Keats John: Ερωτευμένος Με Τη Ποίηση

Βιογραφικό

     Ο Τζων Κητς ήταν Άγγλος ρομαντικός, λυρικός ποιητής που γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1795 και πέθανε στη Ρώμη το 1821. Αφιέρωσε τη λίγη ζωή του στη τελειοποίηση ποίησης, χαρακτηρίζεται δε από δυνατές εικόνες και σχήματα λόγου, τη μεγάλη αισθητική έλξη που ασκεί και τη προσπάθεια να εκφράσει μια φιλοσοφική στάση μέσα από τους μύθους της κλασσικής αρχαιότητας. Πέθανε στα 26 του από φυματίωση στη Ρώμη όπου είχε πάει αναζητώντας θεραπεία. Τα γνωστότερα ποιήματα του είναι ο Ενδυμίων (Endymion), Η Όμορφη Ασπλαχνη Κυρία (La Belle Dame sans Merci), Ωδή Στη Μελαγχολία (Ode on melancholy), Ωδή Σ´Ένα Αηδόνι (Ode to a Nightingale), Ωδή Σε Μιαν Ελληνικήν Υδρία (Ode to a Grecian Urn), Ωδή Στη Ψυχή (Ode to Psyche), Η Παραμονή της Αγίας Αγνής (The eve of St. Agnes) κι ο Υπερίων (Hyperion).



    Γεννήθηκε σε μια περιοχή του Λονδίνου, το Φάισμπουρν, στις 31 Οκτώβρη του 1795 από φτωχούς γονείς, -ο πατέρας του ο Τομ Κητς, ήτανε σταυλίτης σ’ ένα πλούσιο ενοικιαστή αλόγων. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια δεδομένου πως έχασε νωρίς τον πατέρα ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά σχεδόν αμέσως και ξαναχώρισε. Με το θάνατο του εύπορου παππού του Τζων Τζέννιγκς από τη πλευρά της μητέρας και τους δικαστικούς αγώνες που επακολούθησαν για τη κληρονομιά, αποξενώθηκε απ’ αυτήν και στην ουσία μεγάλωσε με τη χήρα γιαγιά και τα 2 του αδέλφια Τομ και Τζωρτζ. Τον Μάρτη του 1810 πέθανε κι η μητέρα του από φυματίωση. Στο σχολείο που φοιτούσε στο Ένφηλντ υπήρχε φιλελεύθερο πνεύμα κι εκεί αναπτύχθηκε μια ισχυρή φιλία με τον Τσαρλς Κάουντεν Κλαρκ (Charles Cowden Clarke) τον γιο του διευθυντή του, που κράτησε για όλη του τη ζωή. Αργότερα πήγε μαθητευόμενος στον οικογενειακό του γιατρό κι έκανε σπουδές στο νοσοκομείο Γκάυ όπου εντέλει απέκτησε την ειδικότητα του βοηθού χειρουργού καθώς και γνώσεις φαρμακευτικής.
     Η ποίηση όμως ήτανε το κυρίαρχο ενδιαφέρον του και το πρωτόλειο δείγμα δουλειάς του ήταν το Η Μίμηση Του Σπένσερ αποτέλεσμα εν μέρει και της γνωριμίας του με τον Τσαρλς. Δεν άργησε ν’ ανακαλύψει τους σύγχρονους της εποχής του όπως, τους Λη Χαντ (James Henry Leigh Hunt) και Γουίλλιαμ Γουόρντσγουορθ (William Wordsworth) ενώ την ίδια εποχή έγινε μέλος της Εταιρείας των Φαρμακοποιών. Το 1ο του σοννέττο ήταν Διαβάζοντας Πρώτη Φορά Τον Όμηρο Του Τσάπμαν. Εγινε φίλος με τον Λη Χαντ, γνώρισε τον ζωγράφο ιστορικών θεμάτων Μπένζαμιν Ρόμπερτ Χέυντον (Benjamin Robert Haydon) τον ποιητή Τζων Χάμιλτον Ρέϋνολτς (John Hamilton Reynolds) κι αργότερα τον Πέρσι Σέλλεϋ (Shelley). Στα 21 του αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χειρουργική και φαρμακευτική για ν’ ασχοληθεί ολοκληρωτικά με τη ποίηση. Ο Τζων ήταν εκπληκτικά όμορφος, με κοκκινόχρυσα μαλλιά, κλασσικά χαρακτηριστικά, ζωηρή έκφραση, στητή κορμοστασιά αλλά μικρόσωμος.



     Άφησε το Λονδίνο Απρίλη του 1817 γι’ να αρχίσει την επεξεργασία του Ενδυμίωνα στη μοναξιά της εξοχής. Το 1ο από τα 4 βιβλία των 1000 στίχων που αποτελούνε το ποίημα γράφτηκε στο Κάριζμπρουκ (Νήσος Γουάιτ), το Μάργκεϊτ, το Καντέρμπουρυ και το Χάστινγκτ. Γύρισε στο Χάμστεντ, για να γράψει το 2ο κι εκεί συνδέθηκε με στενή φιλία με 2 γείτονες, τον συλλέκτη αρχαιοτήτων και κριτικό Τσαρλς Γουέντγουερθ Ντιλκ (Charles Wentworth Dilke) και τον ερασιτέχνη λογοτέχνη Τσαρλς Μπράουν (Charles Armitage Brown). Το 3ο βιβλίο γράφτηκε τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου στην Οξφόρδη, όπου έμεινε μαζί με άλλο καινούργιο του φίλο, τον Μπένζαμιν Μπέιλυ (Benjamin Bailey) φοιτητή Θεολογίας, με τον οποίο συζητούσε θρησκευτικά και φιλοσοφικά θέματα. Μέρος του 4ου γράφτηκε στο Λονδίνο και μέρος στο Μποξ Χιλ κοντά στο Ντόρκινγκ κι ολοκληρώθη τις τελευταίες ημέρες του Νοέμβρη. Στη διάρκεια της συγγραφής του μορφοποίησε πολλές ιδέες του σχετικά με τη Φιλοσοφία και τη τέχνη, τις οποίες εκθέτει στα γράμματά του προς τον Μπέιλυ. Τον χειμώνα του 1817-1818 ενώ ο Κητς ζούσε έντονη κοινωνική ζωή γνωρίστηκε με τον Γουίλλιαμ Γουόρντσγουορθ (William Wordsworth) ο οποίος βρισκόταν τότε στο Λονδίνο. Αν και θαύμαζε σχεδόν ανεπιφύλακτα τη ποίησή του, απογοητεύτηκε από από τον εγωκεντρισμό του. Επίσης έχασε την εμπιστοσύνη του στον Χαντ και φοβήθηκε την επιθετικότητα ορισμένων κριτικών τους οποίους είχε προσβάλλει ο Χαντ. Τους 1ους μήνες του 1818 ετοίμασε για έκδοση τον Ενδυμίωνα και άρχισε να γράφει με θέμα τον αρχαίο ελληνικό μύθο του υποσκελισμού του Τιτάνα Υπερίωνα από τον Απόλλωνα το Θεό του Ήλιου.



     Όταν ο αδελφός του Τομ προσεβλήθη από φυματίωση, μεγάλο βάρος της φροντίδας και περίθαλψης του ανέλαβε ο Τζων. Ο άλλος αδελφός του Τζωρτζ του έδωσε ένα δάνειο 500 λιρών πριν μεταναστεύσει στην Αμερική, που διεκδίκησε με την επιστροφή του στο Λονδίνο, λόγω οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισε στη Νέα Γη, παίρνοντας μέρος από τη κληρονομιά του Τομ. Τα οικονομικά του δεν ήτανε ποτέ ιδιαίτερα ανθηρά επιβαρύνονταν δε τόσο από την ασθένεια του αδελφού του, όσο κι από τη μετέπειτα δική του φυματίωση. Πολλές φορές οι κριτικοί ήταν ιδιαίτερα αυστηροί μαζί του, με αποκορύφωμα την άδικη κριτική που γράφτηκε από την εφημερίδα Blackwood’s, για τον Ενδυμίωνα, που λέει : “Καλλίτερα και σοφώτερα πειναλέος φαρμακοποιός, παρά πειναλέος ποιητής, γύρνα λοιπόν στο σπίτι σου κύριε“.
     Τα 2 1α βιβλία τού Υπερίωνα καθώς κι η εκπεφρασμένη πεποίθηση του οτι θα μείνει στην ιστορία ως σημαντικός Άγγλος ποιητής και μετά θάνατον ήταν η απάντησή του στις άδικες κριτικές. Η Ισαβέλλα Τζόουνς (Isabella Jones) του έδωσε την ιδέα για τη συγγραφή του ποιήματος Η Παραμονή Της Αγίας Αγνής ενώ ταυτόχρονα ήταν ερωτευμένος με την Τζέιν Κοξ (Jane Cox) εξαδέλφη τού Τζ.Χ.Ρέινολτς και τη μεγάλη του αγάπη Φράνσις (Φάννυ) Μπράουν (Frances (Fanny) Browne). Με τη Φάννυ έζησε και τις καλλίτερες στιγμές της ζωής του, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του αδελφού του Τομ, οπότε ήλθανε πολύ κοντά και σχεδόν συμφώνησαν να αρραβωνιαστούν. Αργότερα έγραψε το το ημιτελές Η Παραμονή Του Αγίου Μάρκου ενώ εγκατέλειψε την συγγραφή του Υπερίωνα στο 3ο βιβλίο από έντονη ανησυχία κι απογοήτευση λόγω του θανάτου του αδελφού του Τομ. Με τη γειτνίαση του με τη Φάννυ και τη μητέρα της που εν τω μεταξύ μετακόμισαν δίπλα στο σπίτι του, άρχισε μια περίοδος μεγάλης έμπνευσης με έργα όπως Πάνω Σ’ Ένα Όνειρο (On a dream), το λυρικό ποίημα Η Όμορφη Άσπλαχνη Κυρία (La Belle Dame sans Merci) και τα σημαντικώτερα έργα του όπως Οι μεγάλες ωδές Στη Ψυχή (To Psyche), Στη Μελαγχολία (On Melancholy), Σ”Ένα Αηδόνι (To a Nightingale) και Για Μίαν Αρχαίαν Ελληνικήν Υδρία (On a Grecian Urn).
     Τα έργα του, όπως το αφηγηματικό ποίημα Λάμια και το Όθων Ο Μέγας γράφτηκαν ενόψει οικονομικού αδιεξόδου, λόγω της δυστοκίας του αδελφού του Τζωρτζ στην Αμερική. Έτσι έφυγε από το Λονδίνο και πήγε στο Σάνκλιν (Νήσος του Γουάιτ) και στο Γουίντσεστερ (Winchester) όπου μακρυά από τη Φάννυ κι εν μέσω προβλημάτων στη σχέση τους, μετεσκεύασε τον ημιτελή Υπερίωνα στο Η Πτώση Του ΥπερίωναΈνα Όνειρο (The fall of Hyperion: A Dream) κι έγραψε το γαλήνιο Στο Φθινόπωρο (To Autumn). Τον Οκτώβρη του 1819 μετακόμισε πάλι στο Λονδίνο με προοπτική να γίνει δημοσιογράφος, τελικά ανακάλεσε, κι αρραβωνιάστηκε επίσημα τη Φάννυ. Η σκιά της φυματίωσης που πλέον ήτανε γεγονός κι οι οικονομικές δυσκολίες του Τζωρτζ τονε καταβάλανε κι έτσι εργάστηκε χωρίς μεγάλη πεποίθηση σ’ ένα σατιρικό ποίημα: Το Σκουφί Του Τζουτζέ (The Cap and Bells) κλείνοντας έτσι ένα κύκλο υψηλής έμπνευσης.

     Στις 3 Φλεβάρη του 1820, παρουσίασε πνευμονικές αιμορραγίες κι όπως κατάλαβε κι ο ίδιος, αυτό ήταν ο αγγελιαφόρος του θανάτου του. Οι γιατροί του συνέστησαν αμέσως σαν ύστατη ελπίδα για τη ζωή του ένα ταξίδι στην Ιταλία όπου πήγε τελικά με την οικονομική βοήθεια των εκδοτών του μαζί μ’ ένα νέο καλλιτέχνη τον Τζόζεφ Σέβερν (Joseph Severn). Μετά από συνεχείς αιμορραγίες πέθανε τελικά στις 23 του Φλεβάρη 1821 στα χέρια του Τζόζεφ, μόλις 26 ετών. Όπως είχε ζητήσει, στον τάφο του χαράχτηκε η φράση:

     Εδώ κείται κάποιος που τ’ όνομά του ήτανε γραμμένο στο νερό.

     Η ύπουλη και κληρονομική αρρώστια της φυματίωσης-που ήταν πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη-τον είχε καταταλαιπωρήσει και τον είχε κάνει να προαισθανθεί και τον δικό του σύντομο θάνατο, πέθανε πριν ακόμα προλάβει να ανθήσει βιολογικά και να χαρεί, όχι μόνο τους καρπούς του έρωτα αλλά και της ζωής, που θα παρηγορούσε τη μνήμη του από τα βάσανα της νιότης και των οικογενειακών του ατυχιών. Άφησε το μάταιο τούτο κόσμο σε μικρότερη ηλικία από τον ομότονό του στη ποιητική δόξα αριστοκράτη Σέλλευ,(1792-1822) που έφυγε κι αυτός -από πνιγμό- έν έτος μετά κι έπασχε από την ίδια ασθένεια. Χάθηκε πιο νέος κι από τον πολύ φημισμένο λόρδο Μπάιρον (1788-1824) που κι αυτός έφυγε νωρίς αλλά η ποιητική του δόξα κι ο θρυλικός βίος του επισκίασε σχετικά τη φήμη των άλλων 2 ρομαντικών. Μπορούμε να αναλογιστούμε επίσης ότι σε μικρή ηλικία έφυγαν οι εξής: το τρομερό παιδί της Γαλλικής ποίησης ο Ρεμπώ, (1854-1891) ο ευαίσθητος ρομαντικός Γερμανός ποιητής, Νοβάλις (1772-1801),-ο οποίος έπασχε από την ίδια πάθηση, ο Λωτρεαμόν (Ντυκάς, 1846-1870), κι οι δικοί μας -τηρουμένων φυσικά των αναλογιών- ο βασανισμένος στη ζωή Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894) που έπασχε επίσης από φυματίωση, ο ποιητής Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873) γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, και φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, ο Αλέξης Τραϊανός, ο Νίκος Λαδάς, ο Βασίλης Κουρής κι άλλοι, κι η χορεία των μικρών αυτών Αδώνηδων επώνυμων κι ανώνυμων συνεχίζεται εσαεί συμπληρώνοντας το κομποσκοίνι αυτό της ζωής στον καρπό του θανάτου.



    Ο Τζων Κητς. αυτό το τρυφερό και μοναχικό παιδί του αγγλικού ποιητικού στερεώματος που τόσο δυστύχησε στη προσωπική του ζωή, που η Μοίρα τονε σημάδεψε με πείσμα, επιμονή κι ασπλαχνιά, έχει κερδίσει πλέον την αθανασία. Ο βασανισμένος σύντομος βίος του, η ταπεινή κι ασήμαντη καταγωγή του, η τραγική περιπέτεια του ατομικού του κόσμου, η μεγάλη φτώχεια που τονε βασάνιζε στη κουτσουρεμένη μικρής διάρκειας ζωή του, η ονειροπόλα και μελαγχολική του διάθεση, ο άδοξος και βασανιστικός ερωτάς του για τη Φάννυ Μπράουν, αλλά κι η ογκώδης κι εντυπωσιακή παραγωγικότητά του παρά τις αντιξοότητες, η ενδιαφέρουσα αν κι ατελής γονιμοποιός σκέψη του, η πρωτοτυπία των συνθέσεών του, ο άκρατος αισθησιασμός του κι η μεγάλη του αγάπη να μελετήσει όχι μόνο τους ποιητές της δικής του παράδοσης αλλά ιδιαίτερα την αρχαία ελληνική και λατινική ποίηση. Η φιλάσθενη φύση του, η αρρώστια της φυματίωσης που τονε ταλαιπώρησε και τον οδήγησε τελικά νεότατο στο θάνατο, αρρώστια, από την οποία πέθαναν βασανιστικά κι άλλα μέλη της πολυμελούς οικογένειάς του. Ο αδελφός του Τόμ σε ηλικία μόλις 18 ετών το 1818, η μητέρα του Φράνσεζ Τζέννινγκς στα 1810, 8 έτη νωρίτερα όταν ο μικρός Κητς ήταν μόλις 15 και φυσικά ο ίδιος ο ποιητής.

     Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στη τελειοποίηση μιας ποίησης που χαρακτηρίζεται από δυνατές εικόνες και σχήματα λόγου, τη μεγάλη αισθητική έλξη που ασκεί και την προσπάθεια να εκφράσει μια φιλοσοφική στάση μέσα από τους μύθους της κλασσικής αρχαιότητας. Η ποίηση του Κητς, στις καλλίτερες της στιγμές, μεταδίδει μιαν άμεση, ζωγραφική σχεδόν εντύπωση τού πράγματος ή της κατάστασης που περιγράφει. Αυτό είναι συνέπεια της θεωρίας του για τη χαμαιλεοντική φύση τού ποιητή, που ιδιοποιείται το χαρακτήρα κάθε βιώματος, χωρίς να επιτρέπει στο βαθύτερο του εγώ να επεμβαίνει στη μετάδοση αυτού που αισθάνεται. Η αλληλογραφία του αποκαλύπτει μιαν εκπληκτικά ώριμη στάση απέναντι στη ζωή και τη τέχνη και φανερώνει μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, πρόσωπο αξιαγάπητο, ακριβώς επειδή η ισορροπία που ‘χε κατορθώσει ήτανε το αποτέλεσμα μιας νίκης πάνω στην εσωτερική βιαιότητα τής ιδιοσυγκρασίας του. Η επίδραση πάνω σ’ άλλους ποιητές ήτανε σημαντική τον 19ο αι. και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
     Το μελαγχολικό φιλάσθενο αυτό αγόρι μας εκπλήσσει με τη τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε για να κατακτήσει τον ποιητικό Παρνασσό όχι μόνο της εποχής και της γενιάς του, σε πολύ νεαρή ηλικία έμαθε λατινικά και μετέφρασε την Αινειάδα του Βιργιλίου, διάβαζε τις Ωδές του Ορατίου απ’ όπου κι άντλησε τη τεχνική των δικών του Ωδών. Η ανεξάντλητη ευαισθησία του, η καλλιεργημένη αισθαντικότητα κι η ποιητική του ιδιοφυΐα τον ώθησαν να συνθέσει τη μεγαλόπνοη δημιουργία του όχι απλώς αντλώντας εικόνες, σκηνές, ιδέες, γεγονότα, καταστάσεις, τεχνικές, αλλά μετασχηματίζοντας το υλικό που αντλούσε με τη δύναμη της φαντασίας του και των προσωπικών του εμπειριών σε μια νέα κι εκπληκτικά δημιουργική ποιητική πρόταση.
     Συγκέντρωνε εικόνες κι εμπειρίες στο σύντομο διάστημα του βίου του όπως το έντομο τη γύρη των λουλουδιών για να τη μετατρέψει σε νέκταρ, σε ποιητική αμβροσία. Οι απόηχοι των ποιητικών κι άλλων φωνών που διαφαίνονται στο έργο του δεν είναι παρά η αφετηρία η αφορμή του μεγάλου ταξιδιού της φαντασίας του που άρχισε με πείσμα κι επιμονή γνωρίζοντας το αποτέλεσμα του εγχειρήματός του. Θυσίασε το ελάχιστο όριο ζωής που του επιφύλασσε η Μοίρα να ζήσει για να το ξοδέψει για το λόγο και μύθο, είναι το μοναχικό Αηδόνι της ρομαντικής ποίησης που νωρίς συνειδητοποίησε ότι ο μόνος χρόνος αθανασίας που του προσφέρεται είναι ο ποιητικός. Τραγούδησε την ομορφιά της φύσης πρώτα για τον εαυτό του σα μια καθαρτήρια προσπάθεια απέναντι στην μιασματική προσφορά της Μοίρας απέναντι του. Διαισθάνθηκε νωρίς το βιολογικό του τέλος κι αξιοποίησε στρέφοντας τις ελάχιστες σωματικές του δυνάμεις να συνενωθούν μ’ αυτές της εκπληκτικής φαντασίας του.

     Η Φύση στο έργο του είναι υφαντουργός και κοσμήτρια της ατομικής του περιπέτειας. Σαν αρχαίος Θεός Πάνας υμνεί όχι τη Νύχτια πλευρά της ζωής όπως ο Νοβάλις, ούτε την αντιμετωπίζει με το μυστικιστικό δέος ενός Ουίλλιαμ Μπλέηκ, ούτε έχοντας την οραματική ατμόσφαιρα ενός Κόλλεριτζ, αλλά το ποιητικό θρόισμα της φωνής του είναι το δροσερό αεράκι της υψιπετούς φαντασίας του, η μελαγχολική αύρα των διεγερτικών δυνάμεων του φυσικού χώρου που τροφοδοτούν μ’ ενάργεια τη σκέψη και πλέρια αγαλλίαση τη ψυχή μας. Η προσωπική θλίψη του νέου ποιητή μετατρέπεται σε ποιητικό λίπασμα για να ανθίσουν οι δημιουργικές του συνθέσεις αφού η ζωή λοιδορώντας, τον αποκλείει από άλλες χαρές. Κι ενώ το σώμα του μαραγκιάζει, οι αισθήσεις του πεταρίζουνe σε φλογερού λυρισμού νέφη, αποτυπώνοντας το θριαμβευτικό θάμπος της φυσικής ομορφιάς, το ακατανόητο κι απερίγραπτο κάλλος του έξω κόσμου καθώς ανασχηματίζεται διαρκώς σε μιαν αέναη πάλι αναστάσιμης διάρκειας και ταυτοχρόνως μετασχηματίζει τις αισθήσεις μας.
     Ο Κήτς δεν είχε την επαναστατική φύση ενός αριστοκράτη ποιητή όπως ήταν ο Σέλλευ, δε διακύβευε την ερημιά του βίου του για ν’ αλλάξει κοινωνικές συνήθειες, δεν θα ‘γραφε ποτέ μάλλον μανιφέστα υπέρ του Αθεϊσμού όπως έπραξε ο Σέλλευ προκαλώντας το κατεστημένο της εποχής του, δεν είχε την ευρύτητα της παιδείας ούτε την ιδιοσυγκρασία του Γουόρντγουορθ, παρότι τον επηρέασε στα 1α του ποιητικά βήματα, η εικονοποιΐα του Κήτς είναι κατά κάποιο τρόπο πιο πληθωρική από των άλλων 2, ορισμένες φορές μπουκώνει το ποιητικό αίσθημα, γίνεται φορτική, πλεονάζει του γενικώτερου σχεδιασμού της ποιητικής σύλληψης. Ο αισθησιασμός του ξεχειλίζει χωρίς μέτρο, χωρίς συναίσθηση ό,τι λιγώνει η υπερβολική έκθεση της ποιητικής φόρμας σε τόσο μεγάλη λυρική διάθεση σ’ ένα ποιητικό είδος όπως είναι οι Ωδές, ή κι ορισμένα του σονέττα. Από την άλλη, δεν έχει τη μεγαλοφυή μαεστρία του Μπάιρον που οι μεγάλες ποιητικές του συνθέσεις επιδράσανε πάνω στο έργο των μεταγενεστέρων κι εδραιώσανε τη φήμη του εξίσου με την ένδοξη περιπέτεια του βίου του, τους μεγάλους και διατυμπανισμένους του έρωτες με πρόσωπα της εποχής του και σίγουρα την ειλικρινή του αγάπη για το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα και την αυτοθυσιαστική προσφορά του στο Μεσολόγγι. Ο Μπάιρον “έκλεψε” κατά κάποιο τρόπο ή σκοτείνιασε για ένα διάστημα τη δόξα των άλλων. Όμως ευτυχώς, οι ποιητές των λιμνών δεν οδηγήσανε στο βυθό τη φήμη του νεώτερου, μικρότερου και κακότυχου Κητς.



     Τον συνέκριναν με τον μεγάλο δραματουργό και κοινωνικό ανατροπέα Σαίξπηρ. Ο Gilbert Highet στο ογκώδες και σημαντικότατο βιβλίο του Η Κλασσική Παράδοση, γράφει ότι: “Ο Τζων Κητς ήταν ο Σαίξπηρ της επαναστατικής περιόδου από πολλές απόψεις…” και “Ο Κητς ήταν ο Σαίξπηρ αυτής της Αναγέννησης του 19ου αι. όπως ο Σέλλευ ήταν ο Μίλτον της” καταλήγει. Όμως το τρομερό παιδί της Αγγλικής ποίησης δε διέθετε τον μαγνητικό εωσφορισμό που αποπνέει ο λόγος του Σαίξπηρ, δεν αποπνέει τον σαγηνευτικό ερωτισμό που αφήνουνε τα ερωτικά σονέττα και ποιήματα του σαιξπηρικού κόσμου. Είναι ένας μοναχικός τρυφερός οδοιπόρος, λάτρης της κλασσικής ομορφιάς και της αρμονικής ισορροπίας στη φύση, ένας Δρυίδης, -αν στέκει η παρομοίωση- που αγωνίζεται να καλμάρει τις αισθήσεις του καθώς απορροφά τους χυμούς της φυσικής ομορφιάς και μένει έκθαμβος κι εκστατικός μπρος στους μύχιους ακατανόητους σκοπούς της, το διαρκή επιτελικό μυστικό σχεδιασμό της, τους μυριάδες χυμούς και γεύσεις των αποκαλυπτικών της προθέσεων. Ο Σαίξπηρ αναμορφώνει τον κόσμο, τον ξαναπλάθει από την αρχή, ξετυλίγει τις μικρές του ιστορίες σε μεγάλο πολυσύνθετο εικονογραφικό καμβά που όλα μπορούν να συμβούν από την αρχή, τα πάντα είναι ανεκτά κι αβέβαια, επισφαλή μες στον κοινωνικό μικρόκοσμο της εποχής. Ο κόσμος του Κητς είναι πιο προσωπικός, πιο ασφυκτικά δεμένος με τη βασανισμένη ζωή του, είναι κατά κύριο λόγο, περιορισμένος από τα τείχη της προσωπικής περιπέτειας του βίου του.
     Οι μεγάλες του συνθέσεις, Ενδυμίων & Υπερίων είναι σπουδαίες τοιχογραφίες μιας μοναχικής ψυχής που ξεδιπλώνει το κουβάρι της φαντασίας του βουτηγμένο στη χρυσόσκονη της ομορφιάς. Είναι μοναχικός τροβαδούρος της φύσης χωρίς ανταπόκριση στο κάλεσμά του. Ομοιάζει όσον αφορά στη διάθεσή του για ποιητική αποτύπωση, της κλασσικής αρχαίας ομορφιάς και, την αμέριστη αγάπη του για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τη κλασσική παιδεία κι απεικόνιση μέσω της ποιητικής και γλυπτικής τέχνης αρχαίου ιδεώδους περί ομορφιάς, με τις απόψεις των ρομαντικών κι ίσως ιδιαίτερα τις θέσεις του Ι. Βίνκελλμαν του άλλου τραγικού και λάτρη του αρχαίου πνεύματος, που δολοφονήθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, στη καθ’ ημάς ποιητική πατρίδα έρχεται στον νου το έργο του Δημήτρη Καπετανάκη. Οι περισσότεροι ρομαντικοί όχι μόνο στην Αγγλία αλλά και σ’ άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ήσαν Νεοπλατωνιστές, κολυμπούσαν μες στη μεγάλη και πλατιά θάλασσα της μυστικής ομορφιάς των Πλατωνικών ιδεών, λατρέψανε την Αρχαία Ελλάδα διαβάζοντας τους αρχαίους συγγραφείς ή βλέποντας στο Βρεττανικό Μουσείο τα σπαράγματα της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης. Το ίδιο κι ο Κητς, που παρότι του έλειπε το θάρρος του γονιμοποιού τυχοδιωκτισμού του Μπάιρον κι ο ριψοκίνδυνος αναρχισμός και φιλελεύθερος επαναστατισμός του Σέλλευ, λάτρεψε την Ελλάδα μέσα από τα διαβάσματά του -αν και δε γνώριζε αρχαία ελληνικά- τη Τέχνη της ενώ, οι αρχαίοι της μύθοι της πανθεϊστικής της θρησκείας γονιμοποισανέ τη σκέψη του κι αρδεύσανε τις ποιητικές του συνθέσεις.


         Xειρόγραφο της Ωδής Σε Μιαν Ελληνικήν Υδρία

     Ο μυθικός καμβάς της Lamia (310 στίχοι) που συναντάμε στο έργο του παραπέμπει στον αρχαίο Φιλόστρατο και στο παραγνωρισμένο βιβλίο του για τον αντίστοιχο Έλληνα Ιησού, τον Απολλώνιο Τυανέα. Η πασίγνωστη Ωδή Σε Μιαν Ελληνικήν Υδρία προέρχεται από τη προσεκτική παρακολούθηση αρχαίων μνημείων Τέχνης από επισκέψεις σε Μουσεία της εποχής του και που με μεγάλην ευκολία διαπιστώνουμε τη ποιητική απεικόνιση διαφόρων σκηνών του φυσικού τοπίου. Το ίδιο κι η Ωδή Στον Απόλλωνα, τα σονέττα του στον Όμηρο και Πρώτη Νατιά Στον Όμηρο Του Τσάπμαν, το Βλέποντας Τα Ελγίνεια καθώς κι άλλες ποιητικές του συνθέσεις που χωρίς δυσκολία αναγνωρίζουμε τα διαβάσματα και τις δεκάδες αναφορές του σε πρόσωπα οφειλή της νεανικής του φαντασίας αλλά και τον ανεξάντλητο εικονοποιητικό και μυθοπλαστικό πλούτο της αρχαίας μυθολογίας από όπου άντλησε το υλικό του κι οικοδόμησε το ατομικό του έργο και δημιούργησε τον ποιητικό του μύθο. Τα ευρετήρια που υπάρχουνε στις ξένες εκδόσεις των έργων συνοδεύονται με σελίδες από αναφορές σε αρχαία κείμενα κι ονόματα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και να φανταστεί κανείς ότι ο νεαρός φιλάσθενος ποιητής δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, ούτε είχε την ευκαιρία όπως άλλοι συνομήλικοί του να διδαχθεί αρχαία ελληνικά, το αθώο παιδικό του πείσμα, η αγάπη του για την ελληνική Τέχνη κι η ολοκληρωτική αφοσίωσή του στο χώρο της ποίησης τον έκαναν να μη ξεχωρίζει την αλήθεια από την ομορφιά έτσι όπως οι αρχαίοι πίστευαν κι ιδιαίτερα ο Πλάτων.
     Το φαινόμενο Keats μες στη παγκόσμια γραμματεία έχει κι άλλη πτυχή που θέλει διερεύνηση. Δεν είναι μόνον οι μακροσκελείς και μεγαλόπρεπες ποιητικές του συνθέσεις όπως του Ενδυμίωνα (4 βιβλία πάνω από 4000 στίχοι), το σχεδίασμα της τραγωδίας του (σε 5 πράξεις) Otho Τhe Great, ή τα αποσπάσματα από άλλες του τραγωδίες κι ακόμα οι ξαναδουλεμένες ποιητικές του συνθέσεις, το ποιητικό του έργο σχεδόν αμέσως μετά τον πρόωρο θάνατό του αναγνωρίστηκε και σίγουρα, θεωρήθηκε ισάξιο των άλλων ρομαντικών της εποχής παρά αγνοήθηκε κι αυτό φαίνεται από τις εκατοντάδες έρευνες και μελέτες που δημοσιευτήκανε στη πατρίδα του κυρίως για τον ίδιο και τις συνθέσεις του, συγκρίνοντάς τον είτε με τον Σαίξπηρ είτε με τον Μίλτον, είτε με τον Σπένσερ είτε με άλλους δημιουργούς της εποχής του αλλά και πριν απ’ αυτόν, το θέμα μάλλον που τίθεται στο ποιητικό του φαινόμενο, είναι ότι μάλλον ανακαλύπτουμε ένα ποιητή που πρόσφερε με πάθος τη σύντομη ζωή του στο θέμα που λέγεται Ποίηση διαισθανόμενος ότι θα κερδίσει επάξια το πάνθεο της αθανασίας ή σωστότερα κατανοώντας ότι δεν υπάρχει αιωνιότητα πέρα από τη Τέχνη, κι ότι μόνον αυτή οδηγεί το επίπονο κι ίσως μάταιο παιχνίδι της ζωής στην αιωνιότητα της ιστορικής φήμης, έστω και για σύντομο διάστημα, αλλά ο κόσμος, οι ιδέες, οι απόψεις, οι θέσεις, οι στοχασμοί που εκφράζει στα διάφορα γράμματά του -που δεν είναι και λίγα- κι οι απόψεις του σχετικά με το τί είναι ποίηση, ποιός ο ρόλος του ποιητή τί είναι ποιητική αθανασία πώς αυτή κερδίζεται ποιά η λειτουργία του ποιητικού έργου κι άλλα τεχνικά ίσως προβλήματα που τον απασχολήσανε στο χρονικό διάστημα των 3-4 ετών που ανέπτυξε τη ποιητική του δημιουργία κι οικοδόμησε την ωριμότητα στη ποιητική του σκέψη.
     Τα γράμματα που κατά καιρούς έγραψε, δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, για την ακρίβεια, το συνολικό corpus της επιστολικής του εργασίας. Υπάρχει ασφαλώς αναφορά και μετάφραση επιστολικών αποσπασμάτων και διασύνδεση με το έργο του στο μοναδικό και βιβλίο οδηγός της Μερόπης Οικονόμου Ο Τζων Κητς & Η Ελλάδα εκδ. Ι. Σιδέρης 1969, μια μελέτη που μας προσφέρει μια σφαιρική κατατοπιστική εικόνα για τον ίδιο τον ποιητή και το έργο του με μεταφράσεις αρκετών ποιημάτων του, ωδών και σονέττων του μ’ ερμηνευτικές προσεγγίσεις της μελετήτριας καθώς και δικές της μεταφράσεις. Το βιβλίο αυτό είναι απαραίτητο για τον αναγνώστη- λάτρη της ποίησης του Κητς κι είναι το μοναδικό στα ελληνικά. Επίσης, στο 6μηνιαίο περιοδικό Ποίηση τεύχος 4/Φθινόπωρο 1994 στις σελίδες 101-112, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου σε εισαγωγή και μετάφραση δική του μας παρουσιάζει 12 επιστολές του. Βάσει βιβλίου του Maurice Buxton Forman The Letters Οf John Keats Oxford press 1952 στη 4η έκδοση, τα γράμματα του ποιητή είναι πάνω από 240, εκτός απ’ αυτά που του έχουνε στείλει.


                             Πρόχειρο χειρόγραφο

     Στην επιστολική αυτή παρουσίαση του ποιητή από το Χατζηβασιλείου βλέπουμε τη ποιητική μεθοδολογία που ακολουθούσε, τα θεματικά μοτίβα που χρησιμοποιεί, τις αισθητικές του αρχές, τους δρόμους της ποιητικής του σκέψης καθώς κι άλλες απόψεις, θέσεις κι ιδέες, που δεν εκφράζουνε το ποιητικό σύμπαν ενός νέου ποιητή μόνον, αλλά κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπούνε και μια κυρίαρχη άποψη του αγγλικού ρομαντισμού. Στα γράμματα γενικά που έστειλε στην αγαπημένη (σε αυτόν τον ανεκπλήρωτο εφηβικό έρωτα), στα μέλη της οικογενείας, στους φίλους του, σε μιαν ηλικία που έσφυζε από τους αξόδευτους χυμούς της ζωής, ανακαλύπτει κανείς ένα Κητς που ναι μεν δε ξεφεύγει απ’ το γενικώτερο κάντρο των ιδεών του, αλλά μας παρουσιάζεται κάπως πιο κυνικός πιότερο απαισιόδοξος όσον αφορά στη ποιητική λειτουργία και χρησιμότητα, το ρόλο που παίζει η φαντασία στη ποιητική σύνθεση, τη τεχνική της μικρής και μεγάλης φόρμας που ακολούθησε, στις επιστολές φανερώνεται νωχελικότερος, πιότερο ρεμβαστικός, κάπως καταβεβλημένος και σχετικά απαισιόδοξος για το ποιητικό του οικοδόμημα αν και πίστευε ακράδαντα σ’ αυτό κι ενδόμυχα θεωρούσε -έστω κι αν το επίγραμμα στον τάφο του μας υποδηλώνει άλλα-, ότι θα κερδίσει τη φήμη που ονειρευότανε και φιλοδοξούσε να φτάσει.
     Αλλά πώς συστεγάζεται η ιδέα του περί ποιητή-χαμαιλέοντα με τον άκρατο ιδεαλισμό του; Πώς ο ελπιδοφόρος ενθουσιασμός της ποιητικής δημιουργίας μπορεί να συνοδοιπορήσει με μιαν απέχθεια προς το αναγνωστικό κοινό της ποιητικής του προσφοράς; Μπορούμε αλήθεια να γράψουμε μόνο για τον εαυτό μας χωρίς να μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων; Είναι και σε πιο βαθμό αυτοσκοπός για έναν ποιητή εντέλει ο ρόλος της ποίησης και πόσο μπορεί ν’ αγγίξει η προσωπική ευαισθησία την επιθυμία για ανακούφιση των άλλων; Τί είναι εν τέλει η ποίηση; Εύκολα το σκέφτεσαι, δύσκολα το γράφεις.
     Τα γράμματά μας φωτίζουνε το ψυχικό κόσμο ενός αθώου και φιλάσθενου νέου, που ενώ στέκει μαγεμένος καθώς αντιλαμβάνεται κι αγωνίζεται να ερμηνεύσει τη φύση γύρω του, ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο δν θα προλάβει να ζήσει όλ’ αυτά που ονειρεύεται, τον οδηγεί ο πλούσιος αισθησιασμός του κι η καλπάζουσα δύναμη της φαντασίας του αλλά και το πόσον απαραίτητη του είναι η επιλογική του ενδοστρέφεια για να κερδίσει κι απολαύσει τον σύντομο χρόνο της ζωής που του δόθηκε από τη Μοίρα.
     Νιώθει το τέλος να πλησιάζει και καταφεύγει τόσο στα βιβλία όσο και στην επαφή του με τη φύση που θα στερηθεί σύντομα. Αγωνίζεται να ολοκληρώσει μια θεωρία που θα τονε κάνει όχι μόνο γνωστό αλλά ισάξιο των άλλων μεγάλων ποιητών. Το νεαρό της ηλικίας του σίγουρα τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι Αλήθεια ίσον Ομορφιά και το αντίστροφο. Ο Κητς δεν πρόλαβε να γεράσει, το σώμα του δεν τονε βοήθησε ν’ αγωνιστεί για μεγάλα πολιτικά ή κοινωνικά ιδανικά, η ποίησή του δεν έχει ίχνος πολιτικής αναφοράς έτσι όπως τη συναντάμε στο έργο του Μπάιρον π.χ. και δε γνωρίζουμε αν θα ‘γραφε κι αυτός αν ζούσε ή δημιουργούσε οικογένεια όπως ο Ντοστογιέφσκη πως η Ομορφιά θα σώσει τον Κόσμο, σ’ εποχές που τα κράτη αγωνίζονταν για την εθνική τους ανεξαρτησία την ανεύρεση της αυτοσυνειδησία τους και γνωρίζοντας ιστορικά ό,τι ακολούθησε η αγγλική αποικιοκρατία, η μαρξιστική επανάσταση κι οι άλλες ιστορικές κόσμο-αλλαγές τόσο στον Ευρωπαϊκό όσο και στο διεθνή χώρο. Το κίνημα του ρομαντισμού που πηγάζει τόσον από τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ όσο κι άλλων διαφωτιστών, ήταν μια περιπέτεια της σκέψης όσο διάστημα το φυσικό περιβάλλον ήταν αλώβητο από την ασυλλόγιστη επέμβαση του ανθρώπου και το άτομο είχε συναίσθηση της κοινωνικότητάς του.


       Επιστολή στην αγαπημένη του Φάννυ Μπράουν

     Η βιομηχανική επανάσταση που ακολούθησε άλλαξε και τις συνθήκες διαβίωσης και τον τρόπο που βλέπουμε το φυσικό περιβάλλον. Η εξιδανικευτική ματιά επίσης που οι ρομαντικοί βλέπανε την αρχαία Ελλάδα κι ο μεγάλος τους φιλελληνισμός σίγουρα βοηθήσανε το πρόβλημα της Ελληνικής ανεξαρτησίας κι Επανάστασης, όμως η πραγματικότητα ήτανε διαφορετική τόσο στον αρχαίο κόσμο όσο και στην εποχή τους. Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και τα σημαντικά προβλήματα που επισώρευσαν, δεν απασχόλησε το έργο τους, οι φιλοσοφικές αλλαγές κι ιδέες πιότερο μιλήσανε στους Γερμανούς ρομαντικούς παρά στους Άγγλους. Το ίδιο διαπιστώνουμε και στο χώρο της μουσικής ή και σ’ άλλες μορφές τέχνης. Οι ιστορικές συνιστώσες κάθε χώρας είναι διαφορετικές, το ίδιο συμβαίνει και με τα διάφορα κινήματά της.
    Ο Τζων Κητς όπως δεκάδες μελέτες για το έργο του αποδεικνύουνε δεν αγωνίστηκε μάταια, η ποιητική του φωνή ακούγεται ακόμα και σήμερα με νοσταλγία και μια κρυφή αίσθηση χαμένης γαλήνης, που προέρχεται απ’ τα χείλη ενός νέου που δεν πρόλαβε ν’ ανδρωθεί, ν’ απολαύσει τη φθορά του χρόνου και να την αποτυπώσει σαν ιστορική εξέλιξη της ατομικής μας αθανασίας. Τ’ όνομά του όμως μαζί με του Μπάιρον και του Σέλλευ βρίσκεται ανάμεσα στην αγία τριάδα του αγγλικού ρομαντισμού.

   “Ο Κητς είναι ο ποιητής του αποκλεισμού ποθεί την είσοδο σ’ έναν άλλο, φανταστικό κόσμο. Στο Ύπνος & Ποίηση επικαλείται τη στιγμή που θα μπορούσε και ο ίδιος να γίνει ‘λαμπρός πολίτης’ του Παραδείσου της Ποίησης…”  Χάρης Βλαβιανός

   “Ο Κητς θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί τρομερό παιδί των αγγλικών γραμμάτων, αν δεν βασανιζόταν από τη φθίση που τον οδήγησε στο θάνατο στην ηλικία των 26 μόνον ετών. Ο συγγραφικός του βίος δε ξεπερνά τα 10 χρόνια, που μολαταύτα ήταν αρκετά για να παραχθεί έργο που θα σημάδευε τα παγκόσμια γράμματα...”  Αναστάσιος Βιστωνίτης

   “Είναι αληθές ότι ο ποιητής ούτος, ο Άγγλος Κητς, ήτο άξιος εκμεταλλευτής του Φιλοστράτου, εκ των ωραίων λόγων του οποίου συνέθεσεν ευγενέστατον ποίημα…”  Κωνσταντίνος Καβάφης

   “Είναι μια λατρευτική εξαίρεση ο Κητς, ο ποιητής που νεότατος πέθανε συντριμμένος από τη βαρβαρότητα που του δείξανε οι Άγγλοι κριτικοί. Ο Κητς είναι ο ερημικός εραστής της άδολης ομορφιάς δανεισμένης, πλούσια από την αρχαία Ελλάδα, χωρίς καμιά κοινωνική φιλοδοξία, χωρίς κανένα φιλοσοφικό σκοπό“.  Κωστής Παλαμάς

   “Αν στ’ αλήθεια υπάρχει ένας αέρας ποιητικός, αυτός μόνο μέσα απ’ τις ρωγμές της σπασμένης συμβατικότητας πνέει και ξεχύνει της ζωοδότρες του ριπές.. Από τη Σαπφώ, ίσαμε τον Σολωμό, τον Κητς…”  Οδυσσέας Ελύτης

   “Η ποίηση τραγουδά στην Αγγλία με τη τριάδα Κόλεριτζ, Σέλλευ, Κητς“.  Ζήσιμος Λορεντζάτος

   “Το έργο του έχει ταυτιστεί με τη μυστηριακή έλξη του ανεξήγητου Κάλλους, που συνδέει την ομορφιά του λυρισμού του με την ανεξιχνίαστη ακτινοβολία ενός μυστηρίου“.  Μήτσος Λυγίζος

Ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε ένα ποίημα για τον πρόωρα χαμένο ποιητή:

       Γιάννης Κητς

(κλώνος του Απόλλωνα το χέρι
πλατάνου κλώνος λείος και τροφαντός,
απλωμένος πάνω σας, να φέρει
την αμβροσία γαλήνη του παντός…)

“Στης Πύλου τον πλατύ γιαλό, το φωτεινό, στοχαζόμουν
να φτάνεις συντροφιά μου,
με το καράβι το αψηλό του Μέντορα αραγμένο αργά
στην αγκαλιά της άμμου
δεμένοι με των εφήβων, που πέτονται με τους θεούς,
φτερουγιαστή φιλία
προς τα θρονιά να βαίνομε τα πέτρινα, όπυ ο καιρός
κι ο λαός εκάμαν λεία,
τον άντρα ν’ αντικρίσουμε που και στην Τρίτη γενεάν
ατάραχα εκυβέρνα,
και για ταξίδια ο λόγος του και γι άγιες γνώμες μέστωνε
στα φρένα όσον εγέρνα…

Στις τρέτικης προς τους θεούς δαμάλας να βρεθούμε, αυγή,
και τη θυσία παρέκει,
ν’ ακούσουμε τη μια κραυγή που σύρανε οι τρεις κόρες του
σα βούισε το πελέκι,
την αργογύριστη ματιά τη μαυροτσίνορη, άξαφνα
στα σκότη πνίγοντάς τη,
με των κεράτων άνεργο το μισοφέγγαρο το αχνό,
περίχρυσο επλάστη…

Τ’ απάρθενό σου το λουτρό σαν αδερφή τον αδερφό
η αγάπη μου λογιάστη,
σύντας γυμνό θα σ’ έλουζε και μ’ όμορφο θα σ’ έντυνε
χιτώνα η Πολυκάστη.

Να σε ξυπνώ, στοχαζόμουν, με το ποδάρι σπρώχνοντας,
σύντας αυγή χαράζει,
την ώρα να μη χάνομε, ζεμένον αφού προσδοκάει
το φωτεινό αμάξι,
κι ολημερίς με τη σιωπήν ή με το λόγο τον απλόν,
οπού έρχεται και πάει,
να κυβερνάμε τα’ άλογα οπού όλο σειούνε το ζυγό
στο ‘να και στ’ άλλο πλάι…

Μα πιότερο στοχαζόμουν, σύντας τα μάτια σου τα δυο,
που τα ‘χες σαν αλάφι,
στου Μενελάου τα δώματα θ’ αποξεχνιόταν στο χαλκό
και στο λαμπρό χρυσάφι
και θα τηράγαν άσειστα, βυθίζοντάς τα σε βυθόν
αγύριστο στη μνήμη,
τα κεχριμπαρένια τα βαριά, το φλώρο ή τ’ άσπρο φίλντισι,
το ιστορισμένο ασήμι…

Στοχαζόμουν σα, σκύβοντας στ’ αυτί, θα σου ‘λεγα μ’ αργή
φωνή χαμηλωμένη:

«Κράτει τα μάτια σου, ω καλέ, γιατί σε λίγο θα φανεί
στα μάτια μας η Ελένη,
αγνάντια μας θε να φανεί του Κύκνου η κόρη η μοναχή,
σε λίγο, εδώ μπροστά μας,
και τότε πια βυθίζομε στον ποταμό της Λησμονιάς
τα βλέφαρά μας».

Έτσι μου ανάφαινες λαμπρός, όμως ποιοι μ’ έφεραν σ’ εσέ
χορταριασμένοι δρόμοι!
Τα πύρινα εκατόφυλλα που ‘στρωσα στον τάφο σου,
κι ανθεί για σένα η Ρώμη,
μου δείχτουνε τα ολόχρυσα τραγούδια σου, σαν τα κορμιά
που αδρά κι αρματωμένα
σε τάφο αρχαίο πρωτάνοιχτο κοιτάς τα ακέρια, κι ως κοιτάς
βουλιάζουνε χαμένα…

Κι όλο τον άξιο θησαυρό το Μυκηναίο, που λόγιαζα
ν’ απίθωνα μπροστά σου,
τα κύπελλα και τα σπαθιά και τα πλατιά διαδήματα,
και στη νεκρή ομορφιά σου
μια προσωπίδα σαν αυτή που σκέπασε των Αχαιών
το βασιλιά αποκάτου,
ολόχρυση κι ολότεχνη, πελεκητή με το σφυρί
στο αχνάρι του θανάτου!”

=================

ΡΗΤΑ:

 * Αν η ποίηση δεν έρθει με φυσικό τρόπο, όπως τα φύλλα σ’ ένα δέντρο, τότε καλλίτερα να μην έρθει καθόλου.

* Η ποίηση πρέπει να ‘ναι σπουδαία και διακριτική, κάτι που θα μπαίνει στη ψυχή του καθενός και δεν θα τη ξαφνιάζει μ’ αυτό το ίδιο, αλλά με το θέμα του.

Το αξίωμα στη φιλοσοφία δεν είναι αξίωμα, μέχρι ν’ αποδειχθεί σωστό πάνω στο κορμί μας: διαβάζουμε εκπληκτικά πράγματα, μα δεν τα κατανοούμε, μέχρι να ζήσουμε τις ίδιες εμπειρίες με το συγγραφέα.
__________

ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

          Ωδή Σ’ Ένα Αηδόνι

Η καρδιά μου πονεί. Βαριά χαλαρώνει
τις αισθήσεις μου νάρκη, λες φαρμάκι έχω πιει,
λες κι άδειασα ολόγεμο κύπελλο αφιόνι,
λίγο πριν, και βυθίστηκα μέσα στη λήθη.
Δε φθονώ την ωραία που σου ‘λαχε τύχη,
μονάχα πονώ από χαρά στη χαρά σου,
των δεντρών λαφροφτέρουγη Δρυάδα εσύ,
που σε μυριοπλεγμένες ηχηρές φυλλωσιές
απ’ οξιές κι αρίθμητους ίσκιους, τον ύμνο
του καλοκαιριού με γιομάτη φωνή τραγουδείς.

Ω! και ποιος μια γουλιά απ’ το κρασί θα μου δώσει
που στη γης το κρατούνε καιρούς να παγώσει,
να μυρίζει λουλούδια και πράσινο αγρό
και του ήλιου μεθύσι και τραγούδια, χορό
ένα πλέριο ποτήρι από χώρα θερμή
γιομισμένο απ’ τη γνήσια πορφυρήν Ιπποκρήνη,
στ’ αλικόβαφα χείλια του να σπιθίζει
όλο φούσκες ο αφρός, να μπορέσω να πιω!
Κι αφήνοντας πίσω τον κόσμο, μαζί σου,
στα σκοτάδια του δάσου μακρυά να χαθώ!

Να χαθώ να ξεχάσω στ’ αγέρι, ν’ απλωθώ,
το που συ μες στα δάση δεν έχεις γνωρίσει,
τον κάματο, την πλήξη και τον πυρετό, εδώ
που το βόγγο ο ένας ακούει του άλλου,
το τρεμάμενο αδύναμο των γέρων κεφάλι,
και τη νιότη που ωχρή σιγοσβεί και πεθαίνει,
που κι η σκέψη ακόμα από θλίψη γιομίζει
και στα βλέφαρα πάνω μολύβι βαραίνει,
που η λάμψη ωραίων ματιών μια μέρα κρατά,
μα κι η φλόγα που ανάβουν δε ζει πιο πολύ.

Μακρυά! Μακρυά! Θα πετάξω κοντά σου!
Μα του Βάκχου οι πάνθηρες δε θα με σύρουν,
θα με φέρουν της ποίησης τ’ άυλα φτερά σου,
κι ας μ’ αντίσκοβε ο νους μου βαρύς μέχρι τώρα.
Να ’μαι κιόλας μαζί σου! Είν’ η νύχτα γλυκειά
κι ίσως άνασσα να ‘ναι στο θρόνο η σελήνη
και γύρω της μάγος, απ’ αστέρια εσμός!
Μα εδώ πέρα μονάχα δε φωτάει άλλο φως,
όσ’ η αύρα απ’ τα ουράνια στο φύλλωμα χύνει
και στα χορταριασμένα μονοπάτια τα στριφτά.

Τι λουλούδια στα πόδια μου ανθίζουν δεν ξέρω,
μήτε ποιό γλυκό μύρο πλανιέται στους κλώνους,
μα στο ισκιόφωτο το μυρωμένο μαντεύω
την ξέχωρη τούτου του μήνα ευωδιά,
όπου παίρνουν τα θάμνα, τ’ ασπράγκαθα, η χλόη,
οι καρποί στ’ άγρια δέντρα, το ρόδο του αγρού,
ο μενεξές που σβηέται γοργά μες στα φύλλα,
και το πρώτο παιδί του Μαγιού, της μοσκιάς
το μπουμπούκι λουσμένο σ’ απόσταγμα δρόσου,
που οι μύγες τα βράδια του θέρους με βουή τριγυρνούν.

Στο σκοτάδι αφουγκράζομαι. Κι αν τόσες φορές
για τον ήσυχο θάνατο αγάπη είχα νοιώσει
και με λόγια γλυκά σε στίχους καλούσα
την πνοή μου απαλά στον αιθέρα να πάρει,
μα τώρα, σαν πλούσια ηδονή μού φαντάζει,
δίχως πόνο, τα μεσάνυχτα αυτά να πεθάνω,
ενώ σ’ έκσταση γύρω σκορπάς την ψυχή σου!
Θε να ψάλλεις, μ’ ανώφελα θα ’ν’ για τ’ αυτιά μου.
Η θεϊκή σου νεκρική ψαλμωδιά
θ’ αντηχεί σε σωρόν από χώμα.

Συ δεν πλάστης για θάνατο, αιώνιο πουλί.
Αχόρταγοι ανθρώποι δε σε πάτησαν χάμω,
η φωνή π’ ακούω τώρα, σε χρόνια παλιά
κι απ’ τον άρχοντα ακούστηκε κι από το δούλο.
Ίσως να ’ταν ο ίδιος ετούτος σκοπός,
όπου εχύθη στης Ρουθ τη θλιμμένη καρδιά,
καθώς την πατρίδα γλυκά νοσταλγώντας,
δακρυσμένη στεκόταν στα στάχυα τα ξένα.
Αυτό να ’χε γητέψει παραθύρια π’ ανοίγαν
σ’ αφρισμένα πελάγη σε μια ξωτικήν ερημιά.

Ερημιά! σαν καμπάνα η λέξη με κράζει
να χωρίσω από σέ και μόνος να μείνω!
Χαίρε! Να πλανέσει η φαντασία δεν είν’ άξια
όσον έχει τη φήμη. Χαίρε πνεύμα απατηλό!
Το γλυκό σου τ’ αντίφωνο, σαν παράπονο,
σβηεί και πάει, το γειτονικό λιβάδι περνά,
το ήσυχο ρυάκι, του λόφου την πλαγιά
και στο ξέφωτο θάβεται της άλλης κοιλάδας.
Ήταν όραμα; Όνειρο που έπλεξε ο νους;
Πάει πια η μουσική! Ξύπνιος είμαι ή κοιμάμαι;

   Μτφρ.: Ελπίδα Δ. Γκίνη

      Ωδή Σε Μιαν Ελληνική Υδρία

Ω! νύφη, ακόμα απάρθενη, της ησυχιάς της ιερής!
Συ ψυχοπαίδι της σιωπής, του χρόνου π’ αργοσβηεί,
ειδυλλιακέ ανιστορητή, που μύθο ολάνθιστο μπορείς
να λες γλυκύτερα κι απ’ ό,τι ο στίχος θέλει ειπεί:
τι θρύλος φυλλοστόλιστος στην πλάση σου στοιχειώνει
θεών ή Θνητών ή και των δυο,
στα Τέμπη ή σε κοιλάδα Αρκαδική;
Τι άνθρωποι ετούτοι ή ποιοι Θεοί;
Τι κόρες, π’ άντρας δε ζυγώνει,
τι άγριο κυνήγι; ποιος αγώνας για φευγιό;
Και τι σουραύλια, κύμβαλα; ποιαν έκσταση μανιακή;

Γλυκές οι μελωδιές π’ ακούγονται, μα πιο γλυκά
πνέουν οι ανάκουστες, γι’ αυτό, αυλοί απαλοί, λαλείτε,
μα όχι στης αίσθησης το αυτί, με άυλη χάρη, πιο ακριβά,
στο πνέμα τα τραγούδια σας αυλείτε:
ωραία νιότη, κάτω απ’ τις σκιές, ποτέ δε θέλει λείψει
από τα χείλη σου ο σκοπός κι ουδέ τα φύλλα απ’ τα δεντρά·
απόκοτε αγαπητικέ, ποτέ φιλί δε θα χαρείς,
αν και σιμά στον πόθο σου –μα μη σε πάρει η θλίψη,
δεν μπόρειε αυτή να μαραθεί, θεράπειο αν δεν δεις στερνά,
αιώνια συ θε ν’ αγαπάς κι εκείνη ωραία θα θωρείς.

Αχ! σεις πανεύτυχα κλωνιά! τα φύλλα σας ποτέ
δε θε να ρέψουν κι άνοιξη για πάντα θα στολίζει·
κι ακούραστε συ, μακάριε μελωδέ,
αιώνια το παιχνίδι σου νέα τραγούδια θα τονίζει·
πιο ευτυχισμένη αγάπη! αγάπη τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμή και π’ όλο μέλλεται να σε χαρούν,
με αιώνια λαχτάρα, νεότητα παντοτινή,
κι απ’ ό,τι πνέει τ’ ανθρώπινα τα πάθη γλυτωμένη,
που κόρο στη καρδιά και θλίψη της κληρονομούν,
στο μέτωπο ένα πυρετό, πίκρα στη γλώσσα τη στεγνή.

Ποιοί να ‘ναι τούτοι π’ έρχονται, ιερή μια συνοδεία;
Και το δαμάλι που μουγγάνει στα ουράνια,
μύστη ιερέα, σε ποιό βωμό οδηγάς για τη θυσία,
τα μεταξένια του πλευρά με λουλουδιών στεΦάννυα;
Σαν τί χωριό σε ακροθαλάσσι ή σε ρυάκι,
ή σε πλαγιά βουνού, μ’ ακρόπολη όλο ειρήνη,
απ’ το λαό του ν’ άδειασε την άγια τούτη πρωινή;
Κι ω! συ χωριό, το κάθε σου δρομάκι,
θα ‘ναι για πάντα σιωπηλό· κι ούτε θα γείρει μια ψυχή
ποτέ να πει, γιατί έχεις έρμο μείνει.

Ω! αττικό παράστημα! φόρμα ωριοπλασμένη
με αγαλματένια αντρών γενιά, κόρες μ’ ακράτη νιότη,
με δάσου κλώνια και τη χλόη πατημένη·
πλάσμα σωπαίνον! σαν την αιωνιότη
λυτρώνεις απ’ τη σκέψη, ω! παστοράλι συ νεκρό!
Κι έρμη, με τα γεράματα, τούτ’ η ελικιά σα θα ’ναι,
θα μνήσκεις τότε ακόμα συ μες στης ζωής τον πόνο,
φίλος του ανθρώπου, να του λες αιώνιο καιρό:
“Η ομορφιά ’ναι αλήθεια, η αλήθεια ’ναι ομορφιά”, το μόνο
που ξέρουμε στη γη κι όλοι να μάθουνε χρωστάνε.

         Μτφρ.: Γιάννης Κλ. Ζερβός

Όποιος Στη Πόλη Κλείστηκε Καιρό (1816)

Όποιος στη πόλη κλείστηκε καιρό πολύ,
γλυκαίνεται όταν αντικρίζει την πανώρια
κι ολάνοιχτη όψη τ’ ουρανού, όταν ψιθυρίζει
μια δέηση κάτω απ’ το θόλο το βαθύ.
Πόσο ευτυχής, σαν με χορτάτη την ψυχή,
και κουρασμένος, σε λημέρι δροσερό φωλιάζει,
μέσα σε χλόη πυκνή κι εκεί διαβάζει
έρωτα και θανάτου ιστορία αβρή.
Κι όταν γυρνάει στο σπίτι του το δειλινό,
με αυτί που αρπάζει του αηδονιού τις τρίλιες, τη ματιά
στο συννεφάκι που αρμενίζει αστραφτερό,
θρηνεί που η μέρα κύλησε τόσο γοργά.
Όπως κυλά το δάκρυ ενός αγγέλου,
στο διάφανο ουρανό γλιστρώντας σιωπηλά.

       Έφυγε Η Μέρα (1819)

Έφυγε η μέρα, και μαζί όλα τα καλά.
Χείλη, γλυκιά αγκαλιά, χέρι απαλό, φωνή,
ανάσες, ψιθυρίσματα, μισόλογα γλυκά,
μάτια που αστράφτουν, αφημένη μέση, θείο κορμί.
Μαράθη τ’ άνθος κι όλες οι μπουμπουκιασμένες χάρες του,
μαράθηκε στα μάτια μου της ομορφιάς η όψη,
μαράθηκε η μορφή της μες στα χέρια μου,
μαράθηκαν φωνή, θέρμη, παράδεισος, λευκότης,
σβηστήκαν άκαιρα στο πέσιμο του δειλινού,
την ώρα που νυχτερινή γιορτή των ίσκιων ξεκινά
ο μυρωμένος έρωτας κι υφαίνει το πυκνό
της σκοτεινιάς το φάδι, να σκεπάσει τη χαρά.
Μα στης αγάπης τη Γραφή μια κι έχω σήμερα εντρυφήσει,
βλέποντάς με έτσι να νηστεύω, θα ’ρθει να με ναρουρίσει.

       Μτφρ.: Ασπασία Λαμπρινίδου

      Όταν Φοβάμαι (1818)

Όταν φοβάμαι πιο πολύ πως θα πεθάνω,
και θα ’ναι ασύναχτο στο νου το γέννημά μου,
τόμους δεν θα ’χω στοιβαγμένους ως επάνω,
σιταποθήκες με την ώριμη σοδειά μου·

όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θα ’ρθει μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω·

κι όταν αισθάνομαι πως πια δεν θα σε βλέπω,
ωραίο πλάσμα της στιγμής, σαν παραμύθι
τον έρωτά σου απερίσκεπτα να δρέπω·

τότε, στου κόσμου τη μεγάλη παραλία,
σκέφτομαι μόνος, ώσπου χάνονται στα βύθη
και της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία.

     Μτφρ.: Διονύσης Καψάλης

          Στον Ύπνο (1819)

Βάλσαμο του μεσονυκτίου εσύ απαλό,
το στοργικό το δάχτυλό σου κλείνει
μάτια που βρίσκουν πια το φως πικρό,
τον ίσκιο θεϊκής λήθης τους δίνει.

Ω Ύπνε αβρέ! Αν είναι θέλημά σου
κλείσε τα μάτια μου μες στη δική σου ωδή,
ή το αμήν περίμενε, πριν το νανούρισμά σου
μού ρίξει παπαρούνα ευσπλαχνική.

Πάνω στο μαξιλάρι μου η μέρα αυτή θα μείνει
τρέφοντας θρήνους, αν δεν έρθει η βοήθειά σου.
Σώσε με απ’ τη συνείδηση που σκοτεινή εξουσία
έχει πάντα να σκάβει σαν ποντίκι.

Στρέψε όπως ξέρεις το κλειδί στην κλειδαριά τη λεία
και της ψυχής μου σφράγισε τη θήκη.

      Μτφρ.: Λένια Ζαφειροπούλου

                     Η Φήμη

Η Φήμη πεισματάρικη, σεμνή θα μένει κόρη
γι’ αυτούς που τήνε τριγυρνάν με δουλικό το γόνα.
Κι όμως, να, παραδίνεται σ’ ένα άμυαλον αγόρι.
Πιο τρέλαν έχει μια καρδιά που δεν γνωρίζει αγώνα.
Είναι τσιγγάνα. Δε μιλά σ’ όσους δεν έχουν μάθει
μακριά απ’ αυτήν να ’ναι ήσυχοι. Ναζιάρα, δεν αρέσει
σιμά στ’ αυτί της ψίθυρο, θαρρεί κάτι θα πάθει
και σαν μιλάν άλλοι γι’ αυτήν σε σκάνδαλο θα πέσει.
Είναι τσιγγάνα αληθινή, στο Νείλο γεννημένη,
ζηλιάρα σαν την Πετεφρή. Αυτής την καταφρόνια
μ’ άλλη τόση πληρώσετε, ερωτοχτυπημένοι
σεις τροβαδούροι. Αγέραστοι σεις καλλιτέχνες αιώνια
τρελοί μην είστε. Για το ‘έχε γεια’ κομψά απλώστε χέρι
κι αν της αρέσει πίσω σας το βήμα της θα φέρει.

               Για Τη Θάλασσα

Αιώνιο κρατά μουρμουρητό σ’ ακρογιαλιές πανέρμες
και σε σφοδρήν αναρροή χιλιάδες και χιλιάδες
σπηλιές μπουκώνει, μέχρι που τα μάγια της Εκάτης
τις παρατάν με τους παλιούς αχούς ίσκιο γεμάτους.
Συχνά έχει τέτοια διάθεση και τέτοιαν ημεράδα,
ώστε και το μικρότερο κοχλίδι δεν σαλεύει
μέρες και μέρες από κει που κάποτε έχει πέσει,
όταν είχαν ξαμοληθή των ουρανών οι ανέμοι.
Ω σεις, που μια τραχιά βουή την ακοή ζαλίζει
ή και παραχορτάσατε από πλήθος μελωδίες,
καθίστε σε καμιάς σπηλιάς το στόμα και ρεμβάστε
ως πού χορός να σας ξαφνιάσει, τάχα, Ωκεανίδων.

Πού είναι ο Ποιητής; Φανερώστε τον!

Πού είναι ο Ποιητής; Φανερώστε τον!
Φανερώστε τον, εννέα Μούσες, για να τον γνωρίσω!
Είναι ο άνθρωπος που με τον άνθρωπο
είναι ίσος, είναι αυτός βασιλιάς,
ή φτωχότερος απ’ τη φάρα των ζητιάνων,
ή κάτι άλλο θαυμαστό
Ένας άνθρωπος ίσως να’ ναι
ανάμεσα σε πίθηκο και Πλάτωνα
Αυτός είναι ο άνθρωπος που με το πουλί,
το σπουργίτι ή τον αετό,
βρίσκει το δρόμο του σε όλα του τα ένστικτα.
Αυτός έχει ακούσει του λιονταριού το βρυχηθμό,
και μπορεί να πει τι εκφράζει ο σκληρός λαιμός του,
Και σε αυτόν έρχεται της τίγρης
η κραυγή ευφραδής και πατά
στ’ αυτί του σα γλώσσα μητρική…

       Μτφρ.:   Β. Ελεγάς

        Meg Merrilies

Η γριούλα Μεγκ ήταν τσιγγάνα,
ζούσε στους βάλτους ζωή φτωχή,
είχε για στρώμα της δεμάτια ρείκια,
και για καλύβι της όλη τη γη.

Ξυνά βατόμουρα, μήλα της ήταν
το σπαρτοκάρπι, μαύρη σταφίδα
του άγριου ρόδου η δροσιά, κρασί της
και κάθε μνήμα, βιβλίου σελίδα.

Πεύκα ολομύριστα, γκρεμοί και λόφοι
ήταν αδέλφια της, η φαμελιά της·
μ’ αυτά μιλούσεν όλη τη μέρα
και τ’ αγαπούσε με την καρδιά της.

Μέρες πολλές νηστικές περνούσε
κι όταν το βραδινό της δεν είχε πάρει,
τα μάτια στήλωνε στον ουρανό,
για να χορτάσει με το φεγγάρι.

Μα σα λιοφώτιζεν, η Μεγκ στεΦάννυ
απ’ αγιοκλήματα πάντα φορούσε
δροσολουσμένα, και κάθε βράδυ
τις βέργες έπλεκε και τραγουδούσε.

Ψαθιά από βούρλα φτιάχναν με τέχνη
γέρικα δάχτυλα που είχαν ροζιάσει·
ψαθιά από βούρλα που τα πουλούσε
στα καλυβόσπιτα μέσα στα δάση.

Σα μια βασίλισσα ήταν γενναία,
σαν αμαζόνα ήταν ψηλή,
κόκκινη κάπα χοντρή φορούσε
και στο κεφάλι χοντρό ψαθί.
Γέρικα κόκκαλα πάνε πια χρόνια
που στην αγκάλη της έκλεισε η γη.

Μτφρ.: Μερόπη Οικονόμου

     Η Όμορφη Άσπλαχνη Κυρά

Τι να ‘χεις τάχα, αρματωμένε ιππότη,
κι έρμος πλανιέσαι έτσι χλωμός;
Τα βούρλα πια ξεράθηκαν στη λίμνη
και τα πουλιά δεν κελαηδούν.

Τι να ’χεις τάχα, αρματωμένε ιππότη,
κι είσαι έτσι λυπημένος, σκυθρωπός;
Του σκίουρου ο κρυψώνας γέμισε σιτάρι
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.

Βλέπω ένα κρίνο πα’ στο μέτωπό σου
υγρό από την αγωνία και τον πυρετό,
στα μάγουλά σου ξέθωρο ένα ρόδο
που πέφτουνε τα φύλλα του νεκρά.

– Αντάμωσα μια νέα στα λιβάδια
πεντάμορφη, μιας μάγισσας παιδί,
με πλούσια κόμη, ανάλαφρο το πόδι
και με μάτια παράφορα πολύ.

Της έπλεξα στεΦάννυ για το μέτωπό της,
βραχιόλια και μια ζώνη ευωδερή·
με κοίταζε ολοένα σα να μ’ αγαπούσε,
αναστενάζοντας γλυκά.

Την κάθισα καβάλα στ’ άλογό μου
και τίποτε άλλο δεν είδα ολημερίς,
’τί σκύβοντας στο πλάι μου τραγουδούσε
ένα τραγούδι μαγικό.

Ρίζες γλυκές και νόστιμες μού βρήκε,
άγριο μέλι και μάννα δροσερό·
σίγουρα, ναι, σ’ αλλόκοτη μια γλώσσα,
μου ’λεγε: ‘‘Αλήθεια, σ’ αγαπώ!’’

Στη στοιχειωμένη μ’ έσυρε σπηλιά της
και στέναζε λυπητερά·
εκεί της σφάλισα τα εκστατικά της μάτια
με τέσσερα φιλιά.

Και μ’ αποκοίμισε με το νανούρισμά της
κι ένα όνειρο είδα – αλλοί σ’ εμέ!
τ’ όνειρο το στερνό που είδα ποτές μου
στου κρύου του λόφου την πλαγιά.

Πρίγκιπες, μαχητές και βασιλιάδες
είδα χλωμούς, σαν να ’τανε νεκροί,
που φώναζαν, ‘‘Αχ, σ’ έχει σκλαβωμένο
la Belle Dame sans merci’’.

Είδα τα λιμασμένα χείλη στο σκοτάδι,
να μου το λένε χάσκοντας φριχτά·
και ξύπνησα και βρέθηκα εδώ κάτω,
στου κρύου λόφου την πλαγιά.

Και να γιατί πάντα εδώ πέρα μένω
κι όλο γυρνώ μονάχος και χλωμός,
αν και τα βούρλα ξεραθήκανε στη λίμνη
και τα πουλιά δεν κελαηδούν.

Μτφρ.: Δημήτρης Σταύρου

         Στην Ακρίδα & Το Γρύλλο

Η ποίησις που βγάζ’ η γη μηδέποτε πεθαίνει:
Όταν μαραίνει τα πουλιά του λάβρου ηλιου η πύρα
κι αράζουν στις δεντροδροσιές, φωνή γροικιέται γύρα
σε λειβαδιού θαμνόφραχτου χλόη φρεσκοκομμένη.

Ειν’ της Ἀκρίδος η φωνή -κείνη παίρνει κεφάλι
στου θέρους τη γλυκειά βολή– και τελειωμό δεν έχει
με τις χαρές, για ως κουραστεί απ’ το τρελλό της κέφι
κάτω απ’ αγριόχορτο τερπνόν ανέτως αναθάλλει.

Ἡ ποίησις που βγάζ’ η γη αναπαημό δεν κάνει:
Στο έρμο χειμέριο σύθαμπο, που ο παγετός αργάζει
σιωπήν, απ’ τη θερμάστρα να! με ήχους λιγυρούς

του Γρύλλου το τραγούδισμα, στη ζέστα πάντ’ αυξάνει,
κι ειἰς έναν που αποκάρωσε μισάγρυπνος, φαντάζει
σαν της Ἀκρίδος όπου αχεί σε λόφους χλοερούς.

   Μτφρ.: Ευστράτιος Σαρρής

    Βλέποντας Τα Ελγίνεια

Το πνεύμα μου είν’ αδύναμο, βαραίνει
πάνω μου η θνησιμότητα σαν ύπνος.
Κάθε μου ανέβασμα ή κατέβασμα είναι ίχνος
μιας δυσκολίας θεϊκιάς που με πεθαίνει,

ωσάν αετός, π’ άρρωστος κοιτάει τον ουρανό.
Κι όμως, αχνή πολυτέλεια είναι να θρηνήσω
που δεν πρέπει θολούς ανέμους να κρατήσω
φρέσκους για ν’ άνοιγε το μάτι το πρωϊνό.

Όπως οι δόξες οι θαμπόσκεφτες του νου
φέρνουνε μέσα στην καρδιά στιγμές θηρίου,
έτσι τα θαύματα ετούτα με πονούν

που σμίγουν την ελληνική λάμψη με του αγρίου
ξοδέματος του Χρόνου -μ’ ένα κύμα ωκεανού
έναν ήλιο- έναν ίσκιο μεγαλείου.

  Μτφρ.: Θανάσης Γιαπιτζάκης

          Ύπνος & Ποίηση

Τί ‘ναι πιο αβρό από αγέρι θερινό;
Απ’ το κολιβρι τ’ όμορφο πιο ειρηνικό,
που μια στιγμή σ’ ολάνοιχτο ανθό αγγίζει
κι εύθυμα μες στις φυλλωσιές βουΐζει;

Τί πιο ήσυχο από τριαντάφυλλο π’ ανθεί
μακρυά απ’ ανθρώπου μάτι, σε χλοερό νησί;
Τί πιο γερό από χλόισμα των λιβαδιών;
Τί πιο κρυφό απ’ τη φωλιά των αηδονιών;

Τι πιο γαλήνιο απ’ της Κορντέλια τη μορφή;
Πιο οράματα γεμάτο απ’ ιστορία λαμπρή;
Τί άλλο από σε, Ύπνε; Τα μάτια μας γλυκοσφαλάς
και νανουρίσματα πολλά μας σιγοτραγουδάς.

Σε προσκεφάλια γιορτινά λαφροσιμώνεις,
με παπαρούνες και μ’ ιτιά μας στεφανώνεις.
Σε μπούκλες μίας καλλονής εισαι μπλεγμένος
κι από το πρωϊνό που θα ‘ρθει βλογημένος,
γιατί σ’ όλα τα μάτια τα γλυκά δίνεις ζωή,
λάμποντας ν’ αντικρύσουνε τη νέα την αυγή.

Μα τί ‘ν’ αυτό που ξεπερνάει το νου;
Τί ‘ναι φρεσκότερο από τα μούρα του βουνού;
Πιο απαλό, παράξενο, ωραίο, βασιλικό,
από κύκνου φτερό και περιστέρι κι απ’ αητό;

Ποιό είναι και ποιό δίπλα του να βάλω;
Τη δόξα του δε ξεπερνά κανένα άλλο.
Η θύμησή του φοβερή, γλυκειά, ιερή,
σκορπίζει κάθ’ ανοησία κοσμική.

Πότ’ έρχεται μ’ αστροπελέκια τρομερά,
ή με υπόκωφη βουή στης γης τα σωθικά.
Κι άλλοτε σα μουρμούρισμα απαλό,
μας λέει μυστικά από κάτι θαυμαστό,

που πάνωθέ μας στον κενόν αγέρα ζει.
Ρίχνουμ’ ολόγυρα ματιά εξεταστική
να δούμ’ αέρινες μορφές, σχέδια από φως,
ή ύμνος φτάσει ως τ’ αυτιά μας μακρινός,

μήπως τη δάφνη δούμε ‘κεί ψηλά,
που θα μας στεφανώσει όταν δε θα ζούμε πια.
Κάποτε γίνεται περήφανη η φωνή,
κι απ’ τη καρδιά βγαίνει δοξαστική κραυγή.
Ήχοι που το Δημιουργό θα συναντήσουν,
και σα ψιθύρισμα σιγά-σιγά θα σβήσουν…

Όταν Πρωτοδιάβασα Τον Όμηρο Του Τσάπμαν*

Ταξίδεψα σε μέρη μακρυνά.
Βασίλεια και χώρες, έχω δει
πολλά νησιά στη Δυτική ακτή,
όπου οι ποιητές κάνουν δουλειά.

Μου μίλησαν γι’ απέραντο τοπίο,
όπου βαθύνους Όμηρος κρατεί,
αλλά ποτέ δεν είχα ασχοληθεί
ως ότου διάβασα το μεγαλείο.

Αισθάνθηκα για πρώτη μου φορά
αντίκρυζα ένα πλανήτη άγνωστο
ή σαν Κορτέζ, με μάτια λαμπερά
κοιτούσε Ειρηνικό απέραντο
με φοβερό στρατό βουβό
από του Ντάριεν το ψηλό βουνό.

 * George Chapman (1559-1634). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας που έκαμε μια αριστουργηματική μετάφραση του Ομήρου στην αγγλική γλώσσα.

Δώσ’ Μου Καπνό, Γυναίκες & Κρασί

Δώσ’ μου καπνό, γυναίκες και κρασί
ώσπου να πω: “Σώνει, αρκετά!”
Αντιρρήσεις μη μου φέρνεις εσύ,
μέχρι τη βλογημένη
Ανάστασης τη μέρα, αυτά.
Γιατί, μα τη γενειάδα μου,
θα είναι η αγαπημένη
η Αγία η Τριάδα μου.

       Το Τραγούδι Της Θλίψης

Θλίψη, γιατί δανείζεσαι υγείας χρώμα φυσικό
από χείλη κοραλλένια;
Θα βάψεις λευκά ρόδα μ’ ερύθημα παρθενικό;
Ή τάχα είν’ το χέρι σου, απ’ τη δροσιά υγρό,
ίσα π’ αγγίζει μαργαρίτας τον ανθό;

Θλίψη, γιατί δανείζεσαι πάθος αστράφτερό
από μάτι γερακίνας;
Στη λαμπηδόνα σπίθας φως για να χαρίσεις;
Ή κάποιο βράδυ αφέγγαρο, να χρωματίσεις,
σε σειρηνών ακρογιαλιές, το κύμα τ’ αλμυρό;

Θλίψη, γιατί δανείζεσαι από θρηνητικά,
τραγούδια απαλόηχα;
Να δώσεις τ’ αηδονιού μία θολήν εσπέρα
και να τ’ ακούς σαν πέφτει η δροσιά
αργά που η νύχτα έδιωξε τη μέρα;

Θλίψη, γιατί δανείζεσαι την αλαφροθυμιά
από του Μάη τη χαρά;
Τη πασχαλίτσα ο εραστής ποτέ δε θα πατήσει
-και θα χορεύει απ’ τη νύχτα ως την αυγή;-
ούτ’ από χαμολούλουδα που ‘ναι για σένα ιερά,
όσο κι αν το ‘θελε σε γλέντι να σκορπίσει.

Τη θλίψη τη χαιρέτησα κι είπα μακρυά να φύγω
αλλά εκείνη μ’ αγαπά
ακούραστα, τόσο καλή σε ‘μέ και σταθερή.΄
Θα τη ξεγέλαγα να την αφήσω πίσω,
μα είναι τόσο σταθερή σε ‘με, τόσο καλή.
Κάτω απ’ τις φοινικιές στην ακροποταμιά
κάθισα κι έκλαψα -σ’ όλο τον κόσμο τον πλατύ
κανένας δε με ρώτησε που έκλαιγα, γιατί.

Συνέχισα επί πολυ το κλάμα μου γοερά
κι έτσι των νούφαρων οι κούπες γέμισαν
δάκρυα που ‘χανε των φόβων μου τις παγωνιές.
Κάτω απ’ τις φοινικιές, στην ακροποταμιά
κάθισα κι έκλαψα σα νύφη που τη γκρέμισαν
από τα σύννεφα τ’απατηλά, οι εραστές.
Μα σάβανα έχει και παγίδες μοναχά,
κάτω απ’ τις σκότεινες τις φοινικιές,
στην ακροποταμιά;

      Στροφές

Λες πως μ’ αγαπάς, μα με φωνή
απ’ της καλόγριας πιο αγνή,
που τραγουδά
Τον απαλό Εσπερινό,
στον ίδιο της τον εαυτό
Καθώς καμπάνα αντηχεί:
Ω αγάπα με αληθινά!

Λες πως μ’ αγαπάς, μα μ’ ένα
χαμόγελο ψυχρό, σα δειλινά
του Σεπτεμβρίου.
Λες κι ήσουν μοναχή
του Αγίου Έρωτα του Θείου
Και νήστευες ευλαβική.
Ω αγάπα με αληθινά!

Λες πως μ’ αγαπάς, αλλά τα δυο
τα χείλια που ποθώ,
-μ’ απόχρωση τη κοραλλιά,
δε στάζουν πιότερη ευτυχιά
απ’τα κοράλλια στο βυθό-
ποτέ τους δεν ανοίγουν για φιλιά.
Ω αγάπα με αληθινά!

Λες πως μ’ αγαπάς, μα δεν ανταποδίδει
το χέρι σου το τρυφερό
το σφίξιμο στο σφίξιμό μου.
Είναι σαν άγαλμα νεκρό
Όταν το χέρι το δικό μου
-κι ερωτευμένο ήδη-
καίει για το πάθος, φανερά.
Ω αγάπα με αληθινά!

Ψιθύρισε μια-δυο λέξεις-φωτιά!
Και χαμογέλασέ με
σα να ‘ταν να καώ απ’ αυτές,
και σφιχταγκάλιασέ με,
φίλα με όπως κάνουν οι εραστές
και θάψε με μες στη καρδιά.
Ω αγάπα με αληθινά!

   Η Μουσική Των Ποιητών (1817)

Πόσοι βάρδοι λαμπρύνανε το πέρασμα ετών,
κάποιοι απ’ αυτούς μου θρέψαν τη χαρά.
Θα ημπορούσα πάλι βρέφος να γινώ ξανά
από την απόλαυσή τους, δω στη γη ή και ψηλά.

Και συχνά, σαν καθίζω πλάι στο χλωρό θυμάρι,
θεν’ να μπούν’ στο νου μου όλ’ αυτοί, σαν ένα σμάρι,
αλλά σύγχυση καμμία, ούτ’ ενόχληση αγενή,
έτσι ήχοι άμετροι, στο πέρασμα των δειλινών:
-Τα τραγούδια των πουλιών
-ψίθυροι των φυλλωσιών
-το κελάρυσμα νερών
-η μεγάλη η καμπάνα, που επίσημα αντηχεί
-κι άλλα χίλια τόσα που με βρίσκουνε εκεί.

Σβήνει η απόσταση και είναι δίπλα μου ξανά
φτιάχνοντας μουσική γλυκειά κι όχι άγρια ταραχή,

          Ωδή Στη Μελαγχολία

Μη! Όχι μη! Στη Λήθη να μη πας
και μη γουλιά τ’ ακόνιτου να πιεις αναζητάς.
Στο γαλανό σου μέτωπο ποτέ να μη δεχτείς
πικρό Φιλί του Στρύχνου και ας είναι δα,
δώρο άλικο, της Περσεφόνης και της γης.
Θα φτιάξεις κομπολόι με του Στάμου τους καρπούς;
Αλήθεια της θλιμμένης σου ζωής;
Μα πώς αντέχεις χάροντα τριζόνι να τη δεις,
ή πεταλούδα νεκρική στης Θλίψης τη πλαγιά;
Το μοιρολόι του γκιώνη να ‘χεις συντροφιά;
Φυλάξου! Για’ θα ‘ρθει αχνός ίσκιος στη σκιά.
για να σου πνίξει την αέναη αγωνία της ψυχης…

Μα σαν σκεπάσει ο ζόφος τη μελαγχολία σου
και ξάφνου ψληλαθε νέφος απλώσει δακρυσμένα
σκεπάζοντας, πέταλα ανθών τα λιποθυμισμένα,
και λόφους πράσινους, νεκρικό σεντόνι τ’ Απριλιού,
τότε τη θλίψη χόρτασε, με δρόσο ρόδου πρωινού,
ή στο ουράνιο τόξο που με κύμα σπάει, τ’ ακρογιαλιού,
ή στη παιώνια πά’ στου πλούτου του βασιλικού
κι αν θυμωμένη ‘ναι μια μέρα η λατρεία σου,
το χέρι της φυλάκισε και ας λυσσομανά
και πιες όλη τη φλόγα που τη καίει βαθιά
μέσα στα σμαραγδένια μάτια τα θολά!

Μέσα στην Ομορφιά, Μελαγχολία βλαστάνει,
την Ομορφιά που πρέπει πάντα να πεθάνει
και πάντα η Χαρά είν’ έτοιμη να πει το “Γειά”.
Εκεί κι ο πόθος Ηδονής, σε δηλητήριο γυρνά,
ενώ αχόρταγα το στόμα το μελίρρυτο ρουφά.
Ω, ναι! Κει μες στης ηδονής το θαυμαστό ναό,
πεπλο φορώντας μαύρο, το δικό της ιερό,
αθέατη απ’ όλους η Μελαγχολία έχει στήσει.
Εκτός κι αν κάποιου αδάμαστη γλώσσα τολμήσει
και Χαράς σταφυλή ημπορέσει να σπάσει
πάνω στον ουρανίσκο του αν το θελήσει.
Μα τότε η πανίσχυρη η Θλίψη θ’ αναρπάσει
τη θαρραλέα του ψυχή, καταμεσής εκεί ψηλά
στ’ αραχνιασμένα τρόπαιά της να κρεμάσει.

   Πλέοντας Προς Βυζάντιο

Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός.
Οι νέοι αγκαλιασμένοι, πουλιά στα δέντρα,
-τούτες οι γενιές που πεθαίνουν- στο τραγούδι τους,
ποτάμια σμάρια οι σολομοί,
θάλασσες σμάρια τα σκουμπριά,
το ψάρι, η σάρκα και το θήραμα,
όσο βαστά το καλοκαίρι ψάλλουν
το κάθε τι που σπέρνεται, γεννιέται και πεθαίνει.
Παρμένοι από τη λάγνα τούτη μουσική όλοι αψηφούν
του αγέραστου του νου τους τα μνημεία.

Ο γέρος είναι ένα τιποτένιο πράγμα,
κουρελιασμένο ρούχο πάνω σε μπαστούνι,
εκτός αν η ψυχή χτυπάει παλαμάκια
και τραγουδάει δυνατά, -πιο δυνατά-
στο κάθε ξέσκισμα θνητής της φορεσιάς,
και δεν είναι σχολειό του τραγουδιού, παρά η μελέτη,
των μνημείων της δικής της μεγαλοπρέπειας.
Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για να ‘ρθω
στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου.

Σοφοί που στέκεστε στην άγια φλόγα του Θεού
σαν νά ‘στε στο χρυσό ψηφιδωτό του τοίχου
Βγείτε απ’ την άγια τη φωτιά, στροβιλιστείτε.
γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για τη ψυχή μου.
Κάψετε τη καρδιά μου κι αναλώστε τη
που άρρωστη απ’ τον ποθο,
δεμένη σ’ ένα ζώο που ξεψυχά,
δε ξέρει τώρα τι είναι! Και δεχτείτε με
στη τεχνουργία της αιωνιότητας.

Κι άπαξ και βγω απ’ τη φύση, δε θα κρατήσω
για τη σωμάτινη ύπαρξή μου, τίποτε απ’ αυτήν,
αλλά μια τέτοια που οι Γραικοί χύνουνε χρυσοχόοι,
από σφυρήλατο χρυσάφι και μαλαματένιο σμάλτο,
για να κρατήσουνε ξυπνό τον νυσταλέο Ρήγα,
ή στήνουν σε χρυσό κλωνάρι για να τραγουδά,
στους Ρήγες και τις Ρήγισσες του Βυζαντίου,
τά, που περάσαν, που περνάν, και που θα ‘ρθουνε.
                                                                                            μτφρ.: Πάτροκλος

   Το 1820, στο κατάστρωμα του πλοίου που τον οδηγούσε στη Ρώμη, για τον τελευταίο σταθμό της ζωής του, ο 25χρονος Τζων Κητς έγραψε ένα πανέμορφο ποίημα. Του ‘δωσε τον τίτλο Λαμπρό Αστέρι (Bright Star) και το τοποθέτησε ευλαβικά ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου που κουβαλούσε στις αποσκευές του. Εν έτος μετά, ο Βρεττανός ποιητής ξεψυχούσε στην ιταλική μητρόπολη όπου είχε μετακομίσει, ελπίζοντας ματαίως πως το θερμότερο και πιο φιλόξενο κλίμα της Ιταλίας θα μπορούσε να βοηθήσει τον ασθενικό και φυματικό οργανισμό του. Το ποίημα που άφησε πίσω του ήταν αφιερωμένο στο μεγάλο έρωτά του για τη Φάννυ Μπράουν. Οι δυο τους γνωρίστηκαν ως γείτονες στο εξοχικό Χάμπστεντ του Βόρειου Λονδίνου, μετέτρεψαν τη δειλή αρχική έλξη σε έναν έρωτα που κατόρθωσε να νικήσει ακόμη και το θάνατο και, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες της εποχής που δεν θα επέτρεπαν ποτέ ο φτωχός Κητς να σχετίζεται με μια κοπέλα ανώτερης τάξης, το ζεύγος αρραβωνιάστηκε το 1819. Η πολυπόθητη γαμήλια μέρα δεν επρόκειτο, εν τούτοις, να έρθει ποτέ. Αμέσως μετά την απώλεια του αγαπημένου της και για το υπόλοιπο της ζωής της, η Φάννυ επαναλάμβανε κάθε βράδυ το ίδιο συγκινητικό τελετουργικό: περπατούσε στους ανθισμένους κήπους και στα καταπράσινα λιβάδια όπου άλλοτε βάδιζαν μαζί με τον Κητς κι απήγγελλε το ποίημα που της είχε γράψει, με τα μάτια της πάντοτε βουρκωμένα…
     Αυτό παρατίθεται κάτωθι σε δική μου επίσης απόδοση και κλείνει έτσι ολάκερη τη παρουσίαση του 
Τζων ΚητςΠ. Χ.

           Λαμπρό Αστέρι

Λαμπρό αστέρι, σταθερό να ‘μουνα σαν εσένα,
Όχι σπιθάκια ερημικά, στη νύχτα κρεμασμένα,
ψηλά με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια να θωρώ
της φύσης ερημίτης ξαγρυπνών, μ’υπομονή,
αργά, τεμπέλικα νερά στο έργο τους το ιερό:
ανθρώπινους γιαλούς να εξαγνίζουνε στη γη.

Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
οπού σε βάλτους και βουνά λευκό σεντόνι απλώνει.
Έτσι το θέλω, ασάλευτος, να γέρνω σταθερά
στ’ άγουρο στήθος της καλής π’ ανεβοκατεβαίνει
και να ξυπνώ σε τάραγμα τυχόν, μ’ ανησυχιά,
να την ακούω ξυπνητός αιώνια, π’ ανασαίνει.

Έτσι μονάχα θα ‘θελα να ζήσω,
ειδάλλως κάλλιο ν’ αργοσβήσω… 
                                                                 μτφρ.: Πάτροκλος

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *