ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Lowndes Mrs Belloc: Êëçñïíüìïò ÅðÜîéá Óðïõäáßùí

      
Μαρß Μπελüκ Λüουντς
                                                            Βιογραφικü

     Küρη του Louis Belloc, ενüς γÜλλου δικηγüρου και της Elizabeth Rayner Parkes, (κüρη του ριζοσπÜστη του ΜπÝρμιγχαμ, Joseph Parkes κι εγγονÞ του Joseph Priestley). ΓεννÞθηκε στο Marylebone του Λονδßνου στην Αγγλßα 5 Αυγοýστου 1868. Μετακομßσανε στη Γαλλßα üμως το 1872, λüγω θανÜτου του πατÝρα και μεγÜλωσε κεß, και πιο συγκεκριμÝνα στο La Celle-Saint-Cloud. ¼πως κι ο αδελφüς της, Hillaire Belloc (7/1870-7/1953), Ýτσι κι αυτÞ, Þτανε ταλαντοýχα συγγραφÝας, αδιÜφορη με τα πολιτικÜ και δημοσßεψε τη πρþτη ιστορßα μüλις 16 ετþν. Για να καταφÝρει να δημοσιÝψει, Ýπιασε δουλειÜ σα δημοσιογρÜφος στη "PALL-MALL AVENUE" το 1884. Ακολοýθησαν κι Üλλα μυθιστορÞματα που γßνανε καλþς αποδεκτÜ απü κοινü και κριτικοýς.
     Το 1896 παντρεýτηκε τον Frederic Lowndes, συντÜκτη των "TIMES". Το 1908 ο διÜσημος θεατρικüς συγγραφÝας, Cicely Hamilton, ßδρυσε την WWSL (¸νωση ΣυγγραφÝων Γυναικþν Για Tη ΧειραφÝτηση Της Γυναßκας). Το WWSL δÞλωσε πως αντικεßμενü του Þταν "να πετýχει τη καθιÝρωση δικαιþματος ψÞφου για τις γυναßκες κι αντιμετþπισÞ τους με ßσους üρους σε σχÝση με τους Üντρες". Η Belloc Þταν απü τις πρωτεργÜτριες. Τον ΓενÜρη του 1913, δημοσßεψε την ιδιαßτερα επιτυχÞ νουβÝλα, "Ο ΝοικÜρης" (The Lodger), στο περιοδικü "McLURE'S".
     Η αντßδραση στο φεμινιστικü κßνημα και μÜλιστα με τρελÞ μανßα, εμφανßστηκε στο ανατολικü Λονδßνο, στα τÝλη του 1888. ΠολλÝς νÝες γυναßκες σφÜχτηκαν Üγρια απü Ýνα καθ' Ýξη δολοφüνο, που Üφηνε στον τüπο του εγκλÞματος Þ Ýστελνε στις εφημερßδες, σημειþματα με παρατσοýκλι "Τζακ Ο ΑντεροβγÜλτης" (Jack The Reaper) και κατÜφερε να προκαλÝσει πανικü στο κοινü χωρßς ποτÝ να συλληφθεß. Η περßπτωση την ενÝπνευσε να γρÜψει τη νουβÝλα, βασισμÝνη στο κλßμα του φüβου αυτοý. Τα πρþτα της βιβλßα, τα υπÝγραφε ως Üντρας με τ' üνομα Philip Curtin Hedges. Τþρα σα παντρεμÝνη, υπÝγραψε τον "ΝοικÜρη" ως Marie Belloc-Lowndes.
     ΧρησιμοποιÞθηκε απü τη WWSL, αν κι η φεμινιστικÞ προπαγÜνδα του εßναι λεπτüτατη: "...η ιδιοκτÞτρια δεν Üργησε ν' ανακαλýψει πως ο νοικÜρης της εßχε Ýν' αλλüκοτο εßδος φüβου κι απÝχθεια κατÜ των γυναικþν.  ...Üκουγε συχνÜ τον κ. Sleuth να διαβÜζει μεγαλοφþνως αποσπÜσματα απü τη Βßβλο, που Þταν πολý προσβλητικÜ στο φýλο της..." ΤελικÜ το Üτομο που συμπαθοýσε αυτÜ τ' αποσπÜσματα, αποδεικνýεται κακοÞθης δολοφüνος γυναικþν. Το βιβλßο Ýγινε ανÜρπαστο καθþς ποýλησε πιüτερα απü 1.000.000 αντßτυπα (μετÝπειτα Ýγινε και ταινßα σε τρεις τουλÜχιστον εκδοχÝς, μια απü τις οποßες Þταν απü κÜποιον, -νεαρü τüτε-, 'Αλφρεντ Χßτσκοκ κι Þταν η πρþτη του χιτσκοκικÞ ταινßα) και θεωρεßται σαν η καλýτερη δουλειÜ της Mrs Belloc-Lowndes (Ýτσι υπÝγραφε απü κÜποιο σημεßο κι ýστερα).
     ¸γραψε κι Ü
λλα σπουδαßα μυθιστορÞματα κυρßως εγκλÞματος Þ φανταστικοý εßδους. Στις 23 ΜÜρτη 1925 πεθαßνει η μητÝρα της, στο Σλßντον του ΣÜσεξ. Το 1934 εκλÝγεται μÝλος στη ΛÝσχη Καθολικþν ΣυγγραφÝων Εν ΖωÞ. ¹τανε πολý περÞφανη απ' αυτü το γεγονüς καθþς επßσης κι απü τ' ü,τι Þτανε μαζß με τον αδερφü της, οι μüνοι εναπομεßναντες στη ζωÞ, συγγενεßς του Τζüζεφ Πρßστλεû.
     ¸γραφε με πÝνα απü καλÜμι και λÝγανε πως Ýμοιαζε με τη βασßλισσα Βικτορßα.
     ΠÝθανε στις 14 ΝοÝμβρη 1947, σ' ηλικßα 79 ετþν.

____________________________________

                          Η Ξεκλεßδωτη Πüρτα

 -"'Αφησε αυτÞ τη πüρτα ξεκλεßδωτη νεαρÝ μου και να θυμÜσαι μια για πÜντα, πως δε πρÝπει ποτÝ να μανταλωθεß. ¼χι πως υπÜρχει κανÝνας φüβος για δαýτο, μιας κι ο Κýριος Ýχει πÜντα το κλειδß πÜνω του".
     Η κυρßα Τüρκιλ Üκουσε τα πνιχτÜ λüγια. Ο Κüουτ, ü Ýβδομος μπÜτλερ τους, Ýδινεν οδηγßες στον καινοýριο υπηρÝτη μ' αργÝς επιβλητικÝς λÝξεις, üπως το συνηθßζουν οι μπÜτλερ üταν απευθýνονται στους ταπεινοýς υφισταμÝνους τους. ΑλλÜ τοýτος δω Þταν απü τη νÝα φουρνιÜ κι Ýτσι αντιμßλησε:
 -"Πολυ περßεργη ιδÝα... Σßγουρα... Πολý περßεργη"!
 -"Μπορεß να σου φαßνεται περßεργη μιας κι εßσαι ξÝνος, ΧÝνρι, αλλÜ για μÝνα εßναι πολý λυπηρÞ μüνο".
 -"ΛυπηρÞ; Γιατß αυτü κýριε Κüουτ";
     Απü το σημεßο που η Ανν Τüρκιλ εßχε κοντοσταθεß στη πüρτα της κρεβατοκÜμαρÜς της, Üκουγε τη τρεμουλιαστÞ τþρα, γνωστÞ απü παλιÜ, γÝρικη φωνÞ ν' απαντÜ:
 -"Να πως γßνανε τα πρÜματα. Ο κýριος Τζων -κι Þταν Ýνας σπÜνιος, θαυμÜσιος νεαρüς- δεν αναφÝρθηκε σαν φονευθεßς, απü τον συνταγματÜρχη του, üταν δε γýρισε απü κÜτι που τüτε το λÝγαν επιδρομÞ στις εχθρικÝς γραμμÝς. ΑναφÝρθηκεν απλÜ σαν αγνοοýμενος. Το θεþρησα ως απÜνθρωπο και το θεωρþ και τþρα, γιατß Þταν επüμενο να ενθαρρýνει ψεýτικες ελπßδες".
 -"Θα πρÝπει να σκοτþθηκε κýριε Κüουτ". Η φωνÞ του νεαροý εßχε γßνει σοβαρÞ.
 -"Η κυρßα Τüρκιλ Þξερε πολý καλÜ τι σÞμαινε αγνοοýμενος, αλλÜ ο Κýριος δε μποροýσε να κÜνει τον εαυτü του να πιστÝψει πως ο γιος του -ο μοναδικüς του κληρονüμος, Ýχε´υπüψη σου- εßχε πεθÜνει, ας το ποýμε, για πÜντα. ΘυμÜμαι καλÜ πως λßγες μÝρες μετÜ την ανακωχÞ με βρÞκε μια νýχτα ο κýριος Τüρκιλ ακριβþς τη στιγμÞ που κλεßδωνα και μου 'πε: 'Αφησε τη πüρτα üπως εßναι στο μικρü χωλ, Κüουτ. Ο κýριος Τζων απü κει ερχüτανε πÜντα στο σπßτι, γιατß κüβει δρüμο απü την πýλη. Πολλοß στρατιþτες που 'χανε θεωρηθεß αγνοοýμενοι, επιστρÝφουνε τþρα απü τη Γερμανßα κι Ýτσι μπορεß ο γιος μου να μπει μÝσα οιαδÞποτε μÝρα. Αυτü εßπε ο φτωχüς Κýριος κι εκεßνη η πüρτα ΧÝνρι, δεν Ýχει κλειδωθεß ποτÝ απü τüτε".
     Τα βÞματα των αντρþν σβÞσανε σιγÜ-σιγÜ και κÜτι ζωντÜνεψε στη δυστυχισμÝνη, μαραμÝνη καρδιÜ της Ανν Τüρκιλ. Πüσο παρÜξενο Þτανε που δεν Þξερε μÝχρι σÞμερα, αυτÞ την εντολÞ του Üντρα της! ¹ταν αλÞθεια πως σ' üλα του τα χρüνια, απü παιδÜκι, το αγüρι της συνÞθιζε να ορμÜ μες απü την εξωτερικÞ πüρτα του δωματßου που λÝγανε 'μικρü χολ', με τη κραυγÞ: -"ΜητÝρα! Που εßσαι; ΠÜνω;" Κι ωστüσο, αν και την αγαποýσε πολý, αν κι Þτανε πολý στενÜ δεμÝνοι οι δυο τους, εκεßνη πÜντα το 'ξερε πως ο Τζων αγαποýσε πιüτερο τον λιγομßλητο πατÝρα του. Εßχε τüσο συγκινηθεß τþρα, þστε κÜτι απü το φοβερü πüνο που 'χε περÜσει πριν Ýξι χρüνια, επÝστρεψε πÜλι κι Üρχισε να βηματßζει νευρικÜ πÜνω-κÜτω στην üμορφη κρεβατοκÜμαρα που ζηλεýανε πολλÝς απü τις φßλες της. Πüσον αξιολýπητο Þτανε που γι' αυτÞν Þταν Ýνα δωμÜτιο μ' αβÜσταχτες αναμνÞσεις!
     Στο φαρδý κρεβÜτι ιακωβιανοý στυλ, που τþρα περνοýσε τις συχνÜ ξÜγρυπνες νýχτες της, εßχε γεννηθεß ο γιος που ο ερχομüς του εßχε φανεß αναπüφευκτος. Σßγουρη πως και στο σημεßον αυτü θα 'χε φανεß τυχερÞ, üπως και σ' üλα τ' Üλλα, εßχε γελÜσει στη σκÝψη πως το μωρü της θα μποροýσε να 'ναι κορßτσι. Πüσες φορÝς τα τελευταßα Ýξι χρüνια δεν εßχεν ευχηθεß να 'χε πεθÜνει κεßνη την υπÝροχη μÝρα που γεννÞθηκεν ο γιος της! Ο καλüς της φßλος τüτε, Δρ ΜÝιναρντ, ο γερο-γιατρüς του χωριοý, το 'νιωθε υποχρÝωσÞ του στα τÝλεια χρüνα που 'χαν ακολουθÞσει τη γÝννηση του Τζων, να ρßχνει υπονοοýμενα που το παιδß δεν εßχε Üλλον αδελφü Þ αδελφÞ για να μοιρÜζονται το Ýξοχο παιδικü δωμÜτιο. ΑλλÜ η Ανν Τüρκιλ εßχε κλεßσει θεληματικÜ τ' αφτιÜ της σε τÝτοιες συμβουλÝς. ΠÜντα, σ' üλη τη διÜρκεια της ευτυχισμÝνης κακομαθημÝνης νεανικÞς της ζωÞς, Ýκανε κεßνο που 'θελε και ποτÝ δεν εßχε κÜνει τßποτε που δε το 'θελε, στα σßγουρα. Εßχε χαρßσει στον Τζακ της Ýναν υπÝροχο γιο, -αυτüν που ο καλüς γερο-Κüουτ Ýλεγε κληρονüμο- κι αυτü σßγουρα Þταν υπεραρκετü.
     Τþρα ξαφνικÜ, σταμÜτησε να βηματßζει μπροστÜ σ' Ýνα σκαλιστü ξýλινο καθρÝφτη. Εßχε σταθεß εδþ ακριβþς στη διÜρκεια των τελευταßων ευτυχισμÝνων στιγμþν της ζωÞς της. ¹τανε το φθινüπωρο του 1918. Ο Üντρας της Þτανε στο σπßτι γι' ανÜρρωση απü Ýνα σοβαρü τραýμα, κυκλοφοροýσανε φÞμες για ΕιρÞνη και γεμÜτοι εμπιστοσýνη περιμÝνανε το αγüρι τους σπßτι, απü τη πρþτη του Üδεια. Στις τρεις ακριβþς, Ýνα θαυμÜσιο πρωινü του Οκτþβρη, ακοýστηκε κÜτι που 'τανε τüτε πολý γνωστü χτýπημα στη πüρτα. Ακüμα κι üταν Þτανε δεκαεφτÜχρονη νυφοýλα κι οι δυο τους μοιÜζανε πιο πολý σα δυο ευτυχισμÝνα παιδιÜ, παρÜ σα παντρεμÝνο ζευγÜρι, ο Τζακ πÜντα χτυποýσε πριν μπει στο δωμÜτιο της γυναßκας του Ανν. Εßχε φωνÜξει χαροýμενα, τüτε:
 -"ΠÝρασε"!" Κι εßχε μπει μ' Ýν' ανοιχτü τηλεγρÜφημα στο χÝρι του. ¹τανε σα να τον Üκουγε τþρα, μετÜ Ýξι χρüνια, με τη βραχνÞ του φωνÞ να προφÝρει τ' üνομÜ της -και μετÜ, üταν σÞκωσε το χÝρι της σε μιαν ενστικτþδικη απüτομη κßνηση για να προστατευτεß απü το χτýπημα, τα λüγια του συνÝχισαν:
 -"Δüξα τω Θεþ που δε σκοτþθηκε, αγαπημÝνη μου! Εßναι μüνον αγνοοýμενος"!
     Μüνον αγνοοýμενος; Κι ο πατÝρας του Τζων, üχι μüνον εßχε συνεχßσει να ελπßζει, κüντρα σε κÜθ' ελπßδα, αλλÜ Þτανε και βαθιÜ πεισμÝνος πως απü τα βÜθη κÜποιας γερμανικÞς φυλακÞς Þ Ýστω κι απü κανÝνα γερμανικü ψυχιατρεßο, το αγüρι του θα γýριζε πßσω. Εκεßνη, απü την αρχÞ, μ' αδÜκρυτην απüγνωση, δεν εßχε νιþσει καμιÜν ελπßδα κι η πεισματικÞ -αυτÞ που πÜνω απü μια φορÜ εßχε μÝσα της χαρακτηρßσει σαν ηλßθια- αισιοδοξßα του Üντρα της, την εßχε πονÝσει, απελπßσει και κÜποτε κÜνει Ýξω φρενþν.
     Κοßταζε τþρα σα να 'ταν υπνωτισμÝνη, το εßδωλü της στο σκοτεινü κρýσταλο του καθρÝφτη. Αν και θα γινüτανε σαρανταπÝντε στα επüμενα γενÝθλιÜ της, Þταν αλÞθεια, üπως τüσο συχνÜ της λÝγανε βαρετοß Üνθρωποι, πως φαινüταν ακüμα, σα κοριτσÜκι. Ο χρüνος ελÜχιστα εßχεν αγγßξει τ' üμορφο πρüσωπο και το λεπτü καμπυλüγραμμο σþμα της με τα σκληρÜ του δÜχτυλα. Ο Τζακ Τüρκιλ üμως, που δεν Þταν ακüμα πενÞντα χρονþν, θα μποροýσε να 'ναι κατÜ δÝκα χρüνια πιο μεγÜλος απü την ηλικßα του. Για πρþτη φορÜ στη ζωÞ της απüψε, η Ανν αναρωτÞθηκε με κÜποιαν ανησυχßα αν κι ο Üντρας της Þτανε τüσο δυστυχισμÝνος üσο κι αυτÞ.
     Το βρÜδι αυτü τον εßχε δει που καθüτανε σκυμμÝνος στη πολυθρüνα μ' Ýνα βιβλßο στο χÝρι απü την Üλλη πλευρÜ της φωτιÜς. Εßχε πÜρει ξαφνικÜ Ýνα μολýβι -Þτανε κÜτι που το συνÞθιζε ο Τζακ και που πÜντα την εκνεýριζε- και σημεßωσε μια παρÜγραφο στο βιβλßο που διÜβαζε. Σηκþνοντας τα μÜτια της εßχε ρßξει Ýνα παρÜξενο, ντροπιασμÝνο, παρακλητικü βλÝμμα κι üταν σηκþθηκε και βγÞκε απü τη βιβλιοθÞκη, γιατß Þταν η σειρÜ του για τη συνηθισμÝνη τελετÞ της βüλτας των τριþν σκυλιþν, εκεßνη διÝσχισε το δωμÜτιο για να δει τι εßχε σημειþσει. Τüτε Ýνιωσε ταυτüχρονα ενοχλημÝνη, αναστατωμÝνη κι ßσως λßγο συγκινημÝνη, γιατß αυτü που 'χε υπογραμμßσει ο Üντρας της, Þτανε δυο γραμμÝς: η πρþτη γελοßα και γνωστÞ, η δεýτερη μÝχρι κεßνη τη στιγμÞ Üγνωστη σε κεßνη:

                  "...φταßει η μικρÞ χαραματιÜ μες στο λαγοýτο
                      που λßγο-λßγο θα χαθεß η μουσικÞ
..."

     Τþρα καθþς ξεντυνüταν αργÜ, θυμÞθηκε τις δυο γραμμÝς που 'χε σημειþσει ο Τζακ. Αυτü που κεßνος χωρßς αμφιβολßα θεωροýσε ακüμα σα "μικρÞ χαραματιÜ" μεταξý τους, στη πραγματικüτητα εßχει γßνει χÜσμα που üλο μεγÜλωνε. Κι ωστüσο μια φορÜ, μüνο μια φορÜ, στη πολýχρονη τþρα κοινÞ τους ζωÞ, του εßχε πει σκληρÜ λüγια. ¹τανε πριν χρüνια, μια εποχÞ που 'ταν ακüμα γεμÜτος ελπßδες κι εκεßνη -αλßμονο- απογυμνωμÝνη απ' αυτÝς εντελþς, για τον πιθανü γυρισμü του γιοý τους Ο εραστÞς εßχε ξυπνÞσει μÝσα του κι üταν τα χεßλη του αναζητÞσανε τα δικÜ της, του 'χε πει σκληρÜ:
 -"ΠοτÝ, Τζακ, ΠοτÝ ΠÜλι". Τüσο κυριολεκτικÜ εßχε δεχτεß την απüφασÞ της, που μÞτε μια φορÜ Ýκτοτε, δεν εßχε χτυπÞσει τη πüρτα δωματßου της, που τüσον ευτυχισμÝνα εßχανε μοιραστεß επß εικοσιÝνα χρüνια.
     ΣÞμερα, παραμονÞ της ΜÝρας της ΑνακωχÞς, η μÝρα Þταν ανυπüφορη κι η Ανν εßπε στον εαυτü της πως την Üλλη χρονιÜ θα καλοýσαν ανθρþπους εδþ για το πρþτο δεκαπενθÞμερο του ΝοÝμβρη. ¹τανε πλοýσιοι, φιλüξενοι και -με τον εντελþς διαφορετικü τρüπο τους-, δημοφιλεßς κι οι δυο. ΑλλÜ η πραγματικÞ αιτßα που δε μÝνανε ποτÝ μüνοι, εκτüς απü τις γιορτÝς των ΧριστουγÝννων και μια περßοδο του ΝοÝμβρη κÜθε χρüνο, Þτανε πως η διπλÞ μοναξιÜ γßνεται ανυπüφορη üταν τη μοιρÜζονται Ýνας Üντρας και μια γυναßκα που κÜποτε Þτανε θερμοß, εκστατικÜ ευτυχισμÝνοι εραστÝς. Καθþς η Ανν ξÜπλωσε στο μεγÜλο κρεβÜτι της, το ρολüι του τοßχου Üρχισε να σημαßνει δþδεκα, αρχßζοντας μιαν ακüμα ΜÝρα της ΑνακωχÞς και καθþς Ýγειρε πßσω, τσουχτερÜ, δýσκολα δÜκρια πλημμυρßσανε τ' ακüμα φωτεινÜ μÜτια της. Η σκÝψη του αγοριοý της Þτανε πολý κοντÜ της απüψε στ' αλÞθεια, Ýτσι που τη κυρßεψε ακατανßκητη επιθυμßα να κοιτÜξει τη φωτογραφßα με το πρüσωπü του. Γλιστρþντας Ýξω απü το κρεβÜτι, πλησßασε το βαμμÝνο ντουλÜπι, που φýλαγε ορισμÝνα ιερÜ, μυστικÜ αντικεßμενα. ΑνÜμεσÜ τους Þτανε και τα ερωτικÜ γρÜμματα του Üντρα της, που το καθÝνα τους Üρχιζε: "ΑγαπημÝνη μου μικροýλα..." κι Þτανε γραμμÝνα στη διÜρκεια του σýντομου αρραβþνα τους. ΥπÞρχαν ακüμα üλες οι φωτογραφßες του γιου της, απü τüτε που 'τανε μωρü. Εßχε κι Ýνα σκßτσο που 'χε γßνει απü τον ΣÜρτζεντ, üταν εßχε βρεθεß στο ΣÜντχερστ. Αυτü κρεμüτανε τþρα στη κρεβατοκÜμαρα του πατÝρα του. Δεν υπÞρχε κανÝνα πορτραßτο του σ' οποιονδÞποτε Üλλο σημεßο του σπιτιοý, που δε τονε γνþριζε πια. Μερικοß απü τους μεταγενÝστερους φßλους τους δε ξÝρανε πως εßχανε ποτÝ παιδß.
     Ξεκλειδþνοντας το συρτÜρι που υπÞρχαν üλες οι φωτογραφßες του Τζων Ýβγαλε τη τελευταßα, που την εßχε τραβÞξει μüλις Ýγινεν αξιωματικüς και φοροýσε τη πρþτη του στολÞ. Καθþς κοιτοýσε το σχεδüν παιδικü πρüσωπο, Ýμοιαζε σα να της χαμογελÜ περÞφανα, χαροýμενα, μ' εμπιστοσýνη. ΒÜζοντÜς τη πßσω στο συρτÜρι θυμÞθηκε μιαν αδÝξια προσπÜθεια, με κÜθε καλÞ διÜθεση παρηγοριÜς απü μÝρους του εφημÝριου. Την εßχε συναντÞσει σ' Ýναν απü τους μεγÜλους μοναχικοýς περιπÜτους που 'κανε κεßνο τον πρþτο χρüνο της λýπης στα διαλεßμματα απü τη κουραστικÞ ακüμα πολεμικÞ υπηρεσßα της, γιατß μετÜ τη ΜÝρα της ΑνακωχÞς, εßχεν υπηρετÞσει εθελοντικÜ, για πολý χρüνο, σ' αναρρωτικü νοσοκομεßο για στρατιþτες.
 -"Εκεßνος που πÝθανε, ωστüσο ζει ακüμα", της εßχε πει ο εφημÝριος με χαμηλÞ φωνÞ. ΤινÜζοντας το κεφÜλι της πßσω, εßχε φωνÜξει:
 -"ΞÝρεις πως ο Üντρας μου εßναι απüλυτα σßγουρος πως ο Τζων δεν Ýχει σκοτωθεß; Νομßζει πως μπορεß να γυρßσει μια μÝρα". Με ξαφνιασμÝνο βλÝμμα και μη κÜνοντας καμμιÜν απüπειρα ν' απαντÞσει, ο επßδοξος παρηγορητÞς εßχεν ακολουθÞσει τον δρüμο του.
     ΣÞμερα στο ßδιο σχεδüν σημεßο, πρÜμα παρÜξενο, εßχε μια παρüμοια συνÜντηση με τον γÝρο Δρ. ΜÝιναρντ, που μÜλλον την εßχε θυμþσει παρÜ πονÝσει. Εßχε πÜρει σýνταξη το 1919 και ποτÝ δε τον Ýβλεπε μüνο του τþρα. ΑλλÜ τη φορÜ τοýτη, ο μοναχογιüς του, -Ýνας γιος που τον εßχε λυπηθεß ο πüλεμος- τον εßχε αφÞσει με το αυτοκßνητü τους, Ýτσι για να κÜνει μια μικρÞ βüλτα. Ο ηλικιωμÝνος Üντρας εßχε πÜρει το χÝρι της στο δικü του κι εßπε:
 -"Θα 'θελα να σας βλÝπω ευτυχισμÝνη, αγαπητÞ μου κυρßα Τüρκιλ" και καθþς εßχε κουνÞσει το κεφÜλι της -δε μποροýσε να προσποιηθεß μαζß του- εκεßνος συνÝχισε με κÜποιο τüνο αληθινοý θαυμασμοý στην αδýναμη φωνÞ του: "Εßστε πολý üμορφη! Δε σας ενοχλεß που το λÝω; Μα πüσο νÝα διατηρεßστε! Αυτü το απüγευμα μÜλιστα θα μποροýσατε να 'στε εικοσιπÝντε αντß για ...-"
 -"Σχεδüν σαρανταπÝντε; Ναι και για κακÞ μου τýχη, νιþθω ακüμα νÝα. Θα 'δινα πολλÜ για να νιþθω γριÜ Δρ. ΜÝιναρντ".
     Κι Ýπειτα εκεßνος εßπε κÜποια λÝξη για τον Üντρα της, που την Ýκανε να γßνει κατακüκκινη. Ο γιατρüς δεν Ýλεγε πολλÜ λüγια, αλλÜ η κÜθε κουβÝντα του Þτανε διαλεγμÝνη.
 -"Δε μπορεßτε να πεßσετε τον εαυτü σας, να 'στε καλÞ μαζß του;" εßχε πει κοιτÜζοντας κατÜματα τ' üμορφο πρüσωπü της. Του απÜντησεν αμÝσως και πολý ψυχρÜ:
 -"¼χι με τον τρüπο που το εννοεßτε". Εκεßνος, κουνþντας το κÜτασπρο κεφÜλι του, εßχε πÜρει πÜλι το χÝρι της στο δικü του.
 -"Θα πρÝπει να συγχωρÞσετε Ýνα παλιü φßλο, ε"; Κοýνησε γοργÜ το κεφÜλι της καταφατικÜ. ΑλλÜ εßχε νιþσει τüτε, κι Ýνιωθε και τþρα, πως δε θα μποροýσε να συγχωρÞσει εκεßνη τη -ναι! γεμÜτη θρÜσος- ερþτηση.
     Ο δωδÝκατος χτýπος του ρολογιοý, σκüρπισε στον ακßνητο αγÝρα κι αμÝσως μετÜ, Üκουσε τον διακüπτη του ηλεκτρικοý να σβÞνει στο χολ κÜτω και στη συνÝχεια τα βÞματα του Üντρα της που ανεβαßνανε τις σκÜλες. Τη πλημμýρισε παρÜξενη κι απρüσμενη διÜθεση. ¹θελεν απλþς να βγει Ýξω να του πει μια καληνýχτα. ΑλλÜ Ýπνιξεν αυτÞ τη διÜθεση. Παρ' üλ' αυτÜ, προχþρησε ως τη πüρτα και σβÞνοντας το φως, την Üνοιξε λßγον, αθüρυβα.
     Ο ΤΖακ Τüρκιλ ανÝβαινε τις εýκολες σκÜλες με τα βÞματα ενüς γÝρου αν κι üπως Þξεραν κι αυτÞ κι ο Δρ ΜÝιναρντ, εßχεν ακüμα νεανικÞ καρδιÜ, Üσχετα πüσο βαθιÜ, λýπη και χαμÝνες ελπßδες, εßχανε σημαδÝψει το πρüσωπü του. Και νιþθοντας ακüμα συγκινημÝνη απü κεßνα που 'χεν ακοýσει ασυναßσθητα απü τον γÝρο-υπηρÝτη, περßμενε ν' ακοýσει τ' αργÜ του βÞματα να μπαßνουνε στο δωμÜτιο που δε λεγüταν πια "Το Γραφεßο Του Κýριου Τüρκιλ". Και τüτε, Ýνιωσε σαν η καρδιÜ της να σταμÜτησε, γιατß το πüμολο της ξεκλεßδωτης πüρτας του χολ κÜτω, γýρισε στο σκοτÜδι κι Ýνα ρεýμα παγωμÝνου αÝρα üρμησε προς τα πÜνω κι αμÝσως μετÜ, Üκουσε τη ξαφνιασμÝνη κραυγÞ του Üντρα της:
 -"Ποιüς εßναι;".
     Ακολοýθησε μια στιγμÞ σιγÞς και μετÜ, σα να 'ρχονταν απü μακριÜ, απü απßστευτα μακριÜ, αντηχÞσανε τρεις λÝξεις, απü μια φωνÞ που ποτÝ δε πßστευε πως θ' Üκουγε πÜλι, ακüμα και σε κÜποιαν Üλλη ζωÞ, γιατß η Ανν Τüρκιλ εßχε φτÜσει να μη πιστεýει την υπüσχεση που επανÝλαβεν ο εφημÝριος, θÝλοντας να τη παρηγορÞσει. Κι οι λÝξεις ειπþθηκαν με τη φωνÞ του του γιου της, διαπερÜσανε το πιο βαθý σημεßο της ψυχÞς της, γιατß, "ΦτωχÝ μου πατÝρα!", Þταν το μüνο που 'χε γυρßσει να πει ο αγαπημÝνος της γιος. ΑμÝσως μετÜ, Üκουσε την ενθουσιþδη, χαροýμενη φωνÞ του Τζακ:
 -"ΑγαπημÝνο μου, αγαπημÝνο μου αγüρι!" και το θüρυβο των ποδιþν του καθþς βροντοýσανε κατεβαßνοντας τις σκÜλες. Καθþς κι εκεßνη ορμοýσε Ýξω στον κυκλικü διÜδρομο, Üκουσε πÜλι το πüμολο να γυρßζει στο σκοτÜδι. Τα φþτα κÜτω ανÜψανε και κοιτÜζοντας απü τα κÜγκελα χαμηλÜ, εßδε τον Üντρα της να στÝκεται στο Üδειο χολ, κοιτÜζοντας μ' Ýκπληκτα μÜτια τη κλειστÞ πüρτα. ΤελικÜ, γýρισε και κοιτÜζοντας ψηλÜ, εßδε το χλομü της πρüσωπο και τα ορθÜνοιχτα μÜτια της να κοιτÜζουνε κÜτω.
 -"Το Üκουσες κι εσý, Ανν"; Εκεß με κÜτι που 'χε γßνει τρüπος ξεχνασμÝνης τρυφερüτητας, πÞρε το χÝρι του στα δικÜ της:
 -"Ασφαλþς τον Üκουσα κι εγþ! Η πüρτα Üνοιξε και μπÞκε μαζß με τον Üνεμο, αφοý εßπε αυτü που 'χε στο αγαπημÝνο του κεφÜλι, γýρισε πßσω -αλλÜ που Τζακ, που";
     Αργüτερα κεßνη τη νýχτα, καθþς η Ανν Þτανε ξαπλωμÝνη στην αγκαλιÜ του, ο Τζακ, ο πατÝρας του Τζων, μουρμοýρισε:
 -"Γýρισε για σÝνα, αγαπημÝνη μου, για να σε παρηγορÞσει. Αυτü Þτανε πολý σωστü".
 -"Για μÝνα, Τζακ; Ω üχι"!
 -"Μα ναι, μικρÞ μου αγαπημÝνη. Θ' Üκουσες σßγουρα τι εßπε"! κι εκεßνη Ýνιωσε την Ýκπληξη στη φωνÞ του.
 -Τι εßπε ... σε σÝνα;" ψιθýρισε.
 -"Μüνον αυτü που Üκουσες, μüνο τις τρεις λÝξεις, Ανν. Εßπε: 'ΑγαπημÝνη μου μητÝρα' ". Περßμενε για μια στιγμÞ και μετÜ εßπε ταπεινÜ, γιατß Þταν Ýνας πολý απλüς Üντρας: "¹τανε για να σε πληροφορÞσει, αγαπημÝνη μου κι ßσως και για να το μÜθω κι εγþ πως üλα πÜνε καλÜ με το παιδß μας".

Marie-Adelaide Belloc-Lowndes (Mrs Belloc Lowndes)
"The Unbolted Door" (11/11/1918)
Mετφρ: Γιþργος ΜπαλÜνος

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers