάσουμε, θα σου παίξω το “Πιες για μένα μόνο με τα μάτια σου” στη σάλπιγγα”. Πεινάω πολύ, Τζόνι.
Κι εγώ, είπα, αλλά δεν πρόκειται να σκοτώσεις αυτό το φίδι.
Ο πατέρας μου καθότανε στο τραπέζι με το κεφάλι στα χέρια του κι ονειρευόταν. Η γιαγιά μου περπατούσε μέσα στο σπίτι, τραγουδώντας άριες από τον Πουτσίνι. Καθώς περιπλανιόμουνα στους δρόμους, βρυχιόταν στα ιταλικά.
Τι θα λέγατε για λίγη μουσική; είπε ο πατέρας μου. Νομίζω ότι το αγόρι θα ήταν ενθουσιασμένο.
Σίγουρα θα το έκανα, κύριε ΜακΓκρέγκορ, είπα.
Εντάξει, Τζόνι, είπε ο κύριος ΜακΓκρέγκορ.
Έτσι σηκώθηκε κι άρχισε να φυσά τη σάλπιγγα και φυσούσε πιο δυνατά από οποιονδήποτε άνθρωπο που φυσούσε ποτέ σάλπιγγα κι οι άνθρωποι για μίλια τριγύρω τον άκουσαν κι ενθουσιάστηκαν. 18 γείτονες συγκεντρώθηκαν μπρος στο σπίτι μας και χειροκρότησαν όταν ο κύριος ΜακΓκρέγκορ τελείωσε το σόλο. Ο πατέρας μου οδήγησε τον κύριο ΜακΓκρέγκορ έξω στη βεράντα και είπε: Καλοί γείτονες και φίλοι, θέλω να γνωρίσετε τον Τζάσπερ ΜακΓκρέγκορ, τον μεγαλύτερο σαιξπηρικό ηθοποιό της εποχής μας.
Οι καλοί γείτονες και φίλοι δεν είπανε τίποτα και ο κύριος ΜακΓκρέγκορ είπε: Θυμάμαι τη 1η μου εμφάνιση στο Λονδίνο το 1867 σα να ‘τανε χθες, και συνέχισε με την ιστορία της καρριέρας του. Ο Ρουφ Άπλεϊ ο ξυλουργός είπε: Τι θα λέγατε για λίγη ακόμα μουσική, κύριε ΜακΓκρέγκορ κι ο κύριος ΜακΓκρέγκορ είπε: Έχετε ένα αυγό στο σπίτι σας;
Σίγουρα έχω, είπε ο Ρουφ. Έχω 12 αυγά στο σπίτι μου.
Θα σε βολεύε να πας να πάρεις ένα από αυτά τα 12 αυγά; είπε ο κύριος ΜακΓκρέγκορ. Όταν γυρίσεις θα παίξω τραγούδι που θα κάνει τη καρδιά σου να χοροπηδήσει από χαρά και λύπη.
Είμαι ήδη καθ’ οδόν, είπε ο Ρούφ και πήγε σπίτι να πάρει ένα αυγό.
Ο κύριος ΜακΓκρέγκορ ρώτησε τον Τομ Μπέικερ αν είχε λίγο λουκάνικο στο σπίτι του κι ο Τομ είπε ότι είχε κι ο κύριος ΜακΓκρέγκορ ρώτησε τον Τομ αν θα ‘τανε βολικό για τον Τομ να πάει να πάρει αυτό το μικρό κομμάτι λουκάνικου και να γυρίσει μαζί του. Όταν ο Τομ επέστρεφε, ο κύριος ΜακΓκρέγκορ θα ‘παιζε τραγούδι στη σάλπιγγα που θ’ άλλαζε ολόκληρη την ιστορία της ζωής του Τομ. Κι ο Τομ πήγε σπίτι για το λουκάνικο κι ο κύριος ΜακΓκρέγκορ ρώτησε τον καθένα από τους 18 καλούς γείτονες και φίλους αν είχε κάτι μικρό κι ωραίο να φάει στο σπίτι του κι ο καθένας είπε ότι είχε κι ο καθένας πήγε στο σπίτι του για να πάρει το μικρό κι ωραίο πράγμα να φάει, οπότε ο κύριος ΜακΓκρέγκορ έπαιξε το τραγούδι που είπε ότι θα ήτανε τόσο υπέροχο να το ακούσει κι όταν όλοι οι καλοί γείτονες και φίλοι επέστρεψαν στο σπίτι μας με όλα τα μικρά κι ωραία πράγματα να φάμε, ο κύριος ΜακΓκρέγκορ σήκωσε τη σάλπιγγα στα χείλη του κι έπαιξε το “Η Καρδιά μου στα Χάιλαντς, η Καρδιά μου δεν είναι Εδώ” κι ο καθένας από τους καλούς γείτονες και φίλους έκλαψε κι επέστρεψε στο σπίτι του κι ο κύριος ΜακΓκρέγκορ πήρε όλα τα καλά πράγματα στη κουζίνα κι η οικογένειά μας γλέντησε κι ήπιε κι ήτανε χαρούμενη: ένα αυγό, λουκάνικο, 12 φρέσκα κρεμμυδάκια, 2 είδη τυριού, βούτυρο, 2 είδη ψωμιού, βραστές πατάτες, φρέσκες ντομάτες, ένα πεπόνι, τσάι και πολλά άλλα καλά πράγματα να φάμε, και φάγαμε κι οι κοιλιές μας πρηστήκανε κι ο κύριος ΜακΓκρέγκορ είπε: Κύριε, αν είναι όλα το ίδιο για σάς, θα ήθελα να μείνω στο σπίτι σας για λίγο, τις επόμενες μέρες κι ο πατέρας μου είπε, Κύριε, το σπίτι μου είναι και δικό σας κι ο κύριος ΜακΓκρέγκορ έμεινε στο σπίτι μας 17 μέρες και 17 νύχτες και το απόγευμα της 18ης μέρας ένας άντρας από το Γηροκομείο ήρθε στο σπίτι μας κι είπε, Ψάχνω τον Τζάσπερ ΜακΓκρέγκορ, τον ηθοποιό κι ο πατέρας μου είπε, Τι θέλετε;
Είμαι από το Γηροκομείο, είπε ο νεαρός, “και θέλω ο κύριος ΜακΓκρέγκορ να επιστρέψει στο σπίτι μας επειδή ανεβάζουμε την ετήσια παράστασή μας σε 2 βδομάδες και χρειαζόμαστε έναν ηθοποιό.
Ο κύριος ΜακΓκρέγκορ σηκώθηκε από το πάτωμα όπου ονειρευόταν κι έφυγε με τον νεαρό και το επόμενο απόγευμα, όταν πεινούσε πολύ, ο πατέρας μου είπε, Τζόνι, πήγαινε κάτω στο μαγαζί του κυρίου Κόσακ και πάρε κάτι να φας. Ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις, Τζόνι. Πάρε ό,τι μπορείς.
Ο κύριος Κόσακ θέλει πενήντα πέντε σεντς, είπα. Δεν θα μας δώσει τίποτα παραπάνω χωρίς χρήματα.
Πήγαινε εκεί κάτω, Τζόνι, είπε ο πατέρας μου. Ξέρεις ότι μπορείς να πείσεις αυτόν τον καλό Σλοβάκο κύριο να σου δώσει λίγο φαγητό. Έτσι κατέβηκα στο μαγαζί του κυρίου Κόσακ και έπιασα το θέμα με τα κινέζικα εκεί που το είχα αφήσει κι ήταν αρκετά δύσκολο για μένα να φύγω από το μαγαζί μ’ ένα κουτί σπόρους πουλιών και μισό κουτί σιρόπι σφενδάμου, αλλά το ‘κανα, κι ο πατέρας μου είπε, Τζόνι, αυτό το είδος φαγητού θα είναι αρκετά επικίνδυνο για την ηλικιωμένη κυρία και το πρωί ακούσαμε τη γιαγιά μου να τραγουδά σαν καναρίνι κι ο πατέρας μου είπε, Πώς στο καλό μπορώ να γράφω σπουδαία ποίηση με σπόρους πουλιών;
………………………………………………………..
Γραμμένη Αύγουστο του 1935, μετά τη 1η μου επίσκεψη στην Ευρώπη, πιστεύω ότι αυτή είναι από τις καλύτερες ιστορίες στην αμερικανική γραφή. Είναι ελεύθερη, εύκολη, γρήγορη, ανεξάρτητη, νέα, φανταστική, αληθινή, σοφή κι αστεία. Αν κάτι σα Βίβλος της ζωής στον 20ό αι. μπορούσε να συγκεντρωθεί από τα γραπτά όλων των σύγχρονων παγκόσμιων συγγραφέων, αυτή η ιστορία θ’ άξιζε θέση σ’ αυτό το βιβλίο. Τη συνιστώ ιδιαίτερα τόσο σε αδημοσίευτους όσο και σε υπερεκδομένους συγγραφείς, καθώς πιστεύω ότι θα δείξει στον αδημοσίευτο συγγραφέα πώς να ξεκινήσει και θα υπενθυμίσει στον υπερεκδομένο συγγραφέα πώς το πιο απλό είδος γραφής μπορεί ν’ αποδειχθεί καλύτερο και πιο αληθινό. 33 χρόνια μετά τη συγγραφή της ιστορίας, θεωρώ άσχετο που την έγραψα εγώ, αν και χαίρομαι που κάποιος το έκανε. Ανήκει κάπου. Έχει τη δική της ζωή.

                                  Γουίλλιαμ Σαρογιάν

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *