Βιογραφικό

Ο Ντύλαν Τόμας γεννήθηκε στο Σουώνσυ της Ουαλλίας στις 27 Οκτώβρη 1914 και τελείωσε το τοπικό δημοτικό σχολείο, σ’ ένα περιβάλλον που σημαδεύτηκε από εντάσεις ανάμεσα στην αγγλόφωνη και τη τοπική κουλτούρα, παρ’ ότι ο ίδιος δε διδάχθηκε ποτέ ουαλικά. Ο νευρωτικός, ενστικτώδης και παθιασμένος, ο αυτοδίδακτος κι επαναστατημένος Ουαλλός που παράτησε το σχολείο στα 16 του χρόνια, ολοκληρωμένος ποιητής απ’ την εφηβεία του, έμελλε να μας δώσει ορισμένα από τα σπαρακτικότερα ποιήματα της κραυγής και να αποτελέσει το παράδειγμα για μια ολόκληρη γενιά ποιητών στην Αγγλία και στην Αμερική. Μεταφέροντας τη μεγάλη ποιητική παράδοση της Ουαλίας όχι ως απλή γνώση αλλά ως οδυνηρό βίωμα, υπήρξεν αντίποδας των πνευματικών, κοινωνικών ή ακόμη και μεταφυσικών ποιητών όπως ο Έλιοτ κι ο Όντεν.

Αντί για τα πολιτισμικά ζητήματα που κυριαρχούν στο έργο των μοντερνιστών, η ποίησή του διακρίνεται απ’ την ακραία συναισθηματική φόρτιση, το βαθύ λυρισμό και το υπαρξιακό τραύμα που προξενεί το χάσμα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Ο σκοτεινός του ερωτισμός, η τρομερή μουσική των αισθήσεων, η οποία δημιουργεί το προσωπικό του ιδίωμα, και η προσωδία του, που λειτουργεί ως αλλεπάλληλη διαδοχή ηλεκτρικών εκκενώσεων μες στη γλώσσα, ξορκίζουνε το φόβο του για την απλότητα.
Αυτό το παιδί που, όπως έλεγε ο Μπωντλαίρ, είχε γεννηθεί με την εμπειρία μέσα του, κατάφερε στα περίπου 100 ποιήματά του να λυγίσει, σύμφωνα με τον Καρλ Σαπίρο, τη σιδερένια αγγλική γλώσσα δίνοντάς μας έργο ακραίου πάθους κι ανεπανάληπτης πλαστικότητας. Σε πλήρη αντίθεση με τα μοντερνιστικά δόγματα, έγραψε για το βαθύτερο ανθρώπινο πόνο προσωποποιώντας τα πάντα.
Το σπίτι που μεγάλωσε: 5 Cwmdonkin Drive, Swansea
Αφού εργάστηκε για κάποιο διάστημα σα δημοσιογράφος, αποκάλυψε το ποιητικό του ταλέντο: δημοσίευσε ποιήματά του στα αγγλικά, για πρώτη φορά, στην εφημερίδα Sunday Referee, στη στήλη poet’s corner, τo 1933στο ποιητικό της διαγωνισμό. Η βράβευσή του οδήγησε τον εκδότη της Victor Neuburg, την επόμενη χρονιά, να τα τυπώσει σε 250 δεμένα αντίτυπα με τίτλο 18 Ποιήματα (Eighteen Poems).
Δημιούργησε θόρυβο εξαιτίας του παράξενου τρόπου που ‘χεν αποφασίσει ν’ ασκήσει τη ποίηση. Οι παράδοξες εικόνες κι η φαινομενικά αχαλίνωτη φαντασία του τάραξαν τη συγκρατημένη ποίηση των διαδόχων του Έλιοτ και ξανάφερε στο λογοτεχνικό προσκήνιο τις ρομαντικές διαστάσεις της αγγλικής ποίησης.
Το 1936 εκδόθηκε η 2ηη ποιητική συλλογή του με τίτλο 25 Ποιήματα και το 1937 παντρεύτηκε τη Caitlin Macnamara, με την οποία έμελλε να αποκτήσει 3 γιους. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Laugharne στην Ουαλλία. Το 1940 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων Πορτραίτο Του Καλλιτέχνη Ως Νεαρού Σκύλου.

Το Γραφείο του στο Laugharne
Εκτός από ποιήματα, έγραψε διηγήματα, σενάρια για τον κινηματογράφο (Strand Films) και το ραδιόφωνο (BBC), καθώς και το ραδιοφωνικό θεατρικό έργο “Under Milkwood” (“Κάτω Απ’Το Γαλατόδασος”, που παίζεται μέχρι σήμερα. Οι επόμενες συλλογές του όμως “The Map Of Love” (1939), “Deaths And Entrances” (1946), “Collected Poems” (1953), ξεκαθάρισαν ορισμένα πράγματα. Πρώτα, το γεγονός πως κάθε άλλο παρά παράδοξος ήτανε κι έπειτα πως δεν είχε άμεση σχέση με το ρομαντισμό.
Από κει και πέρα έμελλε να κατακτήσει τους συμπατριώτες του σα ποιητής, πεζογράφος, ομιλητής, θεατρικός συγγραφέας κι ανθρώπινη φιγούρα. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αγγλόφωνους συγγραφείς του 20ού αι. και σίγουρα ο γνωστότερος Ουαλλός ποιητής, από τους ελάχιστα γνωστούς συμπατριώτες του στην Ελλάδα.
Παρόλες τις επιτυχίες του, κυρίως στη συνεργασία του με το Β.B.C. πέρασε τη ζωή του μες στη φτώχεια. Το 1953 κι ενώ βρισκόταν στη Ν. Υόρκη γοητεύοντας τους ακροατές του με αξεπέραστες αναγνώσεις των ποιημάτων του, το οινόπνευμα που υπεραγαπούσε τονε σκότωσε σε ηλικία 39 ετών, στις 9 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου.
«Μετά από 39 χρόνια αυτά έχω κάνει μόνο».
Τα λόγια αυτά φέρονται να είναι τα τελευταία του. Δεν είναι λίγοι αυτοί, όμως, που θα διαφωνούσαν με τη –παραπάνω από- σεμνή εκτίμηση αυτή του ποιητή για το έργο του.
Θέατρο που φέρει τ’ όνομά του
Ο Τόμας, μολονότι προέρχεται από μεγάλη παράδοση, εμφανίζεται σε μια εποχή που η γενιά του δεν είχε πνευματική ηγεσία. Αν στην ποίησή του υπάρχουν το δέος της Αποκάλυψης και το δυστοπικό όραμα της πολιτισμικής καταστροφής, ο ίδιος, ίσως επειδή στερείται φιλοσοφικού ή μεταφυσικού υπόβαθρου (η σχέση του με τον Θεό είναι φυσικής και όχι μεταφυσικής τάξεως), δημιουργεί ένα απίστευτο ρίγος: το αίσθημα μιας πνευματικής ορφάνιας η οποία σε μεγάλο βαθμό ταλάνισε και τη γενιά που τον ακολούθησε.
Αλλά αν όλη η ανθρωπότητα είναι άρρωστη κι ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί κανείς από την αρρώστια παραμένει το σεξ (χαρακτηριστικό ότι τα ποιήματά του ακολουθούν τη παράδοση των Δρυϊδών: περιστρέφονται γύρω από τη γονιμότητα και το θάνατο), καταλαβαίνουμε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μιαν αναπαλαιωμένη ρομαντική εμμονή. Γι’ αυτό κι ο ίδιος υποστήριζε ότι μέσα του υπάρχουν ένας άγγελος, ένα θηρίο κι ένας τρελός.
Αυτό το πάθος που αγγίζει το νοσηρό, τονε καθιστά αντιπροσωπευτικό ποιητή της εποχής του -αν μάλιστα κρίνει κανείς πόσοι μικρότερης αξίας από τον ίδιο είχαν λίγο-πολύ τη δική μοίρα: του καλλιτέχνη που τον κατατρώει ο τρόμος της ύπαρξης και που σταυρώνει τον εαυτό του για χάρη της τέχνης του, που, ενώ πιστεύει στον Θεό, συνομιλεί με τον Αντίχριστο, αφού, μολονότι χαρισματικός ποιητής, δεν μπορεί να δει τη ζωή καταπρόσωπο και τη φέρει ως κατάρα. Είναι η κατάρα του αληθινού ποιητή που κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει την κοινωνία να τον μετατρέψει σε ήρωα και κλόουν, πεθαίνοντας εκρηκτικά στο μόνο τοπίο που γνωρίζει: την εχθρική γη του κανενός.
Η ποίησή του ξεχειλίζει ζωή, ο λυρισμός του διαπνέεται από το κάθε τι, όλη του η ύπαρξη είναι μέρος της ποίησής του. Διαβάζοντάς τον κι αναγνωρίζοντας πόσο λίγο απαιτεί τη λογική και πόσο προφητική είναι η γλώσσα του, μπορούμε να θυμηθούμε τον Μάρκες, όταν λέει σε μια συνέντευξή του (η ερώτηση είναι: “Με ποιον τρόπο θέλεις να σε διαβάζουν οι αναγνώστες σου;”):
“Είναι θαυμάσιο να διαβάζει κανείς χωρίς συμπλέγματα διανοουμένου, να μάθουν οι άνθρωποι να μη σέβονται τη λογοτεχνία“.
Ο Τόμας δεν απαιτεί κανένα σεβασμό και δε διατηρεί καμιά μυστικοπάθεια, η γραφή του αν φαίνεται κρυφή είναι μόνο γιατί δεν έχουμε καταφέρει να συντονιστούμε μαζί της. Το υλικό του το αντλεί κυρίως από τα όνειρα, τα μπαρ, τον άνεμο και την Ουαλλία. Γράφει πάντα με μέθοδο και βαθιά γνώση της λογοτεχνίας. Ματιά διαπεραστική, σ’ αυτόν ανήκει ολόκληρη η πόλη, οι γρίλιες παύουν να υπάρχουν κι οι άνθρωποι στήνουν χορό, πιο φανερά στο “Γαλατόδασος” (Under Μilkwood), το τελευταίο και σημαντικότερο έργο του.
Άγαλμά του στο Maritime Quarter, Swansea
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ξαναποκτούν την -σχεδόν βιβλική πολλές φορές- πληρότητά τους, έστω στιγμιαία. Ο Τόμας τις αγαπά, χωρίς αυτές είναι χαμένος, το ξέρει. Αν και θεωρείται αλκοολικός ή συγχυσμένος πνευματικά, είναι ταυτόχρονα τόσο πηγαίος και διαθέτει όλες τις δυνατότητες για να πάρει το χάος και να δημιουργήσει. Κι αν όντως είναι τρελός, το χάος δεν το ψάχνει μακριά, βρίσκεται μέσα του και μ’ αυτό παλεύει, ξέροντας ότι αυτό είναι και η πιο γεμάτη αθωότητα, χωρίς περικοπές και υπεκφυγές. Ο Σαχτούρης συναντώντας τον -4 είναι αυτές οι συναντήσεις- σε ποίημά του (Η παρουσία), λέει γι’ αυτόν:
νεκρός βέβαια
κι άγιος
και τρελός
όπως το έχω ξαναπεί
Το συγγραφικό έργο του χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιομορφία που διαφοροποιεί το γράψιμό του σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν’ αχρηστεύει a priori κάθε απόπειρα σύγκρισής του με το έργο άλλων συγχρόνων του. Όταν στα ’30ς ο σουρρεαλισμός ήταν ακόμα πρωτοπορία στη παγκόσμια λογοτεχνία, ο Τόμας επινόησε νέες λειτουργικές σχέσεις στη λογοτεχνική γλώσσα. Από τα πρώτα αυτοβιογραφικά του διηγήματα έφτασε σταδιακά στη δραματική αντικειμενικότητα της μεταγενέστερης πρόζας και ποίησής του, όπως αναφέρει εύστοχα ο Κ. Φράιερ.
Δαιμονικά ποιητική φύση, ανέσυρε τη λέξη απ’ τη φθορά της καθημερινής τριβής και τη τοποθέτησε σ’ ένα συμβολικό εννοιολογικό επίπεδο που επεκτείνεται στο μεταφυσικό όραμα. Παίζει με τις λέξεις, συνδυάζει απαράμιλλα τη καθομιλουμένη με την αρχαΐζουσα, εμφυτεύοντας ανάμεσά τους λέξεις ιδιωματικές, αργκό. Οι πυκνά εναλλασσόμενες εικόνες, οι μεγάλες παράγραφοι που τις διατρέχει μια ανάσα, η ιδιόρρυθμη χρήση του συντακτικού, ο πλούτος των συνηχήσεων, η επινόηση λέξεων, τα λογοπαίγνια, η εσκεμμένη κρυπτικότητα των λέξεων, η μουσική ροή της έκφρασής του, μαρτυρούν έναν εξουθενωτικό λογοπλάστη που αναζητά, πιέζει και πλάθει τη λέξη, για να της προσδώσει τελικά μία επιλογή νοηματική, ένα φάσμα συγκινησιακών και μεταφυσικών σημασιοδοτήσεων.
Θεωρείται σήμερα μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της σύγχρονης πεζογραφίας και ποίησης. Ο κριτικός J. W. Lambert έγραψε στους Sunday Times ότι:
“…ο Ντ. Τόμας καθιερώθηκε ως καλλιτέχνης που κατόρθωσε να δημιουργήσει ποίηση σε μορφή πρόζας“.
Στη μεταπολεμική εποχή είχαμε 2 κορυφαίους ρομαντικούς ποιητές: ο ένας ήταν ο Αμερικανός Χαρτ Κρέιν, τον οποίο ο Ρόμπερτ Λόουελ χαρακτήρισε «Σέλεϊ της εποχής του», κι ο άλλος ο Βρετανός Ντίλαν Τόμας, ο οποίος ήταν ο Κιτς της δικής του εποχής. Κι οι δύο πέθαναν νέοι. Ο 1ος αυτοκτόνησε πέφτοντας στα νερά της Καραϊβικής απ’ τη κουπαστή κάποιου πλοίου. Ο 2ος λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση των 39 του χρόνων, έπειτα από ένα εξοντωτικό μεθύσι.
Έργα του: “The Map of Love“, “The World I Breathe“, 1939 “Portrait of the Artist as a Young Dog“, 1940, “New Poems“, 1943, “Deaths and Entrances“, 1946, “Collected Poems, 1934-1952“, 1952, “The Doctors and the Devils“, 1953. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα: “Under Milkwood“, 1954, “Quite Early one Morning“, 1954, “Adventures in the Skin Trade and Other Stories“, 1955, και τα διηγήματα “A Prospect of the Sea“, 1955.
Το γεγονός πως η ζωή του υπήρξε σύντομη -έληξε μάλιστα αυτοκαταστροφικά, σύμφωνα με τις φήμες, από 18 (!) ποτήρια ουίσκι- έθρεψε τον καλλιτεχνικό του μύθο, όπως κι οι αυτόχειρες ποιητές άντλησαν μέρος της καλλιτεχνικής τους μαγείας από την ανεξιχνίαστη ζωή τους. Το πώς πεθαίνει ένας ποιητής ενδιαφέρει ίσως λιγότερο από το πώς έζησε κι αγάπησε, χωρίς κάτι τέτοιο να υπονοεί πως η βιογραφία μπορεί να κριθεί με τους ίδιους όρους που αξιολογείται το έργο. Οι “Ερωτικές Επιστολές Του Ντίλαν Τόμας” (The love letters of Dylan Thomas), κινητοποιούν τον αναγνώστη προς δύο κατευθύνσεις: τη μυθοποίηση και την απομυθοποίηση.
Γιατί η επιστολογραφία είναι, έστω δειγματοληπτικά, καθρέφτης ορισμένων από τους εσώτατους και γι’ αυτό ευάλωτους, εαυτούς, που διαθέτουν οι ποιητές (όχι κατ’ ανάγκην ευχάριστους), ταυτοχρόνως, επαληθεύει το ταλέντο τους στη γραφή. Ένα μέρος του ενδιαφέροντος για τα γράμματά του οφείλεται στον τρόπο που ο ίδιος αποκαλύπτει (ή προδίδει), πολλά από τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Στις περισσότερες από τις 16 επιστολές που ‘στειλε σε 9 (!) διαφορετικές γυναίκες (συμπεριλαμβανομένης της σύζύγου του Κέιτλιν Μακναμάρα) χτίζει το πορτραίτο άντρα γεμάτου φοβίες, ανασφάλεια, ορμή, μελαγχολία, γκρίνια, εγωκεντρισμό κι αυτοσαρκασμό.
Ωστόσο, η αρνητική ταυτότητα που επιφυλάσσει για τον γεμάτο προσδοκίες αναγνώστη του δεν αποκλείεται να μεταμορφωθεί στα μάτια του σε θετική: εκείνο που διαπρέπει στις επιστολές, ακόμη και σ’ εκείνες όπου ο Τόμας προσποιείται αγάπη (π.χ. προς τη Μάργκεντ Χάουαρντ-Στέπνεϊ) είναι η ειλικρίνεια κι η αθεράπευτη παιδικότητά του, καθώς και το ξεχωριστό του χάρισμα στη χρήση (και χρησιμοποίηση) των λέξεων. Έχοντας μια έμφυτη υπερβολή, υπονομεύει με ύφος την εικόνα του ποιητή, ειδικά εκείνη που ο πολύς κόσμος διατηρεί στις μέρες μας (του αυστηρού, αλαζονικού, αγέλαστου διανοούμενου).
Ανάμεσα στις λέξεις του, αφήνει ν’ αναφανούν οι λέξεις που ήθελε να διαγράψει. Επιστολές ελεύθερες από την αυτολογοκρισία ή τη κριτική, που έλκονται απ’ τη γραφή ως διαδικασία, σα παιχνίδι εργοθεραπείας. Φλυαρεί σε βαθμό κουραστικό, το μελάνι όμως έπρεπε (για λόγους ψυχολογικούς) να τρέξει. Στο πρότυπο του άκαμπτου ποιητή ο νεαρός Τόμας αντιτάσσει τον γνήσια πληθωρικό, πάντα ανικανοποίητο καλλιτέχνη.
«Μοιάζω μια ζωή να παραπονιέμαι για το ότι δεν μπορώ να ταιριάξω τη διάθεση των επιστολών μου με τη διάθεση του αποσαθρωμένου κόσμου που με περιβάλλει. Σήμερα παραπονιέμαι και πάλι γιατί μια κολασμένη ομίχλη κείται πάνω από το πορθμείο του Λάφαρν, και τα σύννεφα απλώνονται πάνω από τον μελωδό ουρανό –τι εξεζητημένη μεταφορά– σαν σεντόνια προστατευτικά πάνω σ’ ένα πιάνο».
Στη περίπτωσή του ο θάνατος μοιάζει με spleen:
«Αλλά, όταν όντως έρχονται οι λέξεις, τις δρέπω τόσο απόλυτα από τους ζωντανούς συσχετισμούς τους ώστε μονάχα ο θάνατος μέσα στις λέξεις ν’ απομένει».
Δύσκολα βρίσκει κανείς στις επιστολές, όπως άλλωστε και στα ποιήματά του, αναφορές στο παρόν, σε γεγονότα και πρόσωπα, σχόλια για τον πόλεμο και την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα. Δεν είχε το προφίλ ενός ποιητή που επιθυμεί, όπως λόγου χάρη ποθούσε ο Μαγιακόφσκι, ν’ αλλάξει τον κόσμο ή ν’ αντιταχθεί στην παράδοση. Δύσκολα ανιχνεύονται στη προσωπικότητά του στοιχεία ανδρισμού, τον οποίο η παραδεδομένη, αν μη τι άλλο, αισθητική έχει καλλιεργήσει. Για παράδειγμα, επικροτεί τη Πάμελα Χάνσφορντ Τζόνσον, τον 1ο του έρωτα, που δεν γράφει ποιήματα για τον πόλεμο και, σ’ ένα άλλο σημείο, σε στιγμή έξαρσης, διαφοροποιεί τον εαυτό του από τις κομμουνιστικές ιδέες και την εφαρμογή τους. Παρέμενε, όπως έλεγε, ένας Βρεττανός με όψη Ρώσου.
Τον απασχολούσε ο αφανής κόσμος, η γλώσσα, η μουσική, η αίσθηση, το απόσταγμα των πραγμάτων -με λίγα λόγια η εξωστρεφής εσωστρέφεια.
«Αλλά βλέπεις ότι τη μέρα τη κάνω μέρα λογοτεχνική και πάλι».
Οι επιστολές που έστειλε στη Τζόνσον είναι οι σημαντικότερες γιατί πέρα από ερωτικές είναι και ποιητικές. Είναι σύγχρονα γράμματα ανάμεσα σε δύο νέους ποιητές, που συζητούν για τη γραφή, την ιδιοσυγκρασία, τη μαθητεία, την (αυτο)κριτική, τη προβολή και τη δημοσίευση, είναι μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο ανήσυχους νέους που πρωτοσυναντήθηκαν εξαιτίας του πνευματικού τους προσανατολισμού και που κατάφεραν να συντηρήσουνε για κάποιο διάστημα, με όπλο τις λέξεις και μόνο, τον έρωτα από απόσταση. Τον έρωτα που ήταν κάποτε ιδεολόγημα και στάση ζωής. Δεν είναι τυχαίο που οι επιστολές αυτές καλύπτουν χρονικά την πιο δημιουργική ποιητική περίοδό του, 18-20 ετών.
Εφόσον, όπως έγραψε, πολύ σωστά, ο ίδιος:
«Ένα ποίημα είναι η πιο επίπονη κι αχάριστη πράξη δημιουργίας».
Υπάρχει μια λέξη στ’ αγγλικά που μπορεί να τον χαρακτηρίσει: poignant, και σημαίνει ζωηρός, οδυνηρός, σπαραχτικός, χρησιμοποιείται κυρίως για τις αναμνήσεις. Είναι γνωστή μια φράση του που σε δεύτερη ανάγνωση δίνει το ύφος της αγνότητάς του:
“Μόνον ένα πράγμα είναι χειρότερο απ’ το να ‘χες δυσάρεστη παιδική ηλικία κι αυτό είναι να είχες ευχάριστη“.
Η χαμένη αθωότητα ήταν κάτι που κυνηγούσε διαρκώς τη σκέψη του και δε παραιτήθηκε στιγμή απ’ το όνειρο της επανάκτησής της. Ο ίδιος μας οδηγεί στον παράδεισο των Χριστουγέννων της παιδικής ηλικίας:
«Και το βράδυ υπήρχε μουσική. Ένας Θείος έπαιζε βιολί, ένας ξάδελφος τραγούδαγε το Ώριμο Κεράσι, ένας άλλος θείος το Τύμπανο του Ντρέηκ. Ήταν πολύ ζεστά στο μικρό σπίτι. Η θείτσα Χάννα που ‘χε πιει τα ποτηράκια της, τραγουδούσε τραγούδι για την Εγκαταλελειμμένη Αγάπη και τις Ματωμένες Καρδιές και τον Θάνατο και μετά άλλο που έλεγε πώς η Καρδιά της ήταν σαν Φωλιά Πουλιού. Και τότε όλοι γελούσαν πάλι και μετά πήγαινα για ύπνο». (απ’ την ιστορία “Συζήτηση Για Τα Χριστούγεννα“).
Ο Τόμας δε δημιούργησε ποίηση μόνο με την ανάσα του, την έφτιαξε κυρίως με τα νεύρα του. Αυτά είναι τόσο τεντωμένα που θα έλεγε κανείς πως χρειάζεται μόνο να τα ακουμπήσει για να βγάλει τους στίχους, τους τόσο μουσικούς και βαθιά λυρικούς. Φυσικά το ίδιο ισχύει και στη πρόζα του που κάθε άλλο παρά πεζή είναι. Είχε το ταλέντο και βρέθηκε σε τέτοιο περιβάλλον -γεννήθηκε την αυγή του Α’ Παγκ. Πολ. και έζησε τον Β’ με όλη του τη φρίκη- για να δώσει ένα έργο που θέλει να αναμετρηθεί ολόψυχα με τον ίδιο το θάνατο που τον βλέπει πια σε τέτοια κλίμακα.
Δε μιλά για το θάνατο για να τονε ξεχάσει, ο θάνατος γι’ αυτόν είναι παρών και δε θα ησυχάσει βλέποντάς το, το ίδιο όμως και ο έρωτας. Στη συλλογή “Προοπτική της Θάλασσας” άλλωστε, βλέπουμε τη στενή σχέση του ποιητή-ήρωα με το σκοτάδι:
«Η καταχνιά ήταν γι’ αυτόν μια μάνα» (απ‘ την ιστορία «Το φόρεμα»)
και μας αποκαλύπτει το μοναδικό τέλος της αγωνίας του:
«Αν μπορούσε να βρει ύπνο, ο ύπνος θα ήταν ένα κορίτσι».
Όπως λέει και σε ποίημά του, γραμμένο μετά το θάνατο του πατέρα του.
Άγαλμά του στο Σουόνσι
Aποτελεί τομή στη παγκόσμια ποίηση και τ’ όνομά του έχει γίνει σύμβολο για πολλούς μετέπειτα ποιητές και καλλιτέχνες. Η ιδιόρρυθμη γραφή του με τη σαφώς προσωπική μελωδία και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου που θέλει να τιθασσεύσει τις λέξεις και πολλές φορές δημιουργεί νέες για να ικανοποιηθεί (είναι πάρα πολλές οι σύνθετες λέξεις που φτιάχνει ο Τόμας) δημιουργούν μεγάλες δυσκολίες για τη μεταφορά του σ’ άλλη γλώσσα:
Σαν το στερνό περάσουνε το κύμα
λένε οι καλοί πώς τα έργα τους
χορό θα στήσουν στο λιμάνι, πέρα,
μ’ οργή, μ’ οργή αντικρύζουνε το φως
που φεύγει από τη γη
…
Κι αν οι ερωτευμένοι χαθούν,
δε θα χαθεί κι ο έρωτας…
————————————-
Τα ποιήματα τούτα,
μ’ όλες τις χοντροκοπιές,
τις ανοησίες και τις συγχύσεις τους, κινήθηκαν
απ’ την αγάπη μου για το Θεό και τον Άνθρωπο,
κι αν δεν είναι έτσι, ας μην είμαι παρά ένας τρισκατάρατος βλάκας. ΝτύλανΤόμας
————————————–
Αυτό Το Ψωμί Που Κόβω
Αυτό το ψωμί που κόβω
ήτανε κάποτε σιτάρι
Αυτό το κρασί πάνω σε ξένο δέντρο
Βούλιαξε στον καρπό του
Ο άνθρωπος τη μέρα
ή ο άνεμος τη νύχτα
Τα στάχυα ρίξαν κάτω,
τσακίσαν τη χαρά του σταφυλιού.
Κάποτε στο κρασί αυτό
το καλοκαιρινό αίμα χτυπούσε
μες στη σάρκα που κάλυπτε τ’ αμπέλι
Κάποτε στο ψωμί αυτό
το σιτάρι ήταν στον άνεμο ευτυχισμένο.
Ο άνθρωπος κομμάτιασε τον ήλιο,
τον άνεμο έσυρε κάτω.
Αυτή η σάρκα που κόβεις,
Αυτό το αίμα που χύνεις
Τη φλέβα ερημώνουν,
Το σιτάρι και το σταφύλι
ήταν γεννημένα απ’ των αισθήσεων
τη ρίζα και το σφρίγος.
Το κρασί μου πίνεις,
το ψωμί μου αρπάζεις.
Έχω Ποθήσει Να Ξεφύγω…
Έχω ποθήσει να ξεφύγω
απ’ τη μανία του τετριμμένου ψέματος
και των παλιών τρόμων το αδιάκοπο κλάμα
γερνώντας πλέον φοβερά καθώς η μέρα
πάνω απ’ το λόφο τραβά για το πέλαο το βαθύ.
Έχω ποθήσει να ξεφύγω
απ’ των χαιρετισμών τη συνεχή επαναφορά,
γιατί στοιχειά ο άνεμος είναι γεμάτος
και στοιχειωμένος αντίλαλους το χαρτί,
σημάδια και καλέσματα η βροντή.
Έχω ποθήσει να ξεφύγω μα φοβούμαι
λίγη ζωή περισωμένη αν ξεπηδούσε
απ΄το παλιό το ψέμμα που ανάβει καταγής,
ανάερα σκάζοντας, θα μπορούσε μισότυφλο να με αφήσει.
Μήτε απ΄τον τρόμο τον αρχαίο της νυκτός,
το βγάλσιμο του καπέλου,
τα χείλη τα σμιγμένα στο ακουστικό.
Θα πέσω στα χέρια του θανάτου.
Από τούτα δεν με νοιάζει να πεθάνω:
Μισά ψέματα, μισά συμβάσεις
Σε Μια Γαμήλια Επέτειο
Το στερέωμα έγινε κομμάτια
Αυτή η κουρελιασμένη επέτειος
Δύο ανθρώπων
Οι οποίοι αρμονικά πορεύτηκαν για τρία χρόνια
Στων αμοιβαίων υποσχέσεών τους
Τους μακρινούς περιπάτους
Τώρα ο έρωτάς τους κείτεται χαμένος
Κι ο Έρωτας κι οι υποτακτικοί του
Βρυχώνται αλυσοδεμένοι
Από κάθε σύννεφο φορτωμένο με αλήθεια
Ή παγίδες
Ο θάνατος ξεσπάει στο σπιτικό τους
Εξαιρετικά αργά
μέσα σε μια βροχή από λάθη
Γίνονται ένα αυτοί των οποίων
Ο έρωτας διαμελίστηκε
Μέσα στην καρδιά τους εξατμίζονται τα ανοίγματα
Και οι διέξοδοι καίγονται μέσα στο μυαλό τους.
Μια Θλίψη Πριν…
Μια θλίψη πριν,
αυτή που τη κρατούσα,
απ’ τα πάχια και τ’ ανθάκι,
ή απ’ της νεροφίδας
το δρεπανωτό αγκάθι,
κολασμένος άνεμος και θάλασσα,
ένα κομμάτι από μπετό,
που μόχτησε ψηλά στον πύργο,
ρόδο άρρεν και θήλυ,
ή η πότνια Κύπρις.
Μες στου κωπηλάτη τη γαβάθα,
σαλπάραμε στον ήλιο.
Ποιά είν’ η θλίψη μου;
Η χρυσαλλίδα αναπηδά στο μέταλλο,
το χαραγμένο απ’ το δάσκαλό μου,
του μολυβιού το μπουμπουκάκι
ξετρύπησε το φύλλο,
που ήτανε διπλωμένο
στο καλάμι του Ααρών,
καθώς βολόδερνε
ανατολικά προς τη σαπίλα.
Το κέρας και το τόπι του νερού,
πάνω στο βάτραχο
κείτονται πλάι-πλάι.
Κι αυτή που ψεύδεται,
σαν στης Εξόδου το κεφάλαιο
από τον Κήπο, σημαδεμένη
απ’ της οργής τον κρίνο στον παράμεσο,
τραβά μες στους αιώνες της
τα προπατορικά δεσμά,
παλεύοντας να εξιλεωθεί,
στην έρημο και στον αγρό,
δώδεκα τρίγωνα της Έλικας των Χερουβείμ,
καθώς περνά χαράζει.
Τότε λοιπόν, ποιά είναι;
Με κρατά! tο πλήθος
πάνω της με πάει,
παίρνοντάς με απ’ του πατέρα
το δεσποτικό κονάκι!
Τα φριχτά σημάδια
των γεννημάτων της,
με τη χοχλακιστή βουή του ύδατος,
αυτά είναι κείνη που ‘χω,
ο χειρόσκαφτος τάφος,
κλεισμένος στην αγάπη,
ανατέλλει πριν το σκότος.
Η νύχτα που πλησιάζει,
μια νιτρική μορφή
και την αλλάζει,
χρόνος κι οξύ.
Της λέω τούτο:
Πριν κάψει ο ήλιος τα κόκκαλά της,
άστηνε να ρουφήξει
το θάνατό της απ’ τους κόκκους,
που τη ταξίδεψαν στις θάλασσές τους,
με τα τσιγγάνικα θανάσιμά τους μάτια…
Ρίχτους στο χέρι της,
και κλείσε της τη χούφτα…
(μτφρ. Πάτροκλος) A Grief Ago
Εκεί Που Κάποτε Τα Ύδατα Του Προσώπου Σου
Εκεί που κάποτε τα ύδατα του προσώπου σου
Στις έλικές μου ελίσσονταν,
το άνυδρό σου πνεύμα πνέει,
Γλαρώνει το μάτι του ο νεκρός
Εκεί που κάποτε την κόμη τους οι τρίτωνες
Μεσ’ απ’ τους πάγους σου σφεντόνιζαν,
Άνεμος άνυδρος οδεύει
Μεσ’ απ’ αλάτι και ρίζα κι αυγό ψαριού.
Εκεί που κάποτε οι πράσινές σου αρθρώσεις
Τις αρμογές των βύθιζαν
στο πλέγμα της φουσκονεριάς,
Ο πράσινος πορεύεται διαλύτης,
Ψαλίδι λιπασμένο,
μαχαίρι έτοιμο στο πλάι,
Να κόψει σύρριζα κανάλια
κι υγρούς καρπούς να κόψει.
Αόρατες οι ρυθμικές φουσκονεριές σου
Σ’ ερωτικές ξεσπάζουν κλίνες,
Ξεραίνεται το φύκι της αγάπης.
Γύρω τριγύρω στα λιθάρια σου σκιές
Παιδιών πορεύονται που μεσ’ απ’ τα κενά τους
Στη δελφινάρια θάλασσα προσπέφτουν.
Στεγνά σα τάφοι τα βαμμένα βλέφαρά σου,
Όσο η σοφή μαγεία γλυστρά
σε γη κι ουράνια,
Δεν θα κλείσουν,
Κοράλια η κλίνη σου γεμάτη θα ‘ναι,
Ερπετά οι φουσκονεριές σου,
ώσπου οι θαλάσσιες πίστεις μας να σβήσουν.
Εδώ Σ’ Αυτή Την Άνοιξη
Εδώ σ’ αυτή την Άνοιξη
αστέρια επιπλέουν στο κενό·
Εδώ σ’ αυτόν το διακοσμητικό Χειμώνα
Η αυγή χαϊδεύει τους γυμνούς ανέμους,
Το Καλοκαίρι αυτό κηδεύει
εν’ ανοιξιάτικο πουλί.
Σύμβολα έχουν διαλεχτεί
απ’ των ετών το κυκλογύρισμα
τεσσάρων εποχιακών ακτών,
Σε Φθινοπωρινά μαθήματα
τριών εποχιακών πυρών
Και τεσσάρων τόνων πουλιών.
Θα μπορούσα να πω
το Καλοκαίρι από τα δέντρα,
τα σκουλήκια
Να πω τελικά
αν είναι οι άνεμοι του Χειμώνα
Ή η κηδεία του ήλιου,
Θα μπορούσα να διαβάσω την Άνοιξη
στη φωνή του κούκου
Κι ο Σάλιακας θα μπορούσε
να με διδάξει καταστροφή.
Ένα σκουλήκι λέει το Καλοκαίρι
καλλίτερα απ’ ένα ρολόι,
Ο σάλιακας είναι ένα ζωντανό ημερολόγιο,
Τι θα μου πει αν ένα άχρονο έντομο
Λέει πως ο κόσμος τσακίζει;
Κι Ο Θάνατος Δεν Θα ‘Χει Πια Εξουσία
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου
και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους
και τριφτούν τ’ άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ’ αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθιά σκεπάζουν
οι στροφάδες των νερών
Δεν θ’ αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας
κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν
δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους
θα ‘ναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες
ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα
κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ’ ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν’ άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία…
Έρωτας Στο Άσυλο
Μία ξένη έχει έρθει
Να μοιραστούμε το δωμάτιό μου στο σπίτι
Στο σπίτι το μισότρελο
Ένα κορίτσι τρελό σαν τα πουλιά
Κλειδώνοντας τη πόρτα της νύχτας με το μπράτσο της,
Τη φτερούγα της,
Κατευθείαν μες στο λαβύρινθο του κρεβατιού
Ξορκίζει το αποδεδειγμένα παραδεισένιο σπίτι
Με σύννεφα που εισχωρούν
Ξορκίζει επιπλέον με περιπάτους
το εφιαλτικό δωμάτιο
Ασύλληπτη σαν τους νεκρούς
Ή ιππεύει τους ωκεανούς της φαντασίας
Αρσενικών κοιτώνων
Έχει έρθει κατεχόμενη από δαίμονες
Αυτή που αποδέχεται
το φως των ψευδαισθήσεων
Μέσα από τον στιβαρό τοίχο
Τη δαιμόνισαν οι ουρανοί
Κοιμάται σε στενό αυλάκι
Και περπατά στη σκόνη
Ακόμη εξεγείρεται στις ίδιες της τις επιθυμίες
Πάνω στις σανίδες του τρελού σπιτιού
Που είναι πια φθαρμένες από τα δάκρυα
Των περιπάτων μου
Κι έτσι εξαϋλωμένος κι αλλοπαρμένος
από το φως στα μπράτσα της
Στο τέλος -επιτέλους-
Ίσως πετύχω
Να αντέξω τη πρώτη οπτασία
που πυρπόλησε τα αστέρια.
Υπήρξε Καιρός
Υπήρξε καιρός
που χορευτές με το ξεφάντωμά τους
Σε χαρωπές παιδιάστικες συνάξεις
Τα βάσανά τους αλαφρώναν;
Υπήρξε καιρός
που μπορούσαν να κλάψουν με βιβλία.
Όμως ο χρόνος
έβαλε το σαράκι του στο πέρασμά τους.
Τώρα ειν’ αβέβαιοι
κάτω από την αψίδα τ’ ουρανού.
·Ο, τι για πάντα άγνωστο θα μείνει
Είναι το βεβαιότερο σε τούτη τη ζωή.
Κάτω απ’ τα ουράνια σημεία,
ο δίχως άκρα
Έχει τ’ αγνότερα χέρια
και σαν τ’ άκαρδο στοιχειό
Απλήγωτο στη μοναξιά του,
ο τυφλός καλύτερα βλέπει.
