Βιογραφικό

Ο Τζέημς Άμποτ Μακνίλ Γουίστλερ (James Abbott McNeill Whistler, 1834-1903, American Art), υπήρξε πνευματώδης, δανδής και παιδί-θαύμα, στην εποχή του. Θεωρείται κορυφαίος χαράκτης του 19ου αι., που δραστηριοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Χρυσής Εποχής και εδρεύει κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Απέφευγε τον συναισθηματισμό και τον ηθικό υπαινιγμό στη ζωγραφική και ήταν κορυφαίος υποστηρικτής του πιστεύω «τέχνη για χάρη της τέχνης».
Γεννήθηκε 10 Ιουλίου 1834, στο Λόουελ της Μασσαχουσέτης, από πατέρα πολιτικό μηχανικό. Ήτανε το 1ο παιδί της Άννας ΜακΝιλ Γουίστλερ και του Τζορτζ Ουάσινγκτον Γουίστλερ και μεγαλύτερος αδελφός του χειρουργού της Συνομοσπονδίας Γουίλιαμ ΜακΝιλ Γουίστλερ. Στα επόμενα χρόνια, ο Γουίστλερ έπαιξε με τη σύνδεση της μητέρας του με τον αμερικανικό Νότο και τις ρίζες του και παρουσίασε τον εαυτό του ως φτωχό αριστοκράτη του Νότου, αν και παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό συμπαθούσε πραγματικά την υπόθεση του Νότου στη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Υιοθέτησε το πατρικό όνομα της μητέρας του μετά το θάνατό της, χρησιμοποιώντας το ως πρόσθετο μεσαίο όνομα.

Ο πατέρας του ήταν μηχανικός σιδηροδρόμων κι η Άννα ήτανε 2η σύζυγός του. Ο Τζέιμς έζησε τα πρώτα 3 χρόνια της ζωής του σε ταπεινό σπίτι στην οδό Γουόρθεν 243 στο Λόουελ. Το σπίτι είναι τώρα το Whistler House Museum of Art, μουσείο αφιερωμένο σ’ αυτόν. Διεκδίκησε την Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας ως γενέτειρά του στη διάρκεια της δίκης του Ράσκιν: «Θα γεννηθώ όταν κι όπου θέλω και δεν επιλέγω να γεννηθώ στο Λόουελ». Ήτανε κυκλοθυμικό παιδί, επιρρεπές σε κρίσεις ιδιοσυγκρασίας, θρασύτητας και συχνά παρασυρότανε σε περιόδους τεμπελιάς μετά από περιόδους ασθένειας. Οι γονείς του ανακάλυψαν ότι η ζωγραφική συχνά τονε καθησύχαζε και τονε βοηθούσε να εστιάσει τη προσοχή του.
Η οικογένεια μετακόμισε από το Λόουελ στο Στόνινγκτον του Κονέκτικατ το 1837, όπου ο πατέρας του εργαζόταν για τον σιδηρόδρομο Stonington. Τρία από τα παιδιά του ζευγαριού πέθαναν σε βρεφική ηλικία στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η τύχη τους βελτιώθηκε σημαντικά το 1839, όταν ο πατέρας του έγινε αρχιμηχανικός για τον σιδηρόδρομο Boston &; Albany κι η οικογένεια έχτισε αρχοντικό στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης, όπου βρίσκεται τώρα το Μουσείο Ιστορίας του Ξύλου. Έζησαν στο Σπρίνγκφιλντ μέχρι που έφυγαν από τις ΗΠΑ για τη Ρωσία στα τέλη του 1842.

Το 1842, ο πατέρας του προσλήφθηκε από τον Νικόλαο Α’ της Ρωσίας για να σχεδιάσει έναν σιδηρόδρομο στη Ρωσία. Ο αυτοκράτορας έμαθε για την εφευρετικότητα του George Whistler στη μηχανική της οδογέφυρας της καντόνας για τον σιδηρόδρομο Boston &; Albany και του πρόσφερε θέση μηχανικού του σιδηροδρόμου Αγίας Πετρούπολης-Μόσχας. Η υπόλοιπη οικογένεια μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη για να τον ακολουθήσει το χειμώνα του 1842/43. Αφού μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, πήρε ιδιωτικά μαθήματα τέχνης και στη συνέχεια εγγράφηκε στην Αυτοκρατορική Ακαδημία Τεχνών στα 11. Ακολούθησε το παραδοσιακό πρόγραμμα σπουδών σχεδίου από γύψινα εκμαγεία και περιστασιακά ζωντανά μοντέλα, απολάμβανε την ατμόσφαιρα της τέχνης μιλώντας με μεγαλύτερους ή συνομηλίκους του κι ευχαρίστησε τους γονείς του με 1ης τάξεως σημάδι στην ανατομία. Το 1844, συναντήθηκε με τον διάσημο καλλιτέχνη Sir William Allan, που ‘ρθε στη Ρωσία με παραγγελία να ζωγραφίσει ιστορία της ζωής του Μεγάλου Πέτρου. Η μητέρα του σημείωσε στο ημερολόγιό της, «ο μεγάλος καλλιτέχνης μου παρατήρησε: ‘Το μικρό σας αγόρι έχει ασυνήθιστη ιδιοφυΐα, αλλά μη τονε παροτρύνετε πέρα από τη κλίση του’».

Το 1847-1848, η οικογένειά του πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα στο Λονδίνο με συγγενείς, ενώ ο πατέρας έμεινε στη Ρωσία. Ο κουνιάδος του, Φράνσις Χέιντεν, γιατρός που ήταν επίσης καλλιτέχνης, κέντρισε το ενδιαφέρον του για τη τέχνη και τη φωτογραφία. Τονε πήγαινε να επισκέπτεται συλλέκτες και διαλέξεις και του έδινε ακουαρέλα με οδηγίες. Ο Γουίστλερ ήδη φανταζότανε καριέρα στη τέχνη. Άρχισε να συλλέγει βιβλία για την τέχνη και μελέτησε τεχνικές άλλων καλλιτεχνών. Όταν το πορτραίτο του ζωγραφίστηκε από τον Sir William Boxall το 1848, ο νεαρός αναφώνησε ότι ήτανε «πολύ σαν εμένα και πολύ ωραία εικόνα. Ο κ. Boxall είναι ένας όμορφος χρωματιστής… Είναι όμορφη κρεμώδης επιφάνεια και φαίνεται τόσο πλούσια”.

Μες στον ανθισμένο ενθουσιασμό του για τη τέχνη στα 15 του, ενημέρωσε τον πατέρα μ’ επιστολή για τη μελλοντική του κατεύθυνση: «Ελπίζω, αγαπητέ πατέρα, να μην αντιταχθείς στην επιλογή μου». Ο πατέρας του, ωστόσο, πέθανε από χολέρα στα 49 κι η οικογένεια μετακόμισε πίσω στη πατρίδα της μητέρας, το Pomfret του Κονέκτικατ.
Η οικογένεια ζούσε λιτά και κατάφερε να τα βγάλει πέρα με περιορισμένο εισόδημα. Τα καλλιτεχνικά του σχέδια παρέμειναν ασαφή και το μέλλον του αβέβαιο. Ο ξάδερφός του ανέφερε ότι κείνη την εποχή ήταν «ελαφρύς, με σκεπτικό, λεπτό πρόσωπο, σκιασμένο από απαλές καφέ μπούκλες. Είχε κάπως ξένη εμφάνιση και τρόπο, που, βοηθούμενος από φυσικές ικανότητες, τον έκανε πολύ γοητευτικό, ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία.

Ο Γουίστλερ στάλθηκε στο Christ Church Hall School με την ελπίδα της μητέρας του ότι θα γινόταν ιερέας. Σπάνια δεν είχε το τετράδιό του κι ήτανε δημοφιλής στους συμμαθητές του για τις καρικατούρες του. Ωστόσο, έγινε σαφές ότι καρριέρα στη θρησκεία δεν του ταιριάζει, οπότε έκανε αίτηση στη Στρατιωτική Ακαδημία των ΗΠΑ στο West Point, που ο πατέρας του είχε διδάξει σχέδιο κι άλλοι συγγενείς είχανε παρακολουθήσει. Εισήχθη στο εξαιρετικά επιλεκτικό ίδρυμα Ιούλιο 1851 με βάση το οικογενειακό του όνομα, παρά την ακραία μυωπία και το κακό ιστορικό υγείας. Ωστόσο, στη διάρκεια των 3 ετών εκεί, οι βαθμοί του ήταν ελάχιστα ικανοποιητικοί κι ήτανε θλιβερό θέαμα, γνωστός ως “Curly” για το μήκος των μαλλιών του που υπερέβαινε τους κανονισμούς. Παραβίασε την εξουσία, εκτόξευσε σαρκαστικά σχόλια και συγκέντρωσε μειονεκτήματα. Ο συνταγματάρχης Robert E Lee ήταν επιθεωρητής του West Point και μετά από σημαντική επιείκεια, δεν είχε άλλη επιλογή από το ν’ απολύσει τον νεαρό δόκιμο. Το σημαντικότερο επίτευγμα στο West Point ήταν η εκμάθηση σχεδίου και χαρτογράφησης από τον Αμερικανό καλλιτέχνη Robert W. Weir.
Η αποχώρησή του από το West Point φαίνεται να επιταχύνθηκε από αποτυχία σ’ εξέταση χημείας, που του ζητήθηκε να περιγράψει το πυρίτιο και ξεκίνησε λέγοντας: «Το πυρίτιο είναι αέριο». Όπως το ‘θεσε αργότερα ο ίδιος: «Αν το πυρίτιο ήταν αέριο, θα ήμουν στρατηγός μια μέρα». Ωστόσο, ξεχωριστή φήμη υποδηλώνει ανάρμοστη συμπεριφορά στη τάξη σχεδίου ως λόγο για την αποχώρησή του.

Η υπογραφή για τους πίνακές του πήρε το σχήμα στυλιζαρισμένης πεταλούδας με πρόσθετο μακρύ κεντρί για ουρά. Το σύμβολο συνδύαζε και τις 2 πτυχές της προσωπικότητάς του: η τέχνη του χαρακτηρίζεται από λεπτότητα, ενώ η δημόσια περσόνα του ήταν μαχητική. Βρήκε παραλληλισμό μεταξύ ζωγραφικής και μουσικής κι ονόμασε πολλούς από τους πίνακές του «ενορχηστρώσεις», «αρμονίες» και «νυκτερινά», τονίζοντας την υπεροχή της τονικής αρμονίας. Ο πιο διάσημος πίνακάς του, Arrangement in Grey and Black No. 1 (1871), κοινώς γνωστός ως Whistler’s Mother, είναι σεβαστό πορτραίτο της μητρότητας. Επηρέασε τον κόσμο της τέχνης και την ευρύτερη κουλτούρα της εποχής του με τις αισθητικές θεωρίες του και τις φιλίες του με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες και συγγραφείς.

Μετά το West Point, εργάστηκε ως σχεδιαστής χαρτογραφώντας ολόκληρη την ακτή των ΗΠΑ για στρατιωτικούς και θαλάσσιους σκοπούς. Έβρισκε τη δουλειά βαρετή και συχνά καθυστερούσε ή απουσίαζε. Περνούσε μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του παίζοντας μπιλιάρδο κι αδρανής, ήτανε πάντα άφραγκος κι αν και γητευτής, είχε ελάχιστη γνωριμία με τις γυναίκες. Αφού είδαν ότι σχεδίαζε θαλάσσια φίδια, γοργόνες και φάλαινες στα περιθώρια των χαρτών, μεταφέρθηκε στο τμήμα χαρακτικής της Έρευνας Ακτών των ΗΠΑ. Έμεινε εκεί μόνο 2 μήνες, αλλά έμαθε τη τεχνική χαρακτικής που μετά αποδείχθηκε πολύτιμη για τη καρριέρα του.

Σε αυτό το σημείο, αποφάσισε σταθερά ότι η τέχνη θα ήταν το μέλλον του. Για λίγους μήνες έζησε στη Βαλτιμόρη με πλούσιο φίλο, τον Tom Winans, που τον εφοδίασε με στούντιο και μερικά χρήματα που ξοδεύτηκαν γρήγορα. Ο νεαρός καλλιτέχνης έκανε μερικές πολύτιμες επαφές στην καλλιτεχνική κοινότητα και πούλησε επίσης μερικούς πίνακες στον Winans. Απέρριψε τις προτάσεις της μητέρας του για άλλες πιο πρακτικές σταδιοδρομίες και την ενημέρωσε ότι με χρήματα από τον Winans, ξεκινούσε να συνεχίσει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στο Παρίσι. Ο Γουίστλερ δεν επέστρεψε ποτέ στις ΗΠΑ.
Έφτασε στο Παρίσι το 1855, νοίκιασε στούντιο στο Καρτιέ Λατέν και γρήγορα υιοθέτησε τη ζωή μποέμ καλλιτέχνη. Σύντομα απέκτησε Γαλλίδα φίλη, μοδίστρα που ονομαζόταν Héloise. Σπούδασε παραδοσιακές μεθόδους τέχνης για μικρό χρονικό διάστημα στην Ecole Impériale και στο ατελιέ του Gleyre, που ήταν μεγάλος υποστηρικτής του έργου του Ingres και εντυπωσίασε τον Whistler με δύο αρχές που χρησιμοποίησε για το υπόλοιπο της καριέρας του: ότι η γραμμή είναι πιο σημαντική από το χρώμα και ότι το μαύρο είναι το θεμελιώδες χρώμα της τονικής αρμονίας. 20 έτη μετά, οι ιμπρεσσιονιστές θα ανατρέψουν σε μεγάλο βαθμό αυτή τη φιλοσοφία, απαγορεύοντας μαύρο και καφέ ως «απαγορευμένα χρώματα» και δίνοντας έμφαση στο χρώμα έναντι της μορφής. Ο Γουίστλερ προτιμούσε την αυτοδιδασκαλία και την απόλαυση της ζωής του καφέ.

Ενώ τα γράμματα από το σπίτι ανέφεραν τις προσπάθειες της μητέρας του στην οικονομία, αυτός ξόδεψε ελεύθερα, πούλησε λίγα ή τίποτα τον 1ο χρόνο στο Παρίσι κι είχε σταθερό χρέος. Για να ανακουφίσει την κατάσταση, άρχισε να ζωγραφίζει και να πουλά αντίγραφα από έργα στο Λούβρο και τελικά μετακόμισε σε φθηνότερες συνοικίες. Για καλή του τύχη, η άφιξη στο Παρίσι του Τζορτζ Λούκας, άλλου πλούσιου φίλου, βοήθησε στη σταθεροποίηση των οικονομικών του για λίγο. Παρά την οικονομική ανάπαυλα, ο χειμώνας του 1857 του ήτανε δύσκολος. Η κακή υγεία του, που επιδεινώθηκε από το υπερβολικό κάπνισμα και το ποτό, τον έριξε χαμηλά.
Οι συνθήκες βελτιώθηκαν στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1858. Ανάρρωσε και ταξίδεψε με τον συνάδελφό του καλλιτέχνη Ernest Delannoy μέσω της Γαλλίας και της Ρηνανίας. Αργότερα δημιούργησε ομάδα χαρακτικών γνωστή ως “Το γαλλικό σετ”, με τη βοήθεια του Γάλλου τυπογράφου Auguste Delâtre. Κείνο το έτος, ζωγράφισε τη 1η του αυτοπροσωπογραφία, το Πορτραίτο του Γουίστλερ με καπέλο, σκοτεινό και πυκνοδομημένο έργο που θυμίζει Ρέμπραντ. Αλλά το γεγονός της μεγαλύτερης συνέπειας εκείνη τη χρονιά ήταν η φιλία του με τον Henri Fantin-Latour, που τονε γνώρισε στο Λούβρο. Μέσω αυτού, εισήχθη στον κύκλο του Courbet, που περιλάμβανε τον Carolus-Duran (μετά δάσκαλο του John Singer Sargent), τον Alphonse Legros και τον Manet.

Η Μπεατρίς (Συμφωνία Σε Κόκκινο)
Επίσης σε αυτή την ομάδα ήταν ο Baudelaire, που οι ιδέες κι οι θεωρίες της «μοντέρνας» τέχνης τον επηρέασαν. Ο Μπωντλαίρ προκάλεσε τους καλλιτέχνες να εξετάσουν εξονυχιστικά τη βιαιότητα της ζωής και της φύσης και να την απεικονίσουν πιστά, αποφεύγοντας τα παλιά θέματα της μυθολογίας και της αλληγορίας. Ο Gautier, απ’ τους 1ους που διερεύνησε τις μεταφραστικές ιδιότητες μεταξύ τέχνης και μουσικής, μπορεί να τον ενέπνευσε να δει τη τέχνη με μουσικούς όρους. 4 χρόνια μετά φεύγει για το Λονδίνο και την επόμενη χρονιά το έργο του “Στο Πιάνο” βρίσκει αγοραστή. Το 1864 αναχωρεί για το Βαλπαρέζο για να λάβει μέρος στον αγώνα των Χιλιανών κατά των Ισπανών, αλλά όταν φτάνει εκεί, ο πόλεμος έχει τελειώσει. Το 1877 καλεί τον κριτικό τέχνης Τζόε Ράσκιν ν’ ανακαλέσει τις δηλώσεις του που επιτίθονταν στα “Νυχτερινά” του. 2 χρόνια μετά κηρύσσει πτώχευση κι αναχωρεί για τη Βενετία μαζί με την Μοντ Φράνκλιν. Το 1888 παντρεύεται τη Μπέατρις Γκόντγουϊν.

Στις 17 Ιουλίου 1903, παθαίνει καρδιακή προσβολή και πεθαίνει ξαφνικά, στο Λονδίνο. Θάβεται στο νεκροταφείο Τζήσγουϊκ, σ’ ηλικία 69 ετών.
==========================================


Η Διαφθορά Του Χρυσού: Βρώμικο Κέρδος

Ο Τάμεσης Με Χιόνια


Παιγνίδισμα Με Ροζ & Πράσινο



Παιγνίδισμα Μαύρου & Λευκού





