Βιογραφικό
Ο Ernst Theodor Wilhelm Hoffmann -συνήθιζε να υπογράφει τα έργα του ως E. T. A(madeus). Hoffmann-, μεγαλοφυής και πολυσχιδής προσωπικότητα, αποτελεί ιδιαίτερο σημείο αναφοράς στη μετάβαση από το ρομαντισμό στο ρεαλισμό. Ξεκινά από την ακριβή παρατήρηση της πραγματικότητας, που σιγά-σιγά, μέσα από παράξενη σύνθεση χρωμάτων, ήχων και συναισθημάτων, φτάνει να γίνεται κόσμος αλλόκοτος, ένας κόσμος που τονε κυβερνά το ανεξήγητο, το μυστηριώδες, το θαυμαστό. Μάστορας της Φανταστικής Λογοτεχνίας και -μαζί με τους Γκαίτε και Μάινε- από τους μεγαλύτερους Γερμανούς συγγραφείς, που άλλοτε είναι ήπιος και γλυκός κι άλλοτε (τα λόγια είναι του Στέφαν Τσβάιχ) "δηκτικός και κακός, που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε καρικατούρες και τέρατα". Εκτός από ρομαντικός συγγραφέας Φανταστικού, ήταν επίσης και δικηγόρος, συνθέτης, κριτικός μουσικής, σχεδιαστής και γελοιογράφος. Οι ιστορίες του επηρεάσανε σημαντικά τον 19ο αιώνα κι ήταν από τους βασικότερους συντελεστές του ρομαντισμού.
Γεννήθηκε στις 24 Γενάρη 1776 από γονείς (και προγόνους) δικηγόρους, στο Königsberg της τότε Ανατολικής Πρωσσίας. Ο πατέρας του, Christoph Ludwig Hoffmann (1736-1797) ήταν επίσης ποιητής κι ερασιτέχνης μουσικός και το 1767 παντρεύτηκε τη ξαδέρφη του, Lovisa Albertina Doerffer (1748-1796). Ο Ερνστ ήταν ο μικρότερος από τα 3 παιδιά τους κι όταν χωρίσαν οι γονείς του κι ο πατέρας έφυγε, μεγάλωσε κι ανατράφηκε από 2 θείες, το θείο και τη μητέρα του -όλοι ανύπαντροι. Μεταξύ 1781-92 φοίτησε στο λουθηρανικό σχολείο Burgschule, όπου σημείωσε καλή πρόοδο στους κλασικούς. Επίσης έδειξε μεγάλο ταλέντο στο πιάνο και τη μουσική σύνθεση, τη ζωγραφική και το σκίτσο και φυσικά στο γράψιμο. Ωστόσο το ότι βρισκότανε στην επαρχία δε τονε βοηθούσε στο να παρακολουθεί από κοντά τα καλλιτεχνικά ρεύματα και τις επιδράσεις τους της εποχής. Παρολαυτά μελέτησε Schiller, Goethe, Swift, Sterne, Rousseau και Jean Paul και ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, το "Der Geheimnisvolle". Επίσης μέσω φίλων γνωρίστηκε με τον μεγάλο γερμανό φιλόσοφο Immanuel Kant και παρακολούθησε πολλές από τις διαλέξεις του, στο πανεπιστήμιο.
Το 1794, ερωτεύτηκε τη Dora Hatt, μια παντρεμένη γυναίκα στην οποία είχε παραδώσει μαθήματα μουσικής. Ήταν 10 έτη μεγαλύτερή του και το 1795 γέννησε το 6ο παιδί της. Η οικογένεια όμως πίεσε να σταματήσει αυτό τον άνομο έρωτα και την επόμενη χρονιά ξεκινά να εργάζεται υπάλληλος στον θείο του Johann Ludwig Doerffer, που ζούσε στο Glogau, στη Silesia με τη κόρη του Minna. Κατόπιν επισκέφτηκε τη Δρέσδη κι έμεινε έκθαμβος με τα έργα τέχνης που είδε κει ειδικά Correggio & Raphael. Το 1798, καλοκαίρι, μετακομίσανε στο Βερολίνο, όπου ξεκίνησε να εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου καθώς επίσης και να κάνει τα πρώτα ενθαρρυντικά βήματα στη μουσική σύνθεση. Από τον Ιούνιο του 1800, μέχρι το 1803 εργάζεται στις Πρώσσικες επαρχίες κι επειδή πρώτη φορά μένει μόνος χωρίς κάποιο συγγενή να τονε προσέχει, γίνεται έκλυτος. Γλυτώνει τη τιμωρία από κάποια μικροπαραπτώματα και το 1802 παντρεύεται τη Marianna Tekla Michalina Rorer (ή Maria ή "Mischa", που το πολωνικό της επίθετο ήτανε Trzcińska). Τον Αύγουστο του 1802 μετακομίζουνε στο Plock. Εκεί στην απομόνωση της περιοχής ρίχνεται στο γράψιμο.
Στις αρχές του 1804 δέχεται μια θέση στη Βαρσοβία κι εκεί εντυπωσιάζεται εξίσου, όπως και στη Δρέσδη. Τα χρόνια που ζησε κει ήταν από τα πιο ευτυχή της ζωής του κι έτσι παίρνει απόφαση να μην επιστρέψει ποτέ στο Κένινγκσμπεργκ. Ενώ βυθιζότανε στα μεγάλα έργα διασήμων μουσουργών της εποχής κι έκαμε μελέτες, δυστυχώς τα στρατεύματα του Ναπολέοντα, εισβάλλαν εκεί στις 28 Νοέμβρη 1806 κι όλοι οι Πρώσσοι, υπάλληλοι και γραφειάδες, απομακρύνθηκαν. Ο Χόφμαν με τη σύζυγό του αναγκάστηκαν να διαφύγουν. Η σύζυγος κι η κόρη του επιστρέψανε στο Posen κι εκείνος αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ Βιέννης και Βερολίνου. Τελικά μιας και δε μπόρεσε να βγάλει διαβατήριο για Βιέννη, επέστρεψε στο Βερολίνο, με την ελπίδα να προαγάγει τη τέχνη του, στις 18 Ιουνίου 1807, αφού πρώτα επισκέφτηκε την οικογένειά του στο Πόζεν. Οι επόμενοι 15 μήνες είναι από τους πιο άσχημους στη ζωή του. Ο Ναπολέων εισβάλλει κι εκεί και τούτο είχε σαν αποτέλεσμα ν' αγγίξει πολλάκις τα όρια της πείνας, όντας πλέον άνεργος. Κάμποσες φορές έζησε με δανεικά από τους φίλους και με τα πενιχρά κρατικά επιδόματα. Σα να μην έφταναν αυτά, τον επόμενο χρόνο μαθαίνει πως πέθανε η κόρη του. Πάνω στον πόνο του καταφέρνει να συνθέσει μιαν από τις καλύτερες μουσικές συνθέσεις του, το Six Canticles for a cappella choir.
Τη 1η Σεπτέμβρη 1808 φτάνει με τη σύζυγό του στο Bamberg, αναλαμβάνοντας θέση διευθυντή θεάτρου. Εκεί εργάστηκε με ζήλο μα γρήγορα αντικαταστάθηκε συνεπεία δολοπλοκιών από έναν υφιστάμενό του. Την επόμενη χρονιά αναλάμβανει εκεί σα διακοσμητής παραδίδοντας παράλληλα μαθήματα μουσικής. Το 1813 ο Joseph Seconda τονε καλεί ν' αναλάβει θέση διευθυντή ορχήστρας στη Δρέσδη, μα ήδη έχει κηρυχτεί πόλεμος και το ταξίδι καθίσταται αργό κι επίκινδυνο. Όταν φτάνουν εκεί άφραγκοι και ταλαιπωρημένοι, διαπιστώνουν ότι ο Σεκόντα έχει διαφύγει στη Λειψία. Απελπισμένα, αναζητούνε κεφάλαια για να κάνουν ακόμα ένα δύσκολο ταξίδι. Τελικά το κατορθώνουν στις 23 Μάη κι ο Χόφμαν ξεκινά τη διεύθυνση της ορχήστρας. Η προσωρινή ανακωχή στις 4 Ιουνίου τους ξεγελά κι επιστρέφουνε στη Δρέσδη, μα όταν λήγει στις 22 Αυγούστου, οι μάχες κι οι βομβαρδισμοί ξεκινούν, η πόλη παραδίδεται στις 11 Νοέμβρη κι έτσι στις 9 Δεκέμβρη, όλη η συντροφιά επιστρέφει στη Λειψία. Στις 25 Φλεβάρη 1814 μαλλώνει με τον Σεκόντα και ξεκινά για τη Δρέσδη. Το Σεπτέμβρη του 1814, μετά την ήττα του Ναπολέοντα, επιστρέφει στο Βερολίνο και πετυχαίνει να ξαναπάρει τη θέση του στο Kammergericht, εξασκώντας ξανά το παλιό του επάγγελμα του δικηγόρου. Από κει και πέρα ξεκινά καλή περίοδος γι' αυτόν με μερικά από τα αριστουργήματά του να χρονολογούνται τότε. Κάπου δω αποφασίζει να υπογράφει με το 'Ε.Τ.Α. Χόφμαν' κι εξηγεί πως το ενδιάμεσο 'Α', είναι το αρχικό του 'Αμαντέους', τιμή στον μεγάλο μουσουργό Μότσαρτ.
Με το τέλος του 1819, μπλέχτηκε με διάφορα και σε συνδυασμό με προβλήματα υγείας που 'χεν αποκτήσει από τη σύφιλη και τη κατάχρηση οινοπνεύματος, οδηγήθηκε σε μερική παράλυση των άκρων και το 1822 σε πλήρη παράλυση. Πολλά έργα του τότε τα υπαγόρευε στη σύζυγό του. Εντωμεταξύ, η άνοδος του Metternich στην εξουσία κι οι μέθοδοί του, δημιουργήσανε μεγαλύτερα προβλήματα και νομικές διαφωνίες. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και ξεκίνησε νομική διαδικασία, μα οι κατηγορίες χαλάρωσαν όταν οι αντίδικοί του, είδανε πως η ασθένειά του απειλούσε πια τη ζωή του. Οι κατηγορίες αποσυρθήκανε σταδιακά κι ο βασιλιάς της Πρωσσίας ζήτησε μόνο να του γίνει αυστηρή επίπληξη, πράμα που τελικά δε συνέβη, μια κι ο Χόφμαν πέθανε στις 25 Ιουνίου 1822, σ' ηλικία 46 ετών και θάφτηκε στο Hallesches Tor κοντά στην Jerusalem και στο New Churches Community Cemetery.
Ταφόπετρα που γράφει:
E. T. A. Hoffmann
γεννήθηκε 24 Γενάρη 1776 στο Κένινγκσμπεργκ,
πέθανε 25 Ιουνίου 1822 στο Βερολίνο,
Σύμβουλος Ανώτατου Δικαστηρίου, άριστος στο Γραφείο του,
κι ως ποιητής, συγγραφέας, μουσικός, συνθέτης και ζωγράφος.
Αφιερωμένη από τους φίλους του.
----------------------------------------------------------------------------
Ύαινες
Ο κόμης Ιππόλυτος είχε επιστρέψει από 'να μακρινό ταξίδι για να παραλάβει τη μεγάλη κληρονομιά που του άφησε ο πατέρας του μετά το θάνατο του. Ο πατρικός πύργος έστεκε σε μιαν απ' τις πιο όμορφες περιοχές και τα εισοδήματα από τα κτήματα αρκούσανε για να τον ανακαινίσει χωρίς να λογαριάσει έξοδα. Έτσι ο κόμης αποφάσισε να ζωντανέψει στο νέο του σπιτικό μ' ό,τι πιο εντυπωσιακό και γοητευτικό είχε δει στα ταξίδια του, κυρίως στην Αγγλία. Αμέσως περιστοιχίστηκε, από τεχνίτες, μάστορες και καλλιτέχνες που αναλάβανε την επισκευή και την ανακαίνιση του πύργου. Φτιάξανε τα σχέδια για τεράστιο πάρκο με ιδιαίτερα μεγαλόπρεπο στυλ, αλλά και για τεχνητό δάσος που στο κέντρο του θα υπήρχεν εκκλησία και κοιμητήρι. Τις εργασίες τις διεύθυνε ο ίδιος ο κόμης, αφού είχε τις απαραίτητες γνώσεις και τελικά αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση. Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε χωρίς να σκεφτεί ούτε μια φορά να εμφανιστεί έστω και λίγο στη πρωτεύουσα, όπως τονε συμβούλευε ο γέρο-θείος του, για να επιλέξει -από μιαν ολάκερη παρέλαση δεσποινίδες σ' ηλικία γάμου- τη πιο όμορφη, τη πιο μετρημένη και τη πιο αξιαγάπητη, να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί.
Ένα πρωΐ, ενώ ήτανε σκυμμένος πάνω από τα χαρτιά του στο γραφείο, σκιτσάροντας το σχέδιο ενός καινούργιου τμήματος του πύργου, του αναγγείλανε την επίσκεψη μιας γριάς βαρόνης που ήταν μακρινή συγγενής του πατέρα του. Ακούγοντας τ' όνομα της βαρόνης, ο Ιππόλυτος θυμήθηκεν αμέσως ότι ο πατέρας του δε μιλούσε ποτέ γι' αυτή τη γριά γυναίκα παρά μόνο μ' απέχθεια κι αποστροφή, ακόμη και τρόμο, και θυμήθηκεν επίσης ότι είχε συστήσει σε διάφορα πρόσωπα που θέλησαν να σχετιστούν μαζί της να φυλάγονται. Αλλά χωρίς ποτέ να δικαιολογήσει τον κίνδυνο που υποτίθεται ότι διέτρεχαν απ' αυτή. Σ' αυτούς που επέμεναν, απαντούσε συνήθως ότι για ορισμένα πράγματα είναι καλύτερα να μη μιλά κανείς διόλου. Ήτανε γνωστό πως ένα σωρό δυσάρεστες φήμες κυκλοφορούσαν στη πρωτεύουσα, για μια πάρα πολύ παράξενη εγκληματική υπόθεση, που 'χεν αναμιχθεί η βαρόνη και που τελικά οδήγησε σε χωρισμό με τον άντρα της και την ανάγκασε ν' αποτραβηχτεί σε μιαν απομακρυσμένη έπαυλη. Λεγόταν επίσης ότι μόνο χάρη στη γενναιοψυχία του πρίγκηπα κουκουλώθηκε το σκάνδαλο.
