Βιογραφικό
Ο Τζον Ρόναλντ Ρίουελ Τόλκιν (John Ronald Reuel Tolkien) ήταν Άγγλος συγγραφέας και φιλόλογος. Ήταν ο συγγραφέας των έργων υψηλής φαντασίας The Hobbit και The Lord of the Rings. Από το 1925 ως το 1945, ήταν καθηγητής Rawlinson και Bosworth της αγγλοσαξονικής γλώσσας και συνεργάτης του Pembroke College και τα 2 στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης. Στη συνέχεια μετακόμισε στο ίδιο πανεπιστήμιο για να γίνει καθηγητής Αγγλικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας Merton και συνεργάτης του Merton College και κατείχε αυτές τις θέσεις από το 1945 μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1959. Ήτανε στενός φίλος του Κ. Σ. Λιούις, συν-μέλος της άτυπης λογοτεχνικής ομάδας συζήτησης The Inklings. Διορίστηκε Ταξιάρχης Τάγματος Βρεττανικής Αυτοκρατορίας απ’ τη Βασίλισσα Ελισσάβετ Β’ στις 28 Μάρτη 1972.
Μετά το θάνατό του, ο γιος του Κρίστοφερ δημοσίευσε σειρά έργων βασισμένων στις εκτενείς σημειώσεις και τ’ αδημοσίευτα χειρόγραφά του, συμπεριλαμβανομένου του The Silmarillion. Αυτά, μαζί με το Χόμπιτ και τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, είναι συνδεδεμένο σώμα ιστοριών, ποιημάτων, φανταστικών ιστοριών, επινοημένων γλωσσών και λογοτεχνικών δοκιμίων για φανταστικό κόσμο που ονομάζεται Άρντα και μέσα σε αυτόν, τη Μέση Γη. Μεταξύ 1951-5, εφάρμοσε τον όρο legendarium στο μεγαλύτερο μέρος αυτών των γραπτών. Ενώ πολλοί άλλοι συγγραφείς είχαν δημοσιεύσει έργα φαντασίας πριν από τον Τόλκιν, η τεράστια επιτυχία του Χόμπιτ και του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών πυροδότησε βαθύ ενδιαφέρον για το είδος της φαντασίας και τελικά επιτάχυνε χιονοστιβάδα νέων βιβλίων φαντασίας και συγγραφέων. Ως αποτέλεσμα, έχει αναγνωριστεί ευρέως ως ο πατέρας της σύγχρονης λογοτεχνίας φαντασίας και θεωρείται ευρέως ως από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών.
Η Οξφόρδη
Ο Τόλκιν ήταν Άγγλος και θεωρούσε τον εαυτό του ως τέτοιο. Οι άμεσοι πρόγονοί του απ’ τη πλευρά του πατέρα του ήτανε τεχνίτες μεσαίας τάξης που κατασκεύαζαν και πωλούσαν ρολόγια και πιάνα στο Λονδίνο και το Μπέρμιγχαμ. Η οικογένεια κατάγεται από το Kreuzburg της Αν. Πρωσσίας κοντά στο Königsberg, που είχε ιδρυθεί στη μεσαιωνική γερμανική επέκταση προς ανατολάς, όπου γεννήθηκε ο 1ος γνωστός πρόγονος του πατέρα του, Michel Tolkien, γύρω στο 1620. Ο γιος του Μισέλ, Κρίστινους Τόλκιν (1663-1746) ήτανε πλούσιος μυλωνάς στο Κρόιτσμπουργκ. Ο γιος του, Κρίστιαν Τόλκιν (1706-1791), μετακόμισε από το Κρόιτσμπουργκ στο κοντινό Ντάντσιχ κι οι δύο γιοι του Ντάνιελ Γκότλιμπ Τόλκιν (1747-1813) και Γιόχαν (αργότερα γνωστός ως Τζον) Μπέντζαμιν Τόλκιν (1752-1819) μετανάστευσαν στο Λονδίνο τη 10ετία του 1770 κι έγιναν οι πρόγονοι της αγγλικής οικογένειας. ο μικρότερος αδελφός ήταν ο 2ος προπάππους του J.R.R. Tolkien.
Το 1792 ο John Benjamin Tolkien κι ο William Gravell ανέλαβαν το κατάστημα Erdley Norton στο Λονδίνο, που από τότε πωλούσε ρολόγια με το όνομα Gravell &; Tolkien. Ο Daniel Gottlieb απέκτησε τη βρεττανική υπηκοότητα το 1794, αλλά ο John Benjamin προφανώς δεν έγινε ποτέ Βρεττανός πολίτης. Άλλοι Γερμανοί συγγενείς ενώθηκαν με τους 2 αδελφούς στο Λονδίνο. Αρκετοί άνθρωποι με το επώνυμο Tolkien ή παρόμοια ορθογραφία, μερικοί από αυτούς μέλη της ίδιας οικογένειας με τον J.R.R. Tolkien, ζούνε στη βόρεια Γερμανία, αλλά οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι απόγονοι ανθρώπων που εκκενώθηκαν από την Αν. Πρωσσία το 1945, στο τέλος του Β’ Παγκ. Πολ.
Ο Τόλκιν το 1925
Σύμφωνα με τον Ryszard Derdziński, το επώνυμο Tolkien είναι χαμηλής πρωσσικής προέλευσης και πιθανότατα σημαίνει “γιος/απόγονος του Tolk”. Ο Τόλκιν πίστευε λανθασμένα ότι το επώνυμό του προέρχεται από τη γερμανική λέξη tollkühn, που σημαίνει παράτολμος κι αστειευόμενος εισήχθη ως “καμέο” στα The Notion Club Papers με το κυριολεκτικά μεταφρασμένο όνομα Rashbold. Ωστόσο, ο Derdziński απέδειξε ότι πρόκειται για ψευδή ετυμολογία. Άλλη ύποπτη προέλευση είναι το χωριό Tołkiny της Ανατολικής Πρωσσίας. Ενώ ο Tolkien γνώριζε τη γερμανική καταγωγή της οικογένειάς του, οι γνώσεις του για την ιστορία της οικογένειας ήτανε περιορισμένες επειδή ήταν νωρίς απομονωμένος από την οικογένεια του πρόωρα αποθανόντος πατέρα του.
Ο Tolkien γεννήθηκε στις 3 Γενάρη 1892 στο Bloemfontein στο Orange Free State (αργότερα προσαρτήθηκε από τη Βρεττανική Αυτοκρατορία, τώρα Free State Province στη Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής), από τον Arthur Reuel Tolkien (1857-1896), Άγγλο διευθυντή τράπεζας, και τη σύζυγό του Mabel Suffield (1870–1904). Το ζευγάρι είχε φύγει από την Αγγλία όταν ο Άρθουρ προήχθη σε επικεφαλής του γραφείου Μπλουμφοντέιν της βρεττανικής τράπεζας που εργαζόταν. Ο Τόλκιν είχε έναν αδελφό μικρότερο, Χίλαρι Άρθουρ Ρέουελ Τόλκιν, που γεννήθηκε στις 17 Φλεβάρη 1894. Ως παιδί, δαγκώθηκε από μεγάλη αράχνη μπαμπουίνου στον κήπο, ένα γεγονός που ορισμένοι πιστεύουν ότι επαναλήφθηκε αργότερα στις ιστορίες του, αν και δεν παραδέχτηκε καμμία πραγματική ανάμνηση του γεγονότος ως ενήλικας. Σε προηγούμενο περιστατικό από τη βρεφική ηλικία του, ένας νεαρός οικογενειακός υπηρέτης πήρε το μωρό στο σπίτι του, επιστρέφοντάς το το επόμενο πρωί. Όταν ήταν 3, πήγε στην Αγγλία με τη μητέρα και τον αδελφό του σε μακρά οικογενειακή επίσκεψη. Ο πατέρας του, ωστόσο, πέθανε στη Νότια Αφρική από ρευματικό πυρετό πριν προλάβει να τους ακολουθήσει. Αυτό άφησε την οικογένεια χωρίς εισόδημα, έτσι η μητέρα του τον πήρε για να ζήσει με τους γονείς της στο Κινγκς Χιθ, Μπέρμιγχαμ. Λίγο αργότερα, το 1896, μετακόμισαν στο Sarehole (τώρα στο Hall Green), τότε ένα χωριό του Worcestershire, που αργότερα προσαρτήθηκε στο Μπέρμιγχαμ. Του άρεσε να εξερευνά το Sarehole Mill και το Moseley Bog και τους λόφους Clent, Lickey και Malvern, που αργότερα θα ενέπνευσαν σκηνές στα βιβλία του, μαζί με κοντινές πόλεις και χωριά όπως το Bromsgrove, το Alcester και το Alvechurch και μέρη όπως το αγρόκτημα της θείας του Jane Bag End, που τ’ όνομά του χρησιμοποίησε στη μυθοπλασία του.
Η Mabel Tolkien δίδαξε τα δύο παιδιά της στο σπίτι. Ο Ρόναλντ, όπως ήταν γνωστός στην οικογένεια, ήταν ζωηρός μαθητής. Του δίδαξε πολλή βοτανική και ξύπνησε μέσα του την απόλαυση της εμφάνισης και της αίσθησης των φυτών. Στον νεαρό άρεσε να ζωγραφίζει τοπία και δέντρα, αλλά τα αγαπημένα του μαθήματα ήταν αυτά που αφορούσαν τις γλώσσες και η μητέρα του τον δίδαξε τα βασικά στοιχεία των λατινικών πολύ νωρίς. Ο Τόλκιν μπορούσε να διαβάζει από τα 4 και μπορούσε να γράψει άπταιστα λίγο αργότερα. Η μητέρα του του επέτρεψε να διαβάσει πολλά βιβλία. Αντιπαθούσε το Treasure Island και το The Pied Piper και πίστευε ότι οι περιπέτειες της Alice στη χώρα των θαυμάτων του Lewis Carroll ήτανε διασκεδαστικές. Του άρεσαν οι ιστορίες για τους Κόκκινους Ινδιάνους (ο όρος που χρησιμοποιούνταν τότε για τους ιθαγενείς Αμερικανούς σε ιστορίες περιπέτειας) και τα έργα φαντασίας του George MacDonald. Επιπλέον, τα Παραμύθια του Andrew Lang ήταν ιδιαίτερα σημαντικά γι’ αυτόν κι η επιρροή τους είναι εμφανής σε μερικά από τα μεταγενέστερα γραπτά του.
Ο Τολκιν το 1911
Η Μέιμπελ Τόλκιν έγινε δεκτή στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1900 παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Βαπτιστικής οικογένειάς της, που σταμάτησε κάθε οικονομική βοήθεια προς αυτήν. Το 1904, όταν ο Tolkien ήταν 12, η μητέρα του πέθανε από οξύ διαβήτη στο Fern Cottage στο Rednal, που νοίκιαζε. Ήτανε τότε περίπου 34 ετών, περίπου όσο ένα άτομο με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς θεραπεία -η ινσουλίνη δεν θα ανακαλυφθεί μέχρι το 1921, 2 10ετίες μετά. 9 έτη μετά το θάνατό της, ο Τόλκιν έγραψε: “Η αγαπημένη μου μητέρα ήτανε πράγματι μάρτυρας και δεν είναι σ’ όλους που ο Θεός δίνει τόσο εύκολο δρόμο στα μεγάλα δώρα του όσο έκανε στο Χίλαρι και σε μένα, δίνοντάς μας μητέρα που αυτοκτόνησε με κόπο για να διασφαλίσει ότι θα διατηρήσουμε τη πίστη“. Πριν από το θάνατό της, είχε αναθέσει τη κηδεμονία των γιων της στον στενό της φίλο, πατέρα Francis Xavier Morgan του Ορατορίου του Μπέρμιγχαμ, να τους αναθρέψει ως καλούς Καθολικούς. Σ’ επιστολή του 1965 προς τον γιο του Μάικλ, θυμήθηκε την επιρροή του ανθρώπου που πάντα αποκαλούσε πατέρα Φραγκίσκο: “Ήταν Ουαλλός-Ισπανός Τόρις της ανώτερης τάξης και φαινόταν σε μερικούς απλώς παλιό κουτσομπολιό. Ήταν -και δεν ήταν. Έμαθα 1η φορά τη φιλανθρωπία και τη συγχώρεση από αυτόν. Κι υπό το φως του διαπέρασε ακόμη και το φιλελεύθερο σκοτάδι απ’ όπου βγήκα, γνωρίζοντας περισσότερα για τη Ματωμένη Μαρία τη Μητέρα του Ιησού -που ποτέ δεν αναφέρθηκε παρά μόνο ως αντικείμενο κακής λατρείας από τους Ρωμανιστές“. Μετά το θάνατό της, ο Τόλκιν μεγάλωσε στην Έντγκμπαστον του Μπέρμιγχαμ και φοίτησε στο King Edward’s School του Μπέρμιγχαμ κι αργότερα στο σχολείο του Αγίου Φιλίππου. Το 1903, κέρδισε μια υποτροφία του Ιδρύματος κι επέστρεψε στο King Edward’s.
Ενώ ήταν στην αρχή της εφηβείας του, ο Τόλκιν είχε την πρώτη του επαφή με τεχνητή γλώσσα, τη Ζωική, εφεύρεση των ξαδέλφων του, Mary και Marjorie Incledon. Κείνη την εποχή, μελετούσε λατινικά κι αγγλοσαξονικά. Το ενδιαφέρον τους για το Animalic σύντομα έσβησε, αλλά η Mary κι άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου, εφηύραν νέα και πιο περίπλοκη γλώσσα που ονομάζεται Nevbosh. Η επόμενη κατασκευασμένη γλώσσα που ήρθε να δουλέψει, η Naffarin, θα ήταν δικό του δημιούργημα. Έμαθε κι Εσπεράντο λίγο πριν το 1909. Γύρω στις 10 Ιουνίου 1909 συνέθεσε το The Book of the Foxrook, 16σελιδο σημειωματάριο, όπου εμφανίζεται το παλαιότερο παράδειγμα ενός από τα επινοημένα αλφάβητά του. Σύντομα κείμενα σε αυτό το σημειωματάριο είναι γραμμένα στην Εσπεράντο. Το 1911, ενώ ήταν στο King Edward’s School, με 3 φίλους, Rob Gilson, Geoffrey Bache Smith και Christopher Wiseman, σχημάτισαν ημιμυστική κοινωνία που ονόμασαν T.C.B.S. Τα αρχικά αντιπροσώπευαν το Tea Club και το Barrovian Society, υπονοώντας την αγάπη τους να πίνουν τσάι στα καταστήματα Barrow’s κοντά στο σχολείο και, κρυφά, στη σχολική βιβλιοθήκη. Μετά την αποφοίτησή τους από το σχολείο, τα μέλη παρέμειναν σε επαφή και, τον Δεκέμβρη του 1914, πραγματοποίησαν συμβούλιο στο Λονδίνο στο σπίτι του Wiseman. Για τον Τόλκιν, το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν ισχυρή αφοσίωση στη συγγραφή ποίησης.
Η Ήντιθ Μπρατ το 1906
Το 1911, πήγε καλοκαιρινές διακοπές στην Ελβετία, ταξίδι που θυμάται έντονα σ’ επιστολή του το 1968, σημειώνοντας ότι το ταξίδι του Μπίλμπο στα Ομιχλώδη Όρη (συμπεριλαμβανομένης της γλυστρίδας κάτω από τις γλιστερές πέτρες στο πευκοδάσος) βασίζεται άμεσα στις περιπέτειές του καθώς η ομάδα των 12 περπατούσε από το Ιντερλάκεν στο Lauterbrunnen και στη συνέχεια κατασκήνωσε στις moraines πέρα από το Mürren. 57 έτη μετά, θυμήθηκε τη λύπη που άφησε τη θέα των αιώνιων χιονιών του Jungfrau και του Silberhorn, το Silvertine (Celebdil) των ονείρων του. Πέρασαν από το Kleine Scheidegg στο Grindelwald και πέρα από το Grosse Scheidegg στο Meiringen. Συνέχισαν κατά μήκος του περάσματος Grimsel, μέσω του άνω Valais στο Brig και στον παγετώνα Aletsch και στο Zermatt.
Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, άρχισε να σπουδάζει στο Exeter College Οξφόρδης. Αρχικά διάβασε κλασσικά, αλλά άλλαξε τη πορεία του το 1913 στην αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία, από όπου αποφοίτησε το 1915 με άριστα. Μεταξύ των δασκάλων του στην Οξφόρδη ήταν ο Joseph Wright, το Primer of the Gothic Language τον είχε εμπνεύσει μαθητή. Στα 16 γνώρισε την Έντιθ Μαίρη Μπρατ, που ήτο 3 χρόνια μεγαλύτερή του, όταν αυτός κι ο αδελφός του Χίλαρι μετακόμισαν στο οικοτροφείο όπου ζούσε στο Duchess Road, Edgbaston. Σύμφωνα με τον Humphrey Carpenter, η Edith κι ο Ronald σύχναζαν στα καταστήματα τσαγιού του Μπέρμιγχαμ, ειδικά σ’ ένα που ‘χε μπαλκόνι με θέα στο πεζοδρόμιο. Εκεί κάθονταν και πετούσαν σβώλους ζάχαρης στα καπέλα των περαστικών, προχωρώντας στο διπλανό τραπέζι όταν το μπολ με τη ζάχαρη ήταν άδειο. … Με δύο ανθρώπους της προσωπικότητάς τους και στη θέση τους, ο ρομαντισμός ήτανε βέβαιο ότι θ’ ανθίσει. Και οι δύο ήταν ορφανά που χρειάζονταν στοργή και διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να τη δώσουν ο ένας στον άλλο. Το καλοκαίρι του 1909, αποφάσισαν ότι ήταν ερωτευμένοι.
Ο κηδεμόνας του, πατέρας Μόργκαν, θεώρησε εντελώς ατυχές το γεγονός ότι ο παρένθετος γιος του είχε ρομαντική σχέση με μεγαλύτερη, προτεσταντική γυναίκα. Ο Τόλκιν έγραψε ότι οι συνδυασμένες εντάσεις συνέβαλαν στο να “καταπνίξει τις εξετάσεις του. Ο Μόργκαν του απαγόρευσε να συναντηθεί, να μιλήσει ή ακόμα και ν’ αλληλογραφήσει με την Ήντιθ μέχρι τα 21 του. Υπάκουσε σ’ αυτή την απαγόρευση κατά γράμμα,με αξιοσημείωτη πρώιμη εξαίρεση, που ο πατέρας Μόργκαν απείλησε να διακόψει την πανεπιστημιακή του καρριέρα αν δεν σταματούσε.
Το βράδυ των 21ων γενεθλίων του, ο Τόλκιν έγραψε στην Ήντιθ, που ζούσε με την οικογενειακή του φίλη Κ. Χ. Τζέσοπ στο Τσέλτεναμ. Δήλωσε ότι δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Ήντιθ απάντησε ότι είχε ήδη αποδεχθεί την πρόταση του Τζορτζ Φιλντ, αδελφού ενός από τους στενότερους φίλους της στο σχολείο. Αλλά η Ήντιθ είπε ότι είχε συμφωνήσει να παντρευτεί τον Φιλντ μόνο επειδή ένιωθε στο ράφι κι είχε αρχίσει να αμφιβάλλει ότι ο Τόλκιν εξακολουθούσε να νοιάζεται για κείνη. Εξήγησε ότι, λόγω της επιστολής του όλα είχαν αλλάξει.
Στις 8 Γενάρη 1913, ο Τόλκιν ταξίδεψε με τραίνο στο Τσέλτεναμ και τον συνάντησε στη πλατφόρμα η Ήντιθ. Οι δυο τους έκαναν βόλτα στην εξοχή, κάθισαν κάτω από σιδηροδρομική οδογέφυρα και μίλησαν. Μέχρι το τέλος της μέρας, η Ήντιθ είχε συμφωνήσει να δεχτεί τη πρότασή του. Έγραψε στον Field κι επέστρεψε το δαχτυλίδι αρραβώνων της. Ο Φιλντ ήταν τρομερά αναστατωμένος στην αρχή κι η οικογένεια Φιλντ ήταν προσβεβλημένη και θυμωμένη. Μόλις έμαθε για τα νέα σχέδια της Ήντιθ, η Τζέσοπ έγραψε στον κηδεμόνα της: “Δεν έχω τίποτα να πω εναντίον του Τόλκιν, είναι ένας καλλιεργημένος τζέντλεμαν, αλλά οι προοπτικές του είναι φτωχές στο έπακρο και πότε θα ‘ναι σε θέση να παντρευτεί δεν μπορώ να φανταστώ. Αν είχε υιοθετήσει ένα επάγγελμα θα ήταν διαφορετικά“. Μετά τον αρραβώνα τους, η Ήντιθ ανακοίνωσε απρόθυμα ότι ασπάστηκε τον καθολικισμό μετά από επιμονή του. Η Jessop, όπως πολλοί άλλοι της ηλικίας και της τάξης της… έντονα αντικαθολικοί, εξοργίστηκε και διέταξε την Ήντιθ να βρει άλλα καταλύματα.
Ο Μπίλμπο
Η Edith κι ο Ronald αρραβωνιάστηκαν επίσημα στο Μπέρμιγχαμ Γενάρη του 1913 και παντρεύτηκαν στη Καθολική Εκκλησία St Mary Immaculate στο Warwick, στις 22 Μάρτη 1916. Στην επιστολή του προς τον Μιχαήλ το 1941, εξέφρασε θαυμασμό για τη προθυμία της συζύγου του να παντρευτεί άντρα χωρίς δουλειά, λίγα χρήματα και χωρίς προοπτικές εκτός από τη πιθανότητα να σκοτωθεί στον Μεγάλο Πόλεμο. Αύγουστο του 1914, η Βρεττανία εισήλθε στον Α’ Παγκ. Πόλ.. Οι συγγενείς του σοκαρίστηκαν όταν επέλεξε να μη καταταγεί αμέσως εθελοντής στον βρεττανικό στρατό. Σ’ επιστολή του 1941 προς τον γιο του Μάικλ, ο Τόλκιν θυμάται: “Κείνες τις μέρες οι άνθρωποι εντάχθηκαν ή περιφρονήθηκαν δημόσια. Ήταν μια άσχημη σχισμή για νεαρό άντρα με υπερβολική φαντασία και λίγο φυσικό θάρρος“. Αντ ‘αυτού, υπέμεινε την αφάνεια και μπήκε σε πρόγραμμα που καθυστέρησε τη κατάταξη μέχρι να πάρει πτυχίο. Μέχρι τη στιγμή που πέρασε τις τελικές του Ιουλίου του 1915, θυμήθηκε ότι οι υπαινιγμοί έγιναν ειλικρινείς από συγγενείς. Τοποθετήθηκε ως προσωρινός ανθυπολοχαγός στο Lancashire Fusiliers στις 15 Ιουλίου 1915.
Εκπαιδεύτηκε με το 13ο (Εφεδρικό) Τάγμα στο Cannock Chase, Rugeley Camp κοντά στο Rugeley, Staffordshire, για 11 μήνες. Σ’ επιστολή προς την Ήντιθ, παραπονέθηκε: “Οι κύριοι είναι σπάνιοι μεταξύ των ανωτέρων, ακόμη και τα ανθρώπινα όντα σπάνια πράγματι“. Μετά το γάμο τους, εγκαταστάθηκαν κοντά στο στρατόπεδο εκπαίδευσης. Στις 2 Ιουνίου 1916, έλαβε τηλεγράφημα που τον καλούσε στο Φόλκστοουν για αποστολή στη Γαλλία. Πέρασαν τη νύχτα πριν από την αναχώρησή του σε δωμάτιο στο ξενοδοχείο Plough &; Harrow στο Edgbaston του Μπέρμιγχαμ. Μετά έγραψε: “Κατώτεροι αξιωματικοί σκοτώνονταν, μια ντουζίνα το λεπτό. Χωρίζοντας απ’ τη γυναίκα μου τότε … Ήτανε σα θάνατος“. Στις 5 Ιουνίου 1916, επιβιβάστηκε σε μεταγωγικό για ολονύκτιο ταξίδι στο Καλαί. Όπως κι άλλοι στρατιώτες που έφτασαν 1η φορά, στάλθηκε στην αποθήκη βάσης του Βρεττανικού Εκστρατευτικού Σώματος στο Étaples. Στις 7 Ιουνίου, ενημερώθηκε ότι είχε τοποθετηθεί ως αξιωματικός σημάτων στο 11ο (Υπηρεσιακό) Τάγμα, Lancashire Fusiliers. Το τάγμα ήταν μέρος της 74ης Ταξιαρχίας, 25ης Μεραρχίας. Ενώ περίμενε να κληθεί στη μονάδα του, βυθίστηκε στη πλήξη. Για να περάσει η ώρα, συνέθεσε ποίημα με τίτλο The Lonely Isle, που εμπνεύστηκε απ’ τα συναισθήματά του στη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού. Για ν’ αποφύγει τη ταχυδρομική λογοκρισία του βρεττανικού στρατού, ανέπτυξε κώδικα κουκκίδων που η Edith μπορούσε να παρακολουθεί τις κινήσεις του. Έφυγε από το Étaples στις 27 Ιουνίου 1916 κι εντάχθηκε στο τάγμα στο Rubempré, κοντά στην Amiens. Βρέθηκε να διοικεί στρατολογημένους άνδρες που προέρχονταν κυρίως από τις πόλεις εξόρυξης, άλεσης κι ύφανσης του Lancashire. Σύμφωνα με τον John Garth, ένιωθε συγγένεια μ’ αυτούς τους άντρες της εργατικής τάξης, αλλά το στρατιωτικό πρωτόκολλο απαγόρευε τις φιλίες με άλλες τάξεις. Αντ’ αυτού, ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει την ευθύνη τους, να τους πειθαρχήσει, να τους εκπαιδεύσει και πιθανώς να λογοκρίνει τις επιστολές τους … Αν ήταν δυνατόν, έπρεπε να εμπνεύσει την αγάπη και την αφοσίωσή τους, μετά θρήνησε: “Η πιο ανάρμοστη δουλειά οποιουδήποτε ανθρώπου… είναι αφεντικό άλλων ανδρών. Ούτε ένας στο εκατομμύριο δεν είναι κατάλληλος γι’ αυτό, πόσο μάλλον εκείνοι που αναζητούν την ευκαιρία“.
Η Ήντιθ Μπρατ το 1916
Ο Τόλκιν έφτασε στο Σομ αρχές Ιουλίου 1916. Μεταξύ των θητειών πίσω από τις γραμμές στο Bouzincourt, συμμετείχε στις επιθέσεις στο Schwaben Redoubt και στη προεξοχή της Λειψίας. Ο χρόνος του στη μάχη ήτανε τρομερό άγχος για την Ήντιθ, που φοβόταν ότι κάθε χτύπημα στη πόρτα θα μπορούσε να μεταφέρει νέα για το θάνατο του συζύγου της. Μπορούσε να παρακολουθεί τις κινήσεις του σε χάρτη του Δυτικού Μετώπου. Ο Evers, Αγγλικανός εφημέριος στο Lancashire Fusiliers, κατέγραψε ότι ο Τόλκιν κι οι συνάδελφοί του αξιωματικοί φαγώθηκαν από ορδές ψειρών που βρήκανε την αλοιφή του Ιατρικού Αξιωματικού απλώς ένα είδος ορεκτικού κι οι μικροί ζητιάνοι πήγανε στη γιορτή τους με ανανεωμένο σθένος.
Στις 27 Οκτώβρη 1916, καθώς το τάγμα του επιτέθηκε στη τάφρο Regina, προσβλήθηκε από πυρετό χαρακωμάτων, ασθένεια που μεταδόθηκε από ψείρες. Έμεινε ανάπηρος στην Αγγλία στις 8 Νοέμβρη 1916. Σύμφωνα με τα παιδιά του John και Priscilla Tolkien, “Τα επόμενα χρόνια, περιστασιακά μιλούσε για το ότι ήταν στο μέτωπο: για τη φρίκη της 1ης γερμανικής επίθεσης με αέρια, για την απόλυτη εξάντληση και τη δυσοίωνη ησυχία μετά από έναν βομβαρδισμό, για το κλαψούρισμα των οβίδων και την ατελείωτη πορεία, πάντα με τα πόδια, μέσα από κατεστραμμένο τοπίο. Μερικές φορές κουβαλώντας τον εξοπλισμό των ανδρών καθώς και τον δικό του για να τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν…. Μερικά αξιόλογα λείψανα σώζονται από κείνη την εποχή: χάρτης τάφρων που σχεδίασε ο ίδιος. Διαταγές γραμμένες με μολύβι για τη μεταφορά βομβών στη γραμμή μάχης.
Πολλοί απ’ τους αγαπημένους του φίλους στο σχολείο σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Μεταξύ αυτών ήταν ο Rob Gilson της Λέσχης Τσαγιού και της Barrovian Society, που σκοτώθηκε τη 1η μέρα του Somme ενώ οδηγούσε τους άνδρες του στην επίθεση στο Beaumont Hamel. Το μέλος της T.C.B.S. Geoffrey Smith σκοτώθηκε στη διάρκεια της μάχης, όταν οβίδα γερμανικού πυροβολικού προσγειώθηκε σε θέση πρώτων βοηθειών. Το τάγμα του Τόλκιν αφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά μετά την επιστροφή του στην Αγγλία. Σύμφωνα με τον Τζον Γκαρθ, ο στρατός του Κίτσενερ, που υπηρέτησε ο Τόλκιν, σηματοδότησε αμέσως τα υπάρχοντα κοινωνικά όρια κι εξουδετέρωσε το ταξικό σύστημα ρίχνοντας όλους μαζί σε απελπιστική κατάσταση. Ο Τόλκιν ήταν ευγνώμων, γράφοντας ότι του ‘χε διδάξει βαθειά συμπάθεια και συναίσθημα για τον Τόμι. ειδικά ο απλός στρατιώτης από τους αγροτικούς νομούς.
Αδύναμος κι αδυνατισμένος Τόλκιν πέρασε το υπόλοιπο του πολέμου εναλλάσσοντας μεταξύ νοσοκομείων και φρουράς, θεωρούμενος ιατρικά ακατάλληλος για γενική υπηρεσία. Στη διάρκεια της ανάρρωσής του σ’ εξοχικό σπίτι στο Little Haywood, Staffordshire, άρχισε να εργάζεται σε αυτό που ονόμασε The Book of Lost Tales, ξεκινώντας με το The Fall of Gondolin. Το Lost Tales αντιπροσώπευε τη προσπάθειά τουν να δημιουργήσει μυθολογία για την Αγγλία, έργο που θα εγκατέλειπε χωρίς ποτέ να ολοκληρώσει. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1917 και του 1918 η ασθένειά του επανερχόταν, αλλά είχε αναρρώσει αρκετά ώστε να κάνει υπηρεσία σε διάφορα στρατόπεδα. Ήταν εκείνη την εποχή που η Edith γέννησε το 1ο τους παιδί, τον John Francis Reuel Tolkien. Σ’ επιστολή του το 1941, περιέγραψε τον γιο του Τζον ως: “που συνελήφθη και μεταφέρθηκε στη διάρκεια του έτους λιμοκτονίας του 1917 και της μεγάλης εκστρατείας U-boat, γύρω από τη μάχη του Καμπραί, όταν το τέλος του πολέμου φαινόταν τόσο μακρινό όσο τώρα“. Ο Τόλκιν προήχθη στον προσωρινό βαθμό του υπολοχαγού στις 6 Γενάρη 1918. Όταν τοποθετήθηκε στο Kingston upon Hull, αυτός και η Edith πήγαν να περπατήσουνε στο δάσος στο κοντινό Roos κι η Edith άρχισε να χορεύει γι ‘αυτόν σε ξέφωτο ανάμεσα στο ανθισμένο κώνειο. Μετά το θάνατο της συζύγου του το 1971, ο Τόλκιν θυμήθηκε:
“Ποτέ δεν τηλεφώνησα στην Edith Luthien -αλλά ήταν η πηγή της ιστορίας που με τον καιρό έγινε το κύριο μέρος του Silmarillion. Σχεδιάστηκε 1η φορά σε μικρό ξέφωτο του δάσους γεμάτο κώνεια στο Roos στο Yorkshire (όπου ήμουν για σύντομο χρονικό διάστημα διοικητής ενός φυλακίου της φρουράς Humber το 1917 και μπόρεσε να ζήσει μαζί μου για λίγο). Κείνες τις μέρες τα μαλλιά της ήταν κορακίσια, το δέρμα της καθαρό, τα μάτια της πιο λαμπερά από ό,τι τα έχετε δει και μπορούσε να τραγουδήσει- και να χορέψει. Αλλά η ιστορία έχει πάει στραβά, και έχω μείνει και δεν μπορώ να παρακαλέσω μπρος στον αδυσώπητο Μάντο“.
O Tolkiεn με το μικρότερο αδερφό του Χίλαρυ το 1905
Στις 16 Ιουλίου 1919, αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία, στο Fovant, στη πεδιάδα του Salisbury, με προσωρινή σύνταξη αναπηρίας. Στις 3 Νοέμβρη 1920, αποστρατεύτηκε κι εγκατέλειψε το στρατό, διατηρώντας τον βαθμό του υπολοχαγού. Μετά το τέλος του Α ́ Παγκ. Πολ. το 1918, η 1η πολιτική δουλειά του ήταν στο Αγγλικό Λεξικό Οξφόρδης, όπου ασχολήθηκε κυρίως με την ιστορία και την ετυμολογία λέξεων γερμανικής προέλευσης που άρχιζαν με το γράμμα W. Στα μέσα του 1919, άρχισε να διδάσκει ιδιωτικά προπτυχιακούς φοιτητές της Οξφόρδης, κυρίως εκείνους του Lady Margaret Hall και του St Hugh’s College, δεδομένου ότι τα γυναικεία κολλέγια είχαν μεγάλη ανάγκη από καλούς δασκάλους στα 1α τους χρόνια κι ο Τόλκιν ως παντρεμένος ακαδημαϊκός (τότε ακόμα δεν ήταν συνηθισμένο) θεωρήθηκε κατάλληλος, όπως δεν θα ήταν ένας εργένης.
Το 1920, ανέλαβε θέση ως αναγνώστης στην αγγλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του Leeds κι έγινε το νεότερο μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού εκεί. Ενώ ήταν στο Λιντς, παρήγαγε το A Middle English Vocabulary κι οριστική έκδοση του Sir Gawain and the Green Knight με τον E. V. Gordon. Και τα δύο γίναν ακαδημαϊκά πρότυπα έργα αρκετές 10ετίες. Μετέφρασε επίσης τον Sir Gawain, τον Pearl και τον Sir Orfeo, αλλά οι μεταφράσεις δεν δημοσιεύτηκαν μέχρι το 1975. Το 1924, προήχθη από αναγνωστικό κοινό στο Λιντς σε καθηγητή. Τον Οκτώβρη του 1925, επέστρεψε στην Οξφόρδη ως Rawlinson and Bosworth Professor of Anglo-Saxon, με υποτροφία στο Pembroke College. Στη διάρκεια της φοίτησής του εκεί, έγραψε το Χόμπιτ και τους 2 πρώτους τόμους του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, ενώ ζούσε στο 20 Northmoor Road στη Βόρεια Οξφόρδη. Το 1932, δημοσίευσε ένα φιλολογικό δοκίμιο για το όνομα Nodens, μετά την αποκάλυψη από τον Sir Mortimer Wheeler ενός ρωμαϊκού Ασκληπιείου στο Lydney Park, Gloucestershire, το 1928. Στη 10ετία του ’20, ανέλαβε μετάφραση του Beowulf, που ολοκλήρωσε το 1926, αλλά δεν δημοσίευσε. Αργότερα εκδόθηκε από τον γιο του Christopher και δημοσιεύθηκε το 2014.
Το παγκάκι του Τόλκιν στην Οξφάρδη
10 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της μετάφρασής του, έδωσε πολύ αναγνωρισμένη διάλεξη για το έργο, Beowulf: The Monsters and the Critics, που είχε διαρκή επιρροή στην έρευνα του Beowulf. Ο Lewis E. Nicholson δήλωσε ότι το άρθρο είναι ευρέως αναγνωρισμένο ως σημείο καμπής στην κριτική του Beowulfian, σημειώνοντας ότι ο Τόλκιν καθιέρωσε τη πρωτοκαθεδρία της ποιητικής φύσης του έργου σε αντίθεση με τα καθαρά γλωσσικά στοιχεία του. Κείνη την εποχή, η συναίνεση της υποτροφίας απέρριπτε τον Beowulf για την αντιμετώπιση παιδικών μαχών με τέρατα κι όχι ρεαλιστικού φυλετικού πολέμου. Ο Τόλκιν υποστήριξε ότι ο συγγραφέας του Beowulf αναφερόταν στο ανθρώπινο πεπρωμένο γενικά, όχι τόσο περιορισμένο από συγκεκριμένες φυλετικές πολιτικές κι ως εκ τούτου τα τέρατα ήταν απαραίτητα για το ποίημα. Όπου ο Beowulf ασχολείται με συγκεκριμένους φυλετικούς αγώνες, όπως στο Finnsburg, υποστήριξε σθεναρά την ανάγνωση σε φανταστικά στοιχεία. Στο δοκίμιο, αποκάλυψε πόσο πολύ θεωρούσε τον Μπέογουλφ: “Ο Μπέογουλφ είναι από τις πιο πολύτιμες πηγές μου“. Αυτή η επιρροή μπορεί να παρατηρηθεί σε όλο το μύθο της Μέσης Γης.
Σύμφωνα με τον Humphrey Carpenter, ξεκίνησε τη σειρά διαλέξεων για τον Beowulf με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο, μπαίνοντας στην αίθουσα σιωπηλά, καθηλώνοντας το κοινό με ματιά και ξαφνικά αναφώνησε στα παλιά αγγλικά τους 1ους στίχους του ποιήματος, ξεκινώντας με μεγάλη κραυγή του Hwæt! Ήτανε δραματική μίμηση αγγλοσαξονικού βάρδου σε αίθουσα υδρόμελι κι έκανε τους μαθητές να συνειδητοποιήσουν ότι ο Beowulf δεν ήταν απλώς καθορισμένο κείμενο αλλά ισχυρό κομμάτι δραματικής ποίησης. 10ετίες αργότερα, ο Auden έγραψε στον πρώην καθηγητή του, ευχαριστώντας τον για την αξέχαστη εμπειρία να τον ακούσει ν’ απαγγέλλει Beowulf και δηλώνοντας: “Η φωνή ήταν η φωνή του Γκάνταλφ“.
Στη πορεία προς τον Β’ Παγκ. Πόλ. προοριζόταν ως παραβιαστής κώδικα. Γενάρη του 1939, του ζητήθηκε να υπηρετήσει στο κρυπτογραφικό τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών σε περίπτωση εθνικής έκτακτης ανάγκης. Ξεκινώντας στις 27 Μάρτη, παρακολούθησε μαθήματα διδασκαλίας στα κεντρικά γραφεία του Κυβερνητικού Κώδικα και της Σχολής Cypher του Λονδίνου. Ενημερώθηκε τον Οκτώβρη ότι δεν θα απαιτούνταν οι υπηρεσίες του. Το 1945, μετακόμισε στο Merton College Οξφόρδης κι έγινε καθηγητής Αγγλικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας εκεί, θέση που παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1959. Υπηρέτησε ως εξωτερικός εξεταστής για το University College Galway (τώρα The University of Galway), για πολλά χρόνια. Το 1954 έλαβε τιμητικό πτυχίο από το Εθνικό Πανεπιστήμιο Ιρλανδίας (που το University College Galway, ήτανε μέρος του). Ολοκλήρωσε τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών το 1948, σχεδόν 10ετία μετά τα 1α προσχέδια.
Οι Τόλκινς απέκτησαν 4 παιδιά: τον John Francis Reuel Tolkien (17/11/1917-22/1/2003), τον Michael Hilary Reuel Tolkien (22/10/1920-27/2/1984), τον Christopher John Reuel Tolkien (21/11/1924-16/1/2020) και τη Priscilla Mary Anne Reuel Tolkien (18/6/1929-28/2/2022). Ο Τόλκιν ήταν πολύ αφοσιωμένος στα παιδιά του και τους έστειλε εικονογραφημένα γράμματα από τον Άγιο Βασίλη όταν ήταν μικρά. Στη διάρκεια της ζωής του στη συνταξιοδότηση, από το 1959 μέχρι το θάνατό του το 1973, έλαβε σταθερά αυξανόμενη δημόσια προσοχή και λογοτεχνική φήμη. Το 1961, ο φίλος του C.S. Lewis τον πρότεινε ακόμη και για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι πωλήσεις των βιβλίων του ήτανε τόσο κερδοφόρες που μετάνιωσε που δεν είχε επιλέξει τη πρόωρη συνταξιοδότηση. Σ’ επιστολή του το 1972, εξέφρασε τη λύπη του που ‘γινε λατρευτική φιγούρα, αλλά παραδέχτηκε ότι ακόμη κι η μύτη ενός πολύ μέτριου ειδώλου δε μπορεί να μείνει εντελώς ακίνητη απ’ τη γλυκειά μυρωδιά του θυμιάματος! Η προσοχή των θαυμαστών έγινε τόσον έντονη που τον ανάγκασε να βγάλει τον αριθμό τηλεφώνου του από το δημόσιο κατάλογο και τελικά αυτός κι η Ήντιθ μετακόμισαν στο Μπόρνμουθ, που ήτο τότε παραθαλάσσιο θέρετρο που πατρονάρονταν από τη βρεττανική ανώτερη μεσαία τάξη. Η θέση του ως συγγραφέα μπεστ-σέλερ τους έδωσε εύκολη είσοδο στην ευγενική κοινωνία μα έχασε βαθιά τη συντροφιά των συναδέλφων του Inklings. Η Ήντιθ, ωστόσο, ήτανε πολύ χαρούμενη που ανέλαβε το ρόλο της οικοδέσποινας της κοινωνίας, που ήταν ο λόγος που αυτός το επέλεξεν εξαρχής. Η γνήσια και βαθειά αγάπη μεταξύ τους αποδείχθηκε απ’ τη φροντίδα τους για την υγεία του άλλου, σε λεπτομέρειες όπως το τύλιγμα δώρων, στον γενναιόδωρο τρόπο με τον οποίο έδωσε τη ζωή του στην Οξφόρδη για να μπορέσει να αποσυρθεί στο Μπόρνμουθ και στην περηφάνεια της που έγινε διάσημος συγγραφέας. Ήτανε δεμένοι μεταξύ τους, επίσης, από αγάπη για τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Στη συνταξιοδότησή του, ήτανε σύμβουλος και μεταφραστής για τη Βίβλο της Ιερουσαλήμ, που εκδόθηκε το 1966. Αρχικά του ανατέθηκε μεγαλύτερο μέρος για να μεταφράσει, αλλά, λόγω άλλων υποχρεώσεων, κατάφερε μόνο να προσφέρει κάποιες κριτικές σε άλλους συνεισφέροντες και μια μετάφραση του βιβλίου του Ιωνά. Η Ήντιθ πέθανε στις 29 Νοέμβρη 1971, στα 82 της. Ο Ρόναλντ επέστρεψε στην Οξφόρδη, όπου το Merton College του ‘δωσε άνετα δωμάτια κοντά στην High Street. Του έλειπε η Ήντιθ, αλλά του άρεσε να επιστρέφει στη πόλη. Έγινε Διοικητής Τάγματος της Τιμής της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, Πρωτοχρονιά του 1972 κι έλαβε τα διακριτικά του στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ στις 28 Μάρτη 1972. Την ίδια χρονιά το Πανεπιστήμιο Οξφόρδης του απένειμε τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα των Γραμμάτων. Είχε το όνομα Luthien χαραγμένο στη ταφόπλακα της Edith στο νεκροταφείο Wolvercote της Οξφόρδης. Όταν ο Τόλκιν πέθανε 21 μήνες μετά, στις 2 Σεπτέμβρη 1973, από αιμορραγικό έλκος και λοίμωξη στο στήθος, στα 81 του, θάφτηκε στον ίδιο τάφο, με το Beren να προστίθεται στ’ όνομά του. Η διαθήκη του ανοίχτηκε στις 20 Δεκέμβρη 1973, με τη περιουσία του να εκτιμάται σε 190.577 λίρες (ισοδύναμη με 2.454.000 λίρες το 2023).
Όλοι μαζί παρέα στο Gregans Castle το 1951
Ο καθολικισμός του ήτανε σημαντικός παράγοντας στη μεταστροφή του C.S. Lewis από τον αθεϊσμό στο χριστιανισμό. Έγραψε κάποτε στη κόρη του Rayner Unwin, Camilla, που επιθυμούσε να μάθει τον σκοπό της ζωής, ότι ήταν “να αυξήσουμε ανάλογα με τις δυνατότητές μας τη γνώση μας για το Θεό με όλα τα μέσα που έχουμε και να συγκινηθούμε απ’ αυτή για να δοξάσουμε και να ευχαριστήσουμε“. Είχε ιδιαίτερη αφοσίωση στο ευλογημένο μυστήριο, γράφοντας στο γιο του Μιχαήλ ότι στο “Ευλογημένο Μυστήριο… Θα βρείτε ρομαντισμό, δόξα, τιμή, πιστότητα και την αληθινή οδό όλων των αγαπημένων σας πάνω στη γη, και κάτι περισσότερο από αυτό“. Ως εκ τούτου, ενθάρρυνε τη συχνή λήψη της Θείας Κοινωνίας Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιστάθηκε σε ορισμένες λειτουργικές αλλαγές που εφαρμόστηκαν μετά τη 2η Σύνοδο Βατικανού, με κύρια αντίρρηση τη χρήση της αγγλικής γλώσσας για τη λειτουργία. Μιλούσε άπταιστα λατινικά κι ένιωθε ότι οι αγγλικές μεταφράσεις ήταν αδέξιες. Στα γηρατειά του συνέχισε να κάνει τις μαζικές απαντήσεις στα λατινικά. Ωστόσο, δεν υπέγραψε τη προσβολή της Αγκάθα Κρίστι κι υπηρέτησε ως λέκτορας στο Κόρπους Κρίστι, ενοριακή εκκλησία στο Χέντινγκτον, σύμφωνα με τις αποζημιώσεις του Συμβουλίου.
Τα φανταστικά γραπτά του για τη Μέση Γη λέγεται ότι ενσωματώνουνε ξεπερασμένες στάσεις απέναντι στη φυλή. Όμως οι μελετητές έχουν σημειώσει ότι επηρεάστηκε απ’ τη βικτωριανή στάση απέναντι στη φυλή και σε λογοτεχνική παράδοση τεράτων κι ότι ήταν αντιρατσιστής τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και στη διάρκεια των 2 Παγκ. Πολ.. Με το υπόβαθρο της ευγονικής στα τέλη του 19ου αι. και το φόβο της ηθικής παρακμής, ορισμένοι κριτικοί πίστευαν ότι η αναφορά της φυλετικής ανάμειξης στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ενσάρκωνε τον επιστημονικό ρατσισμό. Άλλοι σχολιαστές πίστευαν ότι η περιγραφή του για τα ορκ είχε ως πρότυπο τις καρικατούρες προπαγάνδας των Ιαπώνων στη διάρκεια του πολέμου. Οι κριτικοί έχουνε σημειώσει, επίσης, ότι το έργο ενσωματώνει ηθική γεωγραφία, με καλό στη Δύση, κακό στην Ανατολή. Ενάντια σε αυτό, αντιτάχθηκε σθεναρά στις ναζιστικές φυλετικές θεωρίες, όπως φαίνεται σ’ επιστολή που έγραψε το 1938 στον εκδότη του, ενώ στον Β’ Παγκ. Πόλ. αντιτάχθηκε σθεναρά στην αντιγερμανική προπαγάνδα. Η Μέση Γη του έχει περιγραφεί ως σίγουρα πολυπολιτισμική και πολύγλωσση, ενώ οι μελετητές έχουνε σημειώσει ότι οι επιθέσεις βάσει τον Άρχοντα συχνά παραλείπουνε σχετικά στοιχεία απ’ το κείμενο. Εκπρόσωπος του Harper Collins εκδότη της 3λογίας, δήλωσε: “Αρκετοί ακαδημαϊκοί έχουνε σχολιάσει το έργο του κι αυτή είναι 1η φορά που κάποιος έχει δει ποτέ αυτά τα θέματα σ’ αυτό. Φυσικά, αν κοιτάξετε αρκετά προσεκτικά σε πολλά μεγάλα έπη, μπορείτε να προεκτείνετε αυτό που σας αρέσει, ειδικά αν έχετε ακαδημαϊκά συγχαρητήρια πίσω σας“.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, η διατήρηση δεν ήταν ακόμη στην πολιτική ατζέντα κι ο ίδιος δεν εξέφρασε άμεσα τις απόψεις του για τη διατήρηση της φύσης -εκτός από μερικές ιδιωτικές επιστολές, που λέει για την αγάπη του για τα δάση και τη θλίψη του για τη κοπή δέντρων. Στα επόμενα χρόνια, αρκετοί συγγραφείς βιογραφιών ή λογοτεχνικών αναλύσεων του καταλήγουνε στο συμπέρασμα ότι στη διάρκεια της συγγραφής του Άρχοντα, απέκτησε αυξημένο ενδιαφέρον για την αξία της άγριας κι αδάμαστης φύσης και για τη προστασία της άγριας φύσης που είχε απομείνει στον βιομηχανικό κόσμο.
Τα βιβλία φαντασίας του για τη Μέση Γη, ειδικά ο Άρχοντας και το Σιλμαρίλλιον, άντλησαν από ευρύ φάσμα επιρροών, συμπεριλαμβανομένου του φιλολογικού ενδιαφέροντός του για τη γλώσσα, το Χριστιανισμό, τον μεσαίωνα, τη μυθολογία, αρχαιολογία, αρχαία και σύγχρονη λογοτεχνία και προσωπική εμπειρία. Το φιλολογικό του έργο επικεντρώθηκε στη μελέτη της παλαιάς αγγλικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα του Beowulf κι αναγνώρισε τη σημασία της για τα γραπτά του. Ήτανε προικισμένος γλωσσολόγος, επηρεασμένος από τη γερμανική, κελτική, φινλανδική, κι ελληνική γλώσσα και μυθολογία. Οι σχολιαστές έχουνε προσπαθήσει να εντοπίσουνε πολλά λογοτεχνικά και τοπολογικά προηγούμενα για χαρακτήρες, τόπους και γεγονότα στα γραπτά του. Μερικοί συγγραφείς ήτανε σημαντικοί γι’ αυτόν, συμπεριλαμβανομένου του πολυμαθούς William Morris κι αναμφίβολα χρησιμοποίησε μερικά πραγματικά τοπωνύμια, όπως το Bag End, το όνομα του σπιτιού της θείας του. Αναγνώρισε, επίσης, τον John Buchan και τον H. Rider Haggard, συγγραφείς σύγχρονων ιστοριών περιπέτειας που του άρεσαν. Έχουν εντοπιστεί τ’ αποτελέσματα ορισμένων συγκεκριμένων εμπειριών. Η παιδική ηλικία του στην αγγλική ύπαιθρο κι η αστικοποίησή της από την ανάπτυξη του Μπέρμιγχαμ, επηρέασαν τη δημιουργία του Shire, ενώ η προσωπική του εμπειρία απ’ τη μάχη στα χαρακώματα του Α’ Παγκ.Πολ. επηρέασε την απεικόνιση της Mordor.
Εκτός από τη συγγραφή μυθιστορημάτων, ήταν συγγραφέας ακαδημαϊκής λογοτεχνικής κριτικής. Η σημαντική διάλεξή του το 1936, που αργότερα δημοσιεύθηκε ως άρθρο, έφερε επανάσταση στην αντιμετώπιση του αγγλοσαξονικού έπους Beowulf από τους κριτικούς λογοτεχνίας. Το δοκίμιο παραμένει ιδιαίτερα σημαντικό στη μελέτη της παλαιάς αγγλικής λογοτεχνίας μέχρι σήμερα. Ο Beowulf είναι από τις σημαντικότερες επιρροές στη μεταγενέστερη μυθοπλασία του Τόλκιν, με σημαντικές λεπτομέρειες τόσο του Χόμπιτ όσο και του Άρχοντα να προσαρμόζονται απ’ το ποίημα. Αυτό το δοκίμιο συζητά το παραμύθι ως λογοτεχνική μορφή. Αρχικά γράφτηκε ως η διάλεξη του Andrew Lang το 1939 στο Πανεπιστήμιο St Andrews της Σκωτίας. Επικεντρώνεται στο έργο του Λανγκ ως λαογράφου και συλλέκτη παραμυθιών. Διαφώνησε με την ευρεία συμπερίληψή του, στις συλλογές του Fairy Book, ταξιδιωτικών παραμυθιών, μύθων θηρίων κι άλλων τύπων ιστοριών. Είχε στενότερη προοπτική, βλέποντας τα παραμύθια ως αυτά που διαδραματίζονταν στο Faerie, μαγεμένο βασίλειο, με ή χωρίς νεράιδες ως χαρακτήρες. Τα θεωρούσε ως τη φυσική εξέλιξη της αλληλεπίδρασης της ανθρώπινης φαντασίας και της ανθρώπινης γλώσσας.
Εκτός από τις μυθοποιητικές συνθέσεις του, απολάμβανε να εφευρίσκει ιστορίες φαντασίας για να διασκεδάσει τα παιδιά του. Έγραφε ετήσιες χριστουγεννιάτικες επιστολές από τον Άγιο Βασίλη γι’ αυτούς, δημιουργώντας σειρά διηγημάτων (που αργότερα συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν ως The Father Christmas Letters). Άλλα έργα του περιελάμβαναν το Mr. Bliss and Roverandom (για παιδιά) και το Leaf by Niggle (μέρος του Tree and Leaf), το The Adventures of Tom Bombadil, το Smith of Wootton Major και το Farmer Giles of Ham. Ο Roverandom κι ο Smith του Wootton Major, όπως και το The Hobbit, δανείστηκαν ιδέες από το θρύλο του. Δεν περίμενε ποτέ ότι οι ιστορίες του θα γίνονταν δημοφιλείς, αλλά από καθαρή τύχη βιβλίο με τίτλο Το Χόμπιτ, που είχε γράψει μερικά χρόνια πριν για τα δικά του παιδιά, ήρθε το 1936 στη προσοχή της Σούζαν Ντάγκναλ, υπαλλήλου της λονδρέζικης εκδοτικής εταιρείας George Allen &; Unwin, που τον έπεισε να το υποβάλει για δημοσίευση. Όταν εκδόθηκε 1 χρόνο μετά, το βιβλίο προσέλκυσε ενήλικες αναγνώστες καθώς και παιδιά κι έγινε αρκετά δημοφιλές ώστε οι εκδότες να του ζητήσουνε να παράγει συνέχεια. Το αίτημα για συνέχεια τον ώθησε να ξεκινήσει αυτό που ‘γινε το πιο διάσημο έργο του: το επικό μυθιστόρημα Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών (αρχικά δημοσιεύθηκε σε 3 τόμους το 1954-5). Ο Τόλκιν πέρασε περισσότερα από 10 έτη γράφοντας τη κύρια αφήγηση και τα παραρτήματα, που στη διάρκεια των έλαβε συνεχή υποστήριξη των Inklings, ιδιαίτερα του στενότερου φίλου του C.S. Lewis, συγγραφέα του The Chronicles of Narnia. Το Χόμπιτ κι ο Άρχοντας διαδραματίζονται με φόντο το Σιλμαρίλλιον, αλλά σ’ εποχή πολύ μετά από αυτό.
Αρχικά σκόπευε ο Άρχοντας να είναι παιδικό παραμύθι στο στυλ του Χόμπιτ, αλλά γρήγορα έγινε πιο σκοτεινό και πιο σοβαρό στη γραφή. Αν κι άμεση συνέχειά του, απευθύνθηκε σε μεγαλύτερο κοινό, αντλώντας από τη τεράστια ιστορία του Beleriand που είχε κατασκευάσει ο Tolkien τα προηγούμενα χρόνια και που τελικά είδε μεταθανάτια δημοσίευση στο Silmarillion και σ’ άλλους τόμους. Ο Τόλκιν επηρέασε έντονα το είδος φαντασίας που μεγάλωσε μετά την επιτυχία του βιβλίου. Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών έγινε εξαιρετικά δημοφιλής τη 10ετία του ’60 και παρέμεινε έτσι από τότε, κατατάσσοντάς το από τα πιο δημοφιλή έργα μυθοπλασίας του 20ού αι., κρίνοντας απ’ τις πωλήσεις κι απ’ τις έρευνες αναγνωστών.
Στην έρευνα Big Read του 2003 που διεξήχθη από το BBC, ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών βρέθηκε να ‘ναι το πιο αγαπημένο μυθιστόρημα της Βρεττανίας. Οι Αυστραλοί ψήφισαν τον Άρχοντα σαν Το αγαπημένο τους βιβλίο σ’ έρευνα του 2004 που διεξήχθη από το αυστραλιανό ABC. Σε δημοσκόπηση του 1999 στους Amazon, πελάτες, ο Άρχοντας κρίθηκε ως το αγαπημένο τους βιβλίο της χιλιετίας. Το 2002 ο Τόλκιν ψηφίστηκε ως ο 92ος μεγαλύτερος Βρεττανός σε δημοσκόπηση που διεξήχθη από το BBC και το 2004 ψηφίστηκε 35ος στους Μεγάλους Νοτιοαφρικανούς του SABC3, το μόνο άτομο που εμφανίστηκε και στις 2 λίστες. Η δημοτικότητά του δεν περιορίζεται στον αγγλόφωνο κόσμο: σε δημοσκόπηση του 2004 εμπνευσμένη από την έρευνα Big Read του Ηνωμένου Βασιλείου, περίπου 250.000 Γερμανοί βρήκαν τον Άρχοντα ως το αγαπημένο τους λογοτεχνικό έργο.
Ο Τόλκιν έγραψε σύντομο Σκίτσο της Μυθολογίας, που περιελάμβανε τις ιστορίες του Beren του Lúthien και του Túrin κι αυτό το σκίτσο τελικά εξελίχθηκε στο Quenta Silmarillion, επική ιστορία που ξεκίνησε 3 φορές αλλά δε δημοσίευσε ποτέ. Ήλπιζε απεγνωσμένα να το δημοσιεύσει μαζί με τον Άρχοντα, αλλά οι εκδότες (Allen & Unwin και Collins) αρνήθηκαν. Επιπλέον, το κόστος εκτύπωσης ήτανε πολύ υψηλό στη Βρεττανία της 10ετίας του ’50, απαιτώντας τον Άρχοντα να εκδοθεί σε 3 τόμους. Η ιστορία αυτής της συνεχούς αναδιατύπωσης περιγράφεται στη μεταθανάτια σειρά The History of Middle-earth, που επιμελήθηκε ο γιος του, Κρίστοφερ. Από το 1936 περίπου, άρχισε να επεκτείνει αυτό το πλαίσιο για να συμπεριλάβει την ιστορία της Πτώσης του Νούμενορ, που εμπνεύστηκε από το μύθο της Ατλαντίδας. Διόρισε τον γιο του ως λογοτεχνικό εκτελεστή του κι αυτός (με τη βοήθεια του Γκάι Γαβριήλ Κέι, αργότερα γνωστού συγγραφέα φαντασίας από μόνος του) οργάνωσε μέρος αυτού του υλικού σ’ ενιαίο συνεκτικό τόμο, που δημοσιεύθηκε ως The Silmarillion το 1977. Έλαβε το Βραβείο Locus για το καλύτερο μυθιστόρημα φαντασίας το 1978.
Το 1980, δημοσίευσε συλλογή πιο αποσπασματικού υλικού, υπό τον τίτλο Unfinished Tales of Númenor and Middle-earth. Τα επόμενα χρόνια (1983-1996), δημοσίευσε μεγάλο μέρος του εναπομείναντος αδημοσίευτου υλικού, μαζί με σημειώσεις κι εκτενή σχόλια, σε σειρά 12 τόμων με τίτλο Η ιστορία της Μέσης Γης. Περιέχουν ημιτελείς, εγκαταλελειμμένες, εναλλακτικές κι εντελώς αντιφατικές αφηγήσεις, δεδομένου ότι ήτανε πάντα έργο σε εξέλιξη για τον Τόλκιν και σπάνια συμβιβαζόταν με οριστική έκδοση για οποιαδήποτε από τις ιστορίες. Δεν υπάρχει πλήρης συνοχή μεταξύ του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και του Χόμπιτ, των δύο πιο στενά συνδεδεμένων έργων, επειδή ο Τόλκιν ποτέ δεν ενσωμάτωσε πλήρως όλες τις παραδόσεις τους μεταξύ τους. Σχολίασε το 1965, ενώ εξέδιδε το Χόμπιτ για 3η έκδοση, ότι θα προτιμούσε να ξαναγράψει το βιβλίο εντελώς λόγω του ύφους της πρόζας του. Ο Κρίστοφερ εξέδωσε:
2007 Τα παιδιά του Húrin Αφηγείται την ιστορία του Túrin Turambar και της αδελφής του Nienor, παιδιών του Húrin Thalion.
2009 Ο θρύλος του Sigurd και του Gudrún Αφηγείται εκ νέου τον μύθο του Sigurd και την πτώση των Niflungs από τη γερμανική μυθολογία ως αφηγηματικό ποίημα σε παρηγορητικό στίχο, εμπνευσμένο από την παλαιά σκανδιναβική ποίηση της Πρεσβύτερης Έντα.
2013 Η πτώση του Αρθούρου Ένα αφηγηματικό ποίημα που συνέθεσε ο Τόλκιν στις αρχές της δεκαετίας του 1930, εμπνευσμένο από την υψηλή μεσαιωνική αρθουριανή μυθοπλασία, αλλά τοποθετημένο στη μεταρωμαϊκή περίοδο μετανάστευσης, δείχνοντας τον Αρθούρο ως Βρετανό πολέμαρχο που πολεμούσε τη σαξονική εισβολή.
2014 Beowulf: Μετάφραση και σχολιασμός πεζογραφική μετάφραση του Beowulf που έκανε ο Tolkien στη 10ετία του ’20, με σχόλια από τις σημειώσεις διαλέξεων του Tolkien.
2015 Η ιστορία του Kullervo Μια επανάληψη ενός φινλανδικού ποιήματος του 19ου αιώνα που έγραψε ο Τόλκιν το 1915 ενώ σπούδαζε στην Οξφόρδη.
2017 Beren και Lúthien Ένα από τα παλαιότερα και πιο συχνά αναθεωρημένα στο θρύλο του Τόλκιν. μια έκδοση εμφανίστηκε στο The Silmarillion.
2018 Η πτώση της Gondolin Μιλάει για μια όμορφη, μυστηριώδη πόλη που καταστράφηκε από σκοτεινές δυνάμεις. Ο Τόλκιν την αποκάλεσε η 1η πραγματική ιστορία της Μέσης Γης.

Πριν από το θάνατό του, διαπραγματεύτηκε τη πώληση των χειρογράφων, των σχεδίων, των αποδείξεων κι άλλου υλικού που σχετίζεται με τα δημοσιευμένα έργα του -συμπεριλαμβανομένων των The Lord of the Rings, The Hobbit και Farmer Giles of Ham– στο Τμήμα Ειδικών Συλλογών & Πανεπιστημιακών Αρχείων στη Βιβλιοθήκη John P. Raynor, S.J., του Πανεπιστημίου Marquette στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν. Μετά το θάνατό του, η περιουσία του δώρισε τα έγγραφα που περιείχαν τη μυθολογία του Σιλμαρίλλιον και το ακαδημαϊκό του έργο στη Βιβλιοθήκη Bodleian Πανεπιστημίου Οξφόρδης. Η βιβλιοθήκη πραγματοποίησε έκθεση του έργου του το 2018, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 60 αντικειμένων που δεν είχαν δει ποτέ στο κοινό. Το 2009, ένα μερικό προσχέδιο του Γλώσσα και Ανθρώπινη Φύση, που είχε αρχίσει να γράφει μαζί με τον Κ. Σ. Λιούις αλλά δεν είχε ολοκληρώσει ποτέ, ανακαλύφθηκε στη βιβλιοθήκη Bodleian.
Η ακαδημαϊκή καρριέρα του Τόλκιν κι η λογοτεχνική του παραγωγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την αγάπη του για τη γλώσσα και τη φιλολογία. Ειδικεύτηκε στην αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο και το 1915 αποφοίτησε με ειδικό μάθημα τα παλαιά νορβηγικά. Εργάστηκε στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης από το 1918 και πιστώνεται ότι εργάστηκε σε αριθμό λέξεων που ξεκινούσαν με το γράμμα W, συμπεριλαμβανομένου του θαλάσσιου ίππου, που αγωνίστηκε πολύ. Το 1920, έγινε Reader in English Language στο Πανεπιστήμιο Leeds, όπου διεκδίκησε πίστωση για την αύξηση του αριθμού των φοιτητών γλωσσολογίας από 5 σε 20. Έδωσε μαθήματα ηρωικού στίχου της Παλαιάς Αγγλικής, ιστορίας της Αγγλικής, διαφόρων κειμένων της Παλαιάς και Μέσης Αγγλικής, της Παλαιάς και Μέσης Αγγλικής φιλολογίας, της εισαγωγικής γερμανικής φιλολογίας, της Γοτθικής, της Παλαιάς Ισλανδικής και της Μεσαιωνικής Ουαλλικής. Όταν το 1925, στα 33 του υπέβαλε αίτηση για την έδρα Rawlinson and Bosworth της Αγγλοσαξονικής στο Pembroke College της Οξφόρδης, καυχήθηκε ότι οι φοιτητές του της γερμανικής φιλολογίας στο Leeds είχανε σχηματίσει ακόμη και Λέσχη Βίκινγκ. Είχε ορισμένη, αν κι ατελή, γνώση της φινλανδικής.
Ιδιωτικά, προσελκύστηκε από “πράγματα φυλετικής και γλωσσικής σημασίας” και στη διάλεξή του το 1955 αγγλικά κι ουαλλικά, που είναι ζωτικής σημασίας για τη κατανόηση της φυλής και της γλώσσας, διασκέδασε τις έννοιες των εγγενών γλωσσικών προτιμήσεων, που τις ονόμασε “μητρική γλώσσα” σε αντίθεση με τη “γλώσσα λίκνου” που άτομο μαθαίνει 1η φορά να μιλά. Θεωρούσε τη διάλεκτο West Midlands της Μέσης Αγγλικής ως τη δική του “μητρική γλώσσα” κι, όπως έγραψε στον W.H. Auden το 1955, “Είμαι οπαδός των West-midlander εξ αίματος (και πήγα στα πρώιμα west-midland Middle English ως γνωστή γλώσσα μόλις την κοίταξα“. Παράλληλα με το επαγγελματικό έργο του ως φιλολόγου και μερικές φορές επισκιάζοντας αυτό το έργο, με αποτέλεσμα το ακαδημαϊκό του έργο να παραμείνει μάλλον λεπτό, ήταν η αγάπη του για τη κατασκευή γλωσσών. Τα πιο ανεπτυγμένα από αυτά είναι το Quenya και το Sindarin, που η ετυμολογική σύνδεση μεταξύ των αποτέλεσε τον πυρήνα μεγάλου μέρους του θρύλου του Τόλκιν. Η γλώσσα κι η γραμματική για τον Τόλκιν ήτανε θέμα αισθητικής κι ευφωνίας κι η Quenya ειδικότερα σχεδιάστηκε από “φωνοαισθητικές” θεωρήσεις. Προοριζόταν ως “Elven-latin” κι ήτανε φωνολογικά βασισμένο στα λατινικά, με συστατικά από τα φινλανδικά, ουαλικά, αγγλικά κι ελληνικά.
Ο Τόλκιν θεωρούσε τις γλώσσες αδιαχώριστες από τη μυθολογία που συνδέεται με αυτές και κατά συνέπεια είχεν αμυδρή άποψη για τις βοηθητικές γλώσσες: το 1930 συνέδριο Εσπεραντιστών ειπώθηκε από τον ίδιο, στη διάλεξή του A Secret Vice,[ “Η κατασκευή της γλώσσας σας θα γεννήσει μια μυθολογία“, αλλά μέχρι το 1956 είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι “Volapük, Esperanto, Ido, Τα αξιοσημείωτα, &c, &c, είναι νεκρά, πολύ πιο νεκρά από τις αρχαίες αχρησιμοποίητες γλώσσες, επειδή οι συγγραφείς τους δεν εφηύραν ποτέ κανέναν θρύλο της Εσπεράντο”. Η δημοτικότητα των βιβλίων του είχε μικρή αλλά διαρκή επίδραση στη χρήση της γλώσσας στη λογοτεχνία του φανταστικού ειδικότερα, ακόμη και στα κυρίαρχα λεξικά, που τώρα δέχονται συνήθως την ιδιοσυγκρασιακή ορθογραφία του νάνοι και νάνοι (μαζί με νάνους και νάνους), που είχανε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα από τα μέσα του 19ου αι. και νωρίτερα. Επινόησε τον όρο ευκαταστροφή, που χρησιμοποιείται κυρίως σε σχέση με το δικό του έργο.
Έμαθε να ζωγραφίζει ως παιδί και συνέχισε να το κάνει σ’ όλη την ενήλικη ζωή του. Από την αρχή της συγγραφικής του καρριέρας, η ανάπτυξη των ιστοριών του συνοδεύτηκε από σχέδια και πίνακες, ειδικά τοπίων κι από χάρτες των εδαφών που διαδραματίζονταν οι ιστορίες. Παρήγαγε εικόνες για να συνοδεύσει τις ιστορίες που είπε στα δικά του παιδιά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αργότερα δημοσιεύθηκαν στο Mr Bliss και στο Roverandom κι τους έστειλε περίτεχνα εικονογραφημένες επιστολές που υποτίθεται ότι προέρχονταν από τον Άγιο Βασίλη. Αν και θεωρούσε τον εαυτό του ερασιτέχνη, ο εκδότης χρησιμοποίησε το εξώφυλλο του συγγραφέα, τους χάρτες του κι ολοσέλιδες εικονογραφήσεις για τις 1ες εκδόσεις του The Hobbit. Ετοίμασε χάρτες κι εικονογραφήσεις για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, αλλά η 1η έκδοση περιείχε μόνο τους χάρτες, τη καλλιγραφία του για την επιγραφή στο Ένα Δαχτυλίδι και το σχέδιο με μελάνι των Θυρών του Τούριν. Μεγάλο μέρος του έργου του συλλέχθηκε και δημοσιεύθηκε το 1995 ως βιβλίο: J. R. R. Tolkien: Artist and Illustrator. Το βιβλίο συζητά τους πίνακες, τα σχέδια και τα σκίτσα του κι αναπαράγει περίπου 200 παραδείγματα της δουλειάς του. Η Catherine McIlwaine επιμελήθηκε μεγάλη έκθεση του έργου τέχνης του Tolkien στη βιβλιοθήκη Bodleian, Tolkien: Maker of Middle-earth, συνοδευόμενη από βιβλίο με το ίδιο όνομα που αναλύει το επίτευγμά του κι απεικονίζει το πλήρες φάσμα των τύπων έργων τέχνης που δημιούργησε.
Ενώ πολλοί άλλοι συγγραφείς είχανε δημοσιεύσει έργα φαντασίας πριν από τον Τόλκιν, η μεγάλη επιτυχία του Χόμπιτ και του Άρχοντα οδήγησε άμεσα σε λαϊκή αναβίωση και τη διαμόρφωση του σύγχρονου είδους φαντασίας. Αυτό τον έχει κάνει ν’ αναγνωρίζεται ευρέως ως ο πατέρας της σύγχρονης λογοτεχνίας φαντασίας -ή, ακριβέστερα, της υψηλής φαντασίας όπως στο έργο συγγραφέων όπως η Ursula Le Guin κι η σειρά της Earthsea. Το 2008, οι Times τονε κατέταξαν 6ο στη λίστα με τους 50 μεγαλύτερους Βρεττανούς συγγραφείς από το 1945. Η επιρροή του έχει επεκταθεί στη μουσική, συμπεριλαμβανομένης της μελοποίησης όλης της ποίησης του Άρχοντα από το δανέζικο συγκρότημα Tolkien Ensemble στη φωνητική μουσική τους κι σ’ ευρύ φάσμα παιχνιδιών που διαδραματίζονται στη Μέση Γη. Μεταξύ των λογοτεχνικών αναφορών στον Τόλκιν, εμφανίζεται ως ο ηλικιωμένος καθηγητής J.B. Timbermill και στα 5 μυθιστορήματα της σειράς του J.I.M. Stewart A Staircase in Surrey. Ο μελετητής Tom Shippey τονε περιγράφει ως τον συγγραφέα του 20ού αι. και δηλώνει ότι “δεν νομίζω ότι κανένας σύγχρονος συγγραφέας επικής φαντασίας έχει καταφέρει να ξεφύγει από το σημάδι του Τόλκιν, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά πολλοί από αυτούς έχουν προσπαθήσει“. Ο John Clute, γράφοντας στην Εγκυκλοπαίδεια Φαντασίας (The Encyclopedia of Fantasy), ομοίως του πιστώνει πως ήτο “ο πιο σημαντικός συγγραφέας φαντασίας του 20ού αι.”. Το έργο του είχε τεράστιο αντίκτυπο στη δυτική ποπ κουλτούρα και παραμένει εξαιρετικά επιδραστικό.
Η τελευταία φωτογραφία του το 1973
Σ’ επιστολή του 1951 προς τον εκδότη Milton Waldman (1895-1976), έγραψε για τις προθέσεις του να δημιουργήσει σώμα περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένου θρύλου, που οι κύκλοι θα πρέπει να συνδέονται με μεγαλοπρεπές σύνολο κι όμως ν’ αφήνουν περιθώρια γι’ άλλα μυαλά και χέρια, κραδαίνοντας μπογιές, μουσική και δράμα. Τα χέρια και τα μυαλά πολλών καλλιτεχνών έχουν πράγματι εμπνευστεί από τους θρύλους του Τόλκιν. Προσωπικά γνωστοί σε αυτόν ήταν η Pauline Baynes (η αγαπημένη εικονογράφος του στις Περιπέτειες του Tom Bombadil και του Farmer Giles of Ham) κι ο Donald Swann (που τη μουσική στο The Road Goes Ever On). Η βασίλισσα Μαργκρέτε Β’ της Δανίας δημιούργησε εικονογραφήσεις για τον Άρχοντα στις αρχές της 10ετίας του ’70. Τα ‘στειλε στον Τόλκιν, που εντυπωσιάστηκε από την ομοιότητα που είχαν σε στυλ με τα δικά του σχέδια. Ωστόσο, ο Τόλκιν δεν ήταν αμείλικτα αντίθετος στην ιδέα μιας δραματικής προσαρμογής και πούλησε τα δικαιώματα ταινιών, σκηνής κι εμπορευμάτων του Χόμπιτ και του Άρχοντα στην United Artists το 1968. Η United Artists δεν έκανε ποτέ ταινία, αν κι ο σκηνοθέτης John Boorman σχεδίαζε ταινία ζωντανής δράσης στις αρχές της 10ετίας του ’70. Το 1976, τα δικαιώματα πωλήθηκαν στη Tolkien Enterprises, τμήμα της Saul Zaentz Company κι η 1η κινηματογραφική προσαρμογή του Άρχοντα κυκλοφόρησε το 1978 ως ταινία κινουμένων σχεδίων rotoscoping σε σκηνοθεσία Ralph Bakshi με σενάριο του συγγραφέα φαντασίας Peter S. Beagle. Κάλυψε μόνο το 1ο μισό της ιστορίας…
Το 1977, τηλεοπτική ταινία κινουμένων σχεδίων του Hobbit έγινε από τον Rankin-Bass και το 1980, παρήγαγαν τη τηλεοπτική ταινία κινουμένων σχεδίων The Return of the King, που κάλυψε μερικά από τα τμήματα του Άρχοντα που ο Bakshi δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει. Από το 2001 έως το 2003, η New Line Cinema κυκλοφόρησε τον Άρχοντα ως 3λογία ταινιών ζωντανής δράσης που γυρίστηκαν στη Νέα Ζηλανδία και σκηνοθετήθηκαν από τον Peter Jackson. Η σειρά ήταν επιτυχημένη, αποδίδοντας εξαιρετικά καλά εμπορικά και κερδίζοντας πολλά Όσκαρ. Από το 2012-14, η Warner Bros κι η New Line Cinema κυκλοφόρησαν το Hobbit, σειρά 3 ταινιών με τον Peter Jackson να εκτελεί χρέη εκτελεστικού παραγωγού, σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφου. Το 1ο μέρος, The Hobbit: An Unexpected Journey, κυκλοφόρησε Δεκέμβρη του 2012 το 2ο, The Hobbit: The Desolation of Smaug, Δεκέμβρη του 2013 και το τελευταίο μέρος, The Hobbit: The Battle of the Five Armies, Δεκέμβρη του 2014. Το 2017, η Amazon απέκτησε τα παγκόσμια τηλεοπτικά δικαιώματα του Άρχοντα για σειρά νέων ιστοριών που διαδραματίζονται πριν απ’ τη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού. Στις 2 Σεπτέμβρη 2017, το Ορατόριο της Οξφόρδης, η ενοριακή εκκλησία του στη διάρκεια της παραμονής του στην Οξφόρδη, προσέφερε τη 1η του λειτουργία με σκοπό να ανοίξει ο σκοπός του Τόλκιν για αγιοποίηση. Γράφτηκε μια προσευχή για τον σκοπό του.
Ο Τόλκιν κι οι χαρακτήρες και τα μέρη από τα έργα του έχουνε γίνει επώνυμα πολλών αντικειμένων του πραγματικού κόσμου. Αυτά περιέχουνε γεωγραφικά χαρακτηριστικά στον Τιτάνα (το μεγαλύτερο φεγγάρι του Κρόνου), ονόματα δρόμων όπως There και Back Again Lane, εμπνευσμένα από το Χόμπιτ, βουνά όπως το Mount Shadowfax, το Mount Gandalf και το Mount Aragorn στον Καναδά, εταιρείες όπως η Palantir Technologies και είδη όπως η σφήκα Shireplitis tolkieni, 37 νέα είδη σκώρων Elachista και πολλά απολιθώματα. Από το 2003, η Tolkien Society διοργανώνει την Ημέρα Ανάγνωσης του Τόλκιν, που πραγματοποιείται στις 25 Μάρτη σε σχολεία σ’ όλο τον κόσμο. Το 2013, το Pembroke College του Πανεπιστημίου Οξφόρδης καθιέρωσε ετήσια διάλεξη για τη λογοτεχνία φαντασίας προς τιμή του. Το 2012, ήταν μεταξύ των βρεττανικών πολιτιστικών ειδώλων που επιλέχθηκαν από τον καλλιτέχνη Sir Peter Blake για να εμφανιστούν σ’ έκδοση του πιο διάσημου έργου τέχνης του -το εξώφυλλο του άλμπουμ Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band των Beatles– για να γιορτάσουνε τις βρεττανικές πολιτιστικές προσωπικότητες της ζωής του που θαύμαζε περισσότερο..Η βιογραφική ταινία του 2019, Tolkien, επικεντρώθηκε στη πρώιμη ζωή και τις πολεμικές εμπειρίες του. Η οικογένεια κι η περιουσία του δήλωσαν ότι δεν ενέκριναν, εξουσιοδότησαν ή συμμετείχαν στη δημιουργία της ταινίας.
Αρκετές μπλε πλάκες στην Αγγλία τιμούν μέρη που σχετίζονται με τον Τόλκιν, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής του ηλικίας, των χώρων εργασίας του και των τόπων που επισκέφθηκε.
Sarehole Mill, Hall Green, Μπέρμιγχαμ “Εμπνευσμένος” 1896-1900 (δηλαδή έζησε κοντά) 15 Αυγούστου 2002 Κοινωνία πολιτών του Μπέρμιγχαμ και η κοινωνία του Τόλκιν
1 Duchess Place, Ladywood, Μπέρμιγχαμ Έζησε κοντά εδώ 1902-1910 Άγνωστος Κοινωνία πολιτών του Μπέρμιγχαμ
4 Highfield Road, Edgbaston, Μπέρμιγχαμ Έζησε εδώ 1910-1911 Άγνωστος Κοινωνία πολιτών του Μπέρμιγχαμ και η κοινωνία του Τόλκιν
Plough and Harrow, Hagley Road, Μπέρμιγχαμ Έμεινε εδώ τον Ιούνιο του 1916 Ιούνιος 1997 Η κοινωνία του Τόλκιν
2 Darnley Road, Γουέστ Παρκ, Λιντς Πρώτος ακαδημαϊκός διορισμός, Leeds 1 Οκτωβρίου 2012 Η κοινωνία του Τόλκιν και το Leeds Civic Trust
20 Northmoor Road, Βόρεια Οξφόρδη Έζησε εδώ 1930-1947 3 Δεκεμβρίου 2002 Πίνακας μπλε πλακών του Oxfordshire
Hotel Miramar, East Overcliff Drive, Μπόρνμουθ – Κριτικές Έμεινε εδώ τακτικά από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το 1972 10 Ιουνίου 1992 της Priscilla Tolkien Δήμος του Μπόρνμουθ
St Mary Immaculate, 45 West Street, Γουόργουικ Παντρεύτηκε εδώ στις 22 Μάρτη 1916 6 Ιουλίου 2018 Δημοτικό Συμβούλιο Warwick
Το Βασιλικό Νομισματοκοπείο παρήγαγε ένα αναμνηστικό κέρμα των 2 λιρών το 2023 για να σηματοδοτήσει την 50ή επέτειο από τον θάνατο του Τόλκιν.
ΡΗΤΑ:
Οι πόλεμοι δεν ευνοούν τις ευαίσθητες απολαύσεις.
Η σημασία ενός μύθου δεν είναι εύκολο να αποτυπωθεί στο χαρτί με αναλυτική συλλογιστική. Είναι στα καλύτερά του όταν παρουσιάζεται από έναν ποιητή που αισθάνεται αντί να καθιστά σαφές αυτό που προμηνύει το θέμα του. που την παρουσιάζει ενσαρκωμένη στον κόσμο της ιστορίας και της γεωγραφίας, όπως έκανε ο ποιητής μας. Ο υπερασπιστής του βρίσκεται έτσι σε μειονεκτική θέση: αν δεν είναι προσεκτικός και δεν μιλάει με παραβολές, θα σκοτώσει αυτό που μελετά με ζωοτομία και θα μείνει με μια τυπική ή μηχανική αλληγορία, και επιπλέον, πιθανώς με μια που δεν θα λειτουργήσει. Γιατί ο μύθος είναι ζωντανός μονομιάς και σε όλα του τα μέρη και πεθαίνει πριν μπορέσει να τεμαχιστεί.
Η συμβουλή μου προς όλους όσους έχουν το χρόνο ή τη διάθεση να ασχοληθούν με το διεθνές γλωσσικό κίνημα θα ήταν: “Υποστηρίξτε πιστά την Εσπεράντο”.
Σχεδόν όλοι οι γάμοι, ακόμη και οι ευτυχισμένοι, είναι λάθη: με την έννοια ότι σχεδόν σίγουρα (σε έναν πιο τέλειο κόσμο, ή ακόμα και με λίγη περισσότερη φροντίδα σε αυτόν τον πολύ ατελή) και οι δύο σύντροφοι μπορεί να βρεθούν πιο κατάλληλοι σύντροφοι. Αλλά η πραγματική αδελφή ψυχή είναι αυτή με την οποία είστε πραγματικά παντρεμένοι.
Λοιπόν, ο πρώτος Πόλεμος των Μηχανών φαίνεται να πλησιάζει στο τελευταίο ασαφές κεφάλαιό του – αφήνοντας, δυστυχώς, όλους φτωχότερους, πολλούς πενθούντες ή ακρωτηριασμένους και εκατομμύρια νεκρούς, και μόνο ένα πράγμα θριαμβευτικό: τις Μηχανές. Καθώς οι υπηρέτες της Μηχανής γίνονται μια προνομιούχα τάξη, οι Μηχανές θα γίνουν πάρα πολύ πιο ισχυρές. Ποια είναι η επόμενη κίνησή τους;
Αυτή η ιστορία ήταν το μόνο πράγμα που έχω κάνει ποτέ, το οποίο δεν μου κόστισε καθόλου πόνο. Συνήθως συνθέτω μόνο με μεγάλη δυσκολία και ατελείωτο ξαναγράψιμο. Ξύπνησα μια μέρα (πριν από περισσότερα από 2 χρόνια) με αυτό το περίεργο πράγμα σχεδόν ολοκληρωμένο στο κεφάλι μου. Χρειάστηκαν μόνο λίγες ώρες για να κατέβει και στη συνέχεια να αντιγραφεί.
Μπορείτε να κάνετε το Δαχτυλίδι μια αλληγορία της εποχής μας, αν θέλετε: μια αλληγορία της αναπόφευκτης μοίρας που περιμένει όλες τις προσπάθειες να νικήσουμε την κακή δύναμη από την εξουσία. Αλλά αυτό συμβαίνει μόνο επειδή όλη η δύναμη, μαγική ή μηχανική, λειτουργεί πάντα έτσι.
Πρέπει να πω ότι, εκτός από την αγάπη μου για τα δέντρα (αρχικά ονομαζόταν Το Δέντρο), προέκυψε από τη δική μου προ-ενασχόληση με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τη γνώση ότι θα τελειώσει με μεγάλη λεπτομέρεια ή καθόλου, και τον φόβο (σχεδόν βέβαιο) ότι θα είναι “καθόλου”. Ο πόλεμος είχε ξεσπάσει για να σκοτεινιάσει όλους τους ορίζοντες. Αλλά καμία τέτοια ανάλυση δεν είναι μια πλήρης εξήγηση ακόμη και ενός διηγήματος…
Είμαι στην πραγματικότητα ένα Χόμπιτ (σε όλα εκτός από το μέγεθος). Μου αρέσουν οι κήποι, τα δέντρα και οι μη μηχανοποιημένες γεωργικές εκτάσεις. Καπνίζω πίπα, και μου αρέσει το καλό απλό φαγητό (χωρίς ψυγείο), αλλά απεχθάνομαι τη γαλλική μαγειρική. Μου αρέσουν, και τολμώ ακόμη και να φορέσω σε αυτές τις θαμπές μέρες, διακοσμητικά γιλέκα. Μου αρέσουν τα μανιτάρια (έξω από ένα χωράφι). έχουν μια πολύ απλή αίσθηση του χιούμορ (την οποία ακόμη και οι ευγνώμονες επικριτές μου βρίσκουν κουραστική). Πηγαίνω για ύπνο αργά και σηκώνομαι αργά (όταν είναι δυνατόν). Δεν ταξιδεύω πολύ.
Έχω το μίσος του απαρτχάιντ στα κόκαλά μου…
Είναι αδύνατο για έναν συγγραφέα που εξακολουθεί να γράφει να είναι δίκαιος με έναν άλλο συγγραφέα που εργάζεται προς την ίδια κατεύθυνση. Τουλάχιστον έτσι το βρίσκω. Στην πραγματικότητα, αντιπαθώ το Dune με κάποια ένταση, και σε αυτή την ατυχή περίπτωση είναι πολύ καλύτερο και πιο δίκαιο για έναν άλλο συγγραφέα να σιωπήσει και να αρνηθεί να σχολιάσει.
Κάθε πρωί ξυπνάω και σκέφτομαι καλά, άλλο ένα 24ωρο κάπνισμα πίπας.
Αν πραγματικά καταλήξετε σε οποιαδήποτε μεγάλη ιστορία που ενδιαφέρει τους ανθρώπους – κρατά τη προσοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα… Οι ανθρώπινες ιστορίες είναι σχεδόν πάντα για ένα πράγμα, έτσι δεν είναι; Θάνατος. Το αναπόφευκτο του θανάτου.
Μου δίνει μεγάλη χαρά, ένα καλό όνομα. Πάντα γραπτώς ξεκινώ με ένα όνομα. Δώστε μου ένα όνομα και παράγει μια ιστορία, όχι το αντίστροφο κανονικά.
Πιστεύω ακράδαντα ότι καμία απροθυμία και κανένας εγκόσμιος φόβος δεν πρέπει να μας απομακρύνει από το να ακολουθούμε το φως ακλόνητα.
Μακάρι η ζωή να μην ήταν τόσο σύντομη, σκέφτηκε. Οι γλώσσες χρειάζονται τόσο χρόνο, όπως κι όλα τα πράγματα που θέλει κανείς να μάθει.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, νομίζω ότι το να αγγίζεις το καπέλο σου στο squire μπορεί να είναι κακό για το squire, αλλά είναι καταραμένο καλό για σένα.

ΕΡΓΑ:
Μέση-γη
1937 Το Χόμπιτ ή Εκεί και Πάλι Πίσω
1954–1955 Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών
1954 Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού: όντας ο πρώτος τόμος του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών
1954 Οι Δύο Πύργοι: όντας ο δεύτερος τόμος του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών
1955 Η Επιστροφή του Βασιλιά: όντας ο τρίτος τόμος του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών
Βιβλία-Ποιήματα
1962 Οι Περιπέτειες του Τομ Μπόμπαντιλ και άλλες ιστορίες άπο το Κόκκινο Βιβλίο
1967 Ο Δρόμος Συνεχίζεται, με τον Ντόναλντ Σουάν, a song-cycle
Μεταθανάτιες Δημοσιεύσεις
1974 Το τελευταίο τραγούδι του Μπίλμπο
1975 Guide to the Names in The Lord of the Rings (επιμελημένη έκδοση) published in A Tolkien Compass by Jared Lobdell. Written by Tolkien for use by translators of The Lord of the Rings, a full version, re-titled “Nomenclature of The Lord of the Rings,” was published in 2005 in The Lord of the Rings: A Reader’s Companion άπο τον Γουείν Χάμοντ και την Κριστίνα Σκουλ, (ISBN 0-618-64267-6)
1977 Το Σιλμαρίλλιον, επιμέλεια άπο τον Κρίστοφερ Τόλκιν με βοήθεια άπο τον Γκαί Γκάβριελ Κεϊ
1980 Ατέλειωτες Ιστορίες του Νούμενορ και της Μέσης-γης, επιμέλεια άπο τον Κρίστοφερ Τόλκιν
1983–1996 Η Ιστορία της Μέσης-γης, σύνταξη κι επιμέλεια Κρίστοφερ Τόλκιν (συλλεκτική έκδοση όλης της σειράς εκδόθηκε το 2002):
Το Βιβλιό των Χαμένων Ιστοριών 1 (1983)
Το Βιβλιό των Χαμένων Ιστοριών 2 (1984)
The Lays of Beleriand (1985)
The Shaping of Middle-earth (1986)
The Lost Road and Other Writings (1987)
Η Επιστροφή της Σκιας (Η Ιστορία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τόμος 1) (1988)
Η Προδοσία του Ίσενγκαρντ (Η Ιστορία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τόμος 2) (1989)
Ο Πόλεμος του Δαχτυλιδιού (Η Ιστορία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τόμος 3) (1990)
Sauron Defeated (Η Ιστορία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τόμος 4, including The Notion Club Papers) (1992)
Το Δαχτυλίδι του Μόργκοθ (Το μετέπειτα Σιλμαρίλλιον τόμος 1) (1993)
The War of the Jewels (Το μετέπειτα Σιλμαρίλλιον τόμος 2) (1994)
The Peoples of Middle-earth (1996)
2005 Guide to the Names in The Lord of the Rings (πλήρης έκδοση) published in The Lord of the Rings: A Reader’s Companion by Wayne G. Hammond and Christina Scull (ISBN 0-618-64267-6). Re-titled to “Nomenclature of The Lord of the Rings” in this book. Written by Tolkien for use by translators of The Lord of the Rings; an edited version was Lobdell 1975 (above).
2007 Τα Παιδιά του Χούριν, επιμέλεια άπο τον Κρίστοφερ Τόλκιν ISBN 978-960-521-193-6
2007 The History of The Hobbit, άπο τον Τζον Κάτελιφ – contains substantial text fragments
2017 Μπέρεν και Λούθιεν, ‘επιμέλεια άπο τον Κρίστοφερ Τόλκιν
2018 Η Πτώση της Γκόντολιν, επιμέλεια άπο τον Κρίστοφερ Τόλκιν
2021 The Nature of Middle-earth, επιμέλεια άπο τον Καρλ Χοστέτερ
2022 The Fall of Númenor, επιμέλεια άπο τον Μπραίαν Σίμπλεϊ
Καλλιτεχνία
1979 Pictures by J.R.R. Tolkien, George Allen & Unwin, κείμενο άπο τον Κρίστοφερ Τόλκιν 1992.
1995 J. R. R. Tolkien: Artist & Illustrator (κείμενο άπο τον Γουείν Χάμοντ και την Κριστίνα Σκουλ)
2011 The Art of The Hobbit by J. R. R. Tolkien (κείμενο άπο τον Γουείν Χάμοντ και την Κριστίνα Σκουλ)
2015 The Art of The Lord of the Rings by J. R. R. Tolkien (κείμενο άπο τον Γουείν Χάμοντ και την Κριστίνα Σκουλ)========================
Τα Πόδια Του Γκόμπλιν
Φεύγω στο δρόμο
Εκεί που έλαμπαν
τα φανάρια νεράιδων
Και τα μικρά όμορφα ποντίκια πετούν.
Μια λεπτή λωρίδα γκρι
Τρέχει ανατριχιαστικά μακρυά
Κι οι φράχτες και τα χόρτα αναστενάζουν.
Ο αέρας είναι γεμάτος φτερά,
κι από γκάφες σκαθάρια-πράγματα
που σε προειδοποιούν με το στροβιλισμό
και το βουητό τους.
Ω! Ακούω τα μικροσκοπικά κέρατα
των μαγεμένων καλλικαντζάρων
και τα παραγεμισμένα πόδια
πολλών στοιχειών που έρχονται!
Ω! τα φώτα! Ω! οι λάμψεις!
Ω! μικροί λαμπροί ήχοι!
Ω! το θρόισμα των αθόρυβων
μικρών ράσων τους!
Ω! Η ηχώ των ποδιών τους
–των ευτυχισμένων μικρών ποδιών τους!
Ω! Οι αιωρούμενες λάμπες
στις έναστρες σφαίρες.
Πρέπει να ακολουθήσω στο τραίνο τους
Κάτω από τη στραβή λωρίδα νεράιδα
όπου τα κουνέλια
έχουν πάει εδώ και πολύ καιρό.
Κι όπου ασήμι τραγουδούν
Σε κινούμενο φεγγαρόλουστο δαχτυλίδι
Όλα μια λάμψη με τα κοσμήματα που έχουν.
Ξεθωριάζουν γύρω από τη στροφή
Όπου τα σκουλήκια λάμψης
καίγονται χλωμά
Κι η ηχώ των ποδιών τους πεθαίνει!
Ω! χτυπά στη καρδιά μου
Αφήστε με να φύγω!
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω!
Γιατί οι μικρές μαγικές ώρες
είναι όλες φευγαλέες.
Ω! τη ζεστασιά!
Ω! το βουητό!
Ω! τα χρώματα στο σκοτάδι!
Ω! Τα γαλαζοπράσινα φτερά
των χρυσών μυγών μελιού!
Ω! Η μουσική των ποδιών τους
-των ποδιών των καλικαντζάρων που χορεύουν!
Ω! Η μαγεία!
Ω! Η θλίψη όταν πεθαίνει.
Ο Σιδεράς Από Το Μεγάλο Γούτον
Υπήρχε κάποτε ένα χωριό, όχι πολύ παλιά για όσους έχουν καλή μνήμη, ούτε και πολύ μακριά για όσους έχουν δυνατά πόδια. Το έλεγαν Μεγάλο Γούτον, γιατί ήταν μεγαλύτερο από το Μικρό Γούτον που βρισκόταν κάμποσα μίλια πιο μακριά στο δάσος. Αλλά δεν ήταν και πολύ μεγάλο. Εκείνο τον καιρό ήταν πλούσιο και είχε πολλούς κατοίκους. Και καλούς και κακούς… κι έτσι κι έτσι. Όπως όλα τα χωριά.
Ήταν ένα ασυνήθιστο χωριό. Με τον τρόπο του βέβαια. Σ’ ολόκληρη τη γύρω περιοχή ήταν πολύ γνωστό για τους καλούς τεχνίτες του· αλλά περισσότερο για τη μαγειρική του. Είχε μια μεγάλη κουζίνα που ανήκε στο Συμβούλιο του χωριού κι ο Αρχιμάγειρας ήταν πρόσωπο σημαντικό. Το σπίτι του μάγειρα και η κουζίνα βρίσκονταν δίπλα στο Δημαρχείο, που ήταν το πιο παλιό και το πιο όμορφο κτίριο του τόπου. Ήταν χτισμένο με καλή πέτρα και ξύλο βελανιδιάς. Τώρα πια δεν ήταν βαμμένο κι επιχρυσωμένο όπως μια φορά κι έναν καιρό· ωστόσο το φρόντιζαν και το διατηρούσαν. Οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, οι συναντήσεις, οι συζητήσεις και τα δημόσια γεύματα των χωρικών γίνονταν στο Δημαρχείο. Έτσι ο μάγειρας ήταν πολύ απασχολημένος· γιατί σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε να ετοιμάσει τα ανάλογα φαγητά. Στις γιορτές, που ήταν πολλές όλο το χρόνο, αυτά τα φαγητά έπρεπε να είναι ποικίλα και πλούσια.
Υπήρχε μια γιορτή που όλοι την περίμεναν πως και πως, γιατί ήταν η μοναδική του χειμώνα. Κρατούσε μια βδομάδα. Την τελευταία μέρα της, κατά το ηλιοβασίλεμα, γινόταν μια μικρότερη γιορτούλα που την έλεγαν “Το Γεύμα των Καλών Παιδιών”. Σ’ αυτή δεν καλούσαν πολύ κόσμο. Μερικούς απ’ αυτούς που θα ‘πρεπε να καλέσουν τους ξεχνούσαν κι άλλους τους παρέλειπαν από λάθος. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Όμως αυτά τα πράγματα έτσι γίνονταν από πάντα, όσο κι αν προσπαθούσαν να ‘ναι προσεχτικοί αυτοί που τα είχαν αναλάβει. Όπως και να ‘χει όμως το πράγμα, και κατ’ αρχήν τυχαία, όλο και κάποιο παιδί ερχόταν στη Γιορτή των Εικοσιτεσσάρων – την έλεγαν έτσι γιατί γινόταν μια φορά κάθε εικοσιτέσσερα χρόνια. Σ’ αυτήν ήταν καλεσμένα εικοσιτέσσερα παιδιά. Στην περίπτωση αυτή ο Αρχιμάγειρας έπρεπε να βάλει τα δυνατά του, γιατί εκτός απ’ όλες τις άλλες νοστιμιές έφτιαχνε και τη Μεγάλη Τούρτα. Και τον θυμόνταν κυρίως απ’ αυτήν. Από το πόσο καλή θα ήταν δηλαδή. Γιατί στο αξίωμα του Αρχιμάγειρα σπάνια παράμενε κανείς τόσον καιρό όσο να προφτάσει να κάνει και δεύτερη Μεγάλη Τούρτα.
Μια φορά όμως, ένας Αρχιμάγειρας τους άφησε όλους κατάπληκτους, γιατί έκανε κάτι που κανένας πριν δεν το είχε ξανακάνει. Ανακοίνωσε ξαφνικά ότι του χρειάζονταν διακοπές. Έφυγε λοιπόν, αλλά κανείς δεν ήξερε για που. Κι όταν ξαναγύρισε ύστερα από μερικούς μήνες αργότερα, έμοιαζε κάπως αλλαγμένος. Ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος. Του άρεσε να βλέπει τους άλλους να διασκεδάζουν, αλλά ο ίδιος ήταν σοβαρός και δε μιλούσε πολύ. Τώρα όμως ήταν πιο χαρούμενος. Συχνά έκανε κι έλεγε αστεία πράγματα. Στις γιορτές μάλιστα τραγουδούσε και ο ίδιος χαρούμενα τραγούδια, κάτι που κανένας σοβαρός Μάγειρας δεν έκανε ποτέ. Και για μεγάλη έκπληξη του χωριού είχε φέρει μαζί του κι έναν Μαθητευόμενο.
Αλλά αυτό δεν ήταν περίεργο. Ένας Αρχιμάγειρας είχε πάντα έναν μαθητευόμενο. Ήταν κάτι το συνηθισμένο. Ο Αρχιμάγειρας διάλεγε συνήθως κάποιον, όταν έφτανε η ώρα του, και του μάθαινε όλα όσα μπορούσε. Κι όσο περνούσε ο καιρός ο μαθητευόμενος αναλάμβανεόλο και πιο σημαντικές δουλειές. Κι έτσι όταν ο Αρχιμάγειρας σταματούσε απ’ τη δουλειά ή πέθαινε, ο μαθητευόμενος ήταν πια έτοιμος να αναλάβει αυτός και να γίνει με τη σειρά του Αρχιμάγειρας. Αλλά ο Αρχιμάγειρας, για τον οποίο γίνεται τώρα λόγος, δεν είχε πάρει ποτέ του βοηθό. Όλο έλεγε “Έχω καιρό ακόμα” ή “Ψάχνω για να βρω τον καλύτερο”. Τώρα όμως έφερε μαζί του ένα μικρό παιδί, που εκτός αυτού δεν ήταν κι από το χωριό. Ήταν πιο λυγερόκορμο απ’ τα παιδιά του Γούτον και πιο γρήγορο. Είχε απαλή φωνή και ήταν πολύ ευγενικό, αλλά πάρα πολύ παιδί ακόμα για αυτή τη δουλειά. Μόλις που φαινόταν έφηβος. Αλλά η επιλογή του βοηθού ήταν υπόθεση του Αρχιμάγειρα και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να ανακατευτεί. Έτσι το αγόρι έμεινε στο σπίτι του Αρχιμάγειρα, ώσπου να μεγαλώσει αρκετά ώστε να μπορεί να μένει μόνο του. Αυτοί και ο μάγειρας το φώναζαν Αλφ, αλλά για τους υπόλοιπους ήταν απλά ο Μαθητευόμενος.
Η επόμενη έκπληξη ήρθε αργότερα, ύστερα από τρία χρόνια. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ο Αρχιμάγειρας έβγαλε το ψηλό, άσπρο καπέλο του, δίπλωσε τις καθαρές Ποδιές του, κρέμασε την άσπρη ρόμπα του, πήρε ένα γερό ραβδί από φλαμουριά κι ένα μπογαλάκι και ξεκίνησε αφού αποχαιρέτησε τον μαθητευόμενο. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί.
Σε χαιρετώ για την ώρα, “Αλφ”, είπε. “Σ’ αφήνω να κανονίσεις τα πράγματα όσο καλύτερα μπορείς, αν και πάντα αυτό έκανες. Είμαι βέβαιος ότι όλα θα πάνε καλά. Αν ξανασυναντηθούμε, ελπίζω ν’ ακούσω ότι δούλεψαν όλα ρολόι. Να πεις σε όλους ότι ξαναφεύγω για διακοπές. Αυτή τη φορά όμως δε θα ξαναγυρίσω!”
Έγινε μεγάλη φασαρία στο χωριό όταν ο μαθητευόμενος ανακοίνωσε στους ανθρώπους που ήρθαν στην κουζίνα το παραπάνω μήνυμα. “Μα τι έπαθε πάλι; Τι τον έπιασε;” αναρωτήθηκαν. “Κι έτσι στα καλά καθούμενα, χωρίς ούτε καν να μας αποχαιρετήσει! Και τώρα, τι θα κάνουμε χωρίς Αρχιμάγειρα; Δεν άφησε κανέναν στο πόδι του!” Μέσα σ’ όλη αυτή την αναταραχή κανείς δεσκέφτηκε να προτείνει τον Μαθητευόμενο για Αρχιμάγειρα. Είχε ψηλώσει λίγο, αλλά έμοιαζε ακόμη με μικρό αγόρι· κι έπειτα είχε υπηρετήσει μόνο τρία χρόνια.
Τελικά κι αφού δεν μπορούσαν να βρουν κανέναν καλύτερο, διόρισαν έναν άνθρωπο απ’ το χωριό, που μαγείρευε καλούτσικα. Όταν ήταν πιο νέος βοηθούσε το μάγειρα όταν είχε πολλή δουλειά, αλλά αυτός δεν τον πολυσυμπάθησε ποτέ ούτε και τον πήρε Μαθητευόμενο. Τώρα ήταν ένα επιτυχημένος άνθρωπος. Είχε γυναίκα και παιδιά και ήταν λίγο τσιγκούνης. “Αυτός τουλάχιστον δε θα φύγει χωρίς να μας προειδοποιήσει”, είπαν. “Δε μαγειρεύει και πολύ καλά, αλλά είναι προτιμότερος από καθόλου. Θέλουμε ακόμα εφτά χρόνια μέχρι την επόμενη Μεγάλη Τούρτα. Έχουμε καιρό. Ως τότε κανονικά θα πρέπει να ‘ χει μάθει. Θα τα καταφέρει”.
Ο Νόουκς, γιατί αυτό ήταν το όνομα του νέου Αρχιμάγειρα, πολύ το φχαριστήθηκε που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Πάντα του ήθελε να γίνει Αρχιμάγειρας και πάντα πίστευε ότι μπορούσε να τα καταφέρει. Πολλές φορές, όταν βρισκόταν μόνος στην κουζίνα, συνήθιζε να φορά το ψηλό, άσπρο καπέλο και να καμαρώνει τον εαυτό του σ’ ένα καλογυαλισμένο τηγάνι λέγοντας: “Πως είστε, κύριε Αρχιμάγειρα; Αυτό το καπέλο σας πάει θαύμα, λες κι έχει φτιαχτεί για σας! Ελπίζω πως όλα θα ταχτοποιηθούν σύμφωνα με την επιθυμία σας!”
Και πραγματικά έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Στην αρχή ο Νόουκς έβαλε τα δυνατά του· εξάλλου τον βοηθούσε κι ο Μαθητευόμενος. Και σίγουρα έμαθε πολλά απ’ αυτόν γιατί τον κρυφοκοίταζε όταν δούλευε, παρ’ όλο που μέσα του ο Νόουκς δεν ήθελε να παραδεχτεί κάτι τέτοιο. Αλλά ο καιρός για τη Γιορτή των Εικοσιτεσσάρων πλησίαζε κι ο Νόουκς έπρεπε να σκεφτεί τη Μεγάλη Τούρτα. Πως θα την έφτιαχνε; Στο βάθος ήταν στενοχωρημένος, γιατί μπορεί με την εξάχρονη εξάσκηση του να είχε καταφέρει να φτιάχνει καλούτσικα κέικ κι άλλα γλυκά για τις συνηθισμένες περιπτώσεις, αλλά με τη Μεγάλη Τούρτα τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Ήξερε ότι την περίμεναν ανυπόμονα κι ήξερε επίσης ότι ήταν υποχρεωμένος να ικανοποιήσει πολύ δύσκολους κριτές. Όχι μόνο τα παιδιά. Μια μικρότερη τούρτα από τα ίδια υλικά και με τον ίδιο τρόπο ψημένα θα δινόταν σ’ αυτούς που θα έρχονταν να βοηθήσουν στην προετοιμασία της γιορτής. Άσε που όλοι περίμεναν ότι η Μεγάλη Τούρτα, αυτή τη φορά θα έπρεπε να διαθέτει κάποιο καινούριο στοιχείο έκπληξης και να μην είναι μια απλή επανάληψη της προηγούμενης.
Η βασική σκέψη του ήταν ότι θα ‘πρεπε να ‘ναι πολύ γλυκιά και πλούσια. Αποφάσισε επίσης να είναι σκεπασμένη ολόκληρη με άχνη ζάχαρης (σ’ αυτό ο Μαθητευόμενος ήταν αξεπέραστος). “Αυτό θα την κάνει πανέμορφη”, σκέφτηκε. “Θα ‘ναι σαν να την έχουν φτιάξει νεράιδες!” Οι νεράιδες και τα γλυκίσματα ήταν δυο από τις ελάχιστες ιδέες που είχε σχετικά με τις επιθυμίες των παιδιών. Τις νεράιδες βέβαια μπορούσε κανείς να τις ξεπεράσει, αλλά τα γλυκά ποτέ. Είναι κάτι που σου αρέσει πάντα. “Χμ! Σαν να την έχουν φτιάξει νεράιδες”, είπε. “Αυτό μου δίνει μια ιδέα!”. Κι αυτή η ουρανοκατέβατη ιδέα λοιπόν, ήταν να βάλει στη βουνοκορφή της τούρτας, στο κέντρο της ακριβώς, μια μικρή κούκλα ντυμένη στ’ άσπρα. Στο χέρι της θα κρατούσε ένα μικρό ραβδάκι που θα κατάληγε σ’ ένα ασημένιο αστράκι. Γύρω από τα πόδια της, γραμμένος με άχνη ροζ ζάχαρης, θα ήταν ο τίτλος της: Βασίλισσα των Νεράιδων!
Όταν όμως άρχισε να ετοιμάζει τα υλικά της Τούρτας, διαπίστωσε ότι πολύ λίγα πράγματα θυμόταν σχετικά με το τι να βάλει μέσα στη Μεγάλη Τούρτα. Κι έτσι άνοιξε μερικά βιβλία με συνταγές που είχαν αφήσει οι προηγούμενοι μάγειροι. Αυτά όμως τον μπέρδεψαν πολύ περισσότερο, ακόμα κι όταν κατάφερνε να διαβάσει τα γραφόμενα τους. Μιλούσαν για πολλά πράγματα που δεν τα ‘ χε ξανακούσει ποτέ του. Ή για άλλα που τα ‘χε ξεχάσει και τώρα πια ήταν αδύνατο να θυμηθεί, αλλά ούτε είχε και το χρόνο να τα βρει. Παρ’ όλα αυτά σκέφτηκε να δοκιμάσει ένα δυο απ’ τα μπαχαρικά που ανάφεραν τα βιβλία. Έξυσε το κεφάλι του και θυμήθηκε ένα παλιό, μαύρο κουτί με πολλά χωρίσματα. Μέσα σ’ αυτό ο προηγούμενος Μάγειρας είχε φυλάξει κάποτε καρυκεύματα και άλλα μυρωδικά για ειδικές τούρτες. Από τότε που ανάλαβε υπηρεσία δεν του είχε ρίξει ούτε μια ματιά. Έψαξε λοιπόν και το βρήκε σ’ ένα ψηλό ράφι στην αποθήκη.
Το κατέβασε και φύσηξε τη σκόνη απ’ το καπάκι. Αλλά όταν το άνοιξε διαπίστωσε ότι πολύ λίγα είχαν μείνει· τα περισσότερα είχαν ξεραθεί και μουχλιάσει. Σε μια γωνιά του κουτιού, όμως, ανακάλυψε ένα μικρό αστράκι. Δεν ήταν μεγαλύτερο απ’ τα δικά μας νομίσματα των έξι πενών. Ήταν μαυρισμένο λες και είχε φτιαχτεί από θαμπωμένο ασήμι. “Πολύ αστείο!” είπε καθώς το κοίταξεστο φως.
“Όχι, δεν είναι”, είπε μια φωνή πίσω του. Ήταν τόσο ξαφνική που τον έκανε ν’ αναπηδήσει. Ήταν ο Μαθητευόμενος. Ποτέ πριν δεν είχε ξαναμιλήσει μ’ αυτόν τον τόνο στο μάγειρα. Στην πραγματικότητα σπάνια μιλούσε στον Νόουκς, εκτός κι αν αυτός του μιλούσε πρώτος. Πράγμα πολύ σωστό για ένα νεαρό. Μπορεί βέβαια να τα κατάφερνε σπουδαία με την άχνη ζάχαρης, αλλά είχε πολλά πράγματα να μάθει ακόμα. Αυτό πίστευε ο Νόουκς. “Τι θέλεις να πεις, νεαρέ;” ρώτησε μάλλον απότομα.
“Αν δεν είναι αστείο, τότε τι είναι;”
“Είναι μαγεμένο”, απάντησε το αγόρι. “Έρχεται από τη Νεραϊδοχώρα!”
Ο μάγειρας γέλασε. “Έτσι, ε; Τι μου λες;” είπε. “Μα αυτό εννοούσα κι εγώ. Εσύ βέβαια μπορείς να το πεις όπως σου αρέσει. Κάποια μέρα, βέβαια, θα μεγαλώσεις κι εσύ. Τώρα όμως, πήγαινε, σε παρακαλώ, και τρίψε τις σταφίδες, κι αν δεις καμιά νεράιδα φώναξε με!”
“Και το άστρο, αφεντικό, τι θα το κάνεις;” ρώτησε οΜαθητευόμενος.
“Θα το βάλω, φυσικά, στην Τούρτα”, είπε ο Μάγειρας. “Είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται… Αφού μάλιστα είναι και μαγεμένο”, συνέχισε κοροϊδευτικά. “Είμαι σίγουρος ότι κι εσύ έχεις πάρει μέρος σε παιδικές γιορτές, έτσι δεν είναι; Και φυσικά δεν έχει περάσει και τόσος καιρός από τότε που να μη θυμάσαι, ε; Όπως ξέρεις λοιπόν,μέσα στην τούρτα βάζουν διάφορα δωράκια, μικρά νομίσματα κι άλλα τέτοια. Και τέλος πάντων, εμείς εδώ στο χωριό μας, έτσι συνηθίζουμε, γιατί δίνει χαρά στα παιδιά”.
“Μα αυτό δεν είναι δωράκι, αφεντικό. Είναι ένα νεραϊδοαστέρι”, είπε ο μαθητευόμενος.
“Αυτό μας το ξανάπες”, απάντησε ενοχλημένα ο Μάγειρας. “Πολύ καλά, λοιπόν! Θα το πω στα παιδιά. Και θα δεις γέλια που θα κάνουν!”
“Όχι, αφεντικό, δε νομίζω πως θα γελάσουν”, είπε ο μαθητευόμενος. “Αλλά αυτό είναι το σωστό κι έτσι πρέπει να κάνεις”.
“Και σε ποιον θαρρείς ότι μιλάς, ε;” είπε ο Νόουκς.
Με τον καιρό η Τούρτα ετοιμάστηκε, ψήθηκε και πασπαλίστηκε με ζάχαρη, κυρίως από τον Μαθητευόμενο. “Αφού έχεις μανία με τις νεράιδες, θα σ’ αφήσω να φτιάξεις εσύ τη Βασίλισσα των Νεράιδων”, του είπε ο Νόουκς.
“Εντάξει, αφεντικό”, απάντησε αυτός. “Αν είσαι απασχολημένος θα τη φτιάξω. Αλλά αυτό ήταν δική σου δουλειά κι όχι δική μου”.
“Μπα! Σε πληροφορώ, λοιπόν, ότι εγώ είμαι που κατεβάζω τις ιδέες κι όχι εσύ”, του απάντησε ο Νόουκς.
Στη Γιορτή η Τούρτα στεκόταν στη μέση ενός μακριού τραπεζιού μέσα σ’ έναν κύκλο από εικοσιτέσσερα κόκκινα κεριά. Η κορυφή της σχημάτιζε ένα μικρό, άσπρο βουνό. Στις πλαγιές του φύτρωναν άσπρα δεντράκια που λαμπύριζαν λες και ήταν σκεπασμένα με πάχνη. Στην κορφή του στεκόταν μια μικρή, άσπρη μορφή που ισορροπούσε στο ένα της πόδι. Ήταν σαν μια Παρθένα του Χιονιού που χόρευε. Στο χέρι της κρατούσε ένα μικροσκοπικό ραβδάκι από πάγο που έλαμπε στο φως.
Τα παιδιά την κοίταξαν με μάτια ορθάνοιχτα. Ένα δυο μάλιστα χτύπησαν παλαμάκια λέγοντας: “Τι όμορφη που είναι, ε; Σαν να τη φτιάξαν οι νεράιδες!”
Ο Μάγειρας ευχαριστήθηκε πολύ μ’ αυτό, αλλά ο Μαθητευόμενος σαν να δυσαρεστήθηκε. Ήταν κι οι δυο μπροστά. Ο Μάγειρας για να κόψει την Τούρτα όταν θα ερχόταν η ώρα, κι ο Μαθητευόμενος για ν’ ακονίσει το μαχαίρι και να του το δώσει. Τελικά ο Μάγειρας πήρε το μαχαίρι και προχώρησε προς το τραπέζι. “Καλά μου παιδιά”, άρχισε, “πρέπει να σας πω ότι κάτω απ’ αυτή τη ζάχαρη υπάρχει μια τούρτα. Είναι φτιαγμένη από πολλά ωραία φαγώσιμα πράγματα. Εκτός απ’ αυτό όμως, μέσα της υπάρχουν ανακατωμένα και πολλά όμορφα δωράκια, διάφορα νομίσματα και άλλα καλούδια. Σας πληροφορώ λοιπόν, ότι όποιος βρει ένα απ’ αυτά στο κομμάτι του, θα είναι τυχερός. Υπάρχουν εικοσιτέσσερα πραγματάκια μέσα στην τούρτα, κι έτσι αντιστοιχεί ένα στον καθένα σας. Αν δηλαδή, η Βασίλισσα των Νεράιδων, δεν κάνει ζαβολιές. Γιατί μερικές φορές πραγματικά αυτό κάνει, έτσι γι’ αστεία. Πράγμα που μπορεί να σας το βεβαιώσει κι ο Μαθητευόμενος από δω. Ε, Αλφ;”
Ο Μαθητευόμενος όμως γύρισε αλλού και κοίταξε τα πρόσωπα των παιδιών.
“Αλλά ξέχασα”, συνέχισε ο Μάγειρας. “Αυτή τη φορά τα δώρα είναι εικοσιπέντε. Υπάρχει επιπλέον κι ένα μικρούλικο ασημένιο άστρο. Είναι μαγεμένο ή τουλάχιστον έτσι λέει ο κύριος Μαθητευόμενος. Προσοχή λοιπόν! Αν σπάσετε κανένα δόντι σας, το μαγικό άστρο δε θα το ξανακάνει καλά. Αλλά εν πάση περιπτώσει, το παιδί που θα το βρει θα είναι πάρα πολύ τυχερό”.
Ήταν μια πολύ καλή τούρτα. Κανείς δεν της βρήκε το παραμικρό ψεγάδι. Εκτός απ’ το ότι ήταν τόση όση ακριβώς χρειαζόταν. Όταν κόπηκε, βγήκε ένα μεγάλο κομμάτι για καθένα απ’ τα παιδιά, αλλά δεν περίσσεψε ούτε ψίχουλο. Δεύτερο κομμάτι δε θα ‘ παίρνε κανένας. Τα κομμάτια καταβροχθίστηκαν στο πι και φι. Κάθε τόσο ανακάλυπταν κι ένα δωράκι ή ένα νόμισμα. Μερικοί βρήκαν ένα, μερικοί άλλοι βρήκαν δυο, πολλοί, όμως, δεν, βρήκαν κανένα. Η φύση, βλέπεις, είναι ιδιότροπη και της αρέσουν οι σκανταλιές. Είτε υπάρχει μια Νεραϊδοβασίλισσα με ραβδάκι στην τούρτα είτε όχι. Και κάποτε η τούρτα φαγώθηκε ολόκληρη, αλλά απ’ το μαγικό αστέρι δε βρέθηκε ούτε ίχνος.
“Ωχ Θεέ μου!” είπε ο Μάγειρας. “Φαίνεται πως δεν ήταν ασημένιο κι έλιωσε. Εκτός κι αν είχε δίκιο ο κύριος Μαθητευόμενος και ήταν πραγματικά μαγικό. Οπότε εξαφανίστηκε και ξαναγύρισε στη Νεραϊδοχώρα. Κάτι που δεν ήταν καθόλου σωστό εκ μέρους του”. Και κοίταξε τον Μαθητευόμενο μ’ ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. Ο Αλφ τον κοίταξε κι αυτός με τα μαύρα μάτια του, αλλά δε χαμογέλασε καθόλου.
Πάντως για να πούμε την αλήθεια, το ασημένιο αστράκι ήταν πραγματικά νεραϊδοαστέρι. Το αγόρι, ο Αλφ, δεν έκανε λάθη σε τέτοια πράγματα. Να τι ακριβώς έγινε στη γιορτή. Ένα παιδί το κατάπιε χωρίς να το καταλάβει. Είχε βρει κι ένα ασημένιο νόμισμα επίσης στο κομμάτι του που το έδωσε στη Νελ. Η Νελ ήταν το μικρό κοριτσάκι που καθόταν δίπλα του και ήταν πολύ στενοχωρημένο γιατί δεν είχε βρει τίποτα το τυχερό στο δικό της κομμάτι. Το αγόρι αναρωτιόταν κι αυτό τι να ‘γινε το άστρο, γιατί δεν είχε καταλάβει πως το είχε καταπιεί. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι βρισκόταν κάπου μέσα του φυλαγμένο σ’ ένα μέρος που του ήταν αδύνατο να το νιώσει· γιατί αυτό ακριβώς ήθελε το άστρο. Εκεί θα περίμενε για πολύ καιρό, ώσπου να φτάσει η κατάλληλη μέρα.
Ήταν σε κείνη τη Γιορτή που γινόταν το μεσοχείμωνο. Αλλά τώρα ήταν Ιούνιος και η νύχτα δεν ήταν καθόλου σκοτεινή. Το αγόρι σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει. Δεν ήθελε να κοιμηθεί άλλο. Σήμερα γινόταν δέκα χρονών. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο του κι ο κόσμος του φάνηκε ήσυχος, αλλά και σαν κάτι να περίμενε. Ένα δροσερό, ανάλαφρο και μυρωμένο αεράκι φυσούσε ανάμεσα στα δέντρα. Ύστερα ήρθε η αυγή. Ακουσε μακριά το πρωινό τραγούδι των πουλιών. Ύστερα τα κελαηδίσματα τους τον έφτασαν, πλημμύρισαν όλη την περιοχή που βρισκόταν το σπίτι του και διάβηκαν σαν ένα σύννεφο μουσικής τραβώντας για τη δύση, καθώς ο ήλιος υψώθηκε απ’ την άκρη του κόσμου.
“Μου θυμίζει τη Νεραϊδοχώρα”, άκουσε τον εαυτό του να μονολογεί. “Μόνο που εκεί πέρα, τραγουδούν και οι άνθρωποι”. Κι ύστερα απ’ αυτό άρχισε να τραγουδά με και καθαρή φωνή. Τα λόγια του τραγουδιού ήτανπαράξενα κι έμοιαζε σαν να τα ‘ ξερε απέξω. Κι εκείνη τη στιγμή το άστρο έπεσε απ’ το στόμα του στην ανοιχτή παλάμη του. Το λαμπερό ασήμι του φεγγοβολούσε τώρα στο φως του ήλιου. Τρεμούλιασε κι ανασηκώθηκε λιγάκι, λες κι ετοιμαζόταν να πετάξει. Χωρίς να σκεφτεί το αγόρι ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του και το άστρο έμεινε στο κέντρο του μετώπου του. Κι εκεί λαμπύριζε για πολλά χρόνια.
Λίγοι άνθρωποι στο χωριό το πρόσεξαν, παρ’ όλο που δεν ήταν αόρατο. Αλλά είχε γίνει μέρος του προσώπου του πια και συνήθως δεν έλαμπε καθόλου. Λίγη απ’ τη λάμψη του άστρου πέρασε και στα μάτια του. Και η φωνή του, που είχε αρχίσει να γίνεται ωραία από τότε που βρήκε το άστρο, έγινε ακόμα ωραιότερη όσο μεγάλωνε. Οι άνθρωποι ήθελαν να τον ακούνε να μιλά ακόμα κι αν αυτό που έλεγε ήταν ένα απλό “καλημέρα”.
Έγινε πασίγνωστος στην επαρχία του. Κι όχι μόνο στο δικό του χωριό, αλλά και σε πολλά άλλα τριγύρω, γιατί ήταν καλός τεχνίτης. Ο πατέρας του ήταν σιδεράς κι αυτός ακολούθησε την τέχνη του και την καλυτέρεψε. Όσο ζούσε ο πατέρας του τον έλεγαν Σμίθσον (γιο του σιδερά). Αργότερα απλά Σμιθ (σιδερά). Γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν ο καλύτερος σιδεράς ανάμεσα στο Φαρ Ίστον και στο Γουέστγουντ. Στο σιδεράδικο του έφτιαχνε όλα τα είδη των σιδερικών. Τα περισσότερα απ’ αυτά βέβαια ήταν απλά χρήσιμα εργαλεία για τις καθημερινές ανάγκες: αγροτικά και ξυλουργικά εργαλεία, κουζινικά, κατσαρόλες και τηγάνια, κάγκελα και μάνταλα, κλειδαριές και κρεμάστρες για την κουζίνα, πέταλα και τσιμπίδες για το τζάκι κι ένα σωρό άλλα. Κι ήταν όλα γερά και κρατούσαν πολύ, κι είχαν πάνω τους και μιαν ομορφιά· γιατί για το είδος τους ήταν καλοφτιαγμένα και όμορφα. Και για να τα δουλεύεις και για να τα βλέπεις. Μερικά πράγματα ωστόσο, όταν είχε καιρό, τα “φτιάχνε για δική του ευχαρίστηση. Είχε τη θαυμαστή ικανότητα να πλάθει με το σίδερο θαυμαστές μορφές που έμοιαζαν απαλές και ντελικάτες, σαν να ήταν ένα σύννεφο από φύλλα και λουλούδια που, όμως, είχαν τηναντοχή του σίδερου· στην πραγματικότητα ήταν ακόμα πιο γερά. Λίγοι μπορούσαν να περάσουν από τις πύλες και τα κιγκλιδώματα που κατασκεύαζε χωρίς να σταματήσουν για να τα θαυμάσουν. Κι όταν αυτές οι πύλες έκλειναν, κανείς δεν μπορούσε να περάσει. Όταν δούλευε αυτά τα πράγματα τραγουδούσε, κι όταν ο σιδεράς άρχιζε το τραγούδι, όλοι τριγύρω σταματούσαν τις δουλειές τους κι έρχονταν στο σιδεράδικο για να τον ακούσουν.
Αυτά ήταν όλα κι όλα που ήξεραν για το άτομο του οι περισσότεροι άνθρωποι. Κι ήταν αρκετά πράγματα και πολύ πιο πολλά απ’ όσα είχαν κατορθώσει να πετύχουν οι περισσότεροι άντρες και γυναίκες του χωριού, ακόμα κι εκείνοι που ήταν καλοί τεχνίτες και σκληροί δουλευτάδες. Υπήρχαν όμως κι άλλο. Γιατί ο σιδεράς αυτός είχε γνωρίσει τη Νεραϊδοχώρα κι ορισμένα μέρη της. Και τα γνώριζε τόσο καλά, όσο ήταν δυνατόν να τα μάθει κάποιος θνητός. Και μια που οι περισσότεροι από δαύτους είχαν γίνει όπως ο Νόουκς, εκτός απ’ τη γυναίκα του και τα παιδιά του, με πολύ λίγους ανθρώπους τα κουβέντιαζε. Η γυναίκα του ήταν η Νελ, που της είχε δώσει το ασημένιο νόμισμα. Κόρη του ήταν η Ναν και γιος του ο Νεντ Σμίθσον. Απ’ αυτούς δεν γινόταν με κανέναν τρόπο να το κρατήσει μυστικό. Γιατί μερικές φορές έβλεπαν το άστρο να λαμπυρίζει στο μέτωπο του. Αυτό συνέβαινε όταν γύριζε από κάποιον απ’ τους μακρινούς περιπάτους που έκανε πότε πότε τ’ απογεύματα ή όταν επέστρεφε από κάποιο ταξίδι.
Από καιρό σε καιρό έφευγε άλλοτε καβάλα στ’ άλογο κι άλλοτε περπατώντας. Ο κόσμος υπόθετε γενικά ότι πήγαινε σε δουλειές. Πράγμα που μερικές φορές ήταν αλήθεια και μερικές φορές όχι. Ή τουλάχιστον όχι για συνηθισμένες δουλειές, όπως ας πούμε να πάρει κάποια παραγγελία ή ν’ αγοράσει σίδερο και κάρβουνο κι άλλα τέτοια χρειαζούμενα, παρ’ όλο που ήταν πολύ προσεχτικός στη δουλειά του και ήξερε πως να κάνει τη μια πένα δυο, που λέει κι η παροιμία.
Αλλά στη Νεραϊδοχώρα είχε τις δικές του ιδιαίτερεςδουλειές και γι’ αυτό ήταν καλόδεχτος εκεί. Το άστρο λαμπύριζε πάντα δυνατά πάνω στο μέτωπο του κι έτσι ήταν ασφαλής, όσο δηλαδή μπορεί να είναι ένας θνητός σ’ αυτή την επικίνδυνη χώρα Τα Μικρότερα Καλά απόφευγαν το Άστρο κι όσο για τα Μεγαλύτερα, ε απ’ αυτάδεν είχε φόβο. Κι αυτά ήταν κάτι που πολύ τον ευχαριστούσε. Έτσι, λοιπόν, γρήγορα απόκτησε σοφία και κατάλαβε ότι τα θαύματα της Νεραϊδοχώρας δεν μπορείς να τα πλησιάσεις ακίνδυνα. Πολλά απ’ τα Κακά της αντιμετωπίζονται μόνο με όπλα υπερφυσικά. Τέτοια που κανένας θνητός δε θα κατάφερνε να κουμαντάρει: Παράμενε έτσι ένας μαθητής εξερευνητής κι όχι πολεμιστής. Κι ενώ με τον καιρό θα μπορούσε να φτιάξει τέτοια όπλα, που η δύναμη τους στον δικό του κόσμο θα ήταν τέτοια ώστε να τα κάνει θέμα για ιστορίες φανταστικές κι επιπλέον να κοστίζουν όσο κι ο θησαυρός ενός βασιλείου, αυτός ήξερε ότι στη Νεραϊδοχώρα δε θα είχαν και πολύ μεγάλη πέραση. Έτσι ανάμεσα σ’ όλα τα πράγματα που έφτιαξε, κανείς δε θυμάται να ‘ φτιάξε ποτέ του ένα σπαθί ή ένα ακόντιο ή μια αιχμή βέλους.
Στην αρχή κυκλοφορούσε αμέριμνα στη Νεραϊδοχώρα μαζί με τους απλούς ανθρώπους και τα πιο ήμερα από τα πλάσματα των δασών. Χαιρόταν τις ωραίες κοιλάδες και τα λαμπερά νερά που πάνω τους καθρεφτίζονταν τις νύχτες παράξενα άστρα και τα πρωινά οι κορφές των μακρινών βουνών. Σ’ ορισμένες από τις σύντομες επισκέψεις περνούσε η ώρα κοιτάζοντας ένα μόνο δέντρο ή ένα όμορφο λουλούδι. Αργότερα, όμως, στα πιο μακρινά ταξίδια του, είδε πράγματα πανέμορφα και πράγματα απαίσια, που μετά δεν μπορούσε να τα θυμηθεί καθαρά για να τα περιγράψει στους φίλους του. Ήξερε όμως ότι θα έμεναν παντοτινά χαραγμένα στο μυαλό του. Ήταν θαύματα και μυστήρια που συχνά τα ξαναθυμόταν.
Όταν άρχισε να πηγαίνει πιο μακρυά χωρίς βοήθεια,σκέφτηκε ν’ ανακαλύψει τα όρια εκείνου του κόσμου.Αλλά μπροστά του υψώνονταν θεόρατα βουνά και στηνπροσπάθεια του να τ’ αποφύγει τα ‘φερε γύρω κι έφτασε τελικά σε μια ερημική παραλία Στάθηκε μπροστά στη θάλασσα της Χωρίς Ανεμο Θύελλας. Τα γαλάζια κύματα της σαν λοφάκια στεφανωμένα με χιόνι έρχονταν σιωπηλά μέσ’ απ’ το Σκοτάδι να ξεψυχήσουν στην απέραντη αμμουδιά. Στις ράχες τους κουβαλούσαν τ’ άσπρα καράβια που γύριζαν απ’ τις μάχες στους Σκοτεινούς Βάλτους, μέρη που οι άνθρωποι αγνοούν τελείως. Είδε ένα μεγάλο πλοίο να ‘ρχεται προς τη στεριά σκίζοντας σιωπηλά τ’ αφρισμένα νερά. Οι Ελφ, ναυτικοί, ήταν ψηλοί και είχαν τρομερή όψη. Τα σπαθιά τους άστραφταν, τα κοντάρια τους λαμπύριζαν κι απ’ τα μάτια τους χυνόταν ένα απόκοσμο φως. Ξαφνικά οι κραυγές τους ενώθηκαν σ’ ένα δυνατό νικηφόρο τραγούδι. Η καρδιά του λαχτάρησε απ’ το φόβο και σωριάστηκε κάτω κρύβοντας το πρόσωπο του. Οι Ελφ πέρασαν δίπλα του και τράβηξαν κατά τους λόφους που αντιλαλούσαν.
Ύστερα απ’ αυτό δεν ξαναπάτησε σ’ αυτή τη παραλία. Νόμιζε ότι βρισκόταν σε κάποιο θαλασσινό βασίλειο που το ‘ ζώνε ολόγυρα η θάλασσα. Αποφάσισε λοιπόν να στραφεί προς τα βουνά. Πίστευε ότι εκεί θα πρέπει να ήταν η καρδιά του βασιλείου και ήθελε να τη γνωρίσει. Σε μια από τις περιπλανήσεις του βυθίστηκε μέσα σε μια γκρίζα ομίχλη. Όταν αυτή διαλύθηκε, είδε ότι βρισκόταν σε μια ατέλειωτη πεδιάδα. Πέρα μακριά υψωνόταν μια σκιά, κάτι σαν λόφος. Κι απ’ τα βάθη αυτής της σκιάς – που μέσα της χάνονταν οι ρίζες του – φύτρωνε το Δέντρο του Βασιλιά. Έφτανε ως τον ουρανό κι έλαμπε όπως ο ήλιος του απογεύματος. Πάνω του υπήρχαν φύλλα και λουλούδια και πλήθος καρποί· ούτε ένα απ’ αυτά δεν έμοιαζε με κάποιο άλλο απ; όσα υπήρχαν πάνω στο θαυμαστό Δέντρο.
Αυτό το Δέντρο όμως δεν το ξανάδε ποτέ του, όσο κι αν έψαξε. Σ’ ένα από τα ταξίδια του σκαρφάλωσε στα Εξωτερικά Βουνά κι έφτασε σε μια βαθιά κοιλάδα που έχασκε ανάμεσά τους. Στο κέντρο της έλαμπε μια ήρεμη, κρυσταλλένια λίμνη κι ας φυσούσε ένα αγεράκι απ’ τα δάση που την περιτριγύριζαν. Το φως σ’ αυτή την κοιλάδα έμοιαζε με πορφυρό ηλιοβασίλεμα κι ήταν σαν να έβγαινε μέσ’ από τη λίμνη. Πάνω από ‘να λοφάκι χαμηλό που έβλεπε σ’ αυτήν ο σιδεράς την κοίταξε και του φάνηκε ότι κατά κάποιο παράξενο τρόπο μπορούσε να δει στα βάθη της. Κι εκεί μέσα διαγράφονταν παράξενες μορφές, θαρρείς φτιαγμένες από φλόγα. Κυμάτιζαν όπως τα φύκια στο βυθό της θάλασσας, κι ανάμεσα τους πηγαινοέρχονταν κι άλλα φλόγινα πλάσματα. Πλημμυρισμένος από θαυμασμό κατηφόρισε μέχρι την άκρη του νερού και προσπάθησε να βρέξει το πόδι του. Αλλά δεν ήταν νερό. Ήταν ένα πράγμα πιο σκληρό κι από πέτρα και πιο γλιστερό από γυαλί. Δοκίμασε να περπατήσει πάνω του, αλλά έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε βαριά κάτω. Ο αντίλαλος απ’ το πέσιμο του ταξίδεψε σ’ όλη τη λίμνη κι αντήχησε στις παραλίες της.
Αμέσως το αγεράκι δυνάμωσε και μεταμορφώθηκε σε άγριο άνεμο που τώρα λυσσομανούσε σαν αγριεμένο θεριό. Τον σήκωσε ψηλά και τον πέταξε στην όχθη. Μετά τον στριφογύρισε σαν φύλλο και χτυπώντας τον εδώ και εκεί τον ταξίδεψε πάνω στις πλαγιές. Ο σιδεράς αρπάχτηκε από μια νεαρή σημύδα και κρατήθηκε γερά απ’ αυτή καθώς ο αγέρας πάλευε μαζί του προσπαθώντας να τον ξεκολλήσει. Η σημύδα όμως λύγισε μέχρι το χώμα και τον σκέπασε με τα κλαριά της. Κι όταν κάποτε ο αγέρας πέρασε, ο σιδεράς σηκώθηκε. Διαπίστωσε τότε ότι η σημύδα ήταν γυμνή. Της είχαν μαδήσει όλα τα φύλλα και θρηνούσε. Τα δάκρυα της έπεφταν απ’ τα κλαριά της σαν βροχή. Ακούμπησε το χέρι του στον άσπρο κορμό της και είπε: “Ας είσαι ευλογημένη σημύδα! Τι μπορώ να κάνω για να επανορθώσω ή να σ’ ευχαριστήσω;” Ένιωθε την απάντηση του δέντρου να περνά μέσ’ από το χέρι του. “Τίποτα”, του έλεγε. “Φύγε όμως! Ο άνεμος σε κυνηγά. Δεν ανήκεις εδώ! Φύγε και μην ξαναγυρίσεις”. Αφήνοντας την κοιλάδα ένιωσε τα δάκρυα της σημύδας να κυλούν στο πρόσωπο του και να πικραίνουν τα χείλη του. Η καρδιά του ήταν βαριά από τη λύπη όταν πήρε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού. Μετά απ’ αυτό και γι’ αρκετό καιρό δεν ξαναπήγε στη Νεραϊδοχώρα. Αλλά δεν μπορούσε και να την αρνηθεί εντελώς. Έτσι ξαναγύρισε. Τώρα όμως λαχταρούσε να προχωρήσει βαθύτερα στο εσωτερικό της χώρας.
Τελικά βρήκε ένα δρόμο που σκαρφάλωνε στα Εξωτερικά Βουνά. Τον ακολούθησε λοιπόν, ώσπου έφτασε στα Εσωτερικά Βουνά, που ήταν ψηλά, απότομα και φοβερά. Έψαξε και στο τέλος βρήκε ένα πέρασμα απ’ όπου μπορούσε να περάσει κι ύστερα από ταλαιπωρία ημερών έφτασε σ’ ένα στενό χείλος. Από κει πάνω κοίταξε κάτω την Κοιλάδα της Έβερμορν (παρ’ όλο που δεν ήξερε το όνομα της). Ήταν καταπράσινη· το πράσινο της ξεπερνούσε το πράσινο που έχουν τα δασάκια της Εξωτερικής Νεραϊδοχώρας. Που κι αυτό με τη σειρά του ξεπερνά το δικό μας της άνοιξης. Τόσο βαθύ ήταν. Εδώ ο αγέρας ήταν τόσο διάφανος ώστε μπορούσες να δεις τις κόκκινες γλώσσες των πουλιών που κελαηδούσαν στα δέντρα, κι ας βρίσκονταν στην άλλη άκρη της κοιλάδας, κι ας ήταν η κοιλάδα απέραντη και τα πουλιά όχι μεγαλύτερα από τρυποφράχτες.
Από τούτη τη μεριά τα βουνά κατέβαιναν σε μεγάλες βουερές πλαγιές απ’ τον κελαριστό θόρυβο που έκαναν οι καταρράχτες. Κατευχαριστημένος ο σιδεράς κατέβηκε γρήγορα κάτω. Αλλά μόλις πάτησε το γρασίδι της κοιλάδας, άκουσε τις φωνές των ξωτικών που τραγουδούσαν. Μετά, σ’ έναν κήπο γεμάτο κρίνα, που βρισκόταν δίπλα σ’ ένα ποτάμι, είδε πολλά κορίτσια να χορεύουν. Η γρηγοράδα, η μεγαλοπρέπεια και οι κινήσεις τους που άλλαζαν συνέχεια τον μάγεψαν και προχώρησε μέσα στον κύκλο τους. Και τότε ξαφνικά τα κορίτσια έμειναν ακίνητα. Ύστερα μια νεαρή κοπελιά με μακριά κυματιστά μαλλιά, που φορούσε μια μάλλινη φούστα, ήρθε να τον υποδεχτεί.
“Το ξέρεις, Αστρομέτωπε”, του είπε γελώντας, “ότι έχεις γίνει πολύ τολμηρός; Δε φοβάσαι τη Βασίλισσα; Τι θα πει άμα το μάθει; Εκτός κι αν σου έχει δώσει την άδεια”. Ο σιδεράς στάθηκε έκπληκτος. Αυτό ήταν κάτι που απασχολούσε πάντα τη σκέψη του και να που τώρα αυτό το κορίτσι την είχε διαβάσει. Είχε φανταστεί ότι το άστρο ήταν ένα διαβατήριο που μπορούσε να τον πηγαίνει όπου ήθελε, και τώρα ξαφνικά μάθαινε ότι δεν ήταν. Αλλά το κορίτσι του ξαναχαμογέλασε λέγοντας του: “Έλα! Μια που ήρθες εδώ, θέλω να χορέψεις μαζί μου!” Και παίρνοντας τον απ’ το χέρι τον οδήγησε στον κύκλο. Εκεί ο σιδεράς χόρεψε μαζί της κι ύστερ’ από λίγη ώρα κατάλαβε τι σημαίνει γρηγοράδα και δύναμη και χαρά να χορεύει μαζί της. Για λίγο, όμως. Σύντομα σταμάτησαν κι αυτή πήρε από κάτω ένα άσπρο λουλούδι και το ‘ βαλε στα μαλλιά του. “Αντίο, για την ώρα!” του είπε. “Ίσως ξανασμίξουμε, αν το θελήσει η Βασίλισσα”.
Δε θυμόταν τίποτα απ’ το ταξίδι του γυρισμού, απ’ τη στιγμή που έφυγε απ’ το χορό των κοριτσιών. Κάποια στιγμή μόνο συνειδητοποίησε ότι περπατούσε στους δρόμους της πατρίδας του. Σε μερικά χωριά τον παρατηρούσαν επίμονα μέχρι να χαθεί στο βάθος του δρόμου. Όταν έφτασε στο σπίτι του, η κόρη του έτρεξε να τον υποδεχτεί χαρούμενη. Είχε γυρίσει πιο γρήγορα απ’ όσο περίμεναν, αλλά όχι και πολύ περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζαν αυτοί που τον περίμεναν. “Μπαμπά!” φώναξε. “Που ήσουν; Το άστρο σου λαμποκοπά!”
Αλλά μόλις διάβηκε το κατώφλι του σπιτιού του, το φως του άστρου χαμήλωσε. Η Νελ τον πήρε απ’ το χέρι και τον οδήγησε στο τζάκι, κι εκεί γύρισε και τον κοίταξε προσεχτικά. “Που ήσουν, αγαπημένε μου;” τον ρώτησε. “Και τι είδες; Έχεις ένα λουλούδι στα μαλλιά σου”. Αυτός το πήρε απαλά απ’ το κεφάλι του και το ακούμπησε στο χέρι της. Έμοιαζε σαν κάτι που το βλέπεις από πολύ μακριά, κι όμως ήταν εκεί και φεγγοβολούσε ρίχνοντας σκιές στους τοίχους του δωματίου, που τώρα είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει γιατί σουρούπωνε. Η σκιά του σιδερά ορθωνόταν μπροστά της ψηλή έτσι που είχε το κεφάλι του σκυμμένο προς το μέρος της. “Μοιάζεις με γίγαντα, μπαμπά!” είπε ο γιος του, που δεν είχε μιλήσει ως εκείνητη στιγμή.
Το άνθος ούτε μαράθηκε ούτε ξεθώριασε στο πέρασμα του χρόνου. Κι ο σιδεράς το φύλαξε σαν μυστικό και σαν θησαυρό. Έφτιαξε ένα μικρό κιβωτιάκι, το ‘ βαλε μέσα και το κλείδωσε. Και προφυλαγμένο εκεί μέσα το λουλούδι περνούσε από γενιά σε γενιά. Κι αυτοί που κληρονομούσαν το σπίτι, μπορούσαν ορισμένες φορές ν’ ανοίξουν το κιβώτιο και να θαυμάσουν το Ζωντανό Λουλούδι, ώσπου το κιβωτιάκι να ξανακλείσει. Αλλά το πότε θα έκλεινε το μικρό κιβώτιο δεν το αποφάσιζαν αυτοί.
Ο χρόνος δε σταματούσε στο χωριό. Πολλοί είχαν πεθάνει πριν από καιρό. Στη Γιορτή των Παιδιών, τότε που ο σιδεράς είχε βρει το άστρο, δεν ήταν ούτε δέκα χρονών ο ίδιος. Ύστερα ακολούθησε η επόμενη Γιορτή των Εικοσιτεσσάρων. Ήταν τότε που ο Αλφ είχε γίνει Αρχιμάγειρας διαλέγοντας για καινούριο μαθητευόμενο τον Χάρπερ. Δώδεκα χρόνια αργότερα ο σιδεράς είχε γυρίσει από τη Νεραϊδοχώρα με το Ζωντανό Άνθος. Και τώρα, το χειμώνα που θα ‘ρχόταν, θα γινόταν μια νέα Γιορτή των Εικοσιτεσσάρων Παιδιών. Κάποια μέρα, εκείνο το χρόνο, ο Σμιθ σεργιανούσε στα δάση της Εξωτερικής Νεραϊδοχώρας. Ήταν φθινόπωρο. Χρυσά φύλλα γέμιζαν τα δέντρα και πορφυρά φύλλα σκέπαζαν το, χώμα. Ξαφνικά πίσω του ακούστηκαν βήματα. Ο Σμιθ όμως ούτε και που τους έδωσε σημασία, ούτε καν που γύρισε να κοιτάξει γιατί ήταν βυθισμένος σε σκέψεις.
Είχε έρθει εδώ μετά από πρόσκληση, κι είχε κάνει ένα μακρύ ταξίδι για να φτάσει. Τον είχαν βοηθήσει οδηγοί και φρουροί, αλλά δε θυμόταν ποιο δρόμο είχε πάρει. Κι αυτό γιατί τον έζωναν από παντού ομίχλη ή σκιές. Και κάποτε έφτασε σ’ ένα μέρος κάτω από ‘να νυχτερινό ουρανό πλημμυρισμένο άστρα. Κι εκεί τον οδήγησαν μπροστά στην ίδια τη Βασίλισσα. Δε φορούσε κορώνα κι ούτε είχε θρόνο. Στεκόταν όμως εκεί σ’ όλη τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια της. Ολόγυρα της υπήρχε ένα πλήθος πλάσματα, που έλαμπαν κι αστραποβολούσαν όπως τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Η Βασίλισσα όμως ήταν η πιο ψηλή απ’ όλους, πιο ψηλή κι απ’ τις μύτες των μακριών κονταριών. Πάνω απ’ το κεφάλι της έκαιγε μια λευκή φλόγα. Του έκανε νόημα να πλησιάσει, κι αυτός τρέμοντας προχώρησε μπροστά. Ακούστηκε ο καθαρός και βαθύς ήχος μιας σάλπιγγας και βρέθηκαν μόνοι.
Στάθηκε μπροστά της, αλλά δε γονάτισε γιατί σκέφτηκε απελπισμένος ότι όποια κίνηση κι αν έκανε αυτός ο τόσο ταπεινός ανθρωπάκος, θα ήταν μάταιη. Τελικά σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε στο πρόσωπο’ τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω του. Ταράχτηκε και κατάπληκτος διαπίστωσε αμέσως ότι την είχε ξαναδεί. Ήταν η όμορφη κοπέλα της πράσινης κοιλάδας, η χορεύτρια που άνθιζαν στα πόδια της τα λουλούδια. Εκείνη κατάλαβε ότι τα θυμήθηκε όλα. Του χαμογέλασε και τον πλησίασε. Μίλησαν πολλή ώρα μαζί· τον περισσότερο καιρό χωρίς λόγια Από τη σκέψη της έμαθε πολλά πράγματα. Αλλα απ’ αυτά τον γέμισαν χαρά κι άλλα τον γέμισαν λύπη. Ύστερα ο νους του γύρισε πίσω, ώσπου έφτασε στη Γιορτή των Παιδιών και στον ερχομό του άστρου. Και ξαφνικά, πάλι με το νου του, είδε τη μικρή φιγούρα που χόρευε κρατώντας το μαγικό ραβδάκι της. Ντροπιασμένος χαμήλωσε τα μάτια του μπρος στην ομορφιά της Βασίλισσας.
Αυτή όμως ξαναγέλασε με το ίδιο γέλιο όπως τότε στην κοιλάδα Έβερμορν. “Μη στενοχωριέσαι για μένα, Αστρομέτωπε”, του είπε. “Κι ούτε να ντρέπεσαι πολύ για τους ανθρώπους. Καλύτερα μια μικρή κούκλα από ζάχαρη, παρά να μη θυμάσαι καθόλου τη Νεραϊδοχώρα. Μερικοί της ρίχνουν μόνο μια και μοναδική ματιά. Αλλά για μερικούς άλλους είναι το ξύπνημα μιας άλλης ζωής. Εσύ, από κείνη την ημέρα λαχταρούσες μ’ όλη σου την καρδιά να με δεις. Να, λοιπόν, που εγώ πραγματοποίησα την επιθυμία σου. Όμως τώρα δεν έχω τίποτα άλλο να σου προσφέρω. Πρέπει ν’ αποχαιρετιστούμε, Αστρομέτωπε, αλλά θα σε κάνω αγγελιαφόρο μου. Κι άμα συναντήσεις το Βασιλιά πες του: Έφτασε η ώρα, άστον να διαλέξει!”
“Αλλά, Κυρά της Νεραϊδοχώρας”, είπε μπερδεύοντας τα λόγια του, “που είναι ο Βασιλιάς; Πολλές φορές ρώτησαν γι’ αυτόν τους ανθρώπους της Νεραϊδοχώρας, κι όλοι μου απάντησαν το ίδιο: Δε μας είπε”.
Κι η Βασίλισσα του απάντησε: “Αν δεν είπε στους ανθρώπους της Νεραϊδοχώρας που θα τον βρουν, όταν τονρώτησαν, τότε ούτε κι εγώ θα σου πω. Ταξιδεύει όμως πολύ κι έτσι είναι πιθανόν να τον συναντήσεις στα πιο απίθανα μέρη. Και τώρα γονάτισε και υποκλίσου”.
Ο σιδεράς γονάτισε κι αυτή έσκυψε κι ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του. Αμέσως ακινητοποιήθηκε. Την άλλη στιγμή του φάνηκε ότι βρισκόταν ταυτόχρονα και στη Νεραϊδοχώρα κι έξω απ’ αυτή και σαν να κοίταζε από κάπου ψηλά. Γαλήνη και ειρήνη τον πλημμύρισαν. Και μετά, ύστερα από λίγο, η ακινησία πέρασε. Τότε κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε όρθιος. Το χάραμα φώτιζε τον ουρανό, τ’ αστέρια χλόμιαζαν κι η Βασίλισσα είχε χαθεί. Κάπου, πέρα μακριά, πέρα απ’ τα βουνά, άκουσε τον αντίλαλο βούκινου.
Στεκόταν σ’ ένα ψηλό μέρος που ήταν έρημο και σιωπηλό και ένιωθε μέσα του ότι ο δρόμος του τώρα πια θα τον οδηγούσε ξανά πίσω στη θλίψη.
Το σημείο της συνάντησης ήταν κάπου μακριά του, πολύ πίσω πια. Τα σκεφτόταν όλα αυτά έτσι όπως περπατούσε ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα Σκεφτόταν αυτά που είχε δει και είχε μάθει. Και ξαφνικά κάποια άλλα βήματα τον πλησίασαν και μια φωνή ακούστηκε πλάι του:
“Τραβάμε τον ίδιο δρόμο, Αστρομέτωπε;”
Σταμάτησε να σκέφτεται και γύρισε ξαφνιασμένος. Ένας άνθρωπος περπατούσε δίπλα του. Ήταν ψηλός και το βήμα του ανάλαφρο και γρήγορο. Φορούσε σκούρα πράσινα ρούχα και κουκούλα που σκίαζε το πρόσωπο του. Ο σιδεράς απόρησε, γιατί μόνο τα πλάσματα της Νεραϊδοχώρας τον φώναζαν Αστρομέτωπο. Προσπάθησε, αλλά στάθηκε αδύνατο να θυμηθεί αν ποτέ του είχε συναντήσει αυτό τον άνθρωπο εκεί πέρα. Κι όμως αδιόρατα ένιωθε πως τον ήξερε. “Εσύ προς τα που πας;” ρώτησε.
“Ξαναγυρίζω στο χωριό σου. Και, νομίζω ότι κι εσύ εκεί πηγαίνεις”.
“Πραγματικά”, απάντησε ο σιδεράς. “Ας περπατήσουμε, λοιπόν, μαζί. Α, κοίτα, τώρα δα κάτι θυμήθηκα. Πριν ξεκινήσω για το ταξίδι του γυρισμού μια Μεγάλη Κυρία μου ‘ δώσε ένα μήνυμα. Αλλά απ’ ό,τι βλέπω γρήγορα θα βγούμε έξω απ’ τη Νεραϊδοχώρα κι εγώ δε νομίζω ότι θα επιστρέψω εδώ ποτέ μου. Μήπως θα μπορούσες να το δώσεις εσύ;”
“Μετά χαράς. Ποιο είναι το μήνυμα;”
“Ναι, αλλά είναι για το Βασιλιά. Ξέρεις που θα τον βρεις;”
“Ξέρω. Ποιο είναι το μήνυμα;”
“Η Κυρά μου είπε να πω στο Βασιλιά: Έφτασε η ώρα, άστον να διαλέξει”.
“Κατάλαβα. Μην κουράζεσαι άλλο”.
Συνέχισαν να περπατούν πλάι-πλάι και τώρα δεν ακούγονταν τίποτ’ άλλο παρά μόνο τα ξερά φύλλα κάτω απ’ τα πόδια τους. Είχαν περπατήσει έτσι κάμποσα μίλια, κι ενώ βρίσκονταν ακόμα στη Νεραϊδοχώρα ο άνθρωπος σταμάτησε. Γύρισε προς το σιδερά και τράβηξε την κουκούλα του. Και τότε ο σιδεράς τον γνώρισε. Ήταν ο Αλφ ο Μαθητευόμενος, όπως εξακολουθούσε να τον λέει μέσα του ο σιδεράς. Γιατί πάντα θυμόταν την ημέρα που ο νεαρός Αλφ στεκόταν στην αίθουσα και κρατούσε το λαμπερό μαχαίρι για να κόψουν την τούρτα με τα μάτια του ν’ αντιφεγγίζουν το φως των κεριών. Μόνο που τώρα θα πρέπει κανονικά να ήταν γέρος, γιατί ήταν Αρχιμάγειρας εδώ και πολλά χρόνια. Κι όμως, νάτος! Στεκόταν εδώ μπροστά του, κάτω απ’ τις αψίδες των δέντρων του Εξωτερικού Δάσους, ίδιος κι απαράλλαχτος με τον Μαθητευόμενο εκείνου του καιρού. Μόνο που τώρα φαινόταν πιο αρχοντικός. Δεν είχε ούτε μια γκρίζα τρίχα στα μαλλιά του, κι ούτε μια ρυτίδα στο πρόσωπο του· και τα μάτια του άστραφταν λες κι αντανακλούσαν το φως.
“Θα πρέπει να σου μιλήσω, Σμιθ Σμίθσον, πριν γυρίσουμε στο χωριό σου”, του είπε. Ο σιδεράς αναρωτήθηκε το γιατί. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές κι αυτός ήθελε να μιλήσει στον Αλφ, αλλά ποτέ του δεν μπόρεσε να το κάνει. Ο Αλφ πάντα τον χαιρετούσε καλόκαρδα και τον κοίταζε με φιλικό βλέμμα, αλλά έδειχνε σαν να ‘ θελε ν’ αποφύγει την κουβέντα μαζί του. Τώρα όμως τον κοιτούσε καλοσυνάτα. Μετά σήκωσε το χέρι του και με το δάχτυλο του άγγιξε το άστρο στο μέτωπο του. Ηλάμψη χάθηκε από τα μάτια του και τότε ο σιδεράς κατάλαβε ότι πρέπει να προερχόταν απ’ το άστρο που έλαμπε φωτεινό. Τώρα όμως φαινόταν σαν να τρεμόσβηνε. Οπισθοχώρησε έκπληκτος και θυμωμένος.
“Δε νομίζεις, αφέντη Σμιθ”, είπε ο Αλφ, “πως είναι καιρός πια να παραδώσεις αυτό το πράγμα;”
“Και γιατί παρακαλώ, κύριε Αρχιμάγειρα; Δικό μου δεν είναι; Εσύ τι ενδιαφέρεσαι, λοιπόν, ε; Εγώ δεν το βρήκα; Δεν μπορώ επομένως να το κρατήσω για ενθύμιο;”
“Μερικά πράγματα φαίνεται πως δεν μπορείς. Υπάρχουν ειδικά δώρα που τα προσφέρει κανείς για παντοτινά ενθύμια. Μερικά όμως δε δίνονται γι αυτό το λόγο. Δεν μπορεί να τα κρατήσει για πάντα ένας άνθρωπος, ούτε να τα κληρονομήσει. Δανείζονται μόνο. Δε σου πέρασε απ’ το μυαλό ότι και κάποιος άλλος μπορεί να το χρειάζεται; Κι όμως έτσι είναι. Κι ο χρόνος βιάζει”.
Ο σιδεράς ταράχτηκε. Ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος και θυμόταν μ’ ευγνωμοσύνη όλα όσα το άστρο του είχε προσφέρει.
“Λοιπόν, τι πρέπει να κάνω;” ρώτησε. “Να το δώσω σε κάποιον απ’ τους Μέγιστους της Νεραϊδοχώρας; Ή να το δώσω στο Βασιλιά;” Κι ενώ ρωτούσε, η καρδιά του γέμισε μ’ ελπίδα. Γιατί πίστευε ότι κάνοντας μια τέτοια πράξη θα μπορούσε να ξαναμπεί στη Νεραϊδοχώρα.
“Θα το δώσεις σε μένα”, είπε ο Αλφ. “Κι αν αυτό σου φαίνεται κομμάτι δύσκολο, να τι σου προτείνω να κάνεις. Θα ‘ρθεις μαζί μου στην αποθήκη μου και θα το ξαναβάλεις στο κιβωτιάκι που το είχε τοποθετήσει απ’ την αρχή ο παππούς σου”.
“Δεν ήξερα πως έτσι είχε το ζήτημα”, είπε ο σιδεράς.
“Κανείς δεν το ‘ξερε εκτός από μένα. Μονάχα εγώ ήμουν μαζί του”.
“Τότε φαντάζομαι ότι ξέρεις πως βρήκε το άστρο και γιατί το έβαλε στο κιβώτιο”.
“Βέβαια! Το ‘φερε απ’ τη Νεραϊδοχώρα. Το ξέρεις πολύ καλά, έτσι δεν είναι;” απάντησε ο Αλφ. “Το άφησε φεύγοντας με την ελπίδα ότι θα περνούσε σε σένα αφού ήσουν το μοναδικό του εγγόνι. Έτσι μου είπε, γιατί νόμιζε ότι αυτό θα μπορούσα να το κανονίσω εγώ. Ήταν ο πατέρας της μητέρας σου. Δεν ξέρω αν εκείνη σου μίλησε ποτέ γι’ αυτόν ή αν ήξερε κάτι, πολλά ή λίγα, για να στα πει. Τον έλεγαν Ρεντ κι ήταν ένας μεγάλος ταξιδευτής. Είχε δει πολλά πράγματα και μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα πριν αποφασίσει να στεριώσει κάπου και να γίνει Αρχιμάγειρας. Έφυγε ωστόσο, όταν εσύ ήσουν μονάχα δυο χρονών. Οι άλλοι στο Γούτον δεν μπόρεσαν να βρουν κανέναν καλύτερο να πάρει τη θέση του, εκτός απ’ τον κακομοίρη τον Νόουκς. Μετά απ’ αυτό, κι όπως το περιμέναμε, όταν πέρασε ο καιρός έγινα εγώ Αρχιμάγειρας. Το χρόνο που μας έρχεται θα κάνω ακόμα μια Μεγάλη Τούρτα. Θα ‘μαι και ο μόνος που θα θυμούνται ότι έκανε δεύτερη. Θέλω, λοιπόν, να βάλω μέσα της το άστρο”.
“Α, ωραία, λοιπόν! Αφού είναι έτσι, τότε να το πάρεις”, είπε ο σιδεράς. Κοίταξε τον Αλφ σαν να προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. “Ξέρεις ποιος θα το βρει;”
“Κι εσένα τι σε νοιάζει, αφέντη Σμιθ;”
“Ε, να, θα ‘ θελα να ξέρω, Αρχιμάγειρα! Ξέροντας, ίσως μου είναι πιο εύκολο ν’ αποχωριστώ ένα τόσο αγαπημένο πράγμα. Κοίτα, το παιδί της κόρης μου είναι μικρουλάκι ακόμα!”
“Ίσως! Μπορεί ναι, μπορεί και όχι! Θα δούμε!” είπε οΑλφ.
Δεν ξαναμίλησαν και συνέχισαν το δρόμο τους, ώσπου βγήκαν απ’ τη Νεραϊδοχώρα. Τελικά ξαναγύρισαν στο χωριό. Κι εκεί τράβηξαν αμέσως προς την Αίθουσα. Ήταν η ώρα που ο ήλιος βασίλευε και πυρπολούσε με κόκκινο φως τα παραθύρια της. Τα σκαλίσματα στη μεγάλη πόρτα έλαμπαν και παράξενα πρόσωπα με πολλά χρώματα τους κοιτούσαν απ’ τις υδροροές κάτω απ’ τη στέγη. Δεν είχε περάσει και πολύς καιρός από τότε που η Αίθουσα είχε ξαναβαφτεί και της είχαν βάλει καινούρια τζάμια Κι αυτό ήταν ένα θέμα που προκάλεσε αμέτρητες συζητήσεις στο Συμβούλιο. Σε μερικούς δεν άρεσε και υποστήριζαν ότι όλ’ αυτά ήταν μοντέρνες αηδίες. Μερικοί άλλοι όμως που είχαν ευρύτητα πνεύματος, ισχυρίζονταν ότιδεν ήταν παρά επιστροφή στο παλιό έθιμο. Πάντως δεν τους κόστισε δεκάρα, γιατί ο Αρχιμάγειρας πρέπει να πλήρωσε απ’ την τσέπη του. Τον άφησαν, λοιπόν, να κάνει ό,τι θέλει. Ο σιδεράς όμως, δεν το ‘χε ξαναδεί έτσι φωτισμένο και σταμάτησε κοιτάζοντας το με θαυμασμό. Για μια στιγμή, απορροφημένος απ’ το θέαμα, είχε ξεχάσει την αποστολή του.
Ένα άγγιγμα στο χέρι τον συνέφερε. Ήταν ο Αλφ που τον οδήγησε στο πίσω μέρος, σε μια μικρή πόρτα. Την άγγιξε και διαβαίνοντας ένα σκοτεινό πέρασμα, κατέβασε το σιδερά κάτω, στην αποθήκη. Άναψε πρώτα ένα ψηλό κερί και μετά ξεκλείδωσε ένα ντουλάπι. Από ένα ράφι του πήρε το μαύρο κουτί. Ήταν γυαλισμένο τώρα και γεμάτο ασημένια ιερογλυφικά.
Σήκωσε το καπάκι κι είπε του σιδερά να κοιτάξει μέσα. Ένα μικρό χώρισμα του ήταν άδειο. Τα άλλα ήταν γεμάτα με μπαχαρικά, φρέσκα και μυρωδάτα Τα μάτια του σιδερά δάκρυσαν. Ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του και το άστρο έπεσε αμέσως. Ένιωσε ένα ξαφνικό πόνο και τα δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά του. Το άστρο έλαμπε τώρα δυνατά, αλλά αυτός δεν μπορούσε να το δει ξεκάθαρα γιατί τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα.
“Δεν μπορώ να δω καθαρά”, είπε. “Πρέπει να το βάλεις εσύ για μένα”. Άπλωσε το χέρι του κι ο Αλφ πήρε το άστρο και το ‘ βαλε στη θέση του. Μόλις έγινε αυτό το φως του άστρου χάθηκε. Αμίλητος ο σιδεράς, ύστερα απ’ αυτό, γύρισε και ψαχτά πήγε προς την πόρτα Μόλις έφτασε στο κατώφλι της, διαπίστωσε ότι η όραση του είχε ξαναγυρίσει. Ήταν απόγευμα κι ο Αποσπερίτης έλαμπε στον ουρανό κοντά στο φεγγάρι. Για μια στιγμή στάθηκε θαυμάζοντας την ομορφιά του. Μετά ένα χέρι άγγιξε τον ώμο του και γύρισε.
“Έδωσες το άστρο με τη θέληση σου”, είπε ο Αλφ. “Αν επιθυμείς ακόμα να μάθεις πιο παιδί θα το πάρει, θα στο πω”.
“Το θέλω πραγματικά”.
“Ωραία! Θα το πάρει εκείνο το παιδί που θα μου υποδείξεις εσύ”.
Έκπληκτος ο σιδεράς δεν απάντησε αμέσως. “Λοιπόν”, είπε δισταχτικά. “Αναρωτιέμαι πως θα σου φανεί η εκλογή μου. Πιστεύω ότι δεν έχεις κανένα λόγο να συμπαθείς το όνομα του Νόουκς, έτσι δεν είναι; Ο μικρός του εγγονός όμως, ο Τιμ, φύτρα απ’ τους Νόουκς του Τάουνσεντ, έρχεται στη Γιορτή. Οι Νόουκς του Τάουνσεντ είναι τελείως διαφορετικοί”.
“Το ‘χω προσέξει”, είπε ο Αλφ. “Η μητέρα του είναισοφή γυναίκα”.
“Ναι, βέβαια! Είναι αδερφή της γυναίκας μου, της Νελ. Αλλά πέρα απ’ τη συγγένεια τον αγαπώ τον μικρούλη τον Τιμ. Κι ας μη μοιάζει να ‘ ναι η πιο καλή επιλογή”.
Ο Αλφ χαμογέλασε. “Ούτε κι εσύ ήσουν”, είπε. “Συμφωνώ, όμως! Στην πραγματικότητα κι εγώ τον Τιμ είχα,διαλέξει”.,
“Μα τότε γιατί μου ζήτησες να το κάνω εγώ;”
“Η Βασίλισσα το ‘θελε να γίνει έτσι. Αν είχες διαλέξει διαφορετικά θα ‘πρεπε να υποχωρήσω”.
Ο σιδεράς κοίταξε για πολλή ώρα τον Αλφ. Και ξαφνικά υποκλίθηκε. “Τώρα καταλαβαίνω, κύριε. Μας κάνετε πολύ μεγάλη τιμή”.
“Μου την ξεπληρώσατε”, είπε ο Αλφ. “Και τώρα, γύρισε σπίτι σου ήσυχος”.
Όταν ο σιδεράς έφτασε στο σπίτι του, στη δυτική άκρη του χωριού, βρήκε το γιο του στην πόρτα του σιδεράδικου. Μόλις την είχε κλειδώσει. Η δουλειά της ημέρας είχε τελειώσει και τώρα στεκόταν εκεί κοιτάζοντας τον άσπρο δρόμο. Ήταν ο δρόμος που συνήθιζε να παίρνει ο πατέρας του όταν επέστρεφε απ’ τα ταξίδια του. Ακουσε βήματα και γύρισε. Έκπληκτος είδε τον πάτερα του να έρχεται απ’ το χωριό. Έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε θερμά και τον φίλησε.
“Σε περίμενα από χτες, πατέρα”, είπε. Ύστερα βλέποντας το πρόσωπο του τον ρώτησε ανήσυχος. “Μα φαίνεσαι ταλαιπωρημένος. Ταξίδεψες μακριά;”
“Πολύ μακρυά, γιε μου! Απ’ την Ανατολή μέχρι Δύση”.
Μπήκαν μαζί μέσα στο σπίτι που ήταν σκοτεινό· μόνο η φωτιά έκαιγε στο τζάκι. Ο γιος άναψε κεριά και κάθισαν για λίγο κοντά στη φωτιά, χωρίς να μιλούν. Ο σιδεράς ένιωθε κατακουρασμένος και μέσα του θλίψη. Τελικά κοίταξε ολόγυρα και σαν συνήλθε λίγο ρώτησε: “Είμαστε μόνοι;”
Ο γιος του τον κοίταξε προσεχτικά. “Ναι, πατέρα, αλλά γιατί ρωτάς; Η μητέρα έχει πάει στο μικρό Γούτον, στης Ναν. Είναι τα δεύτερα γενέθλια του μικρού, ξέρεις. Κι έλπιζαν ότι θα πήγαινες κι εσύ εκεί”.
“Α, ναι, πραγματικά θα ‘πρεπε να ‘μουν εκεί! Θα ‘πρεπε να ‘χα πάει στης Ναν, αλλά καθυστέρησα. Είχα να σκεφτώ διάφορα άλλα πράγματα. Αλλά τον μικρούλη τον Τιμ δεν τον ξέχασα, όχι!”
Έβαλε το χέρι του στο στήθος του κι έβγαλε ένα μικρό πουγκί από μαλακό δέρμα. “Του ‘φερα κάτι. Ένα δωράκι, όπως θα ‘λεγε κι ο γέρο Νόουκς, αλλά είναι απ’ τη Νεραϊδοχώρα, Νεντ! Να δες!” Έβγαλε απ’ το πουγκί ‘του ένα μικρούλι ασημένιο πραγματάκι. Έμοιαζε με το μίσχο ενός μικροσκοπικού κρίνου. Στην κορυφή του υπήρχαν τρία λεπτεπίλεπτα λουλουδάκια που έμοιαζαν με καμπανούλες. Και ήταν πραγματικά καμπανούλες, γιατί .μόλις το κούνησε αυτές σαν να κελάηδησαν έναν καθάριο μικρό ήχο. Όταν ακούστηκε αυτός ο γλυκός ήχος, τα κεριά λαμπύρισαν και για μια στιγμή έλαμψαν μ’ να λευκό φως.
Ο Νεντ κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια γεμάτα θαυμασμό. “Μπορώ να το δω, πατέρα;” ρώτησε. Το πήρε προσεχτικά και κοίταξε τα λουλούδια. “Καταπληκτική δουλειά”, είπε. “Και ξέρεις, πατέρα, αυτές οι καμπανούλες μοσχοβολούν! Έχουν ένα άρωμα που μου θυμίζει… μου θυμίζει, κάτι που το ‘χω ξεχάσει!”
“Αυτή η μοσχοβολιά, Νεντ, ξεχύνεται λίγο πριν ακουστούν οι καμπανούλες. Και μη φοβάσαι να το πιάσεις, Νεντ. Είναι φτιαγμένο για να παίζει μ’ αυτό ένα παιδί. Ούτε το παιδί μπορεί να το σπάσει, ούτε και το παιχνίδι μπορεί να του κάνει κακό”.
Ο σιδεράς ξανάβαλε το δωράκι του μέσα στο πουγκί και το ‘ κρύψε. “Θα πάω αύριο εγώ ο ίδιος στο μικρό Γούτον”, είπε. “Η Ναν κι ο άντρας της, ο Τομ, και η μητέρα σου, ίσως να με συγχωρέσουν. Κι όσο για τον μικρούλη τον Τιμ δεν έφτασε ακόμα η ώρα του για ν’ αρχίσει να μετρά τις ημέρες… και τις εβδομάδες… και τους μήνες… και τα χρόνια…”
“Εντάξει, πατέρα! Να πας! Θα ‘ θελα να έρθω κι εγώ στο μικρό Γούτον, αλλά για την ώρα δεν μπορώ να κουνήσω από δω. Ακόμα κι αν δε σε περίμενα, σήμερα θα μου ήταν αδύνατο να φύγω. Έχω πολλή δουλειά, κι έρχεται συνέχεια καινούρια”.
“Α, όχι, όχι, γιε του σιδερά! Πρέπει να πας κι εσύ διακοπές! Επειδή έγινα παππούς, αυτό δε σημαίνει ότι αδυνάτισαν και τα χέρια μου. Ασε τη δουλειά να έρχεται. Από δω και μπρος θα υπάρχουν δυο ζευγάρια χέρια για να βγάλουν πέρα όλες τις δουλειές, όλες τις μέρες. Δε θα ξαναταξιδέψω πια, Νεντ. Τουλάχιστον δε θα κάνω μακρινά ταξίδια, αν με καταλαβαίνεις!”
“Νομίζω, πατέρα. Αλλά θα ‘θελα να σε ρωτήσω: Τι έγινε το άστρο; Είναι κρίμα που δεν το ‘χεις πια”. Ακούμπησε το χέρι του πατέρα του. “Λυπάμαι για σένα. Ωστόσο, σου λέω: Δες το και απ’ την καλή πλευρά του. Ξέρεις, αφέντη σιδερά, θαρρώ ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να μου τα μάθεις. Αν έχεις, φυσικά, καιρό. Και, βέβαια, δεν εννοώ μόνο το δούλεμα του σίδερου. Καταλαβαίνεις, έτσι;” Δείπνησαν μαζί και για πολλή ώρα, αφού έφαγαν καθισμένοι στο τραπέζι, μιλούσαν. Ο σιδεράς διηγιόταν στο γιο του το μεγάλο ταξίδι που έκανε στη Νεραϊδοχώρα. Αλλά του μίλησε και για άλλα πράγματα, ό,τι περνούσε απ’ το μυαλό του. Το μόνο που απόφυγε να του πει ήταν ποιος θα ‘ χε από δω και μπροςτο άστρο.
Στο τέλος ο γιος του τον κοίταξε και του είπε: “Θυμάσαι, πατέρα, την ημέρα που γύρισες με το λουλούδι; Τότε που σου είχα πει ότι η σκιά σου μοιάζει με τη σκιά ενός γίγαντα; Αυτή η σκιά ήταν αληθινή. Το ίδιο και η Βασίλισσα που χόρεψες μαζί της. Κι όμως, εσύ το ‘δωσες το άστρο. Ελπίζω, λοιπόν, το άστρο αυτό να πάεισε κάποιον το ίδιο άξιο με σένα. Το παιδί που θα το πάρει πρέπει να σου χρωστά μεγάλη ευγνωμοσύνη”.
“Το παιδί δε θα ξέρει τίποτε”, είπε ο σιδεράς. “Έτσι συμβαίνει μ’ αυτά τα δώρα. Και, τέλος πάντων, έτσι έχουν τα πράγματα. Το επέστρεψα, Νεντ, και τώρα ξαναγυρίζω στα σφυριά και στις τσιμπίδες!”
Είναι παράξενο πράγμα, αλλά ο γερο-Νόουκς που πάντα κορόιδευε τον μαθητευόμενο του, ποτέ δεν μπόρεσε να βγάλει απ’ το μυαλό του την εξαφάνιση του άστρου της τούρτας. Παρ’ όλο που αυτό το περιστατικό είχε γίνει πριν από πολλά χρόνια. Τώρα είχε γίνει χοντρός και τεμπέλης κι όταν έγινε εξήντα χρονών σταμάτησε ν’ ασχολείται με το επάγγελμα του (ηλικία που για το χωριό δεν ήταν και πολύ μεγάλη). Όταν πλησίαζε τα ογδόντα του ήταν πια πολύ παχύς, γιατί συνέχιζε να καταβροχθίζει μεγάλες ποσότητες φαγητού και του άρεσε η ζάχαρη. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας του, όταν δε βρισκόταν στο τραπέζι, τις περνούσε χουζουρεύοντας σε μια μεγάλη πολυθρόνα στο παράθυρο το σπιτιού του. Αν ο καιρός ήταν καλός, τότε την άραζε έξω απ’ την πόρτα του. Είχε γίνει πολυλογάς και είχε γνώμη για όλα. Αλλά τώρα τελευταία οι κουβέντες του περιστρέφονταν γύρω απ’ τη Μεγάλη Τούρτα που είχε φτιάξει (και που τώρα πια είχε πειστεί απόλυτα ότι ήταν η καλύτερη). Κι αυτό γιατί κάθε φορά που κοιμόταν την έβλεπε στον ύπνο του. Μερικές φορές ο Μαθητευόμενος σταματούσε τη δουλειά του για ν’ ανταλλάξουν μια δυο κουβέντες. Ακόμα έτσι τον φώναζε ο γερο-Μάγειρας και περίμενε από τον άλλο να τον προσφωνήσει Αφεντικό. Ο Μαθητευόμενος το έκανε πολύ προσεχτικά κι αυτός ήταν ο λόγος που κέρδιζε την εύνοια του Νόουκς κι ας υπήρχαν κι άλλοι που ο Νόουκς τους συμπαθούσε περισσότερο.
Ένα απόγευμα ο Νόουκς ραχάτευε στη πολυθρόνα του κοντά στην πόρτα. Είχε φάει και τώρα μισοκοιμόταν. Ξύπνησε και είδε τον Μαθητευόμενο να στέκεται μπροστά του και να τον κοιτάζει. “Α, γεια σου!” είπε. “Χαίρομαι που σε βλέπω, γιατί σκεφτόμουν πάλι αυτή την Τούρτα. Τούτη τη στιγμή αυτήν ακριβώς σκεφτόμουν. Ήταν η καλύτερη τούρτα που έφτιαξα ποτέ κι αυτό λέει πολλά. Εσύ, όμως, μπορεί να μην τη θυμάσαι”.
“Ω, όχι, αφεντικό! Τη θυμάμαι πολύ καλά. Αλλά γιατί στενοχωριέσαι; Ήταν μια θαυμάσια τούρτα. Όλοι την παίνεψαν κι όλοι την ευχαριστήθηκαν”.
“Ε, μα φυσικά. Αφού την έφτιαξα εγώ… Αλλά δεν είναι αυτό που με στενοχωρεί. Γιατί εξάλλου; Αλλά να, πρόκειται για ‘ κείνο το μικρό δωράκι. Λέω για το άστρο. Σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι έγινε. Φυσικά, αποκλείεται να έλιωσε. Αυτό το είπα μόνο για να μην τρομάξουν τα παιδιά. Αναρωτήθηκα αν το κατάπιε κανένα. Αλλά κάτι τέτοιο το θεωρώ αδύνατο. Τα μικρά νομίσματα μπορείς να τα καταπιείς χωρίς να το πάρεις είδηση. Αλλά το άστρο όχι. Ήταν μικρό βέβαια, αλλά γεμάτο μυτερές άκρες”.
“Σε νιώθω, αφεντικό. Θέλεις να μάθεις, αλήθεια, τι έγινε το άστρο, έτσι δεν είναι; Αλλά μη σκοτίζεσαι. Να ‘ σαι βέβαιος ότι κάποιος θα το κατάπιε”.
“Έστω, αλλά ποιος να ήταν αυτός; Έχω καλό μνημονικό κι αυτή την ημέρα τη θυμάμαι καλά. Μπορώ να θυμηθώ τα ονόματα όλων των παιδιών. Για μια στιγμή να σκεφτώ… Λοιπόν… Πρέπει να ήταν η Μόλι του μυλωνά. Ήταν λαίμαργο κορίτσι και καταβρόχθιζε τα πάντα. Γι’ αυτό και τώρα έχει χοντρύνει σαν γελάδα”.
“Έχεις δίκιο, αφεντικό. Πραγματικά μερικοί άνθρωποι;! παραφουσκώνουν. Αλλά η Μόλι έτρωγε προσεχτικά την τούρτα της. Στο κομμάτι της, μάλιστα, βρήκε δυοδωράκια”.
“Αλήθεια, ε; Τότε πρέπει να ήταν ο Χάρι του χαλκωματή. Ένα παιδί χοντρό σαν βαρέλι. Το στόμα του ήταν μεγάλο σαν του βάτραχου”.
“Εγώ, αφεντικό, θαρρώ πως ήταν ένα καλό παιδί που είχε ένα μεγάλο, φιλικό χαμόγελο. Αλλά όπως και να έχει το πράγμα, ήταν πολύ προσεχτικό. Το κομμάτι του έκανε τρίμματα πριν το φάει. Αλλά δε βρήκε τίποτα, παρά μόνο τούρτα”.
“Τότε θα πρέπει να ήταν εκείνο το μικρό χλωμό κοριτσάκι, η Λίλι του υφασματέμπορα. Όταν ήταν μωράκι ακόμα, είχε τη συνήθεια να καταπίνει καρφίτσες. Κι όμως ποτέ του δεν έπαθε τίποτα”.
“Ούτε και η Λίλι νομίζω πως ήταν, αφεντικό. Αυτή έφαγε μόνο την πάστα κι έγλειψε τη ζάχαρη, όλο το άλλο κομμάτι το ‘δωσε στ’ αγόρι που καθόταν δίπλα της”. “Τότε δηλώνω αδυναμία. Ποιος ήταν; Πρέπει να είδες, αφού θυμάσαι τόσες λεπτομέρειες για τους άλλους. Εκτός κι αν τις βγάζεις απ’ το μυαλό σου”.
“Λοιπόν, ήταν ο γιος του σιδερά, αφεντικό. Και θαρρώ πως τον ωφέλησε”.
“Έτσι, ε! Για συνέχισε!” γέλασε ο γέρο Νόουκς. “Έπρεπε να το καταλάβω ότι μου παίζεις κάποιο παιχνίδι. Μα ο Σμιθ, παιδί μου, ήταν τότε ένα πολύ ήσυχο αγόρι. Τώρα, απ’ ό,τι μαθαίνω, είναι λίγο φασαρίας, λίγο τραγουδιστής… Και δε διακινδυνεύει άσκοπα. Δαγκώνει δυο φορές πριν καταπιεί. Και πάντοτε αυτό έκανε, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω”.
“Καταλαβαίνω, αφεντικό! Όμως, κοίτα, αν δεν πιστεύεις ότι ο Σμιθ ήταν όπως σου λέω, τότε δεν μπορώ να βοηθήσω. Μπορεί, βέβαια, να μην έχει και σημασία πια. Αλλά θα ηρεμήσεις αν σε βεβαιώσω ότι το άστρο βρίσκεται και πάλι μέσα στο κουτί; Νάτο! Εδώ είναι!”
Ο Μαθητευόμενος φορούσε έναν σκούρο, πράσινο μανδύα. Ο Νόουκς, όμως, δεν τον είχε προσέξει. Μέσα από τις πτυχές του, λοιπόν, έβγαλε το κουτί, το άνοιξε και το έβαλε κάτω απ’ τη μύτη του γέρο Μάγειρα. “Τοβλέπεις, αφεντικό; Να, εκεί στη γωνία είναι”.
Ο γερο Νόουκς άρχισε να βήχει και να φταρνίζεται, Στο τέλος κοίταξε το κουτί. “Έχεις δίκιο”, είπε. “Είναι το άστρο. Ή τουλάχιστον μοιάζει”.
“Είναι το ίδιο, αφεντικό. Εγώ ο ίδιος το έβαλα εκεί πριν μερικές μέρες. Τούτο το χειμώνα θα ξαναμπεί μέσα Μεγάλη Τούρτα”.
“Α, χα!” είπε ο Νόουκς και κοίταξε το Μαθητευόμενο, Ύστερα έμπηξε τα γέλια· γελούσε τόσο πολύ που έτρεμε ολόκληρος. “Κατάλαβα, κατάλαβα! Εικοσιτέσσερα παιδόπουλα κι εικοσιτέσσερα τυχερά πραγματάκια και τοάστρο έξτρα. Που σημαίνει: Το έβγαλες πριν ψηθεί· και το κράτησες για άλλη μια φορά. Έτσι δεν είναι; Πάντοτε ήσουν πονηρός, διαολεμένα πονηρός, θα ‘ λέγε κανείς. Και τσιγκουνάκος. Με το σταγονόμετρο έβαζες το βούτυρο. Χα, χα, χα! Ώστε έτσι έγιναν, λοιπόν, τα πράγματα! Θα ‘πρεπε να το ‘χα καταλάβει. Τώρα ξεκαθάρισε το ζήτημα, κι έτσι μπορώ να πάρω έναν υπνάκο με την ησυχία μου!” Βολεύτηκε στην πολυθρόνα του. “Πρόσεξε, όμως, και τον δικό σου Μαθητευόμενο, μη σου σκαρώσει καμιά φάρσα. Διότι οι πονηροί δεν ξέρουν όλες τις πονηριές, που λέει κι η παροιμία!”
“Χαιρετώ σε, αφεντικό”, είπε ο Μαθητευόμενος κι έκλεισε τόσο δυνατά το κουτί που ο γέρο Μάγειρας ξανάνοιξε τα μάτια του. “Ακουσε με, Νόουκς”, του είπε. “Είναι αλήθεια ότι ξέρεις πολλά πράγματα, για αυτό κι εγώ μονάχα δυο φορές προσπάθησα να σου πω κάτι. Σου είπα ότι το άστρο ήρθε απ’ τη Νεραϊδοχώρα, κι ακόμη ότι το πήρε ο σιδεράς. Εσύ, όμως, γέλασες μαζί μου. Τώρα που αποχωριζόμαστε θα σου πω ακόμη κάτι. Και καλά θα ‘ κάνεις να μη γελάσεις. Λοιπόν, είσαι ένας άχρηστος γέρο μουρμούρης, ένας χοντρομπαλάς τεμπέλης, ένας πανούργος! Τις περισσότερες απ’ τις δουλειές σου εγώ τις έκανα. Τόσα πράγματα έμαθες από μένα και δε μου είπες ούτε ένα “ευχαριστώ”. Μα καλά, δε σέβεσαι τη Νεραϊδοχώρα; Δεν έχεις λίγη ευγένεια; Δεν έχεις ούτε μια σταλιά απ’ αυτήν, έστω και για να μου πεις μια καλημέρα;”
“Ευγένεια;” είπε ο Νόουκς. “Και το θεωρείς εσύ ευγένεια να βρίζεις του μεγαλύτερους σου και τους καλύτερους σου; Ωραία! Ακου, παιδάκι μου! Πάρε τη Νεραϊδοχώρα σου και τις άλλες βλακείες σου κι άντε πήγαινε πουθενά αλλού! Πάρε και μια καλημέρα, αν αυτό περιμένεις, κι άντε στο καλό. Αντε, μπράβο!” Και του έγνέψε κοροϊδευτικά. “Κι αν συναντήσεις κανέναν απ’ τους νεραϊδένιους φίλους σου στην κουζίνα, τώρα που θα φεύγεις, στείλτον μου, σε παρακαλώ! Θέλω να τον δω! Αν κουνήσω το μαγικό ραβδάκι του και με ξανακάνει νεαρούλη, ε, τότε θ’ αλλάξω ιδέα γι’ αυτόν”. Και γέλασε.
“Δεν μπορείς ν’ αφιερώσεις ούτε λίγα λεπτά στο Βασιλιά της Νεραϊδοχώρας;” ρώτησε ο άλλος. Και τότε ο Νόουκς τρομαγμένος διαπίστωσε ότι όσο μιλούσε ο Μαθητευόμενος μεγάλωνε συνέχεια. Την άλλη στιγμή έριξε πίσω το μανδύα του κι αποκαλύφτηκε. Ήταν ντυμένος σαν αρχιμάγειρας, αλλά τ’ άσπρα του ρούχα λαμπύριζαν και λαμποκοπούσαν. Και στο μέτωπο του υπήρχε ένα μεγάλο πετράδι σαν λαμπερό αστέρι. Το πρόσωπο του ήταν νεανικό αλλά σοβαρό.
“Γέρο”, του είπε. “Δεν είσαι μεγαλύτερος μου! Κι όσο για καλύτερος… Πάντοτε με κορόιδευες πίσω απ’ την πλάτη μου. Και τολμάς τώρα να με προκαλείς έτσι ανοιχτά;” Προχώρησε κατά πάνω του κι ο Νόουκς μαζεύτηκε στην πολυθρόνα του τρέμοντας. Προσπάθησε να φωνάξει βοήθεια, αλλά μόνο ψελλίσματα βγήκαν απ’ το στόματου.
“Όχι, κύριε”, είπε βραχνά. “Μη μου κάνετε κακό, σας παρακαλώ. Είμαι μόνο ένας φτωχός γέρος”.
“Αυτό είναι αλήθεια, δυστυχώς!” είπε ο Βασιλιάς και τοπρόσωπο του ηρέμησε. “Αλλά μη φοβάσαι. Μην τρέμεις.Πριν φύγει ο Βασιλιάς της Νεραϊδοχώρας θα κάνει κάτιγια σένα θα πραγματοποιήσει την επιθυμία σου! Χαίρε!Και τώρα κοιμήσου ήσυχος!”
Τυλίχτηκε ξανά με το μανδύα του και κατευθύνθηκε προς την Αίθουσα. Δεν είχε φύγει καλά – καλά κι ο γέρο μάγειρας ροχάλιζε κιόλας.
Όταν ο γέρο Νόουκς ξαναξύπνησε, ο ήλιος βασίλευε. Έτριψε τα μάτια του κι ανατρίχιασε λιγάκι. Ο φθινοπωρινός αέρας ήταν τσουχτερός. “Τι όνειρο κι αυτό”, είπε. “Σίγουρα φταίει το χοιρινό που έφαγα το μεσημέρι”.
Κι απ’ αυτή την ημέρα κι ύστερα τα γεύματα του έγιναν πολύ απλά. Φοβόταν μήπως του δημιουργήσουν , άσχημα όνειρα κι έτσι απόφευγε να βάλει οτιδήποτε στο στόμα του. Φοβόταν μήπως βαρυστομαχιάσει. Έτσι γρήγορα έγινε και πάλι λεπτός τόσο που έμοιαζε να πλέει μέσα στα ρούχα του. Τα παιδιά τον περιγελούσαν και τον έλεγαν “σακάκι γεμάτο κόκαλα”. Ύστερα διαπίστωσε ότι για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, μπορούσε να ξανακυκλοφορήσει στο χωριό περπατώντας χωρίς βοήθεια, παρά μόνο μ’ ένα μπαστούνι. Κι έζησε πολλά χρόνια, περισσότερα απ’ όσα θα ζούσε κανονικά. Λένε μάλιστα ότι πάτησε τα εκατό. Το μόνο αξιομνημόνευτο πράγμα που έκανε ποτέ του. Και μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του διηγιόταν πάντα σ’ όποιον είχε όρεξη ν’ ακούσει την ιστορία του: “Τρομαχτικό ίσως, αλλά τίποτα παραπάνω από ένα ανόητο όνειρο. Καλέ, που ακούστηκε βασιλιάς της Νεραϊδοχώρας! Και μάλιστα χωρίς μαγικό ραβδί! Η ουσία είναι ότι αδυνατίζεις, μόνο αν σταματήσεις το πολύ φαί. Αυτό είναι και το φυσιολογικό. Και το μόνο που στέκει λογικά. Και, βέβαια, σ’ αυτό δεν υπάρχει καμιά μαγεία, όπως καταλαβαίνεις!”
Έφτασε ο καιρός της Γιορτής των Εικοσιτεσσάρων. Ο σιδεράς ήταν εκεί για να τραγουδήσει και η γυναίκα του με τα παιδιά τους για να βοηθήσουν. Ο σιδεράς έβλεπε τα παιδιά που τραγουδούσαν και χόρευαν και του φαίνονταν πιο ζωηρά και πιο χαρούμενα απ’ τα παιδιά της εποχής του – για μια στιγμή αναρωτήθηκε τι να ‘ κάνε ο Αλφ όταν είχε λεύτερο χρόνο – κι όλα τους άξιζαν να βρουν το άστρο. Αλλά η προσοχή του ήταν στραμμένη κυρίως στον Τιμ. Ο Τιμ ήταν ένα μάλλον παχουλό μικρό αγοράκι. Λίγο αδέξιο στους χορούς, αλλά είχε γλυκιά φωνή στο τραγούδι. Στο τραπέζι καθόταν σιωπηλό, απορροφημένο απ’ το ακόνισμα του μαχαιριού και το κόψιμο της τούρτας. Ξαφνικά είπε στο μάγειρα τιτιβίζοντας σαν πουλάκι: “Κύριε Μάγειρα, σας παρακαλώ, να μου κόψετε ένα μικρό κομμάτι, γιατί έχω φάει πολύ”.
“Έγινε, Τιμ!” του είπε ο Αλφ. “Θα σου δώσω ένα ειδικό κομμάτι και να δεις που θα το καταφέρεις εύκολα”. Ο Σμιθ κοίταζε τον Τιμ που έτρωγε αργά το κομματάκι του με φανερή απόλαυση. Όταν το τέλειωσε έδειξε απογοητευμένος που δεν βρήκε δωράκι μέσα. Ύστερ’ από λίγο όμως, το πρόσωπο του φωτίστηκε λάμποντας. Άρχισε να γελά και να τραγουδά. Μετά σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει μόνος του, ενώ τ’ άλλα παιδιά του χτυπούσαν παλαμάκια. Χόρευε με μια χάρη που δεν είχε πριν.
“Όλα πάνε καλά”, σκέφτηκε ο Σμιθ. “Είσαι ο κληρονόμος μου. Αναρωτιέμαι σε ποιους παράξενους δρόμους θα σε οδηγήσει το άστρο. Ο κακομοίρης ο γέρο Νόουκς! Άραγε θα μάθει ποτέ του τι φοβερό πράγμα συνέβη στην οικογένεια του;”
Ποτέ δεν έμαθε. Αλλά σ’ αυτή τη Γιορτή έγινε κάτι που πολύ τον ευχαρίστησε. Πριν τελειώσει το γλέντι, ο Αρχιμάγειρας μάζεψε τα παιδιά κι όλους όσους ήταν εκεί και τους είπε:
“Σας αποχαιρετώ, γιατί σε μια δυο μέρες φεύγω. Ο Χάρπερ είναι έτοιμος ν’ αναλάβει καθήκοντα. Είναι πολύ καλός μάγειρας και, όπως ξέρετε, είναι συγχωριανός σας. Εγώ πρέπει να γυρίσω σπίτι μου. Δε νομίζω ότι θα σας λείψω”.
Τα παιδιά είπαν “αντίο” κι ευχαρίστησαν το Μάγειρα για την ωραία Τούρτα του. Μονάχα ο μικρούλης ο Τιμ πήρε το χέρι του και του είπε: “Λυπάμαι”.
Στο χωριό ωστόσο, υπήρχαν μερικές οικογένειες πού, για να πούμε την αλήθεια, ο Αλφ τους έλειψε κι ένιωθαν την έλλειψη του για καιρό. Ορισμένοι απ’ τους φίλους του, ειδικά ο Σμιθ και ο Χάρπερ, λυπήθηκαν που έφυγε. Και για να διατηρήσουν την ανάμνηση του, κρατούσαν την Αίθουσα βαμμένη και διακοσμημένη. Οι πιο πολλοί άνθρωποι, όμως, ήταν ικανοποιημένοι. Ο Αλφ είχε μείνει πολύ καιρό μαζί τους κι η αλλαγή τους ευχαριστούσε. λλά ο γέρο Νόουκς χτύπησε το μπαστούνι του στο πάτωμα και είπε στην ομήγυρη: “Επιτέλους έφυγε! Πολύ το χάρηκα! Ποτέ μου δεν τον συμπάθησα. Ήταν πονηρός! Διαβολικά πονηρός, θα ‘λεγε κανείς!”
_____________________________________________
J.R.R. Tolkien
Smith of Wootton Major (1967)
Μτφρ.: Μάκης Πανώριος & Παναγιώτης Σκαγιάννης
_____________________________________________
