ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Smith George Henry: ÉìÜôæéêïí

                                       Βιογραφικü

     Ο Τζωρτζ ΧÝνρι Σμιθ Þτανε δημοφιλÞς Αμερικανüς συγγραφÝας που γεννÞθηκε 27 Οκτþβρη 1922 στο Βßκσμπεργκ του ΜισισσιππÞ. ¸γραψε κυρßως ΕΦ αλλÜ κι ΕρωτικÞ Λογοτεχνßα, στο πιο... Þπιο. ΥπÞρχανε τουλÜχιστον 3 συγγραφεßς με το ßδιο üνομα κι αρχικÜ, που γρÜφανε κατÜ το 1960, üχι σπουδαßα πρÜγματα κι üχι το ßδιο εßδος και δεν αφÞσανε και στßγμα καν. Εμφανßστηκε και με τα ψευδþνυμα Jan Hudson, Jeremy August, Jerry August, Don Bellmore, Ross Camra, M J Deer (με τη σýζυγü του Jane Deer Smith), John Dexter, George Devlin, Robert Hadley, Jerry Jason, Clancy O'Brien, Alan Robinson, Holt Standish, Hank Stryker, Morgan Trehune, Roy Warren, Jan Smith, George Hudson Smith, Diana Summers, Hal Stryker και M.J. Deer.
     Ξεκßνησε να εκδßδει το 1953 και μετα το 1960 εξÝδωσε τις πρþτες του νουβÝλες ΕΦ, "Satan's Daughter" (1961), "1976: Year Οf Terror" (1961), "Scourge Οf Τhe Blood Cult" (1961), "The Coming Οf Τhe Rats" (1961) "Love Cult" (1961). ¢λλα του εργα: "Flames Οf Desire" (1963), "The Four-Day Weekend" (1966), "Druid's World" (1967), "Witch Queen Οf Lochlann" (1969), "Kar Kaballa" (1969), "Second War Οf Τhe Worlds" (1976) "The Island Snatchers" (1978). ΣυνολικÜ πρÝπει να Ýγραψε πÜνω απü 100 νουβÝλλες κυρßως ΕΦ και Φανταστικοý, και μερικÝς ΕΛ. Τις πρþτες μπορεß κανεßς να τις βρει εýκολα, αλλÜ τα "ερωτικÜ" του üχι και τüσο.



     Ο Τζωρτζ ΧÝνρι Σμιθ, πÝθανε στις 22 ΜÜη 1996, στη γενÝτειρÜ του και θÜφτηκε κει, σε ηλικßα 74 ετþν..

================

     Ο ΝτÜντορ Ýγειρε πßσω στο ζεστü μετÜξι του καναπÝ και τεντþθηκε νωχελικÜ. ¾στερα, Üφησε τα μÜτια του να περιπλανηθοýν στο ψηλü ταβÜνι του παλατιοý του και μετÜ να χαμηλþσουνε στην üμορφη ξανθιÜ που 'τανε γονατισμÝνη στα πüδια του. Η ξανθιÜ τελεßωνε τη φροντßδα του Üψογου πεντικιοýρ του, ενþ η φιλÞδονη καστανομÜλλα με τους χυτοýς γοφοýς και τα σαρκþδη ολοκüκκινα χεßλη Ýσκυβε να του ρßξει Üλλη μια ρüγα σταφυλιοý στο στüμα. ΠεριεργÜστηκε τη ξανθιÜ, που τ' üνομÜ της Þτανε ΣÝσιλι κι αναλογßστηκε τις Üλλες υπηρεσßες που του 'χε προσφÝρει στη διÜρκεια της νýχτας. ¹τανε καλÞ... πολý καλÞ. ΑλλÜ σÞμερα την Ýβρισκε βαρετÞ, üπως βαρετÞν Ýβρισκε και τη καστανομÜλλα -πως τη λÝγαν αυτÞ αλÞθεια;- üπως βαρετÝς Ýβρισκε και τις χυμþδεις δßδυμες καστανομÜλλες, üπως...
     ΧασμουρÞθηκε. Μα γιατß, ΘεÝ μου, Þταν üλες τους τüσον εκνευριστικÜ ερωτιÜρες και τüσο πρüθυμες να του ικανοποιÞσουνε το κÜθε κÝφι και καπρßτσιο; "Θα 'λεγε κανεßς" σκÝφτηκε με πικρüχολη γκριμÜτσα, "πως üλες Þτανε δημιουργÞματα της φαντασßας του. ¹ μÜλλον" -μüνο που δε γÝλασε στη σκÝψη-, "σα να 'τανε δημιουργÞματα της μεγαλýτερης απ' üλες τις εφευρÝσεις του ανθρþπου: το ΙμÜτζικον".
 -"Ορßστε, δεν εßναι ωραßα;" Ýκανε η ΣÝσιλι και τραβÞχτηκε πßσω για να θαυμÜσει με καμÜρι τη δουλειÜ της. Ο ΝτÜντορ Ýνιωσε γελοßος. ¾στερα, η ΣÝσιλι τον Ýκανε να νιþσει ακüμα πιο γελοßος, üταν Ýσκυψε και φßλησε με τα φλογερÜ κüκκινα χεßλη της το δεξß του πüδι. "Ω ΝτÜντορ! δε ξÝρεις πüσο σε λατρεýω!" του ψιθýρισε.
     Εκεßνος αντιστÜθηκε στον πειρασμü να δþσει μια γερÞ κλοτσιÜ με το φρεσκοπεριποιημÝνου πεντικιοýρ πüδι του, στα ολοστρüγγυλα και προκλητικÜ της πισινÜ. ΣυγκρατÞθηκεν üμως, γιατß ακüμα και σε κÜτι τÝτοιες στιγμÝς, üταν η ζωÞ με τοýτες τις γυναßκες Üρχιζε να του φαßνεται εξωπραγματικÞ, προσπαθοýσε να 'ναι üσο μποροýσε πιο ευγενικüς μαζß τους. Ακüμα κι üταν η λατρεßα κι αγÜπη τους απειλοýσαν να τονε πεθÜνουν απü βαρεμÜρα, προσπαθοýσε να 'ναι καλüς κι ευγενικüς. ¸τσι αντß να κλωτσÞσει τη ΣÝσιλι, προτßμησε να χασμουρηθεß. Το αποτÝλεσμα Þτανε σχεδüν το ßδιο. Τα γαλανÜ μÜτια της ανοßξανε διÜπλατα απü φüβο. Ακüμα κι η καστανομÜλλα σÞκωσε τα πελþρια μÜτια της απü το σταφýλι που κρατοýσε και τα χεßλη της αρχßσανε να τρεμουλιÜζουν.
 -"Δε.. δε σκοπεýεις να μας εγκαταλεßψεις, ε;" ψÝλλισε μ' αγωνßα η ΣÝσιλι. Ο ΝτÜντορ χασμουρÞθηκε πÜλι και της χÜιδεψε αφηρημÝνα το κεφÜλι.
 -"Μüνο για λßγο, αγαποýλα".
 -"Ω ΝτÜντορ!" Ýσκουξεν η καστανομÜλλα. "Δε μας αγαπÜς";
 -"ΝτÜντορ μη μας αφÞνεις, σε παρακαλþ", Ýκανε η ξανθιÜ ικετευτικÜ. "Θα κÜνομε το παν για να σε κÜνουμε ευτυχισμÝνο".
 -"Το ξÝρω", τη διαβεβαßωσε, στÝκοντας üρθιος και τεντþνοντας το κορμß του. "Εßστε κι οι δυο πολý γλυκιÝς. ΑλλÜ κατÜ κÜποιο τρüπο νιþθω μÝσα μου να με τραβÜ..."
 -"Μεßνε σε παρακαλþ", τονε παρακÜλεσεν η καστανομÜλλα, πÝφτοντας στα πüδια του. "Θα κÜνουμε Ýν' üμορφο πÜρτι με σαμπÜνιες. Θα σου προσφÝρουμε ü,τι ποθεß η ψυχÞ σου. Θα πÜμε να φωνÜξουμε και τις Üλλες κοπÝλες... Θα χορÝψω για χÜρη σου..."
 -"ΛυπÜμαι ΔÜφνη", την Ýκοψε, Ýχοντας θυμηθεß τελικÜ τ' üνομÜ της, "αλλÜ κορßτσια, αρχßσατε να μου φαßνεστε εξωπραγματικÝς κι üταν συμβαßνει αυτü, εßμαι αναγκασμÝνος να φýγω".
 -"Μα..." η ΣÝσιλι Ýκλαιγε τþρα με τÝτοια αναφιλητÜ που με δυσκολßα Ýβγαζε τις λÝξεις, "üταν μας αφÞνεις... εßναι σχε... σχεδüν... σα να ... μας γυρßζεις ... το διακüπτη". Τα λüγια της τονε μελαγχολÞσανε λιγÜκι, γιατß απü μιαν Üποψη Þταν αλÞθεια. ¼ταν Ýφευγε Þτανε σχεδüν σα να τις Ýσβηνε, γυρßζοντας Ýνα διακüπτη. ΑλλÜ, αλÞθεια Þ üχι, δε μποροýσε να κÜνει τßποτα, γιατß η Ýλξη που Ýνιωθε να τονε τραβÜ σε κεßνο τον Üλλο κüσμο Þταν ακατανßκητη.
     ¸ριξε μια τελευταßα ματιÜ στην απßστευτη χλιδÞ του τερÜστιου παλατιοý του, στην ομορφιÜ των γυναικþν και στον ζεστü Þλιο που χυνüταν μες απü τα παρÜθυρα. ¾στερα απü λßγο, üλ' αυτÜ εßχανε χαθεß...
     Το πρþτο πρÜγμα που Üκουσε βγαßνοντας απü το ΙμÜτζικον, Þτανε το ουρλιαχτü του ανÝμου. Το πρþτο πρÜγμα που Ýνιωσε Þτανε το φοβερü κρýο. Το αμÝσως επüμενο που του χτýπησε τ' αφτιÜ, Þταν η τραχιÜ φωνÞ της γυναßκας του:
 -"Ωστε δÝησες επιτÝλους να 'βγεις απü δαýτο, αχαÀρευτε;" του φþναξε. "Καιρüς Þτανε, χαραμοφÜη, μισÞ μερßδα Üντρα!" Εßχε στ' αλÞθεια επιστρÝψει στον Νεστρüντ, στη πιο παγωμÝνη κüλαση που ο Üνθρωπος εßχεν αποικßσει στο σýμπαν. Κατ' επανÜληψην εßχε πÜρει απüφαση να μη ξαναγυρßσει ποτÝ κει. ΑλλÜ ξαναγýριζε... πßσω στον Νεστρüντ και στη γυναßκα του, τη Νüνα. "Αρκετü καιρüν Ýλειψες, αναßσθητε!" βρυχÞθηκε η Νüνα. ¹τανε μια πελþρια κοκαλιÜρα, με λιγδιÜρικα μαλλιÜ που κρÝμονταν σα μαýροι σπÜγκοι. Το πρüσωπü της Þτανε φαρδý και πλακουτσü, με στενÜ χεßλη και στραβÜ, κιτρινισμÝνα δüντια.
     "ΘεÝ μου, εßναι κακÜσχημη", συλλογßστηκεν αυτüς, κοιτÜζοντÜς τη. Δßπλα της η ΣÝσιλι κι οι Üλλες, Þτανε ΘεÝς.
 -"Και καλÜ Ýκανες που γýρισες, γιατß οι παγüλυκοι Ýχουν αρχßσει να ξεθαρρεýουνε και χρειαζüμαστε παγωμÝνη τýρφη για τη φωτιÜ και..."
     Ο ΝτÜντορ στεκüταν ασÜλευτος εκεß, ακοýγοντας το ατÝλειωτο κατεβατü απü τις αγγαρεßες που του 'χεν ετοιμÜσει η γυναßκα του. "Μα" αναρωτÞθηκε απü μÝσα του, "γιατß δε φþναζε κÜποιον απü τους αγαπητικοýς της, απü τα ορυχεßα να τις κÜνουνε;" ¹ξερε δßχως να χρειÜζεται να του το ποýνε, πως οι εραστÝς της μπαινοβγαßνανε συνÝχεια εκεß, üταν εκεßνος απουσßαζε. Η Νüνα Þτανε τüσον Üπιστη üσο κι ασκημομοýρα. Κι εφüσον αναλογοýσαν εßκοσι Üντρες για κÜθε γυναßκα σε τοýτο τον πλανÞτη, της δßνονταν Üφθονες ευκαιρßες να τονε κερατþνει.
 -"...κι ο στÜβλος χρειÜζεται νÝα στÝγη", τελεßωσεν η γυναßκα του. Μη παßρνοντας Üμεση απÜντηση, κüλλησεν απειλητικÜ το πρüσωπü της στο δικü του. "Μ' Üκουσες τι σου εßπα; ΑυτÝς οι δουλειÝς πρÝπει να γßνουνε!"
 -"Σ' Üκουσα", αναστÝναξε καρτερικÜ ο ΝτÜντορ.
 -"Τüτε τι στÝκεσαι σα κüπανος; ΚÜτσε να περιδρομιÜσεις το πρωινü σου και μετÜ τρÜβα Ýξω να δουλÝψεις".
     Το πρωινü Þταν Ýνα χοντρü, σιτεμÝνο κομμÜτι χοιρινü, üλο ξßγκι κι Ýνα πιÜτο χλιαρüς χυλüς. Του κÜθισε στο λαιμü, αλλÜ τελικÜ κατÜφερε να το πÜει κÜτω. ¾στερα φüρεσε τη θερμοφüρμα και τις γοýνες του και κßνησε για τη πüρτα.
 -"ΞÝχασες ζωντüβολο!" του φþναξεν η γυναßκα του, παßρνοντας μια προστατευτικÞ μÜσκα προσþπου απü τα συμπρÜγκαλα που γεμßζανε το τραπÝζι και πετþντας τη προς το μÝρος του: "Θες να ξυλιÜσει η μýτη σου και να σου πÝσει";
     Ο ΝτÜντορ φüρεσε τη μÜσκα του γοργÜ για να κρýψει την οργÞ απü το πρüσωπü του. ¾στερα Üνοιξε τη πüρτα και βγÞκεν Ýξω. Ο Üνεμος τονε χαστοýκισε στο πρüσωπο, στÝλνοντας χαλÜζι απü παγοκρýσταλλα στη μÜσκα του. Ο Νεστρüντ! ΘεÝ μου, γιατß στον Νεστρüντ; Ατενßζοντας το παγερü τοπßο, αναλογßστηκε με λαχτÜρα τη σχετικÞ ζεστασιÜ της καλýβας του. Η σκÝψη του πÝταξε στον μαýρο θαλαμßσκο του ΙμÜτζικον. Στεκüτανε στη μüνη λεýτερη γωνιÜ της καλýβας κι Þταν ο μοναδικüς δρüμος διαφυγÞς πßσω προς...
     ΑλλÜ üχι, δε μποροýσε να γυρßσει τüσο σýντομα. Τονε περιμÝνανε τüσες και τüσες δουλειÝς εδþ. ¸τσι με το τσεκοýρι στον þμο, Üρχισε να βαδßζει στη παγωμÝνη ερημιÜ του αρχαßου βÜλτου απ' üπου προμηθευüντανε τη παγωμÝνη τýρφη που χρησιμοποιοýσανε για καýσιμο. ¼λο το πρωß, με τον Üνεμο να λυσσομανÜ γýρω του και το φοβερü κρýο να κÜνει μαρτýριο τη κÜθε του ανÜσα, Ýκοβε και στοßβαζε κομμÜτια παγωμÝνης τýρφης. ΚÜποια στιγμÞ, ο ξεπλυμÝνος κßτρινος Þλιος Ýσκασε μýτη φευγαλÝα πßσω απü τα σýννεφα των παγοκρυστÜλλων. Ο ΝτÜντορ κοßταξε κι εßδε πως Þτανε σχεδüν πÜνω απü το κεφÜλι του. Καιρüς να γυρßσει. ¸δεσε μια μεγÜλη στοßβα απü τις πλÜκες της τýρφης, τις ζαλþθηκε στον þμο και πÞρε το δρüμο της επιστροφÞς, προς τις ελεεινÝς καλýβες του οικισμοý του Νεστρüντ.
     Η Νüνα του πÝταξε μπροστÜ Ýνα μπολ με νερουλÞ σοýπα κι Ýνα κομμÜτι μπαγιÜτικο ψωμß, αποκαλþντας το γεýμα. Ο ΝτÜντορ το 'φαγεν αμßλητος και μετÜ τρÜβηξε για το πßσω μÝρος της καλýβας για να περÜσει το απüγευμα σκÜβοντας τον νÝο βüθρο. Το σκÜψιμο Ýκανε τη πρωινÞ δουλειÜ να μοιÜζει με κοýρα ανÜπαυσης. Το χþμα Þτανε παγωμÝνο σα πÝτρα απü τη μÝρα που ο Νεστρüντ πρωτÜρχισε να περιστρÝφεται γýρω απü τον αδýναμον Þλιο του. ¿σπου να σουρουπþσει, η ρÜχη, η μÝση και τα πüδια του πονοýσαν αβÜσταχτα. Αν και δεν εßχε προχωρÞσει οýτε μισü μÝτρο, ο ερχομüς της νýχτας τον υποχρÝωσε να σταματÞσει τη δουλειÜ. ΕπÝστρεψε ξεθεωμÝνος στη καλýβα με μια μονÜχα σκÝψη στο μυαλü του: να κοιμηθεß.
     Το ουρλιαχτü που τον Ýκανε να τιναχτεß απü τον πρþτο ανÞσυχον ýπνο, του φαινüταν να 'ρχεται απü τα βÜθη της ßδιας της κüλασης.
 -"Τι... τι Þταν αυτü;" μουρμοýρισε νυσταγμÝνα.
 -"Οι παγüλυκοι, ηλßθιε! Τι Üλλο;" γρýλισε η Νüνα απü δßπλα του. "Λιμπßζονται τα ζωντανÜ μας και προσπαθοýν να μποýνε στο στÜβλο! 'Αντε Ýξω να τους σταματÞσεις!"
     Ο ΝτÜντορ σηκþθηκε μουδιασμÝνος κι Üρχισε να ντýνεται, ενþ κι Üλλο Ýνα δαιμονικüν ουρλιαχτü ξÝσκισε τη νýχτα απ' Ýξω. 'Απλωσε το χÝρι για το ντουφÝκι λÝιζερ, üταν η Νüνα γκÜρισε πÜλι:
 -"'Αντε, παρ' τα πüδια σου! ΑυτÜ τα θηρßα μποροýν να κομματιÜσουνε τους κορμοýς στο τοßχο του στÜβλου σα να 'τανε σπιρτüξυλα".
     ΣτÜθηκεν Ýξω απü τη πüρτα με το φακü στο 'να χÝρι και το τουφÝκι στ' Üλλο. Εßδε τους παγüλυκους σχεδüν αμÝσως. ¹τανε δυο φοβερÜ εξÜποδα τÝρατα. Το Ýνα τους στεκüτανε στα τÝσσερα πßσω πüδια του και με τα πελþρια σαγüνια του Ýκοβε κομμÜτια ολÜκερα απü τον τοßχο του στÜβλου. Μποροýσε ν' ακοýσει τα τρομαγμÝνα μουγκανητÜ των αγελÜδων απü μÝσα. 'Αρχισε να βαδßζει με δυσκολßα στο χιüνι προς το θηρßο. Εκεßνο τον Üκουσε και γýρισε τα φλογερÜ κüκκινα μÜτια του, προς το μÝρος του. Για μια στιγμÞ συνÝχισε να κομματιÜζει τα ξýλα του τοßχου, αλλÜ μετÜ γýρισε κι üρμησε με μεγÜλα σÜλτα καταπÜνω του. ΑιφνιδιασμÝνος ο ΝτÜντορ σε πρüλαβε να πετÜξει το φακü και να σηκþσει τ' üπλο σε θÝση βολÞς. ¸τσι αναγκÜστηκε να ρßξει απü το ýψος της μÝσης κι η ακτßνα πÝτυχε το τÝρας στον þμο. Δεν Ýφτανε τοýτο για να το σταματÞσει. Ο ΝτÜντορ παραμÝρισε σβÝλτα καθþς το πελþριο πλÜσμα περνοýσε απü δßπλα του και μετÜ του διÜλυσε το κεφÜλι. Το ακÝφαλο κουφÜρι γλßστρησε τσουλιστÜ στο χιüνι σκορπßζοντας αßμα παντοý και τüτε λßγο Ýλειψε να χÜσει κι ο ßδιος τη ζωÞ του. Αυτü γιατß για κλÜσματα δευτερολÝπτου, εßχε ξεχÜσει πως το πλÜσμα εßχε και σýντροφο.
     Το θυμÞθηκε μονÜχα üταν το θηρßο τονε χτýπησε απü πßσω και τον Ýστειλε να σωριαστεß φαρδýς-πλατýς στο παγωμÝνο Ýδαφος. Την Üλλη στιγμÞ το τερατþδες πλÜσμα βρισκüταν απü πÜνω του. Ο ΝτÜντορ οýρλιαξε νιþθοντας Ýνα νýχι ν' αποσπÜ κομμÜτια απü τη σÜρκα του μηροý του, ενþ τα πελþρια σαγüνια ζυγþνανε προς τον λαιμü του. Ο φακüς εßχε γλιστρÞσει απü το χÝρι του, αλλÜ το τουφÝκι εξακολουθοýσε να κρÝμεται με το λουρß απü τον þμο του. Το δÜχτυλü του βρÞκε τη σκανδÜλη και τη τρÜβηξε με την ισχý του στο φοýλ. Η ακτßνα λÝιζερ διÜλυσε το Ýνα πüδι του παγüλυκου απü το γλουτü και κÜτω και το πλÜσμα Ýπεσε πÝρα νεκρü καθþς το 'βρισκε και μια δεýτερη. ¾στερα ο ΝτÜντορ Ýνιωσε το σκοτÜδι να τονε τυλßγει.
     ¼ταν Üνοιξε πÜλι τα μÜτια του, εßδε πως Þτανε ξαπλωμÝνος στο τραπÝζι της καλýβας. Η Νüνα κι Ýνας Üγνωστος σκýβαν απü πÜνω του.
 -"Ωραßα τα κατÜφερες και πετσοκüφτηκες τοýτη τη φορÜ!" γρýλισεν η Νüνα μüλις εßδε ν' ανοßγει τα μÜτια.
 -"Το πüδι χρειÜζεται ακρωτηριασμü", εßπε ο ξÝνος.
 -"Εßσαι γιατρüς;" ρþτησε ο ΝτÜντορ με βραχνü ψßθυρο.
 -"Ο μοναδικüς που θα βρεις απü δω ως τον 'Αλφα Του Κενταýρου" αποκρßθηκεν ο Üλλος.
 -"Ο πüνος εßν' αβÜσταχτος... δε μπορεßς να μου δþσεις τßποτα για τον πüνο";
 -"Σου 'δωσα Þδη τη τελευταßα μου μορφßνη. Πßσω στη Γη μπορεß να σþζαμε το πüδι σου, αλλÜ εδþ..." Ýκανε μιαν αüριστη κßνηση ανημποριÜς.
     Ο ΝτÜντορ Ýνιωθε το σκισμÝνο πüδι του σα να 'τανε βουτηγμÝνο σε λιωμÝνο σßδερο. ¸κανε μορφασμü πüνου και μετÜ εßδε το αχνü χαιρÝκακο χαμüγελο στα χεßλη της Νüνα, καθþς Ýλεγε:
 -"Δßχως μορφßνη Þ Üλλο παυσßπονο, το κüψιμο του ποδιοý μου θα πονÜ σα μαρτýριο της κüλασης, ε γιατρÝ";
 -"¸χω φÝρει ουßσκι στο αμÜξι μου", αποκρßθηκεν ο γιατρüς. "Θα πÜω να το φÝρω". ¼ταν απομακρýνθηκεν ο γιατρüς, η Νüνα Ýσκυψε πÜνω του και τονε κοßταξε στα μÜτια:
 -"Θα βλαστημÞσεις την þρα που γεννÞθηκες, κοýκλε μου. Θα σε πονÝσει üσο με πονοýσες κι εσý κÜθε φορÜ που 'φευγες και με παρÜταγες Ýτσι. ΚÜθε φορÜ που χωνüσουνα σε κεßνο το μαýρο σου κουτß".
 -"¼χι, Νüνα, üχι! Δε πονοýσες! Εσý δεν..." σκüπευε να πει πως αυτÞ δεν εßχε καν την ικανüτητα να πονÜ, αλλα συγκρατÞθηκε, γιατß δεν Þτανε σßγουρος αν αυτü Þταν αλÞθεια.
 -"Μ' Ýνα πüδι μονÜχα δε θα μπορεßς να φτÜσεις απü μüνος σου σε κεßνο το καταραμÝνο το μηχÜνημα", του εßπε μοχθηρÜ. "¸τσι θα μÝνεις πÜντοτε δω και θα 'σαι καλüς μαζß μου".
 -"Νüνα! ¼χι! Δε καταλαβαßνεις!" ο ΝτÜντορ Üρχισε να την ικετεýει, αλλÜ κεßνη την þρα ξαναγýρισε ο γιατρüς μ' Ýνα μπουκÜλι ουßσκι στη μαýρη τσÜντα του.
 -"¸λα, ροýφα το γρÞγορα", εßπε, δßνοντÜς του το μπουκÜλι. Το 'πιε σχεδüν μονοροýφι. ΑλλÜ το ουßσκι δε τονε βοÞθησε και πολý. Ο γιατρüς Ýκοβε και πριüνιζε. Ο ΝτÜντορ Þτανε σßγουρος πως το κρανßο του θ' Üνοιγε στα δυο απü τα ουρλιαχτÜ του και μüνο. ¹τανε στιγμÝς που αναρωτιüτανε γιατß οι κατÜρες του δεν σπÜζανε τα λουριÜ που τονε κρατοýσαν ακßνητο Þ δε κÜναν επιτüπου στÜχτη και τους δυο βασανιστÝς του.
 -"Νομßζω τελειþσαμε" εßπε κÜποια στιγμÞ ο γιατρüς, καθþς ο αβÜσταχτος πüνος Ýσυρε πÜλι ανελÝητα τον ΝτÜντορ απü τα βÜθη της λιποθυμßας. "ΜÝνει μοναχÜ να καυτηριÜσουμε τη πληγÞ, αλλιþς θα πεθÜνει απü αιμορραγßα. ΒλÝπεις δεν Ýχω και τßποτα καλýτερο απü τη φωτιÜ για δαýτο. ¸λα να με βοηθÞσεις να πυρþσω τοýτη τη μασιÜ, γυναßκα". Ο ΝτÜντορ συνÞλθεν εντελþς προλαβαßνοντας τη ματιÜ που του 'ριξεν η Νüνα πÜνω απü τον þμο της, πριν κοιτÜξει με μßσος προς το ΙμÜτζικον. ¹τανε σα να το 'λεγε καθαρÜ: "ΑνÞκεις σε μÝνα τþρα... σε μÝνα και μüνο. ΤÝρμα τα ξεπορτßσματα σου με δαýτο".
     Δε μπορεß να του το 'κανε τοýτο! ¹ταν αδýνατο! Γιατß του συμπεριφερüταν Ýτσι; αναρωτÞθηκεν ο ΝτÜντορ μÝσα στη θολοýρα της μορφßνης, του αλκοüλ και του πüνου. ΑλλÜ δε μποροýσε να βρει καμιαν απÜντηση. Ενþ η γυναßκα του κι ο γιατρüς απομακρýνονταν για να ετοιμÜσουνε το σßδερο που θα καυτηριÜζανε τ' απομεινÜρι του ποδιοý του, το μαýρο, στενüμακρο σα φÝρετρο, κουτß του ΙμÜτζικον γÝμισε τα μÜτια και το μυαλü του. Αν ο πüνος δεν Þτανε τüσον αβÜσταχτος και πÝρα απü κÜθε λογικÞ, ßσως να μην Ýβρισκε το κουρÜγιο να κυλÞσει απü το τραπÝζι στο πÜτωμα και ν' αρχßσει να σÝρνεται προς τον μαýρο θαλαμßσκο, αφÞνοντας πßσω του μια γραμμÞν αßματος. Ο μαýρος θαλαμßσκος... ΚατÜ κÜποιο τρüπο το 'ξερε πως αντιπροσþπευε την ανακοýφιση απü τον πüνο, μια υπüσχεση ενüς Ýσχατου καταφυγßου.
     ΚατÜφερε να τονε φτÜσει χωρßς να τονε πÜρουν εßδηση και με μιαν υπÝρτατη προσπÜθεια, μπüρεσε ν' ανασηκωθεß αρκετÜ για να πιÝσει τη παλÜμη του στο κατÜλληλο σημεßο. Ο αισθητÞρας της συσκευÞς που Þτανε το μοναδικü εμπüδιο ανÜμεσα σε τοýτο και σε κεßνο το Üλλο σýμπαν, αναγνþρισεν αμÝσως τη ταυτüτητÜ του και του Üνοιξε. Περισσüτερο νεκρüς παρÜ ζωντανüς, ο ΝτÜντορ σωριÜστηκε μÝσα στο ΙμÜτζικον κι η πüρτα Ýκλεισεν αθüρυβα πßσω του.
 -"Ω, ΝτÜντορ! ΝτÜντορ καλÝ μου!" φþναξε χαροýμενα η ΣÝσιλι μüλις τον εßδε, αγκαλιÜζοντÜς τον με τα βελοýδινα, ζεστÜ χÝρια της.
 -"Αγαποýλη, ξαναγýρισες!" του ψιθýρισε χαδιÜρικα η ΔÜφνη.
 -"Εßμαστε τüσον ευτυχισμÝνες που σε ξαναβλÝπουμε!" γουργοýρισε σιγανÜ κι η κοκκινομÜλλα ΤÝρι.
 -"Εßμαστε τüσον ευτυχισμÝνες που σε ξαναβλÝπουμε!" επανÜλαβε κι η δßδυμη αδερφÞ της, η ΤζÝρι.
 -"Κι εγþ εßμαι ο ευτυχÝστερος απ' üλους!" τις διαβεβαßωσεν ο ΝτÜντορ κοιτÜζοντας κÜτω στο πüδι του... στο εντελþς ανÝπαφο και γερü πüδι του. Δεν Ýνιωθε τον παραμικρü πüνο τþρα. "Δüξα τω Θεþ!" μουρμοýρισε "Ξαναγýρισα!"
     Το ΙμÜτζικον εßχε κÜνει τη δουλειÜ του καλÜ! Την εßχε κÜνει τÝλεια, για μιαν ακüμη φορÜ! Τον εßχε μεταφÝρει πÝρα σ' Ýνα κüσμο φαντασßας και μετÜ τον εßχε φÝρει πÜλι πßσω, στη πραγματικüτητα... στην υπÝροχη, τη θεσπÝσια πραγματικüτητα! Ο ΝτÜντορ ανακÜθισε και κοßταξεν ολüγυρα στο ζεστü, θαυμÜσιο κüσμο του. ¹ταν ο κüσμος της Γης του 22300 μ.Χ., ο κüσμος εκατü χρüνια μετÜ τον Λοιμü. Η επιδημßα του εßχε χτυπÞσει εκλεκτικÜ στα σερνικÜ γονßδια, μειüνωντας τον αντρικü πληθυσμü σε λßγες χιλÜδες Üτομα, κÜνοντας Ýτσι τον κÜθε Üντρα, επßκεντρο λατρεßας και πÜθους, ενüς χαρεμιοý, ενüς μαινüμενου πλÞθους γυναικþν. Πολλοß απο τους επιζÞσαντες Üντρες δεν εßχανε καταφερει ν' αντÝξουνε το στρες, Μια ζωÞ που 'ταν αντικεßμενα λατρεßας ενüς πλÞθους γυναικþν, μια ζωÞ üπου τα πÜντα Þτανε δικÜ τους, εßχεν αποδειχτεß αφüρητη γι' αυτοýς.
     ΜετÜ εßχεν Ýρθει το ΙμÜτζικον, μια εφεýρεση που 'φτιαχνε üποιο κüσμο επιθυμοýσε ο καθÝνας. Μερικοß Üντρες εßχανε χρησιμοποιÞσει το ΙμÜτζικον για να πλÜσουν ακüμα πιο εξωτικοýς και θαυμαστοýς κüσμους απü κεßνο που θα ζοýσαν, αλλ' αυτü Þταν απλþς μια πιο χορταστικÞ μερßδα απü το ßδιο φαγητü. Το αποτÝλεσμα Þτανε να νιþθουνε πιο ανικανοποßητοι απü ποτÝ. Εßχε φερθεß πολý φρüνιμα. Με το δικü του ΙμÜτζικον εßχε δημιουργÞσει Ýνα κüσμο... Ýνα κüσμο παγωνιÜς και τρüμου που λÝγεται Νεστρüντ. Ο ΝτÜντορ εßχε συνειδητοποιÞσει μια μεγÜλη αλÞθεια.
     Τß αξßζει ο ουρανüς δßχως κÜτι να τονε συγκρßνεις; Χωρßς μια γεýση Κüλασης απü καιρü σε καιρü, πως θα μποροýσε κανεßς να εκτιμÞσει τον ΠαρÜδεισο;
_________________________________________________________________

Smith Henry George
"In The Imagicon" (1966)
ΜετÜφραση: Γιþργος ΜπαλÜνος

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers