Βιογραφικό
Ο Πάμπλο Νερούδα (Pablo Neruda, φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρικάρδο Ελιέθερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο, Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto) ήτανε Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής. Σύμφωνα με τον Μαρκές, θεωρείται ο σημαντικώτερος ποιητής του 20ού αι. Το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας και των κομμουνιστικών του πεποιθήσεων. Στα 70 σχεδόν χρόνια ζωής του, εξέδωσε πληθώρα ποιητικών συλλογών ποικίλου ύφους, όπως ερωτικά ποιήματα, έργα που διέπονται από τις αρχές του σουρρεαλισμού, ακόμα και κάποια που θα μπορούσαν να θεωρηθούνε πολιτικά μανιφέστα. Τον Απρίλη του 2013, 40 χρόνια μετά το θάνατό του, έγινε εκταφή της σορού του, με σκοπό να διακριβωθεί αν είχε πέσει θύμα δολοφονικής επίθεσης με δηλητήριο από πράκτορες του δικτατορικού καθεστώτος που κυβερνούσε τη Χιλή κατά το θάνατό του.
Γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1904, στη Παράλ της Χιλής. Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση 1 μήνα μετά τη γέννησή του κι έτσι ο πατέρας του Χοσέ, σιδηροδρομικός υπάλληλος, μετακόμισε στη πόλη Τεμούκο, όπου ξαναπαντρεύτηκε. Ο Νερούδα ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα 10, αλλά ο πατέρας του τον αποθάρρυνε κι έτσι άρχισε να υπογράφει τα έργα του με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα, υιοθετώντας το επώνυμο του γνωστού Τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα. Το μικρό του όνομα εικάζεται ότι το πήρε από το Γάλλο ποιητή Πωλ Βερλαίν. Αυτό το όνομα τελικά αργότερα το νομιμοποιεί κι επισήμως.

Από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε να διαβάζει κλασσικούς Λατινοαμερικάνους κι Ευρωπαίους συγγραφείς. Στο γυμνάσιο είχε καθηγήτρια τη σπουδαία Χιλιανή πεζογράφο και μετέπειτα κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας Γκαμπριέλα Μιστράλ, που τον μύησε στη κλασσική Ρώσικη Λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή αρχίζει να δημοσιεύει τα 1α του ποιήματα, αρχικά με διάφορα ψευδώνυμα. Στη συνέχεια φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο κι από ‘κεί και πέρα άρχισε η πορεία του προς την ευρεία αναγνώριση. Από τα 10 του γράφει ποιήματα, όμως ο πατέρας του τον αποθαρρύνει. Παρ’ όλ’ αυτά, ο ίδιος συνεχίζει και στα 15 δημοσιεύει στίχους του στο τοπικό περιοδικό La Manana και το 1919 του απονέμεται το 3ο βραβείο για το ποίημά του Nocturno Ideal. Στη συλλογή του Είκοσι Eρωτικά Ποιήματα περιγράφεται η ένταση που προκαλείται από τον έρωτα, απ’ τη γέννηση ως το θάνατο του, από το 1ο σμίξιμο ως το χωρισμό. Μάλιστα, σε πολλά ποιήματα του φανερώνονται οι έρωτες που έζησε.
Το 1921 ξεκινά σπουδές παιδαγωγικής και γαλλικών στο Πανεπιστήμιο της Χιλής, στη πρωτεύουσα Σαντιάγο. Κερδίζει το 1ο βραβείο για το ποίημά του La canción de fiesta που αργότερα δημοσιεύεται. Στο διάστημα των σπουδών του, εξέδωσε 2 ποιητικές συλλογές: Crepusculario (Ηλιοβασιλέματα, 1923) και Veinte poemas de amor y una cancion desesperada (Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα απελπισμένο άσμα, 1924), συλλογή που έγινε πιότερο γνωστός. Αυτές οι ποιητικές συλλογές τονε καταξίωσαν ως μεγάλο ποιητή. Το 1923 δημοσιεύει το 1ο, έργο που αναγνωρίζεται από λογοτέχνες όπως τον Αλόνε, τον Ραούλ Σίλβα Κάστρο και Πέδρο Πράδο. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύεται το 2ο, έργο που χαρακτηρίζεται από τα καλλίτερά του. Το νέο φαινόμενο της λατινοαμερικανικής ποίησης γίνεται αμέσως εμφανές στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Μεταξύ 20 και 25, ολοκληρώνει 6 ακόμα έργα που αποκαλύπτουν τις υπαρξιακές του ανησυχίες αλλά και την ιδιαίτερη παραγωγικότητά του. Το 1927, στα 23, διαπιστώνοντας ότι τα έσοδα από τα εκδιδόμενα έργα του δεν του αρκούσαν, αποφάσισε να μπει στο Διπλωματικό Σώμα, κάνοντας έτσι πολυάριθμα ταξίδια ανά τον κόσμο από το 1927 ως το 1935, ως πρόξενος στη Βιρμανία, στη Κεϋλάνη, στην Ιάβα, στη Σιγκαπούρη, στο Μπουένος Άιρες, στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη. Στην Ιάβα γνώρισε και παντρεύτηκε την Ολλανδέζα Μαρύκα Αντονιέτα Χάγκενααρ Βόγκελζανγκ, που μετά από 6 χρόνια, στη θητεία του στην Ισπανία. Εκεί, ερωτική του σύντροφος και μετέπειτα 2η σύζυγός του υπήρξε επί 16 χρόνια η Αργεντίνα Δέλια ντελ Καρρίλ, 20 χρόνια μεγαλύτερή του. Το 1938, μετά από απόφαση του Λαϊκού Μετώπου της Χιλής, ο Νερούντα στέλνεται πρέσβης στο Παρίσι κι αργότερα στο Μεξικό.
Οι εμπειρίες από τα ταξίδια του, τα απολυταρχικά καθεστώτα που βλέπει και τα μαρτύρια του λαού που στενάζει σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με τη δολοφονία του φίλου του κι επίσης ποιητή, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, αλλά κι η φιλία του με τους σχεδόν ομοϊδεάτες του Λόρκα, Λουί Αραγκόν και Φιντέλ Κάστρο (υπήρξεν ιδιαίτερα μαχητικός κατά του Ισπανικού Φρανκισμού και γενικά κάθε Φασισμού), υπήρξαν ορισμένοι από τους παράγοντες που του προκαλούνε βαθειάν αγανάκτηση και στις αρχές της 10ετίας του 1940 μπαίνει στο κομμουνιστικό κόμμα. Στον Κάστρο είχε αφιερώσει και ένα ποίημα του, στο οποίο τον υμνούσε. Το 1945, λαμβάνει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Τα έργα του γίνονται ολοένα και πιο πολιτικά, με αποκορύφωμα το Canto General (Κάντο Χενεράλ), που ‘χει μελοποιηθεί από το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο έχει μάλιστα συναντηθεί από κοντά. Όταν ο Πρόεδρος Γκονσάλες Βιδέλα απαγόρευσε τον κομμουνισμό στη Χιλή, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του Νερούδα που πλέον καταζητείται. Για 4 μήνες κρυβότανε στο υπόγειο ενός σπιτιού στο Βαλπαραΐσο. στην ίδια του τη χώρα, ώσπου καταφέρνει να διαφύγει στην Αργεντινή κι από εκεί στην Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952. Στην εξορία γνώρισε τη Ματίλντε Ουρούτιε, τη Χιλιανή τραγουδίστρια που θα αποτελέσει τη μούσα του ως το τέλος.
Στο μεταξύ είχε εκλεγεί Γερουσιαστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής το 1948. Ανάμεσα στα μέρη που έζησε τη περίοδο της εξορίας του ήτανε και το νησί Κάπρι της νότιας Ιταλίας, γεγονός από το οποίο είναι εμπνευσμένη η ταινία Il Postino, (Ο Ταχυδρόμος) (καταπληκτική!!!). Στη διάρκεια της εξορίας του ταξίδεψε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, σε πολλές από τις οποίες δεν έγινε δεκτός εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Το 1949 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν για τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου λογοτέχνη και ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν. Εκεί γνώρισε τον επίσης κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, στον οποίο διηγήθηκε τα δεινά του λαού του. Για το ταξίδι στη Σοβ. Ένωση γράφει στην αυτοβιογραφία του:
”Αγάπησα με τη πρώτη ματιά τη σοβιετική γη και κατάλαβα ότι απ’ αυτήν όχι μόνον προέκυπτε ηθικό μάθημα για όλες τις γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά θα προέκυπτε και το μεγάλο πέταγμα”.
To 1953 λαμβάνει το βραβείο Στάλιν. Είναι ακόμα πιστός στο κόμμα, αλλά σύντομα, μετά τις αποκαλύψεις για τα εγκλήματα του καθεστώτος του Στάλιν από τον Χρούστσεφ, η πίστη του δέχεται ισχυρό πλήγμα που αποτυπώνεται στη συλλογή του Εxtravagario του 1958. Εγκαθίσταται μόνιμα στην Isla Negra αλλά συνεχίζει τα ταξίδια σε ολόκληρο τον κόσμο. Με την εκλογή του Σαλβαδόρ Αλιέντε ως πρόεδρου της Χιλής, ο Νερούδα διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι (1970-1972). Το 1971, ένα χρόνο μετά τη τιμητική διάκριση του Σεφέρη , η Σουηδική Ακαδημία απονέμει το Νόμπελ Λογοτεχνίας στο Χιλιανό Πάμπλο Νερούντα, που ήδη πάσχει από καρκίνο. Τάσσεται υπέρ του Αλιέντε και στηρίζει τη προεκλογική του εκστρατεία. Μετά το τέλος της δικτατορίας επέστρεψε στη Χιλή, αφού είχε γίνει πλέον διάσημος παγκοσμίως. Μετά το 2ο διαζύγιό του, παντρεύτηκε τελικά με την Ουρρούτια το 1966. Στη 10ετία του ’60 το Κομμουνιστικό Κόμμα του απονέμει το μετάλλιο Ρεκαμπάρεμ, την υψηλότερη κομματική διάκριση.
Το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο παρέλαβε όντας άρρωστος από καρκίνο. Βοήθησε τον σοσιαλιστή ηγέτη Σαλβαδόρ Αλιέντε στην προεκλογική του εκστρατεία, Ωστόσο, στις 23 Σεπτέμβρη 1973, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Αλιέντε και των συνεργατών του, ο Νερούδα αφήνει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο. Ο Αουγκούστο Πινοσέτ απαγορεύει να γίνει η κηδεία του ποιητή δημόσιο γεγονός, όμως, χιλιάδες κόσμου παραβλέπουνε την απαγόρευση και συρρέουνε στη πρωτεύουσα της χώρας για να συνοδεύσουνε τον αγαπημένο ποιητή στη τελευταία του κατοικία. Αναπόφευκτα, όπως συνέβη και με τον Σεφέρη στη χούντα, η κηδεία του γίνεται η 1η δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Τα έργα του παρέμειναν απαγορευμένα στη Χιλή μέχρι και το 1990. Υπάρχουνε θεωρίες ότι δεν του παρήχθησαν οι απαραίτητες ιατρικές φροντίδες, όσο αυτός ήτανε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Ο αγωνιστικός και μαχητικός χαρακτήρας του Νερούντα, καθώς κι η συμπόνοια που έδειχνε για το λαό και την εργατική τάξη, μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή κι από ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο. Συγκεκριμένα γράφει:
“‘Ητανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τί περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου κι η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δοθήκανε, κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφραστήκανε σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γραφτήκανε για ν’ αναλύσουνε τα λόγια μου“.
Τα ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα ισορροπούν ανάμεσα στον αγώνα ενάντια στα απολυταρχικά καθεστώτα και τον έρωτα. Ο ίδιος έχει πει εξάλλου για τη ποίηση του:
“Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ό,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά στη ποίηση, στη πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι’ αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ’ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθειές Ποιητικές Πραμάτειες που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα-βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης“.
Από το ποιητικό του έργο ξεχωρίζουν:
1923 “Crepusculario”
1924 Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι απελπισμένο – (“Veinte poemas de amor y una canciσn desesperada”)
1935 “Residencia en la tierra”
1947 “Tercera residencia”
1950 Γενικό Άσμα -(“Canto general”)
1952 Οι στίχοι του καπετάνιου – (“Los versos del capitαn”)
1954 “Odas elementales”
1953 Όλη η αγάπη – (“Todo el amor”)
1958 Εστραβαγάριο – (“Extravagario”)
1964 “Memorial de Isla Negra”
1974 Το βιβλίο των ερωτήσεων – (“Libro de las preguntas”)
1974 αυτοβιογραφία “Confieso que he vivido” που εκδόθηκε μετά το θάνατό του
ΡΗΤΑ:
Δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπούν, δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε, εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω
Τόσες μέρες να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου, πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε, σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια: σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο
Σκληρή η αλήθεια, σαν αλέτρι
Θέλω με σένα να κάνω αυτό που η άνοιξη κάνει στα δέντρα της κερασιάς

Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο…
Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις, πάρε μου τον αέρα, αλλά μη μου παίρνεις το γέλιο σου
Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει: δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική ή συνείδηση
Μα περίμενέ με, φύλαξε για μένα τη γλυκύτητά σου, Θα σου δώσω, ακόμη, ένα τριαντάφυλλο
Όλα τα μονοπάτια οδηγούν στον ίδιο στόχο: Να εκφράσουμε στους άλλους αυτό που είμαστε
Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να ‘ρθει

=========================
Μέλισσα Μυριόλευκή Μου Εσύ
Μέλισσα μυριόλευκή μου ἐσύ
πού ζουζουνίζεις, μεθυσμένη ἀπ’ τά μέλια,
γύρω στη ψυχή μου
κι ὅλο στροβιλίζεσαι
μέ τίς νωχελικές μαζί τολύπες τοῦ καπνοῦ…
Εἴμαι ὁ χωρίς ἐλπίδα ἐκεῖνος,
εἶμαι μιά λέξη εἶμαι χωρίς ἦχο,
αὐτός πού ὅλα τά ’χει χάσει
καί πού ὅλα τά κατέχει.
Κι ἐσύ εἷσαι ὁ στερνός μου κάβος,
ὅπου στενάζει μέσα του ὁ στερνός μου φόβος.
Στήν ἔρημη γῆ μου εἶσαι τό ρόδο τό στερνό.
Ἄχ, σιγαλινή μου ἐσύ!
Ἔλα! Κλεῖσε τά τρίσβαθά σου μάτια. Πεταρίζει ἡ νύχτα ἐκεῖ.
Ἔλα! ξέντυσε τό περίτρομο ἄγαλμα τοῦ κορμιοῦ σου.
Ἔχεις τρίσβαθα μάτια καί πεταρίζει ἡ νύχτα ἐκεῖ.
Ὁλόδροσα ἔχεις ἄνθινα χέρια καί ἀγκαλιά ἀπό τριαντάφυλλα.
Τά στήθη σου μοιάζουν μέ κατάλευκα ὄστρακα.
Ἦρθε στήν κοιλιά σου κι ἀποκοιμήθηκε ὁ ἥσκιος
μιᾶς πεταλούδας.
Ἄχ, σιγαλινή μου ἐσύ!
Καί νά ἡ μοναξιά ἐδῶ, πού λείπεις ἐσύ.
Βρέχει. Καί ὁ μπάτης ἔχει στρώσει στό κυνήγι
τούς ἀδέσποτους γλάρους.
Τό νερό πλατσουρίζει ξυπόλυτο
στίς λάσπες τοῦ δρόμου.
Κι ἐκεινοῦ ἐκεῖ τοῦ δέντρου βογγοῦν,
σά νά ‘ν’ ἀνήμπορα, τά φύλλα.
Μέλισσα μυριόλευκή μου ἐσύ καί ἀπόμακρη,
ζουζουνίζεις ἀκόμα
γύρω στήν ψυχή μου. Ζουζουνίζεις.
Ξαναγεννιέσαι μέ τῶν χρόνων τά γυρίσματα,
περίκομψη καί σιγαλινή.
Ἄχ, σιγαλινή μου ἐσύ!
Το Γέλιο Σου
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
Δε Σ’ Αγαπώ
Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
Αγάπη
Δεν πιστεύω στην ηλικία
Όλοι οι γέροι
Κουβαλάνε στα μάτια τους
Ένα παιδί,
Και τα παιδιά κάποτε
Μας κοιτάνε
Σαν σοφοί γέροι
Θα μετρήσουμε τη ζωή
Με το μέτρο,
Με το χιλιόμετρο
Ή με τους μήνες;
Πόσο αφ΄ ότου γεννήθηκες;
Πόσο μακριά να πας
Μέχρις εκεί που όλοι πάνε
Και πάνω απ’ τη φλούδα της
Αντί να περπατάμε
στη γης αποκάτω
θα γείρουμε;
Στον άνδρα, στη γυναίκα
Που ξόδεψαν ενέργεια, καλοσύνη
Δύναμη, θυμό, αγάπη, τρυφερότητα,
Σ΄ αυτούς που με ειλικρίνεια
Ζωντανοί
Άνθησαν
Και μέσα στη φύση τους ωρίμασαν,
Δεν θα βάλουμε το μέτρο
Του χρόνου
Που ίσως
Είναι άλλο πράμα, ένας μανδύας
Ορυκτού, ένα πουλί πλανητικό, ένα άνθος
Ίσως κάτι άλλο
Όμως δεν είναι μέτρημα.
Χρόνος, μέταλλο
Ή πουλί, λουλούδι μακρόμισχο
Απλωσέ το στη ζωή του ανθρώπου
Ράντισέ τον με μπουμπούκια
Και με λαμπερά νερά
Ή με κρυμμένο ήλιο.
Σε ονομάζω δρόμο,
Όχι σάβανο,
Αλέκιαστη σκάλα αέρινη,
Φόρεμα ξαναραμένο άδολα
Με ευρύχωρες ανοίξεις
Γύρω απ΄τον κόσμο.
Και τώρα, χρόνε, σε τυλίγω
Σε βάζω στο κουτί με τα δολώματα
Και πάω να ψαρέψω με την μακριά
Πετονιά σου τα ψάρια της αυγής!
Αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου…
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
Για τόσα πράματα και τόσα λίγα,
Κι έτσι πρέπει να είναι ο έρωτας
Μισόκλειστος και ολικός,
Ιδιάζων και τρομαχτικός…
Λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
Και χωρίς μέτρο -όριο σαν το φιλί.
Η Βασίλισσα
Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν ψηλότερες από σένα, ψηλότερες.
Υπάρχουν αγνότερες από σένα, αγνότερες.
Υπάρχουν ομορφότερες από σένα, ομορφότερες.
Αλλά εσύ είσαι η βασίλισσα.
Όταν περπατάς στο δρόμο
κανείς δε σε αναγνωρίζει.
Κανένας δε βλέπει το κρυστάλλινο σου στέμμα, κανένας δεν κοιτάζει
το από κόκκινο χρυσό χαλί
που πατάς καθώς περνάς,
το χαλί δεν υπάρχει.
Κι όταν εμφανίζεσαι
όλοι οι ποταμοί ακούγονται
στο κορμί μου, καμπάνες σείουν τον ουρανό
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.
Μονάχα εσύ κι εγώ,
μονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
τον ακούμε.
Ω Πευκώνα Μου, Εσύ, Απέραντε…
Ὦ πευκώνα μου, ἐσύ, ἀπέραντε,
φλοῖσβε τῶν παρόχθιων κυμάτων,
σιγανό πηγαινέλα τῶν φώτων,
τῆς ἐκκλησιᾶς καμπάνα κατάμονη,
στάλα ἑσπερινή πού ραντίζεις τά δικά σου τά μάτια,
παναγία μου, κουκλί μου πεντάμορφο,
τῆς στεριᾶς ἀχιβάδα, μέσα σου ἐσένα τραγουδάει το χῶμα!
Μέσα σου τραγουδᾶν τά ποτάμια,
και ἡ ψυχή μου πλέει μαζί τους
και πάει ὃπου ἐσύ θέλεις και ὃπου ἐσύ ἀγαπᾶς.
Χάραξέ μου ἓνα δρόμο στο τόξο ἐδῶ τῶν προσδοκιῶν σου,
κι ἐγώ, μέσα σέ παραλήρημα,
ἐξαπολύω τῶν βελῶν μου τά σμήνη.
Και ἐγώ βλέπω ἐδῶ τώρα γύρω μου
να με σφίγγει τῆς ὁμίχλης σου ἡ ζώνη
και ἡ σιωπή σου να πνίγει τίς ἀλαφιασμένες μου ὧρες,
σέ ξέρω, εἳσαι ἐσύ, με τά πέτρινα χέρια σου, διάφανη
ἐκεῖ ὁπού δένουν οἱ φελοῦκες τῶν φιλιῶν μου
κι ὃπου φωλιάζουν οἱ κάθυγροι πόθοι μου.
Ὦ ἐκείνη ἡ μυστηριακή φωνή σου
ὁπού την άβγαταίνει και τή λυγάει στα δύο ἡ ἀγάπη,
καθώς ἀντιλαλεῖ τό σούρουπο και σβήνει πέρα!
Ἒτσι σε μύχιες ὧρες ἒχω ἰδεῖ κι εγώ στον κάμπο τά στάχυα
να λυγᾶνε ἀπ’ το στόμα τού ἀνέμου.
Απουσία
Σε έχω μετά βίας αφήσει,
είσαι μέσα μου, κρυσταλλένια,
ή τρέμοντας,
ή με ανησυχία, πληγωμένη από μένα,
ή κυριευμένη από αγάπη, όπως όταν τα μάτια σου
κλείνουν μπροστά στο δώρο της ζωής
αυτό που και τώρα και πάντα σου δίνω.
Αγάπη μου,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
διψασμένο και ήπιαμε
όλο το νερό και το αίμα,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
πεινασμένο
και με δάγκωσες και σε δάγκωσα
σαν η φωτιά να δάγκωνε
αφήνοντας πληγές επάνω μας.
Μα περίμενέ με,
φύλαξε για μένα τη γλυκύτητά σου,
Θα σου δώσω ,ακόμη,
ένα τριαντάφυλλο.
Όλο Παίζεις Εσύ…
Ὅλο παίζεις, ἐσύ, κάθε μέρα, ἐσύ,
μέ τό φῶς τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Επισκέπτρια συλφίδα τῶν νερῶν καί τῶν κήπων.
Δέν εἶσαι δέ μόνο ἐκείνη η χρυσή κεφαλή
ὁπού σάν ἀνθοδέσμη σφιχτά τήν κρατάω ἐγώ
μές στά δυό μου τά χέρια.
Κανενός ἀλλουνοῦ δέν μοιάζεις εσύ
ἀπό τότε πού ἐγώ σέ αγάπησα.
Ἄσε νά σέ ξαπλώσω σ’ ἕνα στρῶμα
ἀπό μάηδες κίτρινους κι ἀγαπανθούς.
Ποιός ειν’ ἐκεῖνος ἐκεῖ πού γράφει τ’ ὄνομά σου
με ψηφία καπνοῦ στ’ ἀστέρια τοῦ Νότου!
Ἄσε με… ἄσε με νά σέ ἀναπολήσω ὅπως εἴσουν
προτοῦ ν’ ἀνασπασθεῖς καί ἔβγεις στήν ὕπαρξη.
Καί εὐθύς, δές, ἀλαλάζει ὁ ἄνεμος
καί δέρνει τά κλειστά μου παράθυρα.
Ὁ ουρανός εἶναι μι’ ἀπόχη φίσκα ὥς ἀπάνου
μέ ψάρια μαῦρα, ἀνήλιαγα.
Κι ἐδῶ, ἐδωνά, κοπάζουν ὅλοι οἱ ἀνέμοι, ὅλοι τους ἐδωνά.
Και τότε ἡ βροχή ἐγυμνώθη.
Πουλιά περνᾶνε πετούμενα.
Οἱ ἄνεμοι. Οἱ ἄνεμοι.
Μόνος μου ἐγώ καί ἀναμετριέμαι μέ τῶν ἄλλων τή δύναμη.
Ὁ ἀνεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του
καί μουρλαίνει τά μπακιρένια φύλλα
καί ξελύνει τ’ ἄρμενα ὅλα τά μικρά,
τ’ ἀπό χτές ἀραγμένα στ’ ουρανοῦ τό μῶλο.
Ἐσύ εἶσαι ἐδῶ. Ἐσύ δε φεύγεις, δέν πετᾶς.
Κί εσύ ὥς τό τέλος θά εἶσαι καί θά μοῦ ἀπαντᾶς
στούς βόγγους καί τά μουγκρητά μου.
Ἐπάνω μου νά ‘ρθεις νά κουλουριαστεῖς
σάν νά σ’ ἔχουνε σκιάξει.
Κάπου-κάπου αδέσποτοι ξεπορτίζαν ἀπ’ τά μάτια σου ἥσκιοι
ξένοι, παράδοξοι.
Καί τώρα, τωραδά, ἐδῶ,
μανούσια μοῦ φέρνεις καί δυοσμαρίνια, μωρό μου,
γι’ αὐτό κι ἔτσι εὐωδιάζουν τά στήθη σου.
Τήν ὥρα ὁπού ὁ ἄνεμος μελαγχολικός καλπάζει
σφαγιάζοντας πεταλοῦδες
ἐγώ σ’ ἀγαπάω,
κι ἡ ἔξαρσή μου δαγκώνει βαθιά
τα δαμάσκηνα τοῦ στόματός σου.
Πόσο ἔχεις στ’ ἀλήθεια πονέσει,
ὥσπου νά ‘βρεις τά χούγια μου,
ὡσπού να ‘βρεῖς τήν ψυχή μου τή μονάτη κι ἀνήμερη
καί τό ὄνομά μου πού ὅλους τούς κάνει καί τρέμουν…
Πόσες καί πόσες φορές δέν εἴδαμε τό φῶς τοῦ αὐγερινοῦ
νά μᾶς φιλάει τά μάτια
καί πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας τό χάραμα κυκλοδίωκτο
ν’ ἀνοίγει ὡσάν ριπίδιο.
Τά λόγια μου σέ μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
Καιρός πάει πολύς πού ἀγάπησα
τό ἡλιόλουστο σῶμα σου, τό μαργαριταρένιο.
Καί πιστεύω ἔτσι πώς ἐγώ εἶμαι ο κύριος
του σύμπαντος ὅλου.
Θά σοῦ φέρω ἀπ’ τα βουνά λουλούδια ἐξαίσια,
κλέλιες, ζουμπούλια
και βελανίδια γεράνια, κι ἕνα κοφίνι φιλιά.
Θέλω νά κάνω μαζί σου
αυτό πού κάνει κι ἡ ἄνοιξη στίς κερασιές.
Αν με ξεχάσεις
Aν με ξεχάσεις…
Ένα θέλω να ξέρεις.
Ξέρεις πώς είν’αυτό:
κοιτάζω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αγγίζω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
κι όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.
Ωστόσο,
αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ’αγαπάς
θα πάψω κι εγώ να σ’αγαπώ λίγο λίγο.
Κι αν ξαφνικά
με ξεχάσεις
μην ψάξεις να με βρεις,
θα σ’έχω λησμονήσει.
Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ’τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.
Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη.
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει,
αχ αγάπη μου, αχ δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται,
μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί,
η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις θα είναι μες στην αγκαλιά σου
χωρίς απ’τη δική μου να φύγει.
M’ Aρέσεις Άμα Σωπαίνεις…
Μ’ ἀρέσεις ἅμα σωπαίνεις,
ἐπειδή στέκεις ἐκεῖ σάν ἀπουσία
κι ἐνώ μέν ἀπ’ τά πέρατα μέ ἀκοῦς,
ἡ φωνή μου ἐμένα δέν σέ φτάνει.
Μοῦ φαίνεται ἀκόμα ὅτι τά μάτια μου
σέ σκεπάζουν πετώντας
κι ὅτι ἕνα φιλί, μοῦ φαίνεται,
στά χείλη σου τή σφραγίδα του βάνει.
Κι ὅπως τά πράγματα ὅλα ποτισμένα εἴναι
ἀπό τήν ψυχή μου,
ἔτσι ἀναδύεσαι κι ἐσύ , μές ἀπ’ τά πράγματα,
ποτισμένη ἀπ’ τή δική μου ψυχή.
Τοῦ ὀνείρου πεταλούδα, τῆς ψυχῆς μου
ἐσύ τῆς μοιάζεις ἔτσι,
σάν ὅπως μοιάζεις
καί στή λέξη μελαγχολία, καθώς ἠχεῖ.
Μ’ ἀρέσεις ἅμα σωπαίνεις,
ἐπειδή στέκεις ἐκεῖ σάν ξενητειά.
Κι ἅμα κλαῖς μοῦ ἀρέσεις,
ἀπ’ τήν κούνια σου πεταλούδα μικρή μου ἐσύ.
Κι ἐνῶ μέν ἀπ’ τά πέρατα μέ ἀκοῦς,
ἡ φωνή μου ἐμένα δέν μπορεῖ νά σ’ ἀγγίξει:
Ἄσε με τώρα νά βυθιστῶ κι ἐγώ σωπαίνοντας
μές στή δική σου σιωπή.
Ἄσε με τώρα νά σοῦ μιλήσω κι ἐγώ
μέ τή σιωπή τή δικιά σου
πού εἶναι ἀπέριττη σά δαχτυλίδι ἀρραβώνων
καί πού λάμπει σάν ἀστραπή.
Εἷσαι ὅμοια ἡ νύχτα, ἀγάπη μου,
ἡ νύχτα πού κατηφορίζει ἔναστρη.
Ἀπόμακρη καί τόση δά
κι ἀπ’ άστρα φτιαγμένη
εἶναι ἡ δικιά σου σιωπή.
Μ’ ἀρέσεις ἅμα σωπαίνεις,
ἐπειδή στέκεις ἐκεῖ σάν ἀπουσία.
Μακρινή κι ἀπαρηγόρητη,
σά νά σέ σκέπασε χῶμα.
Μιά λέξη μόνο ἄν πεῖς,
ἕνα χαμόγελο -μοῦ ἀρκεῖ
γιά νά πανηγυρίσω πού εἶσαι ἐδῶ
κοντά μου ἀκόμα.
Απέραντη
Βλέπεις αυτά τα χέρια; Έχουν μετρήσει
τη γη, έχουν ξεχωρίσει
τα ορυκτά από τα δημητριακά,
έχουν κάνει ειρήνη και πόλεμο,
έχουν καταρρίψει τις αποστάσεις
όλων των θαλασσών και ποταμών,
κι όμως
όταν σε διατρέχουν
εσένα, μικρή
σπειρί από στάρι, κορυδαλλέ,
δεν φτάνουν να σε περικλείσουν,
κουράζονται πλησιάζοντας
τα δίδυμα περιστέρια
που αναπαύονται ή πετάν στο στήθος σου,
διατρέχουν τις αποστάσεις των ποδιών σου,
τυλίγονται στο φως της μέσης σου.
Για μένα είσαι θησαυρός πιο φορτωμένος από απεραντότητα
πιο κι απ΄τη θάλασσα κι απ’ τα τσαμπιά της.
Κι είσαι λευκή και γαλανή κι εκτεταμένη σαν
την γη στον τρύγο.
Σ’ αυτή την περιοχή,
από τα πόδια ως το μέτωπό σου,
προχωρώντας, προχωρώντας προχωρώντας
θα περάσω τη ζωή μου.
Ο Πηλοπλάστης
Όλο σου το σώμα έχει
κούπα ή γλύκα προορισμένη σε μένα.
Όταν σηκώνω το χέρι
βρίσκω σε κάθε μέρος ένα περιστέρι
που με περίμενε, σαν
να σε είχαν, αγάπη μου, κάνει από πηλό
για τα ίδια μου τα χέρια του πηλοπλάστη.
Τα γόνατά σου, τα στήθια σου,
η μέση σου
λείπουνε μέσα μου όπως στο κενό
μιας διψασμένης γης
από όπου απέσπασαν
μία μορφή,
και οι δυο μαζί
είμαστε πλήρεις όπως ένας μόνο ποταμός,
όπως μια μόνον άμμος…
Ερωτικό Σοννέττο
Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μες από τη ψυχή και τον ίσκιο.
Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνεια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά με τούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
Σαν Επίγραμμα
Κλείνω τα μάτια κι όλος ο κόσμος εξαφανίζεται
ανοίγω τα βλέφαρα κι όλα ξαναγεννιούνται.
(Νομίζω πως σε έχω εφεύρει μέσα στο κεφάλι μου.
Δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου απ’ το μυαλό;)