Strindberg Johan August: Τρελλός, Τεράστιος, Πολυπράγμων

Βιογραφικό

     Ο Γιόχαν Άουγκουστ Στρίντμπεργκ ήτανε Σουηδός θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, ζωγράφος, φωτογράφος κι αλχημιστής, που συνδύασε στα έργα του τη ψυχολογία, τον νατουραλισμό κι αργότερα στοιχεία μυστικισμού. Το έργο του χωρίζεται σε 2 μεγάλα λογοτεχνικά κινήματα, τον νατουραλισμό και τον εξπρεσσιονισμό. Ένας ευαίσθητος κι επίμαχος συγγραφέας που υπέφερε από εχθρικές κριτικές, αντιπροσώπευε τον ιδανικό καλλιτέχνη του 19ου αι., αυτόν της ελεύθερης προσωπικότητας κι ασυγκράτητο από συμβατικότητες. Μαζί με τον Ibsen, τον Kierkegaard τον Χάμσουν και τον Andersen θεωρείται ως ο πιο σημαίνων απ` όλους τους Σκανδιναβούς συγγραφείς κι είναι γνωστός ως ένας από τους πατέρες του μοντέρνου θεάτρου..
     Γεννήθηκε 22 Γενάρη 1849 στη Στοκχόλμη, το 4ο παιδί από τα 11 της οικογένειας. Ο πατέρας του, ο Carl Oscar Strindberg, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ήταν ναυτιλιακός πράκτορας κι η μητέρα του, η Ulrica Eleanora Norling ήτανε κόρη ράφτη κι οικιακή υπηρέτρια στο σπίτι του Carl Oscar, έγινε ερωμένη του και στεφανώθηκε ο πατέρας του, λίγους μόνο μήνες πριν τη γέννησή του. Έζησε φτωχή και δυστυχισμένη παιδική ηλικία- ήτανε ντροπαλός κι οι οικογενειακές εντάσεις τονε κατέθλιπταν. Τη μητέρα του την έχασε από φυματίωση στα 13 του κι ο πατέρας, προτού περάσει χρόνος από το θάνατό της, ξανανυμφεύτηκε τη νεαρή γκουβερνάντα των παιδιών του. O ίδιος μίσησε τη μητρυιά του. Μεγαλωμένος στη μιζέρια και τις στερήσεις, καταπιεσμένος από τη κακία της μητριάς του, έγινε παιδί υπερευαίσθητο κι αντιδραστικό, οξύθυμο και καχύποπτο. Από τα πικρά αυτά βιώματα της παιδικής ηλικίας του, δεν θα κατορθώσει να απαλλαγεί ποτέ “ο γιος της δούλας“, και θα το εμφανίσει στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό του έργο.



     Το 1867 γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου κι απέτυχε στις προκαταρκτικές εξετάσεις στη χημεία κι αργότερα συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης. Αρχικά, έφυγε απ’ την Uppsala το 1868, για να δουλέψει ως δάσκαλος σχολείου, αλλά στη συνέχεια σπούδασε για λίγο διάστημα χημεία στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας στη Στοκχόλμη κάνοντας προετοιμασία για ιατρικές σπουδές. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις βιοποριστικές ανάγκες του, δοκιμάζει, δίχως επιτυχία, να γίνει ηθοποιός. Αργότερα, εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος και στη συνέχεια, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο, όπου κι έγραψε για τη σκηνή 3 έργα που απορρίφθηκαν. Εγκαταλείποντας κι αυτό το σχέδιο, γράφεται και πάλι στο Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης. Επέστρεψε στην Uppsala το 1870, για να μελετήσει και να δουλέψει πάνω σ` ένα σύνολο θεατρικών έργων, τα πρώτα απ’ τα οποία παίχθηκαν στο Βασιλικό Θέατρο τον Σεπτέμβρη του 1870. Στην Uppsala ξεκίνησε τη Runa, ένα μικρό λογοτεχνικό κλαμπ με φίλους, που όλοι πήραν ψευδώνυμα απ` τη Σκανδιναβική μυθολογία. Έμεινε μερικά ακόμη εξάμηνα στην Uppsala απ` όπου κι έφυγε τελικά τον Μάρτη του 1872 χωρίς ν` αποφοιτήσει. Πίσω στη Στοκχόλμη εργάστηκε ως δημοσιογράφος και κριτικός σε εφημερίδες. Στο μεταξύ, αρχίζει να γράφει σύντομα θεατρικά έργα και το 1871 δημοσιεύει τη τραγωδία Στη Ρώμη, με θέμα τις δοκιμασίες του Δανού γλύπτη Τόρβαλντσεν (Thorvaldsen, 1768-1844). Κερδίζοντας κάποιο χρηματικό έπαθλο από το βασιλιά Κάρολο Ε’ της Σουηδίας για ένα ρομαντικό έργο του, εγκαταλείπει οριστικά πια τις σπουδές το 1872 κι αφιερώνεται στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Διαβάζει κι επηρεάζεται σημαντικά από τους ΣβέντενμποργκΚίρκεγκωρΣαίξπηρ και Γκαίτε.



     Το 1872, απορρίφθηκε από τους εκδότες του κι από τα θέατρα το 1ο σημαντικό δράμα του Ο Κυρ-Όλαφ, με θέμα τη θρησκευτική μεταρρύθμιση στη Σουηδία, που ‘χε συνέπεια να φτάσει στα πρόθυρα της τρέλας. Κατορθώνει όμως να αντιδράσει και διορίζεται το 1874 υπάλληλος στη Βασιλική Βιβλιοθήκη Στοκχόλμης, όπου παραμένει μέχρι το 1882, μελετώντας φιλοσοφία, προσπαθώντας να μάθει τη κινέζικη γλώσσα και γράφοντας, κάτω από την επίδραση του Φλωμπέρ, το 1ο νατουραλιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα στα σουηδικά, το Κόκκινο Δωμάτιο (1879), μια σάτιρα της σουηδικής κοινωνίας και των χαλαρών ηθών της εποχής. Στη περίοδο αυτή ερωτεύεται και νυμφεύεται (1877) τη βαρώνη Σίρι φον Έσσεν, που χώρισε για χάρη του τον 1ο άντρα της. Ήταν μέλος της Σουηδικής αριστοκρατίας στη Φινλανδία. Όταν παντρεύτηκαν, η Siri ήταν 7 μηνών έγκυος. Το παιδί πέθανε, αλλ΄ απέκτησαν μετά άλλα 3, ένα απ` τα οποία, η Κristin, έγραψε μία περιγραφή για τη θυελλώδη ζωή των γονιών της. Έκανε συνολικά άλλους 2 γάμους: με τη Frida Uhl και τη Harriet Bosse. Είχε παιδιά μ’ όλες τις γυναίκες του, αλλά ο υπερευαίσθητος και νευρωτικός χαρακτήρας του οδηγούσε σε πικρά διαζύγια. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες υπήρξανε ταραγμένες κι έχει χαρακτηριστεί μισογύνης απ’ τους συγχρόνους του. Κάτω από οικονομικές κι οικογενειακές δυσκολίες άρχιζε να δείχνει συμπτώματα συναισθηματικής κρίσης. Συναισθήματα διωγμού καταπνίγονταν καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες αψεντίου.



     Με αφορμή το έργο του Νέο Βασίλειο (1881), κριτική της κοινωνικής ζωής στη Σουηδία μετά τις κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις του 1865, εγκαταλείπει τη θέση του βιβλιοθηκαρίου κι αναγκάζεται να μεταναστεύσει με την οικογένειά του και να ζήσει για αρκετό χρόνο στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία (1882 – 1889). Στο διάστημα αυτό δημοσιεύει και μια συλλογή με ρεαλιστικά διηγήματα γύρω από το γάμο, τους Νυμφευμένους (1884). Το έργο κατάσχεται κι ο εκδότης δικάζεται για βλασφημία, αλλά η δημοτικότητά του ανεβαίνει κατακόρυφα, πράγμα που τον κάνει να επιστρέψει στη πατρίδα και ν’ αναλάβει όλη την ευθύνη για το βιβλίο. Αθωώνεται από το δικαστήριο και την επόμενη χρονιά (1886) δημοσιεύει μια 2η κι ακόμα πιο καυστική συλλογή με διηγήματα, με τον τίτλο και πάλι Νυμφευμένοι, μ’ έντονα στοιχεία μισογυνισμού κι αντιφεμινισμού, που είναι τόσο γνώριμα στα κατοπινά θεατρικά έργα του.



     Το 1886 γράφει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Ο Γιος Της Δούλας. Στη περίοδο 1880-5, εμφανίζει τάσεις επαναστατικού σοσιαλισμού, όπως δείχνουνε και τα διηγήματά του με τον τίτλο Ουτοπίες Πάνω Στη Γη (1885). Μετά όμως στρέφεται όλο και περισσότερο σ’ ένα φιλελεύθερο συντηρητισμό κι από το 1890 εγκαταλείπει οριστικά το ουτοπικό σοσιαλιστικό του όραμα. Ο γάμος του συγγραφέα με τη Σίρι φον Έσσεν στάθηκε για λίγα χρόνια ευτυχισμένος. Αυτό οφείλεται βασικά και στις συγγραφικές επιτυχίες του στο διάστημα αυτό. Δεν άργησαν όμως οι ζήλειες κι οι καβγάδες ανάμεσα στο ζευγάρι. Ο ποιητής ζει μια έντονη εσωτερική περιπέτεια, που τρέφει το μισογυνισμό και την απέχθειά του για το γάμο και την οικογένεια. Αποτέλεσμα ήτανε το διαζύγιο το 1891. Από τότε η ζωγραφική τού έγινε μια λυτρωτική εκτόνωση. Μεταξύ 1884-7 αλληλογραφoύσε με τον Νίτσε κι έδειξε ενδιαφέρον για τα έργα του Poe. Η άνοδος κι η πτώση του Παρισινού Κοινοβίου το 1871 έγινε ένα πολιτικό ξύπνημα για κείνον κι άρχισε να βλέπει τη πολιτική ως μια διαμάχη μεταξύ των ανωτέρων και κατωτέρων τάξεων. Θαυμάστηκε από τη Σουηδική εργατική τάξη σαν ριζοσπάστης συγγραφέας. Ο ίδιος ήτανε Σοσιαλιστής κι η κόρη του, η Karin, παντρεύτηκε τον Vladimir Smirnov, έναν από τους αρχηγούς Μπολσεβίκους της Ρωσίας.
     Η “μάχη των φύλων”, ως μια προαιώνια κι αδιάλειπτη μονομαχία άντρα και γυναίκας, βρίσκει τη πλήρη έκφρασή της στα έργα: Ο Πατέρας (1887), Οι Σύντροφοι (1888), Δεσποινίς Τζούλια (1888), Οι Δανειστές (1888), Ο Δεσμός (1893) κι Ο Χορός Του Θανάτου (1901), καθώς και στα αυτοβιογραφικά του μυθιστορήματα. Όπως έγραψε σ’ ένα θεατρικό του σημείωμα ο Τερζάκης: “Η γυναίκα θ’ ασκήσει πάνω στη ζωή του Στρίντμπεργκ μια αλλόκοτη κι αντιφατική έλξη. Έχει συνειδητοποιήσει όσο κανείς άλλος το δραματικό, το σχεδόν μοιραίο βάρος του θηλυκού στοιχείου στη ζωή. Έβλεπε στη πάλη άντρα-γυναίκας μια στοιχειακή αναμέτρηση, που παίρνει διαστάσεις φυσικού νόμου“.
     Πολλά από τα έργα του, που αναφέρονται στη πάλη των δύο φύλων, είναι αριστουργήματα ψυχολογικής ανάλυσης. Έχει γράψει θεατρικά έργα κάθε σχολής –ρεαλισμός, νατουραλισμός, συμβολισμός, ιστορικό δράμα, ονειρόδραμα, εξπρεσιονισμός. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι στην ίδια περίοδο με τα προσωπικά του δράματα έγραψε μετά το 1899 και μια σειρά από ρεαλιστικά ιστορικά έργα (Γουσταύος Βάζα, Ερρίκος ΙΔ’, Κάρολος ΙΒ’, Βασίλισσα Χριστίνα), καθώς και το αδυσώπητα νατουραλιστικό δράμα Ο Χορός Του Θανάτου.
     Από το 1892, ο Στρίντμπεργκ περιπλανιέται και πάλι στην Ευρώπη. Το 1893 γνωρίζει στο Βερολίνο και νυμφεύεται τη νεαρή Αυστριακή συγγραφέα Φρίντα Ουλ. Γίνεται πατέρας για 4η φορά. Αλλά κι ο 2ος αυτός γάμος κατέληξε σε διαζύγιο. Ύστερα από 2 γάμους και 2 διαζύγια, το βασανισμένο πνεύμα του βρίσκει καταφύγιο στο σβεντενμποργκικό μυστικισμό. Είχε προηγηθεί όμως η πνευματική του κατάρρευση από τον καιρό που έμαθε πως ο Νίτσε -με τον οποίο αλληλογραφούσε στα τέλη του 1888- παραφρόνησε. Έφτασε στο απόγειο της κρίσης στο Παρίσι το 1895-6. Κλείστηκε σ’ ένα ιδιωτικό σανατόριο για να βρει τη ψυχική του γαλήνη.



     Η υγεία του αποκαταστάθηκε σύντομα, μα δεν μπόρεσε να αποβάλλει τις ψυχικές ιδιορρυθμίες του. Στα έργα του της περιόδου αυτής κυριαρχεί μια τάση μυστικιστική, μαζί και μια θρησκευτική ευαισθησία. Η επίδραση του Μαίτερλινκ είναι οπωσδήποτε φανερή. Η δραματική 3λογία του Προς Τη Δαμασκό, που γράφτηκε ανάμεσα στο 1898-1904, είναι ένα έργο ονειρικό-συμβολικό. όπου ο συγγραφέας μέσα απ’ τη θρησκευτική πίστη οδηγεί τον άνθρωπο στη θριαμβική σωτηρία. Στη παράξενη κωμωδία του Υπάρχουν Εγκλήματα Κι Εγκλήματα, που δημοσιεύτηκε το 1899, οι αγωνίες που βασανίζουνε την αμαρτωλή σκέψη βρίσκουνε λύτρωση στο “ανώτερο δικαστήριο” του πνεύματος. Στο Πάσχα (1900) κυριαρχεί το χριστιανικό μήνυμα της αγάπης, που λυτρώνει από τους πόνους και τις οδύνες της ενοχής.
     Τη Σουηδέζα ηθοποιό Χάρριετ Μπόσσε, που ερμήνευσε το ρόλο της ηρωίδας στο Πάσχα, όταν το έργο παίχτηκε στη Στοκχόλμη τη Μεγάλη Πέμπτη του 1901, την ερωτεύτηκε και τη νυμφεύτηκε την ίδια χρονιά. Ένας 3ος γάμος κι 1 ακόμα παιδί. Ζωή βασανιστική κι ανυπόφορη. Και 3ο διαζύγιο στα 1904. Η προσωπική δυστυχία κι οι συνακόλουθες έμμονες ιδέες και μια απαισιοδοξία για τη ζωή αντανακλώνται, κάτω και από την επίδραση της υπαρξιακής σκέψης του Κίρκεγκωρ, στα επόμενα δράματά του, όπως στην απαισιόδοξη Σονάτα Των Φαντασμάτων (1907), μια εξπρεσιονιστική ανάλυση της ανθρώπινης δυστυχίας. Αλλά και με το Ονειρόδραμα (1902), μια συμβολική φαντασιοκοπία της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Στρίντμπεργκ ελευθερώνει το νεώτερο δράμα από τα δεσμά του νατουραλισμού, προμηνώντας τα έργα των ΠιραντέλλοΤόλλερ, ΚάιζερΤσάπεκ, Κοκτώ, Σαρογιάν και πολλών άλλων σύγχρονων πειραματιστών.



     Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, η μοναξιά του, μετά τους 3 αποτυχημένους γάμους του, γίνεται μαρτυρική. Συνδέεται με τη νεαρή ηθοποιό Φάννυ Φάλκνερ, γνωρίζοντας επιτέλους κοντά της μια ήρεμη κι ευτυχισμένη ζωή. Το 1912, στις 14 Μάη στα 63 χρόνια του, πεθαίνει στη Στοκχόλμη από καρκίνο του στομάχου. Το σπίτι που έζησε ο “γαλάζιος πύργος”, βρίσκεται στην Οδό Ντρότνιγκαταν 85 στη Στοκχόλμη.
     Ο Στρίντμπεργκ μοιάζει, σα φυσιογνωμία και σα δυναμισμός ψυχής, να ξεπερνά το έργο του. Είναι από κείνες τις μεγαλοφυΐες που φαίνονται ασύντακτες, γιατί δε χωράνε σε κανένα πλαίσιο, σε κανένα σύστημα, σε καμμιά καθιερωμένη μορφή. Τους λείπει και το κατώτερο έστω όριο του μέτρου. Έτσι, βλέπει κανείς το μεγάλο αυτό δραματουργό να επικοινωνεί δύσκολα με το ευρύτερο κοινό, να μη γίνεται ποτέ, ενόσω ζει, συγγραφέας “επιτυχίας”. Σ’ αντιστάθμισμα όμως, αν ξεπερνά το μέτρο, ξεπερνά και την εποχή του. Πανθομολογούμενα, είναι ο πιο πρωτοπόρος δραματουργός του τέλους του 19ου α., αυτός που οδηγεί κατευθείαν στη δική μας την εποχή. Η επίδρασή του μένει ισχυρή κι ευκολογνώριστη στους πιο σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς του καιρού μας ιδιαίτερα στους Αμερικανούς, από τον Ευγένιο Ο’ Νηλ και κάτω.



     Έχει καταπιαστεί με πολλά από τα διάφορα είδη της λογοτεχνίας. Έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα, λυρικά ποιήματα και περιγραφές ταξιδιών, ακόμα και μια αυτοβιογραφία και σ’ όλα του αυτά τα έργα έχει βάλει δουλειά πάρα πολλή. Για έναν άντρα που δεν είναι ακόμα παρά 44 ετών, ο κύκλος αυτός της συγγραφικής δράσης είναι πολύ σημαντικός· ο Στρίντμπεργκ όμως ποτέ δεν υπήρξε αποκλειστικά και μόνο παραγωγός βιβλίων, παρά είναι συγγραφέας βιβλίων -όπως ήταν κι ο Καρλάϋλ– ακριβώς επειδή ήταν αναγκασμένος να γράψει βιβλία. Είναι σε εξαιρετικό βαθμό ενθουσιώδης, παθητικός ζητητής ανώτερων ιδανικών και πιο παθητικός εχθρός κι αντίμαχος για κάθε τι που θαρρεί ότι είναι άδικο και κακό εδώ στον κόσμο, κι ότι έχει γράψει ως τα τώρα τόχει γράψει για να δώσει έκφραση στις ιδέες του· τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του αξίζουν ξεχωριστή μελέτη το καθένα, όπως και τα ποιήματά του “με στίχους και χωρίς στίχους”, καθώς και τα έργα του γύρω από την ιστορία του πολιτισμού.


                            H Χάριετ Μπόσσε με το παιδί τους

     Ένας συγγραφέας με πολλά πρόσωπα, ήτανε συχνά ακραίος. Το μυθιστόρημά του, The Red Room, του ‘φερε φήμη. Τα πρώιμα έργα του ήταν γραμμένα σε νατουραλιστικό στυλ και συχνά συγκρίνονται με κείνα του Ibsen. Ένα από τα πιο γνωστά του έργα από κείνη τη περίοδο είναι η Miss Julie. Με αυτό καταπιάνεται μ’ ένα απ’ τα αγαπημένα του θέματα: τη Δαρβινική μάχη μεταξύ των 2 φύλων μέσα από μια κοινωνική πάλη κι ένα δεσμό αγάπης-μίσους. Ο ίδιος ένιωθε πως ο αληθινός νατουραλισμός ήταν μια ψυχολογική μάχη του μυαλού. Δυο άνθρωποι που μισιούνται την ίδια στιγμή και πασχίζουν να οδηγήσουν ο ένας τον άλλο στη καταδίκη, είναι το χαρακτηριστικό της πνευματικής εχθρότητας που πάλευε να αιχμαλωτίσει. Πρόθεσή του ήταν να ‘ναι τα έργα του αμερόληπτα κι αντικειμενικά, παραθέτοντας έτσι μια επιθυμία να κάνει τη λογοτεχνία κάτι από επιστήμη. Μεταξύ των χρόνων 1892-7 υπέφερε από καταστάσεις εσωτερικής ταραχής και βίωσε αρκετά ψυχωτικά επεισόδια, που τον οδήγησαν στο να καταγράψει τις βασανιστικές σκέψεις του στο βιβλίο, που ήταν γραμμένο στα Γαλλικά, το Inferno. Επακόλουθα, άρχιζε να παράγει έργα διαμορφωμένα απ’ τον συμβολισμό. Θεωρείται ως ένας απ’ τους πρωτοπόρους της μοντέρνας ευρωπαϊκής σκηνής και του εξπρεσσιονισμού. The Dance of DeathA Dream Play και The Ghost Sonata είναι μερικά από τα διάσημα έργα κείνης της περιόδου.

     Στρεφόμενος προς τη ζωγραφική, δημιουργεί θαλασσινά τοπία, που συγκρίνονται με τα έργα του Turner. Τα αγαπημένα του μοτίβα περιελάμβαναν ένα όραμα από μια σπηλιά προς τον έξω κόσμο κι ένα κύμα που σπάει στην ανοιχτή θάλασσα. Οι πίνακές του ήταν μοναδικοί για την εποχή τους κι αυτό, γιατί χαρακτηρίζονταν από μια ριζοσπαστική έλλειψη προσκόλλησης στην ορατή πραγματικότητα. Οι 117 πίνακες, που λέγεται πως έγιναν από τον ίδιο, ζωγραφίστηκαν κυρίως μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων χρόνων και τώρα συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο πρωτότυπα έργα της τέχνης του 19ου αι.. Παρόλο που ήταν εξοικειωμένος με τις μοντέρνες τάσεις, η αυθόρμητη κι υποκειμενική εκφραστικότητα των τοπίων του μπορούν επίσης να αποδοθούν στο γεγονός ότι ζωγράφιζε μόνο σε περιόδους προσωπικών κρίσεων.
     Συνεχίζοντας να ψάχνει νέες διεξόδους για τα καλλιτεχνικά του ταλέντα ανακαλύπτει τη φωτογραφία. Τα αυτοπορτραίτα και το παιχνίδι με τους ρόλους ήταν ανάμεσα στα αγαπημένα του φωτογραφικά θέματα. Ζώντας στην Ελβετία το 1886, φωτογράφισε μια σειρά από πορτραίτα του εαυτού του σε ρόλους συγγραφέα, αρχηγού της οικογένειας, ευγενικού κυρίου, μουσικού κι άλλα. Σε πολλές απ’ αυτές τις φωτογραφίες η σύνθεση είναι με εντυπωσιακό τρόπο ασυμμετρική με παράξενα κοψίματα Ο ίδιος είχε πει: “Δε με νοιάζει για τη δική μου εμφάνιση, αλλά θέλω να ελπίζω πως οι άνθρωποι θα μπορούν να δουν μέσα στη ψυχή μου κι ότι αυτό παρουσιάζεται καλλίτερα σ’ αυτές τις φωτογραφίες παρά σε άλλες“. Στα 1890 σκέφτηκε την ιδέα να φωτογραφίζει την ανθρώπινη ψυχή και μίλησε πολύ για τα ψυχολογικά πορτραίτα. Το ενδιαφέρον του για τις μυστηριώδεις μορφές της φύσης ήτανε τ’ αρχικά σημεία του για τις λεγόμενες ουρανογραφίες κι αποκρυσταλλώσεις, που φωτογραφήθηκαν, χωρίς να χρησιμοποιηθεί φακός. Αυτά προεικόνισαν μ’ εκπληκτικό τρόπο τα φωτογραφικά πειράματα των σουρρεαλιστών του 1920.



     Το 1908 εγκαταστάθηκε σ` ένα σπίτι το οποίο αποκαλούσε ‘Ο Μπλε Πύργος’ στην κεντρική Στοκχόλμη κι έζησε εκεί μέχρι και το 1912. Σήμερα, αυτό το σπίτι είναι μουσείο. Τα Χριστούγεννα του 1911 αρρώστησε βαριά με πνευμονία και δεν έγινε ποτέ τελείως καλά. Πέθανε από καρκίνο στομάχου στις 14 Μάη 1912 σε ηλικία 63 χρονών. Σύμφωνα με την ευχή του θάφτηκε κάτω από ξύλινους σταυρούς που είχανε τον Εσταυρωμένο πάνω και με την επιγραφή O Crux Ave Spes Unica.  Όπως κι ο Tolstoy, ποτέ δεν έλαβε το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία.
     Έγραψε περισσότερα από 70 θεατρικά έργα, όπως και μυθιστορήματα, μικρές ιστορίες και δοκίμια της Σουηδικής ιστορίας. Η επιρροή του υπήρξε ευρεία. Ως δραματουργός ήταν πηγή έμπνευσης για τους Γερμανούς εξπρεσσιονιστές και για τους Eugene O’ NeillIonescoWilliams κι η επίδρασή του ήταν εμφανής σε έργα όπως των Harold PinterBeckettJohn Osborne και John Arden. Ο Par Lagerkvist έγραψε για τον Strindberg στο Μοντέρνο Θέατρο: “Κι είναι γεγονός ότι πραγματοποίησε την ανανέωση του μοντέρνου δράματος και κατ’ επέκταση τη βαθμιαία ανανέωση του θεάτρου. Είναι απ’ αυτόν και μέσω αυτού που ο νατουραλισμός έλαβε το (επι)κριτικό χτύπημα, αν κι είναι επίσης ο Strindberg αυτός που έδωσε στο νατουραλισμό τα πιο έντονα, δραματικά του έργα“.


                                         Η κηδεία του

ΡΗΤΆ:

Εκτός από τα μικρά παιδιά και τα λουλούδια, η μουσική είναι το χειρότερο που ξέρω.

Πότε είναι η επανάσταση νόμιμη; Όταν πετυχαίνει!

Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που έχουνε σκυλιά. Δεν είναι παρά δειλοί που δεν έχουνε τα κότσια να δαγκώσουνε τους ανθρώπους οι ίδιοι.


Ένας συγγραφέας είναι μόνο ένας ρεπόρτερ για τα όσα έχει ζήσει.


Ονειρεύομαι, άρα υπάρχω.


Μόνον οι άντρες αγαπούνε και τους τυφλώνει.

Προσπαθώντας για το αδύνατο, κατορθώνουμε το καλλίτερο δυνατό.

Στη σιωπή δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα… όπως μπορείς στα λόγια.

Οι νόμοι είναι μια εφεύρεση της ανώτερης τάξης, ώστε, με το λεγόμενο νομικό τρόπο, να μην αφήνει τις κατώτερες τάξεις να σηκώνουν κεφάλι.

Η Οικονομική επιστήμη επινοήθηκε από την ανώτερη τάξη για να δρέψει τους καρπούς των κόπων της κατώτερης τάξης.

Αν πρέπει οπωσδήποτε να παντρευτείς, μη πάρεις τον ποιητή αλλά τον εκδότη.

ΕΡΓΑ:

Θεατρικά:

Mäster Olof (Ο Δάσκαλος Όλοφ) 1872
Fadren (Ο Πατέρας) 1887
Fröken Julie (Δεσποινίς Τζούλια) 1888
Fordringsägare (Οι πιστωτές) 1889, μονόπρακτο
Den starkare (Η πιο δυνατή) 1889, μονόπρακτο
Paria (Ο παρίας) 1889, μονόπρακτο
Inför döden (Μπροστά στο θάνατο) 1892, μονόπρακτο
Moderskärlek (Μητρική αγάπη) 1892, μονόπρακτο
Första varningen (Πρώτη προειδοποίηση) 1893, μονόπρακτο
Till Damaskus (Προς την Δαμασκό) 1898-1904, τριλογία
Gustav Vasa (Γουσταύος Βάζα) 1899
Erik XIV (Ερρίκος ΙΔ΄) 1899
Gustaf Adolf (Γουσταύος Αδόλφος) 1900
Påsk (Το Πάσχα) 1900
Kristina (Χριστίνα) 1901
Dödsdansen (Ο χορός του θανάτου) 1901
Ett drömspel (Ένα ονειρόδραμα) 1901
Carl XII (Κάρολος ΙΒ΄) 1901
Spöksonaten (Η σονάτα των φαντασμάτων) 1907
Pelikanen (Πελεκάνος) 1907
Sista riddaren (Ο τελευταίος των ιπποτών) 1908
Stora landsvägen (Η μεγάλη δημοσιά) 1909
Genom öknar till arvland; eller, Moses (Μέσα από τις ερήμους στην πατρική γη ή Μωυσής) 1918,
Hellas; eller, Sokrates (Ελλάς ή Σωκράτης) 1918
Lammet och vilddjuret; eller, Kristus (Το πρόβατο και το άγριο θηρίο ή Χριστός) 1918

Πεζά:

The Red Room (Το κόκκινο δωμάτιο) 1879, μυθιστόρημα
Tjänstekvinnans son ( Ο γιος της δούλας) 1886–1909, αυτοβιογραφικό
Hemsöborna (Οι άνθρωποι του Χέμσαι) 1887, μυθιστόρημα
Inferno [Κόλαση] 1897, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα
Ensam (Μόνος) 1903, νουβέλα
Svarta fanor (Μαύρες σημαίες) 1907, μυθιστόρημα

========================== 

                                  Δεσποινίς Τζούλια

ΠΡΟΣΩΠΑ

Χριστίνα 35 ετών
Γιάννης 30 ετών
δεσποινίς Τζούλια 25 ετών


H ΣΚΗΝΗ

     Tη νύχτα τ’ Άη Γιαννιού, σε μια κουζίνα ενός αρχοντικού.
    (Μια μεγάλη κουζίνα, που το ταβάνι της κι οι πλαγινοί τοίχοι είναι σκεπασμένο με υφάσματα. Ο πίσω τοίχος προχωρά λοξά στο αριστερό μέρος, στην αριστερή μεριά δυο πιατοθήκες με χάλκινα μπρούτζινα και σιδερένια σκεύη, οι πιατοθήκες είναι γαρνιρισμένες με οδοντωτά χαρτιά, λίγο δεξιώτερα βλέπεις τα τρία τέταρτα της μεγάλης θολωτής εξόδου με δυο τζαμόπορτες, μες από τα τζάμια φαίνονται στο βάθος ένα συντριβάνι μ’ έναν έρωτα, ανθισμένες κουφοξυλιές και λίγες λεύκες. Έίσοδοι δεξιά κι αριστερά. Αριστερά στη σκηνη η γωνιά ενός μεγάλου τζακιου μ’ ένα μέρος της καπνοδόχου. Δεξιά ή μια άκρη ενός τραπεζιού φαγητού για τους υπηρέτες, από λευκό ξύλο πεύκου με μερικές καρέκλες, πάνωστο τραπέζι ένα μεγάλο ιαπωνικκό κανάτι με κουφοξυλιές. Το τζάκι είναι στολισμένο με κλαδιά σημύδας, το πάτωμα με κέδρους, εδώ κι εκεί σκορπισμένους. Ένα ντουλάπι, ένας νιπτήρας, ένα τραπέζι για ξέπλυμα. Ένα μεγάλο παλιό ρολόι, πάνω απ’ τη πόρτα κι ένα τηλέφωνο στο αριστερό μέρος της πόρτας).
     Η Χριστίνα στέκεται αριστερά στο τζάκι και τηγανίζει κάτι σ’ ένα τηγάνι. Φορά τσίτινο ανοιχτόχρωμο φόρεμα και ποδιά κουζίνας. Ο Γιάννης έρχεται από τη τζαμόπορτα, με λιβρέα, κρατά στο χέρι ένα ζευγάρι μεγάλες μπότες με σπηρούνια, που αφήνει στο πάτωμα σε μέρος που να φαίνονται.
——-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Απόψε η δεσποινίς Τζούλια είναι πάλι τρελλή, μα θεότρελλη πέρα για πέρα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μπα! Εδώ είσαι πάλι;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Συνόδευσα τον κύριο Κόμη στο σταθμό και στην επιστροφή, καθώς περνούσα από την αποθήκη, μπήκα μέσα για να χορέψω. Η δεσποινίς Τζούλια ήταν εκεί και χόρευε μαζί με το δασονόμο, αλλά μόλις με είδε έτρεξε αμέσως σε μένα και μου ζήτησε το βαλς. Από τότε χορεύει μ’ ένα τρόπο που ποτέ δεν ξανάδα. Είναι μάλλον τρελλή.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Έτσι ήτανε πάντα, αλλά παράγινε τώρα τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες, αφ’ ότου χάλασε ο αρραβώνας της.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αλήθεια, τί ιστορία κι αυτή! Αυτός όμως ήτανε λαμπρό παιδί, αν και δεν ήτανε πλούσιος. Α Θέ μου έχουνε τόσες ιδιοτροπίες κι αυτοί! (Καθεται δεξιά στο τραπέζι). Είναι όμως παράξενο με τη δεσποινίδα Τζούλια να κάθεται στο σπίτι με τους υπηρέτες παρά να πάει μαζί με τον πατέρα της στους συγγενείς ε;
ΧΡΙΣΤΊΝΑ: Μπορεί να ντρέπεται κιόλας ύστερα από αυτή την ιστορία με τον αρραβωνιαστικό της.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μπορεί! Ήταν όμως λαμπρό παιδί. Ξέρεις πως έγινε; Εγώ είδα αν και δε με πήρε είδηση κανείς.
ΧΡΙΣΤΊΝΑ: Είδες; Τί είδες;
ΓΙΆΝΝΗΣ: Ένα απόγευμα ήτανε κι οι δυο κάτω στην αυλή του σταύλου, η δεσποινίς Τζούλια κράταγε το καμτσίκι και του ‘λεγε να πηδήσει, όπως πηδάνε τα σκυλιά. όταν τα μαθαίνουνε “χοπ“. Αυτός πήδησε δυο φορές και κάθε φορά έτρωγε μια καμτσικιά. Τη τρίτη φορά, της άρπαξε το καμτσίκι απ’ το χέρι, το ‘σπασε χίλια κομμάτια κι έφυγε.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Έτσι έγινε; Τί ‘ν’ αυτά που λες; Είσαι καλά;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, έτσι έγινε σου λέω! Αλλά δεν έχεις κάτι να φάω, Χριστίνα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Παίρνει κάτι απ’ το τηγάνι και το βάζει μπροστά του). Αχ λίγο νεφρό μονάχα, που το ‘κοψα από το ψητό.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Το μυρίζει). Α! Έξοχο! Ο καλλίτερος μεζές! (Βάζει το χέρι του κάτω από το πιάτο). Αλλά μπορούσες να ζεστάνεις λίγο το πιάτο!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ούτε ο ίδιος ο Κόντες δεν έχει τις απαιτήσεις που έχεις εσύ. (Του τραβάει χαϊδευτικά τα μαλλιά).
ΓΙΆΝΝΗΣ: (Θυμωμένος). Άου! Μη τραβάς έτσι… ξέρεις καλά ότι είμαι ευαίσθητος.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ε, ε! Απ’ αγάπη το ‘κανα. (Πάει να του φέρει λίγη μπύρα, ενόσω κείνος τρώει).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Απόψε μπύρα; Όχι, ευχαριστώ πολυ… Έχω μόνος μου κάτι καλλίτερο εδώ. (Ανοίγει το συρτάρι του τραπεζιου και βγάζει μια μποτίλια κόκκινο κρασί με κίτρινη στάμπα). Βλέπεις εδώ; Φέρε μου τώρα ένα ποτήρι! Ποτήρι του κρασιού εννοείται, όταν πίνει κανείς το καλλίτερο κρασί.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Γυριζει πάλι στο τζάκι και βάζει επάνω μια κατσαρόλα). Ο Θεός να φυλάει αυτήν που ιθα σε πάρει γι’ άντρα! Τέτοιο καυγατζή!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έλα πάρε! Μακάρι να ‘παιρνες άντρα σαν κι εμένα. και μου φαίνεται πως δεν σε ενοχλεί και πολύ ν’ ακούς να με λεν’ αγαπητικό σου. (Δοκιμάζει το κρασί). Α ωραίο! Πολύ ωραίο, λίγο κρίυο μονάχα. (Ζεσταίνει το μπουκάλι με το χέρι). Το αγοράσαμε στη Ντιζόν και κοστίζει τέσσερα φράγκα το λίτρο, χωρίς το μπουκάλι. Κι έπειτα ο φόρος! Τί διάβολο μαγειρεύεις αυτού και πνίγεται κανείς εδώ μέσα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Αχ! ένα βρωμοσυκώτι, το θέλει η δεσποινίς Τζούλια για τη Λιάνα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Να μάθεις να εκφράζεσαι κομψότερα. Αλλ΄απόψε άγια νύχτα, να κάθεσαι να μαγειρεύεις για τη σκύλα. Μήπως είναι άρρωστη;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Εμ βέβαια! Ξέφυγε και πήγε με το μαντρόσκυλο και κάναν ανοησίες και βλέπεις η δεσποινίς Τζούλια δεν θέλει να ξέρει τίποτε απ’ αυτά.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, σε μερικά πράγματα η δεσποινίς Τζούλια είναι πολύ περήφανη και σε μερικά καθόλου, ίδια κι απαράλλαχτα με τη Κοντέσσα, όταν ζούσε. Δεν τη πειράζει διόλου να κάθεται στη κουζίνα και στο στάβλο, αλλά να βγει έξω σ’ αμάξι μ’ ένα άλογο, αδύνατον. Τα μανικέτια της ας είναι βρώμικα αρκεί να λείπει η κορώνα του Κόντε στα κουμπιά. Η δεσποινίς Τζούλια, για να μιλήσουμε τώρα γι’ αυτή, δεν προσέχει πολύ το άτομό της. Δεν είναι λεπτή θέλω να πω. Πριν που χόρευε στην αποθήκη, πήρε το δασονόμο να χορέψει, ενώ αυτός ήτανε καβαλιέρος της Άννας. Εμείς δε φερόμαστε έτσι. Αλλ’ αυτά γίνονται όταν τα αφεντικά τα ‘χουν όλα κοινά μαζί μας- γίνονται οι ίδιοι κοινοί. Έχει όμως μια μεγαλοπρέπεια! Έξοχο πράγμα! Ω! εκείνοι οι ώμοι! Εκείνα τα στήθη! …και τα λοιπά!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ε τεχνητά κι αυτά! Ξέρω τι λέει η Κλάρα που τη βοηθά στο ντύσιμο.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έλα τώρα… η Κλάρα δεν θέλει να σε ξέρει. Εγώ βγήκα μαζί της έξω, την είδα να ιππεύει κι έπειτα πως χορεύει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Να σου πω Γιάννη, θέλεις να χορέψουμε μαζί όταν τελειώσω;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Φυσικά θέλω.
ΧΡΙΣΤΊΝΑ: Το υπόσχεσαι;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τί υπόσχεση; Αφού σου το λέω θα το κάνω! Σ’ ευχαριστώ πολύ και για το φαγητό. Ήταν έξοχο. (Βουλώνει το μπουκάλι).
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Στη τζαμόπορτα, μιλά προς τα έξω). Θα γυρίσω αμέσως, προχωρείστε εσείς. (Ο Γιάννης κρύβει το μπουκάλι με το κρασί στο συρτάρι του τραπεζιού και σηκώνεται όρθος με σεβασμό. Η Τζούλια μπαίνει και προχωρεί στο τζάκι προς τη Χριστίνα). Είναι έτοιμο; (Η Χριστίνα της δίνει με νόημα να καταλάβει πως είναι παρών κι ο Γιάννης).
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Ευγενικά). Έχουν να πούνε μυστικά οι κυρίες;
ΤΖΟΎΛΙΑ: (Τονε χτυπά με το μαντήλι στο πρόσωπο). Γιατί τόση περιέργεια;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αχ τί ωραία! Μυρίζει βιολέττα!
ΤΖΟΎΛΙΑ: (Κοκκέτικα). Αδιάντροπε! Καταλαβαίνει τώρα κι από αρώματα! Ξέρει και να χορεύει. -Να μη σε βλέπω! Φύγε!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Αδιάκριτα, αλλά όμορφα). Είναι κανένα μαγικό ποτό αυτό που φτιάχνουν οι κυρίες τη νύχτα του Άη-Γιάννη; Θέλουν να διαβάσουνε τ’ άστρα της ευτυχίας και να δούνε το μέλλον;
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Απότομα). Αν θες να δεις το μέλλον, πρέπει να ‘χεις ανοιχτά τα μάτια. (Στη Χριστίνα). Χύστο σ’ ένα μπουκαλάκι και βούλωσέ το καλά. Έλα να χορέψουμε ένα σκωτσέζικο, Γιάννη. (Αφήνει το μαντήλι της πάνω στο τραπέζι).
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Δισταχτικά). Δεν θέλω σε καμμιά να είμαι αγενής, αλλά το χορό αυτό τον υποσχέθηκα στη Χριστίνα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ε παίρνει άλλον αυτή. (Προχωρεί προς τη Χριστίνα). Ή όχι; Θέλεις να μου δανείσεις τον Γιάννη, Χριστίνα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Αυτό δεν είναι στο χέρι μου. Αφού η κυρία είναι τόσο καταδεχτική, δεν στέκει να πει κανείς όχι. Έλα, πήγαινε κι ευχαρίστησέ τη για τη τιμή που σου κάνει.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Για να μιλήσω ειλικρινα και χωρίς να θέλω να σας προσβάλλω δεσποινίς Τζούλια, είναι σωστό από μέρους σας να χορέψετε δυο φορές στη σειρά με τον ίδιο καβαλλιέρο, όταν μάλιστα οι άνθρωποι αυτοί αφορμή θέλουνε για να βγάλουνε διάφορα συμπεράσματα;
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Αγριεύει). Τι θα πει αυτό; Τί συμπεράσματα; Τί εννοεί αυτός;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Υπεκφεύγει). Επειδή η δεσποινίς δεν θέλει να καταλάβει, πρέπει να μιλήσω καθαρώτερα. Δεν κάνει καλήν εντύπωση να δείχνετε προτίμηση σ’ έναν από τους κατωτέρους σας, ενώ όλοι περιμένουν από σας την ίδια ασυνήθιστη τιμή-
TZOYΛΙΑ: Τί προτίμηση; Τί φαντάζεται αυτός; Άλλο και τούτο! Εγώ η κυρία του σπιτιού τιμώ με τη παρουσία μου το χορό των ανθρώπων μου κι αν θελήσω να χορέψω μ’ ένα που ξέρει κάπως,, αποφεύγω και να με περιγελάσουνε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όπως θέλετε κυρία, είμαι στας διαταγάς σας.
ΤΖΟΎΛΙΑ: (Μαλακά). Μή μιλάτε τώρα για διαταγές. Απόψε είμαστε όλοι χαρούμενοι χωρίς διακρίσεις. Ελάτε τώρα, το χέρι σας και πάμε. Ησύχασε Χριστίνα, δε θα σου τονε κλέψω.
   (Ο Γιάννης της προσφέρει το χέρι και την οδηγεί έξω από τη τζαμόπορτα. Η Χριστίνα μένει μόνη κι απ’ έξω ακούγεται μουσική βιολιών σε κοντινή απόσταση με τέμπο σκωτσέζικου χορού. Σιγοτραγουδά τη μουσική, σηκώνει το τραπέζι που έτρωγε ο Γιάννης, πλένει τα πιάτα, τα σκουπίζει και τα βάζει σ’ ένα ντουλάπι. Βγάζει ύστερα την ποδιά, παίρνει ένα μικρό καθρέφτη απ’ το συρτάρι του τραπεζιού, τονε τοποθετεί στο κανάτι με τις κουφοξυλιές που είναι πάνω στο τραπέζι, ανάβει ένα κερί, καίει μια φουρκέτα και κατσαρώνει τις αφέλειές της. Έπειτα πηγαίνει στη τζαμένια πόρτα κι αφουγκράζεται, γυρίζςι πάλι στο τραπέζι, βρίσκει το μαντήλι της Τζούλιας που το ξέχασε, το παίρνει και το μυρίζει. Σκεπτική έπειτα το απλώνει, το σιάζει μετα χέρια και το διπλώνει στα τέσσερα).
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Γυρίζει μόνος απ’ τη τζαμόπορτα). Μα είναι θεότρελλη. Ακούς να χορεύει έτσι! Κι όλοι κάθονται στις πόρτες και ψιθυρίζουνε χίλια-δυο. Τί λές κι εσύ, Χριστίνα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ε, είναι πάνω στο καιρό της τώρα κι έπειτα είναι πάντα τόσο παράξενη. Θέλεις τώρα να χορέψουμε μαζί;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν θύμωσες που σ’ άφησα ε;
ΧΡΙΣΤΊΝΑ: Όχι καθόλου, αυτό το ξέρεις και ξέρω τη θέση μου-
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Βάζει το χέρι του στη μέση της). Είσαι μυαλομένο κορίτσι, Χριστίνα και θα γίνεις καλή νοικοκυρά-
ΤΖΟΎΛΙΑ: (Έρχεται μέσα απ’ τη τζαμόπορτα, παραξενέυεται δυσάρεστα που τους είδε μαζί, αλλά με προσποιητή φαιδρότητα): Χαριτωμένος καβαλλιέρος είσθε! Πως εγκαταλείπετε τη ντάμα σας έτσι;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Απεναντίας δεσποινίς Τζούλια, καθώς βλέπετε, βιάστηκα να ξανάβρω την εγκαταλειμμένη.
ΤΖΟΎΛΙΑ: (Σε άλλο τόνο). Ξέρετε πως χορεύετε όπως κανείς άλλος; Αλλά γιατί φοράτε λιβρέα τέτοια βραδυά; Βγάλτε την αμέσως!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τότε θα παρακαλέσω τη δεσποινίδα ν΄απομακρυνθεί λίγο, γιατί το μαύρο μου σακκάκι κρέμεται εδώ- (Προχωρεί δεξιά με κατάλληλη χειρονομία).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ντρέπεστε από μένα; Για ν’ αλλάξετε σακκάκι; Πηγαίνετε στο δωμάτιό σας και γυρίστε πάλι. Ή επιτέλους μπορείτε εδώ να μείνετε, γυρίζω εγώ.
ΓΙΆΝΝΗΣ: Με την άδειά σας δεσποινίς. (Πηγαίνει αριστερά, φαίνεται λίγο το χέρι του καθώς αλλάζει πανωφόρι).
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Στη Χριστίνα). Άκουσε Χριστίνα, ο Γιάννης είναι αγαπητικός σου, που σου μιλά τόσο εμπιστευτικά;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (πηγαίνοντας προς το τζάκι). Άγαπητικός μου; Ναι αν έτσι θέλει κανείς! ‘Έτσι τον λέμε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: ‘Έτσι τον λέτε;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Να κι η ίδια η δεσποινίς ε!χε έναν άγαπητικό και-
ΤΖΟΥΛΙΑ: Έμεϊς… ήμασταν άρραβωνιασμέvοι πραγματικά-
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Αλλά δε βγηκε τίποτα- (κάθεται και σιγά-σιγά τη παίρνει ο ύπνος. Μπαίνει ο Γιάννης με μαύρα ρούχα και καπέλλο).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πολύ κομψός μεσιέ Γιάννη! Πολύ κομψός!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θα αστειεύεται η δεσποινίς.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κι εσείς μιλάτε γαλλικά. Μα πού τα μάθατε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Στν Ελβετία. όταν ήμουνα καμαριέρης σ’ ένα από τα κορυφαία ξενοδοχεία της Λουκέρνης.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αλλά μ’ αυτά τα ρούχα φαινόσαστε αληθινός τζέντλεμαν, όμορφος! (Κάθεται στο τραπέζι δεξιά).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αχ με κολακεύετε, δεσποινίς.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Πειραγμένη). Εγώ κολακεύω; Εσάς;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Η έμφυτη μετριοφροσύνη μου δε μου επιτρέπει να πιστέψω πως αποτείνετε αληθινές φιλοφρονήσεις σε έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, γι’ αυτό τόλμησα να υποθέσω πως μιλάτε με κάποιαν υπερβολή ή όπως συνηθίζουν να λένε, κολακεύετε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Που μάθατε να χειρίζεστε τόσο καλά τα λόγια. Θα πήγατε πολλές φορές θέατρο, ε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Βέβαια, πήγα σε πολλά μέρη.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αλλά γεννηθήκατε εδώ γύρω;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ο πατέρας μου ήτανε κολλήγας του Εισαγγελέα, τούτης της περιφέρειας κι είδα τη δεσποινίδα όταν ήταν ακόμα παιδί, χωρίς εκείνη να με αντιληφθεί.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αλήθεια;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι και μια φορά θυμάμαι… όχι δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μα ναι, μιλήστε… εεε… για χάρη μου!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι, πραγματικά δεν μπορώ τώρα. Άλλη φορά ίσως.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Άλλη φορά είναι ποτέ. Τόσο επικίνδυνο είναι τώρα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Επικίνδυνο δεν είναι, αλλά είναι καλλίτερα να μη το πω. Κοίταξε τούτη δω: (Δείχνει τη Χριστίνα που ‘χει αποκοιμηθεί σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πολύ ζωηρή γυναίκα. Ροχαλίζει ίσως κιόλας.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι, δε ροχαλίζει, αλλά μιλάει στον ύπνο της.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πού ξέρετε σεις πως μιλάει στον ύπνο της;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Την άκουσα. (Σιωπή, στην οποία αλληλοκοιτάζονται).
ΤΖΟΎΛΙΑ: Γιατί δεν κάθεστε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου να κάτσω, μπροστά σε σας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κι αν το διατάξω;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τότε θα υπακούσω.
ΤΖΟΎΛΙΑ: Καθήστε τότε! Αλλά πριν, μπορείτε να μου φέρετε κάτι να πιω;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν ξέρω αν υπάρχει τίποτα εδώ στο ντουλάπι. Νομίζω μόνο μπύρα έχει.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κι η μπύρα καλή είναι. Έχω τόσον απλά γούστα, τη προτιμώ απ’ το κρασί.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Παίρνει μια μπύρα απ’ το ντουλάπι και την ανοίγει, ψάχνει στο ντουλάπι για ένα ποτήρι κι ένα πιάτο και σερβίρει). Ορίστε παρακαλώ.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ευχαριστώ! Δεν θα πιείτε κι εσείς;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν μου αρέσει τόσο η μπύρα, αλλά αν διατάξει η δεσποινίς…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αν διατάξω; Από ευγένεια σαν καβαλλιέρος θα μου κάνετε συντροφιά…
ΓΙΑΝΝΗΣ: Σ’ αυτό έχετε δίκιο. (Ανοίγει ακόμα μια μπύρα και παίρνει ένα ποτήρι).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πιείτε στην υγειά μου.
ΓΙΆΝΝΗΣ: (Διστάζει).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πολύ δειλός είναι ο κύριος!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Γονατίζει στ’ αστεία και σκώνει το ποτήρι). Στν υγειά της κυρίας μου.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μπράβο! Φίλησε τώρα το παπούτσι μου, για να ‘ναι τέλεια.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Διστάζει, πιάνει έπειτα το πόδι της απότομα και το φιλά ελαφρά).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ωραία! Έπρεπε να γίνετε ηθοποιός.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Σηκώνεται). όχι παραπάνω δεσποινίς. Μπορεί να μπει κανείς και να μας δει.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και τί πειράζει;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θα λέγανε… έπειτα αν ξέρατε τί λένε αυτά τα στόματα…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Τί λένε; Πείτε μου. Αλλά καθήστε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Κάθεται). Δεν θέλω να σας λυπήσω, αλλά λένε πράγματα που αφήνουν να υποθέσει κανείς ότι… να… το καταλαβαίνετε και μόνη σας. Δεν είστε παιδί πια… κι όταν βλέπουνε μια κυρία μόνη να τα πίνει μ’ έναν άντρα -ας είναι κι υπηρέτης- και μάλιστα νύχτα… έπειτα…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Έπειτα; Στο κάτω-κάτω δεν είμαστε μόνοι. Η Χριστίνα είναι δω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, αλλά κοιμάται.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Τότε θα τη ξυπνήσω. (Σηκώνεται). Χριστίνα, κοιμάσαι!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Στον ύπνο της). Μπλα, μπλα, μπλα…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ε; Χριστίνα! Μα πώς κοιμάται;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Στον ύπνο της). Οι μπότες του κυρίου έτοιμες. Καφέ θα βάλω αμέσως.. αμέσως. Ω ω πουφ!
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Της πιάνει τη μύτη). Θα ξυπνήσεις;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Αυστηρά). Μην ενοχλείτε ένα κοιμισμένο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Τραχειά). Πώς;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όποιος στέκει όλη τη μέρα στο τζάκι, είναι κουρασμένος τη νύχτα και τον ύπνο του πρέπει να τονε σέβεται κανείς.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Μαλακωμένη). Σωστή σκέψη και σας τιμά. Ευχαριστώ! (Του δίνει το χέρι). Ελάτε τώρα έξω και κόψτε μου λίγες κουφοξυλιές
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Ξυπνά στο μεταξύ και πηγαίνει τρεκλίζοντας δεξιά κι αριστερά, να κοιμηθεί στη κάμαρή της).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Με τη δεσποινίδα;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ναι μαζί μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι, δεν γίνεται, αδύνατον.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Δεν καταλαβαίνω τί εννοείτε; Τί σας περνάει απ’ το νου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι εγώ μα οι άλλοι…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Τί; Ότι ερωτεύτηκα τον υπηρέτη μου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν είμαι κανάς ξιπασμένος αλλά έχουμε παραδείγματα… κι ο κόσμος δε χρωστά να κάνει καλό…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Σεις είστε αριστοκράτης, βλέπω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι είμαι!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κι εγώ κατεβαίνω…
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν κατεβαίνετε δεσποινίς, ακούστε τη συμβουλή μου. Κανείς δεν πιστεύει ότι θέλετε να κατεβείτε, ο κόσμος θα πει πάντα πως πέσατε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Έχω καλλίτερην ιδέα για τον κόσμο από σας. Ελάτε και δοκιμάστε… ελάτε! (Τον προκαλεί με τα μάτια).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ξέρετε… είστε παράξενη.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ισως. Αλλά κι εσείς είστε. Όλα είναι παράξενα. Η ζωή, οι άνθρωποι, όλα είναι σαν ένα καρυδότσουφλο στο νερό, που γέρνει από δω κι από κει, ως ότου να βουλιάξει. Είδα ένα όνειρο που ενίοτε το ξαναβλέπω και τώρα το σκέφτομαι. Κάθομαι λέει ψηλά σε μια κολώνα και δεν υπάρχει τρόπος να κατεβώ, ζαλίζομαι όταν κοιτώ κάτω κι όμως πρέπει να κατέβω, αλλά δεν έχω το θάρρος να πηδήξω, δεν μπορώ να σταθώ εκεί κι έχω επιθυμία να πέσω, αλλά δεν πέφτω. Κι όμως δεν ησυχάζω εκεί ψηλά αν δεν κατέβω, δε βρίσκω ανάπαυση αν δε φτάσω στη γη. Κι όταν κατεβώ, θέλω πιο κάτω μέσα στη γη. Αισθανθήκατε ποτέ έτσι;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι! Συνηθίζω να ονειρεύομαι πως είμαι ξαπλωμένος κάτω από ένα ψηλό δέντρο, μέσα σ’ ένα πυκνό  δάσος και θέλω ν’ ανεβώ πάνω, ψηλά στη κορυφη να δω τα μέρη που φωτίζει ο ήλιος και θα πάρω τη φωλιά που έχει μέσα τα χρυσά αυγά. Κι ανεβαίνω, ανεβαίνω αλλά το δέντρο είναι λείο και τόσο χοντρό και το πρώτο κλαδί είναι τόσο ψηλά! Αλλά ξέρω πως όταν φτάσω εκεί μπορώ ν’ ανέβω ύστερα ως τη κορφή, σαν ανεβαίνω σκάλα. Ακόμα δεν το έφτασα αλλά πρέπει, έστω και στ’ όνειρο μόνο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κάθομαι εδώ μαζί σας φλυαρώντας. Ελάτε τώρα έξω στο πάρκο. (Του προσφέρει το χέρι της και βγαίνουν).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έπρεπε απόψε να κοιμηθούμε σε εννιά βότανα για να εκπληρωθούνε τα όνειρά μας, δεσποινίς.
(Κι οι δυο γυρίζουνε στη πόρτα. Ο Γιάννης κρστά το χέρι του στο ένα μάτι).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αφήστε με να δω τί μπήκε στο μάτι σας.
ΓΙΆΝΝΗΣ: Ω τίποτε, θα περάσει αμέσως.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Το μανίκι μου ήτανε που σας γρατζούνισε. Καθήστε να σας βοηθήσω. (Τον παίρνει απ’ το χέρι και τον καθίζει στο τραπέζι, πιάνει το κεφάλι του και το γυρίζει προς τα πάνω και με την άκρη του μαντηλιού της προσπαθεί να του βγάλει το σκουπιδάκι). Καθήστε ήσυχα τώρα, ήσυχα! (Τονε χτυπά στο χέρι). Έτσι για να ακούτε. Μου φάνηκε πως ο μεγάλος, δυνατός άντρας τρέμει. (Αγγίζει τον καρπό του). Με τέτοια δυνατά χέρια!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Αποτρέποντάς τη). Δεσποινίς Τζούλια!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ναι μεσιέ Ζαν.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Προσοχή, δεν είμαι παρά μόνον ένας άντρας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Θα καθίσετε φρόνιμα! Νάτο, βγήκε. Φιλήστε τώρα το χέρι μου κι ευχαριστήστε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Σηκώνεται). Δεσποινίς Τζούλια, ακούστε με! Τώρα η Χριστίνα πήγε για ύπνο, θέλετε να μ’ ακούσετε;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Το χέρι φιλήστε μου πρώτα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ακούστε με-…
ΤΖΟΎΛΙΑ: Το χέρι πρώτα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, αλλά πρέπει πρώτα ν\ αναλάβετε την ευθύνη.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Για τί πράγμα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Για τί; Είστε εικοσιπέντε ετών κι είστε ακόμα παιδί; Δεν ξέρετε πως είναι επικίνδυνο να παίζει κανείς με τη φωτιά;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Για μένα όχι! Είμαι ασφαλής.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Τολμηρά). Όχι δεν είστε. Κι αν εσείς είστε, κοντά σας υπάρχουν εύφλεκτα στοιχεία.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Εσείς δηλαδή;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, όχι γιατί είμαι εγώ, αλλά γιατί είμαι νέος άντρας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Με ωραίο παρουσιαστικό κι απίστευτη ματαιοδοξία! Ένας δον Ζουάν ίσως; Ή ένας Ιωσήφ! Νομίζω ναι, ένας Ιωσήφ, μα τη πίστη μου!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Νομίζετε;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Το φοβάμαι σχεδόν.
(Ο Γιάννης προχωρεί τολμηρά προς το μέρος της και θέλει να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει. Αυτή του δίνει ένα μπάτσο).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Φύγε!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Σοβαρό ήταν αυτό ή αστείο;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Σοβαρό!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τότε και το πριν ήτανε σοβαρό. Παίζετε πάρα πολύ σοβαρά παιγνίδια κι επικίνδυνα. Τώρα όμως κουράστηκα με αυτά και σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε που πηγαίνω στη δουλειά μου. (Πηγαίνει να πάρει τις μπότες). Ο κύριος Κόμης χρειάζεται πρωί-πρωί τις μπότες του κι είναι ήδη περασμένα μεσάνυχτα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αφήστε τις μπότες!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι. Αυτή είναι η δουλειά μου, οφείλω να τη κάνω και σωστά. Ποτέ δεν ανέλαβα να είμαι σύντροφος στα παιγνίδια σας κι ούτε μπορώ ποτέ να γίνω, γιατί με θεωρώ καλλίτερο απ’ αυτό.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Είστε περήφανος.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Σε μερικά πράγματα ναι, σε μερικά όχι.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αγαπήσατε ποτέ;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εμεις δεν χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη. Πολλά κορίτσια όμως μου αρέσανε και μια φορά μάλιστα αρρώστησα, γιατί δεν μπορούσα να πάρω κείνη που ‘θελα, σαν τα βασιλόπουλα στα παραμύθια της Χαλιμάς, που από τον έρωτα δεν μπορούσαν να φάνε και να πιούνε. (Αφήνει πάλι τις μπότες).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ποιά ήταν αυτή; (Ο Γιάννης σωπαίνει). Ποιά ήταν αυτή;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν μπορείτε να με αναγκάσετε να σας πω.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αν σας παρακαλέσω σαν ίση σας, σαν φίλη… ποιά ήταν αυτή;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εσείς!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αστείο!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι αν θέλετε ν’ ακούσετε, ήταν αστείο. Αυτή η ιστορία που δεν ήθελα να διηγηθώ εξ αρχής, αλλά τώρα θα την ακούσετε. Ξέρετε πως βλέπει ο κόσμος από κάτω; Όχι, αυτό δεν το ξέρετε. Σαν πουλιά, σαν γεράκια, που πετάνε ψηλά. Εγώ μεγάλωσα με επτά αδέλφια κι ένα γουρούνι, μαζί, έξω στα γυμνά χωράφια που δεν υπάρχει μήτε δέντρο. Από τα παράθυρα όμως έβλεπα τον τοίχο του πάρκου σας κι πό πάνω τις φουντωμένες μηλιές. Αυτός ήτανε για μένα ο κήπος του παραδείσου και στέκονταν πολλόί άγγελοι με φλογισμένες ρομφαίες και τονε φυλάγανε. Κι όμως εγώ βρήκα το δρόμο μαζί με άλλα παιδιά προς το δέντρο της ζωής, -λοιπόν μη με περιφρονείτε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ε όχι δα… όλα τα παιδάκια κλέβουνε μήλα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έτσι το λέτε τώρα, πραγματικά όμως με περιφρονείτε. Μια φορά μπήκα με τη μητέρα μου να καθαρίσουμε τα χόρτα στα κρεμμύδια. Κοντά στον τοίχο ήταν ένα τούρκικο κιόσκι στη σκια των γιασεμιών, περιτρυγιρισμένο με περικοκλάδες, που δεν ήξερα τί χρησίμευε τότε αλλά ποτέ μου δεν είχα δει τόσο ωραίο σπίτι. Άνθρωποι έμπαιναν κι έβγαιναν και μια μέρα η πόρτα έμεινε ανοιχτή. Μπήκα μέσα κι είδα τους τοίχους γεμάτους εικόνες με βασιλείς κι αυτοκράτορες, τα παράθυρα με κόκκινες κουρτίνες με κρόσσια και τώρα καταλαβαίνετε. Ποτέ μου δεν είχα μπει σ’ έπαυλη, τίποτε άλλο δεν είχα δει από εκκλησία, αλλ’ αυτό εδώ ήτανε πολύ ωραιότερο, κι απ’ όπου κι αν έτρεχαν οι σκέψεις μου, πάντα γυρίζαν εδώ. Έπειτα σιγά-σιγά μεγάλωσε ο πόθος μέσα μου να δω άλλη μια φορά μέσα, είδα και θαύμασα. Κάποιος όμως ήρθε και μην έχοντας άλλη έξοδο, πήδηξα από το παράθυρο! (Της δίνει ένα κλαδί κουφοξυλιάς να το κρατά, όσο της λέει αυτά. Όταν τελειώνει τη διήγησή του, εκείνη αφήνει το κλαδί στο τραπέζι. Συνεχίζει). Κάτω ήταν ένας φράχτης, τονε πήδηξα, γλύστρησα μες απ’ το κήπο κι έφτασα στη ταράτσα με τις τριανταφυλλιές. Εκεί είδα ένα λευκό φόρεμα και δυο λευκές κάλτσες, -ήσασταν εσείς. Ξάπλωσα κάτω από ένα σωρό χόρτα -μπορείτε να με φανταστείτε- κάτω από αγκάθια που με τρυπούσανε, στο υγρό χώμα που βρωμούσε. Σας κοίταζα, ενώ σεις περπατούσατε ανάμεσα στα ρόδα και σκεπτόμουν: όσο αδύνατο να πάει ένας φονιάς στον παράδεισο να μείνει με τους αγγέλους, άλλο τόσο είναι αδύνατον ένα παιδί σαν και μένα να μπει στο πάρκο και να παίξει με τη κόρη του Κόμη.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Νομίζετε πως όλα τα φτωχά παιδιά σ’ αυτή τη περίπτωση, θα είχανε τις ίδιες σκέψεις;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Διστακτικά στην αρχή, έπειτα με βεβαιότητα). Αν όλα τα… φτωχά.. ναι! Φυσικά, βεβαιότατα!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Φαίνεται πως είναι άπειρη δυστυχία το να είναι κανείς φτωχός.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Με βαθύ πόνο). Αχ δεσποινίς Τζούλια! Ένα σκυλί μπορεί να ξαπλώνει στον καναπέ, ένα άλογο μπορεί να δεχτεί χάδια από γυναικείο χέρι, αλλά ένα παιδί… (Μ’ άλλο τόνο). Ναι, ναι υπάρχουνε κι όμως μερικοί που ανυψώνονται, αλλά πόσο συχνά συμβαίνει αυτό; Εν τω μεταξύ ξέρετε τί έκανα εγώ; Πήδηξα με τα φορέματα στο ποταμάκι του μύλου, με βγάλανε κι όμως έφαγα ξύλο. Την επόμενη Κυριακή, όταν ο πατέρας κι όλοι οι άλλοι φύγανε για τον παππού, κατάφερα να μείνω σπίτι. Πλύθηκα καλά με σαπούνι και ζεστό νερό, φόρεσα τα καλλίτερά μου ρούχα και πήγα στην εκκλησία, που μπορούσα να σας δω! Σας είδα και πήγα σπίτι μου με την απόφαση να πεθάνω -αλλά ήθελα να πεθάνω ωραία και χωρίς πόνους. Τότε σκέφτηκα πως είναι επικίνδυνο να κοιμηθεί κανείς κάτω από θάμνο κουφοξυλιάς. Είχαμε στην αυλή μας ένα φορτωμένο με λουλούδια, τα έκοψα όλα και ξάπλωσα μαζί τους μέσα στο κασόνι της βρώμης. Έχετε παρατηρήσει πόσο λεία είναι η βρώμη, μαλακιά στην αφή σαν ανθρώπινο δέρμα. Έκλεισα το σκέπασμα και κοιμήθηκα βαριά και ξύπνησα άρρωστος πολύ. Δεν πέθανα όμως καθώς βλέπετε. Τί ήθελα; Δεν το ξέρω! Να σας αποκτήσω ήταν απολύτως αδύνατον -αλλά σεις για μένα ήσασταν μια απόδειξη, πόσο δύσκολο ήτανε για μένα, πόσον απελπιστικό, το να μη μπορώ να βγω από τον κύκλο που γεννήθηκα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Διηγείστε χαριτωμένα, ξέρετε. Πήγατε ποτέ σχολείο;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Λίγο, αλλά διάβασα πολλά μυθιστορήματα και πήγαινα πολύ στο θέατρο. Εκτός αυτό, άκουσα πολλές φορές καλό κόσμο να μιλά κι απ’ αυτούς έμαθα πολλά.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μας ακούτε όταν συνομιλούμε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Βέβαια! Πολλά ακούω όταν κάθομαι στο αμάξι κι όταν κωπηλατώ στη βάρκα. Μια φορά άκουσα τη δεσποινίδα Τζούλια με μια φίλη της.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μπα, και τι λέγαμε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτό δεν μπορώ να σας το πω τώρα, αλλά μου φάνηκε αληθινά παράξενο που μάθατε όλες αυτές τις λέξεις. Κατά βάθος δεν υπάρχει τόση μεγάλη διαφορά μεταξύ ανθρώπων κι ανθρώπων, όσο νομίζουν.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ω! Δεν ντρέπεστε! Αλλά μεις δεν ζούμε όπως εσείς όταν αγαπάμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Είναι σίγουρο αυτό; Μου φαίνεται δεν πρέπει να κάνετε τόσο τον αθώο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ήταν ένας παλιάνθρωπος αυτός που του ‘δωσα την αγάπη μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτό λένε πάντοτε μετά, τα κορίτσια.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πάντοτε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πάντοτε μου φαίνεται, γιατί πολλάκις άκουσα την ίδια φράση σε παρόμοιες περιστάσεις.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Σε τί περίσταση;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Σαν αυτή που αναφέραμε τη τελευταία φορά.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Σιωπή, δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτα πια…
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι εκείνη δεν ήθελε ν’ ακούσει, είναι παράξενο. Σας παρακαλώ τώρα να μου επιτρέψετε τώρα να πάω να κοιμηθώ.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Τραχειά). Τη νύχτα του Άι Γιάννη να κοιμηθήτε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι να πάω να χορέψω με τους ανθρώπους έξω, δε μ’ ευχαριστεί καθόλου, σας βεβαιώ.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πάρτε το κλειδί για τη βάρκα κι ελάτε να τραβήξετε κουπί στη λίμνη έξω. Θέλω να δω την ανατολή του ήλιου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Είναι σωστό αυτό;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Είναι σα να φοβάστε μη σας βγει τ’ όνομα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Και γιατί όχι; Δεν μ’ αρέσει να γίνομαι γελοίος, δεν μ’ αρέσει να με διώξουνε χωρίς καλές συστάσεις κι έπειτα μου φαίνεται πως έχω κι υποχρεώσεις απέναντι στη Χριστίνα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μπα έτσι; Η Χριστίνα παρουσιάστηκε πάλι;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι αλλά και για σας ακόμα. Ακούστε τη συμβουλή μου και πηγαίνετε στο κρεβάτι σας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μήπως πρέπει εγώ ν’ ακούσω εσάς;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μόνον αυτή τη φορά για σας και το καλό σας. Σας παρακαλώ, είναι νύχτα αργά κι ο ύπνος μεθάει, ο νους θερμαίνεται! Πηγαίντε να ησυχάσετε. Μα τί ακούγεται; Έρχονται οι άνθρωποι να με πάρουνε για το χορό. Αν μας βρουν εδώ μέσα μαζί είσαστε χαμένη!
ΧΟΡΟΣ: (Ακούγεται από μακρυά κι όσο πάει πλησιάζει).

                       Πόσο τρελλά μ’ αρέσει
                       η όμορφη κυρά!
                       Δεν μπορώ να την αφήσω,
                       μου τρελλαίνει τη καρδιά.
                           Τραλαλά – τραλαλά.

                       Και τώρα εκατάφερα
                       ό,τι θερμά ποθούσα.
                       Απ’ όλα εγλυτώσαμε,
                       εμένα αγαπά,
                       η όμορφη κυρά.
                           Τραλαλά – λα – λα!

ΤΖΟΥΛΙΑ: Γνωρίζω τους ανθρώπους μου και τους αγαπώ, όπως κι αυτοί. Ας έρθουν και θα δείτε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι δεσποινίς Τζούλια, δεν σας αγαπούν οι άνθρωποί σας. Τρώνε το ψωμί σας απλώς, μα δεν σας αγαπούν, από πίσω σας κοροϊδεύουνε πιστέψτε με! Ακούστε μόνο τι τραγουδάνε. -αλλά όχι μην ακούτε, καλλίτερα!
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Ακούει). Τί τραγουδάνε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ένα σατιρικό τραγούδι, για σας και για μένα!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Απαίσιο! Και πόσο ύπουλα… Ω πφ… –
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ο όχλος είναι δειλός πάντα και πρέπει να φύγουμε!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Να φύγουμε για πού; Έξω δεν μπορούμε να πάμε, μέσα στη Χριστίνα επίσης…
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μέσα στη κάμαρά μου λοιπόν! Η ανάγκη μας κάνει και μπορείτε να μ’ εμπιστευτείτε, γιατί είμαι ο πιο αληθινός, ο πιο ειλικρινής, ο πιο αφοσιωμένος φίλος σας!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αλλά σκεφτείτε αν μας ζητήσουν εκεί μέσα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κλειδώνω τη πόρτα κι αν θελήσουν να μπουν πυροβολώ. Ελάτε, (πέφτει στα γόνατα) ελάτε!
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Με σημασία). Μου υπόσχεσθε…-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ορκίζομαι!
(Φεύγουνε κι οι δυο τρεχάτοι κι αγχωμένοι).

                                        Bωβή Σκηνή

     (Ζευγάρια αρραβωνιασμένων με γιορτινά φορέματα και λουλούδια στα καπέλλα έρχονται μέσα απ’ τη τζαμόπορτα, προηγείται ο βιολιστής. Βάζουν πάνω στο τραπέζι ένα βαρέλι μπύρα κι ένα μικρό βαρελάκι ρακί στολισμένα και τα δυο με κλωνάρια, παίρνουν ποτήρια και πίνουν. Έπειτα σχηματίζουν κύκλο, τραγουδούν και χορεύουν. Ύστερα φεύγουν τραγουδώντας πάλι από τη τζαμόπορτα. Έρχεται η Τζούλια από τ’ αριστερό μέρος μόνη της, βλέπει την αταξία που επικρατεί στη κουζίνα και χτυπά τα χέρια, έπειτα παίρνει ένα κουτάκι πούδρα και πουδραρίζεται. Ο Γιάννης έρχεται μετά ενθουσιασμένος πίσω της).

ΓΙΑΝΝΗΣ: Να, βλέπετε; Τους ακούσατε με τ’ αυτιά σας! Ήταν δυνατόν να μείνουμε εδώ;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Όχι, δεν το ξανακάνω! Αλλά τώρα τί θα κάνουμε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Να φύγουμε, να ταξιδέψουμε μακρυά από δω.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Να φύγουμε καλά, μα να πάμε πού;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Στην Ελβετία, στις λίμνες της Ιταλίας πήγατε ποτέ;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Όχι. Είναι ωραία;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ω αιώνιο καλοκαίρι, πορτοκαλιές, δάφνες… Αχ!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και τί θα κάνουμε κει;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ανοίγουμε ένα ξενοδοχείο πρώτης τάξης, με ξένους επίσης πρώτης τάξης.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ξενοδοχείο;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Είναι ολάκερη ζωή, πιστέψτε με, διαρκώς νέα πρόσωπα, νέες γλώσσες, ούτε μια στιγμή καιρός για σκέψεις κι όνειρα, καμμιά αναζήτηση ασχολίας, γιατί η εργασία έρχεται μόνη της. Μέρα και νύχτα χτυπά το κουδούνι, σφυρίζει το τραίνο, πηγαίνει κι έρχεται το λεωφορείο, ενώ το χρυσάφι χύνεται στο γραφείο. Ολάκερη ζωή!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ναι αυτό λέγεται ζωή. Κι εγώ;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Η κυρά του καταστήματος και στολίδι της φίρμας. Με το παρουσιαστικό σας, το φέρσιμό σας ω! η επιτυχία είναι βέβαιη. Εσείς κάθεστε σαν βασίλισσα στο γραφείο και μ’ ένα χτύπημα στο ηλεκτρικό κουμπί πγαινοέρχονται οι σκλάβοι. Οι ξένοι παρελαύνουν μπρος στο θρόνο σας και τοποθετούν ταπεινά τους θησαυρούς τους στο τραπέζι σας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο τρέμουν οι άνθρωποι όταν παίρνουν το λογαριασμό στο χέρι. Εγώ θα παραφουσκώνω το λογαριασμό κι εσείς θα τους γλυκαίνετε με το πιο γλυκό χαμόγελό σας. Αχ! Να φύγουμε μόνον από δω! (Παίρνει από τη τσέπη ένα δρομολόγιο). Αμέσως με το τραίνο που φεύγει γρηγορώτερα, στις 6.30′ θα ‘μαστε στο Μάλμε, στις 8.40’ στο Αμβούργο, Φραγκφούρτη-Βασιλεία μια μέρα και στο Κόμο με το τραίνο του Αγίου Γαθάρδου σε -για να δούμε- το όλον σε τρεις μέρες. Τρεις μέρες μόνο!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Όλ’ αυτά είν’ ωραία, αλλά Γιάννη πρέπει να μου δίνεις θάρρος! Πες πως μ’ αγαπάς, έλα κι αγκάλιασέ με!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θέλω μα δεν τολμώ. Όχι εδώ στο σπίτι. Σας αγαπώ δεν υπάρχει αμφιβολία -χωράει αμφιβολία;
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Με πραγματική γυναικεία αιδημοσύνη). Σας! Πες εσύ, μεταξύ μας δεν υπάρχουν πια φραγμοί! Πες εσύ!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Με βασανισμένο τόνο). Δεν μπορώ! Υπάρχουν μεταξύ μας ακόμα φραγμοί, όσο βρισκόμαστε σε τούτο το σπίτι -εδώ είναι ο Κόντες, ποτέ δεν συνάντησα άνθρωπο στη ζωή μου, που να αισθάνομαι τόσο σεβασμό- αρκεί να δω τα γάντια του πάνω σε μια καρέκλα και γίνομαι αμέσως μικρός, τόσος δα -αρκεί ν’ ακούσω το κουδούνι να χτυπά εκεί πάνω και τρομάζω σα δειλιασμένο άλογο, -και καθώς βλέπω τώρα τις μπότες του εκεί να στέκουν τόσο περήφανες και τόσο όρθιες, ανατριχιάζω (σπρώχνει με το πόδι τις μπότες παραπέρα). Δεισιδαιμονία, προκαταλήψεις που μας πότισαν από τη παιδική μας ηλικία, από την οποία όμως δεν μπορούμε ποτέ ν’ απαλλαχτούμε. Ελάτε σ’ άλλον τόπο, σε μια δημοκρατία και θα δείτε να γονατίζουν στη λιβρέα του πορτιέρη μου, θα δείτε. Όχι εγώ όμως. Δε γεννήθηκα για να μένω γονατιστός, γιατί μέσα μου υπάρχει δύναμη χαρακτήρα κι όταν πιάσω μια το πρώτο κλαδί θα δείτε να σκαρφαλώνω ψηλά. Σήμερα είμαι υπηρέτης, σ’ ένα χρόνο γίνομαι κτηματίας, σε δέκα χρόνια εισοδηματίας κι έπειτα ταξιδεύω Ρουμανία να στολιστώ και μπορώ -προσέξτε- μπορώ σας λέω να καταλήξω Κόντες.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Καλά… καλά!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Α, στη Ρουμανία αγοράζεται ο τίτλος του Κόντε και θα γίνετε κι εσείς Κοντέσσα: Η Κοντέσσα μου!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Τί θα βγάλω εγώ απ’ αυτά, τί θα γίνω τώρα εγώ! Πες μου μ’ αγαπάς, αλλιώς -ναι- αλλιώς τί είμαι;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θα σας το πω χίλιες φορές, αργότερα. Εδώ πέρα όχι. Και προπάντων μακρυά οι ευαισθησίες, για να μη χαθεί το παν. Πρέπει να πάρουμε το πράγμα μ’ ηρεμία, σαν μυαλωμένοι άνθρωποι. (Παίρνει ένα πούρο, κόβει την άκρη και το ανάβει). Καθήστε σεις εδώ, κάθομαι ύστερα εγώ εκεί και μιλάμε ήσυχα, σα να μη συνέβη τίποτα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ω Θεέ μου! Δεν έχετε πάνω σας κανένα αίσθημα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εγώ; Δεν υπάρχει πιο ευαίσθητος άνθρωπος από μένα, απλά μπορώ και συγκρατούμαι.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πρωτύτερα φιλούσατε το παπούτσι μου -και τώρα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Σκληρά). Ναι, πριν! Τώρα έχουμε άλλα να σκεφτούμε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μη μιλάτε απότομα σε μένα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι απότομα, σωστά. Μια τρέλλα έγινε, ας μη κάνουμε άλλες. Ο Κόντες μπορεί να φανεί ανά πάσα στιγμή κι η τύχη μας πρέπει να αποφασιστεί πριν έρθει. Πώς σας φαίνονται τα σχέδιά μου για το μέλλον; Το παραδέχεστε;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Καλά μου φαίνονται, αλλά ένα ζήτημα για μια τόσο μεγάλη επιχείρηση χρειάζεται ένα μεγάλο κεφάλαιο.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Καπνίζει). Έχω βέβαια! Τις γνώσεις μου, τη σπάνια πείρα μου, τη γλωσομάθειά μου! Αυτό είναι κάτι που αξίζει, μου φαίνεται.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αλλά μ’ αυτά, δεν μπορούμε ούτε τα εισιτήρια του τραίνου να βγάλουμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτό είναι αλήθεια, γι’ αυτό ακριβώς ζητώ έναν άνθρωπο που να μπορεί να καταβάλει το χρηματικό ποσό.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και πού θα τονε βρείτε έτσι αμέσως;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτόν θα τονε βρείτε εσείς, αν θα γίνετε συνοδός μου.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αυτό δεν μπορώ, δεν έχω μήτε δικά μου χρήματα.
(Παύση).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τότε όλα ναυαγούν.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μένουν τα πράγματα ως έχουν.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Νομίζετε θα μείνω κάτω απ’ αυτή τη στέγη σαν μαιτρέσσα σας; Νομίζετε θ’ αφήσω να με δείχνει ο καθένας με το δάχτυλο; Σκεφτείτε μπορώ να δω στα μάτια τον πατέρα μου; Όχι! Οδηγήστε με μακρυά από τη ταπείνωση και την ατιμία από δω! Ω Θεέ μου, τί έκανα! Ω Θεέ μου, Θεέ μου! (Κλαίει).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αχά. Αρχίσαμε…! Τί κάνατε δηλαδή; Αυτό που κάνανε χιλιάδες άλλες πριν από σας!
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Φωνάζει σαν ‘χει παροξυσμό). Και τώρα περιφρονήστε με. Πέφτω, πέφτω!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πέστε πάνω μου, εγώ θα σας σηκώσω αργότερα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ποιά φριχτή δύναμη μ\’ έσυρε κάτω, χαμηλά σε σας; Η ίδια που σπρώχνει τον αδύνατο σ’ έναν ισχυρό; Αυτόν που πέφτει σε κείνον που ανεβαίνει; Ή ήταν έρωτας αυτό; Έρωτας, αυτό; Ξέρετε σεις τί είναι έρωτας;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εγώ; Τώρα θα το μάθω; Φαντάζεστε δεν θα είχα ξανααισθανθεί έτσι, άλλοτε;
ΤΖΟΥΛΙΑ; Ποιά γλώσσα μιλάτε και ποιές σκέψεις γυρίζουνε στο νου σας;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έτσι έμαθα κι έτσι είμαι. Μην είστε τώρα νευρική και μη κάνετε τη λεπτή κυρία, ό,τι μαγειρέψαμε θα φάμε. Να κοίταξε δω κορίτσι μου, έλα και θα σου δώσω τώρα ένα ποτήρι φίνο κρασί. (Ανοίγει το συρτάρι του τραπεζιού, βγάζει τη μποτίλια με το κρασί και γεμίζει δυο ποτήρια μεταχειρισμένα).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Από που είναι αυτό το κρασί εδώ;
ΓΙΑΝΝΗΣ:  Από το κελλάρι.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Το Βουργουνδίας του πατέρα μου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν είναι καλό για το γαμπρό του;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κι εγώ πίνω μπύρα…
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτό αποδεικνύει πως έχετε χειρότερο γούστο από μένα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κλέφτη!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θέλετε ίσως να λεηλατήσουμε μαζί;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ω! Συνένοχος ενός κλέφτη; Μέθυσα απόψε κι ήταν όνειρο ό,τι έγινε. Νύχτα του Άι-Γιάννη απόψε; Η γιορτή της αθώας χαράς-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αθώα! Χμμ…
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Πηγαίνει πάνω-κάτω). Υπάρχει τη στιγμή αυτή ένας άνθρωπος σ’ αυτή τη γη που να ‘ναι τόσο δυστυχής όσο εγώ;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί να είστε σεις; Ύστερα από τέτοια κατάκτηση! Σκεφτείτε τη Χριστίνα εκεί μέσα. Νομίζετε δεν έχει κι αυτή αισθήματα;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πριν το πίστευα, τώρα όχι πια. Όχι, ο δούλος είναι δούλος-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι η πόρνη είναι πόρνη!
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Πεσμένη στα γόνατα με μπλεγμένα χέρια). Ω Θεέ μου, πάρε μου την ελεεινή ζωή μου. Πάρε με απ’ αυτό τον βόρβορο που βουλιάζω! Σώσε με! Σώσε με!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν αρνούμαι πως μου προκαλείτε πολλή λύπη. Και τότε που ήμουνα κάτω στα χόρτα και σας έβλεπα στον κήπο, -τώρα θα σας το μολογήσω- είχα πάλι τις ίδιες βρώμικες σκέψεις, που έχουν όλα τ’ αγόρια.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κι όμως θέλατε να πεθάνετε για μένα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μες στη κάσα της βρώμης; Αυτά ήτανε λόγια.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ψέμματα λοιπόν;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Αρχίζει να νυστάζει). Πάνω-κάτω! Την ιστορία αυτή την είχα διαβάσει κάποτε στην εφημερίδα για ένα καπνοδοχοκαθαριστή που κλείστηκε σε μια κάσα με κουφοξυλιές, επειδή είχε καταδικαστεί να πληρώσει έξοδα διατροφής…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Έτσι λοιπόν είστε…-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τί άλλο να εφεύρισκα; Της γυναίκας πάντα της αρέσουν οι κολακείες, πάντα με δαύτες τη καταφέρνουν!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αχρείε!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πόρνη!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και θα γινόμουνα το πρώτο κλαδί…-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αλλά ήτανε σάπιο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και θα γινόμουνα το στολίδι του ξενοδοχείου…
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι εγώ το ξενοδοχείο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Θα κάθομαι στο γραφείο, να ελκύω τους πελάτες και να κάνω ψεύτικους λογαριασμούς…-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Γι’ αυτό θα φρόντιζα μόνος μου…-
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ω Θεέ μου, πως μπορεί μια ανθρώπινη ψυχή να είναι τόσο βρωμερή;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πλύντε τη λοιπόν.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Λακέ! Υπηρέτη! Σήκω πάνω όταν σου μιλώ.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πόρνη του λακέ, κλείσε το στόμα σου και τράβα από δω. Έρχεσαι τώρα να μου πεις πως είμαι βάναυσος; Τόσο πρόστυχα που φέρθηκες εσύ απόψε. ποτέ δεν θα φερόταν μια κυρία, μια όμοιά σου. Νομίζεις ένα απλό κορίτσι. αγγίζει έτσι τους άντρες όπως εσύ; Είδες εσύ ένα κορίτσι της τάξεώς μου να φέρεται έτσι όπως εσύ;;
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Συντρίβεται). Δίκιο έχεις, χτύπα με, πάτησέ με κάτω, δεν αξίζω περισσότερο. Είμαι μια ελεεινή, αλλά βοήθα με. Αν υπάρχει ακόμα τρόπος!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Μαλακώτερα). Δεν θέλω ν’ αρνηθώ πως έφταιξα κι εγώ, αλλά νομίζετε πως ένας άνθρωπος της σειράς μου θα τολμούσε ποτέ να σηκώσει τα μάτια του  σε σας, αν δεν το επιζητούσατε η ίδια; Είμαι ακόμα σαστισμένος-
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και περήφανος.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί όχι; Αν και θα πρέπει να μολογήσω πως η νίκη ήτανε πολύ εύκολη, ώστε να μη με μεθύσει…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Χτυπήστε με γι’ αυτό περισσότερο!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι. (Σηκώνεται). Συγχωρήστε μου καλλίτερα όσα σας είπα ως τώρα. Δεν χτυπώ ανίσχυρους και προπάντων μια γυναίκα. Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ ότι από ένα μέρος χάρηκα που είδα πως δεν ήτανε χρυσός εκείνο που εκεί ψηλά μας τύφλωνε απ’ τη λάμψη, που είδα πως η ράχη του γερακιού δεν ήτανε παρά σταχτιά, ότι στα τρυφερά μάγουλα ήταν επάνω πούδρα, ότι τα λιμαρισμένα νύχια μπορούν να ‘χουν πένθος, ότι το μαντήλι ήταν βρώμικο κι ας μύριζε αρώματα-! Αλλ’ απ’ το άλλο μέρος πόνεσα που είδα πως αυτό που επιζητούσα δεν ήτανε ψηλώτερο, δεν ήτανε στέρεο, πόνεσα που σας είδα να πέφτετε τόσο χαμηλά, ώστε να στεκόσαστε πολύ πιο κάτω από τη μαγείρισσά σας, πόνεσα που είδα πως χτυπιούνται από τη βροχή τα φθινοπωρινά λουλούδια, πως πέφτουνε και μεταβάλλονται σε βόρβορο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μιλάτε σα να στεκόσαστε από τώρα πιο πάνω από μένα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Το κάνω κιόλας; Βλέπετε εγώ μπορώ να σας κάνω κάποτε κοντέσσα, ενώ εσείς δεν μπορείτε να κάνετε εμένα κόντε ποτέ.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Άλλά εγώ γεννήθηκα από κόντε κι εσείς δεν μπορείτε να το ‘χετε ποτέ.
ΓΙΆΝΝΗΣ: Αυτό είναι αλήθεια, αλλά εγώ μπορώ ο ίδιος να γεννήσω κόντε, αν-…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αλλά εσείς είστε ένας κλέφτης κι εγώ δεν είμαι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κλέφτης δεν είναι το χειρότερο! Υπάρχουνε και χειρότερα πράγματα. Κι έπειτα, όταν υπηρετώ σ’ ένα σπίτι θεωρούμαι κάπως μέλος της οικογένειας, σαν παιδί του σπιτιού και δεν θεωρείται κλοπή όταν το παιδί κόψει ένα σταφύλι από τα κλωνάρια που γέρνουν από το βάρος του καρπού. (Το πάθος του ξυπνά πάλι).  Δεσποινίς Τζούλια, είστε μια θεσπέσια γυναίκα, πάρα πολύ καλή, για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα! Πέσατε θύμα ενός μεθυσιού και θέλετε να κρύψετε το σφάλμα σας με την ιδέα ότι μ’ αγαπάτε. Δεν μ’ αγαπάτε όμως ή έστω σας σαγήνευσε ίσως μόνο το εξωτερικό μου -και τότε ο έρωτάς σας δεν είναι καλλίτερος από τον δικό μου, αλλά δεν μπορώ ποτέ ν’ αρκεστώ να είμαι για σας μόνο το κτήνος και την αγάπη σας δεν μπορώ να τη κερδίσω.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Είστε τόσο σίγουρος γι\ αυτό;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θέλετε να πείτε πως μπορεί και να συμβεί κάποτε; Εγώ θα μπορούσα να σας αγαπήσω κάποτε, ναι, δεν χωρεί αμφιβολία: Είστε όμορφη, είστε ειλικρινής (τη πλησιάζει και πιάνει το χέρι της), είστε μορφωμένη, γλυκειά όταν το θέλετε κι αν μια φορά εξεγείρετε τη πεθυμιά ενός άντρα, δε σβήνει πια ποτέ (Την αγκαλιάζει). Είστε σαν το φλογισμένο κρασί κι ένα φιλί από σας – (προσπαθεί να τη παρασύρει έξω, προς τα αριστερά, αλλ’ εκείνη του ξεφεύγει).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αφήστε με. Δεν με καταφέρνετε έτσι.
ΓΙΑΝΝΗΣ:Πώς λοιπόν; Όχι έτσι, όχι με χάδια και χίλια ωραία λόγια; Όχι και με ωραία σχέδια για το μέλλον και σωτηρία από το αίσχος! Πώς λοιπόν;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πώς Πώς, δεν ξέρω! Δε θα γίνει ποτέ. Σας σιχαίνομαι σαν τους ποντικούς, αλλά δεν μπορώ να είμαι χωρίς εσάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Να φύγετε μαζί μου.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Να φύγω; Ναι, βέβαια να φύγουμε! Αλλά είμαι τόσο κουρασμένη! Δώστε μου ένα ποτήρι κρασί. (Ο Γιάννης βάζει ένα ποτήρι κρασί κι η Τζούλια κοιτά το ρολόι). Αλλά πρέπει πρώτα να ‘χουμε λίγο χρόνο ακόμα. (Αδειάζει το ποτήρι ως το πάτο και του το δίνει να της το ξαναγεμίσει).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μη πίνετε τόσο πολύ, θα μεθύσετε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και τί πειράζει;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τί πειράζει; Είναι πρόστυχο να μεθά κανείς. Τί θέλετε λοιπόν να μου πείτε;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Να φύγουμε! Αλλά πρώτα να μιλήσουμε, δηλαδή εγώ να μιλώ γιατί σεις μιλούσατε τόσην ώρα. διηγηθήκατε τη ζωή σας και τώρα θα διηγηθώ κι εγώ τη δική μου κι έτσι γνωριζόμαστε καλλίτερα, πριν τραβήξουμε μαζί τον ίδιο δρόμο.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μια στιγμή με συγχωρείτε! Σκεφτήτε πριν μου εκθέσετε τα μυστικά της ζωής σας, μη μετανιώσετε μετά.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Δεν είστε φίλος μου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, κάποτε. Αλλά μη μου εμπιστευτείτε τίποτα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Έτσι το λέτε κι έπειτα τα μυστικά μου τα ξέρει όλος ο κόσμος. Ακούστε λοιπόν: η μητέρα μου δεν είχε καμμιάν ευγενική καταγωγή, ανατράφηκε με ιδέες περί ισότητας κι ελευθερίας της γυναικός κι άλλα τέτοια κι είχε απέχθεια στο γάμο. Όταν τη ζήτησε ο πατέρας μου, απάντησε πως δε θα γίνει ποτέ γυναίκα του -αλλ’ ύστερα έγινε. Ήρθα στον κόσμο εγώ, παρά την επιθυμία της μητέρας μου καθώς κατάλαβα. Ήθελε όμως ν’ ανατραφώ κατά φύσιν, να γίνω παιδί της φύσης κι ακόμα ήθελε να μάθω όλα όσα μαθαίνουνε τ’ αγόρια, για να γίνω παράδειγμα ότι κι η γυναίκα μπορεί κάλλιστα να γίνει όπως ο άντρας. Φορούσα αγορίστικα ρούχα κι έμαθα να περιποιούμαι άλογα. Δεν ήθελε όμως να πάω στο κτήμα. Ήθελε να ξυστρίζω και να ζεύγω τ\’ αλογα και να πηγαίνω κυνήγι εδώ κι εκεί, μάθαινα μάλιστα και δουλειές του χωραφιού και στο κτήμα δίνανε γυναικείες δουλειές στους άντρες και αντρικές στις γυναίκες, με αποτέλεσμα να πέσει έξω το κτήμα και μεις να γίνουμε ο περίγελως σε όλα τα περίχωρα. Επιτέλους λύθηκαν τα μάγια στον πατέρα μου κι επαναστάτησε, γιατί όλα μεταβλήθηκαν σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Η μητέρα μου αρρώστησε, -τί αρρώστια δεν ξέρω- αλλά υπέφερε πολύ και συχνά από σπασμούς. κρυβότανε στο υπόγειο και στον κήπο κι έμενε νύχτες ολόκληρες στο ύπαιθρο. Τότε έγινε η μεγάλη πυρκαϊά που θ’ ακούσατε φαντάζομαι. Σπίτια, αποθήκες, στάβλοι, όλα καήκανε και μάλιστα με συνθήκες που μαρτυρούσαν εμπρησμό, γιατί το ατύχημα έγινε ακριβώς την απόμενη μέρα που τέλειωνε η ασφάλεια κι η ανανέωσή της δεν πρόφτασε να πάει εγκαίρως. από αμέλεια του κομιστή. (Γεμίζει το ποτήρι και πίνει).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μη πίνετε άλλο!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ω τί πειράζει; Μείναμε που λες άστεγοι και κοιμόμαστε στ’ αμάξια. Ο πατέρας δεν ήξερε από πού να πάρει χρήματα, για να ξαναχτίσουμε το σπίτι μας. Τότε τονε συμβουλεύει η μητέρα να πάει σ’ έναν εργοστασιάρχη εδώ κοντά, που γνώριζε αυτή και να πάρει δάνειο. Ο πατέρας το πήρε, δεν του ζητήσανε τόκο όμως, πράγμα που τον εξέπληξε πολύ. (Ξαναπίνει). Ξέρετε ποιός ήταν ο εμπρηστής του σπιτιού μας;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Η κυρία μητέρα σας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ξέρετε τί ήτανο εργοστασιάρχης;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εραστής της μητέρας σας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ξέρετε τίνος ήτανε τα χρήματα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Για σταθείτε… όχι! Αυτό δεν το ξέρω.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Της μητέρας μου,
ΓΙΑΝΝΗΣ: Και του πατέρα σας συνεπώς, εκτός κι αν ζούσανε χωριστά.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Όχι αυτό δεν το κάνανε! Η μητέρα μου είχε μια μικρή περιουσία, αλλά δεν θέλησε να τη δώσει του πατέρα μου να τη διαχειριστεί και τη κατέθεσε στον εραστή της.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Που τηνε σούφρωσε!
ΤΖΟΎΛΙΑ: Ακριβώς! Τη κατακράτησε! Όλ’ αυτά τα ‘μαθε ο πατέρας μου, δεν μπορούσε όμως να πάει στα δικαστήρια, δεν μπορούσε να μη πληρώσει τον εραστή της συζύγου του, δεν μπορούσε ν’ αποδείξει πως τα χρήματα ήτανε της γυναίκας του. Αυτό ήταν η εκδίκηση της μτέρας μου γιατί της πήρε τη διοίκηση του σπιτιού. Ο πατέρας μου τότε είχε σκεφτεί ν’ αυτοκτονήσει! Λέγανε μάλιστα πως αποπειραθηκε μα απέτυχε! Έμεινε λοιπόν στη ζωή και πλήρωνε τ’ αντίποινα των πράξεών της. Ήταν άσχημος καιρός για μένα τότε, μπορείτε να το φανταστείτε. Συμπαθούσα τον πατέρα μου, αλλά έπαιρνα το μέρος της μητέρας μου γιατί δεν ήξερα πως είχανε τα πράγματα. Από κείνην έμαθα να δυσπιστώ και να μισώ τους άντρες -γιατί αυτή μισούσε τους άντρες, όπως είχα ακούσει- και της ορκίστηκα να μη γίνω ποτέ η σκλάβα ενός άντρα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι έπειτα αρραβωνιαστήκατε με τον Κρόνμποτ.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ακριβώς, γιατί απλώς έπρεπε να γίνει σκλάβος δικός μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Και δεν ήθελε;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ίσως να ‘θελε, μα δεν το κατέφερε. Τονε βαρέθηκα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Το ‘δα, στο σταύλο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Τί είδατε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πώς διέλυσε τον αρραβώνα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αυτό είναι ψέμμα! Εγώ διάλυσα τον αρραβώνα. Μήπως είπε τίποτα τέτοιο αυτός ο αχρείος;
ΓΙΑΝΝΗΣ: :Δεν ήτανε καθόλου αχρείος! Μισείτε τους άντρες, δεσποινίς Τζούλια;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ναι! Πολλές φορές! Αλλά κάποτε όταν έρχεται η αδυναμία… Ω! Πφου!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μισείτε λοιπόν και μένα;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Δεν έχει όρια το μίσος μου για σας! Μπορώ να σας σκοτώσω σαν σκυλί-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ο κακούργος καταδικάζεται αλλά το σκυλί σκοτώνεται.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πολύ σωστά.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αλλά δεν υπάρχει εδώ κανένα σκυλί και κανένας κατήγορος ή κατηγορούμενος. Τι θα κάνουμε τώρα;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Θα ταξιδέψουμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Για να βασανίζουμε μέχρι θανάτου ο ένας τον άλλο;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Όχι, για ν’ απολαύσουμε δυο, τρία χρόνια ή όσο μπορέσουμε, κι ύστερα να πεθάνουμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Να πεθάνουμε; Τόση βλακεία! Τότε είναι προτιμώτερο ν’ ανοίξουμε ξενοδοχείο.
*ΤΖΟΥΛΙΑ: (Χωρίς ν’ ακούσει τον Γιάννη).  Στη λίμνη του Κόμο που ‘ναι πάντα ήλιος, που η δάφνες είναι πράσινες,τα Χριστούγεννα κι οι πορτοκαλιές ολόχρυσες.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Στο Κόμο όλο βρέχει και δεν είδα αλλού πορτοκάλια, παρά στους μανάβηδες. Αλλά είναι καλός τόπος γιατί έχει πολλές βίλες που νοικιάζονταισ’ ερωτευμένα ζευγάρια, βιομηχανία εξόχως προσοδοφόρα, ξέρετε γιατί; Κάνουνε συμβόλαιο για έξη μήνες και φεύγουνε μετά τρεις βδομάδες.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Γιατί μετά τρεις βδομάδες;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί μαλλώνουνε φυσικά! Αλλά το νοίκι όμως πληρώνεται! Κι έπειτα ξανανοικιάζει κανείς. Κι αυτό επαναλαμβάνεται διαρκώς, γιατί έρωτας υπάρχει μέχρι συντέλειας των αιώνων κι ας μη διαρκεί πολύ.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Δεν θέλετε να πεθάνετε μαζί μου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν έχω καμμιάν επιθυμία να πεθάνω! Πρώτα γιατί μ’ αρέσει η ζωή κι ύστερα γιατί θεωρώ την αυτοκτονία ως έγκλημα προς τον Θεό, που μας τη χάρισε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πιστεύετε στο Θεό εσείς;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι εγώ βέβαια. Και πηγαίνω κάθε δεκαπέντε, την Κυριακή στην εκκλησία. Αλλά τώρα ειλικρινά σας λέω, βαρέθηκα πια και πηγαίνω στο κρεββάτι μου.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Έτσι; Και νομίζετε πως είμαι ικανοποιημένη μ’ αυτό; Ξέρετε τί χρωστάει ένας άντρας σε μια γυναίκα που ατιμάζει;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Βγάζει απ’ το πορτοφόλι του έν αργυρό νόμισμα και το πετά στο τραπέζι). Παρακαλώ, δεν θέλω να χρωστάω.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Κάνει σαν να μην άκουσε την ύβρη του). Ξέρετε τί ορίζει ο νόμος;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δυστυχώς ο νόμος δεν ορίζει τίποτα για τη γυναίκα που ξελογιάζει τον άντρα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Όπως πριν). Βρίσκετε εκτός του ταξιδιού, άλλη διέξοδο, να στεφανωθούμε και να χωρίσουμε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι αν αρνηθώ να παραδεχτώ τον δυσανάλογο αυτό γάμο;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Δυσανάλογο;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, για μένα! Βλέπετε εγώ έχω καλλίτερους προγόνους από σας, γιατί δεν έχω εμπρηστές στο γένος μου.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μπορείτε να το γνωρίζετε αυτό;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορείτε να μου αποδείξετε το ενάντιο, γιατί δεν έχουμε γενεαλογικό δέντρο, παρά μόνο το κατάλογο της δημαρχίας. Αλλά για το δικό σας διάβασα σ’ ένα βιβλίο που βρήκα στο τραπέζι του σαλονιού. Ξέρετε τί ήταν ο προπάππος σας; Ένας μυλωνάς που κοντά στη γυναίκα του ο Βασιλιάς στον Δανικό πόλεμο, πέρασε μια νύχτα ολάκερη. Τέτοιους προγόνους έχετε κι εγώ δεν έχω καθόλου. αλλά πορώ να γίνω ο ίδιος.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Εγώ φταίω που άνοιξα τη καρδιά μου σ’ ένα τιποτένιο. που εξέθεσα την οικογενειακή μου τιμή.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Οικογενειακή ατιμία θέλετε να πείτε! Να βλέπετε; Εγώ σας το ‘πα! Βέβαια δεν πρέπει να πίνει κανείς, γιατί ύστερα φλυαρεί! Και δεν πρέπει να φλυαρεί κανείς!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πως μετανοώ, ω! πως μετανοώ! Τουλάχιστον να μ’ αγαπούσατε λιγάκι…
ΓΙΑΝΝΗΣ: Για τελευταία φορά, τί θέλατε; Πρέπει ν’ αρχίσω τα κλάμματα; Πρέπει να πηδήξω πάνω από το καμτσίκι; Να σας πάρω για τρεις βδομάδες στο Κόμο; Κι ύστερα τί πρέπει να κάνω; Τί θέλετε; Αρχίζει να γίνεται βασανιστήριο. Αυτό συμβαίνει όταν χώνει κανείς τη μύτη του σε γυναικοδουλειές. Δεσποινίς Τζούλια, βλέπω πως είστε δυστυχής, ξέρω πως  υποφέρετε, αλλά δεν μπορώ να σας καταλάβω. Εμείς δεν δημιουργούμε τέτοιες ιστορίες, δεν γνωρίζουμε μίση μεταξύ μας! Κάναμε τον έρωτα σαν παιγνίδι, όταν η δουλειά μας αφήνει καιρό για παιγνίδια, χωρίς να ‘χουμε να διαθέσουμε ολάκερη μέρα κι ολάκερη νύχτα, γι’ αυτά. Σας βλέπω, είστε άρρωστη. Είστε ωρισμένως άρρωστη.
TZOYΛΙΑ: Πρέπει να ‘στε καλός μαζί μου, μιλήστε σαν άνθρωπος. Βοθήστε με, πείτε μου τί να κάνω, ποιό δρόμο να τραβήξω;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Για τ’όνομα του Θεού, τί να σας πω; Ξέρω λι εγώ ο ίδιος;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Παρασύρθηκα, ήμουνα τρελλή, αλλά σωτηρία; Δεν υπάρχει σωτηρία;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μείνετε ‘δω και να ‘στε ήσυχη, κανείς δεν ξέρει τίποτε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Οι άνθρωποι έξω το ξέρουνε κι  η Χριστίνα το ξέρει.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν ξέρουνε τίποτα και ποιός ποτέ θα πίστευε τέτοιο πράγμα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Με δισταγμό). Αλλά μπορεί να ξανασυμβεί.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτό είναι αλήθεια.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κι οι συνέπειες;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Τρομαγμένα). Οι συνέπειες! Πού είχα το μυαλό μου, να μη το σκεφτώ αυτό; Ναι ένα μέσον υπάρχει μόνο -μακρυά από ‘δω. Κι αμέσως! Εγώ δεν θα σας ακολουθήσω, γιατί είναι χαμένο το παν, αλλά να φύγετε μόνη σας, φύγετε -αδιάφορο πού.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Μόνη μου; Πού να πάω; Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πρέπει να το κάνετε. Και μάλιστα πριν γυρίσει ο Κόντες. Αν γυρίσει ξέρετε τί θα συμβεί. Όταν κάνει κανείς μια φορά το σφάλμα. το ξανακάνει, έπειτα εξοικειώνεται γιατί το αίσχος έγινε πια. Ύστερα, όσο πάει γίνεται θρασύτερος, ώσπου επιτέλους τον ανακαλύπτουν. Φύγετε λοιπόν! Γράψτε γργορώτερα στον Κόντε κι ομολογήστε τα όλα, εκτός ότι ήμουν εγώ! Κι ποτέ δεν θα μαντέψει πως είμαι ‘γω. Πιστεύω μάλιστα πως ούτε θα ζητήσει να μάθει ποιός ήταν.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Θα φύγω μόνον αν έρθετε κι εσείς μαζί.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν είστε καλά, δεσποινίς Τζούλια. Με τον υπηρέτη σας να δραπετεύσετε; Μεθαύριο θα το ‘χουν όλες οι εφημερίδες κι ο Κόντες δεν θα μπορέσει να το αντέξει αυτό.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Δεν μπορώ να φύγω!Δεν μπορώ να μείνω! Βοηθήστε με! Είμαι τόσο κουρασμένη, τόσο τρομερά κουρασμένη. Διατάξτε με! Δώστε μου ζω΄, γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ, δεν μπορώ τίποτα να κάνω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Βλέπετε τώρα τί άθλιο πλάσμα που είστε; Γιατί φουσκωνετε λοιπόν και σηκώνετε τη μύτη ψηλά σαν να είστε ο κύριος της δημιουργίας; Είναι λοιπόν καιρός να σας διατάξω! Πηγαίνετε ν’ αλλάξετε φορέματα, εφοδιασθήτε με χρήματα και κατεβείτε πάλι εδώ.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Χαμηλόφωνα). Ελάτε μαζί μου επάνω!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Στο δωμάτιό σας; Τρελλαθήκατε πάλι; (Διστάζει προς στιγμήν). Όχι! πηγαίνετε: Αμέσως! (Τη πιάνει από το χέρι και την οδηγεί έξω από τη τζαμόπορτα).
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Φεύγοντας). Αλλά μίλα μου πιο μαλακά, Γιάννη!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Η διαταγή χτυπάει πάντα κάπως απότομα! Καταλάβετέ το κι εσείς η ίδια τώρα. Καταλάβετέ το!
(Φεύγουν κι οι δυοΟ Γιάννης ξαναγυρίζει κι αναστενάζει σαν να ξαλάφρωσε, κάθεται στο τραπέζι δεξιά και βγάζει το σμειωματάριό του, λογαριάζει από κάπου-κάπου δυνατά. Βουβό μιμικό παίξιμο).
ΧΡΙΣΤΊΝΑ: Χριστός και Παναγία! Τί χάλια είναι αυτά εδώ; Τί έγινε δω μέσα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Η δεσποινίς Τζούλια φώναξε όλους μέσα… Τόσο βαθιά κοιμόσουνα που δεν άκουσες τίποτα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Χαμπάρι δεν πήρα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Και ντύθηκες από τώρα για την εκκλησία
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι. Μου υποσχέθηκες να με συνοδέψεις εσύ σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι καλά λες. Κι έχεις έτοιμο και το πουκάμισό μου. Έλα δω: (Κάθεται δεξιά. Του δίνει το άσπρο πουκάμισο και τη γραβάτα και τον βοηθά να τη φορέσει. Ακολουθεί παύση. Ο Γιάννης νυστάζει φανερά).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Και τί ευαγγέλιο έχει σήμερα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ. Θα λέει για την αποκεφάλιση του Άγιου Ιωάννου του Προδρόμου, φαντάζομαι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ου, θα διαρκέσει πάρα πολύ; Αχ, με γρατζούνισες. Πωπώ, έχω μια νύστα!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μα τί έκανες όλη νύχτα, έχεις κάτι μούτρα πράσινα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Καθόμουν εδώ και μιλούσαμε με τη δεποινίδα Τζούλια.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ποτέ της αυτή δεν θα καταλάβαινε τι πρέπει να κάνει και τί όχι. (Ακολουθεί παύση).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εϊ, Χριστίνα, άκου δω!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τί;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Είναι τόσο παράξενο, όταν κανείς το σκέπτεται…
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τί πράγμα είναι παράξενο;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όλα. (Ακολουθεί νέα παύση. Η Χριστίνα βλέπει το ποτήρι μισοάδειο πάνω στο τραπέζι).
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ήπιατε και μαζί;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Πουφ! Κοίταξέ με στα μάτια!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Να!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Ύστερα από λίγη σκέψη). Ναι είναι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Πφφ… Ποτέ δεν θα το πίστευα… Όχι!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν τη ζηλεύεις, ε;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Όχι, όχι αυτήν! Αν ήταν η Κλάρα ή η Σοφία ναι! Το κακόμοιρο το κορίτσι! Όχι δε θα μείνω πια εδώ, όταν δεν μπορώ να χω πια σεβασμό στ’ αφεντικά…
ΓΙΑΝΝΗΣ: Και γιατί πρέπει να ‘χουμε σεβασμό;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Αυτό ρωτάς εμένα εσύ, που εισαι τόσο πονηρός; Θα ΄θελες να υπηρετείς ανθρώπους που φέρονται ανήθικα; Ντροπιαζόμαστε κι εμείς οι ίδιοι τότε, μου φαίνεται.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι αλλά ωστόσο μια παρηγοριά για μας, που οι άλλοι δεν είναι καλλίτεροι από μας.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Όχι αυτό δεν είναι σωστό, γιατί αν δεν είναι αυτοί καλλίτεροι, τότε δεν έχει καμμιάν αξία να προσπαθούμε να γίνουμε και μεις σαν τον καλό κόσμο. Σκέφτομαι τον Κόντε! Σκέφτομαι πόσες λύπες πέρασε στη ζωή του! Όχι δεν θέλω να μείνει περισσότερο σε τούτο το σπίτι: Και μ’ ένα τέτοιο, σαν εσένα! θα ήταν ακόμα ο Κρόμποτ, αν ήταν καλλίτερος άνθρωπος.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τί θα πει αυτό;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι κι εσύ καλό παιδί είσαι αλλά πάντα υπάρχει μεγάλη διαφορά ανθρώπου με άνθρωπο -όχι ποτέ δεν θα το λησμονήσω αυτό. Η δεσποινίς Τζούλια που ήτανε τόσο περήφανη, τόσον απότομη με τους άντρες, ώστε δεν μπορούσα ποτέ να σκεφτώ πως θα παραδοθεί σε κάποιον κι ύστερα να δοθεί σ’ ένα τέτοιο σαν κι εσένα! Αυτή που ‘θελε να σκοτώσει τη κακομοίρα τ Διάνα, γιατί πήγε με το μαντρόσκυλο! Αυτό θα το ‘χω να το μολογάω! Αλλά εδώ δεν μένω περισσότερο εγώ, στις εικοσιτέσσερεις Οκτώβρη φεύγω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι ύστερα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ύστερα να κοιτάξεις για πουθενά αλλού κι εσύ, γιατί έφτασε ο καιρός που θα παντρευτούμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, αλλά πού θα ‘βρω καλή θέση. Τέτοια θέση δεν τη ξαναβρίσκω, αν νυμφευτώ.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Φυσικά δεν μπορείς να πάρεις τέτοια θέση, αλλά μπορείς να κοιτάξεις κάπου για πορτιέρης ή να πάρεις καμμιά θέση υπηρέτη σε δημόσιο κατάστημα. Ο μισθός δεν είναι πολύς, αλλά γυναίκα και παιδιά παίρνουν ύστερα σύνταξη.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Με γκριμάτσα). Αυτό είναι σχετικά θαυμάσιο, αλλά δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου, να σκεφτώ αμέσως να πεθάνω για γυναίκες και παιδιά. Κι οφείλω να ομολογήσω πως έχω πράγματι υψηλότερους στόχους.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Καλοί είναι οι στόχοι σου, αλλά έχεις κι υποχρεώσεις. Σκέψου αυτήν.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μη με σκοτίζεις με τις υποχρεώσεις μου. Ξέρω πολύ καλά τί έχω να κάνω. (Ακούει προς τα έξω). Έχουμε καιρό να τα πούμε αυτά, πήγαινε τώρα μέσα να ετοιμαστείς να πάμε στην εκκλησία.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ποιός περπατάει πάνω κάτω, ακούς;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν ξέρω, η Κλάρα μπορεί να είναι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Φεύγοντας). Μπορεί να ήρθε ο Κόντες χωρίς να τονε πάρουμε χαμπάρι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Τρομαγμένος). Ο Κόντες; Όχι, δεν νομίζω. θα χτύπαγε το κουδούνι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ένας Θεός ξέρει. Ποτέ δεν ξανάκουσαν τέτοιο πράγμα τ’ αυτιά μου. (Φεύγει οριστικά από δεξιά).
     (Ο ήλιος εν τω μεταξύ ανάτειλλε και φώτισε σιγά-σιγά τις κορυφές των δέντρων έξω στο πάρκο, οι ακτίνες προχωρούν λοξά ως ότου πέτφτουν μες στο δωμάτιο, από το παράθυρο. Ο Γιάννης πηγαίνει στη τζαμόπορτα και κάνει νόημα. Η Τζούλια μπαίνει με φόρεμα ταξιδιού, στο χέρι κρατά ένα μικρό κλουβί σκεπασμένο με πετσέτα και το αφήνει πάνω σε μια καρέκλα).
ΤΖΟΎΛΙΑ: Έτοιμη είμαι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Σουτ, η Χριστίνα είναι ξύπνια.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Πάρα πολύ ταραγμένη σ’ όλη την επόμενη σκηνή). Κατάλαβε τίποτα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν ξέρει τίποτε, αλλά Θεέ μου, πώς είσαστε έτσι;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πώς, πως είμαι;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Είστε κατακίτρινη σαν πεθαμένη και με το συμπάθειο, έχετε μουτζούρες στο πρόσωπο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Δώστε μου νερό λοιπόν. Έτσι! (Πηγαίνει στο νιπτήρα και πλένει το πρόσωπο και τα χέρια της). Δώστε μου μια πετσέτα. Αχ βγήκε ο ήλιος!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Και φεύγουν τα φαντάσματα.
ΤΖΟΎΛΙΑ: Απόψε πράγματι ήτανε φαντάσματα. Γιάννη άκουσέ με: έλα μαζί μου, έχω χρήματα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Διστάζοντας). Αρκετά;
ΤΖΟΥΛΙΑ:. Αρκετά για την αρχή. Έλα μαζί μου. Δεν μπορώ να ταξιδέψω τέτοια μέρα μόνη. Για σκέψου μόνο, τη μέρα του Άη-Γιαννιού, σ’ ένα πνιγηρό τραίνο, να στριμώχνεσαι μ’ ένα σωρό κόσμο που σε τρώει με τα μάτια και να περιμένεις ώρες ολόκληρες σε σταθμούς ενώ θες να φύγεις, να φύγεις… Οχι δεν μπορώ! δεν μπορώ… Κι ύστερα -οι αναμνήσεις- οι αναμνήσεις τ’ Άη Γιαννιού στα παιδικά μου χρόνια με την εκκλησία στολισμένη με κλαριά σημύδας και κουφοξυλιάς, το μεσημεριανό τραπέζι στρωμένο για φίλους και συγγενείς και το απόγεμα στο πάρκο, μουσικήν, χορός, παιχνίδια, Ω… όσο μακρυά κι αν φεύγεις, σ’ ακολουθούνε οι αναμνήσεις, τρυπώνουν από παντού και μαζί η θλίψη, η μεταμέλεια!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θα ‘ρθω μαζί σας, αλλά τώρα, στη στιγμή, πριν είναι πολύ αργά. Εμπρός πάμε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ετοιμάσου λοιπόν. (παίρνει το κλουβί).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι όχι αποσκευές για να μη προδοθούμε.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ναι, σωστά. Μόνον όσες μπορούμε να πάρουμε μαζί μας στο βαγόνι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (παίρνοντας το καπέλο του) Τι είναι αυτό; Τι διάβολο έχει εκεί μέσα;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ο σπίνος μου είναι. Δεν θα ‘θελα να τον αφήσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ω, για τ’ όνομα του Θεού! Θα κουβαλάμε κι ένα κλουβί μαζί μας. Παράτα το.
TZOYΛIA: Είναι το μόνο πράγμα που θέλω να πάρω μαζί μου. Είναι το μόνο ζωντανό πλάσμα που μ’ αγαπά αφότου η Λιάνα με πρόδωσε. Γιάννη, μην είσαι τόσο σκληρός, άσε με να το πάρω μαζί μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αφήστε το εδώ σας λέω και μη φωνάζετε τόσο θα σας ακούσει η Χριστίνα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Όχι, δεν τ’ αφήνω σε ξένα χέρια. Θα προτιμούσα να το σκοτώσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εντάξει. Δώστε το σε μένα να του στρίψω το λαιμό.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Να μην πονέσει μόνο. Σας παρακαλώ να μην το πονέσετε. Δεν θα το αντέξω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εγώ το αντέχω. Δώστε το σε μένα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (παίρνοντας το πουλί απ’ το κλουβί, το φιλάει). Ω, μικρή, φτωχή ψυχούλα! Θα μου πεθάνεις τώρα για χάρη της κυράς σου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Να χαρείτε αφήστε τώρα τις σκηνές. Εδώ πρόκειται για το μέλλον σας, για τη ζωή σας. Ας βιαστούμε! (αρπάζει το πουλί απ’ τα χέρια της, παίρνει το μαχαίρι του κρέατος, προχωρεί προς το ξύλο, που λιανίζουν τα κρέατα. Η Τζούλια γυρίζει τις πλάτες). Θα ‘πρεπε να είχατε μάθει να σφάζετε κοτόπουλα παρά να μου πυροβολείτε στο βρόντο με το πιστόλι… (δίνει μία με το μαχαίρι) και τότε δε θα λιποθυμούσατε με μια σταγόνα αίμα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (κραυγάζοντας). Σκότωσέ με! Σκότωσε και μένα! Εσύ που σφάζεις ένα αθώο πλασματάκι χωρίς να σε νοιάζει διόλου. Ω, σε μισώ, σε σιχαίνομαι. Αίμα μπήκε τώρα ανάμεσά μας. Κατάρα στην ώρα που σήκωσα τα μάτια μου πάνω σου! Κατάρα στην ώρα που μ’ έπιασε στη μήτρα η μάνα μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τί βγαίνει με τις κατάρες; Έλα πάμε!
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Σα να τραβιέται από το αίμα και προχωρεί προς το ξύλο όπου σφάχτηκε ο σπίνος της). Όχι δε φεύγω τώρα. Δε μπορώ! Πρέπει να ιδώ- Σσσ! Ένα αμάξι είναι έξω! (ακροάζεται ενώ τα μάτια της είναι στυλωμένα αδιάκοπα στο ξύλο και στο μαχαίρι το ματωμένο). Νόμισες πως δεν μπορώ να δω αίμα; Νόμισες πως είμαι έτσι αδύναμη; Ω πώς θα το ‘θελα να ιδώ το αίμα σου, τα μυαλά σου χυμένα πάνω σ’ αυτό το ξύλο. Όλα τα ανδρικά σου μέλη να κολυμπάνε μέσα στο αίμα. Ω, θα μπορούσα να έπινα μέσα από το καύκαλό σου, πόσο θα χαιρόμουνα να τσαλαβουτήσω τα πόδια μου μέσα στα σπλάχνα σου και να φάω την καρδιά σου έτσι καθώς θα την ξεροτηγάνιζα. Θάρρεψες πως σ’ αγαπώ γιατί η μήτρα μου τρελάθηκε και θέλησε το σπόρο σου. Και νομίζεις πως θα κρατήσω το έμβρυό σου μέσα στα σπλάχνα μου και θα το θρέψω με το αίμα μου – να το γεννήσω και να πάρω τ’ όνομά σου! Και ποιο είναι τ’ όνομά σου; Σίγουρα δε θά ‘χεις όνομα! Και να γίνω εγώ η Κυρία του Πορτιέρη ή η Κυρία του Σκουπιδιάρη! Σκύλε εσύ, με το λουρί μου γύρω στο λαιμό σου, εσύ λακέ, που έχεις τα οικόσημά μου στα μανικέτια σου. Εγώ να σε μοιραστώ με τη μαγείρισσα μου, να γίνω αντίζηλος της δούλας μου! Ωχ! Νόμισες πως είμαι μια δειλή και θα ‘θελα να το σκάσω μαζί σου. Όχι, τώρα θα σταθώ εδώ κι ας χαλάσει όλος ο κόσμος!… Θα γυρίσει ο πατέρας μου, θα βρει το συρτάρι του σπασμένο και τα λεφτά του παρμένα! Θα χτυπήσει το κουδούνι, αυτό εκεί πάνω, δυο φορές για το λακέ του, ύστερα θα ειδοποιήσει την αστυνομία και γω θα του τα πω όλα. Όλα! Ω, να τέλειωναν έτσι όλα αυτά! Αν μπορούν ποτέ να τελειώσουν! Ναι, θα του ‘ρθει αποπληξία και θα πεθάνει. Έτσι θα τέλειωναν όλα και θα ‘ρχότανε η γαλήνη, η γαλήνη, η αιώνια ανάπαυση! Και τα οικόσημα θα σπάσουνε πάνω στο φέρετρο οι τίτλοι θα εξαλειφθούν κι ο γόνος του δούλου θα ριχτεί μέσα σ’ ένα ορφανοτροφείο για να δρέψει τις δάφνες του νεροχύτη και να τελειώσει στη φυλακή!
( Η Χριστίνα ντυμένη για την εκκλησία, με το προσευχητάρι, βγαίνει από το δεξιό μέρος).
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Τρέχει προς το μέρος της, πέφτει στα χέρια της σα να ζητά προστασία). Σώσε με Χριστίνα, σώσε με από αυτόν τον άνθρωπο.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Ακίνητη και κρύα). Τί φωνές είναι αυτές χρονιάρα μέρα. (Βλέπει το ξύλο του κρέατος). Τί βρωμίσατε τον κόσμο εδώ μέσα! Τί σημαίνουν αυτά; Γιατί ξεφωνίζετε έτσι και σκανδαλίζετε όλο τον κόσμο;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Είσαι γυναίκα και φίλη μου! Φυλάξου απ’ αυτόν τον αχρείο!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Λίγο δειλά και σκοτισμένα). Αν οι κυρίες θέλουν να συζητήσουν, εγώ πηγαίνω να ξυρισθώ (Εξαφανίζεται δεξιά).
ΤΖΟΎΛΙΑ: Θα με καταλάβεις. Πρέπει να με ακούσεις.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Όχι, δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα! Και γιατί φορέσατε αυτό το φόρεμα και κείνος πήρε το καπέλλο; Τί συμβαίνει;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Άκουσέ με Χριστίνα, άκουσέ με και θα σου τα πω όλα.
ΧΡΙΣΤΊΝΑ: Δεν θέλω να ξέρω τίποτα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πρέπει να μ’ ακούσεις!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τί ν’ ακούσω; Αυτά που κάνατε με τον Γιάννη; Να, βλέπετε ότι γι’ αυτά δεν ενδιαφέρομαι καθόλου. γιατί δεν θέλω ν’ ανακατωθώ. Αλλ’ αν έχετε σκοπό να τον καταφέρετε για να το σκάσετε, τότε θα σας κλείσουμε το δρόμο.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Φοβερά ταραγμένη). Προσπάθησε να είσαι ήρεμη, Χριστίνα κι άκουσέ με! Δεν μπορώ να μείνω, εδώ ούτε ο Γιάννης μπορεί, πρέπει λοιπόν να φύγουμε.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Χμμ…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Α μια τρομερή ιδέα μου ‘ρθε ξαφνικά: Αν ταξιδεύαμε μαζί κι οι τρεις στο εξωτερικό, στην Ελβετία και να ανοίγαμε ένα ξενοδοχείο; Έχω χρήματα, νάτα, ο Γιάννης κι εγώ θα ‘χουμε τη διεύθυνση και συ σκέφτηκα ν’ αναλάβεις τη κουζίνα. Δεν θα ‘ναι ωραία; Πες τώρα ναι, έλα μαζί μας κι όλα διορθώνονται. Πες λοιπόν το ναι! (Την αγκαλιάζει και τη χτυπά τρυφερά).
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Κρύα και σκεπτική). Χμμ…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ποτέ δεν βγήκες έξω Χριστίνα, ποτέ δεν ταξίδεψες -πρέπει κι εσύ να βγεις να δεις τον κόσμο. Δεν μπορείς να φανταστείς τί διασκεδαστικό πράγμα είναι να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο -διαρκώς νέα πρόσωπα, νέοι τόποι κι όταν φτασουμε Αμβούργο, θα κατεβούμε να δούμε τον ζωολογικό κήπο- τί λες; Κι ύστερα στο Μόναχο, έχουμε να δούμε μουσεία που έχουν πίνακες του Ρούμπενς και του Ραφαήλ, οι δυο μεγαλύτεροι ζωγράφοι, ξέρεις. Για το Μόναχο θ’ άκουσες, που ήταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος, ξέρεις, ο βασιλιάς που τρελλάθηκε και θα πάμε να δούμε τα παλάτια του -έχει παλάτια παραμυθένια- κι από κει δεν είναι μακρυά η Ελβετία, με τις Άλπεις, σκέψου, τις Άλπεις καταχιονισμένες μέσα στο καλοκαίρι και κει είναι γεμάτος ο τόπος από πορτοκαλιές και δάφνες που ‘ναι πράσινες όλο το χρόνο-
(Ο Γιάννης φαίνεται στο δεξιό μέρος, που ακονίζει ένα ξυράφι σ’ ένα λουρί που το κρατά με τα δόντια, με το μυαλό στην συζήτηση που ακούει μ’ ευχαρίστηση και κάπου-κάπου κάνει επιδοκιμαστικές κινήσεις).
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Συνεχίζει να μιλά γρήγορα) -κι ανοίγουμε κει ένα ξενοδοχείο, εγώ κάθομαι στο ταμείο, ενώ ο Γιάννης υποδέχεται τους ξένους, βγαίνει έξω, φροντίζει, γράφει γράμματα, -αυτό λέγεται ζωή, πίστεψέ με- ύστερα έρχεται το λεωφορείο, χτυπάνε τα κουδούνια στο ξενοδοχείο ή στο εστιατόριο, κι εγώ γράφω τους λογαριασμούς πιπερώνοντάς τους λιγάκι, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τρέμουν οι άνθρωποι όταν έρχεται η ώρα να πληρώσουνε τους λογαριασμούς! Και συ κάθεσαι σαν κυρία στη κουζίνα. Δεν θα στέκεσαι φυσικά εσύ η ίδια στο τζάκι και θα ‘σαι ντυμένη ωραία και κομψά και θα παρουσιάζεσαι στους ξένους και με το εξωτερικό σου -ναι δεν σε κολακεύω- μπορείς μια μέρα να παντρευτείς! να πάρεις ένα πλούσιο Εγγλέζο, βλέπεις -είναι τόσο εύκολο να καταφέρνει κανείς (αρχίζει να μιλά πιο αργόσυρτα) τους ανθρώπους- κι ύστερα θα γίνουμε πλούσιοι και χτίζουμε μια βίλλα στο Κόμο, φυσικά βρέχει κι εκεί καμμιά φορά- αλλά (με όλο και πιο χαλαρό τόνο) κι ο ήλιος πιστεύω να φαίνεται κι εκεί κάποτε κι ας είναι και θολός κι ύστερα… ύστερα μπορούμε να ταξιδέψουμε… να γυρίσουμε πάλι εδώ (παύση) εδώ ή όπου αλλού…
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ακούστε δεσποινίς Τζούλια, τα πιστεύετε σεις η ίδια όλ’ αυτά;
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Συντριμμένη). Αν τα πιστεύω;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι!
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Κουρασμένα). Δεν ξέρω, δεν πιστεύω γενικά σε τίποτα πια. (Πέφτει στον πάγκο και βάζει το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της, πάνω στο τραπέζι). Σε τίποτα! Σε τίποτα απολύτως!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Στρέφει αριστερά που στέκεται ο Γιάννης). Έτσι λοιπόν, σκέφτηκες να δραπετεύσεις!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Ντροπιασμένος, βάζει το ξυράφι πάνω στο τραπέζι). Να δραπετεύσω; Πολύ βαρειά λέξη! Άκουσες τα σχέδια της δεσποινίδας κι αν κι είναι κουρασμένη ύστερα από την άγρυπνη νύχτα που πέρασε μπορούν ωστόσο τα σχέδιά της να γίνουν πραγματικότητα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Άκουσε δω, δική σου ιδέα ήταν να γίνω μαγείρισσα τουτηνής εδώ-
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Απότομα). Σε παρακαλώ να μιλάς καλλίτερα όταν μιλάς για τη κυρία σου! Κατάλαβες;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κυρία μου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Όχι, άκου δω… άκουσε λοιπόν!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εσύ ν’ ακούς, αυτό θα σου χρησίμευε πολύ και να φλυαρείς λιγότερο! Η δεσποινίς Τζούλια είναι κυρία σου και γι’ αυτό που τη περιφρονείς τώρα εσύ, έπρεπε να περιφρονήσεις πρώτα τον εαυτό σου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Είχα πάντα για τον εαυτό μου την ιδέα…-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ότι μπορείς να περιφρονείς τον άλλο;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ότι ποτέ δεν θα πέσω πιο κάτω από τη θέση μου. Έλα να πεις πως η μαγείρισσα του Κόντε έκαμε κάτι με το παιδί που φροντίζει τα ζώα, ή με το βοσκό! Έλα και πέστο!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, ό,τι έκανες το ‘κανες με καθώς πρέπει άνθρωπο, σε αυτό είχες πολύ τύχη.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ω βέβαια,”καθώς πρέπει άνθρωπος” που πουλά του αφεντικού του το σανό από τον σταύλο!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εσύ τολμάς να τα λες αυτά, που παίρνεις μίζα από τον μπακάλη και δωροδοκείς το χασάπη;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τί;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Και δεν μπορείς να έχεις πια σεβασμό στη κυρία σου; Εσύ, εσύ, εσύ!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Έλα τώρα μαζί μου στην εκκλησία! Ύστερα απ’ όσα γίνανε πολύ θα σου χρησίμευε ένα κήρυγμα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι δεν πηγαίνω σήμερα στην εκκλησία, μπορείς να πας μόνη σου και να ξομολογηθείς τις αμαρτίες σου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι αυτό θα κάνω και θα γυρίσω με συγχώρεση και για σένα ακόμα. Ο Χριστός έπαθε τόσα και πέθανε στο σταυρό για τις αμαρτίες μας κι όταν προσευχόμαστε με πίστη και μετάνοια, παίρνει πάνω του όλες τις αμαρτίες μας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Το πιστεύεις αυτό Χριστίνα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Το πιστεύω, όπως το ότι ζω. Το πιστεύω από μικρό παιδί και την φύλαξα σ’ όλη μου τη ζωή, αυτή τη πίστη, δεσποινίς Τζούλια. Κι όταν ξεχειλίζουν οι αμαρτίες, εκεί έρχεται η Θεία Χάρις.
ΤΖΟΎΛΙΑ: Αχ, αν είχα τη πίστη σου! Αν, αν…-
ΧΡΙΣΤΊΝΑ: Ναι βλέπετε, δεν μπορεί ο καθένας να την έχει…-
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ποιός την έχει λοιπόν;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της Θείας Χάριτος, βλέπετε δεσποινίς κι ο Θεός δε λαμβάνει υπόψη του πρόσωπα, αλλά οι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι…
ΤΖΟΥΛΙΑ: Τότε λαμβάνει υπόψη του τους τελευταίους –
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Συνεχίζει). -… κι είναι ευκολώτερο να περάσει κάμηλος μες από τρύπα βελόνας παρά πλούσιος να ‘μπει στον παράδεισο! Βλέπετε έτσι είναι δεσποινίς Τζούλια. Τώρα εγώ φεύγω μόνη μου και καθώς θα περάσω θα πω στο παιδί του σταύλου να μη δώσει κανένα άλογο, αν ζητήσει κανείς πριν γυρίσει ο Κόντες στο σπίτι. Αντίο! (Φεύγει από τη τζαμόπορτα).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τί διάβολο μωρέ! Ολ’ αυτά για ένα σπίνο;
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Άτονα). Αφήστε κατά μέρος τον σπίνο. Βλέπετε καμμιά διέξοδο; Βλέπετε κανένα τέλος;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Σκέπτεται). Όχι!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Τί θα κάνατε αν ήσασταν στη θέση μου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Στη θέση σας, περιμένετε μια στιγμή. Αν ήμουν ευγενής, γυναίκα που ξέπεσε; Δεν ξέρω, όχι ξέρω τώρα!
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Παίρνει το ξυράφι και κάνει μια κίνηση). Έτσι!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι! Αλλά εγώ δεν θα το ‘κανα -προσέξτε το καλά αυτό. Γιατί είναι η διαφορά μεταξύ μας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Γιατί εσείς είστε άντρας κι εγώ γυναίκα; Τί διαφορά είναι αυτό;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Η ίδια διαφορά που είναι μεταξύ άντρα και γυναίκας.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Με το ξυράφι στα χέρια). Θέλω μα δεν μπορώ! Κι ο πατέρας μου δεν μπόρεσε τότε που έπρεπε να το κάνει.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι δεν έπρεπε να το κάνει! Έπρεπε πρώτα να εκδικηθεί!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Και τώρα εκδικείται πάλι η μητέρα μου με μένα!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν αγαπήσατε τον πατέρα σας δεσποινίς Τζούλια;
ΤΖΟΥΛΙΑ: Ω, τρομερά αλλά κάπως και τον μισούσα για όλα. Μισούσα χωρίς να το καταλαβαίνω. Αυτός μ’ έκανε να μισήσω το φύλο μου, να γίνω μισή γυναίκα και μισός άντρας. Ποιός φταίει γι’ αυτό που έγινε; Ο πατέρας, η μητέρα, εγώ η ίδια; Αλλά εγώ, δεν έχω εγώ. Δεν έχω ούτε μια σκέψη που να μη την έχω πάρει από τον πατέρα, ούτε ένα πάθος που να μη το ‘χω πάρει από τη μητέρα και το τελευταίο -ότι όλοι οι άνθρωποι είναι έτσι- το πήρα από τον αρραβωνιαστικό μου -γι’ αυτό τονε λέω αχρείο! Αλλά τί θα γίνει τώρα με το δικό μου παράπτωμα; Ν’ αποδώσω το σφάλμα στο Χριστό, όπως κάνει η Χριστίνα; Όχι, είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό και πολύ μυαλωμένη χάρη στη διδασκαλία του πατέρα μου. Κι ότι ένας πλούσιος δεν μπορεί να μπει στον παράδεισο, είναι κι αυτό ψέμμα κι η Χριστίνα που κρατά όσα χρήματα παίρνει δεν θα μπει επίσης. Ποιός φταίει για το σφάλμα μου; Τί μας ενδιαφέρει επιτέλους, ποιός; Εγώ δεν είμαι που πρέπει να βαστάξω πάνω μου και το σφάλμα και τις συνέπειες;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, αλλά…- (Χτυπά το κουδούνι 2 φορές συνεχώς, η Τζούλια πετάγεται πάνω, ο Γιάννης αλλάζει γρήγορα φόρεμα). Ήρθε ο Κόντες. Σκεφτείτε αν η Χριστίνα…- (Πηγαίνει πίσω στο τηλέφωνο, χτυπάει κι ακούει).
ΤΖΟΥΛΙΑ: Πήγε στο γραφείο του;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ο Γιάννης, κύριε Κόμη! (Ακούει. Η φωνή του Κόντε δεν ακούγεται όταν μιλά). Μάλιστα κύριε Κόμη. (Ακούει). Μάλιστα κύριε Κόμη, αμέσως. (Ακούει). Πολύ ευχαρίστως, κύριε Κόμη! (Ακούει). Μάλιστα, σε μισή ώρα.
TZOYΛΙΑ: (Με φοβερή αγωνία). Τί είπε; Χριστέ μου, τί είπε;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ζήτησε τις μπόττες του και τον καφέ σε μισή ώρα.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Σε μισή ώρα λοιπόν! Ω είμαι τόσο κουρασμένη. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν μπορώ να μετανιώσω, δεν μπορώ να φύγω, ούτε να μείνω, ούτε να ζήσω, ούτε να πεθάνω! Βοθήστε με! Διατάξτε με και θα υπακούσω σα σκυλί! Δώστε μου τη τελευταία σας υπηρεσία, σώστε τη τιμή μου, σώστε τ’ όνομά μου! Ξέρετε τι πρέπει να θέλω, αλλά δεν θέλω. Αν το θέλετε σεις, διατάξτε με να το κάνω!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν ξέρω, τώρα δεν μπορώ ούτε ‘γω -δεν καταλαβαίνω μήτε ‘γω ο ίδιος τίποτα. Είναι σαν να μη μ’ αφήνουν ετούτα τα ρούχα να σας διατάξω -κι αφ’ ότου μου μίλησε ο Κόντες δεν μπορώ να εξγήσω, κι όμως- α είναι ο δούλος, ο λακές που κάθεται στο σβέρκο! Μου φαίνεται πως αν ερχότανε τώρα εδώ ο Κόντες και με διάταξε να κόψω το λαιμό μου, θα το ‘κανα στη στιγμή.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κάντε λοιπόν σα να ‘στε σεις αυτός κι εγώ εσείς. Πριν μπορούσατε τόσο καλά να υποκρίνεστε όταν υποκλιθήκατε μπροστά μου γονατιστός, πως είστε ιππότης και δεν πήγατε ποτέ στο θέατρο και δεν είδατε ποτέ πως μαγνητίζουν; (Ο Γιάννης γνέφει καταφατικά). Λέει στο μέντιουμ: πάρε τη σκούπα, και τη παίρνει, σκούπισε, και σκουπίζει-
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ο άλλος όμως πρέπει να κοιμάται.
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Ενθουσιασμένη). Κι εγώ κοιμάμαι -όλος ο τόπος φαίνεται μπρος στα μάτια μου σα να ‘ναι γεμάτος καπνό και σεις φαινόσαστε σα μια σιδερένια σόμπα, που μοιάζει με άντρα ντυμένο στα μαύρα και ψηλό καπέλλο- και τα μάτια σας λάμπουνε σαν κάρβουνα όταν σβήνει η φλόγα και το πρόσωπό σας είναι άσπρο σαν τη στάχτη. (Το φως του ήλιου έφτασε στο πάτωμα και πέφτει πάνω στο Γιάννη). Είναι τόσο ζεστά εδώ, τόσον ωραία (Τρίβει τα χέρια της σα να ζεσταίνεται σε φωτιά). Τόσο φως και τόση ησυχία!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Παίρνει το ξυράφι και της το δίνει στο χέρι). Να η σκούπα! Πήγαινε τώρα που είναι πια φως έξω στην αποθήκη και…- (Της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί).
ΤΖΟΥΛΙΑ: (Ξυπνητή). Ευχαριστώ! Πηγαίνω τώρα ν’ αναπαυθώ! Αλλά πέστε μου τώρα ακόμα κι ότι οι πρώτοι μπορούν να συμμεριστούν τη Θεία Χάρη. Πέστε το κι ας μη το πιστεύετε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Οι πρώτοι; ‘Οχι, αυτό δεν μπορώ να το πω. Αλλά σταθείτε δεσποινίς Τζούλια -ξέρω. Εσείς δεν ανήκετε πια στους πρώτους, γιατί είστε πιο κάτω κι απ’ τους τελευταίους!
ΤΖΟΥΛΙΑ: Αλήθεια! Είμαι η τελευταία, πιο κάτω κι απ’ τους τελευταίους! Ω, αλλά τώρα δεν μπορώ μήτε να περπατήσω. Πείτε μου μια φορά ακόμα πως πρέπει να πάω!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι τώρα, δεν μπορώ εγώ πια. Δεν μπορώ.
ΤΖΟΥΛΙΑ: Κι οι πρώτοι θα γίνουν έσχατοι!
ΓΙΆΝΝΗΣ: Μη σκέπτεστε! Μη σκέπτεστε! Μου παίρνετε όλη τη δύναμή μου και γίνομαι δειλός. Τί! Μου φαίνεται το κουδούνι κουνιέται. Όχι! Να το στουπώσω με χαρτί! Τόσο να τρομάζω με το χτύπημα του κουδουνιού! Ναι αλλά δεν είναι απλό κουδούνι -κάποιος κάθεται από πίσω- ένα χέρι κουνιέται και κάτι άλλο κουνάει το χέρι, αλλά κλείστε ε’ αυτιά σας. Ναι, αλλά χτυπάει δυνατά! Χτυπάει ώσπου να δώσουμε απάντηση -κι ύστερα είναι πολύ αργά! Κι ύστερα – (Χτυπάει το κουδούνι δυο φορές δυνατά. Ο Γιάννης τρομάζει. Ύστερα σηκώνεται ορθός). Είναι φοβερό, αλλά δεν υπάρχει άλλη διέξοδος! Πηγαίνετε!
Η Τζούλια πηγαίνει έξω από τη τζαμόπορτα με σταθερό βήμα…).

                                                   Τ Ε Λ Ο Σ

=========================================================

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:















ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ:












==============================================

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *