Εισαγωγή
Το παρόν άρθρο, αφορά στη τολμηρή και παλιά ερωτική ζωγραφική, που πάει ως πολύ πίσω στο χρόνο. Θεώρησα σκόπιμο πως είναι κάτι που δεν πρέπει να λείπει από το Στέκι. Στην αρχή λοιπόν ξεκινώ με το τί είναι και σε τι αφορά η Σούνγκα, έπειτα, παραπέμπω στη ρίζα της που είναι το Ουκίγιο-ε, και τέλος παρουσιάζω 2 από τους κορυφαίους και στα 2 είδη, γιαπωνέζους ζωγράφους, που αφήσαν αριστουργήματα.
Ελπίζω να το απολαύσετε όσο κι εγώ όσο το έψαχνα και το έστηνα. Π. Χ.

Σούνγκα (Shunga, 春画) είναι ένας Ιαπωνικός όρος για τις εικόνες ερωτικών περιπτύξεων. Η τέχνη αυτή έχει τις ρίζες της στη Κίνα. Οι περισσότερες εικόνες σούνγκα είναι τύπου ουκίγιο-ε, σχεδιασμένες σε ξυλογραφία. Παρότι είναι εξαιρετικά σπάνιες υπάρχουν εικόνες σούνγκα που προηγούνται του κινήματος τέχνης ουκίγιο-ε. Η λέξη σούνγκα σημαίνει στα Ιαπωνικά Εικόνα της Άνοιξης. Η Άνοιξη είναι ένας κοινός ευφημισμός για τον έρωτα στην Ιαπωνική κουλτούρα. Το καλλιτεχνικό ρεύμα ουκίγιο-ε επιδίωκε να ιδανικοποιήσει τη καθημερινή σύγχρονη Γιαπωνέζική ζωή. Οι εικόνες σούνγκα της περιόδου Έντο επιδίωκαν να εκφράσουνε τις σεξουαλικές ανάγκες των αστών σ’ όλες τις πιθανές μορφές. Απεικόνιζαν ετεροφυλοφιλικό κι ομοφυλοφιλικό έρωτα, νεόυς κι ηλικιωμένους εραστές, όπως επίσης και κάθε μορφή φετίχ. Τη περίοδο Έντο οι σούνγκα απολαμβάνονταν από πλούσιους και φτωχούς, ιδιαίτερα από τη μεσαία τάξη τσόνιν και παρότι δεν είχαν την ευμένεια των κυβερνώντων σογκούν δεν θεωρούνταν ταμπού και δεν στιγματιζαν τους κατόχους των. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες ουκίγιο-ε σε κάποια φάση της καρριέρας τους δημιούργησαν αφίσες σούνγκα, γεγονός που δεν κηλίδωσε καθόλου τη φήμη τους.
Υπάρχει μια χρόνια διαμάχη μεταξύ των αναλυτών τέχνης, γύρω από τη καλλιτεχνική ταξινόμηση του είδους Σούνγκα. Κάποιοι ισχυρίζονται πως η ερωτική φύση των παραστάσεων κατατάσσει το είδος αυτό ζωγραφικής στη πορνογραφία ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του καλλιτεχνικού ρεύματος ουκίγιο-ε κι ότι δημιουργούνταν από τους ίδιους καλλιτέχνες. Σε αντιδιαστολή με τις σούνγκα, οι εικόνες Μπιτζίνγκα περιείχαν εικόνες γυναικών ενδεδυμένες σε παραδοσιακές Ιαπωνικές ενδυμασίες, σε μη ερωτικής φύσεως στάσεις και δεν θα πρέπει να συγχύζονται με αυτές.
=========================
Ουκίγιο-ε ή όκιο-ε ( 浮世絵 εικόνα–ες του επιπλέοντος κόσμου) είναι ένα είδος ξυλογραφίας και ζωγραφικής που γνώρισε άνθηση τον 17ο ως τον 20ο αι. στην Ιαπωνία. Το Ουκίγιο παραπέμπει στη νεανική παρορμητική κουλτούρα που άνθισε στα αστικά κέντρα του Έντο (σημερινό Τόκυο), Κυότο κι Οζάκα. Το όνομα παραπέμπει ειρωνικά στην ομόηχη λέξη Θλιβερός κόσμος (憂き世), ο τόπος απ’ όπου ο θάνατος κι η ανάσταση γλυτώνουνε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη βουδδιστική θεολογία.
Η τέχνη αυτή γνωρισε ιδιαίτερη άνθιση στο Έντο (σημερινό Τόκυο) το 2ο μισό του 17ου αι., εμπνευσμένη από τα μονόχρωμα έργα του Χισικάουα Μορονόμπου στα 1670. Αρχικά μόνο ινδικό μελάνι χρησιμοποιούνταν, αργότερα οι τυπωμένες αφίσες ζωγραφιζόταν αλλά τον 18ο αιώνα ο Σουζούκι Χαρουνόμπου εξέλιξε τη τεχνική της πολύχρωμης τυπογραφίας σ’ ένα νέο έιδος το νισίκι-ε (nishiki-e).
Τα Ουκίγιο-ε έργα ήτανε προσιτά στο ευρύ κοινό γιατί μπορούσαν να παραχθούν μαζικά. Προοριζόταν αρχικά γι’ αστούς που δεν ήταν αρκετά πλούσιοι για να αγοράσουν έναν αυθεντικό πίνακα. Τα αρχικά θέματα ήτανε παραστάσεις από τη ζωή της πόλης, σκηνές διασκέδασης, αθλητές του σούμο και φημισμένοι ηθοποιοί. Αργότερα, η θεματολογία επικεντρώθηκε στα τοπία. Το σεξ δεν ήταν επιτρεπόμενο θέμα αλλά παρουσιαζόταν συχνά σα θέμα στα ουκίγιο-ε. Συχνά οι εκδότες κι οι δημιουργοί τιμωρούταν για τη δημιουργία των σεξουαλικών ουκίγιο-ε ή σούνγκα.
Η εκτύπωση των έργων ουκίγιο-ε γινόταν με την ακόλουθη διαδικασία:
* Ο καλλιτέχνης παρήγαγε το κύριο έργο σε μελάνι.
* Οι τεχνίτες κολλούσανε τη ζωγραφιά σε μια ξύλινη επιφάνεια κόβωντας τις περιοχές όπου το χαρτί ήταν λευκό.
* Το ξύλο στη συνέχεια καλύπτοταν με μελάνι και τυπωνότανε σε χαρτί.
* Οι εκτυπώσεις στη συνέχεια κολλώνταν σε ξύλο στις επιφάνειες του σχεδίου με το συγκεκριμένο χρώμα μελανιού.
* Η διαδικασία επαναλαμβανόταν για όλα τα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στη σύνθεση και κάποιες φορές περισσότερες από μία φορά, έτσι ώστε το τελικό έργο να έχει το επιθυμητό χρώμα.

=========================
3 Καλλιτέχνες
O Κατσουσίκα Χοκουσάι (葛飾北斎, 31 Οκτώβρη 1760 / 10 Μάη 1849) ήταν Ιάπωνας καλλιτέχνης, χαράκτης και σκιτσογράφος της περιόδου Έντο. Στην εποχή του ήταν ο κορυφαίος Ιάπωνας καλλιτέχνης στη Κινέζικη ζωγραφική Ουκίγιο-ε.
Γεννημένος στο Έντο (σημερινό Τόκυο) είναι ιδιαίτερα γνωστός για τη σειρά ξυλογραφιών σε στιλ ουκίγιο-ε 36 απόψεις του Όρους Φούτζι (36 Views of Mount Fuji, 1831), που περιλαμβάνει την ιδιαίτερα δημοφιλή στο Δυτικό κόσμο, διεθνώς αναγνωρισμένη του σύνθεση Το Κύμα έξω από τη Καναγκάουα.(η 1η φωτογραφία πάνω-πάνω) Ο Χοκουσάι δημιούργησε τη σειρά αυτή λόγω της άνθισης των ταξιδιών στην Ιαπωνία και της προσωπικής εμμονής για το Όρος Φούτζι. Τα έργα του Το μεγάλο Κύμα (The Great Wave) και το Φούτζι με καθαρό καιρό (Fuji in Clear Weather), του εξασφαλίσανε παγκόσμια φήμη πέρα από τα σύνορα της Ιαπωνίας. Αν και το έργο του πριν τη σειρά αυτή ήτανε πραγματικά σημαντικό, ήταν η σειρά αυτή που επηρέασε βαθιά τη παγκόσμια τέχνη. Μέχρι το έτος 1795 περίπου δημιούργησε πορτραίτα ωραίων κοριτσιών (Μπιτζίν-γκα), τα οποία ήταν επηρεασμένα από το στυλ των μεγάλων τεχνίτων του είδους Κιγιονάγκα και Ουταμάρο, καθώς επίσης και διακοσμήσεις ποιητικών εκδόσεων και μικρές ευχετήριες κάρτες (σουριμόνο). Από το έτος 1798 ασχολήθηκε με ξυλογραφίες σε απομίμηση ευρωπαϊκών χαλκογραφιών. Από το 1800 περίπου, αυτά τα σχέδια τοπίων και παραστάσεων απέκτησαν το ιδιότυπο στυλ του καλλιτέχνη. Ήταν ένας από τους πιο πολύπλευρους καλλιτέχνες του στιλ ουκίγιο-ε (εικόνες του επιπλέοντος κόσμου) με ιδιοφυή έλεγχο της σύνθεσης και της τεχνικής. Μετά το 1820 δημιούργησε τα πλέον ώριμα έργα του, ανάμεσά τους περισσότερα από 30.000 σχέδια και διακοσμήσεις σε πάνω από 500 βιβλία, καθώς επίσης πλήθος από σειρές ξυλοτυπιών με τοπία, πουλιά, άνθη κλπ.
Ο Χοκουσάι, του οποίου το παιδικό όνομα ήταν Τoκιταρό (Tokitarō), γεννήθηκε στο Έντο (σημερινό Τόκυο) την 23η μέρα του 9ου μήνα του 10ου έτους της περιόδου Χορέκι (Hōreki) (Oκτώβρης-Nοέμβρης 1760) από οικογένεια καλλιτεχνών. Πιστεύεται ότι πατέρας του ήταν ο δημιουργός καθρεπτών Ναγκασίμα Ίσε. Στα 14 (1779) ως 18 μαθήτευσε κι εργάστηκε στο εργαστήριο του ξυλογράφου Σουνς, του οποίου τη τεχνική αρχικά μιμήθηκε στα έργα του, ξυλογραφίες και διακόσμηση βιβλίων. Στη συνέχεια μαθήτευσε στο στούντιο του Κατσουκάουα Σουνσό (Katsukawa Shunshō), ενός καλλιτέχνη ουκίγιο-ε (ukikyo-e) κι ιδρυτή της σχολής Κατσουκάουα.
Άλλαζε τ’ όνομά του συχνά, ανάλογα με τη καλλιτεχνική του ενασχόληση. Τα διάφορα ονόματά του είναι χρήσιμα στο να διαιρέσουμε τη ζωή του σε καλλιτεχνικές περιόδους. Μαθήτευσε 19 χρόνια στη σχολή του Κατσουκάουα. Φήμες ισχυρίζονται ότι αποβλήθηκε από τη σχολή λόγω παράλληλων σπουδών στην αντίπαλη σχολή Κανό (Kanō). Το 1795, αλλάζει το καλλιτεχνικό του όνομα σε Σουνρό (Shunrō). Η περίοδος αυτή κατά τον ίδιο ήταν εμπνευσμένη: “Αυτό που αποτέλεσε το κίνητρο για την καλλιτεχνική μου εξέλιξη ήταν η ντροπή που ένιωθα στα χέρια του Σουνκό (Shunkō)”. Ο Σουνκό ήταν ο διευθυντής της σχολής. Το έργο του Πυροτεχνήματα στη γέφυρα Ριογκόκου (1790) προέρχεται από τη περίοδο αυτή.
Το όνειρο της γυναίκας του ψαρά
Η επόμενη περίοδός του ήταν με την σχολή Ταουράουα (Tawaraya) και την υιοθέτηση του ονόματος Ταουράιγια Σόρι. Τη περίοδο αυτή ζωγράφισε πολλούς πίνακες για ευχετήριες κάρτες σουριμόνο (surimono), και διακοσμήσεις κουόκα-έχον (kyōka ehon). Το 1798, δάνεισε τ’ όνομά του σ’ ένα μαθητή και ξεκίνησε την ανεξάρτητη καλλιτεχνική του καρριέρα υιοθετώντας τ’ όνομα Χοκουσάι Τομίσα (Hokusai Tomisa). Τ’ όνομα αυτό κράτησε μέχρι το 1811 οπότε, σε ηλικία 51 ετών, το άλλαξε σε Τάιτο (Taito). Τη περίδο αυτή δημιούργησε έργα σε στυλ Χοκουσάι Manga, εχον και βιβλία τέχνης.
Το 1820 άλλαξε το όνομά του σε Ιίτσου (Iitsu) αρχίζοντας μία περίοδο που του έδωσε μεγάλη φήμη στην Ιαπωνία,αν και παγκόσμια η φήμη του εξαπλώθηκε μόνο μετά τον θάνατό του. Ήταν την περίοδο αυτή που δημιούργησε την ευρέως γνωστή σειρά συνθέσεων του 36 απόψεις του όρους Φούτζι. Επίσης παρήγαγε τις σειρές ξυλογραφιών Μια περιήγηση στους καταρράκτες της επαρχίας και Ασυνήθιστες απόψεις των γεφυριών της επαρχίας. Την επόμενη περίοδο που ξεκινά το 1834, ο Χοκουσάι υιοθέτησε το όνομα Gakyō Rōjin Manji (Ο γέρος άντρας που τρελαίνεται για τέχνη). Τη περίοδο αυτή δημιούργησε τη σειρά Εκατό απόψεις του όρους Φούτζι και άλλες σημαντικές παραστάσεις τοπίων.
Η Υπογραφή του
=========================
Ο Κιταγκάουα Ουταμάρο (喜多川歌麿), (~1753 / ~1806) ήταν Ιάπωνας ζωγράφος κι ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της παραδοσιακής ξυλογραφίας ουκίγιο-ε. Είναι γνωστός ιδιαίτερα για τις δεξιοτεχνικά συντιθεμένες σπουδές γυναικών γνωστές ως μπιτζίνγκα. Δημιούργησε επίσης πολλά έργα με θέματα από τη φύση ιδιαίτερα εικονογραφημένα βιβλία εντόμων. Τα έργα του γίνανε γνωστά στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αι. κι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στη Γαλλία. Επηρεάσανε δε βαθιά τους Ευρωπαίους ιμπρεσσιονιστές, ιδιαίτερα η τεχνική έμφασης στο φως και στη σκιά.
Άνθη
Βιογραφικές λεπτομέρειες για τη ζωή του είναι ιδιαίτερα περιορισμένες και κάθε αναφορά δίνει διαφορετική άποψη. Διαφορετικές πηγές ισχυρίζονται ότι γεννήθηκε στο Έντο (σημερινό Τόκυο), στο Κυότο ή στην Οζάκα γύρω στο 1753 (αν κι η ακριβής ημερομηνία δεν είναι σαφής). Το αρχικό όνομά του ήταν Κιτιγκάουα Ιτσιτάρο. Είναι γενικά αποδεκτό πως ήταν μαθητής του ζωγράφου Τοριγιάμα Σέκιεν όταν ήταν ακόμα παιδί, αλλά διάφορες πηγές ισχυρίζονται ότι ήταν γιος του. Μεγάλωσε στο σπίτι του Σέκιεν και παρέμεινε εκεί ακόμα και μετά το θάνατό του δασκάλου του, το 1788. Ο Σέκιεν ήταν εκπαιδευμένος στην αριστοκρατική σχολή Κανό ζωγραφικής αλλά στο ενδιάμεσο της καρριέρας του επηρεάστηκε πιότερο από τη δημοφιλή ουκίγιο-ε. Ο Ουταμάρο, όπως ήταν σύνηθες με τους Γιαπωνέζικους καλλιτέχνες του καιρού του, άλλαξε το όνομά του όταν ωρίμασε σαν καλλιτέχνης. Πήρε επίσης και το όνομά του σε Ιτσιτάρο Γιουσούκε. Παντρεύτηκε μία φορά αλλά ποτέ δεν έκανε παιδιά.
Η 1η του επαγγελματική δουλειά στην ηλικία των 22 το 1775 ήτανε για το εξώφυλλο ενός καταλόγου για το θέατρο Καμπούκι με το γκό Τογιοάκι. Από την άνοιξη του 1752 άλλαξε το όνομά του σε Utamaro κι άρχισε να σχεδιάζει έργα που απεικόνιζαν γυναίκες μπιτζίνγκα. Σε κάποιο σημείο στα μέσα των 1780 (ίσως το 1783) έζησε μαζί με τον ανερχόμενο εκδότη Τσουτάγια Τζουζάμπουρο για 5 συνεχή χρόνια. Ήταν τα χρόνια αυτά, ο κύριος καλλιτέχνης της εκδοτικής εταιρίας του Τσουτάγια. Παρήγαγε πολλά έργα τη περίοδο αυτή πολλές εικονογραφήσεις για βιβλία κιόκα.
3 καλλονές
Το 1791 άρχισε να σχεδιάζει θέματα δημοφιλή για τους καλλιτέχνες ουκίγιο-ε. Το 1793 ήταν ήδη ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης κι άρχισε να σχεδιάζει τις διάσημες σειρές έργων του με θέμα την περιοχή Γιοσιγουάρα. Το 1797 που πέθανε ο Τσουτάγια Τζουζαμπούρο αναστατώθηκε ιδιαίτερα και μετά τα έργα του ποτέ πια δεν έφτασαν το επίπεδο τελειότητας όπως τα περασμένα έργα του.
Με τη πάροδο των ετών παρήγαγε μεγάλον αριθμό ερωτικής φύσεως έργα, γνωστά στην Ιαπωνία ως σούνγκα (shunga). Τα ερωτικά αυτά χαρακτικά του αποτελούνε δοξολογία της σεξουαλικής απόλαυσης. Η ωραιότερη σειρά του με χαρακτικά σούνγκα είναι Το Τραγούδι του Μαξιλαριού (1788), με γκροτέσκες σκηνές ερωτικής συνεύρεσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται Η κόρη του ψαρά αποπλανείται από τα πνεύματα της θάλασσας, Νεαρή κοπέλα αποπλανείται από τριχωτό τέρας, Ζευγάρι σε ερωτική συνεύρεση κ. ά. Από την περίφημη σειρά με χαρακτικά Το Άλμπουμ των Πράσινων Σπιτιών ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων Η παλλακίδα της Γιοσιγουάρα κι ο εραστής της.
Το 1804 στο απόγειο της καρριέρας του, είχε μεγάλα νομικά προβλήματα όταν εκτύπωσε σειρά εντύπων που σχετιζόταν με ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Το έργο του Χιντεγιόσι κι οι 5 παλλακίδες του που απεικόνιζε τον στρατιωτικό ηγέτη Τογιοτόμι Χιντεγιόσι με τη γυναίκα και τις ερωμένες του, θεωρήθηκε ότι προσέβαλλε την τιμή του. Καταδικάστηκε να φέρει χειροπέδες για 50 μέρες. Σύμφωνα με κάποιες πηγές η εμπειρία αυτή τον συνέθλιψε συναισθηματικά και σύντομα μετά τερμάτισε την καρριέρα του. Πέθανε 2 χρόνια μετά, το 1806 σε ηλικία 53 χρόνων, στο Έντο (σημερινό Τόκυο). Μετά το θάνατο του, ο μαθητής του Κοικαγουα Σουντσό συνέχισε να παράγει έργα στο στυλ του δασκάλου του κι είναι σήμερα γνωστός ως Ουταμάρο Β’.
=========================
Ο Σουζούκι Χαρουνόμπου (鈴木春信, 1724 – 7 Ιουλίου 1770) ήταν Ιάπωνας καλλιτέχνης της παραδοσιακής τέχνης της ξυλογραφίας ουκίγιο-ε. Ήτανε πρωτοπόρος στο είδος του αφού κατάφερε να δημιουργήσει μια ειδική αυτοματοποιημένη τεχνική πολύχρωμων ξυλογραφιών, τη νισίκι-ε, που έφερε επανάσταση στον τρόπο παραγωγής αφισών ουκίγιο-ε, καθιστώντας έτσι όλες τις παλιές δίχρωμες ή τρίχρωμες τεχνικές παρωχημένες. χρησιμοποίησε πολλές ειδικές τεχνικές με θεματολογία που ποικίλλει, από κλασσικά ποιήματα ως απεικονίσεις καλλονών της εποχής του. Όπως άλλοι καλλιτέχνες της εποχής του δημιούργησε πολλά έργα σούνγκα. Πολλοί καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια της ζωής του και μετά το θάνατό του αντέγραψαν τις τεχνικές και τα έργα του.
Παρότι πολλοί ιστορικοί τέχνης εικάζουν ότι ήταν από το Κυότο, το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του είναι στο στυλ του Έντο (σημερινό Τόκυο). Η δουλειά του δείχνει επιρροές από πολλούς καλλιτέχνες όπως ο Τόριι Κιγιομίτσου, ο Ισικάγουα Τογιονόμπου, από τη Σχολή Καγουαμάτα και τη σχολή Κανό. Όμως η μεγαλύτερη επιρροή στο έργο του ήταν ο ζωγράφος Νισικάουα Σουκενόμπου που ήταν ο δάσκαλός του. Ο Χαρουνόμπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στη Σχολή Τόριι, όπου δημιούργησε πολλά έργα που, παρά το ότι ήταν έντεχνα, δεν ήταν καινοτόμα αρκετά και δεν ξεχώρισαν. Η ανάμιξή του με μία ομάδα διανοούμενων σαμουράι ήταν ο καταλύτης για να καταπιαστεί με νέες τεχνικές κι είδη τέχνης.
Το 1764, υποβοηθούμενος από τις κοινωνικές του συνδέσεις επιλέχθηκε να βοηθήσει κάποιους σαμουράι στη παραγωγή ενός ερασιτεχνικού ε-γκογιόμι (δηλαδή αναμνηστικού ημερολογίου). Τα ημερολόγια αυτά που είχανε τους υπολογισμούς του σεληνιακού ημερολογίου στις εικόνες τους ήτανε τα πρώτα νισίκι-ε (υφασμάτινα έντυπα). Χάρη στη γενναιοδωρία των σαμουράι προστατών, μπόρεσε να δημιουργήσει τα ημερολόγια αυτά με τα καλλίτερα υλικά που μπορούσε να βρει. Χρησιμοποίησε ξύλο κερασιάς αντί για κατάλπα, τα πιο ακριβά χρώματα σε μεγάλες ποσότητες για να προσδώσει τη ψευδαίσθηση της διαφάνειας στα έργα του. Τα έργα νισίκι-ε σε αντίθεση με προηγούμενα έργα άλλων καλλιτεχνών ήτανε πλήρως έγχρωμα.
Στα τέλη της 10ετίας του 1760, ήταν ο κύριος παραγωγός εντύπων για ηθοποιούς Καμπούκι στο Έντο. Κάποιες φορές το όνομα του πάτρωνά του εμφανιζότανε δίπλα από το δικό του, πράγμα που αποτελούσε νεωτερισμό για την εποχή του. Μεταξύ του 1765-70 δημιούργησε πάνω από 20 εικονογραφημένα βιβλία και πάνω από 1.000 έγχρωμα έντυπα μαζί μ’ ένα μεγάλο αριθμό πινάκων. Στο τέλος της καρριέρας του θεωρείται σαν ο δάσκαλος του ουκίγιο-ε και τα έργα του μιμήθηκαν καλλιτέχνες για πολλά χρόνια μετά το θάνατό του όπως ο Χιροσίτζε. Το στυλ του ξεπεράστηκε μόνο από καλλιτέχνες όπως ο Κατσουκάουα Σουνσό κι ο Τόριι Κιγιονάγκα
Το προσωπικό ύφος του Χαρουνόμπου ήταν μοναδικό από πολλές απόψεις. Οι φιγούρες του είναι πολύ λεπτές και φωτεινές, κάποιοι κριτικοί ισχυρίζονται ότι μοιάζουν σαν παιδιών. Ο Ρίτσαρντ Λέιν (Richard Lane) αναφέρει ότι “Ο Χαρουνόμπου κατάφερε ν’ αποτυπώσει την αιώνια κοριτσίστικη φύση σε ασυνήθιστα και ποιητικά μοτίβα“. Σε όλες του τις συνθέσεις είναι το συνολικό αποτέλεσμα που ενδιέφερε το Χαρουνόμπου και ποτέ οι λεπτομέρειες που μπορεί να επισκίαζαν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Θεωρείται επίσης ένας από τους καλλιτέχνες που απεικόνισαν καλλίτερα τη καθημερινή ζωή στο Έντο. Τα θέματά του δεν ήτανε περιορισμένα στους παλαιστές του σούμο, τους ηθοποιούς και τους καλλιτέχνες, αλλά περιελάμβαναν πωλητές του δρόμου, παιδιά για τα θελήματα και πολλούς άλλους που βοηθούσανε τη περιγραφή της εποχής εκείνης. Πολλά απ’ τα έργα του έχουν ένα άκαμπτο μονόχρωμο φόντο, μια τεχνική που ονομάζεται τσουμπούσι. Με τη τεχνική αυτή, το χρωματικό φόντο δίνει τον τόνο για όλη την εικόνα. Παρότι πολλοί άλλοι καλλιτέχνες χρησιμοποιήσανε τη τεχνική αυτή, ο Χαρουνόμπου όμως θεωρείται σαν αυτός που τη χρησιμοποίησε με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και τα καλλίτερα αισθητικά αποτελέσματα.
========================
Έργα Σούνγκα Σκόρπια