Tarassov Lev Aslanovitch (Henri Troyat): Νευροχειρουργός Ανατομίας/Συγγραφέας

Βιογραφικό

     Ο Ανρύ Τρουαγιά (Henri Troyat), αναγνωρισμένος μυθιστοριογράφος, βιογράφος κι ιστορικός που τα περισσότερα από 100 γαλλόφωνα έργα περιλαμβάνουν L’AraigneLes Ponts de Paris και La Neige en deuil. Γεννημένος στη Ρωσία, Γάλλος συγγραφέας, που τα μυθιστορήματα κι οι βιογραφίες του κέρδισαν τεράστιο κοινό στη Γαλλία και σημαντική αναγνώριση στο εξωτερικό, πέθανε στο Παρίσι τη Κυριακή 2 Μάρτη 2007 στα 95 του. Ο θάνατός του ανακοινώθηκε από την Académie Française, της οποίας ήταν μέλος. Ήταν μόλις 27 ετών όταν κέρδισε το διάσημο Prix Goncourt κι έγινε μόνιμη φιγούρα στη γαλλική λογοτεχνική σκηνή, γνωστός όχι μόνο για τη τεράστια παραγωγή του, συνολικά 105 βιβλία, αλλά και για τη διαύγεια της γλώσσας του. “Έγραψε απλή και σαφή γλώσσα, γλώσσα που διαρκεί, αιώνια: γαλλικά“, σημείωσε ο Maurice Druon, μέλος της Académie Française, σε αφιέρωμα την επόμενη Δευτέρα του θανάτου του. Ίσως επειδή απέφυγε τον πειραματισμό του μεταπολεμικού κινήματος Nouveau Roman, υπό την ηγεσία μυθιστοριογράφων όπως η Nathalie Sarraute, η Marguerite Duras κι ο Alain Robbe-Grillet, δεν ήταν ποτέ αγαπημένος των Γάλλων διανοουμένων. Αλλά οι Γάλλοι αναγνώστες πάντα τον αγκάλιαζαν. Όπως έγραψε η Le Figaro κείνη τη Δευτέρα, “ο αγαπημένος συγγραφέας των Γάλλων είναι νεκρός“.
     Γεννημένος στη Μόσχα 1η Νοέμβρη 1911, από γονείς αρμενικής καταγωγής, ο Λεβ Ασλάνοβιτς Ταράσσοφ (Lev Aslanovitch Tarassov Лев Асланович Тарасов -όπως ήτανε το πραγματικό του όνομα ενώ στην αυτοβιογραφία του, αναφέρει ότι το επώνυμό του είναι αρμενικό, Torossian) ήταν μόλις 9 ετών όταν οι πλούσιοι γονείς του εγκατέλειψαν τη Ρωσική Επανάσταση για τη Γαλλία. Μετά από μια μακρά έξοδο που τους οδήγησε στον Καύκασο, στη Κριμαία κι αργότερα δια θαλάσσης στη Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Βενετία, η οικογένεια τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1920. Ο νεαρός Troyat εκπαιδεύτηκε κι αργότερα απέκτησε πτυχίο νομικής. Τα συγκλονιστικά και τραγικά γεγονότα αυτού του ταξιδιού στη μισή Ευρώπη εξιστορούνται έντονα από τον ίδιο στο Tant que la terre durera. Ήδη μιλούσε άπταιστα γαλλικά χάρη σε μια Ελβετή γκουβερνάντα, πήρε το όνομα Henri Troyat αφού δημοσίευσε το 1ο του μυθιστόρημα, Faux Jour, στα 24 κι έλαβε το 1ο του λογοτεχνικό βραβείο, Le prix du roman populaire. 3 χρόνια μετά, το 1938, το 5ο μυθιστόρημά του, L’Araigne (Η Αράχνη), κέρδισε το Prix Goncourt. Χρόνια αργότερα, θυμήθηκε πώς σφυρηλάτησε το στυλ γραφής του. “Διάβαζα μια παράγραφο του Φλωμπέρ δυνατά και τη ξαναέγραφα από μνήμης και στη συνέχεια, συγκρίνοντας τη δική μου εκδοχή με τη πρωτότυπη, προσπαθούσα να καταλάβω γιατί αυτό που είχα γράψει ήταν προσβολή σε αυτό που είχα διαβάσει“.



     Από το 1940, όταν δημοσίευσε τη βιογραφία του Ντοστογιέφσκι, ολοκλήρωνε ένα μυθιστόρημα ή μια βιογραφία σχεδόν ετησίως. “Μια μέρα χωρίς γράψιμο τον έκανε να νιώθει αμαρτωλός“, έγραψε ο Druon τη Δευτέρα. “Για πολύ καιρό έγραφε όρθιος. Το χαλί μπροστά από το γραφείο του ήταν γεμάτο τρύπες“. Έγραψε επίσης ένα θεατρικό έργο, το Sébastien, που ανέβηκε στο Παρίσι το 1946, ενώ πολλά από τα μυθιστορήματά του μετατράπηκαν σε ταινίες, συμπεριλαμβανομένου του La Neige en Deuil (Πένθιμο Χιόνι,) που προσαρμόστηκε για την οθόνη το 1956 με τίτλο  The Mountain, με πρωταγωνιστή τον Spencer Tracy. Εξελέγη στην Académie Française το 1959.
     Αν και δεν επέστρεψε ποτέ στη Ρωσία και πάντα έγραφε στα γαλλικά, παρέμεινε παρούσα σε μεγάλο μέρος του έργου του, κυρίως σε μια σειρά βιογραφιών, του Ιβάν του Τρομερού, του Μεγάλου Πέτρου, της Μεγάλης Αικατερίνης, του Αλεξάνδρου Β’, του Νικολάου Β’, του Ρασπούτιν κι άλλων ιστορικών προσωπικοτήτων και ρωσικών λογοτεχνικών γιγάντων όπως ο Τολστόι, ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, ο Τσέχωφ και πιο πρόσφατα, Παστερνάκ. Σε αυτές τις βιογραφίες, το αφηγηματικό ύφος του ήτανe πάνω απ’ όλα προσιτό. Σχολιάζοντας τον Αλέξανδρο της Ρωσίας για το The New York Times Book Review το 1983, ο James H. Billington έγραψε ότι: “Ο κ. Troyat προσεγγίζει την ιστορία με τον τρόπο του παλιομοδίτη παντογνώστη παρατηρητή, αποστάζοντας από τα πλούσια απομνημονεύματα της εποχής, μπουκιές διαλόγου και βινιέτες της ζωής στην αυλή και γύρω από το πεδίο της μάχης“. Οι δημοφιλείς βιογραφίες του περιελάμβαναν επίσης σημαντικούς Γάλλους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων οι Flaubert, MaupassantVerlaineBaudelaireDumasZola και Balzac. Τα περισσότερα απ’ αυτά μεταφράστηκαν επίσης σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών.
     Ο Troyat απέκτησε ένα γιο, τον Jean-Daniel, από το γάμο του το 1948 με τη Marguerite Saintagne πριν καταλήξει σε διαζύγιο, που πέθανε πριν από αυτόν. Αργότερα παντρεύτηκε μια χήρα με μια μικρή κόρη, την οποία μεγάλωσε ως δική του τη Michèle Troyat McKeown, 3 εγγόνια. κι 6 δισέγγονα. Το πιο κοντινό που έφτασε στη συγγραφή μιας αυτοβιογραφίας ήταν το μυθιστόρημά του Aliocha, που δημοσιεύθηκε το 1991, που αφηγείται την ιστορία ενός 13χρονου μετανάστη στη Γαλλία, που οι εμπειρίες έμοιαζαν με τις δικές του. Είναι, ωστόσο, μυθοπλασία. “Θα ένιωθα άβολα να πω τη δική μου ιστορία“, εξήγησε τότε. Τη στιγμή του θανάτου του, ήταν το μακροβιότερο μέλος της Académie Française.
     Μια φανταστική εκδοχή του Troyat εμφανίζεται στη σειρά κόμικς Image Comics Millarworld 2014-15 MPH από τους Mark Millar και Duncan Fegredo ως πρώην επικεφαλής επιστημονικός διευθυντής του προγράμματος υπεράνθρωπης ανάπτυξης της Γαλλίας κι εφευρέτης του ομώνυμου χαπιού υπερ-ταχύτητας “MPH”, που εξαφανίστηκε το 1984 κι έκτοτε ζει κρυμμένος σε μπαρ που παρακολουθεί περιστασιακά φεστιβάλ τζαζ. Ενώ ο Millar αποκάλυψε σε συνέντευξή του το  Γενάρη του 2014, ότι ο χαρακτήρας θα επέστρεφε σε έναν άλλο τότε άτιτλο ακόμα που θα διαδραματίζεται στο κοινό φανταστικό σύμπαν Millarworld το επόμενο έτος κι ο χαρακτήρας θα μετονομαστεί σε Orlov για αυτήν την επόμενη εμφάνιση.



EΡΓΑ:

1935: Faux Jour (Plon)
1935: Le Vivier (Plon)
1936: Μεγαλείο φύση (Plon)
1937: La Clef de voûte (Plon)
1938: L’Araigne (Plon); Ηνωμένο Βασίλειο trans. The Web (1984)
1939: Κοινότητα La Fosse (Plon)
1941: Le Jugement de Dieu (Plon)
1942: Le mort saisit le vif (Plon)
1945: Du Philanthrope à la Rouquine (Flammarion)
1945: Le Signe du taureau (Plon)
1946: Les Ponts de Paris (Flammarion)
1946: Les Vivants, pièce en trois actes (Βόννη)
1947: Tant que la terre durera, τόμος Ι (La Table ronde); ΗΠΑ trans. Ο Κόκκινος και ο Λευκός (1956)
1948: Le Sac et la Cendre, Tant que la terre durera, τόμος ΙΙ (La Table ronde); Βρετανική μετάφραση Sackcloth and Ashes (1956)
1948: La Case de l’oncle Sam (Λα Πίνακας ronde)
1949: Sébastien, pièce en trois actes (Όπερα)
1950: Étrangers sur la terre, Tant que la terre durera, τόμος ΙΙΙ (La Table ronde); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Strangers in the Land (1958)
1951: La Tête sur les épaules (Plon); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Head in the Clouds (1979)
1952: La Neige en deuil (Flammarion); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Το βουνό (1953)
1952: L’Étrange Destin de Lermontov (Plon)
1953: Les Semailles et les Moissons, τόμος Ι (Plon); Αμερικανίδα τρανς Amelie in Love (1956)
1955: De Gratte-ciel en cocotier (Plon)
1955: Amélie, Les Semailles et les Moissons, τόμος ΙΙ (Plon); Αμερικανίδα μετάφραση Amelie και Pierre (1957)
1956: La Maison des bêtes heureuses (Προκατάληψη)
1956: La Grive, Les Semailles et les Moissons, τόμος ΙΙΙ (Plon); Αμερικανίδα τρανς Ελισάβετ (1959)
1957: Tendre et violente Elisabeth, Les Semailles et les Moissons, τόμος IV (Plon); ΗΠΑ trans. Τρυφερή και βίαιη Ελισάβετ (1960)
1958: La Rencontre, Les Semailles et les Moissons, τόμος V (Plon); ΗΠΑ trans. Η συνάντηση (1962)
1958: Naissance d’une Dauphine (Gallimard)
1959: La Lumière des justes, τόμος Ι: Les Compagnons du Coquelicot. (Flammarion); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Η Αδελφότητα της Κόκκινης Παπαρούνας (1962)
1960: La Lumière des justes, τόμος ΙΙ: La Barynia. (Flammarion); ΗΠΑ trans. Η βαρόνη (1961)
1961: La Lumière des justes, τόμος ΙΙΙ: La Gloire des vaincus. (Flammarion)
1962: La Lumière des justes, τόμος IV: Les Dames de Sibérie. (Flammarion)
1963: La Lumière des justes, τόμος V: Sophie ou la Fin des combats. (Flammarion)
1963: Une extrême amitié (La Table ronde); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Μια στενή φιλία (1967)
1964: Le Geste d’Ève (Φλαμαριόν)
1965: Les Eygletière, τόμος Ι (Flammarion)
1966: La Faim des lionceaux, Les Eygletière, τόμος ΙΙ (Flammarion)
1967: Λα Malandre, Les Eygletière, τόμος ΙΙΙ (Flammarion)
1968: Les Héritiers de l’avenir, τόμος Ι: Le Cahier. (Flammarion)
1969: Les Héritiers de l’avenir, τόμος ΙΙ: Cent un coups de canon. (Flammarion)
1970: Les Héritiers de l’avenir, τόμος ΙΙΙ: L’Éléphant blanc. (Flammarion)
1972: La Pierre, la Feuille et les Ciseaux (Flammarion)
1973: Anne Prédaille (Flammarion)
1974: Le Moscovite, τόμος Ι (Flammarion)
1974: Les Désordres μυστικά, Le Moscovite, τόμος ΙΙ (Flammarion)
1975: Les Feux du matin, Le Moscovite, τόμος ΙΙΙ (Flammarion)
1976: Un si μακρά chemin (Απόθεμα)
1976: Le Front dans les nuages (Flammarion)
1976: Grimbosq (Flammarion)
1978: Le Prisonnier n° I (Flammarion)
1980: Βίου, τόμος Ι (Φλαμάριον). Ηνωμένο Βασίλειο trans. Sylvie (1982)
1982: Le Pain de l’étranger (Φλαμαριόν)
1983: La Dérision (Φλαμαριόν)
1984: Μαρία Κάρποβνα (Flammarion)
1985: Le Bruit solitaire du cœur (Φλαμαριόν)
1986: À demain, Sylvie, Viou, τόμος ΙΙ (Flammarion); UK trans. Sylvie – Ευτυχία (1989)
1987: Le Troisième Bonheur, Viou, τόμος III (Flammarion)
1988: Toute ma vie sera mensonge (Φλαμάριον)
1989: La Gouvernante française (Φλαμαριόν)
1990: La Femme de David (Φλαμαριόν)
1991: Αλιόχα (Flammarion)
1992: Γιούρι (Flammarion)
1993: Le Chant des Insensés (Φλαμαριόν)
1994: Le Marchand de masques (Φλαμαριόν)
1995: Le Défi d’Olga (Φλαμαριόν)
1996: Votre très humble et très obéissant serviteur (Flammarion)
1997: L’Affaire Crémonnière (Φλαμαριόν)
1998: Le Fils du satrape (Γκρασέ)
1998: Τρομεροί τσαρίνες (Grasset)
1999: Les turbulences d’une grande famille (Γκρασέ)
1999: Namouna ou la chaleur animale (Γκρασέ)
2000: La Ballerine de Saint-Pétersbourg (Plon)
2001: La Fille de l’écrivain (Γκρασέ)
2002: L’Étage des bouffons (Γκρασέ)
2004: La Fiancée de l’ogre (Γκρασέ)
2004: La Baronne et le musicien (Γκρασέ)
2006: La Traque (Γκρασέ)
2009: Le Pas du juge (Μπερνάρ ντε Φαλλουά)
2009: La folie des anges (Μπερνάρ ντε Φαλλουά)
2010: Trois mères, trois fils (Μπερνάρ ντε Φαλλουά)

ΒΊΟΙ:

1940: Dostoïevski (Fayard); Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
1946: Pouchkine (Plon); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Pushkin: His Life and Times (1951) & νέα trans. Πούσκιν. Μια βιογραφία (1974)
1956: Sainte Russie, souvenirs et réflexions suivi de l’Assassinat d’Alexandre ΙΙ (Grasset)
1959: La Vie quotidienne en Russie au temps du dernier tsar (Hachette). UK trans. Καθημερινή ζωή στη Ρωσία κάτω από τον τελευταίο τσάρο (1961)
1965: Τολστόι (Fayard); Βρετανική μετάφραση Τολστόι (1968)
1971: Γκόγκολ (Flammarion); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Gogol: The Biography of a Divided Soul (1974)
1971: Kisling 1891-1953 (Jean Kisling); τόμοι Ι &; ΙΙ avec Joseph Kessel
1977: Catherine la Grande (Flammarion); Βρετανική μετάφραση Αικατερίνη η Μεγάλη (1979)
1979: Pierre le Grand (Flammarion); Βρετανός μετατροπέας Πέτρος ο Μέγας (1988)
1981: Alexandre Ier (Flammarion); Βρετανός μεταφρ. Αλέξανδρος της Ρωσίας (1984)
1982: Ιβάν λε Τρομερό (Flammarion); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Ιβάν ο Τρομερός (1985)
1984: Tchekhov (Flammarion); Τσέχωφ (1987)
1985: Τουργκένιεφ (Flammarion); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Turgenev. Μια βιογραφία (1989)
1986: Γκόρκι (Flammarion); Ηνωμένο Βασίλειο trans. Gorky. Μια βιογραφία (1989)
1988: Φλωμπέρ (Flammarion); Φλωμπέρ (1992)
1989: Maupassant (Flammarion); Γκυ ντε Μωπασάν
1990: Alexandre ΙΙ, le libérateur τσάρος (Flammarion); Αλέξανδρος Β ́ της Ρωσίας
1991: Nicolas II, le dernier τσάρος (Flammarion); Νικόλαος Β ́ της Ρωσίας
1992: Ζολά (Flammarion); Εμίλ Ζολά
1993: Verlaine (Flammarion); Πωλ Βερλαίν
1994: Μπωντλαίρ (Flammarion); Σαρλ Μπωντλαίρ
1995: Μπαλζάκ (Flammarion); Ονορέ ντε Μπαλζάκ
1996: Ραπουτίνη (Flammarion); Rasputin trans. Γερμανικά και Σουηδικά (1998), Ισπανικά (2004)
1997: Juliette Drouet (Flammarion); Juliette Drouet
2000: Nicolas Ier (Librairie académique Perrin) Νικόλαος Α ́ της Ρωσίας
2001: Μαρίνα Τσβετάεβα : L’éternelle insurgée (Grasset); Μαρίνα Τσβετάεβα
2004: Αλέξανδρος ΙΙΙ (Grasset); Αλέξανδρος Γ ́ της Ρωσίας
2005: Αλέξανδρος Δουμάς. Le cinquième mousquetaire (Γκρασέ); Αλέξανδρος Δουμάς
2006: Παστερνάκ (Grasset); Μπόρις Πάστερνακ
2008: Μπόρις Γκοντουνόφ (Flammarion). Μπόρις Γκοντουνόφ

     Ο Troyat ήταν ένας βραβευμένος και παραγωγικός μυθιστοριογράφος που αγαπήθηκε για τις μακρές ιστορικές σάγκα του. Αν και γεννήθηκε στη Ρωσία, έμαθε να μιλάει άπταιστα γαλλικά από την ελβετική γκουβερνάντα του. Όταν η οικογένειά του εγκατέλειψε τη χώρα λόγω της Ρωσικής Επανάστασης, ήταν εύκολο για αυτόν να προσαρμοστεί στο νέο τους σπίτι στο Παρίσι. Εδώ άλλαξε το όνομά του από Lev Aslanovitch Tarassoff σε Henri Troyat, παρακολούθησε το Lycee Pasteur κι απέκτησε πτυχίο νομικής. Εργάστηκε για τη νομαρχία τοπικής αυτοδιοίκησης στα τέλη 10ετίας ’30, ενώ συνέθετε τα πρώτα του μυθιστορήματα. Το πρώτο του, Faux Jour (1935), το οποίο γράφτηκε ενώ υπηρετούσε στον γαλλικό στρατό, κέρδισε το Prix Populiste. Το τέταρτο μυθιστόρημά του, L’Araigne (1938, μεταφράστηκε ως The Web το 1984), κέρδισε το διάσημο Prix Goncourt. Εγκαταλείποντας τη καθημερινή του δουλειά το 1942, αφοσιώθηκε στη συγγραφή και συνέχισε να γράφει πάνω από 100 μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, βιογραφίες, οδοιπορικά κι άλλα έργα. Κέρδισε το Prix Louis Barthou από τη Γαλλική Ακαδημία το 1938 και το Grand Prix Litteraire de Monaco το 1952 για το La neige en deuil. Λόγω του σαφούς, άμεσου στυλ γραφής του, δεν ήτανε πάντα αγαπημένος των κριτικών λογοτεχνίας, αλλά ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στο κοινό. Αγαπούσε να γράφει πολύτομες σάγκα για οικογένειες που επιβίωναν δύσκολες ιστορικές στιγμές, μερικές φορές αντλώντας από τις δικές του εμπειρίες στη Ρωσία και τη Γαλλία. Το διαυγές στυλ γραφής του έκανε επίσης τις βιογραφίες του δημοφιλείς και συνήθως έγραψε για λογοτεχνικούς και πολιτικούς γίγαντες από τη ρωσική ιστορία κι επίσης για σημαντικούς Γάλλους συγγραφείς. Μια βιογραφία που έγραψε για τη Juliette Drouet, ωστόσο, τον έβαλε σε νομικά προβλήματα όταν το 2003 κρίθηκε ένοχος λογοκλοπής. Εκτός από αυτό το σκοτεινό κεφάλαιο, απήλαυσε διακεκριμένη καρριέρα. Διορίστηκε Commandeur de l’Ordre National du Merité, Commandeur des Arts et des Lettres & Grandcroix της Λεγεώνας της Τιμής. Δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του Un si long chemin (1976).


========================

                                                     Bιού
   (απόσπ.)
     Όπως πάντα, η Ερνεστίν φώναξε: “Συλβί, μη τρέχεις!”, χωρίς ωστόσο να τρέξει η ίδια να πιάσει το κοριτσάκι. Κι όπως πάντα, η Συλβί είχε την αίσθηση πως μ’ ένα πήδο θα υψωνόταν κάμποσα μέτρα πάνω από τη γη. Απ’ όλη τη τάξη αυτή έτρεχε πιο γρήγορα. Όμως, κανένας από την οικογένεια δεν έδινε σημασία σ’ αυτό το εξαιρετικό ταλέντο. Ανεξήγητα, οι μεγάλοι, όταν φροντίζουν τα παιδιά τους, ενδιαφέρονται μόνο για τις σπουδές τους. Χοροπηδούσε η Συλβί πάνω στο πεζοδρόμιο, χοροπηδούσαν και τα βιβλία της μέσα στη σχολική τσάντα. Όταν έφτασε μπροστά στην αυλόπορτα, σταμάτησε να ξανασάνει και να περιμένει την Ερνεστίν. Με κοινή συμφωνία, ακόμα κι όταν έτρεχε λίγο στο δρόμο για να ξεμουδιάσουν τα πόδια της, ποτέ δεν έμπαινε στο σπίτι χωρίς την υπηρέτρια. Η γιαγιά κι ο παππούς δε θα το επέτρεπαν. Της είχαν τέτοια αδυναμία που ποτέ δεν την άφηναν να βγαίνει μόνη. Λες κι ήταν δυνατό να πάθει οτιδήποτε μέσα σ’ αυτή την καλόβολη πόλη του Πουί, που την κάθε γωνιά της την ήξερε τόσο καλά, μια και τόσες φορές την είχε τριγυρίσει μαζί τους. Θα ‘λεγε κανείς στ’ αλήθεια πως δεν την έβλεπαν να μεγαλώνει. Από πέρσι, που έγινε εφτά χρονών, της είχαν αναγγείλει πως πια ήταν μεγάλο κορίτσι. Και παρ’ όλη αυτή τη διαβεβαίωση, η συμπεριφορά τους απέναντί της δεν είχε καθόλου αλλάξει. Η Συλβί σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τη μισοκυκλική επιγραφή που στόλιζε την καμάρα της αυλόπορτας. Έγραφε με κίτρινα γράμματα σε πράσινο φόντο: «Οίκος Λεσουαγιέ. Οικοδομικά υλικά – κάρβουνο – γαιάνθραξ. Χονδρική πώλησις». Η Συλβί έβρισκε πως ο ήχος αυτού του ονόματος, Λεσουαγιέ, ήταν ιδιαίτερα όμορφος. Της άρεσε να το γράφει πάνω στις γραμμωτές ετικέτες που στόλιζαν τα σχολικά της βιβλία και τετράδια. Η καλύτερη φιλενάδα της, η Μαρτίν Ντεντορά, της είχε πει πως τη ζήλευε που ονομαζόταν Λεσουαγιέ. Όλος ο κόσμος μέσα στην πόλη γνώριζε τον παππού της. Όταν έμπαινε στο μεγάλο καφενείο της πλατείας Μπρέιγ, κρατώντας την από το χέρι, πάντα θα βρισκόταν κάποιος από τους πελάτες να του φωνάξει: «Α! Επιτέλους ήρθατε, αγαπητέ μου Λεσουαγιέ!», μ’ ολοφάνερη και ειλικρινή χαρά.
     Η Συλβί γύρισε προς την Ερνεστίν, που έσερνε δύσκολα στο πεζοδρόμιο τα μαλθακά ποδάρια της. Το πρόσωπο της Ερνεστίν ήταν γκρίζο και ζαρωμένο σαν σφουγγαρόπανο. Ήταν γριά. Όμως όχι και τόσο γριά σαν τη γιαγιά και τον παππού, που και οι δυο τους είχαν ξεπεράσει πια τον καιρό που η ηλικία μετριέται με τα χρόνια. Όταν, επιτέλους, η Ερνεστίν την πλησίασε, η Συλβί πέρασε την αυλόπορτα. Ήταν πολύ φαρδιά για να μπορούν να μπαινοβγαίνουν τα καμιόνια και τα κάρα. Στη μέση του περάσματος ξεχώριζε η ποδιά της γεφυροπλάστιγγας που χρησίμευε για το ζύγισμα των φορτίων. Όταν περπατούσες πάνω της ένιωθες μιαν ανάλαφρη εντύπωση λικνίσματος, ένα μηχανικό κλυδωνισμό. Πάντα η Συλβί περνούσε πάνω στην πλάστιγγα για να νιώθει κάτω από τα πόδια της το κενό. Και τούτη τη φορά γεύτηκε την ευχαρίστηση ενός μικρού φόβου χωρίς συνέπειες. Σίγουρα, η ποδιά θα υποχωρούσε κάτω από το βάρος της και θα γκρεμιζόταν στα βάθη μιας μαύρης τρύπας που μέσα της διασταυρώνονταν σιδερένιες βέργες. Επειδή τίποτε τέτοιο δε συνέβηκε, έριξε μια ματιά στη βελόνα της πλάστιγγας. Δεν είχε σαλέψει. «Δεν είμαι ακόμα αρκετά βαριά, σκέφτηκε η Συλβί. Είμαι σαν φτερό. Ίσως και να μην υπάρχω». Κι έπειτα φαντάστηκε όλη την οικογένεια συγκεντρωμένη πάνω στη γεφυροπλάστιγγα: Ο παππούς, η γιαγιά, η μαμά, η θεία Μαντελέν, η ίδια… Ίσως τότε η βελόνα ν’ αποφάσιζε να κουνήσει. Πόσα κιλά ν’ αντιπροσώπευαν όλοι μαζί; Εκατό; Χίλια; Χαμογέλασε βλέποντας με τη φαντασία της όλους συγκεντρωμένους πάνω στη ζυγαριά, τον έναν κολλητά στον άλλο, σαν να επρόκειτο να βγουν φωτογραφία, κι έπειτα κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς την αυλή. Εκεί, βρισκόταν το σπιτάκι του Τόμπυ.
Ο Τόμπυ ήταν ένας σκύλος ράτσας σπάνιελ, τριχωτός, μεταξένιος κι ευκίνητος. Κάποτε άνηκε στον μπαμπά και τώρα συνόδευε τον παππού στο κυνήγι. Του απαγορευόταν να κατοικεί μέσα στο σπίτι. Η Συλβί λάτρευε παθιασμένα αυτόν το σκύλο, ενώ η γιαγιά τον έβρισκε βρομερό και κακομαθημένο. Καθισμένη οκλαδόν, τον άρπαξε απ’ το λαιμό κι έτριψε τα μάγουλά της πάνω στη μουσούδα του. Της απαντούσε με τινάγματα, γαβγίσματα και γλειψίματα που την ενθουσίαζαν. Για λίγα λεπτά κυλίστηκαν έτσι ο ένας πάνω στον άλλον, παίζοντας, παλεύοντας, ανακατεύοντας τις ανάσες τους. Έπειτα, η Ερνεστίν μάλωσε τη Συλβί λέγοντάς της πως ο παππούς και η γιαγιά την περίμεναν.
     Με λύπη εγκατέλειψε τον Τόμπυ, πέρασε πάλι κάτω από τη καμάρα της αυλόπορτας και μπήκε στο γραφείο με τη μεγάλη τζαμαρία. Εκεί μέσα βασίλευε η σιωπή. Στον τοίχο του βάθους, ανάμεσα σε δυο μακρόστενα ντουλάπια ξύλινα, υψωνόταν, στέρεο, κοντόχοντρο και μαύρο, το χρηματοκιβώτιο. Πίσω από αυτήν τη σιδερένια πόρτα με τα καλογυαλισμένα από το χρόνο χερούλια, η Συλβί έβλεπε με το νου της ένα βουνό από χρυσάφι και χαρτονομίσματα. Όλη την περιουσία των Λεσουαγιέ. Πλάι, πάνω σ’ ένα ράφι, ήταν αραδιασμένα πλακίδια πορσελάνης με ζωηρά χρώματα, κολλημένα σε χαρτονένια στηρίγματα. Έμοιαζαν με παιχνίδια. Αλλά απαγορευόταν να τ’ αγγίζεις. Ο παππούς ήταν θρονιασμένος πίσω από ένα τεράστιο γραφείο με ρολό, που στο τέλος της μέρας όταν το κατέβαζε κροτάλιζαν οι στενές, ευλύγιστες ξύλινες λάμες του. Απέναντί του, σ’ ένα τραπέζι λίγο πιο μικρό, καθόταν η θεία Μαντελέν, που ερχόταν τέσσερις φορές τη βδομάδα για να κάνει χρέη γραμματέα. Τις άλλες μέρες ερχόταν τ’ απογεύματα, όμως καθόταν στο σαλόνι κι έκανε παρέα της γιαγιάς. Ήταν πρώτες ξαδέλφες. Το ίδιο γριές, το ίδιο μύωπες και οι δυο. Ο κόσμος έλεγε πως είχαν μεγαλώσει μαζί, πως μαζί είχαν σπουδάσει, πως πέρασαν την ίδια μέρα τις εξετάσεις τους και πως θα παντρεύονταν την ίδια μέρα, αν ο αρραβωνιαστικός της θείας Μαντελέν δεν είχε πεθάνει στο μεταξύ. Η θεία Μαντελέν δε θέλησε ποτέ να παντρευτεί άλλον κι είχε παραμείνει «δεσποινίς» «από πίστη». Η Συλβί αναρωτιόταν πώς μπορούσε η θεία Μαντελέν να κάνει προσθέσεις έτσι που ήταν αναγκασμένη να κολλάει τη μύτη της πάνω στο χαρτί για να διαβάζει τους αριθμούς. Ακόμη και στη γραφομηχανή χτυπούσε μ’ ένα δάκτυλο. Γυαλιά χωρίς σκελετό τσιμπούσαν το δέρμα της μύτης, ανάμεσα στα μάτια, κι έτρεμαν αστραποβολώντας όταν μιλούσε. Η Συλβί τη φίλησε με θέρμη κι όρμησε προς τον παππού της. Αυτός την κάθισε πάνω στα γόνατά του. Κολλημένη πάνω του κολυμπούσε μέσα σ’ ένα λεπτό άρωμα λεβάντας και καπνού. Κοντός, αδύνατος, με το μάτι που γυάλιζε σαν κόκκος καφέ, το δέρμα πολυζαρωμένο, είχε πάντα ένα τσιγάρο στο χέρι. Το μέσα μέρος του δείχτη του ήταν κίτρινο. Όπως το συνήθιζε, ρώτησε τη Συλβί για τα μαθήματά της. Τον διαβεβαίωσε πως όλα πήγαιναν καλά, χωρίς άλλες διευκρινίσεις. Προς τι να τον ταράξει λέγοντάς του πως πήρε μηδενικό στην απαγγελία κι ένα δυάρι στην ορθογραφία; Καταταγμένη ανάμεσα στις τελευταίες, υπόφερε γι’ αυτήν την ταπεινωτική θέση μόνο και μόνο γιατί ο παππούς κι η γιαγιά στενοχωριόνταν. Γι’ αυτούς, θα ‘θελε να κέρδιζε μια καλύτερη θέση, όμως βαριόταν τόσο πολύ το σχολείο που όλες οι καλές προθέσεις της πήγαιναν περίπατο μόλις άνοιγε ένα σχολικό βιβλίο. Αφού άκουσε αφηρημένα την εγγονή του ο παππούς, της επέτρεψε να κλείσει και ν’ ανοίξει το κυλινδρικό ρολό του γραφείου. Κι έπειτα η Συλβί άρπαξε τη σφραγίδα με τις ημερομηνίες που πάντα τη γοήτευε. Πρώτα τύπωσε πάνω σ’ ένα χαρτί την ημερομηνία εκείνης της μέρας, 13 Νοεμβρίου 1946, έπειτα άρχισε να γυρνάει τις καουτσουκένιες κορδέλες που είχαν τα γράμματα και τους αριθμούς και βάλθηκε να συνθέτει εξαιρετικές ημερομηνίες, όπως την ημερομηνία που θα γινόταν είκοσι χρονών, τριάντα, εκατό χρονών… Το μυαλό της κάλπαζε προς ένα ιλιγγιώδες μέλλον… Ζαλιζόταν από την τόσο μεγάλη ταχύτητα του ταξιδιού. Η Ερνεστίν περίμενε στο κατώφλι. Όταν η Συλβί γέμισε μιαν ολόκληρη σελίδα σφραγίσματα με βιολετί μελάνι, ο παππούς της είπε:
 -“Πήγαινε τώρα. Σίγουρα θα ‘χεις να γράψεις μαθήματα“.
 -“Δεν έχω. Σήμερα είναι Τετάρτη: αύριο δεν έχει σχολείο*“!
 -“Δεν πειράζει, πήγαινε!” είπε ο παππούς.
     Το γραφείο βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού, που είχε δυο πατώματα. Στο πρώτο, ένα μεγάλο χολ, το σαλόνι, η τραπεζαρία, η κουζίνα. Στο δεύτερο, οι κρεβατοκάμαρες. Τα παράθυρα έβλεπαν στο δρόμο και στην αυλή. Μια μεγάλη σκάλα ξεκινούσε από την αυλόπορτα. Επειδή περνούσαν τα καμιόνια με το εμπόρευμα, μια ψιλή καρβουνόσκονη καθόταν πάνω στα πρώτα σκαλοπάτια. Η γιαγιά, που είχε τη μανία της καθαριότητας, έβαζε και σκούπιζαν την είσοδό της πολλές φορές τη μέρα. Φοβόταν σαν και τι την εισβολή αυτής της σκοτεινής και ύπουλης σκόνης μέσα στο σπιτικό της. Ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά, η Συλβί διαπίστωσε με χαρά της πως ούτε ίχνος από αυτή την ύποπτη σκιά δεν τα λέρωνε. Τώρα το πρόγραμμα απαιτούσε να πιει ένα ποτήρι γάλα άβραστο. Αυτό το γάλα προερχόταν από την αγελάδα Μπλανσέτ, που ο παππούς είχε αγοράσει την εποχή της κατοχής, όταν τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί. Ζούσε στο βάθος της αυλής, σε μια γωνιά της αποθήκης που την είχαν μετατρέψει σε σταύλο και τα γενναιόδωρα μαστάρια της τροφοδοτούσαν εδώ και χρόνια την οικογένεια και μερικούς προνομιούχους φίλους. Το φλιτζάνι με το γάλα περίμενε τη Συλβί στην κουζίνα. Το κατάπιε, γουλιά γουλιά, μ’ αηδία, έλεγε πως μύριζε τα σωθικά της αγελάδας. Για να δίνει κουράγιο στον εαυτό της, κάθε φορά που το έπινε, σκεφτόταν την Μπλανσέτ που ήταν τόσο όμορφη με το ασπροκοκκινωπό τρίχωμά της, τα κυρτωμένα κέρατα και την υγρή μουσούδα της. Μόνο από φιλία γι’ αυτό το ήρεμο ζώο, το υπομονετικό, το χρήσιμο, έπρεπε ν’ αδειάζει το φλιτζάνι της ίσαμε την τελευταία σταγόνα. Το έκανε κι ένιωθε ένα ανάμικτο αίσθημα αναγούλας και τρυφερότητας.
 -“Εντάξει“! φώναξε αφήνοντας το φλιτζάνι στο νεροχύτη.
     Η Ερνεστίν της είπε μπράβο καθώς και η Ανζέλ, που καθισμένη σ’ ένα σκαμνί γυάλιζε τ’ ασημικά. Ίδιο σχεδόν μπόι με το κοριτσάκι, η Ανζέλ ήταν τόσο φαρδιά όσο και ψηλή. Το γέρικο πρόσωπό της ήταν σαν μαλακό καουτσούκ. Κι επιπλέον ήταν τόσο κουφή που έπρεπε να φωνάζεις για να σ’ ακούσει. Αυτή η μισοκουφαμάρα την έκανε διπλά συμπαθητική στη Συλβί. Της φαινόταν πως κάποιο μυστήριο κρυβόταν πίσω απ’ αυτήν την άχαρη παρουσία, όπως σε ορισμένες μάγισσες που κάνουν πως είναι ανάπηρες για να κρύβουν καλύτερα τη δύναμή τους. Η μεγάλη ασχήμια την τραβούσε όσο και η μεγάλη ομορφιά. Άγγιξε τον ώμο της Ανζέλ για να την κάνει να την προσέξει και είπε υψώνοντας τη φωνή:
 -“Τί θα φάμε το βράδυ; Ομελέτα με τυρί“;
     Η Ανζέλ τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της, έπειτα φάνηκε πως κατάλαβε κι απάντησε με μια φωνή ραγισμένη που δεν μπορούσε να ελέγξει τη διαπασών της.
 -“Όχι, μοσχάρι μπλανκέτ. Ξέρεις πως σήμερα είναι Τετάρτη. Η ομελέτα με τυρί είναι για τη Παρασκευή“.
     Η κάθε μέρα είχε το μενού της. Αλλά, καμμιά φορά, τύχαινε ο παππούς, απαυδημένος, να ζητάει κάποια αλλαγή στο καθιερωμένο πρόγραμμα και τότε η γιαγιά όλο έκπληξη θύμωνε και υποχωρούσε κακόκεφη. Γενικά, όλες οι απαιτήσεις του άντρα της τη δυσανασχετούσαν. Τίποτε δε φόβιζε τη Συλβί τόσο πολύ, όσο τα ξεσπάσματά τους κάθε φορά που διαφωνούσαν.
     Ο Φρανσουά παρουσιάστηκε στο κατώφλι της κουζίνας μ’ ένα κουβά γεμάτο κάρβουνο σε κάθε χέρι. Ήταν ένας εργάτης μαυριδερός σαν το διάβολο, που έκανε όλες τις χοντρές δουλειές της αποθήκης και του σπιτιού. Ένα από τα καθήκοντά του ήταν να φροντίζει την Μπλανσέτ και να την αρμέγει. Ο παππούς έλεγε πως συχνά είχε «μια κάνουλα στο στόμα». Αυτή η έκφραση έκανε τη Συλβί να γελάει. Φανταζόταν το Φρανσουά σπίτι του να πίνει το κρασί με μια κάνουλα. Επειδή ο άνθρωπος αυτός ξόδευε όλα του τα λεφτά στην ταβέρνα, η γυναίκα του ερχόταν να εισπράξει το μισθό του. Είχε πέντε παιδιά και το πιο μικρό ήταν ακόμη στην κούνια. Η γιαγιά τούς φρόντιζε και τους έδινε παλιά ρούχα. Είχαν και μερίδιο από το γάλα της αγελάδας της οικογένειας.
 -“Ν’ ανεβάσω το κάρβουνο στα δωμάτια“; ρώτησε ο Φρανσουά.
     Είχε τη βαρειά προφορά των χωρικών της Άνω Λουάρ.
 -“Ναι“, είπε η Ερνεστίν. “Όμως, βγάλε πρώτα τα παπούτσια σου. Την άλλη φορά μου γέμισες βρωμιές το παρκέ μου“.
     Παρόλο που είχε σ’ όλα τα δωμάτια καλοριφέρ, η εγκατάσταση ήταν τόσο παλιά που δω και κει χρειαζόταν κάποια παραπανίσια θέρμανση. Ο Φρανσουά γκρίνιαξε, ανασήκωσε τους ώμους και κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα για να βγάλει τα παπούτσια του. Είχε τρύπιες κάλτσες. Το χοντρό του ροζ δάχτυλο ξεπρόβαλε από μια τρύπα κι ήταν σαν το πρόσωπο ενός λιλιπούτειου καπελωμένου με σκουφί. Η Ερνεστίν σούφρωσε τη μύτη μ’ αηδία. Κάτω από το αυστηρό βλέμμα της ο Φρανσουά ξανάφυγε με κυρτή την πλάτη, σέρνοντας τα πόδια του μέσα στις κάλτσες.
 -“Πάλι πιωμένος είναι“, είπε γελώντας η Ερνεστίν.
     Γέμισε το μύλο του καφέ κι ετοιμάστηκε να τον αλέσει. Η Συλβί την παρακάλεσε να την αφήσει να αλέσει κι εκείνη. Καλοκαθισμένη σ’ ένα μικρό πάγκο, με το ξύλινο κουτί μαγκωμένο ανάμεσα στα πόδια της, πάνω από τα γόνατα, το κοριτσάκι γυρνούσε τη μανιβέλα κι άκουγε μ’ αγαλλίαση τους κόκκους να τρίζουν σπάζοντας. Πότε πότε, με την κίνηση, το μηχάνημα κουνιόταν και της τσιμπούσε δυσάρεστα το δέρμα. Κι αυτό ήταν μέσα στο παιχνίδι. Πρώτα έσπρωχνες πολύ δυνατά το χερούλι. Έπειτα οι στροφές γίνονταν πιο ελεύθερα και τέλος το χερούλι γυρνούσε χωρίς καμιά αντίσταση. Τότε μπορούσες να τραβήξεις το συρταράκι από το κουτί. Ήταν γεμάτο ίσαμε πάνω με μια όμορφη καφεδιά άμμο. Η Συλβί σάλιωσε το δάχτυλό της, έπιασε λίγη σκόνη και την έβαλε στο στόμα της. Ήταν πικρή κι αρωματισμένη. Θα ‘πρεπε, οπωσδήποτε, να ‘ναι κανένας μεγάλος για να του αρέσει αυτή η παράξενη γεύση. Η Συλβί ζήτησε μια καραμέλα γάλακτος για να γλυκάνει το στόμα της. Η Ανζέλ τον περασμένο μήνα είχε φτιάξει θαυμάσιες καραμέλες. Εκείνη τη μέρα, όλο το σπίτι μοσχομύρισε από τη ζαχαρωμένη και ζεστή ζύμη. Η μαγείρισσα διατηρούσε τις καραμέλες μέσα σ’ ένα τσίγκινο κουτί με κινέζικα σχέδια: μανδαρίνοι έπιναν το τσάι τους κάτω από ομπρέλες του ήλιου. Δεν έμενε σχεδόν πια τίποτε από το απόθεμα: κάτι μικρούλικα κομμάτια και ζαχαρόσκονη στο βάθος του κουτιού.
 -“Πότε θα ξαναφτιάξεις“; φώναξε η Συλβί χώνοντας μια καραμέλα μέσα στο στόμα της.
 -“Η γιαγιά σου δε θέλει“, απάντησε η Ανζέλ. “Λέει πως χαλάνε τα δόντια των μικρών κοριτσιών“.
     Η Συλβί το ‘ξερε, αλλά παρ’ ολ’ αυτά διαμαρτυρήθηκε:
 -“Όχι, αν τρως μια που και που“.
     Ένα βήμα πλησίαζε. Η Συλβί βιάστηκε να μασουλίσει την καραμέλα και κατάπιε το τελευταίο κομμάτι μια και κάτω. Την ίδια στιγμή η γιαγιά μισάνοιξε την πόρτα κι είπε:
 -“Λοιπόν, Συλβί, σε περιμένω“.
     Η γιαγιά ήταν αυστηρή μαζί της, ο παππούς καθόλου. Η Συλβί δεν προσπάθησε ποτέ να εξηγήσει τους λόγους αυτής της διαφορετικής συμπεριφοράς. Και οι δυο την αγαπούσαν το ίδιο, γι’ αυτό ήταν βέβαιη, αλλά ο καθένας με τον τρόπο του. Η γιαγιά ήταν πάντα συγκρατημένη, σεμνή, άκαμπτη, ευλαβική, μια φλόγα κρυφή, ενώ ο παππούς ήταν εύκολος και συχνά καλαμπουρτζής. Δυο χρόνια ζούσε μαζί τους και το κοριτσάκι είχε συνηθίσει σ’ αυτήν τη ρυθμισμένη ζωή. Κάθε στιγμή ήξερε τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Έτσι, ακολουθώντας τη γιαγιά της στο σαλόνι, ήταν σίγουρο πως θα της έλεγε να γράψει το βδομαδιάτικο γράμμα στη μαμά της. Πίσω από φακούς τόσο χοντρούς, που τα μάτια φάνταζαν εξογκωμένα, η γιαγιά εξακόντιζε πάνω στην εγγονή της ένα βλέμμα αυστηρά τρυφερό. Το πρόσωπό της ήταν άσαρκο, είχε ένα χοντρό κοκκινωπό κότσο. Η μύτη της ήταν σουβλερή, το στόμα της χοντρό κι οι άκριες του πέφτανε. Από καιρό δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να αρέσει, έστω και σ’ ένα παιδί. Πάνω στο μικρό γραφείο ήταν τοποθετημένα ένα μπλοκ με χαρτί αλληλογραφίας κι ένας κοντυλοφόρος. Όργανα μαρτυρίου. Το επιστολόχαρτο που είχε μαύρο πλαίσιο ανήκε στη γιαγιά. Έφτανε να το κοιτάξεις για να σου ‘ρθει στενοχώρια.
 -“Δε γίνεται να πάρουμε άλλο χαρτί“; ρώτησε η Συλβί.
 -“Όχι“, είπε η γιαγιά. “Θα ‘ταν ανάρμοστο στο πένθος μας. Εμπρός, δουλειά! Είμαι σίγουρη πως έχεις χίλια πράματα να διηγηθείς στη μητέρα σου“.
     Το πάθος της Συλβί για τη μαμά της ήταν τόσο ζωηρό που μόνο η αναπόληση αυτού του απόμακρου προσώπου έκανε την καρδιά της να σκιρτά, τους μυς της να τεντώνονται κι ένιωθε έναν τρελό πόθο να τρέξει να χωθεί στη φιλόξενη αγκαλιά της. Όταν όμως επρόκειτο να γράψει σ’ αυτήν που τόσο πολύ αγαπούσε, οι λέξεις εξαφανίζονταν. Η εσωτερική της αναστάτωση μεταφραζόταν σε φράσεις τόσο κοινότοπες που από τα πριν έχανε το κουράγιο της. Αυτό που έπρεπε να ‘ναι τραγούδι αγάπης γινόταν σχολική έκθεση. Χωρίς ίχνος έμπνευσης ψιθύρισε:
 -“Τί να της γράψω“;
 -“Εσύ ξέρεις, Συλβί“! είπε η γιαγιά.
     Είχε καθίσει κοντά στο κοριτσάκι και, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά, παρατηρούσε μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της την πρόοδο των δισταγμών πάνω στο πρόσωπο του παιδιού. Απελπισμένη η Συλβί κατέφυγε στις συνηθισμένες φράσεις:

   “Μανούλα μου αγαπημένη, είμε πάντα καλά κι ελπήζω και εσύ. Στο σχολείο όλα πάνε καλά κι έχω καλές φίλες. Ο παπούς, η γιαγιά και η θεία Μαντελέν είναι πάντα καλλά κι αυτοί…

     Έγραφε αργά πασχίζοντας και σταματούσε ύστερα από κάθε λέξη για να σκεφτεί τη συνέχεια. Η γιαγιά διάβαζε ό,τι έγραφε. Τα γυαλιά δεν της έφταναν και μεταχειριζόταν επιπλέον ένα στρογγυλό φακό που κρεμόταν με μια αλυσίδα από το λαιμό της. Η Συλβί ένιωθε πάνω στο μάγουλό της την άρρυθμη ανάσα της και οι λιγοστές ιδέες που είχε, στο τέλος, πνίγονταν μέσα στην τραγική ανημποριά της. Αν η μαμά της παρουσιαζόταν τούτη τη στιγμή μπροστά της, δε θα χρειαζόταν να ψάξει να βρει τις λέξεις για να της φωνάξει τη χαρά της. Όμως, η μαμά ήταν μακριά. Για πολλές βδομάδες ακόμα. Ίσαμε τις διακοπές των Χριστουγέννων. Μόνη στο Παρίσι, δούλευε σκληρά, έλεγαν, σαν γραμματέας, κοντά σ’ έναν καθηγητή γιατρό που ήταν πολύ σοφός και γιάτρευε πολύ κόσμο. Σύγχρονα σπούδαζε για να τελειοποιηθεί στο επάγγελμά της. Αυτές οι διάφορες ασχολίες της την απορροφούσαν τόσο πολύ που αναγκάστηκε να εμπιστευτεί την κόρη της στα πεθερικά της μέχρι να τα καταφέρει να οργανώσει τη ζωή της και να την ξαναπάρει… Επρόκειτο, έλεγε η οικογένεια, για “μια λύση πολύ προσωρινή”.
     Όλες αυτές οι σκέψεις περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό της Συλβί, ενώ το χέρι της μούδιαζε πάνω στο χαρτί. Πίσω από την πλάτη της, μάντευε την παρουσία των παλιών παραδοσιακών επίπλων. Η γιαγιά τ’ αγαπούσε πολύ κι έλεγε πως «από πάντα βρίσκονταν στα χέρια της οικογενείας της». Υπήρχαν σιφονιέρες, ανθοστήλες, τραπέζια από πολύτιμο ξύλο που γυάλιζαν με μανία η Ερνεστίν και η Ανζέλ. Οι επισκέπτες στέκαν εκστατικοί, ιδιαίτερα μπροστά σ’ ένα γραφείο 18ου αιώνα, που το έλεγαν «Ευτυχία της μέρας». Η έκφραση άρεσε πολύ στη Συλβί και συχνά τύχαινε να στέκεται μπροστά στο έπιπλο ελπίζοντας πως με το να το κοιτάει συνέχεια θα τραβούσε έξω λίγο απ’ αυτήν την «ευτυχία» που έκρυβαν τα συρτάρια του. Ωστόσο, παρ’ όλες τις επίμονες ματιές της, τα συρτάρια διατηρούσαν ζηλότυπα τους θησαυρούς της ευτυχίας τους. Το σκοτάδι γέμιζε το δωμάτιο. Η γιαγιά άναψε μια λάμπα πάνω στο γραφείο. Κάτω απ’ αυτό το κρύο φως τα ορνιθοσκαλίσματα της Συλβί φάνηκαν ακόμη πιο απογοητευτικά. Αραίωσε τη γραφή της για να γεμίσει όλη τη σελίδα:

   “…Νομίζο πως τα είπα ολα. Μετρώ τις μαίρες πριν έρθις. Έλα γρήγορα. Σε φιλό μ’ όλη μου την καρδιά καθώς κι η γιαγιά κι ο παπούς“.

     Αφού έβαλε την υπογραφή της, έγειρε κατάκοπη στη πλάτη της καρέκλας.
 -“Δεν είναι και πολύ σπουδαίο“, είπε η γιαγιά και κάρφωσε το δάχτυλο εκεί που υπήρχαν ορθογραφικά λάθη. Η Συλβί τα διόρθωσε όπως της έλεγε η γιαγιά κι έγραψε προσεχτικά πάνω στο φάκελο τη διεύθυνση. Κι έπειτα έφυγε τρέχοντας στο δωμάτιό της.
     Ήταν το παλιό δωμάτιο του μπαμπά. Ένα αγορίστικο δωμάτιο με σπαθιά διασταυρωμένα στον τοίχο και φωτογραφίες του τένις. Η γιαγιά είχε απαγορέψει ν’ αλλάξουν τη διακόσμηση. Όλα, εδώ, έπρεπε να παραμείνουν όπως τον καιρό που ο μοναχογιός της, ο Μπερνάρ, κατοικούσε στο πατρικό σπίτι. Οι κούκλες, ο μπουκλωτός αρκούδος της Συλβί ήταν επισκέπτες σ’ έναν κόσμο αρσενικό. Και η ίδια ήταν επισκέπτρια. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τοίχους που ήταν γεμάτοι ενθύμια, ένιωθε συνέχεια πως κάποιος την παρατηρούσε. Το κάθε αντικείμενο, σ’ αυτόν τον τόπο, της θύμιζε πως είχε χάσει τον πατέρα της. Η φωτογραφία του πεθαμένου στόλιζε το κομοδίνο της. Η γιαγιά είχε την ίδια στην κάμαρά της, και ο παππούς κι η θεία Μαντελέν είχαν ο καθένας τη δική του. Όλος ο κόσμος την έβρισκε πολύ «ζωντανή». Εκτός από τη Συλβί. Σ’ αυτήν την εικόνα, ο μπαμπάς κοιτούσε ίσα μπροστά του, με το κεφάλι γυρτό από τη μια, με ύφος αδιάφορο. Το μάγουλό του ακουμπούσε πάνω στη γροθιά του. Αυτή η στάση δεν ήταν καθόλου φυσική. Με το να κοιτάει συνέχεια αυτή τη φωτογραφία, η Συλβί στο τέλος είχε ξεχάσει το αληθινό πρόσωπο του πατέρα της. Όταν τον σκεφτόταν, τον έβλεπε πάντα μαυρόασπρο, με το κεφάλι γυρτό, τα μάτια ασάλευτα. Αδύνατο να τον κάνει να κουνήσει, να μιλήσει, να γελάσει, μέσα στη μνήμη της. Όσο κι αν πάσχιζε να θυμηθεί τις λεπτομέρειες της ζωής των τριών τους, με τη μαμά, στις Σαλάνς, κάθε φορά σκόνταφτε, λες κι ήταν τοίχος, σ’ ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο χαρτί ματ, μέσα στο ξύλινο πλαίσιό του. Σήμερα τ’ απόγεμα πιάστηκε με την Ανέτ Κορντιέ στο διάλειμμα, στην αυλή. Η Ανέτ Κορντιέ παινευόταν, στις φίλες της, πως ο θειος της είχε αιχμαλωτιστεί το ’40 κι είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδό του. Η Συλβί της έκανε την παρατήρηση λέγοντάς της πως, σε σύγκριση με τον πατέρα της, αυτό δεν ήταν τίποτε. Εκείνος είχε σκοτωθεί το ’44, στην απελευθέρωση της Ωτ-Σαβουά. Τα άλλα κορίτσια είχαν ανακατευτεί στην κουβέντα, συζητώντας τι ήταν «καλύτερο», ένας αιχμάλωτος ή ένας πεθαμένος. Για να βγει κερδισμένη, η Ανέτ Κορντιέ είχε φωνάξει πως ο θείος της είχε παρασημοφορηθεί για το κατόρθωμά του. Η Συλβί ανταπάντησε πως το ίδιο είχε γίνει για τον μπαμπά της. Και είχε προσθέσει: «Τιμής ένεκεν και μεταθανάτιος». Αυτή η μυστηριώδης φράση είχε εντυπωσιάσει το ακροατήριο. Κανένα κορίτσι δεν τόλμησε να ρωτήσει τι σήμαινε. Κι η Συλβί είχε αποσυρθεί απόλυτα νικήτρια, ενώ η Ανέτ Κορντιέ μουρμούριζε: «Πάντως ο θείος μου, ε, αυτός είναι ζωντανός!» Η Συλβί δεν είχε δει ποτέ τον μπαμπά της πεθαμένο. Ήξερε μόνο πως είχε προσφερθεί θαρραλέα, ως γιατρός, να πάει να φροντίζει τους αντιστασιακούς στο αντάρτικο και πως το ασθενοφόρο του είχε πέσει σε ενέδρα Γερμανών και πως είχε σκοτωθεί σαν «ήρωας», όπως έλεγε η γιαγιά. Όταν προσπαθούσε να ξαναθυμηθεί το γεγονός -τότε ήταν έξι χρονών- ξανάβλεπε, ανάκατα, τη μαμά της μ’ ένα μαύρο φόρεμα, μια μακριά ξύλινη κάσα που πάνω της κάτι άγνωστοι κύριοι ξεδίπλωναν μια τρίχρωμη σημαία, φίλους της οικογένειας με πρόσωπα σοβαρά, το διαμέρισμα άνω κάτω και λουλούδια παντού σαν σε γιορτή. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνει ακόμα τι θ’ άλλαζε στη ζωή της, γευόταν την καινούρια κατάσταση σαν να ‘ταν κάποιο προνόμιο. Ακόμα και η τελετή στο νεκροταφείο δεν την είχε αναστατώσει. Το κατέβασμα του φέρετρου στον τάφο, ο λόγος ενός κυρίου πολύ αδύνατου που κρατούσε ένα χαρτί στο χέρι, ο ήχος της σάλπιγγας, οι αξιωματικοί που χαιρετούσαν στρατιωτικά, όλα αυτά, της φαίνονταν πως δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Μέσα στο κουτί, σίγουρα, δεν υπήρχε κανένας. Χρειάστηκε να βρεθεί στο Πουί, με τον παππού και τη γιαγιά, για να καταλάβει πως δε θα ξανάβλεπε τον μπαμπά της παρά μόνο σε φωτογραφία. Τώρα ήξερε πως ήταν ορφανή. Αυτή η λέξη, όταν την πρόφερε, της έσφιγγε το λαιμό κι ανέβαζε στα μάτια της δάκρυα ευχάριστα. Έκρινε πως ήταν ενδιαφέρουσα, εξαιρετική. Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από την εικόνα του πατέρα της, πήρε τον μπουκλωτό αρκούδο της και τον έσφιξε παθιασμένα πάνω στο στήθος της. Ο αρκούδος, ο Καζιμίρ, έχανε την τζίβα του από μια πληγή στην κοιλιά. Του έλειπε ένα μάτι κι ένα χέρι. Ακρωτηριασμένος εδώ και χρόνια, δεν είχε χάσει τη γοητεία του, αντίθετα. Υπήρξε παιδικός σύντροφος της μαμάς της. Κι η μαμά της άλλωστε ήταν ορφανή. Είχε χάσει τους γονείς της, λίγο μετά το γάμο της, σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Για τη Συλβί, που μόλις είχε γεννηθεί, ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Δε γινόταν να της λείψουν μια και δεν τους θυμόταν. Άραγε το ίδιο θα γινόταν και με τον μπαμπά, που όσο πήγαινε τόσο δυσκολευόταν να ζωντανέψει τη θύμησή του; Αναστέναξε, πανικοβλήθηκε, βαριόταν λιγάκι, κι αποφάσισε να ξανακατέβει να παίξει με τον Τόμπυ. Την ώρα που τον πείραζε με μια βέργα, η Ερνεστίν τη φώναξε για να πάει να πλύνει τα χέρια της πριν από το φαγητό.
     Καθισμένη στη τραπεζαρία ανάμεσα στον παππού και στη γιαγιά της αναρωτήθηκε, για μια φορά ακόμη, γιατί δυο άνθρωποι που ήταν τόσο καλοί μαζί της δεν ήταν καλοί ο ένας για τον άλλον. Άκαμπτοι, ο καθένας μπροστά στο πιάτο του, απέφευγαν κάθε κουβέντα ανάμεσά τους. Λες κι ήταν δυο ξένοι που βρέθηκαν μαζί κατά τύχη. Πότε πότε ο παππούς έριχνε ένα βλέμμα κρύο κι ειρωνικό στη γιαγιά. Εκείνη, από τη μεριά της, αγνοούσε την παρουσία αυτού του παρείσακτου και δεν ενδιαφερόταν παρά μόνο για τη Συλβί, επικρίνοντας τη στάση της στο τραπέζι:
 -“Συλβί, ίσιωσε τη πλάτη σου. Πώς κρατάς έτσι το πηρούνι“;
     Η Ερνεστίν σέρβιρε μέσα σε μια παγωμένη ατμόσφαιρα εξαναγκασμού κι απέχθειας. Γιατί ο παππούς κι η γιαγιά είχαν τσακωθεί; Η Συλβί έτσι τους θυμόταν πάντα.
 -“Αυτό το μοσχάρι μπλανκέτ έχει γεύση νερού“, είπε ο παππούς.
    Η γιαγιά δεν καταδέχτηκε ν’ απαντήσει κι έσφιξε τα χείλη με μεγαλόπρεπη περιφρόνηση.
 -“Δεν είναι αλήθεια, Συλβί“; συνέχισε ο παππούς. “Η γιαγιά σου έχασε την αίσθηση του καλού φαγητού. Όμως εσύ κι εγώ, που έχουμε ακόμα φίνα γεύση, δηλώνουμε πως αυτή η μπλανκέτ είναι τόσο νόστιμη όσο κι ένα κουβάρι σπάγκος που τον βούτηξαν σε μια σάλτσα με σκέτο αλεύρι. Η Ανζέλ μας μαγειρεύει φριχτά κι εμείς το δεχόμαστε αγόγγυστα“.
 -“Δεν έχετε παρά να της το πείτε, Ιππόλυτε“, αναστέναξε η γιαγιά νευριασμένη.
Και πρόσθεσε:
 -“Σ’ αυτό το σπίτι μερικοί μερικοί ξεχνούν πως κι αν ο πόλεμος τέλειωσε, οι περιορισμοί των τροφίμων συνεχίζονται“.
 -“Δεν τα καταφέρνετε καλά, Κλαρίς, απλούστατα“, μουρμούρισε ο παππούς.
 -“Πάντοτε αρνήθηκα να «τα καταφέρνω», όπως λέτε. Κι είμαι υπερήφανη γι’ αυτό“.
     Ο παππούς ανασήκωσε τους ώμους κι έβαλε πάλι κρασί στο ποτήρι του. Ούτε μια λέξη δεν ειπώθηκε ως το τέλος του φαγητού. Συντριμμένη από τη σιωπή των μεγάλων, η Συλβί υπόφερε για την ανημποριά της να τους συμφιλιώσει. Γιατί να την ανακατέψουν σ’ αυτήν την παράλογη ιστορία της μπλανκέτ που τα χάλασε όλα; Εκείνη την έβρισκε πολύ νόστιμη αυτή την μπλανκέτ. Ευχαρίστως θα ξανάπαιρνε για να ευχαριστήσει τη γιαγιά. Όμως, σύγχρονα θα δυσανασχετούσε ο παππούς. Πόσο μπερδεμένα ήταν όλ’ αυτά. Με σφιγμένη καρδιά αναρωτιόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε ν’ αφοπλίσει αυτές τις δυο κηδεμονικές θεότητες που συγκρούονταν πάνω από το κεφάλι της. Ίσως μια λέξη να ‘φτανε. Δεν την έβρισκε και μηχανικά σβώλιαζε το ψωμί κι έφτιαχνε προβατάκια πάνω στο κάτασπρο τραπεζομάντιλο.
 -“Δεν παίζουν με το ψωμί, Συλβί“, είπε αυστηρά η γιαγιά.
     Η Συλβί σταμάτησε, ενώ ο παππούς της έριχνε ένα συνένοχο βλέμμα. Λίγο ακόμη και θα της έλεγε να συνεχίσει. Μετά το φαγητό φίλησε την εγγονή του, είπε: “Καληνύχτα, Κλαρίς” και βγήκε από το σπίτι, όπως το ‘χε συνήθειο, για να πάει να παίξει μπριτζ με τους φίλους του, στο καφενείο της πλατείας Μπρέιγ. Η Συλβί πήγε με την Ερνεστίν στο μπάνιο για να πλυθεί πριν πέσει. Καθισμένη μέσα στην μπανιέρα, αφηνόταν αδιάφορα στα μεγάλα ροζιασμένα χέρια που την σαπούνιζαν και την έτριβαν δυνατά. Όπως κάθε βράδυ, η γιαγιά παραβρέθηκε στην τελετή της προσευχής που η Συλβί έπρεπε να πει μεγαλόφωνα, γονατισμένη στα πόδια του κρεβατιού, προσέχοντας «μ’ όλη της την ψυχή» τα λόγια που έλεγε. Η ίδια γονάτισε με πολλή δυσκολία, αναστενάζοντας, σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο πηγούνι της με τόση δύναμη που άσπρισαν οι κλειδώσεις της και τα χείλη της σάλευαν σιωπηλά. Το πρόσωπό της με τα κλειστά βλέφαρα είχε μιαν έκφραση συγκεντρωμένη. Τριχίτσες τρεμόπαιζαν πάνω στη χοντρή ελιά που είχε στ’ αριστερό μάγουλο. Όταν τελείωσαν, διέταξε τη Συλβί να χωθεί κάτω από τις κουβέρτες και της ευχήθηκε καληνύχτα, χωρίς ωστόσο να τη φιλήσει. Απεχθανόταν τις αισθηματικές εκδηλώσεις. Η Συλβί θυμήθηκε το βραδινό φιλί της μαμάς της που κάποτε την προετοίμαζε για τον ύπνο. «Κοιμήσου καλά, μικρή μου Βιου», έλεγε η μαμά μέσα σ’ έναν ψίθυρο. Η μόνη τώρα που τη φώναζε Βιου. Ήταν το υποκοριστικό που ο μπαμπάς κι εκείνη είχαν βρει λίγο μετά τη γέννηση της κόρης τους. Η Συλβί είχε γίνει Συλβιού κι έπειτα σκέτα Βιου. Επειδή είχε αυτά τα δυο ονόματα, το ένα για όλον τον κόσμο και το άλλο αποκλειστικά για τη μαμά, η Συλβί καμιά φορά ένιωθε την ψυχή της διπλή. Όταν ήταν φρόνιμη, στο τραπέζι, στην τάξη, στο δρόμο, αναντίρρητα η Συλβί την κατοικούσε. Όταν ένας τρελός άνεμος φυσούσε μέσα στο κεφάλι της, τότε η Βιου υπερίσχυε. Κι ακόμα, όταν ένιωθε τόσο αδύναμη, όπως απόψε το βράδυ, με τόση αξόδευτη τρυφερότητα. Για μια φορά ακόμη προσπάθησε να καταφύγει με τη φαντασία της μέσα στην αγκαλιά της μαμάς της, όμως δε βρήκε καμιά παρηγοριά σαν απάντηση και μασούλησε την άκρη του σεντονιού για να μην κλάψει. Η γιαγιά φεύγοντας είχε σβήσει τη λάμπα. Στο βάθος της κάμαρας, μπροστά στο τζάκι, άναβε μια θερμάστρα. Καθισμένη στο κρεβάτι της, με τα γόνατα μαζεμένα ως το στήθος, η Συλβί εξακόντιζε το βλέμμα της πάνω στη σόμπα και στα μικρά παραθυράκια από μαρκάσι που κοκκίνιζαν μέσα στη σκιά. Έμοιαζε με σπίτι κουκλίστικο που το ‘χαν φωταγωγήσει για κάποια γενέθλια. Μέσα θα ‘πρεπε να υπάρχει μια ορχήστρα, τραπέζια φορτωμένα γλυκά, χορευτές που θα στριφογύριζαν ανοίγοντας με χάρη τα χέρια τους. Μέσα στο κεφάλι της Συλβί η σιωπή γινόταν μουσική και η μοναξιά περιπέτεια. Αποκοιμήθηκε με την αίσθηση πως επιτέλους ξυπνούσε…
_______________________________________
 *. Τα σχολεία στη Γαλλία τις Πέμπτες δεν λειτουργούν.

           (τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *