Bιογραφικό
Ο Ιούλιος Βερν (Ζυλ Γκαμπριέλ Βερν, Jules Gabriel Verne) ήτανε Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ιδιαίτερα γνωστός για τα περιπετειώδη μυθιστορήματά του και τη βαθειά επιρροή του στο λογοτεχνικό είδος της ΕΦ. Είναι ο παραμυθάς κι οραματιστής που εισήγαγε στη λογοτεχνία το είδος της επιστημονικής φαντασίας. Μυθιστορήματα, όπως: 20.000 λεύγες Υπό Τη θάλασσα, Ο Γύρος Του Κόσμου Σε 80 Ημέρες, Από Τη Γη Στη Σελήνη, Ταξίδι Στο Κέντρο Της Γης & Η Μυστηριώδης Νήσος, είναι προσφιλή αναγνώσματα. Ήρωες, όπως ο Φιλέας Φογκ κι ο Κάπτεν Νέμο. εξάπτουνε τη φαντασία μικρών και μεγάλων. Έγραφε για αεροπορικά και διαστημικά ταξίδια πριν εφευρεθούνε πρακτικά τ’ αεροπλάνα και πριν επινοηθούνε τα μέσα ενός διαστημικού ταξιδιού. Είναι ο 2ος πιο μεταφρασμένος συγγραφέας στον κόσμο (μετά την Αγκάθα Κρίστι). Μερικά από τα βιβλία του γυριστήκανε ταινίες, κινούμενα σχέδια και τηλεοπτικές σειρές. Αναφέρεται συχνά σαν Πατέρας της ΕΦ, τίτλο που μοιράζεται με Χιούγκο Γκέρνσμπακ και Χ. Τζ. Γουέλς.
Έχουν ειπωθεί τα πάντα κατά καιρούς γι’ αυτόν και τα λεχθέντα έχουνε φτάσει σε σημείο να εφευρίσκουν ακόμα και μυστήριο εκεί που δεν υπάρχει, να αποδίδουνε στο συγγραφέα υπερφυσικές ιδιότητες, να τον μετατρέπουν ακόμα και σε μάγο. Πιο αληθινό είναι να τονε δει κανείς σαν έναν άνθρωπο της εποχής του, ευαίσθητο στον πλούτο των επιστημονικών ανακαλύψεων, που ενημερώνεται με αυτές με αμείωτο ενδιαφέρον κι επιμέλεια. Να αντιμετωπίζεται σαν ακούραστος εργάτης, καθημερινά προσηλωμένος, για σχεδόν μισόν αιώνα και πάνω, να αγωνίζεται να περάσει στα μυθιστορήματά του, τις κατακτήσεις και τις νέες ανακαλύψεις, προεκτείνοντάς τες σε μιαν εξαιρετικά γόνιμη προβολή και πολλάκις, -γιατί όχι;- να προσπαθεί, χρησιμοποιώντας τη λογική και την ευφυία που διέθετε, να τις προεκτείνει σε.. πιθανές νέες και πιο προχωρημένες ανακαλύψεις-επιτεύγματα, που πολλάκις τις πετύχαινε και μερικές τις έχανε.
Ο Βερν δεν ήταν ο μηχανικός του 19ου αι., αλλά ο ποιητής του. Δεν προσέφερε τα μέσα που θα πραγματοποιούνταν αυτές οι τεχνολογικές προόδοι, απλά προλάμβανε ύπαρξη και δυνατότητές τους. Ήτανε το κάτι άλλο: Δημιουργός που δεν ανταγωνίστηκε την επιστήμη, αλλά ενσάρκωσε την ισχυρή και πολλάκις τρομερή ποίησή της, γράφοντας γοητευτικούς μύθους. Δημιουργός, που αφουγκραζόταν ένα κόσμο που σιγά-σιγά μεταμορφωνόταν απ’ αυτές τις ανακαλύψεις κι επιτεύγματα, καθώς ζευγάρωναν άνθρωπο και μηχανή σ’ ένα μυθώδες κι ονειρικό πεπρωμένο.
Γεννήθηκε στις 8 Φλεβάρη 1828 στη Ναντ κι ήτανε το μεγαλύτερο από τα 5 παιδιά -ένας αδελφός ο Πωλ (1829-1897) και 3 αδελφές, Άνν, Ματίλντ & Μαρί- ενός δικηγόρου, του Πιέρ Βερν -γιος δικαστή της Προβέν, που είχε αγοράσει το αρχείο ενός δικολάβου το 1825 κι είχε παντρευτεί τη Σοφί Αλλότ ντε λα Φυγΐ (Sophie Allote de la Fuÿe), κόρη μιας ευκατάστατης οικογένειας ευγενών της Ναντ, που μεταξύ των μελών της συγκαταλέγονταν καπεταναίοι κι εφοπλιστές. Τα 1α χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο σπίτι με τους γονείς του στη πολυσύχναστη πόλη της Ναντ, παραθαλάσσια πόλη της Γαλλίας στις ακτές του Ατλαντικού. Η γενέθλια πόλη αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, όταν μικρός παρατηρούσε με τις ώρες τα καράβια να περνούν από τον ποταμό Λουάρ και να ξανοίγονται στο πέλαγος. Στα 6 του πήρε τα 1α του μαθήματά στο σπίτι από μια χήρα ενός πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού και στα 8 του μπήκε με τον αδελφό του στην ιερατική σχολή του Αγίου Δονατιανού.
Η οικογένεια περνούσε τα καλοκαίρια σ’ ένα εξοχικό σπίτι, λίγο έξω από τη πόλη, στις όχθες του ποταμού Λίγηρα. Εκεί ο Ιούλιος κι ο αδελφός του Παύλος νοικιάζανε συχνά μια βάρκα 1 φράγκο τη μέρα. Ο πατέρας του σκεπτόταν να τονε πάρει στο γραφείο του όταν θα μεγάλωνε. Αλλά ο μικρός κι ευφάνταστος Ιούλιος είχε άλλες ιδέες. Εκείνη την εποχή στο λιμάνι αράζανε πλοία που επέστρεφαν από όλες τις γωνιές του κόσμου. Αναθρεμμένος σε περιβάλλον πλούσιο σε θρύλους για τα μυστηριώδη και μαγευτικά μακρυνά μέρη που βλέπανε στα ταξίδια τους οι ναυτικοί, αισθάνθηκε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του τη λαχτάρα για τα ταξίδια και τις δραματικές περιπέτειες. Η θέα των πολλών πλοίων που πλέανε στον ποταμό πυροδότησε τη φαντασία του, όπως ο ίδιος περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του διήγημα Souvenirs d’Enfance et de Jeunesse (Ενθύμια Παιδικής & Νεανικής Ζωής).
Η οικογένειά του ενδιαφερόταν από παράδοση για τη νομική επιστήμη. Ο πατέρας του,ήθελε να σπουδάσει το γιο του δικηγόρο. Έτσι όταν ήταν μικρός υπέφερε από τους περιορισμούς του πατέρα, που ήταν οπαδός της αυστηρής πειθαρχίας κι ήθελε να εφαρμόσει ο γιος του έναν αλύγιστο κώδικα ζωής. Ίσως όμως η αυστηρή πειθαρχία, μαζί με την ανάγνωση 2 ωραίων έργων -του Οικογένεια Ελβετών Ροβινσώνων και του Ιστορίες της Πέτσινης Κάλτσας του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ– να ‘γιναν αιτία που σαν παιδί ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα ταξίδια και τις εξερευνήσεις, πάθος που έδειξε αργότερα σαν συγγραφέας περιπετειών κι ΕΦ. Το ενδιαφέρον του στο γράψιμο συχνά είχε επιπτώσεις στη πρόοδό του σ’ άλλα θέματα.
Στα 9 του στάλθηκε μαζί με τον αδελφό του Παύλο σε οικοτροφείο. Εκεί σπούδασε λατινικά, που χρησιμοποίησε στο διήγημα Le Mariage de Monsieur Anselme des Tilleuls στα μέσα της 10ετίας 1850. Η 2η βιογράφος του Βερν (κι εγγονή του) Μαργκερίτ Αλλότ ντε λα Φυγί, διατύπωσε τη φήμη ότι ήταν τόσο γοητευμένος με τη περιπέτεια κι απογοητευμένος από τον πατέρα, ώστε στα 11 προσπάθησε στα κρυφά να μπει μούτσος στο πλήρωμα ενός εμπορικού πλοίου που θα ταξίδευε στις Δυτικές Ινδίες. Για την ακρίβεια, το 1839 εξαγόρασε τις υποχρεώσεις εργασίας ενός μούτσου μπάρκαρε σ’ ένα ποντοπόρο πλοίο που έφευγε για τις Ινδίες, ο πατέρας του ειδοποιημένος έσπευσε και τονε πρόλαβε στο Πεμπέφ, κι ομολόγησε πως είχε ναυτολογηθεί για να αγοράσει ένα κολλιέ από κοράλλια στη ξαδέλφη του Καρολίν Τρονσόν. Το ταξίδι του λοιπόν αυτό τέλειωσε άδοξα, δέχτηκε πολλές αυστηρές επιπλήξεις, αλλά πικραμένος έπειτα, έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας και της είπε: “Από τώρα θα ταξιδεύω πια μονάχα με τη φαντασία μου“. Έτσι, ο αρχικός του πόθος να γίνει ναυτικός δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, παρά μονάχα στις σελίδες των μυθιστορημάτων του. Αν και στη πραγματικότητα ποτέ δεν έγινε ναυτικός, η αγάπη του για κάθε τι που συνδεόταν με τη θάλασσα χαρακτηρίζει ολάκερη τη ζωή του και πολλά από τα βιβλία που έγραψε αργότερα αναφέρονταν στη θάλασσα.
Το 1844 με το άνοιγμα των σχολείων, γράφεται στο Γυμνάσιο της Ναντ όπου θα παρακολουθήσει μεταξύ άλλων, ρητορική και φιλοσοφία. Τελείωσε με καλές επιδόσεις το γυμνάσιο στη Ναντ κι ήταν αρχηγός σ’ όλα τα παιχνίδια. Εφηύρε ένα νέο είδος ξυλοπόδαρων και πάντα ζωγράφιζε φανταστικές εικόνες στον μαυροπίνακα για να απεικονίσει τις ιδέες του για τις μηχανές και τις εφευρέσεις του μέλλοντος. Στα λατινικά και στα ελληνικά δεν ήταν ιδιαίτερα καλός, όχι επειδή δεν ήταν επιμελής, αλλά επειδή δεν τον ενδιέφεραν. Μετά το λύκειο, περνάει τις εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο και πάει στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά και να πάρει την άδεια του δικηγόρου ώστε να αναλάβει αργότερα το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του. Εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος με τη Καρολίν και γράφει τα 1α του έργα, σοννέττα κι ένα θεατρικό, -μια εμμετρη τραγωδία και λίγο αργότερα γράφει ένα θεατρικό για μαριονέττες που η οικογένεια δεν χειροκροτεί και για το οποίο δεν ξέρουμε τίποτε, ούτε καν τον τίτλο του.. Το 1847 δε, η Καρολίν παντρεύεται κι εκείνος νιώθει απελπισμένος.
Ως φοιτητής στο Παρίσι, έμενε μόνον όσο ήταν απαραίτητο, ζούσε στις τυπικές φοιτητικές συνοικίες με πενιχρό επίδομα, το περισσότερο απ’ αυτό το ξόδευε στα βιβλιοπωλεία και στα θέατρα. Η δίψα για διάβασμα ήταν ακόρεστη και ρουφούσε όποιο βιβλίο μπορούσε να αγοράσει ή να δανειστεί. Αρχίζει να τονε γοητεύει το θέατρο και θέατρο είναι το Παρίσι, που επιστρέφει για 2η φορά στις 12 Νοέμβρη 1848, παίρνοντας την άδεια από τον πατέρα του να επιστρέψει εκεί. Ολόκληρο τον υπόλοιπο χρόνο, το 1848, έμεινε στο Παρίσι μελετώντας και δουλεύοντας σκληρά ενώ δεν έχει ξεχάσει την απόρριψη της Καρολίν. Σε συνεργασία με τον Μισέλ Καρέ, άρχισε να γράφει λιμπρέτα για οπερέτες, 5 εκ των οποίων για το φίλο και συνθέτη Αριστίντ Ινιάρ: “…φεύγω γιατί δεν με θέλανε, αλλά κι οι μεν κι οι δε, θα διπαιστώσουνε γρήγορα από τι πάστα είναι φτιαγμένος ο καημένος ο νεαρός που τονε λένε Ζυλ Βερν“.
Για κάποιο χρονικό διάστημα ξαναγύρισε στη μελέτη των νομικών για να ευχαριστήσει τον πατέρα κι αφοσιώθηκε αποκλειστικά στους νομικούς όρους, στα συμβόλαια, στα αδικήματα, στα έγγραφα και στους νόμους. Όμως δεν είχε κανένα πραγματικό ενδιαφέρον γι’ αυτή την επιστήμη και στο νεανικό μυαλό του εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν με επιμονή πλοκές διαφόρων έργων και τα αστεία του παρισινού θεάτρου. Στο Παρίσι έχει εγκατασταθεί μαζί μ’ έναν άλλο νεαρό φοιτητή από τη Ναντ. τον Εντουάρ Μποναμί, σ’ ένα επιπλωμένο διαμέρισμα στν οδό Ανσιέν Κομεντί. Διψασμένος να μάθει τα πάντα, αλλά περιορισμένος από ένα μηνιάτικο που του επιτρέπει μόνο τα απολύτως αναγκιαία, ανεβάζει στο δρόμο μαζί με τον Μποναμί, το Πράσινο Φόρεμα, των Μυσέ & Ωζιέ. Καθώς έχουνε μόνον ένα κοστούμι νυχτερινής εξόδου της προκοπής, οι 2 συμφοιτητές πηγαίνουν εναλλάξ στις κοσμικές εκδηλώσεις. Διψασμένος να διαβάσει τα πάντα, θα παραμείνει 3 μέρες νηστικός για να καταφέρει να αγοράσει τα έργα του Σαίξπηρ.
Συνεχίζει να γράφει κι η αυτοπεποίθησή του μεγαλώνει όταν γνωρίζει τον Αλέξανδρο Δουμά πατέρα και πρακολουθεί στο χώρο του Ιστορικού Θεάτρου, (Ιστορικό Θέατρο: ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Δουμά πατέρα, κι εγκαινιάστηκε στις 20 Φλεβάρη 1847. Βρισκότανε στο βουλεβάρτο Τεμπλ κοντά στη nλατεία Ρεπαμπλίκ στο Παρίσι. Κήρυξε πτώχευση στις 20 Δεκέμβρη 1850, συνέχισε να λειτουργεί σα Λυρικό Θέατρο ως το 1863, που γκρεμίστηκε, 1 έτος μετά τ’ άλλα θέατρα του βουλεβάρτου Κριμ. εφαρμογή σχεδίων του νομάρχη Ωσμάν) στην ίδια του τη κατοικία, τις 1ες παραστάσεις της Νεότητας Των Σωματοφυλάκων, (21 Φλεβάρη 1849). Την ίδια χρονιά παρουσιάζει 3 νέες δουλειές του, που οι 2 εξ αυτών φαίνονται εμπνευσμένες από το Δουμά: Η Συνομωσία Της Πυρίτιδας, Δράμα Στην Αντιβασιλεία και μια μονόπρακτη έμμετρη κωμωδία με τίτλο: Τα Αψιθύριστα. Αυτό το τελευταίο, άρεσε πολύ στο Δουμά κι είδε τα φώτα της ράμπας στο Ιστορικό Θέατρο, στις 12 Ιουνίου 1850.
Θα κάνει συνολικά 12 παραστάσεις κι αργότερα, 7 Νοέμπβρη, θα παιχτεί στο θέατρο Γκρασλέν της Ναντ. Ακολουθούν 2 ακόμα αξιοσημείωτα θεατρικά: Οι Σοφοί & Ποιός Γελάει Μαζί Μου, που δεν θα παιχτούνε ποτέ. Ωστόσο τα νομικά δεν θα ξεχαστούνε και τελικά παίρνει το πτυχίο του το 1850. Σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του, θα ‘πρεπε ν’ αρχίσει ν’ ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, μα ο Βερν αρνείται επίμονα γιατί όπως δηλώνει, η μόνη καρριέρα που του ταιριάζει είναι του συγγραφέα. Δεν φεύγει από το Παρίσι και για να ζήσει παραδίδει μαθήματα.
Όταν ο πατέρας ανακάλυψε πως ο γιος πιότερο έγραφε παρά ασχολιότανε με τα νομικά, απέσυρε την οικονομική υποστήριξη. Ο Βερν αναγκάστηκε να εργαστεί σα χρηματιστής, επάγγελμα που μισούσε, παρά το γεγονός ότι ήταν επιτυχημένος σ’ αυτό. Σ’ αυτή τη περίοδο γνώρισε και το Βίκτωρα Ουγκώ, εκτός του Δουμά, κι έμαθε πολλά απ’ αυτούς που τον ωφέλησαν αργότερα. Επίσης ανακάλυψε πως το να γράφει κανείς θεατρικά έργα σαν ερασιτέχνης και το να γράφει έργα για να ζήσει, είναι διαφορετικά πράματα. Το ένα διασκεδαστικό και τ’ άλλο εξαιρετικά τολμηρό, σα μέσο που να εξασφαλίζει τροφή και στέγη. Αναζήτησε τότε έναν άλλο τρόπο για να κερδίζει τα προς το ζην, πάντα με βάση το χάρισμά του να γράφει με ζωντανό τρόπο.
Το 1852 δημοσιευτήκανε στο λογοτεχνικό περιοδικό Le Musée des familles οι 1ες του μικρές ιστορίες: Τα Πρώτα Καράβια Του Μεξικανικού Ναυτικού (Les premiers navires de la marine mexicaine) και Ταξίδι Με Αερόστατο (Un voyage en ballon), που θα περιληφθεί αργότερα στον τόμο Ο Γιατρός Οξ, με τίτλο: Δράμα Στους Αιθέρες. Πρόκειται για 2 αφηγήματα που μέσα τους φαίνεται να ξεπροβάλλει δειλά-δειλά ο μελλοντικός δημιουργός των Θαυμαστών Ταξιδιών. Οι ταξιδιωτικές ιστορίες που έγραψε για το περιοδικό αποκάλυψαν το πραγματικό του ταλέντο: να περιγράφει με απολαυστικό τρόπο εξωφρενικές περιπέτειες και ταξίδια, δίνοντας έξυπνα επιστημονικά και γεωγραφικά στοιχεία που δίναν έναν αέρα αληθοφάνειας.
Την ίδια χρονιά, 1852, αναλαμβάνει γραμματέας του Εντμόν Σεβέστ, που το 1851 εγκατέστησε στο χώρο του Ιστορικού Θεάτρου, την Εθνική Όπερα, που από τον Απρίλη 1852 και για πάνω από 10 έτη μετονομάστηκε σε Λυρικό Θέατρο. Τον Απρίλη επίσης δημοσιεύει, πάλι στο Μουσείο Των Οικογενειών, τη 1η του νουβέλα με τίτλο Μάρτιν Πας. Επρόκειτο για έν ιστορικό αφήγημα όπου η αντιπαλότητα Ισπανών, Ινδιάνων και των μιγάδων του Περού, μπλέκεται αριστοτεχνικά με μια συναισθηματική ίντριγκα. Μόλις 24 ετών και διαθέτει κιόλας τον ιστορικο-γεωγραφικόν ορίζοντα που θα τονε καταστήσει σαν έναν από τους οραματιστές της εποχής. Στις 20 Απρίλη 1853 παίζεται στο Λυρικό (πλέον κι όχι πια Ιστορικό) Θέατρο, η μονόπρακτη οπερέτα La Colin Maillard, το λιμπρέττο της οποίας έχει γράψει ο ίδιος μαζί με το φιλαράκι του τον Μισέλ Καρέ και τη μουσική ο Αριστέν Ινιάρ. Κάνει συνολικά 40 παραστάσεις, πράγμα που θεωρείται μεγάλη επιτυχία και το έργο εκδίδεται από τους Μισέλ-Λεβί. Την επόμενη χρονιά, μετά το θάνατο του Ζυλ Σεβέστ, εγκαταλείπει το Λυρικό Θέατρο και στρώνεται στη δουλειά στο μικρό διαμέρισμά του στο βουλεβάρτο Μπον Νουβέλ. Δημοσιεύει τη 1η μορφή του Maitre Zaccharius (1854) και συνεχίζει, χωρίς να σταματά να γράφει και θέατρο.
Το 1855 δημοσιεύτηκε το 1ο του μυθιστόρημα ταξιδιών και περιπέτειας, το Ξεχειμώνιασμα Στους Πάγους (Un hivernage dans les glaces). Την επόμενη χρονιά γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του. Στις 10 Γενάρη 1857 ο ντροπαλός Βερν νυμφεύθηκε την Ονορίν ντε Βιαν Μορέλ,το γένος Φρεν ντε Βιάν, μια νεαρή χήρα 26 ετών, με 2 κόρες. Η οικογένεια μεγάλωσε πια και τότε με μιαν ενίσχυση του πατέρα (500.000 φραγκα) και τη στήριξη και τις διασυνδέσεις του πεθερού, αποφασίζει να μπεί στο Χρηματιστήριο, σα συνεταίρος του χρηματιστή Εγκλί. Εγκαθίστανται τότε στο βουλεβάρτο Μονμάρτρ και κατόπιν στην οδό Σεβρ..Με την ενθάρρυνση της Ονορίν κι ενώ εργαζότανε και σα μεσίτης χρεωγράφων πλέον, συνέχισε να γράφει και να ζητά εκδότη. Στις 3 Αυγούστου 1861 γεννήθηκε ο γιος του, Μισέλ Βερν. Έκτοτε παραπονιόταν ότι το κλάμα του παιδιού τού αποσπούσε τη συγκέντρωσή του για τη συγγραφή μίας ιστορίας για ένα αερόστατο. Αργότερα ο Μισέλ παντρεύτηκε μία ηθοποιό παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα, απέκτησε 2 παιδιά με ανήλικη ερωμένη και βυθίστηκε στα χρέη. Οι σχέσεις μεταξύ πατέρα και γιου βελτιώθηκαν μετά από αρκετά χρόνια.
Το έργο της ζωής του εξακολουθεί να ταΐζεται με πολλά κι ατέλειωτα διαβάσματα, αλλά και με τα 1α του μεγάλα ταξίδια σε Αγγλία και Σκωτία 1859 και Νορβηγία και Σκανδιναβία το 1861. Χωρίς φυσικά ν’ απαρνιέται τη δραματουργία, το 1860 παρουσιάζει στη Μπουφ-Παριζιέν, υπό τη διεύθυνση του Όφφενμπαχ, την οπερέτα Μ. de Chimpanze, σε μουσική του Ινιάρ και το 1861 στο Βοντβίλ με συνεργασία του Σαρλ Βαλύ μια κωμωδία με τίτλο: Έντεκα Ημέρες Πολιορκία.ωΤο 1862, κι αφού συνάντησε μεγάλες δυσκολίες να βρει εκδότη για το έργο του, γνώρισε τον Πιέρ-Ζυλ Ετζέλ, έναν από τους πιο σημαντικούς Γάλλους εκδότες του 19ου αι., που εξέδωσε, μεταξύ άλλων, έργα του Ουγκώ, της Γεωργίας Σάνδη και των Ερκμάν-Σατριάν. Ο Ετζέλ διάβασε μία ιστορία του Βερν, σχετικά με την εξερεύνηση της Αφρικής με αερόστατο, που είχε απορριφθεί από άλλους εκδότες επειδή ήταν “υπερβολικά επιστημονική”. Όμως ο Ετζέλ αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον νέο συγγραφέα κι υπογράφουνε συμβόλαιο συνεργασίας για τα επόμενα 20 έτη.. Με τη βοήθεια του ο Βερν ξανάγραψε την ιστορία, και κυκλοφόρησε τέλη Δεκέμβρη 1862 σε βιβλίο με τίτλο Πέντε Βδομάδες Με Αερόστατο, που ήταν η 1η προσπάθειά του να εισχωρήσει στο μαγικό του οραματικό κόσμο της μηχανής. Το βιβλίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία κι ο Ετζέλ έγινε ο μοναδικός εκδότης του. Η πραγματική καρριέρα του Ιουλίου Βερν τότε αρχίζει πραγματικά.
Αργότερα, με τη βοήθεια και πάλι του Ετζέλ, ήρθε σ’ επαφή μ’ ερευνητές κι εφευρέτες που πλατύνανε γνώσεις κι ορίζοντές του, τον συμβούλευαν σε ειδικά θέματα και φυσικά τονε τροφοδοτούσαν με ιδέες. Μετά την επιτυχία του προηγούμενου βιβλίου, έγινε γνωστός σα συγγραφέας και μπορούσε πλέον να συντηρείται μόνο με τη συγγραφή. Τώρα μπορούσε επιτέλους να παρατήσει κείνη τη παλιοδουλειά που δεν τη χώνεψε ποτέ κι ας του άφηνε σημαντικά οφέλη, του χρηματιστή. Τα επόμενα χρόνια έγραψε πάρα πολλά μυθιστορήματα που συνήθως δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο 15ήμερο περιοδικό του Ετζέλ Magazine d’Éducation et de Récréation πριν εκδοθούνε σε βιβλία. Το βάρος επικεντρώνονταν σε μυθιστορήματα ταξιδιών και περιπετειών. Εκεί ξεκίνησε να εμφανίζεται σε συνέχειες στο 1ο του τεύχος το: Οι Περιπέτειες Του Πλοιάρχου Χατερά. Ο Βερν κι ο Ετζέλ αποτέλεσαν έν εξαιρετικό δίδυμο συγγραφέα-εκδότη μέχρι τον θάνατο του Ετζέλ το 1886. Ακολουθώντας τις συμβουλές του πρόσθετε κωμικές πινελιές στα μυθιστορήματά του, άλλαζε τις δυσάρεστες καταλήξεις των έργων του σ’ ευχάριστες και περνούσε ήπια διάφορα πολιτικά μηνύματα.
Τα βιβλία του που απευθύνονταν κυρίως σε νεανικό και σχετικά μορφωμένο αρσενικό κοινό, δεν ήταν επιτυχημένα μόνο στη Γαλλία αλλά, χάρη στις μεταφράσεις τους, σ’ όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Τα γνωστότερα έργα του είναι: Ταξίδι Στο Κέντρο Της Γης (με το… γαργαλιστικό υότιτλο: Τροχιά Ευθεία 90 Μοίρες.20′. 1864), Από Τη Γη Στη Σελήνη (1865), Γύρω Απ’ Τη Σελήνη (1866), 20.000 Λεύγες Υπό Τη Θάλασσα (1869) κι Ο Γύρος Του Κόσμου Σε 80 Ημέρες (1873), που σταθεροποίησαν τη φήμη του συγγραφέα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το τελευταίο μάλιστα ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του από άποψη πωλήσεων και διασκευάστηκε επιτυχώς για το θέατρο. Το 1876 εκδόθηκε το πολιτικό δράμα Μιχαήλ Στρογκώφ, που κι αυτό με τη σειρά του διασκευάστηκε με τη συνεργασία του Αντόλφ ντ’ Εννερί σε πετυχημένο θεατρικό έργο κι αποζημίωσε τον Ιούλιο για τις απογοητεύσεις που δοκίμασε με τα θεατρικά έργα που έγραψε στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Το έργο αυτό γυρίστηκε αργότερα σε ομιλούσα κινηματογραφική ταινία, κάτι που δεν μπόρεσε να συλλάβει η ισχυρή φαντασία του.
Μετά τέτοιαν επιτυχία, νοικιάζει ένα σπίτι στο Κροτουά, κοντά στις εκβολές του Σομ και το 1867, αγόρασε ένα μικρό πλοίο, το Σεν Μισέλ, που αντικαταστάθηκε διαδοχικά από το Σεν Μισέλ ΙΙ και το Σεν Μισέλ ΙΙΙ, όσο βελτιώνονταν τα οικονομικά του (το πάθος του). Με το ΙΙΙ, ταξίδεψε σ’ όλη την Ευρώπη. Το 1870, του δόθηκε ο τίτλος του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Μετά το 1880, αν και πέρασε πλέον το ζενίθ της δημιουργικότητάς του, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει έργα σχεδόν χωρίς διάλειμμα. Η πίστη του όμως στα τεχνικά επιτεύγματα σιγά-σιγά εξασθένησε κι από πολιτική άποψη έγινε πιο συντηρητικός. Παρά τις επιτυχίες, δεν κατάφερε το 1883 να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, όπως ήταν η επιθυμία του. Έτσι, άρχισε να κάνει πολλά ταξίδια, εν μέρει με ιδιόκτητα μηχανοκίνητα ιστιοφόρα και διατηρούσε ένα εντυπωσιακό σπίτι στην Αμιένη όπου ζούσε κι από όπου καταγόταν η σύζυγός του. Το κοινό του ανήκε πάντα σε 2 κατηγορίες: η 1η ήτανε παιδιά κι έφηβοι, για την ανάγνωσή τους κι η 2η ήταν οι ενήλικες που παθιάζοντας με την επιστήμη. Χάνει τον πατέρα του το 1871, τη μητέρα του το 1887 και τον αδελφό του Πωλ το 1897, ενώ το 1902 απέκτησε διαβήτη και καταρράκτη. “Η ζωή μου είναι γεμάτη, δεν υπάρχει θέση για ανία. Αυτό είναι πάνω-κάτω που πάντοτε ζητούσα“, θα γράψει στα καλά χρόνια της υγείας και της δόξας.
Στις 9 Μάρτη 1886, καθώς επέστρεφε σπίτι, ο 25χρονος ανηψιός του, Γκαστόν, τον πυροβόλησε 2 φορές με πιστόλι. Η 1η σφαίρα αστόχησε αλλά η 2η βρήκε το αριστερό πόδι του, αφήνοντάς του μόνιμη χωλότητα που δεν κατέστη δυνατό να αντιμετωπιστεί. Αυτό το περιστατικό αποσιωπήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά ο Γκαστόν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε ψυχιατρείο. Μετά το θάνατο της αγαπημένης του μητέρας (1887) κι αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος του Ετζέλ (1886), ο Βερν άρχισε να γράφει πιο σκοτεινά έργα. Εδώ αξίζει να τονιστεί πως προφανώς όλα τούτα μαζί τον αλλάξανε πολύ. Πούλησε τη θαλαμηγό του, απαρνήθηκε τη ταξιδιάρικη κι ελεύθερη ζωή, αγκυροβολεί οριστικά στην Αμιένη και παίρνει στα σοβαρά το ρόλο του δημοτικού συμβούλου, Συγγραφέας και Σύμβουλος δίναν ικανοποίηση ο ένας στον άλλον αλληλοκαλυπτόμενοι. “Το Παρίσι δεν θα με ξαναδεί πια“, έγραψε στη μια του αδελφή το 1892. Οι βιογράφοι του από δω και πέρα τονε περιγράφουνε σιωπηλό, κάπως σκοτεινό και μελαγχολικό. Παραθέτουνε το απόσπασμα επιστολής στην αδελφή του με ημερομηνία 1η Αυγούστου 1894, που λέει το εξής: “Κάθε χαρά μου, έχει γίνει ανυπόφορη, ο χαρακτήρας μου έχει αλλοιωθεί βαθια κι έχω δεχτεί πλήγματα, από τα οποία ποτέ δεν θα συνέλθω”. Πάντως επίσης μπορούν να προστεθούν ένα σωρό άλλα γραφόμενά του από καλλίτερες στιγμές κι είναι άδικο να σχολιαστεί από μόνον ένα στο τέλος. Π.χ. “Όταν δεν εργάζομαι νιώθω άδειος, δεν έχω ζωή μέσα μου. Η δουλειά μου δίνει χαρά…” Πράγματι, εργάστηκε άοκνα όλη του τη ζωή,
Αυτά λοιπόν μπορεί να οφείλονται εν μέρει σε αλλαγές στη προσωπικότητά του, αλλά ένας σημαντικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι ο γιος του Ετζέλ, που ανέλαβε την επιχείρηση, δεν ήτανε τόσο αυστηρός στις διορθώσεις όσο ήταν ο Ετζέλ. Το 1888, μπήκε στη πολιτική κι εξελέγη δημοτικός σύμβουλος της Αμιένης, θέση την οποία υπηρέτησε επί 15 χρόνια. 4 χρόνια μετά, ο καταρράκτης που τον ταλαιπωρούσε, μείωσε κατά πολύ την όρασή του. Στις 24 Μάρτη 1905, κι ενώ έπασχε από διαβήτη και παράλυση, πέθανε σπίτι του επί της Boulevard Longueville 44 (σημερινή Boulevard Jules-Verne), στα 77 του χρόνια, με τη χαρά ότι το έργο του είχε αγαπηθεί κι εκτιμηθεί. Ο γιος του, Μισέλ Βερν, επέβλεψε την έκδοση των μυθιστορημάτων Η Εισβολή Της Θάλασσας κι Ο Φάρος Στην Άκρη Του Κόσμου.
Το 1863, είχε γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο Το Παρίσι Στον 20ό Αιώνα, όπου ένας νεαρός άντρας ζει σ’ ένα κόσμο με γυάλινους ουρανοξύστες, τραίνα υψηλής ταχύτητας, αυτοκίνητα που κινούνται με φυσικό αέριο, αριθμομηχανές κι ένα παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνιών, αλλά δεν μπορεί να βρει την ευτυχία και καταλήγει σ’ ένα τραγικό τέλος. Ο Ετζέλ σκέφτηκε ότι η απαισιοδοξία του μυθιστορήματος θα έβλαπτε την ακμάζουσα καρριέρα του και πρότεινε να περιμένει 20 χρόνια για να το δημοσιεύσει. Έβαλε το χειρόγραφο σε ασφαλές σημείο, όπου ανακαλύφθηκε το 1989. Δημοσιεύθηκε το 1994, και την ίδια εποχή δημοσιεύθηκαν για 1η φορά πολλά άλλα μυθιστορήματα και διηγήματά του. Ο Ιούλιος Βερν συνάρπασε τη φαντασία όχι μόνο της Γαλλίας, όπου γεννήθηκε, αλλά κι όλης της ευρωπαϊκής ηπείρου και της Αμερικής. Τα μυθιστορήματά του μεταφραστήκανε σχεδόν σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Έγραψε ταξιδιωτικές ιστορίες που διαδραματίζονται σε θάλασσες, σε στεριές και στον αέρα, προβλέποντας μερικά από τα σύγχρονα κατορθώματα του ανθρώπου. Τα μεγάλα συγγράμματά του εισήγαγαν στη φιλολογία μία νέα σχολή, περιγράφοντας με σχεδόν επιστημονικό τρόπο τις τολμηρές κι απίστευτες περιπέτειες, που ήταν άγνωστες στους συγχρόνους του.
Προς το τέλος της ζωής του παθιάστηκε με την Αφήγηση Του Δρ Αρθουρ Πυμ Από Το Ναντάκετ, του Πόε, συγγραφέα που θαύμαζε επί 50 χρόνια, κι αμέσως ρίχτηκε στη δουλειά. Είχε γράψει ένα άρθρο για τον Πόε και τα έργα του (Edgard Poe et ses œuvres, 1864) και τότε έκανε τη… συνέχεια του Πυμ με τίτλο: Η Σφίγγα Των Πάγων. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του συγγραφέα όπως το ονόμαζε “επιστημονικών εκπαιδευτικών μυθιστορημάτων”: ο προσεκτικός αναγνώστης θα πληροφορηθεί πολλά για τη χλωρίδα, τη πανίδα, τη γεωγραφία και την ιστορία των περιοχών όπου διαδραματίζονται τα έργα του. Ορισμένα κεφάλαια των έργων του είναι καθαρά και μόνο πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως π.χ. το 1ο Κεφ. (Το Σκλαβοπάζαρο) στο 2ο Μερος (Στην Αφρική) του μυθιστορήματος Ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος. Έτσι κι οι διάφορες επινοήσεις στα έργα του δεν είναι προϊόντα φαντασίας, αλλά προσεκτικά ερευνημένες πιθανότητες. Εκ των πραγμάτων δηλαδή έπρεπε ορισμένα μέσα μετακίνησης στα μυθιστορήματά του να γίνουν αργότερα πραγματικότητα. Μάλιστα ορισμένες εφευρέσεις του είχαν ήδη πραγματοποιηθεί: ο ίδιος ανέφερε σε συνέντευξή του πως οι Ιταλοί είχανε φτιάξει υποβρύχια 60 χρόνια πριν από τον καπετάνιο Νέμο.
Φαντάστηκε -μεταξύ άλλων- το ελικόπτερο, το δίκτυο των παγκόσμιων τηλεπικοινωνιών και τα διαστημικά ταξίδια σε μια σειρά από μυθιστορήματα που μάγεψαν πολλές γενιές εφήβων. Ο λόγος είναι για τη σειρά των 54 μυθιστορημάτων του συνολικά, που είχαν εκδοθεί με το γενικό τίτλο Θαυμαστά Ταξίδια. Εφέτος κλείνουν 157 χρόνια από τη κυκλοφορία του 1ου από αυτά, του Πέντε Βδομάδες Με Αερόστατο. Η σειρά ξεκίνησε το 1863 με το βιβλίο αυτό, που ο συγγραφέας αφηγείται τις περιπέτειες ενός Άγγλου επιστήμονα, του Δρος Φέργκιουσον, που προσπαθεί να διασχίσει την Αφρική από την ανατολική προς τη δυτική ακτή επιβαίνοντας σ’ ένα αερόστατο. Η τεχνολογική πινελιά στο βιβλίο αυτό έγκειται στο ότι το αερόστατο του Δρος Φέργκιουσον χρησιμοποιεί υδρογόνο τόσο για τη πλήρωση του σάκου όσο και για τη θέρμανση του αερίου σε αυτόν. Έτσι ο πιλότος μπορεί να πετύχει τον έλεγχο της ανόδου και της καθόδου κατά βούληση, θερμαίνοντας το υδρογόνο στον σάκο για την άνοδο και ψύχοντάς το για τη κάθοδο, αντίθετα με τα αερόστατα της εποχής, όπου οι επιβάτες απέρριπταν έρμα για την άνοδο και περίμεναν τη διαφυγή ή τη ψύξη του αερίου για τη κάθοδο. Το στοιχείο αυτό είναι ένα μικρό μόνο μέρος όλου του βιβλίου, αποδείχθηκε όμως πολύ σημαντικό στη τεράστια επιτυχία του. Από τότε στα υπόλοιπα 53 βιβλία της σειράς ο Βερν προσπαθούσε, όσο μπορούσε, να περιλαμβάνει στη πλοκή εφευρέσεις ή καταστάσεις που φαίνονταν “λογικές” στην εποχή του, σαν αποτέλεσμα της τεχνολογικής εξέλιξης γνωστών επιστημονικών ανακαλύψεων. Αλλες από αυτές τις ιδέες του πραγματοποιηθήκανε σε σύντομο χρονικό διάστημα, άλλες σε μεγαλύτερο κι άλλες απλά παρέμειναν ως ενδιαφέρουσες αλλά ακόμη ανεφάρμοστες συλλήψεις ενός δημιουργικού μυαλού. Σίγουρα όμως δεν ήταν ένας κλασσικός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Οπως άλλωστε είχε δηλώσει κάποτε κι ο ίδιος, “σκοπός μου δεν είναι να προφητέψω αλλά να διαδώσω τη γνώση“.
Και να σκεφτεί κανείς πως τότε ο κόσμος εξακολουθούσε να αντικρύζει την επιστήμη με φόβο κι αγωνία και περιοριζότανε στα εργαστήρια των σοφών, που δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να αποθαρρυνθεί από τις λαϊκές προλήψεις. Ο νέος τύπος μυθιστορήματος που εισήγαγε ο Βερν ανατάραξε τη φαντασία των ανθρώπων και τους έκανε να στραφούνε ψηλά και να ερευνήσουνε τον ουρανό έχοντας το ερώτημα αν είναι πραγματικά δυνατή η πτήση στο διάστημα. Έκανε επίσης τους ανθρώπους να στρέψουνε το ενδιαφέρον τους στους βυθούς των ωκεανών και να μελετήσουν αν υπήρχε δυνατότητα να κατακτήσουνε τον υποβρύχιο κόσμο. Σήμερα, παρ’ όλο που οι περισσότερες φανταστικές του ιστορίες έγιναν πραγματικότητα, τα έργα του εξακολουθούν να είναι αγαπητά για τη πρωτοτυπία και το κοσμαγάπητο ύφος τους.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αμιένη της Βόρειας Γαλλίας, γενέτειρας της γυναίκας του Ονορέν. Έτσι πολλά μέρη της πόλης πήρανε τ’ όνομά του. Στην Αμιένη επίσης βρίσκεται ο τάφος του. Το σπίτι όπου έζησε είναι σήμερα μουσείο. Ένα εστιατόριο που βρίσκεται στον Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι ονομάστηκε Le Jules Verne. Το 1954, το 1ο ατομικό υποβρύχιο του κόσμου, το αμερικάνικο Ναυτίλος (Nautilus), πήρε το όνομά του από το ομώνυμο υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμο από το 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα. Επίσης, πολλά από τα μυθιστορήματά του γίνανε ταινίες.
Ο Ετζέλ
Ο Ετζέλ επηρέασε σημαντικά τα γραπτά του Βερν, που ήτανε τόσο χαρούμενος που βρήκε πρόθυμο εκδότη ώστε συμφώνησε σχεδόν σε όλες τις αλλαγές που του πρότεινε. Ο Ετζέλ απέρριψε τουλάχιστον ένα μυθιστόρημα (Το Παρίσι Στον 20ό Αιώνα) και του ζήτησε ν’ αλλάξει σημαντικά τα άλλα κείμενά του. Στη πραγματικότητα δεν ήτανε λάτρης της τεχνολογίας και της ανθρώπινης προόδου, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τα έργα που έγραψε πριν τη γνωριμία του και μετά το θάνατο του εκδότη. Μία από τις πιο σημαντικές αλλαγές που του επέβαλε ήταν η υιοθέτηση της αισιοδοξίας στα μυθιστορήματά του. Το αίτημά του για αισιόδοξα κείμενα αποδείχθηκε σωστό. Για παράδειγμα, η Μυστηριώδης Νήσος αρχικά τελείωνε με όλους τους επιζώντες να επιστρέφουν στην ηπειρωτική χώρα αλλά στη συνέχεια είχανε πάντα το αίσθημα της νοσταλγίας για το νησί. Ο Ετζέλ αποφάσισε ότι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να ζήσουν ευτυχισμένοι, γι’ αυτό και στο αναθεωρημένο μυθιστόρημα χρησιμοποίησαν τις περιουσίες τους για να φτιάξουν ένα αντίγραφο του νησιού. Επίσης, για να μη προσβάλλει τον στρατιωτικό σύμμαχο της Γαλλίας εκείνη την εποχή, τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η καταγωγή και το παρελθόν του πλοιάρχου Νέμο άλλαξαν σημαντικά. Αρχικά ήταν Πολωνός πρόσφυγας, που ήθελε να εκδικηθεί για τη διαίρεση της πατρίδας του και το θάνατο της οικογένειάς του κατά την Εξέγερση του Γενάρη και τελικά έγινε Ινδός πρίγκηπας που αγωνίζεται κάτω από τη θάλασσα εναντίον της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας μετά την Ινδική Εξέγερση του 1857.
Η επιφανειακή ανάγνωση των βιβλίων του οδήγησε τους περισσότερους να τονε θεωρούν συγγραφέα ΕΦ και μάλιστα έναν από τους θεμελιωτές αυτού του είδους λογοτεχνίας. Ωστόσο η διαφορά του από τους κλασσικούς συγγραφείς ΕΦ είναι ίσως λεπτή αλλά ξεκάθαρη. Οι άλλοι συγγραφείς ΕΦ φαντάστηκαν καταστάσεις που απείχανε πολύ από το επιστημονικό και τεχνολογικό επίπεδο της εποχής τους. Κλασσικά παραδείγματα: ο Αόρατος Άνθρωπος κι η Εισβολή Εξωγήινων (Οράτιος Γουέλς), η αναβίωση νεκρών (το τέρας του Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλεϊ) κι η Ζωή Στον Αρη (Εντγκαρ Ράις Μπάροους).Το στοιχείο λοιπόν που τον ώθησε ήταν οι ανθρώπινοι χαρακτήρες κι η εξέλιξη της κοινωνίας. Το στοιχείο της EΦ χρησιμοποιείται για να τοποθετήσει τους ανθρώπους σε καταστάσεις πρωτόγνωρες για την εποχή του κι ήταν αυτό βέβαια που χάρισε τόσο ευρεία αναγνώριση στον μεγάλο συγγραφέα.
Αντίθετα, στηρίχθηκε στη γνωστή επιστήμη και τεχνολογία της εποχής του για να περιγράψει τη λογική και πιθανά αναμενόμενη εξέλιξή τους, η οποία, τις περισσότερες φορές, δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Το 1870 περιέγραψε στο μυθιστόρημά του 20.000 Λεύγες, ένα υποβρύχιο, τον Ναυτίλο, που ο εφευρέτης του, πλοίαρχος Νέμο, χρησιμοποιούσε για να πετύχει τη παγκόσμια ειρήνη. Τα 1α υποβρύχια είχανε δοκιμαστεί το 1862, στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, αλλά η αυτονομία κι οι δυνατότητές τους δεν είχανε καμμία σχέση με τον Ναυτίλο, οι επιδόσεις του οποίου μοιάζανε πιότερο με κείνες των σημερινών πυρηνοκίνητων υποβρυχίων. Το 1886 περιέγραψε το ελικόπτερο στο μυθιστόρημά του Ροβήρος Ο Κατακτητής, ενώ η 1η πετυχημένη πτήση ελικοπτέρου πραγματοποιήθηκε το 1906 από τους Γάλλους αδελφούς Μπρεγκέ. Το 1865 (Από Τη Γη Στη Σελήνη) και το 1870 (Γύρω Από Τη Σελήνη) περιέγραψε ένα αποτυχημένο ταξίδι στη Σελήνη, κατά το οποίο το διαστημόπλοιο έχασε τον στόχο του, λόγω της βαρυτικής πάρελξης ενός αστεροειδούς, διέγραψε ένα ημικύκλιο γύρω από το δορυφόρο μας κι επέστρεψε στη Γη. Οπως είναι γνωστό, ο 1ος άνθρωπος πάτησε το πόδι του στη Σελήνη το 1969, αλλά αξίζει ν’ αναφερθεί ότι το 1970 το διαστημόπλοιο Απόλλων 13, στη 3η στη σειρά διαστημική αποστολή στη Σελήνη, έπαθε μια σοβαρή βλάβη και χρειάστηκε να ακολουθήσει ακριβώς την ίδια τροχιά με αυτή που είχε φανταστεί ο Βερν ακριβώς 100 χρόνια πριν, καταλήγοντας κι αυτό να προσθαλασσωθεί στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Η αγάπη του για την Αστρονομία του ενέπνευσε άλλα 3 βιβλία: Ταξίδι Σε Κομήτη (1887), Η Γη Άνω Κάτω (1889) και Το Κυνήγι Του Μετεώρου (1901). Στο 1ο πραγματεύεται τη σύγκρουση της Γης με ένα κομήτη, που έχει αποτέλεσμα να αποσπαστεί ένα μικρό κομμάτι της Γης με τους κατοίκους της και να ακολουθήσει τον κομήτη στη περιφορά του γύρω από τον Ηλιο, προτού επιστρέψει στη Γη. Στο 2ο αφηγείται τη προσπάθεια των αστροναυτών του ταξιδιού στη Σελήνη που σκέπτονται, μετά την επιτυχή επιστροφή τους, να αλλάξουνε τη κλίση του άξονα περιστροφής της Γης για να τροποποιήσουνε το κλίμα του Βόρειου Πόλου. Στο 3ο αφηγείται τη προσπάθεια 2 ερασιτεχνών αστρονόμων να εκμεταλλευτούνε το χρυσάφι που περιέχεται σ’ έναν αστεροειδή. Κι οι 3 ιστορίες είναι σήμερα αντικείμενα σοβαρών συζητήσεων στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Τέλος, το 1904 περιέγραψε στο μυθιστόρημά του Ο Κοσμοκράτωρ ένα όχημα που μπορούσε να μετατραπεί σε αυτοκίνητο, αεροπλάνο, πλοίο ή υποβρύχιο, εμπνευσμένος προφανώς από τη 1η πτήση των αδελφών Ράιτ το 1902. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις αρχές της 10ετίας του ’60 κυκλοφόρησε ένα γερμανικό αυτοκίνητο, το Amphicar, που μπορούσε να κινηθεί και στην επιφάνεια του νερού, σαν πλοίο.
Ο Ιούλιος Βερν υπήρξε ένας πολυγραφότατος συγγραφέας, με περισσότερα από 100 βιβλία στο ενεργητικό του, είναι ο 2ος σε αριθμό μεταφράσεων συγγραφέας μετά την Αγκαθα Κρίστι. Τα έργα του είχαν μεγάλη απήχηση και διαμόρφώσανε χαρακτήρες εκατομμυρίων εφήβων στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού. Πέρα από την ανάπτυξη του πνεύματος της αναζήτησης και την εμπλοκή του μέσου αναγνώστη στη τεχνολογία, κάτι που δεν ήτανε και πολύ συνηθισμένο τότε, γνωρίζουμε πως οδηγήσανε γνωστούς επιστήμονες κι εφευρέτες στην υλοποίηση ιδεών που δανείστηκαν από τον μεγάλο γάλλο συγγραφέα. Για παράδειγμα, ο πρωτοπόρος Αμερικανός σχεδιαστής υποβρυχίων Σάιμον Λέικ έλεγε ότι πολλές από τις ιδέες του τις είχε δανειστεί από το βιβλίο 20.000 λεύγες υπό την θάλασσα. Τον ίδιο θαυμασμό γι’ αυτό το βιβλίο είχε και ο Γάλλος εξερευνητής των βυθών Ζακ Υβ Κουστό. Ο Βραζιλιάνος Αλμπέρτο Σάντος-Ντιμόν, ο οποίος κατασκεύασε το πρώτο επιχειρησιακά πλήρες πηδαλιουχούμενο αερόστατο το 1901 κι ένα από τα πρώτα αεροπλάνα το 1906, απέδιδε σ’ αυτόν την έμπνευσή του γι’ αυτές τις εφευρέσεις. Ο Ρωσοαμερικανός Ιγκόρ Σικόρσκι συνήθιζε να λέει ότι πηγή της έμπνευσής του για τη κατασκευή των ελικοπτέρων του ήταν το βιβλίο του Βερν Ροβήρος ο Κατακτητής. Είναι επίσης γνωστό ότι κι οι τρεις μεγάλοι πρωτοπόροι της πυραυλικής τεχνολογίας, ο Ρώσος Κονσταντίν Τσιολκόφσκι, ο Αυστρογερμανός Χέρμαν Ομπερτ κι ο Αμερικανός Ρόμπερτ Γκόνταρντ είχαν εμπνευσθεί από το βιβλίο του, Από τη Γη στη Σελήνη. Τέλος, ο αμερικανός εξερευνητής των Πόλων Ρίτσαρντ Μπερντ, επιστρέφοντας από μια πτήση πάνω από τον Νότιο Πόλο, είπε “Ο Ιούλιος Βερν με οδήγησε σε αυτό το ταξίδι“, αναφερόμενος στα βιβλία Οι Περιπέτειες Του Πλοιάρχου Χατεράς και Το Μυστήριο Της Ανταρκτικής. Πέρα όμως από την επιστημονική απήχηση των βιβλίων του, είχε επηρεάσει και πολλούς λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων οι Γάλλοι Ρεμπό, Ιονέσκο, Ζαν Κοκτό κι Αντουάν ντε Σεντ-Εξυπερί.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι προσπάθησε να κάνει και πραγματική επιστημονική φαντασία σε 2 έργα του. Στο 1ο, Το Παρίσι Στον 20ό Αιώνα που γράφτηκε το 1863, -όπως και το 1ο της σειράς Θαυμαστά Ταξίδια-, προσπαθεί να φανταστεί πώς θα είναι ο κόσμος ύστερα από 100 χρόνια, ενώ στο 2ο, Η Μέρα Ενός Αμερικανού Δημοσιογράφου Το 2889, που γράφτηκε το 1889, προσπαθεί να φανταστεί πώς θα είναι ο κόσμος ύστερα από 1.000 χρόνια. Για το 2ο είναι πολύ νωρίς να υπάρχει γνώμη, όμως πολλές από τις προβλέψεις του, όπως για παράδειγμα η εξάντληση των ορυκτών καυσίμων, εμφανίστηκαν σε πολύ συντομώτερο χρονικό ορίζοντα. Για το 1ο διαπιστώνεται πως είχε εκτιμήσει σωστά μερικές από τις συνέπειες της βιομηχανικής ανάπτυξης αλλά, μη γνωρίζοντας επιστημονικές ανακαλύψεις-κλειδιά, έχασε αρκετές άλλες. Αυτό το βιβλίο, που εκδόθηκε μόλις το 1993 για λόγους που εξηγήθηκαν, έδειξε έναν Ιούλιο Βερν ποιητικό, ρομαντικό και πεσιμιστή, εντελώς διαφορετικό από αυτόν που είχαμε γνωρίσει σε άλλα βιβλία του. Στο Παρίσι του 1963 κυκλοφορούν αυτοκίνητα που λειτουργούν με πεπιεσμένο αέρα, η πόλη όμως έχει σοβαρό πρόβλημα μόλυνσης της ατμόσφαιρας από τις βιομηχανίες. Οι άνθρωποι έχουνε γίνει λιγώτερο κοινωνικοί εξαιτίας της εντονότερης εργασιακής απασχόλησης και παρασκευάζονται τρόφιμα από ανόργανες πρώτες ύλες. Η Γη έχει καλυφθεί από ένα πυκνό δίκτυο καλωδίων που στηρίζει τις εκτεταμένες τηλεπικοινωνίες, με τις οποίες είναι δυνατή η αποστολή εικόνων και το παίξιμο 20 πιάνων σε διαφορετικά σημεία του κόσμου από τον ίδιο καλλιτέχνη. Ολες αυτές οι προβλέψεις έχουνε γίνει σήμερα λίγο-πολύ πραγματικότητα. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως έχασε πολύ σημαντικές εξελίξεις, όπως τους κινητήρες εσωτερικής καύσης (ο βενζινοκινητήρας εφευρέθηκε το 1876) και τις ασύρματες τηλεπικοινωνίες (τα ραδιοκύματα προβλέφθηκαν από τον Ρόμπερτ Μάξγουελ το 1867 κι ανακαλύφθηκαν από τον Ρούντολφ Χερτς το 1887). Αγνοούσε επίσης τους πυραύλους, αφού η 1η πετυχημένη δοκιμή έγινε το 1926, κι έτσι στο βιβλίο του Από Τη Γη Στη Σελήνη εκτοξεύει το διαστημόπλοιο από τη θέση που επέλεξε τελικά η NASA, τη Φλόριδα, και με τη σωστή ταχύτητα διαφυγής, όμως όχι με πύραυλο αλλά με ένα τεράστιο κανόνι σκαμμένο στη πλαγιά ενός βουνού. Πάνω απ’ όλα όμως, έχασε τη ψηφιακή επανάσταση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και τον συνδυασμό της με τις ασύρματες τηλεπικοινωνίες, που έχουνε διαμορφώσει αποφασιστικά τη καθημερινή ζωή -κινητά τηλέφωνα, ραδιόφωνο, τηλεόραση.
Ο Κύριος κι η Κυρία Βερν
Εκείνο που εντυπωσιάζει στο Παρίσι Τον 20ό Αιώνα είναι ο πεσιμισμός του, εμφανέστατος από τη στάση του συγγραφέα να θεωρεί τη τεχνολογική επανάσταση αίτιο υποβάθμισης όχι μόνο της καθημερινής ζωής των ανθρώπων αλλά και της καλλιτεχνικής δημιουργίας στη λογοτεχνία, στη μουσική και στις καλές τέχνες. Δεν είναι λοιπόν καθόλου ακατανόητο το γεγονός ότι ο εκδότης του απέρριψε αυτό το μυθιστόρημα, λέγοντας ότι δεν θα αρέσει στους αναγνώστες και προέτρεψε τον νέο (τότε) συγγραφέα να επικεντρωθεί σε βιβλία ανάλογα με το σχεδόν ταυτόχρονο Πέντε Βδομάδες Με Αερόστατο, συμβουλή που οδήγησε στα υπόλοιπα 53 βιβλία της σειράς. Ωστόσο η βαθύτερη αντίληψη του Βερν για την εξέλιξη της τεχνολογικής πλευράς του πολιτισμού είναι παρούσα, έστω κι όχι τόσο απροκάλυπτα, σε όλα τα έργα του. Το γεγονός αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς, διαβάζοντας σε ώριμη ηλικία τα βιβλία του μεγάλου αυτού γάλλου συγγραφέα. Ανανεώνει κι αναπτύσσει με ανεξάντλητο οίστρο κι υγεία: χάρισμα που το ‘χε κι ο μεγάλος Δουμάς πατήρ. Εκείνος tτρεφε το έργο του οδηγώντας το στο παρελθόν, ενώ ο Βερν κλυδωνίζεται και δημιουργεί στη τομή του παρόντος με το μέλλον. Η διαμορφωμένη κοσμοθεωρία που έχει πια αποκτήσει ο καθένας σε μεγαλύτερη ηλικία μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τη τεχνολογία και τη περιπέτεια στις ανθρώπινες καταστάσεις, τότε αναδεικνύονται ξεκάθαρα η λογοτεχνική αξία αυτών των έργων κι η ποίηση που τα διακρίνει.
ΡΗΤΑ:
* Μόνον όταν υποφέρεις καταλαβαίνεις πραγματικά.
* Ό,τι κάνεις για λεφτά, το κάνεις άσχημα.
* Η θάλασσα είναι το παν. Καλύπτει τα 7/10 της γήινης σφαίρας. Η ανάσα της είναι αγνή κι υγιεινή. Είναι μια απέραντη έρημος όπου ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ποτέ μόνος, γιατί η ζωή στροβιλίζεται απ’ όλες τις πλευρές.
* Οι γυναίκες δεν έχουν μεγάλη παρουσία στα μυθιστορήματά μου επειδή θα μιλούσαν όλη την ώρα κι οι υπόλοιποι δεν θα προλάβαιναν απλά να πούνε τίποτα.
* Η επιστήμη φίλε μου, συνίσταται από λάθη, αλλά είναι λάθη χρήσιμα γιατί λίγο-λίγο οδηγούνε στην αλήθεια.
* Ο πόλεμος, όπως τον ξέρουμε, για πολύ καιρό υπήρξε ο πιο σίγουρος κι ο πιο γρήγορος φορέας πολιτισμού.
* Όταν ένα ταξίδι αρχίζει άσχημα, σπάνια τελειώνει καλά.
* Μπορούμε να αψηφάμε τους ανθρώπινους νόμους, αλλά δεν μπορούμε να αντισταθούμε στους φυσικούς.

Μυθιστορήματα:
Νεανικά έργα:
Un Prêtre en 1839, 1991 (Ένας Ιερέας το 1839)
Jédédias Jamet ou l’histoire d’une succession, 1991 (Ζεδεδίας Ζαμέτ ή Η ιστορία μιας διαδοχής)
Pierre-Jean, 1910 (Πιερ Ζαν). Σε πολύ μεγάλο βαθμό αναθεωρημένο από τον τον Μισέλ Βερν.
Un drame au Mexique, 1876 (Ένα δράμα στο Μεξικό)
Un drame dans le airs, 1874 (Ένα δράμα στους αιθέρες)
Martin Paz, 1875 (Μαρτίν Παζ)
Maître Zacharius ou l’horloger qui avait perdu son âme, 1874 (Ο μαστρο-Ζαχαρίας ή Ο ρολογάς που έχασε τη ψυχή του)
Un hivernage dans le glaces, 1874 (Ξεχειμώνιασμα στους πάγους)
Voyage en Angleterre et en Ecosse, 1889 (Ταξίδι στην Αγγλία και τη Σκωτία)
Joyeuses misères de trois voyageurs en Scandinavie (Χαρούμενες ταλαιπωρίες 3 ταξιδιωτών στη Σκανδιναβία)
L’Oncle Robinson, 1991 (Ο Θείος Ροβινσών – ημιτελές)
Paris au XXe siècle, 1994 (Το Παρίσι στον 20ο αιώνα)
Le Humbug, 1910 (Το Χουμπούγκ)
Voyages extraordinaires:
Cinq semaines en ballon, 1863 (Πέντε εβδομάδες με αερόστατο)
Voyage au centre de la Terre, 1864 (Ταξίδι στο κέντρο της Γης)
Le Comte de Chanteleine, 1864 (Ο κόμης του Σαντελέν),
De la Terre à la Lune, 1865 (Από τη Γη στη Σελήνη)
Les Αventures du capitaine Hatteras, 1866 (Οι περιπέτειες του πλοιάρχου Χάτερας)
Les Enfants du capitaine Grant, 1866, 1867 (Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ)
Vingt mille lieues sous les mers, 1869, 1870 (20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα)
Autour de la Lune, 1870 (Γύρω από τη Σελήνη)
Une ville flottante, 1871 (Πλωτή πολιτεία)
Les Forceurs de blocus, 1871 (Σπάζοντας τον αποκλεισμό)
Une Fantaisie du docteur Ox, 1872 (Μια φαντασία του δόκτορα Οξ)
Aventures de trois Russes et de trois Anglais dans l’Afrique australe, 1872 (Περιπέτειες τριών Ρώσων και τριών Άγγλων στη Νότια Αφρική)
Le Tour du monde en quatre-vingts jours, 1873 (Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες)
Le Pays des fourrures, 1873 (Η χώρα των γουναρικών)
Le maître-Zacharie, 1874 (Ο μαστρο-Ζαχαρίας)
L’Île mystérieuse, 1874, 1875 (Η μυστηριώδης νήσος)
Le Chancellor, 1875 (Σανσελόρ)
Michel Strogoff, 1876 (Μιχαήλ Στρογκόφ)
Hector Servadac, 1877 (Εκτόρ Σερβαντάκ)
Les Indes noires, 1877 (Οι Μέλαινες Ινδίες)
Un Capitaine de quinze ans, 1878 (Ο δεκαπενταετής πλοίαρχος)
Les cinq cents millions de la Bégum, 1879 (Τα 500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ)
Les Tribulations d’un Chinois en Chine, 1879 (Περιπέτειες Κινέζου στην Κίνα)
La Maison à vapeur, 1880 (Το ατμοκίνητο σπίτι)
Dix Heures en chasse, 1881 (Δέκα ώρες κυνήγι)
La Jangada: 800 lieues sur l’Amazone, 1881 (Η Τζανγκάντα. 800 λεύγες στον Αμαζόνιο)
L’École des Robinsons, 1882 (Η Σχολή των Ροβινσώνων)
Le Rayon vert, 1882 (Η πράσινη ακτίνα)
Kéraban-le-Têtu, 1883 (Κεραμπάν ο πεισματάρης)
L’Étoile du sud, 1884 (Το Αστέρι του Νότου)
L’Archipel en feu, 1884 Το Αρχιπέλαγος στις φλόγες)
Frritt-Flacc, 1884 (Φρριττ Φλακκ)
Mathias Sandorf, 1885 (Ματτίας Σαντόρφ)
L’Épave du Cynthia, 1885 (Το ναυάγιο της Κυνθίας, με Πασκάλ Γκρουσέ, -ψευδώνυμο Αντρέ Λωρί)
Robur le Conquérant, 1886 (Ροβήρος ο Κατακτητής)
Un Billet de loterie, 1886 (Ο λαχνός υπ’ αριθ. 9672)
Nord contre sud, 1887 (Βορράς εναντίον Νότου)
Le Chemin de France, 1887 (Ο δρόμος για τη Γαλλία)
Gil Braltar, 1887 (Γιλ Βραλτάρ)
Deux ans de vacances, 1888 (Δύο χρόνια διακοπές)
Famille-Sans-Nom, 1889 (Οικογένεια δίχως όνομα)
Sans dessus-dessous, 1889 (Άνω κάτω)
César Cascabel, 1890 (Καίσαρ Κασκαμπέλ)
Mistress Branican, 1891 (Η Κυρία Μπράνικαν)
Le Château des Carpathes, 1892 (Ο Πύργος των Καρπαθίων)
Claudius Bombarnac, 1893 (Κλαύδιος Μπομπαρνάκ)
P’tit-bonhomme, 1893 (Ο μικρούλης)
Mirifiques Aventures de Maître Antifer, 1894 (Οι εξωφρενικές περιπέτειες του Αντιφέρ)
L’île à hélice, 1895 (Το νησί με τις έλικες)
Face au drapeau, 1896 (Μπροστά στη σημαία)
Clovis Dardentor, 1896 (Κλοβίς Νταρντεντόρ)
Le Sphinx des glaces, 1897 (Η Σφίγγα των πάγων)
Le Superbe Orénoque, 1898 (Ο υπέροχος Ορινόκος)
Le Volcan d’or, 1899 (Το χρυσό ηφαίστειο)
Le testament d’un excentrique, 1899 (Η διαθήκη ενός εκκεντρικού)
Seconde patrie, 1900 (Δεύτερη πατρίδα)
Le Village aérien, 1901 (Το εναέριο χωριό)
Les Histoires de Jean-Marie Cabidoulin, 1901 (Οι ιστορίες του Ζαν-Μαρί Καμπιντουλέν)
Les Frères Kip, 1902 (Οι Αδελφοί Κιπ)
Bourses de voyage, 1903 (Ταξιδιωτικές υποτροφίες)
Un Drame en Livonie, 1904 (Ένα δράμα στη Λιβονία)
Maître du Monde, 1904 (|Ο Κοσμοκράτωρ)
‘Invasion de la mer, 1905 Η εισβολή της Θάλασσας
Μεταθανάτιες πρώτες εκδόσεις:
Μετά το θάνατό του, πολλά από τα χειρόγραφά του βρίσκονταν στο στάδιο της αναμονής της δημοσίευσής τους, ώστε να τηρείται ο ρυθμός του ενός ή δύο βιβλίων ετησίως. Τα περισσότερα από τα έργα αυτά έχουν διασκευαστεί από τον Μισέλ Βερν, γιο του, πριν εκδοθούν. Τα αυθεντικά εκδόθηκαν αρκετές 10ετίες μετά. Η χρονολογία είναι το εκτιμώμενο έτος συγγραφής.
La Journée d’un journaliste américain en 2889, 1889 (Μια μέρα από τη ζωή ενός Αμερικανού δημοσιογράφου το 2889). Μισέλ Βερν (;).
Aventures de la famille Raton, 1886 (Οι περιπέτειες της Οικογένειας Ποντικέα). Μικρές παρεμβάσεις του Μισέλ.
Monsieur Ré-Dièze et Mademoiselle Mi- Bémol, 1893 (Ο κύριος Ρε-Δίεση κι η δεσποινίς Μι-Ύφεση). Μικρές παρεμβάσεις του Μισέλ.
Le Beau Danube jaune, 1901 (Ο ωραίος κίτρινος Δούναβης),
En Magellanie, 1897 (Στην Μαγγελλανία)
Le Secret de Wilhelm Storitz, 1898 (Το μυστικό του Βίλχελμ Στόριτς)
La Chasse au météore, 1901 (Το κυνήγι του Αερόλιθου)
Le Phare du bout du monde, 1903 (Ο φάρος στην άκρη του κόσμου)
Voyage d’études, 1904 (Εκπαιδευτικό ταξίδι), ημιτελές. Χρησιμοποιήθηκε από τον Μισέλ για την συγγραφή του “Η καταπληκτική περιπέτεια της αποστολής Μπαρσάκ”.
Edom, 1905, εκδόθηκε το 1910 ως L’Éternal Adam (Ο αιώνιος Αδάμ) και το 1986 με τον αρχικό τίτλο. Θεωρείται έργο του Μισέλ.
La Destinée de Jean Morénas, 1910 (Το Ριζικό του Ζαν Μορενάς). Σοβαρές επεμβάσεις του Μισέλ
Le Mariage de Mr. Anselme de Tilleuls (1855) 1982 (Ο Γάμος του κ. Ανσέλμ ντε Τιγιέ)
Le Siège de Rome, 1991 (Η πολιορκία της Ρώμης)
San Carlos, 1991 (Σαν Κάρλος)
Άλλα έργα:
À Propos du Géant, 1863 (Σχετικά με τον Γίγαντα)
Les Méridiens et le calendrier, 1873 (Οι μεσημβρινοί και το ημερολόγιο)
Une Ville idéale, 1875 (Μια ιδανική πόλη)
Les Révoltés de la Bounty, 1879 (Η ανταρσία του Μπάουντυ (το πρωτότυπο γράφτηκε από τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ)
L’Agence Thompson and Cο, 1907 (Γραφείο ταξιδιών Θόμψων και Σία), γράφτηκε από τον Μισέλ εκδόθηκε σαν Ιουλίου Βερν.
L’Étonnante Aventure de la mission Barsac, 1919 (Η καταπληκτική περιπέτεια της αποστολής Μπαρσάκ) σύνθεση του Μισέλ, βασισμένη στο “Voyage d’études” (Εκπαιδευτικό ταξίδι), και στο “Une ville saharienne” δημοσιευμένη Ιουλίου Βερν
Θεατρικά έργα:
Les Pailles rompues, 1850 (Σπασμένα Στάχυα)
Les Châteaux en Californie, 1852 (Τα κάστρα στην Καλιφόρνια)
Monna Lisa (Μόνα Λίζα) σε συνεργασία με τον Μισέλ Καρέ
Le Colin-Maillard, 1853, σε συνεργασία με τον Μισέλ Καρέ και μουσική του Αριστίντ Ινιάρ)
Les Compagnons de la Marjolaine, 1855 (Οι Σύντροφοι της Μαρζολέν) σε συνεργασία με τον Μισέλ Καρέ και μουσική του Αριστίντ Ινιάρ
Monsieur de Chimpanzé, 1858 (Κύριος Χιμπαντζής) σε μουσική του Αριστίντ Ινιάρ
L’Auberge des Ardennes, 1860 (Το Πανδοχείο στις Αρδέννες) σε συνεργασία με τον Μισέλ Καρέ και μουσική του Αριστίντ Ινιάρ
Onze jours de siège, 1861 (Έντεκα Μέρες Πολιορκία) σε συνεργασία με τον Σαρλ Βαλί
Un Neveu d’Amérique ou les deux Frontignac, 1873 (Ένας Ανηψιός από την Αμερική ή οι δύο Φροντινιάκ) σε συνεργασία με τον Σαρλ Βαλί και αναθεωρημένο από τον Εντουάρ Καντόλ
Le Tour du monde en quatre-vingts-jours, 1874 (Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 Ημέρες) σε συνεργασία με τον Εντουάρ Καντόλ και τον Αντόλφ ντ’Εννερί
Les Enfants du capitaine Grant, 1878 (Τα τέκνα του Πλοιάρχου Γκραντ) σε συνεργασία με τον Αντόλφ ντ’Εννερί
Michel Strogoff, 1880 (Μιχαήλ Στρογκόφ) σε συνεργασία με τον Αντόλφ ντ’Εννερί
Les Voyages au théâtre, 1881 (Ταξίδια στο Θέατρο (έκδοση που περιλαμβάνει τα τρία προηγούμενα έργα)
Voyage à travers l’impossible, 1882 (Ταξίδι Προς το Αδύνατο) σε συνεργασία με τον Αντόλφ ντ’Εννερί
Kéraban-le-têtu, 1883 (Κεραμπάν ο Πεισματάρης)
Manuscrits nantais (Χειρόγραφα της Νάντης), περιορισμένη έκδοση που συγκεντρώνει ανέκδοτα θεατρικά που δεν είχαν ανέβει στη σκηνή:
τόμος 1 (1991)
Don Galaor, 1849, σκετς
Le Coq de bruyère (Ο Τσαλαπετεινός) 1849
On a souvent besoin d’un plus petit que soi, 1849, σκετς
Abd’allah, 1849
Le Pôle Nord, 1872 (Ο Βόρειος Πόλος), σε συνεργασία με τον Εντουάρ Καντόλ
Une Promenade en mer, 1847 (Ένας περίπατος στη θάλασσα)
Le Quart d’heure de Rabelais, 1847 (Τα 15 λεπτά του Ραμπελαί)
La mille et deuxième nuit, 1850 (Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα)
La Guimard, 1850 (Η Γκιμάρ)
La Tour de Montlhéry, 1852 (Ο Πύργος του Μοντλερί) σε συνεργασία με τον Σαρλ Βαλί
Les Sabines, 1867 (Οι Σαβίνες) ημιτελές, σε συνεργασία με τον Σαρλ Βαλί κι ένα απόσπασμα έργου χωρίς τίτλο από το 1874.τόμος 2
Alexandre VI, 1847 (Αλέξανδρος ΣΤ΄)
La Conspiration des poudres, 1848 (Η Συνωμοσία της Πυρίτιδας)
Un Drame sous Louis XV, 1849, (Ένα δράμα επί Λουδοβίκου ΙΕ΄)
Quiridine et Quidinerit, 1850 (Κιριντίν και Κιντινερίτ)
De Charybde en Scylla, 1851 (Από τη Χάρυβδη στη Σκύλλα)
Les Heureux du jour, 1856 (Οι Χαρούμενοι της Ημέρας)
Guerre aux tyrans, 1854 (Πόλεμος στους Τύραννους)
Au bord de l’Adour, 1855 (Στις όχθες του Αντούρ)
Un Fils adoptif, 1853 (Ένας υιοθετημένος γιος) σε συνεργασία με τον Σαρλ Βαλί)
Δοκίμια κι ιστορικά έργα:
Salon de 1857 (1857)
Edgard Poe et ses œuvres, 1864 (Ο Έντγκαρ Πόε και τα έργα του)
Géographie illustrée de la France et de ses colonies, 1866 (Εικονογραφημένη Γεωγραφία Γαλλίας κι Αποικιών) συνεργασία με Θεόφιλο Λαβαγιέ
Découverte de la terre. Histoire générale des grands voyages et des grands voyageurs (Η Ανακάλυψη της Γης. Γενική Ιστορία των Μεγάλων Ταξιδιών και των Μεγάλων Περιηγητών). Δημοσιεύτηκε σε 4 τόμους, εκ των οποίων οι 3 συνεργασία με Γκαμπριέλ Μαρσέλ. Ο 1ος εκδόθηκε το 1870, ο 2ος το 1878, ο 3ος (Οι Μεγάλοι Θαλασσοπόροι του 18ου Αι.) το 1879 κι ο 4ος (Οι Μεγάλοι Περιηγητές του 19ου Αι.) το 1880.
La Conquête Scientifique et Économique du Globe, 1888 (Η Επιστημονική & Οικονομική Κατάκτηση της Υφηλίου) συνεργασία με Γκαμπριέλ Μαρσέλ, ημιτελές)
Souvenirs d’enfance et de jeunesse, 1890 (Αναμνήσεις από τα παιδικά και τα νεανικά χρόνια).
Ποιήματα και τραγούδια:
Έχουνε βρεθεί 184 ποιήματα και τραγούδια του. Τα περισσότερα έχουν μελοποιηθεί από τον Αριστίντ Ινιάρ. Μέγας αριθμός ποιημάτων προέρχεται από 2 σημειωματάρια.===============
Οι Ναυαγοί Του Σύμπαντος
Ο σοφός Σοφρ-Αϊ-Σρ -τρίτος αρσενικός εκπρόσωπος της εκατοστής πρώτης γενεάς των απογόνων των Σοφρ- προχωρούσε στο μεγάλο δρόμο της Μπασίντρα, πρωτεύουσας της Χαρς-Ιτέν-Σου, όπως ονομάζεται “η Αυτοκρατορία των Τεσσάρων Θαλασσών”. Γιατί τέσσερις θάλασσες, η Τυμπελόνη (η Βόρεια), η Εόνη (η Νότια), η Σπόνη (η Ανατολική) κι η Μερόνη (η Δυτική), αποτελούσαν τα όρια της απέραντης αυτής χώρας με το πολύ ασύμμετρο σχήμα, που εκτεινόταν απ’ την τετάρτη μοίρα ανατολικού μήκους ως την εξηκοστή δευτέρα δυτικού κι απ’ την πεντηκοστή τετάρτη μοίρα βορείου πλάτους ως την πεντηκοστή πέμπτη μοίρα νοτίου. Όσο για την έκταση καθεμιάς θάλασσας χωριστά, πώς να την υπολογίσει κανείς, έστω και κατά προσέγγιση, αφού ενώνονταν όλες μαζί κι ένας θαλασσοπόρος, ξεκινώντας από οποιοδήποτε παράλιό τους κι ακολουθώντας συνεχώς ευθεία γραμμή, θα έφθανε αναγκαστικά στο εκ διαμέτρου αντίστοιχο παράλιο; Γιατί, σ’ όλη την επιφάνεια της γήινης σφαίρας, δεν υπήρχε άλλη στεριά εξόν απ’ τη χώρα της Αυτοκρατορίας των Τεσσάρων Θαλασσών.
Ο Σοφρ βάδιζε αργά, πρώτα απ’ όλα γιατί έκανε πολλή ζέστη: είχε αρχίσει η εποχή του καύσωνος κι ένας φοβερός πύρινος καταρράκτης από ηλιαχτίδες -γιατί ο ήλιος βρισκόταν κοντά στο ζενίθ- πέφτανε πάνω στη Μπασίντρα, στην ακτή της Ανατολικής θάλασσας, είκοσι μοίρες προς βορράν του Ισημερινού. Παραπάνω όμως κι απ’ την κούραση και τη ζέστη, το βάρος των στοχασμών έκανε το σοφό μας ν’ αργοπερπατά. Ενώ σφούγγιζε μηχανικά τον ιδρώτα του προσώπου του, έφερνε στο νου τη συνεδρίαση που είχε τελειώσει πριν από λίγη ώρα, όπου τόσοι εμπνευσμένοι ρήτορες, μεταξύ των οποίων είχε κι ο ίδιος τη τιμή να συγκαταλέγεται, είχαν εορτάσει πανηγυρικά την εκατοστή ενενηκοστή πέμπτη επέτειο της ιδρύσεως της Αυτοκρατορίας. Άλλοι είχαν ανατρέξει στην ιστορία της, που ήταν κι η ιστορία ολάκερης της Ανθρωπότητος. Είχαν υπενθυμίσει πως η Χώρα των Τεσσάρων Θαλασσών ήτανε διαιρεμένη, αρχικά, σε απειράριθμες φυλές αγρίων, που δεν γνωρίζονταν η μια με την άλλη. Οι πιο αρχαίες παραδόσεις ξεκινούσαν απ’ αυτές. Προγενέστερα γεγονότα δε γνώριζε κανένας, γιατί μόλις πριν από λίγο καιρό οι φυσικές επιστήμες άρχισαν να ξεχωρίζουν μια αμυδρή λάμψη μέσα στ’ ανεξερεύνητα σκοτάδια του παρελθόντος. Πάντως, αυτοί οι μακρινοί χρόνοι ξέφευγαν από την κριτική της ιστορίας, που στα πρώτα στοιχεία της ήταν όλα-όλα κάτι αόριστες γνώσεις σχετικές με τις αρχαίες φυλές, τις σκόρπιες παντού.
Οχτώ χιλιάδες χρόνια στη σειρά, η Ιστορία της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών, με στοιχεία ολοένα πιο εξακριβωμένα και πληρέστερα, δεν ανάφερε παρά για μάχες και πολέμους: στην αρχή ατόμου εναντίον ατόμου, αργότερα οικογένειας εναντίον άλλης οικογένειας, τέλος μιας φυλής εναντίον της άλλης. Κάθε ζωντανή ύπαρξη, κάθε κοινότητα, μικρή ή μεγάλη, δεν είχε, στο πέρασμα των αιώνων, άλλο στόχο παρά να εξασφαλίσει την απόλυτη υπεροχή εναντίον των ανταγωνιστών της και προσπαθούσε, πότε με την εύνοια της τύχης, πότε καταλήγοντας σε αποτυχία, να τους υποτάξει στους δικούς της νόμους. Στη περίοδο αυτών των οχτώ χιλιάδων ετών, οι αναμνήσεις των ανθρώπων έπαιρναν μια πιο θετική μορφή. Στην αρχή της δεύτερης των τεσσάρων περιόδων, που διαιρούνταν τα χρονικά της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών, ο θρύλος έμπαινε δικαιολογημένα στη σειρά των αποδειγμένων ιστορικών γεγονότων. Ωστόσο, τί ιστορία και τί θρύλος; Η ουσία δεν άλλαζε καθόλου: πάντα σφαγές και σκοτωμοί -βέβαια, όχι πια περιορισμένες ανάμεσα σε δυο φυλές, αλλά ανάμεσα σε δυο λαούς- κι έτσι, σε γενική ανάλυση, η δεύτερη περίοδος δεν είχε μεγάλη διαφορά απ’ την πρώτη.
Τα ίδια είχανε συμβεί στην τρίτη περίοδο, που είχε κλείσει πριν διακόσια χρόνια, ύστερ’ από διάρκεια έξι αιώνων. Πιο φριχτή ακόμα ίσως, αυτή η τρίτη περίοδος, είχε φέρει αντιμέτωπους στρατούς ολάκερους κι οι άνθρωποι, με αφάνταστη λύσσα, είχανε ποτίσει τη γη με το αίμα τους.
Πραγματικά, οχτώ αιώνες πριν απ’ τη μέρα που ο σοφός μας Σοφρ ακολουθούσε το μεγάλο δρόμο της Μπασίντρα, η ανθρωπότητα είχε βρεθεί πανέτοιμη για μεγάλο αλληλοσπαραγμό. Τ’ άρματα, οι εμπρησμοί, η ωμή βία είχανε κιόλας φέρει σε πέρας ένα μέρος του “εκπολιτιστικού” έργου τους, οι αδύνατοι είχαν υποκύψει στις αχαλίνωτες πιέσεις των ισχυρών, οι κάτοικοι της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών αποτελούσανε τρεις ομογενείς εθνότητες, που σε καθεμιάν απ’ αυτές ο χρόνος είχε απαλύνει τις μεταξύ νικητών κι ηττημένων διαφορές του παρελθόντος. Τότε, μια απ’ αυτές τις εθνότητες είχε κινήσει να υποτάξει τις άλλες δυο. Βρισκόμενοι στο κέντρο της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών, οι άνθρωποι με το Μπρούντζινο Πρόσωπο (Ανταρτί-Χα-Σαμγκόρ) πολέμησαν ανελέητα για να επεκτείνουν τα σύνορά τους, που μέσα σ’ αυτά ασφυκτιούσε μια φλογερή φυλή πολυτέκνων. Και διαδοχικά, με πολέμους που κράτησαν αιώνες ολάκερους, νίκησαν τους ανθρώπους της Χώρας των Χιονιών (Ανταρτί-Μαχάρτ-Χορίς), κατοίκους του Νότου και τους ανθρώπους του Ακίνητου Άστρου (Ανταρτί-Μάτρα-Πισούλ), που η αυτοκρατορία τους εκτεινότανε προς το Βορρά και προς τη Δύση. Είχανε περάσει διακόσια χρόνια πάνω-κάτω απ’ τον καιρό που το στερνό ξεσήκωμα των δυο νικημένων λαών είχε πνιγεί μέσα σε ποταμούς αίματος κι επιτέλους η γη μπορεί να χαρεί μια ειρηνική περίοδο. Ήταν η τετάρτη περίοδος της Ιστορίας. Μια μόνη αυτοκρατορία αντικαθιστούσε τις τρεις εθνότητες του παρελθόντος και καθώς όλοι υποτάσσονταν στο νόμο της Μπασίντρα, η πολιτική ενότης κόντευε ν’ αφομοιώσει της φυλές μέσα στο χωνευτήρι της. Κανείς δεν έκανε λόγο πια για τους ανθρώπους με Μπρούντζινο Πρόσωπο, για τους ανθρώπους της Χώρας των Χιονιών, για τους ανθρώπους του Ακίνητου Άστρου κι ολάκερη η γη ήτανε κατοικημένη από ένα μοναδικό λαό, τους Ανθρώπους των Τεσσάρων Θαλασσών, που έκλεινε μέσα όλους τους άλλους.
Ωστόσο, ύστερ’ από διακόσια χρόνια ειρήνης, προμηνυόταν μια πέμπτη περίοδος. Δυσάρεστες φήμες κυκλοφορούσαν, από μιαν άγνωστη πηγή. Σιγά-σιγά βγαίνανε στη μέση στοχαστές, για να ξυπνήσουν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων κάτι παραδοσιακές αναμνήσεις, που θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως είχαν εξαλειφθεί για πάντα. Το προγονικό αίσθημα της φυλής ξαναζωντάνευε με νέα μορφή και με καινούργιες ονομασίες. Γινόταν πολύς λόγος για “κληρονομικότητα”, για “κοινά γνωρίσματα”, για “εθνότητες”, κ.τ.λ., όλο νεοδημιούργητες λέξεις, που, συμβολίζοντας μιαν επιτακτική ανάγκη, είχαν αποκτήσει μονομιάς πολιτικά δικαιώματα. Ανάλογα με τα κοινά γνωρίσματα: την καταγωγή, την εξωτερική όψη, τις ηθικές τάσεις, τα συμφέροντα ή απλώς τοπικιστικούς ή κλιματολογικούς όρους, σχηματίζονταν ομάδες, που τα μέλη τους πολλαπλασιάζονταν σιγά-σιγά κι άρχιζαν να εκδηλώνουν δυναμικά την παρουσία τους. Ποιές εξελίξεις θα είχε άραγε αυτή η ανάπτυξη; Μήπως κινδύνευε να διαλυθεί η νεογέννητη Αυτοκρατορία; Άραγε η Χώρα των Τεσσάρων Θαλασσών θα διαλυόταν, όπως άλλοτε, σ’ ένα σωρό εθνότητες; Μήπως θα ήταν μοιραίο τότε να επαναληφθούν οι φρικιαστικές εκατόμβες, που στο παρελθόν, για τόσες χιλιετηρίδες, είχαν μετατρέψει τη γη σ’ ένα απέραντο σφαγείο;
* * *
Ο Σοφρ, μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού, έδιωξε αυτές τις απαισιόδοξες σκέψεις. Το μέλλον, ούτε κείνος ούτε κανείς άλλος το ήξερε. Για ποιό λόγο, λοιπόν, να στενοχωριέται προκαταβολικά για το ενδεχόμενο μιας αβέβαιης καταστροφής; Άλλωστε, μια τέτοια μέρα, ήτανε κάθε άλλο παρά κατάλληλη για τόσον απαισιόδοξα συμπεράσματα: Σήμερα, όλα ήτανε χαρούμενα κι έπρεπε κανείς να σκέπτεται μονάχα το σεβαστό μεγαλειότατο Μογκάρ-Σι, δωδέκατο Αυτοκράτορα της Αυτοκρατορίας των Τεσσάρων Θαλασσών, που η κυριαρχία του οδηγούσε το σύμπαν στα ένδοξα πεπρωμένα του. Άλλωστε για ένα φιλόσοφο, δεν έλειπαν οι λόγοι για να είναι ευχαριστημένος. Εξόν απ’ τον ιστορικό αφηγητή, που είχε ανατρέξει στο δοξασμένο παρελθόν της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών, μια πλειάδα σοφών, καθένας με την ειδικότητά του, είχαν αναλύσει τον πλούτο των ανθρωπίνων γνώσεων, υπογραμμίζοντας μέχρι ποίου ανοδικού σημείου η μακραίωνη αυτή προσπάθεια είχε οδηγήσει την ανθρωπότητα. Κι αν ο πρώτος είχε υποβάλει το ακροατήριό του σε θλιβερές σκέψεις, εξιστορώντας ποιο αργοβάδιστο και κακοστρωμένο δρόμο είχε ακολουθήσει η ανθρωπότητα για να ξεφύγει απ’ την αρχέγονη κτηνωδία της, οι άλλοι, χρυσώνοντας το χάπι, είχανε βρει τον τρόπο να κολακέψουνε τη δικαιολογημένη υπερηφάνεια των ακροατών τους.
Στ’ αληθινά, η παραβολή μεταξύ του ανθρώπου που είχε φτάσει γυμνός κι άοπλος στη γη κι εκείνου που είχε γίνει σήμερα, κινούσε το θαυμασμό. Αιώνες ολάκερους, παρ’ όλες τις διχόνοιές του και τ’ αδελφοκτόνα μίση του, ο άνθρωπος ούτε στιγμή δεν είχε διακόψει τον αγώνα εναντίον της φύσεως, αυξάνοντας ολοένα τα πολύτιμα λάφυρα της νίκης του. Αργοπερπάτητη στην αρχή, η θριαμβική πορεία του είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα τα τελευταία διακόσια χρόνια. Η πολιτική σταθερότητα κι η παγκόσμια ειρήνη που είχαν επακολουθήσει, πέτυχαν μια καταπληκτική πρόοδο στον τομέα της επιστήμης. Η ανθρωπότητα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως έπρεπε να στρατολογήσει επιστήμονες για να λύσουν τα προβλήματά της, αντί να καταρρακώνει το ηθικό του λαού και να εξαθλιώνει τα οικονομικά του με παράλογους πολέμους. Και γι’ αυτό, στη διάρκεια των δυο τελευταίων αιώνων, είχε προχωρήσει, με ολοένα πιο γοργό ρυθμό, προς την πνευματική ανάπτυξη και την τεχνική πρόοδο για αξιοποίηση του υλικού πλούτου. Σε γενικές γραμμές, ο Σοφρ, συνεχίζοντας τον περίπατό του κάτω απ’ τον καυτό ήλιο της Μπασίντρα, ανακεφαλαίωνε μες στο μυαλό του τη σειρά των κατακτήσεων του ανθρώπου.
Πρώτ’ απ’ όλα -πριν αναρίθμητους αιώνες- είχε επινοήσει τη γραφή, για να οριστικοποιήσει τη σκέψη του. Ύστερα -η δεύτερη εφεύρεση είχε γίνει πριν πεντακόσια χρόνια- είχε βρει τον τρόπο να τυπώσει το γραπτό λόγο του μ’ ένα καλούπι σε άπειρα αντίτυπα. Από αυτή την εφεύρεση ξεκίνησαν και πραγματοποιήθηκαν ένα σωρό άλλες. Χάρη σ’ αυτήν κινητοποιήθηκαν όλοι οι εγκέφαλοι, η διάνοια του καθενός πλουτίστηκε με τις γνώσεις του άλλου κι οι εφευρέσεις και στη θεωρία και στην εφαρμογή, πολλαπλασιαστήκανε καταπληκτικά. Τώρα πια, ήταν αναρίθμητες. Ο άνθρωπος είχε εισχωρήσει στα σπλάγχνα της γης για να βγάλει κάρβουνο, εξασφαλίζοντας άνετα τη θέρμανσή του. Είχε ελευθερώσει την κρυφή δύναμη του νερού κι ο ατμός έσερνε, πάνω σε σιδερένιες ράγες, βαρειές αμαξοστοιχίες ή έβαζε σε κίνηση απειράριθμες μηχανές, που είχαν όργανα ή ελατήρια μεγάλης δύναμης, λεπτότητας κι ακριβείας. Χάρη σ’ αυτές τις μηχανές ύφαινε τα φυτικά νήματα και κατεργαζότανε τα μέταλλα, το μάρμαρο και την πέτρα. Προχωρώντας σ’ ένα λιγότερο συγκεκριμένο τομέα, εισχωρούσε βαθμιαία στο μυστήριο των αριθμών κι εξερευνούσε στα κατάβαθα την ασύγκριτη ακρίβεια της μαθηματικής επιστήμης. Μ’ αυτήν, η σκέψη του είχε διατρέξει τον ουρανό. Ήξερε πως ο ήλιος δεν ήτανε παρά ένα άστρο περιστρεφόμενο στο άπειρο, σύμφωνα με αυστηρούς νόμους, παρασύροντας τους εφτά πλανήτες της ακολουθίας του μέσα στη φλογισμένη τροχιά του. Ήξερε την τέχνη να ανακατεύει ορισμένα σώματα στη φυσική τους κατάσταση, σχηματίζοντας καινούργια ολότελα άσχετα με τα πρώτα. Αλλά και να χωρίζει ορισμένα άλλα στα συστατικά τους στοιχεία. Μπορούσε ν’ αναλύει τον ήχο, τη θερμότητα, το φως κι άρχιζε να προσδιορίζει τους φυσικούς νόμους των. Πριν από πενήντα χρόνια είχε μάθει να παράγει αυτή τη δύναμη που έχει εκδηλώσεις τρομαχτικές με αστραπόβροντα και την είχε υποτάξει. Αυτή η μυστηριώδης ενέργεια μετέδιδε κιόλας σε ανυπολόγιστες αποστάσεις τη γραπτή σκέψη. Αύριο θα μετέδιδε τον ήχο, μεθαύριο, χωρίς άλλο, το φως… Ναι, ο άνθρωπος ήταν μεγάλος, πιο μεγάλος απ’ την απεραντοσύνη του σύμπαντος, που μια μέρα, όχι πολύ μακρυνή, θα το εξουσίαζε σαν κύριος…
Τότε, για να κατέχει κανείς ακέραιη την αλήθεια, έμενε να βρεθεί η λύση αυτού του τελευταίου προβλήματος: Αυτός ο άνθρωπος, ο κοσμοκράτορας, ποιός ήταν; Από πού ερχόταν; Ποιόν άγνωστο τελικό στόχο είχε αυτή η ακούραστη προσπάθειά του; Το ευρύτατο τούτο θέμα ακριβώς είχε αναπτύξει ο Σοφρ στη διάρκεια της τελετής. Βέβαια το είχε μάλλον πραγματευθεί άκρες-μέσες, γιατί ένα τέτοιο πρόβλημα ήταν άλυτο όχι μόνο προς το παρόν, αλλά δίχως άλλο θα ήτανε και για πολύ καιρό ακόμα. Κι όμως, λίγες αμυδρές λάμψεις άρχισαν ν’ αχνοφαίνονται πίσω απ’ το πέπλο του μυστηρίου. Κι απ’ αυτές τις λάμψεις ο Σοφρ είχε προβάλει τις πιο ισχυρές, όταν, συστηματοποιώντας, κωδικοποιώντας τις επίπονες παρατηρήσεις των προγενεστέρων στοχαστών, με τις ατομικές του σημειώσεις, είχε καταλήξει στο δικό του νόμο “περί εξέλιξης της ζωντανής ύλης“, -νόμο που είχε πια γίνει παγκοσμίως παραδεκτός χωρίς καμιάν απολύτως αντιλογία.
Η θεωρία αυτή στηριζόταν σε τριπλή βάση.
Πρώτ’ απ’ όλα στη γεωλογική επιστήμη, που, γεννημένη τη μέρα που είχαν ερευνήσει τα σπλάχνα της γης, είχε τελειοποιηθεί με την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης των ορυχείων. Η επιφάνεια της γήινης σφαίρας ήτανε γνωστή με τόσην ακρίβεια, ώστε τολμούσαν να της καθορίσουν ηλικία τετρακοσίων χιλιάδων χρόνων, -ενώ της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών δεν ξεπερνούσε τις είκοσι χιλιάδες χρόνια. Γιατί αυτή η ήπειρος, πρωτύτερα, αναπαυότανε κάτω απ’ τη θάλασσα, καθώς μαρτυρούσε το πηχτό στρώμα λάσπης που σκέπαζε αδιάκοπα τους βράχους που ήταν στοιβαγμένοι από κάτω. Με ποιό μηχανισμό να ‘χε άραγε προβάλει απ’ τα κύματα που τη σκεπάζανε; Δίχως άλλο από καμμιά συσταλτική ενέργεια της γήινης σφαίρας που οφειλότανε στη ψύξη. Όπως κι αν είχε, η ανάδυση της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών μπορούσε να θεωρηθεί σαν απόλυτα αποδειγμένη. Οι φυσικές επιστήμες είχανε προμηθέψει στο σοφό τις υπόλοιπες δυο βάσεις του συστήματός του, αποδεικνύοντας τη στενή συγγένεια που είχανε τα φυτά ανάμεσά τους και τα ζώα ανάμεσά τους. Ο Σοφρ, όμως, δεν είχε σταματήσει εκεί. Είχε αποδείξει, πως σχεδόν όλα τα φυτά που υπήρχαν, συνδέονταν καθένα χωριστά με κάποιο θαλασσινό φυτό προγονικό του και πως σχεδόν όλα τα γήινα ή ιπτάμενα ζωντανά προέρχονταν από τα ζώα της θάλασσας. Μια αργή, αλλ’ ασταμάτητη εξέλιξη είχε προσαρμόσει φυτά και ζώα στην αλλαγή της πρωτόγονης διαβίωσης κι έτσι, σταδιακά, είχανε γεννηθεί οι υπάρξεις που πληθύνονταν στη γη και στον ουρανό. Κρίμα που αυτή η έξυπνη θεωρία δεν ήταν απρόσβλητη. Γιατί υπήρχανε και μερικά φυτά και ζώα που φαινόταν αδύνατο να συνδεθούν με αντίστοιχα υδρόβια προγονικά τους. Εκεί βρισκότανε το ένα απ’ τα δυο ευαίσθητα σημεία του συστήματος.
Ο Σοφρ παραδεχόταν πως ο άνθρωπος ήταν το άλλο ευαίσθητο σημείο. Μεταξύ ανθρώπου και ζώων καμμιά συσχέτιση δεν ήτανε δυνατή. Βέβαια, οι λειτουργίες κι οι ουσιώδεις ιδιότητες, όπως η αναπνοή, η θρέψη, η κινητικότητα, ήταν όμοιες ή γίνονταν αισθητά κατά τον ίδιο τρόπο, υπήρχεν όμως τεράστια διαφορά στα εξωτερικά σχήματα και στον αριθμό και τη διάταξη των οργάνων. Αν με μιαν αλυσίδα που λίγοι κρίκοι της έλειπαν μπορούσαμε να συνδέσουμε τη μεγάλη πλειονότητα των ζώων σε αντίστοιχους προγόνους που προέρχονταν απ’ τη θάλασσα, η ίδια αλληλοσύνδεση ήταν απαράδεκτη για τον άνθρωπο. Για να διατηρηθεί απρόσβλητη η θεωρία της εξέλιξης, ήταν ανάγκη να επινοηθεί -σαν πρόχειρη ή κι αβάσιμη λύση- μια κοινή καταγωγή στους υδροβίους κατοίκους και στον άνθρωπο, χωρίς όμως να υπάρχει η παραμικρή απόδειξη για προγενέστερη ύπαρξή τους. Κάποτε, ο Σοφρ είχε ελπίσει πως θα ‘βρισκε μες στη γη αποδείξεις που θα στήριζαν τις θεωρίες του. Εισηγήθηκε κι έγιναν, υπό τη διεύθυνσή του, ανασκαφές που βαστήξανε πολλά χρόνια. Μα τ’ αποτελέσματά τους βγήκαν ολότελα διαφορετικά από αυτά που περίμενε ο εισηγητής. Αφού πέρασαν μια λεπτή πέτσα “φυτικής γης”, που σχηματίζεται από την αποσύνθεση φυτών και ζώων, τα σκαπτικά εργαλεία είχαν φθάσει σ’ ένα πηχτό στρώμα λάσπης, όπου άλλαζε η φύση των λειψάνων του παρελθόντος. Μες στη λάσπη αυτή, δε βρισκόταν πια τίποτα απ’ τη πανίδα και τη χλωρίδα της επιφανείας της γης, παρά μονάχα τεράστιες συσσωρεύσεις απολιθωμένων θαλασσίων ζώων που τα ομοιογενή τους ζούσαν ακόμα, ως επί το πλείστον στους ωκεανούς, γύρω από τη Χώρα των Τεσσάρων Θαλασσών.
Τί άλλο συμπέρασμα μπορούσε να βγει; Απλούστατα, πως κι οι γεωλόγοι είχανε δίκιο υποστηρίζοντας πως η ήπειρος είχε χρησιμεύσει άλλοτε σα βυθός σ’ αυτούς τους ίδιους τους ωκεανούς, μα και ταυτόχρονα πως ο Σοφρ δεν είχε άδικο βεβαιώνοντας τη θαλάσσια προέλευση της σύγχρονης πανίδας και χλωρίδας. Αφού, εξόν από πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, που δικαιολογούνταν να χαρακτηρισθούν σαν τερατουργήματα, οι υδρόβιες υπάρξεις κι οι γήινες, ήταν οι μοναδικές που τα ίχνη τους ανακαλύφθηκαν, αναγκαστικά, απ’ τις πρώτες είχανε γεννηθεί οι δεύτερες. Ατυχώς, όμως, για τη γενικοποίηση του συστήματος, ανακάλυψαν ακόμα κι άλλα λείψανα. Σκορπισμένα μες στη πέτσα της φυτικής γης και στην επιφάνεια του στρώματος της λάσπης, αναρίθμητα ανθρώπινα οστά έφερε στο φως η σκαπάνη των ανασκαφών. Τίποτα το εξαιρετικό δεν παρουσίαζαν αυτά τα λείψανα σκελετών όσον αφορά τη σύστασή τους. Κι ο Σοφρ αναγκάστηκε να μην αναζητήσει σ’ αυτά τους ενδιάμεσους οργανισμούς που θα επαλήθευαν τη θεωρία του: ήταν απλώς “ανθρώπινα οστά” και τίποτε άλλο. Κι όμως, δεν άργησε να διαπιστωθεί μια λεπτομέρεια αρκετά αξιοπρόσεκτη. Ως μια ορισμένη χρονική περίοδο του παρελθόντος που υπολογίζεται σε δυο-τρεις χιλιάδες χρόνια, όσο παλιότερη ήταν η οστεοθήκη, τόσο τ’ ανακαλυπτόμενα κρανία ήταν πιο μικρά σε μέγεθος. Σε ακόμα απομακρυσμένες περιόδους, όμως, ήταν πιο μεγάλη η περιεκτικότητα των κρανίων, συνεπώς και το μέγεθος του εγκεφάλου. Τα μεγαλύτερα κρανία είχανε βρεθεί στα λείψανα που ανακαλύφθηκαν στην επιφάνεια του στρώματος της λάσπης. Η προσεκτική εξέταση αυτών των αρχαίων λειψάνων δεν άφησε καμμιάν αμφιβολία πια πως οι άνθρωποι που ζούσανε σε κείνη την αρχαιότατη εποχή είχαν αποκτήσει μιαν ανάπτυξη εγκεφάλου πολύ ανώτερη απ’ τους μεταγενέστερούς των, συμπεριλαμβανομένων και των συγχρόνων του Σοφρ. Άρα στη περίοδο των 160-170 αιώνων είχε σημειωθεί έκδηλη επαναστροφή, που την ακολούθησε μια καινούργια άνοδος.
Ο Σοφρ, ταραγμένος απ’ αυτά τα παράξενα γεγονότα, συνέχισε τις έρευνές του, τρυπώντας το στρώμα της λάσπης πέρα ως πέρα, σε βάθος που θα είχε σχηματισθεί σε περίοδο τουλάχιστον 15.000 ως 20.000 χρόνων. Κάτω απ’ αυτό, βρήκε λίγα υπολείμματα ενός παλιού στρώματος από “φυτική γη” κι ακόμα πιο κάτω πετρώματα λογής-λογής. Εκείνο όμως που του προκάλεσε κατάπληξη, ήταν η ανακάλυψη λειψάνων που ανήκαν αναμφισβήτητα σε άνθρωπο, μέσα σε αβυσσαλέα βάθη. Ήταν μέλη από ανθρώπινους σκελετούς και μαζί μ’ αυτά κομμάτια από όπλα και μηχανές, σπασμένα σκεύη κεραμικής τέχνης, κομματιασμένες στήλες μ’ επιγραφές σε άγνωστη γλώσσα, σκληρά πετρώματα με λεπτή κατεργασία, πολλές φορές σκαλισμένα σε αγάλματα σχεδόν άγγιχτα, κιονόκρανα ανώτερης τέχνης, κ.τ.λ. Από το σύνολο των ευρημάτων έβγαινε το συμπέρασμα πως πάνω-κάτω σαράντα χιλιάδες χρόνια πρωτύτερα, δηλαδή είκοσι χιλιάδες χρόνια πριν από τον καιρό που είχανε φανεί, ποιος ξέρει πώς κι από πού, οι πρώτοι εκπρόσωποι της σύγχρονης γενεάς, είχανε ζήσει άνθρωποι σ’ αυτά τα μέρη, που κατόρθωσαν ν’ αναπτύξουν ανωτέρου επιπέδου πολιτισμό. Αυτό ήτανε το γενικό συμπέρασμα, που το παραδέχτηκαν όλοι. Μόνο ένας είχε διαφορετική γνώμη. Ήταν ο Σοφρ. Να παραδεχτεί πως άλλοι άνθρωποι, που τους χώριζε ένα τεράστιο κενό είκοσι χιλιάδων χρόνων απ’ τους μεταγενέστερούς των, είχαν άλλοτε κατοικήσει τη γη, το θεωρούσε σωστή τρέλα. Γιατί, στη περίπτωση αυτή, από πού να ‘χαν έρθει κείνοι οι απόγονοι προγόνων που είχαν εξαφανιστεί σε τόσο μεγάλο διάστημα και με τους οποίους δεν τους ένωνε πια κανένας δεσμός; Παρά να παραδεχτεί μια τόσο απίθανη εικασία, καλλίτερα ήταν να περιμένει να βρεθεί άλλη εξήγηση στο μέλλον. Το γεγονός ότι δεν είχε δοθεί ερμηνεία σ’ αυτά τα γεγονότα, δεν σήμαινε κατ’ ανάγκην πως ήταν ανεξήγητα. Κάποτε θα φωτίζονταν απ’ το φως της αλήθειας. Ως τότε, όμως, δεν θα ‘πρεπε να τα λάβει καθόλου υπ’ όψη και να μείνει πιστός στις αρχές του, που ικανοποιούσανε την απλή λογική.
Η πλανητική ζωή διαιρείται σε δύο φάσεις: η μια είναι πριν απ’ τον άνθρωπο, η άλλη απ’ τον ερχομό του ανθρώπου και πέρα. Στη πρώτη, η γη, σε κατάσταση αερίου μετασχηματισμού, είναι, γι’ αυτό το λόγο, ακατοίκητη. Στη δεύτερη, η επιφάνεια της γης έφτασε σ’ ένα βαθμό συνοχής που επιτρέπει τη σταθεροποίησή της. Τότε, έχοντας επιτέλους στερεά υπόσταση, κάνει την εμφάνισή της η ζωή. Αρχίζει με την πιο απλή διαμόρφωσή της και προχωρεί με ολοένα μεγαλύτερες περιπλοκές, για να καταλήξει στον άνθρωπο, που είναι η τελική και πιο τέλεια έκφρασή της. Ο άνθρωπος, μόλις βρεθεί στη γη, αρχίζει μονομιάς και συνεχίζει ασταμάτητα την ανοδική πορεία του. Αργοπερπάτητα μα σίγουρα, προχωρεί προς το τέρμα του, που είναι να εξηγήσει όλα τα μυστήρια του σύμπαντος και να το κατακτήσει απόλυτα. Μ’ αυτούς τους στοχασμούς του, ο Σοφρ είχε, αφηρημένος, ξεπεράσει το σπίτι του. Γύρισε πίσω, μουρμουρίζοντας. “Ακούτ’ εκεί“, σκεπτόταν, “μπορώ ποτέ να παραδεχτώ πως ο άνθρωπος -πριν από σαράντα χιλιάδες χρόνια!- ήτανε δυνατόν να είχε φτάσει σ’ ένα βαθμό πολιτισμού, ανάλογο αν όχι ανώτερο, με το σημερινό μας; Και πως οι γνώσεις του, τα επιτεύγματά του έχουν εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσουν το παραμικρό ίχνος, σε σημείο να εξαναγκάσουν τους απογόνους του να ξαναρχίσουν εκ θεμελίων το έργο του, σαν να είναι οι πρωτοπόροι ενός κόσμου που δεν είχε κατοικηθεί πριν από αυτούς;. Θα ήταν σαν να διαλαλούσα πως η προσπάθειά μας είναι μάταιη και πως κάθε πρόοδος είναι πρόσκαιρη κι ασταθής σαν τον αφρό πάνω στο κύμα. Όχι. Δεν μπορώ να γίνω αρνητής του μέλλοντος“. Σταμάτησε μπρος στο σπίτι του. “Ούψα νι!… χαρτσόκ!… (Όχι, όχι, μα την αλήθεια!) Ανταρτ μιρ ‘χόε σφα!… (Ο άνθρωπος είναι κύριος των πραγμάτων!…), ψιθύρισε, ανοίγοντας την πόρτα του.
* * *
Αφού αναπαύθηκε λίγο, γευμάτισε με πολλήν όρεξη κι ύστερα ξάπλωσε για το μεσημεριάτικο ύπνο. Οι απορίες όμως, που τον είχαν απασχολήσει στον περίπατο του, εξακολουθούσαν να βασανίζουνε τις σκέψεις του, διώχνοντας τον ύπνο. Όσο κι αν ήθελε να υποστηρίξει την ανεπίληπτη ενότητα των μεθόδων της φύσης, το αυστηρό κριτήριό του δεν του επέτρεπε να παραγνωρίσει τις αδυναμίες του συστήματός του, μόλις έθιγε το πρόβλημα της καταγωγής και της διαμόρφωσης του ανθρώπου. Αντί να ‘ναι ένας πολύ σοφός ερευνητής, αν ήταν αγράμματος θα ‘χε πολύ λιγότερες σκοτούρες. Στ’ αλήθεια, ο λαός χωρίς να χασομερά με τις βαθυστόχαστες θεωρίες, παραδέχεται, με κλειστά μάτια, ένα παλιό θρύλο που από αμέτρητα χρόνια ο πατέρας τον διηγότανε στο γιο. Εξηγώντας το μυστήριο μ’ ένα άλλο μυστήριο, απέδιδε τη καταγωγή του ανθρώπου στην επέμβαση μιας ανώτερης ενέργειας. Μια μέρα, η εξωγήινη αυτή δύναμη είχε δημιουργήσει απ’ το τίποτα τον Χεδόμ και τη Χίβα, τον πρώτο άντρα και τη πρώτη γυναίκα, που οι απόγονοί τους είχανε κατοικήσει στη γη. Έτσι όλα συνδέονταν μια χαρά! Απλούστατα!
“Τα παραλένε απλά“, συλλογιζόταν ο Σοφρ. “Όταν δεν μπορείς να εξηγήσεις κάτι, παραείναι εύκολο να κάνεις να επέμβει μια θεία δύναμη: έτσι καταντά περιττό να ψάξεις να βρεις τη λύση των αινιγμάτων του σύμπαντος, αφού τα προβλήματα έχουν λυθεί… αυτομάτως μόλις τεθούν! Να είχε τουλάχιστον ο λαϊκός θρύλος, έστω κι επιφανειακά, να στηριχθεί σε σοβαρή βάση! Μα δεν έχει το παραμικρό στήριγμα. Ήταν μόνο μια παράδοση, γεννημένη σ’ εποχή άγνοιας κι αγραμματοσύνης, που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά! Χεδόμ!…Τι όνομα είναι αυτό; Τι παράξενη λέξη, που η ξενική προφορά της δείχνει πως δεν ανήκει στη γλώσσα των ανθρώπων των Τεσσάρων Θαλασσών! Ακόμα και σ’ αυτή την ασήμαντη φιλολογική απορία, μια πλειάδα σοφών δεν μπόρεσε να δώσει παραμικρή ικανοποιητική ερμηνεία… Όλ’ αυτά είναι φλυαρίες ανάξιες να κινήσουνε το ενδιαφέρον και τη προσοχή ενός σοφού“.
Νευριασμένος, ο Σοφρ κατέβηκε στον κήπο του. Έτσι συνήθιζε να κάνει, κάθε μέρα, την ίδια ώρα. Ο ήλιος, χάνοντας τη δύναμη και τη λαμπρότητά του, σκορπούσε στη γη λιγότερη ζέστη κι ένα χλιαρό αεράκι άρχισε να φυσά. Έκανε μια βόλτα κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, που τα φύλλα τους τρεμουλιάζοντας στο χάδι του ανέμου, κάτι ψιθυρίζανε το ‘να στ’ άλλο. Σιγά-σιγά, τα νεύρα του ξαναβρήκανε τη συνηθισμένη τους γαλήνη. Έδιωξε τους ενοχλητικούς στοχασμούς, χάρηκε τον καθαρό αέρα, ενδιαφέρθηκε για τα φρούτα, τον πλούτο του κήπου του, για τα λουλούδια, το στόλισμά του. Καθώς γύριζε σπίτι, σταμάτησε μπρος σ’ ένα βαθύ λάκκο, όπου ήταν αφημένα εργαλεία. Εκεί θα στερεώναν τα θεμέλια μιας καινούργιας πτέρυγας του εργαστηρίου του. Αυτή τη γιορτινή μέρα, οι εργάτες είχανε παρατήσει το σκάψιμο, για να πανηγυρίσουνε την ιστορική επέτειο. Λογάριαζε μηχανικά σε πόσο καιρό θα τέλειωνε η οικοδομή του, όταν, στο μισοσκόταδο του λάκκου, κάτι λαμπερό κίνησε τη προσοχή του. Παραξενεύτηκε, κατέβηκε μέσα και ξέθαψε ένα αντικείμενο που ήτανε μισοχωμένο στη γη.
Βγαίνοντας απ’ το λάκκο, εξέτασε το εύρημά του. Ήταν ένα είδος θήκης από άγνωστο μέταλλο, που η μακροχρόνια παραμονή του στη γη είχε λιγοστέψει τη λάμψη του. Μια σχισμή έδειχνε πως τη θήκη την αποτελούσανε δύο μέρη, που το ‘να έμπαινε στ’ άλλο. Επεχείρησε να την ανοίξει. Στη πρώτη προσπάθεια, το μέταλλο απ’ τη πολυκαιρία έγινε σκόνη, και φάνηκε το περιεχόμενο της θήκης. Ήταν ένας ρόλος από φύλλα χαρτιού, το ‘να πάνω στ’ άλλο, με παράξενα σημάδια χαραγμένα, που η ίσια γραμμή τους φανέρωνε πως ήτανε γράμματα, μιας άγνωστης γραφής όμως, αφού ο Σοφρ δε θυμόταν να την είχε ξαναδεί. Τότε, τρέμοντας απ’ τη συγκίνηση, έτρεξε στο εργαστήρι του και μελέτησε με προσοχή το πολύτιμο εύρημά του. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι είχε στα χέρια ένα αποδεικτικό έγγραφο. Μα η γραφή του δεν έμοιαζε με καμμιάν απ’ αυτές που είχανε χρησιμοποιηθεί σε όλη την επιφάνεια της γης, απ’ την αρχή των ιστορικών χρόνων.
Από πού προερχότανε το έγγραφο; Τί ήτανε γραμμένο σ’ αυτό; Αυτά τα δυο ερωτήματα γεννήθηκαν αυτόματα στη σκέψη του. Έπρεπε πρώτ’ απ’ όλα να το διαβάσει, κατόπιν να το μεταφράσει, γιατί ασφαλώς η γλώσσα που ήτανε γραμμένο θα ήταν άγνωστη, όπως κι η γραφή. Άραγε μπορούσε να γίνει αυτό; Στρώθηκε στη δουλειά. Το είχε βάλει πια σκοπό της ζωής του. Εργάσθηκε εντατικά, χρόνια ολάκερα, ακούραστος και με μεγάλη επιμονή κι υπομονή. Χωρίς να χάσει το θάρρος του, συνέχισε τη μεθοδική μελέτη του μυστηριώδους χειρογράφου, προχωρώντας, ολοένα, βήμα-βήμα, προς τη φωτεινή λύση.
Επιτέλους! Μια μέρα βρήκε το κλειδί που θα του επέτρεπε την αποκρυπτογράφηση. Και τότε πια, κατόρθωσε, με μεγάλη δυσκολία, να μεταφράσει το χειρόγραφο στη γλώσσα των Ανθρώπων των Τεσσάρων Θαλασσών! Όταν έφτασε επιτέλους η πολυπόθητη αυτή μέρα, διάβασε:
* * *
Ροζάριο, 24 Μάη 2…
Η χρονολογία που αρχίζω τη καταπληκτική εξιστόρηση των γεγονότων που έζησα, δεν είναι εκείνη που κάθομαι τώρα και γράφω. Τη διήγησή μου τη κάνω ημερολογιακά, σημειώνοντας την ημερομηνία των συμβάντων μέρα με τη μέρα, απ’ την αρχή. Στις 24 Μαΐου αρχίζουν να διαδραματίζονται τα φοβερά γεγονότα που αναφέρω για να λάβουνε γνώση και να διδαχθούν απ’ αυτά οι μεταγενέστεροί μου, αν φυσικά είναι δυνατόν η ανθρωπότητα να ‘χει δικαίωμα να υπολογίζει σε οποιοδήποτε μέλλον. Σε τι γλώσσα θα γράψω; Αγγλικά ή Ισπανικά που τα κατέχω καλά; Όχι! Θα τα γράψω γαλλικά, γιατί είμαι Γάλλος.
Στις 24 Μάη λοιπόν, είχα καλεσμένους μερικούς φίλους στη βίλα μου, στο Ροζάριο. Το Ροζάριο είναι -ή μάλλον ήταν- μια πόλη του Μέξικο, στην ακτή του Ειρηνικού, λίγο προς νότο του κόλπου της Καλιφόρνια. Είχα εγκατασταθεί εκεί, καμμιά δεκαριά χρόνια πριν, για να διευθύνω την εκμετάλλευση ενός ορυχείου αργύρου, που ήταν αποκλειστική ιδιοκτησία μου. Οι επιχειρήσεις μου είχαν αποφέρει πολύ μεγάλα κέρδη. Ήμουνα πλούσιος, ζάπλουτος, Κροίσος -τι γέλια μου φέρνει σήμερα αυτή η λέξη!- κι είχα σκοπό να γυρίσω σύντομα στη Γαλλία, σαν νοσταλγός της πατρίδας.
Η βίλα μου, απ’ τις πολυτελέστερες, ήτανε χτισμένη στο ανώτατο σημείο ενός ευρύχωρου κήπου που κατέβαινε κλιμακωτά προς τη θάλασσα και κατέληγε απότομα σ’ ένα γκρεμό ύψους 100 μέτρων. Πίσω της συνεχιζόταν η ανηφοριά, κι από κυκλικούς δρόμους μπορούσε να φτάσει κανείς στη κορφή των βουνών, που το ύψος τους ξεπερνούσε τα 1500 μέτρα. Ήταν ευχάριστος περίπατος και συχνά έκανα τη διαδρομή με τ’ αμάξι μου, έξοχο 35 ίππων, που το ‘χα παραγγείλει σε μιαν απ’ τις καλλίτερες γαλλικές φίρμες. Είχα εγκατασταθεί στο Ροζάριο με το γιο μου το Ζαν, όμορφο 20άχρονο παλικάρι, όταν πέθαναν κάτι μακρινοί κι αγαπημένοι μου συγγενείς και πήρα στη κηδεμονία μου τη κόρη τους Ελένη, που ήτανε πολύ φτωχιά. Από τότε, περάσανε 5 έτη. Ο Ζαν είναι 25 κι η Ελένη 20. Η μεγαλύτερη χαρά μου θα είναι να τους παντρέψω.
Στην υπηρεσία μας είναι ένας καμαριέρης, ο Ζερμαίν, ο Μοντέστ Σιμονά, ικανότατος σωφέρ, κι οι δυο κόρες του κηπουρού μου Τζωρτζ Ράλεη, η Ήντιθ κι η Μαίρη, καθώς κι η γυναίκα του Άννα. Τη μέρα της 24ης Μάη, καθόμαστε οχτώ άτομα στο τραπέζι. Ο φωτισμός της βίλας εξασφαλιζόταν από ατομική πλεκτική γεννήτρια, εγκατεστημένη στον κήπο. Εξόν από την οικογένειά μου, ήταν άλλοι πέντε καλεσμένοι, που οι τρεις τους ανήκανε στην αγγλοσαξωνική φυλή, κι οι δυο ήταν Μεξικάνοι.
Ο δόκτωρ Μπάθορστ ανήκε στους πρώτους, κι ο δόκτωρ Μορένο στους δεύτερους. Ήτανε δυο επιστήμονες, με τέλεια κατάρτιση, που σπάνια όμως συμφωνούσανε στις συζητήσεις μεταξύ τους. Κατά βάθος, ήτανε καλοπροαίρετοι άνθρωποι και στενοί φίλοι. Οι δυο άλλοι Αγγλοσάξωνες ήταν ο Γουίλιαμσον, ιδιοκτήτης μεγάλου ιχθυοτροφείου στο Ροζάριο κι ο Ρόουλιν, τολμηρός επιχειρηματίας, που κέρδιζε ένα σωρό λεφτά με τα πρώιμα είδη που καλλιεργούσε, γιατί τα οπωροκηπευτικά προϊόντα του γίνονταν ανάρπαστα στην αγορά. Όσο για τον τελευταίο συνδαιτημόνα, ήταν ο σενιόρ Μεντόζα, πρόεδρος του δικαστηρίου του Ροζάριο, που όλοι τον εκτιμούσανε σαν άνθρωπο με ανώτερη μόρφωση και σαν ακέραιο δικαστή. Είχαμε φτάσει στο τέλος του γεύματος χωρίς τίποτα να ταράξει την ευωχία μας. Δεν θυμάμαι τα λόγια που είπαμε ο ένας στον άλλο σ’ αυτό το διάστημα. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ τι είπαμε την ώρα που καπνίζαμε μακάρια τα πούρα μας. Όχι γιατί στα λόγια αυτά εύρισκα καμμιάν ιδιαίτερη σημασία, αλλά γιατί στα λόγια που ακολουθήσανε ξεχώρισα μια δηκτική σάτιρα που τ’ αποτύπωσε για πάντα στο μυαλό μου. Ποιός ξέρει πώς και γιατί, η συζήτηση είχε αρχίσει γύρω απ’ το θέμα των εκπληκτικών επιτευγμάτων του ανθρώπου στον τομέα της προόδου. Ο δόκτωρ Μπάθορστ είπε, σε μια στιγμή:
-“Είναι γεγονός πως αν ο Αδάμ κι η Εύα ξαναγύριζαν στη γη, θα τρίβανε τα μάπα τους, μη πιστεύοντας ό,τι βλέπουν“!
Αυτά τα λόγια στάθηκαν η αρχή της κουβέντας μας. Ένθερμος υποστηρικτής των θεωριών του Δαρβίνου, φανατικός οπαδός της “φυσικής επιλογής των ειδών”, ο Μορένο ρώτησε με ειρωνικό ύφος τον Μπάθορστ αν πίστευε στα σοβαρά στο θρύλο του επιγείου Παραδείσου. Ο Μπάθορστ του απάντησε πως σαν άτομο που είχε πίστη στο Θεό, εφόσον η Βίβλος βεβαίωνε την ύπαρξη του Αδάμ και της Εύας, δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να την αμφισβητήσει. Ο Μορένο αντιμίλησε, πως κι ο ίδιος πίστευε στο Θεό, τουλάχιστον όσο κι ο Μπάθορστ, μα δεν μπορούσε ν’ αποκλεισθεί κι η πιθανότητα να ήταν οι πρωτόπλαστοι μυθεύματα, σύμβολα και πως, συνεπώς, κανείς δε θ’ ασεβούσε προς τα θεία υποθέτοντας πως η Βίβλος θέλησε να εμφανίσει κατ’ αυτό τον τρόπο τη πνοή ζωής που έβαλε η δύναμη της Δημιουργίας στο πρώτο κύτταρο, απ’ όπου μεταδόθηκε σ’ όλα τ’ άλλα. Ο Μπάθορστ, χωρίς ν’ αποκλείει απόλυτα αυτό το ενδεχόμενο, απάντησε πως πάντως έβρισκε πολύ πιο κολακευτικό για τον εαυτό του να είναι απευθείας έργο του Θεού, παρά να ‘χει έρθει στη γη μ’ ενδιάμεσο πρόγονο… ένα πίθηκο!.
Έφθασε η στιγμή που νόμιζα πως η συζήτηση θα γινόταν πιο ζωηρή, μα ξαφνικά διακόπηκε, γιατί οι δυο αντίπαλοι είχανε βρει τυχαία το σημείο στο οποίο συμφωνούσαν οι απόψεις τους. Άλλωστε έτσι συνέβαινε πάντα. Αυτή τη φορά, ξαναγυρίζοντας στο πρώτο θέμα, οι δυο ανταγωνιστές παραδέχτηκαν πως ήταν σωστό να θαυμάζουν, οποιαδήποτε κι αν υπήρξε η καταγωγή του ανθρώπου, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο που είχε φθάσει. Κι απαριθμούσαν με περηφάνεια τις κατακτήσεις του, μια-μια ξεχωριστά. Ο Μπάθορστ εγκωμίασε τη χημεία, που είχε φθάσει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας ώστε κόντευε να εξαφανιστεί, για να γίνει ένα με τη φυσική: έτσι οι δυο επιστήμες ενωμένες θα είχανε σκοπό τη μελέτη του “συνεχούς της ενεργείας”. Ο Μορένο επαίνεσε την ιατρική και την χειρουργική, χάρη στις οποίες είχε κατανοηθεί η ουσιώδης φύση του φαινομένου της ζωής, και που οι αξιοθαύμαστες ανακαλύψεις επέτρεπαν να ελπίζουμε, σ’ ένα εγγύς μέλλον, πως θα εξασφαλίζανε την αθανασία στους έμψυχους οργανισμούς. Ύστερα, συνεχάρησαν ο ένας τον άλλο για τα υψηλά επιτεύγματα της αστρονομικής επιστήμης.
Κουρασμένοι απ’ τον ενθουσιασμό τους, οι δύο απολογητές ξεκουράστηκαν λιγάκι. Οι άλλοι καλεσμένοι επωφελήθηκαν απ’ την ευκαιρία να πούνε δυο λόγια κι αυτοί, με τη σειρά τους και γενικεύθηκε μια συζήτηση γύρω απ’ το πλήθος των πρακτικών εφευρέσεων που είχαν αλλάξει τόσο πολύ τις συνθήκες ζωής της ανθρωπότητας. Όλοι εξυμνήσανε τους σιδηροδρόμους, τα βαπόρια, τ’ αερόπλοια με φτηνό κόστος για όσους επιβάτες δεν είναι βιαστικοί, τους ηλεκτρο-ιονικούς σωλήνες που διασχίζουν όλες τις ηπείρους και τις θάλασσες, προς χρήση των βιαστικών επιβατών. Μίλησαν με θαυμασμό για τ’ αναρίθμητα μηχανήματα, που ο εφευρετικός νους του ανθρώπου ανακάλυψε και που καθένα απ’ αυτά, σε ορισμένες βιομηχανίες, εκτελεί την εργασία εκατό ατόμων. Δεν παράλειψαν να εγκωμιάσουνε τη τυπογραφία, την έγχρωμη φωτογραφία, τις καταπληκτικές προόδους στην εκμετάλλευση του ήχου, της θερμότητος και των παλμικών δονήσεων του αιθέρος. Ιδιαίτερα τόνισαν τη μεγάλη συμβολή του ηλεκτρισμού που μπορεί από απίθανες αποστάσεις και χωρίς ιδιαίτερη σύνδεση, να βάζει σ’ ενέργεια ένα μηχάνημα, να οδηγεί ένα βαπόρι, ένα υποβρύχιο ή ένα αερόπλοιο, να διαβιβάζει τηλεγραφήματα, τηλε-ομιλίες ή τηλεφωτογραφίες. Κοντολογίς απαγγέλθηκε σωστός διθύραμβος, που κι εγώ έλαβα μέρος. Κι όλοι συμφωνήσανε πως η ανθρωπότητα είχε φτάσει σ’ ένα πνευματικό επίπεδο ανώτερο από κάθε άλλη περίοδο, που μας επέτρεπε να πιστεύουμε πως αυτή θα νικούσε τελειωτικά τη φύση.
-“Κι όμως“, είπε ο πρόεδρος Μεντόζα, “άκουσα να λένε πως οι λαοί, που χάθηκαν στο παρελθόν χωρίς ν’ αφήσουνε το παραμικρό ίχνος, είχαν φτάσει σ’ επίπεδο πολιτιστικό όμοιο ή ανάλογο με το δικό μας“.
-“Ποιοί;” ρώτησαν όλοι μονομιάς.
-“Οι Βαβυλώνιοι λόγου χάρη“.
Όλοι ξεσπσανέ σε γέλια.
-“Πού ακούστηκε να συγκρίνονται οι Βαβυλώνιοι με τους συγχρόνους ανθρώπους“;
-“Οι Αιγύπτιοι…“, συνέχισε ατάραχα ο Μεντόζα.
Τα γέλια δυνάμωσαν ολόγυρά του.
-“…κι οι Άτλαντες, που μόνο η άγνοιά μας τους θεωρεί σαν ένα θρύλο“, πρόσθεσε ο πρόεδρος. “Προσθέστε πως ένα σωρό άλλες ανθρωπότητες, προγενέστερες απ’ τους Άτλαντες, μπορεί να είχανε γεννηθεί, ευημερήσει κι εξαφανισθεί χωρίς να το ξέρουμε”.
-“Μα τί είν’ αυτά που λέτε, αγαπητέ πρόεδρε“; αντιμίλησε ο Μορένο. “Δε φαντάζομαι να ‘χετε την απαίτηση να πιστέψουμε πως ανάμεσα στους αρχαίους λαούς προϋπήρξε κανείς να μπορεί να συγκριθεί με μας… Ακόμα κι αν παραδεχτώ πως στο μορφωτικό επίπεδο μπορεί να είχαν εξισωθεί με μας, είναι αδύνατο να μας είχανε φτάσει στο τεχνικό“!
-“Και γιατί όχι“; αντιμίλησε ο Μεντόζα.
-“Γιατί“, εξήγησε αμέσως ο Μπάθορστ, “οι εφευρέσεις μας διαδίδονται αυτόματα σ’ όλη τη γη: άρα η εξαφάνιση ενός μονάχα λαού, ή ακόμα και πολλών λαών, θ’ άφηνε ανέγγιχτο το σύνολο των επιτευγμάτων τους. Για να χαθούν όλα μαζί τα έργα των ανθρώπων, θα πρέπει να χαθεί μονομιάς ολόκληρη η ανθρωπότητα. Είναι ποτέ δυνατόν να παραδεχτούμε αυτή την περίπτωση“;
Ενώ τα λέγαμε αυτά, στο άπειρο του σύμπαντος προετοιμάζονταν δραματικά γεγονότα, που το τελικό τους αποτέλεσμα θα δικαιολογούσε με το παραπάνω τις αμφιβολίες του Μεντόζα. Μα εμείς δεν υποπτευόμαστε τίποτα και συζητούσαμε ήσυχα-ήσυχα, κοιτάζοντας με συμπάθεια το δρα Μεντόζα, που πιστεύαμε πως θα ήτανε πολύ στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί ν’ αντικρούσει τα επιχειρήματα του Μπάθορστ.
-“Πρώτ’ απ’ όλα“, απάντησε ο πρόεδρος χωρίς να ταραχθεί καθόλου, “μπορεί να ‘χε η γη άλλοτε λιγότερους κατοίκους από τώρα κι έτσι ένας λαός να ήταν αυτός και μόνος κάτοχος των γνώσεων του σύμπαντος. Άλλωστε, δε θεωρώ καθόλου παράλογο να παραδεχτώ πως ολόκληρη η επιφάνεια της γήινης σφαίρας είναι δυνατόν να καταστραφεί μονομιάς“!
-“Όχι δα!” φωνάξαμε όλοι μαζί.
Εκείνην ακριβώς τη στιγμή έγινε ο κατακλυσμός! Χαλασμός κόσμου! Σεισμός συντάραξε τη γη, κουνώντας συθέμελα τη βίλα! Μας κυρίεψε φρίκη. Σπρώχνοντας ένας τον άλλο, ορμήσαμε έξω! Μόλις προλάβαμε να περάσουμε το κατώφλι κι ολάκερη η βίλα γκρεμίστηκε μονομιάς, θάβοντας κάτω απ’ τα ερείπιά της τον πρόεδρο Μεντόζα και τον υπηρέτη μου Ζερμαίν, που έρχονταν τελευταίοι. Ύστερ’ από λίγα δευτερόλεπτα δικαιολογημένης ταραχής, ετοιμαζόμαστε να πάμε να τους βοηθήσουμε, όταν είδαμε το Ράλεη, τον κηπουρό μου, μαζί με τη γυναίκα του να τρέχουν απ’ το μέρος του κήπου, όπου έμεναν.
-“Η θάλασσα!… Η θάλασσα!...” ξελαρυγγιζόταν να φωνάζει.
Γύρισα προς τον ωκεανό κι εξεπλάγην. Γιατί είδα μονομιάς ριζική αλλαγή στο συνηθισμένο περιβάλλον. Κι ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες, αναλογιζόμενος πως η φύση, που τη θεωρούσα κατ’ ουσίαν αναλλοίωτη, είχε υποστεί παράξενη αλλαγή σε λίγα δευτερόλεπτα! Ωστόσο, δεν άργησα να ξαναβρώ τη ψυχραιμία μου. Η πραγματική υπεροχή του ανθρώπου, δεν είναι να εξουσιάζει, να νικά τη φύση. Είναι, για το στοχαστή, να τη νιώθει, είναι να κλείνει το απέραντο σύμπαν στο μικρόκοσμο του εγκεφάλου του. Είναι για τον άνθρωπο της δράσης να διατηρεί τη ψυχική γαλήνη ακόμα κι όταν αντικρύζει την επαναστατημένη φύση, και να της λέει: “Να με καταστρέψεις… έστω! Να με συνταράξεις όμως… ποτέ!”. Μόλις ανάκτησα τη ψυχραιμία μου, κατάλαβα την αλλαγή που είχε γίνει στο τοπίο που ήμουνα συνηθισμένος να βλέπω. Ο γκρεμός είχε εξαφανιστεί κι ο κήπος μου βρισκότανε στη θάλασσα, που τα κύματά της, αφού καταστρέψανε το σπίτι του κηπουρού χτυπούσαν μανιασμένα τις πρασιές. Ήταν πολύ απίθανο να ‘χε υψωθεί τόσο πολύ η επιφάνειά της, άρα αναγκαστικά θα ‘χε βουλιάξει η στεριά και το βούλιαγμά της ξεπερνούσε σίγουρα τα 100 μέτρα, γιατί ο γκρεμός είχε πριν αυτό το ύψος. Θα ‘χε όμως γίνει αγάλια-αγάλια, γιατί δεν το είχαμε αντιληφθεί. Διαπίστωσα, ύστερ’ από μια πρόχειρη εξέταση, πως το συμπέρασμά μου ήταν σωστό. Εξακρίβωσα κιόλας πως το βούλιαγμα δεν είχε σταματήσει ακόμα, γιατί η θάλασσα εξακολουθούσε τον υψωμό της με ταχύτητα πάνω-κάτω δυο μέτρα το δευτερόλεπτο, δηλαδή εφτά-οχτώ χιλιόμετρα την ώρα. Λογαριάζοντας, λοιπόν, την απόσταση που μας χώριζε από τα πρώτα κύματα, έβλεπα πως θα μας κατάπινε σε τρία λεπτά! Πήρα μονομιάς την απόφασή μου.
-“Όλοι στο αυτοκίνητο!” φώναξα.
Στο λεπτό βγάλαμε το αυτοκίνητο απ’ το γκαράζ, το γεμίσαμε με καύσιμα ως τα μπούνια και χωθήκαμε μέσα όλοι. Ο σωφέρ μου Σιμονά έβαλε μπρος τη μηχανή ολοταχώς, ενώ ο Ράλεη, που ‘χε ανοίξει την εξώπορτα του κήπου στο μεταξύ, μόλις πρόλαβε να γαντζωθεί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Τη στιγμή ακριβώς που βρεθήκαμε στο δρόμο, ξεχύθηκε ένα κύμα που έβρεξε τις ρόδες ως τη μέση. Μόλις είχαμε προλάβει! Από ‘δω και πέρα, δε φοβόμαστε το κυνήγημα που θα μας έκανε η θάλασσα. Παρ’ όλο το βάρος που ήτανε φορτωμένο το αυτοκίνητό μου, με τη γερή μηχανή του θα ήτανε σε θέση να τη προσπεράσει, εξόν αν το βούλιαγμα συνεχιζόταν επ’ άπειρον. Ωστόσο είχαμε περιθώρια: δυο ώρες το λιγότερο κυκλική ανηφόρα κι ύψος πάνω-κάτω 1500 μέτρα.
Κι όμως δεν άργησα να καταλάβω πως ακόμα δεν είχαμε νικήσει, στον αγώνα μας εναντίον της θάλασσας. Αφού όρμησε και ξεπετάχτηκε στην αρχή καμμιά εικοσαριά μέτρα μακριά απ’ το κύμα, άδικα ο Σιμονά πατούσε ολοένα γκάζι. Η απόσταση έμεινε η ίδια. Δίχως άλλο, το βάρος των δώδεκα ατόμων λιγόστευε ταχύτητα. Και πάλι καλά που η μηχανή μας ισοφάριζε τη ταχύτητα που ανέβαινε το νερό! Κι έτσι δεν άλλαζε η απόσταση. Ωστόσο κι οι άλλοι δεν άργησαν ν’ αντιληφθούνε πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση. Κι όλοι, εξόν απ’ το Σιμονά, που είχε το νου του στο βολάν, ρίξαμε μια ματιά πίσω. Δεν βλέπαμε άλλο από νερά. Το κύμα μάς είχε στήσει άγριο κυνηγητό ή μάλλον η στεριά βούλιαζε ολοένα κάτω απ’ τη θάλασσα, που τώρα ήτανε γαληνεμένη. Μόνο μερικές ρυτίδες της αργοπέθαιναν σ’ ένα ακρογιάλι που φαινόταν να υψώνεται ασταμάτητα. Ήταν μια γαλήνια λίμνη που φούσκωνε, φούσκωνε ολοένα και τίποτα δεν ήτανε πιο τραγικό απ’ το κυνηγητό που μας έκαναν αυτά τα γαλήνια νερά. Άδικα προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε. Τα νερά, αμείλικτα, ανέβαιναν μαζί μας… Ο Σιμονά μάς είπε, σε μια στροφή:
-“Φτάσαμε στα μισά της πλαγιάς. Έχουμε ακόμα μια ώρα ανηφόρα“.
Ανατριχιάσαμε! Σε μιαν ώρα θα φτάναμε στη κορφή και θα ‘πρεπε να ξανακατεβούμε, διωγμένοι απ’ τα νερά που θα κυλούσανε πάνω στα κεφάλια μας! Πέρασε μια ώρα, χωρίς ν’ αλλάξει καθόλου η κατάσταση. Διακρίναμε κιόλας τη κορφή, όταν ξαφνικά νιώσαμε δυνατό τράνταγμα και το αμάξι λίγο έλειψε να τρακάρει και να τσακιστεί σ ένα βράχο της ανηφόρας. Ταυτόχρονα, ένα πελώριο κύμα χίμηξε πίσω μας να πλημμυρίσει το δρόμο και ξεχύθηκε πάνω στο αυτοκίνητο, αφρισμένο… Άραγε θα μας κατάπινε; Όχι! Το νερό αποτραβήχτηκε με τους αφρούς του ενώ το μοτέρ, λαχανιασμένο μεγάλωνε τη ταχύτητά του. Σε τι οφειλόταν άρα αυτή η αύξηση ταχύτητας;
Ένα ξεφωνητό της Άννας Ράλεη μας το εξήγησε: η άμοιρη είχε αντιληφθεί πως ο άντρας της δεν ήταν πια γαντζωμένος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Σίγουρα ο νεροστρόβιλος τον είχε παρασύρει, κι έτσι ελάφρυνε το αμάξι μας, κι ανέβαινε πιο γρήγορα τη πλαγιά. Απότομα όμως η μηχανή σταμάτησε.
-“Τί τρέχει;” ρώτησα το Σιμονά. “Βλάβη“;
Μού ‘δειξε το δρόμο χωρίς να πει λέξη. Τότε κατάλαβα τί είχε συμβεί, που τον ανάγκασε να φρενάρει απότομα. Μπρος σε απόσταση κάπου δέκα μέτρα, ο δρόμος ήτανε κομμένος κυριολεκτικά: Σαν να ‘χε κοπεί με μαχαίρι! Κι αντικρύζαμε το χείλος μιας σκοτεινής αβύσσου, που στο βάθος της δεν διακρίναμε τίποτα. Κοιτάξαμε πίσω, πανικόβλητοι, βέβαιοι πως είχε σημάνει η τελευταία μας ώρα. Ο ωκεανός, που μας είχε κυνηγήσει από κοντά ως εδώ, θα μας έφτανε αναγκαστικά σε λίγα δευτερόλεπτα…
Τότε όλοι, εξόν απ’ την Άννα και τις κόρες τις χαροκαμένες που κλαίγαν μ’ αναφιλητά, μπήξαμε ένα ξεφωνητό χαρούμενης έκπληξης. Το νερό δεν συνέχιζε ν’ ανεβαίνει ή μάλλον η στεριά είχε πάψει να βουλιάζει. Το τράνταγμα που ‘χαμε νιώσει, σίγουρα ήταν η στερνή εκδήλωση του τρομαχτικού φαινομένου. Ο ωκεανός είχε σταματήσει το κυνήγημα, η επιφάνειά του απλωνότανε στη κατηφοριά, εκατό μέτρα κάτω από μας. Κι είμαστε μαζεμένοι γύρω απ’ το αυτοκίνητο, που η μηχανή του βαριανάσαινε ακόμα, σα ζώο λαχανιασμένο απ’ το τρέξιμο. Άραγε θα τα καταφέρουμε να γλιτώσουμε απ’ τη κακοτοπιά; Το πρωί, θα μάθουμε. Ως τότε, υπομονή. Όλοι ξαπλώσαμε χάμω… και με πήρε ο ύπνος!
Ξύπνησα τρομαγμένος από ένα φοβερό θόρυβο. Τι ώρα να είναι, άραγε; Δεν έχω ιδέα. Μας κυκλώνει το πυκνό σκοτάδι της νύχτας. Ο θόρυβος έρχεται απ’ την αδιαπέραστη άβυσσο που γκρεμίστηκε ο δρόμος. Τί να συμβαίνει άρα; Θα πίστευε κανείς πως κυλάνε καταρράκτες και πως τεράστια κύματα χτυπάνε το ‘να πάνω στ’ άλλο ορμητικά, με θόρυβο που ξεμακραίνει. Ναι… αυτό πρέπει να ‘ναι, γιατί αφρισμένοι υδρατμοί ανεβαίνουνε κουλουριαστά ως το καταφύγιο μας κι οι σταγονίτσες τους υγραίνουνε το κορμί μου. Ύστερα, η γαλήνη ξαναγεννιέται σιγά-σιγά. Όλα βυθίζονται στη σιωπή. Ο ουρανός αρχίζει να χλωμιάζει. Ξημερώνει…
…
25 Μάη
Τί μαρτύριο, να φανερώνεται σιγά-σιγά η πραγματική μας κατάσταση! Πρώτα-πρώτα, ξεχωρίζουμε μόνο το κοντινό περιβάλλον μας, ο κύκλος όμως όσο πάει και μεγαλώνει, σαν να σηκώνουν οι χαμένες μας ελπίδες, ένα-ένα, απειράριθμα πέπλα. Κι επιτέλους, ολόφωτη λάμπει η αλήθεια, διώχνοντας όλες τις αυταπάτες μας. Η κατάστασή μας μπορεί να συνοψισθεί έτσι: βρισκόμαστε πάνω σ’ ένα νησί. Η θάλασσα μας τριγυρίζει απ’ όλες τις μεριές. Απότομα χτες βλέπαμε γύρω ένα σωρό κορφές, που πολλές ήταν ψηλότερες απ’ αυτές που βρισκόμαστε τώρα: όλες εκείνες όμως εξαφανίστηκαν -και το γιατί μπορεί να μη το μάθουμε ποτέ- η δική μας, ωστόσο, πιο ταπεινή, έπαψε να βουλιάζει. Στη θέση τους, απλώνεται απ’ όλες τις μεριές η θάλασσα. Στο μόνο στερεό σημείο του απέραντου κύκλου που διαγράφει ο ορίζοντας, βρισκόμαστε εμείς.
Μια ματιά είναι αρκετή για να ερευνήσουμε όλη την επιφάνεια του μικρού νησιού, όπου μια εξαιρετική εύνοια της τύχης μάς εξασφαλίζει άσυλο, 1000 μέτρα μήκος το πολύ και 500 πλάτος. Προς βορρά, δύση και νότο, η κορφή του, που υψώνεται πάνω-κάτω 100 μέτρα απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, με κλιμακωτούς δρόμους. Μόνο προς ανατολάς, βρίσκεται ένας απότομος γκρεμός, πάνω απ’ τον ωκεανό. Κι όμως, σ’ αυτό το σημείο είναι που καρφώνονται οι ματιές μας. Εκεί έπρεπε να βρίσκονταν κλιμακωτά πολλά βουνά και πιο πέρα ολάκερο το Μέξικο! Τί αλλαγή στο διάστημα μιας λιγόωρης ανοιξιάτικης νύχτας! Τα βουνά εξαφανίστηκαν, το Μέξικο βούλιαξε! Στη θέση τους απλώνεται απέραντη ερημιά, η άγονη ερημιά της θάλασσας! Κοιτάμε ο ένας τον άλλο, με φρίκη! Αποκλεισμένοι, χωρίς τρόφιμα, χωρίς νερό, πάνω σ’ αυτό το στενόχωρο και γυμνό βράχο, είν’ αδύνατο να διατηρήσουμε πια τη παραμικρή ελπίδα. Αμίλητοι, ξαπλώνουμε στη γη, περιμένοντας να μας βρει γι’ απολύτρωση: ο θάνατος.
…
Πάνω στο Βιρτζίνια, 4 Ιουνίου
Τι να έγινε άραγε τις ακόλουθες μέρες; Δεν θυμάμαι τίποτα. Υποθέτω πως πρέπει να λιποθύμησα. Ήρθα στα συγκαλά μου στο πλοίο που μας βρήκε και μας έσωσε. Τότε, πληροφορήθηκα πως είχαμε μείνει δέκα ολόκληρες μέρες πάνω στο ερημονήσι και πως δυο από μας, ο Ρόουλιν κι ο Γουίλιαμσον, πέθαναν από ασιτία κι ανυδρία.
Απ’ τα δεκαπέντε άτομα, που βρίσκονταν στη βίλα μου τη στιγμή του κατακλυσμού, μόνο δέκα ζουν ακόμα: ο γιος μου Ζαν κι η Ελένη, ο σωφέρ μου Σιμονά, απαρηγόρητος γιατί στερήθηκε το αυτοκίνητο, η Άννα Ράλεη κι οι δυο κόρες της Ήντιθ και Μαίρη, ο δόκτωρ Μπάθορστ κι ο δόκτωρ Μορένο -κι εγώ στερνά, που γράφω βιαστικά αυτές τις γραμμές, για να διαφωτίσω τις γενιές του μέλλοντος, αν υπάρξει ελπίδα να γεννηθούν. Το Βιρτζίνια που μας φιλοξενεί, είναι φορτηγό, που ταξιδεύει πότε με ατμό πότε με πανιά, 2000 τόνων. Παλιό πλοίο και μάλλον αργοτάξιδο. Ο κάπταιν Μόρρις έχει πλήρωμα 20 ναυτικούς. Καπετάνιος και πλήρωμα, όλοι είναι Άγγλοι.
Είχε σαλπάρει πριν από ένα μήνα απ’ τη Μελβούρνη, χωρίς φορτίο, για το Ροζάριο. Στη διάρκεια του ταξιδιού, οι καιρικές συνθήκες δεν είχανε παρουσιάσει καμμιάν ανωμαλία, παρά μόνο τη νύχτα 24 προς 25 Μάη, που σηκωθήκανε κύματα σε απίθανο ύψος. Ευτυχώς που το ξέσπασμα της θάλασσας βάσταξε λίγο κι έτσι δε γίνανε ζημιές. Όσο κι αν του φάνηκε παράξενο να δει τόσο θεόρατα κύματα, ο κάπταιν Μόρρις δεν μπορούσε να φανταστεί πως τη στιγμή εκείνη συνέβαινε κατακλυσμός. Γι’ αυτό εξεπλάγη αντικρύζοντας μόνο θάλασσα στον τόπο που ‘πρεπε να βρίσκεται το Ροζάριο κι η παραλία του Μέξικο. Απ’ τη παραλία όλη-όλη έμενε το ερημονήσι. Έστειλε μια βάρκα στο νησί, όπου οι ναυτικοί ανακάλυψαν έντεκα άτομα. Τα δυο είχανε πεθάνει κι έτσι μπάρκαραν τα υπόλοιπα εννιά, που ήτανε σε κακή κατάσταση. Έτσι γλυτώσαμε…
…
Στη στεριά. Γενάρης ή Φλεβάρης
Πέρασαν οχτώ μήνες από τότε που βρεθήκαμε στο Βιρτζίνια. Δεν γράφω ακριβώς ημερομηνία γιατί υπολογίζω στο περίπου τις ημέρες που πέρασαν. Οι οχτώ αυτοί μήνες στάθηκανε περίοδος σκληρής δοκιμασίας για μας, γιατί, σταδιακά διαπιστώσαμε πόσο μεγάλη συμφορά μάς είχε βρει.
Αφού μας περιμάζεψε το πλοίο συνέχισε, ταξιδεύοντας με τις μηχανές του, ολοταχώς προς τ’ ανατολικά. Όταν συνήλθα, το ερημονήσι, που κινδυνέψαμε να πεθάνουμε όλοι, βρισκόταν μακρυά, είχε χαθεί στον ορίζοντα. Το στίγμα που πήρε ο καπετάνιος απ’ τον ασυννέφιαστο ουρανό, έδειξε πως ταξιδεύαμε ακριβώς στη σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται το Μέξικο. Μα δεν έμενε κανένα ίχνος απ’ αυτό, ούτε φαινότανε πουθενά άλλη στεριά κι άδικα ψάχναν να τη βρουν με τα κανοκυάλια. Απ’ όλες τις μεριές δεν έβλεπαν παρά την απεραντοσύνη του νερού. Αυτή η διαπίστωση είχε για μας κάτι συγκλονιστικό. Κόντευε να μας φύγει το μυαλό! Άκου ‘κεί: να βουλιάξει ολάκερο Μέξικο! Κοιτούσαμε ένας τον άλλο κατατρομαγμένοι, σαν να αναρωτιόμαστε ως πού είχε επεκτείνει το καταστροφικό του έργο ο κατακλυσμός.
Ο κάπταιν Μόρρις ήθελε να δει με τα μάτια του αν και σ’ άλλα μέρη είχανε σημειωθεί ανάλογες καταστροφές. Κι αλλάζοντας ρότα, έβαλε πλώρη προς βορράν. Αν είχε εξαφανιστεί το Μέξικο, μπορεί να μην είχε συμβεί το ίδιο και σ’ ολάκερη την ήπειρο. Κι όμως τα ίδια είχανε συμβεί κι εκεί. Άδικα, δέκα μέρες ψάχναμε προς βορρά να δούμε στεριά και στεριά δε βρίσκαμε πουθενά. Ύστερα, βάλαμε πλώρη για το νότο κι άδικα πήραμε βόλτα τις θάλασσες ολάκερο μήνα. Πουθενά στεριά! Και τότε πια, αναγκαστήκαμε να παραδεχτούμε τη πραγματικότητα. Πως ολάκερη η ήπειρος είχε βουλιάξει κάτω απ’ τον ωκεανό. Άραγε εμείς είχαμε σωθεί, μόνο και μόνο για να νιώσουμε δεύτερη φορά το άγχος της αγωνίας; Είχαμε κάθε λόγο να το φοβόμαστε. Εξόν απ’ τα τρόφιμα που σε λίγο θα μας έλειπαν, μας απειλούσε κι άλλος κίνδυνος: τί θα γινόμαστε όταν θα τέλειωναν τα καύσιμα, ακινητοποιώντας το πλοίο;
Γι’ αυτό ακριβώς, στις 14 Ιουλίου -όταν βρισκόμαστε πάνω-κάτω στο Μπουένος Άυρες- ο κάπταιν Μόρρις διάταξε να σβήσουνε τις φωτιές και να βάλουνε μπρος τα πανιά! Κι ύστερα, κάλεσε όλο το πλήρωμα και τους επιβάτες, τους έκανε λιγόλογη έκθεση της κατάστασης και παρακάλεσε να μελετήσουν με προσοχή το πρόβλημα. Την άλλη μέρα, καθείς θα μπορούσε να πει τη γνώμη του στο συμβούλιο που θα γινότανε, για να βρεθεί κάποια λύση. Μια φοβερή τρικυμία, όμως, που ξέσπασε την ίδια νύχτα, έλυσε το πρόβλημα αναγκαστικά. Γιατί ένας μανιασμένος ανεμοστρόβιλος μας υποχρέωσε να τραβήξουμε στη δύση, με κίνδυνο κάθε στιγμή να μας καταπιεί η αγριεμένη θάλασσα.
Η τρικυμία κράτησε τριανταπέντε μέρες, χωρίς στιγμή να κάνει διακοπή. Κοντεύαμε ν’ απελπιστούμε με τη σκέψη πως δεν θα σταματούσε ποτέ, όταν ξαφνικά, στις 19 Αυγούστου, ξυπνήσαμε με γαλήνη, θάλασσα λάδι, χαρά Θεού! Το στίγμα μάς φανέρωνε πως βρισκόμαστε σε 40 μοίρες βορείου πλάτους και 114 ανατολικού μήκους. Δηλαδή… πάνω απ’ το Πεκίνο! Ώστε, είχαμε περάσει πάνω απ’ τη Πολυνησία -κι ίσως και την Αυστραλία- χωρίς να το καταλάβουμε! Και κάτω από ‘κεί που ταξιδεύαμε τώρα ήτανε χτισμένη άλλοτε η πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας με πληθυσμό πάνω από 400.000.000 άτομα. Ώστε κι η Ασία είχε υποστεί την ίδια καταστροφή με την Αμερική!
Δεν αργήσαμε να βεβαιωθούμε γι’ αυτό. Το Βιρτζίνια, συνεχίζοντας στα νοτιοδυτικά έφτασε στο ύψος του Θιβέτ κι αργότερα των Ιμαλαΐων. Εδώ βρίσκονταν άλλοτε οι ψηλότερες βουνοκορφές του κόσμου. Ε λοιπόν, απ’ όλα γύρω τα μέρη καμμιά στεριά δεν πρόβαλε στην επιφάνεια του ωκεανού. Θα πίστευε κανείς πως σ’ όλη τη γη δεν υπήρχε άλλη στεριά απ’ το ερημονήσι που μας είχε σώσει -πως είμαστε οι μοναδικοί επιζώντες απ’ τον κατακλυσμό, οι στερνοί κάτοικοι ενός κόσμου θαμμένου στο κινητό σάβανο των ωκεανών! Αν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν θ’ αργούσαμε να πεθάνουμε, με τη σειρά μας. Παρ’ όλο που γινόταν αυστηρή οικονομία στη διανομή συσσιτίου, τα τρόφιμα του πλοίου λιγόστευαν και δεν υπήρχε ελπίδα ν’ ανανεώσουμε τις προμήθειές μας.
…
Συντομεύω την εξιστόρηση του εφιαλτικού αυτού ταξιδιού. Αν, για να διηγηθώ όλες τις λεπτομέρειές του, προσπαθούσα να τις ξαναζήσω μέρα τη μέρα, η θύμησή τους θα με τρέλαινε! Όσο παράξενα και φοβερά κι αν είναι τα γεγονότα που προηγήθηκαν ή που επακολούθησαν αυτό το ταξίδι, όσο αξιοθρήνητο κι αν προέβλεπα το μέλλον -που δεν θα προλάβω να το δω- ωστόσο αυτό το διαβολικό ταξίδι είναι που μας έκανε να νιώσουμε τη πιο βασανιστική αγωνία της φρίκης! Ταξιδεύαμε ασταμάτητα σ’ έναν απέραντο ωκεανό! Κάθε μέρα ελπίζαμε κάπου ν’ αράξουμε -κι όλο αναβαλλόταν το τέλος του ταξιδιού! Ζούσαμε σκυμμένοι πάνω στους χάρτες, που ήτανε χαραγμένα τα παράλια, με τις δαντελωτές στεριές και κάναμε πάντα την εξακρίβωση πως τίποτα απολύτως δεν υπάρχει πια σ’ αυτά τα μέρη, που πιστεύαμε πως θα υπάρχουνε στον αιώνα τον άπαντα! Σκεπτόμαστε πως σ’ ολάκερη τη γη κυριαρχούσε ο παλμός της ζωής, πως εκατομμύρια ανθρώποι και ζώα πηγαινοέρχονταν απ’ όλες τις μεριές – κι όμως όλα είχανε πεθάνει μονομιάς, όλοι μαζί οι παλμοί της ζωής είχανε σβήσει απότομα σαν μικρή φλόγα σε φύσημα ανέμου! Άνθρωποι εμείς, αναζητούσαμε παντού άλλους ανθρώπους -άδικα όμως! Και στέριωνε μέσα μας η βεβαιότητα πως δεν έμεινε πια τίποτα που να ‘χει ζωή ολόγυρά μας και πως είχαμε μείνει πια έρημοι, ολομόναχοι στο μέσον ενός ανελέητου σύμπαντος!
Άραγε να βρήκα τα λόγια που ταιριάζουνε να εκφράσω το άγχος μου; Δεν το ξέρω. Στη γλώσσα που γράφω, υπάρχουν άραγε οι κατάλληλες λέξεις να περιγράψω μια κατάσταση άνευ προηγουμένου; Αφού περάσαμε, τη θάλασσα, όπου άλλοτε βρισκόταν η ινδική χερσόνησος, ταξιδέψαμε δέκα μέρες προς βορρά κι ύστερα βάλαμε πλώρη προς δυσμάς. Χωρίς τη παραμικρή αλλαγή στη κατάστασή μας, περάσαμε πάνω απ’ τη βουνοσειρά των Ουραλίων -που τώρα είχανε γίνει υποθαλάσσια βουνά- και ταξιδέψαμε πάνω απ’ τη βουλιαγμένη κι αθέατη πια Ευρώπη. Ύστερα τραβήξαμε προς νότον, ως είκοσι μοίρες πέρ’ απ’ τον Ισημερινό. Ύστερα, κουρασμένοι πια απ’ τις άστοχες αναζητήσεις, βάλαμε ξανά πλώρη προς βορρά και διασχίσαμε τα Πυρηναία, περνώντας απ’ τη θάλασσα που ‘χε γίνει υγρός τάφος Αφρικής κι Ισπανίας.
Ωστόσο η εφιαλτική φρίκη μας, είχε αρχίσει πια να γίνεται συνήθεια. Όσο προχωρούσαμε, χαράζαμε τη διαδρομή μας πάνω στους χάρτες, και λέγαμε: “Εδώ ήταν η Μόσχα… η Βαρσοβία… το Βερολίνο… η Ρώμη… η Τύνις… το Τομπουκτού… το Οράν… η Μαδρίτη…”, με μιαν αδιαφορία που όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Είχαμε τόσο συνηθίσει πια, που φτάσαμε στο σημείο να προφέρουμε αυτές τις λέξεις χωρίς καmμιά συγκίνηση -κι ας ήτανε στη πραγματικότητα τόσο τραγικές. Κι όμως, εγώ ατομικά διατηρούσα ακόμα, υποσυνείδητα, κάποια ίχνη ευαισθησίας. Το ένιωσα μια μέρα -στις 11 Δεκέμβρη πάνω-κάτω- που ο κάπταιν Μόρρις μου είπε: “Εδώ ήτανε το Παρίσι…”. Αυτά τα λόγια μου ξεσκίζανε τη καρδιά: Να είχε βουλιάξει το σύμπαν, δεν μ’ ένοιαζε! Μα η Γαλλία -η Γαλλία μου!- και το Παρίσι που ήταν το σύμβολό της!…
Άκουσα κοντά μου κάποιον να κλαίει μ’ αναφιλητά. Γύρισα να δω, ήταν ο Σιμονά. Τέσσερις ακόμα μέρες συνεχίσαμε στο βορρά. Φτάνοντας στο ύψος του Εδιμβούργου, ξανακατεβήκαμε στα νοτιοδυτικά, αναζητώντας την Ιρλανδία… ύστερα τραβήξαμε ανατολικά… Στη πραγματικότητα, αρμενίζαμε στη τύχη, γιατί δεν είχε πια καμμιά σημασία πού ταξιδεύαμε, αφού ολόγυρά μας, παντού, απλωνόταν, ακατανίκητη, η κυριαρχία του νερού…
Περάσαμε πάνω απ’ το Λονδίνο, που τον υποβρύχιο τάφο του χαιρέτισε ευλαβικά όλο το πλήρωμα. Ύστερ’ από πέντε μέρες βρισκόμαστε στο ύψος του Ντάντσιγκ. Τότε ο κάπταιν Μόρρις διάταξε να βάλουμε πλώρη στην αντίθετη διεύθυνση, προς τα νοτιοδυτικά. Ο τιμονιέρης υπάκουσε, χωρίς να πει λέξη. Τι τον ένοιαζε; Απ’ όλες τις μεριές, τι άλλο έβλεπε κανείς εξόν από θάλασσα; Την ενάτη μέρα απ’ την αλλαγή της ρότας, φάγαμε την τελευταία γαλέτα μας.
Καθώς κοιταζόμαστε με αγριεμένες ματιές, ο κάπταιν Μόρρις διάταξε ξαφνικά να βάλουνε μπροστά τις μηχανές. Τί να ‘χε άραγε στο νου; Η διαταγή του όμως εκτελέστηκε και το πλοίο αύξησε ταχύτητα. Ύστερ’ από δυο μέρες, η πείνα μάς βασάνιζε σκληρά. Τη μεθεπομένη μέρα, σχεδόν όλο το πλήρωμα αρνήθηκε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Μόνον ο καπετάνιος, ο Σιμονά, λίγοι ναύτες κι εγώ είχαμε ακόμα δυνάμεις να εξασφαλίσουμε τις βάρδιες που απαιτούνταν για να συνεχιστεί το ταξίδι. Την άλλη μέρα -πέμπτη με νηστεία- λιγόστεψαν οι ναύτες που ήταν ακόμα σε θέση να εργαστούν. Σε εικοσιτέσσερις ώρες, κανένας πια δεν θα ‘χε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του. Είχανε κιόλας περάσει εφτά μήνες απ’ τη μέρα που αλωνίζαμε τη θάλασσα απ’ όλες τις μεριές. Πιστεύω πως ήταν 8 Γενάρη πάνω-κάτω. Ήμουνα στο τιμόνι κι έβαλα τα δυνατά μου για ν’ ακολουθήσει το Βιρτζίνια τη ρότα που ‘χεν ορίσει ο καπετάνιος. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως κάτι ξεχώρισα στα δυτικά. Στην αρχή, νόμισα πως ήτανε παραίσθηση -απόλυτα δικαιολογημένη στη κατάσταση που βρισκόμουν. Κοίταξα, όμως, με πιότερη προσοχή, γούρλωσα τα μάτια μου… Όχι! Δεν είχα γελαστεί!
Έμπηξα μονομιάς έναν αλαλαγμό χαράς, γαντζώθηκα στο τιμόνι και ξεφώνισα:
-“Στεριά, μπρος στα δεξιά“!
Τί μαγικό αποτέλεσμα είχαν αυτά τα λόγια! Όλοι οι ετοιμοθάνατοι αναστηθήκανε στο λεπτό και τα κατάχλωμα, αποστεομένα πρόσωπά τους φάνηκανε στη δεξιά κουπαστή.
-“Είναι στ’ αλήθεια στεριά“, είπε ο κάπταιν Μόρρις, αφού εξέτασε το σύννεφο που πρόβαλε στον ορίζοντα.
Ύστερ’ από μισή ώρα, δε χωρούσε πια η παραμικρή αμφιβολία. Είχαμε βρει στεριά στον Ατλαντικό, αφού άδικα την αναζητήσαμε πάνω απ’ την επιφάνεια των ηπείρων που είχαν βουλιάξει! Κοντά στις τρεις το απόγευμα, αρχίσαμε να ξεχωρίζουμε πιο καθαρά τη παραλία -και τότε νιώσαμε τη πιο μεγάλη απογοήτευση. Γιατί στ’ αληθινά αυτή η ακτή ήτανε σε τόσον απελπιστική κατάσταση, που κανείς από μας δεν θυμόταν να είχε δει παρόμοια, τον καιρό που δεν είχε εξαφανιστεί η στεριά! Στη γη που κατοικούσαμε πριν απ’ τον κατακλυσμό, το πράσινο ήταν άφθονο, πληθωρικό. Ακόμα και στις πιο άγονες ακτές, βρίσκονταν κάτι χαμόδεντρα, κάτι βούρλα, κάτι μανιτάρια, κάτι μούσκλα. Εδώ δε φαινότανε τίποτα. Ξεχώριζε μόνο ένας μαυριδερός ψηλός γκρεμός, που στους πρόποδές του είχε ένα σωρό βράχους, χωρίς το παραμικρό φυτό ή χορτάρι. Ήταν ένας απογοητευτικός, εφιαλτικός ερημότοπος χωρίς τίποτα… μα τίποτα απολύτως!
Δυο ολάκερες μέρες τριγυρίζαμε με το πλοίο αυτό τον απότομο γκρεμό, χωρίς ν’ ανακαλύψουμε τη παραμικρή σχισμάδα. Μόνο το βράδυ της δεύτερης μέρας βρεθήκαμε μπρος σ’ ένα κολπίσκο, καλά προφυλαγμένο απ’ τους πελαγίσιους ανέμους, όπου και φουντάραμε. Αφού κατεβήκαμε στη στεριά με τις βάρκες, η πρώτη μας φροντίδα ήταν να βρούμε τροφή στην ακρογιαλιά. Εκατοντάδες χελώνες έβοσκαν εκεί και πλήθος κοχύλια ήτανε κολλημένα στους βράχους. Μα κι άλλοι μυθικοί θησαυροί της θάλασσας αφθονούσαν εκεί. Ανάμεσα στις ξέρες, βρίσκονταν καβούρια, αστακοί και γαρίδες σε αφάνταστες ποσότητες, καθώς κι αφθονία ψαριών λογής-λογής. Σίγουρα, αυτή η θάλασσα, με τον υπερπλουτισμό της σε ψαρικές ποικιλίες, ήτανε σε θέση να μας θρέψει για όλη μας τη ζωή -ακόμα κι αν δε βρίσκαμε κρέας ή ζαρζαβατικά, για ν’ αλλάξει το φαΐ μας.
Αφού χορτάσαμε, κατορθώσαμε ν’ ανακαλύψουμε ένα σκάσιμο στο γκρεμό. Από κει ανεβήκαμε στη κορφή, βρήκαμε μιαν ευρύχωρη πλατωσιά. Η όψη της παραλίας δεν μας είχε ξεγελάσει. Σ’ όλες τις γωνιές ήταν μόνο άγονοι βράχοι, σκεπασμένοι με ξεραμένα φύκια, χωρίς το παραμικρό ίχνος χορταριού, χωρίς πουλιά και ζώα. Κάπου-κάπου ξεχωρίζανε λιμνούλες κι οι αχτίδες του ήλιου που λούζονταν σ’ αυτές, τις έκαναν να λάμπουνε. Κάναμε να πιούμε, μα το νερό ήταν αλμυρό. Ωστόσο, δεν παραξενευτήκαμε γι αυτό, γιατί έτσι βεβαιωνόταν η σκέψη που είχαμε κάνει στην αρχή: πως αυτή η άγνωστη ήπειρος ήταν νεογέννητη, είχε βγει τελευταία, μονομιάς, απ’ τα βάθη του ωκεανού. Έτσι εξηγιότανε γιατί ήταν άγονη κι ολωσδιόλου έρημη. Έτσι ακόμα κι αυτό το πηχτό στρώμα λάσπης που ήτανε σκορπισμένο παντού κι η εξάτμιση το έκανε να ραγίζει και να γίνεται σιγά-σιγά σκόνη…
Το μεσημέρι της άλλης μέρας, το στίγμα φανέρωσε 17 μοίρες 20΄ βορείου πλάτους και 23 μοίρες 55΄ δυτικού μήκους. Ο χάρτης προσδιόρισε πως βρισκόμαστε ανοιχτά στο Πράσινο Ακρωτήρι. Κι όσο μακρυά μπορούσαμε να διακρίνουμε, βλέπαμε τη στεριά στα δυτικά και τη θάλασσα στ’ ανατολικά. Όσο αποκρουστική κι αφιλόξενη κι αν ήταν η ήπειρος που είχαμε αποβιβασθεί, θέλοντας και μη έπρεπε να βολευτούμε σ’ αυτή. Γι’ αυτό άρχισε αμέσως το ξεφόρτωμα του Βιρτζίνια. Πρώτα ρίξαμε τέσσερις άγκυρες σε βάθος δεκαπέντε οργιές, για να σιγουράρουμε το πλοίο. Στον κλειστό απάνεμο αυτό κολπίσκο, δεν κινδύνευε καθόλου. Μόλις τέλειωσε η μεταφορά, άρχισε η καινούργια μας ζωή. Πρώτ’ απ’ όλα, θάπρεπε…
…
…ν’ αρχίζουμε να τη συνηθίζουμε.
Πόσος καιρός πέρασε αφότου ξεμπαρκάραμε σ’ αυτή την ακτή; Δεν έχω πια ιδέα. Ρώτησα το δόκτορα Μορένο, που κρατά λογαριασμό για τις μέρες που περνούν. Μου απάντησε: Έξι μήνες… Και πρόσθεσε: – Ίσως κάτι παραπάνω. (Γιατί φοβάται μήπως έκανε λάθος). Φανταστείτε που καταντήσαμε! Δεν πέρασαν ούτ’ έξι μήνες και δεν είμαστε σίγουροι αν λογαριάζουμε σωστά τις ημέρες. Κατά βάθος, γιατί να παραξενεύομαι γι’ αυτή την αφροντισιά; Αφού όλη τη προσοχή μας, όλη τη δραστηριότητά μας, έχουμε επιστρατεύσει για να διατηρηθούμε στη ζωή. Η συντήρησή μας είναι πρόβλημα, που η λύση του απαιτεί ολοήμερη απασχόληση. Τι τρώμε; Ψάρια, όταν βρίσκουμε, μα δυσκολευόμαστε, γιατί, μέρα με τη μέρα, το αδιάκοπο κυνήγι που τους κάνουμε, τ’ αγριεύει. Τρώμε κι αυγά χελώνας και κάτι φαγώσιμα φύκια. Τα βράδυα, χορτάτοι μα κατακουρασμένοι, μόνο τον ύπνο έχουμε στο νου.
Τα πανιά του Βιρτζίνια τα ‘χουμε μετατρέψει σε σκηνές. Κι όμως, θα πρέπει σύντομα να κατασκευάσουμε ένα πιο σίγουρο καταφύγιο. Κάπου-κάπου τουφεκάμε κανένα πουλί γιατί ο ουρανός μας δεν είναι πια έρημος, όπως ήταν πριν. Καμμιά δεκαριά είδη πουλιών αντιπροσωπεύονται κιόλας σ’ αυτόν. Χελιδόνια, άλμπατρος, κι άλλα… Φαίνεται πως δεν βρίσκουνε τροφή σ’ αυτή τη γη, που δεν έχει βλάστηση, γιατί δεν παύουν να πετανε πάνω απ’ τη κατασκήνωσή μας, καρτερώντας τ’ αποφάγια μας. Καμμιά φορά βρίσκουμε κανένα πουλί που ψόφησε από ασιτία κι έτσι εξοικονομούμε τη μπαρούτη που θα μας κόστιζε ο σκοτωμός του.
Ευτυχώς που υπάρχουν ελπίδες να βελτιωθεί η κατάσταση. Ανακαλύψαμε ένα σακί στάρι στ’ αμπάρι κι έχουμε σπείρει το μισό. Θα βλαστήσει όμως; Το έδαφος είναι σκεπασμένο μ’ ένα στρώμα πηχτής λάσπης, που την έχουνε λιπάνει τα φύκια με την αποσύνθεσή τους. Όταν πρωτοήρθαμε, αυτή η φυτική γη ήταν όλη αλάτι. Αφότου όμως οι καταρρακτώδεις βροχές της ξέπλυναν την επιφάνεια, τα βαθουλώματά της είναι γεμάτα γλυκό νερό. Πάντως το στρώμα της λάσπης δεν έχει ξεφορτωθεί όλο το αλάτι του. Τα κατακάθια που αρχίζουν να σχηματίζουν ρυάκια, ακόμα και ποταμάκια, κάνουν το νερό τους γλυφό. Για να σπείρουμε το στάρι και να φυλάξουμε το υπόλοιπο στην άκρη, λίγο έλειψε ν’ αρπαχτούμε στα γερά με το πλήρωμα: γιατί πολλοί απ’ τους ναύτες θέλαν να το αλέσουν, να το ζυμώσουνε και να το φάνε άψε-σβήσε, χωρίς αναβολή. Αναγκαστήκαμε να…
…
…που τα είχαμε πάνω στο Βιρτζίνια. Αυτά τα δυο ζευγάρια κουνέλια ξεφύγανε στη στεριά και δεν τα ξανάδαμε. Φαίνεται πως βρήκανε τροφή. Ώστε, χωρίς να το ‘χουμε αντιληφθεί, η γη έχει παραγωγή…
…
…κι είναι δυο χρόνια που βρισκόμαστ’ εδώ! Το στάρι είχε εξαιρετική απόδοση. Μας προμηθεύει άφθονο ψωμί και τα χωράφια μας όσο πάνε και πληθαίνουν! Μα τι αγώνας απαιτείται για να προστατέψουμε τη παραγωγή μας απ’ την επιδρομή των πουλιών! Έχουνε πληθύνει αφάνταστα, γύρω από τις καλλιέργειές μας…
…
Παρ’ όλους τους θανάτους που σας έχω αναφέρει προηγουμένως; η μικρή κοινότητά μας δεν σημείωσε ελάττωση πληθυσμού: αντίθετα μάλιστα! Ο γιός μου με την Ελένη έχουν αποκτήσει δυο παιδιά και καθένα απ’ τ’ άλλα τρία αντρόγυνα έχει άλλα τόσα. Όλο αυτό το παιδομάνι χαίρει άκρας υγείας. Είναι να πιστέψει κανείς πως το ανθρώπινο γένος απέκτησε ακόμα πιο έντονη ζωτικότητα αφ’ ότου ελαττώθηκε με τον κατακλυσμό σε πληθυσμό. Μα πόσα άλλα συμπεράσματα…
…
…εδώ δέκα χρόνια κι ακόμα δεν έχουμε ιδέα σε τι λογής ήπειρο βρισκόμαστε. Δεν την έχουμε εξερευνήσει πέρα από μιαν ακτίνα λίγων χιλιομέτρων απ’ το σημείο που αποβιβαστήκαμε. Ο δόκτωρ Μπάθορστ μας έκανε να ντραπούμε για την ανέμελη αδιαφορία μας: μας πρότρεψε ν’ αρματώσουμε το Βιρτζίνια. Κοπιάσαμε έξι μήνες για να τον ικανοποιήσουμε και ξεκινήσαμε για ένα εξερευνητικό ταξίδι. Επιστρέψαμε προχτές. Το ταξίδι κράτησε περισσότερο από όσο λογαριάζαμε, γιατί θέλαμε να ‘χουμε θετικά αποτελέσματα στην εξερευνητική μας αποστολή. Κάναμε ολάκερο το γύρο της ηπείρου που βρισκόμαστε και που είναι πια σχεδόν αποδεδειγμένο πως, μαζί με το νησάκι μας, είναι οι μόνες στεριές που υπάρχουνε στην επιφάνεια της γης. Όλες οι ακτές είναι ίδιες, έρημες κι άβολες.
Κάπου-κάπου σταματούσε το “Βιρτζίνια” και κάναμε εκδρομές στο εσωτερικό της ηπείρου. Είχαμε κάποια ελπίδα να βρούμε ίχνη απ’ τα νησιά των Αζόρων και τη Μαδέρα, που η τοποθεσία τους, πριν απ’ τον κατακλυσμό, ήταν στον Ατλαντικό ωκεανό και γι’ αυτό θα έπρεπε ν’ αποτελούν μέρος της καινούργιας ηπείρου. Δεν βρήκαμε ίχνος από αυτά. Το μόνο που διαπιστώσαμε είναι πως το έδαφος ήταν σε κακή κατάσταση, σκεπασμένο με παχύ στρώμα λάβας, στο σημείο ακριβώς που βρίσκονταν άλλοτε τα νησιά. Φαίνεται πως μια έκρηξη ηφαίστειου προκάλεσε αυτές τις καταστροφές.
Τί παράξενη σύμπτωση! Δεν ανακαλύψαμε ό,τι γυρεύαμε… ανακαλύψαμε όμως κάτι που δεν το γυρεύαμε! Στο ύψος των Αζορών, μισοχωμένα στη λάβα, βρήκαμε αποδεικτικά στοιχεία των έργων του ανθρώπου -όχι όμως, των συγχρόνων μας κατόχων αυτών των νησιών. Ήταν ερειπωμένες στήλες και κεραμικά σκεύη. Αφού τα εξέτασε, ο δόκτωρ Μορένο, είχε τη γνώμη πως θα ‘πρεπε να προέρχονται απ’ την αρχαία Ατλαντίδα, και πως μια υποβρύχια έκρηξη ηφαίστειου θα τα έφερε στην επιφάνεια. Μπορεί να ‘χει δίκιο ο δόκτωρ Μορένο. Η θρυλική Ατλαντίδα, αν υπήρξε ποτέ, θα βρισκότανε πάνω-κάτω στο σημείο που είναι η καινούργια ήπειρος. Και θα ήτανε πολύ παράξενη σύμπτωση, να διαδεχτούν μια την άλλη τρεις ανθρωπότητες, στα ίδια μέρη, χωρίς να κατάγονται όμως η μια απ’ την άλλη. Ωστόσο, δεν μ’ ενδιαφέρει η λύση αυτού του προβλήματος: έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε τώρα, που δεν μας μένει καιρός για ν’ ασχοληθούμε και με το παρελθόν. Τη στιγμή που γυρίσαμε στη κατασκήνωσή μας, σκεφτήκαμε πως, σε αναλογία με την υπόλοιπη χώρα, η δική μας περιοχή έχει ένα πλεονέκτημα: Το πράσινο, που αφθονούσε άλλοτε στη φύση, ξεφυτρώνει κάπου-κάπου σε μας, ενώ λείπει ολότελα απ’ την υπόλοιπη ήπειρο. Βλαστάρια, που δεν υπήρχαν όταν πρωτοήρθαμε, ξεπετιούνται ολόγυρά μας, ολοένα και πιο πολλά. Ανήκουνε στα πιο συνηθισμένα είδη και σίγουρα τα πουλιά μετέφεραν τους σπόρους ως εδώ.
Ωστόσο, μη βγάλετε συμπέρασμα πως δεν υπάρχει άλλη βλάστηση εξόν αυτής. Τα φυτά της θάλασσας, που σκεπάζανε την ήπειρό μας όταν βγήκε μες απ’ τα κύματα, ξεράθηκαν, τα πιο πολλά, αντικρύζοντας το φως του ήλιου. Μερικά, όμως, διατηρήθηκαν στις λίμνες, στους βάλτους, σε λάκκους γεμάτους νερό, που η ζέστη ξέρανε σιγά-σιγά. Εκείνο τον καιρό, όμως, άρχισαν να πρωτοφαίνονται ρυάκια και ποταμάκια, που ήτανε τα πιο κατάλληλα για την ανάπτυξη των φυτών της θάλασσας, γιατί τα νερά τους ήταν αλμυρά. Όταν απ’ την επιφάνεια κι αργότερα απ’ το βάθος του εδάφους, οι βροχές έδιωξαν το αλάτι και το νερό έγινε γλυκό, τα περισσότερα απ’ αυτά τα φυτά καταστράφηκαν. Λίγα όμως απ’ αυτά μπόρεσαν να προσαρμοσθούνε στις νέες συνθήκες ζωής κι αναπτύχθηκαν στο γλυκό νερό, όπως αναπτύσσονταν, άλλοτε, στο αλμυρό. Και το φαινόμενο δεν σταμάτησε ως εκεί: μερικά απ’ αυτά τα φυτά, προικισμένα με ανώτερη δύναμη προσαρμογής, αργότερα αναπτύχθηκαν στον καθαρόν αέρα και σιγά-σιγά βλάστησαν παντού. Παρακολουθήσαμε από κοντά αυτές τις εξελίξεις και μπορέσαμε να εξακριβώσουμε τις μεταβολές που παίρναν τα σχήματα ταυτόχρονα με τη φυσιολογική λειτουργία. Βλέπουμε κιόλας μερικά λεπτά κι αδύναμα κοτσάνια να ορθώνονται δειλά-δειλά στον ουρανό. Προβλέπουμε πως μια μέρα θα δημιουργηθεί έτσι μια ολοκληρωμένη χλωρίδα και πως θ’ αρχίσει σφοδρός αγώνας ανάμεσα στα καινούργια είδη και σε κείνα που προέρχονται απ’ τη παλιά τάξη πραγμάτων.
Ό,τι γίνεται με τη χλωρίδα, συμβαίνει και με τη πανίδα. Όπου υπάρχουνε γλυκά νερά, βλέπουμε τον παλιό πλούτο της θάλασσας, οστρακόδερμα και μαλάκια πιο πολλά, να προσαρμόζονται στις συνθήκες ζωής της στεριάς. Βλέπουμε ψηλά να διασχίζουνε τον ουρανό ιπτάμενα ψάρια, που είναι πιο πολύ πουλιά παρά ψάρια, γιατί τα πτερύγιά τους έχουνε διαμορφωθεί σε μεγάλα φτερά κι η κυρτωμένη ουρά τους δίνει τη δυνατότητα σ’ αυτά…
…
Όλοι γεράσαμε πια. Ο κάπταιν Μόρρις πέθανε. Ο δόκτωρ Μπάθορστ είναι εξήντα πέντε χρονών. Ο δόκτωρ Μορένο, εξήντα. Εγώ, εξήντα οχτώ. Όλους σε λίγο θα μας εγκαταλείψει η ζωή. Προτού, όμως, φύγουμε απ’ το φθαρτό κόσμο, πρέπει να ολοκληρώσουμε την αποστολή που αναλάβαμε. Πρέπει να προετοιμάσουμε από τώρα τις μελλοντικές γενιές για τον αγώνα που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν. Άραγε, όμως, θα δουν το φως της μέρας αυτές οι γενιές του μέλλοντος;
Θα ‘πρεπε ν’ απαντήσω “ναι“, λαμβάνοντας υπ’ όψη τον υπερπληθυσμό της μικρής κοινότητάς μας. Το παιδομάνι αυξάνεται και πληθύνεται, σ’ αυτό το υγιεινό κλίμα. Σε μια χώρα που είναι άγνωστα τα αιμοβόρα θηρία, η μακροβιότητα σημειώνει ρεκόρ. Έχουμε κιόλας τριπλασιαστεί.
Μα ίσως δεν πρέπει ν’ αποκλειστεί κι ένα “όχι“, αν λάβω υπ’ όψη τη βαθειά πνευματική κατάπτωση των συντρόφων μου. Κι όμως, ο μικρός όμιλος των ναυαγών ζούσε κάτω από ευνοϊκούς όρους για να βρει όφελος αξιοποιώντας τις ανθρώπινες γνώσεις: περιλάμβανε έναν άνθρωπο εξαιρετικά δραστήριο -τον κάπταιν Μόρρις, που ‘χει πεθάνει- δυο ανθρώπους με ικανή πνευματική μόρφωση, -εμένα και το γιο μου- και δυο λαμπρούς επιστήμονες, -το δόκτορα Μπάθορστ και το δόκτορα Μορένο. Με τέτοια καλλιεργημένα στοιχεία κάτι θα μπορούσε να ‘χε πετύχει. Κι όμως, δεν έγινε τίποτα. Ο αγώνας για να διατηρηθούμε στη ζωή αναζητώντας ασταμάτητα την υλική συντήρησή μας, ήταν κι εξακολουθεί να είναι η μοναδική μας έγνοια. Όλη μέρα φροντίδα μας είναι να εξασφαλίσουμε τον επιούσιο και το βράδυ, κατακουρασμένοι, πέφτουμε να κοιμηθούμε.
Αλίμονο! Παραείναι σίγουρο πως η ανθρωπότητα, που εμείς είμαστε οι μοναδικοί εκπρόσωποί της, έχει πάρει ασταμάτητα τον κατήφορο και κοντεύει να φτάσει στο επίπεδο του κτήνους. Στους ναύτες που ήταν ανέκαθεν άνθρωποι αμόρφωτοι, είναι τώρα πιο φανερά τα ένστικτα της κτηνωδίας. Ο γιος μου κι εγώ έχουμε ξεχάσει όλα όσα ξέραμε. Ο δόκτωρ Μπάθορστ κι ο δόκτωρ Μορένο έχουν αφήσει κι αυτοί αχρησιμοποίητο το νου τους. Μπορούμε να πούμε πως έχει πια εξαλειφθεί από μας κάθε ίχνος εγκεφαλικής ζωής. Πάλι καλά, που πριν από τόσα χρόνια, είχαμε κάνει την εξερεύνηση αυτής της ηπείρου!
Σήμερα, δεν θα ‘χαμε πια το ίδιο θάρρος… Άλλωστε, πέθανε ο κάπταιν Μόρρις που ήταν αρχηγός της αποστολής, – όπως πέθανε από γερατειά το Βιρτζίνια, που μας ταξίδεψε. Απ’ την αρχή της διαμονής μας, μερικοί από μας είχανε βάλει μπρος να χτίσουνε τα σπίτια τους. Τώρα πια, τα μισοτελειωμένα αυτά χτίσματα πέφτουν ερείπια. Κοιμόμαστε χάμω χειμώνα-καλοκαίρι. Είναι πολλά χρόνια που λυώσανε τα ρούχα που φορούσαμε. Στην αρχή, έγινε μια προσπάθεια να τ’ αντικαταστήσουμε με φύκια κατάλληλα υφασμένα. Αργότερα η ύφανση έγινε πιο πρόχειρα. Στο τέλος, βαρεθήκαμε να φτιάνουμε κάτι που ήτανε περιττό σ’ αυτό το ήπιο κλίμα. Ζούμε γυμνοί όπως εκείνοι που ονομάζαμε αγρίους. Το φαΐ είναι η παντοτινή επιδίωξή μας, η μοναδική μας απασχόληση. Κι όμως δεν έλειψαν ολωσδιόλου μερικά απομεινάρια απ’ τις παλιές ιδέες και τα αισθήματά μας. Ο γιος μου Ζαν, ακόμα και τώρα που έγινε παππούς, δεν έχει χάσει κάθε αίσθημα στοργής. Κι ο παλιός μου σωφέρ, ο Μοντέστ Σιμονά, θυμάται ακόμα, μες στη συννεφιασμένη του σκέψη, πως κάποτε ήτανε στην υπηρεσία μου.
Μαζί μ’ αυτούς όμως, μαζί με μας, αυτά τα λιγοστά ίχνη, πως κάποτε υπήρξαμε άνθρωποι -γιατί στ’ αληθινά, σήμερα δεν είμαστε πια άνθρωποι- θα εξαφανιστούνε για πάντα. Η γενιά του μέλλοντος, που γεννήθηκε εδώ, δεν θα ‘χει γνωρίσει διαφορετική ζωή. Η ανθρωπότητα θα περιοριστεί σ’ αυτούς τους νέους -και βλέπω μπρος μου μερικούς την ώρα που γράφω- που δεν ξέρουν να διαβάζουνε, που δεν ξέρουν να γράφουνε, που δεν ξέρουν να μετράνε, που μόλις και μετά βίας κάτι μπορούν να τραυλίσουν. Αυτά τα παιδιά, με τα σουβλερά δόντια, δίνουν μόνο την εντύπωση μιας αχόρταγης κοιλιάς! Κι ύστερα απ’ αυτούς, θα υπάρξουν άλλοι νέοι κι άλλα παιδιά κι αργότερα κι άλλοι ακόμα νέοι κι άλλα ακόμα παιδιά, που θα πλησιάζουν ολοένα και πιο πολύ προς το κτήνος. Και θα βρίσκονται ολοένα και πιο μακρυά από μας, τους προγόνους των, που είχαμε ανθρώπινη νόηση.
Θαρρώ πως βλέπω από τώρα τους ανθρώπους του μέλλοντος, που θα ‘χουνε ξεχάσει ολότελα τη μιλιά, που δεν θα λειτουργεί πια το μυαλό τους, να πλανιώνται σ’ αυτή την άχαρη ερημιά, με το κορμί σκεπασμένο από χοντρές αλογότριχες. Ε λοιπόν! αυτό θέλουμε να τ’ αποφύγουμε! Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη πάνε χαμένα για πάντα όλα τα επιτεύγματα, όλες οι κατακτήσεις, όλες οι γνώσεις της ανθρωπότητας. Ο δόκτωρ Μορένο, ο δόκτωρ Μπάθορστ κι εγώ θα ξυπνήσουμε το ναρκωμένο μυαλό μας, θα το αναγκάσουμε να θυμηθεί όσα ήξερε. Θα μοιραστούμε τη δουλειά πάνω στο χαρτί και το μελάνι που μας απόμειναν απ’ το πλοίο, θ’ αραδιάσουμε όλες τις γνώσεις μας στον κάθε τομέα της επιστήμης μ’ ένα μοναδικό σκοπό: αν, ύστερ’ από μια περίοδο αγρίας κατάστάσης, που θα κρατήσει λίγο ή πολύ, οι αυριανοί άνθρωποι που χάσανε το φλογερό πάθος τους για τα φώτα της γνώσης, στερνά το ανακτήσουν, να βρούνε περιληπτικά γραμμένο τι πέτυχαν με χίλιους μόχθους οι προγενέστεροί τους. Και τότε, θα συχωρνάν εκείνους που κόπιασαν μόνο και μόνο για να συντομέψουν τη περίοδο της μελλοντικής πορείας των μεταγενεστέρων τους προς τα φώτα της προόδου και του πολιτισμού.
Πέρασαν πάνω-κάτω δεκαπέντε χρόνια από τότε που γραφτήκανε τα προηγούμενα. Ο δόκτωρ Μπάθορστ κι ο δόκτωρ Μορένο έχουν φύγει απ’ τη ζωή. Απ’ όλους που ξεμπάρκαραν εδώ, εγώ, ένας απ’ τους πιο γέρους, μένω σχεδόν μόνος. Έρχεται όμως η σειρά μου να φύγω. Νιώθω το θάνατο ν’ ανεβαίνει απ’ τα παγωμένα πόδια, για να σταματήσει τη καρδιά μου.
Η εργασία μας τέλειωσε. Εμπιστεύομαι τα χειρόγραφα με τη περίληψη των ανθρωπίνων γνώσεων σε σιδερένια κάσα που βρήκα στο Βιρτζίνια, που τη καταχωνιάζω βαθιά στη γη. Κοντά σ’ αυτή, σε μια θήκη από αλουμίνιο, θα βάλω και τις λιγοστές σελίδες του ημερολογίου μου. Άραγε αυτά που εμπιστεύομαι στη γη, θα πέσουνε σε χέρια συνανθρώπων μου, θα ψάξει κανείς τουλάχιστον να τα βρει; Αν είναι γραφτό. Θεός να δώσει!
* * *
Όσο διάβαζε το παράξενο αυτό χειρόγραφο ο Σοφρ, τόσο ένιωθε ένα πρωτόγνωρο φόβο να κυριεύει τη ψυχή του. Έτσι λοιπόν: Η γενιά των Τεσσάρων Θαλασσών καταγόταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους, που, αφού περιπλανήθηκαν μήνες ολόκληρους στους έρημους ωκεανούς, είχανε καταφύγει στο σημείο της ακτής όπου τώρα ήτανε χτισμένη η Μπασίντρα; Ώστε αυτές οι κακορίζικες υπάρξεις ανήκαν άλλοτε σε μια δοξασμένη ανθρωπότητα, που, σε σύγκριση με κείνην, η σημερινή ανθρωπότητα της Αυτοκρατορίας των Τεσσάρων Θαλασσών ήταν ένα μωρό στα σπάργανα, που μόλις αρχίζει κάτι λέξεις! Κι όμως, τί χρειάστηκε να γίνει για να χαθούνε για πάντα κι η επιστήμη κι η ανάμνηση ακόμα, τόσο πανίσχυρων λαών; Λιγότερο απ’ το τίποτα: μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα πάνω σ’ όλη την επιφάνεια της γης. Τί ανεπανόρθωτη συμφορά, να καταστραφούνε τα χειρόγραφα με τη σιδερένια κάσα! Και δεν υπήρχε καμμιά ελπίδα να είχανε σωθεί, γιατί οι εργάτες είχανε σκάψει ολόγυρα πολύ βαθιά, για τα θεμέλια της καινούργιας πτέρυγας. Χωρίς καμμιά αμφιβολία, απ’ τη πολυκαιρία, η σκουριά είχε φάει το σίδερο, ενώ το αλουμίνιο δεν έπαθε μεγάλη ζημιά.
Ωστόσο, δεν χρειαζόταν να μάθει πιότερα ο Σοφρ, για να υποστεί γερό πλήγμα η αισιοδοξία του. Αν το χειρόγραφο δε φανέρωνε καμμιά τεχνική λεπτομέρεια, ένα πλήθος από ενδείξεις γενικής φύσης αποδείκνυαν ότι η ανθρωπότητα ήταν άλλοτε πολύ πιο προχωρημένη στο δρόμο της αλήθειας απ’ ό,τι ήτανε τώρα. Όλα περιλαμβάνονταν σ’ αυτή την εξιστόρηση. Κι οι γνώσεις του Σοφρ κι άλλες που δεν θα τολμούσε καν να τις φανταστεί -ακόμα κι η εξήγηση του ονόματος Χεδόμ, που είχε προκαλέσει τόσες αντιλογίες κι αμφισβητήσεις! Χεδόμ ήταν μια παραλλαγή άλλης, πιο αρχαίας λέξης. Χεδόμ… Εδέμ… Αδάμ… είναι το παντοτινό σύμβολο του πρωτόπλαστου και ταυτόχρονα η ερμηνεία του ερχομού στη γη. Είχε άδικο λοιπόν ο Σοφρ ν’ αρνείται αυτό τον πρόγονο, που τώρα όμως η ύπαρξή του στηριζότανε στις αναμφισβήτητες αποδείξεις του χειρόγραφου κι είχε δίκιο ο λαός, που παραδεχότανε πως είχε προγόνους όμοιους μ’ αυτόν. Ωστόσο κι οι Άνθρωποι των Τεσσάρων Θαλασσών δεν ήταν οι δημιουργοί αυτού του θρύλου. Απλούστατα, ξανάλεγαν ό,τι άλλοι είχανε πει πριν απ’ αυτούς.
Όπως δεν αποκλειότανε κι η πιθανότητα, ακόμα κι οι σύγχρονοι του τραγικού αφηγητή να μην είχαν οι ίδιοι επινοήσει αυτό το θρύλο. Ίσως κι αυτοί ν’ ακολούθησαν με τη σειρά τους, το δρόμο που ακολούθησαν άλλες ανθρωπότητες, προγενέστερες απ’ αυτούς. Μήπως το χειρόγραφο δεν μιλούσε για κάποιο λαό των Ατλάντων; Χωρίς αμφιβολία, οι ανασκαφές του Σοφρ είχανε φέρει σε φως μερικά άμορφα ή ερειπωμένα λείψανα αυτών των Ατλάντων, που βρίσκονταν κάτω απ’ τα κατακάθια της λάσπης. Άραγε ποιό ανώτερο επίπεδο γνώσεων να ‘χε αναπτυχθεί σ’ αυτό τον αρχαίο λαό, ως τη στιγμή που η εισβολή του ωκεανού τονε σάρωσε απ’ τη γη; Όση ανοδική πορεία όμως κι αν είχε κάνει ο λαός των Ατλάντων στη προσπάθειά του ν’ ανακαλύψει την επιστημονική αλήθεια, που θα του εξασφάλιζε -ή που ‘χε εξασφαλίσει- την ευημερία, όση εκπολιτιστική πρόοδο κι αν είχε συντελεσθεί με τη πνευματική του ανάπτυξη -όλ’ αυτά τα ‘χε σαρώσει μονομιάς ένας κατακλυσμός. Κι ο άνθρωπος είχε αναγκαστεί να ξαναρχίσει -για ποσοστή φορά, άραγε;- απ’ το πρώτο σκαλί ν’ ανεβαίνει μια-μια τις βαθμίδες, που θα τον οδηγούσανε κάποτε στο πολυπόθητο τέρμα, τον αιώνιο πόθο του: να ρίξει άπλετο φως στη δημιουργία του σύμπαντος. Ίσως να συνέβαινε κάποτε το ίδιο και με τους Ανθρώπους των Τεσσάρων Θαλασσών. Ίσως να συνέβαινε αργότερα το ίδιο και με άλλους που θα τους διαδέχονταν, ως τη μέρα…
Πότε, όμως, θα ‘ρχόταν η μέρα να κορεσθεί η αχόρταγη επιθυμία του ανθρώπου; Πότε θα ‘ρχόταν η μέρα που ο άνθρωπος, φτάνοντας στο τέρμα της ανοδικής πορείας του, θα μπορούσε επί τέλους ν’ αναπαυθεί στη κορφή που κόπιασε τόσο να κατακτήσει; Άραγε, θα ‘ρχότανε ποτέ αυτή η μέρα; Αυτά σκεπτόταν ο Σοφρ, σκυμμένος στο αποκαλυπτικό ημερολόγιο. Από τη πέρα του τάφου αυτήν εξιστόρηση, φανταζότανε το φοβερό δράμα που συντελείται ακατάπαυστα στο σύμπαν. Η καρδιά του ένιωθε άμετρη θλίψη. Με βαθειά συμπόνοια για απειράριθμες συμφορές που οι προγενέστεροί του είχαν υποστεί και νιώθοντας ασήκωτο το βάρος όλων των μάταιων προσπαθειών που ‘χανε σωρευθεί στο άπειρο του χρόνου, ο σοφός Σοφρ-Αϊ-Σρ αποκτούσε, αργά και με ψυχικό σπαραγμό, την απόλυτη πεποίθηση πως αιώνια επαναλαμβάνονται τα πάντα…