Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε στις 27 ΓενÜρη του 1836 στο Lemberg (σημερινü Λβιβ) στη Γαλικßα απü ρωμαιοκαθολικοýς γονεßς κι Þταν αυστριακüς συγγραφÝας, ισπανογερμανικÞς καταγωγÞς με πολý Ýντονες σλÜβικες ρßζες. ΙδρυτÞ της οικογÝνειας μπορεß κανεßς να πει τον Don Matthias Sacher, Ýναν ισπανüν ευγενÞ που εγκαταστÜθηκε στη ΠρÜγα τον 16ο αιþνα. Ο πατÝρας του Þτανε διευθυντÞς της αστυνομßας στο ΛÝμπεργκ και παντρεýτηκε τη Charlotte Von Masoch, μιαν ουκρανÞ αριστοκρατικÞς καταγωγÞς. ΜετÜ 9 χρüνια γÜμου, γÝννησαν το 1ο τους παιδß, τον Λεοπüλντ, που 'τανε τüσον ασθενικü, που δε περßμενε κανεßς να επιζÞσει. Ωστüσο Üρχισε ν' αναλαμβÜνει, üταν τον Ýδωσαν σε μια ρωσßδα αγρüτισσα, για να τονε θηλÜσει και να τονε μεγαλþσει. Σε κεßνην οφεßλει üχι μüνο τη ζωÞ και την ανÜληψη της υγεßας του, αλλÜ και τη τροφÞ της φαντασßας του απü τους παρÜξενους και μελαγχολικοýς μýθους που του 'λεγε, αλλÜ και κÝρδισε και τη ψυχÞ του -καταπþς λÝει ο ßδιος αργüτερα-, γιατß Ýμαθε ν' αγαπÜ τους "παρακατιανοýς" ανθρþπους.
Παιδß ακüμα, 12 ετþν, βρÝθηκε στο μÝσο αιματηρþν γεγονüτων, λüγω των επαναστÜσεων και των μαχþν του 1848, στη περιοχÞ. ¸τσι, η οικογÝνεια, αναγκÜστηκε να μεταβεß στη ΠρÜγα, παρÜ το αδýνατο της υγεßας του. Εκεß πρωτοδιδÜχτηκε τα γερμανικÜ και τα 'καμε κτÞμα του. Σε πολý νεαρÞ ηλικßα λοιπüν, εßχε βρεß την ατμüσφαιρα κι ακüμη και μερικÜ απü τα χαρακτηριστικüτερα στοιχεßα, των ιδιαßτερων τýπων που χαρακτηρßσανε την εργασßα του ως μυθιστοριογρÜφο. Εßναι ενδιαφÝρον επßσης να επισημανθοýν τ' αρχικÜ στοιχεßα κεßνων των ιδιαιτεροτÞτων που 'χανε τüσον Ýντονες επιπτþσεις στη φαντασßα και στη σεξουαλικüτητÜ του. Απü μικρü παιδß Ýδειχνε να γοητεýεται απü τις σκληρÝς σκηνÝς ωμÞς βßας που βλÝπανε τα μÜτια του. Παρακολουθοýσεν üσο μποροýσε, τις εκτελÝσεις και τα βασανιστÞρια των υποδßκων αιχμαλþτων, που τýχαινε να διαδραματιστοýνε μπρος του. Οι βßοι των μαρτýρων-αγßων Þτανε τ' αγαπημÝνα του αναγνþσματα.
Με την εφηβεßα του, üλο τοýτο συρρικνþθηκε κÜπως στην εικüνα του να 'ναι σκλÜβος και να υποφÝρει τα πÜνδεινα απü μια γυναßκα με την οποßα θα 'ταν ερωτευμÝνος. ¼πως αναφÝρει κÜποιος ανþνυμος συγγραφÝας:
"...Οι γυναßκες της Γαλικßας εßτε κουμαντÜρουνε τους Üντρες τους βασανßζοντÜς τους και κÜνοντÜς τους σκλÜβους τους, εßτε πνßγονται οι ßδιες στην πιο σκληρÞ σκλαβιÜ που τους εντÜσσουν οι σýζυγοß τους".
Με το διÞγημÜ του αργüτερα, το "Schlichtegroll", ο Λεοπüλντ γνωστοποιεß, πως εßχε γßνει μÜρτυς μιας σκηνÞς, με Þρωες, τη κοντÝσσα Ζηνüβια Χ. κι Ýνα συγγενÞ απü τη μεριÜ του πατÝρα του. Η κοντÝσσα προφανþς Þταν απü τη μεριÜ των κυριαρχικþν γυναικþν της Γαλικßας. ΑυτÞ η σκηνÞ τονε σημÜδεψε δυνατÜ, η κοντÝσσα τον εντυπωσßασε με την ομορφιÜ και τη τÜση της να φορÜ γοýνες, αλλÜ και με τον σκληρü τρüπο συμπεριφορÜς της προς τους Üντρες. Μια μÝρα λÝει, που Þταν Üρρωστη κι εßχε πÜει να της κρατÞσει συντροφιÜ και να τη βοηθÞσει, μες στα καθÞκοντÜ του Þτανε και το να της πÜει τις παντοýφλες. Της τις πÞγε, της Ýβγαλε τα παποýτσια πριν της τις φορÝσει της εφßλησε τα πüδια. Η κοντÝσσα γÝλασε και του Ýδωσε μια καλÞ κλωτσιÜ. ΑυτÞ η κλωτσιÜ τονε πüνεσε, μα του Üρεσε πολý, τονε γÝμισε γλýκα. Επßσης μια μÝρα που παßζανε κρυφτü με τις αδερφÝς του, εκεßνος πÞγε και κρýφτηκε στο δωμÜτιο του ιματισμοý, πßσω απü τα ροýχα της κοντÝσσας. Λßγο μετÜ μπÞκε κεßνη με κÜποιον εραστÞ της κι αρχßσανε τις περιπτýξεις. Ο μικρüς κοιτοýσε και λßγο μετÜ μπÞκε φουριüζος κι απüτομα ο σýζυγος με δυο ακüμα μÜρτυρες. Η κοντÝσσα τους Üρχισε στις μπουνιÝς και τους πÝταξεν üξω κι ο εραστÞς βρÞκεν ευκαιρßα να γßνει λαγüς. Το κακü Þτανε πως ο μικρüς απü μια λÜθος κßνηση, ξεμπροστιÜστηκε κι η κοντÝσσα στρÝφοντας τη μανßα της πÜνω του, τον Ýδειρεν αλýπητα. Ο πüνος Þταν μεγÜλος αλλÜ η ευχαρßστηση μεγαλýτερη για το μικρü. ¼ταν πια τον Üφησε να φýγει με μια κλωτσιÜ, ο σýζυγος γýρισε και πρüλαβε να δει τη σκηνÞ. Ο μικρüς Ýκλεισε τη πüρτα πßσω του μα δεν απομακρýνθηκε. Δε μποροýσε να δει μα Üκουσε μετ' απü λßγο τις κραυγÝς του συζýγου απü το ξýλο της κοντÝσσας.
Δεν εßναι υπερβολÞ αν υποθÝσει κανεßς πως σε τÝτοιες σκηνÝς παιδικÞς ηλικßας, συνßσταται η ρßζα της μετÝπειτα φαντασßας και σεξουαλικüτητας του ΜÜζοχ. ¼λοι του οι βιογρÜφοι συμφωνοýνε, πως η γυναßκα πÞρε σημαντικÞ θÝση στη ζωÞ του κι üλες οι ηρωÀδες του Þτανε σκληρÝς κι üμορφες γυναßκες που πατοýσανε το τρυφερü τους ποδαρÜκι πÜνω στους λαιμοýς των... βασανισμÝνων αντρþν που τις αγαπÞσανε. ¼σον αφορÜ δε στο τι θεωροýσεν ελκυστικü και τß üχι, το περιγρÜφει ως εξÞς:
"¼μορφη γυναßκα, τη φαντÜζομαι με τις γοýνες της!" -για τη ποθητÞ- Þ "ΑυτÞ τη γυναßκα δε θα μποροýσα να τη φανταστþ με γοýνες!", για το αντßθετο.
Στο 1ο του μυθιστüρημα, το "Emissär", ενσωμÜτωσε στην ηρωßδα του την αντιφατικÞ μορφÞ της κοντÝσσας, με τις γοýνες και τα κτυπÞματα, αγαπημÝνα του σýμβολα για üλο το υπüλοιπο της ζωÞς του, που βρßσκουνε τη ρßζα τους στο επεισüδιο αυτü της παιδικÞς του ζωÞς.
Στην επανÜσταση του 1848, στα 13 του περßπου, Ýλαβε το "βÜπτισμα του πυρüς" υπερασπßζοντας Ýν οδüφραγμα με μια συγγενÞ του νεαρÞ κυρßα, "...μιαν αμαζüνα με το πιστüλι ζωσμÝνο στη μÝση της...", üπως τη περιÝγραψε κι απεικüνισεν ο ßδιος αργüτερα. Στη ΠρÜγα λοιπüν üταν Ýφτασε ξεκßνησε τις σπουδÝς του, στις οποßες επÝδειξεν αξιοσημεßωτο ζÞλο και γρÞγορα το ταλÝντο του Üρχισε να φαßνεται σε θεατρικÜ και διηγÞματα. ΜÜλιστα βοηθÞθηκε πολý κι απü τις καλλιτεχνικÝς προτιμÞσεις του πατÝρα του. ΓρÞγορα ο Γκαßτε κι ο Γκüγκολ γßναν οι αγαπημÝνοι του. Στα 16 του Ýνα τρομερü συμβÜν, Þρθε να τον αλλÜξει προς το πιο σοβαρü, Þρεμο και μελετημÝνο: ο θÜνατος της αδερφÞς του. Αυτü το συμβÜν θα το θεωρεß ο ßδιος, σα μεγÜλο σταθμü μελαγχολßας στη ζωÞ του. Στα πανεπιστÞμια της ΠρÜγας και του Γκρατζ, λßγον αργüτερα, καταφÝρνει ν' αριστεýσει στα NομικÜ. Σýντομα αναγορεýτηκε σα ΔιδÜκτορας Δικαßου μ' εξειδßκευση στην Ιστορßα, καθþς παρουσßασε μια μελÝτη για την ΕξÝγερση της ΓÜνδης, (Der Aufstand In Gent). Eγινε καθηγητÞς της ΓερμανικÞς Ιστορßας στο Γκρατζ, τo 1857. ΣταδιακÜ üμως η λατρεßα του για τη λογοτεχνßα, απομÜκρυνεν þσπου εξαφÜνισε τη παρουσßα του στη διδασκαλßα.
¸λαβε μÝρος στον πüλεμο του 1857-66 στην Ιταλßα και μÜλιστα η δρÜση του στη μÜχη του Solferino (μÜχη τüσο πολýνεκρη, που προβλημÜτισε κι ενÝπνευσε τον Ερρßκο ΝτυνÜν, να γρÜψει τις "ΑναμνÞσεις Απü Τη ΜÜχη Του Σολφερßνο" κι αργüτερα να ιδρýσει τον Ερυθρü Σταυρü), διακρßθηκεν ιδιαßτερα. Αυτü üμως λßγη σημασßαν εßχε στη φÞμη απü τη τÝχνη του, που συνεχþς μεγÜλωνε και γινüτανε γνωστüς σ' üλη την Ευρþπη. Επßσης μια σειρÜ, μικρÞς διÜρκειας, σχÝσεων με τ' Üλλο φýλο, που η καθεμιÜ Þταν πηγÞ ανüθευτης ευτυχßας, για üσο κρατοýσε, επηρÝασε τη τÝχνη του. Σ' üλες αυτÝς, κρατοýσε τον ...αγαπημÝνο του ρüλο. ΠÝρασε μÜλιστα μερικÝς απü τις πιο ευτυχισμÝνες στιγμÝς του, üταν Ýφυγε για λßγο στη Φλωρεντßα, με μια ρωσßδα πριγκÞπισσα, κρατþντας τον ρüλο του ιδιαιτÝρου... γραμματÝα της. ΒÝβαια, συχνÜ τοýτες οι περιπÝτειες καταλÞγανε στη δυστυχßα και τη μιζÝρια. Σε μιαν απ' αυτÝς, που θα τονε ταλαιπωρÞσει πÜνω απü 4 χρüνια, θα γρÜψει το: "Die Geschiedene Frau, Passionsgeschichte Εines Idealisten", βÜζοντας πολλÞ απü τη προσωπικÞ του περιπÝτεια. Την ßδια εποχÞ θα συνδεθεß μ' Ýνα νεαρü κι üμορφο κορßτσι, γλυκü και χαριτωμÝνο. Λßγο μετÜ, συνÜντησε μιαν 27Üχρονη γυναßκα απü το Γκρατζ, τη Laura-Aurora Von Rumelin που 'φτιαχνε γÜντια κι Ýμενε με τη μητÝρα της. ¹τανε ταπεινÞς καταγωγÞς μα εßχε μια φυσικÞ στÜση ζωÞς, δυνατüτητες κι υψηλÞ νοημοσýνη. Το διÞγημÜ του, "Schlichtegroll" αντιπροσωπεýει αυτÞ τη μυστηριακÞ τους συνεýρεση.
Στην αρχÞ υπÞρξε πολý μυστÞριο στη σχÝση τους που πÝρασε απü πολλÜ κýματα, ωστüσο η ισχυρÞ Ýλξη που αναπτýχθηκε τους οδÞγησε στο να παντρευτοýν το 1873, δεδομÝνου πως Þρθε κι Ýνα παιδß δικü τους στο φως. Την þθησε να γρÜφει και να υπογρÜφει με το ψευδþνυμο Wanda Von Dounajew. Ωστüσο, üχι για πολý, γιατß ο δýσκολος χαρακτÞρας του κι η μη συμφωνßα της στα ...ερωτικÜ γοýστα του, φÝρανε γρÞγορα τη διÜλυση του γÜμου. ΣυνδÝεται με την γραμματÝα και μεταφρÜστριÜ του, Hulda Meister κι η ΛÜουρα τον εγκαταλεßπει και πηγαßνει να ζÞσει στο Παρßσι, üπου, πολý αργüτερα, γρÜφει τ' απομνημονεýματÜ της (Lebensbeichre, 1906, "ΕξομολογÞσεις Μιας ΖωÞς") με πολλÜ κακÜ κι ανακριβÞ στοιχεßα για τον πρþην σýζυγο και την... ερωμÝνη του. ΑυτÞν ειδικÜ τη κατηγορεß ως ευτελÞ, αλλÜ οι βιογρÜφοι üλοι συμφωνοýνε πως υπÞρξεν αριστοκρατικÞ γυναßκα, καλοý χαρακτÞρα και περιÝβαλε τον Λεοπüλντ μ' αγÜπη που 'μοιαζε με μητρικÞ. Τοýτο δεν εκπλÞσσει γιατß μπορεß να 'ταν εκκεντρικüς üσον αφορÜ στη σεξουαλικüτητÜ του, μα κατÜ τ' Üλλα Þτανε γλυκýτατος, συμπονετικüτατος και καλüς σα χαρακτÞρας και σ' αυτü συμφωνοýν üλοι: θαυμαστÝς κι επικριτÝς του. Εßχε πολý λßγες ανÜγκες και πÜθη. Δεν Þπιε και δε κÜπνισε ποτÝ του, λÜτρευε τα παιδιÜ και τη γυναßκα. Η σýζυγüς του αναφÝρει πως "...Þτανε καλüς σα παιδß κι Üτακτος σα μαúμοý".
ΠροσπÜθησε στη πραγματικÞ του ζωÞ να πετýχει τις φαντασιþσεις του με την γυναßκα του και την ερωμÝνη του, τη βαρüνη ΦÜννι Πßστορ. Στις 8 Δεκεμβρßου 1869 ο ΜÜζοχ κι η ερωμÝνη του υπÝγραψαν συμβüλαιο καθιστþντας τον σκλÜβο της για μια περßοδο 6 μηνþν, με τον üρο üτι η βαρüνη θα φορÜ γοýνες üσο το δυνατüν συχνüτερα, ειδικÜ üταν Þτανε σε σκληρÞ διÜθεση. Ο Λεοπüλδος πÞρε το ψευδþνυμο "ΓκρÝγκορ" το üνομα ενüς στερεüτυπου αρσενικοý υπηρÝτη, και υποδυüταν τον υπηρÝτη της βαρüνης. Οι δýο ταξßδεψαν με τρÝνο για την Ιταλßα. ¼πως και στην Αφροδßτη με τις Γοýνες, ταξßδεψε στη 3η θÝση, ενþ η Βαρüνη στη 1η.
Το 1880 γßνεται συντÜκτης των Φιλολογικþν Τετραδßων (Belletristische Blatter) που εκδßδονταν στη ΒουδαπÝστη κι απü το 1881-91 συντÜκτης της επιφυλλßδας Neue Badische Landes-Zeitung, στο ΜανχÜιμ. ΠαρÜλληλα διευθýνει κι εκδßδει στη Λειψßα την Επιθεþρηση: "Στα ¾ψη" (Auf Der Hoche 1881-84). Το 1883 μαζß με τη Hulda Meister, εγκατασταθÞκανε στο Lindeheim, Ýνα χωριü στη Γερμανßα, κοντÜ στο Taunus, στην ¸σση. Παßρνει διαζýγιο το 1886, μα δε παντρεýτηκε ξανÜ, απλÜ συζÞσανε μαζß. Εδþ γεννηθÞκανε δυο παιδιÜ τους κι Ýζησεν üλη την υπüλοιπη ζωÞ του με ειρÞνη κι ηρεμßα, γρÜφοντας. ΕπειδÞ μÜλιστα απü μικρüς εßχεν αγαπÞσει τα λαúκÜ στρþματα, κατÜφερε ν' αναμιχθεß με τους αγρüτες και να γßνει κÜτι σαν τον Τολστüι του Lindeheim. ¹τανε φßλος üλων των αγροτþν της περιοχÞς και τα βιβλßα που 'γραψε δω, Ýχουν αυτü το χαρακτÞρα. ΥπÞρξε δε πολý γüνιμος συγγραφÝας, Ýχοντας γρÜψει πÜνω απü 100 μυθιστορÞματα Þ συλλογÝς διηγημÜτων. Τα περισσüτερα Ýχουνε βÜση τους διÜφορους κýκλους που γνþρισε απü τη παιδικÞ του ηλικßα, μÝχρι τα χρüνια που Ýζησε σα δημοσιογρÜφος κι Üνθρωπος του θεÜτρου.
Τα καλλßτερÜ του διηγÞματα του θεατρικοý κüσμου εßναι συλλογÞ 24 διηγημÜτων με τßτλο " Η Ψεýτικη Ερμßνα" (Falscher Hermelin, 1873 & 1879), ωστüσο το ταλÝντο του φτÜνει σε μεγÜλη δýναμη στις "Πολωνοεβραßικες Ιστορßες" (Polnische Jundengeschichten, 1886) κι ακüμα μεγαλýτερη στις "ΓαλικιανÝς Ιστορßες" (1876) που 'ναι γεμÜτες με καυστικü και χρωματιστü ρεαλισμü. Η βαθειÜ απαισιοδοξßα που ποτßζει το Ýργο του και που θα φτÜσει ως τις ακραßες της συνÝπειες στα επüμενα -εκ των οποßων εßναι κι "Η Αφροδßτη Με Τις Γοýνες" (Venus In Pelz)-, θα γεννÞσει αυτÞ τη μορφÞ του αισθησιασμοý και της χαρακτηριστικÞς ιδιαιτερüτητας, που ο ψυχßατρος R. Von Krafft-Ebing, θα κατονομÜσει... μαζοχισμü. ΤÝλος πρÝπει να ποýμε πως υπÝγραψε πολλÜ απü τα Ýργα του με τα ψευδþνυμα: Charlotte Arand & Zoe Von Rodenbach.
Ο ΜÜζοχ Ýκανε τερÜστιες προσπÜθειες στη Λειψßα μÝσω του μηνιαßου προοδευτικοý περιοδικοý Στον Κολοφþνα: ΔιεθνÞς Επισκüπηση να πολεμÞσει τον ντüπιο αντισημιτισμü. Επßσης καλοýσε για τη χειραφÝτηση των γυναικþν αλλÜ και τη καθολικÞ ψηφοφορßα. Ας σημειωθεß πως εßναι μακρυνüς θεßος και της τραγουδßστριας ΜαριÜν ΦÝιθφουλ. Στο τÝλος της ζωÞς του Ýπασχε απü ψυχικÜ προβλÞματα, κλεßστηκε σε Üσυλο üπου κÜποιοι ισχυρßζονται üτι εκεß και πÝθανε. Θα πεθÜνει στο Lindeheim, στις 9 ΜÜρτη του 1895, σ' ηλικßα 59 ετþν και θα θαφτεß εκεß, κοντÜ στην οικογÝνειÜ του και τους πολλοýς φßλους του.
_____________________
(απüσπασμα)
...
...Η κατÜσταση του νου μου εßναι αρκετÜ παρÜξενη, üσο γρÜφω αυτÝς τις γραμμÝς. Μου φαßνεται πως ο αγÝρας εßναι γεμÜτος απü Ýνα διαπεραστικü Üρωμα λουλουδιþν που με ζαλßζει και μου φÝρνει πονοκÝφαλο. Ο καπνüς στο τζÜκι στροβιλßζεται και τα ελßγματÜ του σχηματßζουν μικροýς καλλικαντζÜρους με γκρßζα γÝνεια, που με δεßχνουν κοροúδευτικÜ. Στρουμπουλοß ερωτιδεßς ανεβαßνουνε στα μπρÜτσα της καρÝκλας μου και στα γüνατÜ μου, και πρÝπει να γελþ σε βÜρος μου, üσο θα περιγρÜφω τις περιπÝτειÝς μου, κι ας μην εßναι γραμμÝνες με συνηθισμÝνο μελÜνι, αλλÜ με κατακüκκινον αßμα που στÜζει απü τη καρδιÜ μου, γιατß ξανοßγονται τþρα üλες οι πληγÝς, που επουλωθÞκαν με τον καιρü κι Ýτσι η καρδιÜ μου συνταρÜζεται κι υποφÝρει, κι üλο και κÜποιο δÜκρυ πÝφτει εδþ κι εκεß, πÜνω στο χαρτß.
Οι μÝρες περνοýσανε πÜρα πολý αργÜ στα ΜικρÜ ΚαρπÜθια. Δε βλÝπεις κανÝνα και δε σε βλÝπει κανÝνας. ¹τανε βαρετü να γßνεις συγγραφÝας ενüς ειδυλλßου. ΥπÞρχε τüσος ελεýθερος χρüνος που 'φτανε για να ζωγραφßζεις κÜμποσους πßνακες για μια γκαλερß, να προμηθεýεις καινοýργια Ýργα για μιαν ολÜκερη θεατρικÞ περßοδο, να προετοιμÜζεις κονσÝρτα για μια ντουζßνα εκτελεστÝς με ντουÝτα και τρßηχα. Εγþ üμως δε κατÜφερα τßποτα, πÝρ' απü το τÝντωμα του καμβÜ της ζωγραφικÞς, το σιÜξιμο του δοξαριοý, το χÜραγμα γραμμþν στη παρτιτοýρα, γιατß αλßμονο, πρÝπει να παραδεχτþ πως εßμαι ερασιτÝχνης στη ζωγραφικÞ, στη ποßηση, στη μουσικÞ και σε πολλοýς Üλλους Üχρηστους, δÞθεν τομεßς της γνþσης, που αποφÝρουνε στους κυρßους τους τις αποδοχÝς υπουργοý και τους κÜμουν μικροýς ηγεμüνες. ΠÜνω απ' üλα üμως, εßμαι ερασιτÝχνης στον Ýρωτα. ΜÝχρι τþρα, αγÜπησα Ýτσι üπως ζωγρÜφισα και στιχοýργησα. Δε προχþρησα δηλαδÞ, ποτÝ πÝρ' απü τη πρþτη πρÜξη, τον πρþτο στßχο. Εßμαι Ýνας απü κεßνους τους ανθρþπους, που 'χουνε τη διÜθεση ν' αρχßσουνε κÜτι, αλλÜ που δε το τελειþνουνε ποτÝ. ΤÝλος τα σχüλια. Ας Ýρθουμε στο θÝμα.
Καθüμουνα κοντÜ στο παρÜθυρο κι ανακÜλυψα ξαφνικÜ πως ο χþρος γýρω μου δεν Þταν αντιπαθητικüς, αλλ' αρκετÜ ποιητικüς. Τß θÝα Þταν αυτÞ, απü τις κορυφÝς του ηλιüλουστου βουνοý, μεταξý των οποßων ξεχýνονταν οι χεßμαρροι, σαν ασημÝνιες ζþνες. Πüσο καθÜριος και γαλανüς Þταν ο ουρανüς, μÝχρι τον οποßον ορθþνονταν οι χιονοσκÝπαστες βουνοκορφÝς και πüσο πρÜσινες και δροσερÝς Þταν οι πλαγιÝς αυτþν των βουνþν και τα βοσκοτüπια üπου βοσκοýσανε μικρÜ κοπÜδια κι ακüμα χαμηλüτερα, πüσο κßτρινοι Þταν οι αγροß του κυματιστοý σταριοý, üπου εργÜζονταν οι θεριστÝς κινοýμενοι πÜνω-κÜτω. Το σπßτι που Ýμενα, βρισκüτανε σ' Ýνα πÜρκο αναψυχÞς, δÜσος Þ ερημüτοπο, το λÝτε üπως σας αρÝσει κι Þτανε πολý μοναχικü. Εκτüς απü μÝνα, οι Ýνοικοι αυτοý του σπιτιοý Þταν: μια χÞρα απü το ΛÝμπεργκ και μια ΜαντÜμ Ταρτακüφσκα, μια μικρüσωμη ηλικιωμÝνη κυρßα που ζÜρωνε καθημερινÜ. Να μην αναφÝρω, Ýνα γÝρο σκýλο που κοýτσαινε απü το 'να πüδι και μια νεαρÞ γÜτα, που 'παιζε πÜντα μ' Ýνα κουβÜρι και που νüμιζα πως ανÞκε στην üμορφη χÞρα.
ΑυτÞ Þτανε πολý üμορφη, Þτανε χÞρα κι αρκετÜ νÝα, üχι πÜνω απü εικοσιπÝντε χρονþ και πολý ευκατÜστατη. ¸μενε στον πρþτον üροφο κι εγþ στο ισüγειο. Τα πρÜσινα παντζοýρια της Þτανε πÜντα τραβηγμÝνα κι εßχε μπαλκüνι στολισμÝνο μ' αναρριχητικÜ φυτÜ. Εγþ αντßθετα, εßχα μιαν Üνετη γωνßτσα, μια κρεβατßνα που διÜβαζα, Ýγραφα, ζωγρÜφιζα και τραγουδοýσα σα πουλß. Η ματιÜ μου μποροýσε να φτÜνει το μπαλκüνι üπου φαßνονταν κατÜ διαστÞματα, Ýν Üσπρο φüρεμα μες απü το πρÜσινο πλÝγμα του παντζουριοý. Στη πραγματικüτητα, η üμορφη κυρßα του πÜνω ορüφου δε μου προκαλοýσε κανÝνα ενδιαφÝρο, γιατß Þμουνα ερωτευμÝνος με μιαν Üλλη, πιο θλιβερÜ ακüμα κι απü τον ΣεβαλιÝ ¸γκενμπουργκ και τους ΓκριÝ στο "Μανüν Λεσκþ", αφοý η αγαπημÝνη μου Þτανε πÝτρινη.
Στην Üκρη του κÞπου υπÞρχε μια μικρÞ Þρεμη Ýκταση με γρασßδι, üπου Ýβοσκεν ειρηνικÜ Ýνα ζευγÜρι Þμερων ελαφιþν. Σ' αυτÞ τη πελοýζα βρισκüταν Ýνα πÝτρινο Üγαλμα της Αφροδßτης, που το αυθεντικü του νομßζω εßναι στη Φλωρεντßα. ΑυτÞ η Αφροδßτη Þταν η πιο τÝλεια γυναßκα που 'χα δει στη ζωÞ μου. Αυτü βÝβαια δεν Ýχει και πολý νüημα, μια κι εßχα γνωρßσει ελÜχιστες γυναßκες, -χωρßς να λογαριÜσουμε τις üμορφες γυναßκες- κι üπως Þμουν μüνον ερασιτÝχνης στον Ýρωτα, δεν εßχα προχωρÞσει ποτÝ πÝρα απü τα προκαταρκτικÜ της πρþτης επαφÞς. Τß κÜνει η χρÞση του λüγου στον υπερθετικü, λες και θα γινüταν να ξεπεραστεß κÜποτε αυτü που 'ναι πανÝμορφο. ΑρκετÜ! ΑυτÞ η Αφροδßτη Þταν ωραßα και την αγÜπησα με πÜθος και πüνο, βαθιÜ και τρελÜ, Ýτσι üπως μπορεß κÜποιος ν' αγαπÞσει μια γυναßκα πραγματικÜ ζωντανÞ. Κι εκεßνη ανταποκρινüταν σ' αυτü τον Ýρωτα μ' Ýνα χαμüγελο παντοτινÜ ßδιο κι Þρεμο, Ýνα πÝτρινο χαμüγελο. ΑληθινÜ τη λÜτρευα.
ΣυχνÜ, ενþ ο Þλιος Ýστελνε τις ζεστÝς ακτßνες του πÜνω στα δÜση, διÜβαζα ξαπλωμÝνος κÜτω απü τον θαμνþδη θüλο μιας νεαρÞς βαλανιδιÜς. Επισκεπτüμουνα συχνÜ τη νýχτα, τη ψυχρÞ και σκληρÞ αγαπημÝνη μου κι Ýπεφτα στα γüνατα μπρος της, ακουμπþντας το πρüσωπü μου πÜνω στη πÝτρα üπου ξεκουρÜζονταν τα πüδια της και τη προσκυνοýσα. Το θÝαμα Þταν απερßγραπτο μüλις Ýβγαινε το φεγγÜρι. ¹τανε στη γÝμισÞ του üταν Ýστελνε -πßσω απü τα δÝντρα- τις ασημÝνιες λÜμψεις του πÜνω στο γρασßδι κι Ýλουζε τη θεÜ μ' Ýν απαλü φως.
ΚÜποτε, γυρßζοντας στο δωμÜτιü μου μες απü Ýνα μονοπÜτι που οδηγοýσε στο σπßτι, εßδα ξαφνικÜ μια γυναικεßα φιγοýρα Üσπρη σα πÝτρα, ολüλαμπρη μες στο φεγγαρüφωτο. Μας χþριζε μüνον Ýνας φρÜχτης. Μου φÜνηκε πως η üμορφη μαρμαρÝνια λαßδη μου, μ' εßχε λυπηθεß κι αφοý ζωντÜνεψε, μ' ακολοýθησε -αλλÜ εγþ κυριεýτηκα απ' ανεßπωτο τρüμο, η καρδιÜ μου πÞγαινε να σπÜσει και δε μποροýσε να χτυπÞσει... ΠραγματικÜ λοιπüν, Þμουν ερασιτÝχνης, ανßκανος να προσθÝσω Üλλον Ýνα στßχο στη μοναδικÞ στροφÞ μου. ΠÞρα τα πüδια μου üσο πιο γρÞγορα μποροýσα, απο κει.
Με την ευκαιρßα, Ýνας εβραßος που πουλοýσε φωτογραφßες γλßστρησε μες στο χÝρι μου το πορτραßτο του ειδþλου μου. ¹ταν Ýνα μικρü αντßγραφο της "Αφροδßτης ΜπροστÜ Στον ΚαθρÝφτη" του ΤιτσιÜνο, -τß γυναßκα! ΠρÝπει να γρÜψω ποßημα. ¼χι! Αντßθετα, παßρνω τη φωτογραφßα και γρÜφω απü κÜτω:
"Η Αφροδßτη με τις Γοýνες.
Κρυþνεις η ßδια, ανÜβεις φωτιÝς στους Üλλους. Τυλßξου στις γοýνες του τυρÜννου σου γιατß εßναι κατÜλληλες για σÝνα πιüτερο, απ' οιανδÞποτε Üλλη, Ýτσι που 'σαι σκληρÞ, θεÜ του Ýρωτα και της ομορφιÜς!"
Την επüμενη στιγμÞ, μου 'ρθε να διασκευÜσω μερικοýς στßχους του Γκαßτε, που 'χα βρει τελευταßα στο πρελοýδιü του, στον ΦÜουστ:
Στον ¸ρωτα
Το ζευγÜρι τα φτερÜ του εßναι ψÝμμα
Τα βÝλη εßναι νýχια αρπακτικþν
Το στεφÜνι που κρýβει τα μικρÜ τα κÝρατα
Αυτüς εßναι αναμφßβολα
¼πως üλοι οι Θεοß της ΕλλÜδας
¸νας δαßμονας μεταμφιεσμÝνος
Τüτε Ýβαλα μπρος στο τραπÝζι την εικüνα, στηρßζοντÜς τη σ' Ýνα βιβλßο και την κοßταζα. Η ψυχρÞ φιλαρÝσκεια που τýλιγε τις χÜρες της στις γοýνες η υπÝροχη γυναßκα, η αυστηρüτητα κι η λιτüτητα, που λÜμπανε στο χλωμü της πρüσωπο, με συναρπÜζανε και με τρομÜζανε ταυτüχρονα. ΠÞρα τη πÝνα μου κι Ýγραψα απü πßσω, τις παρακÜτω λÝξεις:
"Τß ευτυχßα ν' αγαπÜς και ν' αγαπιÝσαι! και δε συγκρßνεται με την ωμÞν ευδαιμονßα üταν λατρεýουμε μια γυναßκα, που μας κÜνει παιγνßδι, üταν γινüμαστε δοýλοι ενüς üμορφου τυρÜννου, που μας ποδοπατÜει ανελÝητα κÜτω απ' τα πüδια του. ¸τσι Ýγινε με τον Σαμψþν, τον Þρωα, τον κολοσσü, που αφÝθηκε στα χÝρια της ΔαλιδÜς, που τονε πρüδωσε και τονε ξαναπρüδωσε και μπρος της οι Φιλισταßοι τον Ýδεσαν και του βγÜλανε τα μÜτια, κεßνα που απολαμβÜνανε την üμορφη προδüτρια, μεθυσμÝνος απü Ýρωτα, μÝχρι τη τελευταßα στιγμÞ".
¸παιρνα πρωινü στη κρεβατßνα με το αγιüκλημα, διαβÜζοντας το βιβλßο της ΙουδÞθ που φθονοýσε τη μοßρα του ΟλοφÝρνη του Ευγενοýς, ο οποßος εßχεν Ýνα πολý üμορφο θÜνατο στα χÝρια της γυναßκας, που του 'κοψε το κεφÜλι.
"Ο Παντοδýναμος τονε τιμþρησε και τονε παρÝδωσε στα χÝρια μιας γυναßκας".
Αυτü μου φÜνηκε περßεργο. 'Πüσον Üτυχοι εßναι οι εβραßοι', σκÝφτηκα. ¼σο για τον Θεü τους, δε μποροýσε να διαλÝξει μια πιο ταιριαστÞ φρÜση, üταν αναφερüτανε στο ωραßο φýλο. "Ο Παντοδýναμος τονε τιμþρησε και τονε παρÝδωσε στα χÝρια μιας γυναßκας", επανÝλαβα μÝσα μου. ¼σο για μÝνα, πως μπορþ να τονε κÜμω να με τιμωρÞσει; Κýριε, βοÞθησÝ μας. Να! Ýρχεται η οικονüμος μας, που κÜθε μÝρα μαζεýει και πιο πολý. Και να! εκεß ανÜμεσα στα μπλεγμÝνα κλαδιÜ ξαναφÜνηκε το λευκü φüρεμα. ¹ταν η Αφροδßτη Þ η χÞρα;
ΑυτÞ τη φορÜ Þτανε σßγουρα η χÞρα κι εßχε στεßλει τη ΜαντÜμ Ταρτακüφσκα, που υποκλßθηκε, για να μου ζητÞσει κÜτι να διαβÜσει. ¸τρεξα στο δωμÜτιü μου κι Ýφερα δυο τüμους. ¹τανε πολý αργÜ üταν θυμÞθηκα πως στον Ýναν απ' αυτοýς βρισκüταν η φωτογραφßα του πßνακα της Αφροδßτης. Τþρα οι διαχýσεις μας βρßσκονταν στα χÝρια της χλωμÞς κυρßας. Τß θα τους Ýκανε; Την Üκουσα να γελÜ. Γελοýσε σε βÜρος μου;
¸να γεμÜτο φεγγÜρι. Ο δßσκος φÜνηκε κιüλας πÜνω απ' τις κορφÝς των ελÜτων, που πλαισιþνανε το πÜρκο. Η γη λοýστηκε με φως που χÜριζε στιλπνüτητα στα φυλλþματα και σ' üλο το τοπßο, üσο μακρυÜ μποροýσε να δει το μÜτι, καθþς ξεθþριαζεν αμυδρÜ στο βÜθος, üμοια με το τρεμοýλιασμα των νερþν. Δε μποροýσα ν' αντÝξω το θÝαμα, με παρÝσυρε και με καλοýσε τüσον ασυνÞθιστα, που ξαναντýθηκα και βγÞκα στον κÞπο. ΠÞγαινα προς το λιβÜδι, το λιβÜδι της θεÜς μου, της πολυαγαπημÝνης μου. Η νýχτα Þτανε ψυχρÞ και κρýωνα. Ο αγÝρας Þταν μεθυστικüς απü τη μυρωδιÜ των λουλουδιþν. Τß γαλÞνη! Τß μουσικÞ στην ατμüσφαιρα! Η τÝλεια Ýκφραση της ψυχÞς κÜποιου αηδονιοý. Τ' αστÝρια λαμπυρßζανε σ' Ýναν αιθÝριο μπλε ουρανü. Το λιβÜδι Ýμοιαζε με καθρÝφτη Þ με παγωμÝνη λιμνοýλα.
Το Üγαλμα της Αφροδßτης Ýστεκε σεβαστü κι ακτινοβüλο. Μα ...τß Þταν αυτü; Η θεÜ Þτανε σκεπασμÝνη μ' Ýνα βαρý ροýχο απü ζιμπελßνα, απü τους μαρμαρÝνιους þμους, μÝχρι τους αστραγÜλους. ¸μεινα Üναυδος και τη κοßταζα αμÞχανα, οπüτε κυριευμÝνος απü Ýναν απερßγραπτο φüβο, τρÜπηκα σε φυγÞ για σιγουριÜ. ΕπιτÜχυνα το βÞμα μου κι ανακÜλυψα πως εßχα πÜρει λÜθος μονοπÜτι. Μüλις Ýστριψα στο πλÜι σ' Ýν απü τα χορταριασμÝνα δρομÜκια, βρÝθηκα αντιμÝτωπος με την Αφροδßτη, üχι την üμορφη γυναßκα του γλυπτοý, μα τη πραγματικÞ θεÜ του Ýρωτα, που το αßμα της Þτανε καφτü κι ο σφυγμüς της χτυποýσε. Καθüτανε σ' Ýνα πÝτρινο πÜγκο. Ναι, μ' εßχεν ερωτευτεß, σαν το Üγαλμα που 'ρθε στη ζωÞ για τον δημιουργü του. Η λευκÞ κüμμωση της θεÜς, μου φαινüταν ακüμα πÝτρινη, τα λευκÜ της ροýχα λαμπυρßζανε σα τη σελÞνη, -Þ μÞπως Þταν η εντýπωση του σατÝν;- κι απü τους þμους της πÝφταν οι ζιμπελßνες, ενþ τα χεßλη της Þτανε γνÞσια κüκκινα, τα μÜγουλÜ της πουδραρισμÝνα και τα μÜτια της ρßχνανε πÜνω μου δυο πρÜσινες διαβολικÝς ακτßνες. Και πþς γελοýσε!
Το γÝλιο της Þτανε τüσο παρÜξενο -δε μποροýσε, αλßμονο, να περιγραφεß με λüγια- που μου 'κοβε την ανÜσα. ¸γινα πÜλι καπνüς, αλλÜ Ýπρεπε να σταματþ κÜθε στιγμÞ σχεδüν, για να μπορþ να παßρνω ανÜσα, ενþ το κοροúδευτικü γÝλιο της μ' ακολουθοýσε συνεχþς σ' üλο το μÞκος των σκοτεινþν μονοπατιþν με τις συστÜδες, πÜνω απü το φεγγαρüλουστο γρασßδι, μες απü τις λüχμες, που τις διαπερνοýσανε μοναχικÝς φεγγαραχτßδες. ¸χασα τον δρüμο, πÝρασα πολλÝς φορÝς απü τα ßδια μÝρη και το μÝτωπü μου γÝμισε σταγüνες κρýου ιδρþτα... ΦÜνηκε τüτε ξανÜ -ακüμη ακτινοβüλα- κÜτω απü το φýλλωμα που μÝσα του Ýλαμπε το φεγγÜρι, η αγαπημÝνη λευκÞ πÝτρινη φιγοýρα της γυναßκας που λÜτρευα και φοβüμουνα και που απü μπρος της το 'σκασα γι' Üλλη μια φορÜ. ΚÜνοντας μερικÜ βÞματα, Ýφτασα σπßτι, πÞρα μιαν ανÜσα και συλλογßστηκα...
Το επüμενο πρωι Þταν αποπνικτικü, ο αγÝρας βαρýς γιομÜτος εξωτικÜ αρþματα. Καθüμουνα πÜλι στη κρεβατßνα και διÜβαζα την ιστορßα της μÜγισσας, απü την Οδýσσεια, που μεταμüρφωσε τους θαυμαστÝς της σε ζþα. ΜαγευτικÞ εικüνα Ýρωτα μιας Üλλης εποχÞς. Μες απü τα φýλλα και τα κλαδιÜ περνοýσε ελαφρý αερÜκι που σÞκωνε τις σελßδες του βιβλßου κι εγþ μποροýσα ν' αφουγκρÜζομαι το θρüισμα ενüς γυναικεßου φουστανιοý στο μονοπÜτι. ¹ταν η Αφροδßτη χωρßς τις γοýνες της, üχι! αυτÞ τη φορÜ Þταν η χÞρα κι η Αφροδßτη ταυτüχρονα. Ω! τß γυναßκα! Πüσον ελκυστικÞ Þταν με το ανÜλαφρο μακρý της φüρεμα, ενþ αδιαφοροýσε για μÝνα. Τα ωραßα της χαρακτηριστικÜ Þτανε ποιητικÜ και χαριτωμÝνα μαζß. Το κορμß της δεν Þταν μÞτε ψηλü, μÞτε κοντü και το πρüσωπü της πιο ελκυστικü και πιο προκλητικü -στο στυλ της εποχÞς των Γαλλßδων μαρκησιþν- και κατÜ συνÝπειαν αυστηρÜ ωραßο, αν κι Þταν ολüτελα γοητευτικü. Μα τß γλυκýτητα και τß τσαχπßνικη χÜρη πÞγαζε απ' üλο της το παρουσιαστικü, απü το μικρü της στüμα. Η επιδερμßδα της Þτανε τüσο λεπτÞ που εýκολα μποροýσες να διακρßνεις τις μπλε φλÝβες ακüμα και μες απü τη μουσελßνα που σκÝπαζε τα χÝρια και το λαιμü της. Τα κατακüκκινα μαλλιÜ της πÝφτανε σε πλοýσιες μποýκλες -γιατß τα μαλλιÜ της Þτανε καστανοκüκκινα, οýτε ξανθÜ, οýτε χρυσαφÝνια- και παιχνιδßζανε γýρω απü τον αυχÝνα της μ' αληθινÜ διαβολικü, μα πÜντα θαυμαστü τρüπο. Και τþρα τα μÜτια της εκτοξεýανε πÜνω μου πρÜσινες ακτßνες, γιατß Þτανε κυριολεκτικÜ πρÜσινα, σα πολýτιμα πετρÜδια, σα βαθιÝς και μυστηριþδεις βουνßσιες λßμνες κι η απαλÞ τους δýναμη Þταν απερßγραπτη.
Πρüσεξε τη μεγÜλη μου σýγχυση εξ αιτßας της οποßας παρÝμενα καθιστüς, χωρßς να της βγÜλω το καπÝλο μου. ΧαμογÝλασε δüλια. Σηκþθηκα τελικÜ και τη χαιρÝτησα. ¹ρθε προς το μÝρος μου και ξÝσπασε σε γÝλια σα παιδß. Τραýλισα, üπως θα τραýλιζε μüνον Ýνας ερασιτÝχνης Þ Ýνας πßθηκος, σε μια τÝτοια στιγμÞ. ¸τσι γνωριστÞκαμε. Η θεÜ ρþτησε τ' üνομÜ μου και μου 'πε το δικü της. Λεγüτανε ΒÜντα Φον ΝτουνÜγιεφ. Κι Þτανε πραγματικÜ η Αφροδßτη μου...
-"Μα κυρßα, πþς σας Þρθεν αυτÞ η ιδÝα";
-"Απü τη μικρÞν εικüνα που βρÞκα σε κÜποιο βιβλßο σας".
-"Το 'χα ξεχÜσει τελεßως..."
-"Κι οι παρÜξενες σημειþσεις σας απü πßσω..."
-"ΠαρÜξενες, γιατß";
Με κοßταξεν ερευνητικÜ.
-"ΠÜντα Þθελα να γνωρßσω κÜποιο πραγματικÜ εκκεντρικü για να μου αλλÜξει τις αισθησιακÝς απολαýσεις. Σεις μου φαßνεστε μια απü τις πιο εκκεντρικÝς, πιο εξωφρενικÝς υπÜρξεις στον κüσμο".
-"Σ' αυτÞ τη περßπτωση, ευγενικÞ μου κυρßα...", κüμπιασα πÜλι απü τη μοιραßα βραδυγλωσσßα κι απü πÜνω κοκκßνισα, Ýτσι που συγχωρεßται σ' Ýφηβο Þ δεκαεξÜχρονο, αλλÜ üχι και σε νεαρü σαν εμÝνα, δÝκα χρüνια μεγαλýτερο.
-"¸γινα η αιτßα για να τρομÜξετε χθες το βρÜδυ";
-"Θα σας διαψεýσω -αλλÜ καθßστε".
ΚÜθισε κι απολÜμβανε την αμηχανßα μου, γιατß τþρα, με το φως της μÝρας τη φοβüμουνα πιüτερο. Το πÜνω χεßλι της τρεμοýλιαζε απü προκλητικü και κοροúδευτικü χαμüγελο.
-"Θεωρεßς τον Ýρωτα κι ιδιαßτερα τη γυναßκα", Üρχισε να λÝει, "σα κÜτι εχθρικü, που μÜχεται μÜταια ενÜντιÜ σου και νιþθεις ωστüσο τη δýναμη του σα γλυκü πüνο, σα προκλητικÞ σκληρüτητα".
-"Σεις φαντÜζομαι, δε συμμερßζεστε αυτÞ την Üποψη, ε";
-"¼χι!", εßπεν αποφασιστικÜ, κουνþντας Ýτσι το κεφÜλι της, που οι μποýκλες της τιναχτÞκανε σα πýρινες γλþσσες. "Η χωρßς κüπο ικανοποßηση κι ο Þρεμος αισθησιασμüς των ΕλλÞνων, εßναι το ιδεþδες μου και προσπαθþ να το εφαρμüζω στη ζωÞ μου. ¼σο για την αγÜπη που εκθειÜζουν, ο χριστιανισμüς κι οι συγκαιρινÝς Þ ιπποτικÝς ψυχÝς, δε τη πιστεýω. Ναι, ξανακοßτα με, εßμαι χειρüτερη απü κÜποιον αιρετικü, εßμαι ειδωλολÜτρισσα.
ΦαντÜζεσαι συ πως η θεÜ του Ýρωτα
Üκουσε πολý συμβουλÝς
üταν Ýκανε το κÝφι της με τον Þρωα Αγχßση
στο δÜσος της ºδης;
ΑυτÝς οι γραμμÝς απü τις ΡωμαúκÝς Ελεγεßες, του Γκαßτε, συνεπαßρνανε πÜντα τη φαντασßα μου", συνÝχισε. "Η Φýση δεν αναγνωρßζει Üλλη αγÜπη απü κεßνη των ηρωικþν χρüνων, οπüτε οι θεοß κι οι θεÝς αλληλοερωτεýονταν. Εκεßνο τον καιρü ο Ýρωτας Þταν επακüλουθο κοιτÜγματος, η ηδονÞ συνüδευε την ορμÞ. ΚÜθε τι Üλλο, εßναι απÜτη, επιτÞδευση, προσποßηση".
-"ΚÜτι με τρομÜζει σ' αυτü το αμεßλικτον Ýμβλημα: τον χριστιανικü σταυρü. ΑνÝχεται πρþτ' απ' üλα, κÜτι που αποτελεß εχθρü της φýσης και των αθþων παρορμÞσεþν της. Ο αγþνας της ψυχÞς ενÜντια στην αισθησιοκρατßα εßναι το ευαγγÝλιο των σýγχρονων. Δε θÝλω να 'χω καμμιÜ σχÝση μ' αυτü. Ναι κυρßα, η θÝση σας εßναι στον ¼λυμπο, αλλÜ το δικü μας σýγχρονο πνεýμα δε μπορεß ν' ανεχτεß πια τη... γνησιüτητα των αρχαßων, τουλÜχιστον στην αγÜπη. Μας ξεσηκþνει η ιδÝα της συμμετοχÞς στις χÜρες μιας γυναßκας, αν αυτÞ Þταν μια Ασπασßα. Εßμαστε ζηλιÜρηδες σα τον θεü μας. Αυτü σημαßνει πως η υπüληψη της αξιüλογης Φρýνης, κατÝληξε να 'ναι ντροπÞ για μας. ΑναζητÜμε μÜλλον, μιαν ωχρÞ παρθÝνα του ΧολμπÜιν, που θ' ανÞκει μüνο σε μας, παρÜ μιαν αρχαßα Αφροδßτη κι ας Ýχει θεúκÞν ομορφιÜ, που μπορεß üμως να ερωτεýεται σÞμερα τον Αγχßση, αýριο τον ΠÜρη, την Üλλη τον 'Αδωνη κι αν η φýση πÜρει τον καλýτερο απü μας, σε περßπτωση που γßνουμε Ýρμαιο μιας τÝτοιας γυναßκας, απü Ýξαρση πÜθους, Ýνα τÝτοιο χαροýμενο κρÜτημα απü τη ζωÞ, μας φαßνεται σατανικü, σκληρü και θεωροýμε την ευδαιμονßα μας αμÜρτημα, για το οποßο ωφεßλουμε να πληρþσουμε".
(...τÝλος αποσπÜσματος...)
_________________________
Εκδüσεις: ΕΡΑΤΩ
ΑθÞναι 1985
ΜετÜφραση: ΙωÜννα Βασιλεßου