Ο Ιππόλυτος ένιωσεν ιδιαίτερα ενοχλημένος στην ιδέα να συναντήσει το πρόσωπο που ο πατέρας του αντιπαθούσε τόσο πολύ, έστω κι αν δεν ήξερε τους ακριβείς λόγους αυτής της αντιπάθειας. Όμως, το έθιμο της φιλοξενίας, τόσον έντονο στην επαρχία, τον ανάγκασε να υποδεχθεί όσο καλύτερα μπορούσε αυτή την απροσδόκητη επισκέπτρια. Παρόλο που η βαρόνη δεν ήταν άσχημη, κανείς ποτέ δε δημιούργησε πιο δυσάρεστη εντύπωση στον κόμη. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, κάρφωσε πάνω του κεραυνοβόλο βλέμμα, αλλ' έπειτα χαμήλωσε τα μάτια και ζήτησε συγνώμη για την απρόσκλητη επίσκεψη, μιλώντας με -μάλλον προσποιητή- ταπεινοφροσύνη. 'Αρχισε θρηνητικά παράπονα για την άδικη κι ανεξήγητη συμπεριφορά που 'δειξεν απέναντί της ο πατέρας του κόμη σ' όλη του τη ζωή, που οφειλότανε στις συκοφαντίες και στο μίσος των εχθρών της. Παραπονέθηκε ότι -παρά τη μεγάλη αθλιότητα που 'χε ξεπέσει και που την έκανε να ντρέπεται- κείνος δεν της είχε δώσει ποτέ παραμικρή βοήθεια. Και πρόσθεσεν ότι τελικά, εξαιτίας κάποιου απρόοπτου γεγονότος, βρέθηκε με κάποια χρήματα που της επέτρεψαν να εγκαταλείψει τη πρωτεύουσα και ν' απομονωθεί στην επαρχία, σε μια απομακρυσμένη μικρή πόλη. Πηγαίνοντας εκεί, δε μπόρεσε ν' αντισταθεί στην επιθυμία να επισκεφθεί τον γιο ενός ανθρώπου που πάντα σεβότανε, παρά τ' άδικο μίσος που της έδειχνε και που του 'τανε πάντοτε αφοσιωμένη. Τελικά η βαρόνη του 'δωσε την εντύπωση πως εκφραζόταν με συγκινητική ειλικρίνεια κι ο κόμης αισθάνθηκε διπλά συγκινημένος όταν το βλέμμα του άφησε το δυσάρεστο πρόσωπο της γριάς και μετακινήθηκε για να θαυμάσει τη γλυκύτατη μαγευτική θηλυκή ύπαρξη που τη συνόδευε. Η βαρόνη σταμάτησε να μιλά, αλλ' ο κόμης δε φάνηκε να το αντιλήφθηκε, μένοντας έκθαμβος και σιωπηλός. Η βαρόνη τονε παρακάλεσε να τη συγχωρήσει γιατί, μες στη ταραχή της πρώτης της επίσκεψης, δεν του 'χε συστήσει τη κόρη της, την Αυρηλία.
Τότε μόνον ο κόμης ξαναβρήκε τη μιλιά του, κοκκινίζοντας μέχρι τ' αφτιά και με τη ταραχή ενός νεαρού ερωτευμένου παρακάλεσε τη βαρόνη να του επιτρέψει να επανορθώσει το μακροχρόνιο λάθος του πατέρα του, που φυσικά δεν ήτανε παρά ατυχής παρεξήγηση και τη παρακάλεσε να δεχτεί τη φιλοξενία του σ' ένα από τα διαμερίσματα του πύργου. Καλοπιάνοντας την ευγενικά, έπιασε το χέρι της βαρόνης και ξαφνικά ένα παγωμένο ρίγος του 'κοψε τη λαλιά και την ανάσα κι έφτασε μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Ένιωσε το χέρι του γαντζωμένο μες στα σφιγμένα δάχτυλα της γριάς, που 'στεκεν αμίλητη, παγωμένη κι ακίνητη και τα βαθουλωμένα, θολά της μάτια, η ψηλή, ξερακιανή σιλουέτα και τα φριχτά παράξενα ρούχα της, την έκαναν να μοιάζει μ' ένα ντυμένο πτώμα σ' αποσύνθεση.
-"Ω, Θεέ μου, τι λυπηρό ατύχημα, και μάλιστα σε μια τέτοια στιγμή"! φώναξεν η Αυρηλία ταραγμένη. Με φωνή συγκινητική και γλυκιά εξήγησε στον κόμη πως η μαμά της συχνά πάθαινε ξαφνικές νευρικές κρίσεις, που συνήθως περνούσανε γρήγορα και χωρίς καμιάν εξωτερική βοήθεια. Ο κόμης δυσκολεύτηκε να λευτερώσει το χέρι του απ' το σφιγμένο χέρι της βαρόνης, αλλά έντονη ευχαρίστηση ήρθε να ξαναζωντανέψει τις αισθήσεις του όταν τελικά πήρε το χέρι της Αυρηλίας και το φίλησε απαλά με τις άκρες των χειλιών του. Είχε φτάσει σχεδόν στην ώριμη ηλικία κι όμως ήταν η πρώτη φορά που αισθανόταν με τόσην ένταση, τόσο ξαφνικό και δυνατό πάθος. Του 'τανε πολύ δύσκολο να κρύψει αυτά του τα συναισθήματα κι η απλοϊκή ευγένεια που τον αντιμετώπιζε η Αυρηλία, τον μεθούσε με τις πιο γλυκές ελπίδες. Ύστερα από λίγα λεπτά η βαρόνη συνήλθε και, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, είπε στον κόμη πως ένιωθε μεγάλη τιμή για τη πρόσκληση του να μείνουνε για λίγο καιρό στον πύργο του και πως αυτό ακύρωνε όλες τις αδικίες του πατέρα του.
Έπειτα απ' όλ' αυτά, οι συνήθειες του κόμη αλλάξανε ξαφνικά. Πίστεψε ότι μια νέα ευνοϊκή τύχη είχεν οδηγήσει κοντά του τη μοναδική γυναίκα στον κόσμο που θα εξασφάλιζε την ευτυχία του και που θα γινόταν η τρυφερή κι αγαπημένη σύζυγος του. Τον καιρό που ακολούθησε, η συμπεριφορά της βαρόνης ήταν εξαιρετική. Μιλούσε λίγο, φαινότανε σοβαρή και μάλιστα αρκετά κλειστή στον εαυτό της, αλλά, με τη κάθε ευκαιρία, εκδήλωνε γλυκύτητα κι ανοιχτή καρδιά στις απλές κι αγνές χαρές. Ο κόμης συνήθισε αυτό το χλωμό ξερακιανό πρόσωπο, τη παράξενη σκελετωμένη φιγούρα της και τη παρουσία αυτής της γριάς γυναίκας που 'μοιαζε τόσο πολύ με φάντασμα. Όλ' αυτά τ' απέδιδε στην ασθενική κράση της βαρόνης και στη τάση της για μελαγχολικές ονειροπολήσεις, γιατί οι υπηρέτες του τον είχανε πληροφορήσει πως η βαρόνη συχνά έκανε νυχτερινούς περιπάτους στο πάρκο και στο κοιμητήρι.
Ντρεπότανε που 'χε παρασυρθεί τόσον εύκολα από τις προκαταλήψεις του πατέρα του και δεν είχαν αποτέλεσμα τα πιεστικά γράμματα που του απηύθυνε ο γερο-θείος του για να ξεπεράσει το πάθος που τον είχε κατακυριεύσει και να διακόψει τις σχέσεις που αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα, θα τον οδηγούσανε στη καταστροφή. Βέβαιος για την ειλικρινή αγάπη της Αυρηλίας, ζήτησε το χέρι της. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη χαρά της βαρόνης καθώς, βλέποντας τη τύχη της ν' αλλάζει και να τη λυτρώνει από τη περιφρόνηση, συναίνεσε σ' αυτή τη πρόταση γάμου. Σύντομα χάθηκε από το πρόσωπο της Αυρηλίας όχι μόνον η χλωμάδα, αλλά κι εκείνη η αδιόρατη μελαγχολική έκφραση που προδίδει ένα κρυμμένο πόνο. Γρήγορα φάνηκεν η ευτυχία του έρωτα να πλημμυρίζει τα μάτια και ν' απλώνεται στα μαγουλά της σα τη δροσιά των ρόδων.
Το πρωί της ημέρας που 'χεν οριστεί για το γάμο, ένα φριχτό ατύχημα ήρθε να ταράξει τις ελπίδες του κόμη. Είχανε βρει τη βαρόνη αναίσθητη, με το πρόσωπο στο χώμα, μες στο πάρκο κοντά στο κοιμητήρι. Τη μεταφέρανε στον πύργο την ίδια στιγμή που ο κόμης ξυπνούσε, μεθυσμένος από ευτυχία κι έριχνε το βλέμμα από το παράθυρο του δωματίου του. Στην αρχή νόμισε πως η βαρόνη είχεν ακόμα μια κρίση από τις συνηθισμένες, αλλά ό,τι κι αν δοκιμάσανε για να τη ξαναφέρουνε στη ζωή δεν είχε κανέν αποτέλεσμα. Ήταν νεκρή! 'Αναυδη από το ξαφνικό κι ειρωνικό χτύπημα της μοίρας τη μέρα του γάμου της, βαθιά απελπισμένη, η Αυρηλία παραδόθηκε όχι σε λυγμούς πόνου, αλλά σε κλείσιμο στον εαυτό της κι απομάκρυνση σιωπηλή, χωρίς δάκρυα. Ο κόμης ανήσυχος για τα επακόλουθα της όλης κατάστασης δε τόλμησε παρά μόνο πολύ διακριτικά να θίξει στην αγαπημένη του ότι, τώρα που 'ταν ορφανή και τελείως μόνη στον κόσμο, θα 'πρεπε παρά το θάνατο της μητέρας της να συντομεύσουνε τη στιγμή της γαμήλιας ένωσης τους. Η Αυρηλία ρίχτηκε στην αγκαλιά του κόμη κι ενώ ένας χείμαρρος από δάκρυα έτρεχε από τα μάτια της, φώναξε με διαπεραστική φωνή:
-"Ναι, ναι, στ' όνομα όλων των αγίων, μα τη πίστη μου, ναι"!
Ο κόμης απέδωσε αυτή τη ταραγμένη σκηνή, που φανέρωνε τη βαθιά αναστάτωση της Αυρηλίας, στη πίκρα της εγκατάλειψης, καθώς η κοπέλα συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε πια σπίτι και δεν ήξερε που να πάει, ενώ οι καλοί τρόποι της απαγόρευαν να μείνει περισσότερο στον πύργο. Ο κόμης βρήκε μιαν έμπιστη κι αξιοσέβαστη γριά κυρία, για να γίνει συνοδός της Αυρηλίας για τις εβδομάδες που απέμεναν μέχρι τη νέα ημερομηνία που ορίσανε για το γάμο, στη προσπάθεια να εξασφαλίσει πως αυτή τη φορά κανένα δυσάρεστο γεγονός δε θα εμπόδιζε τη τελετή. Και στο τέλος η ευτυχία έστεψε την ένωση του Ιππόλυτου και της Αυρηλίας. Κείνη τη περίοδο, η παράξενη κατάσταση της Αυρηλίας δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο, ήτανε συνεχώς αναστατωμένη, όχι από το θάνατο της μητέρας της, αλλά από μιαν απροσδιόριστη αγωνία που 'μοιαζε να τη κατατρώει.
Μια μέρα, πάνω στις πιο γλυκές ερωτικές στιγμές, πετάχτηκε ξάφνου πάνω, τρομοκρατημένη και θανάσιμα χλωμή, σφίγγοντας τον κόμη στην αγκαλιά της, λες κι ήθελε να ξορκίσει την κατάρα μιας αόρατης εχθρικής δύναμης κι αναφώνησε μέσα σε μια πλημμύρα δακρύων:
-"Όχι, ποτέ! Όχι"!
Όμως, λίγο καιρό μετά το γάμο τους, αυτή η παράξενη ένταση έμοιαζε να την εγκαταλείπει σιγά-σιγά. Ο κόμης ένιωθε πως ένα μοιραίο μυστικό επηρέαζε σοβαρά το νου και τη ψυχή της Αυρηλίας, αλλά μέχρι τότε δεν ήθελε να τη ρωτήσει για να μη τη ταράξει πιότερο. Μετά το γάμο τους, επιτέλους διακινδύνεψε με πολλή προσοχή κάποιους υπαινιγμούς γι' αυτή τη παράξενη και συνεχή πνευματική ταραχή που φαινόταν να τη βασανίζει. Η Αυρηλία δήλωσε πως ήταν αποφασισμένη ν' ανοίξει τη καρδιά της στον αγαπημένο της σύζυγο. Η έκπληξη του κόμη ήταν μεγάλη όταν έμαθε πως η Αυρηλία όφειλε αυτή την ανησυχία του νου και τη ταραχή στη ψυχή της, στις ατιμίες της μητέρας της!
-"Υπάρχει, άραγε, στον κόσμο", αναφώνησεν η Αυρηλία, "πράμα πιο τρομερό από το να καταλήξεις να μισείς και ν' απεχθάνεσαι την ίδια σου τη μάνα";
Τελικά, προφανώς, ο πατέρας κι ο γέρο-θείος του Ιππολύτου δεν είχανε παρασυρθεί από άδικες προκαταλήψεις: η βαρόνη είχεν εκμεταλλευτεί τον κόμη με μεγάλη υποκρισία, για το συμφέρον της. Κι ήτανε πλέον αναγκασμένος να δεχτεί ως ευτύχημα το γεγονός ότι αυτή η κακιά γυναίκα πέθανε τη προκαθορισμένη μέρα του γάμου τους. Ο Ιππόλυτος δεν έκρυψε από τη σύζυγο του αυτή του τη σκέψη. Τότε η Αυρηλία του αποκάλυψε πως είχε τρομερό προαίσθημα για όλ' αυτά κι ένιωθε έναν ακατανίκητο φριχτό φόβο πως η νεκρή γριά μια μέρα θα σηκωθεί από τον τάφο της για να τη πάρει από την αγκαλιά του εραστή της και να τη παρασύρει στη σκοτεινή άβυσσο.
Η Αυρηλία αφηγήθηκε στο σύζυγο της μια θολή ανάμνηση από τη παιδική της ηλικία. Μια μέρα, τη στιγμή ακριβώς που ξυπνούσε, ξέσπασε μεγάλη φασαρία στο σπίτι. 'Ακουσε ν' ανοίγουνε και να κλείνουν με θόρυβο οι πόρτες και ν' αντηχούν άγνωστες φωνές μαζί με κραυγές. Όταν τα πράγματα ησυχάσανε κάπως, η γκουβερνάντα της ήρθε να τη πάρει στην αγκαλιά της και να τη φέρει στη μεγάλη αίθουσα, που πολλοί άνθρωποι ήτανε συγκεντρωμένοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι που πάνω του κειτόταν εκείνος που 'παιζε πάντα μαζί της και της έδινε αμέτρητα δώρα: ο πατέρας της. 'Απλωσε τα μικρά της χέρια προς το μέρος του και θέλησε να τονε φιλήσει, αλλά βρήκε τα χείλια του -που κάποτε ήτανε τόσο ζεστά- κρύα σαν τον πάγο και τότε ξέσπασε σε λυγμούς. Η γκουβερνάντα τη μετέφερε βιαστικά σ' έν άγνωστο σπίτι. Εκεί έμεινε πολύ καιρό, ώσπου εμφανίστηκε μία κυρία που τη πήρε μαζί της μακριά με μιαν άμαξα... Ήταν η μάνα της και λίγο καιρό αργότερα επέστρεψαν μαζί στη πρωτεύουσα.
Η Αυρηλία ήτανε περίπου δεκάξι χρονών, όταν μια μέρα ένας άντρας ήρθε να δει τη βαρόνη κι εκείνη τον υποδέχτηκε με την οικειότητα που θα 'δειχνε σε παλιό φίλο. Οι επισκέψεις εκείνου του άντρα γίναν όλο και πιο συχνές και σύντομα αισθητή αλλαγή σημειώθηκε στον τρόπο ζωής της βαρόνης. Έπαψε ν' αρκείται στη ταπεινή σοφίτα, να ντύνεται με φτωχικά ρούχα και να τρέφεται λιτά, εγκαταστάθηκε σ' ένα ωραίο σπίτι στη καλύτερη συνοικία της πόλης, έρραψε ακριβά ρούχα και γέμιζε το τραπέζι της με ποτά κι εδέσματα που απολάμβανε με τον άγνωστο, που 'χε γίνει πλέον καθημερινός συνοδός της κι οι δυο τους ζούσαν έκλυτη ζωή στη πρωτεύουσα. Όμως αυτή η αλλαγή στη ζωή της μητέρας της, αυτή η άνεση που οφειλότανε σαφώς σε κείνο τον άγνωστο, δεν έφερε καμία αλλαγή στη ζωή της Αυρηλίας. Παρέμενε πάντα φτωχικά ντυμένη όπως και πριν, θλιμμένη κι απομονωμένη στο δωμάτιο της, ενώ η βαρόνη απολάμβανε μαζί με τον ξένο τις ηδονές της νέας της ζωής. Αυτός ο άντρας, αν και πλησίαζε τα σαράντα, είχε διατηρήσει τη φρεσκάδα της νεότητας, ήτανε ψηλός, καλοφτιαγμένος κι αρρενωπός. Παρολαυτά, καθόλου δεν αρέσανε στην Αυρηλία οι τρόποι του, που 'τανε πάντα αδέξιοι, χυδαίοι και φτηνοί, παρά τις προσπάθειες του ν' αποκτήσει στυλ κι αέρα ευγενούς.
Σιγά-σιγά, κείνος ο άντρας άρχισε να παρακολουθεί την Αυρηλία με βλέμμα που της προκαλούσε βαθύ φόβο, ενδόμυχη φρίκη που δε μπορούσε να εξηγήσει την ακριβή προέλευση της. Μέχρι τότε η βαρόνη δεν είχε πει στην Αυρηλία ούτε λέξη σχετικά με τον ξένο, όταν ξαφνικά μια μέρα της είπε το όνομα του, προσθέτοντας ότι ήτανε πολύ πλούσιος μακρινός συγγενής του βαρόνου. Επιδοκίμασε θερμά τη φυσιογνωμία του και τους τρόπους του και τελικά ρώτησε την Αυρηλία τί σκεφτότανε γι' αυτόν κι αν της άρεσε. Φυσικά, η Αυρηλία δεν έκρυψε διόλου τη βαθιά αντιπάθεια που 'τρεφε γι' αυτόν τον άνθρωπο κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα η μάνα της να τη κοιτάξει με βλέμμα που τη τρομοκράτησε κι έπειτα να της πει με πολύ περιφρονητικό ύφος πως δεν ήτανε παρά μια φτωχή ανόητη! Τελικά, όμως, η βαρόνη προσπάθησε να καλοπιάσει την Αυρηλία, της αγόρασε όμορφα φορέματα κι ακριβά κοσμήματα και την ώθησε να συμμετάσχει σ' όλες τις διασκεδάσεις της μεγάλης πόλης. Από την άλλη, ο άγνωστος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κερδίσει την εύνοια της, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να γίνεται ακόμη πιο αντιπαθητικός στα μάτια της.
Η σεμνότητα κι η ευαισθησία της Αυρηλίας θα δοκιμάζονταν ακόμη πιότερο από τις περιστάσεις. Μια θλιβερή τύχη την οδήγησε να γίνει ο κρυφός μάρτυρας των αμαρτωλών σχέσεων που η μάνα της διατηρούσε με τον αναιδή ξένο και μερικές μέρες αργότερα, ο αντιπαθητικός άντρας, σε ντελίριο πάνω στο μεθύσι του, τόλμησε να σφίξει και την ίδια στην αγκαλιά του μ' ένα τρόπο που δεν άφηνε καμιάν αμφιβολία για τις άθλιες προθέσεις του. Η απελπισία της έδωσε υπεράνθρωπη δύναμη κι έσπρωξε κείνο τον ελεεινό τόσο δυνατά, που τον έριξε κάτω στο πάτωμα κι ύστερα έτρεξε και κλειδώθηκε στο δωμάτιο της. Τότε ήτανε που η βαρόνη της μίλησε μ' ύφος ψυχρό κι αποφασισμένο, λέγοντας της ότι ο άγνωστος είχε αναλάβει την ευθύνη και τη συντήρηση τους, ότι αυτή δεν ήθελε με τίποτα να ξαναπέσει στη παλιά μιζέρια και κάθε αντίρρηση, κάθε αντίσταση ήταν άσκοπη. Η Αυρηλία έπρεπε να παραδοθεί απόλυτα στις ορέξεις αυτού του ανθρώπου, γιατί στην αντίθετη περίπτωση απειλούσε να τις εγκαταλείψει. Η κακιά μάνα, αντί να συγκινηθεί από τα δάκρυα της κόρης και να εισακούσει τις θρηνητικές παρακλήσεις της, βάλθηκε να της περιγράφει, γελώντας ξεδιάντροπα, τις μεθυστικές ηδονές που επρόκειτο να μυηθεί από τον ξένο κι όλ' αυτά της τα περιέγραφε με τέτοιαν ασυδοσία στην έκφραση της και με τέτοιαν έλλειψη συστολής, που η Αυρηλία ένιωσε πρωτόγνωρο πανικό να τη κατακλύζει.
Νιώθοντας χαμένη, δε βρήκε άλλη διέξοδο από την άμεση απόδραση. Έκλεψε το κλειδί του σπιτιού και μια νύχτα έφτιαξε ένα δέμα με λίγα απαραίτητα πράγματα και καθώς το ρολόι σήμαινε μεσάνυχτα, νομίζοντας ότι η μάνα της κοιμότανε βαθιά, διέσχισε το μισοφωτισμένο διάδρομο προς τη λευτεριά, όταν ξαφνικά άκουσε τη πόρτα ν' ανοίγει με πάταγο και κάποιον ν' ανεβαίνει τη σκάλα με βαριά βήματα. Η βαρόνη, ντυμένη με βρώμικο και σχισμένο μεσοφόρι, όρμησε στο χολ κι έπεσε στα γόνατα της Αυρηλίας. Το στήθος και τα μπράτσα της ήτανε γυμνά, τα γκρίζα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα. Σε λίγο μπήκε μέσα ο ξένος, οπλισμένος με μακρύ μπαστούνι, τη τράβηξε με λύσσα από τα μαλλιά, την έσυρε στο πάτωμα και τη χτύπησε βάρβαρα, φωνάζοντας με τραχιά φωνή:
-"Τώρα θα δεις, καταραμένη μάγισσα! Απαίσιο τέρας! Θα σου σερβίρω εγώ τώρα ένα γαμήλιο γεύμα αντάξιο σου!" Η βαρόνη άρχισε να ουρλιάζει κι η Αυρηλία όρμησε αμέσως στο δρόμο φωνάζοντας βοήθεια! Κείνη ακριβώς τη στιγμή, μια οπλισμένη περίπολος περνούσε απ' το δρόμο, οι στρατιώτες έτρεξαν και τελικά παραβίασαν την πόρτα του σπιτιού.
-"Συλλάβετέ τον αμέσως!» φώναξε η βαρόνη στους στρατιώτες, σπαράζοντας από λύσσα και πόνο. «Κλείστε τον μέσα! Κοιτάξτε τη πλάτη του. Είναι ο..." Η βαρόνη δεν πρόλαβε να προφέρει τ' όνομα κι ο άντρας που διοικούσε τη περίπολο είπε γεμάτος χαρά:
-"Ο ...! Ω! Σε κρατάμε, λοιπόν, επιτέλους!" Ταυτόχρονα οι άλλοι ακινητοποιούσανε τον άγνωστο και, παρά την απελπισμένη αντίσταση του, τονε πήραν μαζί τους.
Παρόλα όσα συνέβησαν, η βαρόνη είχε καταλάβει απόλυτα το σχέδιο της Αυρηλίας. Αρκέστηκε όμως να τη πάρει από το χέρι μ' ένα τρόπο αρκετά απότομο και να την οδηγήσει στο δωμάτιο της, όπου την έκλεισε χωρίς να της απευθύνει ούτ' ένα λόγο. Την επομένη, η βαρόνη βγήκε πολύ πρωί και δεν επέστρεψε παρά πολύ αργά το βράδυ, έτσι ώστε η Αυρηλία, φυλακισμένη μες στο δωμάτιο της, χωρίς ν' ακούσει ή να δει κανέναν, υποχρεώθηκε να περάσει όλη τη μέρα χωρίς τροφή. Πολλές μέρες πέρασαν με την ίδια περίπου συμπεριφορά της βαρόνης. Συχνά κοίταζε τη κόρη της με βλέμμα που 'λαμπε από θυμό κι ύστερα φαινόταν να περνά εσωτερική πάλη και ν' αναρωτιέται τί έπρεπε να κάνει. Επιτέλους, ένα βράδυ έλαβε ένα γράμμα που φάνηκε να της προκαλεί κάποια χαρά. Αφού το διάβασε, είπε στην Αυρηλία:
-"Ανόητο πλάσμα! Σύ είσαι η αιτία για όλα. Αλλά τελικά το κακό διορθώθηκε κι εύχομαι να ξεφύγεις από τη τρομερή κατάρα που ξεστομίστηκε για τιμωρία σου απ' το πνεύμα του κακού". Ύστερα απ' αυτό, έγινε πιο ευχάριστη. Η Αυρηλία, μακριά πια από τον άθλιο άνθρωπο που φοβότανε, δε σκεφτότανε πλέον να φύγει κι η μητέρα της της παραχώρησε κάποιαν ελευθερία.
Λίγος καιρός είχε περάσει, όταν μια μέρα η Αυρηλία, ενώ ήταν μόνη, καθισμένη στο δωμάτιο της, άκουσε μεγάλη φασαρία να 'ρχεται από το δρόμο. Η καμαριέρα έσπευσε να την ενημερώσει ότι θα 'βλεπε να περνά ο γιος του δήμιου, σημαδεμένος για το έγκλημα της κλοπής και δολοφονίας, που 'χε ξεφύγει από τους φρουρούς του ενώ τον μεταφέρανε στη φυλακή. Η Αυρηλία σηκώθηκε παραπατώντας, έχοντας ένα προαίσθημα και πλησίασε στο παράθυρο: δεν είχε γελαστεί, αναγνώρισε τον άγνωστο που τον ξαναφέρνανε στη φυλακή για να εκτίσει τη ποινή του. Ήταν αλυσοδεμένος σ' ένα κάρο και με ισχυρή συνοδεία. Αλλά ξανάπεσε στη πολυθρόνα της, μισολιπόθυμη, όταν αυτό το άτιμο πρόσωπο έριξε πάνω της, περνώντας, έν αυστηρό βλέμμα κι ύψωσεν απειλητικά προς το παράθυρο τη σφιγμένη γροθιά του.
Η βαρόνη συνέχισε ν' απουσιάζει αρκετά συχνά κι άφηνε πάντα την Αυρηλία μόνη στο σπίτι. Έτσι αυτή ζούσε μια ζωή θλιβερή και πονεμένη, νιώθοντας αμέτρητες ανησυχίες, προαισθανόμενη κάποιο τραγικό γεγονός που 'ταν αδύνατο ν' αποφευχθεί. Η καμαριέρα, που 'χε προσληφθεί στο σπίτι μετά τη μοιραία νύχτα και που, χωρίς αμφιβολία, δεν ήξερε παρ' από φήμες τις στενές σχέσεις της μάνας της με τον άγνωστο διηγήθηκε στην Αυρηλία, ότι σ' όλη τη πόλη λυπόνταν ειλικρινά τη βαρόνη που 'χε προσβληθεί με τέτοιον ανάξιο τρόπο από 'να τέτοιο κάθαρμα. Η ίδια η Αυρηλία ήξερε πολύ καλά ότι τα πράγματα είχανε συμβεί διαφορετικά. Δε μπορούσε, εξάλλου, να παραδεχτεί πως οι στρατιώτες που τονε συλλάβανε δεν είχανε καταλάβει τίποτε για τις σχέσεις που διατηρούσε ο γιος του δήμιου με τη βαρόνη, αφού τον είχε αποκαλέσει με το πραγματικό του όνομα και τους είχε φανερώσει το μυστικό σημάδι του εγκλήματος του, που αποδείκνυε τη πραγματική του ταυτότητα. Δεν ήτανε λοιπόν παράξενο που η καμαριέρα μερικές φορές υπαινισσόταν, με τρόπο καλυμμένο, τις διφορούμενες φήμες που κυκλοφορούσανε γι' αυτό το θέμα. Διαδιδόταν, μάλιστα, ότι το κακουργιοδικείο είχε ξεκινήσει σοβαρή έρευνα κι ότι η βαρόνη κινδύνευε με φυλάκιση ύστερα από κάποιες περίεργες αποκαλύψεις αυτού του αθλίου. Εξάλλου, η φτωχή Αυρηλία είχε μιαν ακόμη απόδειξη των διεφθαρμένων αισθημάτων της μάνας της από το γεγονός ότι επέμενε να διαμένει στη πρωτεύουσα ύστερα απ' αυτό το φοβερό σκάνδαλο.
Όμως τελικά, η βαρόνη, κάτω από τη πίεση των πιο προσβλητικών υποψιών, αποφάσισε να φύγει μακριά. Ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού έφτασε στον πύργο του κόμη, με τα όσα συνέβησαν. Η Αυρηλία θα μπορούσε να νιώσει ευτυχισμένη που επιτέλους είχεν απελευθερωθεί από τόσους φόβους κι αγωνίες, αλλά, ποιά ανυπέρβλητη φρίκη, αλίμονο, αισθάνθηκε, όταν μιλώντας στη μάνα της για την αγάπη της, για την ελπίδα της, για το γλυκό της όνειρο για το μέλλον, την άκουσε να της φωνάζει οργισμένη και με μάτια φλογισμένα από λύσσα:
-«Γεννήθηκες για τη δυστυχία μου, αποκρουστικό και καταραμένο πλάσμα! Αλλά ακόμη και μες στη καρδιά της χιμαιρικής ευτυχίας σου, η εκδίκηση της κόλασης θα σε βρει, αν ένας απρόοπτος θάνατος με πάρει από τη γη. Σ' αυτές τις φριχτές κρίσεις, που μου μείναν από τη γέννηση σου, ο ίδιος ο Σατανάς...»
Σ' αυτό το σημείο η Αυρηλία σταμάτησε, ρίχτηκε στο λαιμό του Ιππόλυτου και τον εξόρκισε να την απαλλάξει από το να επαναλάβει όλα τα λόγια που η παραφροσύνη είχεν εμπνεύσει στη βαρόνη, γιατί η ψυχή της σπάραζε στην ανάμνηση της φοβερής κατάρας που 'χε προφέρει η μάνα της μες στο παραλήρημά της, που η ωμότητά της ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Ο κόμης προσπάθησε, όσο μπορούσε, να παρηγορήσει τη σύζυγο του, παρόλο που κι ο ίδιος αισθάνθηκε μέσα του ένα σύγκρυο τρόμου. Όταν ηρέμησε κάπως, αναγνώρισε πως, αν κι η βαρόνη είχε πεθάνει, το φοβερό παρελθόν της έριχνε μαύρη σκιά πάνω στη ζωή του, που ο ίδιος είχε φανταστεί τόσο φωτεινή.
Λίγο καιρόν αργότερα, σοβαρή αλλαγή εκδηλώθηκε στη κατάσταση της Αυρηλίας. Τα σβησμένα μάτια, η χλωμάδα της, έμοιαζαν συμπτώματα αρρώστιας, ενώ το ταραγμένο μυαλό κι η αστάθεια της, ανακατεμένη μ' ανησυχία, άφηναν να υποθέσει κανείς ένα καινούργιο μυστικό. Απόφευγε ακόμα και τη παρουσία του συζύγου της, προτιμώντας να κλείνεται στο δωμάτιο της ώρες ολάκερες. 'Αλλοτε, πάλι, προτιμούσε τη μοναξιά στα πιο απομακρυσμένα μέρη του πάρκου. Στην επιστροφή της, τα κοκκινισμένα μάτια, η παραμόρφωση των χαρακτηριστικών της μαρτυρούσανε πως είχε παλέψει ενάντια σε φοβερές αγωνίες. Μάταια αναζήτησεν ο κόμης τη πραγματική αιτία αυτής της θλιβερής διαταραχής της συμπεριφοράς της. Τελικά έπεσε σε κατάθλιψη, από την οποία τον έβγαλαν οι υποθέσεις κάποιου διάσημου γιατρού, που κάλεσεν ο ίδιος. Ο γιατρός απέδωσε στο γάμο της κόμισσας αυτή την υπερβολική ευαισθησία και τ' απειλητικά οράματα που τη καταδίωκαν, υποστηρίζοντας ότι σύντομα θα μπορούσαν να περιμένουν ένα τρυφερό καρπό από την ευτυχή ένωση τους. Μια μέρα, μάλιστα, ενώ βρισκότανε στο τραπέζι με τον κόμη και τη κόμισσα, έκανε αρκετούς υπαινιγμούς για την υποτιθέμενη εγκυμοσύνη της Αυρηλίας. Εκείνη δε φαινόταν να δίνει τη παραμικρή προσοχή στα λόγια του γιατρού, αλλά έδειξε ξαφνικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όταν ο γιατρός άρχισε να μιλά για τις εκπληκτικές επιθυμίες που αισθάνονται συχνά οι γυναίκες σ' αυτή τη κατάσταση και που 'ναι αδύνατο ν' αντισταθούνε χωρίς να προκαλέσουνε κακό στο παιδί τους ή ακόμη και στην ίδια την υγεία τους. Η κόμισσα έκανε στο γιατρό ένα σωρό ερωτήσεις κι αυτός αφέθηκε στην αφήγηση, βασισμένος σε μακρόχρονη εμπειρία, των πιο παράδοξων και κωμικών περιστατικών τέτοιου είδους.
-"Όμως, είπε, ξέρουμε παραδείγματα επιθυμιών πολύ πιο απαράδεκτων, που προκάλεσανε σε μερικές γυναίκες πράξεις από τις πιο ωμές. Έτσι, η γυναίκα ενός σιδηρουργού αισθάνθηκε τόσον έντονη την επιθυμία να φάει τη σάρκα του συζύγου της, ώστε δεν ησύχασε παρά τη μέρα που αυτός είχε γυρίσει μεθυσμένος στο σπίτι και ρίχτηκε πάνω του ξαφνικά, οπλισμένη μ' ένα μεγάλο μαχαίρι και τονε ξέσχισε τόσον άγρια που κείνος παρέδωσε το πνεύμα σε λίγες ώρες".
Μόλις ο γιατρός πρόφερε τα λόγια η κόμισσα έπεσε λιπόθυμη στη πολυθρόνα, σε μια κρίση τόσο βίαιη, που φοβηθήκανε για τη ζωή της. Ο γιατρός παραδέχτηκε πως είχεν ενεργήσει τελείως επιπόλαια, αφηγούμενος τέτοια φοβερή ιστορία μπρος σε μια γυναίκα με νεύρα τόσον ευαίσθητα. Όμως, αυτή η κρίση έμοιαζε να 'χει σωτήριο αποτέλεσμα για την υγεία της Αυρηλίας, γιατί ξαναβρήκε κάπως την ηρεμία της. Σύντομα όμως, αλίμονο, οι συνεχείς παραξενιές της συμπεριφοράς της, η υπερβολική κι όλο πιο έντονη χλωμάδα της, καθώς και τα σκοτεινά βλέμματα της, έγιναν και πάλι αιτία ανησυχίας για τον κόμη. Το πιο ανεξήγητο γεγονός στη κατάσταση της κόμισσας ήταν η απόλυτη αποχή της από κάθε είδους φαγητό. Ακόμη πιότερο έδειχνε για κάθε είδος τροφής και κύρια για το κρέας ακατανίκητη απέχθεια, ώστε να σηκώνεται συχνά απ' το τραπέζι δείχνοντας πιο έντονα σημάδια φρίκης κι αηδίας. Οι προσπάθειες του γιατρού αποτύχανε, γιατί ούτε οι πιο τρυφερές και πιο πιεστικές παρακλήσεις του Ιππολύτου δε πείσανε τη κόμισσα να πάρει έστω και μια σταγόνα από τα φάρμακα που διέταξε.
Αλλά όταν περάσανε βδομάδες, ακόμη και μήνες, χωρίς η κόμισσα να φάει το παραμικρό, σε σημείο που να μοιάζει ακατανόητο πως μπορούσε να ζει έτσι, ο γιατρός υπέθεσε πως υπήρχε κάποιο μυστήριο, που μπρος του η απλή επιστήμη σήκωνε τα χέρια ψηλά κι εγκατέλειψε τον πύργο με το πρώτο πρόσχημα που βρήκε. Ο κόμης δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει πως η αναχώρηση του γιατρού δεν είχε άλλο λόγο από τη πολύ ανησυχητική κατάσταση της γυναίκας του και πως αυτή η αρρώστια ξεπερνούσε κάθε γνώση της επιστήμης. Ο γιατρός είχε φύγει για να μη μένει άλλο ανήμπορος θεατής μπροστά σ' ένα ανεξήγητο κακό που ήταν ανίκανος ν' αντιμετωπίσει.
Μπορούμε να φανταστούμε την αγωνία που αισθανόταν ο κόμης. Αλλά δεν έφτανε μόνον αυτό. Την ίδια εποχή, ένας γέρος και πιστός υπηρέτης του, σε μια στιγμή που μπόρεσε να του μιλήσει ιδιαίτερα, τονε πληροφόρησε πως η κόμισσα έφευγε κάθε βράδυ από τον πύργο και γυρνούσε ξημερώματα. Ο κόμης πάγωσε από τρόμο ακούγοντας αυτό το νέο. Θυμήθηκε ότι πράγματι, εδώ και λίγο καιρό, τα μεσάνυχτα, έπεφτε σε βαθύ ύπνο και το απέδωσε σε κάποιο ναρκωτικό που ίσως του 'δινε η Αυρηλία για να μπορεί να εγκαταλείπει ανενόχλητη τη κρεβατοκάμαρα που μοιραζόταν μαζί του, αντίθετα από τη συνήθεια των ανθρώπων της τάξης τους. Τα πιο σκοτεινά προαισθήματα τονε κυριεύσανε. Θυμήθηκε το διαβολικό χαρακτήρα της μάνας της, που άρχιζε ίσως να εμφανίζεται και στη κόρη. Αναλογίστηκε τις ένοχες σχέσεις, τη μοιχεία, τέλος τον καταραμένο γιο του δήμιου. Η επομένη νύχτα θα του αποκάλυπτε το μοιραίο μυστήριο που μόνον αυτό μπορούσε να προκαλεί τη παράξενη διαταραχή της κόμισσας.
Είχε τη συνήθεια να ετοιμάζει η ίδια κάθε βράδυ το τσάι του συζύγου της και ν' αποσύρεται μετά. Κείνη τη νύχτα ο κόμης απέφυγε να το πιει κι ενώ διάβαζε στο κρεβάτι, όπως συνήθιζε, δεν αισθάνθηκε, όταν ήρθανε τα μεσάνυχτα, το λήθαργο που τον έπιανε συνήθως αυτή την ώρα. Ωστόσο, άφησε το κεφάλι να πέσει στο μαξιλάρι και σύντομα προσποιήθηκε ότι κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η κόμισσα γλύστρησε ήσυχα από το κρεβάτι της, πλησίασε το κρεβάτι του κι αφού πέρασε φως μπρος από το πρόσωπό του, βγήκε με προσοχή από το δωμάτιο. Η καρδιά του χτυπούσε βίαια. Σηκώθηκε, έρριξε το παλτό στους ώμους κι ακολούθησε τα βήματα της γυναίκας του, που ήδη είχεν απομακρυνθεί αρκετά. Αλλ' η πανσέληνος έλαμπε και μπορούσεν εύκολα να διακρίνει από μακριά την Αυρηλία, τυλιγμένη σε μια λευκή ρόμπα. Διέσχισε το πάρκο, κατευθύνθηκε προς το κοιμητήρι κι εξαφανίστηκε πίσω από τον τοίχο που το περιέβαλε. Ο κόμης έτρεξε προς τα κει και πέρασε τη πόρτα του νεκροταφείου που τη βρήκε ανοιχτή. Μπρος του, λίγα βήματα πιο πέρα, είδε τότε, κάτω από τις αχτίδες του φεγγαριού, ένα φρικιαστικό κύκλο φαντασμάτων: μισόγυμνες γερασμένες γυναίκες, ξεμαλλιασμένες, είχανε γονατίσει γύρω από το πτώμα ενός άντρα και τραβολογούσανε κομμάτια σάρκας για να τα καταβροχθίσουν με βουλιμία λύκαινας. Κι η Αυρηλία ήταν ανάμεσα τους!
Ο κόμης όρμησε να ξεφύγει ανάμεσα στις αλέες. Ένιωθε μια φρίκη ανείπωτη. Παγωμένος από θανάσιμη ανατριχίλα, νόμιζε ότι τον ακολουθούσαν οι δαίμονες της κόλασης. Ξημερώματα ξαναβρέθηκε, πνιγμένος στον ιδρώτα, στην είσοδο του πύργου. Μηχανικά, ανίκανος να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί, όρμησε στη σκάλα, διέσχισε τα διαμερίσματα και χίμηξε στη κρεβατοκάμαρα. Εκεί, βρήκε τη κόμισσα που 'μοιαζε βυθισμένη σ' έναν ήρεμο και γλυκόν ύπνο. Δοκίμασε να πείσει τον εαυτό του πως ήτανε θύμα εφιάλτη, αλλά όταν αναγνώρισε στο βρεγμένο από τη πρωινή δροσιά παλτό του, τη πραγματικότητα της βραδινής του περιπέτειας, θέλησε να πιστέψει ότι μια παραίσθηση, ένα φανταστικό όραμα του 'χε δημιουργήσει αυτή τη θανάσιμη φρίκη. Εγκατέλειψε το δωμάτιο χωρίς να περιμένει τη κόμισσα να ξυπνήσει, ντύθηκε κι έφυγε καβάλα στ' άλογο. Αυτός ο περίπατος με τ' άλογο, έν ωραίο πρωινό, ανάμεσα στην ανθισμένη φύση και τα χαρούμενα τραγούδια των πουλιών, διάλυσε τις φριχτές εικόνες της νύχτας.
Έχοντας ξεθαρρέψει κι ηρεμήσει, γύρισε στον πύργο. Αλλά όταν κάθισε με τη κόμισσα στο τραπέζι, σερβιρίσανε κρέας κι η Αυρηλία σηκώθηκε μ' όλα τα σημάδια μιας ακατανίκητης αποστροφής, ο κόμης είδε να ξανάρχεται στο μυαλό του, μ' όλα τα χρώματα της αλήθειας, το φριχτό θέαμα της νύχτας. Γεμάτος οργή, σηκώθηκε και φώναξε με τρομερή φωνή:
-«Καταραμένο πλάσμα της κόλασης! Καταλαβαίνω την αποστροφή σου για τη τροφή των ανθρώπων. Μες από τους τάφους, εκτρωματική γυναίκα, παίρνεις τα γεύματα σου»!
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει ακόμη αυτά τα λόγια, όταν η Αυρηλία, μ' ένα τρομαχτικό ουρλιαχτό, όρμησε πάνω του και με τη λύσσα μιας ύαινας, τονε δάγκωσε στο στήθος. Ο κόμης πέταξε κατάχαμα τη μανιακή, που παρέδωσε αμέσως το πνεύμα μέσα σε φριχτούς σπασμούς...
Ο ίδιος βυθίστηκε στη τρέλα...
------------------------------------------------------------------------------------------
Ernst Theodor Wilhelm (Amadeus) Hoffmann
"Ύαινες" (1814)