Simak Clifford: Πανέξυπνος Ευρηματικός Τρυφερός

Βιογραφικό

     Ο Κλίφορντ Ντόναλντ Σάιμακ (Clifford Donald Simak) γεννήθηκε 3 Αυγούστου 1904 στο Μέλβιλ του Ουϊσκόνσιν, από τον Τζων Λιούις Σάιμακ και την Μάργκαρετ Γουάιζμαν, ζευγάρι αγροτών. Είχεν ακόμη έναν αδελφό και πέρασε παιδικά χρόνια και στοιχειώδη εκπαίδευση εκεί. Αργότερα, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Ουισκόνσιν. Από τα πρώτα λοιπόν χρόνια του στην επαρχία, μπορεί κανείς να εντοπίσει τη “ποιμενικότητα” στη γραφή του, τόσο στις περιγραφές των τοπίων όσο και στους χαρακτήρες του. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως αν και παιδί του 20ού αιώνα, ένιωθε πιότερο παιδί των πρωτοπόρων του 19ου. Ξεκίνησε σα δάσκαλος στη πατρίδα του και μετά άρχισε να γράφει σε μιαν εφημερίδα. Ήταν η αρχή, γιατί μετά πέρασε από πολλές άλλες, μέχρι το 1939.
     Το 1929 παντρεύεται την Agnes Kurchenberg, με την οποία αποκτά δυο παιδιά: τον Σκοτ και τον Σέλεϋ. Ο γάμος αυτός θα σπάσει μετά 56 χρόνια, με τον θάνατο της συζύγου του, το 1985. Τον Δεκέμβρη του 1931, πρωτοεμφανίζεται με το διήγημα ΕΦ, “Ο Κόσμος Του Κόκκινου Ήλιου“. Επειδή διδάχτηκε και θαύμασε τον Κάμπελ, η γραφή του μπορεί να δείχνει κάπως “συγγενής” με κείνου, μα σαφώς ξεχωρίζει στο στυλ, μιας κι έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος.

     Μετά τον πόλεμο, το 1949, διορίζεται αρχισυντάκτης στον “ΑΣΤΕΡΑ” της Μινεάπολης. Από κει και πέρα, δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα, καινούργια βιβλία, πάντα ΕΦ. Στις ιστορίες του, επισημαίνει τον κίνδυνο της τεχνολογίας, τον ανθρωπισμό κι είναι από τους λίγους συγγραφείς του είδους, που στις ιστορίες του, κυρίως, τα …”βάζει” με τους ανθρώπους, ενώ δείχνει συμπάθεια προς τους …”εξωγήινους”.
     Έχει βραβευτεί πολλάκις με το HUGO. Το 1976, μετά 37 χρόνια υπηρεσίας, παίρνει τη σύνταξή του από τον ΑΣΤΕΡΑ, αλλά παραμένει στη Μινεσότα και γράφει. Τη Δευτέρα 25 Απρίλη 1988, πεθαίνει, σ’ ηλικία 84 ετών, στο Ιατρικό Κέντρο Μινεάπολης και θάβεται στο Κοιμητήρι Lakewood.

================

Λιποταξία

     Τέσσερις άντρες, ανά δυο, είχαν βγει στη φοβερή κόλαση που λεγόταν Δίας, και δεν είχαν γυρίσει πίσω. Είχαν βαδίσει έξω στη μανιασμένη καταιγίδα ή μάλλον είχανε συρθεί, με τη κοιλιά κολλητά στο έδαφος, με τα βρεγμένα καβούκια τους να γυαλίζουνε στη βροχή. Γιατί δεν είχανε βγει στον πλανήτη έχοντας την ανθρώπινη μορφή. Τώρα ο πέμπτος υποψήφιος στεκότανε μπροστά από το γραφείο του Κεντ Φάουλερ στον Θόλο Νο 3, της Επιτροπής Εξερεύνησης του Δία. Κάτω από το γραφείο του Φάουλερ, ο γερο-Τάουζερ έξυσε κάποιο ψύλλο στη γούνα του και μετά συνέχισε κανονικά τον ύπνο του.
     Ο Χάρολντ ‘Αλεν ήταν ο πέμπτος που θ’ αποτολμούσε την έξοδο. Ο Φάουλερ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ο ‘Αλεν ήταν νεαρός, πολύ νεαρός κι αυτό τονε γέμισε τύψεις. Είχε κείνη την ανέμελη αυτοπεποίθηση της νιότης, το πρόσωπο ανθρώπου που ποτέ δεν είχε γνωρίσει το φόβο. Κι αυτό ήτανε παράξενο. Γιατί οι άνθρωποι στους Θόλους του Δία ξέρανε καλά τι θα πει φόβος. Φόβος και ταπείνωση. Ήτανε δύσκολο για τον ‘Ανθρωπο να συμβιβάσει τον ασήμαντο εαυτό του με τις τρομαχτικές δυνάμεις του τερατώδους πλανήτη.
 -“Όπως ξέρεις“, είπεν ο Φάουλερ, “δεν είσαι αναγκασμένος να το κάνεις. Οπωσδήποτε δεν είσαι υποχρεωμένος να πας“. Τα λόγια ήτανρ, βέβαια, μόνο για τους τύπους. Κι οι άλλοι τέσσερις είχαν ακούσει ακριβώς τα ίδια και παρ’ όλ’ αυτά είχανε πάει. Και τούτος ο πέμπτος -o Φάουλερ ήταν σίγουρος γι’ αυτό- θα πήγαινε όπως κι εκείνοι. Αλλά ξαφνικά ένιωσε μέσα του μιαν αχνή ελπίδα ότι τελικά ο ‘Αλεν θα ‘κανε πίσω. 
 -“Πότε ξεκινάω;” ρώτησε ο ‘Αλεν. Υπήρξεν εποχή που ο Φάουλερ θα πλημμύριζε ζεστασιά και καμάρι στο άκουσμα αυτής της απάντησης, αλλά τώρα δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τα φρύδια του σμίξανε για μια στιγμή.
 -“Σε μιανώρα“, αποκρίθηκε. Ο ‘Αλεν έμεινε κει, περιμένοντας. “‘Αλλοι τέσσερις άντρες βγήκανε στον Δία και δεν επιστρέψανε“, παρατήρησε ο Φάουλερ. “Το ξέρεις, βέβαια. Δε σε στέλνουμε σε καμιά ηρωική αποστολή σωτηρίας. Το βασικό, το μόνο που ‘χει σημασία, είναι να γυρίσεις, ν’ αποδείξεις έτσι πως ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει με τη μορφή πλάσματος του Δία. Πήγαινε ως το πρώτο πασσαλάκι χωρομετρίας, -ούτε βήμα πιο πέρα- και μετά γύρισε πάλι. Μη το ρισκάρεις διόλου. Μην ερευνήσεις τίποτα. Μονάχα γύρισε πίσω κι αυτό μας φτάνει“. Ο ‘Αλεν έγνεψε καταφατικά.
 -“Τα ‘χω υπ’ όψη μου όλ’ αυτά“.
 -“Η μις Στάνλεϋ θα χειρίζεται τον μετατροπέα“, συνέχισε ο Φάουλερ. “Στο θέμα αυτό μη σ’ ανησυχεί τίποτα. Οι άλλοι τέσσερις μεταμορφωθήκανε δίχως καμία δυσκολία. Βγήκαν από τον μετατροπέα απόλυτα σώοι κι υγιείς. Η δουλειά θα γίνει από το πιο ικανό κι ειδικευμένο άτομο. Η μις Στάνλεϋ είναι η καλύτερη χειρίστρια μετατροπέα στο Ηλιακό Σύστημα. Έχει πείρα κι από τους περισσότερους άλλους πλανήτες. Γι’ αυτό, άλλωστε, βρίσκεται ‘δω“.
     Ο ‘Αλεν χαμογέλασε στη γυναίκα κι ο Φάουλερ είδε κάτι να περνά φευγαλέα από το πρόσωπό της. Μπορεί να ‘ταν οίκτος, οργή ή και σκέτος φόβος. Αλλά χάθηκε πολύ γρήγορα και την άλλη στιγμή η γυναίκα ανταπόδιδε το χαμόγελο του νεαρού που στεκόταν μπροστά στο γραφείο του Φάουλερ. Του χαμογέλασε με κείνο το σεμνότυφο, γεροντοκορίστικο τρόπο της, σχεδόν σα να μάλωνε τον εαυτό της που το αποτόλμησε.
 -“Περιμένω ανυπόμονα τη μετατροπή μου“, δήλωσεν ο ‘Αλεν. Κι ο τρόπος που το ‘πε έκανε την όλη υπόθεση να μοιάζει αστείο, ένα τεράστιο ειρωνικό αστείο. Και δεν ήτανε διόλου αστείο. Ήτανε σοβαρή επιχείρηση, θανάσιμα σοβαρή. Από τα τεστ αυτά, -ο Φάουλερ το ‘ξερε καλά-, εξαρτιόταν η μοίρα του ανθρώπου στον Δία. Αν τα τεστ πετύχαιναν, οι δυνατότητες του γιγάντιου πλανήτη θα προσφέρονταν στον ‘Ανθρωπο. Θα κατακτούσε τον Δία όπως είχε ήδη κατακτήσει και τους μικρότερους πλανήτες. Αλλά αν τα τεστ αποτύχαιναν… Αν αποτύχαιναν, ο ‘Ανθρωπος θα συνέχιζε να ‘ναι αλυσοδεμένος κι αιχμάλωτος της τρομαχτικής πίεσης, της φοβερής βαρύτητας και της παράξενης βιοχημείας του πλανήτη. Θα συνέχιζε να μένει κλεισμένος στους Θόλους του, ανήμπορος να πατήσει αληθινά πόδι στον πλανήτη κι ανίκανος να τονε δει άμεσα, με γυμνό μάτι. Θα ‘ταν αναγκασμένος να βασίζεται αποκλειστικά στα δυσκίνητα ερπυστριοφόρα και στις τηλεκάμερες, υποχρεωμένος να δουλεύει μ’ άβολα μηχανήματα κι εργαλεία ή με τη χρήση ρομπότ, που κι αυτά ήταν άβολα.
     Γιατί ο ‘Ανθρωπος, απροστάτευτος και με το φυσικό του σώμα, θα γινότανε κυριολεκτικά λιώμα από τη τρομακτική πίεση των δεκαπέντε χιλιάδων λιμπρών ανά τετραγωνική ίντσα στην επιφάνεια του Δία. Ήτανε μια πίεση που ‘κανε κείνη των βυθών στους Ωκεανούς της Γης να μοιάζει ανάλαφρη σα πούπουλο. Ακόμη και τ’ ανθεκτικότερα μέταλλα που μπόρεσαν οι Γήινοι να φτιάξουνε, δεν αντέχανε κάτω από τέτοιες πιέσεις. Χώρια οι αλκαλικές βροχές που μαστίγωναν αδιάκοπα την επιφάνεια του πλανήτη. Τα μέταλλα γίνονταν εύθραυστα και θρυμματίζονταν σα πηλός ή τρέχανε σα ρυάκια φτιάχνοντας λιμνούλες από άλατα αμμωνίας. Μονάχα ανεβάζοντας τα όρια αντοχής των μετάλλων, αυξάνοντας τη τάση των ηλεκτρονίων τους, γινότανε δυνατό ν’ αντέξουν στις χιλιάδες χιλιόμετρα των στροβιλιζόμενων, θανατηφόρων αερίων που αποτελούσαν την ατμόσφαιρα. Αλλά κι αυτό δεν ήταν αρκετό, γιατί το καθετί έπρεπε να επενδυθεί με σκληρό χαλαζία ώστε ν’ αντέχει στη βροχή της υγρής αμμωνίας που ‘πεφτε σα καταρράχτης.
     Ο Φάουλερ καθόταν ακούγοντας το βόμβο των μηχανών στις υπόγειες εγκαταστάσεις του θόλου. Δούλευαν ακατάπαυστα και ποτέ ο βόμβος τους δεν έπαυε ν’ ακούγεται στον Θόλο. Έπρεπε να δουλεύουν έτσι. Αν σταματούσαν να τροφοδοτούνε μ’ ενέργεια τα μετάλλινα τοιχώματα, η ηλεκτρονική τάση θα έπεφτε και μετά θα τέλειωναν όλα. Ο Τάουζερ ανασηκώθηκε κάτω από το γραφείο και ξύστηκε για κάποιον άλλο ψύλλο, με το πόδι του να τυμπανίζει γοργά στο δάπεδο.
 -“‘Έχουμε καμιάν άλλην εκκρεμότητα;” ρώτησεν o ‘Αλεν. Ο Φάουλερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
 -“Ίσως υπάρχει κάτι που θέλεις να κάνεις“, είπεν αδέξια. “Ίσως θέλεις να…”
Πήγαινε να πει: “να γράψεις κανά γράμμα“, αλλά πρόλαβε να σταματήσει έγκαιρα και δεν το ‘πε. Ο ‘Αλεν κοίταξε το ρολόι.
 -“Θα παρουσιαστώ στην ώρα μου“, δήλωσε. Ύστερα έκανε μεταβολή και προχώρησε για τη πόρτα. Ο Φάουλερ ήξερε πως η μις Στάνλεϋ τονε κοιτούσε, αλλά δεν ήθελε να γυρίσει και ν’ αντικρύσει το βλέμμα της. Ξεφύλλισε νευρικά μια στοίβα χαρτιά από το γραφείο μπροστά του.
 -“Πόσο καιρό θα κρατήσει αυτό;” ρώτησε η Μις Στάνλεϋ, με τη κάθε λέξη της κοφτή και ψυχρή. Ο Φάουλερ αποφάσισε ότι δε γινόταν διαφορετικά και γύρισε να τη κοιτάξει. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα σε μιαν ίσια γραμμή και τα μαλλιά της μοιάζανε πιο τραβηγμένα ψηλά στο κεφάλι, δίνοντας στα χαρακτηριστικά της εκείνη τη παράξενη, σχεδόν άγρια, όψη νεκροκεφαλής.
Προσπάθησε να κάνει τη φωνή του ψύχραιμη κι ήρεμη.
 -“Για όσο καιρό χρειάζεται“, αποκρίθηκε. “Για όσο καιρό θα υπάρχει ελπίδα“.
 -“Ώστε θα συνεχίσετε να τους καταδικάζετε σε θάνατο“, τονε κατηγόρησε. “Θα συνεχίσετε να τους στέλνετε να τα βάλουνε με τον Δία. Κι εσείς θα κάθεστε βολεμένος κι ασφαλής στη καρέκλα σας, στέλνοντας άλλους να πεθάνουν“.
 -“Δεν υπάρχουν περιθώρια για συναισθηματισμούς, μις Στάνλεϋ“, απάντησε ο Φάουλερ, προσπαθώντας να κρύψει το θυμό από τη φωνή του. “Ξέρετε το ίδιο καλά με μένα γιατί το κάνουμε αυτό. Ξέρετε πολύ καλά ότι ο ‘Ανθρωπος, με τη δική του μορφή, είναι εντελώς αδύνατο να τα βάλει με τον Δία. Η μοναδική λύση είναι να μετατρέψουμε τους ανθρώπους σε κάτι άλλο rιου να μπορεί ν’ αντέξει ‘κει έξω. Το ‘χουμε ξανακάνει άλλωστε και σ’ άλλους πλανήτες“. Πήρε ανάσα και συνέχισε. “Αν κάποιοι άνθρωποι πεθάνουν αλλά η προσπάθεια πετύχει τελικά, το αντίτιμο θα ‘ναι μικρό. Από τότε που υπάρχουν, οι άνθρωποι σπαταλούν τη ζωή τους γι’ ασήμαντα πράγματα και γι’ ανόητους λόγους. Γιατί να διστάσουμε τώρα; Τι σημασία έχουν λίγοι θάνατοι μπροστά σε κάτι τόσο μεγάλο“;
     Η μις Στάνλευ καθόταν αλύγιστη και ψυχρή, με τα χέρια διπλωμένα στα γόνατα και τα φώτα να κάνουν ανταύγειες στα ψαρά μαλλιά της. Ο Φάουλερ τη κοιτούσε, προσπαθώντας να φανταστεί τι ένιωθε η γυναίκα, να μαντέψει τι σκεφτόταν. Δε τη φοβόταν ακριβώς, αλλά δεν ένιωθε κι άνετα όταν ήταν κοντά του. Εκείνα τα διαπεραστικά γαλανά μάτια της διακρίνανε πάρα πολλά, και τα χέρια της φαίνονταν ιδιαίτερα ικανά. Θα μπορούσε να ‘ναι η θεία κάποιου, καθισμένη τώρα στη κουνιστή πολυθρόνα της με τις βελόνες και το πλεχτό. Αλλά δεν ήταν. Απεναντίας, ήταν η κορυφαία χειρίστρια του Ηλιακού Συστήματος στις μονάδες μετατροπής και δεν της άρεσε ο τρόπος που ο Φάουλερ χειριζόταν το πρόβλημα. 
 -“Κάτι δε πάει καλά, κύριε Φάουλερ“, παραrήρησε.
 -“Ακριβώς“, συμφώνησε ο Φάουλερ. “Γι’ αυτό και στέλνω το νεαρό ‘Αλεν μονάχο του. Μπορεί ν’ ανακαλύψει τι δε πάει καλά“.
 -“Κι αν δεν το ανακαλύψει“; 
 -“Τότε θα στείλω κάποιον άλλο“. Η μις Στάνλεύ σηκώθηκε αργά από τη καρέκλα κι έκανε να πάει προς τη πόρτα, αλλά μετά κοντοστάθηκε μπροστά στο γραφείο του.
 -“Εσείς κάποια μέρα“, του ‘πε σαρκαστικά, “θ’ ανεβείτε ψηλά. Ποτέ δεν αφήνετε ευκαιρία να πάει χαμένη. Και τούτη είναι η μεγάλη ευκαιρία της ζωής σας. Το μυριστήκατε από τη στιγμή που διάλεξαν αυτόν τον Θόλο για τις δοκιμές. Αν τα καταφέρετε θ’ ανεβείτε κάνα-δυο σκαλιά ακόμη. Δεν έχει σημασία πόσοι θα πεθάνουν, εσείς πάντως θ’ ανεβείτε ένα-δυο σκαλιά“.
 -“Μις Στάνλεϋ“, της απάντησε ξερά, “ο νεαρός ‘Αλεν πρόκειται ν’ αναχωρήσει σε λίγο. Σας παρακαλώ, φροντίστε ώστε η μηχανή σας να-“
 -“Η μηχανή μου“, τον έκοψε, “δε φταιει σε τίποτα. Λειτουργεί με βάση τις συντεταγμένες που της δίνουν οι βιολόγοι“. Ο Φάουλερ έμεινε σκυφτός στη καρέκλα του γραφείου του, ακούγοντας τα βήματά της ν’ απομακρύνονται στο διάδρομο. Όσα του ‘χε πει ήτανε, βεβαίως, αλήθεια. Οι βιολόγοι δίνανε τις συντεταγμένες, αλλά μπορεί κι αυτοί να κάνανε λάθη. Μιαν απειροελάχιστη διαφορά, μιαν ασήμαντη παράβλεψη κι από τον μετατροπέα θα ‘βγαινε κάτι που δε προβλεπότανε στα χαρτιά. ‘Ένα μεταλλαγμένο πλάσμα που μπορεί να μην άντεχε, να διαλυόταν, να παραφρονούσε σ’ απρόβλεπτες συνθήκες ή δυσκολίες. Γιατί, τελικά, ο ‘Ανθρωπος δεν ήξερε τι γινόταν εκεί έξω. Γνώριζε μονάχα ό,τι του λέγανε τα όργανα κι οι μηχανές του. Κι οι δειγματοληψίες από τα όργανα και τις μηχανές ήταν αυτό ακριβώς: απλές δειγματοληψίες, γιατί ο Δίας ήταν απίστευτα μεγάλος κι οι ανθρώπινοι Θόλοι ελάχιστοι. 
     Ακόμη κι η δουλειά των βιολόγων να συγκεντρώσουνε τα στοιχεία των Λόπερ, -κατά τα φαινόμενα ανώτερης μορφής ζωής του Δία-, είχεν απαιτήσει χρόνια εντατικής μελέτης κι άλλα δυο για τον έλεγχο των ευρημάτων. Ήταν δουλειά που στη Γη θα γινόταν σε μια-δυο βδομάδες. Δυστυχώς όμως, η δουλειά δε μπορούσε να γίνει στη Γη, γιατί ήταν αδύνατο να μεταφερθούν εκεί τα πλάσματα του Δία. Οι πιέσεις κι οι θερμοκρασίες του γιγάντιου πλανήτη δεν ήτανε δυνατό ν’ αναπαραχθούν αλλού και στη Γη τα Λόπερ θα εξαφανίζονταν σα σαπουνόφουσκες. Ωστόσο ήτανε δουλειά που ‘πρεπε να γίνει, αν o ‘Ανθρωπος ήθελε να περπατήσει κάποτε στο Δία με τη μορφή ενός Λόπερ. Γιατί πριν ο μετατροπέας αλλάξει έναν άνθρωπο σ’ άλλου είδους πλάσμα, έπρεπε να καταγράφει κάθε φυσικό χαρακτηριστικό του ξένου πλάσματος, σίγουρα, θετικά και δίχως το παραμικρό λάθος.
     Ο ‘Αλεν δεν επέστρεψε. Τα ερπυστριοφόρα που σάρωσαν τη γύρω περιοχή δε βρήκαν ίχνος του, εκτός κι αν το πλάσμα που ‘χε δει φευγαλέα κάποιος οδηγός ήταν ο χαμένος Γήινος με μορφή Λόπερ. Οι βιολόγοι ρουθούνισαν με τα πιο ακαδημαϊκά περιφρονητικά τους ρουθουνίσματα όταν ο Φάουλερ έκανε την υπόθεση πως ίσως οι συντεταγμένες τους ήτανε λάθος. Του υπενθύμισαν συγκαταβατικά πως οι συντεταγμένες είχαν αποδειχτεί σωστές στη πράξη. ‘Όταν ‘Ανθρωπος έμπαινε στο μετατροπέα και πατιότανε το κουμπί, έβγαινε από μέσα Λόπερ. ‘Αφηνε πίσω τη μηχανή κι απομακρυνόταν για να χαθεί σε λίγο στη σούπα που o Δίας είχε γι’ ατμόσφαιρα. Ίσως κάποιο λαθάκι, είχεν επιμείνει ο Φάουλερ, κάποια ελάχιστη απόκλιση από τη σωστή δομή ενός Λόπερ, κάποιο πολύ μικρό ελάττωμα. –Στη περίπτωση αυτή, του απάντησαν, θα χρειάζοντανε χρόνια να το εντοπίσουνε. Κι ο Φάουλερ ήξερε πως οι βιολόγοι είχανε δίκιο. ‘Έτσι είχανε χαθεί πέντε άντρες ως τώρα κι η έξοδος του Χάρολντ ‘Αλεν στον Δία είχεν αποδειχθεί εντελώς μάταιη. Κρίνοντας από τις πληροφορίες που αποκομίσανε, θα μπορούσε να μην είχε φύγει καθόλου.
     Ο Φάουλερ άπλωσε το χέρι στο γραφείο του και σήκωσε το φάκελο του προσωπικού, μια λεπτή δεσμίδα από συρραμμένα χαρτιά. Τούτη ήταν η δουλειά που τονε τρόμαζε πιότερο, ωστόσο ήταν υποχρεωμένος να τη κάνει. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπρεπε να βρεθεί η αιτία αυτών των παράξενων εξαφανίσεων. Και δεν υπήρχε άλλος τρόπος από το να στείλει έξω κι άλλους. Κάθισε για μια στιγμή εκεί, ακούγοντας το ουρλιαχτό της λαίλαπας πάνω από το Θόλο, τους αδιάκοπους κεραυνούς και τη καταιγίδα που σάρωνε τον πλανήτη μ’ ανείπωτα φοβερή μανία. Μήπως υπήρχε καμιά άγνωστη απειλή εκεί έξω; αναρωτήθηκε. Κάποιος κίνδυνος που αγνοούσανε; Κάτι που καραδοκούσε και καταβρόχθιζε τα Λόπερ, δίχως να κάνει διάκριση ανάμεσα στα ντόπια Λόπερ και σε κείνα που ‘τανε προηγουμένως άνθρωποι; Βέβαια, για το άγνωστο αρπαχτικό, αυτό δε θα ‘χε καμιά σημασία. ‘Η μήπως υπήρχε κάποιο βασικό λάθος στην εκλογή των Λόπερ σαν τη πιο ιδανική μορφή ζωής, προσαρμοσμένη στις συνθήκες του πλανήτη; Ήξερε πως η φανερή νοημοσύνη των Λόπερ ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας σ’ αυτή την εκλογή. Γιατί, αν το πλάσμα από το οποίο ο ‘Ανθρωπος θα δανειζότανε τη μορφή δεν είχε δυνατότητες νοημοσύνης, τότε κι ο ίδιος δε θα μπορούσε να διατηρήσει για πολύ τη νοημοσύνη του στο ξένο σώμα.
     Μήπως οι βιολόγοι είχαν υπερεκτιμήσει αυτό τον παράγοντα, υποτιμώντας κάποιον άλλο που μπορεί να μην ήτανε τόσον ιδανικός αν όχι και καταστροφικός; Μάλλον απίθανο. Μπορεί οι βιολόγοι να ήταν λίγο σνομπ, αλλά ήξεραν καλά τη δουλειά τους ή μήπως τ’ όλο εγχείρημα ήταν ανέφικτο, καταδικασμένο από την αρχή; Η μετατροπή σε διαφορετικές μορφές ζωής είχε εφαρμοστεί μ’ επιτυχία σ’ άλλους πλανήτες, άλλ’ αυτό δε σήμαινε ότι θα ίσχυε και για το Δία. Ίσως η ανθρώπινη νόηση δε μπορούσε να λειτουργήσει σωστά με τα αισθητήρια όργανα των Λόπερ. Ίσως αυτά τα πλάσματα του Δία ήτανε τόσο ξένα που δεν υπήρχε κοινό έδαφος κατανόησης. Ίσως ο ανθρώπινος νους να μη μπορούσε να δουλέψει αρμονικά με το εξωγήινο σώμα ή μπορεί πάλι το σφάλμα να βρισκότανε στον ‘Ανθρωπο, κάτι σύμφυτο στη ράτσα του. Κάποια ψυχική ανωμαλία που, σε συνδυασμό με κάποιον εξωτερικό παράγοντα, δεν επέτρεπε στους Ανθρωπολόπερ να γυρίσουνε. Βέβαια, μπορεί να μην ήταν ανωμαλία με τη κοινή έννοια. ‘Ίσως ήτανε κάποιο συνηθισμένο ψυχολογικό χαρακτηριστικό, κοινότυπο στη Γη, που όμως ερχότανε σε τόσο βίαιη αντίθεση με το περιβάλλον του Δία ώστε να οδηγεί τον άνθρωπο στην τρέλα.
     Σκυλίσια πόδια ακούστηκαν να πλησιάζουν από το διάδρομο. Στ’ άκουσμά τους ο Φάουλερ χαμογέλασεν αχνά. Ήταν ο Τάουζερ που γύριζε από τη κουζίνα. Πήγαινε συχνά εκεί να επισκεφθεί το φίλο του το μάγειρα. Μπήκε στο δωμάτιο φέρνοντας μαζί του κι ένα κόκαλο. Κούνησε την ουρά του στον Φάουλερ και ξάπλωσε δίπλα από το γραφείο, με το κόκαλο ανάμεσα στα μπροστινά πόδια του. Μιαν ατέλειωτη στιγμή, τα γέρικα μάτια του κοίταξανε το αφεντικό του κι ο Φάουλερ άπλωσε το χέρι του να χαϊδέψει ένα μαδημένο αφτί.
 -“Εσύ τουλάχιστον με συμπαθείς ακόμη, Τάουζερ;” ρώτησε ο Φάουλερ κι ο σκύλος του κούνησε φιλικά την ουρά. “Είσαι ο μόνος“, τονε διαβεβαίωσε ο Φάουλερ. Όρθωσε το κορμί και γύρισε πάλι προς το γραφείο. ‘Απλωσε το χέρι απρόθυμα, προς τον φάκελο του προσωπικού. Τον Μπένετ; Είχε κορίτσι που τονε περίμενε στη Γη. Τον ‘Αντριους; Έκανε σχέδια για το Πολυτεχνείο του ‘Αρη αμέσως μόλις μάζευε αρκετά για τα έξοδα της πρώτης χρονιάς. Τον Όλσον; Ζύγωνε την ηλικία της σύνταξης. Δεν έκανε άλλη κουβέντα με τους νεαρούς παρά μονάχα για τα σχέδιά του να πάρει ένα κτηματάκι και να καλλιεργεί τριαντάφυλλα.
     Ο Φάουλερ ακούμπησε προσεκτικά το φάκελο στο γραφείο. Καταδίκαζεν ανθρώπους σε θάνατο. Η μις Στάνλεϋ το ‘χε πει απερίφραστα, με τα χλομά χείλη της σχεδόν ακίνητα στο ρυτιδωμένο πρόσωπό της. Του λόγου του, έστελνε ανθρώπους έξω, να πεθάνουν, ενώ ο ίδιος καθότανε βολεμένος κι ασφαλής στη καρέκλα του. Ασφαλώς τα ίδια θα λέγανε κι όλοι οι άλλοι στον Θόλο, ιδίως όταν δε γύρισε κι ο ‘Αλεν. Βέβαια, ποτέ δε θα του το πετούσανε κατάμουτρα. Ακόμη κι εκείνος ή εκείνοι που θα καλούσε για να τους πει πως ήταν η σειρά τους να πάνε, δε θα του το λέγαν ανοιχτά. Θα το διάβαζε όμως στα μάτια τους.
     Σήκωσε πάλι το φάκελο. Μπένετ; ‘Αντριους; ‘Ολσον; Υπήρχαν κι άλλοι, αλλά δεν έβγαινε τίποτα αν συνέχιζε. Ο Κεντ Φάουλερ ήξερε ότι δε θα τ’ άντεχεν άλλο. Δε θα μπορούσε να τους αντικρίσει, δε θα μπορούσε να στείλει κι άλλους να πεθάνουν. Πάτησε το κουμπί της ενδοσυνεννόησης. 
 -“Μάλιστα, κύριε Φάουλερ“.
 -“Τη μις Στάνλεϋ, παρακαλώ“.
 -“Εδώ μις Στάνλεϋ“, ακούστηκε η φωνή της γυναίκας.
 -“Ήθελα να σας ειδοποιήσω, μις Στάνλευ, να ετοιμάσετε τη μηχανή για δυο ακόμη“.
 -“Δε φοβάστε μήπως σας τελειώσουν κάποτε; Στέλνοντας έναν-έναν θα κρατήσουν περισσότερο και θα το ευχαριστηθείτε διπλάσια“.
 -“Ο ένας από τους δυο θα ‘ναι σκύλος“, εξήγησεν ο Φάουλερ.
 -“Σκύλος!”
 -“Ναι, ο Τάουζερ“. ‘Ακουσε το γοργό, απότομο φούντωμα της οργής που έκανε σαν πάγο τη φωνή της.
 -“Τον ίδιο σας το σκύλο; Μα ήτανε μαζί σας σχεδόν μια ζωή…”
 -“Γι’ αυτό ακριβώς“, αποκρίθηκεν αυτός, “θα ‘νιωθε δυστυχής αν τον άφηνα πίσω“. 
     Δεν ήταν ο Δίας που ‘χε γνωρίσει από τις οθόνες. Περίμενε να ‘ναι διαφορετικός, αλλά ποτέ κάτι τέτοιο. Περίμενε κόλαση από καταρρακτώδεις βροχές αμμωνίας, αποπνιχτικά αέρια και τον ασταμάτητο ορυμαγδό της καταιγίδας. Περίμενε θυελλώδη σύννεφα, ομίχλες και τις φοβερές λάμψεις από τερατώδη αστροπελέκια. Δε περίμενε πως οι καταρράχτες της αμμωνίας θα φαίνονταν σα βιολετιές καταχνιές, που αναδεύονταν νωχελικά σαν άυλες σκιές πάνω από τη κόκκινη, πορφυρή χλόη. Δεν είχε μαντέψει πως οι φιδογυριστές αστραπές θα λάμπανε σα φαντασμαγορικά βεγγαλικά σ’ έναν ουρανό γεμάτο χρώματα.
     Περιμένοντας να εμφανιστεί έξω κι ο Τάουζερ, δοκίμασε τα μέλη του νέου κορμιού του, σαστίζοντας από τη ρωμαλέα, λυγερή δύναμη που ‘νιωσε να τα διαχέει. Δεν ήτανε κι άσχημο σώμα, σκέφτηκε κι έκανε μια εύθυμη γκριμάτσα στη θύμηση πως είχε νιώσει οίκτο για τα Λόπερ βλέποντάς τα στην οθόνη. Γιατί του ‘τανε δύσκολο να φανταστεί ζωντανόν οργανισμό βασισμένο στην αμμωνία αντί για το νερό και στο υδρογόνο αντί οξυγόνου. Ήτανε δύσκολο να πιστέψει πως ένα τέτοιο πλάσμα θα ‘νιωθε για τη ζωή το ίδιο σκίρτημα χαράς που ‘νιωθε κι ο άνθρωπος. Του ήτανε δύσκολο να μαντέψει τι σήμαινε να ζεις σ’ αυτή την εφιαλτική κόλαση, μη ξέροντας βέβαια ότι για τα μάτια των ντόπιων ο Δίας δεν ήτανε διόλου εφιαλτική κόλαση.
     Η απαλή αύρα ήτανε σα χάδι πάνω του και θυμήθηκε μ’ έκπληξη ότι για τους Γήινους ήταν ένας φοβερός κυκλώνας που λυσσομανούσε με τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα, φορτωμένος με θανάσιμα αέρια. Ευχάριστες μυρωδιές πότιζανε το σώμα του. Ωστόσο δεν ήταν ακριβώς μυρωδιές, γιατί δεν είχανε καμιά σχέση με την αίσθηση της όσφρησης που θυμόταν. Ήτανε σαν ολάκερη η ύπαρξή του να ρουφούσε την ευωδιά της λεβάντας, που δεν ήταν ακριβώς λεβάντα. Ήξερε πως ήτανε κάτι που δεν είχε λέξεις, σίγουρα το πρώτο από τα πολλά αινίγματα της νέας ορολογίας. Γιατί οι λέξεις που ‘ξερε, τα σύμβολα της σκέψης που χρησιμοποιούσε σα Γήινος, ήταν άχρηστα σ’ έναν κάτοικο του Δία.
     Η θωρακισμένη, στεγανή πόρτα στο πλάι του Θόλου άνοιξε κι ο Τάουζερ βγήκε χοροπηδώντας ή τουλάχιστον, αυτός υπέθεσε πως ήταν ο Τάουζερ. Έκανε να φωνάξει το σκύλο, με το μυαλό του να διαμορφώνει τις λέξεις που σκόπευε να πει. Αλλά δε μπορούσε να τις προφέρει. Δεν υπήρχε τρόπος να τις χρησιμοποιήσει. Δεν είχε τίποτα να πει μ’ αυτές. Για μια στιγμή ένιωσε σκέψεις να στροβιλίζονται στην αβεβαιότητα του φόβου, ενός τυφλού φόβου που ‘φτιαχνε μικρούς κυκλώνες στο μυαλό του. Πως μιλούσαν τα Λόπερ; Πως… Ξαφνικά συνειδητοποίησε τη παρουσία του Τάουζερ, ένιωσεν έντονα την αδέξια, καμαρωτή, ζεστή φιλία του μαλλιαρού φίλου που τον είχε ακολουθήσει από τη Γη σε διάφορους πλανήτες. Ήτανε λες και το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τάουζερ είχεν απλωθεί για ν’ αγγίξει για λίγο το μυαλό του κι από το εγκάρδιο καλωσόρισμα που ‘νιωσε ξεχώρισαν λέξεις:
 -“Γεια σου, φίλε“. Δεν ήτανε λέξεις στ’ αλήθεια, αλλά κάτι καλύτερο από λέξεις. Ήτανε σύμβολα σκέψης στο μυαλό του, μ’ αποχρώσεις αισθημάτων που θα ‘ταν αδύνατο ν’ αποδοθούν ποτέ με λέξεις. 
 -“Γεια σου, Τάουζερ“, αποκρίθηκε.
 -“Αισθάνομαι υπέροχα“, είπεν ο Τάουζερ. “λες κι είμαι κουταβάκι. Τώρα τελευταία ένιωθα πολύ χάλια. Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να με πονάνε και τα δόντια μου είχανε πέσει σχεδόν όλα. ‘Ασε δε τι μαρτύρια τραβούσα με τους ψύλλους. Παλιά δεν τους έδινα και πολλή σημασία. Δυο ψύλλοι παραπάνω ή παρακάτω δε παίζανε ρόλο στα νιάτα μου“. 
 -“Μα… μα…”, τραυλίσανε σαστισμένα οι σκέψεις του Φάουλερ. “εσύ μου μιλάς!
 -“Και βέβαια“, αποκρίθηκεν ο Τάουζερ, “πάντα σου μιλούσα, αλλά συ δε μ’ άκουγες. Προσπαθούσα να σου πω χίλια-δυο πράγματα, αλλ’ ήταν αδύνατο να με καταλάβεις”.
 -“Σε καταλάβαινα πότε-πότε“, είπεν ο Φάουλερ.
 -“Όχι και τόσο καλά πάντως“, παρατήρησε ο Τάουζερ. “Ήξερες πότε πεινούσα, πότε ήθελα νερό και πότε βόλτα, αλλά σχεδόν τίποτα παραπάνω“.
 -“Με συγχωρείς“, είπε ο Φάουλερ.
 -“Δε πειράζει“, τον καθησύχασε ο Τάουζερ. “Τρέχουμε να δούμε ποιος θα φτάσει πρώτος σε κείνο το γκρεμό“; Για πρώτη φορά ο Φάουλερ παρατήρησε τον γκρεμό. Φαινόταν να ‘ναι πολλά χιλιόμετρα μακριά, αλλά είχε παράξενη κρυστάλλινη ομορφιά και λαμποκοπούσε στις σκιές που ρίχναν τα πολύχρωμα σύννεφα. Ο Φάουλερ δίστασε.
 -“Είναι μακριά…” 
 -“Έλα, πάμε“, τον ενθάρρυνε ο Τάουζερ και την άλλη στιγμή άρχισε να τρέχει προς το γκρεμό. Ο Φάουλερ τον ακολούθησε, δοκιμάζοντας τη δύναμή του στο καινούριο σώμα. Κάπως επιφυλακτικά στην αρχή, μ’ ευχάριστην έκπληξη λίγο αργότερα. Σε λίγο έτρεχε κι αυτός, μ’ εκστατική χαρά που γινόταν ένα με τη κόκκινη, πορφυρή χλόη και τις νωχελικές καταχνιές της βροχής που αρμενίζανε πάνω από τη Γη. Εκεί που ‘τρεχε, μια μουσική έφτασε στη συνείδησή του, μουσική που του πότιζε το κορμί, πλημμύριζε το είναι και τον έκανε να πετά με τ’ ασημένια φτερά της γρηγοράδας. Μουσική σα σήμαντρο από κάποιο μακρινό καμπαναριό, πέρα ψηλά σ’ έναν ηλιόλουστο λόφο την άνοιξη. Καθώς ο γκρεμός πλησίαζε, η μουσική δυνάμωνε και γέμιζε τον κόσμο με κύματα μαγικής μελωδίας. Μόλις τότε κατάλαβε πως η μουσική προερχόταν από τον καταρράχτη που ‘πεφτε σαν αφρός στο πρόσωπο του λαμπερού γκρεμού. Μόνο που ‘ξερε πως δεν ήτανε σα τους καταρράχτες που θυμότανε, γιατί τούτος ήταν από αμμωνία κι ο γκρεμός ήταν άσπρος από το στερεοποιημένο οξυγόνο.
     Σταμάτησε τσουλαριστά δίπλα στον Τάουζερ, εκεί που ο καταρράχτης σκόρπιζε σ’ ένα αστραφτερό ουράνιο τόξο μ’ εκατοντάδες χρώματα. Κυριολεκτικά εκατοντάδες, γιατί εδώ, πρόσεξε, δεν υπήρχε μονάχα το βαθμιαίο σβήσιμο των βασικών χρωμάτων που ‘βλεπε το ανθρώπινο μάτι. Απεναντίας, τα χρώματα είχανε φοβερή σαφήνεια που ανέλυε το πρισματικό φάσμα ως τους έσχατους διαχωρισμούς.
 -“Η μουσική“, είπεν ο Τάουζερ, “τι θες να πεις για τη μουσική; Η μουσική”, συνέχισε, “είναι δονήσεις. Οι δονήσεις του νερού που πέφτει”.
 -“Μα συ, Τάουζερ, δεν έχεις ιδέα από δονήσεις“.
 -“Ασφαλώς κι έχω“, τον διαβεβαίωσε. “Η σκέψη, να…! έτσι ξεφύτρωσε στο νου μου“. Ο Φάουλερ ξεροκατάπιε νοερά.
 -“‘Ακου, έτσι ξεφύτρωσε!” Και ξαφνικά, μες στο κεφάλι του, υπήρχε μια φόρμουλα… η τεχνική για τη κατασκευή μετάλλων που θ’ άντεχανε στις πιέσεις του Δία. Κοίταξεν εμβρόντητος προς τον καταρράχτη κι απρόσμενα το μυαλό του πήρε το πλήθος των χρωμάτων και τα ταξινόμησε στη σωστή τους σειρά, στο φάσμα. Έτσι απλά! Σα να ‘ταν ουρανοκατέβατη έμπνευση. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν είχε ιδέα από μέταλλα ή χρώματα. “Τάουζερ“, φώναξε. “Τάουζερ, κάτι μας συμβαίνει!”
 -“Μα, ναι, το ξέρω“, του απάντησε ο Τάουζερ.
 -“Είναι το μυαλό μας“, είπε ο Φάουλερ. “Το χρησιμοποιούμε στο σύνολό του, ως και τη τελευταία του κρυφή γωνιά. Το χρησιμοποιούμε για να συμπεράνουμε πράγματα που θα ‘πρεπε να τα ξέραμε από την αρχή. Ίσως ο εγκέφαλος στη Γη, είναι από τη φύση του αργόστροφος κι ασαφής στη σκέψη. ‘Ίσως είμαστε οι ηλίθιοι του σύμπαντος. Ίσως είμαστε από τη φύση μας φτιαγμένοι για να διαλέγουμε πάντοτε το δυσκολότερο δρόμο“.
     Και με την καινούρια, καθάρια σκέψη που τώρα κατείχε, καταλάβαινε ότι δεν ήταν μονάχα το θέμα των χρωμάτων σ’ ένα καταρράχτη ή των μετάλλων που θ’ αντέχανε στις πιέσεις του Δία. Ένιωσε κι άλλα πράγματα, πιο πέρα, πράγματα, που δεν ήταν ακόμη συγκεκριμένα. ‘Έναν αχνό ψίθυρο που υποσχότανε πράγματα περισσότερο μεγαλειώδη, μυστήρια πέρα από την ανθρώπινη σκέψη, πέρα ακόμη κι από τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας. Πράγματα που κανένα γήινο μυαλό δε θα μάθαινε ποτέ, έστω κι αν χρησιμοποιούσε όλη τη δύναμη της λογικής.
 -“Εξακολουθούμε να ‘μαστε πιότερο Γήινοι“, παρατήρησε. “Μόλις τώρα αρχίζουμε να μαθαίνουμε μερικά από τα πράγματα που ξανοίγονται μπροστά μας. Λίγα από κείνα που παρέμεναν απρόσιτα για τους ανθρώπους, ίσως ακριβώς επειδή ήταν άνθρωποι. Γιατί το ανθρώπινο σώμα ήτανε φτωχό. Φτωχό για να σκέφτεται, φτωχό σ’ αισθήσεις που μόνον όταν τις έχει κανείς ξέρει τι σημαίνουν. Ίσως μάλιστα να μη διαθέτει καν τις αισθήσεις που απαιτούνται για την απόκτηση της αληθινής γνώσης“.
     Κοίταξε πίσω προς τον Θόλο, έν ασήμαντο μαύρο αντικείμενο, μικροσκοπικό εξαιτίας της απόστασης. Εκεί μέσα υπήρχαν άνθρωποι που δε μπορούσαν να δούνε την ομορφιά που ‘κρυβεν ο Δίας. ‘Ανθρωποι που νόμιζαν ότι θυελλώδεις άνεμοι, σύννεφα και καταρραχτώδεις βροχές, μαστιγώνανε το πρόσωπό του πλανήτη. Τυφλά ανθρώπινα μάτια, φτωχά μάτια που δε μπορούσαν να διακρίνουνε την ομορφιά στα σύννεφα, που δε μπορούσαν να δούνε πέρα από τη καταιγίδα. Σώματα που δε μπορούσαν να νιώσουνε τη γοητεία της μουσικής από τα κελαριστά νερά. ‘Ανθρωποι που περπατούσανε μονάχοι, σε τρομερή μοναξιά, μιλώντας παιδιάστικη γλώσσα, ανίκανοι να ξανοιχτούνε και ν’ αγγίξουν έναν άλλο νου, όπως αυτός άγγιξε τώρα κείνο του Τάουζερ. ‘Ανθρωποι αποκομμένοι για πάντα από κάθε προσωπική, στενή επαφή μ’ άλλα ζωντανά πλάσματα.
     Αυτός, ο Φάουλερ, περίμενε να βρει τον τρόμο των απόκοσμων καταστάσεων εδώ στην επιφάνεια του πλανήτη. Περίμενε ότι θα ζάρωνε φοβισμένος μπροστά στην απειλή άγνωστων τεράτων κι είχεν ατσαλώσει το κουράγιο του για ν’ αντιμετωπίσει έναν αποτρόπαιο κόσμο που δεν ήταν η Γη. Κι αντί γι’ αυτά, είχε βρει κάτι πιο μεγαλειώδες απ’ ό,τι είχε συλλάβει ποτέ ο άνθρωπος. Ένα πιο γρήγορο, πιο τέλειο κορμί. Μιαν αίσθηση χαράς και μια βαθύτερη αίσθηση ζωής. Ένα πιο κοφτερό μυαλό. Ένα κόσμον ομορφιάς που ακόμη κι οι ονειροπόλοι της Γης δεν είχανε φανταστεί.
 -“‘Αντε, ας φεύγουμε“, τονε παρότρυνε ο Τάουζερ.
 -“Που θέλεις να πάμε“; 
 -“Οπουδήποτε“, απάντησεν ο Τάουζερ. “Έτσι, να ξεκινήσουμε και να δούμε πού μας οδηγούν όλ’ αυτά. Έχω ένα προαίσθημα… πως το λένε; Ένα προαίσθημα...”
 -“Ναι, ξέρω“, τονε διαβεβαίωσεν ο Φάουλερ. Γιατί το ‘νιωθε κι ο ίδιος. Μιαν αίσθηση μεγάλων πεπρωμένων. Σα κάτι μεγαλειώδες να τους περίμενε. Μια σιγουριά ότι πέρα από τους ορίζοντες υπήρχανε περιπέτειες και πράγματα πιο μεγάλα κι από περιπέτειες. Κι οι άλλοι πέντε το ‘χαν νιώσει αυτό. Είχαν αισθανθεί το κέντρισμα να προχωρήσουνε και να δουν, ένα ακατανίκητο κάλεσμα, ότι μπροστά τους υπήρχε μια ζωή πληρότητας και γνώσης. Ο Φάουλερ το ‘ξερε τώρα, αυτός ήτανε κι ο λόγος που κανένας δεν είχε ξαναγυρίσει.
 -“Δε πρόκειται να πάω πίσω“, δήλωσε ο Τάουζερ.
 -“Δε μπορούμε να τους αφήσουμε έτσι“, επέμεινε ο Φάουλερ. Έκανε ένα δυο βήματα προς τη κατεύθυνση του Θόλου, αλλ’ αμέσως μετά σταμάτησε. Να γυρίσει πίσω; Πίσω σε ‘κείνο το ανυπόφορο, γεμάτο δηλητήρια κορμί που ‘χε ξεφορτωθεί; Δε του φαινόταν ανυπόφορο παλιά, αλλά τώρα ήξερε πως έτσι είχε το πράγμα. Πίσω στο συσκοτισμένο μυαλό. Πίσω στις θολερές σκέψεις. Πίσω στα πλαδαρά στόματα που βγάζανε θορύβους για να γίνονται κατανοητά από τους άλλους. Πίσω στα μάτια που τώρα του φαίνονταν χειρότερα κι από την έλλειψή τους. Πίσω στη βρομιά, πίσω στη μικρότητα, πίσω στην άγνοια. “Μπορεί, κάποιαν άλλη μέρα…”, μουρμούρισε μονολογώντας.
 -“Έχουμε τόσα πολλά να δούμε και να κάνουμε“, είπε ο Τάουζερ. “Έχουμε τόσα να μάθουμε. Θ’ ανακαλύψουμε πράγματα...” Ναι, θ’ ανακαλύπτανε πράγματα. ‘Ίσως άλλους πολιτισμούς. Πολιτισμούς που θα ‘καναν εκείνον του Ανθρώπου να φαίνεται ασήμαντος σε σύγκριση μαζί τους. Ομορφιά, και κάτι πιο σημαντικό: τη κατανόηση αυτής της ομορφιάς. Και μια συντροφικότητα που κανένας τους δεν είχε γνωρίσει στο παρελθόν, που κανένας, άνθρωπος ή σκύλος, δεν είχε βρει πουθενά. Και ζωή. Μια φρεσκάδα ζωής ύστερα από μιαν αποχαυνωμένη ύπαρξη. “Δε μπορώ να γυρίσω πίσω“, συνέχισεν ο Τάουζερ.
 -“Ούτε κι εγώ“, συμφώνησεν ο Φάουλερ.
 -“Θα με κάνανε πάλι σκύλο“, είπεν ο Τάουζερ.
 -“Κι εμένα“, είπεν ο Φάουλερ, “θα με κάνανε πάλι άνθρωπο“.

——————————————-
Desertion (1944)
Μτφρ.Γιώργος Μπαλάνος
————————————-

Αντίστροφη Εξέλιξη

     Ο έμπορος είχε κρατήσει λίγο χώρο στ’ αμπάρι για να φορτώσει ρίζα μπαμπού, που, ουγκιά προς ουγκιά, αντιπροσώπευε μεγαλύτερο κέρδος απ’ όλα τα άλλα εμπορεύματα που κουβαλούσε από τους 12 πλανήτες που είχεν επισκεφτεί το σκάφος. Αλλά, κάτι είχε συμβεί στα χωριά των Γκουγκλς στον πλανήτη Ζαν. Δεν υπήρχε ρίζα μπαμπού για να φορτωθεί στο πλοίο κι ο έμπορος στριφογυρνούσε πέρα-δώθε με μανία, ρίχνοντας πάνω σ’ όλους τους Γκουγκλς φοβερές κατάρες, διαλεγμένες από καμιά εικοσαριά γλώσσες και πολιτισμούς.
     Ψηλά στην καμπίνα του, έναν όροφο κάτω από την αίθουσα ελέγχου και τα διαμερίσματα του καπετάνιου, ο Στηβ Σέλντον, ο διορισμένος Συντονιστής του διαστημοπλοίου, κοιτούσε τη μια μετά την άλλη, τις ταινίες των αρχείων που αφορούσαν τον πλανήτη και μελετούσε για μια ακόμα φορά τη βίβλο του επαγγέλματός του, το βιβλίο του Ντένισον, “Κλεις Νοημόνων Φυλών“. Έψαχνε για κάποια κρυφήν ένδειξη, ξεσκαλίζοντας με μανία τη βαρυφορτωμένη μνήμη του για κάποιο ξεχασμένο στοιχείο, που να ταίριαζε στην περίπτωση. Αλλά τ’ αρχεία δε τονε βοηθούσανε σχεδόν καθόλου.
     Ο Ζαν, ένας από τους πλανήτες που παρακάμφθηκαν στο πρώτο εξερευνητικό κύμα, είχεν ανακαλυφθεί πριν πέντε αιώνες. Από τότε, οι έμποροι τον επισκέπτονταν τακτικά, για να προμηθεύονται τη ρίζα μπαμπού. Στο δέοντα χρόνο είχαν υποβάλει τις αναφορές τους στην Κουλτούρα. Αλλά η Κουλτούρα, έχοντας ν’ ασχοληθεί με πιο σοβαρά πράγματα από έναν ασήμαντο πλανήτη, δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να βάζει τις αναφορές στο αρχείο της για μελλοντική εξέταση κι έπειτα βέβαια, να τις ξεχνά τελείως. Γι’ αυτό το λόγο δεν είχε γίνει καμιά επίσημη επιθεώρηση του Ζαν κι έτσι οι αρχειοταινίες δεν είχαν και πολλά στοιχεία πέρα από τ’ αντίγραφα εμπορικών συμβολαίων, εμπορικών αδειών, αιτήσεις για μονοπώλια κι εκατοντάδες τιμολόγια που καλύπτανε τα πεντακόσια χρόνια των εμπορικών συναλλαγών. Διασκορπισμένα εδώ κι εκεί υπήρχαν γράμματα κι αναφορές της πολιτιστικής στάθμης και του πολιτισμού των Γκουγκλς και περιγραφές του πλανήτη, αλλά μιας κι οι αναφορές είχανε γίνει από ασαφείς κι ανίδεους ταξιδιώτες κι όχι από εκπαιδευμένους παρατηρητές είχαν ελάχιστη αξία.
     Ο Σέλντον βρήκε μιαν αρκετά εμπεριστατωμένη διατριβή πάνω στη ρίζα μπαμπού. Απ’ αυτή την εργασία έμαθε πως το φυτό δε φύτρωνε πουθενά αλλού παρά μόνο στον Ζαν κι ήταν πολύτιμο γιατί ήταν το μόνο γνωστό φάρμακο για μιαν ειδική αρρώστια που υπήρχε αποκλειστικά σ’ έναν ορισμένο τομέα του Γαλαξία. “Αρχικά, το φυτό φύτρωνε άγριο κι οι Γκουγκλς το μαζεύανε και το χρησιμοποιούσαν σαν ανταλλακτικό αγαθό, αλλά τα τελευταία χρόνια“, έλεγε το άρθρο, “είχανε γίνει μερικές προσπάθειες για να το καλλιεργήσουνε μιας και τ’ αποθέματα των αγρίων φυτών είχαν αρχίσει να εξαντλούνται“.
     Ο Σέλντον δε μπορούσε να προφέρει ούτε το φάρμακο που παραγόταν από τη ρίζα, ούτε την ασθένεια που θεράπευε αυτό το φάρμακο, αλλά δεν έδωσε καμιά σημασία στο γεγονός. Ο Ντένισον αφιέρωνε λιγότερες από δέκα γραμμές στον Ζαν κι απ’ αυτές ο Σέλντον δεν έμαθε τίποτα περισσότερο απ’ αυτά που ήδη ήξερε: “Οι Γκουγκλς ήταν ανθρωποειδής φυλή, κατά κάποιο τρόπο, και με πολιτισμιακό επίπεδο, τύπου 10, που ποίκιλλε από τον τύπο 10Α μέχρι τον τύπο 10Θ. Ήταν ειρηνική φυλή, και ζούσε ποιμενική ζωή. Τριανταεφτά χωριά διαφόρων φυλών ήτανε γνωστά, και το ένα από αυτά ασκούσε πεφωτισμένη και καλοπροαίρετη δικτατορία πάνω στα υπόλοιπα τριανταέξι. Το κυρίαρχο χωριό πάντως, άλλαζε κάθε τόσο, ακολουθώντας σίγουρα κάποιο ειρηνικό σύστημα εναλλαγής της εξουσίας, βασισμένο σε ένα παράδοξο είδος πολιτικής. Οι Γκουγκλς ήταν ήρεμος, ειρηνικός λαός και δε καταφεύγανε σε πολέμους“. Κι αυτές ήταν όλες οι πληροφορίες που υπήρχαν.
     Δε τον βοηθούσανε και πολύ, αλλά, έτσι και αλλιώς, καθησύχασε τον εαυτό του ο Σέλντον, κανένας Συντονιστής δεν έπαιρνε βοήθεια από πουθενά όταν τα ‘βρισκε σκούρα με το σκάφος του. Στη πραγματικότητα ένας Συντονιστής άρχιζε να λειτουργεί δημιουργικά μόνον όταν όλοι, καθώς κι ο ίδιος, βρισκόταν μπλεγμένοι σε κάτι πολύ σοβαρό. Δουλειά του Συντονιστή ήταν, να βρει πως θα ξεμπλέξουν. Μέχρι τη στιγμή που θα παρουσιαζόταν κάποιο σοβαρό δίλημμα, δεν ήταν ιδιαίτερα απαραίτητος. Φυσικά, έπρεπε να προσέχει τους εμπόρους για να βεβαιωθεί πως δε κλέβανε πέρα από κάποιο λογικό όριο τους άγριους με τους οποίους εμπορεύονταν, να παρατηρεί μήπως παραβίαζαν κανένα ταμπού ή έθιμο των ξένων πλασμάτων με τα οποία συναλλάσσονταν κι ότι ενεργούσανε σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, αλλά αυτή δεν ήταν παρά μια ρουτινιάρικη παρακολούθηση -η συνηθισμένη του ρουτίνα.
     Τώρα, μετά από ένα ήσυχο ταξίδι, κάτι είχε συμβεί τελικά -δεν υπήρχε ρίζα μπαμπού κι ο Μάστερ Νταν Χαρτ του αστρόπλοιου Έμμα πηγαινοερχόταν αγριεμένος μες στο πλοίο και βλαστημούσε χωρίς να καταφέρνει τίποτα. Ο Σέλντον τον άκουγε τώρα να ορμάει με θόρυβο πάνω στις σκάλες προς την καμπίνα του Συντονιστή. Καταλαβαίνοντας τις διαθέσεις του, από τον τρόπο που ανέβαινε τις σκάλες ο Σέλντον έσπρωξε στο πλάι τις ταινίες και ξάπλωσε στη καρέκλα, βυθίζοντας το μυαλό του σε κείνη τη κατάσταση της ατάραχης ηρεμίας που χαρακτήριζε τους ανθρώπους του επαγγέλματός του.
 -“Καλή σας μέρα, Μάστερ Χαρτ“, είπε ο Σέλντον όταν παρουσιάστηκε τελικά ο νευριασμένος κυβερνήτης.
 -“Καλή σας μέρα, Συντονιστή“, είπε ο Χαρτ, παρόλο που ήταν ολοφάνερο πως του στοίχιζε να φέρεται πολιτισμένα.
 -“Κοιτούσα τ’ αρχεία“, του είπε ο Σέλντον. “Δεν υπάρχουν πολλά πράματα“.
 -“Θες να πεις“, είπε ο Χαρτ με την οργή του σχεδόν στο αποκορύφωμα, “πως δεν έχεις ιδέα για το τι συμβαίνει“;
 -“Ούτε τη παραμικρή“, αποκρίθηκε εύθυμα ο Σέλντον.
 -“Περίμενα κάτι καλύτερο“, του είπε ο Χαρτ. “περίμενα κάτι πολύ καλύτερο, κύριε Συντονιστή. Αυτή τη φορά θα κερδίσεις πράγματι το μισθό σου. Σε κουβαλάω μαζί μου εδώ και χρόνια μ’ έναν αρκετά καλό μισθό, όχι επειδή η Κουλτούρα λέει πως πρέπει κι όλον αυτό τον καιρό δεν έκανες τίποτα, ή σχεδόν τίποτα. Αλλά τώρα έχεις κάτι που πρέπει να κάνεις για να κερδίσεις το μισθό σου. Σ’ ανέχτηκα όλον αυτό τον καιρό, σ’ είχα στη πλάτη μου, ήσουνα πάντα μες στα πόδια μου και συγκρατούσα συνεχώς τη γλώσσα και το θυμό μου, αλλά τώρα που υπάρχει δουλειά που πρέπει να κάνεις, θα βεβαιωθώ πως θα τη κάνεις“. Τέντωσε το λαιμό σα θυμωμένη χελώνα. “Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι, Κύριε Συντονιστή“;
 -“Το καταλαβαίνω“, είπε ο Σέλντον.
 -“Θ’ αρχίσεις να δουλεύεις“, είπε ο Χαρτ. “Και θ’ αρχίσεις αμέσως“.
 -“Έχω ήδη αρχίσει“.
 -“Αλήθεια!” είπεν ο Μάστερ Χαρτ.
 -“Βεβαιώθηκα, πως δεν υπάρχει τίποτα στο αρχείο“, είπε ο Σέλντον.
 -“Και τί κάνεις τώρα“;
 -“Παρατηρώ και σκέφτομαι“, είπε ο Σέλντον.
 -“Παρατηρείς και σκέφτεσαι!” ούρλιαξε ο Χαρτ, εμβρόντητος.
 -“Δοκιμάζω μερικές υποθέσεις“, είπε ο Σένλτον. “Θα μάθουμε τελικά τι συμβαίνει“.
 -“Πότε;” ρώτησε ο Χαρτ. “Πόσο θα κρατήσουν αυτές οι ανοησίες“;
 -“Αυτό είναι κάτι που δε μπορώ να σας το πω“.
 -“Ώστε δε μπορείς να μου το πεις. Πρέπει να σου υπενθυμίσω, κύριε Συντονιστή, πως ο χρόνος είναι χρήμα στο εμπόριο“.
 -“Έχεις ξεπεράσει το χρονοδιάγραμμά σου“, του είπε ήρεμα ο Σέλντον. “‘Αρπαξες ό,τι μπορούσες σ’ όλο το ταξίδι. Ήσουν απότομος στις συναλλαγές σου, μέχρι του σημείου, να υπερβαίνεις τις αρχές του πρωτοκόλλου, που ‘χει καθορίσει η Κουλτούρα. Αναγκάστηκα να σου υπενθυμίζω συνέχεια τη σπουδαιότητα αυτού του πρωτοκόλλου. ‘Αλλες φορές σ’ άφησα να κάνεις ό,τι θέλεις. Έχεις υποχρεώσει το πλήρωμά σου να δουλεύει παραπάνω απ’ όσον ορίζει το πρόγραμμα απασχόλησης της Εργατικής Ένωσης. Ενεργούσες σ’ όλο το ταξίδι σα να σε κυνηγούσε ο διάβολος. Το πλήρωμα θα ξεκουραστεί όσο χρειάζεται, μέχρι να ξεμπερδέψουμε μ’ αυτή την υπόθεση. Αυτή η καθυστέρηση δε θα σε βλάψει“.
     Ο Χαρτ τα δέχτηκε όλα αυτά, επειδή δεν ήξερε πόσο ακριβώς μπορούσε να πιέσει τον ήσυχο άνθρωπο που τον κοιτούσε καθισμένος πίσω από το γραφείο. ‘Αλλαξε τακτική.
 -“Έχω ένα συμβόλαιο για το μπαμπού“, είπε, “και την άδεια γι’ αυτή την εμπορική διαδρομή. Δε με πειράζει να σου πω πως βασιζόμουν στο μπαμπού. Αν δεν τα καταφέρεις να πάρω αυτό το μπαμπού, θα μηνύσω…”
 -“Μην είσαι ανόητος“, είπε ο Σέλντον.
 -“Όλα ήταν εντάξει εδώ πριν πέντε χρόνια“, είπε ο Χαρτ, “στο τελευταίο μας ταξίδι. Ένας πολιτισμός δε μπορεί να αλλάξει σε τόσο λίγο διάστημα“.
 -“Αυτό που ‘χουμε ‘δώ“, είπε ο Σέλντον, “είναι κάτι πιο πολύπλοκο από απλή αλλαγή. Έχουμε να κάνουμε με κάποιο πρόγραμμα, με κάποιο σχέδιο, με κάτι το σκόπιμο. Το χωριό με το πολιτισμιακό επίπεδο τύπου 10 βρίσκεται στα δυτικά μας, κάπου ένα ή δυο μίλια μόνο πιο πέρα, ερημωμένο, με τα σπίτια του προσεχτικά κλειδωμένα και σφραγισμένα. Τα πάντα είναι τακτοποιημένα σα να ‘χανε φύγει για λίγο οι κάτοικοι και να σκόπευαν να επιστρέψουν σύντομα. Και λίγο πιο πέρα υπάρχει έν’ άλλο χωριό κι ένας πληθυσμός με πολιτισμιακό επίπεδο, τύπου 14“.
 -“Είναι τρελό“, δήλωσεν ο Χαρτ. “Πως θα μπορούσε να χάσει ένας λαός τέσσερις ολόκληρες πολιτισμιακές μονάδες; Κι ακόμα να τις έχανε, γιατί να φύγουν από το χωριό τύπου 10 και να πάνε σε καλύβες; Ακόμα κι οι βάρβαροι καταχτητές που καταλαμβάνουν μια μεγάλη πόλη θρονιάζονται στα παλάτια και στους ναούς και τέρμα στις καλύβες“.
 -“Δε ξέρω“, είπε ο Σέλντον. “Δουλειά μου είναι να μάθω“.
 -“Και πώς θα το διορθώσουμε“;
 -“Ούτε αυτό το ξέρω. Μπορεί να χρειαστούν αιώνες για να το διορθώσουμε“.
 -“Αυτό που με απασχολεί“, είπε ο Χαρτ. “είναι αυτό το θεόσπιτο. Και το θερμοκήπιο πίσω του. Φυτρώνουν μπαμπού σ’ αυτό το θερμοκήπιο“.
 -“Πώς ξέρεις ότι είναι μπαμπού;” ρώτησε ο Σέλντον. “Το μόνο που ‘χεις δει από το μπαμπού είναι η ρίζα του“.
 -“Πριν από χρόνια“, είπε ο Χαρτ, “ένας από τους ιθαγενείς με πήρε και μου το ‘δειξε. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Φαινόταν να καλύπτει στρέμματα ολόκληρα σ’ ένα σημείο. Ολόκληρη περιουσία. Αλλά δε μπορούσα να πάρω μαζί μου ούτ’ ένα φυτό. Το φύλαγαν, μου είπαν, μέχρι να μεγαλώσει κι άλλο η ρίζα“.
 -“Είπα στους άντρες“, είπε ο Σέλντον, “να μη πλησιάσουν αυτό το θεόσπιτο και τώρα το λέω και σε σένα Χαρτ. Αυτό ισχύει και για το θερμοκήπιο. Αν πιάσω κανένα να προσπαθεί ν’ αρπάξει καμία ρίζα μπαμπού ή οτιδήποτε φυτρώνει σ’ αυτό το θερμοκήπιο, θα το πληρώσει ακριβά“.
     Αφού έφυγε ο Χαρτ, μετά από λίγο, ο αρχηγός του χωριού ανέβηκε τις σκάλες για να επισκεφτεί τον Συντονιστή. Ήταν ένας βρώμικος τύπος, γεμάτος ζωύφια. Δεν ήξερε καν τι ήταν οι καρέκλες και κάθισεν ανακούρκουδα στο πάτωμα. Έτσι ο Σέλντον άφησε τη καρέκλα του και κάθισε κι αυτός στο πάτωμα με τον ίδιο τρόπο, αμέσως όμως πήγε πιο πίσω, γιατί ο αρχηγός ήταν αρκετά ψηλός. Ο Σέλντον μίλησε στη γλώσσα των Γκουγκλς, κάπως διστακτικά, γιατί τη χρησιμοποιούσε για πρώτη φορά από τότε που ‘τανε στο κολέγιο. Υπέθετε πως όλοι οι άντρες του σκάφους τη μιλούσανε καλύτερα από τον ίδιο, επειδή όλοι τους είχαν επισκεφτεί παλιότερα τον Ζαν, ενώ γι’ αυτόν ήταν το πρώτο του ταξίδι.
 -“Ο αρχηγός είναι ευπρόσδεκτος“, είπε ο Σέλντον.
 -“Χάρη;” ρώτησε ο αρχηγός.
 -“Βέβαια, μια χάρη“, είπε ο Σέλντον.
 -“Βρώμικες ιστορίες“, είπε ο αρχηγός. “Ξέρεις καμιά βρώμικη ιστορία“;
 -“Κανα-δυό“, είπε ο Σέλντον. “Αλλά φοβάμαι πως δεν είναι πολύ καλές“.
 -“Πες τες“, είπε ο αρχηγός, ξύνοντας το σώμα του με το ένα χέρι. Με το άλλο έβγαζε τις λάσπες ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών του. Έτσι, ο Σέλντον, του είπε την ιστορία με τη γυναίκα και τους δώδεκα άντρες που είχαν ναυαγήσει σ’ έναν αστεροειδή.
 -“Ε;” είπε ο αρχηγός. Τότε ο Σέλντον του είπε άλλη μια πρόστυχη ιστορία, πιο απλή και πιο πρόστυχη.
 -“Αυτή εντάξει“, είπε ο αρχηγός αγέλαστος. “Ξέρεις άλλη“;
 -“Αυτές ξέρω“, είπε ο Σέλντον, μη βλέποντας το λόγο να συνεχίσει. “Τώρα πες μου εσύ μια“, πρόσθεσε, γιατί σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει ό,τι μπορούσε για να τα πάει καλά με τους ξένους, ιδιαίτερα όταν η δουλειά του ήταν να μάθει τι τους ενδιέφερε περισσότερο.
 -“Δε ξέρω καμιά“, είπε ο αρχηγός. “Κάποιος άλλος ίσως“;
 -“Ο Γκρήζυ Φέρις“, του είπε ο Σέλντον. “Είναι ο μάγειρας και ξέρει μερικές να σου σηκωθούν οι τρίχες“.
 -“Καλά“, είπε ο αρχηγός και σηκώθηκε να φύγει. Στη πόρτα γύρισε. “Αν θυμηθείς άλλη“, είπε, “να μου τη πεις στα σίγουρα“. Ο Σέλντον κατάλαβε, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, πως ο αρχηγός έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τις ιστορίες του. Επέστρεψε στο γραφείο, ακούγοντας τον ήχο των βημάτων του αρχηγού στη σκάλα. Χτύπησε ο ενδο-επικοινωνητής. Ήταν ο Χαρτ.
 -“Γύρισε το πρώτο από τ’ ανιχνευτικά σκάφη“, είπε. “Ανάφεραν άλλα πέντε χωριά που είναι περίπου τα ίδια μ’ αυτό ‘δω. Οι Γκουγκλς έχουν εγκαταλείψει τα παλιά χωριά και ζούνε σε πρωτόγονες και βρώμικες καλύβες ένα ή δυο μίλια πιο πέρα. Και το καθένα απ’ αυτά τα καλυβοχωριά έχει ένα θεόσπιτο κι ένα θερμοκήπιο“.
 -“Ειδοποίησέ με όταν έρθουν και τ’ άλλα σκάφη“, είπε ο Σέλντον, “αν και δεν έχω πολλές ελπίδες. Τα αποτελέσματα θα είναι μάλλον τα ίδια“.
 -“Κάτι άλλο“, είπε ο Χαρτ. “ο αρχηγός μας κάλεσε να πάμε στο χωριό απόψε. Του είπα πως θα πάμε“.
 -“Η κατάσταση παρουσιάζει καλυτέρευση“, είπε ο Σέλντον. “Τις πρώτες λίγες μέρες δε μας προσέχανε καν. Δε μας δίνανε σημασία ή μόλις μας έβλεπαν έφευγαν“.
 -“Σου ‘ρθε καμιά ιδέα, κύριε Συντονιστή“;
 -“Μια-δυο“.
 -“Και τι κάνεις; Ασχολείσαι μ’ αυτές“;
 -“Όχι ακόμα“, είπε ο Σέλντον. “Έχουμε αρκετό καιρό“.
     Έκλεισε το μικρόφωνο και ξάπλωσε στην καρέκλα. Ιδέες; Ε, μια ίσως. Κι όχι πολύ καλή. Μια τελετουργία εξαγνισμού; Μια ξένη αντιστοιχία της επιστροφής στη φύση; Δεν ταίριαζε πολύ. Γιατί, μ’ ένα πολιτισμιακό επίπεδο τύπου 10, οι Γκουγκλς δεν απομακρύνονταν ποτέ αρκετά από τη φύση για να θέλουν να επιστρέψουν σ’ αυτήν. Ας πάρουμε το πολιτισμιακό επίπεδο τύπου 10. Είναι πολύ απλό, φυσικά, αλλά αρκετά άνετο. Όχι ακριβώς στα παράθυρα της μηχανιστικής εποχής, αλλά σχεδόν -ναι, πολύ κοντά στη μηχανιστική εποχή. Ένα είδος χρυσού αιώνα της βαρβαρότητας. Μεγάλα, εύπορα χωριά μ’ απλό εμπόριο και σταθερή βασική οικονομία. Ειρηνική δικτατορία και βουκολική διαβίωση. Όχι πολλοί νόμοι για να μπερδεύεται κανένας. Προσγειωμένη θρησκεία δίχως υπερβολικά ταμπού. Μεγάλη, ευτυχισμένη οικογένεια -χωρίς έντονους ταξικούς διαχωρισμούς. Κι είχαν εγκαταλείψει αυτή την ειδυλλιακή ζωή. Τρελό; Μα φυσικά ήτανε τρελό. Όπως είναι τώρα, φαίνεται πως μόλις και μετά βίας τα καταφέρνουν οι Γκουγκλς. “Το λεξιλόγιό τους είναι περιορισμένο, εγώ μάλιστα μιλάω τη γλώσσα τους καλύτερα από τον αρχηγό“, μονολόγησε ο Σέλντον.
     Το επίπεδο της ζωής τους μόλις ξεπερνούσε το κατώτερο επίπεδο διαβίωσης. Κυνηγούσαν και ψάρευαν, μάζευαν φρούτα και ρίζες κι ήταν μόνιμα λίγο πεινασμένοι -κι όλον αυτό τον καιρό τα χωράφια έξω από το ερειπωμένο χωριό μένανε χέρσα, περιμένοντας τ’ όργωμα και το πότισμα, τους σπόρους και με ολοφάνερα τα σημάδια πως τίποτα τέτοιο δεν είχε γίνει εδώ κι έναν χρόνο. Και χωρίς αμφιβολία, σ’ αυτά τα κομμάτια μεγάλωναν τα μπαμπού μαζί με τα λαχανικά. Αλλά οι Γκουγκλς δε φαίνονταν να γνωρίζουν τώρα τίποτα για τη καλλιέργεια. Οι καλύβες τους ήταν κακοφτιαγμένες και βρώμικες. Υπήρχε οικογενειακή ζωή, αλλά σε τόσο ηθικά χαμηλό επίπεδο, που έκανε το στομάχι σου να ανακατεύεται. Τα όπλα τους ήταν πέτρινα και δεν είχανε γεωργικά εργαλεία.
     Οπισθοδρόμηση; Όχι, δεν ήταν μόνο μια απλή οπισθοδρόμηση. Γιατί ακόμα και αν το θεωρούσες οπισθοδρόμηση, υπήρχε πάλι κάτι το παράδοξο. Στο κέντρο του χωριού του πολιτισμιακού επιπέδου τύπου 14, που ‘χανε καταφύγει Γκουγκλς, βρισκόταν το θεόσπιτο και πίσω από το θεόσπιτο έστεκε το θερμοκήπιο που φύτρωναν τα μπαμπού. Το θερμοκήπιο ήταν φτιαγμένο από γυαλί και πουθενά αλλού στο χωριό τύπου 14 δεν υπήρχε ίχνος γυαλιού. Κανένας από χωριό τύπου 14 δεν θα μπορούσε να ‘χε φτιάξει αυτό το θερμοκήπιο, ούτε και το θεόσπιτο. Αυτό το θεόσπιτο δεν ήταν απλή καλύβα, αλλά κτίριο, φτιαγμένο από πελεκημένη πέτρα και τετραγωνισμένα δοκάρια. Με τις πόρτες του κλεισμένες ερμητικά με κάποιο πανέξυπνο τρόπο που δεν είχε μπορέσει κανένας μέχρι τώρα ν’ ανακαλύψει. Αν και, για να λέμε την αλήθεια, δεν είχε ασχοληθεί κανένας αρκετά μ’ αυτό. Σε ξένο πλανήτη, οι επισκέπτες δεν ασχολούνταν και πολύ-πολύ με θεόσπιτα.
 -“Ορκίζομαι“, είπε ο Σέλντον μιλώντας δυνατά στον εαυτό του, “πως το θεόσπιτο δεν το ‘χτισε ποτέ τούτη ‘δω η φυλή. Χτίστηκε, αν δε λαθεύει η υπόθεσή μου, πριν από την οπισθοδρόμηση. Το ίδιο και το θερμοκήπιο. Στη Γη, όταν φεύγουμε για διακοπές κι έχουμε τίποτα γλάστρες με λουλούδια ή φυτά που δε θέλουμε να ξεραθούνε, τα πάμε σ’ ένα γείτονα ή σε ένα φίλο για να τα φροντίζει, ή φροντίζουμε να έρχεται κάποιος και να τα ποτίζει. Κι όταν πάμε διακοπές από ένα πολιτισμιακό επίπεδο τύπου 10, πίσω στον τύπο 14 κι έχουμε μερικά φυτά μπαμπού που είναι πολύτιμα σαν αποθέματα σπόρων, τι τα κάνουμε; Δε μπορούμε να τα πάμε στο γείτονα, γιατί και αυτός πηγαίνει διακοπές. Έτσι κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε. Χτίζουμε ένα θερμοκήπιο και το φορτώνουμε με αυτόματα μηχανήματα που θα φροντίζουν τα φυτά μέχρι να επιστρέψουμε“.
     Κι αυτό σήμαινε, σχεδόν αποδείκνυε, πως η οπισθοδρόμηση δεν ήταν τυχαία.
     Το πλήρωμα ετοιμαζότανε για τη γιορτή, έβαζε καθαρά ρούχα, πλενότανε, ξυριζόταν. Ο Γκρήζυ έβγαλε το ακορντεόν του και δοκίμασε ένα-δυο σκοπούς για προθέρμανση. Μια ομάδα μελλοντικών τραγουδιστών στο μηχανοστάσιο, γυμναζόταν αρμονικά, γεμίζοντας το σκάφος με τις αγριοφωνάρες του. Ο Μάστερ Χαρτ έπιασε έναν άντρα μ’ ένα μπουκάλι πιοτό που ‘χε μπει λαθραία στο σκάφος. Του ‘σπασε το σαγόνι μ’ ένα καλοζυγισμένο χτύπημα, επίδειξη ενθουσιαστικής πειθαρχίας, που όπως είπε ο Σέλντον στο Χαρτ, ήταν λίγο παρατραβηγμένη.
     Ο Σέλντον έβαλε και αυτός την ημιεπίσημη στολή του, νιώθοντας ελαφρά γελοίος με τη σκέψη πως ντυνόταν για μια φυλή αγρίων, αλλά ησύχασε τη συνείδησή του με τη σκέψη πως στο κάτω-κάτω δε το παράκανε, γιατί μπορούσε να ‘χε φορέσει την επίσημη στολή του. Φορούσε το σακάκι του, όταν άκουσε τον Χαρτ να κατεβαίνει και να ‘ρχεται προς τη καμπίνα του.
 -“Ήρθανε τα υπόλοιπα ανιχνευτικά“, είπε από τη πόρτα ο Χαρτ.
 -“Λοιπόν“;
 -“Όλα είναι ίδια. Κάθε φυλή έχει φύγει από το παλιό της χωριό κι έχει εγκατασταθεί σε καλύβες χτισμένες γύρω από ένα θεόσπιτο κι ένα θερμοκήπιο, ανωτέρου πολιτισμιακού επιπέδου. Είναι βρώμικοι και μισοπεθαμένοι από τη πείνα, ακριβώς όπως είναι κι αυτοί εδώ“.
 -“Το υποψιαζόμουν“, είπε ο Σέλντον. Ο Χαρτ τον στραβοκοίταξε, σα να υπολόγιζε από που θα μπορούσε να τον αρπάξει. “Είναι λογικό“, συνέχισεν αυτός, “σίγουρα το βλέπεις. Αν οπισθοδρόμησε ένα χωριό για κάποιο λόγο, το ίδιο θα γινόταν και με τα υπόλοιπα“.
 -“Αυτό που θέλω να μάθω, κύριε Συντονιστή, είναι ο λόγος“.
 -“Σκοπεύω να το ανακαλύψω“, απάντησεν ήρεμα ο Σέλντον. Και σκέφτηκε: Πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος. Αν όλοι τους είχαν γίνει άγριοι, έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος, κάποιο σχέδιο! Η σύνθεση κι ο συντονισμός ενός τέτοιου σχεδίου ανάμεσα σε τριανταεφτά χωριά θ’ απαιτούσε μιαν ομαλή επικοινωνία, πολύ καλύτερη από αυτή που θα περίμενε να βρει κανείς στο πολιτισμικό επίπεδο τύπου 10. Πόδια ακούστηκανε στη σκάλα. Ο Χαρτ γύρισε ν’ αντικρίσει τη πόρτα κι ο Γκρήζυ, ορμώντας μέσα, κόντεψε να πέσει πάνω του. Τα μάτια του μάγειρα είχαν γουρλώσει από την έξαψη κι ήτανε λαχανιασμένος.
 -“Ανοίγουνε το θεόσπιτο“, είπε πνιχτά. “Μόλις πήραν το-“
 -“Θα μου το πληρώσουν αυτό“, είπε ο Χαρτ. “Έδωσα διαταγές να μη το αγγίξουνε καθόλου“.
 -“Δεν είναι οι άντρες, κύριε“, είπε ο Γκρήζυ. “Είναι οι Γκουγκλς. Αυτοί ανοίξανε το θεόσπιτό τους”. Ο Χαρτ στράφηκε προς το μέρος του Σέλντον.
 -“Δε μπορούμε να πάμε“, είπε.
 -“Πρέπει να πάμε“, είπε ο Σέλντον. “Μας προσκαλέσανε. Κι αυτή την ώρα, δε  μπορούμε να τους προσβάλουμε“.
 -“Να πάρουμε μερικά όπλα τότε“, είπε ο Χαρτ.
 -“Με διαταγές να μη τα χρησιμοποιήσουμε εκτός κι αν παρουσιαστεί άμεση ανάγκη“. Ο Χαρτ κούνησε το κεφάλι του.
 -“Και να μείνουνε μερικοί οπλισμένοι άντρες εδώ, για να μας καλύψουν αν χρειαστεί να δραπετεύσουμε“.
 -“Αυτό φαίνεται λογικό“, είπε ο Σέλντον. Ο Χαρτ έφυγε. Ο Γκρήζυ ετοιμάστηκε να φύγει κι αυτός. “Μια στιγμή, Γκρήζυ. Είδες το θεόσπιτο ανοιχτό“;
 -“Μάλιστα κύριε“.
 -“Και τί έκανες εκεί κάτω“;
 -“Μα, κύριε…” Από την έκφρασή του προσώπου του, ο Σέλντον μπορούσε να δει πως ο Γκρήζυ ετοιμαζόταν να πει ψέματα.
 -“Δεν είμαι ο κυβερνήτης“, του είπε ο Σέλντον. “Μπορείς να μου μιλήσεις“. Ο μάγειρας χαμογέλασε.
 -“Λοιπόν, βλέπετε, τα πράγματα γίνανε κάπως έτσι. Μερικοί από τους Γκουγκλς, αποστάζανε κάποιο ποτό και τους είπα μερικά πράγματα, για να τους βοηθήσω. Τα κάναν όλα ανάποδα, κύριε και δεν ήθελα να καταστρέψουνε το ποτό τους από άγνοια. Έτσι…”
 -“Έτσι λοιπόν, σήμερα, πήγες κάτω για να πάρεις το μερίδιό σου“.
 -“Κάπως έτσι έγινε, κύριε“.
 -“Μάλιστα“, είπε ο Σέλντον. “Πες μου, Γκρήζυ, τους βοηθάς και σ’ άλλα πράγματα“;
 -“Μμμμ, είπα μερικές ιστορίες στον αρχηγό“.
 -“Του άρεσαν“;
 -“Δε ξέρω“, είπε ο Γκρήζυ. “Δε γέλασε, αλλά φαινόταν να του αρέσουν“.
 -“Του είπα μια“, είπε ο Σέλντον. “δε φάνηκε να τη καταλαβαίνει“.
 -“Αυτό μπορεί να ‘γινε“, είπε ο Γκρήζυ. “συγγνώμη κύριε, αλλά οι περισσότερες ιστορίες σας είναι λίγο δύσκολες“.
 -“Αυτό σκέφτηκα“, είπε ο Σέλντον. “Τίποτ’ άλλο“;
 -“Τίποτα. Ω! μάλιστα. Λοιπόν, κάποιος έκοβε ένα ξύλο για να φτιάξει μια φλογέρα και δε τα κατάφερνε…”
 -“Έτσι του ‘δειξες πως να φτιάξει τη φλογέρα“.
 -“Μάλιστα“.
 -“Είμαι σίγουρος“, είπε ο Σέλντον, “πως αισθάνεσαι ότι βοηθάς τη πρόοδό τους, πως βοηθάς μια καθυστερημένη φυλή“.
 -“Ε;” είπε ο Γκρήζυ.
 -“Εντάξει“, είπε ο Σέλντον. “Αν ήμουνα στη θέση σου, θα πρόσεχα λίγο μ’ αυτό το ποτό“.
 -“Αυτό είναι όλο;” ρώτησε ο Γκρήζυ από το κατώφλι της πόρτας.
 -“Αυτό είναι όλο“, αποκρίθηκε ο Σέλντον. “Σ’ ευχαριστώ, Γκρήζυ“.
Ένα καλύτερο πιοτό, μερικές βρώμικες ιστορίες κι ένα καλύτερο φλάουτο. Κούνησε το κεφάλι του. Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν τονε βοηθούσεν ακόμα.
     Ο Σέλντον κάθισε ανακούρκουδα από τη μια πλευρά του αρχηγού κι ο Χαρτ από την άλλη. Κάτι είχε αλλάξει στον αρχηγό. Πρώτα από όλα, ήταν καθαρός. Δε ξυνότανε πια και δεν ήταν μεθυσμένος. Δεν υπήρχε λάσπη ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του. Είχε κόψει τις άκρες από τα μαλλιά κι από τα γένια του και τα είχε χτενίσει -σημαντική εξέλιξη σε σχέση με τα κλαδιά κι ακόμα και τις φωλιές των πουλιών που υπήρχαν κάποτε πάνω τους. Αλλά υπήρχε κάτι παραπάνω από καθαριότητα. Ο Σέλντον το σκέφτηκε για κάμποση ώρα καθώς προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ν’ αρχίσει να τρώει το φαγητό που βρισκότανε μπρος του. Είχεν απαίσια όψη κι η μυρωδιά του δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική και κάτι που χειροτέρευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, δεν υπήρχανε πιρούνια.
     Δίπλα του, ο αρχηγός έκανε διάφορους θορύβους, γεμίζοντας το στόμα του με φαγητό, με γρήγορη κίνηση και των δυο χεριών. Ακούγοντας τη κουβέντα του, ο Σέλντον συνειδητοποίησε τι άλλο είχε αλλάξει. Ο αρχηγός μιλούσε καλύτερα τώρα. Το ίδιο μόλις απόγευμα μιλούσε σα να μην ήξερε καλά τη γλώσσα του και τώρα μιλούσε χρησιμοποιώντας τη γλώσσα με τέτοιο τρόπο, που άφηνε τον Σέλντον κατάπληκτο. Ο Σέλντον έριξε μια ματιά στους υπόλοιπους άντρες του κύκλου, που κάθονταν στο έδαφος. Κάθε Γήινος καθόταν μ’ ένα Γκουγκλ δίπλα του κι από τις δυο πλευρές κι ανάμεσα στις κουβέντες και το φαγητό, οι ιθαγενείς άρχιζανε πρώτοι τη κουβέντα. Ακριβώς όπως κάνουν και τ’ αγόρια του υπουργείου οικονομικών όταν έχουν επισκέπτες, σκέφτηκε ο Σέλντον -κάναν ό,τι μπορούσανε για να ευχαριστήσουνε τους επισκέπτες και να τους κάνουν να αισθάνονται σα στο σπίτι τους. Κι αυτό ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη κατάσταση που είχεν αντιμετωπίσει όταν είχε προσεδαφιστεί το σκάφος κι οι ιθαγενείς είχανε περιοριστεί να κοιτάζουν από τα παράθυρά τους ή να μουρμουρίζουνε, στις περιπτώσεις που δεν είχαν απομακρυνθεί.
     Ο αρχηγός γυάλισε το μπολ με τα δάχτυλά του και μετά τα ‘γλυψε με μικρά βογκητά ευχαρίστησης. Μετά, γύρισε προς το μέρος του Χαρτ κι είπε:
 -“Παρατήρησα πως στο σκάφος τρώτε από ‘να υπερανυψωμένο κατασκεύασμα. Αυτό μου δημιούργησε απορίες“.
 -“Ένα τραπέζι“, μουρμούρισε ο Χαρτ.
 -“Δε καταλαβαίνω“, είπε ο αρχηγός κι ο Χαρτ άρχισε να του εξηγεί τι ήταν το τραπέζι και ποια τα προσόντα του.
     Ο Σέλντον, βλέποντας πως όλοι οι άλλοι τρώγανε, παρόλο που δε δείχναν ιδιαίτερη ευχαρίστηση βούτηξε τα δάχτυλά του στο μπολ. Δε πρέπει να φτύσω, είπε στον εαυτό του. Δε πρέπει να φτύσω, όσο άσχημο και να ‘ναι. Αλλά ήτανε χειρότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί κι έφτυσε. Κανένας δε φάνηκε να του δίνει σημασία. Μετά από -του φάνηκε- ατελείωτες ώρες γαστρονομικού μαρτυρίου, το φαγητό τελείωσε και σ’ αυτό το διάστημα ο Σέλντον μίλησε στον αρχηγό για τα μαχαίρια, τα πιρούνια και τα κουτάλια, για τα φλιτζάνια, τις καρέκλες, τις τσέπες στα παντελόνια και τα σακάκια, τα ρολόγια, τη θεωρία της ιατρικής, τα βασικά στοιχεία της αστρονομίας και το Γήινο έθιμο να κρεμάν εικόνες στους τοίχους. Ο Χαρτ του μίλησε για τις αρχές του τροχού και των μοχλών, την εναλλακτική καλλιέργεια, το ταχυδρομικό σύστημα, τα μπουκάλια για τη φύλαξη των υγρών και την επικάλυψη των οικοδομικών λίθων.
     Σκέτη εγκυκλοπαίδεια, σκέφτηκε ο Σέλντον. Θεέ μου, τι ήταν αυτές οι ερωτήσεις που έκανε… Σκέτη εγκυκλοπαίδεια για μιαν άγρια φυλή του πολιτισμιακού επιπέδου τύπου 14. Όμως, μια στιγμή -ήταν ακόμα τύπου 14; Δε θα μπορούσε στο διάστημα της τελευταίας μισής μέρας, να είχαν ανέβει στον τύπο 13; Πλυμένοι, χτενισμένοι, κουρεμένοι, με καλύτερους τρόπους και καλύτερη γλώσσα -είναι τρελό, σκέφτηκε, τελείως τρελό να σκέφτεται πως μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να συμβεί σε μισή μέρα.
     Από εκεί που καθόταν μπορούσε να βλέπει απέναντί του το θεόσπιτο με την ανοιχτή του πόρτα. Και κοιτάζοντας τη σκοτεινήν είσοδο, όπου δεν υπήρχε ίχνος ζωής ή φωτός, αναρωτήθηκε τι υπήρχε κει και τι θα μπορούσε να βγει έξω -ή να μπει μέσα. Γιατί ήταν σίγουρος πως μέσα απ’ αυτή τη πόρτα βρισκόταν το κλειδί στο άνοιγμα των Γκουγκλς και της οπισθοδρόμησής τους, μια κι ήταν σίγουρο πως το ίδιο το θεόσπιτο θα ‘πρεπε να ‘χε χτιστεί πριν από την οπισθοδρόμηση. “Κανένα πολιτισμιακό επίπεδο τύπου 14“, αποφάσισε, “δε θα μπορούσε να το ‘χε χτίσει“.
     Μόλις τελείωσε το φαγητό, ο αρχηγός σηκώθηκε κι έβγαλε ένα σύντομο λόγο, λέγοντας τους πως χαιρότανε που οι επισκέπτες του μπόρεσαν να φάνε με τη φυλή του αυτό το βράδυ και πως τώρα θα επακολουθούσε κάποια διασκέδαση. Μετά ο Χαρτ σηκώθηκε κι έβγαλε λόγο, λέγοντας πως χαιρότανε που βρισκότανε στον Ζαν και πως οι άντρες του είχαν έρθει προετοιμασμένοι να συμμετάσχουνε στη διασκέδαση, αν το δεχόταν αυτό ο αρχηγός. Ο αρχηγός είπε πως ο ίδιος κι ο λαός του το δεχότανε. Μετά, χτύπησε τα χέρια σα σινιάλο και κάπου μια ντουζίνα κοπέλες Γκουγκλς παρουσιαστήκανε και παρέλασανε στο κέντρο του κύκλου, κάνοντας τελετουργικές κινήσεις, χορεύοντας χωρίς μουσική. Ο Σέλντον είδε, πως οι Γκουγκλς πρόσεχαν μ’ ένταση, αλλά δεν έβγαζε νόημα, μια και δεν ήξερε πολλά για τις ξένες τελετουργικές συνήθειες.
     Τέλος, ο χορός σταμάτησε. Ένας ή δυο άσχετοι Γήινοι χειροκρότησαν, αλλά γρήγορα βυθιστήκανε σε τεταμένη σιωπή, όταν όλοι οι άλλοι μείναν ακίνητοι. Μετά, ένας Γκουγκλ με μια καλαμένια φλογέρα -“ίσως την ίδια που στη κατασκευή της είχε συμβάλλει κι ο Γκρήζυ“, σκέφτηκε ο Σέλντον- κάθισε στο κέντρο του κύκλου κι άρχισε να παίζει με τέτοιαν ασυνέπεια, που θα ‘χε ντροπιάσει και τον πιο άθλιο Γήινο οργανοπαίχτη. Κράτησε κάμποση ώρα και δε φαινότανε να καταλήγει πουθενά, αλλά τούτη τη φορά το πλήρωμα του σκάφους, ίσως ανακουφισμένο όταν τελείωσε, χειροκρότησε και φώναξε και σφύριξε σα να ήθελε κι άλλο, παρόλο που ο Σέλντον ήτανε τελείως βέβαιος πως εννοούσαν ακριβώς το αντίθετο.
     Ο αρχηγός γύρισε προς το μέρος του Σέλντον και τον ρώτησε τί κάναν οι άντρες του. Δυσκολεύτηκε αρκετά να του εξηγήσει, το έθιμο του χειροκροτήματος. Τελικά, αποδείχτηκε πως τα δυο νούμερα ήταν το σύνολο του ψυχαγωγικού προγράμματος των Γκουγκλς κι ο Σέλντον θα ‘θελε να ρωτήσει τον αρχηγό αν αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει το χωριό, ένα γεγονός που το υποψιαζόταν, αλλά τελικά προτίμησε να μη ρωτήσει.
     Τότε άρχισ’ η παράσταση του πληρώματος. Η παρέα του μηχανοστασίου μαζεύτηκε, με τα μπράτσα του καθένα γύρω στους ώμους του άλλου και τραγούδησε μισή ντουζίνα τραγούδια, με τον Γκρήζυ να τους ακομπανιάρει με τ’ όργανό του. Τραγούδησαν παλιά τραγούδια της Γης, τα τραγούδια που τραγουδούν όλοι οι αστροναύτες, με τα μάτια τους υγρά από τη συγκίνηση. Δεν άργησε να ακολουθήσει το παράδειγμά τους και το υπόλοιπο πλήρωμα και σε λιγότερο από μια ώρα, ολόκληρο το πλήρωμα ούρλιαζε χτυπώντας το έδαφος με τις παλάμες τους κρατώντας το ρυθμό και τινάζοντας πίσω τα κεφάλια τους, για ν’ αντηχήσουν οι Γήινες λέξεις στον ξένο ουρανό.
     Μετά κάποιος πρότεινε να χορέψουν. Ένας από τους άντρες φώναζε τα βήματα, ενώ ο Γκρήζυ έπαιζε πιο σιγά στ’ όργανό του, το “Ο Γέρο – Νταν Τάκερ” και “Μικρή Καφέ Κανάτα” και το “Η Γριά-Γκρίζα Φοράδα” κι άλλα παρόμοια. Πως ακριβώς έγινε, δεν είδε ο Σέλντον αλλά ξαφνικά οι χορευτές πλήθυναν. Χόρευαν κι οι Γκουγκλς, κάνοντας βέβαια λίγα λάθη, αλλά οι Γήινοι δάσκαλοί τους τους δείχνανε τα βήματα μέχρι να τα μάθουν. Όλο και περισσότεροι άρχισαν να χορεύουνε και τελικά χόρευε ολόκληρο το χωριό, ακόμα κι ο αρχηγός, ενώ ο Γκρήζυ έπαιζε, με τον ιδρώτα να κυλά στο πρόσωπό του. Ο Γκουγκλ με τη καλαμένια φλογέρα πλησίασε μετά από λίγο και κάθισε δίπλα στον Γκρήζυ.
     Φαινόταν να είχε μάθει κι αυτός την τεχνική του πως να κάνει μουσική, γιατί οι νότες της φλογέρας του, ακούστηκαν δυνατοί και καθαροί και συνέχισαν κι οι δυο τους να παίζουν σα τρελοί, ενώ οι άλλοι συνέχισαν να χορεύουν. Οι χορευτές φώναζαν και χτυπούσαν το έδαφος, κάνανε τούμπες, πράγματα δηλαδή περιττά κι αταίριαστα, που δεν ταιριάζανε με την ατμόσφαιρα. Αλλά δε φάνηκε να νοιάζεται κανένας γι’ αυτό.
     Ο Σέλντον βρέθηκε δίπλα στο θεόσπιτο. Ήταν μόνος του με τον Χαρτ, τους είχαν σπρώξει μέχρι εκεί οι κινήσεις των χορευτών.
 -“Κύριε Συντονιστή, δεν είναι αυτό το πιο απίθανο πράγμα που έχεις δει ποτέ;” είπε ο Χαρτ. Ο Σέλντον συμφώνησε.
 -“Ένα πράγμα έχω να πω: Αυτό το πάρτυ είναι άλλο πράγμα“.
     Ο Γκρήζυ τους έφερε τα νέα το πρωί, όταν ο Σέλντον έτρωγε το πρωινό στην καμπίνα του.
 -“Βγάλανε κάτι από το θεόσπιτο“, είπε.
 -“Τι πράμα, Γκρήζυ“;
 -“Δε ξέρω“, είπε ο Γκρήζυ, “και θα ‘θελα να ρωτήσω“.
 -“Όχι“, είπε σοβαρά ο Σέλντον. “Όχι κι ευτυχώς που δε ρώτησες“.
 -“Είναι ένας κύβος“, είπε ο Γκρήζυ. “Φτιαγμένος από ξύλο με συρτάρια και δε βγάζω κανένα νόημα. Μοιάζει με τις εικόνες που μου ‘δειξες στο βιβλίο κάποτε“.
 -“Τα διαγράμματα ατομικής δομής“;
 -“Αυτό είναι, ακριβώς“, είπε ο Γκρήζυ. “Μόνο που είναι πιο περίπλοκο“.
 -“Τί κάνουν μ’ αυτό“;
 -“Το συναρμολογούν μόνο. Και τριγυρνούν γύρω του. Δεν ξέρω τι ακριβώς κάνουν μ’ αυτό“. Ο Σέλντον σκούπισε το πιάτο του και το ‘σπρωξε στο πλάι. Σηκώθηκε και φόρεσε το σακάκι.
 -“Πάμε να δούμε“, είπε.
     Υπήρχεν αρκετά μεγάλο πλήθος από ιθαγενείς γύρω από αυτό το μαραφέτι όταν έφτασαν κι ο Σέλντον στάθηκε με τον Γκρήζυ έξω από το πλήθος, δίχως να λέει τίποτα και, προσέχοντας να μη μπαίνει στη μέση. Ο κύβος ήταν φτιαγμένος από ράβδους κάποιου είδους κι η κάθε πλευρά του ήταν κάπου δώδεκα πόδια. Οι ράβδοι ενώνονταν με περίεργη διάταξη σε σχήμα δίσκου. Ολόκληρο το μηχάνημα έμοιαζε με κάτι που θα μπορούσε να κατασκευάσει κάποιο παιδί με παραφουσκωμένη φαντασία. Μες στον κύβο υπήρχαν επίπεδες επιφάνειες από κάποιο γυάλινο υλικό, που όπως πρόσεξε ο Σέλντον, ήτανε τακτοποιημένες με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια, φανερώνοντας πως είχε δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις σχέσεις ανάμεσα στα επίπεδα. Καθώς παρατηρούσαν, μια ομάδα Γκουγκλς κουβάλησε ένα βαρύ κουτί από το θεόσπιτο, αγκομαχώντας καθώς το έσερναν προς τον κύβο. Ανοίξανε το κουτί και βγάλαν έξω διάφορα αντικείμενα φτιαγμένα από διάφορα υλικά, μερικά ξύλινα, μερικά πέτρινα κι άλλα από κάποιο άγνωστο υλικό. Αυτά τα τοποθετήσανε σε φαινομενικά καθορισμένες θέσεις πάνω στα διάφορα επίπεδα.
 -“Σκάκι“, είπε ο Γκρήζυ.
 -“Τί“;
 -“Σκάκι, φαίνεται πως παίζουν κάποια παρτίδα σκάκι“.
 -“Ίσως“, είπε σκεφτικά ο Σέλντον, “αν είναι σκάκι, είναι το πιο τρελό, το πιο φανταστικό, το πιο δύσκολο παιχνίδι που έχω δει ποτέ“.
 -“Έχουνε μερικά παλαβά παιχνίδια σκάκι τώρα“, είπε ο Γκρήζυ. “Αέρινο σκάκι, τ’ ονομάζουν, με περισσότερα τετράγωνα στο ταμπλό και περισσότερα κομμάτια, διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούνται συνήθως. Εγώ, δεν μπόρεσα να μάθω ούτε το μηχανισμό του απλού σκακιού“. Ο αρχηγός τους είδε κι ήρθε προς το μέρος τους.
 -“Είμαστε πολύ σίγουροι“, είπε. “Με τη βοήθεια που μας δώσατε, δε μπορεί παρά να κερδίσουμε“.
 -“Αυτό είναι ικανοποιητικό“, είπε ο Σέλντον.
 -“Τ’ άλλα χωριά“, είπε ο αρχηγός, “δεν έχουν φάντασμα. Τους έχουμε στριμώξει στο κέντρο. Αυτό θα γίνει τρεις φορές“.
 -“Σας πρέπουνε συγχαρητήρια“, είπε ο Σέλντον, συλλογιζόμενος τι σήμαιναν όλ’ αυτά.
 -“Πέρασε πολύς καιρός“, είπε ο αρχηγός.
 -“Αυτό είναι αλήθεια“, είπε ο Σέλντον τελείως πελαγωμένος.
 -“Πρέπει να πάω τώρα“, είπε ο αρχηγός, “αρχίζουμε“.
 -“Μια στιγμή“, τον ρώτησε ο Σέλντον, “παίζετε κάποιο παιχνίδι“;
 -“Θα μπορούσατε να το πείτε κι έτσι“, παραδέχτηκε ο αρχηγός.
 -“Με τ’ άλλα χωριά -όλα τ’ άλλα χωριά“;
 -“Ακριβώς“, είπε ο αρχηγός.
 -“Πόσο καιρό παίρνει; Μ’ όλ’ αυτά τα χωριά, εσάς και τ’ άλλα τριάνταέξη…”
 -“Αυτό δε θα κρατήσει πολύ“, δήλωσε ο αρχηγός μ’ έκφραση σιγουριάς.
 -“Καλή τύχη, αρχηγέ“, είπε ο Σέλντον και τονε κοίταξε που απομακρυνόταν.
 -“Τι συμβαίνει;” ρώτησε ο Γκρήζυ.
 -“Ας φύγουμε από ‘δω“, είπε ο Σέλντον. “Έχω δουλειά να κάνω“.
     Ο Χαρτ πήδηξε μέχρι το ταβάνι όταν άκουσε το είδος της δουλειάς που είχε να κάνει ο Σέλντον.
 -“Δε μπορείς να κάνεις ανάκριση τρίτου βαθμού στους άντρες μου!” φώναξε. “Δε θα το δεχτώ αυτό. Δεν έχουνε κάνει τίποτα“.
 -“Μάστερ Χαρτ” είπε ο Σέλντον, “οι άντρες σου θα μπούνε στη γραμμή, θα τους δω στη καμπίνα μου, έναν-έναν και δε πρόκειται να τους κάνω ανάκριση. Θέλω μόνο να τους μιλήσω“.
 -“Κύριε Συντονιστή“, είπε ο Χαρτ, “θα μιλήσω εγώ γι’ αυτούς“.
 -“Εσύ κι εγώ, Μάστερ Χαρτ“, είπε ο Σέλντον, “μιλήσαμε χτες βράδυ. Δε χρειάζεται άλλο“.
     Επί τέσσερις ώρες ο Σέλντον καθότανε στη καμπίνα του, ενώ οι άντρες παρουσιάζονταν ο ένας μετά τον άλλο κι απαντούσαν στις ερωτήσεις που τους έκανε: Τί ερωτήσεις σας έκαναν οι ΓκουγκλςΠως τους απαντήσατεΦάνηκαν να καταλαβαίνουν; Σιγά-σιγά οι σημειώσεις του συγκεντρωθήκανε κι η δουλειά του τελείωσε. Κλείδωσε τη πόρτα, πήρε μια μπουκάλα από το γραφείο του κι ήπιε μια γουλιά, μετά έβαλε το μπουκάλι πίσω στη θέση του κι άρχισε τη δουλειά, εξετάζοντας τις σημειώσεις. Ο επικοινωνητής βούιξε.
 -“Τ’ ανιχνευτικά γύρισαν“, ακούστηκε η φωνή του Χαρτ, “και το κάθε χωριό έχει έναν απ’ αυτούς τους κύβους μπρος στο θεόσπιτό του. Κάθονται σ’ ένα κύκλο ολόγυρά του και φαίνεται να παίζουνε κάποιο είδος παιχνιδιού. Κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος σηκώνεται από τον κύκλο και κάνει μια κίνηση σ’ ένα από τα επίπεδα του κύβου και μετά ξανακάθεται στη θέση του“.
 -“Τίποτ’ άλλο“;
 -“Τίποτ’ άλλο“, είπε ο Χαρτ. “Αυτό ήταν εκείνο που ‘θελες, έτσι δεν είναι“;
 -“Ναι“, είπε ο Σέλντον, “φαντάζομαι πως αυτό ήθελα“.
 -“Πες μου ένα πράμα!”, ρώτησε ο Χαρτ. “Με ποιόν παίζουν“;
 -“Παίζουνε μεταξύ τους“.
 -“Τί μεταξύ τους“;
 -“Τα χωριά“, είπε ο Σέλντον. “Τα χωριά παίζουν το ένα εναντίον των άλλων“.
 -“Εννοείς τα τριάνταεφτά χωριά“;
 -“Ακριβώς“.
 -“Μπορείς να μου πεις πως στο διάβολο τριανταεφτά χωριά μπορούν να παίζουν ένα παιχνίδι ταυτόχρονα“;
 -“Όχι δε μπορώ“, είπε ο Σέλντον.
     Αλλά είχε την τρομαχτική αίσθηση, πως μπορούσε. Μπορούσε να υποθέσει τουλάχιστον. Όταν είχε γίνει φανερό πως η οπισθοδρόμηση ήταν προσχεδιασμένη, θυμήθηκε, είχε αναρωτηθεί για το πρόβλημα της επικοινωνίας που θα ‘πρεπε να ‘ταν αναγκαία για να οπισθοδρομήσουνε ταυτόχρονα όλα τα χωριά. “Θα χρειαζόταν“, είχε πει στον εαυτό του, “έν’ ανώτερο επίπεδο επικοινωνίας απ’ ό,τι θα περίμενε να βρει κανείς σ’ ένα πολιτισμιακό τύπου 10“. Και, να το πάλι -έν’ ακόμα δυσκολότερο επίπεδο επικοινωνίας, ένα παράξενο παιχνίδι, όπου όλα τα χωριά ταυτόχρονα, το παίζανε πάνω σε μια περίπλοκη σκακιέρα. “Υπήρχε μόνο μια απάντηση σ’ αυτό“, είπε στον εαυτό του.
     Του φαινόταν κάπως αδύνατο, αλλά ήταν η μοναδική πιθανή λύση -τηλεπάθεια- κι αυτό είναι κάτι το απίστευτο για τον τύπο 10, για να μην αναφέρει τον τύπο 14. ‘Αρχισε πάλι να δουλεύει. Πήρε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, που θα του χρησίμευε σα πίνακας, το στερέωσε με πινέζες στο γραφείο, μετά έπιασε τις σημειώσεις, αρχίζοντας από τη πρώτη μέχρι τη τελευταία. Κι όταν είχε τελειώσει τον πίνακα, έσπρωξε πάλι τη καρέκλα του και τονε κοίταξε. Μετά κάλεσε τον Χαρτ. Πέντε λεπτά αργότερα ο Χαρτ χτυπούσε τη πόρτα. Ο Σέλντον του άνοιξε και τον άφησε να μπει.
 -“Κάθισε, Χαρτ“, είπε.
 -“Βρήκες τίποτα“;
 -“Έτσι νομίζω“, είπε ο Σέλντον. Έδειξε τον πίνακα. “Όλα βρίσκονται κει“. Ο Χαρτ κοίταξε τον πίνακα.
 -“Δε βλέπω τίποτα“.
 -“Χτες βράδυ” είπε ο Σέλντον, “πήγαμε στη γιορτή των Γκουγκλς και στο λίγο χρόνο που μείναμε εκεί, δώσαμε σε τούτο το χωριό το πιο πλήρες και κατανοητό διάγραμμα του πολιτισμιακού επιπέδου τύπου 10 που θα μπορούσες να φανταστείς. Αλλά κείνο που αληθινά με τρομάζει, είναι πως ξεπεράσαμε κάπως τον τύπο 10. Δεν το ξεκαθάρισα τελείως, αλλά μοιάζει περισσότερο με τον τύπο 9Μ παρά με τον 10“.
 -“Τί κάναμε“;
 -“Μας ψάρεψαν“, είπε ο Σέλντον. “Έκαναν ερωτήσεις σε κάθε άντρα για ορισμένα πολιτισμιακά θέματα και ούτε μια φορά δε ρωτήσανε τα ίδια. Κάθε σύνολο ερωτήσεων ήτανε διαφορετικό. Σα να ‘χε ανατεθεί σε κάθε Γκουγκλ να κάνει ορισμένες ερωτήσεις“.
 -“Τί σημαίνει αυτό;” ρώτησε ο Χαρτ.
 -“Σημαίνει“, είπε ο Σέλντον, “πως έχουμε επέμβει σ’ έναν από τους πιο επιτήδειους κοινωνικούς διακανονισμούς σε ολόκληρο τον γαλαξία. Ελπίζω μα το Θεό…”
 -“Επιτήδειος κοινωνικός διακανονισμός. Εννοείς τους Γκουγκλς“;
 -“Εννοώ τους Γκουγκλς“, είπε ο Σέλντον.
 -“Μα δεν άξιζαν ποτέ τίποτα“, είπε ο Χαρτ. “Δεν θ’ αξίζουν ποτέ τίποτα. Αυτοί…”
 -“Σκέψου καλά“, είπε ο Σέλντον, “και προσπάθησε να μου πεις τί είναι το πιο χαρακτηριστικό πράγμα της κουλτούρας των Γκουγκλς. Έχουμε μια ιστορία πεντακοσίων χρόνων εμπορίου μαζί τους. Σ’ αυτά τα πεντακόσια χρόνια υπάρχει ένα γεγονός σχετικό με αυτούς, που ξεχωρίζει σα τη μύγα μες στο γάλα“.
 -“Είναι βλάκες“, είπε ο Χαρτ.
 -“Όχι, δεν είναι“.
 -“Δε φτάσανε ποτέ πουθενά“, είπε ο Χαρτ. “Δε πηγαίνανε καν πουθενά, απ’ ότι μπορώ να ξέρω“.
 -“Αυτό είναι ένα μέρος του θέματος“, είπε ο Σέλντον. “Στατική κουλτούρα“.
 -“Διάβολε“, είπε ο Χαρτ, “δεν πρόκειται να παίξω μαντικά παιχνίδια μαζί σου. Αν έχεις κάτι στο νου σου…”
 -“Έχω την ειρήνη στο νου μου“, είπε ο Σέλντον. “Σε όλα τα πεντακόσια χρόνια που γνωρίζουμε τους Γκουγκλς, δεν παρουσιάστηκε ούτε μια διχόνοια ανάμεσά τους. Δεν έκαναν ποτέ πόλεμο. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε για κανέναν άλλον πλανήτη“.
 -“Απλούστατα, ήτανε πάντα πολύ χαζοί για να πολεμήσουν“, είπε ο Χαρτ.
 -“Είναι πάρα πολύ ξύπνιοι για να πολεμήσουν“, είπε ο Σέλντον. “Οι Γκουγκλς, Μάστερ Χαρτ, έχουν κάνει κάτι που κανένας άλλος λαός, καμιά άλλη κουλτούρα δεν κατάφερε ποτέ να κάνει σε όλη τη γαλαξιακή ιστορία. Βρήκανε τρόπο για να κηρύξουν παράνομο τον πόλεμο“.
     Επί χιλιάδες χρόνια, η μια αυτοκρατορία μετά την άλλη εδραιωνόταν ανάμεσα στα άστρα και τους πλανήτες που περιστρέφονταν γύρω από τα άστρα. Και μία-μία, μοναχικές και νικημένες έπεφταν οι αυτοκρατορίες και μία-μία ιδρύονταν άλλες αυτοκρατορίες για να πάρουν τη θέση τους και να πέσουν με τη σειρά τους. Κι αυτές που υπάρχουν στις μέρες μας θα πέσουν όταν έρθει η ώρα τους. “Αυτός είναι ο παλιός, ο παμπάλαιος κύκλος”, μονολόγησε ο Σέλντον, “η αρχαία αρρώστια της δύναμης, της αλαζονείας και της απελπισίας -το αγέραστο διάγραμμα της πολιτιστικής ανάπτυξης“.
     Ούτε μια μέρα δεν υπήρξε ποτέ, που να μην γίνεται πόλεμος σε κάποια περιοχή του γαλαξία. Ο πόλεμος παρουσιαζόταν εξαιτίας οικονομικών πιέσεων, κυρίως, παρόλο που υπήρχαν κι άλλα αίτια -οι φιλοδοξίες κάποιου ατόμου ή κάποιας φυλής η περίεργη πεισιθανάτια ψυχολογία που άνθιζε σε ορισμένες κουλτούρες, ένας υπέρμετρος ρατσισμός, ή μια θρησκεία που μιλούσε με όρους αίματος και θανάτου, παρά με όρους αγάπης και ζωής.
     Αν αναλύσουμε τα αίτια του πολέμου, σκέφτηκε ο Σέλντον, θα βρούμε ένα σχέδιο, ορισμένους παράγοντες που συντελούν στον πόλεμο, και ορισμένους άλλους παράγοντες, που συντελούν στην νίκη, από τη στιγμή που άρχισε ένας πόλεμος. Τώρα ας υποθέσουμε πως μελετάμε τον πόλεμο, τα αίτιά του και τους τρόπους της νίκης. Ας υποθέσουμε πως βρίσκαμε τις ουσιαστικές σχέσεις που έχει κάθε παράγοντας με όλους τους άλλους, κι όχι μόνο αυτό, αλλά τη σχετική δύναμη ορισμένων ομάδων παραγόντων ενάντια σε άλλες ομάδες παραγόντων -παράγοντες φυλετικής εφευρετικότητας και τεχνολογίας του ανθρωπίνου πνεύματος, της πολιτιστικής ανάπτυξης και της παρόρμησης να προστατεύσουμε και να διατηρήσουμε αυτό τον πολιτισμό, και το μίσος ή την ικανότητα να μισούμε όλους, τους άλλους παράγοντες, απτούς και μη, που έπαιζαν κάποιο ρόλο στη δημιουργία και την έκβαση ενός πολέμου. Κι αναλυόμενοι σε συγκεκριμένους όρους, τί θα ‘ταν μερικοί απ’ αυτούς τους παράγοντες; Τί παράγοντες έσπρωξαν ένα πολιτισμό στα πρόθυρα του πολέμου; Τί παράγοντες δημιουργούσανε το νικητή; Σίγουρα όχι μόνον ατσάλι και πυρομαχικά, σίγουρα όχι κουράγιο μόνο του, ή η αρχηγία ή οποιοδήποτε άλλο πράγμα που θα μπορούσε να σταθεί από μόνο του.
     Σίγουρα ανάμεσα στα αίτια του πολέμου θα υπήρχαν κι άλλα πράγματα μικρά, ασήμαντα, απλά πράγματα, όπως το να κάθεσαι σε μια καρέκλα αντί στο πάτωμα ή να χρησιμοποιείς μαχαιροπήρουνα αντί για τα δάχτυλα. Κι άλλα πράγματα, όπως οι βρώμικες ιστορίες και το καλύτερο πιοτό και μια καλύτερη φλογέρα φτιαγμένη από καλάμι. Γιατί για όλα αυτά κουβαλούσαν μαζί τους κι ορισμένους κανόνες – οι κανόνες που ακολουθεί κανένας για το φτιάξιμο καλύτερης μπύρας, μπορεί να ανοίγουν το δρόμο για την κατασκευή μιας χημικής ουσίας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στον πόλεμο’ το πνεύμα που διαμόρφωνε μια βρώμικη ιστορία, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με πιο καταστρεπτικό τρόπο στον τομέα της προπαγάνδας’ η γνώση που καλυτέρευε ένα μουσικό όργανο, θα μπορούσε να επεκταθεί στην κατασκευή ενός οργάνου, όχι μουσικού, αλλά θανατηφόρου.
     Τέτοιες θα ήταν οι ιδιότητες που θα συμπλήρωναν τις οικονομικές πιέσεις που μπορεί να άρχιζαν έναν πόλεμο, ή που συνέβαλαν στην αίσθηση της ανωτερότητας και της αδιαλλαξίας που μπορεί να σπρώξει μια φυλή στον πόλεμο. Κι αν παρατηρούσαμε αυτούς τους παράγοντες που αντιπροσώπευαν αυτές κι άλλες ικανότητες, θα γνωρίζαμε πότε θα ξέσπαγε ένας πόλεμος. Κι ήταν αυτές οι ίδιες βασικές ικανότητες και τάσεις, καθώς και χιλιάδες άλλοι παράγοντες, που θα καθόριζαν ποιος θα κέρδιζε αν άρχιζε πόλεμος. Γνωρίζοντάς το αυτό, θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ορισμένες πραγματικές αξίες σε όλους αυτούς τους πολιτιστικούς παράγοντες, παρόλο που η αξία, όπως και στα χαρτιά, θα μπορούσε να αυξηθεί ή να ελαττωθεί ανάλογα με τους συνδυασμούς.
     Ο Σέλντον σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει στο μικροσκοπικό δωμάτιο, τρία βήματα μπρος και μετά, τρία βήματα πίσω. Ας υποθέσουμε τότε, σκέφτηκε, πως φτιάχναμε ένα παιχνίδι – ένα παιχνίδι πολέμου, όπου αντιπροσωπεύονταν όλοι οι παράγοντες από πιόνια που το καθένα έχει μία αξία. Ας υποθέσουμε πως παίζαμε ένα παιχνίδι αντί να πολεμήσουμε σε έναν πόλεμο. Ας υποθέσουμε πως αφήναμε το παιχνίδι να αποφασίσει ποια πλευρά θα κέρδιζε αν γινόταν πόλεμος. Ας υποθέσουμε ακόμα, πως παρατηρούσαμε πολιτισμούς και επισημαίναμε την εμφάνιση των παραγόντων που οδηγούν τελικά σε πόλεμο. Ας υποθέσουμε πως μπορούσαμε να πούμε ότι αν η εμφάνιση ορισμένων παραγόντων συνεχιστεί, ο πόλεμος θα ήταν αναπόφευκτος σε πέντε ή δέκα χρόνια. Ας υποθέσουμε πως μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό -τότε θα προλαβαίναμε έναν πόλεμο πριν αρχίσει. Θα μπορούσαμε να δούμε τα σημεία του κινδύνου και θα γνωρίζαμε το κρίσιμο σημείο. Κι όταν φτάναμε στο κρίσιμο σημείο, θα παίζαμε ένα παιχνίδι -δε θα πολεμούσαμε. Μόνο, μονολόγησε ο Σέλντον, που δε θα ‘πιανε.
     Θα μπορούσαμε να παίξουμε ένα παιχνίδι και να αποφασίσουμε την έκβαση του πολέμου κι όταν την αποφασίζαμε, οι παράγοντες που είχαν δημιουργήσει τον πόλεμο θα υπήρχαν ακόμα, η κρίση θα παρέμενε, θα βρισκόμασταν πάλι στην αρχή, δεν θα είχαμε κερδίσει τίποτα. Γιατί το παιχνίδι ενώ μπορούσε να αποφασίσει ποιος θα κέρδιζε τον πόλεμο, δεν θα ανέτρεπε ούτε θα διόρθωνε τις οικονομικές πιέσεις, δεν θα εξάλειφε τη κρίση.
     Αναμφίβολα, το παιχνίδι θα έδειχνε ποια πλευρά κέρδισε. Θα πρόβλεπε, με ένα ελάχιστο ποσοστό λάθους, την έκβαση του πολέμου. Αλλά δεν θα εξάλειφε τον υπερβάλλοντα πληθυσμό, δεν θα κέρδιζε τα εμπορικά προνόμια της άλλης πλευράς – δεν θα έκανε τίποτα. Δεν θα έπιανε, μονολόγησε. Ήταν μια όμορφη θεωρία, μια μεγάλη ιδέα, αλλά δεν θα έπιανε. Χρειάζεται να κάνουμε πιο πολλά από το να παίξουμε ένα παιχνίδι. Πολύ περισσότερα. Εκτός από τον καθορισμό του ποιος θα κέρδιζε τον πόλεμο αν είχε γίνει, θα έπρεπε να αφαιρέσουμε εθελοντικά τους παράγοντες που είχαν προξενήσει τον πόλεμο -τα συγκεκριμένα, ουσιαστικά γεγονότα των οικονομικών πιέσεων, καθώς και όλων των άλλων παραγόντων.
     Το θέμα δεν ήταν να παίζεις ένα παιχνίδι, έπρεπε να πληρώσεις και κάτι. Η ειρήνη είχε ένα τίμημα, θα έπρεπε να το πληρώσουμε. Για το αν υπήρχαν περισσότερα από ένα σύνολα παραγόντων. Θα υπήρχε το σύνολο που θα φανέρωνε τον ερχομό του πολέμου. Και θα υπήρχε και άλλο ένα σύνολο, που θα έδειχνε ότι πέρα από ένα ορισμένο σημείο ή ακριβοπληρωμένη φόρμουλα της ειρήνης δε θα ίσχυε. Θα ίσχυε, ίσως, για ένα πολιτισμιακό επίπεδο τύπου 10, αλλά πέρα από αυτό, οι παράγοντες μπορεί να γίνονταν τόσο μπερδεμένοι, ώστε να καταστρέφονταν η φόρμουλα κάτω από το δικό της βάρος. Ένα πολιτισμιακό επίπεδο τύπου 10, μπορεί να αντιμετωπίζει έναν παράγοντα που αντιπροσωπεύει το στένεμα της αγοράς για ένα ορισμένο προϊόν, αλλά δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν παράγοντα που θα αντιμετωπίσει έναν παράγοντα που θα αντιπροσώπευε την περιπλοκότητα του γαλαξιακού τραπεζικού συστήματος.
     Η φόρμουλα μπορεί να ισχύει για τον τύπο 10, αλλά όχι για τον τύπο 9, και μπορεί να είναι τελείως άχρηστη για τον τύπου 8. Έτσι, οι Γκουγκλς, έπαιζαν όχι μόνον ένα παιχνίδι, αλλά πλήρωναν και το τίμημα της ειρήνης. Και το τίμημα της ειρήνης ήταν να στραφούν προς την άλλη μεριά. Να οπισθοχωρήσουν αναπτυξιακά. Πήγαν μέχρι τον τύπο 14 κι έμειναν εκεί για λίγο, μετά προχώρησαν μπρος κάπως απότομα, αλλά όχι ως εκεί θα βρισκόταν προτού παλινδρομήσουν. Οπισθοχώρησαν εθελοντικά κι έμειναν πίσω, για να μη πολεμήσουν. Οπισθοχώρησαν, όχι επειδή ο πόλεμος ήτανε λιγότερο πιθανός στον τύπο 14, αλλά για να ‘ναι αποτελεσματική η φόρμουλα,μείνανε πίσω για να ‘χουνε περιθώρια να προχωρήσουνε, προτού φτάσουνε στο σημείο πέρα από το οποίο δεν θα ισχύει η φόρμουλα. Αλλά πως μπόρεσαν να παλινδρομήσουν; Πως έφτασαν από τον τύπο 10 στον τύπο 14;
     Οπισθοδρόμησαν -σίγουρα θα οπισθοδρομούσαν. Θα άφηναν το άνετο χωριό τους και θα ζούσαν στις καλύβες κι όλη την ώρα το ταμπλό του παιχνιδιού και τα κομμάτια που τους είχαν διασφαλίσει την τύπου 10 ύπαρξή τους θα φυλάγονταν στο θεόσπιτο. Θα ερχόταν κάποτε μια η μέρα όπου θα είχαν προχωρήσει αρκετά για να μπορέσουν να παίζουν το παιχνίδι, και θα το έπαιζαν, σύμφωνα με τους κανόνες και ότι είχαν – εκτός αν έπεφταν στο εμπόδιο, και προσγειωνόταν ένα διαστημόπλοιο απώτερου πολιτισμιακού επιπέδου στο χωριό τους και τους μοίραζε από έναν ασημένιο δίσκο, μια ντουζίνα ατομικές βόμβες για να χρησιμοποιηθούν σε έναν πετροπόλεμο. Ο Σέλντον κάθισε στο γραφείο του κι ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια του. Πόσα, αναρωτήθηκε, πόσα περισσότερα τους δώσαμε από ότι είχαν πριν; Ανατρέψαμε τη φόρμουλα; Τους δώσαμε τόσα πολλά, ώστε αυτό εδώ το χωριό να τινάζει τη φόρμουλα στον αέρα; Πόση ανοχή θα μπορούσε να έχει; Πόσο θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τον τύπο 10 και να βρίσκονται ακόμα μέσα στα όρια ασφαλείας;
     Σηκώθηκε και άρχισε πάλι να βηματίζει. “Μάλλον, είναι εντάξει“, μονολόγησε.
     Παίζουν το παιχνίδι εδώ και πεντακόσια χρόνια, που τους ξέρουμε -ίσως και για χιλιάδες ακόμα χρόνια που δεν τους ξέραμε. Δε θα ήθελαν να καταστρέψουν τη φόρμουλα- θα γνώριζαν το όριο. Γιατί πρέπει να υπάρχει ένας βαθιά ριζωμένος φόβος για τον πόλεμο μες στην ίδια τους τη κουλτούρα, διαφορετικά δε θα συνέχιζαν να υπακούουν στη φόρμουλα. Και στην πραγματικότητα, η φόρμουλα είναι απλή. Απλή. Σαν να πέφτεις από ένα δέντρο. Μόνο πως είναι δυνατόν ένας λαός να οπισθοδρομεί ηθελημένα; Με υπνωτισμό; Δε θα έπιανε, γιατί τι θα συνέβαινε στον υπνωτιστή; Θα παρέμενε σαν ένας τυχαίος κι επικίνδυνος παράγοντας. Ένα έξυπνο μηχάνημα, ίσως, μόνο που οι Γκουγκλς δεν είχαν καθόλου μηχανήματα. Έτσι δεν ήταν δυνατό να είναι μηχάνημα. Καμιά φαρμακευτική ουσία μήπως; Υπήρχε μια ρίζα κι απ’ αυτή έβγαζαν μια φαρμακευτική ουσία για να θεραπεύσουν μια αρρώστια χαρακτηριστική ενός ιδιαίτερου τμήματος του γαλαξία -η ρίζα του μπαμπού. Ο πλανήτης Ζαν ήταν το μόνο μέρος όπου μεγάλωνε το μπαμπού.
 -“Θεέ μου“, είπε ο Σέλντον. “Δεν το σκέφτηκα αυτό. Το διάβασα κάπου. Τι ήταν αυτή η αρρώστια“;
     Έβγαλε τις αρχειοταινίες του, τις έβαλε στο μηχάνημα προβολής και βρήκε τη διατριβή πάνω στη χρήση της ρίζας του μπαμπού, και βρήκε το όνομα της αρρώστιας, που του ήταν αδύνατο να προφέρει. Κοιτούσε στο ευρετήριο των αρχείων του και βρήκε πως στις σχετικές ιατρικές πληροφορίες, υπήρχαν λίγες γραμμές γι’ αυτήν την περίεργη αρρώστια:

     “…νευρική διαταραχή δημιουργούσα συναισθηματική ένταση, η οποία σε πολλές περιπτώσεις εντείνει ένα αίσθημα ενοχής που δημιουργείται από την ανικανότητα να ξεχάσει κανένας παλιές εμπειρίες. Το φάρμακο επιφέρει μια πλήρη κατάσταση αμνησίας, από την οποία συνέρχεται βαθμιαία ο ασθενής διατηρώντας περισσότερο τις βασικές έννοιες, παρά το πλήθος των λεπτομερών εμπειριών του, των οποίων η ανάμνηση συνεισφέρει στην κατάστασή του“.

     Αυτό ήταν φυσικά! Η τέλεια απάντηση! Οι Γκουγκλς έτρωγαν τη ρίζα του μπαμπού, ίσως τελετουργικά και μετά ξεχνούσανε και στη λησμονιά, απομονώνονταν από την κουλτούρα τους, παλινδρομώντας κατά τέσσερα πολιτισμιακά στάδια. Τότε, μετά από αρκετό χρόνο, η επίδραση της ρίζας εξασθενούσε και θα θυμόντουσαν και με την ανάμνηση θ’ ανεβαίνανε στη πολιτισμιακή κλίμακα. Θα θυμόντουσαν, όχι τις λεπτομέρειες της προηγούμενης κουλτούρας, αλλά μόνο τις βασικές έννοιές της, και έτσι δε θα προχωρούσαν μέχρι εκεί που βρίσκονταν πριν. Με αυτό τον τρόπο θα άφηναν περιθώρια για να προχωρήσουν προς την επόμενη κρίση. Μετά, γι άλλη μια φορά, θα έτρωγαν τις ρίζες μπαμπού και θα απόφευγαν πάλι τον πόλεμο. Γιατί, ενώ το παιχνίδι θα καθόριζε ποιος θα είχε κερδίσει τον πόλεμο, αν είχε γίνει, η αμνησία κι η αργή ανάρρωση από το μπαμπού θα εξάλειφε τα αίτια του πολέμου, θα μετακινούσε το σημείο της κρίσης.
     Η φόρμουλα ίσχυε, επειδή, ακόμα και προτού παίξουν το παιχνίδι, οι παράγοντες του πολέμου θα είχαν αναστατωθεί και το κρίσιμο σημείο θα είχε ήδη εξαφανιστεί.
 -“Ας συγχωρήσει ο Θεός“, είπε ο Σέλντον, “τις μικρές αρπακτικές ψυχές μας“.
     Επέστρεψε στο γραφείο του και κάθισε. Με χέρι που είχε βαρύνει ξαφνικά, κάλεσε μέσω του επικοινωνητή τον Χαρτ.
 -“Τί είναι τώρα;” φώναξε ο Χαρτ.
 -“Φύγε“, διέταξε ο Σέλντον. “Φύγε από αυτόν τον πλανήτη, όσο πιο γρήγορα μπορείς“.
 -“Μα η ρίζα…”
 -“Δεν υπάρχει ρίζα“, είπε ο Σέλντον. “Δεν υπάρχει πια ρίζα“.
 -“Μα έχω ένα συμβόλαιο“.
 -“Όχι τώρα“, είπε ο Σέλντον. “Είναι ανύπαρκτο κι άκυρο, αντίθετο με τα γαλαξιακά συμφέροντα“.
 -“Αντίθετο!” Μπορούσε να ακούει τον Χαρτ να πνίγεται από τον θυμό του. “‘Ακου δω, κύριε Συντονιστή, τη χρειάζομαι αυτή τη ρίζα στον τομέα 12. Χρειάζονται…”
 -“Θα την συνθέσουν χημικά“, είπε ο Σέλντον. “Αν τη θέλουν θα πρέπει να την συνθέσουν. Υπάρχει κάτι, πιο σημαντικό…”
 -“Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό“, είπε ο Χαρτ.
 -“Μπορώ“, είπε ο Σέλντον. “Αν νομίζεις πως δεν μπορώ, δοκίμασέ με και θα δεις“.
     Χτύπησε το ακουστικό του και περίμενε ιδρώνοντας. Πέρασαν δέκα λεπτά προτού ακούσει τις μηχανές να λειτουργούν, ετοιμάζοντας το σκάφος για την απογείωση.
     Είδε τον πλανήτη να χάνεται πίσω τους καθώς το σκάφος προχωρούσε στο διάστημα.
 “Κουράγιο“, μονολόγησε σκεπτόμενος τους Γκουγκλς, “το γυμνό, ψυχρό κουράγιο τους! Ελπίζω να μην είναι πολύ αργά. Ελπίζω να ισορροπήσουν τη ζημιά που τους κάναμε“. Θα πρέπει να υπήρξε μια μέρα, που οι Γκουγκλς ήταν μια μεγάλη φυλή, μια φυλή που ανέπτυξε ένα μεγάλο πολιτισμό -μεγαλύτερο, ίσως, από οποιονδήποτε που υπήρχε τώρα στο γαλαξία. Γιατί χρειαζόταν ένας φανταστικά ανεπτυγμένος λαός, για να κάνει αυτό που είχαν κάνει. Δεν ήταν δουλειά του τύπου 10, ούτε καν του τύπου 6, του μεγαλύτερου τύπου που έφτασε ποτέ η Γη.
     Χρειαζόταν νοημοσύνη και μεγάλη ευσπλαχνία, τρομακτικά αναλυτική ικανότητα και ψύχραιμη αντικειμενικότητα για να βρεθούν οι παράγοντες κι ο τρόπος της αντιμετώπισής τους. Κι είχε χρειαστεί απίστευτο κουράγιο για να ενεργοποιηθεί η πορεία που είχαν χαράξει οι αρχαίοι Γκουγκλς -για να ανταλλάξουν μια κουλτούρα που θα μπορούσε να είχε φτάσει τους τύπους 2 ή 3, με μια τύπου 10, επειδή δε θα ίσχυε πέρα από το πολιτισμιακό επίπεδο τύπου 10. Εφόσον λειτούργησε μια φορά, πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί. Όλο το κουράγιο της φυλής δεν πρέπει να χαθεί τώρα. Είναι μια φόρμουλα, που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να καταστραφεί. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να καταστραφεί εξαιτίας του κέρδους που βγάζουν οι έμποροι από τη ρίζα του μπαμπού. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να καταστραφεί μέσω της επαφής με άλλα παράξενα πλάσματα που μπορεί να βρίσκονται ψηλότερα στην πολιτιστική κλίμακα, αλλά δεν έχουν το κουράγιο των Γκουγκλς.
     Κι ένα άλλο πράγμα ακόμα -δεν πρέπει να διακινδυνέψουμε την περίπτωση να γίνει η ρίζα ένα απλό αντικείμενο εμπορίου. Δεν πρέπει να πάψουν να βλέπουν οι Γκουγκλς τη μεγαλύτερη αξία της ρίζας, την αξία που, σε αυτήν υπάρχει η μεγαλύτερη ελπίδα που γνώρισε ποτέ ο γαλαξίας. Ο Σέλντον επέστρεψε στον πίνακα που είχε φτιάξει, κι εξέτασε τις πληροφορίες που είχαν πάρει από το πλήρωμα οι Γκουγκλς. Συγκεντρωμένες έφταναν σε κάτι κάπως μεγαλύτερο από τον τύπο 10 -έναν τύπο 9Ρ ίσως. Κι αυτό ήταν επικίνδυνο, αλλά μάλλον, όχι τόσο πολύ, γιατί ο τύπος 10Α, αν είχαν φτάσει ποτέ εκεί οι Γκουγκλς, μάλλον αντιπροσώπευε ακόμα έναν ορισμένο περιθώριο ασφαλείας. Αλλά, είχε φτάσει κοντά. Πολύ κοντά, για να μην ανησυχεί. Έδειχνε άλλον έναν παράγοντα, τον παράγοντα του πειρασμού -κι αυτό ήταν κάτι που δεν θα έπρεπε να συνεχιστεί.
     Πήγε πίσω στα αρχεία του και για αρκετές ώρες τα μελέτησε, και για άλλη μια φορά είδε το σκληρό, ψυχρό κουράγιο και την επίμονη αφοσίωση των Γκουγκλς. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο στα αρχεία που να ξεπερνούσε τον τύπο 10.
 “Φαντάσου” μονολόγησε, “να μένουν ικανοποιημένοι μ’ ένα καλύτερο τσαπί ενώ θα μπορούσαν να ‘χαν ατομικές μηχανές. Φαντάσου, επί πεντακόσια χρόνια ν’ αρνιούνται τα εμπορεύματα και την άνεση που θα έκαναν τους Γκουγκλς έναν ανώτερο λαό, πιο ευτυχισμένο και πιο άνετο. Ανώτερο και πιο ευτυχισμένο – και πολύ πιθανό νεκρό. Κάποτε, πριν από πολύ καιρό, σε ισχυρές πόλεις που τώρα κρύβονται κάτω από τη σκόνη της επιφάνειας του πλανήτη, οι Γκουγκλς θα πρέπει να είχαν μάθει την τρομερή πικρία ενός εξελιγμένου πολέμου που θα πρέπει να είχαν νιώσει φρίκη με τον θάνατο και την αγωνία και την τυφλή ματαιότητα. Κι η γνώση αυτής της μέρας ζούσε ακόμα στο νου των σημερινών Γκουγκλς“.
     Κι αυτή τη γνώση δε θα ‘πρεπε να τη χάσει ο γαλαξίας. Ο Σέλντον σήκωσε τον πίνακα, τον δίπλωσε, φτιάχνοντας έναν κύλινδρο, και τον στερέωσε με λαστιχάκια. Έκρυψε τα αρχεία. Επί πεντακόσια χρόνια οι Γκουγκλς είχαν αντέξει σε όλα τα τεχνάσματα και τους πειρασμούς των εμπόρων που θα μπορούσαν να τους δώσουν οτιδήποτε ήθελαν με αντάλλαγμα το μπαμπού. Εμπόρους, που ακόμα κι αν γνώριζαν την αλήθεια, θα είχαν ηθελημένα κι απερίσκεπτα καταστρέψει τον προστατευτικό τύπο 10, για χάρη του κέρδους.
     Είχαν αντέξει επί πεντακόσια χρόνια. Πόσο ακόμα θα άντεχαν; Σίγουρα, όχι για πάντα. Ίσως όχι για πολύ ακόμα. Το γεγονός πως ο αρχηγός κι η φυλή του ζητούσαν πληροφορίες πέρα από το όριο του τύπου 10, φανέρωνε κάποια στιγμιαία αδυναμία. Δε μπορούσε να σημαίνει αυτό πως ο ηθικός τους χαρακτήρας αδυνάτιζε και πως τα χρόνια του εμπορίου είχαν αφήσει το δηλητήριό τους; Κι αν οι Γκουγκλς δεν είχαν αντέξει -αν δεν άντεχαν- ο γαλαξίας θα ήταν τότε πιο φτωχός και πιο ματωμένος. Γιατί θα ερχόταν η μέρα, ίσως μετά από πάρα πολλά χρόνια, όπου θα ήταν καλύτερα να γίνει μια επισκόπηση, μια μελέτη των μεγάλων πραγμάτων που είχαν καταφέρει οι Γκουγκλς. Κι από αυτή τη μελέτη θα γινόταν η αρχή του πρώτου μεγάλου βήματος προς την ειρήνη σε ολόκληρο το γαλαξία, ένας υπαινιγμός σχετικά με το πως θα μπορούσε να εφαρμοστεί η αρχή χωρίς την ανάγκη μιας στατικής κουλτούρας. Αλλά η μελέτη, δεν θα μπορούσε να γίνει για αρκετά χρόνια ακόμα.
     Έπρεπε πρώτα να εξαλειφθούν οι τυχαίοι παράγοντες των τελευταίων πεντακοσίων χρόνων. Κάθισε στο γραφείο του -έβγαλε το φωνοτυπικό του μηχάνημα, κι έβαλε μέσα ένα φύλλο χαρτί. Έδωσε τον τίτλο, που τον τύπωσε γρήγορα η μηχανή:

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΖΑΝ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΙ ΕΜΠΟΡΟΥΣ
________________________
Clifford Simak
Retrograde Evolution(1954)
Μτφρ.Μάγδα Χαλικιά

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *