Αυτό που ‘χει σημασία είναι ότι 2Χ2 μας κάνει τέσσερα
κι όλα τ’ άλλα είναι ανοησίες.
Βιογραφικό
Ο IΒάν Σεργκέγιεβιτς Τουργκένιεφ (Иван Сергеевич Тургенев) ήτο Ρώσος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας με παράξενη ζωή: δεν νυμφεύτηκε ποτέ κι απέκτησε μια κόρη εκτός γάμου που την άφησε στη φροντίδα μιας φιλενάδας του. Τσακώθηκε με τον καλλίτερό του φίλο τον Τολστόι -κι όχι μόνο- και πέθανε λυπημένος σε άλλη πόλη, ενώ σε άλλη έζησε, σε άλλη θαυμάστηκε και σε άλλη γεννήθηκε.
Υπήρξε 1ος Ρώσος συγγραφέας του 19ου αι., που απέκτησε παγκόσμια φήμη μυθιστοριογράφου, ποιητής και δραματουργός. Τα έργα του προσφέρουν τη ρεαλιστική απεικόνιση των Ρώσων χωρικών κι εμπεριστατωμένες μελέτες της ρωσικής διανόησης για τη προώθηση της χώρας στη νέα εποχή. Τα πολλά χρόνια που ‘ζησε στη Δυτική Ευρώπη ως ανεπίσημος πολιτιστικός πρεσβευτής, οφειλότανε ένα μέρος στο προσωπικό και καλλιτεχνικό του επίπεδο ως φιλελεύθερου απέναντι στο αντιδραστικό τσαρικό καθεστώς κι άλλο μέρος στον επαναστατικό ριζοσπαστισμό που κυριαρχούσε σε μεγάλο βαθμό στους σύγχρονους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ρωσίας. Στα γραπτά του διαχεότανε το βαθύ ενδιαφέρον του όχι μόνο για το μέλλον της πατρώας γης, αλλά και για μια ολοκλήρωση της τέχνης που θα εξασφάλιζε τη θέση του στη ρωσική λογοτεχνία. Από την άλλη, η απόλυτη αντίθεση κι εχθρότητά του προς τη σοσιαλιστική ιδεολογία έμελλε να γίνει η βάση του ιδεολογικού του φιλελευθερισμού και της έμπνευσής του για το όραμά του σχετικά με το ρόλο της διανόησης.

Ήταν ο μοναδικός Ρώσος συγγραφέας επίσης, με μια ομολογουμένως ευρωπαϊκή νοοτροπία κι ευαισθησία. Παρ’ όλο που στη γενέτειρά του έτυχε ν’ αποκτήσει καλή παιδεία στα σχολεία της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, θεωρούσε πως η μόρφωσή του κυρίως έλαβε χώρα μετά τη βουτιά του στη θάλασσα της Γερμανίας τα χρόνια 1838-41 στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Εκεί έκανε φιλίες μ’ εξέχουσες προσωπικότητες της δικής του γενιάς κι αυτές ξύπνησανε το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία του Χέγκελ (1770- 1831). Τον είχε συνεπάρει το ιδανικό για την αφιέρωση της ζωής του και του ταλέντου του στο μέλλον της Ρωσίας. Στη γενέτειρά του επέστρεψε απ’ το Βερολίνο με τη βαθιά πεποίθηση της ανωτερότητας της Δύσης και της αδήριτης ανάγκης ν’ ακολουθήσει η Ρωσία τον δρόμο της εκδυτικοποίησης.
Γεννήθηκε στις 9 Νοέμβρη 1818 στο Οριόλ της Ρωσίας κι ήτανε γιος ενός αξιωματικού, του Σεργκέι Τουργκένιεφ και μιας πλούσιας και δυναμικής γυναίκας, της Βαρβάρα Πέτροβνα, που η μορφή της διαφαίνεται σε διάφορα έργα του. Μεγαλώνοντας ο ίδιος σε περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν οι ταξικές διακρίσεις και το χάσμα πλουσίων και φτωχών, φορτίστηκε με μεγάλη έμπνευση κατά της κοινωνικής αδικίας. Απ’ τη πλευρά τoυ πατέρα του, απόστρατου αξιωματικού τού ιππικού, καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ενώ η μητέρα του, η αυταρχική Βαρβάρα Πέτροβνα Λουτοβίνοβα, κάτοχος μεγάλης κτηματικής περιουσίας στο Σπάσκογιε-Λουτοβίνοβο, επηρέαζε τόσο τη ζωή του νεαρού Τουργκένιεφ όσο και των 5000 χιλιάδων δουλοπάροικων που είχε στην εξουσία της. Η δεσπόζουσα μορφή της στη διάρκεια της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας και στην αρχή της νεότητάς του υπήρξε ζωντανό παράδειγμα για τη κυριαρχία των ηρωίδων στα μεγάλα μυθιστορήματά του..Η ζωή στο Σπάσκογιε-Λουτοβίνοβο υπήρξε για τον Τουργκένιεφ μια πηγή ειδυλλιακής έμπνευσης και συνάμα το πλαίσιο για πολλά από τα έργα του, αλλά ταυτόχρονα τον έκανε να μισήσει τη δουλοπαροικία και να μεταβληθεί σε ορκισμένο αντίπαλό της. Μικρότερη -αλλά όχι ανύπαρκτη- ήταν η επιρροή που άσκησε στον μελλοντικό συγγραφέα ο πατέρας του, Σεργκέι Τουργκένιεφ.
Το σπίτι του στη Ρωσία
Τo 1827 η οικογένεια μετακομίζει στη Μόσχα, όπου ο νεαρός Ιβάν αρχικά με οικοδιδασκάλους και στη συνέχεια, από το 1834, φοιτώντας στο πανεπιστήμιο της Μόσχας κι αργότερα στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης έχει την ευκαιρία να λάβει κάποια σημαντική μόρφωση. Το 1833 άρχισε να σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και το επόμενο έτος ήρθε σε επαφή με τον Ζουκόφσκι, τον Γκόγκολ και τον καθηγητή Πλέτνεφ, με τον τελευταίο να γίνεται οδηγός στα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα. Το 1838 μετέβη στο Βερολίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του κι εκεί ζυμώθηκε πολιτικά έχοντας στο πλευρό του σημαντικές φυσιογνωμίες σαν τον Μπακούνιν, τον Στανκίεβιτς και τον Ανένκοφ. Ως αποτέλεσμα, έκανε μέλημά του να προωθήσει τον εξευρωπαϊσμό της Ρωσίας και να υποστηρίξει τις ιδέες του με τη λογοτεχνία, χωρίς όμως να επιτρέπει στη κοινωνική κριτική να υποβαθμίζει τη τέχνη της γραφής του. Το διάστημα 1838-1841 φοιτά στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου έρχεται σ’ επαφή με σημαντικές προσωπικότητες του καιρού του. Μετά τη γνωριμία του με τη πραγματικότητα της γερμανικής κοινωνίας θεωρούσε ότι μορφώθηκε πραγματικά μόνο αφότου βούτηξε στη θάλασσα της Γερμανίας. Εκείνη την εποχή γνωρίζεται και με τον Μιχαήλ Μπακούνιν. Η συναναστροφή του με τον κύκλο αυτού τον ωθεί να μελετήσει τις φιλοσοφικές απόψεις του Χέγκελ, που αποτελούσαν το υπόβαθρο πολλών επαναστατικών ιδεών και που του ενέπνευσαν το ιδανικό να αφιερώσει τη ζωή και το ταλέντο του στο μέλλον της Ρωσίας. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, είναι απόλυτα πεπεισμένος για την υπεροχή της Δύσης και την ανάγκη εξευρωπαϊσμού της Ρωσίας, ενώ πρέπει να ειπωθεί ότι υπήρξε ο μόνος Ρώσος συγγραφέας με δεδηλωμένες δυτικοευρωπαϊκές απόψεις και προτιμήσεις.
Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία το 1841, εργάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών αλλά σύντομα σταμάτησε κι έτσι αφιερώθηκε περισσότερο στη πεζογραφία αλλά επεκτάθηκε ταυτόχρονα και στη δραματουργία. Η λογοκρισία, όμως, δεν επέτρεψε να ανεβούν όλα τα θεατρικά του έργα επί σκηνής, μερικά από τα οποία σήμερα θεωρούνται ορόσημα στην ιστορία του ρωσικού θεάτρου. Το 1843 γνωρίζεται με τη Γαλλίδα λυρική τραγουδίστρια Πωλίν Βιαρντό-Γκαρσία. Ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί μια σχέση που θα τον επηρεάσει σ’ όλη τη μετέπειτα ζωή του. Η σχέση τους θεωρείται πλατωνική, όμως ορισμένες επιστολές του, που όπως κι όλα τα γραπτά του, διακρίνονται για τις εξαιρετικές απόψεις του και για την κομψότητα του ύφους, υποδηλώνουν ότι μεταξύ τους υπήρξε μια στενότερη σχέση. Γενικά πάντως στις επιστολές του αναδεικνύεται μάλλον ως λάτρης κι ως ένθερμος θαυμαστής της, ρόλος ο οποίος φαίνεται πως τον ικανοποιούσε. Δεν νυμφεύτηκε ποτέ, αλλά από μια γυναίκα που υπηρετούσε τη μητέρα του στο Σπάσκογιε-Λουτοβίνοβο απόκτησε μιαν εξώγαμη κόρη, που τη φροντίδα της ανέθεσε αργότερα στη Πωλίν..Η γνωριμία του με τη τραγουδίστρια της όπερας Πωλίν, που ήταν κι ο μεγάλος αλλά ανεκπλήρωτος έρωτας της ζωής του, τον υποκίνησε να κάνει συχνά και μεγάλα ταξίδια στην Ευρώπη για να βρίσκεται κοντά της.
Δεδομένου του γενικού αρνητικού κλίματος στη Ρωσία για τις πολιτικο-κοινωνικές ιδέες του, η αρνητική κριτική στο μυθιστόρημά του Πατέρες Και Παιδιά (1863) στάθηκε αφορμή να φύγει οριστικά με πρώτο σταθμό του το Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, ενώ σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο και τελικά, το 1871 έγινε μόνιμος κάτοικος του Παρισιού λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου. Εκεί είδε επιτέλους μεγάλη αναγνώριση, καθώς εξελέγη αντιπρόεδρος του Διεθνούς Λογοτεχνικού Συνεδρίου το 1878, ενώ το επόμενο έτος του απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εκείνα τα τελευταία του χρόνια ακόμη κι η Ρωσία του επεφύλασσε θερμές υποδοχές όποτε την επισκεπτόταν.
Είναι βέβαιο πως η οικονομική άνεση τον βοήθησε να σπουδάσει στήν Αγ. Πετρούπολη και στο Βερολίνο, να ταξιδέψει στο εξωτερικό και να ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι κι ασφαλώς να δημοσιεύσει χωρίς προβλήματα όλα τα έργα του. Επίσης είναι προφανές ότι έζησε μία ζωή αρκετά διαφορετική από την αυτήν που έζησε ο Ντοστογιέφσκι, που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Αλλά ο Τουργκένιεφ βρέθηκε σε ρήξη και με τον άλλον γίγαντα της Ρωσικής Λογοτεχνίας, τον Τολστόι. Τη 10ετία του 1850, έγραψε μεταξύ άλλων τα ποιήματα Μια συνομιλία κι Αντρέι, καθώς και κριτικά άρθρα. Μια προσπάθειά του να διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης δεν καρποφορεί. Τελικά, αποφασίζει να παραιτηθεί από τη θέση του στη δημόσια διοίκηση κι άρχισε να δημοσιεύει πεζογραφήματα όπου σκιαγραφεί τον τύπο του άβουλου διανοουμένου.
Από τα διηγήματα αυτά, περίφημο ήταν το Ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου, που δημοσιεύεται το 1850. Ο χαρακτηρισμός αυτός, του περιττού ανθρώπου, έμεινε παροιμιώδης ως χαρακτηριστικό πολλών ασήμαντων, αδύναμων κι άβουλων διανοουμένων, πρωταγωνιστών των έργων του αλλά και γενικότερα της ρωσικής λογοτεχνίας. Το 1852 εκδίδεται κύκλος διηγημάτων του με τίτλο Σημειώσεις ενός κυνηγού. Στα διηγήματα αυτά περιγράφει διάφορους τύπους γαιοκτημόνων, δουλοπάροικων καθώς και σκηνές από τη ρωσική ύπαιθρο. Οι Σημειώσεις ενός κυνηγού αφ’ ενός βοήθησαν τους αναγνώστες των ανώτερων κοινωνικών τάσεων να συνειδητοποιήσουν την ανθρώπινη ποιότητα των χωρικών, αφ’ ετέρου συνέβαλαν στη κοινωνική μεταρρύθμιση που οδήγησε στην κατάργηση της δουλοπαροικίας.
Τα σπίτια, αριστερά της Γαλλίας, δεξια το αρχοντικό
Με το που κυκλοφορεί η 1η έκδοση των διηγημάτων, που προηγουμένως είχανε δημοσιευθεί σε διάφορα τεύχη του περιοδικού Σύγχρονος, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται για ένα μήνα στις φυλακές της Αγίας Πετρούπολης και καταδικάζεται σε 18μηνο κατ’ οίκον περιορισμό στο Σπάσκογιε. Η επίσημη αιτιολογία για τη τιμωρία αυτή από τις τσαρικές αρχές, ήταν μία νεκρολογία του για τον Γκόγκολ, που ‘χε δημοσιεύσει παραβιάζοντας τους κανονισμούς της τσαρικής λογοκρισίας. Όμως η κριτική της δουλοπαροικίας, όπως αυτή εκφράστηκε στις Σημειώσεις, οπωσδήποτε σε τόνους χαμηλούς κι έμμεσους, αλλά καταφανής στις περιγραφές της σκληρότητας των γαιοκτημόνων προς τους χωρικούς, ήταν ο πραγματικός κι εμφανής λόγος για να υποστεί τη τιμωρία αυτή. Στη διάρκεια της φυλάκισής του στην Αγία Πετρούπολη γράφει το περίφημο διήγημά του Μουμού, όπου περιγράφει τη σκληρότητα της δουλοπαροικίας.
Το 1855 δημοσιεύεται το θεατρικό του έργο Ένας μήνας στην εξοχή, ένα πραγματικό αριστούργημα που δεν ανέβηκε στο θέατρο από επαγγελματικό θίασο μέχρι το 1872. Πρόκειται για κάτι το πρωτοφανές στο ρωσικό θέατρο και δεν εκτιμήθηκε από το κοινό και τους κριτικούς παρά μόνο μετά το 1908, έπειτα από την επιτυχία των παραστάσεων των έργων του Τσέχωφ από το θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Εξαλλου, μόνο μετά από το ανέβασμά του σε σκηνοθεσία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι στο ίδιο θέατρο το 1909, αναγνωρίστηκε ότι επρόκειτο για ένα από τα σημαντικότερα έργα του ρωσικού θεάτρου. Δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του Γιάκοφ και Πασυνκόφ που είναι εμφανές ότι η συγγραφική τέχνη του Τουργκένιεφ εξελίσσεται προς συνθετότερες μορφές, όπως αποκαλύπτει η ολοκληρωμένη περιγραφή των χαρακτήρων του έργου κι η ευαίσθητη αλλά απαισιόδοξη απόδοση των αντιξοοτήτων του έρωτα στα διηγήματά του Φάουστ και Μια αλληλογραφία. Με την ήττα της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854- 1856), η γενιά του, “οι άνθρωποι της 10ετίας του 1840”, άρχισε να θεωρείται πως ανήκει στο παρελθόν. Εκδίδεται το μυθιστόρημά του Ρούντιν (1856) που διαπνεόταν από πνεύμα ειρωνικής νοσταλγίας για τις αδυναμίες και την αναποτελεσμα ικότητα που ήσαν τόσον έκδηλες στη γενιά της προηγούμενης 10ετίας και το 1858 η συλλογή διηγημάτων του Άσια.
Το 1859 εκδίδεται το μυθιστόρημά του Η Φωλιά Των Ευγενών. Σ’ αυτό όπως και στο Ρούντιν μολονότι δεν συμπαθούσε ορισμένες από τις τάσεις της σκέψης της νεώτερης ριζοσπαστικής γενιάς που αναδύθηκε μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, προσπάθησε ν’ αναπαραστήσει με βαθιά ειλικρίνεια τις θετικές φιλοσοφικές αντιλήψεις των νέων ανθρώπων, η στάση των οποίων απέναντί του, ιδιαίτερα των σημαντικότερων εκφραστών νέων ιδεών όπως ο Ν. Τσερνισέφσκι κι ο Ν. Ντομπρολιούμποφ, ήτανε γενικά ψυχρή όταν δεν ήταν ανοιχτά εχθρική. Ο μάλλον μαλθακός χαρακτήρας του υφίστατο τη πρόκληση της σθεναρής αποφασιστικότητας των νεώτερων συγχρόνων του, χαρακτηριστικό που υποδήλωνε τις νέες επαναστατικές διαθέσεις που δεν αποδεχόταν. Ο φιλελευθερισμός του μπορούσε ν’ αποδεχθεί την ιδέα των βαθμιαίων αλλαγών, αλλά ήταν αντίθετος προς ριζοσπαστικότερες αντιλήψεις, ιδιαίτερα στην ιδέα της επανάστασης των χωρικών. Το 1860 εκδίδεται η νουβέλα Πρώτη Αγάπη, περιέχει πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων κι αντανακλά τη μεγάλη εντύπωση που του προκάλεσε ο έρωτάς του για τη πριγκήπισσα Ε.Λ. Σαχόφσκαγια, που το 1833 είχε ειδύλλιο με τον πατέρα του. Όπως αναφέρει η Ν. Οστρόφσκαγια στα Απομνημoνεύματά της, ο Τουργκένιεφ δήλωσε:
“Στην Πρώτη Αγάπη, απεικόνισα τον πατέρα μου. Πολλοί με κατηγόρησαν γι’ αυτό, και μάλιστα με κατηγόρησαν για το γεγονός ότι ποτέ δεν το έκρυψα. Εγώ όμως πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάτι άσχημο σ’ αυτό. Δεν είχα λόγους να το κρύψω. Ο πατέρας μου υπήρξε πολύ ωραίος άντρας. Και τούτο μπορώ να το πω, επειδή εγώ δεν του μοιάζω καθόλου, στο πρόσωπο μοιάζω στη μητέρα μου. Εκείνος ήταν πολύ ωραίος, με πραγματικά ρώσικη ομορφιά. Συνήθως το φέρσιμό του ήτανε ψυχρό, ήταν απρόσιτος, αρκούσε όμως να θέλει να γίνει αρεστός και τότε στο πρόσωπό του και στους τρόπους του φανερωνόταν κάτι το ακαταμάχητα γοητευτικό. Συνήθως αυτό συνέβαινε με τις γυναίκες που του άρεσαν“.
Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται και το μυθιστόρημά του Τη Παραμονή, όπου πραγματεύεται τα προβλήματα που ήλθε αντιμέτωπη η νεώτερη γενιά των διανοουμένων από τις παραμονές του Κριμαϊκού Πολέμου μέχρι τις παραμονές της χειραφέτησης των δουλοπάροικων, μέσα στο κλίμα των κυοφορούμενων αλλαγών. Το 1862 εκδίδεται το μυθιστόρημά του Πατέρες Και Γιοι, το σπουδαιότερο έργο του σύμφωνα με κάποιους λογοτεχνικούς κύκλους όχι όμως και το πιο διάσημο. Έπειτα από τη συνάντηση του Τσερνισέφσκι με τον Χέρτσεν, ηγετική φυσιογνωμία του φιλελευθερισμού και προσωπικού φίλου του Τουργκένιεφ, στο Λονδίνο το 1859, η αντιπαράθεση ανάμεσα στη παλαιότερη και τη νεώτερη γενιά των Ρώσων διανοουμένων εξελίχθηκε σε πλήρη σύγκρουση. Ήταν φανερό πλέον ότι δεν μπορούσε να υπάρξει κανένας συμβιβασμός ανάμεσα στον φιλελευθερισμό της γενιάς του και στους επαναστατικούς πόθους των νεώτερων διανοουμένων. Ο ίδιος δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται την προσωπική του εμπλοκή σε αυτή τη ρήξη. Καρπός αυτής της αίσθησης της προσωπικής εμπλοκής του είναι αυτό το μυθιστόρημά του, που κατόρθωσε να περιγράψει με αξιοσημείωτη ισορροπία και σε όλο τους το βάθος τα ζητήματα που δίχαζαν τις δυο γενιές. Το θαυμαστό σ’ αυτό είναι η απόλυτη κυριαρχία του Τουργκένιεφ πάνω στο θέμα του και η περιγραφή όλων των χαρακτήρων του έργου στους οποίους προσέδωσε τον αυθορμητισμό των πραγματικών ζωντανών ανθρώπων.
Η Βιαρντό εν δράσει
Μετά τη σχεδόν ομόφωνα εχθρική υποδοχή του έργου του από το σύνολο των ομότεχνων και της κριτικής, βαθιά πληγωμένος εγκαταλείπει τη Ρωσία το 1864. Ταξιδεύει στο Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας όπου διέμεναν ήδη οι Βιαρντό κι εγκαθίσταται κοντά τους. Η ρήξη του με τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι, αλλά κι η γενικότερη απομάκρυνσή του από τους λογοτεχνικούς κύκλους της Ρωσίας τον οδηγούνε στην εξορία με τη πραγματική έννοια του όρου, πράγμα ιδιαίτερα φανερό και στα διηγήματά του Φαντάσματα που δημοσιεύεται αυτή τη χρονιά, και Αρκετά που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά. Το 1867 εκδίδεται το μυθιστόρημα Καπνός το μοναδικό της περιόδου αυτής, που η πλοκή του εκτυλίσσεται στο Μπάντεν-Μπάντεν και που παρουσιάζει με σατιρικό πικρό τόνο, σχεδόν σαν καρικατούρα, τους διανοούμενους τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς. Ο Γαλλογερμανικός Πόλεμος του 1870-1871 αναγκάζει τους Βιαρντό να εγκαταλείψουν το Μπάντεν-Μπάντεν κι ο Τουργκένιεφ τους ακολουθεί στη σύντομη παραμονή τους πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Παρίσι. Ένας ανάλογος αναπροσανατολισμός σημειώνεται και στις αντιλήψεις του. Η άλλοτε φιλογερμανική θέρμη του σβήνει κι η θλίψη τονε κυριεύει. Στο Παρίσι της 10ετίας του 1870 αναδεικνύεται σε τιμημένο πρεσβευτή των ρωσικών γραμμάτων και συνδέεται στενά με τη Γεωργία Σάνδη, τον Γκυστάβ Φλωμπέρ, τους αδελφούς Γκονκούρ, τον νεαρό Εμίλ Ζολά και τον Χένρυ Τζαίημς, ενώ το 1878 εκλέγεται αντιπρόεδρος του Διεθνούς Λογοτεχνικού Συνεδρίου που συνήλθε στο Παρίσι και το 1879 τιμάται από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Στη συλλογή διηγημάτων του Οι Ανοιξιάτικοι Χείμαρροι, που δημοσιεύεται το 1872, όπως και σ’ όλα τα προηγούμενα έργα του μας δίνει την εικόνα της κουλτούρας της αριστοκρατίας που αποχωρεί από το προσκήνιο της ιστορίας και της κοινωνίας για να τη διαδεχθούν οι μεσοαστοί κι οι δημοκράτες. Μεταξύ των έργων του ξεχωρίζουν, Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου (1850), Τα σημειώματα ενός κυνηγού (1852), Πατέρες και παιδιά (1862), ο Ρούντιν (1856) ο Καπνός (1867) κι ο Χερσότοπος (1877). Στα περισσότερα εξ αυτών ασχολείται με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της Ρωσίας, αν και παρακολουθούσε τις εξελίξεις εκ του μακρόθεν, καθώς και με ζητήματα των ανθρωπίνων σχέσεων. Γενικά θεωρείται πως η νεολαία ανταποκρινότανε θετικά στις προσεγγίσεις του, η ρωσική Intelligentsia ήταν αρνητική πολλές φορές προς αυτές. Τα περισσότερα έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Ανεξαρτήτως των πολιτικών τοποθετήσεων του, που πολλές φορές δεν είναι σαφείς, της ρήξεώς του με τους μεγάλους της Ρωσικής Λογοτεχνίας, του κοσμοπολιτισμού του, που δεν συνδυάζεται πάντοτε με την ορθή γνώση των ρωσικών πραγμάτων, ακόμη και του ασταθούς χαρακτήρα του, κατατάσσεται αναμφιβόλως μεταξύ των σπουδαίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η μητέρα του
Η μητέρα του Ιβάν, η Βαρβάρα Πετρόβνα, ήτανε τόσο βάναυση και σκληρή, που στη κακία δεν τη ξεπερνούσε παρά μόνο η δική της μητέρα, η γιαγιά του για την οποία ο ίδιος διηγούνταν το ακόλουθο επεισόδιο: Η γιαγιά του υπέφερε από παράλυση στα γεράματά της και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της καθηλωμένη στη πολυθρόνα. Μια μέρα θύμωσε τρομερά με τον νεαρό υπηρέτη που τη φρόντιζε κι άρπαξε ένα κούτσουρο και τονe χτύπησε στο κεφάλι με τόση δύναμη, που ο μικρός έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Το θέαμα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστο, οπότε η ηλικιωμένη κυρία τράβηξε το παιδί κοντά της, ακούμπησε το ματωμένο κεφάλι του στη πολυθρόνα της, το σκέπασε μ’ ένα μαξιλάρι του καναπέ και κάθισε πάνω του, ώσπου του έκοψε την ανάσα, πιθανότατα για να πάψει να την αναστατώνει ο ανάρμοστος πίδακας του αίματος που ανάβλυζε απ’ το κεφάλι του. Η μητέρα του δεν ήταν καλλίτερη από τη γιαγιά του. Όταν αναφερόταν στους υπηρέτες, τους αποκαλούσε υποτακτικούς και τους φερότανε σαν σκουπίδια ή και χειρότερα. Στους υποτακτικούς απαγόρευε να κάνουνε παιδιά για να μη παραμελούνε τις υποχρεώσεις τους και τα λίγα βλαστάρια που παρ’ όλ’ αυτά έρχονταν στον κόσμο κατά λάθος, τον εγκατέλειπαν αμέσως, αφού νεογέννητα ακόμη τα πετούσε σ’ ένα λάκκο με λασπόνερα. Ούτε στους γιους της φερότανε καλλίτερα. Δεν σταμάτησε να τους ξυλοφορτώνει μέχρι που γίνονταν ολόκληροι άντρες, αλλά και στα εγγόνια της φερόταν άσχημα. Αγαπημένο θύμα της ήταν η εξώγαμη κόρη που είχε αποκτήσει ο Ιβάν με μια μοδίστρα που δούλευε στο σπίτι τους. Η φιλόστοργη γιαγιά βασάνιζε την εγγονή, επωφελούμενη από τα συνεχή ταξίδια του και συχνά διασκέδαζε ντύνοντάς τη σαν νεαρή δεσποινίδα, με σκοπό να την επιδεικνύει στους καλεσμένους της. Όταν όμως τους ρωτούσε με ποιον έμοιαζε η μικρή κι αυτοί ομόφωνα απαντούσαν με τον Ιβάν Σεργκέγιεβιτς, τον γιο της, αμέσως διέταζε να της βγάλουνε τα όμορφα ρούχα και να τη στείλουνε πίσω στη κουζίνα.
Ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η Πωλίν Βιαρντό, γνωστή επίσης ως Λα Γκαρσία, που πρέπει να ήταν και το αληθινό της όνομα, δεδομένου ότι επρόκειτο για Ισπανίδα τσιγγάνα, τραγουδίστρια της όπερας και χορεύτρια. Ήτανε παντρεμένη με τον κύριο Βιαρντό, που ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερός της και που δεν εγκατέλειψε ποτέ, ούτε στα 5 χρόνια που αντιστεκόταν στις ερωτικές προτάσεις του Ιβάν, ούτε όταν τελικά τις αποδέχτηκε. Αντιθέτως μάλιστα, ήταν εκείνος που χρειάστηκε να προσαρμοστεί στη κατάσταση κι είναι γνωστό πως ζούσε μαζί με το ζευγάρι μεγάλα χρονικά διαστήματα, διατηρώντας αδερφικές σχέσεις με τον Βιαρντό και… συζυγικές με τη Γκαρσία. Η Βιαρντό ήταν άσχημη, αλλά σαγηνευτική γυναίκα, πολύ ισχυρή προσωπικότητα που δεν της έλειπε το ταλέντο και για την οποία διαθέτουμε ένα λογοτεχνικό πορτραίτο φιλοτεχνημένο από τη πέννα του ποιητή Χάινε:
“Υπάρχουν στιγμές στη γεμάτη πάθος εκτέλεση των ρόλων της, κυρίως όταν ανοίγει διάπλατα το πελώριο στόμα της με τα αστραφτερά κατάλευκα δόντια και χαμογελά τόσο βάναυσα γλυκά και τόσο υπέροχα σκληρά, που έχει κανείς την αίσθηση ότι δεν θ’ αργήσουν να εμφανιστούν όλα τα τερατώδη φυτά και ζώα της Ινδίας και της Αφρικής“.
Πίνακας του Ρέπιν πορτραίτο του Ιβάν το 1874
Η Βιαρντό στο τέλος τον απάτησε με ζωγράφο, οπότε η σχέση τους διακόπηκε, αλλά όχι για πάντα. Προς το τέλος της ζωής του έγραφε λιμπρέτα για τις οπερέτες που ερμήνευε κείνη και μάλιστα έπαιζε σε αυτές, έρποντας στο πάτωμα περιτριγυρισμένος από οδαλίσκες, μεταμφιεσμένος σε Τούρκο σουλτάνο. Η βασίλισσα Βικτόρια απολάμβανε τις οπερέτες, αλλά επέκρινε την αναξιοπρέπεια τόσο μεγάλου άντρα. Ίδιες αμφιβολίες συμμεριζόταν κι ο Τολστόι, αφότου τον είδε να χορεύει κανκάν με 12χρονο κοριτσάκι σε κεφάτο γλέντι γενεθλίων. Για κείνη τη βραδιά σημείωνε αυστηρά στο ημερολόγιό του: “Ο Τουργκένιεφ…. Το κανκάν. Θλιβερό“. Οι δύο συγγραφείς είχαν αρκετές διαφορές, αλλά τους ένωνε μία αρκετά δυνατή φιλία. Οι διαφορές τους έφτασαν στο αποκορύφωμα όταν, μετά από μια έντονη συζήτηση για τον εξευρωπαϊσμό ή όχι της Ρωσίας, ο Λέων προκάλεσε τον Ιβάν σε μονομαχία κι απαίτησε να αγωνιστούν με τουφέκια. Ο Τουργκένιεφ ζήτησε συγγνώμη, αλλά όταν αργότερα άκουσε ότι ο Τολστόι εξακολουθούσε να τον διαβάλλει, τον προκάλεσε κείνος σε μονομαχία. Ανέβαλλαν όμως την αναμέτρηση λόγω ενός ταξιδιού. Τότε ζήτησε συγγνώμη ο Τολστόι και πέρασαν έτσι 17 χρόνια, ώσπου στο τέλος σταμάτησαν ν’ αναβάλλουνε τη μονομαχία. Την ακυρώσανε και συμφιλιώθηκαν.
Η Πωλίν Βιαρντό – Γκαρσία
Δύο βδομάδες πριν πεθάνει, ο Ιβάν παρήγγειλε απ’ τον φίλο του, Μωπασσάν, να του φέρει ένα πιστόλι στην επόμενη επίσκεψή του. Είχε καρκίνο στο νωτιαίο μυελό κι υπέφερε από φριχτούς πόνους. Πέρασε τις τελευταίες του μέρες σε παραλήρημα, αποκαλώντας Λαίδη Μακβέδ, τη Πωλίν Βιαρντό και κατηγορώντας την επειδή δεν τον παντρεύτηκε. Κι η αλήθεια είναι πως τη περιέγραφε πάντα τη σχέση τους με τη φράση “ανεπίσημος γάμος“. Έπεσε σε κώμα, από το οποίο βγήκε μόνο για να πει στη Πωλίν: “Έλα πιο κοντά… πιο κοντά. Ήρθε η ώρα να πούμε αντίο… όπως οι Ρώσοι τσάροι… Ιδού η βασίλισσα των βασιλισσών. Πόσα καλά έχει κάνει“. Ο Ιβάν Τουργκένιεφ πέθανε στις 3 Σεπτέμβρη 1883, σε ηλικία 64 ετών, στο Μπουζιβάλ κοντά στο Παρίσι κι η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο Βόλκοβο της Αγίας Πετρούπολης. Η Βιαρντό είπε γι’ αυτόν: “Ήταν ο πιο θλιμμένος άνθρωπος του κόσμου“.
ΕΡΓΑ:
* Το έργο του Ιβάν Σεργκέγιεβιτς Τουργκένιεφ διακρίνεται από κείνο των διασημότερων ομοτέχνων του για την σκόπιμη έλλειψη υπερβολής, την ισορροπία στη φόρμα και την ιδιαίτερη φροντίδα του για την αισθητική μορφή του. Αν διέφερε από τους μεγάλους συγ χρόνους του, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι, ως προς το μέγεθος του έργου του, διέφερε και κατά το ότι πίστευε πως η λογοτεχνία δεν θα έπρεπε να δίνει απαντήσεις στα ερωτηματικά της ζωής. Συνέθετε τα μυθιστορήματά του βάσει μιας απλής φόρμας, που μοναδικός σκοπός της ήταν να φωτίσει τον χαρακτήρα και το πεπρωμένο μίας μόνο μορφής, του ήρωα ή της ηρωίδας του. Η αξία των ηρώων του έγκειται κυρίως ότι αποτελούν λεπτομερή, επιδέξια κοι νωνιοψυχολογικά πορτραίτα. Η σημαντικότερη από τις τεχνικές του μεθόδους ήταν η περιγραφή των συνεπειών που προκαλεί η είσοδος ενός νέου προσώπου σ’ ένα μικρό κοινωνικό κύκλο που με τη σειρά του ελέγχει τον νεοφερμένο κυρίως μες από τη σχέση του με την ηρωίδα, που πάντα ανήκει στο χώρο του μυθιστορήματος. Παρά τις διαφαινόμενες προοπτικές ευτυχίας των ηρώων του, στο τέλος η σχέση οδηγείται πάντα στη καταστροφή. Η φήμη του επισκιάστηκε από κείνη των άλλων δυο μεγάλων, όμως η διαύγεια, η αβρότητα και κυρίως η εξαιρετική του αίσθηση πως το πραγματικά ωραίο είναι πολύτιμο για τη ζωή, προσδίδουνε στα έργα του μαγική γοητεία που παραμένει αλώβητη στη δοκιμασία του χρόνου.
* Στην αυτοβιογραφική του νουβέλα, Η Πρώτη Αγάπη, περιγράφει το δικό του πρώτο έρωτα και τη σχέση του πατέρα του με το ερώμενο πρόσωπο. Με μια γρήγορη ματιά το βιβλίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ρομαντικού έρωτα: η έντονη παρουσία της φύσης, το μοτίβο του ανεκπλήρωτου έρωτα, τα έντονα αισθήματα ζήλιας και φυσικά το θάνατο. Ο Ιβάν εδώ αντίθετα με τα λοιπά παρόμοια κείμενα, μοιάζει σα να βρίσκεται ένα βήμα μετά το θάνατο του Βέρθερου, του Γκαίτε. Μας δείχνει την οπτική του έρωτα μετά τη πτώση, μετά τη τυχαία στιγμή. Σ΄αυτό, ο θάνατος επέρχεται, κατά το δοκούν, αλλά αυτή τη φορά όχι στον ίδιο τον ήρωα, ο θάνατος επέρχεται στους πραγματικούς εραστές της νουβέλας, στους οποίους πάντως σίγουρα δεν ανήκει ο Βλαντιμίρ Πετρόβιτς, αφού στην ουσία ο έρωτάς του είναι μιμητικός (μιμείται τον έρωτα του πατέρα του για τη Ζηναΐδα). Η ιστορία προχωρεί, λαμβάνοντας ως αφορμή, μια συζήτηση μεταξύ ανδρών για τον πρώτο έρωτα, κάτι που μας παραπέμπει ευθύς αμέσως στο πλατωνικό Συμπόσιο.
Αν και Ρώσος, έχει φύγει από τη Ρωσία κι έχει γνωρίσει τη ρομαντική παράδοση που κρατά από το ιπποτικό μυθιστόρημα του 17ου αι., που την ενσωματώνει, τεχνηέντως, μ’ ένα τρόπο που δεν παύει ν’ απαντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η ιστορία της τέχνης, είναι μια ιστορία γεμάτη από αντιθέσεις. Το εκάστοτε καλλιτεχνικό ρεύμα στέκεται απέναντι στο άλλο επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του και την ετερότητά του. Η διαμάχη που μαίνεται στην εποχή του, είναι του ρομαντισμού με τον κλασσικισμό. Χωρίς ποτέ να επιλέγει ξεκάθαρα ανάμεσα στα δύο, φαίνεται να κατανοεί την αντίθεση των δύο αυτών ρευμάτων, αξιοποιώντας πότε το ένα και πότε το άλλο. Ενώ αρχικά υιοθετεί τη θεματική του ρομαντισμού κρατά κάποια απόσταση από τα παραδοσιακά κλισέ. Το ζενίθ της αντίθεσης έγκειται στον τρόπο που συνδυάζεται η φόρμα με το περιεχόμενο. Ο Τουργκένιεφ όμως, με ρομαντική θεματική, σκόπιμα αποφεύγει τις εκφραστικές υπερβολές, δίνοντας, αντίθετα, σημασία στη συμμετρία, στην ισορροπία της φόρμας και στην αισθητική μορφή.
Σε αντίθεση με τα ψυχογραφικά πορτραίτα του Ντοστογιέφσκι, χρωματίζει με ψυχρά χρώματα μια ολόκληρη εποχή, δημιουργώντας μια αντίστιξη ανάμεσα στην αισθητική του πραγματικά ωραίου της ζωής και την ασχήμια που έρχεται ν’ αποκαλύψει η λογοτεχνική αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπέκετ εμπνέεται από τη νουβέλα και γράφει τη δική του πρώτη αγάπη. Κοινά σημεία με τη νουβέλα του Τουργκένιεφ δε βρίσκουμε τόσο στο ύφος, όσο στη θεματική (έρωτας, θάνατος, σχέση με πατέρα, ζήλεια, διαμεσολαβημένη ερωτική εμπειρία).
* Λίγες φορές έχει καταφέρει ένα μυθιστόρημα να γίνει επίκεντρο σφοδρών συγκρούσεων κι αντιπαραθέσεων, όχι μόνο λογοτεχνικών αλλά και πολιτικών- ιδεολογικών. Το Πατέρες Και Γιοι (1862) ανήκει σ’ αυτή τη σπάνια κατηγορία γιατί κατόρθωσε να προκαλέσει σάλο την εποχή που εκδόθηκε αναστατώνοντας και διχάζοντας τον πνευματικό κόσμο της Ρωσίας εξαιτίας των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων που έθετε με τρόπο επείγοντα κι επιτακτικό. Με το κορυφαίο του αυτό μυθιστόρημα, ο Τουργκένιεφ, φιλοδυτικός ο ίδιος, μίλησε για το χάσμα των γενεών κι ανέδειξε συγχρόνως, με τρόπο μοναδικό την ανελέητη σύγκρουση μεταξύ φιλελεύθερων και ριζοσπαστών επιχειρώντας να χαρτογραφήσει εξόχως διεισδυτικά τις αντιφάσεις και τις παλινωδίες των μεν και των δε, που λίγο μετά οδήγησαν στην έκρηξη της ρωσικής επανάστασης.
Η Ρωσία την επόμενη της κατάργηση της δουλειας: Οι πατέρες: σπλαχνικοί, λίγο κουρασμένοι, σκεφτικοί, αλλά και πεπεισμένοι ότι μια γερή δόση αγγλικού φιλελευθερισμού θα λύσει τα προβλήματα μιας χώρας που είναι ακόμη φεουδαρχική. Οι γιοί: μελαγχολικοί, πικραμένοι, πρόωρα απογοητευμένοι, που μισούν κάθε ιδέα μεταρρύθμισης, που πιστεύουν μόνο στην άρνηση, στο ξεκαθάρισμα, στη καταστροφή οποιασδήποτε τάξης. Σαν Άμλετ πριν από την επανάσταση, ο Μπαζάροφ προχωρά πέρα από ένα παράλογο θάνατο, η υστεροφημία του μετεωρίζεται ανάμεσα στους δαίμονες του Ντοστογέφσκι και στους μπολσεβίκους του 1917. Το αριστούργημα του Τουργκένιεφ για τη σύγκρουση των γενεών μοιάζει τόσο φρέσκο, ειλικρινές και συναρπαστικό όσο ήταν για τους αναγνώστες που πρώτοι ήρθαν καταπρόσωπο με τον διάσημο ήρωά του. Η αμφιλεγόμενη απεικόνιση του Μπαζάροφ, του μηδενιστή ή καινούργιου ανθρώπου, σόκαρε τη ρωσική κοινωνία όταν το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε το 1862. Η εικόνα της ανθρωπότητας, που χάρη στην επιστήμη απελευθερώνεται από παμπάλαιες συμβάσεις και προκαταλήψεις, μπορεί να αποβεί απειλητική για οποιουσδήποτε πολιτικούς ή θρησκευτικούς θεσμούς κι είναι ιδιαίτερα δραστική στις μέρες μας.
Ο Τουργκένιεφ υπήρξε μετριοπαθής, φιλελεύθερος, εχθρός απέναντι σ’ όλες τις πίστεις που κάνουνε τους ανθρώπους να χάνουνε τη λογική και την έννοια του μέτρου. Ίσως να νόμισε ότι με αυτό θα ξόρκιζε τις πιο αγωνιώδεις προαισθήσεις του, εξημερώνοντάς τες στην αγκαλιά της οικείας του ρωσικής φύσης, με μια κλασσική μυθιστορηματική δομή τύπου Πούσκιν -όπως την είχε επεξεργαστεί για να συνδέσει τον νέο ρεαλισμό με την αρμονική σύλληψή του για τη τέχνη. Τα πάθη που το βιβλίο του αποδέσμευσε στους συγχρόνους του γκρέμισαν τις εύθραυστες άμυνές του· γι’ αυτό το λόγο κι οδηγήθηκε σε μεγάλη απόγνωση. Σ’ εμάς πάλι, όλη η ομορφιά που εκπέμπει το βιβλίο, βρίσκεται στην ανησυχητική δυσαρμονία του πλαισίου και του μηνύματος, στην ένταση που επιβάλλει αυτό το εκρηκτικό φορτίο που οι αλυσιδωτές αναφλέξεις θα αντηχήσουνε σ’ όλο τον κόσμο.
Πέτρα του σκανδάλου στάθηκε ο Μπαζάροφ, κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου και μετέπειτα δεσπόζουσα, εμβληματική μορφή ολόκληρης της ρώσικης λογοτεχνίας. Υπέρμαχος των θετικών επιστημών, θιασώτης του άκρατου εμπειρισμού και του ωφελιμισμού, ο Μπαζάροφ, φοιτητής της ιατρικής, σκανδαλίζει τον περίγυρό του και χαρακτηρίζεται νιχιλιστής. Απορρίπτει με πάθος παρωχημένες αξίες κι ιδανικά, δεν πιστεύει τίποτα και διακηρύσσει απερίφραστα τις αρχές του. Διεκδικεί μιαν ελευθερία άνευ όρων και δε διστάζει να προπαγανδίσει τη σύγκρουση και τη καταστροφή. Μοναχικός, δυσπροσάρμοστος, αλαζονικός, μετακινείται συνεχώς από τόπο σε τόπο σε μια διαρκή προσπάθεια να ξορκίσει την ανία του. Η υποτιθέμενη ανωτερότητα των ιδεών του κάνει ενίοτε το φέρσιμό του επηρμένο και περιφρονητικό απέναντι σ’ όσους τον αμφισβητούν. Οι βεβαιότητές του είναι ακλόνητες και τις υπερασπίζεται σθεναρά κι ανυποχώρητα. Απεχθάνεται την υπερβολή του συναισθήματος και την αμετροέπεια του λυρισμού, απορρίπτει κάθε μορφής ιδεαλισμό κι είναι φανατικά υπέρμαχος ενός αδιαπραγμάτευτου, ακραίου υλισμού. Συγχρόνως ευαγγελίζεται μιαν άλλη κοινωνία, απαλλαγμένη όχι μόνο από την αριστοκρατία αλλά κι από κείνους τους καταπιεσμένους που δεν διαθέτουν ισχυρή ταξική συνείδηση, ικανή να τους οδηγήσει στην αποτίναξη του ζυγού. Σα γνήσιος μηδενιστής, μιλά με ωμότητα ή γίνεται κυνικά ψυχρός κι είρων αλλά δεν παύει να διαθέτει και κάποιες απροσδόκητες σπίθες απροσποίητης ζεστασιάς και χιούμορ, που τον καθιστούνε κατά καιρούς συμπαθή κι ανθρώπινο.
Εκτός όμως από τον Μπαζάροφ που είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής, υπάρχει κι ένας ακόμη εκπρόσωπος της νέας γενιάς των γιων. Πρόκειται για το νεαρό Αρκάντι, που ξεκινά σα φίλος, ομοϊδεάτης και συνοδοιπόρος του που στο πρόσωπό του βλέπει ένα μέντορα, αλλά στο τέλος διαφοροποιείται και συνειδητά απομακρύνεται από το μηδενιστικό όραμα. Ο Αρκάντι διαθέτει αθωότητα και καλωσύνη, διαπνέεται από θετικά συναισθήματα και δυσκολεύεται να αναγνωρίσει αντιπάλους ή ανταγωνιστές πάνω στα πρόσωπα των άλλων. Δεν μπορεί, λοιπόν, να ακολουθήσει το μισαλλόδοξο και μηδενιστικό πρόγραμμα του Μπαζάροφ εξαιτίας της εγγενούς φιλότητας, που τον χαρακτηρίζει. Άλλωστε μολονότι νιώθει άβολα κι αμήχανα κατά καιρούς στη συναναστροφή με το γονιό του, δεν παύει ν αγαπά με ζέση τον πατέρα του και του είναι εντελώς αδύνατο να τονε θεωρήσει ένοχο κι υπόλογο, μόνο και μόνο επειδή ανήκει σε άλλη γενιά.
(Η σύνταξη του λογοτεχνικού περιοδικού Sovremennik : Ivan Gontcharov, Ivan Tourgeniev, Léon Tolstoy, Dmitry Vassilievich Grigorovich, Alexandre Vassilievich Drujinin. Όταν ο Tolstoy ήταν ακόμη αξιωματικός του Τσάρου (φωτο με στολή), ο Ιβάν τον είχε δεχτεί και τον είχε συμβουλέψει να παραιτηθεί από το στρατό και ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο. Κι οι 2 με τα γραπτά τους κατaγγείλανε τη δουλοπαροικία, παίρνοντας το μέρος των απλών χωρικών. Το 1860 που ‘γραφε τη Πρώτη Αγάπη, μοιράσε τη γη του με τους μουζίκους που ανήκαν στα κτηματά του, ενώ ο Tolstoy, στη διαθήκη του, άφησε όλη του τη περιουσία στο “δοκιμαζόμενο λαό”.)
Αλλά οι δυο νέοι διαφέρουνε και σ’ ό,τι έχει να κάνει με την αγάπη. Ο Μπαζάροφ συναντά την άρνηση, όταν εξομολογείται τον έρωτά του στη γοητευτική Οντιτσόβα, που τη νιώθει πνευματικά συγγενή καθώς είναι κι αυτή υπέρμαχος ενός παρόμοιου υλισμού με το δικό του. Αντίθετα, ο Αρκάντι βρίσκει θερμή ανταπόκριση στην αθώα Κάτια, που μοιράζεται μαζί του τον ίδιο ενθουσιασμό κι είναι έτοιμη να τον ακολουθήσει. Ο ψυχρός Μπαζάροφ προσχωρεί στον έρωτα παθιασμένος αλλά ανέτοιμος και συντρίβεται από το βάρος μιας αναπάντεχης απόρριψης. Μετά απ’ αυτό, η ζωή του ακολουθεί μια θλιβερή και φθίνουσα πορεία, που καταλήγει στην αρρώστια και το θάνατο. Εντελώς ανακόλουθος με τις θεωρίες του, πέφτει στη παγίδα εκείνων ακριβώς των συναισθημάτων, που νόμιζε πως δεν τον αγγίζανε και δεν τον αφορούσαν. Η ερωτική του παραφορά αλλά κι η ζέση που δείχνει για την υπεράσπιση των ανατρεπτικών πολιτικών του θέσεων δεν μπορούν παρά να τοποθετήσουν αυτόν το δηλωμένο υλιστή και πολέμιο κάθε ιδεαλισμού, στο πάνθεον των ρομαντικών ηρώων, πράγμα που ο ίδιος θα απεύχονταν με σφοδρότητα.
Όσο για τους πατέρες, αυτοί διαγράφονται με συμπαθητικά χρώματα κι είναι γενικά καλόβολοι και καλοπροαίρετοι. Ο πατέρας του Αρκάντι, αν κι αριστοκράτης, προσπαθεί με τον τρόπο του να προάγει τις μεταρρυθμίσεις σε όφελος των πρώην δουλοπάροικων που εργάζονται στα κτήματά του κι εμφορείται από φιλοδυτικές ιδέες πρόοδου κι εκδημοκρατισμού, μολονότι ανήκει στην άρχουσα τάξη. Είναι επίσης ανθρωπιστής και διαπνέεται από έν αυστηρό περί δικαίου αίσθημα, που δεν του επιτρέπει ν’ ανέχεται την αδικία, ιδίως τη προερχόμενη από τη τάξη του. Έχει μεταδώσει στον Αρκάντι τη δική του αγάπη για τη φύση και τη τέχνη κι έχει καταφέρει να εμπνεύσει στο γιο του πίστη κι αφοσίωση στο ανθρωπιστικό όραμα, που ο ίδιος πρεσβεύει.
Ο πατέρας του Μπαζάροφ μοιάζει να ενσαρκώνει το μεγαλείο της περίφημης σλάβικης ψυχής κι είναι αρχετυπικός Ρώσος, που βρίσκει το νόημα της ζωής στην ορθοδοξία και τη πατρίδα. Γήινος, ανεπιτήδευτος, εγκάρδιος και μεγαλόθυμος λειτουργεί σε αρμονία με τη φύση και διαπνέεται από πρωτογενή ανεπεξέργαστη καλοσύνη, που πλημμυρίζει και νοηματοδοτεί ολόκληρη την ύπαρξή του. Ο μικρός ανέχεται μετά πολλών βασάνων την απελπισμένη αγάπη και τα διαχυτικά φερσίματα των δικών του ενώ ο ίδιος εμφανίζεται σχεδόν ψυχρός απέναντί τους. Πάντως, από την έκβαση του μυθιστορήματος καταλαβαίνουμε πως ο Τουργκένιεφ προκρίνει τη συνεννόηση και τη μετριοπάθεια μεταξύ των γενεών θεωρώντας μάταιη τη σύγκρουση. Οι γιοι θα γίνουνε κι αυτοί με τη σειρά τους πατέρες, τα ιδανικά που αξίζει να ζήσουνε θα σωθούνε και με αγάπη θα μεταλαμπαδευτούνε στους επόμενους, η σκυταλοδρομία θα συνεχιστεί επ’ άπειρον.
Οι φιλοδυτικοί-φιλελεύθεροι, ταυτισμένοι με το ύφος και το ήθος των πατέρων, είδανε πάνω στον Μπαζάροφ όλα τα κραυγαλέα ελαττώματα των ορκισμένων ριζοσπαστών-επαναστατών αλλά και δυσφόρησαν με το ανάλαφρο, ενίοτε κωμικό-σαρκαστικό ύφος του συγγραφέα απέναντι σε δικές τους συμπεριφορές και νοοτροπίες. Οι ριζοσπάστες που λίγο-πολύ ταυτίστηκαν με τον Μπαζάροφ κι αναγνώρισαν πάνω του τον εαυτό τους ένιωσαν προσβεβλημένοι από τον αμφιλεγόμενο τρόπο που σκιαγραφήθηκε η προσωπικότητα του κεντρικού (αντι;)ήρωα. Οι νέοι, οι γιοι, αγανάκτησαν με τον μονοκόμματο, τραχύ Μπαζάροφ, που κλήθηκε να τους αντιπροσωπεύσει δίνοντας φωνή στη γενιά τους. Παρομοίως, οι σλαβόφιλοι δυσαρεστήθηκαν θεωρώντας τον Μπαζάροφ άτυπα ταγμένο στο δικό τους στρατόπεδο. Ο Τουργκένιεφ βρέθηκε στη δίνη ενός φοβερού κυκλώνα δεχόμενος διασταυρούμενα πυρά από παλιούς και νέους, συντηρητικούς και προοδευτικούς, ευρωπαϊστές και μη. Μετά απ’ αυτό, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρωσία. Παραδόξως, μόνον ο Ντοστογιέφσκι μίλησε θετικά υποστηρίζοντας τον Τουργκένιεφ, παρά την ιδεολογική αντίθεση και την πάγια σλαβοφιλία του. Έτσι, το βιβλίο πέρασε στην ιστορία κι αποτελεί μέχρι σήμερα αξεπέραστο σημείο αναφοράς κι ασύγκριτο λογοτεχνικό έργο υψηλής αισθητικής.
* Μετά την αποτυχία του να καταλάβει μια θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και παραιτούμενος από τις κυβερνητικές υποχρεώσεις του άρχισε να δημοσιεύει σύντομα έργα πρόζας. Ήταν μελέτες με θέμα τον άβουλο κι αδύναμο διανοούμενο χωρίς θέληση, τυπικές της δικής του γενιάς. Η πλέον διάσημη ήταν η νουβέλα του Το Ημερολόγιο Ενός Περιττού Ανθρώπου (1850), που προσέδιδε το επίθετο περιττός σε τόσο πολλούς παρόμοιους με τον ήρωά του ανθρώπους με αδύναμη θέληση, πνευματικούς πρωταγωνιστές στα έργα του και στη ρωσική λογοτεχνία γενικότερα. Ταυτόχρονα δοκίμασε να γράψει και κάποια θεατρικά έργα όπως το Ένας Φτωχός Κύριος (1848) μιμούμενος προφανώς το ύφος του παλαιότερου του Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852). Ένα από αυτά, το Γεροντοπαλλήκαρο (1849), είναι το μόνο που ανέβηκε στη σκηνή ενόσω ο συγγραφέας ακόμα ζούσε, ενώ τα υπόλοιπα απορρίφθηκαν από τη τσαρική λογοκρισία. Το Ένας Μήνας Στην Εξοχή γραμμένο το 1855 ανέβηκε για πρώτη φορά το 1872. Η αναγνώρισή του από τους κριτικούς και τους θεατές, ως μεγάλου θεατρικού συγγραφέα, ήρθε μετά την επιτυχία των θεατρικών έργων του Τσέχωφ στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας και με την ενεργό ανάμειξη του Κ. Στανισλάφσκι το 1909.
Άλλα Έργα:
Εδώ θα βρείτε μια κριτική του φίλου Μπάμπη Δερμιτζάκη για βιβλίο και ταινία, του Τουργκένιεφ με τίτλο: Άσια
Εδώ θα βρείτε μια κριτική του ίδιου για Πρώτη Αγάπη και Αντσάρ:
Εδώ του ίδιου για το Ημερολόγιο Ενός Περιττού Ανθρώπου:
Η Ερρικα Μπίγιου διαβάζει 4 ποιήματα του Τουργκένιεφ σε μετφ. στα ελληνικά της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια
Μυθιστορήματα
1857 – Μια φωλιά ευγενών (Дворянское Гнездо)
1860 – Τη παραμονή (Накануне)
1862 – Πατέρες και γιοί (Отцы и Дети)
1867 – Ο καπνός (Дым)
1877 – Χερσότοπος (Новь)
Διηγήματα – Νουβέλες
1850 – «Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου» (Дневник Лишнего Человека)
1852 – «Αφηγήσεις ενός κυνηγού» (Записки Охотника)
1854 – «Μουμού» (Муму)
1855 – «Το ραντεβού κι ο Ιάκωβος Πάσιγκοφ» (Яков Пасынков)
1856 – «Φάουστ: ιστορία σε εννέα επιστολές» (Фауст)
1858 – «Άσια» (Aся)
1860 – «Πρώτη αγάπη» (Первая любовь)
1870 – «Ο βασιλιάς Ληρ της στέππας» (Степной король Лир)
1872 – «Ανοιξιάτικοι χείμαρροι» (Вешние Воды)
1881 – «Το τραγούδι του έρωτα θριαμβευτή» (Песнь Торжествующей Любви)
1882 – «Κλάρα Μίλιτς» (Клара Милич)
Θεατρικά έργα
1843 – «Αφηρημάδα» (Неосторожность)
1851 – «Η επαρχιώτισσα» (Провинциалка)
1847 – «Όπου είναι αραχνοϋφασμένο, εκεί σχίζεται» (Где тонко, там и рвется)
1849/1856 – (Завтрак у предводителя)
1850/1851 – «Συνομιλία στον μεγάλο δρόμο» (Разговор на большой дороге)
1846/1852 – «Ο απένταρος» (Безденежье)
1857/1862 – «Οικογενειακό βάρος» (Нахлебник)
1872 – «Ένας μήνας στην εξοχή» (Месяц в деревне)
1882 – «Ένα απόγευμα στο Σορρέντο» (Вечер в Сорренто)
Ελληνικές μεταφράσεις
Ρούντιν : Ζ.Νάσιουτζικ (ΠΛΕΘΡΟΝ)
Μια φωλιά ευγενών : Μ.Δημητρίου (ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΩΝΙΑ)
Τις παραμονές : Ζ.Νάσιουτζικ (ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ)
Πατέρες και παιδιά : Α.Σαραντόπουλος (Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)
Καπνός : Άρης Αλεξάνδρου (ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Σημειώσεις ενός κυνηγού : Α.Σαραντόπουλος (Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)
Πρώτη αγάπη : Γιάννης Μαγκλής (Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)
Ανοιξιάτικες μπόρες : Γ.Καραβασίλης (ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Ένας μήνας στην εξοχή : Αλέξης Σολομός (ΔΩΔΩΝΗ)
Άσια (η γλυκιά Άννα) : Λεωνίδας Καρατζάς (ΕΡΑΤΩ)
Η κηδεία του
Την επομένη του θανάτου του, ο Γάλλος συγγραφέας και φίλος του Μωπασσάν, έγραψε νεκρολογία γι’ αυτόν που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Gaulois στις 5 Σεπτέμβρη 1883, που παρατίθεται παρακάτω:
Ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος, Ιβάν Τουργκένιεφ, που διακήρυττε τη Γαλλία ως πατρίδα του, μόλις απεβίωσε μετά από ένα μήνα τρομακτικής αγωνίας. Ήταν ένας από τους πιο αξιοσημείωτους συγγραφείς του αιώνα μας και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος απ’ τους πιο έντιμους, ειλικρινείς, ευθείς κι αφοσιωμένους που θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε. Η μετριοφροσύνη του άγγιζε τα όρια της ταπεινότητας. Δεν ήθελε καθόλου να μιλάνε γι’ αυτόν στις εφημερίδες και δεν ήταν λίγες οι φορές που εγκωμιαστικά άρθρα για το πρόσωπό του τον πλήγωναν τόσο πολύ σα να επρόκειτο για προσβολές. Κι αυτό, γιατί δεν αποδεχότανε, πέρα από τη δημοσίευση του λογοτεχνικού έργου του, τη κυκλοφορία οποιουδήποτε κειμένου σχετικά με τη προσωπική του ζωή. Μέχρι κι η κριτική των έργων τέχνης του έμοιαζε ως απόλυτη αμετροέπεια. Όταν πάλι κάποιος δημοσιογράφος τύχαινε σε άρθρο σχετικό με κάποιο απ’ τα βιβλία του ν’ αναφέρει κι ορισμένεςπληροφορίες για τον ίδιο ή και τη ζωή του, ο Ιβάν φανέρωνε όχι μόνο την ενόχλησή του αλλά και τη ντροπή που ένιωθε ως συγγραφέας κι άνθρωπος στου οποίου το λεξιλόγιο η μετριοφροσύνη ήτανε συνώνυμη της σεμνότητας.
Σήμερα, με αφορμή το θάνατό του, θα ‘θελα να πούμε λίγα περισσότερα πράγματα για το ποιος ήταν αυτός ο σημαντικός άνθρωπος. Η πρώτη φορά, λοιπόν, που αντίκρυσα τον Ιβάν Τουργκένιεφ ήτανε στο σπίτι του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Η πόρτα άνοιξε. Ένας γίγαντας εμφανίστηκε, ένας ασημοκέφαλος γίγαντας, όπως λέμε στα παραμύθια. Είχε μακριά λευκά μαλλιά, παχιά λευκά φρύδια, τεράστια λευκή γενειάδα και μέσα σ’όλην αυτή την ασημένια αστραφτερή λευκότητα που ακτινοβολούσε, έβλεπες το πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο καλοσυνάτο κι ήρεμο με ελαφρώς έντονα χαρακτηριστικά. Ένα πρόσωπο σα παρακλάδι ενός ποταμού, που ξεχειλίζουνε τα κύματά του ή ακόμη καλλίτερα, ένα πρόσωπο σαν αυτό του Αιώνιου Πατέρα. Ήταν ένας άντρας πολύ ψηλός, μεγαλόσωμος, γεμάτος αλλά όχι χοντρός. Οι κινήσεις αυτού του κολοσσού όμως ήταν σαν τις κινήσεις ενός μικρού παιδιού, ντροπαλές και συγκρατημένες. Η φωνή του ήτανε γλυκιά, σχεδόνμαλακή, λες κι η παχιά του γλώσσα στριφογύριζε μες στο στόμα του με δυσκολία. Ορισμένες φορές δίσταζε στο λόγο του καθώς έψαχνε μια συγκεκριμένη λέξη στα γαλλικά για να εκφράσει αυτό που σκεφτόταν. Τη λέξη την έβρισκε πάντα με εκπληκτική σαφήνεια κι αυτή η ελαφριά διστακτικότητα έδινε στο λόγο του ιδιαίτερη γοητεία.
Ήξερε ν’ αφηγείται μ’ ένα τρόπο μαγευτικό, προσδίδοντας στο παραμικρό που ‘λεγε καλλιτεχνική σπουδαιότητα και διασκεδαστική χροιά. Τον αγαπούσαμε όχι μόνο για το υψηλό του πνεύμα αλλά και για τη καλοσυνάτη και πάντα έκπληκτη αφέλειά του. Διότι αυτός ο συγγραφέας, ο ιδιοφυής μυθιστοριογράφος που ‘χε ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, είχε γνωρίσει όλους τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, είχε διαβάσει ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς κι ήξερε να μιλά όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες πέρ’ απ’ τα ρωσικά, ήταν απροσδόκητα αφελής. Έμενε έκπληκτος και σαστισμένος μπρος σε πράγματα που μοιάζαν απλά για τα σχολιαρόπαιδα του Παρισιού. Ανάφερα ήδη πως η αισθητή πραγματικότητα τον πλήγωνε. Το πνεύμα του δεν εκπλησσότανε καθόλου απ’ το οποιοδήποτε γραπτό κείμενο αλλ’ αντίθετα διεγειρόταν από το παραμικρό που βίωνε σαν εμπειρία. Ήταν απλός, καλοσυνάτος κι υπέρμετρα ευθύς, πρόθυμος όσο κανείς, αφοσιωμένος όσο ελάχιστοι παραμένουνε και πιστός στους ζωντανούς αλλά και νεκρούς φίλους του.
Οι λογοτεχνικές του απόψεις ήτανε τεράστιας αξίας και το φάσμα που αυτές εκτείνονταν πραγματικά ουσιώδες. Ο ίδιος δεν έκρινε ποτέ το οτιδήποτε με στενή ή περιορισμένη ματιά εφόσον δεν πίστευε στις γενικότητες. Μ’ αυτό το πνεύμα κατάφερε να καθιερώσει ένα συγκριτολογικό στοχασμό μεταξύ των έργων παγκόσμιας λογοτεχνίας, που ήταν εκ βαθέων γνώστης. Εν ολίγοις, κατόρθωσε να διευρύνει το πεδίο των παρατηρήσεων του δημιουργώντας για παράδειγμα, αντιστοιχίες ανάμεσα σε δυο βιβλία που γράφτηκαν σε διαφορετική γλώσσα στις δύο άκρες του πλανήτη. Παρά τη προχωρημένη του ηλικία και το επερχόμενο τέλος της συγγραφικής του καριέρας, οι ιδέες του πάνω στα γράμματα ήταν ιδιαίτερα προχωρημένες και μοντέρνες. Απέρριπτε τις παλιές συγγραφικές φόρμες που χρησιμοποιούσαν διάφορα τεχνάσματα ή κι επιδέξιους συνδυασμούς με δραματικό τόνο, σημειώνοντας ότι αξίζει να μιλάμε για τη ζωή μόνον όταν μιλάμε για τη ζωή, για τις βιωμένες δηλαδή εμπειρίες ως έχουνε, χωρίς μηχανορραφίες και φανφαρόνικες περιπέτειες.
Το μυθιστόρημα, κατά τη γνώμη του, αποτελεί τη πιο σύγχρονη λογοτεχνική φόρμα που μόλις τώρα είναι που ξεφορτώνεται τα τεχνάσματα της παραμυθίας που εξ αρχής είχεν υιοθετήσει. Μέχρι και σήμερα το μυθιστόρημα μας αποπλανούσε με συναισθηματικά θέλγητρα κι αφελείς φαντασιώσεις. Ωστόσο, στις μέρες μας που η αισθητική εξευγενίζεται, πρέπει ν’ απορρίψουμε όλ’ αυτά τα κατώτερα μέσα, ν’ απλοποιήσουμε και ν’ ανυψώσουμε αυτή τη τέχνη που ‘ναι η τέχνη της ζωής, που οφείλει να ‘ναι η ιστόρηση της ζωής. Τις φορές που του αναφέραμε τις αυξημένες πωλήσεις βιβλίων που ανήκουνε στο λεγόμενο παραπλανητικό είδος, απαντούσε: “Οι άνθρωποι με κοινό πνεύμα είναι πολλοί περισσότεροι απ’ αυτούς που ‘ναι προικισμένοι μ’ έναν εκλεπτυσμένο νου. Όλα εξαρτώνται απ’ τη νοητική κλάση του ανθρώπου που απευθυνόμαστε. Είναι συχνό φαινόμενο ένα βιβλίο που αρέσει στο πλήθος να μην αρέσει καθόλου σε μας. Κι ακόμη κι αν μας αρέσει, να ‘στε σίγουροι πως θα ‘ναι για τελείως άλλους λόγους, εκ διαμέτρου αντίθετους”.
Το ισχυρό χάρισμα της παρατηρητικότητας που διέθετε τονε βοήθησε ν’ αντιληφθεί το φυτεμένο σπόρο που θα οδηγούσε στη Ρωσική Ο Επανάσταση, πολύ πριν αυτή λάβει ευρεία δημοσιότητα. Στο περίφημο βιβλίο του Πατέρες Και Γιοι (1862) αποτύπωσε την αναδυόμενη αυτή ψυχική κατάσταση των Ρώσων. Σα φυσιοδίφης που βαφτίζει επί τόπου ένα άγνωστο ζώο που μόλις ανακάλυψε, είχε ήδη αποκαλέσει νιχιλιστές τις μισαλλόδοξες θρησκευτικές ομάδες των οποίων την ύπαρξη ξεχώρισε μέσα στο αναστατωμένο λαϊκό πλήθος. Γύρω απ’ αυτό το μυθιστόρημα ξέσπασε μεγάλος θόρυβος. Ορισμένοι αστειολογούσαν ενώ άλλους τους εξόργισε. Κανείς πάντως δεν ήθελε να πιστέψει ό,τι προμήνυε ο συγγραφέας. Η λέξη νιχιλιστής παρέμεινε, ωστόσο, σαν όρος που χαρακτήριζε την εκκολαπτόμενη σέκτα των φανατισμένων, της οποίας την ύπαρξη ουδείς μπορούσε να αρνηθεί λίγο καιρό αργότερα. Από τότε ο Τουργκένιεφ άρχισε να εμβαθύνει ακόμη πιότερο, μ’ αυτό το ανιδιοτελές πάθος που χαρακτηρίζει πολλούς καλλιτέχνες, στην έρευνα της εξέλιξης του επαναστατικού δόγματος που ‘χε καιρό τώρα προαισθανθεί, αναγνωρίσει κι αποκαλύψει.
Ο ίδιος δεν ανήκε σε κανένα πολιτικό κόμμα και συχνά έπεφτε θύμα επιθέσεων τόσο απ’ τους μεν όσο κι απ’ τους δε. Παρ’ όλ’ αυτά, αρκέστηκε στο να παρατηρεί και να γράφει ώσπου δημοσίευσε διαδοχικά τα μυθιστορήματα Καπνός (1867) και Χερσότοπος (1877), έργα που μαρτυρούν με το πιο αποκαλυπτικό τρόπο τα στάδια εξέλιξης των νιχιλιστών, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες αυτών των ταραγμένων νοητικά ανθρώπων, τις αιτίες των αποτυχιών τους καθώς κι αυτές της ανάπτυξής τους. Η φιλελεύθερη νεολαία τονε λάτρευε και κάθε φορά που επέστρεφε στη Ρωσία τον υποδέχονταν σε κλίμα θερμών επευφημιών. Έχαιρε θαυμασμού απ’ όλους ενώ η εξουσία τονε φοβότανε και καχύποπτα τον αντιμετωπίζανε τα διάφορα εξτρεμιστικά κόμματα. Ωστόσο, δεν επέστρεφε μετά χαράς στη χώρα του, παρ’ όλο που την αγαπούσε σφοδρά, εξαιτίας των αναμνήσεων που ‘χε απ’ τις μέρες που πέρασε στη φυλακή μετά τη δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Αφηγήσεις ενός κυνηγού (1852).
Είναι αδύνατον να κάνουμε εδώ και τώρα ανάλυση του έργου αυτού του μεγάλου λογοτέχνη, που θα παραμείνει ως μία εκ των θαυμαστότερων ιδιοφυϊών της ρωσικής λογοτεχνίας. Θα ‘ναι πάντα -στο πλάι του φίλου του και ποιητή Πούσκιν, που εκτιμούσε βαθιά, του ποιητή Λέρμοντοφ και του μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Γκόγκολ– ένας απ’ αυτούς που η Ρωσία οφείλει τη μεγάλη κι αιώνια αναγνώρισή της. Ο Τουργκένιεφ έδωσε σ’ αυτό το λαό κάτι το αθάνατο κι ανεκτίμητο: μια καθαυτή τέχνη, έργα αξέχαστα, μία αίγλη τόσο πολύτιμη κι άφθαρτη όσο καμία άλλη εφήμερη δόξα! Οι άνθρωποι σαν αυτόν κάνουνε πολύ περισσότερα για τη πατρίδα τους απ’ ό,τι άλλοι, όπως για παράδειγμα ο πρίγκιπας του Μπίσμαρκ: αγαπιούνται από τα υψηλά πνεύματα όλου του κόσμου, όλων των χωρών της γης.
Στη Γαλλία ήταν φίλος του Γκυστάβ Φλωμπέρ, του Εντμόν ντε Γκονκούρ, του Ουγκώ, του Εμίλ Ζολά, του Αλφόνς Ντοντέ κι όλων των λοιπών αναγνωρισμένων καλλιτεχνών. Αγαπούσε πολύ τη μουσική και τη ζωγραφική. Στη διάρκεια όλης του της ζωής βρισκότανε σε συνεχή αναζήτηση ντελικάτων κι εξεζητημένων απολαύσεων και ζούσε πάντα στους κόλπους της τέχνης, στο δονούμενο πυρήνα των λεπτεπίλεπτων εντυπώσεων και των ακαθόριστων αισθημάτων που αυτή προσφέρει. Καμμία ψυχή δεν υπήρξε τόσον ανοιχτή, τόσο εκλεπτυσμένη και διεισδυτική, κανένα ταλέντο πιο μαγευτικό, καμμία καρδιά πιο πιστή και πιο γενναιόδωρη.
________________________
Ο Σημ. δική μου και με όλο το σεβασμό: Το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε από τον Μωπασσάν (;) στην εφημερίδα Le Gaulois, στις 5 Σεπτέμβρη του 1883 κι η Ρώσικη Επανάσταση έγινε 17 Οκτώβρη 1917, άρα ερωτώ εγώ ο μαλάκας τώρα, πως διάλο ήξερε ο Μωπασσάν ή η Le Gaulois, πως θα γινόταν η Ρωσική Επανάσταση, τόσα χρόνια πίσω; Άρα ή είναι πλαστή δημοσίευση και δεν είναι του Μωπασσάν, ή κάποιος πανέξυπνος ήθελε να προσθέσει λίγη σάλτσα, με αφορμή το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα “Πατέρες Και Γιοί” και νόμισε πως η μεταχρόνολόγηση θα περάσει απαρατήρητη. Πράγμα που το θεωρώ πιθανότερο.
__________________
Η τελευταία αγάπη του Σαβίνα
ΡΗΤΆ:
Πιότερο ανυπόφορος κι απ’ αυτόν που έχει πάντα άδικο, είναι κείνος που νομίζει πως έχει πάντα δίκιο.
Θεωρώ πως είναι υπέροχο όταν κάποιος κρυφά προσεύχεται για σένα και δεν ξέρω άλλη πιο βαθιά και καθαρή αγάπη.
Αυτό που ‘χει σημασία είναι ότι δύο επί δύο μας κάνει τέσσερα κι όλα τ’ άλλα είναι ανοησίες.========================
Το Σπουργίτι
(Воробей)
Eπέστρεφα ἀπὸ τὸ κυνήγι βαδίζοντας στὴν ἀλέα τοῦ κήπου. Ὁ σκύλος ἔτρεχε μπρος μου. Ξάφνου, ἔκοψε τὸ βηματισμό του καὶ προσπάθησε νὰ περάσει ἀπαρατήρητος, σὰν νὰ ὀσφραινόταν μπρος του κάποιο θήραμα. Κοίταξα κατὰ μῆκος τῆς ἀλέας κι εἶδα ἕνα νεαρὸ σπουργίτι μ’ ἕνα κίτρινο γύρω ἀπὸ τὸ ράμφος καὶ χνούδι στὸ κεφάλι του. Εἶχε πέσει ἀπ’ τὴ φωλιά του (ὁ ἀέρας κλυδώνιζε δυνατὰ τὶς σημύδες στὴν ἀλέα) καὶ καθόταν ἀκίνητο, τεντώνοντας ἀβοήθητα τὰ νεογέννητα φτερά του. Ὁ σκύλος μου τὸ πλησίασε ἀργά, ὅταν ξαφνικά, ὁρμώντας ἀπὸ ἕνα κοντινὸ δέντρο, ἕνα ἡλικιωμένο, μαυρόστηθο σπουργίτι ἔπεσε σὰν πέτρα μπροστὰ ἀκριβῶς ἀπὸ τὴ μουσούδα του -κι ἀναμαλλιασμένο, παραμορφωμένο, μὲ μιὰ ἀπελπισμένη κι ἀξιολύπητη κραυγή, ἀναπήδησε δύο περίπου φορὲς μπροστὰ ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ ἀνοιχτοῦ στόματος τοῦ σκύλου. Ὅρμησε νὰ τὸ σώσει, κάλυψε μὲ τὸ σῶμα του τὸ γέννημά του…
Ὅμως ὅλο το μικρό του σῶμα ἔτρεμε ἀπὸ τὴ φρίκη, ἡ φωνούλα του εἶχε γίνει τραχιὰ καὶ βραχνιασμένη, ἔσβηνε ἀπὸ τὸν φόβο, θυσίαζε τὸν ἑαυτό του! Πόσο τεράστιος θὰ τοῦ φαινόταν ὁ σκύλος, σὰν τέρας! Κι ὅμως, δὲν ἀρκέστηκε στὸ ψηλό, ἀσφαλὲς κλαδί του… Μιὰ δύναμη, ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴ θέλησή του, τὸ ἔσπρωξε ἀπὸ κεῖ. Ὁ Τρεζόρ μου σταμάτησε, ὀπισθοχώρησε. Εἶναι φανερὸ πὼς ἀναγνώρισε αὐτὴ τὴ δύναμη. Ἔσπευσα νὰ τραβήξω στὴν ἄκρη τὸν σαστισμένο σκύλο κι ἀπομακρύνθηκα γεμάτος σεβασμό. Ναί, μὴ γελᾶτε. Ἔνιωσα σεβασμὸ γι’ αὐτὸ τὸ μικρό, ἡρωϊκὸ πουλί, γιὰ τὸ ξέσπασμα τῆς ἀγάπης του. Ἡ ἀγάπη, σκέφτηκα, εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸν θάνατο ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Μόνο μ’ αὐτήν, μόνο μὲ τὴν ἀγάπη ἀντέχει κανεὶς στὴ ζωὴ καὶ προχωρᾶ.
Ἀπρίλης 1878
——————————-
Το Ημερολόγιο Ενος Περιττού Ανθρώπου
Στο χωριουδάκι Προβατοπηγή.
20 Μαρτίου 18…
Ο γιατρός μόλις έφυγε. Τελικά, παρ’ όλη την πονηράδα του, κατάφερα να βρω την άκρη! Τον ανάγκασα επιτέλους να μιλήσει ανοιχτά. Ναι, θα πεθάνω και μάλιστα πολύ γρήγορα. Τα ποτάμια ξεπαγώνουν και με το τελευταίο χιόνι ίσως φύγω κι εγώ κολυμπώντας… Για πού; Ένας Θεός ξέρει! Μπορεί και για τη θάλασσα. Εντάξει, λοιπόν! Αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω την άνοιξη. Αστείο όμως δεν είναι ν’ αρχίζω το ημερολόγιό μου δυο βδομάδες πριν πεθάνω; Αλλά πού είναι το κακό; Γιατί πόσο λιγότερες είναι δεκατέσσερις μέρες από δεκατέσσερα χρόνια ή από δεκατέσσερις αιώνες; Μπροστά στην αιωνιότητα, λένε, όλα είναι ένα τίποτα – μάλιστα. Αλλά σε αυτή την περίπτωση κι η ίδια η αιωνιότητα είναι ένα τίποτα. Μoυ φαίνεται όμως ότι μπαίνω σε μεταφυσικούς στοχασμούς κι αυτό είναι κακό σημάδι. Μήπως δειλιάζω; Καλλίτερα ν’ αρχίσω να μιλάω για κάτι. Έξω έχει υγρασία, φυσάει αέρας και αυτό για μένα είναι απαγορευτικό. Για ποιο θέμα να μιλήσω; Ένας έντιμος άνθρωπος δεν μιλάει για τις αρρώστιες του. Να γράψω μια νουβέλα -όχι, δεν είναι δική μου δουλειά, δεν έχω τη δύναμη να κάνω συλλογισμούς για ζητήματα υψηλού επιπέδου και οι περιγραφές του δικού μου περιβάλλοντος ούτε καν με απασχολούν, αλλά αν δεν κάνω τίποτα πλήττω και παραείμαι τεμπέλης για να διαβάσω. Ε, λοιπόν, θα διηγηθώ στον εαυτό μου όλη μου τη ζωή. Υπέροχη ιδέα! Μπροστά στον θάνατο θα είναι και κόσμιο και δεν θα προσβάλλει κανέναν. Αρχίζω λοιπόν.
Γεννήθηκα πριν από τριάντα χρόνια σε μια αρκετά πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων. Ο πατέρας μου ήταν ένας μανιώδης χαρτοπαίκτης κι η μητέρα μου μια κυρία με χαρακτήρα… πολύ ενάρετη. Μόνον που εγώ δεν έχω γνωρίσει άλλη γυναίκα που το ηθικό της ύψος να έχει συντελέσει στη δημιουργία τόσο λίγης ευτυχίας. Την συνέθλιβε το βάρος των αρετών της και τους παίδευε όλους, αρχίζοντας πρώτα-πρώτα απ’ τον ίδιο τον εαυτό της. Στη διάρκεια των πενήντα χρόνων της ζωής της ούτε μια φορά δεν ξεκουράστηκε, ούτε μια φορά δεν σταύρωσε τα χέρια της. Αιωνίως καταγινόταν με μικροπράγματα και πήγαινε κι ερχόταν σαν τα μυρμήγκια, χωρίς κανένα λόγο, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε και για τα μυρμήγκια. Το αεικίνητο σαράκι της την έτρωγε μέρα και νύχτα. Μια φορά μόνο την είδα τελείως ήρεμη, συγκεκριμένα στ ο φέρετρο την επομένη του θανάτου της. Κοιτάζοντάς την μου φάνηκε- μα την αλήθεια- ότι το πρόσωπό της είχε μιαν έκφραση συγκαλυμμένης έκπληξης. Με τα μισάνοιχτα χείλη της, με τα πεσμένα μάγουλα και με τα μειλίχια ακίνητα μάτια της, ήταν σαν να έβγαζε μια πνοή που έλεγε: «Τι καλά που δεν σαλεύω!» Ναι, ωραία, τι καλά ν’ απαλλαγώ κι εγώ επιτέλους από την βασανιστική αίσθηση της ζωής, απ’ το ανήσυχο και πιεστικό συναίσθημα της ύπαρξης! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Μεγάλωσα άσχημα κι άχαρα. Ο πατέρας και η μητέρα με αγαπούσαν και οι δύο, αλλά αυτό δεν μ’ έκανε να αισθάνομαι πιο άνετα. Ο πατέρας μέσα στο ίδιο του το σπίτι δεν είχε καμμία εξουσία, ως άνθρωπος ασήμαντος και φανερά παραδομένος σ’ ένα επαίσχυντο και ολέθριο ελάττωμα. Είχε επίγνωση της κατάπτωσής του και μην έχοντας τη δύναμη να ξεκόψει απ’ το αγαπημένο του πάθος, προσπαθούσε τουλάχιστον με την γλυκιά πάντοτε και σεμνή εμφάνισή του, με τις ταπεινόφρονες υπεκφυγές, ν’ αποσπά τη συγκατάβαση της υποδειγματικής γυναίκας του. Η μανούλα μου δεχότα ν όντως την ατυχία της με εξαίρετη και μεγα λοπρεπή καρτερία, μια αρετή μέσα στην οποία υ πήρχε τόση πολλή υπερευαίσθητη περηφάνια. Ποτέ και για κανένα λόγο δεν κατηγορούσε τον πατέρα μου, του έδινε δε χωρίς μιλιά τα τελευ ταί α της χρήματα και πλήρωνε τα χρέη του. Εκείνος της έπλεκε το εγκώμιο και μπροστά της και κατ ά την απουσία της, μα το να κάθεται στ ο σπίτι δεν το υ άρεσε και εμένα με χάιδευε στα κρυφά, σαν να φοβόταν μήπως με μολύνει με την παρουσία του• αλλά τα παραμορφωμένα χαρα κτηριστικά του απέπνεαν τότε τόση καλοσύνη, το νευρικό χαμόγελο στα χείλη του γινόταν τόσο συγκινητικό, τα καστανά μάτια με τις λεπτές ρυτίδες τριγύρω ακτινοβολούσαν με τόση αγάπη, ώ στε άθελά μου έσφιγγα το μάγουλό μου στ ο δικό του, το υγρό και ζεστό από τα δάκρυα. Σκούπιζα με το μαντήλι μου τα δάκρυα και αυτά πάλι έτρε χαν μόνα τους, σαν το νερό που υπερχειλίζει από ένα γεμάτ ο ποτήρι. Άρχιζα κι εγώ να κλαίω και εκείνος με παρηγορούσε χαϊδεύοντας τη ράχη μου και φιλώντας με σε όλο μου το πρόσωπο με τρε μάμενα χείλη. Ακόμα και τώρα, είκοσι και πλέον χρόνια απ’ τον θάνατό του, όταν θυμάμαι τον καημένο τον πατέρα μου, βουβά αναφιλητά πνί γουν τον λαιμό μου και η καρδιά μου χτυπάει, χτυπάει με τόση ζέση, με τόση πίκρα, υποφέρει από μια τόσο μελαγχολική συμπόνια, σάμπως να της έμενε πολύς καιρός ακόμα για να χτυπάει και να συμπονεί.
Η μητέρα μου, τουναντίον, απευθυνόταν σ’ ε μένα πάντοτε με το ν ίδιο ευγενικό αλλά ψυχρό τρόπο. Τέτοιες μητέρες, ηθικοπλαστικές και δί καιες, τις συναντάει συχνά κανείς στα παιδικά βι βλία. Με αγαπούσε, αλλά εγώ δεν την αγαπούσα. Μάλιστα! Απέφευγα την ενάρετη μητέρα μου και αγαπούσα με πάθος τον φαύλο πατέρα μου. Αλλά αρκετά για σήμερα. Είναι αρχή ακόμα. Και για το τέλος, όποιο και αν είναι αυτό, δεν έχω λόγο να σκοτίζομαι. Αυτό είναι δουλειά της αρρώστιας μου.
21 Μάρτη
Ο καιρός σήμερα είναι καταπληκτικός. Ζεστός, ολοκάθαρος. Ο ήλιος παιχνιδίζει χαρούμενα στο λιωμένο χιόνι. Όλα λάμπουν, αχνίζουν, στάζουν. Τα σπουργίτια ξεφωνίζουν σαν τρελά κοντά στους νοτισμένους σκοτεινούς φράχτες. Ο υγρός αέρας ερεθίζει τρομερά και γλυκά το στήθος μου. Η άνοιξη, έρχεται η άνοιξη! Κάθομαι κοντά στ ο πα ράθυρο και κοιτάζω τον αγρό πέρα απ’ το ποταμά κι. Ω, φύση, φύση, πώς σ’ αγαπώ! Μέσα από τα σπλάχνα σου, όμως, βγήκα ανίκανος ακόμα και να ζω. Πέρα μακριά πηδάει με τ’ ανοιχτά φτερά του το αρσενικό σπουργίτι. Φωνάζει – και κάθε ήχος της φωνής του, κάθε αναμαλλιασμένο φτερό στο μικρό του σωματάκι ανασαίνει υγεία και δύναμη… Και τι γίνεται ύστερα; Τίποτα. Είναι γερό κι έχει δικαίωμα να φωνάζει και ν’ αναμαλλιάζεται. Εγώ, όμως, είμαι άρρωστος και πρέπει να πεθάνω -αυτό είναι όλο. Δεν αξίζει να πω περισσότερα. Οι κλαψιάρικες επικλήσεις στη φύση είναι φοβερά αστείες. Ας γυρίσουμε, όμως, στη διήγηση.
Μεγάλωσα, όπως έχω ήδη πει, πολύ άσχημα και άχαρα. Αδελφούς κι αδελφές δεν είχα. Ανα τράφηκα στο σπίτι. Γιατί πώς θ’ απασχολιόταν η μητερούλα, αν μ’ έβαζαν σε κανένα οικοτροφείο ή δημόσιο ίδρυμα; Γι’ αυτό δεν είναι εξάλλου τα παιδιά; Για να μην πλήττουν οι γονείς; Τον περισ σότερο καιρό μέναμε στο χωριό και πότε πότε πη γαίναμε στη Μόσχα. Όπως συνηθίζεται, είχα παι δαγωγούς και δασκάλους. Μου έχει μείνει ιδιαί τερα στ η μνήμη ένας ξερακιανός και κλαψιάρης Γερμανός, ο Ρήκμαν, ένα εξαιρετικά αξιολύπητο και χτυπημένο απ’ τη μοίρα πλάσμα που μάταια έλιωνε από μια βασανιστική λαχτάρα για την μα κρινή πατρίδα του. Μερικές φορές, μέσα στην φο βερή πνιγηρότητα του στενού προθαλάμου, εμπο τισμένου πέρα για πέρα με την ξινή μυρωδιά του ζυμωμένου κβας, καθόταν δίπλα στη σόμπα, αξύριστος ο θειούλης μου ο Βασίλης, που άκουγε στο παρατσούκλι Γκουσίνια, φορώντας το δικό του παμπάλαιο κοζάκικο ημίπαλτο από μπλε χοντρό πανο και έπαιζε χαρτιά με τον αμαξά Πότοπ, ο οποίος φορούσε την νέα, λευκή σαν τον αφρό, προ βατίσια κάπα του και τις ακαταμάχητες γρασο μένες μπότες, ενώ ο Ρήκμαν πίσω από το χώρισμα τραγουδούσε στα γερμανικά:
Καρδούλα μου, καρδούλα μου γιατί ‘σαι λυπημένη;
Τι είν’ αυτό που σ’ έκανε να είσαι πικραμένη;
Σε ξένη χώρα είμαστε, εδώ είναι ωραία.
τι θα ‘θελες καρδούλα μου να έχεις για παρέα;
Μετά τον θάνατο του πατέρα μετακομίσαμε μόνιμα στη Μόσχα. Εγώ ήμουν τότε δώδεκα χρο νών. Ο πατέρας μου πέθανε μια νύχτα από α ποπληξία. Εκείνη τη νύχτα δεν θα την ξεχάσω. Κοιμόμουν βαθιά όπως κοιμούνται συνήθως όλα τα παιδιά, αλλά θυμάμαι πως ακόμα και μέσα στον ύπνο μου αισθανόμουν ένα βαρύ και ρυθμικό αγκομαχητό. Ξαφνικά ένιωσα κάποιον να με πιά νει από την πλάτη και να με σκουντάει Ανοίγω τα μάτια, μπροστά μου ο θειούλης.
«Τι συμβαίνει;» –
«Ελάτε, ελάτε, ο Αλεξέι Μιχαήλιτς τελειώνει…» Εγώ τρέχω σαν τρελός απ’ το κρεβάτι στη κρεβατοκάμαρα… Κοιτάζω – ο πατέρας ξαπλωμένος με γερμένο πίσω το κεφάλι, κατακόκκινος, υποφέρει αγκομαχώντας. Στις πόρτες μαζεύονται οι υπηρέτες με τα πρόσωπά τους τρομαγμένα. Στο διάδρομο κάποιος με δυνατή φωνή ρωτάει: «Ειδοποίησε κανείς τον γιατρό;» Βγάζουν το άλογο απ’ τον στάβλο, οι πόρτες τρίζουν, ενώ το σπερματσέτο καίει στο πάτωμα του δωματίου κι η μητερούλα εδώ τρομερά αναστατωμένη, χωρίς ωστόσο να χάνει ούτε τη κοσμιότητά της ούτε τη συναίσθηση της προσωπικής της αξιοπρέπειας. Πέφτω πάνω στο στήθος του πατέρα, τον αγκαλιάζω, αρχίζω να ψελλίζω: «Πατέρα, πατέρα…» Εκείνος ακίνητος στο κρεβάτι μισόκλεινε παράξενα τα μάτια. Έριξα μια ματιά στο πρόσωπό του και μια ανυπόφορη φρίκη μού έκοψε την ανάσα. Απ’ την τρομάρα που πήρα, άρχισα να τιτιβίζω σαν ένα πουλάκι που το πιάνεις απότομα – με τράβηξαν και με πήγαν πιο πέρα. Την προηγούμενη ακόμα μέρα, σαν να είχε μια προαίσθηση ότι πλησιάζει ο θάνατος, με χάιδευε θλιμμένος με τόση ζεστασιά. Στο σπίτι έφεραν έναν υπναλέο και παχύδερμο γιατρό με μια έντονη μυρωδιά βότκας. Ο πατέρας μου πέθανε κάτω απ’ το νυστέρι του και την άλλη μέρα, τελείως χαμένος από τη λύπη, στεκόμουν με το κεράκι στα χέρια μπροστά στο τραπέζι όπου κειτόταν ο μακαρίτης και άκουγα μηχανικά σαν ανόητος τον μπάσο ψαλμό του νεωκόρου, που τον διέκοπτε πότε πότε η αδύνατη φωνή του ιερέα. Τα δάκρυά μου κάθε λίγο και λιγάκι έτρεχαν στα μά γουλα, στα χείλη, στον γιακά, στο προστήθιο του πουκαμίσου μου. Μαυρισμένος απ’ το κλάμα, κοίταζα επίμονα και προσεχτικά την ακίνητη όψη του πατέρα σαν κάτι να περίμενα από αυτόν. Η μητέρα μου στο μεταξύ έκανε αργά αργά μετά νοιε ς μέχρι κάτω στο πάτωμα, σηκωνόταν πάλι αργά αργά και έκανε τον σταυρό της πιέζοντας δυνατά τα δάχτυλα στ ο μέτωπο, στους ώμους και στην κοιλιά της. Στο μυαλό μου δεν είχα ούτε μία σκέψη, ένιωθα ένα βάρος, αλλά αισθανόμουν συγ χρόνως ότι μέσα μου γίνεται κάτι φοβερό… Ο θά νατος τότ ε με κοίταξε κατά πρόσωπο και με πρόσεξε…
Μετακομίσαμε στη Μόσχα μετά τον θάνατο του πατέρα για έναν πολύ απλό λόγο: ολόκληρο το κτήμα μας είχε βγει στ ο σφυρί για χρέη και πουλήθηκε, εκτός από ένα χωριουδάκι, το ίδιο εκείνο στ ο οποίο διάγει μέχρι τέλους τη ζωή της η μεγαλοπρεπής ύπαρξή μου. Ομολογώ ότι παρ’ όλο που τότ ε ήμουν ακόμα νέος, λυπήθηκα ωστόσο για την πώληση της φωλιάς μας. Στην πραγματι κότητα, όμως, λυπόμουν μόνο για τον κήπο μας. Με αυτό τον κήπο με συνδέουν μοναδικές, σχε δόν φωτεινές αναμνήσεις. Εκεί μια ήσυχη ανοι ξιάτικ η βραδιά έθαψα το ν καλύτερο φίλο μου, ένα γηραλέο σκυλί χωρίς ουρά και με στρεβλά πόδια, τη Τρίξα. Εκεί κάπου κάπου, κρυμμένος στο ψηλό χορτάρι, έτρωγα τα μήλα που έκλεβα, κόκκινα και γλυκά μήλα απ’ το Νόβγκοροντ. Εκεί τελικά διέκρινα για πρώτη φορά ανάμεσα στους θάμνους με τα ώριμα σμέουρα την καμαριέρα Κλαύδια, η οποία παρά την πλακουτσωτή μύτη τη ς κα ι τ η συνήθει α ν α χαχανίζε ι μέσ α απ ‘ τ ο τσεμπέρι της, μου προκαλούσε ένα τέτοιο τρυφε ρό πάθος, ώστε στην παρουσία της μόλις που ανά πνεα και κοκκάλωνα χωρίς να βγάζω άχνα. Μια φο ρά, ήταν μια λαμπερή Κυριακή, όταν ήρθε η σειρά της να ασπαστεί το αρχοντικό μου χέρι παρά λίγο να ριχτώ να φιλήσω τα στραβοπατημένα παπού τσια της από τραγόδερμα. Θεέ μου! Πέρασαν στ’ αλήθεια από τότε είκοσι χρόνια; Πέρασε άραγε τό σος καιρός από τότ ε που καβάλα στο πυρόξανθο, τριχωτό άλογό μου διέτρεχα κατά μήκος τον παλιό φράχτη του κήπου μας και πατώντας στους αναβο λείς ανασηκωνόμουν για να τραβήξω τα δίχρωμα φύλλα από τις λεύκες; Όσο ζει ο άνθρωπος, δεν νιώθει την προσωπική του ζωή. Καθώς περνάει ο καιρός, όμως, την αντιλαμβάνεται σαν ένα ανάλα φρο φύσημα του αγέρα.
Ω κήπε μου, ω δρομάκια με τα χαμόκλαδα κο ντά στη μικρή λιμνούλα! Ω μικρή, αμμουδερή γω νίτσα με το γερασμένο φράγμα, εκεί που έπιανα τι ς πέστροφες! Κι εσείς ψηλές σημύδες, με τα μα κρόστενα γερμένα κλωνάρια, που από μέσα τους ακούγεται πότε πότε το λυπητερό τραγουδάκι του χωρικού απ’ τον χωματόδρομο, διακοπτόμενο από τα άστατα σκουντήματα του κάρου — στέλνω σ’ εσάς το τελευταίο μου αντίο!… Εγκαταλείποντας τη ζωή, σ’ εσάς και μόνο απλώνω τα χέρια μου. Θα ήθελα για άλλη μια φορά να αναπνεύσω την πικρή φρεσκάδα της αψιθιάς, τη γλυκιά μυρωδιά του μαυροσίταρου στους αγρούς της πατρίδας μου. Θα ήθελα ν’ ακούσω από μακριά άλλη μια φορά το διακριτικό χτύπημα της ραγισμένης καμπάνας στην εκκλησία της ενορίας μας. Να ξαπλώσω άλλη μια φορά στη δροσερή σκιά του θάμνου κάτω απ’ τη βελανιδιά, στην πλαγιά του γνωστού φαραγ γιού. Να συνοδεύσω με τα μάτια τα κινητά ίχνη του αέρα που τρέχουν σαν σκοτεινό ρεύμα πάνω στ ο χρυσαφένιο χορτάρι… Αχ! Προς τι όλ’ αυτά; Μα σήμερα δεν μπορώ να συνεχίσω, θα το κάνω αύριο.
22 Μαρτίου.
Σήμερα πάλι κάνει κρύο και έχει συννεφιά. Αυτός ο καιρός είναι πολύ πιο κατάλληλος. Ταιριάζει με το έργο μου. Η χθεσινή μέρα εντελώς άτοπα ξύ πνησε μέσα μου μια πληθώρα από περιττά αισθή ματα και αναμνήσεις. Αυτό μάλλον δεν θα ξανα γίνει. Οι συναισθηματικές διαχύσεις είναι σαν τη γλυκόριζα. Στην αρχή την αισθάνεσαι καλή, κά πως υποφερτή, αλλά μετά το στόμα δεν τη δέχε ται. Θ’ αρχίσω απλά και ήρεμα να διηγούμαι τη ζωή μου.
Έτσι λοιπόν, πήγαμε στη Μόσχα… Κι ωστόσο σκέπτομαι: αξίζει άραγε να διηγη θώ με λεπτομέρειες τη ζωή μου; Όχι, σίγουρα δεν αξίζει… Η ζωή μου καθόλου δεν ξεχωρίζει απ’ τη ζωή πλήθους άλλων ανθρώ πων. Το πατρικό σπίτι, το πανεπιστήμιο, η υπηρε σία μου σε χαμηλόβαθμες κυβερνητικές θέσεις, η αποχώρηση, ο μικρός κύκλος φίλων, η αξιοπρεπής φτώχεια, οι σεμνές απολαύσεις, οι χωρίς φιλοδο ξίες ασχολίες, οι σχεδόν ανύπαρκτες επιθυμίες -πέστε μου, σας παρακαλώ, σε ποιον δεν είναι γνω στά όλ’ αυτά; Και γι’ αυτό δεν θ’ αρχίσω να διη γούμαι τη ζωή μου, πόσω μάλλον που γράφω για την δική μου προσωπική ευχαρίστηση. Και αν το παρελθόν μου ακόμα και σ’ εμένα τον ίδιο δεν παρουσιάζει κάτι ούτε πολύ ευχάριστο ούτε πολύ δυσάρεστο, ακριβώς αυτό σημαίνει ότι δεν έχει κάτι άξιο προσοχής. Καλύτερα να προσπαθήσω να περιγράψω στον εαυτό μου τον χαρακτήρα μου.
Τι άνθρωπος είμαι;… Μπορεί να μου πουν ότι κανένας δεν το ρωτάει αυτό. Συμφωνώ. Αλλά εγώ βλέπετε πεθαίνω, μα τον Θεό πεθαίνω, αλλά πριν πεθάνω, νομίζω ότι δικαιούμαι ως συγχωρητέος να έχω την επιθυμία να μάθω τι στ ο καλό είδος πουλιού ήμουν;
Αφού σκέφθηκα καλά και ωραία αυτό το ερώ τημα και χωρίς ωστόσο να έχω καmμία ανάγκη να εκφραστώ πολύ πικρά για τον εαυτό μου, όπως κάνουν οι άνθρωποι οι οποίοι είναι πολύ σίγουροι για την αξιοπρέπειά τους, πρέπει να ομολογήσω ένα πράγμα: Ήμουν ένας τελείως παραπανίσιος άνθρωπος στον κόσμο ή μάλλον ένα τελείως πα ραπανίσιο πουλί. Και αυτό σκοπεύω να το αποδεί ξω αύριο, επειδή σήμερα βήχω σαν γριά προβατί να και η νταντά μου, η Τερεντιέβνα, δεν θα με α φήσει σε ησυχία: «Ξαπλώστε, πατερούλη μου, πιεί τε το τσάι…» Ξέρω γιατί επιμένει, θέλει και αυτή να πιει τσάι. Λοιπόν! Γιατί όχι! Γιατί να μην αφήσω τη φτωχή γριούλα να βγάλει τώρα, στα τελευ ταί α μου, όλο το δυνατό όφελος απ’ τον κύριό της;… Όσο υπάρχει ακόμα καιρός.
23 Μαρτίου
Πάλι χειμώνας. Πέφτουν πυκνές νιφάδες χιονιού. Περιττός, περιττός… Ωραία λέξη σκέφτηκα. Ό σο πιο πολύ εμβαθύνω στον εαυτό μου και όσο πιο προσεχτικά εξετάζω όλη την περασμένη μου ζωή, τόσο πιο πολύ βεβαιώνομαι για την αυστηρή αλή θεια αυτής της λέξης. Περιττός – ακριβώς. Στους άλλους ανθρώπους αυτή η λέξη δεν ταιριάζει… Υπάρχουν άνθρωποι κακοί, καλοί, γνωστικοί, κου τοί, ωραίοι, άσχημοι• περιττοί όμως… όχι. Δηλα δή προσέξτε με: και χωρίς αυτούς τους ανθρώπους η υφήλιος σίγουρα θα μπορούσε να βρει τον δρό μο της… αλλά η ματαιότητα δεν είναι η βασική τους ιδιότητα ούτε το διακριτικό τους γνώρισμα, ενώ και σ’ εσάς, όταν μιλάτε γι’ αυτούς, η λέξη «περιττός» δεν είναι η πρώτη που θα σας έρθει στη γλώσσα. Όμως εγώ… για τον εαυτό μου τίποτα άλλο δεν επιτρέπεται να πω: περιττός – αυτό και μόνο. Άτομο υπεράριθμο – τελεία και παύλα. Όταν έκανα την εμφάνισή μου, η φύση προφανώς δεν τα υπολόγισε καλά και εξαιτίας αυτού ξεμπέρδεψε μαζί μου όπως θα ξεμπέρδευε με έναν αναπάντεχο και απρόσκλητο μουσαφίρη.
Δεν είναι τυχαίο αυτό που είπε για μένα ένας χωρατατζής, μεγάλος λά τρης της πρέφας, ότι δηλαδή η μητέρα μου δεν είχε μαζί μου καλή χαρτωσιά. Μιλάω τώρα για τον ίδιο μου τον εαυτό ήρεμα, χωρίς κανένα χόλιασμα… Παλιά ιστορία! Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου έβρισκα τη θέση μου μονίμως πιασμένη, ίσως και διότι έψαχνα όχι εκεί που έπρεπε. Ήμουν υπερβο λικά δύσπιστος, συνεσταλμένος, ευερέθιστος, όπως όλοι οι άρρωστοι• και εκτός αυτού, πιθανόν λόγω υπερβολικής ευθιξίας ή γενικά εξαιτίας της άτυχης συγκρότησης του χαρακτήρα μου, ανάμεσα στα αισθήματα και στις ιδέες -και ανάμεσα στις εκφράσεις αυτών των συναισθημάτων και των ιδεών- βρισκόταν ένα ανεξήγητο, παράλογο και ακατανίκητο εμπόδιο. Κι όταν αποφάσισα να νι κήσω με τη βία αυτό το εμπόδιο, να σπάσω τον φραγμό, οι κινήσεις μου, η έκφραση του προσώπου μου, όλη μου η ύπαρξη έπαιρνε μια όψη βασανιστι κής έντασης, καθώς όχι μόνο φαινόμουν αλλά και γινόμουν πραγματικά αφύσικος και ψυχρός. Αυτό το ένιωθα και βιαζόμουν να κλειστώ στον εαυτό μου. Τότε χτυπούσε μέσα μου ένας περίεργος συνα γερμός. Μελετούσα προσεχτικά τον εαυτό μου στην κάθε του λεπτομέρεια, έκανα σύγκριση με τους άλλους, θυμόμουν ακόμα και τα πιο φευγαλέα βλέμματα, τα χαμόγελα, τις συζητήσεις του κό σμου στις οποίες ήθελα να συμμετέχω, τους σχολίαζα όλους από την άσχημη πλευρά τους, γελούσα σαρκαστικά για την αξίωση που είχα «να είμαι όπως όλοι» και ξαφνικά μέσα στο γέλιο μου, θλιμ μένος και εξαντλημένος ολόκληρος, έπεφτα σε μια παράλογη μελαγχολία και ύστερα άρχιζα πάλι τα ίδια – με δυο λόγια τριγύριζα σαν τον σκίουρο στη ρόδα. Ολόκληρες μέρες περνούσαν έτσι με την βα σανιστική και άγονη αυτή δουλειά. Και τώρα, λοι πόν, κάντε μου τη χάρη, πέστε μου κι εσείς σε ποιον και σε τι χρειάζεται ένας τέτοιος άνθρωπος; Γιατί έγινε αυτό μ’ εμένα, ποια είναι η αιτία της επίμονης αυτής φασαρίας με τον ίδιο μου τον εαυ τό; Ποιος ξέρει; Ποιος θα μου το πει;
Θυμάμαι, κάποτε ταξίδευα από τη Μόσχα με την άμαξα. Ο δρόμος ήταν καλός, αλλά ο αμαξάς δίπλα στα τέσσερα άλογα είχε ζέψει και το βοη θητικό. Αυτό το δυστυχισμένο, το πέμπτο και εν τελώ ς άχρηστο άλογο, δεμένο όπως όπως στο μπροστινό μέρος της άμαξας μ’ ένα κοντόχοντρο σχοινί που του έκοβε αλύπητα τον μηρό, του έτρι βε την ουρά, το υποχρέωνε να τρέχει με τον πιο α φύσικο τρόπο και έδινε σε όλο του το σώμα τη μορφή που έχει το κόμμα της στίξης, μου προκα λούσε πάντοτε βαθιά συμπόνια. Είπα στον αμαξά ότι τούτη τη φορά, κατά τη δική μου γνώμη, θα μπορούσε να κάνει και χωρίς το πέμπτο άλογο… Εκείνο ς δε ν μίλησε , μόν ο τίναξε το ν λαιμό του , χτύπησε με το μαστίγιο το άλογο καμιά δεκαριά φορές πάνω στην ισχνή ράχη του και κάτω από τη φουσκωμένη κοιλιά του και όχι χωρίς ειρωνικό χαμόγελο ξεστόμισε: «Μπερδεύτηκε για τα καλά με το σχοινί! Τι στο διάολο έπαθε;»
Να που μπερδεύτηκα κι εγώ… Ευτυχώς που ο σταθμός δεν είναι μακριά.
Περιττός… Υπόσχομαι στον εαυτό μου να α ποδείξω το δίκαιο της γνώμης μου και θα τηρήσω αυτή την υπόσχεση. Δεν θεωρώ αναγκαίο να ανα φερθώ σε χιλιάδες μικρολεπτομέρειες καθημερι νών περιπτώσεων και συμβάντων, τα οποία ω στόσο στα μάτια κάθε λογικού ανθρώπου θα χρη σίμευαν ως ακαταμάχητες αποδείξεις προς όφε λό ς μου, δηλαδή προς όφελος της άποψής μου. Κα λύτερα ν’ αρχίσω κατ’ ευθείαν από μια αρκετά σο βαρή περίπτωση, μετά την οποία πιθανόν δεν θα μείνει καμιά αμφιβολία σχετικά με την ακρίβεια τη ς λέξης περιττός. Το ξαναλέω, δεν σκοπεύω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά και δεν μπορώ να αντι παρέλθω ένα αρκετά αξιοπερίεργο και εξαιρετικό περιστατικό και πιο συγκεκριμένα, την παράξενη συμπεριφορά των φίλων μου (είχα και εγώ κάπο τε φίλους) κάθε φορά που τους συναντούσα ή και όταν ακόμα περνούσα για λίγο απ’ το σπίτι τους. Όλο ι τους αισθάνονταν κυριολεκτικώς άβολα. Όταν με συναντούσαν χαμογελούσαν κάπως αφύ σικα, δεν με κοίταζαν στα μάτια ούτε στα πόδια, όπως κάνουν μερικοί, αλλά πιο πολύ στα μάγου λα• μετά μου έσφιγγαν βιαστικά το χέρι και έλε γα ν πάλι βιαστικά:
«Ε! Γεια σου, Τσουλκατούριν!» (η τύχη με χρέωσε με αυτό το παρατσούκλι) ή «Α, να κι ο Τσουλκατούριν». Αμέσως παραμέριζαν και έμεναν για λίγο ασάλευτοι, σαν να προσπαθούσαν κάτι να θυμηθούν. Εγώ τα έβλεπα όλα αυτά, διό τι δεν μού λείπει η οξυδέρκεια, ούτε το χάρισμα της παρατήρησης και γενικά δεν είμαι κουτός. Και ακόμα, πότε πότε έρχονται στο μυαλό μου σκέ ψεις αρκετά διασκεδαστικές, όχι τελείως ασυνή θιστες, αλλά επειδή είμαι ένας περιττός άνθρω πος και έχω μέσα μου φερμουάρ, αισθάνομαι ά σχημα να εκφράσω τη σκέψη μου, πόσω μάλλον α φού ξέρω εκ των προτέρων ότι θα την εκφράσω πολύ άσχημα. Άλλες φορές πάλι βλέπω τους άλ λους να μιλούν απλά και ελεύθερα, με τόση γρηγο ράδα… Δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής, άσχετα με το φερμουάρ μου είχα και εγώ αυτήν τη φαγού ρα να μιλάω αρκετά συχνά, αλλά τις λέξεις τις πρόφερα κανονικά μόνον όταν ήμουν νέος, ενώ στα πιο ώριμα χρόνια μου σχεδόν κάθε φορά τα κατάφερνα να συγκρατώ τον εαυτό μου. Πολλές φορές λέω χαμηλόφωνα: «Να, τώρα καλύτερα να σωπαίνουμε για λίγο» . Και ησυχάζω. Για να σω παίνουμε, είμαστε όλοι ικανοί. Ειδικά οι γυναίκες μας, αυτό κάνουν. Μια περήφανη Ρωσίδα κοπέλα σωπαίνει τόσο δυναμικά, ώστε ακόμα και σε άν θρωπο που είναι προετοιμασμένος, παρόμοιο θέαμα είναι ικανό να του προκαλέσει ελαφριά τρε μούλα και κρύο ιδρώτα. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό, ούτε και να κριτικάρω τους άλλους. Έρχο μαι στην αφήγηση που υποσχέθηκα.
Εδώ και λίγα χρόνια, χάρη στη συγκυρία τε λείως ασήμαντων, αλλά πολύ σοβαρών για μένα περιστάσεων, έπρεπε να μείνω έξι περίπου μήνες στην επαρχιακή πόλη Ο… Η πόλη αυτή είναι χτι σμένη πολύ στενόχωρα πάνω σε μια πλαγιά. Εκεί ζουν οχτακόσιοι περίπου κάτοικοι σε μια ασυνή θιστη φτώχεια, μέσα σε μικρά παλιόσπιτα• και Θεέ μου, μη χειρότερα, στον κεντρικό δρόμο που τον λένε λιθόστρωτο ασπρίζουν αραιά και που κάτι φοβερές πλάκες από τραχύ ασβεστόλιθο, ε ξαιτίας των οποίων ακόμα και τα κάρα παρακάμ πτουν τον δρόμο. Ακριβώς στ ο κέντρο της απί στευτα ακατάστατης πλατείας ανυψώνεται ένα μικροσκοπικό κιτρινωπό οικοδόμημα με σκοτει νές τρύπες, μες στις οποίες κάθονται άνθρωποι με μεγάλες τραγιάσκες και προσποιούνται ότι κάνουν δήθεν εμπόριο. Απ’ το οικοδόμημα αυτό, λοιπόν, προεξέχει ένα ασυνήθιστα ψηλό παρδαλό κονταρόξυλο και δίπλα σε τούτο, για την τάξη και κατ’ εντολή του προϊσταμένου, φυλάσσεται το φορτίο του κιτρινωπού σανού και περπατάει μια κότα που ανήκει στο δημόσιο. Με δυο λέξεις, στην πόλη Ο… μένεις όπου θέλεις. Τις πρώτες μέρες εκεί, παρά λίγο να τρελαθώ απ’ την πλήξη. Πρέπει να πω για τον εαυτό μου ότι μόλο που είμαι ένας άνθρωπος περιττός, δεν είναι ουσιαστικά από δική μου επιθυμία. Ο ίδιος είμαι άρρωστος, αλλά όμως ό,τι είναι άρρωστο δεν μπορώ να το υποφέ ρω… Από την ευτυχία θα έλεγα ότι δεν απέχω πο λύ, προσπάθησα να την πλησιάσω και απ’ τα δεξιά και από τ’ αριστερά… Γι’ αυτό δεν αποτελεί έκ πληξη που μπορώ κι εγώ να πλήττω όπως κάθε άλλος θνητός. Στην πόλη Ο… βρισκόμουν για υπη ρεσιακούς λόγους…
Η Τερεντιέβνα έχει ορκιστεί κατηγορηματικά να με ξεθεώσει. Να ένα δείγμα της συνομιλίας μας:
ΤΕΡΕΝΤΙΕΒΝΑ: Ααχ, πατερούλη μου! Τι είναι όλ’ αυτά που γράφετε; Σας κάνει κακό να τα γράφετε.
ΕΓΏ: Ναι, είναι πληκτικά, Τερεντιέβνα!
ΑΥΤΉ: Πιείτε το τσάι σας και ξαπλώστε. Να δώσει ο Θεός να θολώσετε, να σας πάρει ο ύπνος.
ΕΓΏ: Μα δεν θέλω να κοιμηθώ.
ΑΥΤΉ: Αχ, πατερούλη μου! Τι πάθατε; Ο Κύριος μαζί σας! Ξαπλώστε λοιπόν, ξαπλώστε, θα είναι πιο καλά.
ΕΓΏ: Και να ξαπλώσω και να μην ξαπλώσω, πάλι θα πεθάνω, Τερεντιέβνα!
ΑΥΤΉ: Θεός φυλάξοι. Κύριε ελέησον… Λοιπόν, θέλετε λίγο τσάι;
ΕΓΏ: Δεν θα ζήσω ούτε μια βδομάδα, Τερεντιέβνα!
ΑΥΤΉ Κουταμάρες πατερούλη! Τι είναι αυτά που λέτε;… Πάω τώρα να βάλω το σαμοβάρι.
Ω, γερασμένο, κιτρινιάρικο, φαφούτικο πλά σμα! Για σένα, εγώ δεν είμαι στ’ αλήθεια άνθρωπος!
24 Μαρτίου.
Φοβερή παγωνιά. Την ίδια ημέρα της άφιξής μου στην πόλη Ο… οι υπηρεσιακές δουλειές που ανέφερα πιο πάνω με υποχρέωσαν να επισκεφθώ κάποιον Οζιόγκιν, Κύ ριλλο Ματθέιτς, έναν από τους κυριότερους δημο σίους υπαλλήλους της περιφέρειας. Αλλά γνωρί στηκα μαζί του ή, όπως λένε, τον πλησίασα ύστε ρα από δύο εβδομάδες. To σπίτι του βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο και ξεχωρίζει απ’ όλα τ’ άλλα για το ύψος του, τη βαμμένη σκεπή του και από δυο λιοντάρια στην είσοδό του, εκείνης της ασυ νήθιστης ράτσας που κάπου κάπου μοιάζουν με κακομούτσουνα σκυλιά σαν αυτά της Μόσχας. Και μόνο απ’ τα λιοντάρια θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότ ι ο Οζιόγκιν είναι ένας άνθρωπος εύπορος. Και πραγματικά, είχε στη δούλεψή του τετρακόσιους περίπου αγρότες. Στο σπίτι του δε χόταν όλ η την αφρόκρεμα της κοινωνίας στην πόλη Ο… και φημιζόταν για τη φιλοξενία του. Στο σπίτι του ερχόταν και ο δήμαρχος με το ντρόζκι (ελαφριά τετράτροχη επιβατική άμαξα) καί τα δυο πυρόξανθα άλογα, ασυνήθιστα βαρύς και ογκώδης, σαν να ήταν τυλιγμένος με πολλές κουβέρτες. Έρχονταν και άλλοι υπάλληλοι. Ένας δικηγόρος πλάσμα κιτρινωπό και μοχθηρό, ένας χωρατατζής χωρομέτρης γερμανικής καταγωγής με χαρακτηριστικά ταταρικά, ένας αξιωματικός συγκοινωνιών, στοργική ψυχή, τραγουδιστής, αλ λά και κουτσομπόλης, 0 πρώην ηγέτης της περιφέ ρειας, ένας κύριος με κόκκινα μαλλιά, με χτυπητό προστήθιο πουκαμίσου, παντελόνια εφαρμοστά και με υπερβολικά ευγενική έκφραση προσώπου, η οποία είναι τόσο χαρακτηριστική στους ανθρώ πους που έχουν υπάρξει υπόδικοι.
Έρχονταν επί σης και δυο τσιφλικάδες, φίλοι αχώριστοι, όχι πια νέοι, μάλιστα και καχεκτικοί, από τους οποίους ο μικρότερος εξουθένωνε συνεχώς τον μεγαλύτερο και του βούλωνε το στόμα με την ίδια πάντοτε παρατήρηση: «Λοιπόν αρκετά. Σεργκέι Σεργκέιτς, λάθο ς κάνετε. Τη λέξη πρόμπκα την γράφετε με μπ. Ναι, κύριοι», συνέχιζε με όλη τη θέρμη της πε ποίθησής του, απευθυνόμενος στους παρόντες, «ο Σεργκέι Σεργκέιτς γράφει όχι πρόμπκα, αλλά μπρόμπκα». Και όλοι οι παρόντες γελούσαν, μόλο που πιθανόν κανένας τους δεν ξεχώριζε για κά ποια ιδιαίτερη ικανότητα στην ορθογραφία. Και ο δύστυχος Σεργκέι Σεργκέιτς σώπαινε και μ’ ένα σβησμένο χαμόγελο έσκυβε το κεφάλι. Αλλά ξεχνάω ότι η ώρα περνάει και εγώ επιδίδομαι σε λε πτομέρειες. Λοιπόν, χωρίς περιττά λόγια, ο Οζιό γκιν ήταν παντρεμένος και είχε μια κόρη, την Ελι ζαμπέτα Κυρίλλοβνα και εγώ αυτή την κόρη την ερωτεύθηκα.
Ο ίδιος ο Οζιόγκιν ήταν ένας άνθρωπος με τρίων δυνατοτήτων, ούτε κακός ούτε καλός, η δε γυναίκα του έχανε τον ρυθμό της μπροστά ακόμα και σ’ ένα αδύναμο κοτόπουλο. Η κόρη τους όμως δεν έμοιαζε στους γονείς της. Ήταν ομορφούτσι κη, με ζωηρό πνεύμα και μειλίχιο χαρακτήρα. Τα γκρίζα, φωτεινά μάτι α της κοίταζαν καλόψυχα και ολόισια κάτω από τα παιδικά ανασηκωμένα φρύδια της. Ήταν σχεδόν πάντοτε χαμογελαστή και επίσης γελούσε αρκετά συχνά. Η δροσερή φω νή της ηχούσε πολύ όμορφα. Οι κινήσεις της ήσαν ελεύθερες, γρήγορες και κοκκίνιζε χαρούμενα. Ντυνόταν όχι υπερβολικά κομψά. Της πήγαιναν μόνο τα απλά φορέματα. Εγώ γενικά δεν έκανα α μέσως γνωριμίες• και αν με κάποιον αισθανόμουν άνετα απ’ την πρώτη φορά -κάτι εξάλλου που σχε δόν ποτέ δεν γινόταν- ομολογώ ότι θα ήταν σί γουρα προς όφελος της νέας γνωριμίας. Με τις γυναίκες δεν ήξερα καθόλου πώς να συμπεριφερθώ και μπροστά τους ή κατσούφιαζα παίρνοντας ύ φος αγριωπό ή έδειχνα τα δόντια με έναν βλακώ δη τρόπο και από την αμηχανία μου στριφογύριζα τη γλώσσα μου στο στόμα. Με την Ελισαβέτα Κυ ρίλλοβνα, αντιθέτως, ένιωσα από την πρώτη στιγ μή σαν στο σπίτι μου. Να πώς έγινε αυτό. Μια φο ρά, έρχομαι στον Οζιόγκιν κάποια ώρα προ του φαγητού και ρωτάω: «Είναι μέσα;» Μου απαντούν:
«Μέσα, ντύνονται, παρακαλώ περάστε στ ο σαλό νι». Προχωρώ στ ο σαλόνι. Κοιτάζω προς το παρά θυρο όπου στέκεται μια κοπέλα με άσπρο φόρεμα, με την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος μου, έχοντας στα χέρια της ένα κλουβί. Εγώ, ως συνή θως, λιγάκι σκέβρωσα. Αλλά εντάξει, μόνο που από ευγένεια ξερόβηξα. Εκείνη γύρισε γρήγορα, μα τόσο γρήγορα που οι μπούκλες της χτύπησαν στο πρόσωπό της, με είδε, υποκλίθηκε και μου έ δειξε χαμογελώντας ένα κιβώτιο γεμάτο ως τη μέση με σπόρους. «Σας πειράζει;» Εγώ, εννοείται και όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, έ κλινα πρώτα το κεφάλι και ταυτόχρονα λύγισα γρήγορα και ίσιωσα τα γόνατα (σαν να με χτύπησε κάποιος από πίσω στους τένοντες), κάτι που ως γνωστόν είναι ένδειξη άριστης ανατροφής και άνεσης στους τρόπους. Ύστερα χαμογέλασα, σή κωσα το χέρι και προσεχτικά και όμορφα έκανα με αυτό δυο φορές μια περιστροφική κίνηση στον αέρα. Η κοπέλα αμέσως γύρισε την πλάτη της, έβγαλε απ’ το κλουβί μια σανιδούλα, άρχισε να ξύνει δυνατά την επιφάνειά της μ’ ένα μαχαίρι και ξαφνικά, χωρίς ν’ αλλάξει θέση, είπε τις ακόλου θες λέξεις: «Αυτό είναι το γεράκι του πατέρα… Σας αρέσουν τα γεράκια;» – «Προτιμώ τα καναρί νια», απάντησα εγώ, όχι χωρίς κάποια ένταση. «Κι εγώ επίσης αγαπώ τα καναρίνια, μα κοιτάξτε το πόσο ωραίο είναι. Κοιτάξτε, δεν φοβάται. (Εγώ απορούσα που ο ίδιος δεν φοβόμουν.) Ελάτε κο ντά. Το λένε Πόπκα». Πλησίασα και έσκυψα. «Στ’ αλήθεια, δεν είναι πολύ χαριτωμένο;» Γύρισε προς το μέρος μου το πρόσωπό της, αλλά στεκόμασταν τόσ ο κοντά ο ένας στον άλλον που αναγκάστηκε να γείρει λίγο πίσω το κεφάλι για να με κοιτάξει με τα φωτεινά ματάκια της. Την κοίταξα κι εγώ• ολόκληρο το νεανικό, σαν τριαντάφυλλο πρόσωπό της, τόσο χαμογελαστό που απ’ την ευχαρίστησή μου δεν μπόρεσα να συγκρατήσω κι εγώ το χαμό γελό μου. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο κύριος Οζιόγκιν. Αμέσως τον πλησίασα και άρχισα να του μιλάω ελεύθερα, μη ξέροντας κι ο ίδιος πώς έμεινα να γευματίσω και τελικά παρέμεινα όλη τη βραδιά. Την άλλη μέρα ο υπηρέτης του Οζιόγκιν, ξερακιανός και κοντόφθαλμος, καθώς μου έβγαζε τη χλαίνη, μου χαμογέλασε σαν να ήμουν φίλος του σπιτιού.
Να βρω ένα άσυλο, να χτίσω έστω μια πρόχει ρη φωλιά, να μάθω τις καθημερινές χαρές, τις σχέσεις και τις συνήθειες, τούτη την ευτυχία εγώ, ο περιττός άνθρωπος δίχως οικογενειακές ανα μνήσεις, μέχρι τώρα δεν την έχω δοκιμάσει. Αν κάτι μέσα μου, έστω και οτιδήποτε, μου θύμιζε λουλούδι και αν η σύγκριση δεν ήταν τόσο χτυπη τή, θα έλεγα σίγουρα ότι από εκείνη την ημέρα έ λαμψε η ψυχή μου. Όλα μέσα μου και τριγύρω μου άλλαξαν στη στιγμή! Όλη μου η ζωή φωτίστηκε με αγάπη, κυριολεκτικά όλη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, σαν ένα σκοτεινό, παρατημένο δω μάτιο στο οποίο έφεραν ένα αναμμένο κερί. Ξά πλωνα να κοιμηθώ, σηκωνόμουν, ντυνόμουν, έτρωγα πρωινό, κάπνιζα το τσιμπούκι, όλα διαφο ρετικά από πρώτα• και ακόμα αναπηδούσα στον δρόμο, μα την αλήθεια, λες και στις πλάτες μου είχαν ξαφνικά φυτρώσει φτερά. Θυμάμαι, ούτε ένα λεπτό δεν βρέθηκα σε αβεβαιότητα ως προς το αίσθημα που μου ενέπνευσε η Ελισαβέτα Κυ ρίλλοβνα• την αγάπησα με πάθος από την πρώτη μέρα και από την πρώτη κιόλας μέρα ήξερα ότι ερωτεύθηκα. Την έβλεπα κάθε μέρα επί τρεις ε βδομάδες. Αυτές οι εβδομάδες ήσαν η πιο ευτυχι σμένη περίοδος της ζωής μου, αλλά η ανάμνησή τους μου φέρνει κατάθλιψη. Δεν γίνεται να σκέ πτομαι μόνον αυτές, διότι άθελά μου παρουσιά ζεται και ό,τι επακολούθησε και μια φαρμακερή θλίψη κυριεύει αργά αργά ως το μεδούλι την συ γκινημένη μου τώρα καρδιά.
Όταν ο άνθρωπος είναι καλά, το μυαλό του -ό πως είναι γνωστό- εργάζεται πολύ λίγο. Ένα ήρε μο και ευχάριστο αίσθημα, ένα αίσθημα ικανο ποίησης διαποτίζει όλη την ύπαρξή του και τον κατακυριεύει και η συνείδηση της προσωπικότη τάς του εξαφανίζεται. Ευδαιμονεί, όπως λένε οι κακοαναθρεμμένοι ποιητές. Και όταν τελικά παρέρχεται αυτή η «μαγεία», ο άνθρωπος πότε πότε αγανακτεί και λυπάται που μέσα στην ευτυχία του έδινε τόσο λίγη προσοχή στον ίδιο του τον εαυτό, που δεν συλλογιόταν, δεν αναπολούσε, δεν συνέχιζε διπλά τις απολαύσεις του… σαν τον πα νευτυχή άνθρωπο, όταν μάλιστα αξίζει να συλλο γιστεί για τα αισθήματά του! Ευτυχισμένος άν θρωπος – ούτε μύγα στο σπαθί του. Γι’ αυτό και ε γώ, όταν θυμάμαι αυτές τις τρεις εβδομάδες, εί ναι σχεδόν αδύνατον να κρατήσω στο μυαλό την ακριβή, την συγκεκριμένη εντύπωση, πόσω μάλ λον που στη διάρκεια όλου αυτού τού χρόνου τί ποτα το ιδιαίτερα υπέροχο δεν έγινε μεταξύ μας… Αυτές οι είκοσι μέρες είναι για μένα κάτι το ζε στό , νεανικό και εύοσμο, μια φωτεινή περίοδος στην γκρίζα και ανιαρή ζωή μου. Η μνήμη μου γί νεται ξαφνικά αδυσώπητα πιστή και καθαρή μό νον από τη στιγμή που – μιλώντας με τις λέξεις εκείνων των κακοαναθρεμμένων συγγραφέων – έπεσαν επάνω μου τα χτυπήματα της μοίρας.
Ναι, αυτές οι τρεις εβδομάδες… Εξάλλου, όχι ότι δεν άφησαν μέσα μου καμιά εικόνα. Μερικές φορές, όταν συμβαίνει να σκέπτομαι για πολλή ώρα εκείνη την εποχή, διάφορες αναμνήσεις ξάφ νου αναδύονται απ’ το σκοτάδι του παρελθόντος και εμφανίζονται απρόσμενα σαν αστέρια στο ν βραδινό ουρανό για να συναντηθούν με ένα έντο νο, προσηλωμένο βλέμμα. Μου έμεινε ιδιαίτερα στη μνήμη ένας περίπατος σ’ ένα μικρό δασάκι στην άκρη της πόλης. Ήμασταν τέσσερα άτομα: η γριά Οζιόγκινα, η Λίζα, εγώ και κάποιος Μπιζ μιόνκωφ, χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος στην πόλη Ο…, ένας ξανθός, καλοσυνάτος και ήσυχος άνθρωπος. Θα χρειαστεί να σας πω περισ σότερα γι’ αυτόν. Ο ίδιος ο Οζιόγκιν είχε μείνει στ ο σπίτι, επειδή απ’ τον πολύ ύπνο πονούσε το κεφάλι του. Η μέρα ήταν θαυμάσια, ζεστή και ή συχη. Πρέπει να σημειώσω ότι τα ψυχαγωγικά πάρκα και οι κοινωνικοί περίπατοι δεν συγκινούν και τόσο τον Ρώσο. Στις πρωτεύουσες των νομών, στα επονομαζόμενα δημόσια πάρκα, ποτέ δεν θα συναντήσετε ψυχή• το πολύ πολύ καμιά γριά να κάθεται αναστενάζοντας σε κάποιο ψημένο απ’ τον ήλιο πράσινο παγκάκι, κοντά σε ένα αρρωστη μένο δεντράκι – και αυτό, αν κοντά στην αυλό πορτα δεν υπάρχει καμιά λιγδιασμένη σανίδα. Αν όμως στα περίχωρα υπάρχει κανένα δροσερό δα σύλλιο με σημύδες, οι έμποροι και μερικές φορές οι δημόσιοι υπάλληλοι πηγαίνουν εκεί ευχάριστα τις Κυριακές και τις γιορτινές μέρες με τα σαμο βάρια , τι ς πίτε ς κα ι τ α καρπούζια , βάζου ν όλ η αυτή την ευλογία κάτω στο σκονισμένο χορτάρι ακριβώς δίπλα στον δρόμο, κάθονται γύρω γύρω και τρώνε πίνοντας τσάι με όρεξη μέχρι να σκο τεινιάσει.
Ένα τέτοιο ακριβώς δασύλλιο υπήρχε τότε σε απόσταση δύο βερστιών από την πόλη Ο… Φθάσαμε εκεί μετά το γεύμα, ήπιαμε ως συνήθως τσάι και ύστερα ξεκινήσαμε καί οι τέσσερις να περπατήσουμε στο αλσύλλιο. Ο Μπιζμιόνκωφ πή ρε απ’ το μπράτσο την γριά Οζιόγκινα και εγώ την Λίζα. Η μέρα τώρα έγερνε προς το βράδυ. Βρισκό μουν τότε στ ο αποκορύφωμα της πρώτης αγάπης (δεν είχαν περάσει περισσότερο από δύο εβδο μάδες από τότ ε που είχαμε γνωριστεί), βρισκό μουν σε μια κατάσταση πάθους και προσεχτικής λατρείας, όταν όλη η ψυχή αγνά και άθελα ιχνη λατεί την κάθε κίνηση του αγαπημένου πλάσμα τος, όταν δεν μπορείς να χορτάσεις την παρουσία του, να ακούσεις τη φωνή του, όταν χαμογελάς κοιτάζοντας σαν μικρό άρρωστο παιδάκι που έγι νε καλά• αν είσαι λίγο έμπειρος, με την πρώτη μα τιά και από εκατό βήματα απόσταση πρέπει να ξέρεις αυτό που σου συμβαίνει. Μέχρι εκείνη τη μέρα ούτε μια φορά δεν είχε τύχει να πιάσω τη Λίζα από το μπράτσο. Περπατούσαμε μαζί πλάι πλάι, προχωρώντας ήσυχα στ ο πράσινο χορτάρι. Ελαφρό αεράκι φτερούγιζε κυριολεκτικά γύρω μας, ανάμεσα στους άσπρους κορμούς των σημύ δων, ρίχνοντας στο πρόσωπό μου την κορδέλα του καπέλου της. Εγώ την παρακολουθούσα επίμονα, ώσπου τελικά και συναινετικά γύριζε προς το μέ ρος μου και γελούσαμε κι οι δυό μας.
Τα πουλιά τιτίβιζαν χαρούμενα από πάνω μας και ο γαλανός ουρανός φώτιζε χαϊδευτικά τη λιγοστή φυλλωσιά. Το μυαλό μου θόλωνε απ’ το πλεόνασμα της ευχα ρίστησης. Εδώ σπεύδω να παρατηρήσω ότι η Λίζα δεν ήταν καθόλου ερωτευμένη μαζί μου. Της άρε σα και γενικά κανέναν δεν απέφευγε, αλλά δεν ήμουν εγώ εκείνος που θα άγγιξε την παιδική της ηρεμία. Προχωρούσε κρατώντας με αγκαζέ, σαν να ήμουν ο αδελφός της. Ήταν τότ ε δεκαεπτά χρονών… Και στο μεταξύ το ίδιο αυτό βραδινό, μπροστά μου άρχισε μέσα της εκείνος ο εσωτερι κός και ήσυχος αναβρασμός που προηγείται της μεταλλαγής ενός παιδιού σε γυναίκα… Ήμουν μάρτυρας αυτής της μεταλλαγής όλης της ύπαρ ξης, αυτής της αθώας αμηχανίας και της ανήσυχης περισυλλογής. Πρώτος εγώ παρατήρησα αυτή την απότομη απαλότητα της ματιάς, την χτυπητή α πιστία της φωνής – και ω ανόητε, ω περιττέ άν θρωπε… για μιαν ολόκληρη εβδομάδα δεν ντράπη κα να κάνω την υπόθεση ότι εγώ, εγώ ο ίδιος ή μουν η αιτία αυτής της μεταλλαγής! Να πώς έγινε.
Περπατούσαμε αρκετή ώρα μέχρι το βραδάκι και μιλούσαμε πότε-πότε. Εγώ ήμουν σιωπηλός όπως όλοι οι άπειροι ερωτευμένοι και εκείνη δεν είχε ίσως τι να μου πει, αλλά συλλογισμένη κου νούσε κάπως ιδιαίτερα το κεφάλι της δαγκώνο ντας στοχαστικά ένα κομμένο φυλλαράκι. Μερι κές φορές πήγαινε μπροστά τόσο αποφασιστικά… και ύστερα ξαφνικά σταματούσε, με περίμενε και κοίταζε τριγύρω με ανασηκωμένα τα φρύδια της και με ένα ελαφρά ειρωνικό και αφηρημένο χαμό γελο. Την προηγούμενη μέρα διαβάζαμε και οι δυο μαζί τον «Αιχμάλωτο του Καυκάσου» (γνωστό διήγημα του Τολστόι). Με τι α πληστία με άκουγε στηρίζοντας το πρόσωπό της στα δυο της χέρια και ακουμπώντας με το στήθος στο τραπέζι!
Άρχισα να της μιλάω τώρα για την χθεσινή μας ανάγνωση. Εκείνη κοκκίνισε, με ρώ τησε αν έδωσα πριν ξεκινήσουμε στ ο πουλάκι καν ναβούρι, μετά έπιασε να τραγουδάει δυνατά κά ποιο τραγουδάκι και ξαφνικά σώπασε. Το δασύλ λι ο από την μια πλευρά του προς την άκρη ήταν αρκετά ψηλό και κατέληγε σ’ έναν απότομο γκρε μό. Κάτω κυλούσε ένα ελικοειδές ποταμάκι και πέρα από αυτό στον απέραντο χώρο απλώνονταν ατελείωτα λιβάδια, πότε αναδύοντας ελαφρά μιαν αχλή σαν κύματα, πότε σαν ένα φαρδύ στρω μένο τραπεζομάντιλο που το διέκοπταν εδώ και εκεί χαράδρες. Εγώ και η Λίζα βγήκαμε πρώτοι στην άκρη του δασυλλίου. Ο Μπιζμιόνκωφ είχε μείνει πίσω με τη γριά. Βγήκαμε, κοντοσταθήκα με και άθελά μας μισοκλείσαμε και οι δυο τα μά τια. Ακριβώς απέναντί μας, στη μέση μιας πυρακτωμένης καταχνιάς, έδυε ένας πορφυρός τερά στιος ήλιος. Ο μισός ουρανός καιγόταν παίρνο ντας κόκκινο χρώμα και οι κόκκινες αχτίδες χτυ πούσαν περνώντας πάνω απ’ τα λιβάδια, ρίχνο ντας μια ροδοκόκκινη αντιφεγγιά ακόμα και στην σκιερή πλευρά των φαραγγιών και έπεφταν σαν πύρινο μολύβι στο ποταμάκι, στα σημεία όπου αυτό δεν κρυβόταν πίσω από τους κρεμαστούς θά μνους, και μετά ακουμπούσαν κυριολεκτικά στο στήθος του γκρεμού και του δασυλλίου.
Στεκόμα σταν περιλουσμένοι μέσα σ’ ένα φλογερό μεγα λείο. Δεν είμαι σε θέση να μεταδώσω όλη τη φο βερή μεγαλοπρέπεια αυτής της εικόνας. Λένε ότι σ’ έναν τυφλό το κόκκινο χρώμα φαντάζει σαν ήχος σάλπιγγας. Δεν ξέρω κατά πόσο η σύγκριση είναι σωστή, αλλά στ’ αλήθεια ήταν ένα κάλεσμα σε αυτό το φλεγόμενο χρυσάφι του αέρα μες στο λυκόφως του δειλινού, με την βαθυκόκκινη λάμψη του ουρανού και της γης. Φώναξα απ’ τον ενθου σιασμό μου και αμέσως γύρισα προς τη Λίζα. Εκείνη κοίταξε κατευθείαν στον ήλιο. Θυμάμαι τη λάμψη του ν’ αντανακλά σαν δυο μικρές φωτεινές κηλίδες στα μάτια της. Ήταν κατάπληκτη και βαθιά συγκινημένη. Στην δική μου έξαρση δεν απα ντούσε και για πολλή ώρα έμενε ακίνητη με σκυ φτό το κεφάλι… Εγώ άπλωσα το χέρι μου και εκεί νη γύρισε απ’ την άλλη μεριά και ξαφνικά έβαλε τα κλάματα. Την κοίταξα με μια κρυφή, σχεδόν χαρούμενη απορία…
Η φωνή του Μπιζμιόνκωφ ακούστηκε δυο βήματα πιο πέρα. Η Λίζα σκούπι σε γρήγορα τα δάκρυα και μ’ ένα δειλό χαμόγελο κοίταξε προς το μέρος μου. Η γριά βγήκε απ’ το δασύλλιο ακουμπώντας στο χέρι του ξανθού συ νοδού της. Με τη σειρά τους και οι δυο θαύμασαν τη θέα. Η γριά ρώτησε κάτι την Λίζα και θυμάμαι πως άθελά μου ταράχτηκα όταν σε απάντησή της αντήχησε σαν ραγισμένο γυαλί η σπασμένη φω νούλα της κόρης της. Στο μεταξύ ο ήλιος βασίλε ψε, το λυκόφως άρχισε να σβήνει. Γυρίσαμε πίσω. Έπιασα πάλι την Λίζα από το χέρι. Στο αλσύλλιο ακόμα έφεγγε και μπορούσα να διακρίνω καλά τα χαρακτηριστικά της. Ήταν ανήσυχη και δεν σήκω νε τα μάτια. Το ροδοκόκκινο χρώμα, διάχυτο σε όλο το πρόσωπό της δεν χανόταν, λες και η Λίζα στεκόταν ακόμα στις αχτίδες του ήλιου που έ δυε… Το χέρι της μόλις που έπιανε το δικό μου.
Για πολλή ώρα δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά, τό σο δυνατά χτυπούσε μέσα μου η καρδιά. Μακριά, μέσα απ’ τα δέντρα ξεπρόβαλλε η άμαξα. Ο αμα ξάς ερχόταν να μας συναντήσει πάνω στην αφρά τη άμμο του δρόμου.
«Λισαβέτα Κυρίλλοβνα», είπα εγώ, τελικά, «για τί κλαίγατε;»
«Δεν ξέρω», ήταν ο δικός της αντίλογος, ύστε ρα από μια μικρή σιωπή• με κοίταξε με τα ήρεμα μάτια της, υγρά ακόμα απ’ τα δάκρυα -τ ο βλέμμα της ήταν τώρα διαφορετικό- και μετά πάλι ακο λούθησε σιωπή.
«Βλέπω ότι σας αρέσει η φύση…» συνέχισα ε γώ . Δεν ήταν καθόλου αυτό που ήθελα να πω και αυτή την τελευταία φράση η γλώσσα μου μόλις που την ψέλλισε μέχρι το τέλος. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Δεν μπορούσα πια να προφέρω τις λέ ξεις… περίμενα κάτι… όχι ομολογία -προς Θεού!- περίμενα ένα βλέμμα ευπιστίας, μια ερώτηση… Αλλά η Λίζα κοίταζε κάτω και σώπαινε. Ξαναείπα άλλη μια φορά με μισή φωνή: «Γιατί;» Και απάντη ση δεν πήρα. Εκείνη, το έβλεπα, δεν ένιωθε άνετα, σχεδόν ντρεπόταν.
Έπειτα από ένα τέταρτο της ώρας καθόμασταν ήδη στην άμαξα και πλησιάσαμε στην πόλη, με τ’ άλογα να τρέχουν σε ρυθμικό τροχασμό. Περνού σαμε γρήγορα μέσα απ’ τον δροσερό αέρα του δει λινού. Εγώ άρχισα ξαφνικά την κουβέντα, απευθύ νοντας χωρίς σταματημό τα λόγια μου τη μια φορά στον Μπιζμιόνκωφ, την άλλη στην Οζιόγκι να, δίχως να κοιτάζω την Λίζα, αλλά μπορούσα να παρατηρήσω ότι από τη γωνία της άμαξας το βλέμμα της ούτε μια φορά δεν σταματούσε σ’ εμέ να. Στο σπίτι όλ ο ανασκιρτούσε, όμως δεν ήθελε να διαβάσει μαζί μου και γρήγορα πήγε να κοιμη θεί. Η απότομη αλλαγή, εκείνη για την οποία έλε γα, είχε γίνει. Σταμάτησε να είναι κοριτσάκι και επίσης άρχισε να περιμένει… όπως εγώ… για κά τι… Δεν περίμενε για πολύ.
Όμως εγώ το ίδιο εκείνο βράδυ γύρισα στ ο διαμέρισμά μου καταγοητευμένος. Το ανήσυχο προαίσθημα ή υποψία που είχε γεννηθεί μέσα μου, εξαφανίστηκε. Την αιφνίδια προσποίηση στη συ μπεριφορά της Λίζας απέναντί μου την λογάρια ζα κοριτσίστικη ντροπαλότητα, ατολμία… Μήπως δεν είχα διαβάσει χίλιες φορές σε πολλά λογοτεχνικά έργα ότι η πρώτη εμφάνιση της αγάπης ανη συχεί και φοβίζει μια κοπέλα: Αισθανόμουν αρκε τά ευτυχισμένος και κατάστρωνα ήδη στ ο μυαλό μου διάφορα σχέδια…
Αν κάποιος μου έλεγε τότε στ ο αυτί: «Δεν λες την αλήθεια, αγαπητέ μου! Δεν είναι καθόλου αυ τό που σε περιμένει, αδελφάκι μου. Αυτό που σε περιμένει είναι να πεθάνεις μόνος μέσα σ’ ένα άθλιο παλιόσπιτο, κάτω απ’ την ανυπόφορη γκρί νια μιας γριάς χωριάτισσας, η οποία περιμένει πότε θα πεθάνεις για να πουλήσει πάμφθηνα τις μπότε ς σου…»
Μάλιστα, τότε άθελά σου θα πεις μαζί με κά ποιον Ρώσο φιλόσοφο: «Πώς γίνεται να μάθεις αυτό που δεν ξέρεις;» Αύριο η συνέχεια.
25 Μαρτίου.
Μια λευκή χειμωνιάτικη μέρα. Ξαναδιάβασα αυτά που έγραφα χθες και λίγο έλει ψε να σκίσω όλο το τετράδιο. Μου φαίνεται ότι μακρηγορώ και τα λέω πολύ μελίρρυτα. Ωστόσο, επειδή οι άλλες αναμνήσεις μου εκείνου του καιρού δεν παρουσιάζουν τίποτα το ευχάριστο, πέρα από εκείνη την μοναδική ευχαρίστηση, την οποία είχε στον νου του ο Λέρμοντωφ όταν έλεγε ότι είναι ευχάριστο και οδυνηρό ν’ αγγίζεις το έλκος μιας παλιάς πληγής, γιατί λοιπόν κι εγώ να μην ικανο ποιήσω τον εαυτό μου; Αλλά είναι ανάγκη να ξέ ρεις και το μέτρο. Γι’ αυτό και συνεχίζω χωρίς τρυφερότητες.
Στη διάρκεια μιας ολόκληρης εβδομάδας με τά τους περιπάτους στην εξοχή, η θέση μου στην ουσία ούτε τόσο δα δεν καλυτέρεψε, μόλο που η αλλαγή στη Λίζα γινόταν αισθητή μέρα με τη μέρα. Εγώ, όπως έχω ήδη πει, ερμήνευα αυτή την αλλαγή ως ευνοϊκή για μένα… Η δυστυχία των μοναχικών και διστακτικώ ν ανθρώπων -απ ό εγωισμό διστακτικών- συνίσταται συγκεκριμέ να στ ο ότι ενώ έχουν μάτια ακόμα και ορθάνοι χτα, τίποτα δεν βλέπουν ή τα βλέπουν όλα σ’ έναν ψεύτικο κόσμο σαν μέσα από βαμμένα γυα λιά. Οι ίδιες τους οι προσωπικές σκέψεις και πα ρατηρήσεις είναι εμπόδιο σε κάθε τους βήμα. Στην αρχή της γνωριμίας μας, η Λίζα απευθυνόταν σ’ εμένα ευκολόπιστα κι ελεύθερα, σαν παι δί. Ίσως ακόμα στη διάθεσή της απέναντί μου να υπήρχε κάτι περισσότερο από μια απλή, παιδική προσήλωση… Αλλά όταν έγινε μέσα της εκείνη η παράξενη, σχεδόν αιφνίδια αλλαγή, ύστερα από μια σύντομη περίοδο αμηχανίας αισθανόταν τον εαυτό της συνεσταλμένο μπροστά στην δική μου παρουσία. Άθελά της έστρεφε μακριά από μένα το πρόσωπό της και ταυτόχρονα μελαγχολούσε συλ λογισμένη… Περίμενε… τι; Η ίδια δεν ήξερε… αλλά εγώ… εγώ, όπως έχω ήδη πει, χαιρόμουν με αυτή την αλλαγή… Εγώ, μα τον Θεό, παρά λίγο να κοκκαλώσω -όπως λένε- από ενθουσιασμό. Άλλω στε είμαι έτοιμος να συμφωνήσω ότι και άλλος στ η θέση μου θα μπορούσε να ξεγελαστεί… Και ποιος δεν έχει εγωισμό; Βέβαια όλα αυτά ξεκαθά ρισαν μέσα μου μόνον με την πάροδο του χρόνου, όταν έπρεπε πια να κατεβάσω τα δικά μου αδύνα μα φτερά.
Η παρεξήγηση που προέκυψε με την Λίζα συνε χιζόταν μια ολόκληρη εβδομάδα και εδώ δεν υ πάρχει τίποτα το αξιοπερίεργο. Τυχαίνει να έχω παραστεί μάρτυρας παρεξηγήσεων, οι οποίες διαρκούσαν χρόνια και χρόνια. Και ποιος είπε ότ ι και η ίδια η αλήθεια είναι πραγματική; Το ψέμα είναι τόσο ανθεκτικό όσο και η αλήθεια, αν όχι περισ σότερο. Θυμάμαι καλά ότι ακόμα και την τρέ χουσα εβδομάδα αραιά και πού πάλευε μέσα μου ένα σκουλήκι… αλλά ο φιλαράκος μας, άνθρωπος μοναχικός —πάλι θα το πω— είναι τόσο ανίκανος να καταλάβει αυτό που το υ συμβαίνει, όσο και αυτό που γίνεται μπροστά στα μάτια του. Και ε πιπλέον, μήπως η αγάπη είναι φυσικό συναίσθη μα: Μήπως είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου το ν’ αγαπάει; Η αγάπη είναι αρρώστια και για την αρρώστια γραπτός νόμος δεν υπάρχει. Ας υποθέσουμε ότ ι η καρδιά μου κάποτε σφιγγό ταν άσχημα και όλα μέσα μου γύριζαν άνω κάτω. Πώς θέλατε να ξέρω αν όλα είναι ή δεν είναι εντά ξει, ποια είναι η αιτία, ποια η σημασία της κάθε αίσθησης ξεχωριστά;
Αλλά όπως και να ‘χει το πράγμα, όλες αυτές οι παρεξηγήσεις, τα προαισθήματα και οι ελπίδες βρήκαν τη λύση τους ως εξής:
Κάποιο πρωινό, γύρω στις δώδεκα η ώρα, μόλις είχα μπει στον προθάλαμο του κυρίου Οζιόγκιν, ότα ν μι α άγνωστη , ηχηρ ή φων ή ακούστηκ ε στ η σάλα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και υπό τη συνο δεία του νοικοκύρη εμφανίστηκε στο κατώφλι έ νας γεροδεμένος και ψηλός άντρας είκοσι πέντε περίπου χρονών, ο οποίος έριξε βιαστικά στην πλάτη τη στρατιωτική χλαίνη που ήταν απλωμένη στο ν πάγκο, χαιρετήθηκε θωπευτικά με το ν Κύ ριλλο Ματθέιτς, πέρασε από δίπλα μου αγγίζο ντας αδιάφορα την τραγιάσκα του και εξαφανί στηκε κουδουνίζοντας με τα σπιρούνια του.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησα τον Οζιόγκιν.
«Ο πρίγκιπας Ν.», μου απάντησε εκείνος με το πρόσωπό του όλο έγνοια, «σταλμένος απ’ την Πε τρούπολη για να παραλάβει τους νεοσύλλεκτους».
«Και πού είναι αυτοί οι άνθρωποι;» συνέχισε με αγανάκτηση. «Κανείς δεν ήρθε να του δώσει τη χλαίνη του».
Μπήκαμε στη σάλα.
«Έχει μέρες που ήρθε;»
«Νομίζω χθες το βράδυ. Του πρότεινα να μεί νει εδώ, αλλά δεν δέχτηκε. Πάντως μου φαίνεται πολύ ευγενικό παιδί».
«Έχει πολλή ώρα εδώ σε σας;»
«Κοντά στη μία ώρα. Με παρακάλεσε να τον παρουσιάσω στην Ολυμπιάδα Νικήτιτσνα».
«Τον παρουσιάσατε;»
«Και βέβαια».
«Και με την Λισαβέτα Κυρίλλοβνα αυτός…»
«Και μ’ εκείνην γνωρίστηκε, ασφαλώς». Εγώ σιώπησα.
«Ήρθε για πολύ εδώ, ξέρετε;»
«Ναι, νομίζω ότι πρέπει να μείνει δύο εβδομά δες, ίσως και περισσότερο».
Ο Κύριλλος Ματθέιτς έτρεξε να ντυθεί.
Έκανα λίγες βόλτες στη σάλα. Δεν ξέρω κατά πόσο ο ερχομός του πρίγκιπα Ν. μου έκανε τότε κάποια ιδιαίτερη εντύπωση, εκτός από εκείνο το συναίσθημα αντιπάθειας που μας καταλαμβάνει συνήθως με την εμφάνιση ενός νέου προσώπου στο ν κύκλο του σπιτιού μας. Στο αίσθημα αυτό μπορεί να ανακατεύτηκε ακόμα και κάτι σαν ζή λεια ενός διστακτικού και καχύποπτου Μοσχοβί τη απέναντι στον λαμπρό αξιωματικό της Πε τρούπολης. «Ο πρίγκιπας», σκέφθηκα, «είναι πρω τευουσιάνος και εμάς θα μας κοιτάζει από ψηλά…» Τον είδα όχι πάνω από ένα λεπτό, αλλά αμέσως κατάλαβα ότι ήταν καλός, έξυπνος και άνετος. Αφού έκανα λίγες βόλτες μέσα στη σάλα, σταμάτησα ύστερα μπροστά στον καθρέφτη, έ βγαλα απ’ την τσέπη τη χτένα, έδωσα στα μαλλιά μου την αφροντισιά ενός ζωγράφου και ξαφνικά, όπως συμβαίνει μερικές φορές, βυθίστηκα στην παρατήρηση του ίδιου του προσώπου μου. Θυμά μαι, η προσοχή μου ήταν ιδιαίτερα προσηλωμένη στ η μύτη μου. Το ήπιο και ακαθόριστο περίγραμ μα αυτού του μέλους δεν μου έδινε ιδιαίτερη ικα νοποίηση και ξαφνικά, στο σκοτεινό βάθος του γερμένου καθρέφτη όπου αντανακλούσε σχεδόν όλ ο το δωμάτιο, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η επιβλητική κορμοστασιά της Λίζας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν κούνησα ούτε το δαχτυλάκι μου και διατήρησα στο πρόσωπό μου την έκφραση που είχα. Η Λίζα τέντωσε το κεφάλι, με κοίταξε με προσοχή και ανασηκώνοντας τα φρύδια, δαγκώ νοντας τα χείλη και κρατώντας την αναπνοή της, σαν άνθρωπος ευχαριστημένος που δεν τον αντε λήφθησαν, έκανε προσεκτικά προς τα πίσω και τράβηξε προς το μέρος της σιγανά την πόρτα. Η πόρτα έτριξε ελαφρά. Η Λίζα ανατρίχιασε και κοκκάλωσε στο ν τόπο… Εγώ δεν σάλεψα καθό λου… Εκείνη άπλωσε πάλι το χέρι για τη λαβή της πόρτας και χάθηκε πίσω της. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία, η έκφραση του προσώπου της μόλις είδε την αφεντιά μου, ήταν έκφραση στην οποία δεν ξεχώριζε τίποτα άλλο πέρα απ’ την επιθυμία να ξεκουμπιστεί ευγενικά και ν’ αποφύγει τη δυ σάρεστη συνάντηση• και από μια γρήγορη αντα νάκλαση ικανοποίησης την οποία πρόλαβα να συλλάβω στα μάτια της, όταν της φάνηκε ότι κα τάφερε ακριβώς να ξεγλιστρήσει απαρατήρητη – όλ’ αυτά μιλούσαν ξεκάθαρα: αυτή η κοπέλα δεν μ’ αγαπάει. Για πολλή ώρα δεν μπορούσα να ξεκολ λήσω τα μάτια από την ακίνητη, βουβή πόρτα που φάνηκε πάλι με την άσπρη κηλίδα στο βάθος του καθρέφτη. Ήθελα να γελάσω με την ίδια την τε ντωμένη κορμοστασιά μου – κατέβασα το κεφάλι, γύρισα στο σπίτι και σωριάστηκα στ ο ντιβάνι. Αισθανόμουν ένα ασυνήθιστο βάρος, τόσ ο που δεν μπορούσα να κλάψω… Και ποιος ο λόγος να κλάψω; «Είναι ποτέ δυνατόν;» έλεγα και ξανάλε γα αδιάκοπα, ξαπλωμένος ανάσκελα σαν ψόφιος και με τα χέρια σταυρωμένα στ ο στήθος. «Είναι δυνατόν;» Πώς σας φάνηκε αυτό το «είναι δυνατόν;»
26 Μαρτίου.
Οι πάγοι λιώνουν. Όταν την άλλη μέρα, ύστερα από πολλές εσωτερι κές διακυμάνσεις μπήκα αναστατωμένος στη γνω στ ή σάλα των Οζιόγκιν, δεν ήμουν πια ο άνθρω πος που ήξεραν τις τρεις αυτές εβδομάδες. Όλοι οι προηγούμενοι τρόποι και συμπεριφορές μου που είχα αρχίσει να τους ξεσυνηθίζω με την επιρροή του καινούργιου για μένα συναισθήματος, εμφα νίστηκαν πάλι αναπάντεχα και με κατακυρίευσαν σαν τον νοικοκύρη που επιστρέφει στο σπίτι του. Άνθρωποι σαν εμένα, καθοδηγούνται όχι τόσο από τα θετικά γεγονότα, όσο από τις προσωπικές εντυπώσεις τους. Εγώ που μόλις χθες έκανα όνει ρα για τους «ενθουσιασμούς της αμοιβαίας αγά πης», σήμερα πια δεν είχα καμιά αμφιβολία για τη «δυστυχία μου» και απελπίστηκα τελείως, μόλο που και ο ίδιος δεν ήμουν σε θέση να βρω κάποιο λογικό στήριγμα για την απόγνωσή μου. Δεν μπο ρούσα να ζηλεύω τον πρίγκιπα Ν., οποιαδήποτε και αν ήσαν τα προσόντα του• από μόνη της η εμ φάνισή του δεν ήταν αρκετή ώστε να ξεριζώσει με την πρώτη τη συμπάθεια της Λίζας στ ο πρόσωπό μου… Υπήρχε, όμως, πραγματικά αυτή η συμπά θεια; Έφερνα στη μνήμη μου το παρελθόν. «Και ο περίπατος στο δάσος;» αναρωτιόμουν. «Και η έκ φραση της Λίζας στον καθρέφτη;» συνέχιζα. «Μα ο περίπατος στο δάσος μού φαίνεται… Αχ, Θεέ μου! Τι τιποτένιο πλάσμα που είμαι!» φώναζα δυνατά στ ο τέλος. Αυτού του είδους οι ανείπωτοι και απερίσκεπτοι συλλογισμοί πηγαινοέρχονταν χί λιες φορές και στριφογύριζαν σαν μονότονος ανε μοστρόβιλος μέσα στ ο κεφάλι μου. Πάλι θα πω ότι γύρισα στους Οζιόγκιν το ίδιο ανήσυχος, κα χύποπτος και ψυχρός, όπως ήμουν από παιδί…
Βρήκα όλη την οικογένεια στη σάλα. Ο Μπιζ μιόνκωφ καθόταν πάλι σε μια γωνίτσα. Όλοι ήσαν στα κέφια τους. Ειδικά ο Οζιόγκιν έλαμπε τόσο, που με την πρώτη λέξη του με πληροφόρησε ότι ο πρίγκιπας Ν. ήταν μαζί τους χθες το απομεσήμε ρο και μέχρι το βράδυ. Η Λίζα με χαιρέτησε ήρεμα. «Λοιπόν» , είπα στον εαυτό μου, «τώρα κατα λαβαίνω για ποιο λόγο είστε στα κέφια σας». Ομολογώ ότι η δεύτερη επίσκεψη του πρίγκιπα με προβλημάτισε. Αυτό δεν το περίμενα. Ο φίλος μας γενικά περιμένει τα πάντα στον κόσμο, εκτός από αυτό που πρέπει να συμβεί σε μια φυσιολογική σειρά πραγμάτων. Με κατεβασμένα μούτρα, πήρα ένα ύφος ανθρώπου προσβεβλημένου αλλά ωστό σο μεγαλόψυχου. Ήθελα να τιμωρήσω την Λίζα με τη δυσμένειά μου, πράγμα όμως που με κάνει να συμπεράνω ότι παρ’ όλα αυτά δεν είχα ακόμα απογοητευθεί τελείως. Λένε ότι σε μερικές περι πτώσεις, όταν σε αγαπούν πραγματικά, είναι α κόμα και καλό να παιδεύεις το λατρευτό σου πρό σωπο, αλλά στη δική μου θέση αυτό θα ήταν απε ρίφραστα κουτό.
Η Λίζα με τον πιο αφελή τρόπο απέφευγε να στρέψει σ’ εμένα την προσοχή της. Μόνον η γριά Οζιόγκινα πρόσεξε την πανηγυρική σιωπή μου και με ρώτησε μ’ ενδιαφέρον για την υγεία μου. Εγώ, βέβαια, μ’ ένα πικρό χαμόγελο της απάντησα ότι δόξα τω Θεώ ήμουν πολύ καλά. Ο Οζιόγκιν παρέ τεινε την κουβέντα γύρω απ’ τον επισκέπτη του, αλλά βλέποντας ότι του απαντούσα απρόθυμα, α πευθυνόταν πιο πολύ στον Μπιζμιόνκωφ, ο οποίος τον άκουγε με μεγάλη προσοχή. Και ξαφνικά μπή κε μέσα κάποιος να αναγγείλει τον πρίγκιπα Ν. Ο οικοδεσπότης ευθύς αναπήδησε και έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Προσήλωσα αμέσως ένα αετή σιο βλέμμα πάνω στη Λίζα, η οποία είχε κοκκινί σει από ευχαρίστηση και κουνιόταν στην καρέκλα. Ο πρίγκιπας μπήκε μέσα, αρωματισμένος, εύθυ μος, διαχυτικός…
Επειδή δεν συγγράφω ένα διήγημα για τον καλοπροαίρετο αναγνώστη, αλλά απλά γράφω για την προσωπική μου ευχαρίστηση, δεν έχω κάποιον λόγο να καταφεύγω στα συνηθισμένα τεχνάσμα τα των κυρίων λογοτεχνών. Θα πω τώρα αμέσως, χωρίς περαιτέρω αναβολή, ότ ι η Λίζα από την πρώτη κιόλας ημέρα αγάπησε με πάθος τον πρί γκιπα και ο πρίγκιπας την αγάπησε κι εκείνος – εν μέρει επειδή δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει, εν μέ ρει από τη συνήθεια να ξεμυαλίζει τις γυναίκες, αλλά επίσης και για τον λόγο ότι η Λίζα ακριβώς ήταν ένα πολύ αξιαγάπητο πλάσμα. Το ότι αγα πούσαν ο ένας τον άλλον δεν εκπλήσσει καθόλου. Εκείνος, φαίνεται, σίγουρα δεν περίμενε να βρει έ να παρόμοιο διαμάντι μέσα σ’ ένα τόσο απαίσιο κοχύλι (μιλάω για την σιχαμερή πόλη Ο…), αλλά και εκείνη μέχρι τότε ούτε στον ύπνο της δεν είχε δει κάτι που να μοιάζει έστω και λίγο με αυτό τον λαμπρό, έξυπνο και γοητευτικό αριστοκράτη.
Μετά τους πρώτους χαιρετισμούς ο Οζιόγκιν με παρουσίασε στον πρίγκιπα, ο οποίος φέρθηκε στο πρόσωπό μου πολύ ευγενικά. Γενικά ήταν πολύ ευγενής με όλους και παρά την δυσανάλογη απόσταση που χώριζε εκείνον και τον δικό μας ασήμαντο επαρχιακό κύκλο, ήξερε όχι μόνο να μη δυσκολεύει κανέναν, αλλά ακόμα και να δείχνει σαν να είναι ίδιος μ’ εμάς και μόνο συμπτωματι κά να μένει στην Αγία Πετρούπολη.
Αυτή η πρώτη βραδιά… Αχ, αυτή η πρώτη βρα διά! Στις ευτυχισμένες μέρες της νιότης μου οι δάσκαλοι μάς έλεγαν και έφερναν ως παράδειγμα το χαρακτηριστικό της αρρενωπής υπομονής εκεί νου του νεαρού Λακεδαιμόνιου, ο οποίος αφού είχε κλέψει μια μικρή αλεπουδίτσα την έκρυψε μετά κάτω απ’ τη χλαμύδα του και χωρίς να βγά λει ούτε άχνα την άφησε να φάει όλα τα σωθικά του, προτιμώντας με αυτό τον τρόπο τον ίδιο τον θάνατο απ’ την ντροπή… Δεν μπορώ να βρω πιο καλή σύγκριση για να εκφράσω τα ανείπωτα μαρ τύρια που πέρασα εκείνο το βράδυ, όταν για πρώ τη φορά είδα τον πρίγκιπα πλάι στη Λίζα. Το μο νίμως αγωνιώδες χαμόγελο, η βασανιστική παρα κολούθηση, η βλακώδης σιωπή μου, η μελαγχολι κή και μάταιη επιθυμία να φύγω, όλ’ αυτά ήσαν μάλλον αξιοσημείωτα στ ο είδος τους. Δεν ήταν μόνον η αλεπουδίτσα που έσκαβε τα σωθικά μου. Η ζήλεια, ο φθόνος, το αίσθημα της μηδαμινότη τας, η ανήμπορη κακία, όλα με τυραννούσαν. Δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω ότι ο πρίγκιπας ή ταν αναμφισβήτητα ένας πολύ αγαπητός νεαρός άνθρωπος… Τον καταβρόχθιζα με τα μάτια μου. Μου φαίνεται στ’ αλήθεια ότι κοιτάζοντάς τον ξεχνούσα ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια. Δεν μιλούσε μόνο με τη Λίζα, αλλά βέβαια μιλούσε μόνο για κείνην. Εγώ θα πρέπει να του ήμουν φοβερά βαρε τός…
Πιθανόν να μάντεψε γρήγορα ότι είχε να κάνει μ’ έναν αποδιωγμένο εραστή, αλλά από συ μπόνια, όσο και από βαθιά συναίσθηση απόλυτης εκ μέρους μου ασφάλειας απευθυνόταν σ’ εμένα με ασυνήθιστα θερμό τρόπο. Μπορείτε τώρα να φανταστείτε πόσο προσβλητικό ήταν αυτό για μένα! Όσο περνούσε η ώρα, θυμάμαι, προσπαθού σα να διορθώσω το λάθος μου. Εγώ, (μη γελάτε μαζί μου, όποιος κι αν είστε και τύχει να πέσουν τα μάτια σας πάνω σε αυτές τι ς γραμμές, πόσω μάλλον που αυτό ήταν το τελευταίο μου όνειρο)… εγώ, μα τον Θεό, μέσα στα ποικίλα βάσανά μου, φαντάστηκα ξαφνικά ότι η Λίζα θέλει να με τιμω ρήσει για την αλαζονική ψυχρότητα στην αρχή της επίσκεψής μου, ότι έχει θυμώσει μαζί μου και ε ρωτοτροπεί με τον πρίγκιπα μόνο από αγανάκτη ση… Βρήκα την κατάλληλη στιγμή και με ήπιο αλλά τρυφερό μειδίαμα την πλησίασα και μουρμούρισα:
«Φτάνει, συγχωρείστε με… αλλά δεν είναι επειδή φοβήθηκα». Και ξαφνικά, χωρίς να περιμένω την α πάντησή της, έδωσα στο πρόσωπό μου μιαν ασυνή θιστα ζωηρή και τολμηρή έκφραση, χαμογέλασα με το ζόρι, τέντωσα το χέρι πάνω απ’ το κεφάλι προς την οροφή (θυμάμαι, θέλησα να διορθώσω το σάλι στον λαιμό) και ακόμα ήμουν έτοιμος να γυρίσω στ ο ένα μου ποδαράκι, σαν να ήθελα να πω: «Όλα τελείωσαν, είμαι χαρούμενος, ας είμαστε όλοι χαρούμενοι». Όμως δεν γύρισα, από φόβο μήπως πέσω από κανένα αφύσικο κοκκάλωμα στα γόνα τα… Η Λίζα δεν με καταλάβαινε καθόλου, με κοί ταξε έκπληκτη στο πρόσωπο και χαμογέλασε βια στικά, σαν να ήθελε ν’ απαλλαγεί το γρηγορότερο και μετά πλησίασε πάλι τον πρίγκιπα. Όσο και αν ήμουν τυφλός και κουφός, δεν μπορούσα μέσα μου να μην παραδεχτώ ότι εκείνη καθόλου δεν θύμωσε, ούτε δυσανασχέτησε μαζί μου τότε, απλούστατα δεν σκεπτόταν εμένα. Το χτύπημα ήταν αποφασι στικό. Οι τελευταίες μου ελπίδες κατέρρευσαν πα ταγωδώς, όπως ένας όγκος πάγου που τον περόνια σε ο ανοιξιάτικος ήλιος και σκορπίζει απρόσμενα σε μικρότερα κομμάτια. Χτυπήθηκα κατακέφαλα με την πρώτη εφόρμηση και σαν τους Πρώσους στα περίχωρα της Ιένας, σε μια μέρα έχασα τα πάντα. Όχι, δεν είχε θυμώσει μαζί μου!…
Αλίμονο, κάθε άλλο! Την έβλεπα σαν ένα δεν δρύλλιο κοντά στην ακτή, να σκύβει με απληστία πάνω απ’ το ποτάμι, έτοιμη να του προσφέρει για πάντα την πρώτη άνθηση της άνοιξής της και όλη της τη ζωή. Σε όποιον έτυχε να είναι μάρτυρας τέ τοιο υ πάθους, αυτός έζησε πικρές στιγμές, αν ο ίδιος αγαπούσε χωρίς να τον αγαπούν. Για πάντα θα θυμάμαι αυτή την αχόρταγη αυταπάρνηση, αυτό το βλέμμα, ακόμα παιδικό και ήδη γυναι κείο, αυτό το ευτυχισμένο σαν ολάνθιστο χαμό γελο, μαζί με τα μισάνοιχτα χείλη και τα κόκκινα μάγουλα… Όλ’ αυτά που η Λίζα προαισθανόταν αμυδρά όταν κάναμε τους περιπάτους στο δασύλ λιο εκπληρώθηκαν τώρα και εκείνη δοσμένη ολό κληρη στην αγάπη, ταυτόχρονα ησύχαζε και έλα μπε σαν το καινούργιο κρασί όταν σταματάει να βράζει, επειδή έχει έρθει ο καιρός του…
Είχα την υπομονή να μείνω εκείνη την πρώτη, αλλά και τι ς επόμενες βραδιές… μέχρι το τέλος! Με τίποτα δεν μπορούσα να ελπίζω. Όσο περνού σαν οι μέρες, η Λίζα και ο πρίγκιπας συνδέονταν όλ ο και πιο πολύ… Αλλά εγώ έχανα τελείως το αί σθημα της προσωπικής μου αξιοπρέπειας και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω απ’ το θέαμα της δυστυ χίας μου. Θυμάμαι, μια μέρα δοκίμασα να μην πάω, το πρωί έδωσα στον εαυτό μου τον λόγ ο της τιμή ς μου να μείνω στ ο σπίτι… και στις οχτώ η ώρα το βράδυ (συνήθως έβγαινα στις επτά) σαν τρελός τινάχτηκα πάνω, φόρεσα το καπέλο και ασθμαίνοντας προσέτρεξα στη σάλα του Κύριλλου Ματθέιτς. Η κατάστασή μου ήταν εντελώς παρά λογη. Σώπαινα επίμονα, μερικές φορές μέρες ολό κληρες δεν έβγαζα μιλιά. Όπως έχω ήδη πει, ποτέ δεν διακρινόμουν για την ευφράδειά μου. Τώρα όμως ό,τι είχα στο μυαλό μου κυριολεκτικά εξα φανιζόταν με την παρουσία του πρίγκιπα, αφήνο ντάς με γυμνό σαν το γεράκι. Εκτός αυτού, όταν ήμουν μόνος, όσο και αν πίεζα το δύστυχο μυαλό μου, γυροφέρνοντας στη σκέψη μου όλα όσα πα ρατηρούσα ή σημείωνα στη διάρκεια της προηγού μενης μέρας, όταν μετά γύριζα στον Οζιόγκιν, μό λις που είχα τη δύναμη πάλι να παρακολουθώ τα γεγονότα. Με συμπονούσαν σαν κάποιον άρρω στο, το έβλεπα. Κάθε πρωί έπαιρνα μια νέα ορι στική απόφαση, η οποία κατά ένα μεγάλο μέρος γεννιόταν βασανιστικά στη διάρκεια της αϋπνίας μου. Ετοιμαζόμουν να εξηγηθώ με τη Λίζα, να της δώσω μια φιλική συμβουλή… Αλλά όταν τύχαινε να είμαι μόνος μαζί της, η γλώσσα μου ξαφνικά σαν απολιθωμένη έπαυε να λειτουργεί και περιμέ ναμε και οι δύο την είσοδο κάποιου τρίτου προ σώπου.
Μιαν άλλη φορά ήθελα να φύγω τρέχοντας, εννοείται για πάντα, αφήνοντας στο αγαπη τό μου πρόσωπο ένα γράμμα γεμάτο κατηγορίες• και μια μέρα άρχισα να γράφω τούτο το γράμμα, όμως το αίσθημα του δικαίου μέσα μου ακόμα δεν είχε χαθεί τελείως, διότι κατάλαβα ότ ι δεν είχα το δικαίωμα να κατηγορήσω κανέναν για τίποτα και έτσι έριξα στη φωτιά το σημείωμά μου. Μιαν άλλη φορά πάλι, μες στη μεγαλοψυχία μου τα θυ σίαζα ξαφνικά όλα, έδινα την ευλογία μου στη Λίζα για την ευτυχισμένη της αγάπη και από τη γωνιά μου χαμογελούσα μειλίχια και με φιλοφρο σύνη στον πρίγκιπα – αλλά οι σκληρόκαρδοι ερα στές όχι μόνον δεν έλεγαν ένα ευχαριστώ για τη θυσία μου, ούτε καν την πρόσεχαν και όπως φαί νεται δεν είχαν ανάγκη ούτε από τις ευλογίες μου ούτε απ’ τα χαμόγελά μου… Εγώ τότε, από αγα νάκτηση, περνούσα απότομα σε τελείως αντίθετη ψυχική διάθεση. Έδινα στον εαυτό μου την υπό σχεση, κουκουλωμένος μ’ ένα αδιάβροχο σαν τον Ισπανό, να μαχαιρώσω από μια γωνιά τον ευτυχή αντίζηλο και μετά φανταζόμουν με κτηνώδη ευ χαρίστηση την απόγνωση της Λίζας… Αλλά πρώ τον, στην πόλη Ο… τέτοιες γωνιές υπάρχουν πολύ λίγες και δεύτερον, ξύλινος φράχτης, φανάρι, φύ λακας μακριά στ ο βάθος του δρόμου… δεν υπάρ χει! Σε μια τέτοια γωνιά είναι κάπως πιο κόσμιο να εμπορεύεσαι κουλούρια παρά να χύνεις ανθρώ πινο αίμα. Πρέπει να ομολογήσω ότι μεταξύ των άλλων μέσων για λυτρωμό, όπως πολύ αόριστα εκφραζόμουν καθώς κουβέντιαζα με τον ίδιο μου τον εαυτό, σκέφτηκα να μιλήσω με τον ίδιο τον Οζιόγκιν… για να στρέψω την προσοχή αυτού του ευπατρίδη στην επικίνδυνη θέση της κόρης του, στις θλιβερές συνέπειες της απερισκεψίας της…
Μια φορά, μάλιστα, άνοιξα κουβέντα μαζί του γι’ αυτή την λεπτή υπόθεση, αλλά μιλούσα τόσο πο νηρά κι αόριστα που εκείνος με άκουγε, με άκου γε και ξαφνικά σαν μισοκοιμισμένος σκούπισε έντονα και γρήγορα με την παλάμη όλο του το πρόσωπο, χωρίς να προσέχει τη μύτη του, μετά ρουθούνισε και απομακρύνθηκε από μένα πηγαί νοντας στην άλλη άκρη. Δεν χρειάζεται να πω ότι εγώ έχοντας πάρει αυτή την απόφαση, διαβεβαίω να τον εαυτό μου πως έχω τις πιο ανιδιοτελείς προθέσεις, πως εύχομαι το γενικό καλό και εκτε λώ το καθήκον ενός φίλου του σπιτιού… Τολμώ όμως να σκεφτώ ότι ακόμα και αν ο Κύριλλος Ματ θέιτς δεν έκοβε τις διαχύσεις μου, εγώ ωστόσο δεν θα είχα την παλληκαριά να τελειώσω τον μο νόλογό μου. Πότε πότε άρχιζα με σοβαρότητα αρ χαίου σοφού να σταθμίζω τα προτερήματα του πρίγκιπα. Άλλες φορές παρηγορούσα τον εαυτό μου με την ελπίδα ότι μόνον έτσι θα ερχόταν η Λίζα στα λογικά της, ότ ι η αγάπη της δεν ήταν πραγματική αγάπη… Αχ, όχι! Με δυο λόγια, δεν ξέρω τι σκέψεις τότε στριφογύριζαν στον νου μου. Ένα μόνο μέσον, το ομολογώ ειλικρινά, δεν πέρα σε ποτέ απ’ το μυαλό μου και συγκεκριμένα, ούτε μια φορά δεν σκέφτηκα ν’ αυτοκτονήσω. Τον λόγο που δεν μου ήρθε στο μυαλό, δεν τον ξέρω… Ίσως τότ ε να είχα την προαίσθηση ότι και να μην το κάνω, δεν θα ζήσω για πολύ.
Είναι αντιληπτό ότι με αυτά τα αρνητικά δε δομένα η διαγωγή μου, η συμπεριφορά μου με τους ανθρώπους, περισσότερο από κάθε άλλη φο ρά διακρινόταν από έλλειψη φυσικότητας και από ένταση. Ακόμα και η γριά Οζιόγκινα, αυτό το α νόητο εκ γενετής πλάσμα, άρχιζε να με φοβάται και μερικές φορές δεν ήξερε από ποια πλευρά να με πλησιάσει. Ο Μπιζμιόνκωφ, πάντοτε ευγενι κός και έτοιμος να σ’ εξυπηρετήσει, με απέφευγε. Τότε λοιπόν νόμισα ότι είχα συνάδελφο, ότι και εκείνος αγαπούσε την Λίζα. Ποτέ όμως δεν απα ντούσε στους υπαινιγμούς μου και γενικά μιλού σε ανόρεχτα μαζί μου. Ο πρίγκιπας ήταν μαζί του πολύ φιλόφρων, μπορεί να πει κανείς πως τον σε βόταν. Ούτε ο Μπιζμιόνκωφ ούτε εγώ… εμποδί ζαμε τον πρίγκιπα και τη Λίζα, αλλά ο Μπιζμιόν κωφ δεν τους απέφευγε όπως εγώ, ούτε και κοίτα ζε σαν λύκος ή σαν θύμα – και συντασσόταν ευχα ρίστως μαζί τους όταν οι δυο τους το επιθυμού σαν. Αλήθεια, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν δια κρινόταν ιδιαιτέρως για τ’ αστεία του, αλλά και πρωτύτερα, όταν είχε το κέφι του, πάλι ήταν κά πως συνεσταλμένος.
Έτσι πέρασαν κοντά στις δύο εβδομάδες. Ο πρί γκιπας δεν ήταν μόνον καλός και έξυπνος, έπαιζε στ ο πιάνο, τραγουδούσε, ζωγράφιζε αρκετά ικα νοποιητικά, ήξερε να διηγείται. Τα ανέκδοτα που αντλούσε από ανώτερους κύκλους της ζωής της πρωτεύουσας, έκαναν μεγάλη εντύπωση στους ακροατές και μάλιστα τόσο μεγαλύτερη όσο ο ίδιος φαινόταν να μην δίνει κάποια ιδιαίτερη ση μασία σε αυτά. Συνέπεια αυτής, της αν θέλετε, απλής κατερ γαριάς του πρίγκιπα, ήταν πως κατά τη διάρκεια της βραχυχρόνιας παραμονής του στην πόλη Ο… είχε καταγοητεύσει κυριολεκτικά όλη την ντόπια κοινωνία. Για κάποιον που προέρχεται από τα α νώτερα κοινωνικά στρώματα, το να γοητεύσει τον καθένα από εμάς, τους ανθρώπους της στέπας, εί ναι πάντοτε πολύ εύκολο. Οι συχνές επισκέψεις του πρίγκιπα στους Οζιόγκιν (περνούσε μαζί τους όλα τα βράδια) προκαλούσαν βέβαια τη ζήλεια των άλλων κυρίων ευγενών και δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ο πρίγκιπας ως άνθρωπος κοσμικός και έξυ πνος δεν απέφευγε κανέναν τους, πήγαινε σε ό λους, έλεγε σε όλες τις κυρίες και τις δεσποινίδες έστω και μία θωπευτική λέξη, επέτρεπε στον εαυ τό του να τρώει με εξεζητημένο ύφος βαριά φαγη τά και να πίνει ακριβά κρασιά με εξαίρετες ονομα σίες – με μια λέξη, συμπεριφερόταν άριστα, προσε χτικά και επιδέξια. Ο πρίγκιπας Ν. γενικά ήταν άνθρωπος με εύθυμο χαρακτήρα, κοινωνικός, φιλό φρων από τη φύση του και λόγω της παρούσης ευκαιρίας ακόμα και από υπολογισμό. Πώς λοιπόν να μην τα προλαβαίνει όλα και στην εντέλεια;
Απ’ την ημέρα που είχε έρθει, όλοι στο σπίτι έβρισκαν ότι ο καιρός περνούσε με ασυνήθιστη ταχύτητα. Όλα πήγαιναν θαυμάσια. Ο γέροντας Οζιόγκιν μόλο που έκανε ότι τίποτε δεν προσέχει, όπως φαίνεται στα κρυφά έτριβε τα χέρια του με τη σκέψη να κάνει έναν τέτοιο γαμπρό. Ο ίδιος ο πρίγκιπας οδηγούσε όλη την υπόθεση πολύ ήρεμα και κόσμια, όταν ξαφνικά ένα αναπάντεχο περι στατικό… Αύριο η συνέχεια. Σήμερα κουράστηκα. Oι αναμνήσεις αυτές με εξάπτουν και με φέρνουν με το ένα πόδι στον τάφο. Η Τερεντιέβνα σήμερα βρήκε ότι η μύτη μου προεξέχει και αυτό λένε είναι κακό σημάδι.
27 Μαρτίου.
Οι πάγοι συνεχίζουν να λιώνουν. Η όλη υπόθεση βρισκόταν σε μια κατάσταση όπως περιγράφεται πιο πάνω. Ο πρίγκιπας και η Λίζα αγαπιόνταν μεταξύ τους και οι ηλικιωμένοι Ο ζιόγκιν περίμεναν να δούνε τι θα γίνει. Ο Μπιζ μιόνκωφ ήταν βέβαια παρών, γι’ αυτόν τι άλλο να πει κανείς; Εγώ χτυπιόμουν σαν το ψάρι στον πάγο και παρακολουθούσα με όλες μου τις δυνά μεις —θυμάμαι πως εκείνο τον καιρό είχα σκοπό τουλάχιστον να μην αφήσω τη Λίζα να καταστρα φεί στα δίχτυα ενός αποπλανητή και γι’ αυτό τον λόγ ο άρχισα να προσέχω ιδιαιτέρως τις καμαριέ ρες και το μοιραίο «οπίσθιο» εξώστεγο, αν και από την άλλη μεριά ονειρευόμουν, μερικές φορές νύχτες ολόκληρες, με πόση συγκινητική μεγαλο ψυχία θ’ απλώσω με τον καιρό το χέρι στο απατη μένο θύμα και θα πω: «Ο ύπουλος σε απάτησε, εγώ όμως είμαι αληθινός σου φίλος… ας ξεχάσου με το παρελθόν και ας γίνουμε ευτυχισμένοι!»- όταν διαδόθηκε ξαφνικά σε ολόκληρη την πόλη το ευχάριστο νέο• ο ηγέτης της περιφέρειας σκόπευε να διοργανώσει έναν μεγάλο χορό προς τιμήν του αξιότιμου επισκέπτη, στο κτήμα του στην Γκορνο στάγεβκα ή αλλιώς Γκουμπνιάκοβα. Όλοι οι αξιω ματούχοι και οι ιθύνοντες της πόλης Ο… έλαβαν πρόσκληση, απ’ τον έπαρχο μέχρι τον φαρμακοποιό, έναν ασυνήθιστο κελαηδιστό Γερμανό με την αυστηρή απαίτηση να έχει την ικανότητα να μιλάει καθαρά τα ρωσικά, εξαιτίας της οποίας χρησιμοποιούσε χωρίς διακοπή και τελείως άκαι ρα έντονες εκφράσεις, όπως για παράδειγμα: «Ε γκώ, με πάρει το ντιάολο, σήμερα πολύ καλό…» Άρχισαν λοιπόν, όπως συνηθίζεται, φοβερές προε τοιμασίες.
Ένας μαγαζάτορας με καλλυντικά πού λησε δεκαέξι μπλε σκούρα βαζάκια κρέμας προ σώπου με την επιγραφή στα γαλλικά «Γιασεμί». Οι δεσποινίδες έφτιαχναν σφιχτά φορέματα με μια βασανιστική ζώνη, η οποία έδενε μ’ έναν κόμπο στ ο στομάχι. Οι μητέρες ύψωναν στα κεφάλια τους κάτι φοβερά στολίδια, αντί για σκούφιες δήθεν. Οι κατακουρασμένοι πατεράδες ήσαν ξά πλα, όπως λένε, χωρίς τα πισινά τους πόδια… Η επιθυμητή μέρα επιτέλους έφθασε. Μεταξύ των προσκεκλημένων ήμουν κι εγώ. Η απόσταση από την πόλη μέχρι την Γκορνοστάγεβκα ήταν εννιά βέρστια. Ο Κύριλλος Ματθέιτς μου πρότεινε μια θέση στο αμάξι του, αλλά εγώ αρνήθηκα… σαν τα τιμωρημένα παιδιά που θέλουν ναζιάρικα να εκδι κηθούν τους γονείς τους και δεν τρώνε στο τραπέζι τ’ αγαπημένα τους φαγητά. Εκτός αυτού αισθα νόμουν ότι η παρουσία μου θα δυσκόλευε τη Λίζα. Ο Μπιζμιόνκωφ με αντικατέστησε.
Ο πρίγκιπας πήγε με την δική του άμαξα, ενώ εγώ μ’ ένα άθλιο τετράτροχο που νοίκιασα πανάκριβα γι’ αυτή την επίσημη περίπτωση. Δεν θα περιγράψω τον χορό. Τα πάντα ήσαν όπως θα έπρεπε να είναι. Οι μου σικοί με τις εξαιρετικά παράφωνες τρομπέτες στις χορωδίες, οι έκθαμβοι τσιφλικάδες με τις πα λιές φαμίλιες τους, το βιολετί παγωτό, η παχύρ ρευστη σουμάδα, οι άλλοι με τις στραβοπατημέ νες μπότες και τα πλεχτά βαμβακερά γάντια, τα επαρχιώτικα λιοντάρια με τα σπασμωδικά παρα μορφωμένα πρόσωπα κ.τ.λ, κ.τ.λ. Και όλος αυτός ο μικρόκοσμος περιφερόταν γύρω απ’ τον ήλιο του -γύρω απ’ τον πρίγκιπα. Εγώ χαμένος μέσα στ ο πλήθος, απαρατήρητος ακόμα και από τις σαρα νταοκτάχρονες κοπέλες με τα κόκκινα σπυριά στ ο μέτωπο και τα γαλάζια λουλούδια στ ο σκοτάδι, κοίταζα αδιάκοπα μια τον πρίγκιπα και μια τη Λί ζα. Ήταν ντυμένη πολύ χαριτωμένα και πολύ ω ραία εκείνη τη βραδιά. Χόρεψαν μαζί μόνο δυο φορές (είναι αλήθεια, χόρεψε μαζί της μαζούρκα!) αλλά τουλάχιστον σ’ εμένα φαινόταν ότι μεταξύ τους υπήρχε κάποια κρυφή, αδιάλειπτη επικοι νωνία. Εκείνος, χωρίς να την κοιτάζει και χωρίς να της μιλάει, έδειχνε σαν ν’ απευθυνόταν σ’ αυ τήν, και μόνον σ’ αυτήν.
Ήτα ν ωραίος, λαμπρός και αγαπητός στους άλλους, γι’ αυτήν και μόνο. Και η ίδια ήταν φανερό ότ ι αισθανόταν βασίλισ σα του χορού – και αξιαγάπητη. Το πρόσωπό της την ίδια στιγμή που έλαμπε από παιδική χαρά και απονήρευτη υπερηφάνεια, ξαφνικά φωτιζόταν από ένα άλλο, πιο βαθύ συναίσθημα. Από μέσα της έπνεε η ευτυχία. Αυτά όλα τα έβλεπα… Δεν ήταν η πρώτη φορά που χρειαζόταν να τα παρατη ρήσω… Αυτό στην αρχή με πίκραινε, ύστερα μου φαινόταν σαν να με αναστάτωνε και τελικά μ’ ε ξόργιζε. Ξάφνου ένιωσα τον εαυτό μου ασυνήθι στα κακόν και θυμάμαι που χάρηκα ιδιαιτέρως με αυτή την αίσθηση και ακόμα κέρδισα και κάποια εκτίμηση για τον εαυτό μου. «Να τους δείξουμε ότι ακόμα δεν πεθάναμε», είπα από μέσα μου. Ό ταν άρχισαν ν’ αντηχούν οι προσκλητήριες ιαχές της μαζούρκας, κοίταξα ήρεμα τριγύρω, πλησίασα ψυχρά και θαρραλέα μια μακροπρόσωπη δεσποινίδα με κόκκινη και γυαλιστερή μύτη, με ασχημο βαλμένο και ανοιχτό σαν ξεκούμπωτο στόμα και με ξερακιανό λαιμό που θύμιζε λαβή κοντραμπά σου. Την προσέγγισα και χτυπώντας ξερά τα τα κούνια μου την προσκάλεσα να χορέψουμε.
Φορούσε ένα ροζέ φόρεμα, που το χρώμα του φαινό τα ν λες και μόλις είχε αναρρώσει από κάποια α σθένεια. Πάνω απ’ το κεφάλι της τρεμούλιαζε μια ξεθωριασμένη και θλιμμένη μύγα σε μια τεράστια χάλκινη σούστα. Και γενικά αυτή η κοπέλα ήταν, αν μπορούσε κάποιος να το πει έτσι, μουλιασμέ νη με μια ξινισμένη πλήξη και μια χρόνια αποτυ χία. Απ’ την αρχή της βραδιάς δεν είχε κουνηθεί απ’ τη θέση της και κανένας δεν σκεπτόταν να την προσκαλέσει. Ένας δεκαεξάχρονος νεαρός ξανθο μάλλης, μη βρίσκοντας άλλη ντάμα, είχε στραφεί κάποια στιγμή προς το μέρος της, είχε αρχίσει να την πλησιάζει, μετά το σκέφτηκε λίγο, την κοίτα ξε και μετά βιάστηκε να κρυφτεί μέσα στ ο πλή θος. Μπορείτε να φανταστείτε τώρα με πόση ευ χάριστη έκπληξη δέχτηκε την πρόσκλησή μου! Την οδήγησα μ’ επισημότητα μέσα από τη μεγάλη σάλα, έψαξα να βρω δυο καθίσματα και κάθισα μαζί της στον κύκλο της μαζούρκας στα δέκα ζευ γάρια, σχεδόν απέναντι απ’ τον πρίγκιπα, στον ο ποίον βέβαια είχαν παραχωρήσει την πρώτη θέση.
Όπως έχω ήδη πει, ο πρίγκιπας χόρευε με τη Λίζα. Ούτε εμένα ούτε την ντάμα μου ενοχλούσαν με προσκλήσεις. Αυτό σημαίνει ότι χρόνος για συζή τηση μεταξύ μας υπήρχε άφθονος. Να πω την αλή θεια, η ντάμα μου δεν διακρινόταν για την ικανό τητά της να προφέρει τα λόγια τη ς με ειρμό. Το στόμα της χρησίμευε πιο πολύ για να στραβώνει προς τα κάτω, σχηματίζοντας ένα παράξενο χα μόγελο που ως τώρα δεν το έχω ξαναδεί. Συνάμα σήκωνε ψηλά τα μάτια, λες και κάποια αόρατη δύναμη της τραβούσε το πρόσωπο. Αλλά εμένα δεν μου χρειαζόταν η ευφράδειά της. Ευτυχώς που ένιωθα τον εαυτό μου κακό και η ντάμα μου δεν μου ενέπνεε κανένα δισταγμό. Έβαλα μπροστά να κάνω κριτική στα πάντα και στους πάντες, ιδιαί τερα στους μπράβους της πρωτεύουσας και στους κομψευόμενους της Πετρούπολης και τελικά διαχώρισα τη θέση μου μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε η ντάμα μου έπαψε σιγά σιγά να χαμογελάει και αντί να σηκώνει τα μάτια της ψηλά, άρχισε ξαφνικά -κι αυτό από την έκπληξη της- να λοξοκοιτάζει και μάλιστα τόσο παράξενα, σαν να ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσε ότι το πρόσωπό της έχει μύτη. Κι ο διπλανός μου, έν από κείνα τα λιοντάρια για τα οποία μίλησα πιο πάνω, δεν πήρε ούτε μια φορά το βλέμμα του από πάνω μου και ακόμα γύρισε προς το μέρος μου με μιαν έκφραση ηθοποιού χαμένου πάνω στη σκηνή, σαν να ήθελε να πει: «Κι εσύ εδώ λοιπόν;»
Εγώ πάντως συνέχιζα να τραγουδώ, όπως λένε, σαν αηδόνι, παρακολουθώντας ταυτόχρονα τον πρίγκιπα και τη Λίζα. Δέχονταν συνέχεια προσκλήσεις για χορό, αλλά εγώ υπέφερα λιγότερο όταν χόρευαν οι δυο τους κι ιδίως όταν κάθονταν κοντά-κοντά και μιλούσαν μεταξύ τους χαμογελώντας μ’ εκείνο το μειλίχιο χαμόγελο το οποίο δεν θέλει να λείψει απ’ το πρόσωπο των ερωτευμένων εραστών, κυρίως τότε δεν υπέφερα τόσο. Όταν όμως η Λίζα φτερούγιζε στην αίθουσα με κάποιον ασίκη λιμοκοντόρο κι ο πρίγκιπας με την γαλάζια εσάρπα τη ς στα γόνατά του τη παρακολουθούσε ονειροπόλα με το βλέμμα του σαν να καμάρωνε για την κατάκτησή του, τότε, ω τότε, δοκίμαζα ανυπόφορα μαρτύρια κι από αγανάκτηση μου ξέφευγαν τέτοιε ς κακόβουλες παρατηρήσεις που οι κόρες των ματιών της ντάμας μου έρχονταν κι ακουμπούσαν στη μύτη της! Στο μεταξύ η μαζούρκα πλησίαζε προς το τέλος… Άρχισαν να κάνουν την χορευτική παραλλαγή, που την ονομάζουν la confidente(ο εμπιστευτικός χορός). Σε αυτήν τη φιγούρα η ντάμα κάθεται στο κέντρο του κύκλου, διαλέγει άλλη ντάμα έμπιστη και της ψιθυρίζει στο αυτί το όνομα του κυρίου με τον οποίον επιθυμεί να χορέψει. Ένας καβαλιέρος οδηγεί στην έμπιστη ντάμα έναν έναν τους χορευτές και αυτή τους αρνείται έως ότου τελικά εμφανιστεί κάποια στιγμή ο καθορισμένος τυχερός.
Η Λίζα κάθισε στη μέση του κύκλου και διάλεξε την κόρη του οικοδεσπότη, μια από εκεί νες τις κοπέλες για τις οποίες ο κόσμος λέει «ας πάνε στο καλό». Ο πρίγκιπας άρχισε να ψάχνει για τον εκλεκτό. Έχοντας παρουσιάσει μάταια περί τους δέκα νέους (η κόρη του οικοδεσπότη τούς αρνήθηκε όλους μ’ ένα ωραιότατο χαμόγελο), τελικά στράφηκε προς το μέρος μου. Εκείνη τη στιγμή κάτι το ασυνήθιστο έγινε μέσα μου. Ένιωσα να τρεμουλιάζει όλο μου το κορμί και ήθελα ν’ αρνη θώ, αλλά όμως σηκώθηκα και πήγα. Ο πρίγκιπας με οδήγησε στη Λίζα… Εκείνη ούτε καν με κοίταξε. Η κόρη του οικοδεσπότη κούνησε αρνητικά το κεφά λι, ο πρίγκιπας γύρισε προς το μέρος μου και μάλ λον παρακινημένος από την έκφραση ανατριχίλας στ ο πρόσωπό μου, μου έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Αυτή η χλευαστική υπόκλιση, αυτή η άρνηση που μου διαβίβασε ο θριαμβευτής αντίζηλός μου, το αδιάφορο χαμόγελό του, η αδιαφορία και η έλλει ψη προσοχής εκ μέρους της Λίζας – όλα αυτά με αγανάκτησαν… Πλησίασα τον πρίγκιπα και μανια σμένος του ψιθύρισα:
«Εσείς, θαρρώ, θελήσατε να με χλευάσετε!»
Ο πρίγκιπας έκπληκτος με κοίταξε περιφρονη τικά, μ’ έπιασε πάλι απ’ το χέρι και καμώνοντας ότι με συνοδεύει στη θέση μου, μου απάντησε ψυ χρά:
«Εγώ;»
«Ναι, εσείς!» συνέχισα εγώ ψιθυριστά, υπα κούοντάς τον ωστόσο, δηλαδή αφήνοντάς τον να με οδηγήσει στη θέση μου. «Εσείς. Αλλά δεν έχω σκοπό να επιτρέψω σ’ έναν τιποτένιο τυχάρπαστο της Πετρούπολης…»
Ο πρίγκιπας χαμογέλασε ήρεμα, σχεδόν συ γκαταβατικά, μου έσφιξε το χέρι και ψιθύρισε:
«Σας καταλαβαίνω, αλλά εδώ δεν είναι ο χώρος, θα τα πούμε». Αμέσως μετά μου γύρισε τα νώτα, πλησίασε τον Μπιζμιόνκωφ και τον οδήγησε στη Λίζα. Ο κιτρινιάρης υπαλληλίσκος βγήκε, ο εκλε κτός. H Λίζα σηκώθηκε να τον συναντήσει.
Εγώ καθισμένος δίπλα στην ντάμα μου με τη θλιμμένη μύγα στ ο κεφάλι, ένιωθα σχεδόν σαν ήρωας. Η καρδιά μέσα μου χτυπούσε δυνατά, το στήθος υψωμένο ευγενικά κάτω απ’ το κολλαρι σμένο επιστήθιο, ανάσαινα βαθιά και γρήγορα και ξαφνικά κοίταξα με τέτοια μεγαλοπρέπεια προς το γειτονικό λιοντάρι, που κλώτσησε άθελά του με το γυρισμένο σ’ εμένα ποδάρι του. Ξεφορτώθηκα αυτό το άτομο και μετά έφερα έναν γύρο με το βλέμμα όλο τον κύκλο των χορευτών… Μου φάνηκε ότι δυο τρεις από τους κυρίους με κοίταξαν όχι χωρίς κά ποια αμηχανία, αλλά γενικά η συνομιλία μας με τον πρίγκιπα δεν είχε γίνει αντικείμενο προσοχής… Ο αντίζηλός μου καθόταν τώρα στο κάθισμά του, τελείως ήρεμος και με το χαμόγελο στο πρό σωπο, όπως πρώτα. Ο Μπιζμιόνκωφ συνόδευσε τη Λίζα μέχρι τη θέση της. Εκείνη του έκανε από φιλοφροσύνη υπόκλιση και αμέσως στράφηκε προς τον πρίγκιπα, όπως μου φάνηκε, με κάποια αγωνία. Ε κείνος όμως της απάντησε μ’ ένα χαμόγελο, κάνο ντας μια χαριτωμένη χειρονομία και θα πρέπει να της είπε κάτι πολύ ωραίο, διότι αυτή κοκκίνισε ολόκληρη από ευχαρίστηση, χαμήλωσε το βλέμμα και ύστερα το σήκωσε πάλι και με μια χαϊδευτική επίπληξη το προσήλωσε πάνω του.
Η ηρωϊκή διάθεση που αναπτύχθηκε αναπά ντεχα μέσα μου δεν χάθηκε μέχρι το τέλο ς της μαζούρκας, ωστόσο είχα πια σταματήσει τις ευ φυολογίες και την «κριτικομανία», παρά μόνον κοίταζα πότε πότε σκυθρωπά και αυστηρά την ντάμα μου, η οποία φαινόταν πια πως άρχιζε να με φοβάται και κόμπιαζε τελείως ανοιγοκλείνο ντας αδιάκοπα τα μάτια της, οπότε την οδήγησα στ η φυσική σιγουριά της μητέρας της, μιας πολύ παχιάς γυναίκας με ξανθοκόκκινη τόκα (γυναικείο στολίδι, καρφίτσα ή πόρπη) στ ο κεφάλι… Αφού παρέδωσα την φοβισμένη κοπέλα ε κεί όπου ανήκε, απομακρύνθηκα προς το παράθυ ρο, σταύρωσα τα χέρια μου και άρχισα να περι μένω τι θα γίνει. Περίμενα αρκετή ώρα. Ο πρί γκιπας ήταν συνεχώς περικυκλωμένος απ’ τον οικοδεσπότη και πιο συγκεκριμένα, περικυκλωμένος όπως η Αγγλία από τη θάλασσα, δίχως να υπολογίζω βέβαια και τα λοιπά μέλη της οικογένειας του περιφερειακού ηγέτη και τους άλλους επισκέπτες. Και εκτός αυτού δεν μπορούσε να πλησιάσει έναν τόσο ασήμαντο άνθρωπο σαν εμένα και ν’ αρχίσει την κουβέντα μαζί του, χω ρίς να προκαλέσει την γενική έκπληξη. Αυτή η ασημαντότητά μου, θυμάμαι, ακόμα μ’ ευχαριστούσε τότε . «Φρόνιμα!» σκέφτηκα παρακολουθώντας πώς απευθυνόταν ευγενικά πότε στ ο ένα πότε στ ο άλλο αξιότιμο πρόσωπο, τα οποία επι ζητούσαν την τιμ ή να τα προσέξει έστω και για μια στιγμή, όπως λένε οι ποιητές. «Όχι δα, αγα πητέ… θα με πλησιάσεις, εγώ βλέπεις σε πρό σβαλα». Τελικά, ο πρίγκιπας με επιδεξιότητα ξε φορτώθηκε το πλήθος των θαυμαστών του, πέ ρασε από δίπλα μου, κοίταξε μια στ ο παράθυρο μια στα μαλλιά μου, γύρισε και ξαφνικά σταμά τησε σαν κάτι να είχε ξεχάσει.
«Α, ναι!» είπε απευθυνόμενος σ’ εμένα χαμογελαστά, «με την ευκαιρία, έχω για σας μια δουλί τσα».
Δυο τσιφλικάδες, από τους πιο ενοχλητικούς, που ακολουθούσαν επίμονα τον κόμη, ίσως σκέ φτηκαν ότι η «δουλίτσα» είναι υπηρεσιακή και με σεβασμό έκαναν πίσω. Ο κόμης μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο και με οδήγησε στην άκρη. Η καρδιά μου χτυπούσε στο στήθος.
«Εσείς, νομίζω», άρχισε παρατείνοντας τη λέξη εσείς και κοιτάζοντάς με στο πιγούνι με μια έκ φραση περιφρονητική, η οποία κατά περίεργο τρό πο δεν μπορούσε να ταιριάζει καλύτερα στο νεανι κό και όμορφο πρόσωπό του, «με είπατε αυθάδη;»
«Είπα αυτό που σκεπτόμουν», αντείπα εγώ υ ψώνοντας τον τόνο της φωνής μου.
«Σςς… ήσυχα», παρατήρησε αυτός, «οι έντιμοι άνθρωποι δεν φωνάζουν. Θα θέλατε ίσως να μο νομαχήσετε μαζί μου;»
«Αυτό είναι δική σας δουλειά», απάντησα εγώ τεντώνοντας το κορμί μου.
«Θα αναγκαστώ να σας καλέσω σε μονομα χία», είπε αδιάφορα, «αν δεν πάρετε πίσω τις εκ φράσεις σας».
«Με τίποτα δεν προτίθεμαι να τις απαρνηθώ», αντέτεινα εγώ με υπερηφάνεια.
«Αλήθεια;» παρατήρησε, όχι χωρίς κάποιο ειρωνικό χαμόγελο. «Σε αυτή την περίπτωση», συνέ χισε ύστερα από μια μικρή παύση, «θα έχω την τιμή να σας στείλω αύριο τον μάρτυρά μου».
«Πολύ καλά», είπα εγώ με φωνή όσο μπορούσα πιο αδιάφορη.
Ο πρίγκιπας υποκλίθηκε ελαφρά.
«Δεν μπορώ να σας απαγορεύσω να με βρίσκετε τιποτένιο άνθρωπο», πρόσθεσε μισοκλείνοντας υπεροπτικά τα μάτια, «αλλά οι πρίγκιπες δεν μπορεί να είναι τυχάρπαστοι. Στο επανειδείν, κύριε… κύριε Στουκατούριν».
Μου γύρισε γρήγορα την πλάτη και πλησίασε πάλι τον οικοδεσπότη, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει ν’ ανησυχεί.
«Κύριε Στουκατούριν!… Εμένα με λένε Τσουλκατούριν…»
Τίποτε δεν βρήκα να πω για απάντηση σε αυτή την τελευταία προσβολή, παρά μόνο τον κοίταξα με λύσσα.
Αύριο», μουρμούρισα σφίγγοντας τα δόντια και αμέσως έψαξα να βρω γνωστό μου αξιωματικό, τον λογχοφόρο ίλαρχο Κολομπερντιάγεφ, μανιώδη γλεντζέ και περίφημο παιδί, στον οποίο είπα με λίγα λόγια για τη φιλονικία μου με τον πρίγκιπα και τον παρακάλεσα να είναι ο μάρτυράς μου. Αυτός βέβαια συμφώνησε αμέσως και ύστερα πήγα στο σπίτι.
Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ – από την ταραχή μου, όχι από δειλία. Δεν είμαι δειλός. Και ακόμα, πολύ λίγο σκεπτόμουν για το πιθανό ενδεχόμενο να χάσω τη ζωή μου, αυτό το υπέρτατο αγαθό στον κόσμο, όπως διαβεβαιώνουν οι Γερμανοί. Σκεπτόμουν μόνον τη Λίζα, τις δικές μου χαμένες ελπίδες, αυτό που έπρεπε να κάνω.
«Πρέπει άραγε να προσπαθήσω να σκοτώσω τον πρίγκιπα;» αναρωτιόμουν και εννοείται πως
ήθελα να τον σκοτώσω όχι από εκδίκηση, αλλά από την επιθυμία μου για το καλό της Λίζας. «Εκείνη όμως δεν θ’ αντέξει αυτό το χτύπημα», συνέχιζα.
«Όχι, ας είναι πιο καλά να σκοτώσει εκείνος εμένα!» Ομολογώ επίσης ότι μου ήταν ευχάριστη η σκέψη πώς εγώ, ένας ασήμαντος επαρχιώτης, ανάγκασα σοβαρό πρόσωπο να μονομαχήσει μαζί μου.
Το πρωί με βρήκε απορροφημένο με αυτές τις σκέψεις. Κοντά στο πρωινό έκανε την εμφάνισή του ο Κολομπερντιάγεφ.
«Λοιπόν», με ρώτησε μπαίνοντας με θόρυβο στην κρεβατοκάμαρά μου, «πού είναι ο μάρτυρας του πρίγκιπα;»
«Μα για όνομα του Θεού», απάντησα εγώ αγανακτισμένος. Η ώρα είναι μόλις επτά το πρωί, ο πρίγκιπας ακόμα ούτε το τσάι του δεν πήρε, κοιμάται τώρα».
«Σε αυτή την περίπτωση», αντείπε ο ακούραστος ίλαρχος, «δώστε εντολή να μου φέρουν τσάι. Από χθες το βράδυ έχω πονοκέφαλο… Ούτε καν γδύθηκα και άλλωστε», συμπλήρωσε με ένα χασμουρητό, «γενικά σπάνια βγάζω τα ρούχα μου».
Του έφεραν το τσάι. Ήπιε έξι ποτήρια με ρούμι, κάπνισε τέσσερα τσιμπούκια, μου είπε ότι χθες αγόρασε πάμφθηνα ένα άλογο που οι αμαξάδες δεν το ήθελαν και ότι σκοπεύει να το εξασκήσει δένοντάς του το μπροστινό πόδι και μετά αποκοιμήθηκε με τα ρούχα στο ντιβάνι και με το τσιμπούκι στο στόμα. Εγώ σηκώθηκα και τακτοποίησα τα χαρτιά μου. Ένα σημείωμα πρόσκληση της Λίζας, το μοναδικό σημείωμα που είχα λάβει από εκείνη, το έβαλα στο στήθος μου αλλά μετά το ξανασκέφτηκα και το πέταξα στο καλάθι. Ο Κολομπερντιάγεφ ροχάλιζε ελαφρά, με το κεφάλι του κρεμασμένο πάνω στο δερμάτινο μαξιλάρι. Θυμάμαι πως κοίταζα πολλή ώρα το αναμαλλιασμένο, λεβέντικο, αμέριμνο και αγαθό πρόσωπό του. Στις δέκα η ώρα ο υπηρέτης μού ανέφερε τον ερχομό του Μπιζμιόνκωφ. Ο πρίγκιπας είχε επιλέξει αυτόν για μάρτυρα!
Και οι δυο μαζί ξυπνήσαμε τον βαθυκοιμισμένο ίλαρχο. Εκείνος σηκώθηκε, μας κοίταξε σαν
αποχαυνωμένος και με βραχνή φωνή ζήτησε βότκα• μετά ίσιωσε το σώμα του και αφού αυτός και ο Μπιζμιόνκωφ υποκλίθηκαν, πήγαν μαζί σε ένα άλλο δωμάτιο για να συσκεφτούν. Η σύσκεψη τω ν κυρίων μαρτύρων δεν διήρκεσε πολύ. Έπειτα από ένα τέταρτο μπήκαν και οι δυο μαζί στην κρεβατοκάμαρα. Ο Κολομπερντιάγεφ με πληροφόρησε ότι «θα μονομαχήσουμε σήμερα, στι ς τρεις, με πιστόλια». Εγώ έκλινα το κεφάλι σε ένδειξη συμφωνίας. Ο Μπιζμιόνκωφ αμέσως μας χαιρέτησε και έφυγε. Ήτα ν κάπως χλωμός και εσωτερικά ταραγμένος, σαν άνθρωπος ασυνήθιστος σε τεχνάσματα αυτού του είδους, αλλά ωστόσο ήταν και ευγενής και ψυχρός. Εγώ μπρο στά του ένιωθα να ντρέπομαι κάπως και δεν τολ μούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Ο Κολομπερ ντιάγεφ άρχισε πάλι να διηγείται ιστορίες για το άλογό του. Αυτή η συζήτηση ήταν πολύ ευ πρόσδεκτη, διότι φοβόμουν μην τυχόν αναφέρει τη Λίζα. Αλλά ο καλός μου ίλαρχος δεν ήταν κου τσομπόλης και επιπλέον περιφρονούσε όλες τι ς γυναίκες, τις οποίες ονόμαζε —ένας Θεός ξέρει γιατί— σαλάτα. Στις δύο η ώρα προγευματίσαμε και στι ς τρεις βρισκόμασταν στ η θέση όπου θα ελάμβανε χώρα η μονομαχία – στ ο ίδι ο εκείνο δασάκι όπου κάποτε περπατούσα με τη Λίζα, δυο βήματα από εκείνο τον γκρεμό.
Φθάσαμε πρώτοι. Ο πρίγκιπας όμως με το ν Μπιζμιόνκωφ δεν μας άφησαν να περιμένουμε για πολύ. Ο πρίγκιπας ήταν, χωρίς υπερβολή, φρέσκος
φρέσκος σαν το τριαντάφυλλο. Τα καστανά του μάτια, εξαιρετικά εγκάρδια, κοίταξαν μέσα απ’ το γείσο της τραγιάσκας. Κάπνιζε αχυρένιο πού ρο και με το που είδε τον Κολομπερντιάγεφ του έ σφιξε θερμά το χέρι. Ακόμα και σ’ εμένα υποκλί θηκε πολύ ευγενικά. Εγώ, τουναντίον, ένιωσα τον εαυτό μου χλωμό και τα χέρια μου, προς μεγάλη μου αγανάκτηση, έτρεμαν ελαφρά… το λαρύγγι μου είχε στεγνώσει… Ποτέ πριν δεν είχα μονομα χήσει. «Ω, Θεέ μου», σκέφτηκα, «μόνο αυτός ο σκω πτικός κύριος να μην εξέλαβε τη συγκίνησή μου για δειλία!» Από μέσα μου έστελνα τα νεύρα μου σε όλους τους διαβόλους, αλλά κοιτάζοντας τελι κά τον πρίγκιπα κατευθείαν στ ο πρόσωπο και πιάνοντας στα χείλη του ένα ανεπαίσθητο σχεδόν ειρωνικό χαμόγελο, ξαφνικά πάλι οργίστηκα και αμέσως μετά ηρέμησα. Στο μεταξύ οι μάρτυρές μας έφτιαξαν ένα εμπόδιο, μέτρησαν τα βήματα, γέμισαν τα πιστόλια. Ο Κολομπερντιάγεφ πιο πολύ εργαζόταν. Ο Μπιζμιόνκωφ πιο πολύ παρα κολουθούσε. Η μέρα ήταν μεγαλοπρεπής — όχι χειρότερη από μια μέρα ενός αλησμόνητου περι πάτου. Ένα πυκνό μαβί χρώμα του ουρανού περνούσε όπως πρώτα μέσα απ’ το επιχρυσωμένο πράσινο των φύλλων. Το θρόισμά τους, φαίνεται, μ’ εκνεύριζε. Ο πρίγκιπας συνέχιζε να καπνίζει το πούρο του, ακουμπώντας με την πλάτη στον κορ μό μιας μικρής φιλύρας…
«Παρακαλώ σηκωθείτε, κύριοι, είμαστε έτοι μοι» , είπε τελικά ο Κολομπερντιάγε φ δίνοντά ς μας τα πιστόλια.
Ο πρίγκιπας έκανε μερικά βήματα, σταμάτησε και γυρίζοντας πίσω το κεφάλι με ρώτησε: «Α κόμα επιμένετε να μην απαρνείστε τα λόγια σας;» Εγώ ήθελα να του απαντήσω, αλλά με πρόδωσε η φωνή μου και αρκέστηκα σε μια περιφρονητική χειρονομία. Ο πρίγκιπας χαμογέλασε πάλι και πήγε και στάθηκε στη θέση του. Αρχίσαμε τη μο νομαχία πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον. Εγώ σή κωσα το πιστόλι, σημάδεψα στο στήθος τον αντί παλό μου -τ η στιγμή αυτή ακριβώς ήταν ο εχθρός μου – αλλά ξαφνικά, σαν κάποιος να με σκούντησε κάτω απ’ τον αγκώνα, σήκωσα ψηλά την κάννη και πυροβόλησα. Ο πρίγκιπας κλονίστηκε, πλησίασε το αριστερό του χέρι στον αριστερό του κρόταφο -ένα μικρό αυλάκι αίματος κύλησε στο μάγουλό του κάτω απ’ το λευκό καστόρινο γάντι.
Ο Μπιζ μιόνκωφ ρίχτηκε κοντά του.
«Καλά», είπε ο πρίγκιπας βγάζοντας την τρυπημένη τραγιάσκα του, «αφού με χτύπησε στο κεφάλι και δεν έπεσα, θα είναι καμμιά γρατζουνιά».
Έβγαλε ήρεμα από την τσέπη το μπατίστινο (από λινό ύφασμα με πολύ πυκνή ύφανση) μαντήλι του και το έβαλε στα μουσκεμένα με αίμα κατσαρά μαλλιά του. Τον κοίταξα εμβρόντητο ς και δεν κουνιόμουν απ’ τη θέση μου.
«Παρακαλώ, πηγαίνετε στο εμπόδιο!» μου είπε αυστηρά ο Κολομπερντιάγεφ.
Εγώ υπάκουσα.
«Η μονομαχία συνεχίζεται;» πρόσθεσε αυτός απευθυνόμενος στον Μπιζμιόνκωφ.
Ο Μπιζμιόνκωφ δεν του απάντησε. Ο πρίγκιπας, όμως, χωρίς να βγάλει το μαντήλι απ’ την πληγή και μη δίνοντας στον εαυτό του ούτε καν την ικανοποίηση να με βασανίζει στο εμπόδιο, έφερε χαμογελώντας αντίρρηση. «Η μονομαχία τελείωσε», είπε και πυροδότησε στον αέρα. Εγώ παρά λίγο να κλάψω από αγανάκτηση και μανία. Αυτός ο άνθρωπος με τη μεγαλοψυχία του σε τελευταία
ανάλυση με δυσφήμισε, με έσφαξε. Ήθελα ν’ αντιδράσω, ήθελα ν’ απαιτήσω να με πυροβολήσει. Αλλά εκείνος με πλησίασε και μου έτεινε το χέρι.
«Όλα ξεχάστηκαν μεταξύ μας, έτσι δεν είναι;» εκστόμισε με φωνή θερμή, φιλική.
Εγώ κοίταξα το χλωμό πρόσωπό του, το ματωμένο μαντήλι του κι έχοντάς τα απολύτως χαμένα, ντροπιασμένος και συντετριμμένος του έσφιξα το χέρι…
«Κύριοι!» πρόσθεσε, απευθυνόμενος στους μάρτυρες. «Ελπίζω ότι όλα αυτά θα μείνουν μυστικά».
«Εννοείται!» αναφώνησε ο Κολομπερντιάγεφ.
«Όμως, πρίγκιψ, αν μου επιτρέπετε…»
Και ο ίδιος πήγε και του έδεσε το κεφάλι. Ο πρίγκιπας φεύγοντας μου έκανε άλλη μια υπόκλιση, αλλά ο Μπιζμιόνκωφ ούτε καν με κοί ταξε. Νικημένος, ηθικά νικημένος, επέστρεψα με τον Κολομπερντιάγεφ στο σπίτι.
«Μα τι έχετε;» με ρωτούσε ο ίλαρχος. «Ηρεμήστε, η πληγή είναι ακίνδυνη. Και αύριο ακόμα αν θέλει, μπορεί να χορεύει. Ή λυπάστε που δεν τον σκοτώσατε; Σ’ αυτή την περίπτωση ματαιοπονεί τε, είναι καλό παιδί».
«Γιατί με λυπήθηκε;» μουρμούρισα εγώ στο τέλος.
«Αυτό δα μας έλειπε!» διαφώνησε ήρεμα ο ίλαρχος… «Αχ, αυτοί οι συγγραφείς!»
Δεν ξέρω γιατί σκαρφίστηκε να με ονομάσει συγγραφέα. Αρνούμαι απολύτως να περιγράψω τα βάσανά μου εκείνο το απόγευμα που ακολούθησε μετά την άτυχη μονομαχία μου. Το φιλότιμό μου υπέ φερε ανείπωτα. Τύψεις συνείδησης δεν είχα, αυτό που με εξόντωνε ήταν το αίσθημα της
βλακείας μου. «Εγώ και μόνον εγώ έδωσα στον εαυτό μου τ ο τελευταίο, τ ο τελειωτικό χτύπημα!» έλεγα και ξανάλεγα πηγαινοερχόμενος με μεγάλα βήματα στο δωμάτιο. «Ο πρίγκιπας, πληγωμένος από μένα και με συγχωρεί… Τώρα μάλιστα, η Λίζα είναι δική του. Τίποτα πια δεν μπορεί να τη σώσει, να τη συγκρατήσει στην άκρη του γκρεμού». Ήξερα πολύ καλά ότι η μονομαχία μας δεν μπορούσε να μείνει μυστική, άσχετα τι είχε πει ο πρίγκιπας. Σε κάθε περίπτωση, για τη Λίζα δεν μπορούσε να μείνει μυστική. «Ο πρίγκιπας δεν είναι τόσο χαζός». μουρμούρισα με λύσ σα, «για να μην επωφεληθεί…» Κι ωστόσο έκανα λάθος. Για την μονομαχία και για την πραγματι κή της αιτία, βέβαια, το γνώριζε όλη η πόλη την επομένη, αλλά δεν ήταν ο κόμης που φλυαρούσε, τουναντίον. Όταν εκείνος με δεμένο κεφάλι και με την προκαταβολικά κατασκευασμένη αιτιολογία παρουσιάστηκε μπροστά στη Λίζα, εκείνη τα ήξερε ήδη όλα… Αν ήταν ο Μπιζμιόνκωφ που τη ς μετέδωσε το νέο, αν ήταν από άλλες πηγές που έφθασε σ’ εκείνη, δεν μπορώ να πω. Κι επιτέλους, μήπως σε μια μικρή πόλη είναι δυνατόν κανείς να κρύψει κάτι; Μπορείτε να φανταστείτε πώς το εξέλαβε η Λίζα, πώς το εξέλαβε όλη η φα μελιά του Οζιόγκιν! Σε ό,τι λοιπόν αφορά εμένα, ξαφνικά έγινα δέκτης μιας γενικής οργής, μιας απέχθειας, σαν να ήμουν ένα είδος αποβράσματος, ένας παλαβός ζηλότυπος ανθρωποφάγος. Οι λίγοι γνωστοί μου με απαρνήθηκαν λες και ήμουν λεπρός. Οι αρχές της πόλης απευθύνθηκαν αμέσως στον πρίγκιπα με την πρόταση της παραδειγματικής και αυστηρής τιμωρίας μου. Μερικές θερμές και επίμονες παρακλήσεις του ίδιου του πρίγκιπα απέτρεψαν τη συμφορά που κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αυτός ο άνθρωπος ήταν γραφτό από τη μοίρα να μ’ εξοντώσει με κάθε τρόπο. Με τη μεγαλοψυχία του με χτύπησε σαν τη σκεπή της ταφόκασας.
Περιττό να πω ότι το σπίτι των Οζιόγκιν για μένα έκλεισε αμέσως. Ο Κύριλλος Ματθέιτς μου επέστρεψε ακόμα και ένα απλό μολύβι που είχα ξεχάσει εκεί. Κανονικά, αυτό ς ακριβώς δεν έπρεπε να είναι θυμωμένος μαζί μου. Όπως έλεγαν στην πόλη, η δική μου «παράλογη» ζήλεια καθόρισε, ξεκαθάρισε -τρόπο ς του λέγειν- τις σχέσεις του πρίγκιπα με τη Λίζα. Στο πρόσωπό του τόσο οι ίδιοι οι Οζιόγκιν, όσο και οι άλλοι κάτοικοι άρχισαν να προσβλέπουν σαν σ’ έναν γαμπρό. Στην ουσία αυτό δεν θα έπρεπε να του είναι και τόσο ευχάριστο. Η Λίζα, όμως, του άρεσε πολύ. Εκτός αυτού, ακόμα τότε δεν είχε πετύχει τους σκοπούς του… Με όλη την επιδεξιότητα ενός έξυπνου και κοσμικού ανθρώπου προσαρμόστηκε στη νέα του κατάσταση, αμέσως μπήκε, όπως λένε, στ ο πνεύμα του καινούργιου του ρόλου…
Ενώ εγώ… εγώ για δικό μου λογαριασμό, για λογαριασμό του μέλλοντός μου δεν έδωσα τότε σημασία! Όταν τα βάσανα φθάνουν μέχρι του σημείου να υποχρεώνουν όλον τον εσωτερικό μας κόσμο να καταρρεύσει και να γογγύζει σαν το παραφορτωμένο κάρο, θα έπρεπε αυτά τα βάσανα να σταματήσουν να είναι κωμικά… Αλλά όχι! Το γέλιο όχι μόνον συνοδεύει τα δάκρυα ως το τέλος, ως την εξάντληση, αλλά και μέχρι να στερέψουν! Χτυπάει και αντηχεί εκεί όπου η γλώσσα μένει άφωνη και νεκρώνει η ίδια η λύπη… Και γι’ αυτό, πρώτον, επειδή δεν σκοπεύω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό να φαίνομαι γελοίος και δεύτερον, επειδή έχω κουραστεί φοβερά, αναβάλλω τη συνέχεια και με τη βοήθεια του Θεού το τέλος της διήγησής μου μέχρι την επομένη…
29 Μαρτίου.
Ελαφριά παγωνιά• μέχρι χθες έλιωναν 0ι πάγοι. Εχθές δεν είχα τις δυνάμεις να συνεχίσω το ημε ρολόγιό μου. Σαν τον Ποπρίστσιν (κεντρικός ήρωας στο έργο Το ημερολόγιο ενός τρελλού, του Γκόγκολ , τη περισσότερη ώρα ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και κουβέντιαζα με την Τερεντιέβνα. Να μια γυναίκα! Πριν από εξήντα χρόνια έχασε τον πρώτο της μνηστήρα από πανούκλα, επέζησε όλων των παιδιών της, η ίδια είναι αδικαιολόγητα γριά, το τσάι της το πίνει όσο γλυκό το θέλει, είναι χορτάτη και ντυμένη ζεστά. Και τι νομίζετε ότι μου έλεγε χθες όλη μέρα; Σε μιαν άλλη γριά, τελείως ξεπουπουλιασμένη, πρόσταξα να δώσουν για γιλέκο (αυτή φορά μπροστήθια με τη μορφή γιλέκου) έναν γιακά μιας παμπάλαιας λιβρέας, που ήταν μισοφαγωμένη απ’ τον σκώρο… Και γιατί, παρακαλώ, να μην το δώσουν στην ίδια; «Μα είμαι η νταντά σας… Αχ, αχ, πατερούλη μου, αμαρτάνετε… Κι εγώ που σας περιποιούμαι τόσα χρόνια!» και τα λοιπά και τα λοιπά. Η άσπλαχνη γριά μ’ εξάντλησε κυριολεκτικά με τις παρατηρήσεις της… Ας επιστρέψουμε όμως στην αφήγηση.
Υπέφερα λοιπόν σαν το σκυλί που του πάτησαν τα οπίσθια με κάποια ρόδα. Μόνον τότε, μόνον μετά την εκδίωξή μου απ’ το σπίτι των Οζιόγκιν έμαθα τελικά πόση ικανοποίηση μπορεί ν’ αντλή σει ο άνθρωπος όταν βλέπει την ίδια του τη δυ στυχία, Ω, άνθρωποι! Σωστό αξιολύπητο γένος!… Άντε, όμως, αρκετά με τις φιλοσοφικές παρατη ρήσεις… Πέρασα μέρες ολόκληρες σε τέλεια απο μόνωση και μόνον με τα πιο πλάγια, μέχρι και πο ταπά μέσα μπορούσα να μαθαίνω τι συνέβαινε στην οικογένεια Οζιόγκιν, τι έκανε ο πρίγκιπας. Ο υπηρέτης μου είχε γνωριστεί με την πρώτη εξα δέλφη της γυναίκας του αμαξά του. Αυτή η γνωρι μία μού έδωσε κάποια ανακούφιση και ο υπηρέτης μου δεν άργησε να υποθέσει, με δικούς μου υπαι νιγμούς και δωράκια, για ποιο ζήτημα έπρεπε να μιλήσει με το αφεντικό του, όταν τα βράδια τού έβγαζε τραβώντας τις μπότες. Πότε πότε τύχαι νε να συναντήσω στον δρόμο είτε κάποιον απ’ την οικογένεια των Οζιόγκιν είτε τον Μπιζμιόνκωφ ή τον πρίγκιπα… Με τον πρίγκιπα και με τον Μπιζ μιόνκωφ χαιρετιόμουν, αλλά δεν άνοιγα συζήτη ση. Τη Λίζα την είδα μόνον τρεις φορές: μια φορά που ήταν μαζί με τη μητέρα της σ’ ένα κατάστημα μόδας, μια φορά σε ανοιχτή άμαξα μαζί με το ν πατέρα, τη μητέρα της και τον πρίγκιπα, μια φορά στην εκκλησία. Εννοείται πως δεν τολμούσα να την πλησιάσω και κοίταζα μόνον από μακριά. Στο κατάστημα ήταν όλο έγνοια αλλά εύθυμη… Έδινε παραγγελίες περίφροντις και πρόβαρε τις
κορδέλλες. Η μανούλα της την κοίταζε με τα χέρια σταυρωμένα στο στομάχι, ανασηκώνοντας τη μύτη και χαμογελώντας μ’ εκείνο το βλακώδες και αφοσιωμένο χαμόγελο, το οποίο επιτρέπεται μόνον στις στοργικές μητέρες. Στην άμαξα με τον πρίγκιπα η Λίζα ήταν… ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτήν τη συνάντηση!
Οι γέροντες Οζιόγκιν κάθονταν στις πίσω θέσεις της άμαξας, ο πρίγκιπας με τη Λίζα μπροστά. Ήταν πιο χλωμή απ’ ότι συνήθως. Στα μάγουλά της μόλις φαίνονταν δυο ροζ γραμμές. Ήταν στραμμένη κατά το ήμισυ προς το μέρος του πρίγκιπα και ακουμπισμένη στο τεντωμένο δεξιό χέρι της (με το αριστερό κρατούσε την ομπρέλα) και τον κοίταζε κλίνοντας λιγωμένη το κεφαλάκι της, κατευθείαν στο πρόσωπο με τα εκφραστικά της μάτια. Εκείνην τη στιγμή του δόθηκε ολόκληρη δείχνοντάς του για πάντα την εμπιστοσύνη της. Δεν πρόλαβα να κοιτάζω προσεχτικά την έκφρασή του -η άμαξα πέρασε από δίπλα μου πολύ γρήγορα- αλλά μου φάνηκε ότι και αυτός ήταν βαθιά συγκινημένος.
Την τρίτη φορά την είδα στην εκκλησία. Δεν είχαν περάσει περισσότερες από δέκα μέρες απ’ την ημέρα που την είχα συναντήσει στην άμαξα με τον πρίγκιπα, ούτε περισσότερες από 3 βδομάδες απ’ τη μονομαχία μου. Η δουλειά για την οποία ο πρίγκιπας είχε έρθει στην Ο… είχε πλέον τελειώσει, αλλά καθυστερούσε ακόμα την αναχώρησή του. Απάντησε στην Πετρούπολη ότι ασθενεί. Στην πόλη περίμεναν κάθε μέρα μια τυπική πρόταση απ’ την πλευρά του προς τον Κύριλλο Ματθέιτς. Εγώ περίμενα μόνον αυτό το τελευταίο χτύπημα, ώστε ν’ αποσυρθώ μια για πάντα. Η πόλη Ο… μού ήταν ανιαρή. Δεν μπορούσα να κάθομαι στο σπίτι και απ’ το πρωί ως το βράδυ τριγύριζα στα περίχωρα. Μια γκρίζα βροχερή μέρα, καθώς επέστρεφα από έναν περίπατο που τον είχε διακόψει η βροχή, μπήκα για λίγο σε μια εκκλησία. Η εσπερινή λειτουργία μόλις άρχιζε και ο κόσμος ήταν πάρα πολύς. Έριξα μια ματιά τριγύρω και ξαφνικά κοντά σ’ ένα παράθυρο είδα ένα γνωστό προφίλ. Στην αρχή δεν το γνώρισα. Αυτό το χλωμό πρόσωπο, αυτό το σβησμένο βλέμμα, αυτά τα βαθουλωμένα μάγουλα – ήσαν στ’ αλήθεια όλα αυτά εκείνη η ίδια Λίζα που έβλεπα εδώ και δυο βδομάδες:
Κουκουλωμένη με το παλτό, χωρίς καπέλο στο κεφάλι, φωτισμένη απ’ το πλάι με μια κρύα αχτίδα που έπεφτε απ’ το φαρδύ λευκό παράθυρο, κοίταζε ακίνητη στο εικονοστάσι και προσπαθούσε να προσευχηθεί, προσπαθούσε να βγει από κάποια μελαγχολική νάρκη. Πίσω της στεκόταν ένας χοντρός με κόκκινα μάγουλα νεαρός Καζάκος, με κίτρινα φυσίγγια στο στήθος, κοιτάζοντας με σταυρωμένα τα χέρια στ ο στήθος και με μια νυσταγμένη απορία την κοπέλα του. Εγώ ανατρίχιασα ολόκληρος, ήθελα να την πλησιάσω αλλά σταμάτησα. Ένα βασανιστικό προαίσθημα έσφιξε το στήθος μου. Μέχρι το τέλος του εσπερινού η Λίζα δεν κουνήθηκε. Όλος ο κόσμος βγήκε, ο διάκονος άρχισε να σκουπίζει την εκκλησία, αλλά εκείνη δεν έφευγε απ’ τη θέση της. Ο Καζάκος την πλησίασε, της είπε κάτι αγγίζοντας το φόρεμά της, αυτή κοίταξε τριγύρω, πέρασε το χέρι της πάνω απ’ το πρόσωπό της και έφυγε. Από μακριά την συνόδευσα μέχρι το σπίτι και ύστερα γύρισα πίσω.
«Καταστράφηκε!» φώναξα μπαίνοντας στο δωμάτιό μου.
Ως έντιμος άνθρωπος, δεν ξέρω ακόμα και τώρα ποια ήταν τότε τα συναισθήματά μου. Θυμάμαι, σταύρωσα τα χέρια, έπεσα στο ντιβάνι και έστρεψα τα μάτια στο πάτωμα. Αλλά δεν ξέρω, μέσα στη θλίψη μου, μου φαίνεται σαν να υπήρχε κάτι που μ’ ευχαριστούσε… Με κανέναν τρόπο δεν θα τ’ ομολογούσα αυτό, αν δεν έγραφα για λογαριασμό μου… Ήταν σαν να με τυραννούσαν βασανιστικά, φοβερά προαισθήματα… αλλά ποιος ξέρει, ίσως να ήμουν πολύ πιο αναστατωμένος αν δεν είχαν επιβεβαιωθεί. «Τέτοια είναι η καρδιά του ανθρώπου!» θα φώναζε τώρα με εκφραστική φωνή ένας Ρώσος δάσκαλος τα παλιά τα χρόνια, υψώνοντας τον παχύ δείχτη του χεριού του, στολισμένο μ’ ασημένιο δαχτυλίδι. Αλλά τι μας νοιάζει εμάς τώρα η γνώμη του Ρώσου δασκάλου με την ιδιαίτερα εκφραστική φωνή και με το δαχτυλίδι στο δάχτυλο;
Όπως και να έχει το πράγμα, τα προαισθήματά μου αποδείχθηκαν σωστά. Αίφνης στην πόλη διαδόθηκε η είδηση ότι ο πρίγκιπας έφυγε κατόπιν κάποιας δήθεν εντολής απ’ την Πετρούπολη, δίχως να έχει κάνει καμιά κουβέντα ούτε στον Κύριλλο Ματθέιτς ούτε στη γυναίκα του και ότ ι της Λίζας της απομένει πλέον μέχρι το τέλος των ημερών της να θρηνεί την παρασπονδία του. Η αναχώρηση του πρίγκιπα ήταν τελείως αναπάντεχη διότι την παραμονή ακόμα ο αμαξάς του,
σύμφωνα με την διαβεβαίωση του υπηρέτη μου, με κανένα τρόπο δεν υποπτευόταν την πρόθεση του κυρίου του. Αυτό το νέο μού άναψε φωτιές. Αμέσως ντύθηκα και βιάστηκα να πάω στον Οζιόγκιν, αλλά μετά που το σκέφθηκα καλά, το βρήκα πρέπον να περιμένω μέχρι την άλλη μέρα. Άλλωστε δεν έχανα τίποτα μένοντας στο σπίτι. Το ίδιο εκείνο βράδυ ήρθε τρέχοντας σ’ εμένα κάποιος Παντοπιπόπουλος, Έλληνας περαστικός, που όλως τυχαίως είχε ξεμείνει στην πόλη Ο…. ένας κουτσομπόλης πρώτου μεγέθους, ο οποίος περισσότερο απ’ όλους έβραζε από αγανάκτηση
εναντίον μου για τη μονομαχία μου με τον πρίγκιπα. Στον υπηρέτη μου δεν έδωσε καν τον χρόνο να μου πει τ’ όνομά του, μόνο όρμησε στο δωμάτιό μου, έσφιξε γερά το χέρι μου, χίλιες φορές μου ζήτησε συγγνώμη, με ονόμασε παράδειγμα μεγαλοψυ χίας και τόλμης, περιέγραψε τον πρίγκιπα με τα πιο μελανά χρώματα και δεν λυπήθηκε καθόλου τους γέροντες Οζιόγκιν, τους οποίους κατά τη γνώμη του η μοίρα τούς τιμώρησε δικαίως. Με την ευκαιρία άγγιξε και το θέμα της Λίζας και μετά έφυγε τρέχοντας, αφού πρώτα με φίλησε στον ώμο. Στο μεταξύ έμαθα από αυτόν ότι ο πρί γκιπας, σαν γνήσιος άρχοντας, την παραμονή της αναχώρησης, έπειτα από έναν λεπτό υπαινιγμό του Κύριλλου Ματθέιτς απάντησε ψυχρά ότι δεν είχε την πρόθεση να εξαπατήσει κανέναν και δεν σκέπτεται να παντρευτεί, μετά σηκώθηκε, χαιρέ τησε και αυτό ήταν.
Ο κοντόφθαλμος υπηρέτης τους μόλις με είδε πήδηξε απ’ το ν πάγκο με γρηγοράδα αστραπής, ενώ εγώ πρό σταξα να με αναγγείλει. Ο υπηρέτης έτρεξε και αμέσως γύρισε. «Παρακαλώ, περάστε», είπε. Μπή κα στ ο γραφείο του Κύριλλου Ματθέιτς… Αύριο η συνέχεια.
30 Μαρτίου.
Παγωνιά. Και έτσι μπήκα στο γραφείο του Κύριλλου Ματθέιτς. Θα πλήρωνα πολλά λεφτά σε όποιον θα μπο ρούσε να μου δείξει τώρα το ίδιο μου το πρόσωπο εκείνο το λεπτό, όταν αυτός ο αξιοσέβαστος δη μόσιος υπάλληλος, αφού φόρεσε βιαστικά τη ρό μπα του απ’ την Μπουχάρα, με πλησίασε με απλω μένα τα χέρια. Απ’ το πρόσωπό μου θα πρέπει να αναδυόταν ένας συγκρατημένος θρίαμβος, μια συγκαταβατική συμπόνια και μια απεριόριστη μεγαλοψυχία… Ένιωθα τον εαυτό μου σαν τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό. Ο Οζιόγκιν ήταν προφανώς σαστισμένος και περίλυπος, απέφευγε το βλέμμα μου, έκανε μικρά βήματα επί τόπου. Παρατήρησα επίσης ότι μιλούσε δυνατά με κάπως αφύσικο τρόπο και γενικά εκφραζόταν πολύ αόριστα. Αόριστα αλλά με θέρμη μου ζήτησε συγγνώμη, αόριστα ανέφερε για τον προσκεκλημένο που έφυγε, πρόσθεσε και μερικές γενικές και αόριστες παρατηρήσεις για τι ς απάτες, για την αστάθεια των γήινων αγαθών και ξαφνικά ένιωσε στα μάτια του ένα δάκρυ, βιάστηκε να τραβήξει ταμπάκο, ίσως για να με ξεγελάσει για τον λόγο που τον έκανε να δακρύσει… Χρησιμοποιούσε ρωσικό πράσινο ταμπάκο και είναι γνωστό ότι αυτό το βοτάνι ακόμα και τους γέροντες τους αναγκάζει να χύνουν δάκρυα, που κάνουν το ανθρώπινο μάτι να φαίνεται χαζό και παράλογο για λίγες στιγμές. Εγώ, εννοείται, φερόμουν πολύ προσεκτικά με τον γεράκο• ρώτησα για την υγεία της γυναίκας και της κόρης του και αμέσως με τρόπο επιδέξιο κατηύθυνα τη συζήτηση στο ενδιαφέρον ζήτημα για την οικονομική μέθοδο αλλαγής τη ς σποράς. Ήμουν ντυμένος ως συνήθως, αλλά το αίσθημα της λεπτής ευπρέπειας και μειλίχιας συγκαταβατικότητας που με διακατείχε, μου προκαλούσε μια αίσθηση γιορτινή και δροσερή, σαν να φορούσα άσπρο γιλέκο κι άσπρη γραβάτα. Ένα πράγμα με ανησυχούσε: η σκέψη γύρω απ’ τη συνάντηση με τη Λίζα… Ο Οζιόγκιν τελικά πρότεινε ο ίδιος να με συνοδεύσει στη γυναίκα του. Αυτή η αγαθή μα κουτή γυναίκα, μόλις με είδε στην αρχή σάστισε, αλλά το μυαλό της δεν είχε την ικανότητα να διατηρήσει για πολύ την ίδια εντύπωση και έτσι ηρέμησε γρήγορα. Τελικά την είδα τη Λίζα… Μπήκε στο δωμάτιο…
Περίμενα ότι θα βρω μια ντροπιασμένη, μεταμελημένη αμαρτωλή και εκ των προτέρων έδωσα στο πρόσωπό μου την πιο τρυφερή και ενθαρρυντική έκφραση… Γιατί να πω ψέματα; Την αγαπούσα πραγματικά και διψούσα να έχω την ευτυχία να την συγχωρήσω, να της δώσω το χέρι μου. Αλλά προς δική μου ανείπωτη έκπληξη, εκείνη σε απάντηση στην δική μου εκφραστική υπόκλιση χαμογέλασε ψυχρά και παρατήρησε αδιάφορα: «Α, εσείς;» Και αμέσως παραμέρισε. Το γέλιο της, αλήθεια, μου φάνηκε επιτηδευμένο και σε κάθε περίπτωση πήγαινε άσχημα στο σοβαρά αδυνατισμένο της πρόσωπο… Ωστόσο δεν περίμενα τέτοια υποδοχή… Την κοίταζα με έκπληξη… Τι αλλαγή είχε γίνει μέσα της! Μεταξύ του παιδιού πρώτα και της γυναίκας τώρα δεν υπήρχε τίποτα το κοινό. Φαινόταν σαν να έχει μεγαλώσει, σαν να έχει τεντωθεί προς τα πάνω. Όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, ειδικά των χειλιών της, λες κι ήσαν χαραγμένα… το βλέμμα της είχε γίνει πιο βαθύ, πιο σταθερό και σκοτεινό. Παρέμεινα στους Οζιόγκιν μέχρι το γεύμα. Εκείνη σηκωνόταν, έβγαινε απ’ το δωμάτιο και ξαναγύριζε, απαντούσε ήρεμα στις ερωτήσεις και σκόπιμα δεν έδινε σ’ εμένα προσοχή. Εγώ το έβλεπα, ήθελε να με κάνει να νιώσω ότι δεν είμαι άξιος ακόμα και για τον θυμό της, μόλο που παρά λίγο να σκοτώσω τον εραστή της. Τελικά έχασα την υπομονή μου. Ο φαρμακερός υπαινιγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη μου… Εκείνη ανατρίχιασε, μου έριξε μια γρήγορη ματιά, σηκώθηκε και πλησιάζοντας στο παράθυρο εκστόμισε ελαφρά με τρεμουλιαστή φωνή:
«Μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε, αλλά να ξέρετε ότι αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπώ και πάντοτε θα το ν αγαπώ και καθόλου δεν τον θεωρώ ένοχο μπροστά μου, τουναντίον…» Η φωνή της άρχισε να τρέμει, σταμάτησε… Ήθελε να δαμάσει τον εαυτό της, αλλά δεν μπορούσε, πλημμύρισε στα δάκρυα και έφυγε απ’ το δωμάτιο… Οι γέροντες Οζιόγκιν συγχύστηκαν… έσφιξα το χέρι και στους δυο, πήρα μιαν ανάσα, ύψωσα τα μάτια στον ουρανό και απομακρύνθηκα.
Είμαι πολύ αδύναμος, ο καιρός που μου μένει είναι πολύ λίγος, δεν είμαι όπως πρώτα σε κατάσταση να περιγράψω με λεπτομέρειες εκείνη τη νέα σειρά βασανιστικών σκέψεων με τις σκληρές προθέσεις και με τα λοιπά αποκυήματα της επιλεγόμενης εσωτερικής πάλης, τα οποία γεννήθηκαν μέσα μου μετά την ανανέωση της επαφής μου με του ς Οζιόγκιν. Δεν αμφέβαλλα ότι η Λίζα αγαπάει ακόμα και θ’ αγαπάει για πολύ τον πρίγκηπα… Αλλά ως άνθρωπος που είχε συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο, είχα κι εγώ ηρεμήσει και μάλιστα δεν έκανα όνειρα για την αγάπη της. Επιθυούσα μόνον τη φιλία της, να τυχαίνω της εμπιστοσύνης της και του σεβασμού της, ο οποίος σύμφωνα με τη διαβεβαίωση έμπειρων ανθρώπων λογίζεται ως το πιο ελπιδοφόρο στήριγμα της ευυχίας στον γάμο… Δυστυχώς άφησα να ξεφύγει απ’ την προσοχή μου ένα αρκετά σοβαρό περιστατικό και συγκεκριμένα ότι η Λίζα απ’ την ημέρα της μονομαχίας με μίσησε. Αυτό το έμαθα πολύ αργά.
Άρχισα λοιπόν να επισκέπτομαι το σπίτι των Οζιόγκιν, όπως και πρώτα. Ο Κύριλλος Ματθέιτς περισσότερο από ποτέ με καλόπιανε και με περιποιόταν. Έχω ακόμα λόγους να σκέπτομαι ότι ε κείνον τον καιρό θα έδινε σ’ εμένα ευχαρίστως τη κόρη του, μόλο που ήμουν ανεπίζηλος γαμπρός. Η κοινή γνώμη κατέτρεχε τον ίδιο και τη Λίζα, αλλά εμένα τουναντίον με εγκωμίαζε μέχρι τα ουράνια. Η συμπεριφορά της Λίζας απέναντί μου δεν άλλαξε. Τον πιο πολύ καιρό σιωπούσε, ήταν υποτακτική όταν την παρακαλούσαν να φάει, δεν έδειχνε καθόλου εσωτερικά σημάδια λύπης, ωστόσο έλιωνε σαν το κεράκι. Στον Κύριλλο Ματθέιτς οφείλω ν’ αποδώσω δικαιοσύνη για τούτο: την λυπόταν με κάθε τρόπο. Μόνον η γριά Οζιό γκινα κατσούφιαζε κοιτάζοντας το καημένο της κοριτσάκι. Έναν άνθρωπο δεν απέφευγε η Λίζα, καίτοι δεν μιλούσε πολύ μαζί του, συγκεκριμένα τον Μπιζμιόνκωφ. Οι γέροντες Οζιόγκιν απευθύ νονταν σ’ αυτόν με απότομο, ακόμα και άξεστο τρόπο, δεν μπορούσαν να τον συγχωρήσουν που είχε παραστεί μάρτυρας στη μονομαχία. Αυτός όμως συνέχιζε να πηγαίνει κοντά τους, σαν να μην έβλεπε τη δυσμένειά τους. Μαζί μου ήταν πολύ ψυχρός και -παράξενο πράγμα- εγώ κυριολεκτικά τον φοβόμουν.
Αυτό συνέχισε περί τις δύο εβδο μάδες. Τελικά, ύστερα από μιαν άυπνη νύχτα, αποφάσισα να εξηγηθώ με τη Λίζα, να της αποκα λύψω την καρδιά μου, να της πω ότ ι άσχετα με όσα έγιναν, άσχετα με κάθε είδους διαδόσεις και κουτσομπολιά, θα θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ ευτυχισμένο αν με κρίνει άξιον για το χέρι της και επανακτήσει την εμπιστοσύνη της σ’ εμένα. Εγώ, μα την αλήθεια και χωρίς αστεία, φανταζό μουν ότι παρουσιάζομαι, όπως λένε και οι χρη στομαθείς, σαν ένα παράδειγμα ανείπωτης μεγα λοψυχίας και ότι εκείνη από έκπληξη και μόνον θα συμφωνήσει. Εν πάση περιπτώσει, ήθελα να εξηγηθώ μαζί της και να βγω επιτέλους από την αβεβαιότητα.
Πίσω απ’ το σπίτι των Οζιόγκιν βρισκόταν έ νας αρκετά μεγάλος κήπος, ο οποίος κατέληγε σ’ ένα δασύλλιο με φλαμουριές, παραμελημένο και κατάφυτο. Στη μέση αυτού του αλσύλλιου υψωνό ταν ένα παλιό κιόσκι κινέζικου τύπου. Ένας φρά χτης από καδρόνια χώριζε τον κήπο από ένα τυ φλό στενό δρομάκι. Η Λίζα μερικές φορές περπα τούσε ώρες ολόκληρες μόνη της σ’ αυτό τον κήπο. Ο Κύριλλος Ματθέιτς το γνώριζε αυτό και απαγό ρευε να την ενοχλούν ή να πηγαίνουν κοντά της. Ας είναι, όπως έλεγε, η λύπη της κάποτε θα εξα ντληθεί. Όταν δεν την έβρισκαν στο σπίτι, αρκού σε μόνον να χτυπήσουν το καμπανάκι πριν απ’ το γεύμα στο εξώστεγο και αμέσως εμφανιζόταν με την ίδια επίμονη σιωπή στα χείλη και στο βλέμμα, με κάποιο τσαλακωμένο φυλλαράκι στ ο χέρι. Και να που κάποια στιγμή, βλέποντας ότι δεν ήτα ν στο σπίτι, έκανα ότι ετοιμαζόμουν να φύγω, χαι ρετήθηκα με τον Κύριλλο Ματθέιτς, φόρεσα το καπέλο και βγήκα απ’ τον προθάλαμο στην αυλή και απ’ την αυλή στον δρόμο, αλλά αμέσως ξεγλί στρησα με ασυνήθιστη γρηγοράδα πίσω στην εξώ πορτα και προχώρησα δίπλα απ’ την κουζίνα προς το ν κήπο. Ευτυχώς κανένας δεν με πρόσεξε.
Χωρίς να το πολυσκέπτομαι, με γοργά βήματα μπήκα στο δασύλλιο. Μπροστά μου, στο μονοπάτι, στεκόταν η Λίζα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Σταμάτησα, πήρα μια βαθιά ανάσα και ήθελα πια να την πλησιάσω, αλλά ξάφνου, χωρίς να γυρίζει πίσω σήκωσε το χέρι της και άρχισε ν’ αφουγκράζε ται… Απ’ τα δέντρα, προς την κατεύθυνση του τυ φλού δρομάκου, ακούστηκαν καθαρά δυο χτυπήμα τα σαν να χτυπούσε κάποιος στον φράχτη. Η Λίζα χτύπησε με τις παλάμες, ακούστηκε ο αδύνατος τριγμός της πορτούλας και μέσα απ’ τα χαμόδεν δρα βγήκε ο Μπιζμιόνκωφ. Με σβελτάδα κρύφτη κα στ ο δέντρο. Η Λίζα σιωπηλά στράφηκε προς το μέρος του… Σιωπηλά και αυτός την έπιασε α γκαζέ και οι δυο τους ήσυχα πήραν το δρομάκι. Εγώ έκπληκτος τους κοίταζα. Σταμάτησαν, κοί ταξαν τριγύρω και τους έχασα μέσα στους θά μνους, έπειτα φάνηκαν πάλι και τελικά μπήκαν στο κιόσκι. Το κιόσκι ήταν κυκλικό, μια μικρή κα τασκευή με μία πόρτα κι ένα μικρό παράθυρο. Στη μέση φαινόταν ένα παλιό τραπέζι μ’ ένα ποδαρά κι επικαλυμμένο με λεπτό πράσινο μούσκλο. Δυο ξεθωριασμένα ντιβάνια ήσαν τοποθετημένα ένα σε κάθε πλευρά, σε κάποια απόσταση από τους γκρίζους σκοτεινιασμένους τοίχους. Εδώ στις ασυνήθιστα ζεστές μέρες, τον παλιό καιρό, πότε μία φορά τον χρόνο και πότε συχνότερα έπιναν το τσάι τους. Η πόρτα δεν έκλεινε τελείως, το πλαί σιο είχε πέσει απ’ το παράθυρο από καιρό και έχο ντας γαντζωθεί σε μια γωνιά κρεμόταν λυπητερά, σαν το σπασμένο φτερό ενός πουλιού. Πλησίασα αθόρυβα στο κιόσκι και προσεχτικά κοίταξα απ’ τη χαραμάδα στο παράθυρο. Η Λίζα καθόταν σ’ ένα απ’ τα ντιβανάκια με σκυφτό το κεφάλι. Το δεξιό της χέρι ακουμπούσε στα γόνατά της και το αριστερό το κρατούσε ο Μπιζμιόνκωφ στα δυο του χέρια. Την κοίταζε με συμπόνια.
«Πώς αισθάνεστε σήμερα;» την ρώτησε με μισή φωνή.
«Τα ίδια», του είπε αυτή αντιλέγοντας. «Ούτε χειρότερα ούτε καλύτερα, όλα άδεια, φοβερά ά δεια!» πρόσθεσε σηκώνοντας βαρύθυμα τα μάτια.
Ο Μπιζμιόνκωφ δεν της απάντησε.
«Τι νομίζετε», συνέχισε εκείνη, «θα μου γράψει πάλι;»
«Δεν νομίζω Λιζαμπέτα Κυρίλλοβνα». Εκείνη σιωπούσε.
«Και πραγματικά, τι έχει να γράψει; Μου τα εί πε όλα στο πρώτο γράμμα του. Δεν μπορούσα να γίνω γυναίκα του. Αλλά εγώ ήμουν ευτυχισμένη… όχι για πολύ… αλλά ήμουν ευτυχισμένη».
Ο Μπιζμιόνκωφ έσκυψε το κεφάλι.
«Αχ», συνέχισε αυτή με ζωντάνια, «αν ξέρατε πόσο μου είναι αντιπαθής αυτός ο Τσουλκατού ριν… Μου φαίνεται πάντοτε ότι στα χέρια αυτού το υ ανθρώπου… βλέπω το αίμα του». (Ανατρίχια σα πίσω απ’ τη χαραμάδα). «Ωστόσο», πρόσθεσε με συλλογή, «ποιος ξέρει, ίσως χωρίς αυτήν τη μο νομαχία… Αχ, όταν τον είδα πληγωμένο, ένιωσα αμέσως ότι ήμουν ολόκληρη αυτός».
«Ο Τσουλκατούριν σας αγαπάει», παρατήρησε ο Μπιζμιόνκωφ.
«Και τι μ’ ενδιαφέρει αυτό; Έχω μήπως ανάγκη απ’ την αγάπη κανενός;…» Σταμάτησε και πρόσθε σε σιγανά: «Εκτός απ’ την δική σας. Μάλιστα, φίλε μου, η δική σας αγάπη μού είναι απαραίτητη, δίχως εσάς θα είχα πεθάνει. Με βοηθήσατε να ξεπεράσω φοβερές στιγμές…»
Σώπασε πάλι… Ο Μπιζμιόνκωφ άρχισε με πατρική τρυφερότητα να της χαϊδεύει το χέρι.
«Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, Λιζαμπέτα Κυρίλλοβνα!» επανέλαβε μερικές φορές στη σειρά.
«Μα και τώρα», εκστόμισε εκείνη με φωνή πνιγμένη, «μου φαίνεται ότι θα πέθαινα χωρίς εσάς. Μόνον εσείς με στηρίζετε. Και εκτός αυτού μου τον θυμίζετε… Εσείς, βλέπετε, τα ξέρετε όλα. Θυμάστε πόσο καλός ήταν εκείνη την ημέρα… Αλ λά συγχωρήστε με, σας κάνω να αισθάνεστε ά σχημα…»
«Μιλήστε, μιλήστε! Μα τι λέτε; Ο Θεός μαζί σας!» διέκοψε ο Μπιζμιόνκωφ.
Η Λίζα του έσφιξε το χέρι.
«Είστε πολύ καλός, Μπιζμιόνκωφ», συνέχισε
«Eίστε καλός σαν άγγελος. Τι να κάνω! Αισθάνο μαι ότι θα τον αγαπώ μέχρι να πεθάνω. Τον συγ χώρησα, τον ευγνωμονώ. Ας του δίνει ο Θεός ευ τυχία! Ας του δώσει ο Θεός τη γυναίκα της καρ διάς του!» Και τα μάτια της πλημμύρισαν με δά κρυα. «Μόνο να μη με ξεχνούσε, μόνο να θυμόταν πότε πότε και τη Λίζα του…» Έκανε μια μικρή παύ ση και τέλος πρόσθεσε: «Πάμε».
Ο Μπιζμιόνκωφ έφερε το χέρι του στα χείλη της.
«Ξέρω», άρχισε να του λέει ζωηρά, «όλοι με κατηγορούν, όλοι με πετροβολούν. Ας είναι! Εγώ ω στόσο δεν θ’ αντάλλαζα τη δυστυχία μου με την δική τους ευτυχία… Όχι! όχι!… Με αγάπησε λίγο, αλλά με αγάπησε! Ποτέ δεν μ’ εξαπάτησε, ποτ έ δεν μου είπε ότι θα γίνω γυναίκα του. Εγώ η ίδια ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό. Μόνον ο καημένος πατερούλης μου το ήλπιζε. Και τώρα ακόμα δεν είμαι τελείως δυστυχισμένη, μου μένει η ανάμνη ση, όσο φοβερές κι αν ήσαν οι συνέπειες… Πνίγο μαι εδώ… εδώ ήταν που τον είδα για τελευταία φορά… Πάμε έξω στον αέρα».
Σηκώθηκαν. Μόλις που πρόλαβα να πηδήξω στην άκρη και να κρυφτώ πίσω απ’ τη χοντρή φλα μουριά. Οι δυο τους βγήκαν απ’ το κιόσκι και όσο μπορούσα να κρίνω απ’ τον θόρυβο των βημάτων, πήγαν στ ο αλσύλλιο. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκό μουν ακίνητος στη θέση μου, φορτωμένος με κά ποια ακατονόμαστη απορία και να που ξαφνικά ακούστηκαν πάλι βήματα. Ξαφνιάστηκα και με προσοχή βγήκα απ’ την κρυψώνα μου. Ο Μπιζμιόνκωφ κι η Λίζα επέστρεφαν απ’ τον ίδιο δρομάκο. Ήσαν κι οι δυο τους πολύ συγκινημένοι, ειδικά ο Μπιζμιόνκωφ. Φαινόταν να κλαίει. Η Λίζα κοντο στάθηκε, τον κοίταξε και με καθαρή προφορά είπε τ’ ακόλουθα λόγια:
«Συμφωνώ, Μπιζμιόνκωφ. Δεν θα συμφωνούσα αν θέλατε μόνον να με σώσετε, να με βγάλετε απ’ τη δεινή θέση, αλλά εσείς μ’ αγαπάτε, τα ξέρετε όλα και παρ’ όλα αυτά μ’ αγαπάτε. Εγώ ποτέ δεν θα βρω πιο αξιόπιστο, πιο αληθινό φίλο. Θα γίνω γυναίκα σας».
Ο Μπιζμιόνκωφ της φίλησε το χέρι και εκείνη λυπημένη του χαμογέλασε και πήγε στο σπίτι. Ο Μπιζμιόνκωφ όρμησε στ ο δασάκι και εγώ πήρα τον δρόμο μου. Επειδή ο Μπιζμιόνκωφ ίσως να είπε στη Λίζα ακριβώς αυτό που σκόπευα εγώ να της πω και επειδή εκείνη θα του απάντησε ακρι βώς αυτό που θα επιθυμούσα ν’ ακούσω από την ίδια, δεν υπήρχε λόγος να σκοτίζομαι. Δυο εβδο μάδες μετά τον παντρεύτηκε. Οι γέροντες Οζιό γκιν ήσαν ευχαριστημένοι με οποιονδήποτε γα μπρό.
«Λοιπόν, πέστε μου τώρα, δεν είμαι άνθρωπος περιττός; Δεν έπαιξα σε όλη αυτή την ιστορία τον ρόλο του περιττού ανθρώπου; Ο ρόλος του πρίγκι πα… γι’ αυτόν δεν έχω τίποτε να πω, ο ρόλος του Μπιζμιόνκωφ το ίδιο κατανοητός… Αλλά εγώ; Προς τι ανακατεύτηκα εδώ;… Τι χρειάζεται ο βλακώδης πέμπτος τροχός στην άμαξα!… Αχ, θλί βομαι, θλίβομαι!…» Να τι λένε αυτοί που ρυμουλ κούν: «Άλλη μια φορούλα, άλλη μια φορά». Μια μέρα ακόμα και άλλη μια ούτε πικρή ούτε γλυκιά.
31 Μαρτίου.
Είμαι άσχημα. Γράφω αυτές τι ς γραμμές απ’ το κρεβάτι. Από χθες το βραδάκι ο καιρός ξαφνικά άλλαξε. Σήμερα είναι ζέστη, μια μέρα σχεδόν κα λοκαιρινή. Όλα λιώνουν, πέφτουν, κυλούν. Στον αέρα μυρίζει σκαμμένο χώμα, μια βαριά, δυνατή, αποπνιχτική μυρωδιά. Από παντού ανεβαίνει αχνός. Ο ήλιος βγάζει φωτιά, χτυπάει. Νιώθω άσχημα, σαν να διαλύομαι.
Ήθελα να γράψω το ημερολόγιό μου κι αντί γι’ αυτό τι έκανα; Διηγήθηκα μία περίπτωση της ζωής μου, φλυάρησα, οι αποκοιμισμένες αναμνή σεις μου ξύπνησαν και με παρέσυραν. Έγραψα χω ρίς να βιάζομαι, με λεπτομέρειες, σαν να είχα ακόμα χρόνια μπροστά μου. Αλλά τώρα δεν έχω τον χρόνο να συνεχίσω. Ο θάνατος, ο θάνατος έρ χεται. Ήδη ακούω το φοβερό κρεσέντο… Καταφθάνει… Έρχεται!..
Αλλά πού είναι το κακό; Δεν είναι μήπως αδιά φορο ό,τι και αν διηγήθηκα; Μόλις φανεί ο θάνα τος, χάνονται και οι τελευταίες γήινες ματαιότη τες. Αισθάνομαι ότι ησυχάζω. Θα γίνω πιο απλός, πιο καθαρός. Άργησα να βάλω μυαλό!… Παράξενο πράγμα! Ησυχάζω – ακριβώς. Αλλά ταυτόχρονα… νιώθω φρίκη, μάλιστα, φρίκη. Στις δώδεκα και μι σή, γερμένος πάνω σε μια σιωπηλή, χαίνουσα ά βυσσο ανατριχιάζω, γυρίζω με αχόρταγη προσοχή και κοιτάζω τα πάντα γύρω μου. Το κάθε πράγμα διπλά αγαπητό. Δεν χορταίνω να βλέπω το φτω χό μου και άχαρο δωμάτιο, αποχαιρετιέμαι με κάθε μικρή κηλίδα στους τοίχους του! Χορτάστε μάτια μου για τελευταία φορά! Η ζω ή φεύγει, ομαλά και ήσυχα απομακρύνεται από μένα, σαν την ακτή από τα βλέμματα των ναυτικών. Το γερασμένο, κιτρινωπό πρόσωπο της νταντάς μου, τυ λιγμένο με σκούρο τσεμπέρι, το σφυριχτό σαμοβά ρι στο τραπέζι, η γλάστρα με το γεράνι μπροστά στο παράθυρο, και εσύ φτωχό μου σκυλάκι, Τρεζόρ, το φτερό με το οποίο γράφω αυτές τις γραμμές, το ίδιο μου το χέρι, σας βλέπω τώρα… Να εσείς, να… Είναι άραγε δυνατόν… ίσως ακόμα και σήμερα… να μη σας ξαναδώ πια ποτέ; Είναι βαρύ για ένα ζωντανό πλάσμα ν’ αποχωρίζεται τη ζωή! Τι μου χαϊδολογιέσαι, καημένο μου σκυλί; Τι ακουμπάς το στήθος στο κρεβάτι συσφίγγοντας σπασμωδικά την κολοβή ουρά σου και δεν κατεβάζεις από πάνω μου τα καλοσυνάτα και λυπημένα σου μάτια; Ή μήπως λυπάσαι για μένα; Ή νιώθεις ότι ο κύριος σου σύ ντομα πια δεν θα υπάρχει; Αχ, αν μπορούσα έτσι να περάσω με τη σκέψη όλες τις αναμνήσεις μου, όπως περνώ με τα μάτια όλα τα πράγματα στ ο δωμάτιό μου! Ξέρω ότι αυτές οι αναμνήσεις δεν είναι ευχά ριστες και ούτε σημαντικές, αλλά δεν έχω άλλες.
«Κενό, φοβερό κενό!» όπως έλεγε η Λίζα.
Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! Να, τώρα πεθαίνω… Μια καρδιά ικανή και έτοιμη ν’ αγαπήσει, σύντομα θα πάψει να χτυπάει… Θα ηρεμήσει άραγε για πάντα, χωρίς να έχει δοκιμάσει ούτε μια φορά την ευτυ χία, χωρίς να έχει μεγαλώσει ούτε μια φορά κάτω απ’ το γλυκό βάρος της χαράς; Αλίμονο! Αυτό εί ναι αδύνατον, αδύνατον, το ξέρω… Αν τουλάχι στον τώρα, πριν πεθάνω -ο θάνατος είναι ιερό πράγμα, ανυψώνει κάθε πλάσμα- αν κάποια αγα πητή, λυπημένη, φιλική φωνή τραγουδούσε από πάνω μου την αποχαιρετιστήρια ραψωδία, μια ραψωδία για την προσωπική μου λύπη, τότε ίσως να συμφιλιωνόμουν μαζί του. Αλλά να πεθάνω απνευστί, ανόητα…
Μου φαίνεται πως αρχίζω να παραμιλώ. Αντίο ζωή, αντίο κήπε μου! Κι εσείς, φλαμουριές μου! Όταν θα έρθει το καλοκαίρι, κοιτάξτε να μην ξεχάσετε να σκεπαστείτε με τ’ άνθη σας από πάνω ως κάτω… και οι άνθρωποι ας χαίρονται να ξαπλώνουν στη μυρωδάτη σας σκιά, στ ο δροσερό νωπό χορτάρι, κάτω από τον χαμηλόφωνο ψίθυρο των φύλλων σας, σαν τα ενοχλεί ελαφρά ο αγέρας. Αντίο, αντίο σας! Αντίο σε όλα και για πάντα!
Αντίο, Λίζα! Έγραψα αυτές τις δυο λέξεις – και παρά λίγο να γελάσω. Αυτό αποτελεί επιφώνημα νομίζω στα βιβλία. Σαν να γράφω μια συναισθη ματική νουβέλα ή σαν να τελειώνω ένα απεγνω σμένο γράμμα…
Αύριο πρωταπριλιά. Μήπως πεθάνω αύριο; Αυ τό θα ήταν κάπως, ίσως και απρέπεια. Ωστόσο εμένα μου πάει… Πόσες σαχλαμάρες είπε σήμερα ο γιατρός!…
1 Απριλίου.
Όλα τελείωσαν… Η ζωή τελείωσε. Σίγουρα σήμε ρα θα πεθάνω. Έξω κάνει ζέστη… σχεδόν πνιγη ρή… Ή μήπως το στήθος μου αρνείται ν’ ανασάνει; Η μικρή μου κωμωδία παίχτηκε. Η αυλαία πέφτει. Εξοντωμένος πια, θα πάψω να είμαι περιττός… Αχ, πόσο φωτεινός είναι ο ήλιος! Αυτές οι τεράστιες αχτίδες ανασαίνουν την αιωνιότητα…
Αντίο, Τερεντιέβνα!.. Σήμερα το πρωί καθόταν στ ο παράθυρο δακρυσμένη… ίσως για μένα… αλλά και η ίδια μάλλον δεν θ’ αργήσει να πεθάνει. Την έβαλα να μου δώσει τον λόγο της ότι δεν θα χτυπάει τον Τρεζόρ.
Μου είναι βαρετό να γράφω… πετάω το φτερό… Έφτασε η ώρα! Ο θάνατος δεν πλησιάζει με αυξημένο βρόντο, όπως η καρότσα το βράδυ στ ο λιθόστρωτο, μα είναι εδώ, φτερουγίζει γύρω μου, όπως εκείνη η ελαφριά πνοή που έκανε ν’ ανασηκωθούν τα μαλλιά του προφήτη. Πεθαίνω… Ζήστε, ζωντανοί!
Ας είναι στη δική μου δύση η ζωή να παίζει δροσερή κι η αδιάφορη η φύση ας είναι αιώνια λαμπερή.