Trevanian (Rodney William Whitaker): Περπατούσε Στα Νέφη… Γονατιστός

Βιογραφικό

     Ο Ρόντνυ Γουίλλιαμ Γουιτάκερ (Rodney William Whitaker) ήταν Αμερικανός μελετητής του κινηματογράφου και συγγραφέας που έγραψε πολλά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Trevanian και σε μεγάλη ποικιλία ειδών, κέρδισε το status bestseller και δημοσίευσε επίσης με πολλά άλλα ονόματα, όπως οι Nicholas SeareBeñat Le Cagot κι Edoard Moran. Εξέδωσε το βιβλίο μη μυθοπλασίας The Language of Film με το δικό του όνομα. Μεταξύ 1972-83, 5 από τα μυθιστορήματά του πουλήσανε περισσότερα από 1.000.000 αντίτυπα το καθένα. Χαρακτηρίστηκε ως ο μόνος συγγραφέας σύγχρονης συγγραφικής αξίας που συγκρίνεται με τον Εμίλ Zola, τον Ian Fleming, τον Poe και τον Chaucer. Ο Γουίτακερ απέφευγε κατηγορηματικά τη δημοσιότητα στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Το πραγματικό του όνομα ήτανε μυστικό μέχρι το 1998, όταν ένας δημοσιογράφος του Austin American-Statesman το δημοσίευσε.
     Γεννημένος στις 12 Ιουνίου 1931, στο Granville της Νέας Υόρκης, ενθουσιάστηκε με τις ιστορίες σαν παιδί. Η οικογένειά του πάλευε με τη φτώχεια. Έζησε για αρκετά χρόνια στο Όλμπανι της Νέας Υόρκης, ως νέος (μια εποχή που απεικονίζεται στη τελευταία δημοσιευμένη δουλειά του). Πέτυχε να πάρει το πτυχίο και μεταπτυχιακό στη δραματουργία, στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον. Όσο ήταν εκεί, έγραψε και σκηνοθέτησε το 3πτυχο έργο του, Eve of the Bursting, που ήταν η παραγωγή της μεταπτυχιακής του διατριβής στο UW Playhouse. Διευθυντής της εταιρείας και βοηθός σκηνοθέτη της παραγωγής ήταν ο Jerry Pournelle. Ο Γουίτακερ πήρε το διδακτορικό του στις επικοινωνίες και τον κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο Northwestern. Δίδαξε στο Dana College στο Μπλερ της Νεμπράσκα, όπου ήτανε πρόεδρος του τμήματος επικοινωνίας. Υπηρέτησε στο ναυτικό των ΗΠΑ στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας. Αργότερα, του απονεμήθηκε Υποτροφία Fulbright για σπουδές στην Αγγλία. Όταν έγραψε τα δυο πρώτα του μυθιστορήματα, ήταν ήδη πρόεδρος του Τμήματος Ραδιοφώνου, Τηλεόρασης & Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Τέξας στο Όστιν, όπου συνέχισε να διδάσκει για πολλά χρόνια.


     Ο Whitaker νυμφεύτηκε τη Diane Brandon κι απέκτησαν 4 παιδιά μαζί: τους γιους Lance και Christian και τις κόρες Alexandra και Tomasin. Ζούσανε για χρόνια στη βασκική ύπαιθρο της Γαλλίας. Είπε δε αργότερα πως η σύζυγός του επέλεξε το ψευδώνυμο Trevanian με βάση την εκτίμησή της για τον Άγγλο ιστορικό G. M. Trevelyan. Έγραψε πολλά μυθιστορήματα που γίνανε μπεστ σέλερ σε διαφορετικά είδη, τα οποία έλαβαν εξαιρετικά ευνοϊκές κριτικές. Το πρώτο του μυθιστόρημα, που δημοσιεύτηκε σε ηλικία 40 ετών, όταν δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, ήταν το The Eiger Sanction, ένα θρίλερ που έγινε παγκόσμιο best seller. Το 1975, διασκευάστηκε σε ταινία με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ. Ο Trevanian περιέγραψε την ταινία ως “άχρηστη” σε μια υποσημείωση στο μεταγενέστερο μυθιστόρημά του Shibumi. Ζήτησε (κι έλαβε) πίστωση σεναρίου ως Rod Whitaker. Η ισορροπία του σεναρίου γράφτηκε από τον Γουόρεν Μέρφι, τον συγγραφέα μυστηρίου που ίσως είναι περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή της σειράς μυθιστορημάτων δράσης Destroyer.
     Θλιμμένος που ορισμένοι κριτικοί δεν αναγνώρισαν την ιστορία ως φτιαχτή, την ακολούθησε με μια πιο έντονα φτιαχτή ιστορία, το The Loo Sanction (1973), που απεικόνιζε μια έξυπνη κλοπή τέχνης. Μετά ήρθε το The Main (1976Η Λεωφόρος), ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται σε μια φτωχική γειτονιά του Μόντρεαλ, με το χήρο, 50χρονο υπολοχαγό της αστυνομίας Claude LaPointe. Ο Trevanian αρχικά σκόπευε να εκδώσει το The Main με το ψευδώνυμο Jean-Paul Morin. Ακολούθησε το Shibumi το 1979, ένα μυθιστόρημα μετα-κατασκοπείας, το οποίο απέσπασε τη μεγαλύτερη αναγνώριση από τους κριτικούς (προσωπικά το συνιστώ ιδιαίτερα, καθώς ήδη ξανακυκλοφορεί στα μεγάλα βιβλιοπωλεία). Το 1983 δημοσίευσε το The Summer of Katya, ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα τρόμου. Η μεγάλη ποικιλία των ειδών οδήγησε σε μια δημοφιλή θεωρία ότι το “Trevanian” ήταν ένα συλλογικό ψευδώνυμο για μια ομάδα συγγραφέων που συνεργάζονταν. Με τ’ όνομα Nicholas Seare, δημοσίευσε επίσης το 1339... or So: Being an Apology for a Pedlar (1975), μια πνευματώδης μεσαιωνική ιστορία αγάπης και θάρρους. και το Rude Tales and Glorious (1983), μια κακή επανάληψη των αρθουριανών ιστοριών.
     Μετά από μια παύση 15 ετών, επέστρεψε με ένα γουέστερν μυθιστόρημα που ονομάζεται Incident at Twenty-Mile (1998), και στη συνέχεια μια συλλογή διηγημάτων, Hot Night in the City (2000). Το τελευταίο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε, που γράφτηκε ενώ ήταν σ’ επιδείνωση της υγείας του, ήτανε The Crazyladies of Pearl Street (2005), μια αυτοβιογραφική ιστορία ενηλικίωσης ενός αγοριού που επιζούσε με τη μητέρα και την αδερφή του στις φτωχογειτονιές του Albany, New. York, τα χρόνια που προηγήθηκαν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ.. Τον Νοέμβρη του 2005, επιλέχθηκε ως ένα από τα 11 βιβλία Editors’ Choice από την Historical Novel Society.
     Η οδός των τεσσάρων ανέμων, η ιστορία του Τρεβάνιαν για τους Παριζιάνους καλλιτέχνες που συνελήφθησαν στην επανάσταση του 1848, βασισμένη στην έρευνά του για την εποχή, παραμένει αδημοσίευτη. Ένα απόσπασμα δημοσιεύεται στον ιστότοπό του Trevanian. Το 2005, η Crown Publishers επανεκτύπωσε 5 από τα 1α βιβλία του: The Eiger Sanction, The Loo Sanction, The Main, The Summer of Katya και Shibumi, ως εμπορικό σετ χαρτόδετο σε πολύ καλή τιμή (9,5 ευρώ και τα 5). Ο Γουίτακερ κράτησε τη πραγματική του ταυτότητα άγνωστη για χρόνια. Αρνήθηκε να δώσει συνεντεύξεις ή να συνεισφέρει στις προσπάθειες δημοσιότητας των εκδοτών του. Η 1η του γνωστή συνέντευξη δόθηκε στη Carol Lawson των New York Times για ένα άρθρο στις 10 Ιουνίου 1979 που συνέπεσε με τη κυκλοφορία του Shibumi. Σε αυτό το άρθρο, ο Τρεβάνιαν δήλωσε: “Ο Τρεβάνιαν φεύγει από την επιχείρηση. Τώρα μπορεί να μιλήσει“.



     Φημολογήθηκε ότι ο Trevanian ήταν ο Robert Ludlum που έγραφε με ψευδώνυμο. Ο ίδιος απέρριψε αυτή την ιδέα, δηλώνοντας, “Δεν ξέρω καν ποιος είναι. Διάβασα τον Προυστ, αλλά όχι πολλά άλλα γραμμένα τον 20ό αι.“. Έγραψε με επιτυχία σε πολλά είδη. Σε μια συνέντευξη του 1998 στο Newsweek, είπε ότι με κάθε νέο βιβλίο, πρώτα αποφάσιζε ποιος συγγραφέας έπρεπε να πει την ιστορία. Χρησιμοποίησε τεχνικές μεθοδολογίας για να φανταστεί τον εαυτό του ως συγγραφέα για να επεξεργαστεί την ιστορία που ήθελε να πει. Οι θαυμαστές του παρακολουθούσανε με χαρά τις αλλαγές του στυλ. Ο ίδιος είπε στους θαυμαστές του:

   “Ο Trevanian Buff είναι ένα παράξενο κι υπέροχο πλάσμα: ένας αουτσάιντερ, ένας φυσικός ελιτιστής, όχι τόσο κυνικός όσο ένας ιδεαλιστής που κατακλύζεται από τη πραγματικότητα, όχι μόνον ένας απ’ αυτούς που πηγαίνουνε σ’ ένα διαφορετικό ντράμερ, αλλά ο σόλο ντράμερ σε μια παράσταση του ενός“.

     Αυτό ήταν άλλο ένα χτύπημα στις μάζες -κυρίως στις ΗΠΑ και στους Αμερικανούς γενικά- αφού η προφανής απογοήτευσή του από τη χώρα τον οδήγησε να την εγκαταλείψει. Στα μετέπειτα χρόνια, ήτανε πιο ειλικρινής σχετικά με τους λόγους που περιβάλλουνε την οικειοθελή εξορία του από τη χώρα γέννησής του. ανέφερε την υλική εμμονή των ΗΠΑ ως έναν από τους κύριους λόγους πίσω από την φθίνουσα ποιότητα ζωής εκεί. Είπε ότι μια μέρα οι Αμερικανοί θα ξυπνήσουνε και θα συνειδητοποιήσουν ότι το φθηνότερο δεν είναι απαραίτητα καλύτερο. Ο Trevanian αναφέρθηκε επίσης στο θέμα της αξίας στον ιστότοπό του.
     Ο Γουιτάκερ πέθανε στις 14 Δεκεμβρη 2005 στο Somerset της Αγγλίας, όπου διέμενε με τη γυναίκα και τα μεγάλα παιδιά του. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες κι έχουνε πουλήσει πολλά εκατομμύρια αντίτυπα. Θεωρείται καλτ συγγραφέας. Αποσυρμένος από τα φώτα της δημοσιότητας, έχοντας δώσει μόνο 1 συνέντευξη στη ζωή του, ο ίδιος προσπάθησε να καλλιεργήσει και να συντηρήσει το μύθο του.



     Παίζοντας με διάφορα είδη μυθιστορήματος (θρίλλερ, γουέστερν), εκσυγχρονίζοντας τις περιπέτειες των Σαμουράι με το Shibumi, παραμένει πιστός στο νουάρ, που τις πλούσιες δυνατότητες του προσπαθεί να εξαντλήσει, πειραματιζόμενος με τις διάφορες μορφές. Αυτό γίνεται αντιληπτό από τα 2 μεταφρασμένα βιβλία του τη Λεωφόρο και το Σιμπούμι. Ας ξεκινήσουμε από το πλέον απαιτητικό, ενδεχόμενα κι ότι πιο απαιτητικό έγραψε στα 74 χρόνια της ζωής του, το Σιμπούμι. Ένα βιβλίο που προσπαθεί με μεγάλη επιτυχία να εκσυγχρονίσει τον κλασσικό μύθο των Σαμουράι με κεντρικό πρόσωπο έναν από τους πλέον αλλοπρόσαλλους, ιδιόρρυθμους και συνάμα ενδιαφέροντες ήρωες βιβλίων. Σε μια κινηματογραφική μεταφορά ο Νικολάι Χελ θα μπορούσε δυνητικά να ‘ναι κράμα Τζέιμς Μποντ. Μπρους Λι κι Ιντιάνα Τζόουνς. Γεννημένος στη Σανγκάη από εξόριστους γονείς (Ρωσίδα μητέρα-Γερμανό πατέρα), με Γιαπωνέζικη κουλτούρα, λάτρης του παιχνιδιού Go κάτι που τον οδηγεί στη συγκεκριμένη χώρα για να προπονηθεί και να βελτιώσει τη δεξιότητά του. Θα περάσει χρόνια στη φυλακή κι όταν τελικά ελευθερωθεί θα μετατραπεί σε πληρωμένο δολοφόνο Σαμουράι, ένα Ρόνιν, που χρησιμοποιεί μια άγνωστη πολεμική τέχνη για να κατατροπώνει τους αντιπάλους του με αυτοσχέδια όπλα οικιακής χρήσης και σε προικισμένο εραστή -και κλωτσά ανελέητα πάντα ένα Βόλβο! Η συνέχεια είναι οργιαστική αφού ο Τρεβάνιαν κινείται κάπου μεταξύ της παρωδίας, του φτηνού παλπ φίξιον, της κλασσικής αστυνομικής νουβέλλας και των κλασσικών έργων κατασκοπείας. Θρίλλερ με πρωταγωνιστή τον Νικολάι Χελ, δάσκαλο του παιχνιδιού στρατηγικής “Go” και μυημένο στη πολεμική τέχνη Χόντα/κορόσου, που χρησιμοποιεί τ’ αντικείμενα της καθημερινής ζωής ως θανάσιμα όπλα, δεινό εραστή κι επαγγελματία δολοφόνο. Θα φανταζότανε κανείς ότι πρόκειται για έναν υπερήρωα των κόμικς. Καθόλου, μ’ αυτό το βιβλίο, που μεγάλο μέρος του διαδραματίζεται στη Σαγκάη και την Ιαπωνία στη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ., ο συγγραφέας ασκεί δριμύτατη κριτική στην αμερικανική κοινωνία, την εμπορευματική ηθική της και τη πολιτιστική της βαρβαρότητα. Όταν μια όμορφη γυναίκα προστρέχει στον Χελ ζητώντας τη βοήθειά του, εκείνος, παρ’ ότι έχει πια αποσυρθεί, επιστρέφει στη δράση αντιμετωπίζοντας τον πιο επικίνδυνο εχθρό του: τη Μητρική Εταιρεία (προφανείς οι αναλογίες με τη CIA, που όμως βρίσκεται πλέον στον έλεγχο των πολυεθνικών), ελέγχει την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες και τις υποδομές.



     Το μυθιστόρημα μετατρέπεται σε μια μυστικιστική αλληγορία που αντιπαραθέτει τον πολιτισμό της Ανατολής στη παρακμή της Δύσης. Δεν πρόκειται για άβαταρ μιας new age παραλογοτεχνίας, αλλά για μια επιδέξια, διαρθρωμένη στη λογική του Go, ιστορία, που στηρίζεται σε μια τραγική αντίληψη της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης.  Κάθε σύγκρουση είναι προϊόν ενός δράματος κι όπως κάθε δράμα, απαιτεί τη κάθαρσή του. Εδώ, τα όσα προηγούνται μας προσφέρουνε τη δυνατότητα να δούμε και τις προεκτάσεις του, γιατί είναι η πρόθεση του συγγραφέα. Γι’ αυτό κι η φαντασιακή του σύλληψη, μας προσφέρει με μια ρεαλιστική και ποιητική γλώσσα την ένταση και το χιούμορ παράλληλα, κι όλα στη κόψη του ξυραφιού. Από τις πρώτες σελίδες μας παγιδεύει σ’ ένα περίπλοκο ιστό που καλύπτει σχεδόν όλο τον πλανήτη, ως και τη Χώρα των Βάσκων. Ταυτοχρόνως μας κοροϊδεύει ελαφρά καθώς μας κάνει/αφήνει ν’ αναρωτιόμαστε: Εμείς ξεπερνάμε τη πραγματικότητα, ή εκείνη εμάς; Μας υποβάλλει μέσω του Χελ, ότι θα μπορούσαμε να τη ξεπεράσουμε αν καταφέρναμε ν’ αναχθούμε στο ανώτατο επίπεδο διανόησης του Σιμπούμι, που ωστόσο δεν το έχει καταφέρει ακόμα ούτε καν ο ήρωάς του, απλώς έχει αγγίξει τα οριά του. Εκεί που η Σοφία της Ανατολής απειλείται από τον επιστημονικό κυνισμό της Δύσης, που κύρια γνωρίσματά της είναι η διαφθορά κι η ανηθικότητα -κι η Δύση εδώ είναι σχεδόν αποκλειστικά οι ΗΠΑ. Κανείς δεν θα μπορούσε να μας δώσει πειστικότερα το σκοτεινό της πρόσωπο, από έναν Αμερικανό όπως ο Τρεβάνιαν, -παρά την όποια του μονομέρεια- που στο μυθιστόρημα του, έχει κατακτήσει ολάκερο κόσμο αλλά κινδυνεύει να χάσει τη ψυχή της…
     Ίσως, το 1979 που εκδόθηκε το βιβλίο, η ιδέα πως ο πλανήτης θα τελούσε υπό επιτήρηση, να ‘μοιαζε με φαντασιακή προβολή του 1984 του Όργουελ, όμως τώρα 45 χρόνια πλέον μετά, μπορούμε να πούμε πως δεν ήτανε σενάριο ΕΦ, απλώς η διαφορά με τη δυστοπία του τότε, είναι πως τώρα δεν έχουμε τον Μεγάλο Αδελφό, αλλά το Χοντρό, τον κεντρικό υπολογιστή, την απόλυτην έκφραση της τεχνολογικής ανωνυμίας. Σήμερα ακούγονται παντούθε φωνές, πως ο πλανήτης τελεί υπό επιτήρηση και πως αυτό είναι συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Προβάλλοντας τις αξίες του Ιαπωνικού πολιτισμού σε μιαν εποχή που ήτανε της μόδας οι φιλοσοφίες της Άπω Ανατολής, ο Τρεβάνιαν διαλύει το σαθρό υπόβαθρο του Δυτικού πολιτισμού, αναδεικνύει τον κεντρικό ήρωά του στο Σιμπούμι, ένα φιλόσοφο-δολοφόνο και το εκπληκτικό είναι πως κερδίζει τη συμπάθειά μας κι όχι μόνο γιατί οι αντίπαλοί είναι χειρότεροι απ’ τον ίδιο. Το Σιμπούμι είναι ένα ρεαλιστικό, ποιητικό και φιλοσοφικό βιβλίο με αναμφισβήτητες λογοτεχνικές ποιότητες και 45 χρόνια μετά την έκδοσή του παραμένει το ίδιο -αν όχι πιότερο- επίκαιρο και πάντως εξίσου συναρπαστικό και διόλου χρονολογημένο…

Πέρα από αστυνομικό, ένα πραγματικό αριστούργημα ευφυΐας και χιούμορ. Υπέροχο μυθιστόρημα, απ’ τα σημαντικότερα της αμερικανικής λογοτεχνίας“. (Gilles HeureTelerama). “Παρά την υπεροψία του συγγραφέα και τη κατάχρηση των πολυγλωσσικών αναφορών, τίποτα δε μπορεί να μειώσει το θαυμασμό και τη ζήλεια για τον Χελ του αναγνώστη, ακόμα κι όταν γυρίζει τη τελευταία σελίδα, ελπίζει να τον ξανασυναντήσει σύντομα, για άλλη μία εκστρατεία κατά του ανεξέλεγκτου συστήματος“. (Washington Post). “Ο Τρεβάνιαν είναι ο Τζέιμς Μποντ στη Σορβόννη“. (Jean-Marc Proust).

    Η Λεωφόρος γραμμένη 3 χρόνια πριν το Σιμπούμι (1976 και 1979 αντίστοιχα) είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Τυπικά είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα που όμως απέχει αρκετά κι από τον ορισμό κι από τα κλασσικά του είδους. Κυρίως γιατί μεγάλο μέρος του καταναλώνεται στην ηθογραφία και τη φιλοσοφία. Η υπόθεση είναι μάλλον απλή, σίγουρα πολύ πιο απλή από άλλα βιβλία του είδους. Ένας φόνος στη κεντρική λεωφόρο του Μόντρεαλ είναι η αφορμή για τον αστυνομικό επιθεωρητή Λαπουάντ να μας ξεναγήσει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κατάδυση στον κόσμο της λεωφόρου. Η αναζήτηση του ενόχου ξεκάθαρα είναι η αφορμή, το αναγκαίο κακό για όλα τα υπόλοιπα και μια βόλτα σε γειτονιές της πόλης όπου το έγκλημα κι η φτώχεια είναι χέρι-χέρι με τα οράματα και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Στη διαδρομή ο Τρεβάνιαν με την απαισιόδοξη γραφή του, τη νοσταλγία για όλα όσα πέρασαν και δεν θα ξανάρθουν υπογράφει στην ουσία το τέλος μιας εποχής. Γεμίζει τις σελίδες του με θλίψη, γέλιο, ελπίδα, ζωή και θάνατο, σπέρνοντας διάφορα φιλοσοφικά ερωτήματα πολλά από τα οποία δεν χρειάζεται καν να απαντηθούν. Η μάχη του old school αστυνομικού με το παρόν και τη νέα γενιά περνάει επίσης σε πρώτο πλάνο σε πολλά σημεία ενός πολύ γεμάτου βιβλίου.
     Η Λεωφόρος βρίσκεται στη καρδιά της κακόφημης συνοικίας του Μόντρεαλ. Οι σκοτεινοί δρόμοι της αντηχούν από φωνές σε μια ντουζίνα γλώσσες, από τα γρήγορα βήματα των κακοποιών και τους ψιθύρους που ανταλλάσσουν οι πόρνες. Οι άνθρωποι του υποκόσμου έρχονται σ’ επαφή με φτωχούς εργάτες και με τους νεοφερμένους μετανάστες που αναζητούν μια καλύτερη ζωή. Τη τάξη, εδώ και 30 χρόνια, επιβάλλει ο υπαστυνόμος Κλωντ Λαπουάντ, που είναι ταυτοχρόνως δικαστής, εξομολόγος κι άγγελος εξολοθρευτής. Η αστυνομία του Μόντρεαλ, όμως, έχει πια αρχίσει ν’ αλλάζει. Το Λαπουάντ συνοδεύει ένας νέος, μορφωμένος αστυνομικός, πιστός στους κανονισμούς, που τονε βλέπει έκπληκτος να ‘ναι, από τη μια, απολύτως ταγμένος στην υπηρεσία της δικαιοσύνης, χρησιμοποιώντας ωστόσο εντελώς ανορθόδοξες μεθόδους κι από την άλλη, να ενδιαφέρεται ειλικρινά για τη ζωή και τη μοίρα των αθλίων της πόλης του. Όταν ένας στυγερός δολοφόνος εισβάλλει στην επικράτεια του υπαστυνόμου, εκείνος αναγκάζεται να παλέψει με τους προσωπικούς του δαίμονες, να επανεξετάσει τις πεποιθήσεις του, να φέρει ξανά στην επιφάνεια παλιά μυστικά, ν’ αντιμετωπίσει τη μοναξιά και τη θνητότητά του.
     Ο Τρεβάνιαν υπογράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που υπερβαίνει τα όρια του είδους και καταλήγει σ’ έναν οξυδερκή στοχασμό για την ενοχή και το πέρασμα του χρόνου. “Η οξυμμένη αίσθηση των χαρακτήρων και του περιβάλλοντος, που διαθέτει ο Τρεβάνιαν, προσδίδει στο βιβλίο μια τέτοια ζωντάνια που μόνον η “σοβαρή”, υψηλού επιπέδου λογοτεχνία μπορεί να έχει“. (Washington Post). “Ένα συγκλονιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα με κέντρο δράσης και σημείο αναφοράς τη πόλη του Μόντρεαλ, τη νυχτερινή κι απειλητική όψη της οποίας γνωρίζουμε μέσα από έναν αστυνομικό σκυθρωπό και τσακισμένο“. (Le Figaro Magazine).



    Τελικά, υπό το τραπεζομάντιλο του αστυνομικού-κατασκοπικού μυθιστορήματος, έχουμε ένα θρίλλερ, ή μάλλον μια δυαδική σύγκρουση του Σαμουράι με τον Καουμπόι, του Ανατολικού πνεύματος με το Δυτικό-Αμερικανικό, του πνεύματος Shibumi που αφορά στην αξιοπρέπεια, στη τιμή, στη διακριτικότητα ακόμα κι όταν σκοτώνει και του κερδοσκοπικού πνεύματος της φαντασμαγορίας, του χρήματος και της εξουσίας. Εξαιρετικά βιβλία, έξω και πέρα από τη βία, που πραγματεύονται. Ένας συγγραφέας που όσο λίγοι διεκδικεί επάξια τον τίτλο του καλτ. Όχι μόνο για τον τρόπο ζωής αφού αν κι ακαδημαϊκός μέχρι το 2005 που έφυγε από τη ζωή απέφυγε την έκθεση στη δημοσιότητα όσο και για τον τρόπο γραφής και τη θεματολογία του. Ο Τρεβάνιαν κατάφερε να φλερτάρει με πολλά είδη γραφής χωρίς πράγματι ν’ ανήκει πουθενά και σε κανένα.
___________________________

ΈΡΓΑ:

Non-fiction as Rod Whitaker

The Language of Film (1970)
“Christ on Stage”, Dialog 5, Summer 1966, pp. 226–7 (1966).
“Conversation: On translating Senecan tragedy into film”, James Hynd (an interview with Rod Whitaker). Arion (Boston), v. 7 (Spring 1968), pp. 58–67 (1968).
Stasis. Script to a film by Rod Whitaker and Richard Kooris (1968).
“The Lawyer, The Lawman, and The Law: Public Image”, Texas Law Review: Volume 50, Issue 4. pp. 822–7 (1972).

Novels As Trevanian

The Eiger Sanction (1972)
The Loo Sanction (1973)
The Main (1976)
Shibumi (1979)
The Summer of Katya (1983)
Incident at Twenty-Mile (1998)
Hot Night in the City (2000)
The Crazyladies of Pearl Street (2005)
As Nicholas Seare
1339…or So: Being An Apology for A Pedlar (1975) (Based on his stage play, Eve of the Bursting)
Rude Tales And Glorious (1983)



Short stories

“Switching”, Trevanian. Playboy magazine. December 1978. (A revised version of this story appeared in Hot Night in the City as “After Hours at Rick’s”)
“Minutes of a Village Meeting”, by Beñat Le Cagot, translated by Trevanian. Harper’s Monthly. February 1979. pp. 60–63. (A revised version of this story appeared in Hot Night in the City.)
“That Fox-of-a-Beñat”, by Beñat Le Cagot, translated by Trevanian. Yale Literary Magazine. 1984. Vol. 151, No 1, pp. 25–33. (A revised version of this story appeared in Hot Night in the City.)
“The Secrets of Miss Plimsoll, Private Secretary”, by Trevanian. Redbook. March 1984. (A revised version of this story appeared in Hot Night in the City as “The Sacking of Miss Plimsoll”.)
“The Apple Tree”, by Trevanian. The Antioch Review, Yellow Springs: Spring 2000. Vol. 58, Iss. 2; p. 195 (14 pages). “The Apple Tree” was also anthologized in the Best American Short Stories collection for 2001.
“Waking to the Spirit Clock”, The Antioch Review, Yellow Springs: Summer 2003. Vol. 61, Issue 3; p. 409.

Other works

Eve of the Bursting, Rod Whitaker. A drama in three acts, 1959; performed at the University Playhouse at the University of Washington. Whitaker also directed this performance.
Introduction to the 1998 Re-issue of The Climb Up to Hell by Jack Olsen. 1st Ed. Harper & Row, 1962, New York, 1962. Reprint Edition by Griffin House (St. Martins Press), New York, 1998.
Editor and Introduction to the short-story mystery collection Death Dance: Suspenseful Stories of the Dance Macabre. Cumberland House, 2002.
The Crazyladies of Pearl Street Cybernotes Companion (2005)
The Street of the Four Winds – Part I Internet Edition’ (2005)
Threads for the Emperor, a one-act children’s play retelling of The Emperor’s New Clothes.

========================== 

                                                         Σιμπούμι

Κεφ 1.  Fuseki:  αρχική φάση παιγνιδιού, όταν όλο το ταμπλώ είναι υπ’ όψη

                                                         Washington

     Η οθόνη άρχισε να μετρά: 9, 8, 7, 6, 5, 4, 3, 2, 1… κι αμέσως μετά έσβησε ο προβολέας κι αντικαταστάθηκε με τον κρυφό φωτισμό απ’ τις απλίκες που υπήρχανε καλυμμένες σ’ εσοχές, κατά μήκος των τοίχων της ιδιωτικής αίθουσας προβολής. Η φωνή στο μικρόφωνο της ενδοεπικοινωνίας του ανθρώπου που χειριζότανε τον προβολέα, ακούστηκε στριγκή, λεπτή και μεταλλική:
 -“Όταν είστε έτοιμος, κύριε Σταρ…”.
     Ο T. Ντάρυλ Σταρ, ήταν ένας και μοναδικός ακροατής στην αίθουσα, πάτησε το κουμπί ομιλίας της κονσόλας επικοινωνίας μπρος του.
 -“Γεια σου φίλε! Πες μου κάτι. Σε τί χρησιμεύουν όλοι αυτοί οι αριθμοί μπρος από μια ταινία“;
 -“Είναι ένα φιλμ που λειτουργεί σαν οδηγός έναρξης, κύριε”, του απάντησε η φωνή. “Απλά το πρόσθεσα στην αρχή της ταινίας για πλάκα…“.
 -“Για πλάκα“;
 -“Μάλιστα κύριε. Θέλω να πω… λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της ταινίας… είναι κάπως αστείο ν’ αρχίζει σα κινηματογραφική ταινία, δεν νομίζετε“;
 -“Γιατί είναι αστείο“;
 -“Επειδή, ξέρετε… εννοώ… μ’ όλ’ αυτά τα παράπονα για τη βία στις ταινίες…“.
     Ο Σταρ γρύλισε κι έτριψε τη μύτη με το πίσω μέρος της γροθιάς του και φόρεσε ξανά τα μαύρα γυαλιά ηλίου σε στυλ πιλότου που πριν τα ‘χε βάλει πάνω στα κοντοκουρεμένα μαλλιά του όταν σβήσανε για πρώτη φορά τα φώτα. Αστείο; Καλύτερα να μην είναι αστείο, -δεν θέλω να το σκέφτομαι έτσι! Αν κάτι έχει πάει στραβά, ο κώλος μου θα φάει χώμα και γρασίδι. Κι αν υπάρχει το παραμικρό λάθος, στοιχηματίζω πως ο κύριος Ντάιαμοντ κι οι παρατρεχάμενοί του θα το εντοπίσουνε. Μπασταρδάκια που μάθανε να κριτικάρουν! Από τότε που αναλάβανε τον έλεγχο των επιχειρήσεων της CIA στη Μέση Ανατολή, φτιάχνονται ψάχνοντας να βρούνε το παραμικρό λαθάκι στα πάντα.
     Ο Σταρ δάγκωσε την άκρη του πούρου του, την έφτυσε στη μοκέτα στο δάπεδο, το πιπίλισε ηδονικά στα σφιγμενα του χείλη και το άναψε μ’ ένα σπίρτο που το ‘τριψε στο νύχι του αντίχειρά του. Ως ανώτερος στρατιωτικός, είχε πρόσβαση σε κουβανέζικα πούρα. Ε τί να γίνει, τα γαλόνια έχουνε και τα καλά τους. Κάθισε στη πολυθρόνα κι ακούμπησε τα πόδια στη πλάτη του μπροστινού καθίσματος, όπως συνήθιζε όταν έβλεπε ταινίες στο Lone Star Theatre σαν αγόρι. Κι αν το μπροστινό αγόρι παραπονιόταν, ο Σταρ θα προσφερόταν να του ανεβάσει με μια κλωτσιά τον κώλο στις ωμοπλάτες. Το μπροστινό παιδί πάντα υποχωρούσε, γιατί όλοι στο Flat Rock ήξεραν ότι ήτανε κάπως άγριος και μπορούσε με μια γροθιά ν’ ανοίξει μια λακκούβα στο στήθος οποιουδήποτε παιδιού. Αυτό ήτανε πριν από πολλά χρόνια και  πολλές μπουνιές, αλλά ήταν ακόμα κάπως άγριος. Η βαναυσότητα αυτή χρειάστηκεν άλλωστε για να γίνει ανώτερος Διευθυντής της CIA. Αυτό, η εμπειρία, πολλά καντάρια μυαλό κι ο πατριωτισμός, φυσικά.
     Ο Σταρ κοίταξε το ρολόι του: δύο λεπτά πριν τις τέσσερις. Ο κύριος Ντάιαμοντ είχε καλέσει για προβολή στις τέσσερις και θα ‘φτανε ακριβώς. Αν το ρολόι του δεν έγραφε τέσσερις όταν ο Ντάιαμοντ θα ‘μπαινε στο αμφιθέατρο, θα νόμιζε ότι χρειαζόταν επισκευή. Πάτησε ξανά το κουμπί της ενδοεπκοινωνίας.
 -“Πώς φαίνεται η ταινία“;
 -“Όχι άσχημα, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το γυρίσαμεαπάντησε ο υποβολέας. “Το φως στο Αεροδρόμιο της Ρώμης είναι δύσκολο… ένα μείγμα φυσικού φωτός και φθορισμού γενικών εξόδων. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω έναν συνδυασμό φίλτρων CC που μείωσαν το f-stop και κάνανε την εστίαση πραγματικό πρόβλημα. Κι όσον αφορά στη ποιότητα των χρωμάτων…
 -“Δεν θέλω ν’ ακούσω τα τρελλά προβλήματά σου!”
 -“Συγγνώμη κύριε. Απλώς απαντούσα στην ερώτησή σας“.
 -“Λοιπόν, όχι, άστο…!”
 -“Κύριε“;
     Η πόρτα στο πίσω μέρος του ιδιωτικού θεάτρου άνοιξε μ’ ένα πάταγο. Ο Σταρ έριξε μια ματιά στο ρολόι. ο δεύτερος δείκτης ήτανε πέντε δευτερόλεπτα πριν τις τέσσερις. Τρεις άντρες περπατούσαν γρήγορα στο διάδρομο. Μπρος ο κύριος Ντάιαμοντ, ένας κομψός άνδρας γύρω στα σαράντα που οι κινήσεις του ήτανε γρήγορες κι επιδέξιες και τ’ άψογα ραμμένα ρούχα αντανακλούσανε τις περιποιημένες συνήθειες του μυαλού του. Ακολουθούσε στενά ο Πρώτος Βοηθός του, ένας ψηλός, χαλαρός άνδρας μ’ έναν αόριστο ακαδημαϊκό αέρα. Δεν ήταν άνθρωπος να χάνει χρόνο, ήτανε πρακτική του Ντάιαμοντ να υπαγορεύει υπομνήματα, ακόμη κι ενώ βρίσκονταν μεταξύ των συναντήσεων.
     Ο Πρώτος Βοηθός έφερε μια συσκευή εγγραφής στο ισχίο του, το μικρόφωνο μεγέθους κεφαλής καρφίτσας ήτανε συνδεδεμένο στα γυαλιά του με μεταλλικό πλαίσιο. Περπατούσε πάντα κοντά στον κύριο Ντάιαμοντ ή καθόταν κοντά του, με το κεφάλι σκυμμένο για να παρακολουθήσει τη ροή των κομμένων μονοτονικών οδηγιών.
     Λαμβάνοντας υπόψη την εραλδική ακαμψία της νοοτροπίας της CIA, ήταν αναπόφευκτο ότι η εκδοχή της εξυπνάδας τους να υποδηλώνει μια ομοφυλοφιλική σχέση μεταξύ του Ντάιαμοντ και του διαρκώς αιωρούμενου βοηθού του. Τα περισσότερα από τα αστεία είχαν να κάνουν με το τι θα συνέβαινε στη μύτη του βοηθού, αν ο κύριος Ντάιαμοντ σταματήσει ξαφνικά.
     Ο τρίτος άνδρας, που ‘μενε πίσω και κάπως μπερδεμένος από τον γρήγορο ρυθμό δράσης και σκέψης που τον περιέβαλλε, ήταν ένας Άραβας του οποίου τα δυτικά ρούχα ήτανε σκούρα, ακριβά κι ακατάλληλα. Το άθλιο βλέμμα δεν ήταν λάθος του ράφτη του. Το σώμα του Άραβα δεν ήταν σχεδιασμένο για ρούχα που απαιτούσαν στάση και πειθαρχία.
     Ο Ντάιαμοντ γλίστρησε σ’ ένα κάθισμα στο διάδρομο απέναντι από το αμφιθέατρο και τον Σταρ, ο Πρώτος Βοηθός κάθισε ακριβώς πίσω του κι ο Παλαιστίνιος, απογοητευμένος στη προσδοκία του ότι κάποιος θα του ‘λεγε πού να καθίσει, τελικά έπεσε σ’ ένα κάθισμα εκεί κοντά. Γυρνώντας το κεφάλι του, ώστε το μικρόφωνο να μπορεί να πιάσει την τελευταία ταχεία, ατονική υπαγόρευση. Ο Ντάιαμοντ εκστόμισε τις σκέψεις.
 -“Υπενθύμησέ μου τα ακόλουθα θέματα στις επόμενες τρεις ώρες: Ένα: Ατύχημα εξέδρας πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα, η κάλυψή του από τα μέσα ενημέρωσης. Δύο: Αυτός ο τύπος ο  καθηγητής που ερευνά την οικολογική ζημιά κατά μήκος του αγωγού της Αλάσκας κι η εξουδετέρωσή του έτσι ώστε να μοιάζει προφανές ατύχημα“.
     Κι οι δυο αυτές εργασίες βρίσκονταν στη τελική τους φάση κι ο κύριος Ντάιαμοντ ανυπομονούσε να παίξει λίγο τέννις το Σαββατοκύριακο. Υπό τη προϋπόθεση, φυσικά, ότι αυτοί οι ανόητοι της CIA δεν είχανε στραβώσει αυτή τη διεθνή δράση στη Ρώμη. Ήταν μια απλή επιδρομή που δεν θα έπρεπε να παρουσιάσει δυσκολίες, αλλά, στους έξι μήνες από τότε που η Μητέρα Εταιρεία του ‘χε αναθέσει τη διαχείριση, τις εμφάνισε. Οι δραστηριότητες της CIA που αφορούσανε στη Μέση Ανατολή είχε μάθει, ότι δεν ήτανε τόσο απλές ώστε να ‘ναι πέρα ​​από την ικανότητα της CIA για να τα κάνει μαντάρα.
     Ο Ντάιαμοντ καταλάβαινε γιατί η Μητέρα Εταιρεία επέλεξε να διατηρήσει το χαμηλό προφίλ της δουλεύοντας πίσω από τη βιτρίνα της CIA και της NSA, αλλά αυτό δεν διευκόλυνε τη δουλειά του. Ούτε είχε διασκεδάσει ιδιαίτερα με την ανάλαφρη πρόταση του Προέδρου να θεωρεί ότι η Μητέρα Εταιρεία χρησιμοποιεί στελέχη της CIA ως συμβολή της στη πρόσληψη ατόμων με διανοητική αναπηρία. Δεν είχε διαβάσει ακόμη την αναφορά δράσης του Σταρ, οπότε ζήτησε να τη βρει τώρα. Ο Πρώτος Βοηθός το περίμενε κι είχε την αναφορά έτοιμη στα χέρια του. Καθώς έριξε μια ματιά στη πρώτη σελίδα, ο Ντάιαμοντ μίλησε χωρίς να υψώσει τη φωνή του.
 -“Σβήσε το πούρο, Σταρ“. Μετά σήκωσε το χέρι του με μια ελάχιστη χειρονομία και τα φώτα τοίχου άρχισαν να χαμηλώνουν.
     Ο Ντάριλ Σταρ έσπρωξε τα γυαλιά ηλίου του στα μαλλιά του, καθώς το αμφιθέατρο σκοτείνιαζε κι η δέσμη του προβολέα έδειξε τις χαλαρές κλωστές του μπλε καπνού. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένα σπασμωδικό τηγάνι πάνω από το εσωτερικό ενός μεγάλου, πολυσύχναστου αεροδρομίου.
 -“Εδώ είναι το Διεθνές της Ρώμης“, είπε ο Σταρ. “Αναφορά χρόνου: δεκατρείς τριάντα τέσσερις GMT. Η πτήση 414 από το Τελ Αβίβ μόλις έφτασε. Θα είναι ένα κομμάτι πριν ξεκινήσει η δράση. Αυτοί οι τζόκερ των Ιταλικών τελωνείων δεν είναι μπάλες ταχύτητας“.
 -“Σταρ;” είπε κουρασμένα ο Ντάιαμοντ.
 -“Κύριε“;
 -“Γιατί δεν έσβησες το πούρο“;
 -“Λοιπόν, για να σας πω την αλήθεια του Θεού, κύριε, δεν σας άκουσα ποτέ να μου το ζητάτε“.
 -“Δεν σε ρώτησα“.
     Ντροπιασμένος που του έδωσε δημόσια την εντολή παρουσία ενός ξένου, ο Σταρ απαγκίστρωσε το πόδι του από το μπροστινό κάθισμα και άλεσε το σχεδόν φρέσκο ​​πούρο στο χαλί. Για να σώσει το πρεστίζ του, συνέχισε ν’ αφηγείται σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.
 -“Περιμένω ότι ο φίλος μας ο Αραβαίος εδώ, να εντυπωσιαστεί με το χειρισμό μας. Όλα κυλήσανε ρολόι…“.

     Ευρεία μακρινή λήψη: πύλη τελωνείων και μετανάστευσης. Μια ουρά επιβατών περιμένει τις διατυπώσεις με διάφορους βαθμούς ανυπομονησίας. Μπρος στην επίσημη ανικανότητα και την αδιαφορία των υπαλλήλων, οι μόνοι επιβάτες που είναι χαμογελαστοί και φιλικοί είναι αυτοί που προβλέπουν προβλήματα με τα διαβατήρια ή τις αποσκευές τους. Ένας γέρος με κατάλευκο γενάκι σκύβει πάνω από το γκισέ, εξηγώντας κάτι για τρίτη φορά στον τελωνειακό. Πίσω του στη σειρά είναι δύο νεαροί γύρω στα είκοσι, μαυρισμένοι, φορώντας χακί σορτς και πουκάμισα ανοιχτά στο λαιμό. Καθώς προχωρούν, σπρώχνοντας τα σακίδια με τα πόδια τους, η κάμερα κάνει ζουμ και τους απομονώνει σε μεσαίο κοντινό πλάνο.

 -“Αυτοί είναι οι στόχοι μας“, εξήγησεν άσκοπα ο Σταρ.
 -“Έτσι ακριβώς“, είπεν ο Άραβας μ’ ένα σπασμένο φάλτσο φωνής. “Αναγνωρίζω έναν απ’ αυτούς, ένα γνωστό στην οργάνωσή τους ως Aβρίμ“.

     Με μια κωμικά υπερβολική υπόκλιση, ο πρώτος νεαρός προσφέρεται ν’ αφήσει μια όμορφη κοκκινομάλλα κοπέλα να προηγηθεί στο γκισέ. Χαμογελάει “ευχαριστώ”, κουνώντα; το κεφάλι της. Ο Ιταλός αξιωματούχος με το πολύ μικρό πηλίκιο, παίρνει το διαβατήριο του πρώτου νεαρού με μια βαριεστημένη κίνηση και το ανοίγει με τη ματιά του να ξεγλυστρά ξανά και ξανά στο στήθος του κοριτσιού, προφανώς ελεύθερου κάτω από ένα τζιν πουκάμισο. Ρίχνει μια ματιά από τη φωτογραφία στο πρόσωπο του νεαρού και πάλι πίσω, συνοφρυωμένος.

     Εξηγεί ο Σταρ:
 -“Η φωτογραφία του διαβατηρίου του Μαρκ τραβήχτηκε πριν αφήσει αυτό το ανόητο μούσι“.

     Ο υπάλληλος μετανάστευσης σηκώνει τους ώμους και σφραγίζει το διαβατήριο. Ο δεύτερος νεαρός αντιμετωπίζεται με τον ίδιο συνδυασμό δυσπιστίας κι ανικανότητας. Το διαβατήριό του είναι σφραγισμένο δύο φορές, επειδή ο Ιταλός αξιωματικός ήταν τόσο βυθισμένος στο μπούστο της κοκκινομάλλας κοπέλας που ξέχασε να χρησιμοποιήσει μελάνι τη πρώτη φορά. Οι νεαροί παίρνουν τα σακίδια τους από τον ιμάντα, ρίχνωντάς τα στους ώμους. Μουρμουρίζοντας συγγνώμη και στρίβοντας στο πλάι, γλυστρούν μέσα από ένα κουβάρι ενθουσιασμένων Ιταλών, μια μεγάλη οικογένεια που πιέζει και στέκεται στις μύτες των ποδιών για να χαιρετήσει έναν συγγενή που φτάνει.

-“Εντάξει! Σιγά, αργή κίνηση!” Ο Σταρ διέταξε μέσω της ενδοεπικοινωνίας. “Εδώ είναι που ξεκινά η φάση”.

     Ο προβολέας επιβραδύνθηκε στο ένα τέταρτο της ταχύτητας. Καρέ-καρέ που τρεμοπαίζει, οι νεαροί άντρες κινούνται σαν ο αέρας να ήταν από ζελατίνη. Ο αρχηγός γυρίζει πίσω να χαμογελάσει σε κάποιον στην ουρά, με τη κίνηση να ‘χει τη ποιότητα ενός μπαλέτου σε βαρύτητα σελήνης. Ο δεύτερος κοιτά το πλήθος. Το αδιάφορο χαμόγελό του παγώνει. Ανοίγει το στόμα του και φωνάζει σιωπηλά, καθώς το μπροστινό μέρος από το χακί πουκάμισό του σκάει κι αναβλύζει αίμα. Πριν προλάβει να πέσει στα γόνατα, μια δεύτερη σφαίρα του χτυπά το μάγουλο και το σκίζει. Η κάμερα κυματίζει ζαλισμένη πριν εντοπίσει τον άλλο νεαρό άνδρα, που έχει ρίξει το σακίδιο του και τρέχει με εφιαλτικά αργή κίνηση προς τις θυρίδες. Πετά με πιρουέτα στον αέρα καθώς μια σφαίρα τονε βρίσκει στον ώμο. Χτυπά με χάρη στα ντουλάπια κι αναπηδά. Ο γοφός του ανθίζει σ’ ένα ολοκόκκινο λουλούδι και γλυστρά προς τα πλάγια στο γυαλισμένο γρανιτένιο πάτωμα. Μια τρίτη σφαίρα διαλύει το πίσω μέρος του κεφαλιού του.
     Η κάμερα στρίβει στη σάλα του αερολιμένα ψάχνωντας, χάνει και μετά βρίσκει ξανά δυο άντρες -εκτός εστίασης- να τρέχουνε προς τις γυάλινες πόρτες της εισόδου. Η εστίαση διορθώνεται, αποκαλύπτοντάς τους, πως είναι Ασιάτες. Ένας απ’ αυτούς κρατά έν αυτόματο όπλο. Ξαφνικά λυγίζει τη πλάτη, σηκώνει τα χέρια και γλυστρά προς τα μπρος στις μύτες των ποδιών για ένα δευτερόλεπτο, προτού σωριαστεί στο πάτωμα. Το όπλο χτυπά σιωπηλά δίπλα του. Ο δεύτερος άντρας έχει φτάσει στις γυάλινες πόρτες, το κηλιδωμένο φως δείχνει σα φωτοστέφανο γύρω από το σκοτεινό περίγραμμά του. Μια σφαίρα σπάει το γυαλί δίπλα στο κεφάλι του, λοξοδρομεί και τρέχει προς έν ανοιχτό ασανσέρ από το οποίο βγαίνει μια ομάδα μαθητών. Ένα κοριτσάκι πέφτει κάτω, με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν, ουρλιάζοντας, σαν να ‘χει βρεθεί κάτω απ’ το νερό. Μια αδέσποτη σφαίρα την έχει βρει στο στομάχι. Η επόμενη βρίσκει τον Ασιάτη ανάμεσα στις ωμοπλάτες και τονε ρίχνει απαλά στον τοίχο δίπλα στο ασανσέρ. Στο πρόσωπό του σχηματίζεται μια έκφραση αγωνίας. Φέρνει το χέρι πίσω του, σα να ‘θελε να βγάλει τη σφαίρα. Η επόμενη σφαίρα τρυπά τη παλάμη του και μπαίνει στη σπονδυλική στήλη. Γλυστρά στον τοίχο και πέφτει με το κεφάλι στο θάλαμο του ασανσέρ. Η πόρτα κλείνει, αλλά ανοίγει ξανά καθώς το κεφάλι την εμποδίζει. Κλείνει ξανά και μετά ανοίγει ξανά. Κλείνει. Ανοίγει. Αργή μετακίνηση της κάμερας προς τον αερολιμένα. Υψηλή γωνία λήψης.

 …Μια ομάδα σοκαρισμένων και σαστισμένων παιδιών γύρω από το πεσμένο κορίτσι. Ένα αγόρι ουρλιάζει σιωπηλά…
 …Δύο φύλακες αεροδρομίου, με τα μικρά ιταλικά αυτόματά τους, τρέχουνε προς τους πεσμένους Ασιάτες. Ένας απ’ αυτούς εξακολουθεί να πυροβολεί…
 …Ο γέρος με το λευκό γενάκι κάθεται αποσβολωμένος σε μια λίμνη από το ίδιο του το αίμα, με τα πόδια του ίσια μπροστά, μοιάζει σαν παιδί που παίζει στην αμμουδιά. Η έκφρασή του έχει μια τρομερή δυσπιστία. Ήτανε σίγουρος ότι τα ‘χε εξηγήσει όλα καλά στον τελωνειακό…
 …Ένα από τα νεαρά Ισραηλινά αγόρια είναι ξαπλωμένο μπρούμυτα στο μάγουλό του που λείπει, με το σάκο του ακόμα παραδόξως περασμένο στον ώμο…
 …Ακολουθεί έν αργό μενουέτο στυλιζαρισμένου χάους μεταξύ των Ιταλών που περίμεναν ένα συγγενή. Τρεις απ’ αυτούς έχουνε πέσει. Άλλοι θρηνούν ή γονατίζουν κι ένα έφηβο αγόρι γυρίζει γύρω-γύρω στη φτέρνα του, αναζητώντας μια κατεύθυνση που να τρέξει για βοήθεια -ή ασφάλεια…
 …Το κοκκινομάλλικο κοριτσάκι στέκεται άκαμπτο, με τις κόρες των ματιών διεσταλμένες απ’ τη φρίκη καθώς κοιτά το πεσμένο αγόρι που μόλις πριν από λίγα δευτερόλεπτα προσφέρθηκε να την αφήσει να περάσει μπρος…
 …Η κάμερα ακουμπά στον νεαρό που βρίσκεται ξαπλωμένος δίπλα στις θυρίδες, με το πίσω μέρος του κεφαλιού του να λείπει…

 -“Αυτό είναι όλο παιδιά!” είπε ο Σταρ. Η δέσμη από τον προβολέα τρεμόπαιξε κι ύστερα έσβησε τελείως, οι απλίκες του τοίχου ανάψανε σιγά-σιγά και το φως τους γέμισε την αίθουσα. Ο Σταρ γύρισε για να απαντήσει σε τυχον ερωτήσεις από τον κύριο Ντάιαμοντ ή τον Άραβα. “Αυτό ήταν όλο. Είστε καλά“;
     Ο Ντάιαμοντ κοίταζε ακόμα προς τη λευκή οθόνη, τρία δάχτυλα πίεζαν νευρικά τα χείλη του, η αναφορά ήταν ακουμπισμένη στα πόδια του. Άφησε τα δάχτυλα να γλυστρήσουνε δίπλα στο πηγούνι του.
 -“Πόσοι“; ρώτησε ήσυχα.
 -“Κύριε“;
 -“Πόσοι σκοτώθηκαν στην επιχείρηση“;
 -“Καταλαβαίνω τί εννοείτε, κύριε. Τα πράγματα γίνανε λίγο πιο άγρια απ’ ότι περιμέναμε. Είχαμε κανονίσει η αστυνομία της Ιταλίας να μείνει μακρυά από τη περιοχή, αλλά τα κάνανε σαλάτα με τις οδηγίες τους -όχι ότι αυτό είναι κάτι καινούργιο και θα ‘πρεπε να το περιμένουμε. Είχα κι εγώ κάποια προβλήματα. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω μια μπερέττα ώστε οι σφαίρες να ταιριάζουν με των Ιταλών. Και σαν πιστόλι, μια Beretta, δεν αξίζει μια κλανιά σε ένα τυφώνα, όπως θα έλεγε ο γέροντας πατέρας μου. Με ένα Σμιθ & Γουέσον, θα μπορούσα να ρίξω αυτούς τους Γιαπωνέζους με δύο βολές και δεν θα χτυπούσα αυτό το φτωχό κοριτσάκι που μπήκε στη γραμμή πυρός. Φυσικά, στο πρώτο μέρος της δράσης, τα αγόρια μας από το Νισέι* είχαν εντολή να το κάνουνε λίγο ακατάστατο -να το κάνουν να μοιάζει με χτύπημα του Μαύρου Σεπτεμβρη**. Αλλά ήταν αυτοί οι πανικόβλητοι Ιταλοί μπάτσοι που άρχισαν να ψεκάζουν σφαίρες ένα γύρω σαν αγελάδα που κατουρά πάνω σε επίπεδο βράχο, όπως παλιά μου…
 -“Σταρ“; Η φωνή του Ντάιαμοντ ήτανε βαρειά από αηδία. “Τί σε ρώτησα“;
 -“Ρωτήσατε πόσοι ήταν οι νεκροί“. Ο τόνος του Σταρ ήτανε ξαφνικά μαλακός, καθώς ΄έπαψε να υποδύεται το φιλαράκι που πίσω του συνήθως κρυβότανε, για να ηρεμήσει τον συνομιλητή, με την υπόθεση πως είχε να κάνει με ένα τσοπάνο ανόητο.
 -“Εννέα νεκροί συνολικά“. Ο τόνος ήτανε κοφτός και ξερός. Ένα ξαφνικό χαμογελάκι και το αθώο βλαχαδερό επανήλθε στο τόνο του. “Για να δούμε τώρα. Υπήρχαν οι δύο Ισραηλίτες στόχοι, φυσικά. Στη συνέχεια, οι δύο πράκτορες μας Νισέι -τη καρριέρα τους που έπρεπε να τερματίσω αναγκαστικά. Κι αυτό το φτωχό κοριτσάκι που έπεσε πάνω στη γραμμή πυρός μου. Κι εκείνο το γεράκο που έφαγε μιαν αδέσποτη. Και τρεις από κείνη την οικογένεια των ντόπιων που τριγυρνούσαν όταν ο δεύτερος Εβραίος πέρασε τρέχοντας από μπρος τους ενώ εκείνοι χασομερούσανε. Το χασομέρι είναι επικίνδυνο. Θα ‘πρεπε να ‘ναι παράνομο“.
 -“Εννιά; Εννιά σκοτώθηκαν αντί για δύο“;
 -“Λοιπόν, κύριε, πρέπει να θυμάστε πως είχαμε εντολή να το κάνουμε να μοιάζει με δράση του Μαύρου Σεπτέμβρη. Κι αυτά τα αγόρια έχουν αυτή την τάση να είναι υπερβολικά. Είναι το στυλ τους να σπάνε αυγά με σφυριά -δεν υπάρχει καμμία προσβολή για τον κύριο Χάμαν εδώ“.
     Ο Ντάιαμοντ σήκωσε το βλέμμα από την αναφορά που διάβαζε γρήγορα. Χάμαν; Έπειτα θυμήθηκε πως ο Άραβας παρατηρητής που καθότανε πίσω του είχε πάρει το όνομα Χάμαν από την ευφάνταστη CIA… Ο Σταρ άγγιξε το πόδι του πάνω από το κάθισμα μπροστά του και έβγαλε ένα πούρο. “Θες να το ξαναδείς“; ρώτησε τον Άραβα πάνω από τον ώμο του.
 -“Αυτό θα ήταν ευχάριστο“.
     Ο Σταρ πάτησε το κουμπί ομιλίας της κονσόλας του,
 -“Ε, φίλε; Ας το ξαναπιάσουμε.” Έβαλε τα γυαλιά ηλίου του στα κομμένα μαλλιά του καθώς τα φώτα χαμήλωσαν. “Ορίστε. Μια επανάληψη και στο prime timeΠροφέρεται: πράιμ τάιμ“…
   (…)   …Αυτά συζητούσαν όταν ο μικρότερος γιος του Ότακε-σαν ειδοποίησε τον Νικολάι ότι ο δάσκαλος ήθελε να μιλήσει μαζί του. Ό Ότακε-σαν περίμενε στο προσωπικό του αναγνωστήριο με τα έξι στρώματα τατάμι, πίσω από τις συρόμενες πόρτες του οποίου βρισκόταν ένας μικρός κήπος με λαχανικά φυτεμένα σύμφωνα με τις γραμμές ενός διακοσμητικού σχεδίου. Εκείνο το απόγευμα, οι πράσινοι και καφέ τόνοι των χρωμάτων είχαν ξεθυμάνει εξαιτίας της νοσηρής ομίχλης που είχε κατέβει από τα βουνά. Ο αέρας στο δωμάτιο ήταν υγρός και κρύος, και η γλυκιά μυρωδιά των αποσυντιθέμενων φύλλων αναμειγνυόταν με την υπέροχη αψάδα που ανέδιδε το καμένο ξύλο. Εκτός αυτού, στον αέρα υπήρχε και το αμυδρό άρωμα της μέντας, ο Ότακε-σαν εξακολουθούσε να παίρνει μέντες, παρόλο που δεν είχαν καταφέρει να ελέγξουν τον καρκίνο που του στράγγιζε τη ζωή.
 -“Χαίρομαι που με δεχθήκατε, δάσκαλε“, είπε ο Νικολάι έπειτα από αρκετά λεπτά σιωπής. Δεν του άρεσε η επισημότητα της φράσης του, αλλά δεν μπορούσε να βρει την ισορροπία ανάμεσα στη στοργή και τη συμπόνια που ένιωθε, και την εγγενή σοβαρότητα της περίστασης. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ημερών, ο Ότακε-σαν είχε μιλήσει για ώρα με καθένα από τα παιδιά και τους μαθητές του κι ο Νικολάι, ο πιο πολλά υποσχόμενος μαθητής του, ήταν ο τελευταίος.
     Ο Ότακε-σαν έκανε μια χειρονομία δείχνοντας το στρώμα δίπλα του, κι ο Νικολάι πήγε και γονάτισε με τρόπο που άφηνε το πρόσωπό του ορατό, προστατεύοντας ταυτόχρονα το πρόσωπο του δασκάλου του από το δικό του βλέμμα. Νιώθοντας άβολα με τη σιωπή που επικρατούσε, ο Νικολάι άρχισε να μιλάει περί ανέμων κι υδάτων.
 -“Σπανίως κατεβαίνει ομίχλη από τα βουνά αυτή την εποχή του χρόνου, δάσκαλε. Κάποιοι λένε πως είναι ανθυγιεινή. Ωστόσο, στολίζει τον κήπο με μια διαφορετική ομορφιά και…”
     Ο Ότακε-σαν σήκωσε το χέρι και κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Δεν είχε χρόνο για τέτοιες κουβέντες.
 -“Θα μιλήσω με όρους παιχνιδιού, Νίκκο, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι οι γενικεύσεις μου αφορούν αποκλειστικά τις ανάγκες που προκύπτουν από τις ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης παρτίδας“.
     Ο Νικολάι κούνησε το κεφάλι του και παρέμεινε σιωπηλός. Ο δάσκαλός του συνήθιζε να μιλά με όρους Γκο όταν το θέμα ήταν σοβαρό. Όπως του είχε πει κάποτε ο στρατηγός Κισικάβα, για τον Ότακε-σαν η ζωή ήταν μια απλοποιημένη μεταφορά του Γκο.
 -“Πρόκειται για μάθημα, δάσκαλε“;
 -“Όχι ακριβώς“.
 -“Μήπως πρόκειται για επίπληξη, τότε“;
 -“Μπορεί να σου φανεί σα τέτοια. Στη πραγματικότητα είναι κριτική. Αλλά δεν απευθύνεται μόνο σε σένα. Είναι μια κριτική… μια ανάλυση… των όσων θεωρώ ότι συνθέτουν το ασταθές κι επικίνδυνο μείγμα του εαυτού σου και της μελλοντικής ζωής σου. Ας ξεκινήσουμε αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι είσαι ιδιοφυής παίκτης». Ο Ότακε-σαν σήκωσε το χέρι του. «Όχι. Άσε τις ευγενικές υπεκφυγές. Έχω δει ανθρώπους να παίζουν με τον ίδιο ιδιοφυή τρόπο, αλλά κανείς τους δεν ήταν στην ηλικία σου, και εκτός αυτού, έχουν πια πεθάνει. Παρ’ όλα αυτά, ένας επιτυχημένος άνθρωπος οφείλει να έχει κι άλλα χαρακτηριστικά πέραν της ιδιοφυΐας, οπότε δεν θα σε φορτώσω με επαίνους. Υπάρχει κάτι στο παιχνίδι σου που με ανησυχεί, Νίκκο. Κάτι αφηρημένο και απάνθρωπο. Το παιχνίδι σου είναι ανόργανο… χωρίς ζωή. Έχει την ομορφιά ενός κρυστάλλου, αλλά του λείπει αυτή του ανθού“. Τα αυτιά του Νικολάι είχαν αρχίσει να ζεσταίνονται, αλλά δεν άφησε να φανεί κάποιο ίχνος ντροπής ή θυμού. Ο σωφρονισμός κι η συνέτιση είναι δικαίωμα και καθήκον του δασκάλου. “Δε λέω ότι το παιχνίδι σου είναι μηχανικό και προβλέψιμο, σπανίως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό, όμως, που το εμποδίζει να γίνει τέτοιο είναι η απίστευτη…
     Ξαφνικά ο Ότακε-σαν σταμάτησε, πήρε μια ανάσα και τη κράτησε, τα μάτια του ήτανε στραμμένα προς τον κήπο, αλλά το βλέμμα του ήταν αφηρημένο. Ο Νικολάι κράτησε το δικό του βλέμμα χαμηλωμένο. Δεν ήθελε να προσβάλει τον δάσκαλό του αντικρίζοντας τον αγώνα που έδινε με τον πόνο. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν, αν κι η διάρκειά τους έμοιαζε να ‘χει διασταλεί κι ο Ότακε-σαν δεν ανέπνεε. Έπειτα άφησε μια κοφτή ανάσα κι άρχισε να απελευθερώνει την αναπνοή του, δοκιμάζοντας την ένταση του πόνου του κατά τη διάρκεια της εκπνοής. Η κρίση πέρασε, πήρε δυο μεγάλες ανάσες από το στόμα, ανοιγόκλεισε τα μάτια του πολλές φορές στη σειρά και…
 “Αυτό που εμποδίζει το παιχνίδι σου από το να γίνει μηχανικό και προβλέψιμο είναι η απίστευτη τόλμη σου, αλλά ακόμη κι αυτό το ταλέντο σου είναι μολυσμένο με κάτι το απάνθρωπο. Παίζεις υπολογίζοντας μόνο τις παραμέτρους του παιχνιδιού στο ταμπλό, παραβλέπεις την αξία -ακόμη και την ύπαρξη- του αντιπάλου σου. Εσύ ο ίδιος δεν μου ‘χεις πει πως όταν έχεις κάποια μυστικιστική εμπειρία, όπου αναπαύεσαι κι αντλείς δύναμη, παίζεις δίχως να λαμβάνεις υπ’ όψη τον αντίπαλό σου; Υπάρχει κάτι διαβολικό σ’ αυτό. Κάτι το ανηλεώς ανώτερο. Ή και αλαζονικό. Και δεν συμβαδίζει με το σιμπούμι, τον στόχο σου. Δεν έθιξα αυτό το ζήτημα ώστε να συνετιστείς και να βελτιωθείς σαν άνθρωπος. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι χαραγμένα μέσα σου, δεν αλλάζουν. Και δεν είμαι καν σίγουρος ότι θα ‘θελα να τα αλλάξεις ακόμη κι αν μπορούσες, τα ελαττώματά σου είναι και τα ισχυρά σου σημεία“.
 -“Μιλάμε μόνο για το Γκο, δάσκαλε“;
 -“Μιλάμε με όρους του Γκο“. Ο Ότακε-σαν πήρε ακόμη μια μέντα, έβαλε το χέρι στο κιμονό του και πίεσε με τη παλάμη το στομάχι του. “Παρά την ευφυΐα σου, αγαπητέ μου μαθητή, έχεις τρωτά σημεία. Λόγου χάρη, την έλλειψη πείρας. Σπαταλάς τη σκέψη σου ψάχνοντας τη λύση προβλημάτων που ένας πιο έμπειρος παίκτης θα ‘λυνε με τη βοήθεια της συνήθειας και της μνήμης. Αλλ’ αυτό δεν είναι κάτι τόσο τρομερό. Πείρα θα αποκτήσεις, αρκεί να είσαι προσεκτικός ώστε να αποφύγεις τη κενή επανάληψη. Μη κάνεις το ίδιο λάθος με τον τεχνίτη που καυχιέται για τα είκοσι χρόνια πείρας του, ενώ στη πραγματικότητα μιλά για ένα χρόνο πείρας επί είκοσι. Ποτέ μη νιώσεις φθόνο για το πλεονέκτημα της πείρας που έχουν οι γηραιότεροι. Να θυμάσαι ότι τη πείρα τους την έχουνε πληρώσει με το νόμισμα της ζωής, αδειάζοντας ένα πουγκί που δεν μπορεί να ξαναγεμίσει“. Ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Ότακε-σαν. “Να θυμάσαι, επίσης, ότι οι ηλικιωμένοι είναι αναγκασμένοι να κάνουν ό,τι περισσότερο μπορούν με τη πείρα τους. Μόνο αυτή τους έχει μείνει“. Για μερικά λεπτά, τα μάτια του Ότακε-σαν έμειναν θαμπά. Το μυαλό του ήτανε συγκεντρωμένο σε κάτι που βρισκότανε πολύ μακρυά από τον μουντό κήπο που χανόταν μες στην ομίχλη. Καταβάλλοντας προσπάθεια, άφησε τους συλλογισμούς περί της αιωνιότητας στην άκρη και συνέχισε το τελευταίο του μάθημα. “Όχι, το μεγαλύτερό σου ελάττωμα δεν είναι η έλλειψη πείρας. Είναι η περιφρόνηση που δείχνεις. Οι ήττες σου δεν θα προέλθουν από τους εξυπνότερους, αλλά από τους υπομονετικούς, τους μοχθούντες, τους μέτριους“. Ο Νικολάι συνοφρυώθηκε. Τα λόγια του δασκάλου του ήταν σε σύμπνοια μ’ αυτά που του είχε πει ο Κισικάβα-σαν όταν περπατούσανε δίπλα από τις κερασιές του Κατζικάβα. “Η περιφρόνηση που δείχνεις προς τη μετριότητα σε τυφλώνει και δε βλέπεις τη τεράστια, ωμή της δύναμη. Στέκεσαι κάτω από τη λάμψη της ίδιας σου της ευφυΐας, μη μπορώντας να δεις τις σκοτεινές γωνίες του δωματίου, οι κόρες των ματιών σου αδυνατούν να διασταλούνε και να δούνε τους κινδύνους που εγκυμονεί η μάζα, ο σωρός των ανθρώπων. Ακόμη και τη στιγμή που τ’ ακούς αυτά, αγαπητέ μαθητή, σου είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι άνθρωποι υποδεέστεροί σου, σε οποιονδήποτε αριθμητικό σχηματισμό, μπορούνε πραγματικά να σε νικήσουν. Ωστόσο, ζούμε στην εποχή του μετρίου κι ο μέτριος άνθρωπος είναι γκρίζος, άχρωμος, βαρετός -αλλά θριαμβευτής. Η αμοιβάδα ζει περισσότερο από τη τίγρη επειδή διαιρείται και διαιωνίζει τη μονοτονία της. Οι έσχατοι τύραννοι είναι οι μάζες. Το θέατρο Καμπούκι παρακμάζει και το Νο αργοσβήνει, ενώ μυθιστορήματα γεμάτα βία κι αλόγιστη δράση κατακλύζουνε το μυαλό του ανθρώπου της μάζας. Αλλ’ ακόμη και σ’ αυτή την ανιαρή τέχνη, κανείς συγγραφέας δεν τολμά να δημιουργήσει έναν ήρωα που να υψώνεται πάνω από τις μάζες, γιατί ο μέσος άνθρωπος, οργισμένος από τη ντροπή του, θα στείλει τον γιοτζίμπο, τον προστάτη του, τον κριτικό, να τον υπερασπιστεί. Ο βρυχηθμός όσων εργάζονται αργά και σταθερά είναι άναρθρος αλλά εκκωφαντικός. Μπορεί να μη διαθέτουν μυαλό, αλλά έχουνε χίλια χέρια με τα οποία θα σε αρπάξουνε, θα σε σφίξουνε και θα σε σύρουνε κάτω“.
 -“Μιλάμε ακόμη για το Γκο, δάσκαλε“;
 -“Ναι. Για το Γκο και τη σκιά του: τη ζωή“.
 -“Και τί με συμβουλεύετε να κάνω λοιπόν“;
 -“Απόφυγέ τους. Μεταμφίεσε τον εαυτό σου με την ευγένεια. Πρέπει να δείχνεις γκρίζος κι απόμακρος. Ζήσε μακρυά τους και μελέτησε το σιμπούμι. Και το κυριότερο, μην αφήσεις τον εαυτό σου να παρασυρθεί στο θυμό και στη βία. Κρύψου, Νίκκο“.
 -“Ο στρατηγός Κισικάβα μου ‘πε σχεδόν το ίδιο“.
 -“Δεν έχω καμία αμφιβολία. Συζητήσαμε αρκετά για σένα τη τελευταία νύχτα του εδώ. Κανείς μας δε μπορούσε να προβλέψει τη στάση των Δυτικών απέναντί σου, όταν τελικά έρθουνε. Περισσότερο φοβόμαστε τη δική σου στάση απέναντί τους. Είσαι προσήλυτος στον πολιτισμό μας κι έχεις το φανατισμό του προσήλυτου. Είναι ένα σφάλμα στο χαρακτήρα σου. Και τα τραγικά σφάλματα καταλήγουν…” Ο Ότακε-σαν σήκωσε τους ώμους του. Ο Νικολάι κούνησε το κεφάλι και χαμήλωσε τα μάτια του, περιμένοντας υπομονετικά τον δάσκαλό του να του πει να φύγει. Έπειτα από ένα διάστημα σιωπής, ο Ότακε-σαν πήρε άλλη μια μέντα κι είπε, “Θες να σου πω ένα μεγάλο μυστικό, Νίκκο; Όλα αυτά τα χρόνια έλεγα στους ανθρώπους ότι παίρνω μέντες για να απαλύνω τους πόνους στο στομάχι μου, η αλήθεια, όμως, είναι πως μ’ αρέσουν. Αλλά είναι ντροπή ένας ενήλικας να μασουλάει καραμέλες δημοσίως“.
 -“Δεν είναι σιμπούμι***, κύριε“.
 -“Ακριβώς“. Για μια στιγμή ο Ότακε-σαν έμοιαζε να ονειροπολεί. “Ναι. Ίσως έχεις δίκιο. Η ομίχλη του βουνού μπορεί να είναι ανθυγιεινή. Αλλά δίνει μια μελαγχολική ομορφιά στον κήπο και γι’ αυτό θα πρέπει να της είμαστε ευ-γνώμονες“…
                                                                         (τέλος αποσπ. μτφρ.: Αποστόλης Πρίτσας)
__________________________________
      *  ΝισέιΙαπωνοαμερικανοί δεύτερης γενιάς!
    ** Μαύρος Σεπτέμβρης, (αραβικά: أيلول الأسود ήτανε σύγκρουση που πραγματοποιήθηκε στην Ιορδανία μεταξύ των ιορδανικών ενόπλων δυνάμεων υπό την ηγεσία του βασιλιά Χουσεΐν, και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), υπό την ηγεσία του Γιάσερ Αραφάτ, κυρίως μεταξύ 16 και 27 Σεπτεμβρίου του 1970, με ορισμένες ενέργειες να συνεχίζονται μέχρι τις 17 Ιουλίου του 1971. Τρομοκρατικές κυρίως ενέργειες.
  *** 
Σιμπούμι, είναι, το να καταλαβαίνεις κι όχι να γνωρίζεις…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *