Τσαντ Όλιβερ
Βιογραφικό
Αμερικανός καθηγητής Ανθρωπολογίας-Εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, που έγραφε κι ιστορίες ΕΦ. Υπήρξε χαμογελαστός άνθρωπος, ψηλός με φαρδιούς ώμους, άριστος ιππέας, λάτρης των απέραντων εκτάσεων της Δύσης, λάτρης της διδασκαλίας φυσικά, Τεξανός με τα όλα του, αυστηρός με τον εαυτό του και καλωσυνάτος με τους άλλους. Χαρακτήρας που διαφαίνεται σ' όλα τα έργα του. Επίσης, εξειδικεύτηκε στα θέματα των Ινδιάνων, που τους θαύμαζεν ανυπόκριτα. Η αγάπη του για τη φύση κι οι επαγγελματικές γνώσεις του για τις ..."πρωτόγονες" κοινωνίες, προσδίδουνε σ' όλα του τα κείμενα μιαν έντονη ατμόσφαιρα γνησιότητας. Είναι φανερό κι αληθεύει, πως τα περισσότερα απ' όσα περιγράφει, τα 'χει ζήσει από κοντά, στα επιστημονικά του ταξίδια στις πρωτόγονες περιοχές της γης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχει ζήσει κι ίσως συμμετάσχει, σε τελετές μύησης παρόμοιες με κείνες που περιγράφει. Ο συγγραφέας αυτός απαιτεί ένα πιο προσεκτικό διάβασμα.
Γεννήθηκε 30 Μάρτη 1928 στο Σινσινάτι του Οχάιο, πήρε κει τη στοιχειώδη εκπαίδευση, αλλά έζησε όλη την ενήλικη ζωή του στο Όστιν του Τέξας, όπου σπούδασε Αγγλικά κι Ανθρωπολογία στο εκεί Πανεπιστήμιο. Πήρε τα πρώτα του πτυχία στα 1951 & 1952 κι ολοκλήρωσε το Ντοκτορά στην Ανθρωπολογία το 1961, στο UCLA. Επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Τέξας κι εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του, καταλαμβάνοντας διάφορες θέσεις στη διδακτικήν ιεραρχία. Από πλευράς συγγραφικού έργου κι ΕΦ, μπορεί να φαίνεται ευκαιριακός συγγραφέας, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, πως, όπως κι άλλοι συγγραφείς του είδους, εργάστηκε παράλληλα σε πολλούς τομείς κι ήτανε τρομερά πολυάσχολος.
Το ..."μικρόβιο" της ΕΦ, το κόλλησε μελετώντας τη, στο UCLA κι έκανε ομάδα μ' άλλους μετέπειτα γνωστούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων οι Τσαρλς Μπόμον και Γουίλιαμ Νόλαν. Ήταν αναμφισβήτητα, ο γηραιότερος κι αρχαιότερος συγγραφέας της Ομάδας (The Group), τη χρονιά που ιδρύθηκε, τη 10ετία του '50. Ευχάριστος, εμφανίσιμος, αθλητικός και σύνθετος άνθρωπος, επίσης παραδοσιακός πιανίστας τζαζ, αλλά έν ακόμα χόμπι του ήτανε το να ψαρεύει πέστροφες στον ποταμό Γκουαντελούπε του Τέξας, μέρος που απαιτούσε μιαν ιδιαίτερη ...τόλμη και τρέλα. Πέρασε μάλιστα τα τελευταία του καλοκαίρια, ψαρεύοντας και γράφοντας, στη Λέηκ Σίτι, του Κολοράντο.
Πήρε αρκετά βραβεία είτε για τη διδασκαλία του, είτε για τη συγγραφή του. Τη 1η Νοέμβρη του 1952 παντρεύτηκε τη Μπέτι Τζέιν Τζένκινς, χωρίς ν' αποκτήσουνε ποτέ παιδιά. Πέθανε στις 9 Αυγούστου 1993 στο Όστιν και θάφτηκε κει, σ' ηλικία 65 ετών. Στο Πανεπιστήμιο του Τέξας έχουνε θεσπιστεί, υποτροφίες που φέρουνε τ' όνομά του, καθώς επίσης κι ετήσια βραβεία διδασκαλίας, τιμής ένεκεν.
_________________________________________________
Η μικρή γκρίζα μεταλλική σφαίρα της Υπηρεσίας Πολιτιστικής Βοήθειας κατέβαινε αργά από το νυχτερινό ουρανό του Πολυδεύκη-5, εικοσιεννιά έτη φωτός μακριά από τη Γη. Η αλλόκοτη ρόδινη λάμψη των δυο φεγγαριών του πλανήτη, αντανακλούσεν αχνά στη σφαίρα που πετούσε με φόντο τ' ασημένια άστρα. Ήδη, σ' αθέατα μακρινή τροχιά, ο ιστοκινητήρας του μητρικού σκάφους από το στόλο της ΥΠΒ της Γης, είχεν αστράψει πάλι, προωθώντας το πελώριο σκάφος πίσω στα μοναχικά σκοτάδια, ανάμεσα στ' άστρα. Η σφαίρα είχε μείνει μόνη. Κατέβαινε αργά μες από την ιονόσφαιρα με τη βοήθεια των αντιβαρυντικών μονάδων της, χαμηλά προς τη σκοτεινήν επιφάνεια του πλανήτη. Δεν έβγαζε κανέναν ήχο όπως πετούσε στο παράξενο φεγγαρόφωτο, σιγαλά σα φάντασμα από κάποιο ξεχασμένο κόσμο. Αιωρήθηκε για μια στιγμή πάνω από μια συστάδα δέντρων, άλλαξε ελαφρά πορεία και προσεδαφίστηκε σ' έναν αγρό με χλόη και θαμνόφυτα. Στην αρχή μόλις και χάιδευε το γρασίδι, αλλά μόλις σβήσανε τ' αντιβαρυντικά, κάθισε στο χώμα μ' ολόκληρο το βάρος της.
Μια κυκλική θυρίδα άνοιξε στην επιφάνεια της και δυο άντρες βγήκαν έξω. Το φως από το εσωτερικό της σφαίρας ξεχύθηκεν από το άνοιγμα για να γίνει ένα με το ρόδινο φεγγαρόφωτο. Οι δυο άντρες διακρίνονταν από μακριά και δε κάνανε καμιά προσπάθεια να κρύψουνε τη παρουσία τους. Ακόμα και στο παρουσιαστικό τους αποτελούσαν αντίθεση κι οι πρώτες τους αντιδράσεις στον άγνωστο κόσμο, απλώς υπογραμμίσανε τις διαφορές τους. Ο 'Αρθουρ Κάναντι, ψηλός, λεπτός και σκυθρωπός, έγειρε τη ράχη του πίσω στο τοίχωμα της σφαίρας κι άναψε το τσιμπούκι του, σχεδόν χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στον καινούργιο κόσμο γύρω του. Αντίθετα, ο Φρανκ Λάντις άρχισε να τρέχει πάνω-κάτω σα κουταβάκι στη πρώτη του έξοδο. Το κοντοδεμένο κορμί του κινιόταν ασταμάτητα ανάμεσα στους σκοτεινούς βράχους, στους θάμνους και τα νυχτολούλουδα, με τα σταχτόξανθα μαλλιά του σα νευρικό φωτοστέφανο γύρω από τ' απονήρευτο και γεμάτο περιέργεια, πρόσωπό του.
-"Για κοίτα τούτο δω Αρτ", είπε κόβοντας ένα ντελικάτο λευκό λουλούδι που μοιαζε με ορχιδέα, "πως σου φαίνεται; Δεν είναι απίθανο"; Ο 'Αρθουρ ρούφηξε σοβαρά το τσιμπούκι του.
-"Ήξερα έναν άνθρωπο κάποτε, που 'τρωγε λουλούδια", απάντησε.
-"Γιατί το κανε;" ρώτησε ο Φρανκ, πέφτοντας όπως πάντα στη παγίδα.
-"Για να δει τι κρύβαν από πίσω", εξήγησεν υπομονετικά ο 'Αρθουρ. Ο Φρανκ τονε κοίταξε χαζά.
-"Είναι φορές που δε σε καταλαβαίνω Αρτ".
-"Φαίνεται πως το χιούμορ μου δεν είναι πάντα πετυχημένο".
-"Θέλω να πω, τι στο διάβολο, μόλις φτάσαμε, οι πρώτοι πολιτισμένοι άνθρωποι που πατήσανε το πόδι τους στον καινούριο κόσμο -μια ιστορική στιγμή- κι εσύ ούτε που κινείσαι".
-"Δε θα το λεγα τούτο", απάντησε ο Κάναντι ανασηκώνοντας το μακρύ κορμί του από το τοίχωμα της σφαίρας. "Απλώς η βοτανολογία είναι λίγο έξω από την ειδικότητά μου. Για παράδειγμα, εκτός κι αν το χεις κάνει τάμα να βγάλεις λόγο για την ιστορική Αποστολή από τη Γη και τον Μεγάλο Γήινο Πατέρα και τα ρέστα, νομίζω πως κάτι σημαντικό συμβαίνει κει κάτω και καλά θα κάνουμε να το ερευνήσουμε". Κι έδειξε προς τη δύση. Ο Φρανκ κοίταξε μα δεν είδε τίποτα.
-"Τι τρέχει κει κάτω";
-"Μεταξύ άλλων, αν οι χάρτες μας είναι ακριβείς, υπάρχει ένα μεγαλούτσικο ρυάκι. Στις όχθες του έχουνε καταυλισμό οι ιθαγενείς... αρκετά μεγάλο μάλιστα. Κι έχουνε κάποιαν ιεροτελεστία".
-"Από που το συμπεραίνεις";
-"Βλέπεις εκείνη τη λάμψη κει κάτω, πίσω από κείνα τα δέντρα; Εκτός κι αν πιστεύεις πως είναι κανένα σμάρι από γιγάντιες πυγολαμπίδες, σημαίνει πως έχουν ανάψει κάμποσες μεγάλες φωτιές. Κι αν τεντώσεις λίγο τ' αφτιά σου θ' ακούσεις κάτι σα ψαλμωδία. Οι κουρασμένοι κυνηγοί δε συνηθίζουν να κάνουν ασκήσεις σολφέζ γύρω από τις φωτιές, γι' αυτό υποθέτω πως έχουνε κάποια τελετή. Και νομίζω πως πρέπει να πάμε να ρίξουμε μια ματιά".
-"Τώρα;" ρώτησεν ο Φρανκ.
-"Γιατί όχι"; Ο Φρανκ έριξε μια παρατεταμένη ματιά στον σύντροφό του. Πρώτη φορά συνεργαζόταν με τον Κανάντι και τον ήξερε μόνον από τη φήμη του. Ανάθεμα τον, άσχετα πόσο καλός ανθρωπολόγος ήταν, αυτός ο άνθρωπος δεν ήτανε βολικός για παρέα!
-"Δε φαντάζομαι να σε σκιάζουνε λίγες εκατοντάδες ιθαγενείς, ε;" ρώτησε ο Κάναντι χαμογελώντας.
-"Όχι βέβαια! Σίγουρα ξέρεις τη δουλειά σου. Μόνο που... να, μόλις φτάσαμε και μου φαίνεται λιγάκι βιαστικό..."
Ο Κάναντι χτύπησε το τσιμπούκι στο τακούνι του, σβήνοντας προσεκτικά τις στάχτες στο χώμα. Υποψιαζόταν ότι ο Φρανκ, παρά τα συχνά του κυρήγματα για τη συμπάθεια προς τους πρωτόγονους, προτιμούσε να γνωρίζει τους ιθαγενείς από θέση συντριπτικής ισχύος. Τέλος πάντων, είχε κάποια δόση δίκιου σ' αυτό κι η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για ν' αρχίσουνε γελοίες λογομαχίες.
-"Μην ανησυχείς Φρανκ, θα περιμένουμε ως αύριο πριν θέσουμε σ' εφαρμογή τις συνηθισμένες διαδικασίες πρώτης επαφής. Μόνο που εγώ λέω να πεταχτώ τώρα στα κρυφά ως εκεί να ρίξω μια ματιά με τα κιάλια. Εσύ μπορείς να μείνεις εδώ αν θες". Πήρε τα κιάλια του από τη σφαίρα, ξετρυπώνοντάς τα κάτω από το μοντελάκι ατμομηχανής του Φρανκ και κρέμασε ένα πιστόλι στη ζώνη του. Ύστερα, δίχως δεύτερη λέξη, τράβηξε δυτικά, προς τη κατεύθυνση της ψαλμωδίας. Ειλικρινά θα προτιμούσε να πάει μόνος, ν' απολαύσει τούτο τον καινούριο κόσμο, δίχως τους κάπως παιδαριώδεις ενθουσιασμούς του Φρανκ. Δυστυχώς δεν είχε κάνει μήτε πενήντα βήματα όταν ο Φρανκ έφτασε λαχανιασμένος δίπλα του.
-"Λοιπόν, μου φαίνεται απίθανο!" έκανε ο Φρανκ, "αισθάνομαι κιόλας σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο"!
Ο Κάναντι οραματίστηκε χαιρέκακα, κάτι ωραίο για τον Φρανκ σε κατάλληλο, έρημο νησί, αλλά κράτησε τη γλώσσα του. Τα μακριά του πόδια καλύπτανε τις αποστάσεις, μ' άνετες αβίαστες δρασκελιές. Ένιωθε μάλλον, παρά έβλεπε τα δυο όμορφα φεγγάρια στον αστροστόλιστον ουρανό. Γευότανε τον εξωτικόν άνεμο στα πνευμόνια του, ένιωθε τους αλλόκοτους και θαυμαστούς ήχους, τις μυρουδιές και τις εντυπώσεις που κάνανε τη καρδιά του να σκιρτά, να σκιρτά παράξενα. Χάθηκε στο σκοτάδι κάτω από τα δέντρα, αθόρυβα σα σκια και γλίστρησε προς τις πορτοκαλιές ανταύγειες της φωτιάς. Οι ψαλμωδίες ακούγονταν τώρα από κοντύτερα. Είχανε μιαν απόκοσμη ατονικότητα που σου στοίχειωνε τον νου, ένα παράξενο ρυθμό που 'τανε δύσκολο να τονε πιάσεις... Τάχυνε το βήμα του ξεχνώντας τον Φρανκ. Υπήρχε μελαγχολία μέσα του και μια ανείπωτη λαχτάρα για κάτι ακαθόριστο. Είκοσιεννιά έτη φωτός μακριά από τη Γη, κάτι μέσα του είχε ξυπνήσει και πάλι.
Κρυμμένος πίσω από μια συστάδα αγκαθωτών θάμνων, σ' ένα χαμηλό λόφο πάνω από τη κοιλάδα του ποταμού, ο 'Αρθουρ Κάναντι σήκωσε τα κυάλια στα μάτια και κοίταξε κάτω. Αντίκρυσε μια σκηνή άγριου μεγαλείου, μιαν εικόνα που τονε γέμισε θαυμασμό και μιαν αίσθηση ζωής πέρ' από τις εμπειρίες του. Ήταν μια κλεφτή όψη ζωής από μακριά, μιας ζωής που ποτέ δε θα μπορούσε ναναι μέλος. Οι τοπιογραφικοί χάρτες και τα κρυμμένα τηλεχειριζόμενα μικρόφωνα δε τον είχανε προετοιμάσει για τίποτα τέτοιο. Μ' όλο που 'ταν άνθρωπος που σπάνια ξαφνιαζότανε, ξαφνιάστηκε τώρα. Ήταν η διαφορά μεταξύ ενός στατιστικού πίνακα κι ενός θαύματος ανθρωπίνων πλασμάτων, η διαφορά μεταξύ μιας ξεθωριασμένης φωτογραφίας και της πραγματικότητας. Υπήρχαν εκεί όλα τ' αναμενόμενα πολιτιστικά στοιχεία, αλλά η ένταση του πράγματος ήτανε κάτι το εκπληκτικό! Κι υπήρχε κάτι περισσότερο...
Το ποτάμι διέσχιζε τη φεγγαροφώτιστη κοιλάδα, ρόδινο κι ασημί κάτω από τα δυο φεγγάρια. Τεράστιες φωτιές καίγανε στις όχθες του μουγκρίζοντας και τριζοβολώντας, από τα πλούσια σε χυμούς, φρέσκα κλαδιά, τινάζοντας θεαματικούς πίδακες από σπίθες, ψηλά στον αγέρα. Οι πορτοκαλί ανταύγειες λούζανε τις σειρές από τα κωνικά αντίσκηνα μ' ένα τρεμουλιαστό, ζωηρό φως. Θα πρέπει νατανε γύρω στους χίλιους άντρες και γυναίκες δίπλα στο ποτάμι, εκπληκτικός αριθμός για λαό κυνηγών. Όλοι παίρνανε μέρος στη τελετή. Χόρευαν, ετοιμάζανε φαγητό, τραγουδούσαν. Ήταν ψηλοί, ρωμαλέοι άνθρωποι που περπατούσανε περήφανα, με το κεφάλι ψηλά, ντυμένοι μ' άγρια και βαρβαρική μεγαλοπρέπεια: γούνινες ρόμπες και φτερά με πολύπλοκα σχέδια ζωγραφισμένα στα λυγερά κορμιά τους.
Η ψαλμωδία ήτανε συνεχής. Ένα χαρούμενο, ευτυχισμένο είδος μουσικής που συνόδευε τις στροφιλιζόμενες μορφές των χορευτών. Κατά κανόνα, η μουσική των πρωτόγονων, πίστευε ο Κάναντι, ήταν όπως το λέει η λέξη: πρωτόγονη και φανερά βαρετή. Τούτη δω όμως ήτανε το κάτι άλλο, ένα ζωηρό πολυσύνθετο κύμα αντίστιξης και ρυθμού που 'κανε το αίμα να ζωντανεύει να κοχλάζει στις φλέβες. Ο χορός δεν ήταν απλό σούρσιμο ποδιών σε κύκλο, ήταν αυθόρμητος και ταυτόχρονα ελεγχόμενος, χαριτωμένος σα μπαλέτο, αλλά μ' αδρή σεξουαλικότητα, παράξενα αθώα, παράξενα αγνή. Το κέφι κι η χαρά ήτανε σχεδόν χειροπιαστά, μπορούσες να τα νιώσεις στον αγέρα. Ήταν ώρα ξεφαντώματος, ώρα χαλάρωσης, ώρα ευχαριστιών κι ωστόσο υπήρχεν ένα σκοτεινό υπόστρωμα στη γιορτή, μια σκια που πότε φαινότανε και πότε χανότανε μες στους νυχτερινούς χορευτές, κάτι σα ψίθυρος τύψεων...
Ακριβώς στο κέντρο του καταυλισμού μια φωτιά φούντωνε ψηλότερα από τις άλλες. Μια αδιάκοπη γραμμή από άντρες τη τροφοδοτούσε με ξύλα, πετώντας πελώριους κορμούς στις φλόγες. Ήταν μεγάλη, άγρια φωτιά, ένας άξονας που γύρω του περιστρέφονταν όλα. Τραβούσε το μάτι σα μαγνήτης. Οι δυο άντρες της Γης στέκονταν εκεί σιωπηλοί, παρακολουθώντας. Κι οι δυο ξέρανε πως ήταν η ευκαιρία μιας ζωής και προσπαθούσαν να μη πάει χαμένη, μήτε στο ελάχιστο. Αύριο θ' άρχιζεν η δουλειά τους, δουλειά που θα σήμαινε το τέλος του τρόπου ζωής που τώρα παρακολουθούσανε. Όμως για την ώρα, ήταν μόνο κάτι που άξιζε να δούνε, κάτι που θα θυμόνταν όταν χάνονταν για πάντα οι παλιές μέρες. Ο χορός κι οι ψαλμωδίες συνεχίζονταν. Η τελετή κράτησεν ώρες, αυξάνοντας συνεχώς σ' ένταση. Οι χοροί γίνανε πιο ξέφρενοι κι η μελωδία δυνάμωσε σ' έν αποκορύφωμα, που τανε σχεδόν αβάσταχτο. Οι φωτιές φουντώνανε καφτές και τα φεγγάρια αρμενίζανε στο νυχτερινόν ουρανό, ντροπιάζοντας το φως των άστρων.
Όταν συνέβη το γεγονός, συνέβη αιφνιδιαστικά, απότομα! Η ψαλμωδία σταμάτησε σα ναχε κοπεί με μαχαίρι. Οι χορευτές μαρμαρώσανε στη μέση της κίνησης. Οι ιθαγενείς σχηματίσαν ένα σιωπηλό κύκλο γύρω από τη κεντρική φωτιά. Σιγαλιά βασίλεψε στη νύχτα, μια σιγή προσμονής... Ένας άντρας βγήκε μπρος από τους άλλους, πλαισιωμένος από τις φλόγες που χορεύανε στο σκοτάδι. Ήτανε γυμνός, χωρίς κανένα στολίδι ή διακοσμητικό. Σήκωσε πρώτα το δεξί του χέρι και μετά το αριστερό. Έκανε από μιαν υπόκλιση προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και μετά σήκωσε τα μάτια του ψηλά, προς τον νυχτερινό ουρανό, τα φεγγάρια και τ' άστρα. Το πρόσωπό του φεγγοβολούσε μιαν υπέρτατη γαλήνη... Ήρεμα, δίχως δισταγμό, βάδισε μες στις μανιασμένες πύρινες γλώσσες. Ανέβηκε στους φουντωμένους κορμούς, με τα μαλλιά του ήδη τυλιγμένα στις φλόγες, ξάπλωσεν ανάσκελα στο στρώμα της φωτιάς χωρίς να σαλεύει. Μήτε μια κραυγή δε ξέφυγεν από τα χείλη του. Το κορμί του χάθηκε στη θάλασσα της φωτιάς, ακόμα και τα κόκαλά του διαλυθήκανε στα λευκοπυρωμένα κάρβουνα που τρέφανε τη φωτιά. Οι φλόγες θεριέψανε και τιναχτήκαν ακόμα ψηλότερα, μουγκρίζοντας και τριζοβολώντας. Όλα τέλειωσαν...
Οι ιθαγενείς γυρίσανε σιωπηλά κι απομακρυνθήκανε δυο-δυο, τρεις-τρεις, προς τις καλύβες τους. Κανείς δε γύρισε να κοιτάξει προς τη νεκρική πυρά. Λίγα λεπτά μετά, δε φαινότανε ψυχή πουθενά. Το ρυάκι συνέχιζε να φιδογυρίζει στη κοιλάδα, κυλώντας ήρεμα στο φως που 'σβηνε. Οι φωτιές κρατήσανε γι' ασυνήθιστα σύντομο διάστημα, αφήνοντας πίσω τους μον μια λαμπερήν ανθρακιά. Η μεγάλη φωτιά που 'χε καταβροχθίσει μια ζωή ήταν η τελευταία που 'σβησε, με φευγαλέες αναλαμπές και πίδακες από σπίθες, σα να 'ταν απρόθυμη να ξεχάσει τη στιγμή του μεγαλείου της. Όμως τελικά, έσβησε κι αυτή, καταλαγιάζοντας σ' ένα σωρό αποκαΐδια. Η νύχτα κυριάρχησε πάλι, τυλίγοντας τον καταυλισμό στο σκοτάδι.
Οι δυο άνθρωποι της γης σηκώθηκαν αθόρυβα από τα χαμόκλαδα που τους κρύβανε και πήρανε το δρόμο της επιστροφής, κάτω από τ' άστρα, προς τη σφαίρα που τους περίμενε. Ακόμα κι ο Φρανκ είχε στερέψει από λόγια. Ο Κάναντι ένιωθεν έντονα τον παράξενο κόσμο γύρω, τον ένιωθε σα μια χειροπιαστή παρουσία κι ήτανε πλημμυρισμένος από ένα συναρπαστικόν ανώνυμο συναίσθημα. Αισθανότανε σα να στεκότανε στο κατώφλι μυστηρίων, θαυμάτων, σαν εκείνα που απαντιώνται στην άβυσσο των ονείρων. Για ένα ήτανε σίγουρος: τούτη δεν ήτανε συνηθισμένη φυλή κυνηγών, άσχετα τι λέγαν οι πρώτες παρατηρήσεις. Έκανε ανήσυχον ύπνο, ανυπόμονος για το πρώτο φως της αυγής.
Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό με κόκκινο μεγαλείο. Στο τραχύ φως του ο πλανήτης Πολυδεύκης-5 έχασε μεγάλο μέρος από την αιθέριαν ατμόσφαιρα της νύχτας κι έγινε ρεαλιστικός κόσμος με κυματιστές πεδιάδες, μακρινά βουνά και συστάδες ψηλών δέντρων που ακολουθούσανε τις παραποτάμιες κοιλαδες. Αφού φάγανε πρωινό μ' αβγά σκόνη και συμπυκνωμένο καφέ, ο Κάναντι ανακάλυψε πως δεν ήταν εύκολο να ξαναπιάσει κείνη τη διάθεση της νύχτας. Το θέαμα που 'χε δει ήτανε στ' αλήθεια δίχως προηγούμενο, αλλά ίσως του 'χε δώσει τελικά υπερβολικά μεγάλη σημασία. Αλλά πάλι ήτανε παράξενο. Ο άντρας που 'χε μπει στις φλόγες φαινόταν να το 'χε κάνει με δική του βούληση. Δε τον είχεν εξαναγκάσει κανείς. Δεν ήταν ανθρωποθυσία με τη συνηθισμένην έννοια της λέξης. Όπως και να 'χε, οι ανθρωποθυσίες ήτανε φυσιολογικά, μια πολυτέλεια που ανήκε σε πιο εξελιγμένες φυλές με μεγαλύτερο πληθυσμό. Εκείνος ο άντρας ήθελε να μπει στη φωτιά! Αλλά γιατί; Και γιατί ο θάνατος του είχε γίνει τέτοια αιτία χαράς για τους υπολοίπους; Σίγουρα είχανε συγκεντρωθεί εκεί κάμποσες φυλετικές ομάδες, οι περισσότεροι θα 'χαν έρθει από πολύ μακριά για να συμμετάσχουνε στη γιορτή. Ο Κάναντι κούνησε το κεφάλι. Ήταν ανοησία να κάνει εικασίες για τέτοια πράγματα πριν μάθει αρκετά για τον πολιτισμό τους, ώστε να μπει κάπως στο νόημά τους. Έβγαλε το επεισόδιο από το νου του και καταπιάστηκε με τα θέματα ρουτίνας.
Κι ήτανε στ' αλήθεια δουλειά ρουτίνας. Η πρώτη επαφή ανάμεσα στη Γη κι ένα πρωτόγονο πολιτισμό, ήτανε πάντοτε συγκλονιστικό γεγονός, αλλά η όλη διαδικασία ήτανε πια στερεότυπη. Οι επιστήμονες της Υπηρεσίας Πολιτιστικής Βοήθειας, είχαν επεξεργαστεί σχέδιο για κάθε γνωστόν είδος πολιτισμού και το μόνο που 'χαν να κάνουν οι επιτόπιοι ερευνητές ήταν να το ακολουθήσουνε βήμα προς βήμα. Όλα τα σχέδια, βασισμένα σ' αιώνες πείρας με τις πρωτόγονες φυλές της Γης, ήταν μελετημένα να πετυχαίνουνε δυο βασικά πράγματα: πρώτα να δείξουνε στους ντόπιους πως οι νεοφερμένοι ήτανε φιλικοί κι ύστερα να τους πείσουνε πως οι γήινοι ήτανε πολύ δυνατοί για να τους επιτεθούνε. Ήταν ένα καλό παράδειγμα της πανάρχαιας τακτικής του να συναντάς τον άλλο με πλατύ χαμόγελο στη φάτσα και κοφτερό κοπίδι στη μέση.
Ενώ ο Φρανκ ετοίμαζε τον εξοπλισμό του στη σφαίρα, ο Κάναντι πήρε ένα δυνατό τουφέκι και ξεκίνησε στη πεδιάδα, προς ένα μικρό κοπάδι ζώα που βόσκανε στη χλόη. Τα ζώα, που στη ντόπια διάλεκτο λέγονταν γεντόμα, ήτανε πελώρια πλάσματα. Μοιάζανε κάπως με την αμερικανικήν άλκη, μόνο που τα κέρατα των αρσενικών ήτανε μικρά σα του βοδιού. Η οικονομία των ιθαγενών -όσο ήτανε δυνατό να συμπεράνει η ΥΠΒ από το φωτογραφικό κι ηχογραφικόν υλικό- βασιζότανε στις αγέλες των γεντόμα που περιπλανιόνταν στις πεδιάδες. Το κρέας τους, φρέσκο και ξεραμένο, ήταν η βασική τροφή τους, από τα δέρματά τους φτιάχνανε τις σκηνές και τα ρούχα τους, ενώ τα νεύρα τους χρησιμεύανε σα κλωστές για ράψιμο. Υπήρχε σαφής παραλληλισμός με τον ρόλο που παίζανε τα βουβάλια στους αρχαίους Ινδιάνους της Αμερικής, κατάσταση που ευνοούσεν ιδιαίτερα τον πολιτισμικόν επηρεασμό.
Ο Κάναντι φρόντισε να πηγαίνει κόντρα στον άνεμο και δε δυσκολεύτηκε να ζυγώσει αρκετά στο κοπάδι για μια ντουφεκιά. Τα ζώα δεν είχανε πείρα απ' όπλα που σκοτώνανε σε μεγάλην απόσταση και δεν είχαν επίγνωση κινδύνου. Ο Κάναντι έριξεν ένα μοσχάρι με τη πρώτη βολή και θα μπορούσεν εύκολα να εξοντώσει το μισό κοπάδι, αν υπήρχε λόγος να το κάνει. Ύστερα έσυρε το ζώο στη σφαίρα και το τράβηξε μέσα. Τώρα ήταν έτοιμοι.
Ο Φρανκ Λάντις ανέλαβε τα χειριστήρια κι απογείωσε τη σφαίρα με την άνεση ανθρώπου που κάθετί μηχανικό ήτανε δεύτερη φύση του. Δεν υπήρχε σχεδόν καμιά αίσθηση κίνησης καθώς η σφαίρα πετούσεν ανάλαφρα πάνω από τη πεδιάδα προς τον καταυλισμό των ιθαγενών. Ο Κάναντι καθότανε σιωπηλός, καπνίζοντας τσιμπούκι. Στριμωγμένοι μες στη σφαίρα που 'τανε γεμάτη με φορητές ατμομηχανές, επαναληπτικά ντουφέκια, σάκους με σπόρους και τη μεγαλύτερη απειλή ενός εισβολέα: κιβώτια με ...ραπτομηχανές. Συλλογίστηκε την άγρια και λεύτερη σκηνή της περασμένης νύχτας, τ' αντίσκηνα, τις φωτιές και τους χορούς. Ήδη τα 'βλεπε όλα σα πράγματα που ανήκανε στο χαμένο παρελθόν, αφανισμένα από τους ειρηνικούς φονιάδες: τους σάκους με τους σπόρους και τα κιβώτια με τις ραπτομηχανές. Οι ίδιες παλιές τύψεις τον μελαγχολήσανε κι ήταν αδύνατο να παρηγορηθεί με τα έντεχνα μελετημένα επίσημα συνθήματα, που ωραιοποιούσανε τις επιχειρήσεις της ΥΠΒ. Στην ουσία, βοηθούσανε τους ιθαγενείς. Το γεγονός πως οι ιθαγενείς δεν είχανε ζητήσει βοήθεια δεν αναφερότανε καν. Οι βαρύγδουποι λόγοι στα Ηνωμένα Έθνη, ξεχειλίζαν από μεγαλόσχημες προτάσεις για τις υπανάπτυκτες περιοχές, για τη μιζέρια της πρωτόγονης ζωής και για την ηθικήν υποχρέωση των δυνατών να βοηθάνε τους αδύνατους. Ήτανε συχνές οι σπαραξικάρδιες ρητορείες για τα λιμοκτονούντα παιδιά και για τα περίλαμπρα οφέλη του πολιτισμού.
Στα παρασκήνια, κατά παράξενο τρόπο, πολλές κουβέντες ακολουθούσανε τα ίδια κανάλια. Όλοι οι άνθρωποι φοράνε πολιτιστικές παρωπίδες που τους κρατάν αλυσόδετους, σ' ένα περίεργα αναπόφευκτο τρόπο σκέψης. Ξεκινώντας με δεδομένα, ορισμένα αξιώματα, ακολουθάν αναπόφευκτα και τ' ανάλογα συμπεράσματα σα ψάρια πίσω από το δόλωμα. Οι στόχοι κι οι φιλοδοξίες του κάθε λαού φαίνονται έτσι σωστά και για κάθε άλλο λαό και κανείς δεν αμφισβητεί πως είναι μεγάλος ευεργέτης, όταν προσφέρει και στους άλλους τα καλά του δικού του πολιτισμού... Χώρια απ' αυτά βέβαια, υπάρχει και το γεγονός πως οι πρωτόγονες περιοχές δεν αποτελούν αξιόλογες αγορές για τα προϊόντα βιομηχανικού πολιτισμού. Η ανάπτυξη του κινητήρα ιόντων είχε κάνει το διαστρικόν εμπόριο, απολύτως εφικτό και τα εργοστάσια της Γης δεν ήτανε προγραμματισμένα να φτιάχνουνε τόξα και βέλη σε μεγάλες ποσότητες. Αν θέλεις να πουλήσεις σε κάποιον, τρισδιάστατη τηλεόραση, η δουλειά σου γίνεται πιο εύκολη αν έχει κι ηλεκτρισμό το σπίτι του. Αν θες να του πουλήσεις τρακτέρ, θα βόλευε καλύτερα αν ήδη ο άλλος είχεν ανακαλύψει τη γεωργία. Με τα κριτήρια του καταναλωτισμού, μια μεγάλη και πλούσια κοινωνία, είναι καλύτερη από μια μικρή και φτωχιά.
Ο Κάναντι ποτέ δεν είχε θεωρήσει τον εαυτό του ρομαντικό. Ήτανε προϊόν του πολιτισμού. Ήτανε προϊόν του πολιτισμού του κι έπρεπε να συμφωνεί με τους κανόνες του. Είχε βρει μια δουλειά που πρόσφερε καλά λεφτά και γόητρο, την έκανε σωστά κι ευσυνείδητα. Αλλά ποτέ δεν είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό του πως με το να παπαγαλίζει τις γνωστές κοινοτυπίες, ήταν ένας τρανός ιππότης με λαμπερή πανοπλία. Ήταν αρκετά ώριμος για να μη φαντάζεται πως μπορούσε ν' αλλάξει το σύμπαν, κηρύσσοντας δονκιχωτικό πόλεμο κατά της αδικίας. Απλώς έκανε ό,τι κάνανε πάντοτε οι σωστοί άνθρωποι: προσπαθούσε ν' ανακουφίζει κάπως τον πόνο που συναντούσε στο δρόμο του. Τούτη τη συγκεκριμένη στιγμή, ενώ η σφαίρα πετούσε πάνω από τις κορφές των δέντρων, δεν ένιωθε και τόσο περήφανος για τον εαυτό του. Ακόμα και το επιχείρημα πως συγκέντρωνε πολύτιμα στοιχεία για την επιστήμη, δε τον έπειθε ιδιαίτερα. Ήταν ενδεικτικό της εντιμότητάς του, ότι δεν σκέφτηκε καν τη γνωστή δικαιολογία πως αν δε το 'κανε αυτός θα το 'κανε κάποιος άλλος.
Ο Φρανκ σήκωσε το πρόσωπο από τα χειριστήριά του, με τα γαλανά μάτια του στεναχωρημένα. Δεν ήταν αναίσθητος άνθρωπος και παρόμοιοι προβληματισμοί τον απασχολούσανε κι αυτόν. Εκείνος όμως μπορούσε πάντα να πείθει τον εαυτό του για την ορθότητα όσων έκανε. Δεν ήταν ένδειξη υποκρισίας του, απλώς έτσι δούλευε το μυαλό του.
-"Μου φαίνεται κάπως άδικο" μουρμούρισε. "Φαντάζομαι πως τελικά τους αρέσει η ζωή τους έτσι ως έχει".
-"Μπορεί κι όχι", είπεν ο Κάναντι, βοηθώντας τον να γαληνέψει τη συνείδησή του. "Στο κάτω-κάτω Φρανκ, με την ίδια λογική θα 'πρεπε να ζούμε ακόμα στις σπηλιές".
-"Έχεις δίκιο", έκανε ο Φρανκ και το πρόσωπό του φωτίστηκε. "Διάβολε, αν δε πιστεύει κανείς στη πρόοδο, σε τι μπορεί να πιστεύει";
Ο Κάναντι μπορούσε να σκεφτεί κάμποσες εναλλακτικές απαντήσεις, μα περιορίστηκε ν' ανασηκώσει τους ώμους φιλοσοφικά, λες και το πρόβλημα ήταν άλυτο. Η τυφλή πίστη στη πρόοδο... που αν προσπαθούσες να την ορίσεις με κάποιαν ακρίβεια, σήμαινε απλά την αύξηση της τεχνολογικής πολυπλοκότητας. Όμως αυτή η πίστη ήτανε τόσο βαθιά ριζωμένη στους γήινους πολιτισμούς, που 'χε πια γίνει αυτόματη αντίδραση. Ακόμα και τα παιδιά πιστεύανε στη πρόοδο. Πως να μην είναι κανείς πιστός της προόδου;
-"Έτσι όπως το βλέπω εγώ", είπεν αργά ο Φράνκ, "τους παίρνουμε κάτι, καμμιά αμφιβολία για τούτο. Τους ζητάμε ν' αλλάξουνε τρόπο ζωής σε καθαρά εθελοντική βάση, δε τους αναγκάζουμε να κάνουνε τίποτα με το ζόρι. Σ' αντάλλαγμα τους προσφέρουμε πράγματα που ποτέ δεν είχανε στο παρελθόν: άνεση, καλή υγεία, κι ασφάλεια. Τι το στραβό υπάρχει σ' αυτό";
-"Η επιχειρηματολογία σου είναι πολύ ανακουφιστική", χαμογέλασεν ο Κάναντι. "Ετοίμασες τη μπόμπα"; Ο άλλος τονε κοίταξε καχύποπτα, έχοντας πιάσει την αντίθεσην ανάμεσα στις δυο φράσεις. Ο Κάναντι ωστόσο, συνέχισε να καπνίζει ανέκφραστος το τσιμπούκι του.
-"Είναι έτοιμη", του απάντησε.
Ο Κάναντι μελέτησε στις οθόνες τη περιοχή από κάτω. Πετούσανε πάνω από μιαν αποψιλωμένην έκταση κοντά στον καταυλισμό των ιθαγενών. Έκανε έλεγχο με τους ανιχνευτές ασφαλείας. Δεν υπήρχαν άνθρωποι στη περιοχή του στόχου, αλλά ήταν αρκετά κοντά για να μπορούν να χορτάσουνε το θέαμα.
-"Αμόλα τους το μεγάλο ...επιχείρημα!", είπε στον Φρανκ. Αυτός πάτησε το κουμπί κι η βόμβα έπεσε. Έσκασε με χορταστικό πάταγο, βγάζοντας σύννεφο καπνού, δυσανάλογα μεγάλο για την όποια ζημιά μπορούσε να κάνει. Δεν ήτανε βεβαίως ατομική, μα απλώς ένα βαρελότο που εξυπηρετούσε το σκοπό τους. "Κατέβασέ τη τώρα" συνέχισεν ο Κάναντι. Ο Φρανκ οδήγησε τη σφαίρα πάνω από τις τέντες και τη κατέβασεν αγγίζοντας το χώμα, ακριβώς στο κέντρο του καταυλισμού. Περιμένανε πρώτα τους ιθαγενείς να σχηματίσουνε κύκλο περιέργων γύρω τους κι ύστερα ανοίξανε τη πόρτα. Οι δυο άνθρωποι της Γης, βγήκαν με χαμόγελο στο πρόσωπο και με το δεξί χέρι σηκωμένο σε χειρονομία ειρήνης.
Τα προβληματισμένα μάτια του Κάναντι πιάσανε το σύνολο της εικόνας με γοργήν εξασκημένη ματιά. Οι ανθρωπολόγοι που 'χουνε ξοδέψει πολλά χρόνια σ' επιτόπιες έρευνες, τείνουν να εντυπωσιάζονται περισσότερο από τις ομοιότητες ανάμεσα στους πολιτισμούς, παρά από τις φανερές διαφορές τους. Μόνο το άπειρο μάτι αρπάζεται από τις μάλλον επιφανειακές ιδιομορφίες του καθενός και δε βλέπει πέρα από τις φαινομενικές παραξενιές στα βαθιά ριζωμένα κοινά στοιχεία που μοιράζονται όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες. Ένας νομαδικός λαός κυνηγών πρέπει να 'χει ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, για τον απλούστατο λόγο πως το σύστημα δε δουλεύει αλλιώς. Αυτό -ο Κάναντι το 'ξερε καλά- ίσχυεν τόσο για τους πρωτόγονους της Ασίας, της Αφρικής ή της Αμερικής, όσο και για κείνους που βρίσκονταν εικοσιεννιά έτη φωτός μακριά από τη Γη. Ένας επιστημονικός νόμος παραμένει έγκυρος όπου κι αν απαντιέται.
Ο Κάναντι είδε πολλά σε κείνη τη πρώτη φευγαλέα ματιά. Είδεν όχι μόνο την οπτική σκηνή μπρος του, αλλά την εικόνα σε σχέση με στοιχεία κι αριθμούς, χωρισμένη και ταξινομημένη σε γνώριμες κατηγορίες. Ακόμα κι αν ήδη δεν ήξερε πολλά για τους ιθαγενείς από τα εγκατεστημένα μικρόφωνα, που χάρη σ' αυτά είχε μάθει τη γλώσσα, και πάλι θα μπορούσε να προβλέψει μ' αρκετή προσέγγιση την εμφάνιση αυτών των ανθρώπων. Τώρα όπως πάντα, τη στιγμή της πρώτης επαφής, ήτανε σε πλήρη επαγρύπνηση για οτιδήποτε παράταιρο, για οτιδήποτε δε ταίριαζε με τη γενικήν εικόνα. Ήτανε το απροσδόκητο που μπορεί να τους δημιουργούσε προβλήματα. Στην αρχή δεν είδε κάτι ασυνήθιστο.
Οι ιθαγενείς στέκονταν σε κύκλο, περιμένοντας. Ήτανε λιγότεροι απ' όσους είχανε συγκεντρωθεί τη προηγούμενη νύχτα, προφανώς οι άλλες ομάδες είχαν αναχωρήσει μετά τη τελετή. Ο Κάναντι υπολόγισε πως υπήρχαν εκεί γύρω στους εβδομήντα, άντρες-γυναίκες. Ήτανε ψηλόκορμα πλάσματα γεμάτα υγεία. Είχαν εκείνη τη ρωμαλέα κορμοστασιά που χαρίζει η ζωή στην ύπαιθρο κι η διατροφή στηριγμένη κυρίως στο κρέας. Οι άντρες ήταν ντυμένοι με δερμάτινα παντελόνια και στα μαύρα μαλλιά τους είχανε στερεωμένες διακοσμητικές κοκάλινες χτένες. Οι γυναίκες φορούσαν απλό δερμάτινο χιτώνα, σφιγμένο στη μέση, με ζώνες από χάντρες. Τότε ο Κάναντι πρόσεξε το πρώτο παράταιρο χαρακτηριστικό: κανείς από τους ιθαγενείς δε κρατούσε οποιοδήποτε όπλο. Ήταν ένα στοιχείο που το καταχώρησε στο νου του. Χαμήλωσε το χέρι.
-"Επισκεπτόμαστε το Λαό με ειρήνη", φώναξε δυνατά στη γλώσσα των ιθαγενών. "Ήρθαμε στο Λαό σα φίλοι. Ερχόμαστε από τον ουρανό για να τιμήσουμε τους Παλιούς και να προσφέρουμε πολλά δώρα στο Λαό". Ταυτόχρονα, ο Φρανκ ξέροντας το ρόλο του, έσυρε το σκοτωμένο γεντόμα έξω από τη σφαίρα και το ακούμπησε στο έδαφος, μπρος στους ιθαγενείς. Σιγανό μουρμουρητό ακούστηκεν από το πλήθος. Ένας άντρας έκανε μπρος από τους άλλους με το μπρούτζινο κορμί του να γυαλίζει στον ήλιο. Ήταν ντυμένος ακριβώς όπως κι οι υπόλοιποι, μόνο που η χτένα του ήτανε μπλε μάλλον, αντί για λευκή. Σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι.
-"Είστε καλοδεχούμενοι από το Λαό", δήλωσεν ήρεμα. "Σας ευχαριστούμε για το δώρο σας. Η τροφή μας είναι και τροφή σας κι ο καταυλισμός μας καταυλισμός σας".
Όλα ήτανε σύμφωνα με τους κανόνες, μα ο Κάναντι ένιωσε πάλι ακαθόριστην ανησυχία. Οι ιθαγενείς ήταν υπερβολικά ήρεμοι, δείχνανε πολλήν αυτοπεποίθηση. Δε μπορεί, κάποιαν εντύπωση πρέπει να τους είχε κάνει η βόμβα.
-"Φέρνουμε όχι μόνο φιλία για το Λαό", φώναξε, "μα και πολλά χρήσιμα δώρα για να κάνουνε τις μέρες τις ζωής σας πιο άνετες. Σας φέρνουμε κυνηγετικό κοντάρι που σκοτώνει με κρότο σα τη βροντή". Οι ιθαγενείς συνέχισαν να τους κοιτάζουν μ' απάθεια, ακούγοντας σαν ευγενείς ακροατές. Δε δείχναν ούτε τρομαγμένοι, ούτε εντυπωσιασμένοι. Ο Κάναντι τελείωσε το λογύδριο μάλλον αδέξια: "Ελπίζουμε πως αυτή η μέρα θα σημάνει την αρχή μιας μεγάλης φιλίας ανάμεσα στο Λαό και σε μας. Ελπίζουμε πως οι Παλιοί θα δουν μ' ευγένεια την επίσκεψή μας κι είθε να διδαχτούμε πολλά ο ένας από τον άλλο".
Ο ιθαγενής με τη μπλε χτένα έγνεψε καταφατικά. Περίμενε να βεβαιωθεί πως ο Κάναντι είχε τελειώσει και μετά έκανε μπροστα και τον έπιασεν από το μπράτσο. Χαμογέλασε, αφήνοντας να φανούν ωραία κανονικά δόντια.
-"Ελάτε", του είπε, "πρέπει να 'στε κουρασμένοι και πεινασμένοι από το ταξίδι σας στον ουρανό. Ας φάμε το γεντόμα κι ας μιλήσουμε σαν άντρες".
Ο Κάναντι δίστασε, όλο και πιο αβέβαιος με τον εαυτό του. Ο τόνος της όλης συνάντησης ήταν εντελώς αταίριαστος. Όχι πως οι ιθαγενείς ήταν εχθρικοί, αλλά σίγουρα έλειπε κείνη η συνηθισμένη αντιμετώπιση των "Θεών από τον Ουρανό" και τα ρέστα. Θα νόμιζε κανείς πως ο Λαός είχε καθημερινά επισκέψεις από το διάστημα. Κοίταξε τον Φρανκ με την άκρη του ματιού. Ο σύντροφός του χαμογελούσε πλατιά εξακολουθώντας να παίζει το ρόλο του Μεγάλου Λευκού Πατέρα.
-"Φέρε το ντουφέκι", του 'πε στ' αγγλικά. Ο ιθαγενής γύρισε και τους οδήγησε προς τη πλούσια ζωγραφισμένη σκηνή του. Ο Κάναντι κι ο Φρανκ τον ακολούθησαν. Οι υπόλοιποι άντρες κι οι γυναίκες τους παρακολουθήσανε για λίγο χωρίς ιδιαίτερον ενδιαφέρον και μετά ξαναγυρίσανε στις δουλειές του. "Ε αυτό είναι απίστευτο!", μουρμούρισεν ο Κάναντι.
-"Ναι είναι το κάτι άλλο", ψιθύρισεν ο Φρανκ, παρερμηνεύοντας τα λόγια του.
-"Το κάτι άλλο, σίγουρα", συμφώνησε κι ο Κάναντι. "Το τί είναι αυτό το άλλο, με απασχολεί". Μπήκε στη σκηνή πίσω από τον ιθαγενή και για μιαν ακόμα φορά, ένιωσε πως στεκόταν στο κατώφλι μυστηρίων και θαυμάτων, σαν εκείνα που απαντιώνται στην άβυσσο των ονείρων...
Οι μέρες που ακολούθησαν εύκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούνε σαν οι πιο παράξενες στη ζωή του Κάναντι. Ψυχολογικά, ποτέ δεν είναι εύκολο ν' αποτινάξει κανείς το καθετί που είναι οικείο και να προσαρμοστεί σε ξένο τρόπο ζωής. Στο παρελθόν, δουλεύοντας το σύστημα του 'Αλφα του Κενταύρου, είχε τουλάχιστο σα στήριγμα τη σιγουριά πως τα πράματα πηγαίνανε ρολόι και πως ήλεγχεν απόλυτα τη κατάσταση. Κι ο Ντέηβ, που 'χε μοιραστεί κείνα τα χρόνια μαζί του, ήτανε πολύ πιο φίλος του απ' όσο θα μπορούσε ποτέ να γίνει ο Φρανκ Λάντις. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσον απόλυτα μόνος. Ακόμα και στα δύσκολα εφηβικά χρόνια του στο Νέο Σικάγο, είχε τουλάχιστο γονείς με κατανόηση, να τονε κρατούνε προσγειωμένο στον πολύβουο κόσμο. Αργότερα η ζωή του ήταν εναλλαγή από γυναίκες -αν και ποτέ του δεν είχε παντρευτεί- κι η γαλήνια απόλαυση των καλοκαιριών στους παρθένους εθνικούς δρυμούς του Κολοράντο. Το ενδιαφέρον για τη δουλειά του, τον είχε στηρίξει όταν αποτύγχαναν όλα τ' άλλα... και να που τώρα είχε κλονιστεί ακόμα κι η πίστη του στα όσα ήξερε.
Το πράγμα γινόταν ακόμα πιο ανησυχητικό από το γεγονός ότι δεν υπήρχε τίποτα χειροπιαστό, παράφωνο, που να μπορεί να εντοπίσει στον Λαό. Δεν υπήρχαν μεγάλες πινακίδες στο χωριό που να γράφουν: ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ! Οι ιθαγενείς ήταν αρκετά φιλικοί με τον τρόπο τους και κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να συνεργαστούν. Έκαναν όλα όσα αναμενόταν να κάνουν σ' ανάλογη περίσταση. Οι άντρες έφευγαν από τον καταυλισμό για να κυνηγήσουν με τα καμηλοειδή μαρού τους, αναζητώντας τις αγέλες των γεντόμα που τα σκότωναν με βέλη και τόξα. Οι γυναίκες μαγειρεύανε και δούλευαν ατέλειωτες ώρες στην επεξεργασία των δερμάτων και το μάζεμα λαχανικών στις παραποτάμιες κοιλάδες. Συχνά τα βράδια, όταν τα δυο φεγγάρια αρμενίζανε στον ουρανό, διηγιούνταν ιστορίες γύρω από τις φωτιές, θρύλους για τους Παλιούς και τον Μακρύ Δρόμο και για τα ηρωικά κατορθώματα των πολεμιστών του Λαού. Όλα ήταν απολύτως φυσιολογικά στην επιφάνεια, αλλά οι αποχρώσεις τους ήταν εντελώς παράταιρες, κάτι που ο Κάναντι αδυνατούσε να εξηγήσει. Οι χαρακτηριστικές λεπτομέρειες τις κουλτούρας των ιθαγενών ήταν ανεπαίσθητα ξενικές κατ' ακαθόριστο τρόπο. Ο Φρανκ ένιωθεν απλώς απορημένος και λίγο πειραγμένος από την αδιαφορία που 'χανε δείξει για τα κόλπα του, αλλά ο Κάναντι ήτανε βαθιά προβληματισμένος.
Προσπάθησε να βρει κάποια πρόσβαση κατανόησης της κουλτούρας τους, καταφεύγοντας στη πιο αξιόπιστη τεχνική απ' όλες. 'Αρχισε χρησιμοποιώντας τη γενεαλογική μέθοδο, προαιώνια κι ασφαλή πρώτη κίνηση. Κάθισε με τον Πλάβγκαρ, τον ιθαγενή με τη μπλε χτένα, που φαινόταν να 'ναι ο αρχηγός. Του έκανε όλες τις ακίνδυνες ερωτήσεις. Πως λέγανε τη γυναίκα του, ποιο ήτανε τ' όνομα των γονιών της, πως λέγανε τα παιδιά του, αν είχε... Κάτι τέτοια ήταν απολύτως εγγυημένα να κάνουνε τον οποιονδήποτε ιθαγενή να ξεκινήσει ατέλειωτη σειρά αναμνήσεων για το σόι του, από γενιές και γενιές στο παρελθόν. Έτσι ένας ανθρωπολόγος θα μπορούσε να βρει το πολύτιμο κλειδί στις διάφορες συγγενικές σχέσεις, που τόσο σημαντικό ρόλο παίζουνε στις πρωτόγονες κοινωνίες. Ο Πλάβγκαρ ωστόσο, δεν έτρωγε το δόλωμα. Περιορίστηκε να πει τ' όνομα της γυναίκας του, εξηγώντας πως την είχεν αποκτήσει από επιδρομή σε κάποια γειτονική φυλή, έδωσε τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας του και ...συνέχισε αναφέροντας και τα υπόλοιπα όλων των μελών της φυλής, αποκαλώντας τους κι αυτούς γονείς του και προσφέρθηκε να τους συστήσει έναν-έναν στον Κάναντι. Η ιδέα των αδελφών φάνηκε να τονε σαστίζει. Σ' ό,τι αφορά τις προηγούμενες γενιές, είχε απόλυτην άγνοια. Όμως επειδή οι λαοί δίχως γραφή, έχουν απίστευτο μνημονικό σε θέματα προγόνων, η άγνοια τούτη ήτανε πραγματικά κάτι το αδιανόητο. Ο Κάναντι άκουσε τελικά ένα κλασικό μύθο πολιτιστικού ήρωα, κάποιου γενναίου που 'χεν ηγηθεί θρυλικής επιδρομής ενάντια στους Τελλιομάτα, καταφέρνοντας να κλέψει όλα τους τα μαρού, κάτω από τη μύτη τους. Αλλά τελειώνοντας, προσφέρθηκε να του συστήσει αυτό τον μυθικό ήρωα, που κείνη την ώρα, ροκάνιζεν ήρεμος ένα κοψίδι μπροστά στη σκηνή του.
Ο Φρανκ από τη μεριά του, έστησε την ατμομηχανή του κι έκανε επίδειξη των δυνατοτήτων της, στο Λαό. Παρακολουθήσανε την επίδειξη μ' ευγένεια, όπως θα παρακολουθούσε κανείς ένα παιδί να φτιάχνει μοντελάκι αεροπλάνου, και μετά αδιαφόρησαν απόλυτα. Ο Φρανκ έβγαλε τις ραπτομηχανές μπαταρίας κι έπαιξε το μεγάλο του χαρτί. Μάζεψε τις γυναίκες και τους έδειξε πως να μειώσουνε στο μισό τη δουλειά της μέρας. Εκείνες δοκιμάσανε χαμογελαστές και με κάθε καλή διάθεση να του κάνουνε το χατίρι και μετά γυρίσανε πάλι στις βελόνες τους. Ακόμα και τα τουφέκια, τόσον ολοφάνερα ανώτερα από τα ντόπια τόξα και βέλη, δεν είχανε το επιθυμητόν αποτέλεσμα. Οι ιθαγενείς παινέσανε το σημάδι του Φρανκ κι αυτό ήταν όλο. Το πρόβλημα ήταν σοβαρό, γιατί οι άνθρωποι της Γης βασίζανε πολλά στην εντύπωση που θα 'καμαν όλα τούτα. Έτσι και κατάφερναν ν' αντικαταστήσουνε τα τόξα και τα βέλη μιας φυλής κυνηγών με τουφέκια, είχανε κιόλας θεμελιώσει τη πρώτη καταναλωτική κοινωνία. Οι ιθαγενείς θα μάθαιναν να εξαρτιώνται τόσον από τα τουφέκια, ώστε να ξεχάσουνε σε λίγο πως να φτιάχνουνε τόξα και βέλη. Χώρια που η εισαγωγή των πυροβόλων όπλων θα ξεκινούσεν αλυσιδωτήν αντίδραση που θ' ανάτρεπε την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων φυλών. Μια φυλή οπλισμένη με τουφέκια θα 'ταν ανίκητη. Ύστερα και μόνον η απειλή πως θα τους παίρνανε τα όπλα ή πως θα σταματούσαν να τους διαθέτουν πυρομαχικά, θα 'ταν αρκετή για να τους κουμαντάρουνε καταπώς θέλανε.
Όσο κι αν προσπαθούσεν ο Κάναντι δε κατάφερνε να πάρει καμιά πληροφορία σχετικά με σαμάνους μάγους. Στην αρχή το απέδωσε σε κάποιο φυσικό ταμπού, που τους εμπόδιζε να μιλάνε για τα υπερφυσικά. Μα οι ιθαγενείς δεν αποφεύγανε τις ερωτήσεις του, απλά τονε διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν ούτε μάγους, ούτε θεραπευτές, ούτε τίποτα. 'Ακουσε κάμποσες υπομονετικές και μακροσκελείς εξηγήσεις για τους Παλιούς κι αυτό ήταν όλο. Πρώτη φορά συναντούσε πρωτόγονη φυλή δίχως σαμάνους... Ήταν ασύλληπτο, σα ψάρι χωρίς νερό. Και τι κάναν όταν αρρώσταιναν; Η αλήθεια τονε χτύπησε κατακούτελα, μόνον όταν πια είχε κλείσει δυο ολάκερους μήνες στον πλανήτη. Ήτανε κάτι που 'πρεπε να το 'χει προσέξει από την αρχή. Ήτανε τόσον απλό, τόσον ολοφάνερο, που η σημασία του είχε διαφύγει τη προσοχή του. Κι ήτανε συνάμα τόσον απίστευτο που η λογική του είχεν απορρίψει αυτόματα την ιδέα. Όλα αρχίσαν όταν η Λέρρι, η γυναίκα του Ραουνάρ, ανάγγειλε πως ήταν έγκυος...
'Ανεμος ευχάριστης έξαψης άρχισε να φυσά στον καταυλισμό κι ο Κάναντι θέλοντας και μη, άρχισε να επηρεάζεται κι αυτός. Είχε ζήσει αρκετά για να ξέρει πως η αληθινή ευτυχία ήταν το σπανιότερο δώρο κι οι ιθαγενείς γύρω του ξεχειλίζαν απ' αυτή. Ακόμα κι η δική του επίγνωση πως βρισκότανε στο χείλος μιας τρομερής επιστημονικής ανακάλυψης, φαινόταν ασήμαντη, μπρος στη γενική χαρά. Υπήρχε χαμόγελο στο κάθε πρόσωπο κι η δουλειά ήτανε κάτι αδύνατο. Μια αίσθηση μαγικής ευφορίας ήτανε διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Επικρατούσε τόσο γιορταστική διάθεση που ο Κάναντι δε μπόρεσε να μη παρασυρθεί.
Ο Λαός είχε μείνει καιρό στην ίδια περιοχή κι ήτανε καιρός να τα μαζεύει, γι' άλλους τόπους. Οι ζεστοί καλοκαιριάτικοι μήνες ξεψυχούσανε στη φθινοπωρινή ψύχρα κι οι αγέλες των γεντόμα μεταναστεύανε στο νότο, διασχίζοντας τις κυματιστές, χορταριασμένες πεδιάδες. Ο Λαός θα τις ακολουθούσε έτσι κι αλλιώς, αλλά ήτανε τα νέα για τη Λέρρι που δώσανε το σήμα της αναχώρησης. Οι μεγάλες σκηνές μαζευτήκανε κι οι προβιές δεθήκανε στα μεταφορικά μαρού. Οι κεντρικοί πάσσαλοί τους στεριώθηκανε στα καπούλια των ζώων έτσι που οι άκρες τους σερνόντανε στο χώμα. Οι άκρες τους δεθήκαν ώστε να φτιάχνουνε πρόχειρο φορείο που πάνω του τοποθετήσανε τα λιγοστά τους υπάρχοντα. Γυναίκες κι άντρες καβαλήσανε τα μαρού τους και τώρα ήταν έτοιμοι γι' αναχώρηση. Ήταν μια πολύ απλή διαδικασία.
Ο Λαός ξεκίνησε την αυγή μιας παγερής, γκρίζας μέρας. Έβρεχε σιγανά κι οι κάπες από τις προβιές των γεντόμα ήτανε καλοδεχούμενες στους ώμους τους. Ο Κάναντι σπρωγμένος από παρόρμηση που δε καταλάβαινε, πήγαινε μαζί με τους ιθαγενείς. Το καμηλόμορφο μαρού του ήταν ένα ζωηρό ζώο, αλλ' αυτός ένιωθε παράξενη γαλήνη, καθώς πήγαινε καθισμένος στο κομμάτι του πετσιού που χρησίμευε για σέλα. Το ψηλόλιγνο κορμί του είχε σκληραγωγηθεί τους μήνες που 'χε ζήσει με το Λαό. Η βροχή που μαστίγωνε το πρόσωπό του, είχε φρέσκια και δροσερήν αίσθηση, σα την ανάσα της ίδιας της ζωής. "Πανάθεμά με!" σκέφτηκε, "νιώθω πάλι σαν άνθρωπος"!
Ο Φρανκ ακολουθούσε πίσω από τη φυλή, οδηγώντας τη σφαίρα. Τη κρατούσε λίγο πάνω από τις κορφές της χλόης κι η αθόρυβη παρουσία της ήτανε παράξενα εξωπραγματική. Ο Λαός δε της έδινε καμιά σημασία και κάθε φορά που ο Κάναντι κοιτούσε πίσω και την έβλεπε ν' αρμενίζει στη πεδιάδα, ένιωθε τρελή διάθεση να γελάσει. Κατά κάποιο τρόπο, άσχετα πόσον εξελιγμένη τεχνολογία έκρυβε, το σκάφος φαινότανε γελοίο. Σε σύγκριση με τη μεγαλόπρεπη ζωντάνια του κόσμου γύρω της, η σφαίρα φάνταζε παράφωνη, άχρωμη και κραυγαλέα ασήμαντη. Φαινόταν ν' αρμενίζει σε κενό, πασχίζοντας χωρίς επιτυχία, να τραβήξει τη προσοχή. Έμοιαζε με τουρίστα με κακόγουστο, φανταχτερό πουκάμισο σε δάσος με δροσερά πεύκα κι η παρουσία της δε μετρούσε, χανόταν μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.
Δυο μέρες και μια νύχτα προχωρούσανε προς τον νοτιά. Δε φαινόταν να βιάζεται ο Λαός. Στο δρόμο λαγοκοιμούνταν στη σέλα, μασουλούσανε ξερό κρέας και μούρα, αλλ' ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη πορεία στο ταξίδι τους. Διασχίσανε τις ανεμοδαρμένες πεδιάδες και πήρανε μονοπάτι ανηφορικό προς τα ριζοβούνια πορφυρένιας, χιονοσκέπαστης οροσειράς. Κάποτε φτάσανε σ' ένα φαράγγι απάνεμο, όπου ένα μικρό ρυάκι ανάβλυζε παγωμένο, γάργαρο νερό, από μια πηγή. Τα δέντρα κει ήτανε ψηλά, σκοτεινά και καταπράσινα. Σταματήσανε στις σκιες του δειλινού, στήσανε τις σκηνές τους κι ανάψαν μεγάλες κίτρινες φωτιές που σκορπίζανε τη ζεστασιά τους στο νυχτερινό αγιάζι.
Το κορμί του Κάναντι ήτανε πιασμένο από το δρόμο και τα μάτια του κόκκινα από την αϋπνία. Η μέθοδος του ύπνου στη σέλα φαινόταν αρκετά εύκολη όταν την εφάρμοζαν οι ιθαγενείς, αλλά ο ίδιος διαπίστωσε πως οι σπασμωδικές κινήσεις των μαρού δε προσφέρονταν και τόσο για χαλάρωση. Συμπέρανε πως η σκληρή ζωή της υπαίθρου δεν ήτανε τελικά και τόσον ανόθευτη απόλαυση και μ' ανακούφιση προχώρησε τρικλίζοντας για να κοιμηθεί στη σφαίρα. Η ζεστή στεγνή κουκέτα τονε τράβηξε σα μαγνήτης και σωριάστηκε πάνω της δίζως να μπει στον κόπο να βγάλει τα ιδρωμένα και σκονισμένα ρούχα του. Ο Φρανκ περιποιημένος, καθαρός και φρεσκοξυρισμένος, σούφρωσε τη μύτη:
-"Βρωμάς σαν εργοστάσιο λιπασμάτων φιλαράκο", παρατήρησε. "Μη ξεχνάς πως μένω κι εγώ εδώ".
-"Σα στο σπίτι σου", του απάντησεν ο Κάναντι. Χασμουρήθηκε, πολύ κουρασμένος για λογομαχίες. "Ξύπνα με νωρίς σε παρακαλώ. Έχω προαίσθημα πως κάτι είναι να γίνει και δε θέλω να το χάσω".
Ο Φρανκ είπε κάτι ακόμα, μετά κοίταξε τον φίλο του κι εγκατέλειψε την ιδέα. Ο Κάναντι ροχάλιζε κιόλας μεγαλόπρεπα. Ο Φρανκ χαμογέλασε και κατάφερε να του βγάλει τις μπότες. Ύστερα κρατώντας τες μακριά από τη μύτη του, τις άφησε στο χώμα απ' έξω. Τονε σκέπασε μαλακά με μια κουβέρτα και μετά κάθισε να γράψει τις παρατηρήσεις της μέρας. Κούνησε το κεφάλι του. "Περίεργος τύπος αυτός ο Κάναντι", συλλογίστηκε. Έξω στη νύχτα μια φωνή υψώθηκε σε μελαγχολική μελωδία. Ήτανε γυναικεία φωνή, απαλή και γλυκειά στη σιγαλιά. Ο Φρανκ την άκουγε για πολλήν ώρα, πριν πέσει κι αυτός για ύπνο. Η γυναίκα συνέχισε τη μελωδία με τη φωνή της γάργαρη κι αρμονική. Ήτανε δύσκολο να πει κανείς αν ήτανε τραγούδι αυτό που 'λεγε ή προσευχή.
Η άλλη μέρα ξημέρωσε καθαρή και κρύα μ' ένα τσουχτερό αγιάζι να κατεβαίνει από τα χιονισμένα βουνά. Η προφυλαγμένη κοιλάδα σκοτεινή κάτω από τα ψηλά έλατα, αργούσε να ζεσταθεί κι οι σκηνές του Λαού φαντάζανε σα παγωμένοι φρουροί στο βάθος του φαραγγιού. Ο Κάναντι στεκόταν αγναντεύοντας το σκηνικό, με τα μακριά του πόδια ανοιχτά και τα τραχιά από τη δουλειά, χέρια του στους γοφούς. Τα μαύρα γένεια του είχανε κιόλας μεγαλώσει αρκετά κι είχεν αφήσει τα μαλλιά του να μακρύνουν. Αναρρίγησε λίγο από τη παγωνιά και προσπάθησε να σκεφτεί την επόμενη κίνησή του. Δεν υπήρχεν αμφιβολία πως ως σήμερα είχαν αποτύχει παταγωδώς στην αποστολή τους. Οι ιθαγενείς δεν είχανε δείξει κανένα ενδιαφέρον για τα μαραφέτια που τους είχανε φέρει από τη Γη. Το γεγονός δε τον ενοχλούσεν ιδιαίτερα. Απεναντίας του 'δινε μάλλον κρυφήν ικανοποίηση. Εκείνο που τον ενοχλούσε κυρίως ήτανε, πως ύστερα από τόσους μήνες με το Λαό, εξακολουθούσε να 'ναι ξένος. Ένιωθεν έντονα πως δεν ανήκε, πως ήτανε παρείσακτος. Δεν είχε κάνει φίλους κι αυτό του συνέβαινε πρώτη φορά. Οι ιθαγενείς δεν ήταν εχθρικοί και του συμπεριφέρονταν με κάθε ευγένεια μα δε τον αποδέχονταν. Αυτό τονε πονούσε!
Προχώρησε παράλληλα προς τη γραμμή των σκηνών, νιώθοντας στα ρουθούνια του τη χορταστική τσίκνα από τα κοψίδια των γεντόμα, που ψήνονταν στις φωτιές. Είδε τη Λέρρι, τη γυναίκα του Ραουνάρ, να πλένει το πρόσωπό της στα κρύα νερά του βουνίσιου ρυακιού. Τονε κοίταξε και του χαμογέλασε. Φαινόταν να λάμπει από ομορφάδα, σα να ξεχείλιζε από εσωτερικήν ευτυχία, που άφηνε τα ίχνη της στο κάθε της χαρακτηριστικό. Τα μάτια της στράφτανε στο φως του πρωινού. Τίναξε το νερό από το πρόσωπό της κι άρχισε να χτενίζει τα μακριά μαύρα μαλλιά της.
-"Καλημέρα", τη χαιρέτησε.
-"Είναι πολύ όμορφο πρωινό 'Αρ-θουρ". Ήτανε περίεργο ν' ακούει τ' όνομά του από τα χείλια της. Ο ήχος του αποκτούσε παράξενη μουσική.
-"Οι Παλιοί σταθήκανε καλοί μαζί μας", της είπε, ακολουθώντας το πρωτόκολλο. "Χαίρομαι για σένα". Η κοπέλα του χαμογέλασε πάλι.
-"Θα γίνω μητέρα!", του 'πε, σαν αυτό να 'τανε το πιο θαυμάσιο πράγμα στον κόσμο. "Εγώ, η Λέρρι, θ' αποκτήσω παιδί"!
-"Αυτό είναι καλό". Δίστασε, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. "Είναι το πρώτο σου;" τη ρώτησε. Τονε κοίταξεν έκπληκτη και μετά ξέσπασε σε γέλια.
-"Το πρώτο μου; Σίγουρα θ' αστειεύεσαι μαζί μου. Ασφαλώς κι είναι το πρώτο μου. Τι άλλο θα μπορούσε να 'ναι";
-"Με συγχωρείς, πολλά από τα έθιμά σας μου 'ναι ακόμη άγνωστα. Στον κόσμο μου, Λέρρι, μερικές φορές είναι επικίνδυνο να ρωτάς γυναίκα, πόσων ετών είναι. Θα σε πείραζε αν το ρωτούσα; Πόσων ετών είσαι, Λέρρι"; Η κοπέλα έσμιξε τα φρύδια της απορημένα.
-"Πόσων ... ετών";
-"Πόσες εποχές έχεις ζήσει"; Κούνησε το κεφάλι της.
-"Δε ξέρω" του αποκρίθηκεν απλά. "Δε μετράμε τέτοια πράγματα. Είμαι ζωντανή. Αυτό είν' όλο".
-"Πολλές εποχές;" επέμεινεν αυτός.
-"Ναι, 'Αρ-θουρ. Πολλές εποχές".
-"Θυμάσαι πότε ήσουνα παιδί, Λέρρι"; Σούφρωσε σκεφτικά τα χείλια της.
-"Πριν πολλές εποχές. Πολύ λίγα θυμάμαι". Το πρόσωπό της φωτίστηκε. "Θυμάμαι τη Τελετή Ενηλικίωσης, όταν έγινα δεκτή από το Λαό. Αυτό είναι κάτι που ποτέ δε θα ξεχάσω. Ήμουνα τόσο τρομαγμένη! Ακόμα και τότε, είχα ακούσει πολλά για το Μακρύ Δρόμο". Κοντοστάθηκε πριν συνεχίσει. "Το παιδί μου θα 'ναι καλό παιδί, 'Αρ-θουρ. Θα 'χει καλή καρδιά".
-"Δεν αμφιβάλλω Λέρρι". Ο Κάναντι κοίταξε τη γυναίκα μπρος του. Ήτανε σχεδόν κοριτσόπουλο ακόμα. Με τα κριτήρια της Γης, δε πρέπει να 'τανε πάνω από είκοσι πέντε. Κι όμως, δε μπορούσε να θυμηθεί τα παιδικά της χρόνια! Είχε ζήσει... πόσο καιρό; Πολλές εποχές. "Χαίρομαι για σένα", της είπε πάλι και προχώρησε να βρει τον Πλάβγκαρ, τον αρχηγό του Λαού. Τονε βρήκε καθισμένο σταυροπόδι στη σκηνή του, ενώ η γυναίκα του μαντάριζε κάτι ρούχα. Προσκάλεσε τον Κάναντι να περάσει κι ο Γήινος κάθισε στα δεξιά του, όπως απαιτούσε το έθιμο να κάθονται οι επισκέπτες. Δεν είπε τίποτα μέχρι που η όμορφη γυναίκα του αρχηγού, του πρόσφερε ξύλινο μπολ με φαγητό. Ο Κάναντι δοκίμασε συμβολικά, σύμφωνα με το έθιμο.
-"Μπορείς να καπνίσεις αν θες", του 'πεν ο Πλάβγκαρ. "Πρόσεξα πως έτσι νιώθεις πιο άνετα".
Ο Κάναντι έβγαλε το τσιμπούκι του, το γέμισε και το άναψε μ' ένα αναμμένο ξυλάκι από τη φωτιά. Το εσωτερικό της σκηνής ήταν απρόσμενα ευρύχωρο κι άψογα καθαρό. Το πάτωμα ήτανε στρωμένο με προβιές γεντόμα κι η ατμόσφαιρα μύριζεν ευωδιά και φρεσκάδα. Ο Κάναντι δε βιάστηκε ν' ανοίξει κουβέντα, ρουφώντας απλά το τσιμπούκι του. Ο Πλάβγκαρ τονε κοίταζε σιωπηλός. Ήτανε μεγαλόπρεπος άντρας, αν και μονάχα η μπλε χτένα στα μαλλιά του πρόδινε την εξουσία του. Ήταν ακόμα νέος, στο άνθος της ηλικίας του, κι ωστόσο κάτι στο παρουσιαστικό του πρόδινε άνθρωπο που 'χει ζήσει πολλά χρόνια κι έχει δει πολλά πράγματα.
-"Μπορώ να σου κάνω μερικές ερωτήσεις;" ρώτησεν ο Κάναντι. Ο Πλάβγκαρ χαμογέλασε.
-"Αυτό είναι το δικό σας ...έθιμο;" Ο Κάναντι κοκκίνησεν ελαφρά.
-"Είμαι ειλικρινής στη διάθεσή μου να μάθω περισσότερα για τον Λαό. Υπάρχουνε πολλά που δε καταλνοώ. Όσο περισσότερο μένω μαζί σας, τόσο λιγότερα καταλαβαίνω".
-"Αυτή είναι η αρχή της σοφίας γιέ μου". Ήταν η πρώτη φορά που τον αποκαλούσεν έτσι. Αυτό ευχαρίστησε τον Κάναντι. Μπορεί να 'τανε τριανταπεντάρης, προφανώς πιο μεγάλος από τον Πλάβγκαρ, αλλά πάντως η λέξη ταίριαζε.
-"Μου επιτρέπεις να ρωτήσω ό,τι θέλω";
Ο Πλάβγκαρ έγνεψε καταφατικά, μ' ένα μικρό λαμπύρισμα στα μάτια.
-"Δεν έχουμε μυστικά. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ".
Ο Κάναντι πήρε μια βαθειάν ανάσα κι έγειρε μπροστά.
-"Tί συμβαίνει στα παιδιά του Λαού";
Ο Πλάβγκαρ έσμιξε τα φρύδια.
-"Τί τους συμβαίνει; Μα μεγαλώνουν και γίνονται ενήλικα μέλη της φυλής".
-"Πάντα γίνονται ενήλικα μέλη της φυλής";
-"Σχεδόν πάντα. Όταν γεννηθεί ένα παιδί πρέπει να μάθει πολλά πράγματα. Πρέπει να ζήσει με το Λαό και να μάθει τις συνήθειες και τους τρόπους του. Αν έχει καλή καρδιά, στέλνεται μονάχο του στο Βράχο Των Κεραυνών, ψηλά στα βουνά. Εκεί νηστεύει για τέσσερις μέρες κι εκεί οι Παλιοί του στέλνουν ένα πνεύμα-προστάτη. Βλέπει τον προστάτη-πνεύμα κι οι δυο τους γίνονται ένα. Ύστερα περνά τη Τελετή Ενηλικίωσης και γίνεται δεκτός στο Λαό για πάντα".
-"Κι αν δεν έχει καλή καρδιά";
-"Αυτό δε συμβαίνει συχνά, γιε μου. Αν δεν έχει καλή καρδιά, αν δε πιστεύει στους τρόπους του Λαού, τότε οι Παλιοί θλίβονται και δεν τον δέχονται. Το πνεύμα-προστάτης του δεν έρχεται στο Βράχο Των Κεραυνών και μένει κει ολομόναχος. Δίχως προστάτη θα 'ταν αδιανόητο να λάβει μέρος στη Τελετή Ενηλικίωσης".
-"Και τί του συμβαίνει τότε";
-"Παίρνει τον Μακρύ Δρόμο".
-"Θες να πεις ότι... διώχνεται από τη φυλή";
-"Ποτέ δεν ανήκε στο Λαό. Παίρνει μόνος το Μακρύ Δρόμο. Μένει μόνος για πάντα ή μέχρι η καρδιά του να γίνει καλή. Ένας άνθρωπος δε μπορεί να γίνει άνθρωπος αν η καρδιά του δεν είναι καλή".
Ο Κάναντι κράτησε το πρόσωπό του ανέκφραστο. Η δουλειά του, αν όχι τίποτε άλλο, τον είχε μάθει να 'ναι υπομονετικός. Πάντα συνέβαινε, οι απαντήσεις που δίνονταν ελεύθερα δεν εξηγούσανε τίποτα. Η ιδέα του προστάτη-πνεύματος ήτανε βέβαια γνώριμη: σήμαινε μια προσωπική οραματική εμπειρία που ερχόταν μετά από νηστεία. Ήταν επαφή με το υπερφυσικό, που 'δινε στον άνθρωπο κάτι σα προσωπικό φύλακα-άγγελο, που θα τονε συνόδευε μετά σ' όλη του τη ζωή. Όταν σου επαναλάμβανα από μωρό πως θα 'βλεπες ένα πνεύμα στο Βράχο Των Κεραυνών κι αν έμενες εκεί μόνος στα βουνά, χωρίς φαΐ για τέσσερις μέρες, ήτανε σίγουρο πως θα 'βλεπες κάποιο πνεύμα. Ιδίως αν δε μπορούσες να γίνεις δεκτός στη φυλή αν δεν το 'βλεπες. Αλλά πάλι...
-"Έχω ακούσει πολλά για τους Παλιούς. Μπορείς να μου μιλήσεις γι' αυτούς";
-"Οι Παλιοί ζούσανε στον κόσμο πριν φτάσουν οι άνθρωποι", άρχισεν ο Πλάβγκαρ, σαν να 'κανε μάθημα σε μικρό παιδί. "Ήτανε πανίσχυρα πλάσματα κι εξακολουθούν να ζούνε στους ψηλούς τόπους. Δεν μπορούμε να τους δούμε στη καθημερινή ζωή, αλλά βρίσκονται πάντα μαζί μας. Αποκαλύπτονται στα μάτια μας μόνο στο Βράχο Των Κεραυνών, αν έχουμε καλή καρδιά. Η ζωή των Παλιών κι η ζωή του Λαού είναι ένα και το αυτό.. Ζούμε αρμονικά μαζί κι ο καθένας μας αποτελεί μέρος του άλλου".
"Αυτό δε μου λέει απολύτως τίποτα" συλλογίστηκεν ο Κάναντι. Προσπάθησε να γυρίσει τη κουβέντα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο.
-"Πως γίνεται και δεν έχω δει παιδιά ανάμεσα στο Λαό;" ρώτησε. Ο Πλάβγκαρ χαμογέλασε.
-"Γιατί έχουν όλα μεγαλώσει. Τα παιδιά είναι ο Λαός τώρα".
"Τώρα μάλιστα" σκέφτηκεν ο Κάναντι.
-"Κι η Λέρρι";
-"Οι Παλιοί σταθήκανε καλοί μαζί της. Χαιρόμαστε γι' αυτή κι ευχαριστούμε τον Μιουέντα". Ο Πλάβγκαρ τονε κοίταξε διαπεραστικά. "Σκοπεύετε να μείνετε πολύ μαζί μας γιε μου";
-"Ίσως". Το μητρικό σκάφος ήταν να τους παραλάβει σε είκοσιδύο μήνες από σήμερα.
-"Τότε θα δεις από μόνος σου τι συμβαίνει στα παιδιά του Λαού". Το πρόσωπό του έλαμψε από ευτυχία. Φαινόταν αδύνατο για τους ιθαγενείς να κάνουνε κουβέντα για το μωρό, δίχως κάποιαν εκδήλωση εσωτερικής έκστασης. "Οι Παλιοί σταθήκανε πολύ καλοί μαζί μας"!
-"Χαίρομαι για σας", είπεν ευγενικά ο Κάναντι. Κάτι ακαθόριστο τονε βασάνιζε, κάτι που 'χε πει ο Πλάβγκαρ. Προσπάθησε να το εντοπίσει αλλά δεν τα κατάφερε. Υπήρχανε τόσα παράξενα πράγματα... Στάθηκε στα πόδια του.
-"Σ' ευχαριστώ για το χρόνο που μου διέθεσες, Πλάβγκαρ".
-"Ελπίζω να σε βοήθησα στις απορίες σου", απάντησεν ο αρχηγός.
"Κι εγώ το ελπίζω", αναστέναξε από μέσα του ο Κάναντι, νιώθοντας κάθε άλλο παρά σίγουρος. Αποχώρησεν από τη σκηνή για να επιστρέψει στη σφαίρα. Εκεί κατέγραψε πιστά τη στιχομυθία του με τον Πλάβγκαρ και τη Λέρρι.
Όλο κείνο το απόγευμα ο Φρανκ ήταν απασχολημένος πασχίζοντας να τραβήξει το ενδιαφέρον οποιουδήποτε, στις ραπτομηχανές του. Ο Κάναντι από τη μεριά του πάλευε να βγάλει άκρη με τα στοιχεία που 'χε συλλέξει. Διαισθανόταν ότι είχε κάνει κάποιο μικρό βήμα: τώρα μπορούσε να εντοπίσει τα πολιτιστικά στοιχεία που τονε προβλημάτιζαν. Μπορούσε να κάνει τις σωστές ερωτήσεις κι ήξερε πως κι οι απαντήσεις ήτανε θέμα χρόνου. Κάπνιζε το τσιμπούκι του σκεφτικός και καθώς δούλευε ένιωσε να θεριεύει μέσα του το πρόβλημα σαν αίνιγμα: ο Λαός του κέντριζε το ενδιαφέρον περισσότερο από κάθε άλλη κουλτούρα που 'χε συναντήσει κι αν δεν τονε γελούσε η διαίσθησή του...
Από εντελώς επιφανειακό πρίσμα, δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο στο Λαό. Σχημάτιζαν μια μικρή κοινωνία κυνηγών που βασιζόταν στα γεντόμα, ζούσανε σε σκηνές, λέγαν ιστορίες για τους Παλιούς και πιστεύανε σε προστάτες-πνεύματα. Όλα τούτα ήτανε φυσιολογικά. Ωστόσο...
Παρατήρηση πρώτη: Καμμιά από τις γήινες μεθόδους για τον έντεχνον επηρεασμό μιας κουλτούρας δεν είχε δω το παραμικρόν αποτέλεσμα. Η κοινωνία τους ήτανε σταθερή σε σημείο που ξεπερνούσε τη φαντασία. Όχι μόνο δε δείχνανε κανέν ενδιαφέρον για τη τεχνολογία, αλλά κι αντιμάχονταν κάθε τεχνολογικήν αλλαγή. Θέλαν να διατηρήσουνε τον τρόπο ζωής τους έτσι ως είχε. Αυτό συνέβαινε συχνά σε χώρους όπως η κοινωνική οργάνωση κι η θρησκεία, αλλά ο Κάναντι δεν είχε ποτέ ακούσει για φυλή που δεν ορμούσε στα τουφέκια και στις ραπτομηχανές, σαν οι μύγες στο μέλι. Ο Λαός ήξερε πως η εισαγωγή νέων τεχνολογικών στοιχείων θ' άλλαζε αναπόφευκτα τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους.
Παρατήρηση δεύτερη: Η Λέρρι είχεν εμφάνιση νεαρής κοπέλας. Ταυτόχρονα, δε μπορούσε να θυμηθεί τα παιδικά της χρόνια. Δεν ήξερε καν πόσων ετών ήτανε. Κι η ιδέα του να 'χει πάνω από 'να παιδί, της είχε φανεί γελοία.
Παρατήρηση τρίτη: Δεν υπήρχαν ηλικιωμένα άτομα μέσα στα μέλη του Λαού. Ο Κάναντι δεν είχε δει κανέναν άντρα και καμμιά γυναίκα που να δείχνει πάνω από τριάντα. Ακόμη κι οι αρχηγοί σαν τον Πλάβγκαρ ήταν νεαροί.
Παρατήρηση τέταρτη: Δεν υπήρχανε παιδιά στο Λαό. Στην αρχή ο Κάναντι δυσκολευόταν να το δεχτεί, αλλά τώρα δεν έμενε καμμιά αμφιβολία. Δεν υπήρχαν ούτε μωρά, ούτε έφηβοι. Η εγκυμοσύνη της Λέρρι ήτανε σπουδαίο γεγονός. Το παιδί της θα 'τανε το μοναδικό στη φυλή...
Παρατήρηση πέμπτη: Δεν υπήρχανε σαμάνοι ή μάγοι-γιατροί. Δεν υπήρχανε τεχνικές αντιμετώπισης των ασθενειών.
Τί συμπέρασμα βγαίνει αν τα συνδυάσει κανείς όλ' αυτά;
Ο Κάναντι θυμήθηκε ξαφνικά μια φράση του Πλάβγκαρ, που τον είχε προβληματίσει πολύ, όταν την άκουσε τη πρώτη φορά. "Χαιρόμαστε γι' αυτή κι ευχαριστούμε τον Μιουέντα". Τον Μιουέντα; Μα τον άντρα της Λέρρι τονε λέγανε Ραουνάρ. Ποιός ήταν ο Μιουέντα και τι σχέση είχε με το παιδί που περίμενε η Λέρρι; Έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του. Μα βέβαια! Ήξερε ποιος έπρεπε να 'ναι ο Μιουέντα κι αυτό σήμαινε...
Τινάχτηκεν όρθιος με το αίμα να σφυροκοπά στα μηλίγγιά του. Όρμησε βιαστικά έξω στις σκιές του δειλινού. Ήξερε τη σωστή ερώτηση τώρα. Ήτανε καιρός να πάρει και την απάντηση. Σύντομα όμως ανακάλυψε, πως ήταν ευκολότερο ν' αποφασίσει το επόμενο βήμα, παρά να το υλοποιήσει. Είχεν απασχοληθεί με τα στοιχεία του πιότερην ώρα απ' όση νόμιζε κι ήδη το σούρουπο έδινε τη θέση του στη νύχτα, όταν ξεκίνησε να βρει τον Πλάβγκαρ για μιαν ακόμα συζήτηση. Τονε βρήκε σχετικώς εύκολα, μα ο αρχηγός ήταν απασχολημένος. Οι κυνηγοί είχαν επιστρέψει όλοι, φορτωμένοι με κρέας γεντόμα και νόστιμα φρέσκα ψάρια από τα ρυάκια των βουνών. Οι γυναίκες είχαν ετοιμάσει το βραδινό κι ανάβανε τις φωτιές για τη νύχτα. Ο Λαός είχε μαζευτεί σε παρέες γύρω από τις φωτιές κι ο Κάναντι πρόσεξεν αμέσως ότι γινότανε κάποιον είδος τελετής. Δεν ήτανε κάτι που θα μπορούσε κανείς να το διακόψει τόσον επιπόλαια. Στάθηκε λοιπόν πίσω από τις σκιες παρακολουθώντας.
Ήτανε περίεργη τελετουργία, μείγμα ξέφρενης αποχαλίνωσης κι επιβλητικών, τυποποιημένων κινήσεων, παλιών όσο κι ο χρόνος, που εκτελούνταν με πανάρχαιη τέχνη. Υπήρχε σαφής ρυθμός στη τελετουργία, αλλά ήτανε ρυθμός κινήσεων μάλλον παρά μουσικής. Δε χρησιμοποιούσαν όργανα κι οι μόνοι ήχοι προέρχονταν από τις διακυμάνσεις των ανθρώπινων φωνών. Οι γυναίκες καθόνταν ανά τέσσερις γύρω από τις φωτιές. Στο κέντρο του καταυλισμού, σε μια χαμηλήν εξέδρα από κορμούς, στεκόταν η Λέρρι ντυμένη με μακρύ μπλε χιτώνα. Γύριζεν αργά πάνω στην εξέδρα, στρέφοντας το πρόσωπο προς τη κάθε ομάδα γυναικών με τη σειρά. Το δέρμα της θαμπόφεγγε σα χρυσαφένιο στις αναλαμπές της φωτιάς και τα μακριά μαύρα μαλλιά της λαμπυρίζανε χυτά στους ώμους. Η ευτυχία έλαμπε στα μάτια της κι ήτανε χάρμα οφθαλμών να τη κοιτά κανείς.
Οι άντρες χορεύανε σε μεγάλο κύκλο γύρω από τη Λέρρι, με τις βαθιές φωνές τους να τραγουδάν έναν ύμνο που 'τανε παλιός όταν τα βουνά ήταν ακόμα νέα. Κάθε λίγο ένας άντρας έβγαινε από τον κύκλο και πλησίαζε μιαν από τις φωτιές των γυναικών. Στη κάθε φωτιά σταματούσε, σήκωνε τα γυμνά μπράτσα του ψηλά κι απευθυνότανε στις γυναίκες με τελετουργικά λόγια. Τους έλεγε την ιστορία της ζωής του, φροντίζοντας ν' αναφέρει τις στιγμές που 'χε μοιραστεί με τη κάθε γυναίκα. Ύστερα συνέχιζε με τα προσωπικά του κατορθώματα, τις επιτυχίες τους στις επιδρομές κατά των άλλων φυλών, τις στιγμές της επαφής τυ με το προστάτη-πνεύμα του, ιστορίες για τον Μακρύ Δρόμο και τους Παλιούς. Όταν συμπλήρωνε τον κύκλο με τις φωτιές, διάλεγε μια γυναίκα για τελετουργική του συντρόφισσα και την οδηγούσε στα δέντρα, δίπλα στο ρυάκι. Ύστερα από κάμποσην ώρα, επέστρεφαν οι δυο τους στις φωτιές. Η γυναίκα γύριζε να καθίσει στην ομάδα της, των τεσσάρων, ενώ ο άντρας έπαιρνε ξανά τη θέση του στον κύκλο. Απ' όσο μπορούσε να καταλάβει ο Κάναντι, ο μόνος κανόνας ήτανε, κανείς άντρας να μη διαλέγει τη δική του γυναίκα.
Ο Κάναντι παρακολουθούσε σιωπηλά, νιώθοντας κάτι πιότερο από επιστημονικό ενδιαφέρον για τις διαδικασίες της τελετής. Ένιωθεν αβάσταχτα μόνος, απελπιστικά αποκομμένος, σα φτωχό παιδί με το πρόσωπο κολλημένο στο κρύο τζάμι της βιτρίνας ενός μαγαζιού παιγνιδιών. Στεκότανε στις σκιες από τις φωτιές, μισός στο φως και μισός στο σκοτάδι, δαγκώνοντας νευρικά το τσιμπούκι του, πλημμυρισμένος από λαχτάρα και πίκρα, που του σκίζανε τη ψυχή. Τ' άστρα φέγγαν ασάλευτα ψηλά, η νύχτα ήτανε κρύα κι είχε πολύ καιρό να πλησιάσει γυναίκα...
Ο ύμνος συνεχιζόταν αδιάκοπα και τα μέλη του Λαού συνέχιζαν ν' απομακρύνονται δυο-δυο στο σκοτάδι με την ευτυχία γραμμένη στα πρόσωπά τους. Μόνον η Λέρρι στεκόταν μόνη και κανείς δε την είχεν αγγίξει. Στεκότανε χαμογελαστή στην εξέδρα των κορμών, ακτινοβόλα όμορφη με τη νέα ζωή που σάλευε μέσα της. Ο Κάναντι ένιωσε μια παράξενη συγγένεια μαζί της, τη συγγένεια δυο παρείσακτων, αλλά και κάποια ζήλεια. Κείνη ήτανε το κέντρο των πάντων, ενώ αυτός δε μετρούσε σε τίποτα. Κούνησε το κεφάλι του. Είχε διαλέξει την ακαταλληλότερη στιγμή γι' αυτολύπηση. Περίμενε ώσπου το πρώτο φως της αυγής έρριξε τις γκρίζες πινελιές του στον ουρανό, περίμενε μέχρι να νιώσει τον μεγάλο κόκκινον ήλιο να πλησιάσει στο χείλος του ορίζοντα των βουνών. Όταν η τελετή τελείωσε κι οι ιθαγενείς άρχισαν να μιλάν και να γελάν με το συνηθισμένο τόνο τους, πλησίασε να βρει τον Πλάβγκαρ. Εκείνος χαμογέλασε και τον άγγιξε στον ώμο με κάτι σαν οίκτο.
-"Καλωσόρισες, γιε μου. Σ' ευχαριστώ που 'χες την ευγένεια να περιμένεις. Θα 'ταν ατέλειωτη νύχτα για σένα". Ο Κάναντι έγνεψε καταφατικά:
-"Νομίζω η πιο ατέλειωτη της ζωής μου. Μπορώ να σου κάμω μιαν ακόμη ερώτηση, Πλάβγκαρ";
-"Δεν έχουμε μυστικά, γιε μου".
-"Μου 'χες πει τις προάλλες ότι χαιρόσουνα για τη Λέρρι και πως ευχαριστούσες τον Μιουέντα. Ποιός είναι ο Μιουέντα"; Σφίχτηκε μ' αγωνία. Ήξερε την απάντηση αλλά δε μπορούσε να μη ρωτήσει. Έπρεπε να σιγουρευτεί. 'Ακουσε τα λόγια του Πλάβγκαρ με την ευχάριστην ανατριχίλα της επιβεβαίωσης.
-"Ο Μιουέντα ήταν ένας μεγάλος άντρας του Λαού. Τη νύχτα πριν τον ερχομό σας έκανε κάτι υπέροχο για το Λαό. Μπήκε στη φωτιά και τώρα το πνεύμα του ζει εδώ στα βουνά. Χάρη στη πράξη του, οι Παλιοί μας χαμογελάσανε. Γι' αυτό κι η Λέρρι τώρα περιμένει παιδί".
Ο Κάναντι έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω στη σφαίρα. Θα 'πρεπε να νιώθει εξαντλημένος μα τίποτα δεν τον απασχολούσε λιγότερο από τον ύπνο. Ένιωθε μιαν ηλεκτρικήν έξαψη στο κορμί του κι ο νους του δούλευε με σχεδόν υπερφυσική διαύγεια. Τράνταξε τον Φρανκ από τους ώμους.
-"Φρανκ ξύπνα". Αυτός ανακάθισε στη κουκέτα, τρίβοντας τα μάτια.
-"Τί τρέχει...; Τί... ώρα είναι...";
-"Φρανκ, το βρήκα. Τώρα ξέρω για το Λαό"! Ο Φρανκ άπλωσε το χέρι του για ένα τσιγάρο, με τα μάτια του να κοιτάζουν νυσταγμένα τον σύντροφό του.
-"Ξέρεις για το Λαό; Και τί υπήρχε για να μάθεις";
-"Χριστέ μου, να σκεφτείς πως προσπαθούσαμε να τους εντυπωσιάσουμε με... ραπτομηχανές", γέλασεν ο Κάναντι.
-"Λοιπόν;", ο Φρανκ περίμενε ρουφώντας το τσιγάρο του.
-"Φρανκ δε το καταλαβαίνεις; Πέσαμε πάνω στη μεγαλύτερην ανακάλυψη που 'κανε ποτέ ο άνθρωπος! Φρανκ... τα μέλη της φυλής του Λαού δε πεθαίνουν"!
-"Τί έκανε λέει";
-"Δε πεθαίνουνε, τουλάχιστον όχι φυσιολογικά. Είναι αθάνατοι Φρανκ. Ζουν αιώνια". Ο Φρανκ τονε κοίταζεν εμβρόντητος, με το τσιγάρο ξεχασμένο στα δάχτυλά του. "Αθάνατοι!" επανέλαβεν ο Κάναντι. Ύστερα πλησιάσε στο φινιστρίνι κι αγνάντεψε πέρα, στο κόκκινο μεγαλείο του ήλιου που ανάτελλε...
Δυο ώρες αργότερα, ενώ όλοι στον καταυλισμό κοιμόνταν ολόγυρα κι η ζεστασιά της μέρας απλωνότανε προς τα χιονισμένα βουνά, οι άνθρωποι από τη Γη συνεχίζαν ακόμα την ίδια κουβέντα. Το εσωτερικό της σφαίρας ήτανε θολογάλαζο από τους καπνούς και τα κατακάθια του καφέ είχανε ξεραθεί στα φλυτζάνια.
-"Δεν ισχυρίστηκα πως είσαι τρελός 'Αρθουρ", διαμαρτυρόταν ο Φρανκ, "μ' αδικείς".
Ο Κάναντι τονε κοίταξε και δε μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Παρά τη διαβεβαίωση που μόλις είχε βγει από τα χείλη του, ήτανε φανερό πως ο Φρανκ πίστευεν ότι είχε μπρος του κάποιον ανισόρροπο ή έστω στα πρόθυρα της τρέλας. Ο Κάναντι από μεριά του ανακάλυπτε πως ήτανε πολύ δύσκολο να μιλήσει με τον Φρανκ και τ' απονήρευτα γαλανά του μάτια, ήταν αταίριαστα σ' οιαδήποτε συζήτηση περί αθανασίας. Ήτανε σα να προσπαθείς να εξηγήσεις σ' ένα παιδάκι τριών ετών, ότι η Γη δεν είναι πραγματικά επίπεδη, αλλά μόνον έτσι δείχνει στα μάτια.
-"Είναι αλήθεια Φρανκ κι η δική μας γνώμη δεν αλλάζει τα πράματα διόλου".
-"Όμως κοίτα", ο Φρανκ κούνησε το κεφάλι του σοβαρά, αποφασισμένος να συντρίψει τα επιχειρήματα του άλλου, "το πράμα λογικά, δε στέκει διόλου. Λες ότι ουσιαστικά, οι ιθαγενείς ζουν αιώνια. Εντάξει. Τούτο σημαίνει πως πρέπει να 'χουν ηλικία τουλάχιστον χιλιάδων ετών. Σκέψου πόσα θα μπορούσε να μάθει κανείς μέσα σε χίλια χρόνια! Μα, που να πάρει η οργή, δε θα ζούσε τώρα σαν άγριος. Θα 'χεν εξελιχθεί σε κάποιο ανώτερο και πιο προχωρημένο είδος πολιτισμού. Σωστά δε τα λέω"; Ο Κάναντι γέμιζε το τσιμπούκι του. Αισθανότανε ζαλάδα, μετά τόσες ώρες αϋπνίας, αλλ' αν μπορούσε να κάνει τον Φρανκ να καταλάβει...
-"Συμφωνώ, δε θα ζούσε σαν άγριος και θα διέθετε κάποιο πολύ εξελιγμένο είδος πολιτισμού".
-"Το βλέπεις;" ο Φρανκ σήκωσεν απελπισμένος τα χέρια του.
-"Τί να δω;" κι ο Κάναντι έσκυψε προς το μέρος του. "Σκέψου το λιγάκι. Τα μέλη του Λαού ζούνε στ' αλήθεια σαν άγριοι; Και τί στο διάλο, τελοσπάντων, σημαίνει τούτη η λέξη; Θες να πεις πως είναι άγριοι γιατί κυνηγάνε ζώα να φάνε ή γιατί ζούνε σε σκηνές, αντί σ' ουρανοξύστες; Μήπως τάχα γιατί χρησιμοποιούνε τόξα και βέλη αντί ντουφέκια κι ατομικές βόμβες";
-"Όμως η τεχνολογία τους είναι απλή. Δε μπορείς να τ' αρνηθείς αυτό".
-"Δε χρειάζεται να τ' αρνηθώ. Απλή δε σημαίνει και πρωτόγονη. Στο κάτω-κάτω, ποιός είναι ο λόγος ύπαρξης της τεχνολογίας και πως την αξιολογεί κανείς; Θα 'λεγα πως πρέπει να τη κρίνουμε βάσει του τί πετυχαίνει στα πλαίσια του συγκεκριμένου πολιτισμού. Ο μόνος σωστός δείκτης τεχνολογικής προόδου είναι κείνος της σχετικής αποτελεσματικότητας. Τι το θέλεις το ντουφέκι όταν δε σου χρειάζεται; Τι χρειάζεσαι τον γιατρό, αν δεν αρρωσταίνεις ποτέ";
-"Μα εδώ δε πρόκειται γι' αποτελεσματική τεχνολογία. Μη μου πεις ότι το τόξο είναι αποτελεσματικότερο από το ντουφέκι για ένα κυνηγό. Πως να το κάνουμε, δεν είναι".
-"Είναι αποτελεσματικότερο κάτω από ειδικές συνθήκες κι οι συνθήκες αυτές δεν υπάρχουν εδώ. Κοίτα, είναι προφανές ότι για κάποιο λόγο οι κοινωνίες αυτές πρέπει να διατηρούνται μικρές. Όχι μόνον αυτό, αλλά πρέπει να 'ναι κι ειρηνικές. Αν έχουνε πετύχει τέλεια ισορροπία από οικολογικήν άποψη, με τα τόξα, ένα ντουφέκι θα χαλούσε τα πάντα. Το μόνο πράμα που μετρά σε μια κοινωνία αθανάτων είναι η επιβίωση. Αν δεν επιβιώνουνε δεν είναι αθάνατοι. Συνεπώς, οτιδήποτε που μακροπρόθεσμα δε συμβάλλει στην επιβίωση δε μπορεί να γίνει ανεκτό. Διάβολε, δε μπορείς ν' αντιμάχεσαι τα γεγονότα. Το σύστημα δουλεύει".
-"Εντάξει, εντάξει". Ο Φρανκ γέμισεν άλλο ένα φλυτζάνι καφέ. "Όμως όλ' αυτά είναι εικασίες. Δεν αποδεικνύουνε πως οι ιθαγενείς ζούνε για πάντα".
-"Πολύ σωστά. Όμως για πρόσεξε μερικά γεγονότα και βγάλε συμπέρασμα: δεν υπάρχει μήτ' ένα παιδί στο χωριό, δεν υπάρχει μήτ' ένας ηλικιωμένος. Οι ιθαγενείς δε θυμούνται καλά-καλά, τη παιδική τους ηλικία, τόσα πολλά χρόνια περάσαν από τότε. Και μόνον όταν ο Μιουέντα αποφάσισε να πεθάνει, μπόρεσεν η Λέρρι να κάνει παιδί. Ο θάνατός του ήτανε τόσο σημαντικό γεγονός, που μαζευτήκαν ιθαγενείς από χιλιόμετρα ολάκερα, μακριά, για να τονε παρακολουθήσουν. Όταν η Λέρρι ανακοίνωσε πως περιμένει παιδί, ολάκερη η φυλή ξέσπασε σ' ένα παραλήρημα χαράς. Αυτό μόνον ένα μπορεί να σημαίνει: πως ο πληθυσμός τους είναι αυστηρώς ελεγχόμενος. Κανένα παιδί δεν επιτρέπεται να γεννηθεί αν ο θάνατος ενός ενήλικα δε κάνει χώρο για ένα νέο μέλος στη κοινωνία τους. Το πράγμα δε θα μπορούσε να λειτουργεί διαφορετικά. Αν κανείς δε πέθαινε, οι γεννήσεις συνεχίζονταν, σύντομα ο Λαός θ' αυτοκαταστρεφόταν ελέω υπερπληθυσμού".
-"Θα συμφωνήσω ως ένα σημείο. Νομίζω πως απόδειξες ότι έχουμε να κάνουμε μ' έναν αυστηρώς ελεγχόμενο πληθυσμό. Παραδέχομαι ότι πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο. Αλλά και πάλι αυτό δεν αποδεικνύει όσα λες περί αθανασίας".
-"Κοίτα Φρανκ", αναστέναξεν ο Κάναντι, που 'νιωθε σα να μιλούσε σε ντουβάρι, "γιατί ο Λαός δε δέχτηκε κείνες τις ραπτομηχανές και τα ντουφέκια; Γιατί δεν εντυπωσιάστηκεν από τη μπόμπα που τους ρίξαμε ή κι από τούτη τη σφαίρα μας ακόμα; Γιατί δε καταφέραμε να τους κάνουμε τη παραμικρήν εντύπωση";
-"Το 'πες κι ο ίδιος. Αν καταστρέψεις μια τέλειαν οικολογικήν ισορροπία..." Ο Φρανκ σταμάτησεν απότομα.
-"Ακριβώς! Αλλά πως το ξέραν αυτό; Ποιός τους μίλησε για οικολογικές ισορροπίες; Πώς θα 'τανε δυνατό να ξέρουνε τι επίδραση θα 'χε ένα ντουφέκι στον πολιτισμό τους; Ξεκίνησες λέγοντας ότι δεν είναι παρά ένα τσούρμο άγριοι και τώρα μου λες ότι ξέρουνε για τ' αποτελέσματα της πολιτισμκής αλλοτρίωσης και της κοινωνιοδυναμικής. Δε μπορείς να τα 'χεις όλα δικά σου". Ο Φρανκ έμεινε σιωπηλός. "Είναι κάτι παραπάνω από απλή οικολογία Φρανκ. Είμαι πεισμένος πως αυτή η αθανασία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τρόπου ζωής τους, ότι είναι αποτέλεσμα αυτού του τρόπου ζωής. Δε πρόκειται απλά για κάποιο μεταλλαγμένον αδένα ή μια δόση από κάποιο θαυματουργό ελιξίριο. Την έχουν αποκτήσει ακριβώς επειδή ζουν έτσι. Αυτό το γνωρίζουνε καλά. Έτσι δεν είναι διατεθειμένοι να το διακινδυνεύσουν αλλάζοντας τρόπο ζωής. Τί αξία έχει ένα ντουφέκι ή ένα διαστημόπλοιο μπρος στη προοπτική μιας ζωής που κρατά αιώνια. Σκέψου το, Φρανκ! Τέρμα οι άγρυπνες νύχτες που αγωνιάς αν ο πόνος στο στομάχι σου είναι καρκίνος. Τέρμα η ξαγρύπνια στον προθάλαμο του νοσοκομείου μη ξέροντας αν η γυναίκα σου θα ζήσει ως τ' άλλο πρωί. Τέρμα η βεβαιότητα πως θα δεις τον πατέρα και τη μητέρα σου να θάβονται σε μια τρύπα στο χώμα. Τέρμα το να βλέπεις το κορμί σου να γίνεται πλαδαρό από γερατειά και να σου τρέχουνε τα σάλια κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα. Τέρμα το να βλέπεις ένα φίλο σου να καταρρέει μέρα τη μέρα και το φως να σβήνει από τα μάτια του. Θεέ μου, εσύ θα τ' άλλαζες αυτό για μια ραπτομηχανή";
-"Πάντα διάβαζα πως αν ζούσαμε για πάντα θα 'μαστε δυστυχισμένοι και θα μας βασάνιζε τρομερή ανία". Ο Φρανκ κούνησε το κεφάλι. "Τί έχεις να πεις γι' αυτό";
-"Φίλε μου", γέλασε ο Κάναντι, "αυτή είναι η πιο μεγάλη κοροϊδία των αιώνων. Όσα δε φτάνει η αλεπού... Δε μπορούσαμε να ζήσουμεν αιώνια και συνεπώς λέμε πως δε μας αρέσει. Δε μπορούμε να φάμε τη μπριζόλα και συνεπώς λέμε πως δε πεινάμε. Βλέπεις ο Λαός να 'ναι δυστυχισμένος; Εγώ θα 'λεγα πως είναι χίλιες φορές πιο ευτυχής από τους περισσότερους άντρες και γυναίκες της Γης. Και θα το αντιμαχόσουν αλήθεια αν ήξερες πως μπορούσες να ζήσεις για πάντα; Εγώ πάντως όχι! Η ζωή μου δεν είναι δα και τόσο παραδεισένια. αλλά θα πάσχιζα να τη κρατήσω όσο μπορούσα πιότερο. Κι αν μπορούσα να κάνω στ' αλήθεια όλα κείνα που λαχταρώ..."
'Πώς να μιλήσεις γι' αυτά τα πράγματα σε κάποιον άλλο; Πώς να του πεις για γαλανούς ουρανούς, για το φως του ήλιου και για το γέλιο της αγάπης. Πώς να του εξηγήσεις τη χαρά και μόνο του να 'σαι ζωντανός, να ξέρεις πως ο κόσμος των ανέμων, των δέντρων και των βουνίσιων ρυακιών, είναι δικός σου να τον απολαμβάνεις για πάντα; Πώς να του μιλήσεις για μιαν αγάπη που αντέχει παντοτινά, αμέτρητες ανοίξεις';
-"Ο Μιουέντα αυτοκτόνησε", παρατήρησεν ο Φρανκ.
-"Ασφαλώς δε μπορεί να 'ναι όλοι ευτυχισμένοι και τούτοι οι ιθαγενείς είναι άνθρωποι. Κι ίσως πάντα να υπάρχει κάποιος που να 'ναι πρόθυμος να θυσιάσει την αιώνια ζωή του, για να φέρει χαρά των παιδιών στους συνανθρώπους του. 'Ακουσα πως όταν κάποιος από το Λαό νιώσει νευρικός κι ανικανοποίητος, ξεκινά μόνος για το Μακρύ Δρόμο. Πλησιάζει πιο κοντά στη γη για να καθαρίσει τη καρδιά του. Συνήθως αυτό αρκεί. Αν όχι, υπάρχει πάντα κι ο δρόμος της φωτιάς".
-"Μίλησες για ειρήνη κι όλες αυτές οι επιδρομές ανάμεσα στις φυλές";
-"Εννοείς τα κυνηγετικά κατορθώματα;" ο Κάναντι σήκωσε τους ώμους. "Ναι σίγουρα ξεκινάνε και κλέβουνε τις αγέλες των μαρού των άλλων. Έχουν κι αληθινές συγκρούσεις που πέφτει άγριο ξύλο. Αλλά ποιός είπε πως μια τέτοια ζωή πρέπει να 'ναι ανιαρή; Δε θα μπορούσε να 'ναι ανιαρή. Αλλά δε σκοτώνουν ο ένας τον άλλο στις συγκρούσεις τους. Πρόσεξες τις χτένες που φοράν οι άντρες στα μαλλιά; Αυτές παίρνουν αντί το δέρμα του κρανίου του αντιπάλου. Εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό. Για τον ίδιο λόγο που δε σκοτώνεις τον αντίπαλό σου σ ' ένα ποδοσφαιρικόν αγώνα, αλλά μπορείς να ξεθυμάνεις αρκετά πάνω του. Το καθετί στη κοινωνία τους είναι μελετημένο για να διώχνει την ανία. Θα πρόσεξες ότι αλλάζουν ακόμα και τους ρόλους. Κάθε πέντε χρόνια περίπου, οι πάντες αλλάζουνε θέσεις. Ο Πλάβγκαρ είναι αρχηγός τούτη τη περίοδο, αλλ' αυτός είναι ένας από τους πολλούς ρόλους που 'χει παίξει στη ζωή του. Κι όλες οι τελετουργίες, τότε που καταργούνται τα σεξουαλικά ταμπού... Όλα εξυπηρετούνε τον ίδιο σκοπό. Μα το Θεό, τους αρέσει και το γλεντάνε".΄
-"Αν είναι αλήθεια 'Αρθουρ..." ο Φρανκ άναψε πάλι τσιγάρο, "...πρέπει ν' ανακαλύψουμε πως γίνεται. Πρέπει να μάθουμε".
-"Μας είπε ποτέ ψέμματα ο Λαός;", χαμογέλασεν ο Κάναντι.
-"Μάλλον όχι".
-"Πώς λένε ότι γίνεται";
-"Δε σε καταλαβαίνω".
-"Νομίζω πως καλά θα κάνεις να τα φτιάξεις με το πνεύμα-προστάτη σου Φρανκ". Ο Κάναντι σηκώθηκε και χασμουρήθηκε. "Είναι καιρός ν' αρχίσεις να σκέφτεσαι τους Παλιούς". Ο Φρανκ τονε κοίταξε παραξενεμένος.
-"Μα... αυτά είναι δεισιδαιμονίες..."
-"Έτσι λες; Πώς το ξέρεις; Νήστεψες ποτέ σου πάνω στο Βράχο Των Κεραυνών;" και γύρισε πριν ο Φρανκ προλάβει ν' απαντήσει. Έβγαλε τα ρούχα, έπεσε στη κουκέτα κι έκλεισε τα κουρασμένα μάτια κι άρχισε να σκέφτεται... 'τον κόσμο των ανέμων, των δέντρων και των βουνίσιων ρυακιών, να 'ναι δικός του... να τον απολαμβάνει για πάντα...'
Οι μέρες φτιάχνανε βδομάδες κι οι βδομάδες μήνες. Ο Λαός περιπλανιότανε προς το νοτιά, ακολουθώντας τις απάνεμες πλαγιές των γαλάζιων βουνών κι οι κρύοι χειμωνιάτικοι μήνες ντύσανε τα λιβάδια με χιόνι. Μόνον οι καφετιές και μαύρες κορφές της χλόης εξείχανε πάνω από τη κυματιστή θάλασσα των χιονιών. Τα γεντόμα γυρίζανε τις ράχες τους προς τον άνεμο και σκαλίζανε το παγωμένο χώμα με κρύες και πληγιασμένες οπλές. Ο Κάναντι ζούσε σαν όνειρο. Δεν ήτανε πια ο εαυτός του. Ένιωθε τα ίδια τα θεμέλια του κόσμου που 'ξερε να καταρρέουνε κάτω από τα πόδια του. Αργά και διαδοχικά, δίχως σαφή γραμμή διαχωρισμού, βρέθηκε διχασμένος ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς τρόπους ζωής. Ζούσε σ' ένα πολιτισμικό μισόφωτο, ένας παρείσακτος που δεν ανήκε μήτε στον παλιό του κόσμο, μήτε στον κόσμου που ξαφνικά είχε ξανοιχτεί μπρος του.
"Είμαι ένας περιθωριακός άνθρωπος" συλλογιζότανε. "Εγώ, ο 'Αρθουρ Κάναντι, ένας επιστήμονας, δε ταιριάζω πουθενά. Μπορεί να μη ταίριαζα στ' αλήθεια. Ίσως όλη τη ζωή μου αναζητούσα κάτι, δίχως να το βρίσκω ποτέ, δίχως να ξέρω καν τί έψαχνα να βρω..."
Περνούσε μέρος του χρόνου του στη σφαίρα με τον Φρανκ, τριγυρισμένος από τα γνώριμα μηχανήματα που 'ξερε από παλιά, νιώθοντας ταυτόχρονα έλξη κι απέχθεια για τη προσωπικότητα του συντρόφου του. Ο Φρανκ ήταν ένα απίθανο κράμα δεκτικότητας και μουλαρίσιας ξεροκεφαλιάς. Όπως οι περισσότεροι απλοϊκοί άνθρωποι, καμάρωνε για το απόλυτα πρακτικό νου του. Ήταν ανεκτικός και σεβόταν τις νέες ιδέες, αλλά ποτέ του δε θα μπορούσε ν' αλλάξει περ' από ένα σημείο. Η προσωπικότητά του ήτανε κάτι το τελειωμένο, δεν είχε περιθώρια να προχωρήσει πιο πέρα. Κατά κάποιο τρόπο, ο Κάναντι τονε ζήλευε, αλλά του 'ταν αδύνατο να επικοινωνήσει μαζί του, περ' από ένα καθαρά επιφανειακό επίπεδο.
Εν άλλο μέρος του χρόνου του το περνούσε με το Λαό, πηγαίνοντας μαζί τους καβάλλα στ' αδυνατισμένα από το χειμώνα μαρού, αντιμετωπίζοντας το χιόνι που μαστίγωνε το πρόσωπό του, παρέα με τον Πλάβγκαρ, τη Λέρρι και τον Ραουνάρ. Είχε μάθει να ρίχνει τ' αρσενικά γεντόμα, μ' ένα βέλος πίσω από τον ώμο, να γδέρνει μ' ένα πέτρινο μαχαίρι το ζεστό ματωμένο δέρμα από τα κουφάρια τους και να πίνει τ' αχνιστό αίμα για να διώχνει τη παγωνιά στις χειμωνιάτικες πεδιάδες. Τις νύχτες καθότανε σταυροπόδι στις θολές από τον καπνό σκηνές, ιδροκοπώντας μαζί με τους άλλους, γύρω από τις μικρές θράκες από σβουνιές των γεντόμα κι άκουγε τις ιστορίες τους. Κι όμως εξακολουθούσε να 'ναι ξένος. Οι ιθαγενείς του χαμογελούσαν και φαίνονταν να χαίρονται από τη παρουσία του, αλλά τους χώριζε τοίχος, που κείνος δε μπορούσε να περάσει. Οι άντρες ήτανε φιλικοί, δίχως να 'ναι φίλοι του κι οι γυναίκες εγκάρδιες μα απαγορευτικά απόμακρες. Ο Κάναντι είχεν αφήσει μαλλιά και γένεια να μεγαλώσουνε κι άρχισε να ντύνεται με τα δερμάτινα ρούχα των ιθαγενών. Υπήρξανε πολλές φορές που περπατούσε μόνος του στη πεδιάδα, με τα μάτια μισόκλειστα για τον κρύον άνεμο και πολλές νύχτες κοιτούσε ψηλά στα παγωμένα άστρα κι αναρωτιότανε ποιό απ' όλα ήταν ο ήλιος που φώτιζε τη Γη... Η φοβερή, σκοτεινή ειρωνεία του πράγματος, ροκάνιζε μέρα-νύχτα το νου του. Καθότανε καπνίζοντας τη πίπα του και κοιτάζοντας έντονα τον Φρανκ. Μα δεν τονε καταλάβαινε;
Ήταν ανέκαθεν μοναχικός τύπος, διψώντας όχι μόνο για συντροφιά, αλλά και για κάτι πιο πλούσιο και γεμάτο, που δε το 'χε γνωρίσει ποτέ στη ζωή. Η μοναξιά του γινότανε διπλά αβάσταχτη από τη ζωντάνια της ζωής γύρω. Ο Λαός δε του αρνιότανε τίποτε, αλλά και δε του πρόσφερε τίποτε. Δε κάνανε καμμιά κίνηση να τονε πλησιάσουν. Απλώς υπήρχαν... Και μια ζωή αιώνια... Εγκατέλειψε κάθε πρόφαση επιστημονικής έρευνας και πήγε τελικά να δει τον Πλάβγκαρ. Κάθισε στη σκηνή στα δεξιά του αρχηγού, δοκίμασε τελετουργικά το φαγητό και μετά έψαξε να βρει τις κατάλληλες λέξεις.
-"Οι Παλιοί βρίσκονταν εδώ πριν φτάσει ο Λαός", είπε, με τη σκέψη του να κινείται στα κανάλια των ιθαγενών, αλλά ο νους του αρνήθηκε να μείνει σ' αυτό το επίπεδο. Σκέφτηκε: 'Όλα όσα μου 'χουνε πει, ήτανε κυριολεκτικώς αληθινά. Οι Παλιοί υπάρχουν. Αλλά ποιοί ή τί είναι; Στην απεραντοσύνη του σύμπαντος η ζωή έχει πάρει πολλές μορφές. Μήπως συνυπάρχουν με τους ανθρώπους κι εκδηλώνονται μόνο στα οράματα; Ποιός ξέρει τί καταστρέψαμε σαλπάροντας σ' άγνωστα λιμάνια με τα πλοία και τις αρρώστιες μας! Ποτέ δε γνωρίσαμε στ' αλήθεια τους δικούς μας ιθαγενείς, παρά μόνον όταν πια τους είχαμε διαφθείρει'. "Πρέπει να 'ναι ισχυρά όντα. Δε προσπάθησαν να προστατέψουνε τον κόσμο τους";
-"Η κατάκτηση είναι αυταπάτη των νέων γιέ μου", αποκρίθηκεν ο Πλάβγκαρ, αργά. "Υπάρχει χώρος για όλους. Η ζωή των Παλιών κι η ζωή του Λαού αγγίζουν η μια την άλλη, μόνο σε λίγα σημεία. Είμαστε ίσοι αλλά και διαφορετικοί. Για κείνους, όπως και για μας, η αρμονία είναι ο ανώτερος νόμος του σύμπαντος. Πρέπει όλοι να ζήσουμε, έτσι συνταυτιζόμαστε μεταξύ μας. 'Ανθρωποι και Παλιοί, φυτά και ζώα, ουρανός και νερό... όλα πρέπει να δουλέψουν μζί για να φτιάξουνε τον κόσμο καλό κι όμορφο. Ο ι Παλιοί μας δώσανε ζωή, σ' αντάλλαγμα τους δίνουμε ευτυχία. Μπορούν να νιώσουνε τη ζεστασιά μας της ζωής μας , χρειάζονται τη παρουσία μας, όπως κι εμείς χρειαζόμαστε τη δική τους. Ζούμε μαζί κι επωφελούμαστε κι οι δυο εξ αυτού".
-"Κι εσείς φτάσατε κάποτε σ' αυτό τον κόσμο με διαστημόπλοιο", ρώτησεν ο Κάναντι, γέρνοντας μπρος.
-"Αυτό συνέβη πριν πολλά-πολλά χρόνια", απάντησε χαμογελαστός ο Πλάβγκαρ. "Ναι, κάποτε ήμασταν κι εμείς πολιτισμένοι και προοδευμένοι, όπως κι εσείς".
-"Πλάβγκαρ, ποιό είναι το μυστικό;" ρώτησεν ο Κάναντι, που δεν είχε περάσει απαρατήρητη την ειρωνεία στα λόγια του αρχηγού. "Ποιό είναι το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσει ένας άνθρωπος για να κερδίσει την αιώνια ζωή";
-"Δε ζούμε αιώνια γιέ μου", του απάντησεν αυτός κοιτάζοντάς τονε σταθερά. "Πολλά χρόνια ναι, αλλά όχι για πάντα".
-"Όμως κάποιο μυστικό θα υπάρχει! Ποιό είναι αυτό";
-"Υπάρχει ένας και μοναδικός κανόνας: πρέπει να μάθεις να 'χεις καλή καρδιά".
-"Καλή καρδιά;", ο Κάναντι ξεροκατάπιε με δυσκολία.
-"Αυτό είναι όλο. Σου 'πα την αλήθεια. Δε σου 'κρυψα τίποτε. Δεν έχουμε μυστικά. Δεν υπάρχει κανένα μαγικό χάπι, κανένα μηχανάκι, που να σου δώσει αυτό που ζητάς. Πρέπει να πιστέψεις, αυτό είναι όλο. Πρέπει να 'χεις καλή καρδιά".
-"Μα..." ο νους του Κάναντι στροβιλιζόταν απ' αυτά που 'χεν ακούσει από τον Πλάβγκαρ. Καλή καρδιά; Είχε μάθει πολλά πράγματα, σε πολλά σχολεία, αλλά κανείς δεν τον είχε διδάξει κάτι τέτοιο. "Τί θα 'πρεπε να κάνει κανείς για ν' αποκτήσει καλή καρδιά";
-"Η καρδιά του ανθρώπου βρίσκεται μέσα του", του εξήγησεν απλά ο Πλάβγκαρ. "Πρέπει να κοιτάξεις γύρω σου, στα βουνά και στους ουρανούς, στα φυτά και τα ζώα. Πρέπει να κοιτάξεις και μέσα σου. Πρέπει να νιώσεις πως είσαι μέρος κάθε ζωής και να τη σεβαστείς. Πρέπει να βρεις τη γαλήνη. Ύστερα πρέπει να πας στον Βράχο Των Κεραυνών και να νηστέψεις για τέσσερις μέρες κι αν πιστεύεις, αν η καρδιά σου είναι καλή, θα δεις τους Παλιούς. Ο προστάτης-πνεύμα σου θα σ' επισκεφθεί και τότε γιέ μου, θ' ανήκεις στο Λαό... για πάντα..."
-"Σ' ευχαριστώ Πλάβγκαρ", είπε. Η φωτιά από τις σβουνιές των γεντόμα τρεμόπαιξε λαμπερά στη σκηνή. Οι σκιές τυλίξανε τον Κάναντι, οι σκιές και κάτι άλλο μαζί τους... Σηκώθηκε και βγήκε από τη σκηνή, βαδίζοντας έξω στο κρύο, νυχτερινό αγιάζι. Οι μπότες του τρίζανε στο χιόνι που σκέπαζε το έδαφος. Το μόνο που χρειαζόταν ήτανε να πιστέψει. Το μόνο που 'πρεπε να κάνει, ήταν ν' απορρίψει όλα όσα είχε διδαχτεί. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ν' αποκτήσει καλή καρδιά. Απλό! Κι υπήρχανε κι άλλα προβλήματα, άλλα είδη πίστης που 'πρεπε να προδώσει. Βάδισε μόνος πίσω στη σφαίρα...
Όταν είπε στον Φρανκ τι σκόπευε να κάνει, ο άλλος τινάχτηκε στο ταβάνι.
-"Δε μπορείς να το κάνεις Αρτ!" Το πρόσωπο του Φρανκ ήτανε κατάχλωμο. Έκανε πίσω από τούτο το γενειοφόρο, αγριωπό σύντροφο, σα να 'χε κάποια κολλητικήν αρρώστια. "Το απαγορεύει ο νόμος".
-"Ο νόμος τίνος; Είμαστε πολύ μακρυά από τη Γη, φίλε μου και δεν είμαι στρατιώτης, αλλά επιστήμονας".
-"Είσαι ηλίθιος! Πανάθεμά σε, μα δε βλέπεις τι κάνεις; Σου λασκάρισε κάποια βίδα στο νου κι αυτά που μου τσαμπουνάς περί επιστήμης είναι κουταμάρες. Γίνεσαι ιθαγενής! εσύ ο 'Αρθουρ Κάναντι, ο σπουδαίος επιστήμονας"!
-"Εντάξει, γίνομαι ιθαγενής και τί μ' αυτό";
-"Κοίτα Αρτ, δεν είναι μόνον αυτό, είναι... είναι προδοσία εκ μέρους σου, αυτό είναι. Δε μπορείς να γυρίσεις έτσι τη πλάτη στους συνανθρώπους σου, για χάρη ενός τσούρμου αγρίων κυνηγών".
-"Μπορώ να προσπαθήσω".
-"Φερνόσουνα πάντα σα να 'σουνα κάτι το ανώτερο απ' όλους μας, εσύ κι οι σαρκασμοί σου!", ο Φρανκ δεν άντεχε άλλο κι άφησε να ξεσπάσει ο θυμός του. "Και δες τον εαυτό σου τώρα! Τί στο διάβολο είναι μια καλή καρδιά. Θα πας να τη στήσεις στα βουνά πεθαίνοντας της πείνας, περιμένοντας κάποιους ντόπιους θεούς να κατέβουνε και να σου δώσουνε την αθανασία. Είναι σκέτη τρέλα! Αρτ! Δε θα σ' αφήσω να το κάνεις".
-"Δε μπορείς να με σταματήσεις, Φρανκ. Μη το δοκιμάσεις καν". Ο Κάναντι χαμογέλασε. Στεκόταν εκεί, ψηλός και λιγνός, με το κορμί του δεμένο και σκληρό από τη ζωή κοντά στη φύση. Τα πράσινα μάτια του ήτανε παγερά.
-"'Αφησε μένα, αλλά τους δικούς σου ανθρώπους, τους φίλους σου; Δε χρωστάς σ' αυτούς κάτι; Πάντα τσαμπούναγες διάφορα περί ηθικής, αλλά δες τι κάνεις τώρα! Είσαι προδότης"!
-"Εξακολουθείς να μη καταλαβαίνεις, έτσι;" αναστέναξεν ο Κάναντι.
-"Τί να καταλάβω; Δεν υπάρχει τίποτε να καταλάβω".
-"Κι όμως υπάρχει κάτι να καταλάβεις. Μίλησες για ηθική. 'Ακουσες ποτέ τη φράση, να κάνεις στους άλλους αυτό που θα 'θελες να κάνουν αυτοί σε σένα; Θα σου συνιστούσα να τη σκεφτείς λίγο".
-"Μα τί μου λες τώρα";
-"Κοίτα Φρανκ, ήρθαμε δω από τη Γη, γεμάτοι βαρύγδουπες ιδέες, να βοηθήσουμε τάχα τους ιθαγενείς, σωστά; Τί τους προσφέραμε τελικά; Κάτι που μεις θεωρούσαμε σα πρόοδο, με κάποιο κόστος. Θα τους δίναμε εξελιγμένη τεχνολογία, αρκεί να συμφωνούσαν ν' αλλάξουνε τον πολιτισμό τους, τον τρόπο ζωής τους. Αρκεί να μάθαιναν να ζουν όπως εμείς και θα τους προσφέραμε κάτι από κείνα που 'χαμε. Προσπαθήσαμε να τους εξαπατήσουμε για να δεχτούν... όλα με τα πιο ψηλά κίνητρα βέβαια. Το βρίσκεις ηθικό αυτό";
-"Εσύ πες μου", ο Φρανκ ανασήκωσε τους ώμους.
-"Αυτό κάνω. Αν ήταν ηθικό, τότε δε μπορείς να κατηγορείς τους ιθαγενείς αν μας αντιμετώπισαν με μια δόση της δικής μας ηθικής. αν δεν ήταν ηθικό, είναι άσκοπο να φλυαρούμε για το τί είναι δίκαιο και τί άδικο. Δε το βλέπεις Φρανκ; Αντιστρέψανε τους όρους του παιχνιδιού. Τώρα μας προσφέρουν αυτοί ακριβώς ό,τι θέλαμε να τους προσφέρουμε μεις. Το αστείο είναι πως εκείνοι φαίνονται να κατέχουνε τον ανώτερο πολιτισμό, αν αυτό το επίθετο σημαίνει τίποτε. Μας προσφέρουν ό,τι έχουν: Αιώνια ζωή και το αντίτιμο είναι το ίδιο που τους ζητούσαμε μεις να πληρώσουν: δεν έχουμε παρά ν' αλλάξουμε τη δική μας κουλτούρα και να ζήσουμε όπως ζουν αυτοί. Είναι όμορφη, καλοσερβιρισμένη κι ίσως λίγο τρομαχτική πρόταση. Αλλά κείνοι τουλάχιστο δε προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν για να δεχτούμε. Δε μετήρθανε ταχυδακτυλουργίες και μεθόδους πλασιέ. Η εκλογή αφέθηκε στη διάθεσή μας. Το τι θα διαλέξουμε είναι δική μας δουλειά".
-"Μα... είναι τελείως παλαβό! Δε μπορείς να πιστεύεις ότι..."
-"Δε μπορώ να μη το πιστέψω. Αυτό είναι και το κρίσιμο σημείο και μη κάνεις το λάθος να υποτιμήσεις αυτούς τους ιθαγενείς. Είναι κάθε άλλο παρά ανίκανοι να προστατέψουνε τον εαυτό τους. Διαθέτουνε τη καλύτερην άμυνα: μια καλήν επίθεση. Προστατεύονται προσφέροντας. Θα μπορούσαμε να καταστρέψουμε τον πολιτισμό τους, καμιάν αντίρρηση. αλλά έτσι θα χάναμε τη μοναδική μας ευκαιρία, να κερδίσουμε την αθανασία! Χρειαζόμαστε τη φυλή τους. Α είναι ασφαλείς από μας, να 'σαι σίγουρος γι' αυτό".
-"Αρτ, ακόμα κι αν πιστεύεις αυτά που λες, εξακολουθείς να 'χεις κάποιο χρέος προς τους δικούς σου ανθρώπους. Ανέλαβες την υποχρέωση να κάνεις μια δουλειά. Δε μπορείς να τη παρατήσεις έτσι στη μέση".
-"Δε πρόκειται να τη παρατήσω στη μέση. Γι' αυτό ήρθα δω. Σκοπεύω να γράψω επακριβώς τι ανακάλυψα, δίχως να παραλείψω τίποτα. Δε θα κρατήσω μυστικά. Διάβολε, θα τους αποκαλύψω ουσιαστικά το μυστικό της αθανασίας! Ποιός άλλος έκανε περισσότερα για τους συνανθρώπους του; Αν δε με πιστέψουν, δική τους υπόθεση. Εγώ πάντως θα τους δώσω την ευκαιρία και θα τους δώσω και το κλειδί που μπορεί μια μέρα να ξεκλειδώσει τούτο τον πολιτισμό, αρκεί να θελήσουν να το χρησιμοποιήσουνε. Βλέπεις, κάναμε μεγάλο λάθος προσπαθώντας να εντυπωσιάσουμε το Λαό με τεχνολογικά μαραφέτια. Δε δίνουνε πεντάρα για τη τεχνολογία. Ίσως αν είχαμε δοκιμάσει με κάτι άλλο -τον Σέξπιρ, τη ποίηση, τη τέχνη, τη μουσική- μπορεί να μας ακούγανε. Δε ξέρω".
-"Σου χρειάζεται γιατρός", κούνησε το κεφάλι του ο Φράνκ.
-"Όχι πια φιλαράκο", χαμογέλασε ο Κάναντι. "Και θα σου πω και κάτι άλλο. Ελπίζω πραγματικά να πιστέψουν όλοι, πως μου λασκάρισε κάποια βίδα. Εύχομαι ν' απορρίψουνε την αναφορά μου για το καλάθι των αχρήστων. Η συνείδησή μου είναι καθαρή. Βρήκα κείνο που αναζητούσα. Το μόνο που θέλω είναι να μ' αφήσουνε στην ησυχία μου".
-"Θα πας στ' αλήθεια";
-"Θα γράψω κείνη την αναφορά που λέγαμε" κι ο Κάναντι πλησιάσε και κάθισε στο γραφείο του. "Δε θα μου πάρει πάνω από δυο μέρες. Ύστερα θα φύγω μόνος".
-"Για ν' αποκτήσεις καλή καρδιά";
-"Ναι, για ν' αποκτήσω καλή καρδιά". Μάζεψε τις σημειώσεις του και ρίχτηκε στη δουλειά. Ο Φρανκ Λάντις τονε κοίταξε για κάμποσο και μετά πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά του. Σχεδόν μ' απόγνωση, σήκωσε τις δυο ραπτομηχανές μπαταρίας και βγήκε στο χιόνι να πλασάρει τη πραμάτεια του.
Οι λίμνες κι οι νερολακκούβες ήταν ακόμα κρυσταλλιασμένες και τα βουνίσια ρυάκια ήτανε σκεπασμένα με στρώμα πάγου. Οι απογυμνωμένοι μαύροι θάμνοι των πεδιάδων φάνταζαν ακόμα σαν άσαρκοι σκελετοί στα κύματα του χιονιού. Οι χειμωνιάτικοι άνεμοι εξακολουθούσαν να ουρλιάζουνε κάτω στα φαράγγια και στερεοποιούσανε τον ιδρώτα στο πρόσωπο, σε μικρές σταλαματιές και ρυάκια πάγου. Ωστόσο οι δύσκολες μέρες είχανε περάσει όταν ο Κάναντι άφησε πίσω του τη σφαίρα και τον καταυλισμό του Λαού κι έπαιρνε μόνος το δρόμο προς τις ερημιές. Οι φοβερές χιονοθύελλες κι οι μανιασμένοι παγεροί άνεμοι είχανε κοπάσει. Ο χειμώνας ξαπόσταινε χωμένος στη φωλιά του, περιμένοντας τις ανοιξιάτικες ζέστες και το γυρισμό του πράσινου στο έδαφος. Οι γκρίζοι χειμωνιάτικοι ουρανοί είχανε γίνει τώρα καταγάλαζοι κι ο μεγάλος κόκκινος ήλιος του ζέσταινε αρκετά τη πλάτη.
Πρέπει να νιώσεις πως είσαι μέρος της κάθε ζωής...
Ήτανε παράξενη οδύσσεια κι ο Κάναντι ένιωθεν έντονα τούτη τη παραξενιά. Πορευότανε σ' αναζήτηση του άυλου, ψάχνοντας για το άγνωστο. Ήταν εκπαιδευμένος άνθρωπος κι ένιωθε ικανός να ψάξει για πολλά πράγματα, επιτυχία στον επαγγελματικό τομέα του, υλική ευμάρεια, λύσεις σ' επιστημονικά προβλήματα. Ήτανε προϊόν του πολιτισμού του, σ' αρκετά μεγάλο ποσοστό για να μη τονε ξενίζει η ιδέα της αναζήτησης χρυσού ή ουρανίου ή απλά δυο ωραίων ελαφοκεράτων για να στολίσει κάποιο παλιό τζάκι. Αλλά μια καλή καρδιά; Αυτό δεν ήτανε τόσον εύκολο. Πού έψαχνε κανείς και πώς; Η επιστημονική του εκπαίδευση, ήτανε τώρα εμπόδιο. Τί ήταν μια καλή καρδιά; Ήτανε φράση που θα τη θεωρούσε δίχως νόημα σε κάποιον επιστημονικό σεμινάριο. Ήτανε μυστικισμός. Ήτανε κάτι για ν' ασχολούνται οι φιλόσοφοι, οι θεολόγοι κι οι πολιτικοί. Ήτανε κάτι ακαθόριστο, άπιαστο...
Πρέπει να ψάξεις μέσα σου...
Πήγαινε καβάλλα διασχίζοντας τις χιονισμένες πεδιάδες, ακολουθώντας τα κοπάδια των γεντόμα που τονε προμηθεύανε κρέας και ζεστές προβιές. Παρακολουθούσε τα μικροσκοπικά χνάρια που υπήρχαν εδώ κι εκεί στο χιόνι. Αγνάντευε τα μεγάλα πουλιά που γλυστρούσανε ψηλά στον ουρανό μ' ακίνητες, μεγαλόπρεπες φτερούγες. Τις νύχτες έστηνε το μικρό του αντίσκηνο σ' όποιο απάνεμο καταφύγιο κατάφερνε να βρει. Καθόταν μπροστά από τη φωτιά και ρέμβαζε τα δίδυμα φεγγάρια που αρμενίζανε στη κρύα θάλασσα των άστεριών. Κάποτε έφτασε στα μακρινά βουνά, σκαρφάλωσε στις αγέραστες πλαγιές τους και στάθηκε με το κεφάλι ψηλά, αγναντεύοντας την απεραντοσύνη του εδάφους κάτω από τα πόδια του. 'Ακουγε τον άνεμο και συνέχιζε τον δρόμο του, μες από τους ψιθύρους των δέντρων...
Πρέπει να πιστέψεις, αυτό είναι όλο...
Ίσως να 'χε και βοήθεια... δεν ήξερε. Οι Παλιοί ζούσαν ακόμα στις ψηλές κορφές κι ίσως τονε κοιτάζανε με συμπόνια. Ένιωθε μιαν απέραντη γαλήνη ν' απλώνεται μέσα του, γαλήνη που ποτέ δεν είχε γνωρίσει στις πόλεις της Γης. Ήτανε σκληρή ζωή, αλλά και το κορμί του είχε σκληρύνει ανάλογα. Απολάμβανε τη μυστική χαρά των δεμένων μυώνων του κορμιού του, της κοφτερότητας που 'χαν αποκτήσει τα μάτια του. Ξυπνούσε με τον ήλιο, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τη ζωή μέσα του, ανυπόμονος να δει τι θα του 'φερνε η νέα μέρα. Τα χαμόγελα γεννιόνταν εύκολα στα χείλη του κι ένιωθε χαλαρός κι απαλλαγμένος από κάθε στεναχώρια. Γιατί οι άνθρωποι του κόσμου του, είχανε ρίξει όλη τους την ενέργεια στο να φτιάχνουνε ψηλότερα χτίρια, ισχυρότερα σκάφη και πολυπλοκότερες μηχανές; Γιατί σπαταλούσαν όλη τους τη ζωή παλεύοντας σε δουλειές που σιχαίνονταν, με τη μεγαλύτερην απόλαυσή τους να πηγάζει από τη γλυκερά κι ανούσια μετριότητα της τρισδιάστατης τηλεόρασης; Γιατί είχανε κάνει το λάθος να το θεωρούν αυτό πρόοδο και γιατί είχανε θυσιαστεί σ' αυτό τον παράξενο θεό; Πώς είχανε καταντήσει έτσι ώστε η χαρά να 'ναι κάτι που το αρπάζει κανείς τρεχάτος, ανάμεσα σε δυο επαγγελματικά ραντεβού, στα ενδιάμεσα της θολερής λήθης των υπνωτικών χαπιών; Πρόοδος! Μήπως τελικά η πραγματική πρόοδος μπορούσε να βρεθεί σ' ένα μονοπάτι του δάσους κι όχι σε κανένα αυτοκινητόδρομο; Μήπως τελικά η αθανασία πήγαζε πάντα από κάποιον είδος πίστης, από το να ζει κανείς κοντά στο έδαφος και στον κόσμο των ζωντανών πλασμάτων;
Αν πιστεύεις, αν η καρδιά σου είναι καλή, θα δεις τους Παλιούς. Ο προστάτης-πνεύμα θα σ' επισκεφθεί και τότε γιε μου θ' ανήκεις στον Λαό... για πάντα...
Συνέχισε τον μοναχικό του δρόμο, διασχίζοντας τις κυματιστές πεδιάδες κι ανηφορίζοντας τα φιδογυριστά μονοπάτια των βουνών. Ο χειμώνας είχε χάσει την εξουσία του στο έδαφος και τα ρυάκια τρέχανε γαργαριστά, ενισχυμένα από τα χιόνια που λυώνανε. Περιοχές από πράσινη χλόη, είχαν εμφανιστεί στα χαμηλότερα σημεία και τα πρώτα αγριολούλουδα σηκώνανε τα κεφαλάκια τους στον ήλιο. Όταν έκρινε πως ήταν έτοιμος, γύρισε και πήρε τον δρόμο για τα ψηλώματα των βουνών. Το ζεστό ανοιξιάτικον αγεράκι τονε χάιδευε στο πρόσωπο και γέμισε τα πνευμόνια του νιώθοντας να τονε πλημμυρίζει κάτι σαν έκσταση. Ένιωθε γαληνεμένος με τον εαυτό του και με τον κόσμο τριγύρω. Αν όχι τίποτε άλλο, αυτό τουλάχιστον το 'χε πετύχει. Συνέχισε το δρόμο του προς τον Βράχο Των Κεραυνών, έτοιμος ν' αρχίσει τη νηστεία του.
Ο Βράχος Των Κεραυνών όρθωνε το σκοτεινό ανεμοδαρμένον όγκο του προς τον ουρανό πάνω από τις παρυφές του δάσους, όπου τα τελευταία ατροφικά δέντρα, πασχίζαν να κρατηθούνε στο λιγοστό χώμα της πλαγιάς. Υπήρχε μια μικρή σπηλιά στο πλάι του Βράχου, σπηλιά που 'βγαζε σ' έν επίπεδο πέτρινο πλάτωμα που απλωνόταν ως ένα κάθετο και λείο σα γυαλί, μαύρο γκρεμό. Στεκάμενος σ' αυτό το πεζούλι του βράχου, μπορούσε κανείς ν' αγναντέψει πέρα χαμηλά τα ποτάμια των νεφών που τυλίγονταν γύρω από τις βουνοκορφές. Ο Κάναντι είχε δέσει το μαρού του χαμηλά σε μια κοιλάδα όπου υπήρχε άφθονη βοσκή και νερό. Από το Βράχο Των Κεραυνών, μπορούσε να δει τη κοιλάδα και πότε-πότε διέκρινε φευγαλέα το ζώο του σα μαύρη κουκκίδα χαμηλά στη πρασινάδα. Επέτρεψε στον εαυτό του να πιει λίγες γουλιές από το παγωμένο νερό που 'τρεχε από τα χιόνια κι αυτό ήταν όλο. Δεν έφαγε τίποτε. Στη διάρκεια της μέρας στεκότανε στην άκρη του βράχου ατενίζοντας πέρα τον κόσμο και τη νύχτα έτρεμε από το κρύο στη σπηλιά. Είχε μαζί τις γούνες του, αλλά δεν υπήρχαν ξύλα για ν' ανάψει φωτιά. Ο αγέρας ήταν αραιός κι έτσουζε στα πνευμόνια. Τα μέλη του πονούσανε κι ήτανε πιασμένα. Οι μέρες που κυλούσανε δίχως τροφή τον έκαναν να νιώθει αδυναμία και ζάλη. Κοίταζε κάτω, τη μαύρη κουκκίδα του μαρού κι αναρωτιόταν αν θα 'χε τη δύναμη να κατέβει πάλι το βουνό. Ξαφνιάστηκε όταν ανακάλυψε πως ο νους του δεν είχε χάσει διόλου την οξύτητά του, απεναντίας, δούλευε τώρα με σχεδόν υπερφυσική διαύγεια. Ήταν σαν όλα τα προβλήματα να γίνονταν απλά κι όλες οι ερωτήσεις μπορούσαν να βρουν απάντηση. Ένιωθε σα να τον έκαιγε πυρετός κι αυτό του 'φερε στο νου, κείνη την υπεραισθησία της συνείδησης που παρατηρείται στα όνειρα του πυρετού. Ύστερα θυμήθηκε πως όταν ο πυρετός έπεφτε, ο άνθρωπος ξυπνούσε κι όλα όσα φαινόντανε τόσο καθάρια, χανόντανε σα σαπουνόφουσκες στον άνεμο...
Οι μέρες κι οι νύχτες έγιναν μια ενιαία θολούρα. Έμενε ξαπλωμένος στη σπηλιά, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει λιγότερο μόνος. Ένιωθεν αλλόκοτα καθώς σκεφτότανε πως ο κάθε άντρας κι η κάθε γυναίκα του Λαού, είχανε κοιμηθεί κάποτε στο ίδιον αυτό μέρος, είχανε περπατήσει όπου περπάτησε κι αυτός κι είχανε κάνει τις ίδιες μ' αυτόν σκέψεις. Δεν υπήρχε κανέν ορατό σημάδι που να μαρτυρά πως κάποιοι άλλοι είχανε περάσει από κει, αλλά μπορούσε να δει την αλλοτινή παρουσία τους σε κάθε πέτρα, σε κάθε λεκέ υγρασίας και σε κάθε αχτίδα του ήλιου που χάιδευε τη κρύαν επιφάνεια των βράχων. Ένιωθε τη συνέχεια της ζωής με τρόπο πρωτόγνωρο γι' αυτόν, σαν ένα δεσμό όλων των ζωντανών πλασμάτων, σε μιαν ατέλειωτη πομπή από τον ορίζοντα της πεδιάδας ως τις άγριες βουνοκορφές.
Τη τέταρτη μέρα φτάσαν οι βροχές. Μια θάλασσα από βαριά νέφη απλώθηκε και σκέπασε τ' άστρα. Για λίγα λεπτά το φεγγαρόφωτο έλαμπε στις άκρες των, φωτίζοντάς τα με ρόδινες κι ασημιές πινελιές, ύστερα το σκοτάδι κυριάρχησεν απόλυτα. Ηλεκτρισμένη σιγαλιά απλώθηκε παντού λες κι ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του. Ύστερα ξεσπάσανε τ' αστροπέλεκα, άγρια, λευκά φίδια παγωμένης φωτιάς που ξεχύνονταν από τις μαύρες μάζες των νεφών για να ξεσπάσουν μ' ασυγκράτητη μανία στους ασάλευτους όγκους των βουνών. Οι βροντές ακολουθήσανε κατά πόδι τις αστραπές σκίζοντας τους ουρανούς με βίαιον, εκκωφαντικόν ορυμαγδό, σα να κομματιαζόταν ο ίδιος ο αγέρας. Ο Κάναντι ζάρωσε στη σπηλιά, αλαφιασμένος από την αγριότητα της καταιγίδας. Τα τοιχώματα της σπηλιάς ήτανε κατάλευκα από τις συνεχείς λάμψεις των αστραπών και τ' αφτιά του βούιζαν από τ' αδιάκοπα, φοβερά μπουμπουνητά των κεραυνών. Ο Βράχος Των Κεραυνών! Η βροχή ξέσπασε σα ν' ανοίξαν οι καταρράχτες των ουρανών, μαστιγώνοντας το πλάτωμα του βράχου, κατηφορίζοντας αφριστή σε χειμάρρους από τις ρωγμές και τις ρεματιές των βουνών. Το πέτρινο πεζούλι απέξω έγινε λίμνη, πλημμυρίζοντας την ίδια τη σπηλιά και μουσκεύοντας τα πόδια του. Ο Κάναντι στάθηκεν ορθός, με το κεφάλι σχεδόν ν' αγγίζει την οροφή της σπηλιάς. Δε τονε φόβιζε η μπόρα. Αδιαφορούσε για το νερό στα πόδια του. Στάθηκε παρακολουθώντας έξω τη μανία των στοιχείων της φύσης.
Ο προστάτης-πνεύμα θα σ' επισκεφθεί.
Ένα μυρμήγκιασμα ξαπλώθηκε ξαφνικά στο δέρμα του κι ανατριχίλα διέτρεξε τη ραχοκοκκαλιά του. Τα μάτια του στενέψανε στη προσπάθεια να δει. Οι εκτυφλωτικές λευκές λάμψεις των αστραπών γεμίζανε τον τόπο. Οι ασταμάτητοι κεραυνοί τονε ξεκουφαίνανε. Τότε τους ένιωσε. Τους αισθάνθηκε τριγύρω του. Έκλεισε τα μάτια. Εκεί! Σχεδόν μπορούσε να τους δει... Οι Παλιοί! Ήτανε δυνατοί, πανίσχυροι κι αρχαίοι όταν τα βουνά ήταν ακόμα νέα κι ωστόσο ήτανε φιλικοί, προσηνείς, ίσοι... Έσφιξε τις γροθιές του. Τα χείλη του ψιθυρίσανε τη δυσκολότερη προσευχή απ' όλες:
-"Αφήστε με να πιστέψω! Δώστε μου τη δύναμη να πιστέψω"!
Επακολούθησεν ατέλειωτη στιγμή χωρίς τίποτα να φαίνεται να συμβαίνει. Ύστερα, απότομα, τ' αστραπόβροντα σβήσανε στο βάθος. Η μπόρα απομακρύνθηκε σιγογρυλίζοντας πέρα στη πεδιάδα. Έπεσε σιγή και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο σιγανός ψίθυρος της βροχής έξω από τη σπηλιά.
Ο Κάναντι άνοιξε τα μάτια. Ένιωσε μούδιασμα στη καρδιά. Είχε λοιπόν αποτύχει; Όλες οι προσπάθειες είχανε πάει χαμένες; Και τότε το 'δε. Ένα μεγάλο πουλί πέταξε από το σκοτάδι κι ήρθε να κουρνιάσει στο βρεγμένο πεζούλι του βράχου. Έμοιαζε με γεράκι ή αετό. Ήτανε μεγαλόπρεπο πουλί, κατάμαυρο σα κοράκι. Τα θαρραλέα μάτια του λάμπανε στο κεφάλι του κι οι πελώριες φτερούγες ήτανε διπλωμένες στα πλευρά. Δεν είχε τίποτα το υπερφυσικό στο παρουσιαστικό του. Ο Κάναντι μπορούσε να διακρίνει τις στάλες της βροχής στα φτερά του και ν' ακούσει το αχνό σφύριγμα της ανάσας του. Κι ωστόσο...
Ο προστάτης-πνεύμα θα σ' επισκεφθεί.
...ο αετός προχώρησε προς τη σπηλιά. Ο Κάναντι έκανε μπρος, να τονε συναντήσει. Ξάφνου η σπηλιά πλημμύρισε ζωή. Τους έβλεπε τώρα ολόγυρά του, λάμπανε σα πλάσματα από φως κι ενέργεια. Τον αγγίξανε κι ένιωσε τη ζεστασιά τους. Μοιάζανε να 'χουνε πρόσωπα και χαμογελούσαν... χαμογελούσαν... Ο Κάναντι ένιωσε δάκρυα στα μάτια. Δεν ήτανε δάκρυα χαράς ή λύπης, αλλά που προέρχονταν από ένα συναίσθημα πολύ αβάσταχτο για να τ' αντέξει, πολύ δυνατό για να 'χει όνομα. Στάθηκε κει ευθυτενής όπως στέκεται κανείς ανάμεσα σε φίλους. Κι η νύχτα είχε πάψει να 'ναι σκοτεινή και τ' άστρα τον ατενίζαν από ψηλά, από 'να λαμπρό και γαλήνιον ουρανό.
Η μικρή γκρίζα μεταλλική σφαίρα σηκώθηκεν από τον καταυλισμό του Λαού, μα τώρα μετέφερε μόνον έναν επιβάτη, αντί δυο. Γυάλιζε μουντά στο φως του μεγάλου κόκκινου ήλιου. αιωρήθηκε ψηλά πάνω από την επιφάνεια του Πολυδεύκη-5, αγναντεύοντας χαμηλά τον πράσινο κόσμο. Κρατούσε την ίδια ταχύτητα με τον πλανήτη στη περιστροφή γύρω από τον άξονά του. Φαινόταν ασήμαντο πραματάκι έτσι που περίμενε τον ερχομό του μητρικού σκάφους της Υπηρεσίας Πολιτιστικής Βοήθειας της Γης. Χανόταν ανάμεσα στο άπειρο του ουρανού ψηλά και στην απεραντοσύνη της γης από κάτω. Μπορεί να ξαναγύριζε μια μέρα, αλλά υπήρχαν ευκολότεροι κόσμοι για επαφή. Και κρυμμένο στις μαγνητοταινίες, τα χαρτιά και τ' αρχεία της υπηρεσίας, ένα μυστικό που κανείς άνθρωπος δε θα πίστευε. Κι όμως ήτανε το κλειδί που θ' άνοιγε τη πόρτα προς έν από τα κρυμμένα μυστικά του σύμπαντος. Ο Φρανκ Λάντις καθότανε στη κουκέτα του, τριγυρισμένος από ραπτομηχανές, ντουφέκια και τις μικρές ατμομηχανές του. Τα πασπάτευεν αφηρημένα, ένα-ένα με τη σειρά, με τα γαλανά του μάτια, άδεια κι απλανή και τις σκέψεις του στον τρελό που 'χεν αφήσει πίσω...
Κι ο άντρας που κάποτε ήταν ο 'Αρθουρ Κάναντι, κατηφόρισε τον δρόμο από το Βράχο Των Κεραυνών, άφησε πίσω του τα βουνά κι άρχισε να διασχίζει τις ανεμοδαρμένες πεδιάδες. Το έδαφος ήτανε πράσινο με την υπόσχεση άνοιξης, της ανανέωσης του κόσμου, της υπόσχεσης για το μπουμπούκιασμα των δέντρων, για το φύτρωμα του νέου γρασιδιού και για έναν αγέρα τόσο καθαρό, που 'ταν απόλαυση να τον ανασαίνεις. Η κάθε του αίσθηση ήταν οξυμένη κι ένιωθε ζωντανός όσο δεν είχε νιώσει ποτέ άλλοτε. Η καρδιά του ήταν ένα τραγούδι μέσα του. Ήξερε πως η γυναίκα του Μιουέντα θα κλεβόταν από τους Τελλιομάτα, για να κάνει χώρο σ' αυτόν κι ήξερε πως αυτό ήτανε κάτι καλό, κάτι χαρμόσυνο. Δεν ήτανε το σκάφος που γυρίζε στη πατρίδα. Αυτός γύριζε στη πατρίδα. Όταν μπήκε στον καταυλισμό του Λαού, υπήρχε χαμόγελο στο κάθε πρόσωπο και μια νέα σκηνή τονε περίμενε στον κύκλο των άλλων. Κι ο Πλάβγκαρ ήρθε να τονε προϋπαντήσει, σηκώνοντας τα χέρια σε καλωσόρισμα. Κι οι Παλιοί στο πλευρό του, αιώνια πια σύντροφοί του, ψιθυρίζανε στο δρόμο, του ψιθυρίζανε μαζί με τον άνεμο και πέρα από τους αγρούς, του ψιθύριζαν από τους ελεύθερους ουρανούς, ψιθυρίζανε σ' αυτόν και μόνο:
"Καλωσόρισες. αδελφέ μας, καλωσόρισες".
__________________________________________________________
Chadwick Symmes Oliver
"Guardian Spirit" ("The Marginal Man") April 1958
Μετάφραση: Γιώργος Μπαλάνος