Βιογραφικό
Ο Rabîndranâth Tagore (Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ) ήτανε Βεγγαλέζος ποιητής, συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας, συνθέτης, φιλόσοφος, ηθοποιός, κοινωνικός μεταρρυθμιστής και ζωγράφος την εποχή της Αναγέννησης της Βεγγάλης. Αναδιαμόρφωσε τη λογοτεχνία και τη μουσική της, καθώς και την ινδική τέχνη με τον μοντερνισμό με βάση τα συμφραζόμενα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι.. Συγγραφέας της βαθιά ευαίσθητης, φρέσκιας κι όμορφης» ποίησης του Gitanjali, έγινε το 1913 ο 1ος μη Ευρωπαίος κι ο 1ος στιχουργός που κέρδισε Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα ποιητικά τραγούδια θεωρήθηκαν πνευματικά και φιλεύσπλαχνα. που η κομψή πεζογραφία κι η μαγική ποίησή του ήτανε δημοφιλείς στην ινδική υποήπειρο. Ήταν μέλος της Βασιλικής Ασιατικής Εταιρείας. Αναφερόμενος ως “ο βάρδος της Βεγγάλης“, ήτανε γνωστός με τα προσωνύμια: Γκουρουντέμπ, Κομπαγκούρου και Μπισουοκόμπι.
Ένας Μπενγκάλι Βραχμάνος από τη Καλκούτα με προγονικές ρίζες ευγενών στη περιοχή Burdwan και Jessore, έγραφε ποίηση από τα 8. Στα 16, κυκλοφόρησε τα 1α σημαντικά ποιήματά του με το ψευδώνυμο Bhānusiṃha (Λιοντάρι του Ήλιου), που κατασχέθηκαν από τις λογοτεχνικές αρχές ως από καιρό χαμένα κλασσικά. Μέχρι το 1877 αποφοίτησε. Τα 1α του διηγήματα και δράματα, δημοσιεύτηκαν με το πραγματικό του όνομα. Ως ανθρωπιστής, οικουμενιστής, διεθνιστής κι ένθερμος επικριτής του εθνικισμού, κατήγγειλε το βρεττανικό Raj κι υποστήριξε την ανεξαρτησία από τη Βρεττανία. Ως εκφραστής της Αναγέννησης της Βεγγάλης, προώθησε τεράστιο κανόνα που περιελάμβανε πίνακες, σκίτσα και σκετσάκια, εκατοντάδες κείμενα και περίπου 2000 τραγούδια. Η κληρονομιά του διαρκεί επίσης στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Visva-Bharati.
Ο Ταγκόρ εκσυγχρόνισε τη τέχνη της Βεγγάλης απορρίπτοντας τις άκαμπτες κλασσικές φόρμες και αντιστεκόμενος στους γλωσσικούς περιορισμούς. Τα μυθιστορήματα, οι ιστορίες, τα τραγούδια, τα χορευτικά δράματα και τα δοκίμιά του μιλούσαν για θέματα πολιτικά και προσωπικά. Gitanjali (Προσφορές τραγουδιών), Gora (Fair-Faced) και Ghare-Baire (Το σπίτι και ο κόσμος) είναι τα πιο γνωστά έργα του και οι στίχοι, τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του αναγνωρίστηκαν -ή επιδοκιμάστηκαν- για το λυρισμό, την καθομιλουμένη, τον νατουραλισμό και τον αφύσικο στοχασμό τους. Οι συνθέσεις του επιλέχθηκαν από δύο έθνη ως εθνικοί ύμνοι: το “Jana Gana Mana” της Ινδίας και το “Amar Shonar Bangla” του Μπαγκλαντές. Ο εθνικός ύμνος της Σρι Λάνκα εμπνεύστηκε επίσης από το έργο του. [18] Το τραγούδι του Banglar Mati Banglar Jol έχει υιοθετηθεί ως ο κρατικός ύμνος της Δ. Βεγγάλης.
Το 1873
Το όνομα Ταγκόρ είναι η αγγλοποιημένη μεταγραφή του Τακούρ. Το αρχικό επώνυμο των Tagores ήταν Kushari. Ήταν οι Pirali Brahmin (το Pirali ιστορικά έφερε μια στιγματισμένη κι υποτιμητική χροιά) που αρχικά ανήκε σε χωριό που ονομαζόταν Kush στη περιοχή που ονομάζεται Burdwan στη Δυτική Βεγγάλη. Ο βιογράφος του Tagore, Prabhat Kumar Mukhopadhyaya έγραψε στον 1ο τόμο του βιβλίου του Rabindrajibani O Rabindra Sahitya Prabeshak ότι
“Οι Kusharis ήταν απόγονοι του Deen Kushari, γιου του Bhatta Narayana. Στο Deen παραχωρήθηκε ένα χωριό με το όνομα Kush (στο Burdwan zilla) από τον Maharaja Kshitisura, έγινε αρχηγός του και έγινε γνωστός ως Kushari“.
Το μικρότερο από τα 13 επιζώντα παιδιά, ο Ταγκόρ (με το παρατσούκλι Ράμπι) γεννήθηκε στις 7 Μάη 1861 στην έπαυλη Γιορασάνκο στη Καλκούτα, γιος του Ντεμπεντρανάθ Ταγκόρ (1817–1905) και της Σάραντα Ντέβι (1830–1875). Ανατράφηκε κυρίως από υπηρέτες. Η μητέρα του είχε πεθάνει στα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του ταξίδευε πολύ. Η οικογένεια ήταν στη 1η γραμμή της αναγέννησης της Βεγγάλης. Φιλοξένησαν την έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών. θέατρο και ρεσιτάλ βεγγαλικής και δυτικής κλασσικής μουσικής εμφανίζονται τακτικά εκεί. Ο πατέρας του κάλεσε αρκετούς επαγγελματίες μουσικούς του Dhrupad να μείνουνε στο σπίτι και να διδάξουν ινδική κλασσική μουσική στα παιδιά. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Ταγκόρ, Dwijendranath, ήτανε φιλόσοφος και ποιητής. Ένας άλλος αδελφός, ο Satyendranath, ήταν 1ος Ινδός που διορίστηκε στην ελίτ και πρώην πανευρωπαϊκή ινδική δημόσια υπηρεσία. Άλλος αδελφός, ο Jyotirindranath, ήταν μουσικός, συνθέτης και θεατρικός συγγραφέας. Η αδελφή του Swarnakumari έγινε μυθιστοριογράφος. Η σύζυγος του Jyotirindranath, Kadambari Devi, ελαφρώς μεγαλύτερη από τον Tagore, ήταν αγαπητή φίλη κι ισχυρή επιρροή. Η απότομη αυτοκτονία της το 1884, λίγο μετά το γάμο του, τον άφησε βαθιά ταραγμένο για χρόνια.
Το 1879
Ο Ταγκόρ απέφευγε σε μεγάλο βαθμό την εκπαίδευση στην τάξη και προτιμούσε να περιπλανηθεί στο αρχοντικό ή στο κοντινό Bolpur και το Panihati, που τα επισκέφθηκε η οικογένεια. Ο αδελφός του Hemendranath τον δίδαξε και τον προετοίμασε σωματικά -βάζοντάς τον να κολυμπήσει στο Γάγγη ή να περπατήσει μέσα από λόφους, με γυμναστική και με την εξάσκηση του τζούντο και της πάλης. Έμαθε σχέδιο, ανατομία, γεωγραφία κι ιστορία, λογοτεχνία, μαθηματικά, σανσκριτικά κι αγγλικά -το λιγότερο αγαπημένο του μάθημα. Ο Ταγκόρ απεχθανόταν την επίσημη εκπαίδευση -τα ακαδημαϊκά του βάσανα στο τοπικό Προεδρικό Κολλέγιο διήρκεσαν μία μόνο μέρα. Χρόνια μετά υποστήριξε ότι η σωστή διδασκαλία δεν εξηγεί τα πράγματα. Η σωστή διδασκαλία διεγείρει τη περιέργεια.
Μετά την upanayan (τελετή ενηλικίωσης) στα 11, ο Ταγκόρ κι ο πατέρας του φύγαν από τη Καλκούτα Φλεβάρη του 1873 για να περιοδεύσουν στην Ινδία για αρκετούς μήνες, επισκεπτόμενοι το κτήμα Santiniketan του πατέρα του και το Amritsar πριν φτάσουν στον λόφο των Ιμαλαΐων σταθμό Dalhousie. Εκεί διάβασε βιογραφίες, μελέτησε ιστορία, αστρονομία, σύγχρονη επιστήμη, σανσκριτικά κι εξέτασε τη κλασσική ποίηση της Kālidāsa. Στη διάρκεια της παραμονής του 1 μήνα στο Αμριτσάρ το 1873 επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το μελωδικό gurbani και το Nanak bani που τραγουδήθηκαν στο Golden Temple που πατέρας και γιος ήτανε τακτικοί επισκέπτες. Γράφει στο έργο του My Reminiscences (1912):
“Ο χρυσός ναός του Αμριτσάρ επιστρέφει σε μένα σαν όνειρο. Πολλά πρωινά έχω συνοδεύσει τον πατέρα μου σε αυτό το Gurudarbar των Σιχ στη μέση της λίμνης. Εκεί η ιερή ψαλμωδία αντηχεί συνεχώς. Ο πατέρας μου, καθισμένος ανάμεσα στο πλήθος των πιστών, μερικές φορές πρόσθετε τη φωνή του στον ύμνο της δοξολογίας, και βρίσκοντας έναν ξένο που συμμετείχε στην αφοσίωσή τους, θα κέρωναν με ενθουσιασμό εγκάρδια και θα επιστρέφαμε φορτωμένοι με τις αγιασμένες προσφορές κρυστάλλων ζάχαρης και άλλων γλυκών“.
Έγραψε 6 ποιήματα σχετικά με τον Σιχισμό κι αρκετά άρθρα στο παιδικό περιοδικό της Βεγγάλης για τον Σιχισμό.
Ποιήματα για τον γκουρού Gobind Singh: নিষ্ফল উপহার Nishfal-upahaar (1888, μεταφρασμένο ως “Μάταιο δώρο”), গুরু গোবিন্দ Guru Gobinda (1899) και শেষ শিক্ষা Shesh Shiksha (1899, μεταφρασμένο ως “Τελευταίες διδασκαλίες”)
Ποίημα για τον Μπάντα Μπαχαντούρ: বন্দী বীর Bandi-bir (Ο αιχμάλωτος πολεμιστής γραμμένος το 1888 ή το 1898)
Ποίημα για Bhai Torusingh: প্রার্থনাতীত দান (prarthonatit dan – Αυτόκλητο δώρο) γραμμένο το 1888 ή 1898
Ποίημα για τον Nehal Singh: নীহাল সিংহ (Nihal Singh) γραμμένο το 1935.
Ο Ταγκόρ επέστρεψε στο Γιοροσάνκο κι ολοκλήρωσε σειρά σημαντικών έργων μέχρι το 1877, από αυτά ένα μακρύ ποίημα στο στυλ Μαϊθίλι του Βιντιαπάτι. Ως αστείο, ισχυρίστηκε ότι αυτά ήταν τα χαμένα έργα του πρόσφατα ανακαλυφθέντος ποιητή Vaiṣṇava του 17ου αι. Bhānusiṃha. Οι περιφερειακοί εμπειρογνώμονες τα δέχτηκαν ως χαμένα έργα του φανταστικού ποιητή. Έκανε το ντεμπούτο του στο είδος του διηγήματος στα βεγγαλικά με το Bhikharini (Η ζητιάνα). Δημοσιευμένο το ίδιο έτος, το Sandhya Sangit (1882) περιλαμβάνει το ποίημα Nirjharer Swapnabhanga (Το ξεσήκωμα του καταρράκτη).
Επειδή ο Debendranath ήθελε ο γιος του να γίνει δικηγόρος, γράφτηκε σε δημόσιο σχολείο στο Brighton το 1878. Έμεινε αρκετούς μήνες σε σπίτι που ανήκε στην οικογένεια Ταγκόρ κοντά στο Μπράιτον και το Χόουβ, στις βίλες της Μεδίνας. Το 1877 ο ανηψιός κι η ανηψιά του -Suren και Indira Devi, τα παιδιά του αδελφού του Tagore, Satyendranath- στάλθηκαν μαζί με τη μητέρα τους, για να ζήσουν μαζί του. Διάβασε για λίγο νομικά στο University College Λονδίνου, αλλά και πάλι έφυγε, επιλέγοντας αντ ‘αυτού την ανεξάρτητη μελέτη των έργων του Σαίξπηρ Coriolanus κι Antony and Cleopatra και the Religio Medici του Thomas Browne. Ζωηρές αγγλικές, ιρλανδικές και σκωτσέζικες λαϊκές μελωδίες τον εντυπωσίασαν, που η παράδοση των κιρτάν και των τάπας και της υμνωδίας του Νίντουμπα και του Μπράχμο ήταν υποτονική. Το 1880 επέστρεψε στη Βεγγάλη χωρίς πτυχίο, αποφασίζοντας να συμφιλιώσει την ευρωπαϊκή καινοτομία με τις παραδόσεις του Brahmo, παίρνοντας το καλύτερο από το καθένα. Μετά την επιστροφή στη Βεγγάλη, δημοσίευσε τακτικά ποιήματα, ιστορίες και μυθιστορήματα. Είχανε βαθύ αντίκτυπο στην ίδια τη Βεγγάλη, αλλά λάβαν ελάχιστη εθνική προσοχή. Το 1883 παντρεύτηκε τη 10χρονη Mrinalini Devi, γεννημένη Bhabatarini, 1873-1902 (αυτή ήτανε κοινή πρακτική κείνη την εποχή). Απέκτησαν 5 παιδιά, που 2 πέθαναν σε παιδική ηλικία.
Με τη σύζυγό του τη 10χρονη Mrinalini Devi 1883
Το 1901 μετακόμισε στο Σαντινικετάν για να ιδρύσει άσραμ με μαρμάρινη αίθουσα προσευχής -το Mandir– πειραματικό σχολείο, ελαιώνες με δέντρα, κήπους, βιβλιοθήκη. Εκεί πέθαναν η σύζυγος και 2 παιδιά του. Ο πατέρας του πέθανε το 1905. Λάμβανε μηνιαίες πληρωμές ως μέρος της κληρονομιάς και του εισοδήματός του απ’ το Μαχαραγιά της Τριπούρα, τις πωλήσεις κοσμημάτων της οικογένειάς του, το παραθαλάσσιο μπανγκαλόου του στο Πουρί και 2.000 ρουπίες σε δικαιώματα βιβλίου. Κέρδισε Μπενγκάλι και ξένους αναγνώστες. Δημοσίευσε τα Naivedya (1901) και Kheya (1906) και μετέφρασε ποιήματα σε λεύτερο στίχο.
Το 1912, μετέφρασε το έργο του Gitanjali στ’ αγγλικά. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Λονδίνο, μοιράστηκε αυτά τα ποιήματα με θαυμαστές του, συμπεριλαμβανομένων των William Butler Yeats κι Ezra Pound. Η India Society του Λονδίνου δημοσίευσε το έργο σε περιορισμένη έκδοση και το αμερικανικό περιοδικό Poetry δημοσίευσε επιλογή από τον Gitanjali. Τον Νοέμβρη του 1913, έμαθε ότι είχε κερδίσει Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας εκείνης της χρονιάς: η Σουηδική Ακαδημία εκτίμησε την ιδεαλιστική -και για τους Δυτικούς- προσιτή φύση ενός μικρού σώματος του μεταφρασμένου υλικού του που επικεντρώθηκε στο Gitanjali: Song Offerings του 1912. Του απονεμήθηκε ο τίτλος του ιππότη από το βασιλιά Γεώργιο Ε ́ στις τιμές γενεθλίων του 1915, αλλά το αποκήρυξε μετά τη σφαγή του Jallianwala Bagh το 1919. Αποκηρύσσοντας τον τίτλο του ιππότη, έγραψε επιστολή που απευθυνότανε στον Λόρδο Τσέλμσφορντ, τον τότε Βρετανό Αντιβασιλέα της Ινδίας, “Η δυσανάλογη αυστηρότητα των τιμωριών που επιβλήθηκαν στους άτυχους ανθρώπους κι οι μέθοδοι εκτέλεσής τους, είμαστε πεπεισμένοι, δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία των πολιτισμένων κυβερνήσεων… Έχει έρθει ο καιρός που τα διακριτικά τιμής κάνουν τη ντροπή μας κραυγαλέα στο παράταιρο πλαίσιο της ταπείνωσης κι εγώ από τη πλευρά μου πεθυμώ να σταθώ, απογυμνωμένος απ’ όλες τις ειδικές διακρίσεις, στο πλευρό των συμπατριωτών μου“. Το 1919, προσκλήθηκε από τον πρόεδρο του Anjuman-e-Islamia, Syed Abdul Majid να επισκεφθεί το Σιλέτ 1η φορά. Η εκδήλωση προσέλκυσε πάνω από 5000 άτομα.
Το 1921, ο Ταγκόρ κι ο γεωργικός οικονομολόγος Leonard Elmhirst ίδρυσαν το Ινστιτούτο Αγροτικής Ανασυγκρότησης, που αργότερα μετονομάστηκε σε Shriniketan ή Κατοικία Ευημερίας, στο Surul, χωριό κοντά στο άσραμ. Με αυτό, προσπάθησε να μετριάσει τις διαμαρτυρίες Swaraj του Γκάντι,που περιστασιακά κατηγόρησε για την αντιληπτή ψυχική -κι επομένως τελικά αποικιακή- παρακμή της Βρεττανικής Ινδίας. Ζήτησε βοήθεια από δωρητές, αξιωματούχους και μελετητές σε όλο τον κόσμο για να απελευθερώσει τα χωριά από τα δεσμά της αδυναμίας και της άγνοιας με την αναζωογόνηση της γνώσης. Στις αρχές της 10ετίας του 1930 στόχευσε στην ανώμαλη συνείδηση της κάστας και στο ανέγγιχτο. Έδωσε διαλέξεις εναντίον αυτών, έγραψε ήρωες Ντάλιτ για τα ποιήματα και τα δράματά του κι αγωνίστηκε -με επιτυχία- ν’ ανοίξει το ναό Guruvayoor στους Ντάλιτ.
Οι Dutta και Robinson περιγράφουν αυτή τη φάση της ζωής του Ταγκόρ ως μια φάση ενός περιπατητικού λογοτέχνη. Επιβεβαίωσε την άποψή του ότι οι ανθρώπινες διαιρέσεις ήτανε ρηχές. Στη διάρκεια επίσκεψης τον Μάη του 1932 σε στρατόπεδο Βεδουίνων στην ιρακινή έρημο, ο αρχηγός της φυλής του είπε ότι ο Προφήτης μας έχει πει ότι αληθινός μουσουλμάνος είναι κείνος με τα λόγια και τις πράξεις του ούτε ο ελάχιστος από τους αδελφούς του μπορεί ποτέ να βλάψει . Ο Ταγκόρ εκμυστηρεύτηκε στο ημερολόγιό του: “Ξαφνιάστηκα όταν αναγνώρισα στα λόγια του τη φωνή της ουσιαστικής ανθρωπιάς“. Μέχρι το τέλος, εξέτασε εξονυχιστικά την ορθοδοξία -και το 1934, χτύπησε. Εκείνη τη χρονιά, ένας σεισμός έπληξε το Μπιχάρ και σκότωσε χιλιάδες. Ο Γκάντι το χαιρέτισε ως σεισμικό κάρμα, ως θεϊκή τιμωρία που εκδικείται τη καταπίεση των Ντάλιτ. Ο Ταγκόρ τον επέπληξε για τους φαινομενικά επαίσχυντους υπαινιγμύς του. Θρήνησε τη πολυετή φτώχεια της Καλκούτα και τη κοινωνικοοικονομική παρακμή της Βεγγάλης και περιέγραψε λεπτομερώς αυτή τη νέα πληβειακή αισθητική σε ποίημα 100 γραμμών χωρίς ομοιοκαταληξία, που η τεχνική της διπλής όρασης προμήνυε τη ταινία του Satyajit Ray Apur Sansar. 15 νέοι τόμοι εμφανίστηκαν, μεταξύ των οποίων τα πεζά ποιήματα Punashcha (1932), Shes Saptak (1935) και Patraput (1936). Tο πείραμα συνεχίστηκε στα πεζά τραγούδια και τα χοροδράματά του –Chitra (1914) Shyama (1939) & Chandalika (1938)- & στα μυθιστορήματα –Dui Bon (1933), Malancha (1934) & Char Adhyay (1934).
Οι αρμοδιότητές του επεκτάθηκαν στην επιστήμη τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπως υπαινίχθηκε η Visva-Parichay, μια συλλογή δοκιμίων του 1937. Ο σεβασμός του για τους επιστημονικούς νόμους κι η εξερεύνηση της βιολογίας, της φυσικής και της αστρονομίας διαμόρφωσαν τη ποίησή του, η οποία επέδειξε εκτεταμένο νατουραλισμό και αληθοφάνεια. Έπλεξε τη διαδικασία της επιστήμης, τις αφηγήσεις των επιστημόνων, σε ιστορίες στο Se (1937), Tin Sangi (1940) και Galpasalpa (1941). Τα τελευταία 5 έτη του σημαδεύτηκαν από χρόνιο πόνο και 2 μεγάλες περιόδους ασθένειας. Αυτά ξεκίνησαν όταν έχασε τις αισθήσεις του στα τέλη του 1937. Παρέμεινε σε κωματώδη κατάσταση και κοντά στο θάνατο για ένα διάστημα. Ακολούθησε στα τέλη του 1940 ένα παρόμοιο ξόρκι, από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Η ποίηση απ’ αυτά τα έτη είναι από τα καλύτερά του. Περίοδος παρατεταμένης αγωνίας έληξε με το θάνατό του στις 7 Αυγούστου 1941, στα 80. Ήταν σε δωμάτιο στον επάνω όροφο του αρχοντικού Jorasanko που μεγάλωσε. Η ημερομηνία εξακολουθεί να θρηνείται. Ο Α. Κ. Σεν, αδελφός του 1ου επικεφαλής εκλογικού επιτρόπου, έλαβε υπαγόρευση από τον Ταγκόρ στις 30 Ιουλίου 1941, μια μέρα πριν από προγραμματισμένη επιχείρηση: το τελευταίο του ποίημα.
Είμαι χαμένος στη μέση των γενεθλίων μου.
Θέλω τους φίλους μου, το άγγιγμά τους,
με τη τελευταία αγάπη της γης
Θα πάρω τη τελευταία προσφορά της ζωής,
θα πάρω τη τελευταία ευλογία του ανθρώπου.
Σήμερα ο σάκος μου είναι άδειος.
Έχω δώσει εντελώς ό, τι είχα να δώσω.
Σε αντάλλαγμα, αν λάβω κάτι
-λίγη αγάπη, κάποια συγχώρεση-
τότε θα το πάρω μαζί μου
όταν ανέβω στη βάρκα
που διασχίζει τη γιορτή του τέλους
χωρίς λόγια.
Μεταξύ 1878 και 1932, πάτησε σε περισσότερες από 30 χώρες σε 5 ηπείρους. Το 1912, πήρε σωρό απ’ τα μεταφρασμένα έργα του στην Αγγλία, που κέρδισαν τη προσοχή από τον ιεραπόστολο και προστατευόμενο του Γκάντι Charles F. Andrews, τον ιρλανδό ποιητή Yeats, τον Pound, τον Robert Bridges, τον Ernest Rhys, τον Thomas Sturge Moore κι άλλους. Ο Γέιτς έγραψε τον πρόλογο στην αγγλική μετάφραση του Gitanjali. Ο Andrews ενώθηκε με τον Tagore στο Santiniketan. Τον Νοέμβρη του 1912 άρχισε να περιοδεύει στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, μένοντας στο Μπάτερτον του Στάφορντσαϊρ με τους κληρικούς φίλους του Άντριους. Από το Μάη του 1916 ως τον Απρίλη του 1917, έδωσε διαλέξεις στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ. Κατήγγειλε τον εθνικισμό. Το δοκίμιό του Εθνικισμός στην Ινδία περιφρονήθηκε κι επαινέθηκε από το Romain Rolland κι άλλους ειρηνιστές.
Λίγο μετά την επιστροφή του στη πατρίδα, ο 63χρονος Ταγκόρ δέχτηκε πρόσκληση από τη περουβιανή κυβέρνηση. Ταξίδεψε στο Μεξικό. Κάθε κυβέρνηση υποσχέθηκε 100.000 δολάρια στο σχολείο του για να τιμήσει τις επισκέψεις. Μια βδομάδα μετά την άφιξή του στις 6 Νοέμβρη 1924 στο Μπουένος Άιρες, ένας άρρωστος Ταγκόρ μετακόμισε στη Villa Miralrío κατ’ εντολή της Victoria Ocampo. Έφυγε για το σπίτι το Γενάρη 1925. Τον Μάη του 1926 έφτασε στη Νάπολη. Την επόμενη μέρα συνάντησε τον Μουσολίνι στη Ρώμη. Η θερμή σχέση τους τελείωσε όταν ο Ταγκόρ εκφώνησε τη φασιστική φινέτσα του Ντούτσε. Νωρίτερα είχε ενθουσιαστεί: “Είναι αναμφίβολα μεγάλη προσωπικότητα. Υπάρχει τόσο τεράστιο σφρίγος σ’ αυτό το κεφάλι που θυμίζει τη σμίλη του Michelangelo“. Λουτρό φωτιάς του φασισμού επρόκειτο να εκπαιδεύσει την αθάνατη ψυχή της Ιταλίας… ντυμένος με άσβεστο φως.
Τη 1η Νοέμβρη 1926 έφτασε στην Ουγγαρία και πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα στην όχθη της λίμνης Balaton στη Balatonfüred, αναρρώνοντας από καρδιακά προβλήματα σε σανατόριο. Φύτεψε δέντρο και προτομή τοποθετήθηκε εκεί το 1956 (δώρο από την ινδική κυβέρνηση, έργο του Rasithan Kashar, που αντικαταστάθηκε από πρόσφατα προικισμένο άγαλμα το 2005) κι ο παραλιακός δρόμος εξακολουθεί να φέρει το όνομά του από το 1957. Στις 14 Ιουλίου 1927, ο Ταγκόρ και 2 σύντροφοί του ξεκίνησαν 4μηνη περιοδεία στη Νοτιοανατολική Ασία. Επισκέφθηκαν το Μπαλί, την Ιάβα, τη Κουάλα Λουμπούρ, τη Μαλάκκα, το Πενάνγκ, το Σιάμ και τη Σιγκαπούρη. Τα οδοιπορικά που προκύπτουν συνθέτουν το Jatri (1929). Στις αρχές του 1930 έφυγε από τη Βεγγάλη για περιοδεία σχεδόν 1 έτους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Μετά την επιστροφή στη Βρεττανία -και καθώς οι πίνακές του εκτέθηκαν στο Παρίσι και το Λονδίνο- έμεινε σε οικισμό Κουακέρων του Μπέρμιγχαμ. Έγραψε τις Διαλέξεις Hibbert της Οξφόρδης και μίλησε στην ετήσια συνάντηση των Κουακέρων του Λονδίνου. Εκεί, αναφερόμενος στις σχέσεις μεταξύ των Βρεττανών και των Ινδών -θέμα που θ’ αντιμετώπιζε επανειλημμένα τα επόμενα 2 έτη- μίλησε για σκοτεινό χάσμα απόστασης. Επισκέφθηκε τον Αγά Χαν ΙΙΙ, έμεινε στο Dartington Hall, περιόδευσε στη Δανία, την Ελβετία και τη Γερμανία από τον Ιούνιο ως τα μέσα Σεπτέμβρη 1930 και στη συνέχεια στη Σοβιετική Ένωση. Τον Απρίλη του 1932 ενθουσιασμένος από τον Πέρση μυστικιστή Χαφέζ, φιλοξενήθηκε από τον Ρεζά Σαχ Παχλαβί. Στα άλλα ταξίδια του, αλληλεπιδρά με τους Henri Bergson, Albert Einstein, Robert Frost, Thomas Mann, George Bernard Shaw, H.G. Wells και Romain Rolland. Οι επισκέψεις στη Περσία και το Ιράκ (το 1932) και τη Σρι Λάνκα (το 1933) συνέθεσαν τη τελευταία περιοδεία του στο εξωτερικό κι η αντιπάθειά του για τον κοινοτισμό και τον εθνικισμό μόνο βάθυνε. Ο αντιπρόεδρος της Ινδίας Μ. Χαμίντ Ανσάρι είπε ότι ο Ταγκόρ προανήγγειλε τη πολιτιστική προσέγγιση μεταξύ κοινοτήτων, κοινωνιών κι εθνών πολύ πριν γίνει ο φιλελεύθερος κανόνας συμπεριφοράς. Ήταν άνθρωπος μπρος από την εποχή του. Έγραψε το 1932, στη διάρκεια επίσκεψής του στο Ιράν, ότι κάθε χώρα της Ασίας θα λύσει τα δικά της ιστορικά προβλήματα σύμφωνα με τη δύναμή της, τη φύση και τις ανάγκες της, αλλά το λυχνάρι που θα φέρει ο καθένας στη πορεία του προς τη πρόοδο θα συγκλίνει για να φωτίσει τη κοινή ακτίνα της γνώσης.

Γνωστός κυρίως για τη ποίησή του, έγραψε μυθιστορήματα, δοκίμια, διηγήματα, οδοιπορικά, δράματα και χιλιάδες τραγούδια. Από τα πεζά του, τα διηγήματα είναι ίσως πιο αξιόλογα. Πράγματι, πιστώνεται με τη προέλευση της βεγγαλικής εκδοχής του είδους. Τα έργα του διακρίνονται συχνά για τη ρυθμική, αισιόδοξη και λυρική φύση τους. Τέτοιες ιστορίες δανείζονται κυρίως από τη ζωή των κοινών ανθρώπων. Η μη μυθοπλασία του Ταγκόρ καταπιάστηκε με την ιστορία, τη γλωσσολογία και την πνευματικότητα. Έγραψε αυτοβιογραφίες. Τα οδοιπορικα, τα δοκίμια κι οι διαλέξεις του συγκεντρώθηκαν σε διάφορους τόμους, συμπεριλαμβανομένων των Europe Jatrir Patro (Γράμματα από την Ευρώπη) και Manusher Dhormo (Η θρησκεία του ανθρώπου). Η σύντομη συνομιλία του με τον Αϊνστάιν, Note on the Nature of Reality, περιλαμβάνεται ως παράρτημα στο τελευταίο. Με την ευκαιρία των 150ων γενεθλίων του, ανθολογία, με τίτλο Kalanukromik Rabindra Rachanabali, του συνολικού σώματος των έργων του δημοσιεύεται επί του παρόντος στα βεγγαλικά με χρονολογική σειρά. Αυτό περιλαμβάνει όλες τις εκδόσεις κάθε έργου και γεμίζει περίπου 80 τόμους. Το 2011, το Harvard University Press συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Visva-Bharati για να δημοσιεύσει το The Essential Tagore, τη μεγαλύτερη ανθολογία έργων του διαθέσιμη στα αγγλικά. Εκδόθηκε από τους Fakrul Alam και Radha Chakravarthy και σηματοδοτεί την 150η επέτειο από τη γέννησή του.
Οι εμπειρίες του με το δράμα ξεκίνησαν όταν ήταν 16, με τον αδελφό του Jyotirindranath. Έγραψε το 1ο του πρωτότυπο δραματικό κομμάτι όταν ήταν 20 ετών -η Valmiki Pratibha, παρουσιάστηκε στην έπαυλη του. Ο Ταγκόρ δήλωσε ότι τα έργα του προσπάθησαν να αρθρώσουν το παιχνίδι του συναισθήματος κι όχι της δράσης. Το 1890 έγραψε το Visarjan (προσαρμογή της νουβέλας του Rajarshi), που έχει θεωρηθεί ως το καλύτερο δράμα του. Στην αρχική γλώσσα Μπενγκάλι, τέτοια έργα περιελάμβαναν περίπλοκες υποπλοκές και εκτεταμένους μονολόγους. Αργότερα, τα δράματα του χρησιμοποίησαν πιο φιλοσοφικά κι αλληγορικά θέματα. Το έργο Dak Ghar (The Post Office, 1912), περιγράφει το παιδί Amal να αψηφά τα αποπνικτικά και παιδαριώδη όριά του τελικά αποκοιμιέται, υπονοώντας τον φυσικό του θάνατο. Μια ιστορία χωρίς σύνορα -σταχυολογώντας διθυραμβικές κριτικές στην Ευρώπη- ο Dak Ghar ασχολήθηκε με τον θάνατο ως, σύμφωνα με τα λόγια του Ταγκόρ, πνευματική ελευθερία από τον κόσμο του συσσωρευμένου πλούτου και των πιστοποιημένων δογμάτων. Ένα άλλο είναι το Chandalika (Ανέγγιχτο Κορίτσι),που βασίστηκε σε αρχαίο βουδιστικό μύθο που περιγράφει πώς ο Ananda, μαθητής του Gautama Buddha, ζητά νερό από ένα κορίτσι φυλής. Στο Raktakarabi (Κόκκινο ή Ματωμένες πικροδάφνες) είναι ένας αλληγορικός αγώνας ενάντια σε κλεπτοκράτη βασιλιά που κυβερνά τους κατοίκους του Yaksha puri. Η Chitrangada, η Chandalika κι η Shyama είναι άλλα βασικά έργα που έχουν προσαρμογές χορού-δράματος, που μαζί είναι γνωστές ως Rabindra Nritya Natya.
Ταγκόρ: Κεφάλι Γυναίκας
Ξεκίνησε τη καρριέρα του στα διηγήματα το 1877 -στα 16- με το Bhikharini (Η ζητιάνα). Με αυτό, εφηύρε αποτελεσματικά το είδος διηγήματος στη βεγγαλική γλώσσα. Τα 4 έτη 1891-95 είναι γνωστά ως περίοδος Sadhana, πήρε τ’ όνομά του από τα περιοδικά. Αυτή ήταν από τις πιο γόνιμες, αποδίδοντας περισσότερες από τις μισές ιστορίες που περιέχονται στο 3τομο Galpaguchchha, που είναι συλλογή 84 ιστοριών. Τέτοιες συνήθως παρουσιάζουν τις σκέψεις του για το περιβάλλον, για μοντέρνες ιδέες και για ενδιαφέροντα παζλ μυαλού (που λάτρευε να δοκιμάζει τη διάνοιά του). Συνήθως συνέδεσε τις 1ες ιστορίες του (όπως αυτές της περιόδου Σάντανα) με πληθωρικότητα ζωτικότητας κι αυθορμητισμού. Αυτά τα χαρακτηριστικά ήτανε στενά συνδεδεμένα με τη ζωή του στα κοινά χωριά, μεταξύ άλλων, του Πατισάρ, του Σατζαντπούρ και της Σιλάιντα, ενώ χειριζότανε τις τεράστιες εκτάσεις γης της οικογένειας. Εκεί, είδε τη ζωή των φτωχών και κοινών ανθρώπων της Ινδίας. Έτσι, άρχισε να εξετάζει τη ζωή τους με διεισδυτικό βάθος και συναίσθημα που ήταν μοναδικό στην ινδική λογοτεχνία μέχρι κείνο το σημείο. Συγκεκριμένα, ιστορίες όπως Kabuliwala (Ο φρουτοπώλης από τη Καμπούλ, 1892), Kshudita Pashan (Οι πεινασμένες πέτρες- Αύγουστος 1895) και Atithi (Ο δραπέτης, 1895) χαρακτήρισαν αυτή την αναλυτική εστίαση στους καταπιεσμένους. Πολλές απ’ τις άλλες ιστορίες Galpaguchchha γράφτηκαν τη περίοδο Sabuj Patra του Ταγκόρ από το 1914-17, που πήρε επίσης τ’ όνομά του από τα περιοδικά που επιμελήθηκε και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό.
Ο Ταγκόρ έγραψε 8 μυθιστορήματα και 4 νουβέλες, μεταξύ των οποίων οι Chaturanga, Shesher Kobita, Char Odhay και Noukadubi. Το Ghare Baire (Το σπίτι κι ο κόσμος) μέσα από το φακό του ιδεαλιστή πρωταγωνιστή του zamindar Nikhil- αποδοκιμάζει τον αυξανόμενο ινδικό εθνικισμό, τη τρομοκρατία και το θρησκευτικό ζήλο στο κίνημα Swadeshi. Ειλικρινής έκφραση συγκρουόμενων συναισθημάτων του, προέκυψε από περίοδο κατάθλιψης του 1914. Το μυθιστόρημα τελειώνει με την ινδουιστική-μουσουλμανική βία και τον -πιθανότατα θανάσιμο- τραυματισμό του Nikhil.
Με την ανηψιά Ίντιρα Ντέβι σε θεατρικό
Η Γκόρα εγείρει αμφιλεγόμενα ερωτήματα σχετικά με την ινδική ταυτότητα. Όπως και με τον Ghare Baire, τα θέματα της ταυτότητας του εαυτού (jāti), της προσωπικής ελευθερίας και της θρησκείας αναπτύσσονται στο πλαίσιο οικογενειακής ιστορίας κι ενός ερωτικού τριγώνου. Σ’ αυτό, ένα ιρλανδικό αγόρι ορφανό στην ανταρσία Sepoy ανατράφηκε από τους Ινδουιστές ως ο τίτλος gora-λευκός. Αγνοώντας τη ξένη καταγωγή του, τιμωρεί τους ινδουιστές θρησκευτικούς οπισθοδρομητές από αγάπη για τους αυτόχθονες Ινδούς κι αλληλεγγύη μαζί τους εναντίον των ηγεμονών-συμπατριωτών του. Ερωτεύεται ένα κορίτσι Brahmo, αναγκάζοντας τον ανήσυχο θετό πατέρα του να αποκαλύψει το χαμένο παρελθόν του και να σταματήσει τον εθνικιστικό ζήλο του. Ως αληθινή διαλεκτική που προωθεί «επιχειρήματα υπέρ και κατά της αυστηρής παραδοσιοκρατίας, αντιμετωπίζει το αποικιακό αίνιγμα «απεικονίζοντας την αξία όλων των θέσεων μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο Όχι μόνο τον συγκρητισμό, όχι μόνο τη φιλελεύθερη ορθοδοξία, αλλά και την εξτρεμιστική αντιδραστική παραδοσιοκρατία που υπερασπίζεται μ’ έκκληση σ’ αυτό που μοιράζονται οι άνθρωποι. Μεταξύ αυτών ο Ταγκόρ τονίζει τη ταυτότητα. Θεωρείται ως Ντάρμα.
Στο Jogajog (Σχέσεις), η ηρωίδα Kumudini -δεσμευμένη από τα ιδανικά της Śiva-Sati, με παράδειγμα τον Dākshāyani- είναι διχασμένη ανάμεσα στον οίκτο της για τη βυθιζόμενη τύχη του προοδευτικού και συμπονετικού μεγαλύτερου αδελφού της και το αντιθετικό του στοιχείο: το ρουέ του συζύγου της. Ο Ταγκόρ επιδεικνύει τις φεμινιστικές του τάσεις. Το πάθος απεικονίζει τη δεινή θέση και τον τελικό θάνατο των γυναικών που παγιδεύτηκαν από την εγκυμοσύνη, το καθήκον και την οικογενειακή τιμή. Ταυτόχρονα με τους σάπιους ευγενείς της Βεγγάλης. Η ιστορία γυρίζει γύρω από την υποκείμενη αντιπαλότητα μεταξύ δύο οικογενειών -των Chatterjees, αριστοκρατών που βρίσκονται τώρα σε παρακμή (Biprodas) και των Ghosals (Madhusudan), που αντιπροσωπεύουν νέο χρήμα και νέα αλαζονεία. Η Κουμουντίνι, αδελφή του Μπιπρόντας, παγιδεύεται ανάμεσα στους δύο καθώς είναι παντρεμένη με τον Μαντουσουντάν. Είχε μεγαλώσει σε παρατηρητικό και προστατευμένο παραδοσιακό σπίτι, όπως κι όλες οι γυναικείες σχέσεις της.
Η τελευταία του φωτογραφία
Το Shesher Kobita -μεταφρασμένο 2 φορές ως Last Poem and Farewell Song- είναι το πιο λυρικό μυθιστόρημά του, με ποιήματα και ρυθμικά αποσπάσματα γραμμένα από ποιητή πρωταγωνιστή. Περιέχει στοιχεία σάτιρας και μεταμοντερνισμού κι έχει στοκ χαρακτήρες που επιτίθενται με χαρά στη φήμη ενός παλιού, ξεπερασμένου, καταπιεστικά διάσημου ποιητή που, παρεμπιπτόντως, έχει γνωστό όνομα: Ραμπιντρανάθ Ταγκό». Αν και τα μυθιστορήματά του παραμένουν μεταξύ των λιγότερο εκτιμημένων έργων του, έχουνε λάβει ανανεωμένη προσοχή μέσω κινηματογραφικών προσαρμογών από τον Ray κι άλλους: το Chokher Bali και το Ghare Baire είναι υποδειγματικά. Στο 1ο, εγγράφει τη κοινωνία της Βεγγάλης μέσω της ηρωίδας του: επαναστατική χήρα που θα ζούσε μόνο για τον εαυτό της. Διαπομπεύει το έθιμο του διαρκούς πένθους εκ μέρους των χήρων, που δεν επιτρεπόταν να ξαναπαντρευτούν, που είναι στην απομόνωση και τη μοναξιά. Έγραψε γι’ αυτό: “Πάντα μετάνιωνα για το τέλος“.
Διεθνώς, το Gitanjali (βεγγαλικά: গীতাঞ্জলি) είναι η πιο γνωστή ποιητική συλλογή του, που του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1913. Ήταν ο 1ος μη Ευρωπαίος που έλαβε βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας κι ο 2ος μη Ευρωπαίος που έλαβε βραβείο Νόμπελ μετά το Ρούσβελτ. Εκτός από τον Gitanjali, άλλα αξιοσημείωτα έργα περιλαμβάνουν Manasi, Sonar Tori (Golden Boat), Balaka (Wild Geese -ο τίτλος είναι μεταφορά για τις μεταναστευτικές ψυχές). Το ποιητικό ύφος του, που προέρχεται από γενεαλογία που καθιερώθηκε από τους ποιητές Vaishnava του 15ου και 16ου αι., κυμαίνεται από τον κλασσικό φορμαλισμό ως τον κωμικό, οραματιστή κι εκστατικό. Επηρεάστηκε από τον αταβιστικό μυστικισμό του Vyasa κι άλλων rishi-συγγραφέων των Ουπανισάντ, του μυστικιστή Bhakti-Sufi Kabir και του Ramprasad Sen. Η πιο καινοτόμος κι ώριμη ποίησή του ενσωματώνει την έκθεσή του στην αγροτική λαϊκή μουσική της Βεγγάλης, που περιελάμβανε μυστικιστικές μπαλάντες Baul όπως αυτές του βάρδου Lalon. Αυτά, που ανακαλύφθηκαν εκ νέου κι επαναδιαδόθηκαν μοιάζουν με ύμνους Kartābhajā του 19ου αι. που τονίζουνε την εσωτερική θεότητα και την εξέγερση ενάντια στην αστική θρησκευτική και κοινωνική ορθοδοξία bhadralok.
ιδιόχειρο ποίημά του
Στη διάρκεια των ετών του Shelaidaha, τα ποιήματά του πήρανε λυρική φωνή του moner manush, του ανθρώπου μες στη καρδιά των Bāuls και της δύναμης ζωής των βαθιών εσοχών του, ή διαλογισμού πάνω στο jeevan devata -το demiurge ή τον ζωντανό Θεό μέσα. Αυτή η μορφή συνδέεται με τη θεότητα μέσω της επίκλησης στη φύση και της συναισθηματικής αλληλεπίδρασης του ανθρώπινου δράματος. Τέτοια εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν στα ποιήματά του Bhānusiṃha που εξιστορούν το ειδύλλιο Radha-Krishna, που αναθεωρήθηκε επανειλημμένα σε διάστημα 70 ετών. Αργότερα, με την ανάπτυξη νέων ποιητικών ιδεών στη Βεγγάλη -που πολλές προέρχονται από νεότερους ποιητές που επιδιώκουν να σπάσουνε το ύφος του- ο Ταγκόρ απορρόφησε νέες ποιητικές έννοιες, που του επέτρεψαν ν’ αναπτύξει περαιτέρω μοναδική ταυτότητα. Π.χ. περιλαμβάνουνε την Αφρική και τη Camalia, που είναι από τα πιο γνωστά από τα τελευταία ποιήματά του.
Ο Ταγκόρ ήτανε παραγωγικός συνθέτης με περίπου 2.230 τραγούδια στο ενεργητικό του. Τα τραγούδια του είναι γνωστά ως rabindrasangit (Τραγούδι του Ταγκόρ), που συγχωνεύεται ρευστά στη λογοτεχνία του, που τα περισσότερα -ποιήματα ή μέρη μυθιστορημάτων, ιστοριών ή θεατρικών έργων- ήτανε λυρικά. Επηρεασμένοι από το στυλ thumri της ινδουστανικής μουσικής, έτρεξαν όλο το φάσμα του ανθρώπινου συναισθήματος, που κυμαινόταν από τους πρώιμους λατρευτικούς ύμνους του Brahmo μέχρι τις οιονεί ερωτικές συνθέσεις. Μιμήθηκαν το τονικό χρώμα των κλασσικών ragas σε διάφορους βαθμούς. Μερικά τραγούδια μιμούνταν πιστά τη μελωδία και το ρυθμό ενός συγκεκριμένου raga, άλλα πρόσφατα αναμείγνυαν στοιχεία διαφορετικών. Ωστόσο, περίπου τα 9/10 του έργου του δεν ήτανε bhanga gaan, το σώμα των μελωδιών ανανεωμένο με φρέσκια αξία από επιλεγμένες δυτικές, ινδουστανικές, βεγγαλικές λαϊκές κι άλλες τοπικές γεύσεις εξωτερικές στον προγονικό πολιτισμό του Ταγκόρ.
Η έπαυλη του Ταγκόρ από μέσα
Το 1971, το Amar Shonar Bangla έγινε εθνικός ύμνος του Μπαγκλαντές. Γράφτηκε -ειρωνικά- για να διαμαρτυρηθεί για τη διχοτόμηση της Βεγγάλης το 1905 κατά μήκος κοινοτικών γραμμών: η αποκοπή της μουσουλμανικής πλειοψηφίας της Ανατολικής Βεγγάλης από τη κυριαρχούμενη από τους ινδουιστές Δυτική Βεγγάλη ήτανε για ν’ αποφευχθεί περιφερειακό λουτρό αίματος. Ο Ταγκόρ είδε τη διχοτόμηση ως ένα πονηρό σχέδιο για να σταματήσει το κίνημα ανεξαρτησίας και στόχευε στην αναζωπύρωση της ενότητας της Βεγγάλης και του κοινοτισμού. Το Jana Gana Mana γράφτηκε σε shadhu-bhasha, σανσκριτική μορφή της βεγγαλικής κι είναι η 1η από τις 5 στροφές του ύμνου Brahmo Bharot Bhagyo Bidhata που συνέθεσε ο Ταγκόρ. Τραγουδήθηκε 1η φορά το 1911 σε συνεδρίαση της Καλκούτας του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσσου κι υιοθετήθηκε το 1950 από τη Συντακτική Συνέλευση Δημοκρατίας Ινδίας ως εθνικός ύμνος. Ο εθνικός ύμνος της Σρι Λάνκα εμπνεύστηκε από το έργο του.
Για τους Μπενγκάλι, η απήχηση των τραγουδιών, που πηγάζει από τον συνδυασμό συναισθηματικής δύναμης κι ομορφιάς που περιγράφεται ότι ξεπερνά ακόμη και τη ποίηση του Ταγκόρ, ήτανε τέτοια που η Modern Review παρατήρησε ότι δεν υπάρχει στη Βεγγάλη κανένα καλλιεργημένο σπίτι όπου τα τραγούδια του Ραμπιντρανάθ δεν τραγουδιούνται ή τουλάχιστον επιχειρείται να τραγουδηθούν… Ακόμα κι αγράμματοι χωρικοί τραγουδούν τα τραγούδια του. Επηρέασε τον μαέστρο του σιτάρ Vilayat Khan και τους sarodiyas Buddhadev Dasgupta κι Amjad Ali Khan. Στα 60 άρχισε να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει. Επιτυχημένες εκθέσεις των πολλών έργων του -που κάνανε τη 1η τους εμφάνιση στο Παρίσι μετά από ενθάρρυνση καλλιτεχνών που συνάντησε στη νότια Γαλλία -πραγματοποιήθηκαν σ’ όλη την Ευρώπη. Πιθανότατα είχε κόκκινη, πράσινη αχρωματοψία, με αποτέλεσμα έργα που παρουσίαζαν περίεργους χρωματικούς συνδυασμούς κι εκτός ρυθμού αισθητική. Ο Ταγκόρ επηρεάστηκε από πολλά στυλ, μαζί και του scrimshaw από τους Malanggan της Β. Νέας Ιρλανδίας, της Παπούα Νέας Γουινέας, των γλυπτών Haida από τη περιοχή του ΒΔ Ειρηνικού της Β.Αμερικής και των ξυλογραφιών από τον Γερμανό Max Pechstein. Το μάτι του καλλιτέχνη του για το γραφικό χαρακτήρα αποκαλύφθηκε στα απλά καλλιτεχνικά και ρυθμικά leitmotifs που διακοσμούνε τις μουντζούρες, τις διαγραφές και τις διατάξεις λέξεων των χειρογράφων του. Μερικοί από τους στίχους του Ταγκόρ αντιστοιχούσαν με συναισθητική έννοια σε συγκεκριμένους πίνακες.
Η έπαυλή του απ’ έξω
Περιτριγυρισμένος από αρκετούς ζωγράφους, ήθελε πάντα να ζωγραφίσει. Η συγγραφή κι η μουσική, η θεατρική συγγραφή κι η υποκριτική ήρθανε σ’ αυτόν φυσικά και σχεδόν χωρίς εκπαίδευση, όπως συνέβη σε αρκετούς άλλους στην οικογένειά του και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Αλλά η ζωγραφική του ξέφυγε. Ωστόσο, προσπάθησε επανειλημμένα να κυριαρχήσει στην τέχνη και υπάρχουν αρκετές αναφορές σε αυτό στις πρώτες επιστολές και αναμνήσεις του. Το 1900, π.χ., όταν πλησίαζε τα 40 κι ήταν ήδη διάσημος συγγραφέας, έγραψε στον Jagadish Chandra Bose: “Θα εκπλαγείτε αν ακούσετε ότι κάθομαι με σχέδιο βιβλίου σκίτσων. Περιττό να πω ότι οι εικόνες δεν προορίζονται για κανένα σαλόνι στο Παρίσι, δεν μου προκαλούν την παραμικρή υποψία ότι η εθνική πινακοθήκη οποιασδήποτε χώρας θα αποφασίσει ξαφνικά να αυξήσει τους φόρους για να τις αποκτήσει. Αλλά, όπως μια μητέρα τρέφει τη μεγαλύτερη στοργή στον πιο άσχημο γιο της, έτσι κι εγώ νιώθω κρυφά να έλκομαι από την ίδια την ικανότητα που μου έρχεται λιγότερο εύκολα“. Συνειδητοποίησε επίσης ότι χρησιμοποιούσε τη γόμα περισσότερο από το μολύβι και δυσαρεστημένος με τα αποτελέσματα τελικά απέσυρε, αποφασίζοντας ότι δεν ήταν γι’ αυτόν να γίνει ζωγράφος. Η Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Ινδίας απαριθμεί 102 έργα του στις συλλογές της. Το 1937, οι πίνακές του αφαιρέθηκαν από το μπαρόκ παλάτι του πρίγκηπα διαδόχου του Βερολίνου από το ναζιστικό καθεστώς και 5 συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο της εκφυλισμένης τέχνης που συνέταξαν οι Ναζί το 1941-42.
Ο Ταγκόρ αντιτάχθηκε στον ιμπεριαλισμό κι υποστήριξε τους Ινδούς εθνικιστές κι αυτές οι απόψεις αποκαλύφθηκαν 1η φορά στο Manast, που συντέθηκε κυρίως στα 20 του. Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν στη διάρκεια της δίκης συνωμοσίας Hindu-German κι οι τελευταίες αφηγήσεις επιβεβαιώνουν την ευαισθητοποίησή του για τους Ghadarites και δήλωσαν ότι ζήτησε την υποστήριξη του ιαπωνικού πρωθυπουργού Terauchi Masatake και του πρώην πρωθυπουργού Ōkuma Shigenobu. Ωστόσο, καυτηρίασε το κίνημα Swadeshi. Το επέπληξε στο The Cult of the Charkha, καυστικό δοκίμιο του 1925. Σύμφωνα με τον Amartya Sen, επαναστάτησε ενάντια στις έντονα εθνικιστικές μορφές του κινήματος ανεξαρτησίας κι ήθελε να διεκδικήσει το δικαίωμα της να ‘ναι ανεξάρτητη χωρίς ν’ αρνείται τη σημασία του τι θα μπορούσε να μάθει απ’ το εξωτερικό. Παρότρυνε τις μάζες ν’ αποφύγουνε τη θυματολογία και αντ’ αυτού ν’ αναζητήσουν αυτοβοήθεια κι εκπαίδευση κι είδε τη παρουσία της βρεττανικής διοίκησης ως «πολιτικό σύμπτωμα της κοινωνικής μας ασθένειας». Υποστήριξε ότι, ακόμη και για εκείνους που βρίσκονται στα άκρα της φτώχειας, δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα τυφλής επανάστασης. Προτιμότερο από αυτό ήτανε σταθερή και σκόπιμη εκπαίδευση.
Ο τάφος του
Τέτοιες απόψεις εξόργισαν πολλούς. Γλίτωσε τη δολοφονία -και μόνο οριακά- από Ινδούς ομογενείς στη διάρκεια της παραμονής του σε ξενοδοχείο του Σαν Φρανσίσκο στα τέλη του 1916. Η συνωμοσία απέτυχε όταν οι επίδοξοι δολοφόνοι του έπεσαν σε καυγά. Έγραψε τραγούδια που εξυμνούσανε το ινδικό κίνημα ανεξαρτησίας. 2 από τις πιο πολιτικά φορτισμένες συνθέσεις του, το Chitto Jetha Bhayshunyo (Where the Mind is Without Fear) και το Ekla Chalo Re (If They Answer Not to Thy Call, Walk Alone), κέρδισαν μαζική απήχηση, με το τελευταίο να προτιμάται από τον Γκάντι. Αν και κάπως επικριτικός για τον ακτιβισμό του, ήτανε το κλειδί για την επίλυση μιας διαμάχης Γκάντι-Αμπεντκάρ που αφορούσε ξεχωριστά εκλογικά σώματα γι’ ανέγγιχτους, αμφισβητώντας έτσι τουλάχιστον μία από τις νηστείες του μέχρι θανάτου. Παραιτήθηκε από τον τίτλο του ιππότη ως απάντηση στη σφαγή της Jallianwala Bagh το 1919. Στην επιστολή αποκήρυξης προς τον Αντιβασιλέα, Λόρδο Τσέλμσφορντ, έγραψε:
“Έχει έρθει ο καιρός που τα διακριτικά τιμής κάνουν τη ντροπή μας κραυγαλέα στο παράταιρο πλαίσιο της ταπείνωσης, και εγώ από την πλευρά μου επιθυμώ να σταθώ, απογυμνωμένος, από όλες τις ειδικές διακρίσεις, στο πλευρό εκείνων των συμπατριωτών μου οι οποίοι, λόγω της δήθεν ασημαντότητάς τους, κινδυνεύουν να υποστούν υποβάθμιση που δεν αρμόζει σε ανθρώπους“.
Ο Ταγκόρ απεχθανόταν τη σχολική φοίτηση στη τάξη, όπως φαίνεται στο διήγημά του, Η εκπαίδευση του παπαγάλου, όπου ένα πουλί είναι εγκλωβισμένο και τροφοδοτείται με το ζόρι σελίδες βιβλίων -μέχρι θανάτου. Επισκεπτόμενος τη Σάντα Μπάρμπαρα το 1917, συνέλαβε νέο τύπο πανεπιστημίου: προσπάθησε να κάνει το Santiniketan το συνδετικό νήμα μεταξύ της Ινδίας και του κόσμου και παγκόσμιο κέντρο για τη μελέτη της ανθρωπότητας κάπου πέρα από τα όρια του έθνους και της γεωγραφίας. Το σχολείο, τ’ ονόμασε Visva-Bharati, είχε τον θεμέλιο λίθο του στις 24 Δεκέμβρη 1918 κι εγκαινιάστηκε ακριβώς 3 έτη μετά. Χρησιμοποίησε σύστημα brahmacharya: οι γκουρού δώσανε στους μαθητές προσωπική καθοδήγηση -συναισθηματική, διανοητική και πνευματική. Η διδασκαλία γινότανε συχνά κάτω από δέντρα. Στελέχωσε το σχολείο, συνεισέφερε τα χρήματα του Νόμπελ και τα καθήκοντά του ως διαχειριστής-μέντορας στο Santiniketan τον κράτησαν απασχολημένο: πρωινά δίδασκε μαθήματα. Τα απογεύματα και τα βράδυα έγραφε σχολικά βιβλία των μαθητών. Συγκέντρωσε χρήματα ευρέως για το σχολείο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ μεταξύ 1919-21.
Στις 25 Μάρτη 2004, το Νόμπελ του Ταγκόρ κλάπηκε από το θησαυροφυλάκιο ασφαλείας του Πανεπιστημίου Visva-Bharati, μαζί με πολλά άλλα υπάρχοντά του. Στις 7 Δεκέμβρη 2004, η Σουηδική Ακαδημία αποφάσισε να παρουσιάσει 2 αντίγραφα του Νόμπελ του Ταγκόρ, 1 από χρυσό και το 2ο από χαλκό, στο Πανεπιστήμιο Visva-Bharati. Ενέπνευσε τη ταινία φαντασίας Nobel Chor. Το 2016, τραγουδιστής baul που ονομάζεται Pradip Bauri, κατηγορούμενος ότι παρείχε καταφύγιο στους κλέφτες, συνελήφθη.
Κάθε χρόνο, πολλές εκδηλώσεις αποτίουν φόρο τιμής στον Ταγκόρ: το Kabipranam, η επέτειος γέννησής του, γιορτάζεται από ομάδες διάσπαρτες σ’ όλο τον κόσμο. το ετήσιο Φεστιβάλ Ταγκόρ που πραγματοποιείται στην Urbana, Illinois (ΗΠΑ). Rabindra Path Parikrama περπατητικά προσκυνήματα από τη Καλκούτα στο Santiniketan και ρεσιτάλ της ποίησής του, που γίνονται σε σημαντικές επετείους. Ο πολιτισμός της Βεγγάλης είναι γεμάτος μ’ αυτή τη κληρονομιά: από τη γλώσσα και τις τέχνες στην ιστορία και τη πολιτική. Ο Amartya Sen τονρ θεωρούσε πανύψηλη φιγούρα, βαθιά σχετικό και πολύπλευρο σύγχρονο στοχαστή. Τα βεγγαλικά πρωτότυπά του -το Rabīndra Rachanāvalī του 1939- αγιοποιούνται ως από τους μεγαλύτερους πολιτιστικούς θησαυρούς του έθνους του και συνδέθηκε με αρκετά ταπεινό ρόλο: ο μεγαλύτερος ποιητής που έχει παράγει η Ινδία.
Ο Ταγκόρ ήτανε γνωστός σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, της Β. Αμερικής και της Αν. Ασίας. Συνίδρυσε το Dartington Hall School, ένα προοδευτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. στην Ιαπωνία, επηρέασε προσωπικότητες όπως ο βραβευμένος με Νόμπελ Yasunari Kawabata. Στο αποικιακό Βιετνάμ ήταν οδηγός για το ανήσυχο πνεύμα του ριζοσπάστη συγγραφέα και δημοσιογράφου Nguyen An Ninh. Τα έργα του μεταφράστηκαν ευρέως στ’ αγγλικά, ολλανδικά, γερμανικά, ισπανικά κι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες από τον τσεχικό ινδολόγο Vincenc Lesný, ο Γάλλος νομπελίστας André Gide, η Ρώσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Bülent Ecevit κι άλλοι. Στις ΗΠΑ, τα κυκλώματα διαλέξεών του, ιδιαίτερα κείνα του 1916-17, είχαν ευρεία συμμετοχή κι εξαιρετικές κριτικές. Ορισμένες αντιπαραθέσεις που τον αφορούσανε, πιθανώς πλασματικές, κατέστρεψαν τη δημοτικότητά του και τις πωλήσεις του στην Ιαπωνία και τη Β.Αμερική μετά τα τέλη της 10ετίας του 1920, καταλήγοντας στη σχεδόν ολική έκλειψη του έξω από τη Βεγγάλη. Ωστόσο, ένας λανθάνων σεβασμός του ανακαλύφθηκε από τον έκπληκτο Σαλμάν Ρούσντι στη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Νικαράγουα.
Το άγαλμά του
Μέσω μεταφράσεων, ο Ταγκόρ επηρέασε τους Χιλιανούς Pablo Neruda και Gabriela Mistral. Ο Μεξικανός συγγραφέας Octavio Paz; και οι Ισπανοί José Ortega y Gasset, Zenobia Camprubí και Juan Ramón Jiménez. Στη περίοδο 1914-22, το ζεύγος Χιμένεθ-Καμπρούμπι παρήγαγε 22 ισπανικές μεταφράσεις του αγγλικού corpus του Ταγκόρ. Αναθεώρησαν σε μεγάλο βαθμό το The Crescent Moon κι άλλους βασικούς τίτλους. Σ’ αυτά τα χρόνια, ο Jiménez ανέπτυξε γυμνή ποίηση. Ο Ortega y Gasset έγραψε ότι η ευρεία απήχηση του Ταγκόρ οφείλεται στο πώς μιλά για λαχτάρα για τελειότητα που όλοι έχουμε. Ξυπνά αδρανή αίσθηση παιδικού θαύματος και διαποτίζει τον αέρα με κάθε είδους μαγευτικές υποσχέσεις για τον αναγνώστη, που δίνει λίγη προσοχή στη βαθύτερη σημασία του ανατολικού μυστικισμού. Τα έργα του κυκλοφόρησαν σ’ ελεύθερες εκδόσεις γύρω στο 1920 -μαζί με κείνα του Πλάτωνα, του Δάντη, του Θερβάντες, του Γκαίτε και του Τολστόι.
“Ο Ταγκόρ θεωρήθηκε υπερεκτιμημένος από ορισμένους. Ο Graham Greene αμφισβήτησε ότι «οποιοσδήποτε εκτός από τον Yeats μπορεί ακόμα να πάρει τα ποιήματά του πολύ σοβαρά. Αρκετοί εξέχοντες δυτικοί θαυμαστές -συμπεριλαμβανομένου του Πάουντ και, σε μικρότερο βαθμό, ακόμη και του Γέιτς- επέκριναν το έργο του. Ο Γέιτς, χωρίς να εντυπωσιαστεί από τις αγγλικές μεταφράσεις του, καταφέρθηκε εναντίον αυτού του Καταραμένου Ταγκόρ […] Βγάλαμε τρία καλά βιβλία, τον Sturge Moore και μένα, και μετά, επειδή θεώρησε πιο σημαντικό να δει και να μάθει αγγλικά παρά να είναι μεγάλος ποιητής, έφερε στην επιφάνεια συναισθηματικά σκουπίδια και κατέστρεψε τη φήμη του. Ο Ταγκόρ δεν ξέρει αγγλικά, κανένας Ινδός δεν ξέρει αγγλικά. Ο William Radice, που αγγλικά τα ποιήματά του, ρώτησε: Ποια είναι η θέση τους στη παγκόσμια λογοτεχνία; Τον είδε ως είδος αντι-κουλτούρας, φέρνοντας νέο είδος κλασσικισμού» που θα θεράπευε τη κατάρρευση της ρομαντικής σύγχυσης και του χάους του 20ού αι. Ο μεταφρασμένος Ταγκόρ ήταν «σχεδόν ανόητος κι οι υποδεέστερες αγγλικές προσφορές μείωσαν τη διακρατική του απήχηση: Όποιος γνωρίζει τα ποιήματα του στο πρωτότυπο βεγγαλικό τους δεν μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένος με καμμία από τις μεταφράσεις (που έγιναν με ή χωρίς τη βοήθεια του Γέιτς). Ακόμη κι οι μεταφράσεις των πεζών έργων του πάσχουν, σε κάποιο βαθμό, από παραμόρφωση. Ο E.M. Forster σημείωσε για το The Home and the World το θέμα είναι τόσο όμορφο», αλλά τα γούρια έχουν εξαφανιστεί στη μετάφραση ή ίσως σε πείραμα που δεν έχει βγει εντελώς“.
–Amartya Sen, Ο Ταγκόρ κι η Ινδία του.

Υπάρχουν 8 Μουσεία Ταγκόρ, 3 στην Ινδία και 5 στο Μπαγκλαντές:
Μουσείο Rabindra Bharati, στο Jorasanko Thakur Bari, Καλκούτα, Ινδία
Tagore Memorial Museum, στο Shilaidaha Kuthibadi, Shilaidaha, Μπαγκλαντές
Μουσείο Μνήμης Rabindra στο Shahzadpur Kachharibari, Shahzadpur, Μπαγκλαντές
Μουσείο Rabindra Bhavan, στο Santiniketan, Ινδία
Μουσείο Rabindra, στο Mungpoo, κοντά στο Kalimpong, Ινδία
Patisar Rabindra Kacharibari, Patisar, Atrai, Naogaon, Μπαγκλαντές
Pithavoge Rabindra Memorial Complex, Pithavoge, Rupsha, Khulna, Μπαγκλαντές
Rabindra Complex, χωριό Dakkhindihi, Phultala Upazila, Khulna, Μπαγκλαντές
Το Jorasanko Thakur Bari (βεγγαλικά: House of the Thakurs, αγγλ. Tagore) στο Jorasanko, βόρεια της Καλκούτας, είναι το προγονικό σπίτι της οικογένειας Tagore. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην πανεπιστημιούπολη Rabindra Bharati University στο 6/4 Dwarakanath Tagore Lane[. Jorasanko, Καλκούτα 700007. Είναι το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ο Ταγκόρ, αλλά και ο τόπος όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας και πέθανε στις 7 Αυγούστου 1941.
Το SNLTR φιλοξενεί την έκδοση 1415 BE των πλήρων βεγγαλικών έργων του Ταγκόρ. Το Tagore Web φιλοξενεί επίσης μια έκδοση των έργων του Tagore, συμπεριλαμβανομένων σχολιασμένων τραγουδιών. Μεταφράσεις βρίσκονται στο Project Gutenberg.
Το Rabindranath Tagore είναι ένα ινδικό ντοκυμανταίρ του 1961 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Satyajit Ray, που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της εκατονταετηρίδας γέννησης του Ταγκόρ. Η παραγωγή έγινε από το Τμήμα Ταινιών της Κυβέρνησης της Ινδίας.
Η Σέρβα συνθέτρια Νταρίνκα Σίμιτς-Μίτροβιτς χρησιμοποίησε το κείμενο του Ταγκόρ για τον κύκλο τραγουδιών της Gradinar το 1962.
Το 1969, ανατέθηκε στην Αμερικανίδα συνθέτρια E. Anne Schwerdtfeger να συνθέσει το Two Pieces, ένα έργο για γυναικεία χορωδία βασισμένο σε κείμενο του Tagore.
Στη βεγγαλέζικη ταινία Chhelebela (2002) του Sukanta Roy, ο Jisshu Sengupta υποδύθηκε τον Tagore.
Στη βεγγαλέζικη ταινία Chirosakha He (2007) του Bandana Mukhopadhyay ο Sayandip Bhattacharya έπαιξε τον Tagore.
Στο βεγγαλέζικο ντοκιμαντέρ του Rituparno Ghosh Jeevan Smriti (2011), ο Samadarshi Dutta έπαιξε τον Tagore.
Στη βεγγαλέζικη ταινία Kadambari (2015) του Suman Ghosh η Parambrata Chatterjee υποδύθηκε τον Tagore.
ΡΗΤΑ:
Το σύμπαν είναι τσιγκούνικο για όποιον αρνείται τον εαυτό του.
Ο Θάνατος δεν είναι όταν σβήνουν τα φώτα. Είναι το σβήσιμο της λάμπας επειδή ήρθε η αυγή.
Με τη δύναμη της θέλησης ο άνθρωπος αλλάζει τον εαυτό του. Με τη δύναμη της αγάπης αλλάζει τους άλλους. Με τη δύναμη της σκέψης αλλάζει τον κόσμο.
Κάθε παιδί φέρνει το μήνυμα ότι ο Θεός δεν έχει αποθαρρυνθεί ακόμα από τον άνθρωπο.
Αν κλείσεις την πόρτα σε όλα τα λάθη, η αλήθεια θα μείνει απ’ έξω.
Το άδικο δεν δέχεται ποτέ να νικηθεί, το δίκιο δέχεται.
Κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα πως η ζωή είναι χαρά. Ξύπνησα και είδα πως ζωή σημαίνει να υπηρετείς. Υπηρέτησα και είδα ότι το να υπηρετείς είναι χαρά.
Οι συμβουλές είναι σαν τα φάρμακα: οι πιο πικρές είναι συχνά οι καλύτερες.
Αυτός που τραγουδά πάει από τη χαρά στη μελωδία. Αυτός που ακούει πάει από τη μελωδία στη χαρά.
Συχνά ψάχνουμε κείνο που δεν μπορούμε να βρούμε και βρίσκουμε κείνο που δεν ψάχνουμε.
Είναι εύκολο να συντρίψουμε, στο όνομα της εξωτερικής ελευθερίας, την εσωτερική ελευθερία του ανθρώπου.
Καμμιά πρόοδος δεν είναι δυνατή σε μια κοινωνία χωρίς να περάσει μέσα από τον πόνο, και είναι εκεί που ο υλιστής είναι ανήμπορος.
Πιστεύω στο αληθινό σμίξιμο της Δύσης με την Ανατολή.
Για να απολαύσεις κάτι, είναι σημαντικό να το προστατεύσεις με το τείχος του ελεύθερου χρόνου.
Έχω δεχτεί την πρόσκληση στη γιορτή του Κόσμου και έχω παίξει όσο περισσότερο μπόρεσα.
Βουτηγμένος μέσα στις απολαύσεις, σταματάς να νιώθεις οποιαδήποτε ευχαρίστηση.
Η πίστη είναι ένα πουλί που αισθάνεται το φως όταν η αυγή είναι ακόμα σκοτεινή.
Η πεταλούδα δεν μετρά μήνες αλλά στιγμές, και έχει αρκετό χρόνο.=======================
Ένα Καλάθι Με Καρπούς
Ξυπνούσα κι έβρισκα το μήνυμά του το πρωί
Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που μου έφερνε
γιατί δεν ξέρω να διαβάζω
Θα αφήσω τον σοφό μέσα στα βιβλία του,
δεν θα τον ρωτήσω καθόλου
μπορώ τάχα να ξέρω αν θα μπορούσε
να καταλάβει το δικό μου μήνυμα;
Θ αγγίξω το πρόσωπο μου με το γράμμα,
θα το σφίξω στην καρδιά μου
Όταν η νύχτα θα γίνει σιωπηλή
και τα’ αστέρια θα βγούνε ένα-ένα
θα το ανοίξω πάνω στα πόδια μου
και θα μείνω σιωπηλός,
τα φύλλα που μουρμουρίζουνε
θα μου το διαβάσουνε με δυνατή φωνή
το γρήγορο ποτάμι
θα μου το σιγοψυθυρίσει
τα εφτά αστέρια της γνωριμίας
θα μου το τραγουδήσουν στους ουρανούς.
Δεν κατάφερα να βρω αυτό που ψάχνω
Αυτό που θα ήθελα να μάθω
δεν το καταλαβαίνω καθόλου
Μα αυτό το μήνυμα
που δεν ήξερα να αποκρυπτογραφήσω
υποβάσταξε το φορτίο μου
κι οι σκέψεις μου γίνανε μελωδίες.
Ζωή
Η κάθε του Θεού αυγή
είναι γι’ αυτόν μια νέα έκπληξη
είναι τα δάκρυα της γης
που κάνουνε τα γέλια της ν’ ανθούνε,
Ποια γλώσσα είναι η δική σου θάλασσα;
Η γλώσσα της αιώνιας απορίας
Ποια γλώσσα είναι η απάντησή σου Ουρανέ;
Η γλώσσα της αιώνιας σιωπής.
Ο πόθος του πουλιού να ήταν σύννεφο.
Μα πως ποθεί το σύννεφο να ήταν πουλί!
Κάθε παιδί μας φέρνει κι ένα μήνυμα,
πως ο Θεός ακόμη δεν βαρέθηκε τον άνθρωπο.
Ω μικρούληδες, του κόσμου τούτου αλήτες,
αφήστε μου τ’ αχνάρια σας στα λόγια μου.
Το ότι υπάρχω είναι αιώνια έκπληξη
που λέγεται Ζωή.
Γέλασες μα δεν μίλησες για τίποτε
κι αισθάνθηκα πως ήταν γι’ αυτό
που τόσο πρόσμενα καιρό.
μικρό μου χορταράκι,
μικρά τα βήματα σου,
μα όλη τη γη κρατείς
κάτω από τα πόδια σου
ποτέ να μη φοβάσαι τις στιγμές,
αυτό σου τραγουδά
η φωνή του αιώνιου.
Μας δίνεται η ζωή,
μα δίνοντάς την κερδίζουμε.
Διαβάζουμε τον κόσμο λανθασμένα
και λέμε πως μας απατά
του θανάτου η σφραγίδα,
δίνει αξία στης ζωής το νόμισμα
κι έτσι αγοράζει κανείς με τη ζωή,
ότι είναι πολύτιμο.
Ο θόρυβος μιας στιγμής
τη μουσική του Αιώνιου χλευάζει
φίλησε ο κόσμος τη ψυχή μου
με τον πόνο του
κι αντάλλαγμα της ζήτησε τραγούδια
αυτός που πάντα βρίσκεται σε κίνηση
κάνοντας το καλό
ποτέ δεν βρίσκει τον καιρό
καλός να είναι
το φεγγάρι έχει το φως του
για όλο τον Ουρανό
Τις σκοτεινές κηλίδες του
γι’ αυτό το ίδιο.
Είσαι γεμάτος με τη σκόνη
των πεθαμένων λέξεων
πλύνε την ψυχή σου με σιωπή
η σιωπή θα βαστάξει τη φωνή σου
όμοια με την φωλιά
που τα κοιμώμενα πουλιά κρατεί.
Ο Μικρός Μου Εαυτός
Ήρθα μόνος στο δρόμο της πίστης
Αλλά ποιος είναι αυτός
ο εαυτός μου στο σκοτάδι;
Παραμέρισα για ν’ αποφύγω
την παρουσία του
μα δεν του ξέφυγα.
Κάνει την σκόνη
να σηκώνεται από την γη
με το σίγουρο βάδισμα του.
Προσθέτει τη δυνατή του φωνή
σε κάθε λέξη που προφέρω
Είναι ο μικρός μου εαυτός,
ο αφέντης μου που δεν γνωρίζει ντροπή.
Αλλά εγώ ντρέπομαι
να περάσω τη πόρτα σου
με τη συντροφιά του.
Ποιός Είσαι Εσύ
Ποιος είσαι, αναγνώστη,
που διαβάζεις τα ποιήματά μου
μετά από εκατό χρόνια;
Δεν μπορώ να σου στείλω
ένα μόνο λουλούδι
απ’ αυτό τον πλούτο της άνοιξης,
μια μόνο χρυσή σπίθα
από τα σύννεφα.
Άνοιξε τις πόρτες σου
και κοίτα έξω.
Από τον ανθισμένο κήπο σου
μάζεψε αρωματισμένες αναμνήσεις
των χαμένων λουλουδιών
πριν από εκατό χρόνια.
Στη χαρά της καρδιάς σου
θα νιώσεις τη ζωντανή αγαλλίαση
που τραγουδούσε ένα ανοιξιάτικο πρωινό,
στέλνοντας τη χαρούμενη φωνή του
στα πέρατα….
Η Απουσία
Αν o αποκλεισμός του Θείου από τη ζωή μας μεταφραζότανε σε απώλεια χρημάτων, έστω κα απειροελάχιστη, θα αντιδροόσαμε αμέσως. Είναι λυπηρό που η αδιαφορία μας δε μας κάνει να διατρέχουμε κανέναν κίνδυνο! Ο ήλιος διαχέει πάνω μας τη λάμψη του, η γη μάς τρέφει, η ανθρώπινη κοινωνία, διαμέσου των επιχειρήσεών της με τα ατέλειωτα παρακλάδια, ικανοποιεί μέχρι κάποιο βαθμό τις αμέτρητες ανάγκες μας.
Ωστόσο, όταν δεν ενωνόμαστε συνειδητά με το Όλον, τι κενό δημιουργούμε μέσα μας! Όμως, αλίμονο, όσο μας διαφεύγει αυτή η αλήθεια, ακολουθούμε ήσυχα το δρόμο μας χωρίς να προβληματιζόμαστε κι επειδή ζούμε σε μια κοινωνία αφθονίας, θεωρούμε τους εαυτούς μας ευλογημένες υπάρξεις από το Θεό.
Πώς να διαισθανθούμε ότι μ’ αυτή τη στάση ζημιώνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό; Για παράδειγμα, θα σας αφηγηθώ ένα από τα νυχτερινά μου όνειρα. Έχασα τη μητέρα μου όταν ήμουν μικρό παιδί και μεγάλωσα χωρίς την παρουσία της στο πλευρό μου. Λοιπόν, χθες το βράδυ, ξανάγινα μικρό παιδί και βρέθηκα σ’ ένα εξοχικό σπίτι στις όχθες του Γάγγη. Η μητέρα μου ήταν απασχολημένη μέσα στο σπίτι. Για ένα παιδί, το να ζει κοντά στη μητέρα του είναι ολότελα φυσικό κι η σκέψη της παρουσίας της δεν απασχολεί διαρκώς το μυαλό του. Περνούσα λοιπόν μπροστά από το δωμάτιο όπου βρισκότανε χωρίς να τη σκέφτομαι. Ξαφνικά, δεν ξέρω γιατί, καθώς έφτανα στη βεράντα, θυμήθηκα ότι ήταν εκεί, πολύ κοντά’ έτρεξα προς το μέρος της και της έκανα το πρανάμ* μου. Μου έπιασε το χέρι και μου είπε απλά: “Ήρθες…”.
Το όνειρό μου, που τελείωσε εκείνη τη στιγμή, μ’ έβαλε σ’ ορισμένες σκέψεις. Κάτω από την οικογενειακή στέγη ένα παιδί πηγαινοέρχεται δέκα φορές την ημέρα μπροστά από τη πόρτα της μητέρας του. Ξέρει καλά ότι είναι εκεί, αλλά ενεργεί σαν να το λησμονεί. Αισθάνεται ότι του λείπει; ‘Ετσι κι αλλιώς, εκείνη γεμίζει το ντουλάπι με τρόφιμα και του ετοιμάζει το φαγητό του* όταν κοιμάται, είναι δίπλα του στο κρεβάτι και του κάνει αέρα χωρίς να κουράζεται. Το περιποιείται, το ντύνει,το τρέφει. Μοναδική διαφορά: δεν του πιάνει το χέρι, δεν του λέει: “Ήρθες…”. Εντούτοις,τη μέρα που θα καταλάβει απόλυτα την αξία μιας τέτοιας επαφής κι αυτών των λόγων, λαχταράει να ακούσει τη φωνή της μητέρας του και να νιώσει τη θέρμη του χεριού της. Κι αν αυτή η ανάγκη που έχει για κείνη δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, περιφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο, μέσα ο ένα σπίτι που δε στερείται τίποτε, κι όμως για το παιδί δεν έχει πια γοητεία, ούτε χάρη.
Στη σύγχρονη κοινωνία σπανίζουν οι άνθρωποι που μπορούν να προσεγγίσουν αληθινά τα πρόσωπα και τα πράγματα του περιβάλλοντος τους. Αν τυχόν διαισθανθούμε την αλήθεια μιας ψυχής πίσω από την εξωτερική εμφάνιση,συνήθως γίνεται χωρίς να το έχουμε επιδιώξει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το πιο αγαπημένο πρόσωπο με το οποίο μοιραζόμαστε την ύπαρξή μας. Πόσες φορές δε συνομιλούμε μαζί του για τα ενδόμυχά μας! Πόσες φορές δεν περπατούμε πλάι του μέσα στις φωτοσκιάσεις της αυγής και του λυκόφωτος! Κι όμως, απ’ όλες τις στιγμές που περάσαμε μαζί, μόνο μια ίσως ξεχωρίζει: η εξαιρετική στιγμή όπου αισθανθήκαμε πλήρη επικοινωνία μαζί του.
Χιλιάδες άνθρωποι δεν έχουν γνωρίσει ποτέ, σ’ ολόκληρη τη ζωή τους,τη βαθειά ένωση. Δεν αισθάνθηκαν ποτέ συνδεδεμένοι μ’ οποιονδήποτε στον κόσμο και, ενώ γεννήθηκαν στη γη, ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν αποκατέστησαν στενή σχέση μαζί της. Κι όμως, δεν το συνειδητοποιούν. Επειδή είναι πάντα πρόθυμοι για τέρψεις, διασκεδάσεις, φλυαρίες και συζητήσεις ανάλογα με τις συντροφιές τους κι επειδή μοιράζονται με κάποιους τις ίδιες δραστηριότητες και καθημερινές ευθύνες, πιστεύουν ότι είναι συνδεδεμένοι με όλους. Ότι τέτοιες σχέσεις δεν έχουν τελικά πραγματική αξία είναι κάτι που δεν περνάει ποτέ από το μυαλό τους.
* πρανάμ = Συνηθισμένος χαιρετισμός στην Ινδία, που εκφράζει σεβασμό. Το παιδί, γονατίζοντας μπροστά στη μητέρα του,της αγγίζει το πόδι με το δεξί χέρι, το οποίο ακουμπάει αμέσως μετά στο δικό του μέτωπο.
Το Σπίτι
Περπατούσα μόνος πάνω στο δρόμο τον εξοχικό την ώρα που ο ήλιος έκρυβε φιλάργυρα τις τελευταίες χρυσές ακτίνες. Το φως της μέρας έσβηνε σιγά- σιγά καθώς πλάκωνε το σκοτάδι. Η θερισμένη γη κειτόταν σιωπηλή σαν κλαμένη χήρα. Ξάφνου η διαπεραστική φωνή ενός παιδιού έσκισε τον αέρα, αθέατη, αφήνοντας τη γραμμή του τραγουδιού πίσω της, στο μουντό φως του δειλινού. Το χωριάτικο σπίτι του βρισκόταν στην άκρη της έρημης χώρας, πέρα από το χωράφι με τα ζαχαροκάλαμα, κρυμμένο μέσα στις σκιές της μπανανιάς και της αρέκας και της ινδοκαρυδιάς. Σταμάτησα για μια στιγμή το μοναχικό μου περίπατο κάτω από το φως των άστρων, και είδα μπροστά μου τη σκοτεινιασμένη γη ν’ αγκαλιάζει με τα χέρια της αναρίθμητα σπίτια γεμάτα κούνιες και κρεβάτια, μητρικές καρδιές και βραδυνές λάμπες, και μικρές ζωές, γεμάτες από μια χαρά που δεν ξέρει τίποτα για το τι αξία έχει για τον κόσμο.
Η Λέξη Του Αποχαιρετισμού Μου
Θάρρεψα πως το ταξίδι μου
έφτασε στο τέλος του,
με το τελευταίο όριο
της δύναμής μου,
πως το μονοπάτι
έκλεισε εμπρός μου,
πως οι τροφές μου
εξαντλήθηκαν,
και πως ήρθε ο καιρός
να ζητήσω άσυλο
σε μια σιωπηλή σκοτεινιά.
Όταν θα αναχωρήσω από δω,
αυτή θα είναι η λέξη
του αποχαιρετισμού μου:
ότι κείνο που είδα
είν’ ανυπέρβλητο.
Ότι γεύτηκα το μυστικό μέλι
του λωτού αυτού που ανοίγει
στον ωκεανό του φωτός
κι έτσι ευλογήθηκα,
αυτή θα ‘ναι η λέξη
του αποχαιρετισμού μου…