Smith Clark Ashton: 7 μικρές ιστορίες

Ο Σμιθ είναι κι εδώ με βίο και ποιήματα!

                        Η Αυτοκρατορία Των Νεκρομαντών

                                          The Empire Of The Necromancers

     Ο θρύλος των Μμάτμουορ και Σοντόσμα θα γίνει γνωστός μόνο στους τελευταίους καιρούς της γης, όταν οι χαρούμενοι θρύλοι των νέων εποχών θα ‘χουνε ξεχαστεί. Πριν απ’ τον καιρό που θα ειπωθεί, πολλές εποχές θα ‘χουνε περάσει, θάλασσες θα ‘χουν εξαφανιστούν και νέες ήπειροι θ’ αναδυθούν. Ίσως εκείνη τη μέρα, να χρησιμέψει να ξεγελάσει λίγο τη μαύρη φθορά ενός γένους που πεθαίνει, καθώς αναπτύσσεται χωρίς ελπίδα στη λήθη.
     Θα πω την ιστορία όπως πρέπει να την εξιστορήσει κάποιος στη Ζοθίκ, τη τελευταία ήπειρο, κάτω από ‘να θολό ήλιο κι ένα θλιμμένο ουρανό, καθώς τ’ άστρα βγαίνουν με τρομερή λαμπρότητα πριν έρθει το σούρουπο.
     Οι Μμάτμουορ και Σοντόσμα ήταν νεκρομάντες που ‘ρθαν απ’ το σκοτεινό νησί της Ναάτ να εξασκήσουνε τις ανίερες τεχνικές τους στη Τιναράθ περ’ απ’ τις συρρικνωμένες θάλασσες. Αλλά δεν ευδοκίμησαν στη Τιναράθ, γιατί ο θάνατος ήταν ιερός για τους ανθρώπους αυτής της γκρίζας χώρας. Η βεβήλωση της ανυπαρξίας του τάφου, δεν ήταν ελαφρύ πράμα και το ξύπνημα νεκρών απ’ τους νεκρομάντες θεωρούνταν αποτρόπαιο.
     Έτσι, μετά από λίγο καιρό, ο Μμάτμουορ κι ο Σοντόσμα διώχθηκαν απ’ τον θυμό των κατοίκων κι αναγκάστηκαν να πάνε στη Σίνκορ, μιαν έρημο στα νότια, που οι μόνοι κάτοικοι ήτανε τα κόκαλα κι οι μούμιες, από ‘να γένος που αποδεκατίστηκε απ’ τη πανούκλα σε περασμένους καιρούς. Η γη που πήγανε, κειτόταν μελαγχολική και λεπρώδης, με χρώμα ωχρό απ’ τον κοκκινισμένον ήλιο. Οι θρυμματισμένες πέτρες κι η θανάσιμη ερημιά της άμμου θα δημιουργούσαν φόβο στις καρδιές των κοινών ανθρώπων.
     Αφού διωχτήκανε στο άγονο τούτο μέρος, χωρίς φαΐ να συντηρηθούν, τα χάλια που ‘χαν οι μάγοι θα φαίνονταν απελπιστικά σε κάποιον άλλον. Αλλά χαμογελώντας μυστικά, με τον αέρα των κατακτητών, σα να πλησιάαζανε σ’ ένα βασίλειο που από καιρό θέλαν, ο Σοντόσμα κι ο Μμάτμουορ προχώρησαν σταθερά μέσα στη Σίνκορ.
     Άθικτος μπρος τους, σε μέρη χωρίς δέντρα και γρασίδι και πάνω από κοίτες ξεραμένων ποταμών, ήταν ο μεγάλος δρόμος που χρησιμοποιούσαν συχνά οι ταξιδιώτες ανάμεσα Σίνκορ και Τιναράθ. Δε συνάντησαν τίποτα ζωντανό. Αλλά σύντομα, φτάσαν μπρος στους σκελετούς ενός αλόγου και του αναβάτη του, που κείτονταν στο δρόμο κι ακόμα είχανε τα πολυτελή χαλινάρια και ρούχα που κάποτε φορούσανε στη σάρκα. Κι ο Μμάτμουορ κι ο Σοντόσμα σταμάτησαν μπρος στα αξιοθρήνητα κόκαλα, που κανέν ίχνος παρακμής δεν υπήρχε και χαμογελάσανε διαβολικά ο ένας στον άλλο.
 -“Το άλογο πρέπει να το πάρεις εσύ” είπε ο Μμάτμουορ, “είσαι ο πιο μεγάλος από τους δυο μας κι αυτό σου δίνει το δικαίωμα να προηγηθείς. Ο αναβάτης θα υπηρετήσει και τους δυο και θα ‘ναι ο πρώτος της Σίνκορ που θ’ αφοσιωθεί σε μας“.
     Τότε, πάνω στη τεφρώδη άμμο στην άκρη του δρόμου, σχεδίασαν ένα τριπλό κύκλο κι αφού σταθήκανε στο κέντρο του, εκτελέσανε τις αποτρόπαιες τελετουργίες τους που υποχρεώνουνε τους νεκρούς να σηκωθούν απ’ την ήρεμη ανυπαρξία τους και να υπακούουν σ’ όλα τα πράματα, στη σκοτεινή θέληση των νεκρομαντών. Μετά, ράντισαν με μια τσιμπιά μαγική σκόνη, τα ρουθούνια του άντρα και του αλόγου. Και τα λευκά κόκαλα, τρίζοντας πένθιμα, σηκώθηκαν από κει που είχανε πέσει και στάθηκαν έτοιμα να υπηρετήσουν τους αφέντες τους. Κι έτσι όπως είχανε συμφωνήσει, ίππευσε ο Σοντόσμα τον σκελετό του αλόγου, πήρε τα πολυτελή χαλινάρια και ξεκίνησε, σα διαβολική παρωδία θανάτου, πάνω στ’ ωχρό άλογό του. Ο Μμάτμουορ στάθηκε δίπλα του στηριζόμενος ελαφρά σε μιαν εβένινη ράβδο κι ο σκελετός του άντρα, με τα πλούσια ρούχα να κυματίζουνε χαλαρά, ακολούθησε από πίσω, σαν υπηρέτης.
     Μετ’ από λίγο στη γκρίζα έρημο, βρήκανε λείψανα κι άλλου αλόγου με τον αναβάτη του, που τα τσακάλια είχαν αφήσει άθικτα κι ο ήλιος τα ‘χε ξεράνει ώστε να μοιάζουν με μούμιες. Τα σηκώσανε κι αυτά απ’ το θάνατο κι ο Μμάτμουορ πήδησε στο μαραμένο άλογο. Κι οι δυο μάγοι ίππευσαν μ’ επισημότητα σα ξεπεσμένοι αυτοκράτορες, με μια μούμια κι ένα σκελετό να τους συνοδεύουν. Ανάστησαν αμέσως κι άλλα κόκαλα, απομεινάρια ανθρώπων και θηρίων που συναντήσανε κι έτσι συγκεντρώσανε μεγάλη σειρά στη πορεία τους μες από τη Σίνκορ.
     Στο μήκος του δρόμου, καθώς πλησίαζανε στη Γεθλίρεομ που ‘τανε πρωτεύουσα, βρήκανε πολυάριθμους τύμβους και νεκροπόλεις, ακόμη άθικτους μετ’ από τόσα χρόνια, που περιείχανε τυλιγμένες μούμιες που δεν είχαν αλλοιωθεί απ’ το θάνατο. Όλες αυτές, τις κάλεσαν από τη νύχτα των μνημάτων να υπακούσουν στις προσταγές τους. Μερικές τις διέταξαν να σπείρουνε και να καλλιεργήσουνε τα λιβάδια της ερήμου και να σηκώσουν νερό από τα βουλιαγμένα πηγάδια. Άλλες τις άφησαν να κάνουνε διάφορες δουλειές, σαν αυτές που κάναν όταν ζούσαν. Η αιώνια σιωπή, έσπασε απ’ το θόρυβο και τη φασαρία μυριάδων δραστηριοτήτων. Και τα λεπτά πτώματα των υφαντουργών κάτσανε στις σαΐτες τους και τα πτώματα των αγροτών ακολουθήσανε τ’ αυλάκια πίσω από ψόφια βόδια.
     Εξαντλημένοι απ’ το παράξενο ταξίδι τους και τις συχνά επαναλαμβανόμενες επωδούς, οι Μμάτμουορ και Σοντόσμα είδαν επιτέλους μπρος τους, απ’ ένα λόφο της ερήμου, τα ψηλά κωδωνοστάσια και τους ωραίους άθικτους θόλους της Γεθλίρεομ, που φαίνονταν απόκρημνα στο σκοτεινό στάσιμο αίμα του δυσοίωνου λυκόφωτος.
 -“Είναι μια όμορφη χώρα” είπε ο Μμάτμουορ, “εγώ κι εσύ θα τη μοιραστούμε και θα κρατήσουμε τη κυριαρχία πάνω σ’ όλους τους νεκρούς της κι αύριο θα στεφθούμε αυτοκράτορες της Γεθλίρεομ“.
 -“Ναι“, απάντησε ο Σοντόσμα, “γιατί δεν υπάρχει κανείς ζωντανός εδώ για να μας αμφισβητήσει. Κι αυτοί που καλέσαμε απ’ τον τάφο θα κινούνται και θ’ αναπνέουν μόνο με τη συγκατάθεσή μας και δε θα εξεγερθούν εναντίον μας“.
     Έτσι μες στο κόκκινο λυκόφως που θόλωνε πορφυρά, μπήκανε στη Γεθλίρεομ, πέρασαν από ψηλές χωρίς φώτα επαύλεις κι εγκαταστάθηκαν μαζί με τη φοβερή ακολουθία τους στο μεγαλοπρεπές εγκαταλελειμμένο παλάτι, που η δυναστεία των αυτοκρατόρων της Νίμποθ βασίλευσε για δυο χιλιάδες χρόνια και κυριάρχησε σ’ όλη τη Σίνκορ.
     Στους σκονισμένους χρυσούς διαδρόμους, ανάψανε τις άδειες λάμπες απ’ όνυχα με τρόπους της σατανικής μαγείας τους και δείπνησαν με βασιλικά φαγητά παλιότερων εποχών που επανέφεραν με τον ίδιο τρόπο. Αρχαία αυτοκρατορικά κρασιά χύθηκανε γι’ αυτούς σε κύπελλα από φεγγαρόπετρα, από τ’ άσαρκα χέρια των υπηρετών τους, μέθυσανε, γιορτάσανε κι οργιάσανε με φαντασμαγορική λαμπρότητα, αναβάλλοντας γι αύριο την ανάσταση αυτών που ‘χανέ πεθάνει στην Γεθλίρεομ.
     Τη σκοτεινή πορφυρή αυγή, σηκώθηκαν εγκαίρως απ’ τα υπέρπλουτα κρεβάτια του παλατιού που ‘χανε κοιμηθεί, γιατί είχανε πολλά να κάνουν ακόμη. Παντού σε κείνη τη ξεχασμένη πόλη, χρησιμοποιήσανε τα ξόρκια τους πάνω στους ανθρώπους που ‘χανε πεθάνει τον τελευταίο χρόνο της πανούκλας κι είχαν μείνει άταφοι. Αφού ολοκλήρωσαν αυτό, πήγανε πέρ’ απ’ τη Γεθλίρεομ, στην άλλη πόλη των υψηλών τάφων και των μεγαλοπρεπών μαυσωλείων, που κείτονταν οι αυτοκράτορες της Νίμποθ κι οι πιο σοβαροφανείς πολίτες κι ευγενείς της Σίνκορ. Εκεί, αναγκάσανε τους σκελετωμένους σκλάβους να σπάσουνε τις σφραγισμένες πόρτες με σφυριά και μετά, με τις αμαρτωλές τυραννικές επωδούς τους, κάλεσαν να ‘ρθουνε μπρος οι αυτοκρατορικές μούμιες, ακόμα κι οι γηραιότερες της δυναστείας κι όλες ήρθανε περπατώντας δύσκαμπτα, με μάτια χωρίς λάμψη και με πλούσιες φορεσιές ραμμένες με κοσμήματα που λάμπανε σα φωτιά. Κι αργότερα αναστήσανε, σε μια παρωδία ζωής, πολλές γενεές τιτλούχων κι αυλικών.
     Κινούμενοι σ’ επίσημη πομπή, με σκοτεινά, αλαζονικά και κοίλα πρόσωπα, οι νεκροί αυτοκράτορες κι αυτοκράτειρες της Σίνκορ, δείξαν υπακοή στους Μμάτμουορ και Σοντόσμα κι ακολουθήσανε, σα μια σειρά από αιχμαλώτους, μες σ’ όλους τους δρόμους της Γεθλίρεομ. Μετά, στο τεράστιο δωμάτιο του θρόνου του παλατιού, οι νεκρομάντες ανέβηκανε στο ψηλό διπλό θρόνο, που δίκαιοι κυβερνήτες είχανε κάτσει παλιά μαζί με τις συντρόφους τους. Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους αυτοκράτορες πήρανε σε μια λαμπρή και πένθιμη τελετή το αρχοντικό στέμμα, απ’ τα ζαρωμένα χέρια του Χεσταΐγιον, του μεγαλύτερου της σειράς των Νίμποθ, που βασίλευσε σε σχεδόν μυθικά χρόνια. Τότε όλοι οι απόγονοι του Χεσταΐγιον που μεγάλο πλήθος είχανε γεμίσει την αίθουσα, ζητωκραύγασαν μ’ άτονες υπόηχες φωνές τη κυριαρχία των Μμάτμουορ και Σοντόσμα.
     Έτσι, οι εξόριστοι νεκρομάντες, βρήκανε για τους εαυτούς τους ένα βασίλειο κι υπηκόους, σε μιαν έρημη άγονη γη που οι άνθρωποι της Τιναράθ τους είχαν οδηγήσει να χαθούνε. Σαν υπέρτατοι βασιλιάδες πάνω σ’ όλους τους νεκρούς της Σίνκορ, με την αρετή της τρομερής μαγείας τους, εξασκούσαν απαίσιο δεσποτισμό. Τιμές φέρνανε σ’ αυτούς, άσαρκοι κλητήρες απομακρυσμένων βασιλείων. Πτώματα φαγωμένα από τη πανούκλα και ψηλές μούμιες αρωματισμένες με νεκρικά βάλσαμα κάνανε τα θελήματά τους στη Γεθλίρεομ ή φέρνανε σε σωρούς μπρος στ’ άπληστα μάτια τους, από ανεξάντλητους θαλάμους, χρυσάφια σκεπασμένα με ιστούς αράχνης και σκονισμένους πολύτιμους λίθους περασμένων χρόνων.
     Νεκροί εργάτες κάνανε τους κήπους του παλατιού ν’ ανθίσουν με λουλούδια χαμένα από καιρό. Πτώματα και σκελετοί μοχθούσανε γι’ αυτούς στα ορυχεία ή φτιάχνανε ψηλούς πύργους στον ήλιο που πέθαινε. Θαλαμηπόλοι και πρίγκιπες παλιών καιρών ήταν οι οινοχόοι τους κι έγχορδα όργανα παίζανε για την ευχαρίστησή τους απ’ τα λεπτά χέρια αυτοκρατειρών με χρυσά μαλλιά που δεν είχανε ξεθωριάσει απ’ τη νύχτα του τάφου. Τις καλύτερες απ’ αυτές, όσες δεν είχανε καταστραφεί πολύ από τη πανούκλα και το σκουλήκι, τις πήραν ερωμένες και τις ανάγκασαν να ικανοποιούνε νεκροφιλικούς τους πόθους.
     Οι κάτοικοι της Σίνκορ, κάνανε πράματα που κάνανε κι όταν ζούσαν, αλλά τώρα πλέον με τη θέληση των Μμάτμουορ και Σοντόσμα. Μιλούσανε, κινούνταν, τρώγανε και πίναν όπως όταν ήταν στη ζωή. Ακούγανε, βλέπανε και νιώθανε με την ομοιότητα των αισθήσεων που ‘χανε πριν τον θάνατο, αλλά τα μυαλά τους ήταν υπόδουλα από την απαίσια νεκρομαντεία. Η θύμηση των προηγούμενων υπάρξεών τους ήτανε πολύ αμυδρή κι η κατάσταση που ‘χανε κληθεί ήταν άδεια, προβληματική και σκιώδης. Το αίμα τους έρεε κρύο και πηχτό, αναμιγμένο με το νερό της λήθης, που οι ατμοί της συννεφιάζανε τα μάτια τους. Βουβά υπακούανε διαταγές των τυραννικών κυρίων τους, χωρίς να επαναστατούν ή να διαμαρτύρονται αλλά γεμάτοι μ’ αυτή την αμυδρή, απεριόριστη κούραση που μόνον οι νεκροί γνωρίζουν, όταν έχουν μεθύσει απ’ τον αιώνιο ύπνο και καλούνται γι’ ακόμα μια φορά στη πικρότητα της θνητής ύπαρξης. Δε γνωρίζανε κανένα πάθος, επιθυμία ή ευχαρίστηση, μόνο τη μαύρη χαύνωση του ξυπνήματος απ’ τη λήθη κι ένα γκρίζο, ακατάπαυστο πάθος για να γυρίσουνε στον αδιατάρακτο ύπνο τους.
     Νεώτερος και τελευταίος απ’ τους αυτοκράτορες της Νίμποθ ήταν ο Ιλλέιρο, που ‘χε πεθάνει τον πρώτο μήνα της πανώλης κι είχε μείνει σε ψηλό μαυσωλείο για διακόσια χρόνια, πριν τον ερχομό των νεκρομαντών. Αναστημένος μαζί με τους ανθρώπους του και τους πατέρες του ν’ ακολουθήσει τους τυράννους, ο Ιλλέιρο κατάλαβε τη κενότητα της ύπαρξής του χωρίς αντίδραση και δεν ένιωσε καμίαν έκπληξη. Αποδέχτηκε την ανάσταση τη δική του και των προγόνων του, όπως κάποιος αποδέχεται τις προσβολές και τα θαύματα ενός ονείρου. Ήξερε πως είχε έρθει σ’ ένα μαραμένον ήλιο, σ’ ένα κούφιο και φασματικό κόσμο, σε μια σειρά πραγμάτων, που η θέση του ήταν απλώς αυτή μιας υπάκουης σκιάς. Αλλά στην αρχή είχε ενοχληθεί μόνο, όπως κι οι άλλοι, από μιαν αμυδρή εξάντληση και μια σβησμένη πείνα για τη χαμένη λήθη. Ναρκωμένος απ’ τη μαγεία των κυρίων του, αδύναμος απ’ τη μακρόχρονη αδράνεια του θανάτου, παρατηρούσε σαν υπνοβάτης τις υπερβολές που υποβάλλονταν οι πατέρες του.
     Με κάποιο τρόπο όμως, μετά από πολλές μέρες, μια ασθενική σπίθα άναψε στο πηχτό λυκόφως του μυαλού του. Σα κάτι χαμένο κι ανεπανόρθωτο πίσω από τεράστιους κόλπους, θυμήθηκε το μεγαλείο της βασιλείας του στη Γεθλίρεομ και τη χρυσή περηφάνεια κι αγαλλίαση που ‘νιωθε όταν ήταν νέος. Κι ανακαλώντας αυτά, ένιωσε ένα αόριστο αίσθημα επανάστασης και μιαν αμυδρή δυσφορία έναντι στους μάγους που τον είχαν υποβάλει σ’ αυτή την ολέθρια κοροϊδία της ζωής. Θλιμμένα, άρχισε να θρηνεί για την εξευτελιστική κατάστασή του και τη πένθιμη θέση των προγόνων και των ανθρώπων του.
     Μέρα τη μέρα, σαν οινοχόος στα δωμάτια που παλιά εξουσίαζε, ο Ιλλέιρο είδε αυτά που κάναν οι Μμάτμουορ και Σοντόσμα. Είδε τις σκληρές ιδιοτροπίες τους, τ’ αυξανόμενα μεθύσια και τη λαιμαργία τους. Τους έβλεπε να κυλιώνται στη νεκρομαντική τους πολυτέλεια, να γίνονται χαλαροί, νωθροί και να παραδίδονται στο πάχος. Αμέλησαν τη μελέτη της τέχνης τους και ξεχάσανε πολλά απ’ τα ξόρκια τους. Αλλ’ ακόμα εξουσίαζανε, δυνατοί και φοβεροί. Και ξαπλώνοντας σε πορφυρούς και κόκκινους
καναπέδες, σχεδίαζαν να οδηγήσουν ένα στρατό από νεκρούς ενάντια στη Τιναράθ.
     Ονειρευόμενοι κατακτήσεις κι υπέρτατες νεκρομαντείες, γίνανε χοντροί και νωθροί σα σκουλήκια που εγκατασταθήκανε σε τάφους γεμάτους αποσύνθεση. Και μαζί με την αμέλεια και τη τυραννία τους, η φωτιά της επανάστασης ανέβηκε στη σκοτεινή καρδιά του Ιλλέιρο, σα φλόγα που πνίγει την υγρασία της λήθης. Και σύντομα μαζί με την οργή του που μεγάλωσε, επέστρεψε σ’ αυτόν λίγη απ’ τη δύναμη και την αποφασιστικότητα που ‘χε και στη ζωή. Βλέποντας τη τυραννία των καταπιεστών και ξέροντας την αδικία που ‘χε γίνει, άκουσε μες στο μυαλό του τις κραυγές των καταπνιγμένων φωνών που απαιτούσαν εκδίκηση.
     Μες στους διαδρόμους του παλατιού της Γεθλίρεομ, ο Ιλλέιρο κινήθηκε σιωπηλά ανάμεσα στους πατέρες του, ακούγοντας τις προσταγές των αφεντών του και στάθηκε περιμένοντας τις διαταγές τους. Έχυσε στα κύπελλά τους απ’ όνυχα κόκκινα κρασιά πού είχαν φέρει με μαγεία από λόφους πέρ’ από ‘να νεότερο ήλιο. Υποτάχτηκε στις βρισιές και στις προσβολές τους. Και νύχτα με τη νύχτα τους έβλεπε να κουτουλάν απ’ το μεθύσι ώσπου να πέσουνε για ύπνο, ξαναμμένοι και χοντροί μες στην αλαζονική τους λαμπρότητα.
     Υπήρχανε πολύ λίγες κουβέντες ανάμεσα στους ζωντανούς-νεκρούς. Πατέρες και γιοι, μητέρες και κόρες, εραστές κι ερωμένοι, προχωρούσανε χωρίς ν’ αναγνωρίζονται και χωρίς σχόλια για την άσχημη μοίρα τους. Αλλά επιτέλους, μια νύχτα, όταν οι τύραννοι είχανε κοιμηθεί κι οι φλόγες ταλαντεύονταν στις νεκρομαντικές τους λάμπες, ο Ιλλέιρο συμβουλεύτηκε τον Χεσταΐγιον, το γηραιότερο πρόγονό του που ‘χε φήμη μεγάλου και μυθικού μάγου και λεγόταν ότι ήξερε τη μυστική γνώση της αρχαιότητας. Ο Χεσταΐγιον πήγε μακριά απ’ τους άλλους, σε μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Είχε χρώμα καστανό και φαινόταν μαραμένος στα μουμιοποιημένα ρούχα που φορούσε και τα χωρίς λάμψη μάτια του φαίνονταν ν’ ατενίζουν το κενό. Έμοιαζε σα να μην άκουσε τις ερωτήσεις του Ιλλέιρο, αλλά σε λίγο απάντησε μ’ ένα ξερό, τρεμουλιαστό ψιθύρισμα:
 -“Είμαι γέρος, η νύχτα του τάφου ήταν μεγάλη κι έχω ξεχάσει πολλά, αλλά ψηλαφώντας πέρ’ απ’ το κενό του θανάτου ίσως καταφέρω να επανορθώσω λίγη από τη παλιά μου γνώση και να επινοήσω κάποιον τρόπο ν’ απελευθερωθούμε“. Κι ο Χεσταΐγιον έψαξε ανάμεσα στα ξεφτίσματα της μνήμης του, σα κάποιονε που φτάνει σε σκουληκιασμένο μέρος που τα κρυμμένα αρχεία των αρχαίων καιρών έχουνε σαπίσει στα καλύμματά τους, ώσπου τελικά κάτι θυμήθηκε κι είπε: “Θυμάμαι ότι κάποτε ήμουν ένας ισχυρός μάγος κι ανάμεσα σ’ όλα τα πράματα, γνώριζα και τα ξόρκια της νεκρομαντείας, αλλά δεν είχα ασχοληθεί μαζί τους, καθώς είχα κρίνει τη χρήση τους και το σήκωμα των νεκρών απεχθείς πράξεις. Κατείχα όμως κι άλλες αρχαίες γνώσεις κι ίσως ανάμεσα στα λείψανά τους, να υπάρχει κάτι που μπορεί να χρησιμέψει για να μας οδηγήσει κάπου. Θυμάμαι μιαν αμυδρή, αμφίβολη προφητεία που ‘χε γίνει τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Γεθλίρεομ και της αυτοκρατορίας της Σίνκορ. Η προφητεία έλεγε ότι ένα κακό μεγαλύτερο απ’ το θάνατο θα πέσει στους αυτοκράτορες και τους κατοίκους της Σίνκορ σε μελλοντικούς χρόνους κι ότι ο πρώτος κι ο τελευταίος της δυναστείας των Νίμποθ, δουλεύοντας μαζί, θα βρούνε τρόπο που θα ‘χει αποτέλεσμα την αποδέσμευση και την άρση της κατάρας. Η προφητεία δεν έλεγε ποια θα ‘ναι η κατάρα, αλλά έλεγε πως οι δυο αυτοκράτορες θα μάθουνε τη λύση του προβλήματος, αν σπάσουνε το αρχαίο πήλινο είδωλο που φυλά το χαμηλότερο θάλαμο, κάτω απ’ το αυτοκρατορικό παλάτι της Γεθλίερομ“.
     Έχοντας ακούσει τη προφητεία απ’ τα μαραμένα χείλη του προγόνου του ο Ιλλέιρο συλλογίστηκε για λίγο κι είπε:
 -“Θυμάμαι τώρα έν απόγευμα όταν ήμουν νέος, ότι καθώς έψαχνα βαριεστημένα τους ασυνήθιστους θαλάμους του παλατιού, όπως ένα μικρό αγόρι μπορεί να κάνει, βρέθηκα στον τελευταίο θάλαμο και βρήκα μες σ’ ένα σκονισμένο, δύσμορφο είδωλο από πηλό, κάτι που η εμφάνιση κι η όψη του ήταν άγνωστες σε μένα. Και μη ξέροντας τη προφητεία γύρισα απογοητευμένος, το ίδιο βαριεστημένα όπως όταν είχα έρθει, για ν’ αναζητήσω το αμυδρό φως του ήλιου“.
     Τότε, ξεγλιστρώντας απ’ τους απρόσεκτους συγγενείς τους και κρατώντας διακοσμημένες λάμπες που πήραν απ’ το δωμάτιο, ο Χεσταΐγιον κι ο Ιλλέιρο πήγανε κάτω απ’ το παλάτι ακολουθώντας υπόγεια σκαλοπάτια και προχωρώντας σαν αδυσώπητες ύπουλες σκιές στους λαβύρινθους των σκοτεινών διαδρόμων, φτάσαν στη χαμηλότερη κρύπτη. Εκεί, μες στη μαύρη σκόνη και τους ιστούς που ‘χαν υφάνει αράχνες σε αμνημόνευτο παρελθόν, βρήκαν όπως το ‘χανε πιστέψει, το πήλινο είδωλο, που τα βάναυσα χαρακτηριστικά του ήταν αυτά ενός ξεχασμένου γήινου θεού. Κι ο Ιλλέιρο σύντριψε το είδωλο μ’ ένα κομμάτι πέτρας και μαζί με τον Χεσταΐγιον πήραν απ’ το κούφιο κέντρο του ένα μεγάλο σπαθί απ’ ανοξείδωτο ατσάλι, ένα βαρύ κλειδί από αξεθώριαστο μπρούντζο και πλάκες από λαμπρό ορείχαλκο που ήτανε γραμμένα τα διάφορα πράματα που ‘πρεπε να γίνουν ώστε η Σίνκορ ν’ απαλλαγεί απ’ τη μαύρη βασιλεία των νεκρομαντών κι οι άνθρωποι να γυρίσουνε πίσω στη λήθη του θανάτου.
     Έτσι, με το κλειδί από αξεθώριαστο μπρούντζο, ο Ιλλέιρο ξεκλείδωσε, σύμφωνα με τις οδηγίες των πλακών, μια χαμηλή και στενή πόρτα στο τέλος του κατώτερου θαλάμου πίσω απ’ το σπασμένο είδωλο. Και μαζί με τον Χέσταiγιον είδαν, όπως είχε προφητευτεί, τα ελικοειδή σκαλοπάτια από μαύρη πέτρα που οδηγούσανε κάτω σ’ ανεξερεύνητες αβύσσους, που καίγαν ακόμη οι βυθισμένες φωτιές της γης. Κι αφήνοντας τον Ιλλέιρο να φρουρεί την ανοιχτή πόρτα, ο Χεσταΐγιον πήρε το σπαθί απ’ ανοξείδωτο ατσάλι στο χέρι και πήγε πίσω στο δωμάτιο που κοιμούνταν οι νεκρομάντες πάνω στους κόκκινους και πορφυρούς καναπέδες με τους χλωμούς, αναίμακτους νεκρούς να περιμένουνε κοντά τους σε υπομονετικές σειρές.
     Εμψυχωμένος απ’ την αρχαία προφητεία και τη γνώση απ’ τις λαμπρές πλάκες, ο Χεσταΐγιον σήκωσε το μεγάλο σπαθί κι έκοψε τα κεφάλια των Μμάτμουορ και Σοντόσμα, το καθένα μ’ ένα μοναδικό χτύπημα. Τότε, όπως ανέφεραν οι οδηγίες, έκοψε τα σώματα σε τέσσερα μέρη με δυνατά χτυπήματα. Κι οι νεκρομάντες έδωσαν τις ακάθαρτες ζωές τους κι έμειναν ανάσκελα χωρίς να κινούνται, προσθέτοντας ένα βαθύτερο κόκκινο και μια λαμπρότερη απόχρωση στο μελαγχολικό πορφυρό των καναπέδων.
     Τότε, στους συγγενείς του που στέκονταν αμίλητοι χωρίς να συνειδητοποιούνε την απελευθέρωσή τους, η σεβάσμια μούμια του Χεσταΐγιον μίλησε μ’ εξουσιαστικά μουρμουρητά, σα βασιλιάς που δίνει διαταγές στα παιδιά του. Οι νεκροί αυτοκράτορες κι αυτοκράτειρες ανακινήθηκαν, όπως τα φθινοπωρινά φύλλα σε ξαφνικό άνεμο κι ένας ψίθυρος πέρασε ανάμεσά τους και πήγε μπρος απ’ το παλάτι για να συνεχιστεί κατά μήκος όλων των δρόμων και να ακουστεί από όλους τους νεκρούς της Σίνκορ.
     Όλη αυτή τη νύχτα και στη διάρκεια της σκοτεινής μέρας που ακολούθησε, με ταλαντευόμενους πυρσούς ή με το φως του χλωμού ήλιου, ένας ατελείωτος στρατός από πτώματα φαγωμένα απ’ τη πανούκλα και ρακένδυτων σκελετών, χυθήκανε σ’ έναν ωχρό χείμαρρο μες στους δρόμους της Γεθλίερομ και μες απ’ τα δωμάτια του παλατιού, όπου ο Χεσταΐγιον στεκότανε φρουρός πάνω απ’ τους σφαγμένους νεκρομάντες.
     Ασταμάτητα, με αόριστα, θαμπά μάτια, προχωρούσανε σα κατευθυνόμενες σκιές, να αναζητήσουνε τους υπόγειους θαλάμους κάτω απ’ το παλάτι και να περάσουν από την ανοιχτή πόρτα του τελευταίου θαλάμου που περίμενε ο Ιλλέιρο και να κατέβουνε τα χιλιάδες χιλιάδων σκαλιά που οδηγούσανε στο χείλος του χάσματος που βράζαν εξασθενημένες οι φωτιές της γης. Εκεί, από το χείλος του χάσματος, ρίχνονταν στον δεύτερο θάνατο και τον καθαρό εκμηδενισμό των απύθμενων φλογών.
     Αλλά αφού όλοι είχαν λυτρωθεί, ο Χεσταΐγιον παρέμεινε ακόμη μόνος στο μαραμένο ηλιοβασίλεμα δίπλα στα σφαγμένα πτώματα των Μμάτμουορ και Σοντόσμα. Τότε όπως τον είχανε καθοδηγήσει οι πλάκες, δοκίμασε τα ξόρκια της αρχαίας νεκρομαντείας που γνώριζε απ’ τη πρότερη σοφία του και καταράστηκε τα διαμελισμένα πτώματα με την αιώνια ζωή μέσα στον θάνατο, αυτή την ίδια που οι Μμάτμουορ και Σοντόσμα είχανε προσπαθήσει να επιβάλουνε στους ανθρώπους της Σίνκορ.
     Κατάρες ειπώθηκαν απ’ τα ωχρά χείλη και τα κεφάλια κυλήσανε φριχτά με μάτια που ακτινοβολούσανε και τα μέλη και τα σώματα συστραφήκανε στους αυτοκρατορικούς καναπέδες μες στο πηγμένο αίμα. Χωρίς να κοιτάξει πίσω, ξέροντας ότι όλα είχανε γίνει όπως είχεν οριστεί και προβλεφθεί απ’ την αρχή, η μούμια του Χεσταΐγιον άφησε τους νεκρομάντες στη καταδίκη τους και πήγε κουρασμένα μες από το σκοτεινό λαβύρινθο των θαλάμων να συναντήσει τον Ιλλέιρο.
     Έτσι στη γαλήνια σιωπή, χωρίς να χρειάζεται να πούνε τίποτ’ άλλο, ο Ιλλέιρο κι ο Χεσταΐγιον πέρασαν από την ανοιχτή πόρτα του κατώτερου θαλάμου κι ο Ιλλέιρο κλείδωσε τη πόρτα πίσω τους με το κλειδί από αξεθώριαστο μπρούντζο. Κι έτσι απ’ τα ελικοειδή σκαλοπάτια, πήγανε στο χείλος των βυθισμένων φλογών κι έγιναν ένα με τους συγγενείς και τους ανθρώπους τους σε μια τελική, ύστατη ανυπαρξία.
     Αλλά για τους Μμάτμουορ και Σοντόσμα, οι άνθρωποι λέν ότι τα τεμαχισμένα τους σώματα σέρνονται στη Γεθλίερομ μέχρι αυτή τη μέρα, χωρίς να βρίσκουνε γαλήνη ή ανάπαυλα στη καταδίκη της ζωής μες στο θάνατο και ψάχνοντας μάταια μες στη μαύρη μάζα των κατώτερων θαλάμων τη πόρτα που είναι κλειδωμένη από τον Ιλλέιρο.

                             Το Πτώμα Κι Ο Σκελετός

The Corpse And The Skeleton


ΣΚΗΝΗ: Οι κατακόμβες της αρχαίας πόλης Όομαλ. Ένα νέο πτώμα αφέθηκε δίπλα σ’ ένα σκελετό, που απ’ τη μουχλιασμένη και φαγωμένη απ’ τα σκουλήκια εμφάνισή του μοιάζει αξιόλογα αρχαίος.

ΤΟ ΠΤΩΜΑ: Χαιρετώ τα γέρικα κόκαλα! Τί νέα απ’ το σκουλήκι; Νομίζω πως το ‘μαθες καλά στο καιρό σου.
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: Ναι, ναι κι εσύ θα το μάθεις. Είναι δω ο κόσμος όπου τάφος και σκουλήκι είναι οι τελευταίοι πιστωτές. Όταν παίρνουν αυτά που τους χρωστάμε, μένουνε πολύ λίγα για το διάβολο. Το βλαβερό σκουλήκι έχει γερό σαγόνι. Θα πάρει και τη τελευταία ουγκιά από μυαλό και μεδούλι. Ποτέ δε μου χάρισε ένα κομμάτι σάρκα ή ένα κουρέλι δέρμα, να προστατευτώ από τη μουχλιασμένη ανάσα του κρύου ανέμου του σπηλαίου, που κάνει τα δόντια μου να χτυπάνε.
ΤΟ ΠΤΩΜΑ: Μιλάς τόσο μελαγχολικά: Για ν’ αλλάξουμε θέμα, ας μιλήσουμε για τις προηγούμενες ζωές μας.
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: Όσον αφορά στον εαυτό μου, μετ’ από πεντακόσια χρόνια λίγο-πολύ, σ’ αυτό τον αγέρα που σάπισε μαζί με τους νεκρούς, φοβάμαι πως οι ασήμαντες αναμνήσεις μου γέμισανε μούχλα. Όμως απ’ τη σκόνη που υπάρχει στα κόκαλα του λαιμού μου, θυμάμαι ότι κάποτε ήμουνα ταβερνιάρης. Πολύ συχνά από τότε διψώ κι επιθυμώ να πιω κι ας είναι έστω μόνον ένα τέταρτο του γαλονιού κρασί. Ο χρόνος είναι ένας απατεώνας μεγαλέμπορος. Μου ‘δωσε αυτή τη μούχλα μ’ αντάλλαγμα το ευγενικό μου πτώμα. Ο θάνατος, θα το μάθεις κι εσύ, είναι ανιαρή δουλειά, χωρίς κέρδος και περιφρονεί όλους όσους έρχονται δω.
ΤΟ ΠΤΩΜΑ: Πού ‘ναι τότε με τις πολύμορφες λάμψεις τους, οι παράδεισοι από φώτα κι οι κολάσεις από φωτιά, που με τόση πίστη υπόσχονται οι σίβυλλες κι οι ιεροφάντες;
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: Ρώτα τον Γιόντερ Κάνταβερ, αυτόν που η παχειά σάρκα του καλόμαθε τα σκουλήκια. Ήτανε κάποτε ιερέας και μιλούσε αξιόπιστα γι’ αυτά τα θέματα, μαζί με τις βροντές που στέλναν οι θεοί. Όσο για μένα, δε βρήκα τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό το στενό θολωτό υπόγειο μέρος, που στο θανάσιμο σκοτάδι του, οι ατμοί της πανούκλας περιφέρονται σα μεγάλο κύμα κι αναδύονται απ’ τη σαπισμένη γη, σαν ανίερο θυμίαμα στον ήλιο.
ΤΟ ΠΤΩΜΑ: Ήταν η πανούκλα που μ’ έστειλε κι εμένα δω απ’ το κρεβάτι του γάμου. Ήμουν ένας απ ‘τους αισιόδοξους της Όομαλ κι όμως, με σπρώξαν εδώ να σαπίσω σε κοινό μέρος.
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: (Συμπονετικά και λιγότερο άγρια): Πολύ άσχημο, πολύ άσχημο! Αν κι η σάρκα μου έχει φύγει εδώ και καιρό από πάνω μου, σε συμπονώ. Ακόμα κι αν το φως του θανάτου στις κόγχες των ματιών σου λάμψει από πόθο, το μόνο που θα βρεις εδώ είναι νύφες από κόκαλα και κρύα συντροφιά στο κρεβάτι.
ΤΟ ΠΤΩΜΑ:Θα βρούμε ποτέ καμιά αποζημίωση, κανένα βραβείο σοφίας που κατέχει ο θάνατος, κανένα μυστικό θαμμένο μακριά απ’ τον ήλιο σ’ αυτό το βαθύ σκοτάδι;
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: Κατέχουμε σοφία, αν σου αρέσει ανιαρή και σκονισμένη και θα την έδινα ευχαρίστως όλη για μια ρουφηξιά από κρασί της Τσιάν. Ίσως και να το ξέρεις ήδη, ότι τα σώματα είναι φτιαγμένα από χώμα και νερό, που το τελευταίο εξατμίζεται και το πρώτο τείνει να εξαφανιστεί. Αυτή είναι η γνώση μας, που μ’ έχθρα είναι γνωστή απ’ τους ιεροφάντες και τους φιλοσόφους. Όμως τη γνώση αυτή, τη κατέχω χωρίς ντροπή μες σ’ ένα κρανίο.

                                                        Σαντάστορ

                                               Sandastor


     Ακούστε γιατί αυτή είναι η ιστορία που είπε στην όμορφη Λάμια ο δαίμονας Τσαρνάντις, καθώς κάθονταν μαζί στην κορυφή του Μόφι, πάνω από τις πηγές του Νείλου, κείνους τους καιρούς που η σφίγγα ήταν νέα. Τώρα η Λάμια ήταν ταραγμένη, γιατί η ομορφιά της είχε γεννήσει έναν άσχημο θρύλο στις Θήβες και την Ελεφαντίνη. Έτσι, οι άντρες άρχισαν να αισθάνονται φόβο για τα χείλη της και απέφευγαν την αγκαλιά της, και δεν είχε κανέναν εραστή για σχεδόν ένα φεγγάρι. Μαστίγωσε το έδαφος με την ερπετοειδή ουρά της βόγκηξε μαλακά και σκούπισε αυτά τα μυθικά δάκρυα που βγάζουν τα ερπετά. Κι ο δαίμονας είπε αυτή την ιστορία για την ανακούφισή της:
      Πολύ, πολύ καιρό πριν, στους κόκκινους κύκλους της νιότης μου, ήμουν σαν όλους τους άλλους νεαρούς δαίμονες, επιρρεπής στο να χρησιμοποιώ τα εύκαμπτα φτερά μου σε φανταστικές πτήσεις να αιωρούμαι και να ισορροπώ σαν αετός πάνω από τα τάρταρα και τους λάκκους του Πύθωνα˙ ή να σηκώνω την άπλετη μαυρίλα των πτερυγίων μου στην τροχιά των άστρων. Ακολούθησα το φεγγάρι από το απογευματινό μέχρι το πρωινό λυκόφως κι ατένισα τα μυστικά στο πρόσωπο της μέδουσας που το αποστρέφει αιώνια από την γη. Διάβασα μέσα από λεπτό στρώμα πάγου τους ιθυφαλλικούς ρούνους πάνω σε στήλες ακόμα σωζόμενες στις ερημιές. Και ξέρω τα ιερογλυφικά που λύνουν ξεχασμένους γρίφους ή αιώνιες κρυμμένες ιστορίες πάνω στους τοίχους πόλεων κατακτημένων από άλιωτο χιόνι. Έχω πετάξει μέσα από το τριπλό δαχτυλίδι του Κρόνου και ζευγάρωσα με πανέμορφους βασιλίσκους σε πανύψηλα νησιά, λεύγες ψηλότερα από πελώριους ωκεανούς όπου κάθε κύμα μοιάζει με την άνοδο και πτώση των Ιμαλαΐων. Αψήφησα τα σύννεφα του Δία και τις μαύρες και παγωμένες αβύσσους του Ποσειδώνα που στεφανώνονται από αιώνιο αστρικό φώς. Και πλανήθηκα πέρα από ασύμμετρους ήλιους που συγκρινόμενος ο ήλιος που γνωρίζεις είναι μια ετοιμοθάνατη φλόγα κεριού σε περιορισμένη κρύπτη. Εκεί σε τρομερούς πλανήτες, περιόρισα την πτήση μου σε οροπέδια μεγάλα σαν πεσμένους αστεροειδείς, όπου, με χίλια ονόματα και με χίλιες εικόνες, το κακό που δεν μπορεί καν κάποιος να ονειρευτεί, υπηρετείται και λατρεύεται με αφάνταστους τρόπους. Ή, αγκιστρωμένος στα σαρκόχρωμα χείλη κιονοειδών ανθών, που το άρωμά τους ήταν μια έκσταση αμετάδοτων ονείρων, κορόιδεψα τα συζευγμένα τέρατα και προσέλκυσα τα θηλυκά τους, που βυθίζονταν και αναδύονταν στην βάση της κρυψώνας μου.
      Τώρα, στην ακούραστη αναζήτησή μου ανάμεσα σε απόμακρους γαλαξίες, έφτασα μια μέρα στον ξεχασμένο κι ετοιμοθάνατο πλανήτη που στην γλώσσα των άγνωστων κατοίκων του λεγόταν Σαντάστορ. Απέραντος και καταθλιπτικός και γκρίζος κάτω από έναν χλωμό ήλιο, με μακριές σχισμές και πελώρια χάσματα, καλυμμένος από πόλο σε πόλο με τις ασταμάτητες παλίρροιες από την άμμο της ερήμου, κρεμόταν στο διάστημα χωρίς φεγγάρι ή δορυφόρο, ένα βδέλυγμα και μια ένδειξη κατάρας για ομορφότερους και νεότερους κόσμους. Ελέγχοντας την ταχύτητα της διαστρικής πτήσης μου, ακολούθησα τον ισημερινό, μ’ ένα σταθερό κι επίπεδο άνεμο πάνω από τις κορυφές κυκλώπειων ηφαιστείων και γυμνών, τρομερών κορυφών από πρεσβύτερους λόφους, και ερήμων, ωχρών με τη χλωμάδα του αλατιού που φανέρωναν την ύπαρξη παλαιότερων ωκεανών.
      Ακριβώς στο κέντρο μιας απ’ τις κοίτες αυτών των ωκεανών, χωρίς να φαίνεται απ’ τα βουνά που σχημάτισαν τις πανάρχαιες ακτογραμμές και πολλές λεύγες κάτω απ’ το επίπεδό τους βρήκα πελώρια και σπειροειδή πεδιάδα που βυθιζόταν ακόμη βαθύτερα μες στις αβύσσους αυτού του φοβερού κόσμου. Περιτοιχιζόταν με κατακόρυφους γκρεμούς κι επάλξεις και κορφές από σκουροκόκκινη πέτρα, που ‘χε σκαλιστεί σε εκατομμύρια αλλόκοτες μοχθηρές μορφές από τη καταβύθιση των αρχαίων θαλασσών. Πέταξα αργά ανάμεσα στους γκρεμούς καθώς περιτυλίσσονταν κατεβαίνοντας συνέχεια σ’ ελικοειδής σπείρες από μίλι σε μίλι, σε μια ολοσχερή κι αλύτρωτη ερημιά και το φως γινόταν αμυδρότερο από πάνω μου καθώς κορφή τη κορφή κι έπαλξη την έπαλξη, η παράξενη κόκκινη πέτρα αναδυόταν ανάμεσα στα φτερά μου και στα ουράνια. Εδώ καθώς έστριψα σε μια απότομη στροφή ενός γκρεμού, σε βάθος που οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν μόνο για λίγο το μεσημέρι κι οι βράχοι γίνονταν πορφυροί με αιώνιες σκιές, βρήκα μια λίμνη σκουροπράσινου νερού -τελευταίο απομεινάρι προηγούμενου ωκεανού, ακόμα να πέφτει μέσα σε απότομους, ανυπέρβλητους καταρράκτες. Κι από αυτή τη λίμνη έβγαινε φωνή, σε τόνους αμυδρά γλυκούς σα θανάσιμο κρασί από μανδραγόρα και ξέφτιζε σα μουρμουρητό από κοχύλια, Κι η φωνή είπε:
 -“Σταμάτα και περίμενε, σ’ εξορκίζω και πες μου ποιός είσαι, που ‘ρθες σ’ αυτή τη καταραμένη απομόνωση όπου πεθαίνω”.
      Τότε, σταματώντας στην άκρη της λίμνης, κοίταξα στον κόλπο των σκιών κι είδα την ωχρή λάμψη μιας θηλυκής μορφής να αναδύεται από τα νερά. Και η μορφή ήταν αυτή μιας σειρήνας με μαλλιά στο χρώμα των ωκεάνιων φυκιών, βυρηλλόχρωμα μάτια και μια δελφινόμορφη ουρά. Κι είπα σ’ αυτή:
 -“Είμαι ο δαίμονας Τσαρνάντις. Αλλά ποιά είσαι συ που με καθυστερείς σ’ αυτό τον έσχατο, αποτρόπαιο λάκκο, στα βάθη ενός ετοιμοθάνατου κόσμου”;
 -“Είμαι σειρήνα και το όνομά μου είναι Λύσπιαλ. Από τις θάλασσες που είδα και διασκέδαζα πολλούς αιώνες πριν κι όπου τραβούσα γενναίους ναυτικούς σ’ ένα μαγεμένο θάνατο στις ακτές του καταστροφικού νησιού μου, απομένει μόνο αυτή η ξεπεσμένη λίμνη. Αλίμονο! Γιατί η λίμνη συρρικνώνεται καθημερινά κι όταν εξαφανιστεί ολόκληρη τότε θα χαθώ κι εγώ.” απάντησε αυτή. Άρχισε να κλαίει, και τα αλμυρά της δάκρυα έπεσαν κάτω και προστέθηκαν στα αλμυρά νερά. Πρόθυμα θέλησα να τη παρηγορήσω κι έτσι της είπα:
 -“Μη κλαίς, γιατί θα σε σηκώσω πάνω στα φτερά μου και θα σε μεταφέρω σε κάποιον νεότερο κόσμο, όπου νερά στο μπλε χρώμα του ουρανού σε άφθονες θάλασσες συντρίβονται σε πολύπλοκους ιστούς χλωμών αφρών πάνω σε χαμηλές ακτές που είναι πράσινες και χρυσές, με πρωτόγονες πηγές. Εκεί, πιθανόν για πολλούς αιώνες, θα έχεις άριστη διαμονή, και γαλέρες με χρωματιστά κουπιά και μεγάλες καλοπλεούμενες φορτηγίδες θα σέρνονται πάνω στα βράχια τα καλυμμένα με κόκκινο φως από την κυκλωμένη με καταιγίδα δύση του ήλιου, και θα αναμιγνύεις τον ήχο της σύγκρουσης από τα καλυμμένα με ξυλόγλυπτα ακρόπρωρα, με την γλυκειά μαγεία του θανάσιμου τραγουδιού σου”.
 -“Είσαι ευγενικός, αλλά αυτό δεν θα με ωφελήσει, γιατί γεννήθηκα από τα νερά αυτού του κόσμου και στα νερά του πρέπει να πεθάνω. Αλίμονο! Οι αγαπημένες μου θάλασσες που κυλούσαν σαν άσπαστο ζαφείρι από ακτές με προσωρινά άνθη σε ακτές με αιώνια χιόνια! Αλίμονο! Οι θαλάσσιοι άνεμοι που αναμίγνυαν αρώματα από αρμύρα και φύκια κι οσμές από ωκεάνια λουλούδια και λουλούδια της ξηράς και μακρινά αεράκια εξωτικών βάλσαμων! Αλίμονο! Τα πολεμικά πλοία με πέντε σειρές κουπιών κι οι βαρυφορτωμένες φορτηγίδες με πανιά και σχοινιά από βύσσο που έπλεαν ανάμεσα από βαρβαρικά νησιά με φορτία από τοπάζι και κοκκινόχρωμα κρασιά κι είδωλα από νεφρίτη κι ελεφαντόδοντο, στα αρχαία καλοκαίρια που τώρα είναι λιγότερο από μυθικά! Αλίμονο! Οι νεκροί καπετάνιοι, οι πανέμορφοι νεκροί ναυτικοί που μεταφέρθηκαν από την παλίρροια σε καναπέδες από φύκια στο χρώμα του ήλεκτρου, σε σπήλαια κάτω από ακρωτήρια με κέδρους! Αλίμονο! Τα φιλιά που απόθεσα πάνω στα κρύα και άχρωμα χείλη τους και τα σφραγισμένα βλέφαρά τους”!
     Λύπη και οίκτος με άδραξαν καθώς άκουσα τα λόγια της, γιατί ήξερα πως είπε τη θρηνητική αλήθεια πως η καταδίκη της βρισκόταν στη συρρίκνωση των πικρών νερών. Έτσι, αφού της έδωσα πολλά συλλυπητήρια, αόριστα και μάταια, της είπα ένα μελαγχολικό αντίο και πέταξα βαριά ανάμεσα στους σπειροειδείς γκρεμούς από όπου είχα έρθει, και σκαρφάλωσα στους μουντούς ουρανούς, μέχρι που ο πλανήτης Σαντάστορ ήταν μόνο μια σκοτεινή κηλίδα χαμηλά στο διάστημα. Αλλά η τραγική σκιά της μοίρας της σειρήνας κι η λύπη της, κείτονταν θλιβερά πάνω μου για ώρες και μόνο τα φιλιά ενός πανέμορφου θηριώδους βαμπίρ, σε έναν μακρινό, νέο και άφθονο κόσμο, με έκαναν να τη ξεχάσω.
     Και λέω αυτήν την ιστορία τώρα, ευχόμενος να παρηγορηθείς από την θεώρηση μιας κατάστασης πολύ πιο οδυνηρής κι αναπόφευκτης από την δική σου
.

                                 Η Πέτρα Του Αγγίγματος

                                       The Touch Stone


     Ο φιλόσοφος Νασίφρα έψαχνε για πολλά χρόνια και σε πολλές χώρες για τη μυθική πέτρα του αγγίγματος για την οποία λεγόταν ότι αποκάλυπτε την αληθινή φύση όλων των πραγμάτων. Βρήκε όλα τα είδη των πετρών, από τους ογκόλιθους που είχαν λαξευτεί στις πυραμίδες των μοναρχών, μέχρι τα μικροσκοπικά πετράδια που ήταν ορατά μόνο μέσα από μεγεθυντικό φακό, αλλά καθώς κανένα από αυτά δεν έφερνε καμιά αλλαγή, ούτε κάποια φανερή μετατροπή στα υλικά με τα οποία τα έφερνε σε επαφή, ο Νασίφρα ήξερε ότι δεν ήταν αυτά τα οποία ζητούσε. Αλλά η αληθινή ύπαρξη της πέτρας του αγγίγματος είχε επιβεβαιωθεί από όλους τους αρχαίους συγγραφείς και σοφούς, και έτσι, παρά τους αυξανόμενους αριθμούς των άχρηστων ορυκτών και την έλλειψη της καλής ποιότητας, ένιωθε αποστροφή στην σκέψη να εγκαταλείψει την αναζήτησή του.
     Μια μέρα, ο Νασίφρα είδε ένα μεγάλο στρογγυλό βότσαλο πεσμένο μέσα σε βούρκο και το μάζεψε από την δύναμη της συνήθειας, καθώς δεν είχε ιδέα ότι μπορεί να ήταν η πέτρα του αγγίγματος. Το χρώμα του ήταν ένα συνηθισμένο γκρίζο, και η μορφή του, όχι λιγότερο ασυνήθιστη από το χρώμα του. Αλλά καθώς ο Νασίφρα έπιασε το βότσαλο στο χέρι του, ξαφνιάστηκε, σε αντίθεση με την φιλοσοφική του ηρεμία, από τα παράξενα αποτελέσματα: τα δάχτυλα που έπιαναν την πέτρα, ξαφνικά έγιναν αυτά ενός σκελετού, λάμποντας άσπρα, αδύνατα και άσαρκα στο φώς του ήλιου. Και ο Νασίφρα κατάλαβε από αυτήν την ένδειξη ότι βρήκε την πέτρα του αγγίγματος.
     Προχώρησε σε πολλές δοκιμές των πρόσθετων ιδιοτήτων της και τα αποτελέσματα ήταν όλα μοναδικά. Του αποκαλύφθηκε το γεγονός ότι το σπίτι του ήταν ένας μουχλιασμένος τάφος, ότι η βιβλιοθήκη του ήταν μια συλλογή από σκουληκοφαγωμένα σκουπίδια, ότι οι φίλοι του ήταν σκελετοί, μούμιες, αγρίμια και ύαινες, ότι η γυναίκα του ήταν ένα φτηνό και κακό τέρας, ότι η πόλη που ζούσε ήταν μια μυρμηγκοφωλιά και ολόκληρος ο κόσμος ήταν ένας κόλπος σκιών και κενότητας. Πράγματι, δεν υπήρχε όριο στις ενοχλητικές και τρομερές αποκαλύψεις που έκανε αυτό το φαινομενικά συνηθισμένο βότσαλο. Έτσι, μετά από λίγο, ο Νασίφρα το πέταξε, προτιμώντας να μοιράζεται με τους άλλους ανθρώπους τις κοινές αυταπάτες και τα φιλικά και καλά οράματα που έκαναν την ύπαρξή μας πιθανή.

                                        Ο Ένατος Σκελετός

                                      The Ninth Skeleton

     Ήτανε κάτω από το άσπιλο μπλε ενός πρωινού του Απρίλη που ξεκίνησα για τη συνάντησή μου με την Γκουίνεβιρ. Είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε στη Βραχώδη Ράχη, ένα σημείο που ξέραμε καλά και οι δυο μας, ένα μικρό και κυκλικό σημείο περικυκλωμένο από πεύκα και γεμάτο από μεγάλες πέτρες, ανάμεσα στο σπίτι των γονιών της στο Νιούκαστλ και στην καλύβα μου στα βορειοανατολικά της ράχης, κοντά στο Όμπουρν.
     Η Γκουίνεβιρ είναι η αρραβωνιαστικιά μου. Πρέπει να εξηγήσω ότι μέχρι την στιγμή την οποία γράφω αυτά, υπήρχε μια ορισμένη διαφωνία από μέρους των γονιών της για αυτόν τον δεσμό, μια διαφωνία που ευτυχώς δεν υπάρχει πλέον. Για την ακρίβεια, έφτασαν στο σημείο να μου απαγορεύσουν να της τηλεφωνώ κι η Γκουίνεβιρ κι εγώ μπορούσαμε να βρεθούμε μόνο κρυφά και σε άτακτα διαστήματα.
     Η ράχη ήταν ένα μακρύ και τραχύ μέρος, έντονα διεσπαρμένο με βράχους, όπως υπονοεί το όνομά της, και με πολλά σημεία από μαύρη ηφαιστειακή πέτρα. Εκτάσεις με φρούτα ήταν κολλημένες σε μερικές πλαγιές της, αλλά στην κορυφή σχεδόν καμία δεν ήταν γόνιμη, γιατί το χώμα ήταν πολύ λεπτό και πετρώδες για να καλλιεργηθεί. Ανάμεσα στα στρεβλωμένα πεύκα, τόσο φανταστικά σε μορφή όσο και τα κυπαρίσσια στις ακτές της Καλιφόρνια και στις στραβές και μισόξερες βαλανιδιές, η θέα είχε μια άγρια κι αλλόκοτη ομορφιά, μοιάζοντας με Ιαπωνικό τοπίο.
     Είναι ίσως δυο μίλια από την καλύβα μου μέχρι το μέρος που θα συναντούσα την Γκουίνεβιρ. Αφού γεννήθηκα στην σκιά της Βραχώδους Ράχης και έζησα πάνω της ή δίπλα της για τα περισσότερα από τα τριάντα-κάτι μου χρόνια, είμαι εξοικειωμένος με κάθε σημείο της όμορφης και τραχιάς έκτασης και, πριν από κείνο το πρωΐ του Απρίλη, σπάνια μπορούσα να συγκρατήσω τα γέλια μου όταν μου έλεγαν ότι είναι δυνατόν να χάσω τον δρόμο μου. Από τότε… λοιπόν, ας πούμε ότι δεν νιώθω την διάθεση να γελάσω…
     Αλήθεια, ήταν ένα πρωινό φτιαγμένο για τις συνευρέσεις των εραστών. Άγριες μέλισσες βούιζαν βιαστικά πάνω στα καλύμματα από τριφύλλι, και στους κυανόχρωμους θάμνους με τις μεγάλες μάζες από λευκά λουλούδια, παράξενα και βαριά αρώματα μεθούσαν τον αέρα. Τα περισσότερα από τα ανοιξιάτικα μπουμπούκια ήταν ανοιχτά: κυκλάμινα, κίτρινες βιολέτες, παπαρούνες, άγριοι υάκινθοι και άστρα του δάσους· και το πράσινο του τοπίου ήταν διεσπαρμένο από τα χρώματά τους. Ανάμεσα στο σμαραγδένιο χρώμα των φουντουκιών, το γκριζοπράσινο των πεύκων, το σκούρο χρυσό και πράσινο-μπλε των βαλανιδιών, έβλεπα λάμψεις από τις χιονόλευκες κορυφές στα ανατολικά, και το ξεθωριασμένο μπλε των ακτών στα δυτικά, πέρα από τα ωχρά, ανοιχτόχρωμα επίπεδα της κοιλάδας του Σακραμέντο. Ακολουθώντας ένα αδιόρατο μονοπάτι, ανέβηκα πέρα από ανοιχτούς αγρούς, όπου έπρεπε να διασχίσω ομάδες από βράχους.
     Όλες οι σκέψεις μου ήταν για τη Γκουίνεβιρ και κοίταζα μόνο με τυχαίο και πρόχειρο βλέμμα την εικόνα της ανοιξιάτικης ομορφιάς που κάλυπτε το πέρασμά μου. Ήμουν στα μισά της πορείας που κάλυπτε την απόσταση ανάμεσα στην καλύβα μου και στο σημείο συνάντησης, όταν ξαφνικά διαπίστωσα ότι το φως του ήλιου έγινε πιο σκοτεινό και κοίταξα πάνω, νομίζοντας φυσικά ότι ένα απριλιάτικο σύννεφο ήρθε απαρατήρητο από τον ορίζοντα και πέρασε μπροστά από τον ήλιο. Φανταστείτε την έκπληξή μου, όταν είδα το γαλάζιο ολόκληρου του ουρανού να έχει γυρίσει σε ένα απαίσιο και σκούρο καφέ, στο μέσο του οποίου ο ήλιος φαινόταν καθαρά, λάμποντας σαν ένα μεγάλο στρογγυλό κόκκινο κάρβουνο. Τότε, κάτι παράξενο κι ανοίκειο μες στη φύση του περιβάλλοντος, που ήμουν ανίκανος να καθορίσω, τράβηξε την προσοχή μου κι η έκπληξή μου έγινε μια αυξανόμενη ανησυχία. Σταμάτησα και κοίταξα γύρω μου και συνειδητοποίησα, αδύνατον όπως μου φαινόταν, ότι έχασα τον δρόμο μου. Γιατί τα πεύκα και στις δυο πλευρές μου δεν ήταν αυτά που περίμενα να δω. Ήταν γιγάντια, πιο στραβά από αυτά που θυμόμουν. Κι οι ρίζες τους έβγαιναν συστρεφόμενες σε άγριες ερπετοειδείς μορφές, από ένα χώμα που ήταν παράξενα χαμηλωμένο, όπου το γρασίδι έβγαινε μόνο σε σπάνιες τούφες. Υπήρχαν βράχοι τόσο μεγάλοι σα δρυιδικοί μονόλιθοι και το σχήμα μερικών από αυτούς ήταν εφιαλτικό και φυσικά, νόμισα ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Αλλά με μια αίσθηση πλήρους σύγχυσης, που σπάνια ή ποτέ δεν συγκεντρώνει παραλογισμούς ή τερατώδεις εφιάλτες, βάλθηκα μάταια να προσανατολιστώ και να βρω κάποιο οικείο σημάδι στο παράλογο τοπίο που απλωνόταν μπροστά μου.
     Ένα μονοπάτι, πιο πλατύ από αυτό που ακολουθούσα, αλλά πηγαίνοντας όπως νόμιζα στη ίδια κατεύθυνση, περιτυλισσόταν ανάμεσα στα δέντρα. Καλυπτόταν από μια γκρίζα σκόνη, που καθώς προχωρούσα έγινε πιο παχιά και αποκάλυπτε αποτυπώματα ποδιών μιας μοναδικής μορφής -αποτυπώματα που, παρά τα σημάδια από πέντε δάχτυλα, ήταν πιο μακριά, πιο αφάνταστα λεπτά για να είναι ανθρώπινα. Κάτι που είχαν, δεν ξέρω τι, κάτι στην ισχνότητά τους και το μήκος τους, μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Αργότερα, αναρωτήθηκα γιατί δεν τα αναγνώρισα για αυτό που ήταν, αλλά κείνη τη στιγμή καμιά υποψία δεν πέρασε από το μυαλό μου -μόνο μια αόριστη αίσθηση ανησυχίας, ένας απροσδιόριστος τρόμος.
     Καθώς προχώρησα, τα πεύκα γύρω από τα οποία περνούσα γίνονταν στιγμιαία πιο φασματικά και πιο απαίσια στις συστροφές των κορμών, των κλαδιών και των ριζών τους. Μερικά ήταν σαν θηλιές κρεμάλας, άλλα σαν αισχρά ζαρωμένα τέρατα, μερικά φαίνονταν σαν να στρέφονται αιώνια σε κολασμένα βασανιστήρια και άλλα σαν να συνταράσσονταν από σατανικά δεινοπαθήματα. Στο μεταξύ, ο ουρανός συνέχιζε σταδιακά να σκοτεινιάζει, το σκούρο και ζοφερό καφέ που είχα παρατηρήσει αρχικά άλλαξε με ανεπαίσθητους τόνους σε ένα νεκρό, πένθιμο πορφυρό χρώμα μέσα στο οποίο ο ήλιος καθόταν σαν ένα φεγγάρι που ανυψώνεται από ένα λουτρό αίματος. Αυτό το μακάβριο πορφυρό σάρωνε τα δέντρα και ολόκληρο το τοπίο, τα καταβύθιζε στους γκρεμούς αυτού του αφύσικου φωτός. Μόνο οι πέτρες, καθώς προχωρούσα, γίνονταν παράξενα ωχρές. Και οι μορφές τους έμοιαζαν κάπως με ταφόπλακες, τύμβους και μνημεία. Δεν υπήρχε πλέον το πράσινο του ανοιξιάτικου γρασιδιού δίπλα από το μονοπάτι – μόνο χώμα καλυμμένο με στεγνή μούχλα και μικροσκοπικές λειχήνες με οξειδωμένο χρώμα. Υπήρχαν επίσης καλύμματα από άσχημους μύκητες με λεπρώδη, ωχρά κοτσάνια και μαυριδερά κεφάλια που μαραίνονταν και έγερναν συστρεμμένα.
     Ο ουρανός είχε γίνει τώρα τόσο σκοτεινός που το όλο τοπίο είχε πάρει μια σχεδόν νυχτερινή όψη και μ’ έκανε να σκεφτώ ένα καταραμένο κόσμο στο λυκόφως ενός πεθαμένου ήλιου. Όλα ήταν ακίνητα κι αθόρυβα, δεν υπήρχαν πουλιά, ούτε έντομα, ούτε τριξίματα από τα πεύκα, ούτε θρόισμα στα φύλλα: μια απαίσια κι υπερφυσική ησυχία, σαν την ησυχία του απέραντου κενού.
     Τα δέντρα έγιναν πιο πυκνά, μετά ελαττώθηκαν και βρέθηκα σε ένα κυκλικό πεδίο. Εδώ, δεν μπορούσες να μπερδέψεις την αληθινή φύση των μονολιθικών βράχων -ήταν ταφόπλακες και νεκρικά μνημεία, αλλά τόσο πολύ αρχαία που οι επιγραφές ή οι φιγούρες πάνω τους είχαν σχεδόν εξαλειφθεί. Κι οι λίγοι χαρακτήρες που μπορούσα να ξεχωρίσω δεν άνηκαν σε καμιά γνωστή γλώσσα. Πάνω τους υπήρχαν η γκριζάδα και το μυστήριο κι ο τρόμος ανυπολόγιστης παλαιότητας. Ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι η ζωή κι ο θάνατος μπορούσαν να είναι τόσο παλιά όσο αυτοί. Τα δέντρα γύρω τους ήταν ασύλληπτα στρεβλωμένα κι έσκυβαν σαν να τα επιβάρυνε η ίδια ηλικία. Η αίσθηση τη απαίσιας παλαιότητας που μου μετέφεραν τα πεύκα κι οι πέτρες, αύξησαν την ένταση της σύγχυσής μου κι επιβεβαίωσαν την ανησυχία μου. Επιβεβαιώθηκε περισσότερο όταν παρατήρησα πάνω στη μαλακή γη γύρω από τις ταφόπλακες μερικά από τα μακρόστενα αποτυπώματα τα οποία προανέφερα. Ήταν σε μια μοναδική διάταξη και φαίνονταν να ξεκινούν και να καταλήγουν στο περίγυρο της κάθε πέτρας.
     Τώρα, για πρώτη φορά, άκουσα έναν ήχο διαφορετικό από τον ήχο των ποδιών μου στην ησυχία του μακάβριου σκηνικού. Πίσω μου, ανάμεσα στα δέντρα, υπήρχε ένα αχνό και μοχθηρό κροτάλισμα. Γύρισα και αφουγκράστηκα. Υπήρχε κάτι σε αυτόν τον ήχο που ολοκλήρωσε την εξαχρείωση των ταραγμένων μου νεύρων. Και τερατώδεις φόβοι, αποτρόπαιες σκέψεις, όρμησαν στο μυαλό μου σαν ορδές μαγισσών.
     Η πραγματικότητα που είχα να αντιμετωπίσω δεν ήταν λιγότερο τερατώδης! Υπήρξε ένα λευκό τρεμοφέγγισμα στην σκιά των δέντρων, και ένας ανθρώπινος σκελετός, κρατώντας στα χέρια του τον σκελετό ενός βρέφους, βγήκε και πλησίασε προς το μέρος μου! Στοχεύοντας σε κάποιον ανώτερο μυστικό σκοπό, κάποιο σκοτεινό θέλημα που ούτε φαντάζονται οι ζωντανοί, προχώρησε με ήσυχο βήμα, ένα αβίαστο σαν γλίστρημα-πάτημα στο οποίο, παρά τον τρόμο μου και την αποβλάκωσή μου, διέκρινα μια φρικτή θηλυκή χάρη. Ακολούθησα την παρουσία με τα μάτια μου καθώς περνούσε ανάμεσα στα μνημεία χωρίς να σταματήσει και χάθηκε στα σκοτάδια των πεύκων στην απέναντι πλευρά του πεδίου. Αμέσως μόλις εξαφανίστηκε, εμφανίστηκε δεύτερος, κρατώντας κι αυτός έναν σκελετό μωρού, και πέρασε μπροστά μου προς την ίδια κατεύθυνση και με την ίδια αποτρόπαιη και ληθαργική χάρη στην κίνησή του.
     Ένας τρόμος πιο πάνω από τον τρόμο, ένας φόβος πέρα από τον φόβο, πέτρωσε όλες τις λειτουργίες μου, και ένοιωσα σαν να με πλάκωνε ένα δυσθεώρητο και ασταθές εφιαλτικό φορτίο. Μπροστά μου, σκελετός μετά τον σκελετό, καθένας ίδιος με τον προηγούμενο, με την ίδια μακάβρια πραότητα κι ηρεμία στην κίνηση, καθένας κρατώντας το αξιοθρήνητο βρέφος του, έβγαιναν από την σκιά των αρχαίων πεύκων και πήγαιναν εκεί που εξαφανίστηκε ο πρώτος, αφοσιωμένοι στον ίδιο μυστικό σκοπό. Ένας-ένας έρχονταν, μέχρι που μέτρησα οχτώ! Τώρα ήξερα τι ήταν τα παράξενα αποτυπώματα που η παρατήρησή τους με τάραξε και με προβλημάτισε.
     Όταν κι ο όγδοος σκελετός έφυγε από μπρος μου, η ματιά μου στράφηκε από μια ακατανίκητη παρόρμηση, πάνω σε μια από τις πιο κοντινές ταφόπλακες, δίπλα στην οποία με έκπληξη διαπίστωσα αυτό που δεν είχα παρατηρήσει πριν. Ένας φρεσκοανοιγμένος τάφος, έχασκε σκοτεινός στο μαλακό χώμα. Τότε δίπλα στον αγκώνα μου, άκουσα ένα σιγανό κροτάλισμα, και τα δάχτυλα από ένα άσαρκο χέρι έπιασαν μαλακά το μανίκι μου. Ένας σκελετός ήταν δίπλα μου, διαφέροντας από τους υπόλοιπους μόνο στο γεγονός ότι δεν κρατούσε βρέφος στα χέρια του. Με ένα δυσοίωνο, χωρίς χείλη χαμόγελο, έπιασε ξανά το μανίκι μου, σαν να ήθελε να με τραβήξει στον ανοιχτό τάφο και τα δόντια του κροτάλισαν σαν να ήθελε να μου μιλήσει. Οι αισθήσεις μου και το μυαλό μου, καλυμμένα από ιλιγγιώδη τρόμο, δεν μπόρεσαν να αντέξουν περισσότερα. Ένοιωσα να πέφτω και να πέφτω σε βάθη αιώνιων σκοταδιών, με τον τρόμο από τα δάχτυλα ακόμα πάνω στο χέρι μου, ώσπου η συνείδησή μου δεν ακολούθησε την πτώση μου.
     Όταν συνήλθα, η Γκουίνεβιρ με κρατούσε από το χέρι, με την ανησυχία και την απορία πάνω στο γλυκό οβάλ πρόσωπό της και βρισκόμουν ανάμεσα στους βράχους στο μέρος που είχαμε κανονίσει την συνάντησή μας.
 -“Τί στο καλό συμβαίνει με σένα Χέρμπερτ;” ρώτησε νευρικά. “Είσαι άρρωστος; Στεκόσουν ασάλευτος όταν ήρθα και δεν φάνηκε να με άκουσες ούτε να με είδες όταν σου μίλησα. Και πραγματικά πίστεψα ότι θα λιποθυμούσες όταν άγγιξα το χέρι σου“.

                                        Το Τελευταίο Ξόρκι

                                      The Last Incantation

     Ο μάγος Μαλίγκρις καθόταν στο ψηλότερο δωμάτιο του πύργου του που ήταν χτισμένος σε έναν κωνικό λόφο πάνω από την καρδιά του Σουσράν, πρωτεύουσα της ποσειδωνίας. Κατεργασμένος από μαύρη πέτρα που εξορύχτηκε βαθειά από την γη, δυνατή και σκληρή σαν τον φημισμένο αδάμαντα, αυτός ο πύργος στεκόταν πάνω από όλους τους άλλους και έριχνε την σκιά του μακριά πάνω στις σκεπές και στους θόλους της πόλης, όπως και η αμαρτωλή δύναμη του Μαλίγκρις έριχνε το σκοτάδι της στα μυαλά των ανθρώπων.
     Τώρα ο Μαλίγκρις ήταν γέρος κι όλη η απαίσια δύναμη των γητειών του, όλοι οι τρομεροί και περίεργοι δαίμονες που είχε υπό τον έλεγχό του, όλοι οι φόβοι που είχε υφάνει στις καρδιές των βασιλέων και των ιεραρχών, δεν έφταναν για να καταπραΰνουν την μαύρη ανία των ημερών του. Καθισμένος στην καρέκλα του που ήταν διακοσμημένη με δόντι από μαστόδοντα και τοποθετημένους απόκρυφους ρούνους από κόκκινο τουρμαλίνη και γαλάζιους κρυστάλλους, κοιτούσε κατσουφιασμένα από το κυβόμορφο παράθυρο από άσπαστο γυαλί. Τα λευκά του φρύδια συστάλθηκαν σε μια μοναδική γραμμή πάνω στην σταχτιά περγαμηνή του προσώπου του και κάτω απ’ αυτά, τα μάτια του ήταν κρύα και πράσινα σαν πάγος από αρχαίες πλημύρες. Τα γένια του, μισά άσπρα και μισά μαύρα με ασημένιες λάμψεις, έπεφταν σχεδόν μέχρι τα γόνατά του και έκρυβαν τους τοποθετημένους ερπετοειδείς χαρακτήρες από ασημένιο μαλλί που υπήρχαν στο στήθος της βιολετιάς ρόμπας του.
     Γύρω του υπήρχαν σκορπισμένα τα εξαρτήματα της τέχνης του. Κρανία ανθρώπων και τεράτων, φιάλες γεμάτες με μαύρα και κόκκινα υγρά που η ιερόσυλη χρήση τους ήταν γνωστή μόνο σ’ αυτόν, μικρά τύμπανα από δέρμα όρνεων και κρόταλα φτιαγμένα από τα κόκκαλα και τα δόντια κροκόδειλου που χρησιμοποιούνταν για να συνοδεύσουν συγκεκριμένα ξόρκια. Το μωσαϊκό πάτωμα ήταν μισοσκεπασμένο με τα δέρματα μαύρων κι ασημένιων πιθήκων και πάνω από την πόρτα κρεμόταν το κεφάλι ενός μονόκερου στο οποίο κατοικούσε ο οικείος δαίμονας του Μαλίγκρις με την μορφή μιας έχιδνας από κοράλλι με ωχρή πράσινη κοιλιά και σκούρες κηλίδες. Βιβλία υπήρχαν σφραγισμένα παντού: αρχαίοι τόμοι με καλύμματα από δέρμα φιδιού και πόρπες φαγωμένες από την οξείδωση, που κρατούσαν την τρομερή γνώση της Ατλαντίδας, τα μυστικά που εξουσίαζαν τους δαίμονες της γης και του φεγγαριού, τα μαγικά που μετέτρεπαν ή αποσύνθεταν τα στοιχεία και τους ρούνους από μια χαμένη γλώσσα της Υπερβορείας, που όταν προφέρονταν δυνατά, ήταν πιο θανάσιμα από δηλητήριο και πιο ισχυρά από κάθε φίλτρο.
     Αλλά, παρά όλα αυτά τα αντικείμενα και την δύναμη που κρατούσαν και τον τρόμο που συμβόλιζαν στους ανθρώπους και τον φθόνο που προκαλούσαν σε αντίπαλους μάγους, οι σκέψεις του Μαλίγκρις ήταν σκοτεινές με αμείωτη μελαγχολία και φθορά γέμιζε την καρδιά του, όπως οι στάχτες γεμίζουν την εστία όπου μια μεγάλη φωτιά πέθανε. Καθόταν ακίνητος κι ονειροπολούσε, όταν ο ήλιος του απογεύματος, καθώς έπεφτε πάνω από την πόλη και πάνω από την θάλασσα που ήταν πέρα από την πόλη, χτύπησε με τις φθινοπωρινές ακτίνες του το παράθυρο με το κιτρινοπράσινο γυαλί, άγγιξε με τα χρυσά φαντάσματά του τα ρυτιδωμένα χέρια του Μαλίγκρις και άναψε τα ρουμπίνια που ήταν δεμένα στα δαχτυλίδια του μέχρι που έκαιγαν σαν μάτια δαιμόνων.
     Αλλά στις ονειροπολήσεις του δεν υπήρχε ούτε φώς ούτε φωτιά. Και φεύγοντας από την γκριζάδα του παρόντος και το σκοτάδι που φαινόταν να πλησιάζει στο μέλλον, δράχτηκε από τις σκιές της μνήμης, όπως ένας τυφλός που έχασε τον ήλιο και τον αναζητά μάταια παντού. Και όλες οι όψεις του χρόνου που ήταν τόσο γεμάτες με χρυσό και λαμπρότητα, οι μέρες του θριάμβου που ήταν χρωματισμένες όπως μια αναδυόμενη φλόγα, τα πορφυρά αυτοκρατορικά χρόνια της νιότης του, όλα αυτά τώρα ήταν ψυχρά και αμυδρά και παράξενα ξεθωριασμένα, και η αναπόληση δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ανακάτεμα σε σβησμένα κάρβουνα. Ο Μαλίγκρις ψηλάφισε πίσω στα χρόνια της νιότης του, στα θολά, μακρινά, απίστευτα χρόνια, όπου, σαν ένα εξωγήινο άστρο, μια ανάμνηση ακόμα έκαιγε με αμείωτη ηδονή -η ανάμνηση της Νυλίσσα, που είχε αγαπήσει τις μέρες πριν ο πόθος για απαγορευμένη γνώση και νεκρομαντική κυριαρχία μπει στη ψυχή του. Την είχε ολότελα ξεχάσει για δεκαετίες, μέσα σε μυριάδες προκαταλήψεις μιας ζωής τόσο παράξενα πολυποίκιλης, τόσο πλήρης με απόκρυφα συμβάντα και δυνάμεις, με υπερφυσικούς θριάμβους και κινδύνους. Αλλά τώρα, με την απλή σκέψη αυτής της λυγερόκορμης κι αθώας νέας, που τον είχε αγαπήσει τόσο αληθινά όταν κι αυτός ήταν νέος, λεπτός κι άπειρος και που είχε πεθάνει από έναν ξαφνικό, παράξενο πυρετό, μόλις τη παραμονή της μέρας του γάμου τους, το σταχτί σαν μούμιας χρώμα του πηγουνιού του πήρε μια φασματική έξαψη και βαθιά μέσα στα παγωμένα μάτια του υπήρξε ένα σπινθηροβόλημα, ίδιο με την λάμψη των καντηλιών στα νεκροταφεία. Στα όνειρά του, εγέρθηκαν οι ανεπανόρθωτοι ήλιοι της νιότης κι είδε τη σκιασμένη από μυρτιές κοιλάδα του Μέρος και τον χείμαρρο Ζεμάντερ στου οποίου τις αιώνιες χλοερές όχθες, είχε περπατήσει στην άμπωτη με την Νυλίσσα, βλέποντας την γέννηση των θερινών αστεριών στον ουρανό, στον χείμαρρο και στα μάτια της αγαπημένης του.
     Τώρα, απευθυνόμενος στην δαιμονική έχιδνα που κατοικούσε στο κεφάλι του μονόκερου, ο Μαλίγκρις μίλησε, με την χαμηλή, μονότονη ψαλμωδία κάποιου που σκέφτεται δυνατά:
 -“Έχιδνα, στα χρόνια πριν έρθεις να κατοικήσεις μαζί μου και να φτιάξεις την φωλιά σου στο κεφάλι του μονόκερου, ήξερα ένα κορίτσι που ήταν όμορφο κι εύθραυστο σαν τις ορχιδέες της ζούγκλας και που πέθανε, όπως πεθαίνουν οι ορχιδέες… Έχιδνα, δεν είμαι ο Μαλίγκρις, στον οποίο συγκεντρώνονται οι αρχές όλων των απόκρυφων γνώσεων, οι απαγορευμένες εξουσίες, αυτές πάνω στους ηλιακούς και σεληνιακούς δαίμονες, πάνω στους ζωντανούς και τους νεκρούς; Aν το θέλω δε μπορώ να καλέσω τη Νυλίσσα, στη καλύτερη στιγμή της νιότης και της ομορφιάς της και να τη φέρω από τις απαράλλαχτες σκιές των μυστικών τύμβων, για να σταθεί μπρος μου μες σε αυτό το δωμάτιο, μες στις απογευματινές ακτίνες αυτού του φθινοπωρινού ήλιου”;
 -“Ναι αφέντη“, απάντησε η έχιδνα, με μαλακό αλλά ιδιαίτερα διαπεραστικό σύριγμα, “είσαι ο Μαλίγκρις κι όλες οι μαγικές και νεκρομαντικές δυνάμεις είναι δικές σου, όλα τα ξόρκια, οι γητιές και τα μυστικά είναι γνωστά σε σένα. Είναι δυνατόν αν το θελήσεις, να καλέσεις τη Νυλίσσα από το μέρος που διαμένει μαζί με τους νεκρούς και να τη δεις όπως ήταν πριν η ομορφιά της γνωρίσει το κορακίσιο φιλί του σκουληκιού“.
 -“Έχιδνα, είναι σωστό; Είναι καλό να τη καλέσω ανάμεσά μας; Θα υπάρξει κάτι που θα χάσω ή θα μετανιώσω”;
     Η έχιδνα φάνηκε να διστάζει. Τότε, με πιο αργό κι υπόκωφο σύριγμα, είπε:
 -“Είναι σωστό για τον Μαλίγκρις να κάνει ότι θελήσει. Ποιός, εκτός από τον Μαλίγκρις, μπορεί ν’ αποφασίσει αν κάτι είναι καλό ή άρρωστο”;
 -“Με άλλα λόγια, δεν θα με συμβουλεύσεις;” είπε πιότερο σα δήλωση παρά ερώτηση, κι η έχιδνα δεν αποκρίθηκε.
     Ο Μαλίγκρις σκέφτηκε για λίγο, έχοντας το πιγούνι του στα ροζιασμένα του χέρια. Τότε σηκώθηκε με μια μεγάλη, ασυνήθιστη αποφασιστικότητα και βεβαιότητα στις κινήσεις του που κούνησε τις ρυτίδες του και συγκέντρωσε, από διάφορα σημεία του δωματίου, από ράφια από έβενο, από μπαούλα με χρυσές, μπρούντζινες και από ήλεκτρο κλειδαριές, τα διάφορα εξαρτήματα που θα χρειαζόταν για την μαγεία του. Σχεδίασε στο πάτωμα τους κατάλληλους κύκλους και μπαίνοντας στον εσωτερικό, άναψε τα θυμιατά που περιείχαν τα κατάλληλα θυμιάματα και διάβασε φωναχτά από ένα μακρύ και στενό χειρόγραφο από γκρίζο πέπλο, τους πορφυρούς, σκουληκόμορφους ρούνους της τελετής που καλούσε τους νεκρούς.
     Οι καπνοί από τα θυμιάματα, μπλε, άσπροι και βιολετιοί, σηκώθηκαν σε πυκνά σύννεφα και γρήγορα γέμισαν το δωμάτιο με ολοένα συστρεφόμενες κι εναλλασσόμενες στήλες, ανάμεσα στις οποίες το φώς του ήλιου χανόταν και το διαδεχόταν μια ωχρή, αναδυόμενη λάμψη, χλωμή σαν το φώς των φεγγαριών που ανεβαίνουν από την λήθη. Με αφύσικη νωχελικότητα, με απάνθρωπη επισημότητα, η φωνή του νεκρομάντη συνέχισε με ιερατικούς ψαλμούς μέχρι που το χειρόγραφο τελείωσε κι οι τελευταίοι ήχοι ελαττώθηκαν και πέθαναν μέσα σε κούφιες ταφικές δονήσεις.
     Τότε, οι χρωματιστοί ατμοί καθάρισαν, όπως οι πτυχές μιας κουρτίνας που τραβιέται πίσω. Αλλά η ωχρή αναδυόμενη λάμψη ακόμα γέμιζε το δωμάτιο κι ανάμεσα στον Μαλίγκρις και στη πόρτα που κρεμόταν το κεφάλι του μονόκερου, στεκόταν η Νυλίσσα, εμφανισμένη όπως στεκόταν τα περασμένα χρόνια, λίγο σκυμμένη σα λουλούδι στον άνεμο, χαμογελώντας με την απρόσεκτη δριμύτητα της νιότης. Εύθραυστη, ωχρή, αλλά απλά ντυμένη, με μπουμπούκια ανεμώνης στα μαύρα της μαλλιά, με μάτια που κρατούσαν το νεογέννητο γαλάζιο των ανοιξιάτικων παραδείσων, ήταν όλα όσα θυμόταν ο Μαλίγκρις κι η γλοιώδης του καρδιά ταράχτηκε μ’ έναν υπέροχο πυρετό καθώς τη κοιτούσε.
 -“Είσαι η Νυλίσσα;” ρώτησε, “Η Νυλίσσα που αγάπησα στην σκιασμένη από μυρτιές κοιλάδα του Μέρος, τις χρυσές μέρες που έχουν φύγει μαζί με τους νεκρούς αιώνες στον άχρονο κόλπο”;
 -“Ναι, είμαι η Νυλίσσα”.
     Η φωνή της είχε τον ίδιο απλό και ασημένιο κυματισμό της φωνής που ηχούσε τόσο καιρό στην μνήμη του… Αλλά κάπως, καθώς ατένιζε κι άκουγε, γεννήθηκε μια αμυδρή αμφιβολία· μια αμφιβολία όχι τόσο παράλογη ή αφόρητη, αλλά ωστόσο επίμονη. Ήταν ολόκληρη η Νυλίσσα που ήξερε; Μήπως υπήρχε μια αμυδρή αλλαγή, τόσο δύσκολη να ονομαστεί η να αναγνωριστεί, κάτι που ο χρόνος κι ο τάφος είχαν πάρει μακριά, ένα ακαθόριστο κάτι που η μαγεία του δεν είχε επαναφέρει; Ήταν τα μάτια τόσο τρυφερά, ήταν τα μαύρα μαλλιά τόσο λαμπερά, η μορφή τόσο λιγνή και εύκαμπτη όσο του κοριτσιού που θυμόταν;
     Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος κι η αμφιβολία που μεγάλωνε πέτυχε να φέρει μια απόγνωση και μια φρικαλέα απελπισία που έπνιγαν τη καρδιά του σα στάχτες. Η λεπτομερής εξέταση έγινε κρίσιμη και σκληρή έρευνα και ξαφνικά το φάντασμα έγινε λιγότερο και λιγότερο η τέλεια μορφή της Νυλίσσα, στιγμιαία τα χείλη και τα φρύδια έγιναν λιγότερο αγαπητά, λιγότερο λεπτά και καμπυλωτά. Η λεπτή φιγούρα έγινε ισχνή, οι μπούκλες πήραν ένα κοινό μαύρο χρώμα κι ο λαιμός ένα συνηθισμένο χλωμό.
     Η ψυχή του Μαλίγκρις έγινε ξανά άρρωστη από τα γηρατειά και την απόγνωση του θανάτου της εξαφανισμένης ελπίδας. Δεν μπορούσε να πιστέψει πια στην αγάπη ή στα νιάτα ή στην ομορφιά κι ακόμα κι η θύμηση αυτών των πραγμάτων ήταν ένα αμφίβολο όραμα, κάτι που μπορεί να έγινε, μπορεί κι όχι. Δεν έμεινε τίποτα παρά σκιές και γκριζάδα και σκόνη, τίποτα παρά το άδειο σκοτάδι και το κρύο και το βάρος μιας αφόρητης εξάντλησης και μιας αγιάτρευτης αγωνίας.
     Με τόνους που ήταν λεπτοί και τρεμάμενοι, σαν το φάντασμα της προηγούμενης φωνής του, πρόφερε το ξόρκι που αποδεσμεύει το καλούμενο πνεύμα. Η μορφή της Νυλίσσα έλιωσε στον αέρα σαν καπνός κι η σεληνιακή λάμψη που την περιέβαλλε αντικαταστάθηκε από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Ο Μαλίγκρις γύρισε στην έχιδνα και μίλησε με ένα τόνο μελαγχολικής μομφής:
 -“Γιατί δεν με προειδοποίησες“;
 -“Θα ήταν αυτή η προειδοποίηση ωφέλιμη;” Ήταν η αντερώτηση. “Όλη η γνώση είναι δική σου Μαλίγκρις, εκτός από ένα πράγμα και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το μάθεις“.
 -“Ποιό πράγμα;” ρώτησε ο μάγος. “Δεν έμαθα τίποτα άλλο παρά την ματαιότητα της σοφίας, την ανικανότητα της μαγείας, την ακύρωση της αγάπης και την απατηλότητα της μνήμης… Πες μου, γιατί δεν μπόρεσα να καλέσω στη ζωή την ίδια Νυλίσσα που ήξερα, ή νόμιζα πως ήξερα“;
 -“Ήταν όντως η Νυλίσσα αυτή που κάλεσες κι είδες“, απάντησε η έχιδνα. “Η νεκρομαντεία σου ήταν ισχυρή ως αυτό το σημείο, αλλά κανένα νεκρομαντικό ξόρκι δε μπορεί να επαναφέρει την δική σου χαμένη νιότη ή τη θερμή κι αγνή καρδιά που αγάπησε τη Νυλίσσα, ή τα μάτια που διακαώς τη κοιτούσαν τότε. Αυτό, αφέντη μου, ήταν το πράγμα που έπρεπε να μάθεις“.

                                Η Ανάσταση Του Κροταλία

                          The Resurrection Of The Rattlesnake

 -“Όχι φίλοι μου, όπως σας είπα και πριν, δεν δίνω την παραμικρή αξία στην πίστη του υπερφυσικού“.
     Αυτός που μιλούσε ήταν ο Άρθουρ Άβιλτον, του οποίου τις ιστορίες για τα φαντάσματα και το μακάβριο συχνά τις συνέκριναν με αυτές του Πόε, του Μπiρς και του Μάχεν. Ήταν ο αφέντης του φανταστικού τρόμου, με διαβολικά πειστικές πληροφορίες, με τερατωδώς μπλεγμένες προτάσεις που συχνά άφηναν μαγεμένα τα μυαλά των αναγνωστών που συνήθως δεν τους έλκυε ούτε τους συνάρπαζε η λογοτεχνία αυτού του είδους. Ήταν συχνό καύχημά του ότι όλα τα δημιουργήματά του ήταν ασφαλισμένα, με αιτιοκρατικό ή και επιστημονικό τρόπο, παίζοντας με τα στοιχεία του υποσυνείδητου φόβου και τις αρχέγονες προκαταλήψεις των περισσότερων ανθρώπων. Αλλά ισχυριζόταν ότι ήταν όλως διόλου δύσπιστος σε οτιδήποτε απόκρυφο ή φανταστικό και ότι ποτέ στην ζωή του δεν γνώρισε τον παραμικρό τρόμο που να αφορά αυτά τα πράγματα.
     Οι ακροατές του Άβιλτον, τον κοίταξαν λίγο δύσπιστα. Ήταν ο Τζων Γκόντφρυ, ένας νεαρός ζωγράφος τοπίων κι ο Εμίλ Σούλερ, ένας πλούσιος ερασιτέχνης που τα ενδιαφέροντά του εναλλάσσονταν μεταξύ λογοτεχνίας και μουσικής, αλλά δεν έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον για κανένα από τα δύο. Ήταν παλιοί φίλοι και θαυμαστές του Άβιλτον, στου οποίου το σπίτι στην Σάτερ Στρίτ, στο Σαν Φραντσίσκο, συναντήθηκαν κατά τύχη αυτό το απόγευμα. Ο Άβιλτον είχε σε εξέλιξη μια ιστορία που ήθελε να συζητήσει μαζί τους, αλλά και να καπνίσουν μια καλή πίπα. Καθόταν μπροστά στο γραφείο του με ένα πάκο φρεσκογραμμένων χαρτιών μπροστά του. Η εμφάνισή του ήταν φυσιολογική και απλή σαν τον γραφικό του χαρακτήρα, και θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν δικηγόρος, ή γιατρός, ή χημικός, παρά να συνθέτει παράξενες ιστορίες. Το δωμάτιό, η βιβλιοθήκη του, ήταν αρκετά πολυτελή, μέσα στην μόδα, και δεν υπήρχε τίποτα παράξενο στην επίπλωσή του. Οι μόνες ασυνήθιστες πινελιές ήταν δυο βαριά ορειχάλκινα κηροπήγια πάνω στο γραφείο του στο σχήμα ερπετών, και έναν ταριχευμένο κροταλία που κουλουριαζόταν πάνω σε μία από τις χαμηλές βιβλιοθήκες.
 -“Λοιπόν“, παρατήρησε ο Γκόντφρυ, “αν είναι κάτι που θα μπορούσε να με πείσει ότι το υπερφυσικό πράγματι υπάρχει, θα ήταν μερικές από τις ιστορίες σου, Άβιλτον. Πάντα τις διαβάζω με το φως της μέρας, ποτέ δεν θα μπορούσα να το κάνω τα βράδια… Και μια και το έφερε η κουβέντα, πάνω σε τι εργάζεσαι τώρα“;
 -“Είναι για ένα ταριχευμένο ερπετό που έρχεται ξαφνικά στη ζωή“, aπάντησε ο Άβιλτον. “Το τιτλοφόρησα: ‘H Aνάσταση Tου Kροταλία’. Πήρα την ιδέα σήμερα το πρωί καθώς κοίταζα τον κροταλία μου“.
 -“Κι υποθέτω ότι θα κάτσεις με αναμμένα τα κηροπήγιά σου σήμερα το βράδυ,” πρόσθεσε ο Σούλερ, “και θα συνεχίσεις την μικρή χαρούμενη ιστορία τρόμου χωρίς να σου σηκωθεί η τρίχα“.
     Ήτανε γνωστό ότι ο Άβιλτον έκανε την περισσότερη δουλειά του το βράδυ. Ο Άβιλτον χαμογέλασε.
 -“Το σκοτάδι πάντα με βοηθούσε να συγκεντρώνομαι. Και λαμβάνοντας υπόψη ότι η περισσότερη δράση στις ιστορίες μου είναι μεταμεσονύχτια, δεν είναι ακατάλληλη ώρα“.
 -“Φυσικά“, είπε ο Σούλερ με έναν αστείο τόνο. Σηκώθηκε για να φύγει κι ο Γκόντφρυ σκέφτηκε ότι είναι ώρα να πηγαίνει και αυτός.
 -“Ει, μια και συζητάμε” είπε ο οικοδεσπότης τους, “σχεδιάζω ένα μικρό πάρτι το σαββατοκύριακο. Θα θέλατε να έρθετε το επόμενο Σάββατο το απόγευμα; Θα είναι άλλοι δυο ή τρείς από τους φίλους μας. Θα έχω βγάλει αυτή την ιστορία από μέσα μου μέχρι τότε και θα ξεσηκώσουμε τον κόσμο“.
     Ο Γκόντφρυ με τον Σούλερ δέχτηκαν την πρόταση κι έφυγαν μαζί. Κι οι δυο ζούσαν πέρα από τον κόλπο, στο Όουκλαντ, είχαν τον ίδιο δρόμο για το σπίτι τους, έτσι πήραν το ίδιο αμάξι για το φέρρυ.
 -“Ο γέρο-Άβιλτον είναι σίγουρα περίπτωση ζωντανής αντίφασης, αν πότε υπήρξε κάποια“, είπε ο Σούλερ. “Φυσικά, κανείς πλέον δεν πιστεύει στα απόκρυφα και στις νεκρομαντείες, αλλά όποιος μπορεί να κατασκευάσει τέτοιες δαιμονικά ρεαλιστικές ιστορίες τρόμου, που σου σηκώνουν τις τρίχες του σβέρκου, απλά δεν έχει το δικαίωμα να είναι τόσο ψυχρός απέναντι σε αυτές. Πιστεύω ότι αυτό είναι αληθινά ανάρμοστο“.
 -“Συμφωνώ“, συναίνεσε ο σύντροφός του. “Είναι τόσο διαβολεμένα σίγουρο ώστε με πιάνει μια παρόρμηση να φερθώ λίγο σαν να είναι Χάλογουιν. Να βάλω ένα παλιό σεντόνι και να κάνω το φάντασμα απλά για να τον περιγελάσω για τον σκεπτικισμό του“.
 -“Θεοί και μικρά φαντάσματα!” είπε ο Σούλερ. “Έχω μια έμπνευση. Θυμάσαι που ο Άβιλτον μας είπε για την νέα ιστορία που γράφει; Για το ερπετό που ζωντανεύει“;
     Περιέγραψε τη φάρσα που συνέλαβε, και γέλασαν παρέα σαν δυο σχολιαρόπαιδα που σχεδιάζουν κάποια διαβολιά.
 -“Γιατί όχι; θα κάνει τον παλιόφιλο να τρομάξει” γέλασε ο Γκόντφρυ, “και θα σκεφτεί ότι η φαντασία του είναι πιο επιστημονική απ’ ό,τι έχει ποτέ ονειρευτεί“.
 -“Ξέρω που μπορούμε να βρούμε ένα“, είπε ο Σούλερ. “Θα το βάλω σ’ ένα καλάθι ψαρέματος και θα κρύψω το καλάθι στη βαλίτσα μου το επόμενο Σάββατο που θα πάμε στον Άβιλτον. Τότε θα βρούμε και την ευκαιρία να κάνουμε την αλλαγή“.
     Το Σάββατο το απόγευμα οι δυο φίλοι έφτασαν μαζί στο σπίτι του Άβιλτον και τους υποδέχτηκε ένας Ιάπωνας που συνδύαζε τους ρόλους του μάγειρα, του μπάτλερ, του επιστάτη και του υπηρέτη. Οι άλλοι καλεσμένοι, δυο νεαροί μουσικοί, είχαν ήδη έρθει κι ο Άβιλτον, που προφανώς ήθελε να χαλαρώσει, τους έλεγε μια ιστορία, η οποία, αν κρίνουμε από τα γέλια που τον διέκοπταν συχνά, δεν ήταν από αυτές για τις οποίες έγινε διάσημος. Έμοιαζε σχεδόν αδύνατον να πιστέψεις ότι ιστορίες τόσο τρομακτικές που σου σήκωναν τις τρίχες του κεφαλιού σου έφεραν το όνομά του.
     Το απόγευμα ήταν επιτυχημένο, με ένα καλό δείπνο, χαρτιά και λίγο παλιό μπέρμπον κι ήταν μετά τα μεσάνυχτα που ο Άβιλτον έδειξε στους καλεσμένους του τα δωμάτιά τους, και πήγε στο δικό του.
     Ο Γκόντφρυ κι ο Σούλερ δεν πήγαν στα κρεβάτια τους, αλλά κάθισαν και μίλαγαν στο δωμάτιο που τους έβαλαν μαζί, μέχρι που στο σπίτι έπεσε απόλυτη σιωπή και το πιθανότερο ήταν ότι όλοι είχαν πάει για ύπνο. Ήξεραν ότι ο Άβιλτον κοιμόταν με ροχαλητά, και καυχιόταν ότι ακόμη κι ένα εργοστάσιο καρφιών ή μια ορχήστρα πνευστών δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει ξύπνιο ούτε για πέντε λεπτά από την στιγμή που θα ακουμπούσε το κεφάλι του στο μαξιλάρι.
 -“Τώρα είναι η ευκαιρία μας“, ψιθύρισε ο Σούλερ κάποια στιγμή.
     Πήρε από την βαλίτσα του ένα καλάθι ψαρέματος μες στο οποίο ήταν ένα μεγάλο και σχετικά ανήσυχο πευκόφιδο κι άνοιξε μαλακά την πόρτα, που δεν είχαν κλείσει τελείως και οι συνωμότες περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους, πήγαν στην άλλη πλευρά όπου βρισκόταν η βιβλιοθήκη του Άβιλτον. Το σχέδιό τους ήταν να αφήσουν το ζωντανό φίδι στην θέση του ταριχευμένου κροταλία, τον οποίο θα αφαιρούσαν. Το πευκόφιδο είναι σχεδόν ίδιο με τον κροταλία και τα σημάδια του, και για να ενισχύσουν την αληθοφάνεια, ο Σούλερ είχε προμηθευτεί μερικά κρόταλα, που ήθελε να βάλει στην ουρά του ερπετού πριν το ελευθερώσει. Η αντικατάσταση, πίστευαν ότι θα έδινε μια μικρή τρομάρα, ακόμα και σ’ ένα άτομο με σιδερένια νεύρα κι άκαμπτο σκεπτικισμό σαν τον Άβιλτον.
     Σαν να ήθελε να διευκολύνει την σκηνή, η πόρτα της βιβλιοθήκης έστεκε μισάνοιχτη. Ο Γκόντφρυ έβγαλε έναν φακό και μπήκαν μέσα. Αλλά, σε πείσμα της εύθυμης διάθεσής τους, σε πείσμα της παιδιάστικης φάρσας που σχεδίαζαν και του μπέρμπον που είχαν πιεί, η σκιά από κάτι ακαθόριστο, αμαρτωλό κι ανησυχητικό έπεσε στους δυο άντρες καθώς διέσχιζαν το κατώφλι. Ήταν σαν ένα προαίσθημα ότι μια άγνωστη κι αναπάντεχη απειλή καραδοκούσε στο σκοτάδι του κατοικημένου από βιβλία δωματίου, στο οποίο ο Άβιλτον είχε υφάνει τόσους πολλούς από του παράξενους και φασματικούς ιστούς του. Κι οι δυο τους, άρχισαν να θυμούνται περιστατικά νυχτερινών τρόμων από τις ιστορίες του, περιστατικά που ήταν δαιμονικά, αποτρόπαια και φριχτά με παράξενες νεκρομαντείες. Τώρα, τέτοια πράγματα μοιάζανε περισσότερο ευλογοφανή από την ως τώρα διαβολική τέχνη του συγγραφέα τους. Αλλά κανείς τους δεν μπόρεσε, ούτε να προσδιορίσει την αίσθηση που τους κυρίεψε, ούτε να την εκλογικεύσει.
 -“Νιώθω λίγο ανατριχιαστικά” επιβεβαίωσε ο Σούλερ καθώς στέκονταν στην σκοτεινή βιβλιοθήκη. “Άναψε το φακό καλύτερα“.
     Το φώς έπεσε ακριβώς πάνω στην χαμηλή βιβλιοθήκη, όπου κουλουριαζόταν ο ταριχευμένος κροταλίας, αλλά με μεγάλη έκπληξη, ανακάλυψαν ότι το ερπετό έλειπε από την συνηθισμένη του θέση.
 -“Πού είναι το καταραμένο πράμα;” μουρμούρισε ο Γκόντφρυ.
     Γύρισε τον φακό στις διπλανές βιβλιοθήκες και μετά στο πάτωμα και στις καρέκλες μπροστά τους, χωρίς όμως ν’ αποκαλύψει το αντικείμενο που έψαχνε. Τελικά, καθώς γυρνούσε, η ακτίνα χτύπησε το γραφείο του Άβιλτον κι είδαν το φίδι, το οποίο, σε κάποια στιγμή μαύρου χιούμορ, ο Άβιλτον είχε τοποθετήσει πάνω στα χαρτιά του για να τα συγκρατεί με το βάρος του. Πίσω του, έλαμπαν τα δυο κηροπήγια στο σχήμα ερπετών.
 -“Ά, εδώ είσαι“, είπε ο Σούλερ.
     Ήταν έτοιμος να ανοίξει το καλάθι του, όταν συνέβη ένα μοναδικό κι αρκετά απρόοπτο γεγονός. Αυτός κι ο Γκόντφρυ είδαν κίνηση πάνω στο γραφείο και μπρος στα έκπληκτα μάτια τους, το κουλουριασμένο πάνω στα χαρτιά ερπετό σήκωσε σιγά το σαν βέλος κεφάλι του και τίναξε μπροστά τη διχαλωτή γλώσσα του! Τα παγωμένα, ορθάνοιχτα μάτια του στάθηκαν με μια απαίσια, υπνωτική εμμονή πάνω στους δυο εισβολείς. Αυτοί, καθώς κοίταζαν με απίστευτη φρίκη, άκουσαν το οξύ κροτάλισμα της ουράς του, που ακουγόταν σαν μαραμένοι σπόροι που κινούνται από τρομερό αέρα.
 -“Θεέ μου!” φώναξε ο Σούλερ. “Αυτό το πράμα είναι ζωντανό“!
     Καθώς μίλησε, ο φακός έπεσε από το χέρι του Γκόντφρυ κι έσβησε, αφήνοντάς τους σε κατάμαυρο σκοτάδι. Καθώς στέκονταν, μισοπετρωμένοι από την έκπληξη και τον τρόμο, άκουσαν το κροτάλισμα ξανά, και μετά κάποιο αντικείμενο που έπεσε και χτύπησε το πάτωμα. Μερικές στιγμές μετά, άκουσαν ακόμα μια φορά το οξύ κροτάλισμα, αυτή την φορά σχεδόν μπροστά στα πόδια τους.
     Ο Γκόντφρυ κραύγασε δυνατά κι ο Σούλερ άρχισε να βρίζει ασυνάρτητα καθώς γύρισαν μαζί και έτρεξαν προς την ανοιχτή πόρτα. Ο Σούλερ ήταν πρώτος και καθώς πέρασε το κατώφλι στο αμυδρά φωτισμένο χολ, όπου μια ηλεκτρική λάμπα ακόμα άναβε, άκουσε τον ήχο από τον σύντροφό του που έπεφτε, αναμιγμένο με έναν λυγμό τέτοιου άπειρου τρόμου, τέτοιας φρικώδους αγωνίας, που πάγωσε το μυαλό του και το μεδούλι στα κόκαλά του. Μέσα στον παραλυτικό πανικό που τον κυρίευσε, η μόνη λειτουργία που μπόρεσε να διατηρήσει ο Σούλερ, ήταν αυτή της γρήγορης κίνησης κι ούτε καν σκέφτηκε ότι ήταν δυνατό να σταματήσει και να εξακριβώσει τι έπαθε ο Γκόντφρυ. Δεν είχε καμία σκέψη, καμία επιθυμία, εκτός από το να μεγαλώσει την απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και στα συμβάντα της καταραμένης βιβλιοθήκης.
     Ο Άβιλτον, ντυμένος με πιτζάμες, στεκόταν στην πόρτα του δωματίου του. Είχε ξεσηκωθεί από τις κραυγές τρόμου του Γκόντφρυ.
 -“Τί τρέχει;” ρώτησε ο συγγραφέας με ύφος ελαφριάς έκπληξης, που βάρυνε γρήγορα μόλις είδε το πρόσωπο του Σούλερ. Ήταν άσπρο σαν μαρμάρινη ταφόπλακα και τα μάτια του ήταν αφύσικα διεσταλμένα.
 -“Το φίδι!” κραύγασε ο Σούλερ. “Το φίδι! Το φίδι! Κάτι τρομερό συνέβη στο Γκόντφρυ, έπεσε με αυτό το πράμα ακριβώς από πίσω του“!
 -“Ποιό φίδι; Δεν εννοείς σε καμιά περίπτωση τον ταριχευμένο μου κροταλία, έτσι δεν είναι“;
 -“Ταριχευμένος κροταλίας;” φώναξε ο Σούλερ. “Το καταραμένο πράγμα είναι ζωντανό! Ήρθε προς το μέρος μας έρποντας, κροταλίζοντας κάτω από τα πόδια μας πριν ένα λεπτό. Τότε ο Γκόντφρυ σκόνταψε κι έπεσε και δεν ξανασηκώθηκε”.
 -“Δεν καταλαβαίνω“, βρυχήθηκε ο Άβιλτον. “Αυτό είναι σίγουρα αδύνατο, πραγματικά είναι ενάντια σε όλους τους φυσικούς νόμους, σε βεβαιώνω. Σκότωσα αυτό το φίδι πριν από τέσσερα χρόνια, στην επαρχία του Ελντοράντο κι έβαλα να το βαλσαμώσει ένας ειδικός ταριχευτής“.
 -“Πήγαινε και δες μόνος σου“, τον προκάλεσε ο Σούλερ.
     Ο Άβιλτον έτρεξε γρήγορα στην βιβλιοθήκη και άναψε τα φώτα. Ο Σούλερ, ελέγχοντας τον πανικό του και τον τρόμο του, ακολούθησε από ασφαλή απόσταση. Βρήκε τον Άβιλτον σκυμμένο πάνω από το σώμα του Γκόντφρυ, που κειτόταν ακίνητο σε μια μαζεμένη και απαίσια συστρεμμένη στάση κοντά στην πόρτα. Εκεί κοντά ήταν και το παρατημένο καλάθι. Ο ταριχευμένος κροταλίας ήταν κουλουριασμένος στο συνηθισμένο του μέρος πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης.
     Ο Άβιλτον, με ένα θλιβερό και σκυθρωπό ύφος, τράβηξε το χέρι του από το στήθος του Γκόντφρυ, και παρατήρησε:
 -“Είναι σίγουρα καρδιακή ανακοπή από σοκ, έτσι πιστεύω“.
     Ούτε αυτός, ούτε ο Σούλερ μπόρεσαν να κοιτάξουν για πολλή ώρα το πρόσωπο του Γκόντφρυ, στο οποίο ήταν αποτυπωμένη η τρομαχτική έκφραση του τρόμου και της αγωνίας που κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να αντέξει. Καθώς κι οι δυο είχαν την ίδια επιθυμία να μη κοιτάξουν το πρόσωπο του νεκρού, τα μάτια τους έπεσαν την ίδια στιγμή στο δεξί του χέρι, το οποίο ήταν σφιγμένο σε μια αποτρόπαια ακαμψία και τραβηγμένο κοντά στο πλευρό του.
     Κανείς τους δεν μπόρεσε να ξεστομίσει ούτε μια λέξη όταν είδαν το πράγμα πού εξείχε ανάμεσα από τα δάχτυλα του Γκόντφρυ. Ήταν μια χούφτα κρόταλα, και στο τελευταίο, που προφανώς σχίστηκε από την ουρά του ερπετού, κρέμονταν πολλά κομμάτια από ωμή και ματωμένη σάρκα.

——————————-
  Σημ Δική μου: Στο σύνδεσμο που παραθέτω εδώ του Σμιθ, μπορείτε να βρείτε βιογραφικό και ποίησή του. Εδώ οι πίνακές του. Η μετάφραση, τέλος, αυτών των ιστοριών είναι του εξαίρετου Ιωάννη Καραγιαννάκη, τον οποίον από ‘δω συγχαίρω για τη θαυμάσια δουλειά του και του ζητώ συγγνώμη γιατί δεν το ‘χα αναφέρει εξ αρχής, αλλά απλώς δε το ‘ξερα κι εγώ! Τις ιστορίες αυτές καθώς κι ένα σωρό άλλα που αφορούνε στον Σμιθ, μπορείτε να τις δείτε στα αγγλικά και στο: http://www.eldritchdark.com/writings/short-stories/

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *