Shelley Mary Wollstonecraft: Ερωτική Πλούσια Λόγια Φωνή

Βιογραφικό

     Όλος ο κόσμος της λογοτεχνίας θα ξέρει τη γυναίκα που συνέλαβε την ιδέα για τον πιο εμβληματικό, διάσημο και τρομακτικό ήρωα στα χρονικά της λογοτεχνίας τρόμου. Ίσως δεν υπάρχει άνθρωπος στο Δυτικό κόσμο που δε γνωρίζει την ιστορία του Φρανκενστάιν και το σπουδαίο μυθιστόρημα της Μαίρη Σέλλεϋ, της χαρισματικής αυτής γυναίκας που μετά από μια πρόσκληση του λόρδου Βύρωνα, κάποτε στην Ελβετία, υπέγραψε το πιο ανατριχιαστικό βιβλίο στον κόσμο. Οι λεπτομέρειες της ταραχώδους ζωή της ωστόσο εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστες ακόμα και για τους πιο θερμούς βιβλιοφάγους και λίγοι ξέρουνε πως η πολυσυζητημένη αυτή συγγραφέας έζησε μια πιο έντονη, παθιασμένη κι ερωτική καθημερινότητα απ’ τις περισσότερες γυναίκες της εποχής της.
    Η Μαίρη Γουόλστονκραφτ Σέλλεϋ (Mary Wollstonecraft Shelley) λοιπόν γεννήθηκε 30 Αυγούστου 1797 στο Λονδίνο. Ήτανε Βρεττανίδα συγγραφέας και σύζυγος του ρομαντικού ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, γνωστή για το μυθιστόρημά της Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας. Η Μαίρη δεν ήταν ένα κορίτσι όπως όλα τα υπόλοιπα, γιατί είχε τη τύχη να γεννηθεί από λόγιους γονείς: το φιλόσοφο κι αντιεξουσιαστή Ουίλιαµ Γκόντουιν (William Godwin1756-1936) και μητέρα τη Μαίρη Γουλστόουνκραφτ (Mary Wollstonecraft, 1759-1797), πρωτοπόρο του φεµινιστικού κινήµατος και συγγραφέα, που ‘γραψε ένα από τα πρώτα εγχειρίδια του φεμινισμού, τη Διεκδίκηση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας. Το αντισυμβατικό αυτό το ζευγάρι που κόντρα στις συμβάσεις δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν ήθελε η κόρη τους να ‘ναι απλώς σύζυγος και νοικοκυρά. Δυστυχώς όμως η μητέρα της πέθανε από επιλόχειο πυρετό 11 µέρες µετά τη γέννα, αφήνοντας τον Γκόντουιν µε τη νεογέννητη Μαίρη και τη 3χρονη Φάνυ Ίµλυ, που ‘χε αποκτήσει από το 1ο γάµο της και την ανατροφή της ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Γκόντγουιν. Εκείνος, αφού τακτοποίησε κι εξέδωσε το σύνολο του έργου της, ξανανυμφεύτηκε το 1801, με τη Μαίρη Κλαιρµόν (Mary Clairmont, 1766-1841) φροντίζοντας ωστόσο να µεγαλώσει τα κορίτσια, εξασφαλίζοντάς τους µόρφωση αδιανόητη για γυναίκες της εποχής τους.

     Οι σχέσεις της Μαίρης με τη μητριά της δεν ήταν καλές. Εξαιτίας της μάλιστα δεν έλαβε ποτέ μια κανονική εκπαίδευση. Έβρισκε όμως καταφύγιο στη βιβλιοθήκη και στις παρέες του πατέρα της. Εκεί συνάντησε τον νεαρό ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ. Από μικρή, η Μαίρη ζούσε σ’ ένα περιβάλλον όπου λάμβαναν χώρα φιλοσοφικές συζητήσεις, μυήθηκε στις ριζοσπαστικές ιδέες, απέκτησε κριτικό πνεύμα -άλλωστε η επιθυμία του πατέρα της ήταν να τη κάνει να σκέφτεται σαν τους φιλοσόφους- κι ανατράφηκε με ελευθερίες που δεν είχαν οι υπόλοιπες γυναίκες. Ο πατέρας της, όταν η ίδια ήταν 15 ετών, τη περιέγραψε ως τολμηρή, αποφασιστική και με κοφτερό μυαλό. Απέκτησε λοιπόν αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά μιας αυτοκράτειρας κι ο πατέρας της ήτανε περήφανος για κείνη. Το 1ο ποίημά της το δημοσίευσε όταν ήταν ακόμα παιδί, το 1807, από την εκδοτική εταιρία που συνεργαζόταν ο πατέρας της.
     Άνθρωποι άκρως πρωτοποριακοί και με ριζοσπαστικές ιδέες για την εποχή τους. Αυτό είχεν επακόλουθο, να τη μεγαλώσουν με διαφορετικούς κανόνες από τις υπόλοιπες νεαρές κοπέλες του καιρό της. Η μόρφωση κι οι ελευθερίες της δεν είχανε καμμία σχέση μ’ αυτές των άλλων γυναικών. Ο 22χρονος ποιητής κι επίσης αντιεξουσιαστής Πέρσι Μπυς Σέλλεϋ θαύμαζε ιδιαίτερα τον Γκόντγουιν και τον συντηρούσε οικονομικά. Το 1812, ο Γκόντγουιν την έστειλε να μείνει σ’ ένα σπίτι φίλων, των Μπάξτερς, στη Σκωτία. Εκεί γνώρισε κι ερωτεύτηκε τον Σέλλεϋ, εκείνος ερωτεύεται τη κόρη, όταν ήτανε μόλις 16 ετών, γιατί την είχε δει που ξεχώριζε στο σαλόνι του πατέρα της με το πνεύμα της κι αυτή έβλεπε στο πρόσωπό του όλα τα ιδανικά που εκπροσώπευε ο πατέρας της. Ο Σέλλεϋ αν κι είχε αριστοκρατική καταγωγή, προτιμούσε να διαχωριστεί από την οικογένειά του. Επιθυμία του ήταν να μοιράσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς. Οι γονείς του προκειμένου ν’ αποφύγουν τέτοιου είδους σπατάλες, δεν του δίνανε χρήματα. Αναγκάζεται, λοιπόν, να σταματήσει να χρηματοδοτεί τον Γκόντγουιν, που δυσαρεστήθηκε όταν το ‘μαθε. Η απόφασή του να φύγει μαζί με τη κόρη του Γκόντγουιν στην Ευρώπη, σαφώς χειροτέρεψε τη κατάσταση.



     Πράγµατι, η Μαίρη κυνήγησε τον έρωτα, µ’ ένα τρόπο που υπερκάλυπτε τη σηµασία του µεγαλειώδους αυτού συναισθήµατος, στον σύµπαν των ροµαντικών. Γι’ αυτούς, ο έρωτας δεν ήταν απλά εκδήλωση άκρατου πάθους, όπως στην αρνητική θεολογία µια µερίδας αριστοκρατών, που οι σεξουαλικοί περιορισµοί του χριστιανισµού τους προκαλούσανε δυσφορία, ούτε ένα µέσον αναζήτησης του θεού -άρα εκµηδένισης του έρωτα- όπως στους νοµοταγείς χριστιανούς. Γι’ αυτούς ήταν η απόλυτη απάντηση στην ίδια τη περιπλοκή της ανθρώπινης ύπαρξης. Καμµιά κόλαση, όσο άγρυπνη κι αν στηνότανε γύρω στον άνθρωπο, δεν είχε σηµασία, αν πριν και µετά απ’ αυτήν υπήρχε ο έρωτας. Η διαυγέστερη διατύπωση αυτού του αξιώµατος βρίσκεται στο Σολωµό, στο στιχάκι της Φαρµακωµένης, “…κι όλα ο θάνατος τα λύει… κι όλα ο έρωτας τα λύει” όχι παραποιώντας τον µεγάλο ποιητή, αλλά παίρνοντας το δρόµο που µε χίλια δάχτυλα-λέξεις µας δείχνει. Η απόλυτη απάντηση στη περιπλοκή της ύπαρξης, που τόσο βαθιά βίωσε η Μαίρη είναι µια διπλοβελονιά: το υφαντό της ζωής δεν πρόκειται να σταθεί πάνω στο πετσί µας αν η βελόνα δεν επιστρέψει από την ανάποδη, φέρνοντας µαζί της πότε το είδωλο του θανάτου και πότε το είδωλο του έρωτα. Έρωτας-θάνατος-έρωτας-θάνατος-έρωτας… Να πως πάει η βελονιά.



     Ο κόµης Έµπολι ερωτεύεται και πεθαίνει µες στον έρωτα που γεννά το είδωλό του, στη γυναίκα που αγάπησε, η οποία πρέπει να σκοτώσει τον έρωτά της για το είδωλο, προκειµένου να ζωντανέψει τον έρωτά της για το αυθεντικό, που κι αυτό, ωστόσο, δεν ήταν παρά ένα είδωλο του ειδώλου. Τί είναι αυτό που οδηγεί την Αδαλίνδα στην επιλογή της; Πώς µπορεί να είναι βέβαιη για τη πραγµατικότητα που επιλέγει; Φυσικά, την οδηγεί η σταθερότητα του συναισθήµατός της, απέναντι στην αστάθεια του αντικειµένου του. Όποιος κι αν είναι στη πραγµατικότητα αυτός που αγάπησε, σηµασία έχει η αλήθεια του συναισθήµατός της. Μέσα σ’ αυτή την αλήθεια διενεργείται η ίδια η κατασκευή του έρωτα ως αυθεντικότητας. Αν ο σφετεριστής δεν είχε προβεί σ’ ενέργειες αντίθετες προς το φανταστικό εραστή της, δεν θα κινούσε τις υποψίες της. Ο άλλος είναι ο πραγµατικός εραστής επειδή δεν συγκρούεται µε το φανταστικό που εξέθρεψε όσο καιρόν απουσίαζε. Πόσοι θάνατοι λανθάνουν σ’ αυτό τον έρωτα; Τόσοι όσοι δεν θα επέτρεπαν ίσως τη δηµοσίευση του διηγήµατος. Μα ήτανε καλά κρυµµένοι κι έτσι το διήγηµα δηµοσιεύθηκε.
     Ο διάδοχος των Μοντόλφο ανοίγεται προς τον έρωτα µόνο µέσω του θανάτου της µητέρας του. Η επιλογή ενός κοριτσιού που χρειάζεται βοήθεια είναι ήδη µια πατροκτονία. Μα δεν πρόκειται να διαπιστώσει Την Αλήθεια των συναισθηµάτων του, παρά µόνον όταν ο πατέρας επιχειρήσει να σκοτώσει για 2η φορά τη µητέρα µ’ έναν ακόµη εξευτελισµό. Εδώ ως ένα βαθµό, το κέντρο βάρους θα µεταφερθεί στην ερωµένη, που αρνείται πεισµατικά να ενδώσει στις επιθυµίες του πατέρα. Η ίδια η Μαίρη γνώριζε καλά αυτή τη διαλεκτική σύγκρουση. Ο πατέρας της θα έµενε χωρίς πνευµατικό διάδοχο, αν ο Πέρσυ Σέλλεϋ νυμφευότανε τη χωριατοπούλα του, τη Μαίρη, που δεν ήταν άλλη -για τον Γκόντουιν- από την αδικοχαµένη Γουλστόουνκραφτ. Το απροσδόκητο σθένος της χωριατοπούλας θα µεταβάλλει τον έρωτα σε πατροκτονία. Ο πατέρας του Λουδοβίκου θα πεθάνει από το χέρι της νύφης του, όπως ο πατέρας της Μαίρης θα πεθάνει από το χέρι της συγγραφέα. Έτσι το διήγηµα θα µείνει ανέκδοτο.



     Η αντίδραση του πατέρα της, ήταν άσχημη γιατί ο Σέλλεϋ ήταν ήδη έγγαμος με τη Χάριετ Ουέστµπρουκ (Harriet Westbrook), ήταν ήδη έγκυος, αλλά ο γάµος τους αντιµετώπιζε προβλήµατα. Ο Πέρσυ στις 17 Ιουλίου 1814, τη κλέβει στη Γαλλία, όπως είχε κάνει πριν 3 χρόνια µε τη Χάριετ. Η Μαίρη αποφασίζει να φύγει με τον εραστή και τη ξαδέλφη της για τη Γαλλία, χωρίς την ευχή του πατέρα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, αυτό το ταξίδι ήταν αρχικά η ενσάρκωση του ρομαντισμού. Η οικονομική δυσχέρεια, όμως, τους αναγκάζει να επιστρέψουνε πίσω μετά λίγους μήνες. Λίγο πριν επιστρέψουνε στην Αγγλία, η Μαίρη ανακαλύπτει ότι ήταν έγκυος.
     Όταν επέστρεψαν,µετά από µερικές εβδοµάδες, διαπίστωσαν πως ο Γκόντουιν ήταν έξαλλος µε το γεγονός, παρά τη δεδηλωµένες απόψεις του για την ελεύθερη έκφραση του έρωτα. Αρνείται να τους βοηθήσει, στάση που αιφνιδιάζει το ζευγάρι. Ο Γκόντγουιν ήθελε μ’ αυτήν τη συμπεριφορά -κόντρα στις αρχές που εκπροσωπούσε- να συνετίσει τη παρορμητική κόρη. Εκείνη, δυστυχώς, γεννά πρόωρα και χάνει το παιδί. Όμως αναρρώνει και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ξαναμένει έγκυος. Ο Σέλλεϋ κληρονομεί τον παππού του και τα οικονομικά τους είναι πλέον εξαιρετικά καλά. Λίγους μήνες αργότερα, έρχεται στον κόσμο ο γιος τους, Ουίλλιαμ. Η Μαίρη δόθηκε ολοκληρωτικά στον Πέρσυ και δεν φάνηκε να µετανιώνει ακόµα κι όταν συνειδητοποίησε πως η ζωή µαζί του κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Ο Πέρσυ από την άλλη, έκανε πράξη τις απόψεις του πεθερού του για τον ελεύθερο έρωτα, αλλά το πάθος του για την Μαίρη ήταν ακατάβλητο. Τα χρόνια που πέρασε κοντά της ήταν τα δηµιουργικότερα της ζωής του.



     Το καλοκαίρι του 1816 νοικιάζουν μια βίλα στην Ελβετία, όπου φιλοξενούνε τον φίλο τους κι εραστή της αδελφής της Μαίρης, από το 2ο γάμο του πατέρας της Τζέην Κλαιρμόν (Jane Clairmont, 1798-1897), τον Λόρδο Βύρωνα (George Gordon Noel Byron, 1788-1824). Λόγω των συχνών βροχοπτώσεων αναγκάζονται να κλειστούν μέσα στο σπίτι και για να περάσει η ώρα παίζουνε διάφορα παιχνίδια. Κάποιο βράδυ, ο Βύρωνας προτείνει να γράψει ο καθένας τους μια τρομακτική ιστορία. Έτσι, λοιπόν, καθένας ξεκινά να συνθέτει τη δική του σκοτεινή αφήγηση -παραδόξως, οι δύο διακεκριμένοι τεχνίτες του λόγου καταπιάστηκαν με λιγότερο ζήλο από τους συντρόφους τους. Ο Πέρσι προσπάθησε μάταια να επικαλεστεί μια παιδική του ανάμνηση ως καύσιμο για την έμπνευσή του -γρήγορα τα παράτησε. Ο Βύρων δημιούργησε ένα αρχέτυπο γοτθικής λογοτεχνίας βουτηγμένο στο υπερφυσικό και μακάβριο -τον Μάνφρεντ.
     Η Μαίρη, περνώντας πολλές νύχτες άυπνη, ακούγοντας ωστόσο συνεχώς τους 2 ποιητές να μιλούν για φαντάσματα και βρυκόλακες, αποφάσισε πως δεν είχε αρκετή έμπνευση για να γράψει κάτι αντάξιο του τρομακτικού και τερατώδους. Τότε ήταν, όμως, που σπίθισε μέσα της το ελάχιστο ηλεκτρικό φορτίο που χρειάζεται για να φλογίσει η γαλβανική μπαταρία που θα δώσει υπόσταση -ζωή- σε μια άμορφη ως τώρα ύπαρξη. Από μιας μέρας, τυχαία, άρχισαν να συζητάνε για τη πιθανότητα ο ηλεκτρισμός να επαναφέρει έναν άνθρωπο στη ζωή. Με τον τρόπο αυτό, υπό την επιταγή ενός παιχνιδιού μεταξύ φίλων και μιας τυχαίας κουβέντας, γεννήθηκε ο Σύγχρονος Προμηθέας, Φρανκενστάιν (Frankenstein or, The Modern Prometheus). Το έργο ολοκληρώθηκε το 1817 και εκδόθηκε το 1818. Στα επόμενα 8 χρόνια, οι Πέρσι, Βύρων και Τζον Πολιντόρι θα ‘ναι νεκροί. Είναι ωστόσο η συνάντηση των προσώπων αυτών σε μια ξύλινη βίλα της Ελβετίας, το καλοκαίρι του 1816, που γέννησε κάποιες από τις σημαντικότερες ιστορίες της μοντέρνας λογοτεχνίας του τρόμου. Κι όλα, για ένα παιχνίδι του λόρδου Βύρωνα.



     Τον Σεπτέµβρη, επιστρέφοντας στην Αγγλία, δέχθηκαν 2 οδυνηρότατα χτυπήµατα. Η οµοµήτρια αδελφή της Μαίρης, Φάνυ Ίνλυ (Fanny Inley), έφυγε από το σπίτι των Γκόντουιν κι έδωσε τέλος στην ζωή της στο δωµάτιο ενός µακρινού πανδοχείου. Μερικές εβδοµάδες αργότερα, η 1η σύζυγος του Πέρσυ πνίγηκε στο Χάιντ Παρκ. Ήταν έγκυος και δεν άντεξε την εγκατάλειψη. Η Μαίρη κι ο Σέλλεϋ παντρεύονται στις 30 Δεκέμβρη 1816, έχοντας ήδη 2 χρόνια εξωσυζυγικής σχέσης. Επειδή η σύζυγος του Σέλλεϋ είχε αυτοκτονήσει, για να πάρει τη κηδεμονία των παιδιών τους, έπρεπε εκείνος να επιδείξει το κατάλληλο ήθος. Θεωρεί λοιπόν, ότι ο γάμος τους θα ‘χε το θεμιτό αποτέλεσμα. Χάνει τη κηδεμονία, αλλά η Μαίρη έρχεται και πάλι κοντά με τον πατέρα της.
     Τα επόµενα χρόνια, η οικογένεια Σέλλεϋ µεγάλωσε καθώς γεννηθήκανε τα παιδιά τους, όπου προστέθηκε κι η κόρη της Τζέην Κλαιρµόν από τον Μπάιρον. Ωστόσο οι µετακινήσεις τους ήταν αδιάκοπες, πρώτα στην Αγγλία κι ύστερα στην Ιταλία. Η Μαίρη είδε τον γιο της Ουίλιαµ να πεθαίνει στην Ρώµη κι έχασε ένα ακόµη νεογέννητο κορίτσι. Τότε διαχώρισε τις απόψεις της απ’ τις απόψεις του Πέρσυ κι η σχέση τους σκιάστηκε. Ύστερα, η Τζέιν Κλαιρµόν έµαθε πως η κόρη της πέθανε στη µοναστική σχολή που την είχε στείλει ο Μπάιρον. Όµως η  γέννηση του Πέρσυ Φλόρενς Σέλλεϋ (Percy Florence Shelley, 1819-1889) την αποζηµίωσε για τα πλήγµατα που είχε δεχθεί. Για µιαν ακόµη φορά η οικογένεια µετακινείται, στο Λερίτσι αυτή τη φορά, κοντά στη Λα Σπέτζια της Ιταλίας. Το 1818, η κόρη τους πεθαίνει κι ακολουθεί ένα χρόνο μετά κι ο γιος τους, ενώ η Μαίρη πέφτει σε βαρειά κατάθλιψη κι αποβάλλει το 3ο τους παιδί που κυοφορεί. Κινδυνεύει, μάλιστα, να πεθάνει από αιμορραγία και τη σώζει ο Σέλλευ, βάζοντάς τη μέσα στη μπανιέρα γεμάτη πάγο, ο γιατρός είπε αργότερα ότι αν δεν είχε δράσει ακαριαία, θα ‘χε πεθάνει.



     Η απώλεια των παιδιών τους απομακρύνει το άλλοτε ερωτευμένο ζευγάρι. Ο έρωτας πια δεν είναι αρκετός για να γιατρέψει τις πληγές τους. Ο Σέλλευ αρχίζει να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες κι η Μαίρη βλέπει διάφορους φίλους της. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Γνωρίζονται στη Πίζα, ενώ εκείνη είναι με τον σύζυγό της, κι έρχονται πολύ κοντά. Ο Σέλλευ τον ενημερώνει πως η Μαίρη θέλει να μάθει την ελληνική γλώσσα κι εκείνος προθυμοποιείται να τη διδάξει. Εκείνος εκτιμά τον Μαυροκορδάτο και του αφιερώνει το ποίημά του, Ελλάς. Ωστόσο σε κάποιες επιστολές του προς εκείνον, μιλά αρνητικά, καθώς ενοχλείται από τη στενή σχέση που ‘χει μαζί της: “Ο Έλληνας πρίγκηπας έρχεται μερικές φορές κι ενοχλούμαι με τον εαυτό μου που αντιδρώ τόσο άσχημα. Πώς γίνεται ένας τόσο συμπαθητικός, ικανός και φιλικός άνθρωπος να μη μου ‘ναι συμπαθής“. Ο Μαυροκορδάτος φεύγει για την Ελλάδα, ο Σέλλεϋ γράφει: “Ένα πλοίο ήρθε να πάρει τον Έλληνα πρίγκηπα, για να πάει στον στρατό στον Μοριά. Είναι μεγάλη απώλεια για τη Μαίρη και μόνον επειδή τη στενοχωρεί, είναι μεγάλη απώλεια και για μένα. Αλλά όχι για κάποιον άλλο λόγο“.



     Το καλοκαίρι του 1822 τη περιμένει μια ακόμα τραγωδία. Ο Σέλλεϋ πνίγεται στ’ ανοιχτά του Λιβόρνο, όπου είχε πάει για ιστιοπλοΐα μ’ ένα φίλο του -στη τσέπη του είχε ένα βιβλίο μ’ έργα του Σοφοκλή. Εκείνη συγκλονίζεται, απίστευτα πολύ. Αποφασίζει ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά ολόψυχα στο γιο τους, Πέρσι. Eπιστρέφουν μαζί στο Λονδίνο κι εκείνη συνεχίζει να εργάζεται ως συγγραφέας. Η επιτυχία της δεν αργεί, αν και κανένα της βιβλίο δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει τον Φρανκενστάιν ενώ προσπαθεί να προωθήσει και τη δουλειά του αδικοχαμένου συζύγου της. Αναλαμβάνει τα έξοδα το παιδιού της γιατί αν δεχόταν τη βοήθεια που της προσέφερε ο πατέρας του Σέλλεϋ, θα αναλάμβανε τη κηδεμονία του γιου της, κάποιος έμπιστός του. Η Μαίρη γνωρίζει μεγάλη επιτυχία κι από τα κέρδη της καταφέρνει να συντηρήσει και τον πατέρα της. Αρνείται όλες τις προτάσεις γάμου ακόμα κι από τον Αμερικανό ηθοποιό Τζον Χάουαρντ Πέιν. Του απαντά πως αφού είχε παντρευτεί ήδη μια ιδιοφυΐα, μπορούσε να ξαναπαντρευτεί μόνο μιαν άλλη ιδιοφυία. 4 µυθιστορήµατα κι αρκετά διηγήµατα δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τη φήµη του Φρανκενστάιν, παρ’ όλη την δύναµη της γραφής τους. Ωστόσο το πρωτοποριακό µυθιστόρηµα ΕΦ Ο Τελευταίος Άνθρωπος (The Last Man) θεωρείται το σηµαντικότερο βιβλίο της.



     Η συγγραφέας με τη περιπετειώδη ζωή, έφυγε από τη ζωή τη 1η Φλεβάρη 1851, στα 54 της, ύστερα από χρόνια ταλαιπωρίας με ασθένειες. Υπήρχαν υποψίες από τον προσωπικό της ιατρό πως είχεν όγκο στον εγκέφαλο. Ένα χρόνο μετά από τον θάνατό της, ο γιος της άνοιξε το κουτί που ‘χε πάντα στο γραφείο της. Μέσα βρήκε τούφες μαλλιών από τα νεκρά παιδιά της. Βρήκε επίσης, σημειωματάριο που διατηρούσε με τον Σέλλεϋ, ένα αντίγραφο του ποιήματός του Άδωνις κι ένα μεταξωτό μαντήλι, που μέσα του είχε τυλίξει τη μοναδική αγάπη της -λίγες απ’ τις στάχτες του άντρα της.



ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας (Frankenstein: or, The Modern Prometheus), (1818)
Η Βαλπέργκα (Valperga), 1823
Ο τελευταίος άνθρωπος, (The Last Man), 1826
Φώκνερ (Falkner), 1837
Ημερολόγιο ενός ταξιδιού έξι εβδομάδων (Journal of a Six Weeks’ Tour), 1814 για ένα ταξίδι με τον Σέλλεϋ.


====================

                                  Ο ∆ιάδοχος Των Μοντόλφο

     (The Heir Οf Mondolfo) Γράφτηκε αρχές τις 10ετίας του 1820. Έµεινε αδηµοσίευτο µέχρι το 1877, πολύ µετά τον θάνατό της.

     Σε µιαν όµορφη κι άγρια περιοχή λίγο έξω από το Σορέντο -τον καιρό που το βασίλειο της Νεάπολης βρισκόταν υπό τη κυριαρχία του οίκου των Ανζού, (Το βασίλειο της Νάπολι, που προέκυψε από τη διαίρεση του Βασιλείου της Σικελίας, το 1282, βρισκόταν υπό το σκήπτρο της γαλλικής δυναστείας των Ανζού µέχρι το 1442), ζούσε ένας τοπικός άρχοντας που ξεπερνούσε κατά πολύ κάθε γείτονά του σε δύναµη και πλούτο. Το κάστρο του -ακρόπολη σωστή- ήτο χτισµένο σε µιαν αετοφωλιά που ατένιζε τη γλυκειά, καταγάλανη Μεσόγειο. Όσοι απ’ τους γύρω λόφους δεν ήτανε σκεπασµένοι µε βελανιδιές, καµαρώνανε για τα λιόδεντρα και τα αµπέλια τους. Είναι πολύ αµφίβολο αν υπήρξε ποτέ κάτω από τον ήλιο τόπος πιο προικισµένος από τη φύση. Αν τύχαινε κανείς να περνά απόγευµα το πράο διάσελο κάτω από τον αγέρωχο βράχο του κάστρου που ‘φερε τ’ όνοµα Μοντόλφο, θα φανταζότανε σίγουρα πως πίσω από κείνα τα πανέµορφα τείχη, που ορθώνονταν περήφανα µπρος στη µαγεία της φύσης, βασίλευε όλη του κόσµου η ευτυχία. Αν όµως τύχαινε κείνη τη στιγµή να βγαίνει από τη πύλη ο άρχοντας, το δίχως άλλο θα απογοητευότανε βλέποντας τη κατήφεια να βασιλεύει στο µέτωπό του και θ’ άρχιζε ν’ αναρωτιέται πώς µπορεί να χαραχτεί τόσο παραστατικά η πάλη των παθών σε πρόσωπο ανθρώπου.
     Ακόµη πιο αξιολύπητη ήταν η µορφή της αρχόντισσας, η οποία -έρµαιο των αχαλίνωτων διαθέσεων του συζύγου της- υπέφερε αγόγγυστα τους χειρότερους εξευτελισµούς, έχοντας προ πολλού περάσει εκείνο το στάδιο παραίτησης, όπου οι ασεβείς εξάκαυσαν θυµόν οργής κι ανεπαύσαντο κατάκοποι τω σώµατι. (Βιβλίον Ιώβ, 3.17) Ο πρίγκηπας Μοντόλφο νυμφεύτηκε πολύ νέος πριγκήπισσα από το βασιλικό οίκο της Σικελίας, που πέθανε ενώ γεννούσε τον µοναδικό γιο τους. Μετά από πολύ καιρό κι αφού ταξίδεψε αρκετά στα βασίλεια της νοτίου Ιταλίας, επέστρεψε στο κάστρο του και νυμφεύτηκε. Ο τρόπος οµιλίας της νέας συζύγου δήλωνε κατηγορηµατικά πως ήτανε Φλωρεντινή. Σύµφωνα µε τη πλέον αποδεκτή εκδοχή, τη πήρε από έρωτα, µα ύστερα τη µίσησε, γιατί εναντιώθηκε στα µεγαλεπήβολα σχέδιά του. Εκείνη υπέφερε τα πάνδεινα για χάρη του µοναδικού παιδιού της, ενός γιου που γεννήθηκε παρά τη θέληση του πατέρα του.
     Ωστόσο, επρόκειτο περί ενός εξαιρετικά πνευµατώδους και τολµηρού αγοριού. Μεγάλωσε βλέποντας τον επηρµένο πρίγκηπα να συµπεριφέρεται µε σκαιό τρόπο στη µητέρα του και κάποτε αποφάσισε να µεταβληθεί σ’ υπερασπιστή της: τόλµησε να αντιτάξει τη παιδική ανδρεία του στην οργή του πατέρα. Φυσικά, δεν κατόρθωσε παρά να γίνει αντικείµενο της πατρικής αποστροφής. Οι ταπεινώσεις τον έπληξαν η µια πίσω απ’ την άλλη, οι υποτελείς τονε περιφρονήσανε, τα χυδαία υποκείµενα αστειευτήκανε σε βάρος του κι ο ίδιος του ο αδελφός του αµφισβήτησε την εξ αίµατος συγγένειά τους. Πλην όµως στις φλέβες του έτρεχε το αίµα των Μοντόλφο, που -παρά την εκλεπτυσµένη ένταση που ‘χε κληρονοµήσει από την ήρεµη ιδιοσυγκρασία της Ισαβέλλας, έβραζε από θυµό για την αδικία, που θύµα της είχε καταντήσει ο ίδιος. Μυριάδες ήσαν οι φορές που άφησε το πληγωµένο πνεύµα του να ξεσπάσει σε δριµύτατα παράπονα ενώπιον της µητέρας.
     Αντιλαµβανόµενος µάλιστα πως η υγεία της αρχόντισσας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, καλλιεργούσε κρυφά την ιδέα να εγκαταλείψει το πατρικό κάστρο µετά τον θάνατό της και να µεταβληθεί σε περιπλανώµενο µισθοφόρο.  Ήτανε δεκατριών ετών. Το µητρικό ένστικτο της αρχόντισσας Ισαβέλλας διείδε το σχέδιό του και τη στιγµή που ψυχορραγούσε, τον έβαλε να της ορκιστεί πως δεν θα εγκατέλειπε τη πατρική σκέπη πριν φτάσει στην ηλικία των είκοσι. Η καρδιά της µάτωνε στην ιδέα πως τα δεινά που υπέφερε κείνη τόσο καιρό θα ‘βρίσκανε τώρα καινούργιο θύµα στο πρόσωπο του γιου της, όµως ακόµη µεγαλύτερη στενοχώρια -τρόµο πραγµατικό-δηµιουργούσε στη πάντα δραστήρια φαντασία της η µελλοντική εικόνα ενός παιδιού απελπισµένου, µόνου, αβοήθητου, εκτεθειµένου στις ακρότητες των λοιµών και των καταποντισµών κι ακόµη-ακόµη αντιµέτωπου µε τους πειρασµούς, που µέχρι κείνη τη στιγµή είχε κατορθώσει σαν µητέρα να τονε προφυλάξει. Απέσπασε λοιπόν αυτόν τον όρκο και παρέδωσε το πνεύµα της ικανοποιηµένη, µε τη πεποίθηση πως ο γιος της θα τον τηρούσε. Μόνο κείνη γνώριζε πραγµατικά την αξία του Λουδοβίκου. Είχε ερευνήσει προσεκτικά κάτω από το σκληρό προσωπείο του κι είχε εντοπίσει την πλούσια πηγή εντιµότητας και στοργικότητας, που κρυβότανε σαν πολύτιµη φλέβα στην ευαίσθητη καρδιά του.
     Ο Φερνάνδος µισούσε τον γιο του. Μα κι εκείνος, από τη κούνια του ήδη, είχε αναπτύξει ένα ισχυρό συναίσθηµα αντιπάθειας για τον γονιό του, συναίσθηµα που όχι µόνο δεν συνάντησε τον παραµικρό περιορισµό, αλλ’ αντίθετα αποκτούσε µέρα µε τη µέρα όλο και βαθύτερες ρίζες, ώσπου ακόµη και το πιο αθώο παράπτωµα καταντούσε πραγµατικό έγκληµα για κείνον. Ένα κάποιο σύστηµα άρνησης κι εξέγερσης έδωσε µορφή σε ό,τι µοχθηρό έκρυβε ο χαρακτήρας του νέου κι ενέπνευσε στον πατέρα του την εντονότερη βδελυγµία. Έτσι, ο Λουδοβίκος µεγάλωσε µαθαίνοντας να µισεί και να µισείται. Πατέρας και γιος συµπορεύονταν, παρά τις διαφορετικές θέσεις τους: ο κύριος κι ο δούλος, ο καταπιεστής κι ο καταπιεζόµενος, ο ένας πάντα έτοιµος να επιβληθεί µε τη δύναµη του κακού κι ο άλλος διαρκώς έτοιµος να εξεγερθεί ενάντια και στη παραµικρή υπόνοια τυραννίας.
     Μετά τον θάνατο της µητέρας, ο χαρακτήρας του Λουδοβίκου άλλαξε άρδην. Το χαµόγελο που καταύγαζε συχνά την όψη του σαν ήλιος, δεν έλαµψε ποτέ πια. Η καχυποψία, η επιθετικότητα και το παράλογο πείσµα κυριαρχούσανε στο ψυχικό του κόσµο. Θεωρούσε τον πατέρα του ικανό για το χειρότερο, υπέµενε µ’ αυτό το χειρότερο και καρτερούσε τη µέρα που δεν θα ήτανε πια υποχρεωµένος να τηρεί τον ιερό όρκο, εκτρέφοντας στο µεταξύ µέσα του κάθε είδος θυµού κι εκδικητικού συναισθήµατος, ώσπου η κούπα της οργής έδειχνε έτοιµη να ξεχειλίσει. ∆εν τον αγαπούσε κανείς και δεν αγαπούσε κανέναν, έτσι που κάθε καλό χαρακτηριστικό του εξανεµίστηκε ή τουλάχιστον αποκοιµήθηκε µ’  ελάχιστες ή µηδενικές πιθανότητες να ξυπνήσει κάποτε.
     Ο πατέρας του τονε προόριζε για την απόκτηση κάποιας σηµαντικής θέσης στην εκκλησιαστική ιεραρχία κι ο Λουδοβίκος, µέχρι τα δεκάξι φορούσε ράσα. Η περίοδος αυτή πέρασε ανεπιστρεπτί. Ο νέος έβαλε τη φορεσιά του ιππότη κείνης της εποχής κι ούτε λίγο ούτε πολύ δήλωσε στον πατέρα του πως δεν θα ικανοποιούσε την επιθυµία του, πως θα αφιερωνότανε στα όπλα και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η ανταρσία του αντιµετωπίστηκε µε απειλές, φυλάκιση και τέλος ατίµωση, µα κείνος επέµεινε σθεναρά, ώσπου η βούληση του αλαζόνα Φερνάνδου  υποχώρησε  µπρος στη κατά  πολύ ανθεκτικότερη βούληση του νεανία.  Τότε ήτανε που η πατρική αποστροφή µεταµορφώθηκε σε πραγµατικό µίσος, ένα µίσος που εκφράστηκε µε τον παραστατικότερο τρόπο, ξεσπώντας στη κεφαλή του Λουδοβίκου. Το αγόρι ανταπέδωσε κι οι θεατές εκείνης της διένεξης φοβήθηκαν πως από τη στιγµή που ο Φερνάνδος έσυρε το ξίφος του κι ο άοπλος Λουδοβίκος πήρε θέση µάχης, θα ξέσπαγε πραγµατικός πόλεµος.
     Ο Φερνάνδος αντιλήφθηκε την παράφορη αγριότητα που καραδοκούσε στο βλέµµα του γιου του και σκέφτηκε πως σε τέτοιου είδους προσωπικές αντιπαραθέσεις η νίκη προτιµά όχι τον πιο δυνατό αλλά τον πιο αποφασισµένο και τολµηρό. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε ούτε να θέσει την ζωή του σε κίνδυνο, ούτε να χύσει µε το ίδιο του το χέρι το αίµα του γιου του. Από την άλλη, ο Λουδοβίκος µε την αποφασιστικότητα του αµυνοµένου, δεν επρόκειτο να υπολογίσει τις συνέπειες της σύγκρουσης. Θα πάλευε µέχρι τελικής πτώσης. Αυτή η ακατάβλητη αποφασιστικότητα του εξασφάλιζε σαφέστατη υπεροχή έναντι του πατρός. Εκείνος τη διαισθάνθηκε και δεν τη ξέχασε ποτέ.
     Από τότε, η στάση του απέναντι στο γιο του άλλαξε. ∆εν τον απειλούσε, δεν τονε φυλάκιζε, δεν τον εξευτέλιζε πια. Όλα τα παραπάνω ταιριάζανε σε παιδί και τώρα ο πρίγκηπας ένιωθε πως είχε να κάνει µε άντρα. Ως εκ τούτου φρόντιζε να συµπεριφέρεται αναλόγως. Ο γιος, από τη πλευρά του, κέρδισε ουκ ολίγα, γιατί πολύ σύντοµα κατάφερε να εξασφαλίσει κείνα τα στηρίγµατα, που η πείρα, η δεξιότητα κι η ανατροφή του στο περιβάλλον της Αυλής, φυσικά, προσφέρουν σ’ ένα θερµόαιµο νέο, έτοιµο πάντα να εξεγερθεί ενάντια σε κάθε προσπάθεια προσβολής της προσωπικότητάς του, µη αναγνωρίζοντας, µα ούτε και διακρίνοντας, άλλον λεπτότερο τρόπο αντίδρασης. Ο Φερνάνδος ήλπιζε να οδηγήσει τον γιο του στην απελπισία. Έβαλε κατασκόπους να τον ακολουθάνε παντού, πλήρωσε άτοµα για να τονε παρασύρουνε σε εγκληµατικές ενέργειες και δηµιούργησε ένα τεράστιο µηχανισµό περιορισµών κι αθλίων εµποδίων, ελπίζοντας πως θα τον αποκόψει από κάθε δυνατότητα απαλλαγής από τη τόσο ανυπόφορη κι εξευτελιστική σκλαβιά του. Η τήρηση του όρκου προς τη µητέρα, έσωσε τον νέο. Η προσήλωση σ’ έναν ιερό σκοπό του ‘δωσε χρόνο να µάθει ν’ αντιλαµβάνεται και να ερµηνεύει τις σκέψεις και τις διαθέσεις των άλλων. Είδε την εξουσία του πατέρα του να διαβρώνει τα πάντα κι η καρδιά του επαναστάτησε.
     Ήταν πια δεκαοχτώ ετών. Η ειδεχθής µεταχείριση που δεχότανε κι ο συνεχής αγώνας του για υποµονή και σταθερότητα, τον είχανε κάνει σωστό άντρα στην εµφάνιση. Ήτανε ψηλός, καλοκαµωµένος κι αθλητικός. Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε µάλλον δυναµισµό παρά χάρη. Οι τρόποι του χαρακτηρίζονταν από αλαζονεία κι επιφυλακτικότητα. Η µόρφωσή του δεν ήταν ιδιαίτερα σηµαντική, αφού ο πατέρας δεν φρόντισε σχετικά. Η ιππασία κι η οπλοµαχία αποτελούσανε τον µικρό κατάλογο των επιδόσεών του. Απεχθανότανε τα βιβλία, δεδοµένου ό,τι ήσαν ένα είδος εµβλήµατος του κόσµου των ιερωµένων. Απέφευγε οτιδήποτε κι οποιονδήποτε θα µπορούσε να ‘χει έρθει σ’ επαφή µε την Εκκλησία. Τα χαρακτηριστικά του ήσαντε σκοτεινά. Η µακροχρόνια ψυχική ταλαιπωρία είχε απλώσει πάνω τους µια υποκίτρινη σκιά. Το κάποτε ήρεµο βλέµµα του είχε πάρει µια δαιµονιακή λάµψη. Τα χείλη του, πλασµένα για να εκφράζουνε τρυφερότητα, ήταν από συνήθεια µόνιµα συσπειρωµένα σε µιαν οργίλη γραµµή. Τα κατάµαυρα µαλλιά του κατέβαιναν ορµητικά µε πυκνούς βοστρύχους µέχρι τους ώµους, συµπληρώνοντας το αγριωπό µα επιβλητικό παρουσιαστικό του.
     Ήτανε χειµώνας κι άρχιζαν οι απολαύσεις του κυνηγίου. Κάθε πρωί, οι κυνηγοί σχηµάτιζαν οµάδες και ρίχνονταν πίσω από τ’ αγριογούρουνα και τα ελάφια που ξετρυπώνανε τα σκυλιά στις ερηµιές των Απεννίνων. Το κυνήγι ήταν το µοναδικό πράγµα που απολάµβανε πραγµατικά. Η καταδίωξη των θηραµάτων του χάριζε µιαν απέραντη αίσθηση ελευθερίας. Ανέβαινε στο περήφανο άτι του, το σπιρούνιζε να καλπάσει µ’ όλη του την ορµή και το αίµα χόρευε στις φλέβες του, το βλέµµα του έλαµπε από έκσταση καθώς παρακολουθούσε το γεράκι του να διαγράφει κύκλους ψηλά στον ουρανό. Τότε σχηµατιζότανε στο πρόσωπό του χαµόγελο ανοµολόγητης αποστροφής και χιµούσε σ’ ένα µοναχικό αγώνα κυριαρχίας επί των θηραµάτων, προσπερνώντας τους ψεύτικους φίλους και τους φανερούς βασανιστές του.
     Η απλωσιά στους πρόποδες του Βεζούβιου κι οι γύρω λόφοι είχανε γυµνωθεί από την επιδρομή του χειµώνα. Το ποτάµι κυλούσε ορµητικά και το βουητό του έσµιγε µε τα γαυγίσµατα των σκυλιών και την οχλοβοή των κυνηγών. Η θάλασσα, κατασκότεινη κάτω από τον φορτωµένο ουρανό, δερνότανε θρηνητικά στα βράχια της ακτής και τα πουλιά απαντούσανε σε κείνο το θρήνο µε διαπεραστικούς στεναγµούς. Ένας αποπνικτικός σιρόκος περιφερότανε στην υγρή και ψυχρή ατµόσφαιρα. Ο άνεµος αυτός µοιάζει να ερεθίζει και να καταβάλει παράλληλα τον ανθρώπινο νου. Τονε παρακινεί σε σκέψεις, µα τις γεµίζει µε σκοτεινές πινελιές στο χρώµα του ουρανού. Ο Λουδοβίκος το ‘νιωσε. Ωστόσο, προσπάθησε να επιβληθεί στη βαρειά διάθεσή, που τονε γέµιζε ο στενόκαρδος αέρας. Η θερµοκρασία µεταβλήθηκε καθώς προχωρούσε η µέρα. Τα βαριά σύννεφα αναλύθηκαν σ’ άφθονο χιόνι. Ύστερα ο ουρανός άνοιξε κι ακολούθησε η αιχµηρή επιδροµή του πάγου. Η όψη του γης άλλαξε. Τώρα ήτανε σκεπασµένη, µέχρι και το τελευταίο γυµνό κλαδί, εκτυφλωτικό, απάτητο, κατάλευκο χιόνι.
     Από νωρίς το πρωί είχανε στρώσει στο κυνήγι ένα ελάφι, Κάλπαζαν πίσω του όλη µέρα, στους πρόποδες των λόφων. Κάποτε, κατευθύνθηκε προς τους λόφους κι άρχισε να ανεβαίνει. Έτρεχε πραγµατοποιώντας συνεχείς ελιγµούς, ώσπου οι κυνηγοί το χάσαν απ’ τα µάτια τους.  Η µέρα έγερνε όταν ο Λουδοβίκος -µόνος αυτός- κατάφερε να εντοπίσει το ζώο. Βρισκότανε σε µια στενή, απόκρηµνη λωρίδα γης, που υψωνότανε πάνω απ’ τη πεδιάδα. Ζύγισε στο χέρι του το δόρυ και τα σκυλιά του ετοιµάστηκαν να χιµήξουν, θαρρώντας πως το απελπισµένο ζώο δεν µπορούσε πια να ξεφύγει. Εκείνο έδωσε έναν πήδο που το ‘φερε στο χείλος του γκρεµού, ύστερα ένα δεύτερο και χάθηκε. Όρµησε προς τα κάτω, ελπίζοντας πως οι βράχοι θα το σπλαχνίζονταν περισσότερο από τον διώκτη του. Ο Λουδοβίκος ήταν αποκαµωµένος απ’ το ολοήµερο κυνήγι κι εξοργισµένος µε την απώλεια του θηράµατος. Ξεπέζεψε, έδεσε το άλογο σ’ ένα δέντρο και γύρεψε κανένα σχετικά οµαλό µονοπάτι που θα τον οδηγούσε µε ασφάλεια στη πεδιάδα. Το πυκνό χιόνι είχε εξαφανίσει τα ίχνη που αφήσανε τα κοπάδια κατεβαίνοντας από τα χειµαδιά στα γύρω χωριουδάκια.
     Όµως ο Λουδοβίκος είχε περάσει ατέλειωτες ώρες στα βουνά, όταν ήτανε µικρός. Έµπηγε το δόρυ  του στο χιόνι κι όταν συναντούσε αντίσταση, µπορούσε να ‘ναι βέβαιος πως υπήρχε στέρεα γη κάτω απ’ό τα πόδια του. Πιανόταν από τα κλαδιά που συναντούσε στο δρόµο και προχωρούσε µε µεγάλη προσοχή, αργά. Ωστόσο η πλαγιά ήτανε πολύ απόκρηµνη κι η κατάβαση απαιτούσε υποµονή. Ο ήλιος άγγιζε ήδη τον ορίζοντα κι η ανταύγεια της αναχώρησής του κρυβότανε πίσω από αραιά σύννεφα, που ο άνεµος τα ‘σπρωχνε προς τη θάλασσα. Ήτανε ψυχρός άνεµος που τάραζε τον µακάριο ύπνο του χιονιού και ξεδίπλωνε τα λευκά πέπλα των κλαδιών, αφήνοντάς τα ακόµη πιο γυµνά. Το λυκόφως έµοιαζε µε πυρκαγιά στον καθρέφτη της κατάλευκης γης, όταν ο διώκτης διέκρινε τέσσερα βαθιά πατήµατα, που το δίχως άλλο θα ανήκανε στο ελάφι. Ο γκρεµός ήταν άγριος κι η εξαφάνιση του ζώου έµοιαζε µε θαύµα. Είχε ξεφύγει, αφήνοντας πίσω του µόνο κείνα τα σηµάδια.
     Γύρω οι βελανιδιές σχηµατίζανε πυκνό δάσος, που οι άγριοι, σφιχτοπλεγµένοι θάµνοι, που περιβάλλανε τα δέντρα, το κάνανε τελείως αδιάβατο. Ήταν εντελώς απίθανο να µπορέσει να περάσει κείνο το φυσικό τείχος ένα τόσο µεγάλο ζώο. Τώρα, η επιθυµία να ξετρυπώσει το θήραµα είχε πάρει διαστάσεις πάθους στο στήθος του Λουδοβίκου. Έκαµε ένα γύρο, πασχίζοντας να ‘βρει κάποιο άνοιγµα, ώσπου ανακάλυψε ένα στενό πέρασµα. Τα ίχνη που διέκρινε τονε πείσανε πως το κυνηγηµένο ζώο είχε αναζητήσει καταφύγιο στη χαράδρα. Ο Λουδοβίκος κινήθηκε προς το στενό άνοιγµα µε µιαν αποφασιστικότητα απίστευτη ακόµη και για τον ορµητικό χαρακτήρα του, μπήκε στο µονοπάτι που διαγραφότανε καθαρά ανάµεσα στους πρίνους και χωρίς να σκεφτεί πού πηγαίνει, δεν σταµάτησε παρά µόνον όταν βρέθηκε αντιµέτωπος µ’ ένα καλύβι.
     Στάθηκε ξέπνοος από τη προσπάθεια και κοίταξε γύρω. Υπήρχε κάτι ασυνήθιστα πένθιµο στη σκηνή. ∆εν είχε νυχτώσει ακόµη ολότελα. Οι σκιές του απόβραδου µοιάζαν να ξεχύνονται προς τη γη από το τεράστιο υφάδι του σύννεφου που µόλις άφηνε τον ορίζοντα της δύσης και σκαρφάλωνε αργά στον ουρανό. Τα σκούρα, στιλπνά φύλλα της βελανιδιάς, της δάφνης και της µυρτιάς ερχόσαντε σ’ έντονη αντίθεση µε τη λευκότητα του χιονιού. Ένας ψυχρός άνεµος έκανε τους θάµνους ν’ ανατριχιάζουνε σύγκορµοι. Το λίγο χιόνι που απέµενε πάνω τους σηκωνότανε στον αέρα κι έπεφτε πάλι αργά σε πυκνές νιφάδες. Τα φύλλα σαλεύανε, γεµίζοντας ψίθυρους την απόλυτη ησυχία. Αργά και που κάποιο πουλί τιναζότανε στη κούρνια του ή άπλωνε µελαγχολικά τα φτερά του, για να χωθεί αµέσως στο άνοιγµα ενός κούφιου κορµού. Το καλύβι έµοιαζε εγκαταλειµµένο. Τα παράθυρά του δεν είχανε τζάµια. Στο κατώφλι και στα περβάζια, το χιόνι έκανε µικρούς λόφους. Στο µονοπάτι που ‘φερνε στη πόρτα δεν υπήρχε το παραµικρό ίχνος ανθρώπινης πατηµασιάς. Κι όµως, απ’ τη καπνοδόχο υψώνονταν κάθε τόσο αδύναµα σύννεφα καπνού.
     Αυτό έκανε εντύπωση στον Λουδοβίκο και καθώς ενέτεινε την προσοχή του, νόµισε πως άκουσε µια φωνή. Χτύπησε µα δεν πήρε απάντηση. Έσπρωξε απαλά τη πόρτα. ∆εν ήταν αµπαρωµένη. Την άνοιξε και µπήκε. Στο πάτωµα, που ήτανε στρωµένο µε φύλλα, βρισκόταν ξαπλωµένος ένας άνθρωπος. Το δίχως άλλο ψυχορραγούσε, γιατί ενώ κάποια ανεπαίσθητη κίνηση στα µάτια του έδειχνε πως η ζωή δεν είχε εγκαταλείψει το θρόνο της στη καρδιά του, την όψη του θα µπορούσε να την έχει µόνο νεκρός. Ήταν µια ηλικιωµένη γυναίκα, που το χρώµα των µαλλιών της έδειχνε πως δεν θα πήγαινε άκαιρα στο τάφο. Τη παράστεκε µια µορφή, που εύκολα θα µπορούσε κανείς να τη περάσει γι’ άγγελο. Ήτανε γονατιστή, σαν να περίµενε να πάρει τη ψυχή της ηλικιωµένης γυναίκας και να την οδηγήσει στο τόπο, που θ’ αναπαυόταν αιώνια. Όµως η αγωνία που χάραζε βαθιά το πρόσωπό της και φλόγιζε το σοβαρό βλέµµα της, έλεγε άλλα. Ήτανε πολύ νέα κι όµορφη σαν άστρο του δειλινού. Προφανώς είχε βγάλει τα ρούχα της προκειµένου να προσφέρει λίγη ζεστασιά στην ετοιµοθάνατη φίλη της, γιατί τα µπράτσα κι οι ώµοι της δεν είχαν άλλο κάλυµµα από το σκοτάδι και τον χείµαρρο των µαλλιών της. Ήταν εντελώς απορροφηµένη από τη προσπάθεια να διακρίνει τη παραµικρή µεταβολή στη κατάσταση του αρρώστου. Τα µάγουλα -ακόµη και τα χείλη της- ήτανε κάτωχρα. Τα µάτια της ήσαν ακίνητα, σα φυλακισµένα από τη µια και µοναδική έγνοια της.
∆εν άκουσε, ή τουλάχιστον δεν έδειξε ν’ άκουσε, τον Λουδοβίκο όταν µπήκε στην καλύβα. Η άρρωστη γυναίκα κάτι ψιθύρισε. Εκείνη έσκυψε ν’ ακούσει τους αδύναµους ήχους κι απάντησε µε φωνή που τρεµόσβηνε από απελπισία:
“∆εν µπορώ να φέρω άλλα φύλλα, γιατί έπεσε πολύ χιόνι. Μα ούτε έχω πια άλλο τίποτε για να σε σκεπάσω”.
“Είναι παγωµένη;” είπε ο Λουδοβίκος, πλησιάζοντας αθόρυβα και γονατίζοντας πλάι στο θλιµµένο κορίτσι.
“Πάρα πολύ!” απάντησε κείνη. “Και δεν µπορώ να τη βοηθήσω”.
Ο Λουδοβίκος φορούσε στο κυνήγι ένα πορφυρό µανδύα µε γούνινη κουκούλα. Τον είχε αφήσει στο άλογό του, για να µη τονε δυσκολέψει στη κατάβαση. Βγήκε τρέχοντας από το καλύβι κι ακολουθώντας τα ίχνη του προς την αντίθετη κατεύθυνση, έφτασε στο µέρος που ‘χε δέσει το άτι. ∆εν ξανακατέβηκε από το ίδιο µονοπάτι, αφού τώρα σηµασία είχε να επιστρέψει γρήγορα κοντά στη βαρειά άρρωστη γυναίκα. Οδήγησε τ’ άλογό του στην απόκρηµνη πλαγιά και πήρε έν ασφαλέστερο µονοπάτι, που κύκλωνε το λόφο. Κάλπασε ασυγκράτητα, µα η νύχτα τονε πρόφτασε κι αν το χιόνι δεν αστραποβολούσε στο σκοτάδι, δεν θα κατάφερνε να ‘βρει το γνωστό του πέρασµα στο δάσος. Όταν έφτασε στο ξέφωτο, είδε πως το καλύβι έλαµπε ολόκληρο. Καθώς πλησίασε άκουσε τον επικήδειο ύµνο που έψαλε πλήθος ιερέων συγκεντρωµένων στη µοναδική κάµαρα. Η ανταλλαγή είχε πραγµατοποιηθεί.
     Η ψυχή είχε εγκαταλείψει το θνητό ενδιαίτηµά της και το χάλασµα του σαρκίου περιβαλλόταν µε την επισηµότητα που στερήθηκε όσην ώρα πάλευε µε το θάνατο. Ο Λουδοβίκος πέρασε απαρατήρητος στο πλήθος των ιερέων και γύρεψε µε το βλέµµα την αξιολάτρευτη κοπέλλα που ‘χε αφήσει πίσω, όταν έφυγε για το µανδύα. Την είδε να κάθεται µόνη, µακρυά από τους ιερείς, σε µια γωνιά της καλύβας, ανάµεσα στα σκόρπια φύλλα. Είχε αγκαλιάσει τα πόδια της, στήριζε το µέτωπο στα γόνατα και κάπου-κάπου το ανασήκωνε για να σκουπίσει µε τα µαλλιά της τα δάκρυα που κυλούσαν ασταµάτητα στα µάγουλά της. Ο Λουδοβίκος τη σκέπασε µε το µανδύα του. Εκείνη τονε κοίταξε και φόρεσε τη κουκούλα, πιότερο για να καλύψει το πρόσωπό της παρά για να ζεσταθεί. Ύστερα ξαναβυθίστηκε στο πένθος της.
     Ο νεαρός ευγενής τη κοίταζε µε λύπη. Πρώτη φορά, µετά το θάνατο της µητέρας του, ένιωσε δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και τα χαρακτηριστικά του φωτίστηκαν από µιαν αίσθηση συµπάθειας. ∆εν είπε τίποτε. Συνέχισε να κοιτά, σαν να γεννιόταν αργά στο νου του η επιθυµία  να σκουπίσει από τα µάγουλα του άτυχου κοριτσιού τα δάκρυα, που δεν εννοούσαν να σταµατήσουνε. Κι ενώ είχε µείνει εκεί καθηλωµένος από το θλιβερό θέαµα, άκουσε τ’ όνοµά του. Ήταν ένας από τους υπηρέτες του κάστρου. Σηκώθηκε όρθιος, άφησε στη ποδιά της αξιολύπητης κοπέλλας τα λίγα χρυσά νοµίσµατα που ‘χε µαζί του, βγήκε απ’ το καλύβι µ’ ορµή κι ακολουθώντας τον υπηρέτη που ‘χε έρθει µέχρις εκεί γυρεύοντάς τονε, κατευθύνθηκε προς το πατρικό κάστρο. Καθώς κάλπαζε, η  πρώτη εκείνη ένταση της αιφνίδιας και  πρωτόγνωρης συµπάθειας υποχωρούσε µέσα του κι έδινε την θέση της σ’ ένα ορµητικό ρεύµα σκέψεων, που αργά αλλά σταθερά µεταµορφώθηκε σε κάτι ολότελα καινούργιο.
“Λέω πως είμαι δυστυχής”, φώναξε. “Εγώ, ο καλοντυµένος και καλοθρεµµένος! Μα τί να πει αυτό το φτωχό κορίτσι, το πεινασµένο κορίτσι, που γύµνωσε τα µέλη του για να ζεστάνει τα µέλη της ετοιµοθάνατης µοναδικής της φίλης; Έχασα κι εγώ το µοναδικό µου φίλο. Αυτή είναι η πραγµατική δυστυχία µου, η πραγµατική αιτία της αθλιότητάς µου. Είµαι άθλιος! Ας το αξιοποιήσουν οι συκοφάντες αυτό τ’ όνοµα, ας το χρησιµοποιήσουν οι κατάσκοποι κι οι προδότες αυτό το αξίωµα. Τους παραµέρισα, τους τίναξα από πάνω µου, όπως τινάζουνε κείνα τα κλαδιά από πάνω τους, το χιόνι στη γη… το χιόνι που δεν µπορεί να συναγωνιστεί τις καρδιές τους σε παγωνιά. Κι όµως είµαι µόνος, η µοναξιά µπήγει τα δόντια της στη καρδιά µου και µε κάνει άγριο, άθλιο, τιποτένιο”.
     Ήταν σκληρός µε τον εαυτό του, µα η καρδιά του τώρα είχε µαλακώσει. Το θέαµα που αντίκρισε στο δάσος τονε πληµµύριζε µε τρυφερά συναισθήµατα. Είχε νιώσει συµπάθεια για κάποιο που τη χρειαζόταν, είχε προσπαθήσει να προσφέρει σε κάποιο βοήθεια. Η τρυφερότητα κατέκλυσε το πρόσωπό του, στα χείλη του σχηµατίστηκε χαµόγελο κι η περηφάνια της αξιοσύνης ζωντάνεψε το βλέµµα του.  Οι άνθρωποι που τον περιστοίχιζαν κατάλαβαν την αλλαγή και µη έχοντας πια ν’ αντιµετωπίσουνε την αποστροφή στους τρόπους του, µαλακώσανε κι ίδιοι. Η προφανής µεταβολή του χαρακτήρα του, επέφερε µιαν εντυπωσιακή µεταµόρφωση στη κατάστασή του. Μα δεν είχε έρθει ακόµη ο καιρός να γίνει µόνιµη αυτή η αλλαγή.
     Την εποµένη του κυνηγιού, ο πρίγκηπας Φερνάνδος έφυγε για τη Νάπολι και πρόσταξε το γιο του να τονε συνοδεύσει. Η παραµονή στη Νάπολι ήταν αλλόκοτα ανυπόφορη για το Λουδοβίκο. Τουλάχιστον στο ύπαιθρο µπορούσε ν’ απολαµβάνει κάποια σχετική ελευθερία. Συχνά, ο πατέρας του έµοιαζε να ξεχνά την ύπαρξή του, νοµίζοντας πως βρίσκεται κάπου στο κάστρο. Εδώ όµως τα πράγµατα ήσαντε πολύ διαφορετικά. Φοβούµενος πως θα µπορούσε να δηµιουργήσει φιλίες και συµµαχίες και γνωρίζοντας πως το επιβλητικό παρουσιαστικό κι οι ασυνήθιστοι τρόποι του προκαλούσανε προσοχή και πολλές φορές τη περιέργεια, τονε κρατούσε διαρκώς κρυµµένο ή του επέτρεπε να βγαίνει στη πόλη για πολύ λίγο, αφού πρώτα βεβαιωνότανε για τα πρόσωπα που τονε περιστοιχίζανε κι αφού ανέθετε σ’ έµπιστους ανθρώπους του να τονε παρακολουθούνε, προκαλώντας έτσι τα δηλητηριώδη βλέµµατα του Λουδοβίκου. Επιπλέον, ο πρίγκηπας Μοντόλφο διασκέδαζε να προσβάλλει και ν’ απειλεί το γιο του δηµοσίως. Γνωρίζοντας µάλιστα τα φυσικά του ελαττώµατα τον εξέθετε ακόµη και στις λοιδορίες των φίλων του. Παρέµειναν δύο µήνες στη Νάπολι, πριν επιστρέψουν στο Μοντόλφο.
     Ήταν άνοιξη. Στην ατµόσφαιρα πλανιόταν ό,τι γλυκύτερο και πλέον ευφρόσυνο θα µπορούσε ν’ απολαύσει άνθρωπος. Τα κατάλευκα άνθη της αµυγδαλιάς και τα ρόδινα της ροδακινιάς µόλις άρχιζαν να τονίζουνε τη παρουσία τους στα πράσινα φυλλώµατα. Ο Λουδοβίκος ελάχιστα ενδιαφερόταν για τις απολαύσεις της άνοιξης. Πληγωµένος µέχρι τα βάθη της καρδιάς του, απορούσε γιατί η φύση στόλιζε µε τόσα χρώµατα τα µνήµατα, γιατί δρόσιζε τους θλιµµένους και τους νεκρούς. Επιζητούσε τη µοναξιά. Πήρε το µονοπάτι που κατηφόριζε προς τη θάλασσα. Κάθισε στην ακτή και προσήλωσε το βλέµµα στο µονότονο λίκνισµα του νερού. Κι όµως τα κύµατα χορεύανε και παιχνιδίζανε κάτω απ’ τον ήλιο. Οι ζοφερή µονοτονία των σκέψεών του ήταν που δεν τον άφηνε ν’ απολαύσει τη πραγµατική χάρη της φύσης.
     Τότε πέρασε πλάι του µια µορφή, µια χωριατοπούλα που ισορροπούσε ένα λυγερό λαγήνι στο κεφάλι της. Ήτανε φτωχικά ντυµένη, µα τράβηξε αµέσως τη προσοχή του Λουδοβίκου κι όταν, φτάνοντας στη πηγή, γύρισε για να γεµίσει το λαγήνι της, εκείνος αναγνώρισε στο πρόσωπό της: το κορίτσι που συνάντησε στο καλυβάκι το περασµένο χειµώνα. Τον αναγνώρισε κι εκείνη κι αφήνοντας τη δουλειά της, τονε πλησίασε και του φίλησε το χέρι µε την αφοπλιστική χάρη που προικίζει ο νότος τα εκλεκτότερα παιδιά του.
    Στην αρχή ήταν διστακτική, η φωνή της έτρεµε και κόµπιαζε, µα σιγά σιγά τα χείλη της λύθηκαν και ο Λουδοβίκος κατάφερε να ακούσει πεντακάθαρα το πρώτο ευχαριστώ που του απηύθυνε ποτέ ανθρώπινο πλάσµα. Ένα χαµόγελο ικανοποίησης φώτισε το πρόσωπό του, ένα χαµόγελο τόσο όµορφο που κατέκτησε αµέσως την καρδιά του κοριτσιού. Την εποµένη στιγµή βρίσκονταν κιόλας καθισµένοι στην πηγή, ο ένας πλάι στον άλλον, και η Βιολέτα του µιλούσε για τα σκληρά χτυπηµένα από την φτώχια παιδικά της χρόνια, την ορφάνια, τον θάνατο της καλύτερής της φίλης και το ήπιο κλίµα που δεν άφηνε τις κακουχίες να την τσακίσουν ολωσδιόλου. Ήταν µόνη στο κόσµο, ζούσε σ’ ένα ερειπωµένο καλύβι και µόλις που κατάφερνε να επιβιώνει. Τα ωχρά µάγουλα και η διάχυτη στις κινήσεις της ατονία ήταν οι ζωντανές αποδείξεις όσων έλεγε. Μα δεν παραπονιόταν, τα λόγια της ήσαν γλυκά, καλοκάγαθα και µόνον όταν η κουβέντα ήρθε στην προθυµία µε την οποία ο Λουδοβίκος έσπευσε να την βοηθήσει τον περασµένο χειµώνα, τα ήρεµα µαύρα µάτια της δάκρυσαν.
     Ο νεαρός ευγενής επισκέφθηκε το καλύβι την εποµένη κιόλας. Πήρε το γνωστό µονοπάτι, που τώρα ήταν καταπράσινο και µοσχοβολούσε από τις αγριοβιολέτες που η Βιολέτα είχε φυτέψει παντού. Του πρόσφερε ένα µικρό µπουκέτο. Μπήκανε στο καλύβι µαζί. Ήτανε κατερειπωµένο και σχεδόν γυµνό. Λίγα λουλούδια σ’ ένα σπασµένο ανθογυάλι έδειχναν την ίδια τη µοίρα του κοριτσιού: ένα υπέροχο άνθος τριγυρισµένο από τόση φτώχεια και µόνον η τριανταφυλλιά που κρυφοκοίταζε σκιερή από το παράθυρο έδειχνε πως η γλυκιά Ιταλία, ακόµη και στη χειρότερη ένδεια δεν τσιγκουνεύεται τη ζωντάνια της φύσης της στα παιδιά της.
     Ο  Λουδοβίκος έβαλε τη Βιολέτα να καθίσει σ’ ένα πάγκο πλάι στο παράθυρο, στάθηκε απέναντί της, µε τα λουλούδια στο χέρι, και την άκουγε. Εκείνη δεν µίλησε αυτή τη φορά για την φτώχεια της. Μίλησε… και για τί δε µίλησε! Έµοιαζε ευτυχισµένη, χαµογελούσε κι η φωνή της είχε έναν χαρωπό τόνο που µαλάκωνε την καρδιά του φίλου της, γεµίζοντας τα µάτια του µε δάκρια ευσπλαχνίας αλλά και θαυµασµού. Από την εποµένη, ο Λουδοβίκος επισκεπτόταν καθηµερινά το καλύβι και αφιέρωνε όλον τον χρόνο του στην Βιολέτα.  Κουβέντιαζε  µαζί της, µάζευε αγριοβιολέτες µαζί της, την παρηγορούσε και την συµβούλευε και ήταν πανευτυχής. Η αίσθηση πως ήταν χρήσιµος σε ένα απλό πλάσµα γέµιζε µε χαρά την καρδιά του. Κι ακόµη δεν γνώριζε πόσο απαραίτητη ήταν η παρουσία του στην προστατευοµένη του. Απλά ήταν ευτυχισµένος όταν βρισκόταν µαζί της, όταν κατάφερνε να την ανακουφίσει και όταν έβλεπε τα αποτελέσµατα των προσπαθειών του να φωτίζουν το πρόσωπό της.
     Όµως ο έρωτας δεν περνούσε καν από το µυαλό του. Το πάθος δεν είχε ξυπνήσει µέσα του, κι αυτό τον απάλλασσε από το µαρτύριο της µέριµνας για το µέλλον. Με την χωριατοπούλα όµως δεν συνέβαινε το ίδιο. ∆εν µπορούσε ν’ αντικρίσει το βλέµµα του όταν έγερνε πάνω της µε τόσην αβρότητα, δεν µπορούσε να κοιτάξει τα χείλη του όταν σχηµάτιζαν εκείνο το τόσο τρυφερό χαµόγελο, δεν µπορούσε ν’ ακούσει την φωνή του όταν την εκλιπαρούσε να τον εµπιστευθεί σαν αδελφό, σαν πατέρα, σαν το παν γι’ αυτήν στον κόσµο, χωρίς να νοιώσει συγκλονισµένη την καρδιά της συγκλονισµένη από βαθύτατο έρωτα. Είχε γίνει ο ήλιος της ηµέρας της, η πνοή της ζωής της, η ελπίδα, η χαρά, η ζωή της όλη. Παραφυλούσε να τον δει να έρχεται, τον ακολουθούσε µε το βλέµµα όταν έφευγε και για κάµποση ώρα ήταν ευτυχισµένη. ∆εν δυσανασχετούσε που αντιµετώπιζε τον πρώιµο  έρωτά  της  µε  απάθεια.  Εκείνη  ήταν  χωρική  κι  αυτός  ευγενής,  και  δεν µπορούσε να περιµένει τίποτε περισσότερο από τη σχέση τους. Ήταν ο θεός της κι έπρεπε να τον λατρεύει. Θα ήταν βλασφηµία να προσδοκά οποιοδήποτε αντάλλαγµα για την λατρεία της.
     Ο πρίγκιπας Μοντόλφο δεν άργησε να µάθει για τις επισκέψεις του Λουδοβίκου στο καλύβι του δάσους, και δεν είχε καµιάν αµφιβολία πως η Βιολέτα ήταν ερωµένη του. ∆εν επιχείρησε να εµποδίσει εκείνη την σχέση, ή να απαγορεύσει τις επισκέψεις. Πράγµατι, ο Λουδοβίκος απολάµβανε περισσότερη ελευθερία από ποτέ. Ο µόνος περιορισµός που του έθετε τώρα ο πατέρας του ήταν οικονοµικός. Απαιτούσε από αυτόν να χαλνά όλο και λιγότερα χρήµατα. Ο στόχος του ήταν προφανής. Μέχρι εκείνη την στιγµή ο Λουδοβίκος είχε αποφύγει τον πειρασµό των τυχερών παιγνίων και των αλόγιστων εξόδων. Ο Φερνάνδος επιθυµούσε από καιρό να δηµιουργήσει στον γιο του µιαν οδυνηρή αίσθηση φτώχιας και εξάρτησης, ώστε να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει την πατρική εστία και να αναζητήσει αλλού τους απαραίτητους οικονοµικούς πόρους. Του είχε στήσει αµέτρητες παγίδες, τις οποίες στο παρελθόν το αγόρι είχε αποφύγει µε σθεναρή αν και ασυναίσθητη εγκράτεια. Τώρα όµως, που οι περιστάσεις τον υποχρέωναν εντελώς απροσδόκητα να απαιτεί πολύ περισσότερα απ’ όσα του είχαν ποτέ επιτραπεί, ο πατέρας του αποφάσισε να περιορίσει κι αυτά τα λίγα που του παρείχε µέχρι εκείνη την στιγµή. Ωστόσο ο Λουδοβίκος δεν παραπονέθηκε. Αρκετά ήταν κι αυτά.
     Ο Φερδινάνδος απέφυγε για αρκετό καιρό να κάνει οποιανδήποτε νύξη στον γιο του για την σχέση που διατηρούσε. Όµως κάποιο αποµεσήµερο, την ώρα που γευµάτιζαν, η ευθυµία υπερφαλάγγισε την επιφυλακτικότητά του. Επρόκειτο για ένα είδος ευθυµίας ευθυµία που τον παρακινούσε συχνά να γελοιοποιεί τα συναισθήµατα του γιου του και του προκαλούσε µιαν έντονη δυσφορία, η οποία τον εµπόδιζε να εγκαταλείψει την αυτοκυριαρχία του και να παραδοθεί σε ένα από τα σπάνια χαµόγελά του.
“Εµπρός”, φώναξε ο Φερνάνδος, καθώς γέµιζε µια κούπα. “Έλα, Λουδοβίκε, ας πιούµε στην υγεία της Βιολετέρας  σου!” Ύστερα  πρόσθεσε  έναν άσεµνο υπαινιγµό, που έκαµε τα µάγουλα του Λουδοβίκου να κοκκινίσουν. Ο νέος σηκώθηκε και θέλησε να αποχωρήσει χωρίς να ανταποδώσει την προσβολή.
“Πού νοµίζεις πως πηγαίνεις, άρχοντά µου;” φώναξε ο πατέρας του. “Πάρε αµέσως την κούπα σου κι ανταπέδωσε την πρόποσή µου, γιατί -µα τον Βάκχο!- κανείς δεν έχει το δικαίωµα να µε προσβάλει όταν κάθεται στο τραπέζι µου”.
Ο Λουδοβίκος, όρθιος όπως ήτανε, γέµισε τη κούπα του και την ύψωσε έτοιµος να ανταποδώσει την πρόποση του πατέρα του, µα τα λόγια που µόλις πριν είχε ακούσει συγκρούονταν µέσα του µε την αθωότητα της Βιολέτας κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Άφησε τη κούπα στο τραπέζι, παραµέρισε τους ανθρώπους που είχαν σταθεί δίπλα του έτοιµοι να τον συγκρατήσουν, βγήκε από το κάστρο και σε λίγο δεν άκουγε τα γέλια και τις εύθυµες φωνές των συνδαιτυµόνων, που συνέχιζαν να αντηχούν στις τεράστιες αίθουσες. Τα λόγια του Φερνάνδου είχαν ξυπνήσει µέσα του ένα παράξενο συναίσθηµα. “Μπορεί άραγε να µε αγαπήσει η Βιολέτα; Μπορώ να την αγαπήσω;” Στο δεύτερο ερώτηµα δεν χρειάστηκε καν να απαντήσει. Το πάθος που είχε ξυπνήσει ξαφνικά µέσα του, έκανε κάθε φλέβα του να σπαρταρά από την ένταση. Τα µάγουλά του φλογίστηκαν και η καρδιά του άρχισε να χορεύει σ’ έναν θριαµβευτικό ρυθµό, καθώς πλησίαζε στο καλύβι, ολοκληρωτικά δοσµένος στο αισθηµατικό σύµπαν που τώρα απλωνόταν µέσα του. Έφτασε. Η πόρτα ήταν εκεί. Ένα βήµα ακόµη και…
     Οι τοίχοι ορθώνονταν µπροστά του γκρίζοι, ανέκφραστοι, και τα κλαδιά έγερναν πάνω του αναστενάζοντας. Μέχρι εκείνη την στιγµή ένοιωθε µόνο ανυποµονησία και φόβο. Φοβόταν πως ίσως να µην έβρισκε ανταπόκριση στο πάθος που φλόγιζε ξαφνικά την καρδιά του. Έκανε πίσω. Πήγε παράµερα, κάθισε πλάι σ’ έναν θάµνο, έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια και άφησε τα δάκρυα του πάθους ν’ αργοκυλήσουν ανάµεσα στα δάχτυλά του. Η Βιολέτα άνοιξε την πόρτα της καλύβας. Ο Λουδοβίκος δεν είχε φανεί σήµερα κι ήταν δυστυχισµένη. Κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος είχε δύσει και ο αποσπερίτης έλαµπε στην ∆ύση. Οι βελανιδιές έριχναν γύρω ένα σκοτεινό πέπλο, κατάστικτο από αµέτρητες πυγολαµπίδες, που έφεγγαν πότε χαµηλά στην γη, τριγυρίζοντας  από αγριολούλουδο σε αγριολούλουδο, και πότε ψηλά, ανάµεσα στα στιλπνά φύλλα της δάφνης και της βελανιδιάς. Ασυναίσθητα, η Βιολέτα ακολούθησε µε το βλέµµα της ένα από τα µυριάδες φωτάκια. Εκείνο διέγραψε ένα φωτεινό τόξο µέσα στο πυκνό σκοτάδι και πήγε να σταθεί σ’ ένα σύθαµνο, που σχηµατιζόταν από το σφιχταγκάλιασµα σύθαµνο, αφήνοντας την πανέµορφη ανταύγειά του να κουρνιάσει ανάµεσα στα φύλλα, σαν αστέρι που ξέφυγε από την πορεία του και τροµαγµένο από το ίδιο του το θράσος, χώθηκε στην πρώτη επίγεια φωλιά που βρήκε µπροστά του.
     Ο Λουδοβίκος καθόταν πλάι στην δάφνη -τον είδε η Βιολέτα- κι ανάσαινε βαριά. Η κοπέλλα δεν µίλησε. Τον πλησίασε µε αέρινα βήµατα και στάθηκε εκεί µπροστά του, νιώθοντας -όχι, όχι, ακούγοντας- την καρδιά της να πασχίζει να ξεφύγει από τον λαβύρινθο των σκέψεών της. Κάποτε τα χείλη της σάλεψαν, ψιθύρισαν το όνοµά του. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι, αντίκρισε το λεπτό πρόσωπο, τα φωτεινά µάτια, την αγγελική πλάση της, και λησµόνησε τους φόβους του. Οι ελπίδες του είχαν επαληθευθεί. Πρώτη φορά έσµιξαν τα χείλη του µε τα τρεµάµενα δικά της. Ύστερα έφυγε χάθηκε. Αυτό που µόλις είχε συµβεί σήκωνε µέσα του µια θύελλα παραφοράς και απορίας. Έπρεπε να σκεφτεί.
     Ο Λουδοβίκος ενεργούσε πάντα µε ταχύτητα και αποφασιστικότητα. Επέστρεψε µόνο για να σχεδιάσει µε την Βιολέτα την ένωσή τους. Επέλεξαν έναν µικρό απόµερο ναό στα Απέννινα. Το µυστήριο τέλεσε ένας ιερέας από γειτονική µονή, του οποίου η διακριτικότητα εξασφαλίστηκε µε την παροχή κάποιου µικρού χρηµατικού ποσού. Ο Λουδοβίκος οδήγησε την νύφη στο καλυβάκι του δάσους. Εκεί ήθελε να µείνει κι ο αγαπηµένος της δεν µπόρεσε να της αλλάξει γνώµη. Η µικρή περιουσία του δαπανήθηκε όλη για την διαµόρφωση του φτωχικού, µα δεν έφτασε παρά µόνο για να το κάνει απλώς ανεκτό. Ωστόσο οι νεόνυµφοι ήσαν ευτυχισµένοι. Το µικρό κοµµάτι γης που πατούσαν τα πόδια της Βιολέτας ήταν για τον σύζυγό της το σύµπαν ολόκληρο. Η καρδιά και η φαντασία του άνοιξαν και δέχθηκαν ό,τι οµορφότερο, ό,τι τελειότερο βρίσκεται πάνω σ’ αυτόν τον κόσµο.
Εκείνη του τραγουδούσε κι εκείνος την άκουγε και οι νότες έχτιζαν γύρω του µια µαγική αψίδα ευδαιµονίας. Τριγύριζε στις ανθισµένες απλωσιές του παραδείσου και οι άνεµοι των µεθούσαν. Οι κάτοικοι του Μοντόλφο δεν αναγνώριζαν τον υπερόπτη, µόνιµα θυµωµένο Λουδοβίκο στο πρόσωπο του καλοκάγαθου και ευγενικού συζύγου της Βιολέτας.
     Οι λοιδορίες του πατέρα του πεφτανε στο κενό, απλά γιατί δεν τις άκουγε. Τα πόδια του δεν πατούσαν πια στην γη. Πετούσε σαν άγγελος µε τα φτερά που του έδωσε ο έρωτας, γι’ αυτό δεν τον άγγιζαν ούτε οι κοινωνικές ανισότητες ούτε τα χυδαία προσκόµµατα. Και η Βιολέτα έτρεφε συνεχώς τον έρωτά του µε βαθιά ευγνωµοσύνη και τρυφερότητα γεµάτη πάθος. Μόνον εκείνον είχε στο µυαλό της, µόνον για κείνον ζούσε και δεν κουραζόταν να αναπολεί τις πρώτες στιγµές του ονείρου που ζούσαν. Έτσι διάβηκαν δύο χρόνια κι ένα χαριτωµένο παιδί ήρθε να κάνει ακόµη πιο ισχυρό τον δεσµό τους, γεµίζοντας το φτωχικό µε γέλια.
     Ο Λουδοβίκος πήγαινε σπάνια στο Μοντόλφο κι ο πατέρας του, ακολουθώντας τη παλιά του τακτική, συνέχιζε να βλέπει µε καλό µάτι την σχέση του µε τη χωριατοπούλα, γιατί σκεπτόταν πως τονε κρατούσε µακρυά απ’ τις επικίνδυνες φιλίες ή συµµαχίες, που µπορεί να ‘χε συνάψει στη Νάπολι. Ο Φερνάνδος δεν υποπτευότανε πως ο γιος του είχε παντρευτεί την ταπεινής καταγωγής εκλεκτή του. Αν για µια στιγµή περνούσε από το µυαλό του το ενδεχόµενο ενός τόσο εξευτελιστικού συµπεθεριού, η αποστροφή που ένιωθε για τον απόγονό του δεν θα του επέτρεπε να συγκατανεύσει. Από την στιγµή που το αίµα του έτρεχε στις φλέβες του Λουδοβίκου, δεν θα αναγνώριζε κανέναν καρπό αυτής της ένωσης. ∆εν θα άφηνε το αρχοντικό αίµα του να µολυνθεί από κανέναν παρακατιανό χωριάτη.
     Ο Λουδοβίκος πλησίαζε τα είκοσι, όταν πέθανε ο µεγαλύτερος αδελφός του. Τους τελευταίους τέσσερις µήνες, ο πρίγκηπας Μοντόλφο βρισκόταν στη Νάπολι και προσπαθούσε να κλείσει εξαιρετικά συµφέρουσα συµφωνία γάµου ανάµεσα στο διάδοχό του και τη κόρη κάποιας αριστοκρατικής οικογένειας της Νάπολι. Η είδηση του θανάτου σκόρπισε τις ελπίδες του και βύθισε στο πένθος το κάστρο. Μετά από κάµποσες εβδοµάδες πένθους και περισυλλογής, κατάφερε να αναλάβει πνευµατικά. Αγαπούσε τον πρόωρα χαµένο πρωτότοκο όχι γιατί ήταν παιδί του, αλλά γιατί έµελλε να κληρονοµήσει το όνοµα και την ισχύ του. Τώρα, ο ιστός που είχε υφάνει γύρω του ήταν άχρηστος. Έπρεπε να τον αντικαταστήσει όσο πιο γρήγορα µπορούσε και να πλέξει έναν καινούργιο ιστό.
     Ο Λουδοβίκος διατάχθηκε να παρουσιαστεί µπροστά του. Ήταν παλαιά συνήθεια να απειθεί σε τέτοιες διαταγές. Αυτήν την φορά όµως χαµογέλασε υπερήφανα, παραµέρισε τις παιδικές συνήθειές του και στάθηκε µπροστά στον διεστραµµένο γονιό του µε αξιοπρέπεια.
“Λουδοβίκε”, είπε ο πρίγκιπας, “πριν από τέσσερα χρόνια αρνήθηκες να δώσεις τον όρκο του ιερέα και δεν υποχώρησες ούτε όταν σε απείλησα µε κυρώσεις. Τώρα πρέπει να σ’ ευχαριστήσω για το σθένος που έδειξες”.
Ο νέος σχηµάτισε αµέσως την υποψία πως τον καλοπιάνει µε σκοτεινές προθέσεις. Πριν από δύο χρόνια την υποψία αυτή θα την αντιλαµβανόταν αυτοµάτως σαν απόλυτη βεβαιότητα, όµως τώρα είχε συνηθίσει να είναι ευτυχισµένος και να µην δίνει προεκτάσεις στις κακές σκέψεις του. Έγειρε το κεφάλι σε ένδειξη υποταγής.
“Λουδοβίκε”, συνέχισε ο πατέρας του, ενώ η αλαζονεία µαχόταν µε την επιθυµία για συµφιλίωση στην καρδιά και την όψη του. “Παιδί µου, σε δοκίµασα σκληρά. Μα τώρα αυτά ανήκουν στο παρελθόν”.
     Ο Λουδοβίκος του απηύθυνε τον λόγο ευγενικά:
“Πατέρα µου, δεν άξιζα τέτοια µεταχείριση. Θα εκτιµήσω τη καλοσύνη σου µόνον όταν µάθω για ποιο λόγο…”
“Καλά, καλά!” τον διέκοψε ο Φερνάνδος, φανερά ανήσυχος. “∆εν καταλαβαίνεις; Θέλεις να µάθεις, ε; Λοιπόν, µε λίγα λόγια, Λουδοβίκε, εσύ είσαι πια η µοναδική µου ελπίδα. Ο Ολύµπιος είναι νεκρός. Τώρα ο οίκος των Μοντόλφο δεν έχει άλλον προστάτη από εσένα”.
“Συγγνώµη, άρχοντα, µα δεν νοµίζω πως ο οίκος των Μοντόλφο κινδυνεύει”, αποκρίθηκε ο Λουδοβίκος. “Έχει εσένα. Κι είσαι αρκετά ικανός ώστε να προστατεύσεις και να αυξήσεις την ισχύ του”.
“∆εν µε καταλαβαίνεις. Ο οίκος των Μοντόλφο δεν έχει πια άλλο στήριγµα από εσένα. Εγώ γέρασα, το νιώθω. Ετούτες οι άσπρες τρίχες το φωνάζουν. ∆εν έχω από πού να πιαστώ. Η µοναδική ελπίδα µου είναι τα παιδιά σου…”
“Τα παιδιά µου;” αναφώνησε ο Λουδοβίκος. “Μα εγώ έχω µόνο ένα, άρχοντά µου. Κι αν αυτό το µικρό παιδάκι…”
“Τί ανοησίες κάθεσαι και µου λες;” κραύγασε έξαλλος ο Φερνάνδος. “Εγώ µιλάω για τον γάµο σου, όχι για…”
“Άρχοντά µου, η γυναίκα µου είναι πάντα έτοιµη να σου υποβάλει τα σέβη της…”
“Ποια γυναίκα σου, Λουδοβίκε; Τα θέλεις και τα λες αυτά; Ποια γυναίκα σου;”
“Η χωριατοπούλα, άρχοντά µου;”
     Ο  Φερνάνδος τονε κοίταζε αποσβολωµένος. Το πρόσωπό του συννέφιασε απότοµα. Τα χαρακτηριστικά του παραµορφώθηκαν. Η σκέψη πως ο γιος του τόλµησε να προβεί σε µια τόσο επαίσχυντη πράξη χωρίς να πάρει την άδειά του, ενέσκηψε µέσα του σαν τροµερή καταιγίδα, που θα τον συνέτριβε στα βράχια της παραφοράς, αν δεν πιανόταν από τις τελευταίες λέξεις που πρόφερε ο Λουδοβίκος. Την είχε χαρακτηρίσει χωριατοπούλα. Άρα δεν ήτανε πραγµατική γυναίκα του. Απλώς τη θεωρούσε γυναίκα του. Ναι έτσι είχε το πράγµα. Έτσι κι όχι αλλιώς. Χαµογέλασε µε κόπο, αλλά φανερά ικανοποιηµένος.
“Καταλαβαίνω”, αποκρίθηκε. “Θέλεις να δοκιµάσεις την υποµονή µου. Μα δεν πρέπει να παίζεις µε τέτοια πράγµατα. Μιλώ για τον γάµο σου. Τώρα που ο Ολύµπιος είναι νεκρός, η θέση του διαδόχου των Μοντόλφο ανήκει σ’ εσένα. Οφείλεις να τον αντικαταστήσεις στην εκπλήρωση των πριγκιπικών υποχρεώσεων που κατάφερα να του εξασφαλίσω”.
“∆εν νοµίζω πως µε κατάλαβες”, αποκρίθηκε σοβαρά ο Λουδοβίκος. “Είµαι ήδη παντρεμµένος εδώ και δύο χρόνια. Τότε που ήµουν ακόµη ο κατατρεγµένος, ο εξευτελισµένος Λουδοβίκος, δηµιούργησα αυτή τη σχέση και θ’ αποδείξω µε υπερηφάνεια πως η χωριάτισσα σύζυγός µου µπορεί ν’ ανταποκριθεί σ’ όλα τα υψηλά καθήκοντά της, εκτός βέβαια από τη καταγωγή”.
     Ο Φερνάνδος ήταν συνηθισµένος να δίνει διαταγές. Ένιωσε σαν να του ‘χωναν ένα στιλέττο στη καρδιά. Όµως δεν αντέδρασε. Περίµενε ώσπου ήταν σίγουρος πως η φωνή του δεν θα ακουγόταν σαν άγριος βρυχηθµός και τότε είπε:
“Έχεις παιδί;”
“Έναν διάδοχο, άρχοντά µου”, αποκρίθηκε ο Λουδοβίκος, χαµογελώντας -γιατί η αταραξία του πατέρα του τον είχε παρασύρει- “ένα γλυκό, υγειές αγόρι”.
“Ζουν εδώ κοντά;”
“Μπορώ να τους φέρω στο Μοντόλφο σε λιγότερο από µίαν ώρα. Το καλύβι βρίσκεται στο δάσος, λίγο έξω από το µοναστήρι της Σάντα Τσιάρα”.
“Αρκετά, Λουδοβίκε. Μου έφερες παράξενα µαντάτα και πρέπει να τα σκεφτώ καλά. Θα τα ξαναπούµε το απόγευµα”.
     Ο Λουδοβίκος υποκλίθηκε κι έφυγε τρέχοντας. Έσπευσε στο καλύβι του, διηγήθηκε στην Βιολέτα ό,τι θυµόταν ή ό,τι µπόρεσε να καταλάβει από την σκηνή µε τον πατέρα του και την παρακάλεσε να είναι έτοιµη για να παρουσιαστεί στο κάστρο αµέσως µόλις την ειδοποιήσει. Η Βιολέτα έτρεµε. Την φόβιζε το γεγονός πως οι άνθρωποι εκεί δεν ήταν όλοι καλοί και ευγενικοί όπως ο Λουδοβίκος. ∆εν είπε τίποτε όµως. Μάλιστα χαµογέλασε όταν ο άντρας της φίλησε τον µικρό και τον προσφώνησε διάδοχο των Μοντόλφο.
     Ο Φερνάνδος αµέσως µόλις είδε από το παράθυρο της κάµαράς του τον Λουδοβίκο να περνά τη κρεµαστή γέφυρα και να χάνεται ανάµεσα στους λόφους, έδωσε διαταγή στους ανθρώπους του να παραφυλάνε και να τον ειδοποιήσουν όταν θα επέστρεφε. Ύστερα άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε µε τόση βία που το πάτωµα έτρεµε ολόκληρο. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Ξεφώνιζε και καταριόταν και χτυπούσε το κεφάλι µε τις γροθιές του. ∆εν µπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Και µόνο που το σκεπτόταν ήταν σωστό µαρτύριο. Κάποτε η θύελλα της καρδιάς του κόπασε και σωριάστηκε σε µια καρέκλα. Το συνοφρυωµένο µέτωπο και τα παραµορφωµένα χείλη του έδειχναν πως προσπαθούσε να σκεφτεί. Στην αρχή, ο νους του  ήταν  χαµένος  σε  µια  τροµερή  δίνη.  Ύστερα  η  ταχύτητα  της  περιστροφής µειώθηκε, ώσπου σιγά σιγά οι σκέψεις του άρχισαν να ρέουν οµαλά, σχηµατίζοντας ένα και µόνο ρεύµα. Ο πρίγκηπας το ακολούθησε επιφυλακτικά µέχρι το σηµείο που νόµισε πως έβγαλε κάποιο συµπέρασµα. Χρειάστηκαν ώρες πολλές για να βγει από τον βαθύ συλλογισµό. Όταν σηκώθηκε από την καρέκλα, σαν να ξυπνούσε στην µέση ενός κακού ονείρου, η όψη του ξαναβρήκε την συνηθισµένη ψυχρότητά της. Ύψωσε τη γροθιά του και κραύγασε:
“Αυτό είναι! Τον νίκησα ήδη!”
     Το απόγευµα έφτασε κι ο Λουδοβίκος παρουσιάστηκε στην ώρα του. Ο Φερνάνδος φοβόταν τον γιο του. Πάντα έτρεµε µπροστά στην τόλµη και την αποφασιστικότητα του. ∆εν τολµούσε να φέρει τα πάθη του σε ανοιχτή σύγκρουση µε τα πάθη ενός παιδιού. Ένοιωθε πως θα έβγαινε νικηµένος. Έτσι και τώρα, συγκράτησε όλο το µίσος, όλη την οργή, όλη την µανία εκδίκησης που έκρυβε µέσα του και τον υποδέχθηκε µ’ ένα χαµόγελο. Χαµογέλασε και ο Λουδοβίκος. Όµως το δικό του ειλικρινές, πρόσχαρο, µακάριο χαµόγελο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση µε το αλλόκοτο προσωπείο που σκέπαζε την µοχθηρία του πατέρα του.
“Γιε µου”, είπε ο Φερνάνδος, “προχώρησες εντελώς απερίσκεπτα σε έναν γάµο σαν να ήταν παιδικό παιχνίδι. Όµως όταν διακυβεύονται τα συµφέροντα και η καταγωγή των ευγενών, κανείς δεν έχει το δικαίωµα να παίζει απερίσκεπτα. Όχι, µη µιλάς, Λουδοβίκε! Άκουσέ µε, σε ικετεύω. Έκανες έναν αταίριαστο γάµο µε µια χωρική, έναν γάµο τον οποίον µπορώ να αποδεχθώ αλλά όχι και να εγκρίνω, διότι είναι καταστροφικός για το κύρος σου και µας εξευτελίζει στα µάτια των συµµάχων του οίκου των Μοντόλφο”.
     Κρύος ιδρώτας έλουσε το µέτωπο του Φερνάνδου καθώς µιλούσε. Σταµάτησε. Για µια στιγµή φάνηκε να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, µα σύντοµα ανένηψε και συνέχισε:
“Θα είναι δύσκολο να συµβιβάσουµε αυτά τα αντικρουόµενα συµφέροντα, και µια µόνο στιγµή παραφοράς θα µπορούσε να µας αφαιρέσει το παρόν το παρελθόν και το µέλλον µας! Τα συµφέροντά σου βρίσκονται στα χέρια µου. Οφείλω να  τα  υπερασπίσω.  Ελπίζω  πως,  πριν  περάσουν  µερικοί  µήνες,  η  µέλλουσα πριγκίπισσα Μοντόλφο θα γίνεται δεκτή στην Αυλή της Νεάπολης µε δόξα και τιµή. Πρέπει όµως να αφήσεις το πράγµα επάνω µου. Εσύ δεν πρέπει να ανακατευθείς καθόλου. Πρέπει να µου υποσχεθείς πως, µέχρι να το επιτρέψω, δεν θα µιλήσεις για τον γάµο σου µε την χωριάτισσα σε κανέναν ούτε θα τον παραδεχθείς αν κάποιος τον ανακαλύψει”.
     Ο Λουδοβίκος, αφού φάνηκε να διστάζει για µια στιγµή, αποκρίθηκε:
“Σου υπόσχοµαι πως για έξι µήνες δεν πρόκειται να αναφέρω τον γάµο µου σε κανέναν. Ψέμµατα δεν µπορώ να πω, αλλά δεν πρόκειται να τον επιβεβαιώσω ή να τον αποκαλύψω µε τρόπο που θα σε δυσαρεστήσει”.
     Ο Φερνάνδος κόµπιασε πάλι, µα τελικά επικράτησε η λογική και δεν έδωσε συνέχεια. Γύρισε τη κουβέντα σ’ άλλα θέµατα. ∆είπνησαν µαζί και ο Λουδοβίκος προσαρµόστηκε αµέσως στο κλίµα συµπάθειας που περιφερόταν στην ατµόσφαιρα. ∆έχθηκε µε χαρά και ευγνωµοσύνη όλες της εκδηλώσεις της όψιµης αγάπης του πατέρα του. Εκείνος σκεπτόταν πως τον είχε πιάσει για τα καλά στο δίχτυ του και ήταν πια έτοιµος να γλυκάνει το δηλητήριο του µελλοντικού σχεδίου του µε κάµποσες προκαταβολικές “καλοσύνες”.
     Έτσι, πέρασε µια ήσυχη εβδοµάδα. Ο Λουδοβίκος κι η Βιολέτα ήσαν απόλυτα ευτυχείς. Τώρα, το µόνο που ήθελε εκείνος ήταν να βγάλει την γυναίκα του από την αφάνεια. Τον πληµµύριζε η άδολη υπερηφάνεια, που συχνά µας κάνει να θέλουµε να µάθει όλος ο κόσµος την ανωτερότητα των αγαπηµένων µας. Η Βιολέτα απέφευγε συστηµατικά κάθε επαφή µε ανθρώπους. Αγαπούσε το καλύβι της. Μπορεί να ήταν φτωχικό, µα το στόλιζε η αγάπη που έκλειναν οι τοίχοι του. Τ δέντρα έγερνα πάνω από την χαµηλή στέγη του κι έριχναν τον δροσερό ίσκιο τους στους ανθισµένους θάµνους που στεφάνωναν τα παράθυρα. Τα µαρµάρινο πάτωµα αστραποβολούσε. Παµπάλαια ανθοδοχεία θεσπέσιας οµορφιάς στέκονταν στις γωνιές.
     Το καθετί της θύµιζε τις πρώτες συναντήσεις, τους πρώτους έρωτές τους, τους περιπάτους στο χιόνι και στην ανθισµένη γης, τις ψηλές βελανιδιές και τις χαµηλές µυρτιές µε τις µυριάδες πυγολαµπίδες, τα πουλιά, τα ζώα του δάσους που κάποτε εµφανίζονταν δειλά δειλά, κι ύστερα χάνονταν, τις εποχές που µεταµόρφωναν την γη, τα χρώµατα που έπαιρνε η φύση για να τις υποδεχθεί, τις αλλαγές του ουρανού, τα ατέλειωτα πηγαινέλα του φεγγαριού και τ’ αστέρια που ταξίδευαν ασταµάτητα. Τ’ αγαπούσε όλα αυτά, τα παρατηρούσε προσεκτικά και τα σχολίαζε στο ταίρι της, στο ταίρι που ήξερε πως ήταν σηµάδια της αγάπης της, όπως και το πάντα χαρούµενο αγοράκι που τρεχοβολούσε ανάµεσα στα πόδια τους, σαν άγγελος σταλµένος από τον ουρανό για να κρατάει ζωντανά τα συναισθήµατά τους.
     Πέρασε κάµποσος καιρός ακόµη, και µια µέρα που ο Φερνάνδος και ο Λουδοβίκος είχαν βγει µαζί για ιππασία, ο πρίγκιπας του είπε:
“Αύριο νωρίς το πρωί, γιε µου, πρέπει να φύγεις για την Νεάπολη. Ήρθε η ώρα να παρουσιαστείς ως διάδοχός µου και άρα ως εκπρόσωπος πριγκηπικού οίκου. Όσο γρηγορότερα υποβάλεις τα σέβη σου τόσο πιο γρήγορα θα έρθει η στιγµή που οπωσδήποτε λαχταράς, η στιγµή που η Αυλή θα υποδεχθεί την πριγκίπισσα Μοντόλφο. Εγώ δεν µπορώ να σε συνοδεύσω. Είναι γεγονός πως για ευνόητους λόγους θα προτιµούσα να παρουσιαστείς µόνος σου. Θα εντυπωσιάσεις τον ηγεµόνα σου, θα γοητεύσεις τους πάντες, και θα θυµάσαι πως η υπόσχεσή σου είναι καθοριστική για την επίτευξη του στόχου σου. Σε µερικές ηµέρες θα σε συναντήσω εκεί”.
     Ο Λουδοβίκος συµφώνησε αµέσως και µόλις έφτασε το δειλινό πήγε να αποχαιρετήσει την Βιολέτα. Την βρήκε να κάθεται πλάι στην δάφνη, όπου είχαν δώσει  τους  πρώτους  όρκους  αγάπης. Κρατούσε  αγκαλιά το αγοράκι  τους, που χαµογελούσε, παρακολουθώντας µε µάτια ορθάνοιχτα από έκπληξη το πανηγύρι των πυγολαµπίδων. Είχαν περάσει δύο χρόνια. Ήταν πάλι καλοκαίρι κι όταν τα φλογερά βλέµµατά τους συναντήθηκαν µεθυσµένα από την βεβαιότητα πως η αγάπη τους παρέµενε το ίδιο δυνατή, εκείνος, δακρύζοντας από την συγκίνηση, ήρθε και κάθισε δίπλα της. Της µίλησε για το ταξίδι στην Νεάπολη που τον υποχρέωσε να κάνει ο πατέρας του. Ένα σύννεφο ανησυχίας έριξε την σκιά του στην όψη της Βιολέτας, µα δεν είπε τίποτε. ∆εν φοβόταν, αλλά δεν µπορούσε να κάνει την καρδιά της να µην χτυπάει κάθε φορά που ένοιωθε το κακό να τους κυκλώνει. ∆εν ήξερε γιατί και πώς, µα όσο περνούσε ο καιρός η αίσθηση αυτή όλο και δυνάµωνε.
     Είχε νυχτώσει πια. Μπήκε στο καλύβι, έβαλε το αγοράκι, που είχε κοιµηθεί απ’ ώρα, στο κρεβατάκι του, και έτρεξε κοντά στον Λουδοβίκο. Αποφάσισαν να κάνουν έναν περίπατο στο δάσος, µέχρι να έρθει η ώρα της αναχώρησής του, γιατί η ζέστη που επικρατούσε στην διάρκεια όλης της µέρας τον υποχρέωνε να ταξιδέψει βράδυ. Πήραν το µονοπάτι. Ξαφνικά, εκείνη η αίσθηση κινδύνου που την επισκεπτόταν από καιρό ορθώθηκε µέσα της. Και αυτήν την φορά χαµογέλασε και την έδιωξε από το µυαλό της. Όµως όταν αγκάλιασε τον αγαπηµένο της για τελευταία φορά, κατέρρευσε κάτω από την βία της. Έκλαψε πικρά, γαντζώθηκε πάνω του και τον ικέτευσε να µην φύγει. Εκείνος, αιφνιδιασµένος από την σοβαρότητα των παρακλήσεών, ζήτησε αµέσως εξηγήσεις, µα καθώς δεν µπόρεσε να της αποσπάσει τίποτε σαφέστερο από ένα χαµόγελο γεµάτο θλίψη, την χάιδεψε και την παρακάλεσε να ηρεµήσει. Ύστερα της έδειξε το µισοφέγγαρο που έλαµπε ανάµεσα στα φύλλα των δέντρων και έδινε στις σκιές τους µιαν απίστευτη ζωντάνια. Της υποσχέθηκε πως θα είναι πάλι κοντά της πριν την πανσέληνο και αφού την αγκάλιασε για µιαν ακόµη φορά, την άφησε να σιγόκλαιει πίσω του. Έτσι γίνεται συνήθως όταν κάποια µυστηριώδης προφητεία σέρνεται αργά σε µια καρδιά θλιµµένη. Μπορεί το πνεύµα της Κασσάνδρας να αποκαλύπτει µέσα της, µε µυριάδες φωνές, το αόριστο προαίσθηµα της επερχόµενης συµφοράς. Όµως ο “µάντης” δεν έχει να προσφέρει την παραµικρό οιωνό και κανείς δεν συνερίζεται τα προαισθήµατά του και το κακό είναι πλέον αναπόφευκτο, θα ξεσπάσει σαν να µην ήταν ποτέ δυνατόν να προβλεφθεί. σαν να µην µπορούσε καµιά Κασσάνδρα να το µαντέψει, σαν να µην ήταν παρά αποτέλεσµα του ίδιου εκείνου αόριστου προαισθήµατος, που του έδωσε σχήµα και µορφή και υπόσταση.
     Η Βιολέτα ακολούθησε τον Λουδοβίκο µε το θλιµµένο, γεµάτο ανηµποριά βλέµµα της µέχρι που χάθηκε. Ύστερα πήγε ν’ αναπαυθεί πλάι στην κούνια του παιδιού της. Μα όσην ώρα τον κοίταζε να φεύγει, οι φόβοι της είχαν πάρει τεράστιες διαστάσεις. Ξαφνικά τη κυρίευσε πανικός. Πετάχτηκε από το στρώµα της και ρίχτηκε στο µονοπάτι που είχε πάρει ο αγαπηµένος της, φωνάζοντας το όνοµά του, κρατώντας κάθε τόσο την ανάσα της ν’ ακούσει τάχα τον καλπασµό του αλόγου κι ύστερα πάλι φωνάζοντάς του απελπισµένα να γυρίσει πίσω. Μα εκείνος ήταν πια πολύ µακριά, δεν µπορούσε να την ακούσου, κι εκείνη γύρισε στο καλύβι της, ξάπλωσε πλάι στο παιδάκι της, έσφιξε το µικρό του χέρι στο δικό της και σιγά σιγά αποκοιµήθηκε.
     Ο ύπνος της ήταν ελαφρύς και σύντοµος. Σηκώθηκε χαράµατα. ∆εν είχε φέξει ακόµη όταν φόρεσε το πέπλο της, πήρε τον µικρό και ετοιµάστηκε να φύγει για τον γειτονικό  ναό  της  Σάντα  Τσιάρα.  Ξαφνικά,  άκουσε  ποδοβολητά  αλόγων  στο µονοπάτι. Η καρδιά της σκίρτησε και το σκίρτηµα έγινε άγριο χτυποκάρδι όταν είδε έναν άγνωστο να µπαίνει στο καλύβι. Η αυστηρή, γεροντική µορφή του, έντονα τονισµένη από τα λευκά µαλλιά, ερχόταν σε αλλόκοτη αντίθεση µε την ζωντάνια του βλέµµατος και το ευθυτενές παράστηµά του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έδειχναν ίσως ευγενική καταγωγή κι ακόµη ακόµη κάποια σκληρότητα. Στο θέµα της αλαζονείας και της ακαταδεξιάς όµως ήσαν πιο παραστατικά. Έµοιαζε κατά κάποιον τρόπο µε τον Λουδοβίκο όταν τον πρωτογνώρισε, κι έτσι η Βιολέτα δεν είχε την παραµικρή αµφιβολία πως ο άνδρας που στεκόταν µπροστά της ήταν ο πατέρας του άντρα της. Πάσχισε να συγκεντρώσει όση δύναµη είχε µέσα της, µα η έκπληξη που ένοιωσε αντικρίζοντας την αλαζονική µορφή του και -πάνω απ’ όλα- το πανδαιµόνιο των αλόγων και των στρατιωτών έξω από το καλύβι της, την τάραξαν τόσο που νόµισε πως για µια στιγµή η καρδιά της σταµάτησε. Ακούµπησε στον τοίχο κάτωχρη έτοιµη να σωριαστεί, σφίγγοντας το αγοράκι της στην αγκαλιά της µε µια σπασµωδική κίνηση.
“Είσαι η Βιολέτα Αµάλδι κι αποκαλείς -όπως θέλω να πιστεύω- τον εαυτό σου σύζυγο του Λουδοβίκου Μοντόλφο;” είπε ο Φερνάνδος.
     Ότι κι αν ήθελε ν’ απαντήσει η Βιολέτα, το σίγουρο είναι πως τα χείλη της, προλαβαίνοντάς την, ψιθύρισαν ένα “Μάλιστα”, που έσβησε πριν καλά καλά ακουστεί.
“Είµαι ο πρίγκηπας Μοντόλφο”, εξακολούθησε ο Φερνάνδος, “ο πατέρας του άφρονος παιδιού, που προχώρησε σ’ αυτόν τον άνοµο και ανόητο σύνδεσµο. Όταν το πληροφορήθηκα, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ για να καταστρώσω το σχέδιό µου. Τώρα είµαι εδώ για να το εκτελέσω. ∆εν χρειαζόταν να έλθω να σε βρω. Θα µπορούσα να δράσω και χωρίς να υποβάλω τον εαυτό µου σε αυτήν την δοκιµασία, την οποία όπως βλέπεις είµαι σε θέση να αντέξω. Όµως η καλή µου καρδιά µε ανάγκασε να επιλέξω την συνάντηση. Ελπίζω βέβαια πως δεν θα το µετανιώσω”.
Ο Φερνάνδος σώπασε. Η Βιολέτα είχε ακούσει ελάχιστα απ’ όσα της είπε. Προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις σκορπισµένες σκέψεις της, να συγκρατήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή, να οπλιστεί µε την αξιοπρέπεια και την δύναµη της αθωότητας και της αισιοδοξίας που φώλιαζαν πάντα µέσα της. Κάθε λέξη που ξεστόµισε ο πεθερός της δεν ήταν γι’ αυτήν παρά λίγος ακόµη χρόνος στη προσπάθειά της να συνέλθει.
     ∆εν µίλησε, έγειρε µόνο το κεφάλι, κι εκείνος συνέχισε:
“Όταν ο Λουδοβίκος ήταν ο δεύτερος εν ζωή γιος µου και δεν ζητούσε να κοινοποιήσει το σφάλµα του, δεν είχα αντίρρηση να απολαµβάνει ελεύθερα αυτό που ονόµαζε ευτυχία. Όµως τα πράγµατα άλλαξαν. Τώρα είναι διάδοχος των Μοντόλφο και πρέπει να στηρίξει την οικογένεια και τον τίτλο του µε τον κατάλληλο γάµο. Το όνειρό σου τελείωσε. ∆εν θα σου κάνω κακό. Θα σε πάρουµε από εδώ µαζί µε το παιδί σου, θα σας βάλουµε σ’ ένα πλοίο και θα πάτε σε κάποια πόλη στην Ισπανία. Θα παίρνεις ένα ετήσιο επίδοµα και εφόσον δεν επιζητήσεις να έλθεις σε επαφή µε τον Λουδοβίκο ή δεν φύγεις από το άσυλό σου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε. Αν όµως αντιληφθώ την παραµικρή κίνηση εκ µέρους σου, αν έστω σκεφτείς πως θα µπορούσες να καταλάβεις µια κοινωνική θέση για την οποία δεν είσαι ικανή, η εκδίκησή µου θα πέσει πάνω σου και πάνω στο παιδί σου µε µανία που δεν µπορείς καν να την φανταστείς!”
     Η Βιολέτα ήταν εντελώς αδύναµη, εντελώς απροστάτευτη στο έλεος του άρχοντα, κι αυτό της έδωσε δύναµη.
“Είµαι µόνη και ανίσχυρη”, αποκρίθηκε. “Εσύ είσαι ισχυρός και έχεις παλιανθρώπους έτοιµους να εκτελέσουν όποιο έγκληµα περάσει από το µυαλό σου. ∆εν µε ενδιαφέρει ούτε το Μοντόλφο ούτε ο τίτλος ούτε η κοινωνική θέση. Όµως ποτέ µα ποτέ δεν πρόκειται να απαρνηθώ τον Λουδοβίκο µου. Ποτέ δεν πρόκειται να προδώσω τους όρκους που του έδωσα και µου έδωσε. Πήγαινέ µε όσο µακριά του θέλεις, θα το γυρέψω παντού, ξυπόλυτη, πεινασµένη θα γυρίσω όλον τον κόσµο για να τον βρω. Είναι δικός µου µε τον τρόπο της αγάπης που µου έδωσε. Είµαι δική του µε την δύναµη της αφοσίωσης και της αιώνιας πίστης που κάνει αυτήν την στιγµή την φωνή µου ν’ ακούγεται. Χώρισέ µας σε χίλια κοµµάτια, θα ξανασµίξουµε. Μόνον αν σκάψεις τον βαθύτερο τάφο ανάµεσά µας θα µπορέσεις να µας κρατήσεις µακριά”.
     Ο Φερνάνδος χαµογέλασε ειρωνικά.
“Κι αυτό το αγόρι;” είπε δείχνοντας το παιδί που κοιµόταν. “Θα το θυσιάσεις σαν αθώο ερίφιο στον βωµό του έρωτά σου; Θα φυτέψεις µόνη σου το µαχαίρι στην καρδιά τού σφαγίου σου;”
     Τα χείλη της Βιολέτας άσπρισαν, καθώς αγκάλιαζε σφιχτά το παιδί της και κραύγαζε σχεδόν άναρθρα:
“Κι όµως υπάρχει Θεός εκεί πάνω!”
     Ο Φερνάνδος βγήκε από το καλύβι που γέµισε αµέσως µε στρατιώτες. Σκέπασαν την Βιολέτα και το αγοράκι της µε έναν µεγάλο µανδύα, τους έσυραν έξω από το καλύβι, τους έχωσαν σε ένα είδος περίκλειστου φορείου και άρχισαν όλοι µαζί µια σιωπηλή πορεία. Η Βιολέτα, όταν τις ρίχτηκαν οι εχθροί της, ούρλιαξε δυνατά, αλλά ύστερα βλέποντας πως δεν ήταν δυνατόν να τους αντιµετωπίσει συγκράτησε τον εαυτό της. Όταν βρέθηκε στο φορείο, πάσχισε να απαλλαγεί από τον µανδύα που την τύλιγε, µα δεν τα κατάφερε. Εξάλλου ο µικρούλης της είχε βάλει τα κλάµατα, τροµαγµένος από την ακατανόητη για κείνον κατάσταση, και έπρεπε να τον ησυχάσει. Κάποτε τον κοίµισε και τροµαγµένη καθώς ήταν µέσα στο σκοτάδι, δίχως βοήθεια, δίχως ελπίδα, ένοιωσε τις δυνάµεις της να την εγκαταλείπουν.
     Βυθίσθηκε σ’ έναν ατέλειωτο, απελπισµένο, κατασκότεινο ύπνο. Κι όµως συνέχισε να σκέπτεται. Φανταζόταν τον πόνο του Λουδοβίκου και τα δάκρυά της έτρεχαν ασταµάτητα. ∆εν υπήρχε πια καµιά ελπίδα γι’ αυτήν. Οι εχθροί της ήταν αµέτρητοι. Θα της έπαιρναν το παιδί της και θα την φυλάκιζαν σε κάποιο µοναστήρι. ∆εν είχε πια δυνάµεις. Ο φόβος την έκανε να παραλύει. Η ποµπή µπήκε στην πόλη του Σαλέρνο κι ο ήχος των κυµάτων ειδοποίησε την δύστυχη Βιολέτα πως πλησίαζαν στην ακτή.
“Αχ κύµατα κατάπικρα, µα όχι πιο πικρά από τα δάκρυά µου. Σε λίγο θα είµαι δική σας!” φώναξε.
     Τώρα οι δεσµώτες της έµπαιναν σ’ ένα κτίσµα. Ήταν µια πολεµίστρα, λίγο έξω από την πόλη, στην ακτή. Έβγαλαν την Βιολέτα από το φορείο και την οδήγησαν σ’ ένα φρικτό δωµάτιο. Το σιδερόφρακτο παράθυρο, που δεν βρισκόταν πολύ πάνω από το έδαφος, έδειχνε πως επρόκειτο για κελί. Ο επικεφαλής των απαγωγέων, της απηύθυνε τον λόγο µε µεγάλη ευγένεια και της ζήτησε συγνώµη για την ακαταλληλότητα του καταλύµατος. Ο άνεµος δεν ήταν ευνοϊκός, είπε, µα περίµεναν ν’ αλλάξει αύριο κι έτσι θα µπαρκάριζαν πολύ σύντοµα. Της έδειξε το πλοίο αγκυροβοληµένο στ’ ανοιχτά. Η Βιολέτα, αναθάρρεψε µε την µειλίχια συµπεριφορά του, και άρχισε να τον ικετεύει να συµµερισθεί το δράµα της, µα εκείνος έφυγε αµέσως. Σχεδόν αµέσως, ένας άλλος στρατιώτης έφερε φαγητό, ένα φλασκί µε κρασί και µια κανάτα νερό. Αποσύρθηκε και αυτός αµέσως. Φεύγοντας, κλείδωσε πίσω του την απόρθητη πόρτα.
     Η Βιολέτα άκουσε τα βήµατά του να σβήνουν αργά µέσα στην ησυχία, µα αυτήν την φορά δεν άφησε την απελπισία να την καταβάλει. Έπρεπε να σταθεί δυνατή, αν ήθελε να δραπετεύσει από την φυλακή της. Έφαγε λίγο από το φαγητό που της είχαν φέρει, ήπιε µια γουλιά νερό κι έτσι αναζωογονηµένη, άπλωσε στο πάτωµα τον µανδύα µε τον οποίον την είχαν σκεπάσει οι απαγωγείς, και κάθισε πάνω του τον µικρό να παίξει. Ύστερα πήγε στο παράθυρο µήπως περάσει κανείς, που ακόµη κι αν δεν µπορούσε να την βοηθήσει να βγει από εκεί µέσα, ίσως µπορούσε να µεταφέρει στον Λουδοβίκο το µήνυµα πως ζει και τον περιµένει. Ωστόσο ο δρόµος που περνούσε µπροστά από το παράθυρο είχε σίγουρα φρουρούς, που δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει. Κάποια στιγµή, καθώς πλησίασε το πρόσωπό της στο παράθυρο για να κοιτάξει καλύτερα έξω, διαπίστωσε πως το κεφάλι της µπορούσε να περάσει άνετα ανάµεσα στα κάγκελα. Το παράθυρο δεν απείχε πολύ από το έδαφος. Αρκεί να έδενε τον µανδύα σε ένα από τα κάγκελα κι η κατάβαση θα ήταν παιχνίδι.
     ∆εν τόλµησε να προχωρήσει σε τέτοιο εγχείρηµα. Όχι, ήταν πολύ φοβισµένη. Άλλωστε µπορεί να την παρακολουθούσαν, µπορεί να είχαν κάνει την ίδια σκέψη και οι δεσµοφύλακές της. Μπορεί να βρίσκονταν ήδη έξω από το παράθυρο. Αποσύρθηκε στην απέναντι γωνία του κελιού, κάθισε στο πάτωµα και άρχισε να κοιτάζει τα κάγκελα, ταλαντευόµενη ανάµεσα στην ελπίδα και τον φόβο, που τώρα είχε αρχίσει να δίνει στα µάγουλά της την ίδια εκείνη ωχρότητα που πρωταντίκρισε ο Λουδοβίκος. Το αγοράκι τους πότε έπαιζε και πότε κοιµόταν. Ο ωκεανός βρυχιόταν ακόµη και τα µαύρα σύννεφα, σπρωγµένα από τον σιρόκο, σκοτείνιαζαν τον ουρανό και βίαζαν το δειλινό να συντοµεύει. Οι ώρες έφευγαν η µια µετά την άλλη. Η Βιολέτα δεν άκουγε ήχο ρολογιού, ήλιος δεν υπήρχε για να εικάσει την ώρα από την σκιά του, µα ήξερε πως η νύχτα ερχόταν ακάθεκτη, γιατί το κελί σκοτείνιαζε αργά κι ένα µακρινό Άβε Μαρία, (Η προσευχή προς τη Παρθένο µε την οποία τελειώνουν οι λειτουργίες των καθολικών), τρέκλιζε ανάµεσα στα ουρλιαχτά του ανέµου και τους βρυχηθµούς των κυµάτων. Γονάτισε και προσευχήθηκε µε θέρµη στη Παρθένο προστάτη των αθώων.
     Προσευχήθηκε γι’ αυτήν την ίδια και για το αγοράκι της, το παιδί  που δεν ήτανε λιγότερο αθώο από τη Θεοτόκο και το Θείο Βρέφος, τον µοναδικό σκοπό της ύπαρξής της. Σώπασε. Πλησίασε στο παράθυρο κι αφουγκράστηκε τη νύχτα. Νόµισε πως άκουσε κάτι ανθρώπινο, κάτι ανεπαίσθητα ανθρώπινο. Όµως ο ήχος έσβησε απότοµα και το σκοτάδι πνίγηκε σε µια καταρρακτώδη βροχή. Οι βροντές και οι αστραπές που ακολούθησαν το δίχως άλλο θα έκαναν κάθε ζωντανό πλάσµα να γυρέψει καταφύγιο αµέσως. Η Βιολέτα ρίγησε. Θα µπορούσε να εκθέσει το παιδί της σε τέτοια νύχτα; Τρόµαξε και µόνο στην σκέψη. Ύστερα ξαναβρήκε το θάρρος της. Θα σκέπαζε τον µικρό µε τον µανδύα που το πρωί δεν ήταν παρά τα δεσµά τους.  ∆οκίµασε τα κάγκελα και είδε πως έστω και µε δυσκολία θα τα κατάφερνε να περάσει ανάµεσά τους. Κοίταξε κάτω και στο φως µιας αστραπής είδε για άλλη µια φορά πως το ύψος δεν ήταν µεγάλο. Επέστρεψε στην προσευχή της. Παρακάλεσε να είναι καλά ο Λουδοβίκος της κι έπειτα έθεσε σε εφαρµογή το σχέδιό της όχι χωρίς φόβο, αλλά µε αποφασιστικότητα.
     Έδεσε τον µανδύα στο µακρύ πέπλο της ώστε να φτάνει µέχρι το έδαφος και να µπορεί ύστερα να λυθεί εύκολα. Πήρε στην αγκαλιά της τον µικρό, τον πέρασε από τα κάγκελα, πέρασε κι εκείνη, τον έδεσε πάνω της µε την ζώνη της και γλίστρησαν µέχρι τον δρόµο. Έλυσε τον µανδύα από το πέπλο και τυλίχτηκε στις σκοτεινές πτυχώσεις του µαζί µε το παιδί. Τότε κράτησε την ανάσα της για ν’ αφουγκραστεί τους ήχους της νύχτας. Η φύση αγρυπνούσε µε όλη την δύναµη της φωνής της. Η θάλασσα µαινόταν, οι αστραπές αποκάλυπταν µιαν απέραντη ερηµιά χαρακωµένη εδώ κι εκεί από τα σαρκαστικά ξεσπάσµατα των κεραυνών. Η Βιολέτα πήρε τον δρόµο, φροντίζοντας να βλέπει πάντα στα δεξιά της τους αφρούς των κυµάτων, γιατί έτσι δεν θα έχανε το Μοντόλφο, που αντίκριζε την θάλασσα. Βάδιζε όσο πιο γρήγορα της επέτρεπε το φορτίο της, ακολουθώντας πάντα τον δρόµο, γιατί δεν ήθελε να χαθεί µέσα στο σκοτάδι. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει κι εκείνη πορευόταν ασταµάτητα, ώσπου τα πόδια της δεν την κρατούσαν πια. Έπρεπε να σταµατήσει, ν’ αποστάσει κάµποσο και να ξεγελάσει την πείνα της µε το ξεροκόµµατο που είχε πάρει από το κελί. Η δράση και η επιτυχία την έκαναν αλλόκοτα ενεργητική. ∆εν έπρεπε να δειλιάσει τώρα που νόµιζε πως είναι ελεύθερη και ασφαλής. Έκλεγε, µα ήταν µόνον από την ένταση, που δεν έβρισκε άλλον τρόπο να ξεσπάσει. ∆εν αµφέβαλε ούτε στιγµή πως θα κατάφερνε να βρει τον Λουδοβίκο. Ώρες ολόκληρες τα στοιχεία της φύσης την έδερναν αλύπητα, µα τώρα κόπασαν για µια στιγµή την µανία τους. Κάθισε σε µια µεγάλη πέτρα στην άκρη του δρόµου που διέσχισε εκείνον τον απέραντο, τροµακτικό, άγνωστο τόπο, µε το αδύναµο παιδάκι της στην αγκαλιά, έφαγε το λίγο ψωµί που είχε µαζί της και ξαφνικά ένιωσε στα βάθη της καρδιά της να σαλεύουν η χαρά, η αγάπη και το θριαµβευτικό προαίσθηµα πως θα ξανάσµιγε σίγουρα µε τον αγαπηµένο της.
     Ήτανε καλοκαίρι κι ο αέρας ζεστός. Ο µανδύας τη προστάτευε από την υγρασία. Μόλις χάραξε, σηκώθηκε και πήρε το πρώτο µονοπάτι που συνάντησε µε κατεύθυνση την οροσειρά των Απεννίνων. Νότια βρισκόταν το Σαλέρνο και µπροστά του µια πεδιάδα που έφτανε µέχρι την θάλασσα, στεφανωµένη µε µικρότερα βουνά, απέριττα όµορφα στο σχήµα τους. Οι γυµνές κορυφές τους ορθώνονταν αγέρωχες προς τον ουρανό και οι πλαγιές τους ήταν γεµάτες ποτάµια, που κατηφόριζαν ποτίζοντας την πεδιάδα.  Μετά από κάµποσες ώρες δρόµο, η Βιολέτα έφτασε σ’ ένα µικρό οροπέδιο γεµάτο πεύκα. Αντίκρισε µε χαρά το φιλικό καταφύγιό της. Τρύπωσε στο δάσος, κι όταν δεν έβλεπε γύρω της παρά µόνο δέντρα, κάθισε να ξεκουραστεί. Η νυχτερινή θύελλα υποχωρώντας είχε πάρει  µαζί της τον σιρόκο και ο ήλιος, κατατροπώνοντας τα σύννεφα που νωρίς το πρωί αµαύρωναν το µεγαλείο του, στεκόταν ψηλά, µοναδικός ηγέτης της δόξας του µεσηµεριού. Η Βιολέτα ήταν παιδί του νότου και δεν φοβόταν την ζέστη.
     Μάζεψε κουκουνάρια, κατάφερε ν’ ανάψει φωτιά, και τα έφαγε µε όρεξη. Ύστερα αναζήτησε καταφύγιο σε µια πυκνή φυλλωσιά, έγειρε στο χώµα και κοιµήθηκε µε το αγοράκι της στην αγκαλιά, ψιθυρίζοντας λόγια ευγνωµοσύνης για τα Ουράνια και την Παρθένο, που την βοήθησαν να δραπετεύσει. Όταν ξύπνησε, ο πρώτος ενθουσιασµός την είχε εγκαταλείψει. Ένιωθε µόνη και απροστάτευτη στο έλεος των διωκτών της, µα δεν έκλαψε. Σκέφτηκε πως βρισκόταν πολύ κοντά στο Σαλέρνο – ο ήλιος έλαµπε κατά την µεριά της θάλασσας- κι έτσι σηκώθηκε κι άρχισε να πορεύεται µέσα στο πυκνό δάσος. Όταν κατάφερε να βγει από τον λαβύρινθο των δέντρων, διαπίστωσε πως δεν µπορούσε συνεχίσει προς την θάλασσα. Έβλεπε χείµαρρους να κατεβαίνουν ορµητικά και να χύνονται σ’ ένα µεγάλο ποτάµι που της έκλεινε τον δρόµο. Ωστόσο, λίγο πιο κάτω βρήκε µια γέφυρα, που την οδήγησε σ’ ένα αρκετά µεγάλο και ερηµικό λιβάδι. Άνθρωποι δεν υπήρχαν εκεί γύρω, µα ούτε φαίνεται να είχαν πλησιάσει ποτέ. Η νύχτα δεν θα αργούσε να φτάσει και η Βιολέτα δίστασε να συνεχίσει, µα βλέποντας πέρα µακριά να τρεµοσβήνουν στο λίγο φως του δειλινού τα περιγράµµατα κάποιων κτισµάτων, οδήγησε τα βήµατά της κατ’ εκεί, ελπίζοντας πως ήταν χωριουδάκι και πως θα έβρισκε σίγουρα κάπου να κοιµηθεί και ίσως κάποιον τρόπο να φτάσει στην Νεάπολη χωρίς να την ανακαλύψουν οι παντοδύναµοι εχθροί της. Είχε συνέχεια καρφωµένο το βλέµµα της σ’ εκείνα τα κτίσµατα που έµοιαζαν µε τεράστιους ναούς χωρίς τρούλους και αναρωτιόταν τι να ήταν στην πραγµατικότητα, όταν ξαφνικά εξαφανίστηκαν. Σκέφτηκε πως θα κρύφτηκαν πίσω από κάποιον λόφο, µα η γη µπροστά της ήταν εντελώς επίπεδη.
     Σταµάτησε κι αποφάσισε να διανυκτερεύσει επιτόπου. Όλη µέρα δεν είδε ψυχή. ∆υο τρεις φορές είχε ακούσει γαυγίσµατα και ίσως την φλογέρα κάποιου βοσκού, µα δεν φάνηκε κανείς. Η ερηµιά ήταν απόλυτη γύρω της, κι αυτό αρχικά την έκανε να νιώθει ασφαλής. Όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι, δεν υπήρχε και κίνδυνος. όµως σιγά σιγά η µοναξιά έγινε οδυνηρή. Λαχταρούσε να δει έστω ένα καλύβι, έναν βοσκό -ας ήταν και αγριωπός- να της λύσεις τις απορίες της να την φιλέψει κάτι. Είχε δει µε έκπληξη εκείνα τα κτίσµατα να ορθώνονται στο βάθος του ορίζοντα σαν σωτήριοι φάροι. ∆εν θα ήθελε να µπει σε καµιά µεγάλη πόλη, κι εξάλλου αναρωτιόταν πως µπορούσε να υπάρχει πολιτεία σ’ εκείνη την ερηµιά. Όµως το δάσος το είχε αφήσει πολύ πίσω και χρειαζόταν τροφή. Η νύχτα προχωρούσε γλυκιά σαν βάλσαµο, η αύρα και η διάφανη ατµόσφαιρα την τύλιγαν σ’ ένα πέπλο δροσιάς, οι πυγολαµπίδες είχαν στήσει χορό γύρω της, οι νυχτερίδες διέσχιζαν απαλά στο σκοτάδι, η κουκουβάγια τίναζε τα βαριά φτερά της κάπου κοντά και το σκαθάρι δεν έπαυε να γεµίζει τον αέρα µε τον βόµβο του. Είχε ξαπλώσει στο έδαφος, µε το παιδί στην αγκαλιά και κοιτούσε τον έναστρο ουρανό.
      Χίλιες σκέψεις αργοσέρνονταν στο µυαλό της: ο Λουδοβίκος, η αντάµωσή τους, η χαρά µετά από τόσο πόνο. Κι έτσι λησµόνησε πως ήταν µόνη, πεινασµένη, κυνηγηµένη από τους εχθρούς της σε µιαν έρηµη απλωσιά της Καλαβρίας. Κοιµήθηκε. Ξύπνησε την ώρα που ο ήλιος µόλις ανέτειλε πίσω από τους αρχαίους ναούς της Ποσειδωνίας και κίονες έριχναν µικρές σκιές στην γη. Βρίσκονταν πολύ κοντά της, αθέατοι µέσα στην νύχτα, µα τώρα φαίνονταν σχεδόν καθαρά, όπως κτίσµατα που είχε δει εχθές το απόγευµα. Ορθώνονταν σε µια κακοτράχαλη απλωσιά, δίχως στέγες, µε τους κίονες κυκλωµένους από πανύψηλα αγριόχορτα. Ο καταγάλανος ουρανός τους σκέπαζε απαλά λούζοντας κάθε γωνιά τους µ’ ένα πασίχαρο φως. Η Βιολέτα τους κοίταζε εκστατική. Ήταν ναοί κάποιου θεού, που έµοιαζε να είναι ακόµη εκεί, να τους χαρίζει την αιώνια οµορφιά του. Και ίσως αυτά τα ερείπια – όπως τα ονόµαζαν όλοι- γοητευτικά τραχιά και θεσπέσια µοναχικά, να ταίριαζαν περισσότερο στην φύση του, από τότε που είχαν στέγες κι ολόχρυσα στολίδια και αστραφτερά µάρµαρα.
     Ίσως η βουβή λατρεία του αέρα και των ευτυχισµένων αγριµιών να τους άξιζε περισσότερο από τα πλήθη των βιαστικών και άσπλαχνων ανθρώπων, που µαζεύονταν κάποτε εκεί. Όλη η αγαθότητα των θεών έµοιαζε να κατοικεί σ’ εκείνη την γη που µόνο αγριόχορτα φύτρωναν. Το πνεύµα της οµορφιάς φτερούγιζε ανάµεσα σ’ αυτούς κίονες, που είχαν θαµπώσει από τον χρόνο, είχαν πάρει ένα παράξενο χρώµα, αλλά πλαισίωσαν µε βαθιά ανθρώπινη ατµόσφαιρα τον ερειπωµένο βωµό. ∆έος και βαθιά αφοσίωση πληµµύρισε την καρδιά της έρηµης κοπέλας. Σήκωσε το βλέµµα της στον ουρανό κι άφησε την καρδιά της να πετάξει να τρέξει να προσφέρει τις ευχαριστίες της, να προσευχηθεί µε βαθιά κατάνυξη. Όχι πως βρήκε τις κατάλληλες λέξεις -τα χείλη της δεν σάλεψαν στιγµή- ή τις κατάλληλες προτάσεις -δεν σκεπτόταν τίποτε- αλλά έτσι απλά, άφησε τα συναισθήµατα της λατρείας και του µεγαλείου που την πληµµύριζαν να µιλήσουν από µόνα τους, βουβά. Και καθώς το φως του ήλιου ξεχύθηκε ανάµεσα στους κίονες, η χαρά, µε φτερά περιστεράς, καταύγασε την ψυχή της.
     Βυθισµένη σ’ αυτή τη κατάνυξη που δεν είχε νιώσει ποτέ σε εκκλησία, ανέβηκε τα σπασµένα και φαγωµένα από τον άνεµο και την βροχή σκαλοπάτια του µεγαλύτερου ναού και πέρασε στο εσωτερικό του. Μια δεύτερη σειρά κιόνων διέγραφε ένα µικρότερο χώρο. Μπήκε και εκεί. Κάθισε σ’ ένα µεγάλο σπάραγµα µετώπης, που είχε γκρεµιστεί ποιος ξέρει πότε, και περίµενε βουβή να την επισκεφθεί κάποιος οιωνός, να της δείξει τι έπρεπε να κάνει. Τότε, άκουσε γαυγίσµατα κι ύστερα βελάσµατα προβάτων και είδε ένα µικρό κοπάδι να τριγυρίζει τον ναό. Ο βοσκός ήταν ένα κορίτσι ντυµένο µε ελάχιστα κουρέλια. Όµως η εποχή δεν χρειαζόταν πολλά ρούχα κι εκείνοι οι φτωχοί άνθρωποι, που ο µόνος τους πλούτος ήταν ό,τι τους έδινε η γη, συνήθως ντύνονταν πολύ ελαφριά ή και καθόλου.
     Όταν αγρίευε ο καιρός, έριχναν πάνω τους ακατέργαστες προβιές, κι όταν έφτανε το καλοκαίρι απλά τις πετούσαν κι έµεναν σχεδόν γυµνοί. Η βοσκοπούλα ήταν ίσως γύρω στα δεκαπέντε. Ένα µεγάλο ψάθινο καπέλο την προστάτευε από τις δυνατές ακτίνες του ήλιου. Ήταν ξυπόλυτη. Το κοντό µεσοφόρι της, σαν τον χιτώνα της Αρτέµιδος, έφτανε µέχρι τα γόνατα. Στο ύψος του στήθους της µια κορδέλα, που έπαιζε ρόλο ζώνης, συγκρατούσε τα υπόλοιπα κουρέλια και την έκανε να µοιάζει µε Ελληνίδα παρθένα. Τα κουρέλια αυτά σχηµάτιζαν από µόνα τους µια φορεσιά, που οι έντονες χρωµατικές αντιθέσεις των παράταιρων προχειροκοµµένων τµηµάτων, της έδιναν ένα είδος βασιλικής µεγαλοπρέπειας. Η Βιολέτα πλησίασε την βοσκοπούλα και σε λίγο άνοιξε µαζί της κουβέντα. ∆εν σχολίασε τα αισθήµατα οίκτου που της προκαλούσε η εµφάνισή της. Απλά την ρώτησε πώς έλεγαν εκείνο το µέρος.
     Την ίδια στιγµή ο µικρός ξύπνησε. Ήταν ευδιάθετος και κατάφερε αµέσως να κλέψει την προσοχή τους. Η βοσκοπούλα δεν ήταν µόνο όµορφη, µα είχε και πολύ καλή καρδιά. Άρχισε να παίζει µε τον µικρό και φαινόταν ευτυχισµένη που βρήκε συντροφιά µέσα στην τόση µοναξιά της. Όταν η Βιολέτα της είπε πως πεινούσε, εκείνη της πρόσφερε το φτωχικό της: ψητά κουκουνάρια, βραστά κάστανα κι ένα ξεροκόµµατο. Η Βιολέτα έφαγε µε λαχτάρα και χόρτασε. Έµειναν µαζί όλη την ηµέρα. Ο ήλιος έγειρε, η τελευταία λάµψη του δειλινού έσβησε, και η βοσκοπούλα ήθελε να πάρει την Βιολέτα µαζί της στο σπίτι της. Όµως εκείνη δεν ήθελε να πλησιάσει σε κατοικηµένη περιοχή, γιατί οι διώκτες της θα έψαχναν σίγουρα κάθε πιθανό καταφύγιο. Έδωσε στη νέα της φίλη µερικά ασηµένια νοµίσµατα, που είχε µαζί της πριν την πιάσουν και, αφού πρώτα την παρακάλεσε να της φέρει φαγητό την επόµενη µέρα, την εξόρκισε να µην αναφέρει σε κανέναν την συνάντησή τους. Το κορίτσι την καθησύχασε και µε την βοήθεια του σκύλου της οδήγησε το κοπάδι µακριά. Η Βιολέτα πέρασε τη νύχτα στον χώρο του κυρίως ναού.
     Στο µεταξύ, ο πρίγκηπας Μοντόλφο, σίγουρος πως το σχέδιό του θα στεφόταν µε επιτυχία, είχε φύγει το ίδιο κιόλας απόγευµα για την Νάπολι. Βρήκε τον γιο του στο αρχοντικό των Μοντόλφο. Περιφρονώντας την Αυλή και αδιαφορώντας για την ευθυµία που τον τριγύριζε, ο Λουδοβίκος λαχταρούσε να επιστρέψει στο καλύβι, που είχε αφήσει την Βιολέτα. Έτσι, µετά από δύο ηµέρες, είπε στον πατέρα του πως θα πήγαινε στο Μοντόλφο και θα γύριζε πίσω το πρωί της εποµένης. Ο Φερνάνδος δεν τον εµπόδισε, όµως, δύο ώρες µετά την αναχώρησή του, τον ακολούθησε. Όταν έφτασε στο κάστρο δεν ήταν πολύ ώρα που ο γιος του είχε αφήσει εκεί την συνοδεία του και συνέχισε µόνος για το καλύβι του δάσους. Το πρώτο πρόσωπο που είδε ο πρίγκηπας ήταν ο επικεφαλής των απαγωγέων της Βιολέτας. Του εξιστόρησε µε συντοµία τα καθέκαστα: τον αντίθετο άνεµο, τον εγκλεισµό στο κελί, την ακατανόητη δραπέτευσή της και τις άκαρπες προσπάθειες να την εντοπίσουν. Ο Φερνάνδος νόµιζε πως ονειρευόταν. Όταν κατάφερε να συνειδητοποιήσει την κατάσταση, δεν ήξερε τι να σκεφτεί, πού να πάει, πώς να γυρέψει την φυγάδα. Σκύλιασε στην κυριολεξία, µα γρήγορα κατάλαβε πως δεν θα τον ωφελούσε µια κρίση οργής. Περιέλουσε µε κατάρες τον µαντατοφόρο, έστειλε αποσπάσµατα να ψάξουν παντού, υποσχέθηκε πλούσιες αµοιβές, απαίτησε απόλυτη µυστικότητα και αποσύρθηκε προβληµατισµένος στην κάµαρή του. Η µόνωσή του δεν κράτησε πολύ. Ο Λουδοβίκος όρµησε µέσα µε το πρόσωπο φλεγόµενο από την οργή.
“∆ολοφόνε!” ούρλιαξε. “Πού είναι η Βιολέτα µου;”
     Ο Φερνάνδος δεν µίλησε.
“Απάντησέ µου!” είπε ο Λουδοβίκος. “Μίλα µ’ αυτά τα χείλη που πρόσταξαν τον θάνατό της ή σήκωσε πάνω µου αυτό το χέρι που δεν βάφτηκε βέβαια στο αίµα της! Αχ, Βιολέτα κι αγαπηµένο µου αγγελούδι, υπάρχει ακόµη χώρος για σας στην καρδιά µου. Αυτό το χέρι δεν έγραψε στο µέτωπό µου “Πατροκτόνος”!”
     Ο Φερνάνδος επιχείρησε να µιλήσει.
“Όχι!” ούρλιαξε ο δύστυχος Λουδοβίκος. “∆εν πρόκειται ν’ ακούσω τον δολοφόνο της. Μα, είναι αλήθεια νεκρή; Γονατίζω µπροστά σου, σε λέω πατέρα, προσπέφτω σ’ αυτήν την άγρια καρδιά, φιλώ το χέρι αυτό που µε ράπισε τόσες φορές και τώρα µου δίνει το τελευταίο θανάσιµο χτύπηµα, πες µου, αχ, πες µου, είναι ζωντανή;”
     Ο Φερνάνδος εκµεταλλεύθηκε τον στιγµιαίο κλονισµό του νέου για να διηγηθεί την ιστορία του. Του είπε την αλήθεια. Μα πώς µπορούσε να τον πιστέψει κανείς; Η καρδιά του δύστυχου Λουδοβίκου γέµισε οργή. ∆εν αµφέβαλε πως η Βιολέτα είχε δολοφονηθεί. Καταράστηκε τον πατέρα του, του ορκίστηκε πως σε λίγο καιρό θα καταντούσε να ψάχνει για διάδοχο ανάµεσα στις λάσπες της γης, κι εξαφανίστηκε.
Τα βήµατά του τον οδήγησαν στο καλύβι, έψαξε όλη την περιοχή, ρώτησε τους πάντες. Πήγε στο Σαλέρνο. Άκουσε την ίδια αµφίβολη ιστορία, την ιστορία που σίγουρα χάλκευσε ο πατέρας του για να απαλλαγεί από την κατηγορία του φόνου και να βυθίσει στο σκοτάδι την εξόντωση της Βιολέτας.
     Η εξηµµένη φαντασία του αναπαράστησε την σκηνή του θανάτου της. Το σπίτι που την φυλάκισαν είχε έναν πυργίσκο, που αντίκριζε την θάλασσα. Από κάτω περνούσε ένα ορµητικό ποτάµι για να χυθεί στον βαθύ κατασκότεινο ωκεανό. Ήταν βέβαιος πως η µοιραία σκηνή διαδραµατίστηκε εκεί. Ανέβηκε στον πυργίσκο. Τα παράθυρα ήσαν γυµνά, τα σιδερένια κάγκελα έλειπαν. Από εκεί πέταξαν την Βιολέτα και το παιδί τους στα ορµητικά νερά του ποταµού. Αυτό έκαναν.
     Αποφάσισε να πεθάνει! Εκείνη την εποχή, που η καθολική πίστη ήταν αγνή, η αυτοκτονία νοµιζόταν ωµέγα αµάρτηµα. Μα υπήρχαν κι άλλοι τρόποι. Θα πήγαινε να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους, θα µαχόταν και θα έπεφτε νεκρός κάτω από τα τείχη της Ιερουσαλήµ. Απερίσκεπτο και γεµάτο ορµή το σχέδιό του δεν χρειάστηκε λιγότερο χρόνο να υλοποιηθεί απ’ όσο να συλληφθεί. Προµηθεύτηκε το ράσο του προσκυνητή στο Σαλέρνο κι όταν έφτασαν τα µεσάνυχτα άφησε την πόλη, τραβώντας νότια, χωρίς να ειδοποιήσει τους ακόλουθούς του. Η οργή και η θλίψη εναλλάσσονταν στην καρδιά του. Σε λίγο απέµεινε µόνο η θλίψη. Εκείνη, της οποίας τον φονιά µισούσε, ήταν άγγελος και τον κοίταζε από τον ουρανό, κι αυτός τραβούσε για τους Αγίους Τόπους να διεκδικήσει το δικαίωµα της ένωσης µαζί της. Θλίψη, θλίψη απέραντη γεµάτη τρυφερότητα θόλωνε το βλέµµα του. Για κείνον δεν υπήρχε θέση πια στο µεγάλο θέατρο του κόσµου. Απ’ όλα τα στολίδια, το ράσο του προσκυνητή ήταν το πιο λαµπρό, απ’ όλα τα σκήπτρα το ξεροκόµµατό του ήταν το ισχυρότερο. Συµβόλιζαν την δύναµη που είχε η ψυχή του πέρα απ’ τα σύνορα της γης, ήταν σηµάδια της µελλούµενης ένωσής του µε την Βιολέτα. Κατευθύνθηκε προς την Βρουνδουσία.* [Υποσέλιδη σηµείωση: Το σηµερινό Πρίντεζι.]       Βάδιζε γρήγορα, σαν να ήταν θυµωµένος µε όλον τον χρόνο και τον χώρο που απλώνονταν ανάµεσα σε αυτόν και στον σκοπό του. Η αυγή ξύπνησε την γη κι αυτός ακόµη περπατούσε. Ο ήλιος του µεσηµεριού κάρφωσε πάνω τους τις ακτίνες του, µα η πορεία του δεν διακόπηκε στιγµή. Μπήκε σ’ ένα πευκόδασος και, ακολουθώντας τα ίχνη των κοπαδιών, άκουσε το κελάρυσµα µιας πηγής. Η δίψα των βασάνιζε. Άνοιξε το βήµα του. Το νερό ανάβλυζε από την γη και σχηµάτιζε µια λίµνη. Λουλούδια φύτρωναν στις όχθες της, κι έγερναν πάνω από το νερό, µα δεν καθρεφτίζονταν, γιατί η επιφάνεια ταραζόταν συνεχώς από µυριάδες µικρές δίνες, που ξεσπούσαν όλες µαζί σ’ ένα ποταµάκι. Το µικρό διάφανο ρεύµα λαµποκοπούσε κάτω στον ήλιο και προσπερνούσε πέτρες και βραχάκια, τρέχοντας προς την δική του αιωνιότητα: την θάλασσα. Τα δέντρα, σαν ν’ αποφάσισαν ξαφνικά να εγκαταλείψουν το βουνό, είχαν µαζευτεί όλα στους πρόποδές του.
     Το χορτάρι ήτανε καταπράσινο και δροσερό, κατάσπαρτο µε αγριολούλουδα. Λίγο παραπέρα, µια δεύτερη, µικρότερη λίµνη, τόνιζε µε την αταραξία της την συνεχή αναστάτωση της πρώτης, που δεν ήταν παρά ένα χρωµατικό πανδαιµόνιο, τριγυρισµένο από δέντρα και άνθη. Αντίθετα, στην επιφάνεια της µικρότερης λίµνης, ο φυσικός διάκοσµος καθρεφτιζόταν µε µια διαύγεια, µε µια ζωντάνια, που δεν διέθετε στην πραγµατικότητα. Τα δέντρα στέκονταν κάπως παράµερα, µε άνετο χώρο για τον αέρα ανάµεσά τους, τοποθετηµένα και σχεδιασµένα λες από το χέρι κάποιου θεϊκού καλλιτέχνη. Ο Λουδοβίκος ήπιε νερό από την πηγή, και ύστερα πλησίασε την λιµνούλα. Κοίταξε µε πραγµατική απορία το θέαµα που καθρεφτιζόταν στην γαλήνια επιφάνειά της. Ένα πουλί περνούσε µε ανοιχτά φτερά κάτω από το νερό -λες- κι ένας γαϊδαράκος πρόβαλε το κεφάλι του ανάµεσα στα δέντρα, γυρεύοντας µάταια κανένα ξερόχορτο. Ο Λουδοβίκος σήκωσε το βλέµµα και κοίταξε το πραγµατικό ζώο, που φάνταζε λιγότερο πραγµατικό, λιγότερο ζωντανό από το είδωλό του στο νερό.
     Κάτω από τα δέντρα, δίπλα στο γαϊδουράκι κάποιος κοιµότανε, τυλιγµένος µ’ ένα µανδύα. Ο Λουδοβίκος έριξε µια µατιά -χωρίς καν να ξέρει γιατί- και τον κυρίευσε η περιέργεια. Ύστερα, κάτι σαν τρέλα ευχάριστη, ανακουφιστική, τον έσπρωξε µπροστά. Πλησίασε γρήγορα τη µορφή  που  κοιµόταν, γονάτισε, παραµέρισε τον µανδύα κι είδε την Βιολέτα µε το παιδί τους στην αγκαλιά της. Ανάσαινε ανάλαφρα. Τα διάφανα βλέφαρά της δεν άργησαν ν’ ανοίξουν, αποκαλύπτοντας τα φωτοβόλα µάτια της. Ο Λουδοβίκος κι η Βιολέτα, πήρανε τον δρόµο για το καλυβάκι τους, για το πλουσιότερο παλάτι του κόσµου, χορταίνοντας κάθε σπιθαµή γης που πατούσαν. ∆εν µπορούσαν ακόµη να πιστέψουν πόση δύναµη µπορεί να έχει η αγάπη. Έκλαιγαν και κοιτάζονταν και κοίταζαν το παιδί τους και κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου σφιχτά, σαν να ήθελαν συγκρατήσουν την πραγµατικότητα, σαν να φοβούνταν πως µπορεί να πετάξει µέσα σε µια στιγµή.
*
     Ο πρίγκηπας Μοντόλφο τους άκουσε να φτάνουν. Είχε περάσει µέρες και νύχτες εφιαλτικές. Ο φόβος πως θα κατέληγε χωρίς παιδί και διάδοχο, τον είχε ηµερώσει. Φοβότανε τη κατακραυγή του κόσµου. Η στυγερή διακυβέρνησή του είχε δηµιουργήσει πολλές αντιδράσεις. Ίσως να µη βρισκότανε µακρυά από τη µέρα της κρίσης. Παραδόθηκε στη δύναµη του πεπρωµένου. ∆εν τόλµησε ν’ αντικρίσει τα θύµατά του. Έστειλε όµως τον εξοµολογητή του, για να τους µεταφέρει τη συγγνώµη του και να τους καλέσει στο Μοντόλφο. Στην αρχή, οι ευτυχισµένοι νέοι αγνοήσανε τη προσφορά του. Λατρεύανε το καλύβι τους και δεν ήθελαν να θέσουνε σε κίνδυνο την ευτυχία, την ελευθερία και τις ίδιες τις ζωές τους, για άχρηστα πλούτη. Όµως η επιµονή του πρίγκηπα τους έπεισε. Ο χρόνος επούλωσε τις πληγές. Του χαρίσανε πολλά εγγόνια, τονε τιµήσανε και τονε φροντίσανε στα γεράµατά του. Εκείνος αγάπησε πραγµατικά το µεγαλύτερο εγγόνι και δεν τον ενδιέφερε πια αν η µητέρα του διαδόχου των Μοντόλφο ήτανε χωριατοπούλα.


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *