Βιογραφικό
Ο Τζουνιτσίρο Τανιζάκι (Jun’ichirō Tanizaki,谷崎 潤一郎 ) ήταν Iάπωνας συγγραφέας που θεωρείται από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας. Ο τόνος και το αντικείμενο του έργου του κυμαίνεται από συγκλονιστικές απεικονίσεις σεξουαλικότητας και καταστροφικές ερωτικές εμμονές, ως λεπτές απεικονίσεις της δυναμικής της οικογενειακής ζωής στο πλαίσιο των ραγδαίων αλλαγών στην ιαπωνική κοινωνία του 20ού αι. Συχνά, οι ιστορίες του αφηγούνται, στο πλαίσιο μιας αναζήτησης πολιτιστικής ταυτότητας, στην οποία αντιπαρατίθενται δημιουργίες Δύσης κι Ιαπωνίας. Είναι σαφείς οι επιδράσεις πάνω του, στις αρχές της καρριέρας του, των Πόε και Μπωντλέρ. Ήταν ένας από τους 6 συγγραφείς στον τελικό κατάλογο για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964, ένα χρόνο πριν το θάνατό του.
Γεννήθηκε 24 July 1886, σε μια εύπορη οικογένεια εμπορικής τάξης στο Nihonbashi του Τόκυο, όπου ο θείος του είχε τυπογραφικό πιεστήριο, που είχε ιδρύσει ο παππούς του. Οι γονείς του ήταν: Kuragorō και Seki Tanizaki. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, Κουμακίτσι, πέθανε 3 μέρες μετά τη γέννησή του, γεγονός που τον έκανε τον επόμενο μεγαλύτερο γιο της οικογένειας. Είχε 3 μικρότερα αδέλφια: Τοκουζού, Σέιτζι (επίσης συγγραφέας) και Σουέι, καθώς και 3 μικρότερες αδελφές: Σόνο, Ίσε και Σου. Περιέγραψε τη παιδική του ηλικία στο Yōshō Jidai (Παιδικά Χρόνια, 1956). Η παιδική του ηλικία κλονίστηκε πολύ, από τον σεισμό του Meiji στο Τόκυο του 1894, που απέδωσε αργότερα τον δια βίου φόβο του για σεισμούς. Τα οικονομικά της οικογένειάς του μειώθηκαν δραματικά καθώς μεγάλωνε, μέχρι που αναγκάστηκε να διαμείνει σε άλλο νοικοκυριό ως δάσκαλος. Παρ’ ολ’ αυτά τα οικονομικά προβλήματα, παρακολούθησε το Πρώτο Γυμνάσιο του Τόκυο, όπου γίνανε φίλοι με τον Isamu Yoshii. Ο Τανιζάκι παρακολούθησε το Τμήμα Λογοτεχνίας του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου του Τόκυο από το 1908, αλλ’ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 1911 λόγω της αδυναμίας του να πληρώσει τα δίδακτρα.
Το μέρος που γεννήθηκε ο Τανιζάκι
Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καρριέρα το 1909. Το 1ο του έργο, ένα σκηνικό θεατρικό έργο, δημοσιεύθηκε σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Το όνομα του έγινε γνωστό για πρώτη φορά με τη δημοσίευση του διηγήματος Shisei (The Tattooer) το 1910. Στην ιστορία, ένας καλλιτέχνης τατουάζ ζωγράφιζει μια τεράστια αράχνη στο σώμα μιας όμορφης νέας γυναίκας. Στη συνέχεια, η ομορφιά της γυναίκας παίρνει μια συναρπαστική, δαιμονική δύναμη, όπου ο ερωτισμός συνδυάζεται με σαδομαζοχισμό. Η femme-fatale είναι θέμα που επανέρχεται σε πολλά από τα πρώτα έργα του Τανιζάκι, συμπεριλαμβανομένων των Kirin (1910), Shonen (The Children, 1911), Himitsu (Τhe Secret, 1911) κι Akuma (Devil, 1912) . Τ’ άλλα έργα του που δημοσιεύτηκαν στη περίοδο Taishō περιλαμβάνουν τα: Shindo (1916) κι Oni no men (1916), που είναι εν μέρει αυτοβιογραφικά.
Ο Τανιζάκι πήρε τη 1η του γυναίκα, Chiyo Ishikawa, το 1915 και το μοναδικό του παιδί, Ayuko, γεννήθηκε το 1916. Ωστόσο, ήταν ένας δυστυχισμένος γάμος και με τη πάροδο του χρόνου ενθάρρυνε μια σχέση μεταξύ της Chiyo και του φίλου του και συντρόφου Haruo Satō. Το ψυχολογικό άγχος αυτής της κατάστασης αντικατοπτρίζεται σε μερικά από τα πρώτα του έργα, όπως το θεατρικό έργο Aisureba koso (Because I Love Her, 1921) και το μυθιστόρημα Kami to hito no aida (Between Men and the Gods, 1924). Παρόλο που μερικά από τα γραπτά του φαίνεται να ‘χουν εμπνευστεί απ’ αυτά κι άλλα πρόσωπα και γεγονότα στη ζωή του, τα έργα του είναι λιγότερο αυτοβιογραφικά απ’ αυτά των περισσότερων συγχρόνων του στην Ιαπωνία. Υιοθέτησε αργότερα την Έμικο, τη κόρη της 3ης συζύγου του, Ματσούκο Μορίτα.
Το 1918, ταξίδεψε στη Κορέα, στη Βόρεια Κίνα και στη Μαντζουρία. Στα 1α χρόνια ενθουσιάστηκε με τη Δύση κι όλα τα μοντέρνα πράγματα. Το 1922, μετεγκαταστάθηκε από την Ονταβάρα, που ζούσε από το 1919, στο Γιοκοχάμα, που ‘χε μεγάλον απόδημο πληθυσμό κι έζησε για λίγο σε σπίτι δυτικού στυλ βιώνοντας έναν αποφασιστικά μποέμικο τρόπο ζωής. Αυτή η προοπτική αντικατοπτρίζεται σε μερικά από τα 1α του γραπτά. Είχε μια σύντομη καρριέρα στο βωβό σινεμά, εργαζόμενος σα σεναριογράφος για το στούντιο ταινιών Taikatsu. Υπήρξε υποστηρικτής του Κινήματος της Καθαρής Ταινίας κι έπαιξε καθοριστικό ρόλο να φέρνει μοντέρνα θέματα στο ιαπωνικό σινεμά. Έγραψε τα σενάρια για τις ταινίες Amateur Club (1922) κι A Serpent’s Lust (1923, με βάση την ιστορία του ίδιου τίτλου από την Ueda Akinari, η οποία ήταν, εν μέρει, η έμπνευση για το αριστούργημα Ugetsu monogatari, 1953 του Mizoguchi Kenji). Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η σχέση του Τανιζάκι με το σινεμά είναι σημαντική για τη κατανόηση της συνολικής καρριέρας του.
Η φήμη του άρχισε ν’ απογειώνεται το 1923, όταν μετακόμισε στο Κιότο μετά τον σεισμό του Μεγάλου Κάντο, που κατέστρεψε το σπίτι του στη Γιοκοχάμα (όταν ο Τανιζάκι ήταν σε λεωφορείο στο Χακόνε κι έτσι διέφυγε τον τραυματισμό). Η απώλεια των ιστορικών κτιρίων και των γειτονιών του Τόκιο στον σεισμό προκάλεσε αλλαγή στον ενθουσιασμό του, καθώς αναπροσανατολίζει τη νεανική του αγάπη για τη φανταστική Δύση και τον εκσυγχρονισμό σ’ ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την ιαπωνική αισθητική και τον πολιτισμό, ιδιαίτερα τον πολιτισμό της περιοχής Kansai (γύρω από τις πόλεις: Οζάκα, Κόμπε και Κιότο). Το 1ο του μυθιστόρημα μετά τον σεισμό και 1ο πετυχημένο μυθιστόρημά του, ήταν το Chijin no ai (Naomi, 1924-25), που ‘ναι κωμικοτραγική εξερεύνηση της τάξης, της σεξουαλικής εμμονής και της πολιτιστικής ταυτότητας. Ο Τανιζάκι έκανε άλλο ταξίδι στη Κίνα το 1926, όπου γνώρισε τον Guo Moruo, που μετά διατήρησε αλληλογραφία. Μετακόμισε από το Κιότο στο Κόμπε το 1928.
Εμπνευσμένος από τη διάλεκτο της Οζάκα, έγραψε τον Μάντζι (Quicksand, 1928–1929), όπου εξερεύνησε το λεσβιασμό, μεταξύ άλλων θεμάτων. Ακολούθησε το κλασσικό Tade kuu mushi (Some Prefer Nettles, 1928–29), που απεικονίζει τη σταδιακή αυτοανακάλυψη ενός άνδρα του Τόκιο που ζει κοντά στην Οζάκα, σε σχέση με τον εκσυγχρονισμό που επηρεάζεται από Δυτική κι ιαπωνική παράδοση. Το Yoshinokuzu (Arrowroot, 1931) παραπέμπει στο θέατρο bunraku και kabuki κι άλλες παραδοσιακές μορφές, ακόμη κι επειδή προσαρμόζει μιαν ευρωπαϊκή τεχνική αφήγησης-εντός-αφήγησης. Ο πειραματισμός του με αφηγηματικά στυλ συνεχίστηκε με τους Ashikari (The Reed Cutter, 1932), Shunkinsho (Ένα πορτραίτο του Shunkin, 1933) και πολλά άλλα έργα που συνδυάζουν παραδοσιακή αισθητική με τις ιδιαίτερες εμμονές του.

Το ανανεωμένο ενδιαφέρον του για τη κλασσική ιαπωνική λογοτεχνία κορυφώθηκε με τις πολλαπλές μεταφράσεις του σε μοντέρνα ιαπωνικά του κλασσικού του 11ου αι., Η ιστορία του Genji και στο αριστούργημα Sasameyuki (κυριολεκτικά A Light Snowfall, αλλά δημοσιεύθηκε στην αγγλική μετάφραση ως The Makioka Sisters, 1943-1948), ένας λεπτομερής χαρακτηρισμός 4 θυγατέρων πλούσιας εμπορικής οικογένειας της Οζάκα που βλέπουν τον τρόπο ζωής τους να γλυστρά στα πρώτα χρόνια του Β ‘Παγκ. Πολ.. Οι αδελφές ζούνε κοσμοπολίτικη ζωή μ’ Ευρωπαίους γείτονες και φίλους, χωρίς να υποφέρουν με κρίσεις πολιτιστικής ταυτότητας που ‘ναι κοινές στους παλαιότερους χαρακτήρες του. Όταν άρχισε να σειριοποιεί το μυθιστόρημα, οι συντάκτες του Chūōkōron προειδοποιήθηκαν ότι δεν συνέβαλε στο απαιτούμενο πολεμικό πνεύμα και, φοβούμενοι ότι θα χάσουν προμήθειες χαρτιού, κόψανε τη παροχή. Ο Τανιζάκι μετεγκαταστάθηκε στο θέρετρο Ατάμι, Σιζουόκα το 1942, αλλά επέστρεψε στο Κιότο το 1946.
2ος από αριστερά κάτω στη τάξη του
Μετά τον Β’ Παγκ. Πόλ., εμφανίστηκε ξανά στη λογοτεχνία, κερδίζοντας μια σειρά βραβείων. Μέχρι το θάνατό του, θεωρήθηκε ευρέως ως ο μεγαλύτερος σύγχρονος συγγραφέας της Ιαπωνίας. Κέρδισε το διάσημο βραβείο Asahi το 1948, του απονεμήθηκε το Μετάλλιο Τάγματος Πολιτισμού από την ιαπωνική κυβέρνηση το 1949 και το 1964 εξελέγη επίτιμος διδάκτωρ στην Αμερικανική Ακαδημία και στο Ινστιτούτο Τεχνών κι Επιστολών, ο 1ος Ιάπωνας συγγραφέας που τιμήθηκε τόσο. Το 1ο μεγάλο μεταπολεμικό έργο του ήταν το Shōshō Shigemoto no haha (Μητέρα του καπετάνιου Shigemoto, 1949-1950), που περιλαμβάνει μια επανάληψη του συνηθισμένου θέματος του Τανιζάκι, για τη λαχτάρα ενός γιου για τη μητέρα του. Το μυθιστόρημα εισάγει επίσης ένα νέο θέμα, της σεξουαλικότητας στα γηρατειά, που επανεμφανίζεται σε μεταγενέστερα έργα όπως το Kagi (The Key, 1956). Είναι ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα όπου ένας γηράσκων καθηγητής φροντίζει η γυναίκα του να διαπράξει μοιχεία, προκειμένου να ενισχύσει τις δικές του σεξουαλικές επιθυμίες.
Ο Τανιζάκι επέστρεψε στο Ατάμι το 1950, και διορίστηκε Πρόσωπο Πολιτιστικής Αξίας από την ιαπωνική κυβέρνηση το 1952. Παρουσιάστηκε παράλυση του δεξιού χεριού του το 1958 και νοσηλεύτηκε για στηθάγχη το 1960. Οι χαρακτήρες του οδηγούνται συχνά από ιδεολογικές ερωτικές επιθυμίες. Σ’ ένα από τα τελευταία μυθιστορήματά του, Futen Rojin Nikki (Ημερολόγιο ενός τρελού Γέροντα, 1961-1962), ο ηλικιωμένος χρονογράφος χτυπήθηκε από εγκεφαλικό που προκλήθηκε από μια περίσσεια σεξουαλικού ενθουσιασμού. Καταγράφει τόσο τις προηγούμενες επιθυμίες του όσο και τις τρέχουσες προσπάθειές του να δωροδοκήσει τη νύφη του για να του παρέχει σεξουαλική καταπόνηση σ’ αντάλλαγμα τα δυτικά στολίδια. Το 1964, ο Τανιζάκι μετακόμισε στη Yugawara, Kanagawa, νοτιοδυτικά του Τόκιο, όπου πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 30 Ιουλίου 1965, λίγο μετά τον εορτασμό των 79ων γενεθλίων του. Ο τάφος του βρίσκεται στο ναό Hōnen-in, στο Κιότο. Το Βραβείο Tanizaki είναι από τα πιο περιζήτητα λογοτεχνικά βραβεία της Ιαπωνίας. Ιδρύθηκε το 1965 από την εκδοτική εταιρεία Chūō Kōronsha, απονέμεται κάθε χρόνο σ’ έργο μυθοπλασίας ή δράματος.
Με την Αγιούκο
Ο γάμος δεν μιλά από μόνος του, απεναντίας μιλούν οι νυμφευμένοι, ακόμα κι αν είναι Ιάπωνες. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σαφήνειας κι αληθοφάνειας οι δυο νυμφευμένοι Ιάπωνες, ο σύζυγος αλλά κυρίως η σύζυγος Ικούκο, αποδεικνύεται δεσπόζουσα μορφή του έργου, καθόσον απομιμείται κατά κάποιον τρόπο τα ερωτικά πάθη του δυτικού κόσμου. Ασφαλώς δεν πρόκειται για τη μοιχεία που αποτελεί αδυναμία κι οιονεί δύναμη στα παντρεμμένα ζεύγη. Προφανώς, τα ήθη των ύπανδρων εκφράζονται μόνο από αυτούς -ήτοι από το ανδρόγυνο-, ωστόσο ολόγυρά τους κινούνται η θυγατέρα Τοσίκο, ο γιατρός Κιμούρα κι άλλα τυχαία πρόσωπα. “Επειδή δεν μου αρέσει να αφηγούμαι στους άλλους τα σώψυχά μου, άρχισα να κρατάω αυτό το ημερολόγιο για να μπορώ να αφηγούμαι στον εαυτό μου και να τ’ ακούω, τώρα όμως που είναι πλέον αδιαμφισβήτητο πως τα διαβάζει και κάποιος άλλος, νομίζω πως πρέπει να βάλω ένα τέλος. Πάλι, όμως, επειδή αυτός ο άλλος είναι ο άντρας μου κι επειδή επιφανειακά υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία να κοιτά ο καθένας τη δουλειά του, νομίζω πως τελικά δεν είναι λάθος να συνεχίσω“.
Η σύζυγος προσφεύγει όχι στον εξομολόγο βέβαια, αλλά στο ημερολόγιό της, αναλύει με κάθε τρόπο τις φαντασιώσεις της, νιώθοντας ολοένα και πιο αβάσταχτη ζήλεια. Άρα, η σύζυγος είχε μια σειρά κόμπους να λύσει: “Μερικές φορές, μέσα στο βαθύ μου λήθαργο αισθάνομαι αόριστα κάποιον να με γδύνει. Μέχρι τώρα πίστευα πως αυτό είναι μια ακόμα φαντασίωση δική μου, αν όμως αυτές οι φωτογραφίες είναι δικές μου, τότε το υλικό πρέπει να γίνεται πραγματικά. Αν ήμουν ξύπνια, δεν θα επέτρεπα ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά αν με φωτογραφίζουν εν αγνοία μου, αυτό βέβαια είναι κάτι που δεν μπορώ να εμποδίσω. Αν και το βρίσκω χυδαίο ως γούστο, αφού αρέσει στον άντρα μου να με βλέπει γυμνή, θα υπομείνω, κάνοντας το καθήκον μου ως αφοσιωμένη σύζυγος, να με γυμνώνει, έστω και χωρίς να ξέρω“. Μ’ ένα απλό αξίωμα η σύζυγος ομολογεί ότι μέσα στη ψυχή της συνυπάρχουν η μεγαλύτερη λαγνεία κι η έσχατη αιδημοσύνη. Όσο για την ερωτική επιθυμία, υπάρχει και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Εκείνο που λείπει είναι η σωματική δύναμη που χρειάζεται για να της δώσει σάρκα κι οστά. Μεταξύ μπανιέρας και σκοτεινιασμένης συνείδησης η σύζυγος ήτανε πανέτοιμη ν’ απωλέσει τις μεγάλες αλήθειες του συζυγικού βίου. “Στην αρχή όλο της το σώμα ήταν διπλό, στη συνέχεια τα μέλη της ήταν διασκορπισμένα εδώ κι εκεί στο διάστημα. Τέσσερα μάτια κι αμέσως δίπλα δύο μύτες, λίγο πιο πάνω δύο ζευγάρια χείλη να αιωρούνται στο διάστημα, κι όλα αυτά βαμμένα στα πιο ζωηρά χρώματα…”.
Το σπίτι που έμενε ο Τανιζάκι
Στη δυτική άποψη του έρωτα ενίοτε η ζήλεια εντείνεται ανάλογα με την ηδονή, με τη διαφορά πως η σύζυγος που παραδίνεται στην αγκάλη του εραστή κατά κανόνα βρίσκει τρόπο να ξεφύγει από τον σύζυγο. Ωστόσο, στην ιαπωνική έκδοση της συζύγου που ζεσταίνει τη κλίνη του συζύγου χωρίς να λησμονεί τον εραστή βασικό ρόλο παίζει και το ημερολόγιο των συζύγων. Επίσης, η σάρκα της συζύγου ελευθερώνεται με ιδανικό τρόπο, οπότε ο σύζυγος αποκαλύπτει με διάφορα τεχνάσματα τα μέρη του κορμιού της που αποδίδουν εξαίρετη ηδονή, πρωτόγνωρη και καλοδεχούμενη. Λόγια της συζύγου: “Αισθάνομαι πως αυτός ο άνθρωπος είναι σα να κατοικούσε στη μνήμη της ψυχής μου πριν ακόμα γεννηθεί, μέσα από μια υπόσχεση δοσμένη σε μια προηγούμενη ζωή, ή αλλιώς σαν να ‘χε κάποια τρομακτική υπερφυσική θεία δύναμη που τον έκανε να μπορεί να περνά τη μορφή του όποτε το ήθελε στα όνειρά μου. Τώρα που η φανταστική εικόνα του Κιμούρα έχει αποβεί αλάθητη αισθησιακή πραγματικότητα, μπορώ να διαχωρίσω εντελώς τον άντρα μου απ’ αυτόν σαν δυο ξέχωρα πλέον όντα“. Η δυτική άποψη περί συζυγικού έρωτος, περί ζηλοτυπίας και τελικά περί παραδόσεως στον εραστή διαγράφεται σ’ αυτό το βιβλίο, λες και γράφεται με ανάερο φτερό, παρά το γεγονός ότι η απόλυτη άρνηση του άλλου, πιθανότατα ο θάνατός του, είναι διάχυτος.
Tο παράξενα γοητευτικό και περίτεχνο ιαπωνικό μυθιστόρημα -που γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλές στο δυτικό κόσμο- έχει πολυδιάσπαρτες κι ετερόκλητες καταβολές που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Η αρχική του, ωστόσο, διαμόρφωση βασίζεται σε ιστορίες και θρύλους που εντοπίζονται σε παλαιότατα κείμενα, ενώ ένα μέρος αυτού του υλικού κληροδοτήθηκε από γενιά σε γενιά, μ’ ένα περιεχόμενο ποικίλο, προερχόμενο συχνά από θρησκευτικά θέματα. Η άλλη σημαντική πηγή που συνέβαλε στη μετεξέλιξη αυτού του μυθιστορήματος είναι η ποίηση και τα σκοτεινά νοήματα των παραδοσιακών στίχων, με τη κατάφορα υποβλητική τους δύναμη.
Ένα πρώιμο έργο που αναδεικνύει τη δαιδαλώδη καταγωγή του ιαπωνικού μυθιστορήματος είναι Το Κοίλο Δέντρο, σύνθεση του 10ου αι. που βασίζεται στις παράξενες αφηγήσεις και στις ποιητικές ιστορίες. Το έργο αυτό αποτελεί το σύμμεικτο είδος που ‘πρεπε να προϋπάρξει του σπουδαιότερου -για πολλούς- μυθιστορήματος της χώρας αυτής. Ο λόγος για την Ιστορία Του Γκέντζι που γράφτηκε γύρω στο 1000 μ.Χ., που η δομή της δεν εναρμονίζεται με τις αντιλήψεις των δυτικών μυθιστορημάτων, αλλά θυμίζει πιότερο τους περίφημους οριζόντιους κυλίνδρους της ιαπωνικής ζωγραφικής: Οι συνθέσεις των κυλίνδρων αυτών αρχίζουνε συχνά με λίγα μόνο πρόσωπα, αναπτύσσονται σε μιαν αλληλουχία από περίπλοκες και συναρπαστικές σκηνές, για να επιστρέψουνε πάλι σ’ ένα μικρό αριθμό ατόμων, σ’ ένα άλογο και τέλος, κάπου μέσα στην ομίχλη, στη μοναχική μορφή ενός στρατιώτη. Η εντύπωση που προκαλεί αυτό το μυθιστόρημα είναι μία γενικευμένη αίσθηση θλίψης που προέρχεται από την εμμονή του στην αδυσώπητη ροή του χρόνου.
Το μόνο δυτικό μυθιστόρημα που μοιάζει με αυτό το αρχετυπικό ιαπωνικό έργο είναι το Αναζητώντας Τον Χαμένο Χρόνο του Μαρσέλ Προυστ: Υπάρχουν εκπληκτικές αναλογίες τεχνικής ανάμεσα στα 2 έργα, όπως η συμπτωματική αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα που η σημασία τους αναβάλλεται συνεχώς για να ολοκληρωθεί αργότερα, κάπως σαν μια μουσική συμφωνία, σαν μία μυστική αλληλουχία επιμέρους δράσεων που υποτάσσει τα πρόσωπα στην ίδια την αφήγηση και τη δυναμική της. Η καταιγιστική επίδραση της ιδιότυπης τεχνικής του έργου αυτού φαίνεται στα περισσότερα από τα κομψοτεχνήματα του Τανιζάκι, ίσως του σημαντικότερου σύγχρονου Ιάπωνα συγγραφέα.
Ο Τανιζάκι έγινε αρχικά γνωστός ως μυθιστοριογράφος του αισθησιασμού και τα βιβλία του, όπως Η Σβάστικα ή Το Κλειδί, αποτέλεσαν σοβαρές ηθικές προκλήσεις. Αλλά, αυτός ενδιαφέρεται λιγότερο για τη πρόκληση και πιότερο για την ανεξέλεγκτη επιβολή των αισθήσεων που ακολουθώντας τη δική τους αναπόδραστη παρτιτούρα οδηγεί στο εσωτερικό χάσμα, την αμηχανία, τη περισυλλογή, το ξεγύμνωμα και την -άνευ όρων- αυτογνωσία. Στον Τροχό Της Τύχης, π.χ., εστιάζει στη σεξουαλική υποδούλωση: νέα παντρεμμένη γυναίκα αποκτά σχέσεις με μιαν άλλη, διεφθαρμένη και διαβολική, που κατακτά και τον σύζυγό της παρασύροντας και τους τρεις στο θάνατο! Βιβλίο που γράφτηκε το 1928 κι ασχολείται με τη καταραμένη σεξουαλική σχέση δύο γυναικών δεν μπορεί παρά να σόκαρε στην εποχή του. Στην ουσία, όμως, ο Τανιζάκι με θαυμαστή νηφαλιότητα διερευνά τα όρια του ερωτισμού, τον εγωισμό που εμποδίζει το συναίσθημα να εκδηλωθεί, τη κενή καθημερινότητα που αποκτά νόημα με τη παράνομη ερωτική σχέση -κι όλα αυτά, χωρίς τη παραμικρή διάθεση για σεμνοτυφίες ή ηθικολογίες.
Σε κάθε περίπτωση, ένα από τα αγαπημένα ερωτικά θέματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας, αυτό του ηλικιωμένου άνδρα που έχει ακόμα μέσα του τη φλόγα και που το όψιμο πάθος του τον οδηγεί στη καταρράκωση, πραγματεύεται Το Κλειδί, το προτελευταίο αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Τανιζάκι. Το συγκεκριμένο έργο αναπτύσσεται με τη μορφή 2 ημερολογίων που κρατούν αντιστοίχως ο άντρας κι η γυναίκα, παντρεμμένοι χρόνια και κουρασμένοι. Από ένα σημείο και μετά, ο καθένας προορίζει το ημερολόγιο για τη κρυφή ανάγνωση από τον άλλο, με σκοπό να τον ερεθίσει αλλά και να τον πληγώσει. Η διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στα 2 ημερολόγια δημιουργεί μια συνεχή ένταση και μας κάνει να γινόμαστε συνένοχοι του ενός ή του άλλου.
Τα θέματα της νιότης και του γήρατος, της σεξουαλικής εμμονής και του θανάτου, του παλιού και του καινούργιου συνθέτουν ένα επιπλέον εξαιρετικό έργο, το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο συγγραφέας: Το Ημερολόγιο Ενός Τρελλού Γέρου. Ένας ηλικιωμένος άντρας, φλέγεται από πάθος για τη νύφη του, -μια πρώην χορεύτρια, αρκετά ελαστική σε θέματα ερωτικής ηθικής. Εκείνη, με πολλή επιτηδειότητα, εκμεταλλεύεται το πάθος του και του αποσπά χρήματα, προσφέροντάς του μόνο κάποιες υποτυπώδεις σεξουαλικές εκδουλεύσεις, οδηγώντας τον -σταδιακά- στη παράνοια.
Όσο για Το Πόδι Της Φουμίκο (1921) είναι ένα μικρό διαμάντι, το πιο αντιπροσωπευτικό από τα πρώιμα έργα του Τανιζάκι που επιχειρεί, με τη σειρά του, να διερευνήσει τις πτυχές μιας άγριας κι ακατανόητης σεξουαλικότητας. Μία ερωτική μανία που τείνει να κυριέψει το μυαλό και το κορμί του πρωταγωνιστή -μέσα σε μια ατμόσφαιρα σαφήνειας κι αληθοφάνειας. Ο Ουνοκίτσι, φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, αφηγείται τη συνάντησή του με τον συνταξιούχο Τσουκακόσι και την ερωμένη του, Φουμίκο. Ο ηλικιωμένος έμπορος, παθιασμένος με την ομορφιά του ποδιού της, αναθέτει στον νεαρό ζωγράφο να αποδώσει τη Φουμίκο -κατά τον τρόπο μιας παλιάς γιαπωνέζικης γκραβούρας- σε μια στάση που αναδεικνύει τη μεθυστική σαγήνη της. Με Το πόδι Της Φουμίκο, λοιπόν, μας παραδίδει διαχρονική σπουδή -στη λογοτεχνική της εκδοχή- πάνω στον αισθησιασμό, την ομορφιά, τη φαντασίωση, καθώς και το χρονικό μιας εμμονής. Πρόκειται για μια εμμονή, που δεν θ’ αργήσει ν’ αποκτήσει τέτοια ένταση που θα οδηγήσει, σχεδόν νομοτελειακά, στις παρυφές της τρέλλας. Τελικά, τί απομένει; Η ένταση, η παραφορά και μια αλλοπρόσαλλη έλξη, ικανή να οδηγήσει την αυτογνωσία σε πρωτόγνωρες αποκαλύψεις -πολύ πέρα από τα όριά της. Εκεί, δηλαδή, που τα πάντα μπορούν να συμβούν. Πάντως, έπειτα απ’ όλ’ αυτά, ένα είναι βέβαιο: τίποτα δεν θα είναι, πια, το ίδιο…
Το Εγκώμιο Της Σκιάς γράφτηκε το 1933, όταν δηλαδή ο Τανιζάκι είχε πλέον ολοκληρώσει τη στροφή του προς την αισθητική και τις παραδοσιακές αξίες του ιαπωνικού πολιτισμού κι είναι ακριβώς ένα δοκίμιο πάνω σ’ αυτή την αισθητική και στην άβυσσο που τη χωρίζει απ’ αυτή της δύσης. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα τεύχη του Δεκέμβρη 1933 και Γενάρη 1934 του περιοδικού Keizai orai. Δοκίμιο με την ιαπωνική έννοια του όρου, zuihitsu, δηλαδή ανάμεικτα γραψίματα, πέννα ετερόκλητη και χωρίς a priori περιορισμούς είδους, που αποτελεί όμως ένα ξεχωριστό είδος, ένα ακόμη μεικτό είδος πρόζας απ’ αυτά που οι Ιάπωνες συγγραφείς από πολύ παλιότερες εποχές τόσο αγαπούν, δοκίμιο χωρίς όμως τη θεωρητική αυστηρότητα που ο όρος υποδηλώνει στη Δύση. Ιδέες και συγκρίσεις ελεύθερες και ετερόκλητες, ποίηση και καθημερινότητα, παραδοξολογία και μαζί οι μεγαλύτερες εκλογικεύσεις του αισθητικού φαινομένου.
Το Εγκώμιο της σκιάς είναι μια πολύ εύγλωττη έκθεση της αντίληψής του για την ομορφιά, αυτή της γιαπωνέζικης και κατά προέκτασην ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και κυρίως στη καθημερινή ζωή. Μας δηλώνει εξ αρχής πως η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, πως ο όρος γέννησης κι ύπαρξής της είναι το σκοτάδι κι η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σ όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά, γιατί μόνον έτσι θ’ αναδειχθεί σ’ όλη του τη δόξα.
Το ίδιο ισχύει κι ως προς τις επιλογές των αντικειμένων καθημερινής χρήσης. Από τα γυαλιστερά σκεύη της κουζίνας μέχρι τα αστραφτερά πλακάκια του μπάνιου. Όπου όμως εισχωρεί το φως, σβήνει η μαγεία. Τα πράγματα χάνουνε την εσωτερικότητά τους, η υπαινικτική τους γοητεία διαλύεται και μαζί η δύναμή τους να μας βυθίζουνε σε περισυλλογή και ποιητική ελευθερία. Η εκλογή του δυτικού δρόμου από τη σύγχρονη Ιαπωνία εξοντώνει με αδιανόητα γρήγορους ρυθμούς και τα τελευταία απομεινάρια αυτής της μαγείας.
Θα πήγαινε πολύ μακρυά να ιχνηλατήσουμε αυτή την αισθητική αντίληψη της ομορφιάς στις ιαπωνικές τέχνες και τις πρακτικές της καθημερινότητας. Είναι βέβαιο όμως πως έχει δοξαστεί και συνοψιστεί σε λέξεις-ορόσημα που είναι ή τουλάχιστον ήτανε, κτήμα της κουλτούρας κάθε Ιάπωνα. Λέξεις-αξίες όπως το σάμπι, που σημαίνει νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, πάλιωμα αισθητικό, πατίνα του χρόνου, ομορφιά της σκουριάς. Όπως το ουάμπι, που ‘ναι γαλήνια λεπτότητα, συγκρατημένο γούστο, μοναχικότητα και θλίψη καλαίσθητες. Αξίες που πάνε χέρι-χέρι με τη σκιά κι εχθρεύονται καθετί που γυαλίζει κι επιδεικνύεται. Η ομορφιά είναι ψυχρή, διακριτική και σκότεινη. Εγκώμιο και θαυμασμός του μισοσκόταδου, της καπνισμένης και θολής πατίνας που αποκτάνε τ’ αντικείμενα με το πέρασμα του χρόνου.
Δοκίμιο με την ιαπωνική έννοια του όρου zuihitsu, δηλαδή ανάμεικτα γραψίματα, πέννα ετερόκλητη και χωρίς a priori περιορισμούς του είδους, που αποτελεί όμως ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, ένα ακόμη μεικτό είδος πρόζας απ’ αυτά που οι Ιάπωνες συγγραφείς από πολύ παλαιότερες εποχές τόσο αγαπούν, δοκίμιο χωρίς όμως τη θεωρητική αυστηρότητα που ο όρος υποδηλώνει στη Δύση. Ιδέες και συγκρίσεις ελεύθερες και ετερόκλητες, ποίηση και καθημερινότητα, παραδοξολογία και μαζί οι μεγαλύτερες εκλογικεύσεις του αισθητικού φαινομένου.
Του κυρίου Τανιζάκι του άρεσε να φτιάχνει σπίτια. Η τελευταία κυρία Τανιζάκι αφηγείται τί συνέβη, όταν ο μακαρίτης ο σύζυγός της αποφάσισε κάποτε να χτίσει ακόμα ένα. Ο αρχιτέκτονας στον οποίο το ανέθεσε, δήλωσε πως είχε διαβάσει το Εγκώμιο Της Σκιάς κι ήξερε ακριβώς τί ήθελε ο συγγραφέας. “Μα σ’ ένα τέτοιο σπίτι δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω“, απάντησεν εκείνος.
Γενικά θα πρέπει να ‘χετε υπόψη σας ότι οι σύγχρονες ευκολίες, όπως ο ηλεκτρικός φωτισμός, οι τζαμένιες πόρτες, τα τούβλα και το τσιμέντο, οι σωλήνες του γκαζιού, τα υδραυλικά κι η αποχέτευση, δεν μπορούν να συνυπάρξουν εύκολα με το γιαπωνέζικο δωμάτιο. “Σχεδόν καμμιά θερμάστρα που να’ ναι άξια του ονόματός της δεν μπορεί να ταιριάξει με τη δομή του ιαπωνικού δωματίου“, γράφει ο Τανιζάκι. Κι οι σόμπες γκαζιού προκαλούν πονοκέφαλο. Ξεχάστε τις.
Τα πολύ χοντρά προβλήματα αρχίζουν όταν φτάσει η ώρα να φτιάξει κανείς τη τουαλέττα. “Άλήθεια, η τουαλέττα είναι το καλλίτερο μέρος για ν’ αφουγκραστεί κανείς το θόρυβο των εντόμων, τη φωνή των πουλιών, να δει σωστά το φεγγάρι τη νύχτα και να γευτεί τη σπαραχτική ομορφιά της αλλαγής των εποχών του χρόνου και τολμώ να πω, πως εδώ συνέλαβαν πολλές από τις ιδέες τους οι ποιητές χαϊκού μέσα απ’τους αιώνες“.
Για να συμβούν όλ’ αυτά, η τουαλέττα πρέπει να βρίσκεται ξεχωριστά από το κύριο οίκημα, μέσα σε πυκνή βλάστηση και τυλιγμένη στο ημίφως. Υπάρχουν βέβαια και μειονεκτήματα, ειδικά το χειμώνα, όπως όμως έχει πει ένας μεγάλος Ιάπωνας συγγραφέας, ο Σαϊτό Ρυοκού: “Η κομψότητα είναι ψυχρή“. Κι ελαφρώς ανθυγιεινή, θα συμπλήρωνα, μ’ όλο το σεβασμό. Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί επίσης, ότι τα αστραφτερά πλακάκια είναι ξένα στην ιαπωνική αισθητική κι ιδιαζόντως απεχθή στον συγγραφέα. Σε γενικές γραμμές, αν θέλετε παραδοσιακή γιαπωνέζικη ατμόσφαιρα, θα πρέπει να αντικαταστήσετε τα πλακάκια του μπάνιου με ξύλο καμφοράς και τη πορσελάνινη λεκάνη με μια ξύλινη σε σχήμα νυχτολούλουδου.
Τα γυαλιστερά σκεύη της κουζίνας είναι επίσης εκτός. Αλλάξτε τα με τσίγκινα που σκουραίνουν όμορφα με το πέρασμα του χρόνου κι αφήνουν λίγη απαραίτητη βρωμιά. Κεραμικά και πορσελάνη είναι ανεκτά, αν κι είναι βαριά, ψυχρά στην αφή, εντελώς ακατάλληλα για το σερβίρισμα ζεστού φαγητού και θορυβώδη. Σαφώς καλλίτερη επιλογή είναι η λάκα του παρελθόντος σε μαύρο, καφέ ή κόκκινο χρώμα, που ήταν φτιαγμένη “από αλλεπάλληλα στρώματα σκοταδιού”. Ασήμι, ατσάλι και νίκελ απαγορεύονται δια ροπάλου.
Στον αφορισμό που λέει πως η γιαπωνέζικη κουζίνα είναι για να βλέπεται παρά για να τρώγεται, ο κύριος Τανιζάκι προσθέτει ότι πιο πολύ κι απ’ το να βλέπεται, είναι αντικείμενο περισυλλογής. Το γιόκαν για παράδειγμα, αυτό το δροσερό και λείο ημιδιαυγές γλύκισμα από κόκκινα φασόλια με τη συννεφιασμένη επιφάνεια και την υφή ζελέ, που το ακουμπάς στο στόμα σου κι είναι σα να λιώνει η σκοτεινιά στην άκρη της γλώσσας, δεν έχει καμμιά σχέση με τις φανταχτερές δυτικές κρέμες και τις κάτασπρες σαντιγύ που σου κόβουνε την όρεξη στη μέση. Η πηχτή σούπα μίσο με το σκουροκόκκινο χρώμα σε κάνει να μη σκέφτεσαι τίποτα όταν τη τρως, όσο για το βραστό ρύζι, αυτό πρέπει να μπαίνει σε σκεπαστό κύπελλο από μαύρη λάκκα και να τοποθετείται σε σκοτεινό μέρος, έτσι ώστε ν’ αναδεικνύεται η ομορφιά του και να γίνεται πιο ορεκτικό.
Μουσείο που φέρει το όνομά του
Περνάμε στο σαλόνι: Το χρώμα των τοίχων δεν θα πρέπει σε καμμία περίπτωση να είναι λευκό. Τα καλλίτερα χρώματα γι’ αυτή τη δουλειά είναι το χρώμα της άμμου, το γκρι και γενικά ότι είναι ουδέτερο, άτονο, αδύναμο και ρουφά το φως. Το πάτωμα θα πρέπει να ‘ναι τατάμι κι αν δεν ξέρετε τί είναι το τατάμι, γκουγκλάρετε παρακαλώ και μην ανησυχείτε για το τί θα πει ο κύριος Τανιζάκι: αναλαμβάνω την ευθύνη ολόκληρη και τη μισή ντροπή (η άλλη μισή δική σας, που δεν ξέρετε τί είναι το τατάμι). Μοκέττες, χαλιά κι άλλα τέτοια εξωφρενικά μικροαστικά παραφερνάλια, πετάξτε τα ή χαρίστε τα. Από τους τοίχους κρεμάμε μόνο ρολά από περγαμηνή με ζωγραφιές ή καλλιγραφίες ποιημάτων.
Το γυαλί καλό είναι να αποφεύγεται και ν’ αντικαθίσταται από χαρτί. Στη περίπτωση που σας αρέσουν τα κρύσταλλα, προτιμήστε τα γιαπωνέζικα από καπνισμένο χαλαζία που έχουν μια ευχάριστη αδιαφάνεια. Και τώρα έφτασε η ώρα να πάρετε μια βαθειά ανάσα και να πετάξετε τον καναπέ. Οι ανεμιστήρες κάνουνε τον συγγραφέα, όπως κι οποιονδήποτε άλλον Ιάπωνα που σέβεται τη κουλτoύρα του, έξω φρενών. Για τα μοντέρνα κλιματιστικά δεν το συζητάμε, μιας και το 1933 που γράφτηκε το βιβλίο δεν υπήρχαν. Αν όμως υπήρχαν, στοιχηματίζω ότι θα σήκωναν τις τρίχες του κυρίου Τανιζάκι στο μη παρέκει.
Το μνήμα του
Φτιάξτε στέγες, υπόστεγα, στοές, βεράντες, βάλτε πρόσθετα γείσα και στόρια, φυτέψτε δέντρα, κάνετε ότι μπορείτε τέλος πάντων, για να απομακρύνετε το φως απ’ τα δωμάτια. Χωρίς σκιές, ομορφιά δεν υπάρχει, είπαμε. Τέλος, αν θέλετε να αλλάξετε τρόπο σκέψης, πετάξτε τα στυλό και αγοράστε πινέλλα με τρίχα. Αν θέλετε ν’ αλλάξετε εμφάνιση, ξυρίστε τα φρύδια σας, μαυρίστε τα μαλλιά και τα δόντια σας, αγοράστε ένα πράσινο κραγιόν με ιριδισμούς και κυρίως κρυφτείτε στο άπλετο σκοτάδι.
Για να συμμαζέψω όλα τα παραπάνω σ’ ένα κανόνα, θα χρησιμοποιήσω την ύστατη συμβουλή του κυρίου Τανιζάκι: “Σπρώξτε καθετί που χτυπά στο μάτι στο σκοτάδι και προσπαθήστε ν’ απογυμνώσετε τα εσωτερικά από κάθε άχρηστη διακόσμηση“. Κάπως έτσι θα μπορέσετε ίσως να φτιάξετε κι εσείς κάτι ατελώς τέλειο, ανεπαίσθητα φωτεινό, μετριοπαθώς λεπτό και νηφάλιο, κάτι σαν το υπέροχο κι απίθανα διασκεδαστικό Εγκώμιο Της Σκιάς, του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι δηλαδή.
========================
Το Τατουάζ
Ήταν εποχή που οι άνθρωποι εκτιμούσανε την ευγενή αρετή της ελαφρότητας, τότε που η ζωή δεν ήταν αυτός ο σκληρός αγώνας που ‘ναι σήμερα. Ήταν μια ήρεμη εποχή, εποχή όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να πλουτίσουν ικανοποιώντας τα καπρίτσια των πλουσίων νεαρών αριστοκρατών και φροντίζοντας να μη χάνουνε ποτέ, το χαμόγελό τους οι γκέισες κι οι κυρίες της αυλής. Στα εικονογραφημένα, ρομαντικά μυθιστορήματα κείνου του καιρού, στο θέατρο Καμπούκι, όπου σκληροί, αρρενωποί ήρωες σαν τον Σαντακούρο και τον Τζιράϊγια μεταμορφώνονταν σε γυναίκες -παντού η ομορφιά κι η δύναμη ήταν ένα και το αυτό. Οι άνθρωποι κάναν ό,τι μπορούσανε για να ομορφύνουνε, μερικοί κάναν ακόμα κι ενέσεις με χρωστικές στο δέρμα τους. Σχέδια με φανταχτερά χρώματα και γραμμές φαίνονταν να χορεύουνε πάνω στα σώματά τους.
Οι επισκέπτες της Χαράς Του Έντο προτιμούσαν να νοικιάζουνε παλανκίν που οι βαστάζοι τους είχανε τα κορμιά στολισμένα με υπέροχα τατουάζ -οι εταίρες των συνοικιών Γιορέβρα και Τατσούμι ερωτεύονταν επίσης άντρες με τατουάζ. Ανάμεσα σ’ αυτούς που στολίζανε το σώμα τους έτσι, ήταν όχι μόνο χαρτοπαίχτες, πυροσβέστες κλπ, αλλά και πλούσιοι έμποροι, ακόμα και σαμουράι. Κατά καιρούς γίνονταν διάφοροι διαγωνισμοί κι αυτοί που παίρνανε μέρος γδύνονταν τελείως για να δείξουνε τα πολύχρωμα κορμιά τους, χαϊδεύονταν με περηφάνεια, καυχιόνταν για τη πρωτοτυπία των σχεδίων τους κι ασκούσανε κριτική ο ένας στον άλλο.
Υπήρχε κάποιος νεαρός καλλιτέχνης του τατουάζ, μ’ εξαιρετικό ταλέντο, που τον έλεγαν Σέικιτσι. Είχε τη φήμη μεγάλου καλλιτέχνη, πολλοί τονε θεωρούσαν ισάξιο του Τσαριμπούν ή του Γιατσουχέι και το δέμα δεκάδων ανθρώπων είχε προσφερθεί σαν καμβάς για τη τέχνη του. Πολλά από τα έργα που θαυμάζονταν ιδιαίτερα στις εκθέσεις τατουάζ, ήτανε δικά του. Άλλοι καλλιτέχνες είχανε γίνει γνωστοί για τις φωτοσκιάσεις τους, ο Σέικιτσι όμως ήτανε διάσημος για την απαράμιλλη τόλμη και την αισθησιακή δύναμη της τέχνης του.
Παλιά έβγαζε το ψωμί του σαν ζωγράφος της σχολής των Τογιοκούνι και Κουνισάντα, μολονότι το κύρος του είχε μειωθεί από τότε που ‘χε γίνει καλλιτέχνης του τατουάζ, η θητεία του αυτή ήτανε φανερή στη καλλιτεχνική του συνείδηση και στην ευαισθησία του. Αν δεν τον ενδιέφερε το δέρμα ή το σώμα κάποιου, δεν προσέφερε τις υπηρεσίες του. Οι πελάτες που δεχόταν έπρεπε ν’ αφήσουνε το σχέδιο και το κόστος στην απόλυτη δικαιοδοσία του και ν’ αντέξουν για έναν ή δυο μήνες το φριχτό πόνο που προκαλούσαν οι βελόνες του.
Ο νεαρός καλλιτέχνης έκρυβε βαθιά στη ψυχή του μια κρυφή ευχαρίστηση και μιαν επιθυμία. Η ευχαρίστησή του ήταν να βλέπει την αγωνία που νιώθαν οι άνθρωποι όταν έμπηγε τις βελόνες στο σώμα τους, τυραννώντας τις κόκκινες σαν το αίμα σάρκες τους κι όσο δυνατότερα βογκούσαν τόσο πιότερην ηδονή ένιωθε. Ο σχεδιασμός των φωτοσκιάσεων -κάτι που θεωρείται ότι προκαλεί ιδιαίτερο πόνο- ήταν η τεχνική που αγαπούσε περισσότερο. Όταν κάποιος που είχε τρυπηθεί από τις βελόνες του Σέικιτσι πεντακόσιες ή εξακόσιες φορές μέσα σε μια μέρα και μετά είχε μείνει αρκετήν ώρα στη γεμάτη μπανιέρα με καυτό νερό, για να ‘ρθει στην επιφάνεια το χρώμα, έπεφτε στα πόδια του μισοπεθαμένος, αυτός τονε κοίταζε ψυχρά. “Τολμώ να πω πως σε πόνεσα!“, παρατηρούσε μ’ ένα τόνο ικανοποίησης στη φωνή του.
Όταν κάποιος δειλός βογκούσε από πόνο ή έσφιγγε τα δόντια στραβώνοντας το στόμα του σαν να ήταν έτοιμος να πεθάνει, ο Σέικιτσι του ‘λεγε: “Μη φέρεσαι σαν μικρό παιδί. Συγκρατήσου, ακόμα δεν έχεις νιώσει τίποτα απ’ τον πόνο που προκαλούν οι βελόνες μου!“, και συνέχιζε τη δουλειά του ανενόχλητος, ρίχνοντας που και που κλεφτές ματιές στο δακρυσμένο πρόσωπο του πελάτη του.
Μερικές φορές όμως βρισκότανε και κάποιος ιδιαίτερα γενναίος, που υπέμενε το μαρτύριο υπομονετικά, χωρίς καν κάποιο μορφασμό. Τότε ο Σκέικιτσι του ‘λεγε: “Α! Εσύ είσαι πεισματάρης! Περίμενε όμως. Σε λίγο, όλο σου το κορμί θα σφαδάζει από πόνο. Πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορέσεις ν’ αντέξεις…“
Πολύ καιρό ο Σέικιτσι είχε μιαν επιθυμία: να δημιουργήσει ένα αριστούργημα πάνω στο δέρμα μιας όμορφης γυναίκας. Μια τέτοια γυναίκα θα ‘πρεπε να ‘χει μερικές εξαιρετικές ιδιότητες, στην εμφάνιση και στο χαρακτήρα. Αν κι είχε ψάξει ανάμεσα στις ομορφώτερες κοπέλλες που ζούσανε στη Συνοικία Της Χαράς Του Έντο, δεν είχε βρει καμμιά που να ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του. Ένα όμορφο πρόσωπο κι ένα αρμονικό σώμα, δεν ήσαν αρκετά για να τον ικανοποιήσουν. Είχανε περάσει αρκετά χρόνια χωρίς να βρει τίποτα κι όμως το πρόσωπο και το κορμί της τέλειας γυναίκας συνέχιζαν να βασανίζουνε τη σκέψη του κι αρνιόταν να εγκαταλείψει την ελπίδα πως κάποτε θα την εύρισκε.
Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ, τέσσερα χρόνια αφ’ ότου είχεν αρχίσει την αναζήτησή του, έτυχε να περνά από το εστιατόριο Χιρασέι, στη συνοικία Φουκαγκάβα του Έντο, κοντά στο σπίτι του, όταν πρόσεξε ένα γυμνό, κατάλευκο γυναικείο πόδι που πρόβαλλε απ’ τις κουρτίνες ενός παλανκίν που ξεκινούσε. Στο ευαίσθητο μάτι του, ένα γυναικείο πόδι φάνταζε τόσον εκφραστικό, όσο κι ένα πρόσωπο. Υπέροχα σμιλεμένα δάχτυλα, νύχια που θύμιζαν ιριδισμούς κοχυλιών στη παραλία της Ενοσίμα, φτέρνα που ‘χε τη στρογυλάδα μαργαριταριού, δέρμα τόσο διάφανο που έδινε την εντύπωση πως είχε πλυθεί στα κρουσταλλένια νερά βουνίσιας πηγής. Ήτανε πραγματικά ένα πόδι που θα ‘πρεπε να βαφτεί με αντρικό αίμα, πόδι που θα τους ποδοπατούσε. Ήτανε σίγουρος πως αυτό ήτανε το πόδι της μοναδικής εκείνης γυναίκας που έψαχνε τόσο καιρό. Λαχταρώντας να δει το πρόσωπό της έστω και για μια στιγμή, ακολούθησε το παλανκίν, ωστόσο το ‘χασε απ’ τα μάτια του εντελώς, μες στους δρόμους και στα σοκάκια.
Ο πόθος που ‘κρυβε στη ψυχή του ο Σέικιτσι τόσο καιρό έγινε παθιασμένος έρωτας. Ένα πρωί, προς το τέλος της επόμενης άνοιξης, στεκότανε στο καλαμένιο πάτωμα της βεράντας του σπιτιού του στη Φουκαγκάβα κοιτώντας γλάστρα με κρίνους, όταν άκουσε κάποιον που ‘μπαινε από τη πόρτα του κήπου. Από τη γωνιά του εσωτερικού φράχτη εμφανίστηκε ένα κορίτσι. Είχεν έρθει για να κάνει ένα θέλημα για λογαριασμό μιας φίλης του, που ήτανε γκέισα στη γειτονική συνοικία Τσιτσούμι.
-“Η κυρία μου, μου ζήτησε να σας παραδώσω αυτόν τον μανδύα και ρωτάει αν θα είχατε τη καλωσύνη να διακοσμήσετε τη φόδρα του”, είπε το κορίτσι και λέγοντας αυτό, έλυσε ένα μπόγο από κροκί ύφασμα κι έβγαλε γυναικείο μεταξωτό χιτώνα -τυλιγμένο σε φύλλο χαρτί που ‘χε πάνω τυπωμένη τη φωτογραφία του γνωστού ηθοποιού Τοτζάκου- κι ένα γράμμα. Το γράμμα επαναλάμβανε τη παράκλησή της και τονε πληροφορύσε πως η κοπέλλα που το ‘φερε ήτανε προστατευόμενή της και σύντομα θα ξεκινούσε τη καρριέρα της γκέισας. Ήλπιζε πως θα παρείχε τη προστασία του και στο κορίτσι, χωρίς φυσικά να ξεχάσει να μνημονέψει τον παλιό τους δέσιμο.
-“Νομίζω ότι δεν σ’ έχω ξαναδεί“, της είπε ο Σέικιτσι, παρατηρώντας τη μ’ έντονο ενδιαφέρον. Δεν φαινότανε παραπάνω από δεκαπέντε-δεκάξι ετών, το πρόσωπό της όμως είχε μια παράξενα ώριμη ομορφιά, το βλέμμα της έδειχνε μια πείρα σαν να ‘χε περάσει χρόνια στη Συνοικία της Χαράς και να ‘χε μαγέψει αμέτρητους άντρες. Η ομορφιά της καθρέφτιζε τα όνειρα ολόκληρων γενεών, που τις αποτελούσανε μυθικοί, σαγηνευτικοί άντρες και γυναίκες, που ‘χανε ζήσει και πεθάνει στην αχανή πρωτεύουσα, που ‘χε συγκεντρώσει την αμαρτία και τον πλούτο όλης της χώρας. Ο Σέικιτσι την έβαλε να καθίσει στη βεράντα και παρατήρησε τα λεπτοκαμωμένα πόδια της που καλύπτονταν μόνο από ένα ζευγάρι κομψά ψάθινα σανδάλια. “Είχες φύγει από το εστιατόριο Χιρασέι μ’ ένα παλανκίν κάποιο βράδυ Ιουλίου, έτσι δεν είναι;” πρόσθεσε στο τέλος της ενδελεχούς παρατήρησής του.
-“Νομίζω πως ναι… μάλλον…“, απάντησε κείνη στη παράξενη ερώτησή του, “τότε ζούσε ο πατέρας μου ακόμα και με πήγαινε συχνά εκεί“.
-“Σε περίμενα καιρό πολύ. Το πρόσωπό σου το βλέπω για πρώτη φορά, θυμάμαι όμως το πόδι σου… Έλα λίγο μέσα, θέλω να σου δείξω κάτι“.
Το κορίτσι είχε σηκωθεί να φύγει, αυτός όμως τη πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο στούντιό του, στο 2ο πάτωμα, που έβλεπε στο μεγάλο ποτάμι. Ύστερα πήρε δυο παπύρους και ξετύλιξε τον ένα μπροστά της. Ήτανε μια ζωγραφιά που απεικόνιζε κάποια Κινέζα πριγκήπισσα, την ευνοούμενη του σκληρού αυτοκράτορα Τσου της δυναστείας των Σανγκ. Έγερνε σ’ ένα κιγκλίδωμα, σε μια νωχελική στάση, με τη μακρυά φούστα του ολομέταξου, χρυσοκέντητου φορέματός της να φτάνει ως τη βάση της σκάλας, ενώ το λεπτό της σώμα έδινε την εντύπωση πως με δυσκολία μπορούσε να σηκώσει το χρυσό της στέμμα, το στολισμένο με κοράλλια και λαζουρίτες.
Στο δεξί της χέρι κρατούσε μια μεγάλη κούπα κρασί, που την ακουμπούσε απαλά στα χείλη της, ενώ το βλέμμα της ήτανε στραμμένο κάτω στον κήπο, όπου ετοιμαζόντουσαν να βασανίσουν έναν άντρα. Ήτανε δεμένος χειροπόδαρα σε μια λεπτή χάλκινη κολώνα και μια φωτιά ήταν έτοιμη ν’ ανάψει κάτω απ’ τα πόδια του. Η πριγκήπισσα, όπως και το θύμα της, ήτανε σκυμμένη με το κεφάλι μπροστά της και τα μάτια του κλειστά, έτοιμο να δεχτεί τη μοίρα του -απεικονίζονταν μ’ εκπληκτική ζωντάνια κι οι δυο.
Καθώς το κορίτσι κοίταζε αυτή τη περίεργη εικόνα, τα χείλια της άρχισαν να τρέμουν και τα μάτια της να πετούνε σπίθες. Σιγά-σιγά το πρόσωπό της άρχισε ν’ αποκτά μια περίεργη ομοιότητα με το πρόσωπο της πριγκήπισσας. Σ’ αυτή τη ζωγραφιά είχε ανακαλύψει τον κρυφό εαυτό της.
-“Εδώ φαίνονται τα δικά σου συναισθήματα” της είπε ο Σέικιτσι, γεμάτος ευχαρίστηση, καθώς παρακολουθούσε το πρόσωπό της ν’ αλλάζει.
-“Γιατί μου δείξατε αυτό το φριχτό πράγμα;” ρώτησε το κορίτσι, σηκώνοντας το κεφάλι για να τον κοιτάξει. Είχε χλωμιάσει!
-“Αυτή η γυναίκα, είσαι εσύ. Το αίμα της τρέχει στις δικές σου φλέβες“.
Μετά ξετύλιξε τον άλλο πάπυρο. Ήτανε μια ζωγραφιά με τίτλο: Τα Θύματα. Στη μέση της, η σιλουέττα μιας νέας γυναίκας ακουμπούσε στον κορμό μιας κερασιάς: κοιτούσε με ικανοποίηση ένα σωρό από αντρικά πτώματα ξαπλωμένα μπροστά στα πόδια της. Γύρω της πετούσανε πουλάκια που φαίνονταν να κελαηδούνε θριαμβευτικά. Ήταν ένα πεδίο μάχης ή ένας ανοιξιάτικος κήπος τάχα; Σ’ αυτή την εικόνα το κορίτσι ένιωσε πως είχε βρει κάτι που ‘χε κρυμμένο από καιρό στα βάθη της ψυχής της.
-“Αυτή η ζωγραφιά δείχνει το μέλλον σου” της είπε ο Σέικιτσι, δείχνοντας τη γυναίκα κάτω απ’ τη κερασιά -εικόνα που έμοιαζε του κοριτσιού. “Όλοι αυτοί οι άντρες θα καταστραφούνε για σένα“!
-“Σε παρακαλώ, κρύψ’ τα!“.
Γύρισε τη πλάτη της σα να προσπαθούσε να ξεφύγει από τη βασανιστική γοητεία που ασκούσανε πάνω της κι έπεσε στα πόδια του τρέμοντας. Στο τέλος του είπε:
-“Ναι… συμφωνώ, έχεις δίκιο για μένα, -είμαι σαν αυτή τη γυναίκα… Γι’ αυτό σε παρακαλώ, μάζεψέ τα“!
-“Μη μιλάς σαν να ‘σαι μια δειλή” της είπε ο Σέικιτσι με το κακεντρεχές χαμόγελό του. “Κοίταξέ τα πιο προσεχτικά. Δεν θα ‘σαι τόσον ευαίσθητη για πολύ καιρό ακόμα“.
Το κορίτσι όμως αρνήθηκε να σηκώσει το κεφάλι του. Σωριασμένη ακόμα στα πόδια του και με το πρόσωπό της κρυμμένο στα μανίκια του κιμονό της, έλεγε και ξανάλεγε ότι φοβότανε κι ότι ήθελε να φύγει.
-“Όχι, πρέπει να μείνεις. Εγώ θα σε κάνω πραγματική καλλονή” είπε αυτός πλησιάζοντάς τη. Κάτω απ’ το κιμονό του έκρυβε ένα μπουκαλάκι με αναισθητικό που ‘χε καταφέρει ν’ αγοράσει πριν από καιρό από έναν Ολλανδό γιατρό.
Ο πρωινός ήλιος γυάλιζε στο ποτάμι και γέμιζε με φως το ευρύχωρο στούντιο. Η αντανάκλαση των ακτίνων στο νερό ζωγράφιζε χρυσαφένια κύματα πάνω στις χάρτινες συρόμενες πόρτες και στο πρόσωπο του κοριτσιού που κοιμότανε βαθιά. Ο Σέικιτσι είχε κλείσει τις πόρτες κι είχα βγάλει τα εργαλεία του τατουάζ, κάθισε όμως λιγάκι εκεί μαγεμένος, σα να προσπαθούσε να γευτεί την απόκοσμη ομορφιά της. Σκεφτόταν ότι δεν θα κουραζότανε ποτέ να κοιτά το ήρεμο πρόσωπό της, που θύμιζε μάσκα. Όπως οι Αιγύπτιοι είχανε στολίσει τη πανέμορφη χώρα τους με πυραμίδες και Σφίγγες, έτσι κι αυτός ήταν έτοιμος να στολίσει την αγνή επιδερμίδα αυτού του κοριτσιού.
Τελικά σήκωσε το πινέλλο που έσφιγγε ανάμεσα στον αντίχειρα και τα δυο δάχτυλα του αριστερού του χεριού, ακούμπησε την άκρη του στη πλάτη του κοριτσιού και με τη βελόνα που κρατούσε στο δεξί του χέρι άρχισε να τρυπά το δέρμα της και να φτιάχνει το προσχέδιο. Ένιωσε το πνεύμα του να διαλύεται μες στο μαύρο μελάνι, με το οποίο σημάδευε το δέρμα της. Κάθε σταγόνα από κινναβάρι ανακατεμμένο με οινόπνευμα που έμπηγε μέσα της, ήτανε σα να ‘βγαινε από το αίμα της ψυχής του. Πάντα στις χρωστικές ουσίες έβλεπε τις αποχρώσεις του δικού του πάθους.
Χωρίς να το καταλάβει, ήρθε το απόγευμα κι ύστερα η ήσυχη, ανοιξιάτικη μέρα έφτασε στο τέλος της. Ο Σέικιτσι όμως δεν σταμάτησε στιγμή να δουλεύει, ούτε ταράχτηκε ο ύπνος της κοπέλλας. Όταν ήρθε κάποιος υπηρέτης απ’ το σπίτι της γκέισας να ρωτήσει για τη κοπέλλα, αυτός τον έδιωξε λέγοντάς του ότι είχε φύγει πριν από πολλήν ώρα. Και πολλές ώρες αργότερα, όταν το φεγγάρι, που κρεμότανε πάνω από το μεγάλο σπίτι στις όχθες του ποταμού, έλουζε τα γύρω σπίτια μ’ ένα απόκοσμο φως, ούτε το μισό τατουάζ δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο Σέικιτσι συνέχισε να δουλεύει κάτω απ’ το φως των κεριών.
Το να χαράξει έστω και μια σταγόνα χρωστικής ουσίας το δέρμα του κοριτσιού, δεν ήταν εύκολη δουλειά. Κάθε φορά που έμπηγε τη βελόνα του, αισθανότανε πως έμπηγε ένα μαχαίρι στη δική του καρδιά. Σιγά-σιγά τα σημάδια του τατουάζ άρχισαν να παίρνουνε τη μορφή μιας τεράστιας, φαρμακερής, μαύρης αράχνης, και μέχρι να πάρει ο ουρανός το χλωμό χρώμα του πρωινού, αυτό το παράξενο, κακό πλάσμα, είχεν απλώσει τα οχτώ του πόδια για ν’ αγκαλιάσει τη πλάτη του κοριτσιού.
Στο φως της ανοιξιάτικης αυγής οι βάρκες ανεβοκατέβαιναν στο ποτάμι, ο ήχος των κουπιών τους έσπαζε την ησυχία του πρωινού. οι στέγες λάμπανε στον ήλιο πάνω από τ’ άσπρα πανιά, που φουσκώναν από το πρωινό αεράκι. Στο τέλος, ο Σέικιτσι ακούμπησε το πινέλλο του κάτω και κοίταξε τη χαραγμένη αράχνη. Αυτό το έργο τέχνης υπήρξε η υψίστη στιγμή της ζωής του. Τώρα που το είχε τελειώσει η ψυχή του ήτανε γυμνή από κάθε συναίσθημα. Οι δυο φιγούρες μείναν ακίνητες γι’ αρκετήν ώρα. Ύστερα η χαμηλή, βραχνή φωνή του Σέικιτσι ήχησε τρεμουλιαστά μέσα στους τοίχους του δωματίου:
-“Για να σε φτιάξω πραγματικά όμορφη έχω βάλει όλη μου τη τέχνη σ’ αυτό το τατουάζ. Σήμερα δεν υπάρχει άλλη γυναίκα στην Ιαπωνία που να μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. Όλοι οι παλιοί σου φόβοι έχουνε χαθεί, -όλοι οι άντρες θα γίνουνε θύματά σου“.
Σαν απάντηση σ’ αυτά τα λόγια, ένα πνιχτό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη του κοριτσιού. Σιγά-σιγά άρχισε να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις της. με κάθε κοπιαστική ανάσα της, τα πόδια της αράχνης σαλεύανε σαν να ‘ταν αληθινά.
-“Πρέπει να υποφέρεις αρκετά. Είσαι δέσμια της αράχνης“.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η κοπέλλα μισάνοιξε τα μάτια της και του έριξε μια θολή ματιά. Το βλέμμα της σιγά-σιγά άρχισε να ζωντανεύει σαν το φως του φεγγαριού μέσα στη νύχτα, μέχρι που η λάμψη του τονε ζάλισε.
-“Άφησέ με να δω το τατουάζ” είπε μιλώντας σαν σε όνειρο, αλλά με κάποιον αυταρχισμό στη φωνή της. “Η ψυχή σου, που μου την έδωσες, θα πρέπει να μ’ έχει κάνει πολύ όμορφη“.
-“Πρέπει πρώτα να κάνεις ένα μπάνιο με ζεστό νερό, για να ‘ρθουνε στην επιφάνεια τα χρώματα” ψιθύρισε ο Σέικιτσι γεμάτος συμπόνοια. “Φοβάμαι ότι θα πονέσεις, πρέπει όμως να φανείς γενναία για λίγο ακόμα“.
-“Μπορώ ν’ αντέξω τα πάντα για χάρη της ομορφιάς“, του απάντησε αποφασιστικά εκείνη. Παρά τον πόνο που διαπερνούσε το κορμί της, εκείνη χαμογελούσε. “Πώς πονάω με το νερό… Άφησέ με μόνη, περίμενε στο διπλανό δωμάτιο! Δεν μου αρέσει να με βλέπει ένας άντρας να υποφέρω έτσι“!
Καθώς έβγαινε από τη μπανιέρα, πολύ αδύναμη ακόμα για να σκουπιστεί, η κοπέλλα απώθησε το χέρι βοηθείας που της πρόσφερε ο Σέικιτσι και σωριάστηκε στο πάτωμα από τον πόνο, βογκώντας σαν να έβλεπε εφιάλτη.
Ο Σέικιτσι θαύμαζε την ήδη εμφανιζόμενη αλλαγή στη ντροπαλή, υποταγμένη άλλοτε, κοπέλλα που είχε μπει στο σπίτι του τη προηγούμενη μέρα, αλλά έκανε ό,τι του είπε και πήγε να τη περιμένει στο στούντιο. Μετά από καμμιά ώρα αυτή γύρισε ντυμένη προσεχτικά, με τα νωπά, καλοχτενισμένα μαλλιά της ν’ αγγίζουν απαλά τους ώμους της. Σκύβοντας στα κάγκελλα της βεράντας, κοίταξε τον ελαφρά συννεφιασμένον ουρανό με μάτια που λάμπανε και δεν υπήρχε σ’ αυτά ούτε το παραμικρό ίχνος πόνου.
-“Θα ‘θελα να σου χαρίσω αυτές τις εικόνες” της είπε ο Σέικιτσι αποθέτοντας στα πόδια της τα δυο ρολλά.”Πάρτες και φύγε“.
-“Όλοι οι φόβοι έχουν εξαφανιστεί και το πρώτο θύμα μου θα είσαι εσύ“!
Του έριξε μια ματιά κοφτερή σαν σπαθί. Ένα τραγούδι θριάμβου ηχούσε στα αυτιά της.
-“Άφησέ με να δω το τατουάζ σου άλλη μια φορά” τη παρακάλεσε ο Σέικιτσι.
Χωρίς να βγάλει μιλιά, το κορίτσι έκανε ένα νεύμα κι άφησε το κιμονό να γλυστρήσει από τους ώμους του.
Εκείνη τη στιγμή, μια αχτίδα του ήλιου έλουσε τη πλάτη της κι η αράχνη τυλίχτηκε στις φλόγες.