Whitman Walt: Δροσερά Φύλλα Χλόης

                                    Βιογραφικό

     Ο Walt Whitman (Ουόλτ Γουίτμαν) ήταν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ποιητές. Γεννήθηκε στις 31 Μάη 1819 στο Λόνγκ-Άιλαντ της Νέας Υόρκης2ος γιος μιας πολυπληθούς οικογένειας με συνολικά 9 παιδιά, είχε άγγλική κί όλλανδική τήν καταγωγή.. Το 1823 η οικογένειά του αναγκάζεται να μεταβεί στο Μπρούκλιν. Ο πατέρας πιάνει δουλειά σα μαραγκός, ενώ ο ίδιος φοιτά για 6 χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Στά νεανικά του χρόνια άναγκάσθηκε νά έγκαταλείψει τις σπουδές του γιά νά έργασθεί ώς ξυλουργός, οίκοδόμος, τυπογράφος καί δάσκαλος.Από τα 12 εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου, στα 14 μαθητεύει τυπογράφος και την ίδια περίπου περίοδο γράφεται σ’ έν αναγνωστήριο βιβλιοθήκης κι έχει την ευκαιρία ν’ ανακαλύψει πολλούς κλασσικούς αλλά και νεώτερους συγγραφείς.
     Το 1835 επιστρέφει στο Λονγκ-Άιλαντ κι εργάζεται σα δάσκαλος. Άπό τό 1838 άρχισε νά συνεργάζεται μέ έφημερίδες καί περιοδικά. Παράλληλα, ιδρύει την εφημερίδα Long-Islander, της οποίας είναι συγχρόνως διευθυντής, υπεύθυνος σύνταξης και τυπογράφος. Το έργο του σα δάσκαλος συνεχίζεται μέχρι το 1841, έτος που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη προκειμένου να εργαστεί στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο αλλά και δημοσιογράφος σε διάφορα περιοδικά ή εφημερίδες της εποχής. Συγχρόνως, λαμβάνει ενεργό μέρος στη πολιτική και συμμετέχει σε προεκλογικές εκστρατείες του Δημοκρατικού Κόμματος. Παράλληλα εγκαταλείπει την εργασία του στο τυπογραφείο κι αναλαμβάνει διευθυντής εφημερίδων, βρισκόμενος διαδοχικά στις Daily Aurora και Brooklyn Eagle.



     Αυτό το διάστημα δημοσιεύει πλήθος άρθρων επί διαφόρων θεμάτων που συνδέονται συνήθως με τη παγκόσμια ή την αμερικανική πολιτική επικαιρότητα. Το 1848 διακόπτεται η συνεργασία του με την εφημερίδα Brooklyn Eagle και γίνεται συντάκτης της Crescent, θέση που κατέχει για 1 χρόνο, που στο διάστημά του ταξιδεύει σχεδόν σ’ ολάκερο τον Αμερικανικό Νότο. Το 1849, επικεφαλής ενός μικρού τυπογραφείου, εκδίδει την εφημερίδα Freeman. Τον επόμενο χρόνο όμως αλλάζει εκ νέου κατεύθυνση και γίνεται μαραγκός, χτίζοντας σπίτια που αργότερα πουλά. Το 1854 εγκαταλείπει κάθε εργασία κι επεξεργάζεται τη 1η του ποιητική συλλογή, βαθιά έπηρεασμένος άπό τίς θεωρίες τού Έμερσον έκδίδει, τό 1855 στή πρώτη της μορφή, τή συλλογή του Φύλλα Χλόης, (Leaves Of Grass) άποτελούμενη από 12 ποιήματα. Έκτοτε έμπλουτίζει σέ άλλεπάλληλες έκδόσεις τή συλλογή αυτή μέ νέες συνθέσεις, έξασφαλίζοντας άναγνώριση φανατικών θαυμαστών όπως ό Σουίνμπερν κι ό Ροσσέτι, άλλά καί τήν έπιφυλακτικότητα τού εύρύτερου κοινού, κυρίως γιά τίς προωθημένες περί ήθικής άντιλήψεις του. Η συλλογή του αυτή εκδόθηκε με δικά του έξοδα κι αποτελεί το κυριότερο έργο της ζωής του.



     Σ’ αυτή τη πρώτη έκδοση, η συλλογή περιλαμβάνει εκτεταμένα, άτιτλα ποιήματα και λαμβάνει κυρίως αρνητικές κριτικές ενώ πωλείται τελικά μόλις 1 αντίτυπο. 1 χρόνο μετά, ετοιμάζει  έκδοση της συλλογής, που περιέχει πλέον 20 ποιήματα, γενικώτερες διορθώσεις, τίτλους και μια σαφέστερη ταξινόμηση. Παράλληλα περιλαμβάνει σαν εισαγωγή, συγχαρητήριο γράμμα του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον προς αυτόν. Η κυκλοφορία της 2ης έκδοσης συνοδεύεται επίσης από αντιδράσεις του περισσότερο συντηρητικού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Από το φόβο δικαστικών διώξεων, το έργο αποσύρεται ενώ έχουν ήδη πωληθεί μερικές εκατοντάδες αντίτυπα. Το επόμενο διάστημα δημιουργείται σταδιακά ευνοϊκώτερο κλίμα γι’ αυτόν που οδηγεί τελικά το 1860 σε  έκδοση από τον Εκδοτικό Οίκο Thayer & Eldridge.
     Στον Αμερικανικό Εμφύλιο, εργάζεται σαν εθελοντής νοσοκόμος, στην Ουάσινγκτον, έμπειρία που τονε σφραγίζει και που τη καταγράφει στά Πολεμικά Απομνημονεύματά του (1875). Με το τέλος του πολέμου διορίζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών κι ειδικώτερα στο Τμήμα Υποθέσεων Των Ινδιάνων. Λίγο μετά, ο νέος υπουργός James Harlan, πρώην Μεθοδιστής ιεροκήρυξ, τον απολύει, επειδή είναι συγγραφέας των Φύλλων Χλόης. Παρολαυτά, 1 μήνα μετά, διορίζεται αυτή τη φορά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το καλοκαίρι του 1866, επεξεργάζεται  έκδοση των “Φύλλων” κατά τη διάρκεια διακοπών του στο Μπρούκλιν. Σ’ αυτή τη νέα έκδοση, διαφοροποιεί ορισμένους τίτλους και προχωρεί σε κάποια αρίθμηση, ώστε το έργο ν’ αποκτήσει ενότητα. Δημοσιεύεται τελικά το 1867 με προσωπικά του έξοδα. Ακολουθούν άλλες 4 εκδόσεις και το 1891, η τελευταία, είναι αρκετά ογκώδης περιλαμβάνοντας περισσότερα από 400 ποιήματα, ενώ παράλληλα συνοδεύεται από την ευρύτερη αποδοχή του, που ‘χει επιτευχθεί σταδιακά.
     Ήδη από το 1870 η υγεία του είχε αρχίσει να κλονίζεται σημαντικά. Πέθανε στις 26 Μάρτη 1892 και στον τάφο του -που ο ίδιος σχεδίασε- αναγράφεται απόσπασμα από ‘να ποίημα του:

My foothold is tenon’d
and mortis’d in granite;

 I laugh at what you call dissolution;
 And I know the amplitude of time“.

Η βάση μου βρίσκεται αρραγής
 κάτω απ’ αυτή τη πέτρα.
 Γελώ μ’ αυτό που καλείτε αποσύνθεση
 Και γνωρίζω το εύρος του χρόνου
“.


    Άλλα του έργα: Δημοκρατικές άπόψεις (1871), Δείγματα ήμερών (1882), Κλαδιά του Νοέμβρη (1888), Χαίρε, φαντασία μου (1891). Ή βακχική ποίησή του, χειμαρρώδης, έπική, ρωμαλέα ρητορική, άπόλυτα προσηλωμένη στη γήινη ρίζα καί στούς καρπούς της, έξυμνεί τό ένστικτο καί τον περιφρονημένο φορέα του, τό σώμα, τή ζωική όρμή καί τή φύση στή θεία άπλότητά της. Ή φιλία, ή ίσότητα κι η δημοκρατία διατρέχουνε τους γεμάτους πληθωρική σχεδόν διονυσιακή λυρική κατάφαση, στίχους τού ποιητή, για τον όποίο, αν κανείς άναζητούσε νεοελληνικό άνάλογο, θά όφειλε νά «έκβιάσει» μιαν αίνιγματική σύγκλιση μεταξύ Κάλβου, Παλαμά και Σικελιανού.

=========================

Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου!

Καπετάνιε! Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου!
Το φοβερό μας το ταξίδι έχει τελειώσει.
Το πλοίο μας τη κάθ’ αναποδιά έχει σαρώσει
κερδήθηκε κι η δάφνη που ζητούσαμε.
Φτάσαμε στο λιμάνι, Καπετάνιε μου!
Ακουώ καμπάνα να χτυπά σα το σφυρί,
λαό π’ αναγαλλιάζει, και στο γυρισμό ν’ ανάβει,
Κι όλων τα μάτια στρέψανε στο βλοσυρό καράβι,
στ’ ατρόμητο κι ακλόνητο σκαρί.

Μα, συ καρδιά! καρδιά! ω καρδιά!
Ώ άλικη, αιμάτινη, κόκκινη σταλαξιά.
Εκεί στη γέφυρα του πλοίου μας, μαθές,
ο Καπετάνιος μου που κείτεται πεσμένος,
κοιμάται κρύος, σιωπηλός και πεθαμένος…

Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου! Για σήκω!
τα σήμαντρα ν’ ακούσεις που χτυπούνε.
για σένα λάβαρα λυτά ψυχανεμούνε. Σήκω!
Για σένα σάλπιγγες, κλαγγές αχολογούνε,
Για σένα τ’ ανθοστόλιστα στεφάνια πλουμισμένα,
Για σέ’ στην αποβάθρα τα πλήθη συναγμένα,
βοά, χοχλάζει ο λαός, που θέλει εσένα
και σε γυρεύει με τα μάτια φουντωμένα.

Έλα, έλα, Καπετάνιε μου! Πατέρα αγαπημένε!
Γείρε πάνω στο μπράτσο μου το έρημο κεφάλι.
Σαν όνειρο μου φαίνεται, στη γέφυρα πεσμένος,
και να ‘σαι κρύος, σιωπηλός και πεθαμένος…

Μα ο Καπετάνιος μου δεν απαντά,
τ’ αχείλι του είν’ αμίλητο, χλωμό,
πατέρα μου το μπράτσο μου δε νιώθεις πια
και ούτ’ έχεις τη θέληση, δεν έχεις πια σφυγμό.
Το πλοίο έριξ’ άγκυρα ολόγερο, βουβά
κι έχει τελειώσει το ταξίδι το στερνό,
απ’ το ξαρμένισμά του αυτό το φοβερό,
της νίκης το καράβι γύρισε ξανά,
με κερδεμένο τον σκοπό.

Ευφράνου ακρογιαλιά, καμπάνα χτύπα!
Μα ‘γω το πένθιμό μου σέρνω βήμα:
Στη γέφυρα, που ο Καπετάνιος μου πεσμένος,
κοιμάται κρύος… σιωπηλός… και πεθαμένος…
(μτφρ.: Πάτροκλος)

Μη Πάλλεσαι Μονάχα Μες Στο Κλεισμένο Στέρνο Μου

Μη πάλλεσαι μονάχα μες στο κλεισμένο στέρνο μου,
Ούτε σε οργισμένους στεναγμούς νυχτερινούς
όταν με τον εαυτό μου τα ‘χω βάλει,
Ούτε σ΄ εκείνους τους βαθείς,
μισοπνιγμένους στεναγμούς,
Ούτε στους πολλούς όρκους που δεν κράτησα
και στις αθετημένες υποσχέσεις,
Ούτε στη βούληση της πεισματάρικης
και άγριας ψυχής μου,
Ούτε στον απαλό άνεμο που με θρέφει,
Ούτε σ΄ αυτόν τον χτύπο και τον βρόντο
μέσα στους κροτάφους και στους καρπούς μου,
Ούτε στην παράξενη εντός μου συστολή
και διαστολή που μια μέρα θα πάψει,
Ούτε στις τόσες ευχές
που απηύθυνα με δίψα στους αιθέρες,
Ούτε στις κραυγές, στα γέλια, στις προκλήσεις,
που ξεχύνονται από μέσα μου
όταν στην άγρια ερημιά είμαι μονάχος,
Ούτε στο τραχύ κοντανάσαιμα
μέσα από σφιγμένα δόντια,
Ούτε σε λέξεις χιλιοειπωμένες,
άναρθρες λέξεις, αντίλαλους, λέξεις νεκρές,
Ούτε στα μουρμουρητά
των ονείρων μου μέσα στον ύπνο,
Ούτε στα άλλα μουρμουρητά εκείνων
των απίστευτων ονείρων της μέρας,
Ούτε στα μέλη και στις αισθήσεις του κορμιού μου,
που αδιάκοπα σε δέχεται και σε διώχνει -ούτε εκεί,
Ούτε σε τίποτα απ΄ όλα αυτά,
ω ένωση, ω παλμέ της ζωής μου,
Δεν σε χρειάζομαι να υπάρχεις
και να φανερώνεσαι παρά σ’ αυτά τα τραγούδια!

Οταν Σκέφτεσαι Το Χρόνο

Ι
Όταν σκέφτεσαι τον χρόνο
-όλη αυτή η ανασκόπηση,
Όταν σκέφτεσαι το σήμερα
και τα χρόνια που θα ‘ρθουν.
Έχεις σκεφτεί ότι εσύ ο ίδιος
κάποτε θα πάψεις να υπάρχεις;
Έχεις αναλογιστεί με τρόμο
τα σκαθάρια μέσα στο χώμα;
Φοβάσαι ότι το μέλλον
δεν θα σημαίνει τίποτα για σένα;
Είναι ένα τίποτα το σήμερα;
Είναι το απροσμέτρητο παρελθόν
ένα τίποτα;
Αν το μέλλον είναι ένα τίποτα,
τότε σίγουρα είναι κι αυτά ένα τίποτα.
Όταν σκέφτεσαι ότι ο ήλιος ανέτειλε στην ανατολή
-ότι οι άντρες κι οι γυναίκες ήταν ευλύγιστοι,
πραγματικοί, ζωντανοί -ότι όλα ήταν ζωντανά,
Όταν σκέφτεσαι ότι εσύ κι εγώ δεν βλέπαμε,
δεν αισθανόμασταν, δεν σκεφτόμασταν,
δεν είχαμε λάβει το μερίδιό μας,
Όταν σκέφτεσαι ότι τώρα είμαστε εδώ
κι έχουμε λάβει το μερίδιό μας.

  Η Φωνή Της Βροχής

Και ποια είσαι εσύ;
Είπα στην απαλή βροχούλα,
Κι εκείνη, όσο παράξενο κι αν φαίνεται,
μου έδωσε απάντηση,
εδώ τη μεταφράζω:
Είμαι το Ποίημα της Γης,
είπε η φωνή της βροχής,

Αιώνια ανέρχομαι ανεπαίσθητη
μέσα από τη στεριά και την απύθμενη θάλασσα,
Ψηλά στους ουρανούς,
απ’ όπου, με ακαθόριστη μορφή, ολότελα
αλλαγμένη κι ωστόσο απαράλλαχτη,
Κατέρχομαι να λούσω τα άνυδρα,
τους κόκκους της σκόνης,
το χώμα όλης της γης,
Κι όλα όσα μέσα τους χωρίς εμένα
ήταν μόνο σπέρματα, αδρανή, αγέννητα.
Και αδιάκοπα, μέρα και νύχτα,
στην ίδια μου τη προέλευση δίνω
ξανά ζωή, την ομορφαίνω και την εξαγνίζω.
(Γιατί το τραγούδι, εκκινώντας
από τον γενέθλιο τόπο του,
μετά την εκπλήρωση, τη περιπλάνηση,
Φανερά ή κρυφά, πιστά με αγάπη επιστρέφει).

      Η Ερωτοτροπία Των Αετών

Καθώς περπατώ τα πρωινά δίπλα στο ποτάμι
(ο πρωινός περίπατος, η ανάπαψή μου),
ψηλά στον ουρανό
ένας έξαφνος πνιχτός ήχος,
η ερωτοτροπία των αετών.

Η λάβρα ερωτική των δυο τους μες στο διάστημα,
οι αρπαγές που γατζώνονται και συμπλέκονται
μια ζωντανή, βίαιη ρόδα που περιστρέφεται,
τέσσερις φτερούγες που χτυπιούνται, δυο ράμφη,
στροβιλιζόμενη μάζα γραπωμένη σφιχτά,
σε στριφογυριστές, συσπειρωμένες, κυκλικές τροχιές,
πέφτοντας ολόισια προς τα κάτω,
μέχρι που πάνω από το ποτάμι, ζυγιάζεται,
ζευγάρι κι όμως ένα,
μια στιγμή ανάπαυλας.

Μια ακίνητη ασάλευτη ισορροπία στον αέρα,
ύστερα χωρίζουνε, τα νύχια χαλαρώνουν
και ξανά προς τα πάνω με αργές,
σταθερές φτερούγες λοξοπετώντας,
ακολοθούν τη χωριστή, διάφορη πτήση τους.
Αυτή τη δική της,
αυτός τη δική του.

Στη Γαλάζια Όχθη Της Οντάριο

1
Πλάι στή γαλάζια όχθη τής Οντάριο
Καθώς σκεφτόμουνα τίς μέρες τού πολέμου, τή σημερνή είρήνη άλλά
καί τούς νεκρούς πού πιά δέ θά γυρίσουν,
Φάντασμα γιγαντιαίο καί μεγαλόπρεπο μέ πρόσωπο αύστηρό στάθηκε
δίπλα μου
Καί Ψάλλε μου, είπε, τό ποίημα τής ‘Αμερικfjς πού βγαίνει άπ’ τήν
καρδιά της, ψάλλε τής νίκης τό τραγούδι,
Tfjς Λευτεριάς ξεκίνα τούς παιάνες, πιό βροντερούς παρά ποτέ,
Ψάλλε πρίν φύγεις τό τραγούδι γιά τής Δημοκρατίας τίς άγωνίες καί
τά δεινά.
(Δημοκρατία, χρισμένη έσύ νικήτρια, κι δμως σέ κάθε βήμα άπατημένη
Άπό χαμόγελα ύποκριτικά, θάνατο κι άπιστία.)

2
Iδού Έθνος νέο καί στέκομαι μπροστά σας καί θεριεύω
Όπως κανείς θεριεύει γιά νά δικαιωθεί στά μάτια σας.
Τίποτε δέν πετάω κι όλα τά δέχομαι καί χωνεμένα τά γεννάω ξανά σέ
νέα δικά μου σχήματα.
Γενιά πού δοκιμάζεται στό χρόνο καί στίς πράξεις,
Είμαστε αύτό πού είμαστε κι ή ίδια ή γέννησή μας άπάντηση ίσχυρή
σ’ όποιαν άντίρρηση·
Εμείς έχουμε γιά όπλα τους έαυτούς μας
Πού μάς κάνουν φοβερούς καί τρομερούς,
Μόνοι όλα τά μπορούμε κι έπαρκούμε σ’ όλα χάρη στη ποικιλία μας
κι είμαστε
Μέσα μας οί όμορφότεροι γιά τά δικά μας μάτια·
Κι ίσορροπούμε μόνοι έδώ στό κέντρο, κι άπό ‘δώ, σ’ όλη τήν οίκουμένη
τά κλαδιά μας:
Άπ’ τό Μισούρι, τή Νεμπράσκα ή τό Κάνσας, μ’ ένα χαμόγελο, άπάντηση
μαχητική στήν όποια περιφρόνηση.
Όποια άμαρτία άρχίζει καί τελειώνει μέσα μας,
“Ο,τι κι άν γίνει κι ό,τι κι άν δέ γίνει·
Αμαρτωλοί ή ώραίοι μόνο γιά μάς καί μέσα μας.
(Μητέρα έσύ κι άγαπημένες άδελφές!
Κι αν κάποτε χαθούμε, δέ θά ‘ναι άπό κατακτητή·
Στήν αίώνια νύχτα μόνοι μας θά βυθιστούμε.)

3
Μήπως νομίσατε πώς ενας μόνον άρχοντας μπορεί νά ύπάρχει;
Άρχοντες άπειροι σάς λέω έγώ – γιατί κανείς κανέναν δέν άντισταθμίζει,
όπως τό βλέμμα κανενός δέν έμποδίζει τ’ άλλα
βλέμματα κι όπως καμιά ζωή μ’ άλλη ζωή δέ γίνεται νά έξισωθεί.

Όλοι άξιοι γιά τά πάντα
Κι δλα τά πάντα είναι γιά τούς άνθρώπους, δηλαδή γιά σάς,
Καί δίχως θείους ή άλλους όρους.

Όλα πηγάζουν άπ’ τό σώμα· ή ύγεία τού σώματος πηγή άρμονίας μας
μέ τό σύμπαν.

Φτιάξτε σπουδαίους άνθρώπους: τ’ άλλα θά ‘ρθούνε μόνα τους.

              Σπίθες Απ’ Τον Τροχό

Εκεί όπου της πόλης
το ακατάπαυστο πλήθος ολημερίς διαβαίνει,
Αποτραβιέμαι και παράμερα στέκομαι
μαζί με ένα τσούρμο παιδιά που κάτι κοιτάζουν.
Πλάι στο κράσπεδο στην άκρη του πεζοδρομίου,
Ένας τροχιστής μαχαιριών
ακονίζει με τον τροχό του ένα μεγάλο μαχαίρι,
Σκυφτός προσεκτικά το κρατάει
πάνω στην πέτρα – με πόδι και γόνατο,
Με δύναμη όση πρέπει γοργά τη στριφογυρνάει
καθώς πιέζει με χέρι ελαφρύ μα σταθερό,
Και τότε ξεχύνονται πλούσιοι πίδακες χρυσού,
Σπίθες απ΄ τον τροχό.

Η σκηνή, και όλα όσα περικλείει,
πως με αδράχνει και πως με συγκινεί,
Ο θλιβερός, ρακένδυτος γέρος με το σουβλερό σαγόνι
και το φαρδύ πέτσινο λουρί στον ώμο,
Εγώ ο ίδιος, διάχυτος και ρευστός,
ένα φιλοπερίεργο φάντασμα που αιωρείται,
τώρα εδώ απορροφημένος και καθηλωμένος,
Η ομάδα (μια τελεία που κανένας δεν προσέχει
μέσα σε ένα αχανές περιβάλλον),
Τα προσηλωμένα, σιωπηλά παιδιά,
το δυνατό, περήφανο, ασύχαστο μπάσο των δρόμων,
Το χαμηλό τραχύ γουργουρητό της περιστρεφόμενης πέτρας,
η λεπίδα που απαλά πιέζεται πάνω της,
Διαχέοντας, σκορπίζοντας, εξακοντίζοντας παντού
μικρά σιντριβάνια χρυσού,
Σπίθες απ΄ τον τροχό.
(μτφρ.:Ελένη & Κατερίνα Ηλιοπούλου)

          Συνέχειες

Τίποτα δεν χάνεται πραγματικά
και δεν γίνεται να χαθεί,
Η γέννηση, η ταυτότητα, η μορφή
–κανένα στοιχείο του κόσμου.

Η ζωή, η δύναμη, κανένα πράγμα ορατό.
Τα φαινόμενα δεν πρέπει να σε παραπλανούν,
ούτε η μετακίνηση σε άλλες σφαίρες
να σαστίζει το μυαλό σου.

Άφθονος είναι ο χρόνος και ο χώρος
–άφθονοι οι αγροί της Φύσης.
Το σώμα νωθρό, γέρικο, κρύο
–στάχτες που έμειναν από φωτιές αλλοτινές,

Το φως στα μάτια έγινε θολό,
στην ώρα του ξανά θα λάμψει
κι αν ο ήλιος τώρα βυθίζεται στη δύση,
θα ανατείλει ξανά σε πρωινά ατέλειωτα και μεσημέρια.

Στην παγωμένη λάσπη αέναα
ο αόρατος νόμος της άνοιξης επιστρέφει,
Με χλόη και λουλούδια
και θερινούς καρπούς και καλαμπόκια.

        O Me! O Life!

Ω εαυτέ μου! ω ζωή!…
των ερωτημάτων αυτών που επαναλαμβάνονται·
Των ατελείωτων τρένων των απίστων
-πόλεων έμπλεων με τους ανόητους·
Του εαυτού μου αδιάκοπα
που μέμφεται τον εαυτό μου,
(καθώς ποιος πιο ανόητος από εμένα
και ποιος πιότερο άπιστος;)
Ματιών που μάταια ποθούν το φως
-των επονείδιστων στόχων-
του αγώνα που αέναα ξαναρχίζει,
Των φτωχών εκβάσεων των πάντων
-των βραδυκίνητων και ρυπαρών όχλων
που βλέπω γύρω μου,
Των άδειων κι άχρηστων χρόνων της αδράνειας-
με τον αδρανή εμένα συνυφασμένων,
Το ερώτημα, ω εαυτέ μου!
τόσο λυπητερό, επανέρχεται
-Τί το καλό μέσα σε αυτά,
ω εαυτέ μου, ω ζωή;

Απάντηση.
Ότι είσαι εδώ -ότι ζωή υπάρχει
και ταυτότητα·
Ότι το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται
και συ μπορείς να συνεισφέρεις μια στροφή.

Για Σένα Ω Δημοκρατία

Ελάτε, θα κάνω την ήπειρο αδιάλυτη,
Θα κάνω την πιο υπέροχη κούρσα
στον οποίο έλαμψε ποτέ ο ήλιος,
Θα φτιάξω θεϊκά μαγνητικά εδάφη,
Με αγάπη συντρόφων,
Με τη ζωή αγάπη των συντρόφων.
Θα φυτέψω συντροφιά παχιά σαν δέντρα
κατά μήκος όλων των ποταμών της Αμερικής
και κατά μήκος των ακτών των μεγάλων λιμνών
και σε όλα τα λιβάδια,
Θα κάνω πόλεις αχώριστες
με τα χέρια τους στο λαιμό του άλλου,
Με την αγάπη των συντρόφων,
Από την αντρική αγάπη των συντρόφων.
Για σένα αυτά από μένα,
Ω Δημοκρατία, να σε εξυπηρετήσω γυναίκα μου!
Για σένα, για σένα τριλίζω αυτά τα τραγούδια.


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *