Αν σα πεθÜνω, θελÞσετε να γρÜψετε τη βιογραφßα μου, τßποτα πιο απλü.
Δεν Ýχει παρÜ δυο ημερομηνßες -τη γÝννηση και το θÜνατü μου.
ΑνÜμεσα στη μια και την Üλλη, üλες οι μÝρες εßναι δικÝς μου.
"ΑλμπÝρτο ΚαÝιρο"
Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε στη Λισαβüνα, 13 Ιουνßου 1888. ΠατÝρας του ο Zοακßμ ντε ΣεÜμπρα Πεσσüα, υπÜλληλος και κριτικüς μουσικÞς, με εβραúκÝς καταβολÝς και μητÝρα του η Μαρßα ΜανταλÝνα ΠινιÝιρο ΝογκÝιρα, απü γνωστÞ οικογÝνεια των Αζορþν. ¸χασε τον πατÝρα του απü φθßση üταν Þταν ακüμη νÝος. Η μητÝρα του παντρεýτηκε κατüπιν τον ΠορτογÜλο ταγματÜρχη ΖοÜο ΜιγκÝλ Ρüσα πρüξενο στο Durban στη Ν. ΑφρικÞ, που η οικογÝνεια διÝμενε απü το 1896.
Πρþτο ποßημα αφιερωμενο στη μητÝρα του. Στη διÜρκεια κεßνων των χρüνων απÝκτησε Üνεση στη χρÞση των αγγλικþν κι Ýδειξεν αγÜπη για συγγραφεßς üπως William Shakespare και John Milton . Οι πρþτες του ποιητικÝς συλλογÝς εßναι γραμμÝνες αγγλικÜ.
¸φηβος λßγο πριν αφÞσει το ΝτÝρμπαν
Αφοý ολοκλÞρωσε την εκπαßδευσÞ του στο Cape Town, επÝστρεψε στη Λισαβþνα σ' ηλικßα 17 ετþν για να συνεχßσει τις σπουδÝς του στο ΠανεπιστÞμιο και δε την εγκατÝλειψε ποτÝ ξανÜ. ¼ταν μια φοιτητικÞ αποχÞ διÝκοψε τα μαθÞματα, τις παρÜτησε κι εργÜστηκεν ανταποκριτÞς επιχειρÞσεων. ΜετÜ δοýλεψε μεταφραστÞς εμπορικþν κειμÝνων κι Ýγραψε σε πρωτοποριακÝς επιθεωρÞσεις, κυρßως στην Orpheu, που υπÞρξεν εστßα για νÝες αισθητικÝς απüψεις. Τα Üρθρα του για το κßνημα saudosismo (νοσταλγßα), προκÜλεσαν αντιδρÜσεις εξαιτßας των πρωτοποριακþν τους üρων.
Βραβεßο της Βασßλισσας Βικτþριας καλýτερης
Ýκθεσης για εισαγωγικÝς στο ΠανεπιστÞμιο
Το 1907 εγκαταλεßπει το ΠανεπιστÞμιο για ν'ανοßξει τυπογραφεßο. Πρþτη αποτυχßα στη ζωÞ. ΕργÜζεται ως συντÜκτης-μεταφραστÞς εμπορικÞς αλληλογραφßας. ¸τσι θα εξασφαλßσει εφεξÞς στοιχειþδες εισüδημα, αφοý αποτυγχÜνουν κÜποιες δειλÝς προσπα8ειÝς του για ακαδημαúκÞ καριÝρα. Ζει αρχικÜ μαζß με μια γεροντοκüρη θεßα και μια τρελÞ γιαγιÜ, Ýπειτα μ' Üλλη θεßα, στη συνÝχεια για Ýνα διÜστημα με τη μητÝρα, χÞρα δεýτερη φορÜ. Τον υπüλοιπο καιρü üπου λÜχει. Μοναχικüς πüτης, συχνÜζει σε καφενεßα και ταβÝρνες.
Πρωτοδημοσιεýει κεßμενÜ του το 1912 στο περιοδικü Aguia, üργανο της πορτογαλικÞς αναγÝννησης: σειρÜ Üρθρων για τη ποßηση της χþρας του. ΣυνδÝεται με τον ποιητÞ ΜÜριο Ντε Σα ΚαρνÝιρο. Διαποτßζεται απü συμβολισμü και φουτουρισμü.Το 1915 συμμετÝχει μαζι με τους Σα-ΚαρνÝιρο, ΖοζÝ ντε ΑλμÜδα ΝεγκρÝιρος, Λουßς ντε Μονταλβüρ κ.Ü στην ßδρυση της επιθεþρησης Orpheu, που ταρÜζει τα λιμνÜζοντα ýδατα της πορτογαλικÞς λογοτεχνßας. Θα κυκλοφορÞσουν μüνο δυο τεýχη, üπου δημοσιεýονται: «Ο ναυτικüς», «ΘριαμβικÞ ωδÞ», «ΠλÜγια βροχÞ», «ΘαλασσινÞ ωδÞ».
Το 1916 το ρßχνει στον αποκρυφισμü, σχεδιÜζει να γßνει αστρολüγος. Ερωτεýεται Þ Ýτσι θÝλει να πιστεýει, μια 19Üχρονη υπÜλληλο. Η σχÝση τους θα 'ναι πλατωνικÞ, σýντομη και τελευταßα. Η Ýκδοση του ΟρφÝα τερματßζεται σýντομα μες σε γενικÞ αποδοκιμασßα.
ΔιαδραμÜτισε μεγÜλο ρüλο στην εξÝλιξη του κινÞματος μοντερνισμοý στη χþρα του κι Þταν ο σπουδαιüτερος εκπρüσωπüς της μοντερνιστικÞς ομÜδας Orpheu. Το 1ο βιβλßο του, "Αντßνοος" (Antinous), εκδüθηκε το 1918 κι ακολοýθησαν 2 Üλλες ποιητικÝς συλλογÝς, üλα στ' αγγλικÜ. Το 1ο του βιβλßο στα πορτογαλικÜ με τßτλο "Mensagem" εκδüθηκε το 1933, χωρßς να τραβÞξει τη προσοχÞ.
Το 1920 συναντÜ την ΟφÝλια. ΑνταλλαγÞ των πρþτων ερωτικþν επιστολþν. ΕπιστροφÞ της μητÝρας του με την υπüλοιπη οικογÝνεια στη Λισαβüνα μετÜ το θÜνατο του συζàγου της. Πηγαßνει να μεßνει μαζß τους. ΣοβαρÞ κρßση κατÜθλιψης. Χωρßζει με την ΟφÝλια.
Την οριστικÞ του προσχþρηση στον κüσμο των μυστηρßων και της ποßησης δε διστÜζει να αναγγεßλει κι ο Üνθρωπος Πεσσüα, καθþς απευθýνει τον τελευταßο χαιρετισμü στην αρραβωνιαστικιÜ του ΟφÝλια -μοναδικü Ýρωτα της ζωÞς του- με τον οποßο δηλþνει το τÝλος της σχÝσης τους:
"Το πεπρωμÝνο μου ορßζεται απü Ýνα νüμο που εσεßς αγνοεßτε ακüμη και την ýπαρξη του κι υπακοýει üλο και πιο πολý σε ΔασκÜλους που δε συναινοýν οýτε και συγχωροýν".
Η ΟφÝλια üταν την ερωτεýτηκε ο Πεσσüα
Το 1922 θα συνεργαστεß με το λογοτεχνικü περιοδικü Contemporanea. Εßναι περßοδος εκκüλαψης εθνικιστικþν και φιλομοναρχικþν τÜσεþν του. 2 ακüμα νÝα περιοδικÜ, το Atena (1924) και το Presenca (1927), θα του δþσουνε γÝφυρα επικοινωνßας με τις νεüτερες γενιÝς. ΑναλαμβÜνει την υπερÜσπιση δυο ομοορυλüφιλων ποιητþν εκ των οποßων ο Ýνας εßναι ο Αντüνιο Μπüτο. Θα ακολουθÞσει δημüσια διÝνεξη στην οποßα θα λÜβει μÝρος κι ο ΚÜμπος. Δημοσιεýεται στο περιοδικü Contemporânea Ο αναρχικüς τραπεζßτης.
Ο Πεσσüα αρχßζει να περικυκλþνει τον εαυτü του. ΑγγλομανÞς, παθολογικÜ ντροπαλüς και ταυτüχρονα αλαζþν, ντυμÝνος πÜντα στα σκοýρα, κοσμοπολßτης κι εθνικιστÞς, μυωπικüς κι οραματιστÞς, αιρετικüς και διÜφανος σα σκιÜ, αποκρυφιστÞς και παγανιστÞς.
Ο üγκος του Ýργου του εκδüθηκε σε λογοτεχνικÜ περιοδικÜ, -κυρßως στο δικü του, το Atena. Με τ' üνομα Pessoa Ýγραψε ποιÞματα που χαρακτηρßζονται απü γλωσσικÝς καινοτομßες, παρüλο που χρησιμοποßησε παραδοσιακÜ μÝτρα και ρυθμοýς. ΚατÜ τη διÜρκεια της συγγραφικÞς του σταδιοδρομßας, Þταν Üσημος και δημοσßευσε ελÜχιστο απü τον τερÜστιο üγκο του Ýργου του. Η ποιητικÞ τεχνικÞ που χÜρη της Ýγινεν ιδιαßτερα γνωστüς, εßναι η χρÞση των ετερωνýμων Þ εναλλακτικþν λογοτεχνικþν προσþπων, που «υπÝγραψαν» πολλÜ απü τα βιβλßα του. ΥιοθÝτησε τη χρÞση ετερωνýμων, κυριολεκτικÜ alter egos, που υποστÞριζαν Þ ασκοýσαν κριτικÞ ο Ýνας στα κεßμενα του Üλλου.
ΠορτρÝτο του 1914
¼ταν πÝθανε, Üφησε Ýνα μπαοýλο που περιεßχε περßπου 27.500 (!) χειρüγραφα -τερÜστια συλλογÞ απü ποιÞματα, αποσπÜσματα, γρÜμματα κι εφημερßδες. ΑυτÜ τα κομμÜτια αποδßδονταν σε μια σειρÜ απü συγγραφεßς -Bernardo Soares, Alberto Caeiro, Ricardo Reis & Alvaro de Campos ανÜμεσα σ' Üλλα- καθþς εßχε δημιουργÞσει Ýναν αριθμü απü υποθετικοýς χαρακτÞρες κατÜ τη διÜρκεια της λογοτεχνικÞς του καρριÝρας. ΜÝχρι σÞμερα οι μελετητÝς του Ýργου του Ýχουν ανακαλýψει 72(!) διαφορετικÝς προσωπικüτητες που υπογρÜφουνε γραπτÜ του.
To μπαοýλο με τα γραπτÜ του που βρÝθηκε μετÜ το θÜνατü
του μπρος απü τη περßφημη βιβλιοθÞκη του
"ΑγγλομανÞς, μýωψ, ευγενÞς, αλλοπαρμÝνος, μαυροντυμÝνος, απüμακρος κι οικεßος, κοσμοπολßτης που κηρýσσει τον εθνικισμü, επßσημος ερευνητÞς των ασÞμαντων πραγμÜτων, Üνθρωπος με χιοýμορ που δε χαμογελÜ ποτÝ και που μας παγþνει το αßμα, εφευρÝτης Üλλων ποιητþν και εξολοθρευτÞς του εαυτοý του, συγγραφÝας ενüς παρÜδοξου λüγου καθαροý σα το νερü και σα κι αυτü απýθμενου: προσποßηση σημαßνει αυτογνωσßα. Μυστηριþδης σαν το φεγγÜρι το καταμεσÞμερο, σιωπηλü φÜντασμα του πορτογαλικοý μεσημεριοý. Ποιος εßναι Üραγε ο Πεσσüα";
ΟκτÜβιο Πας
(Octávio Paz: "El desconocido de sí mismo", Πρüλογος στο Fernando Pessoa-Antologia, Universidade Nacional Autónoma de México, Μεξικü, 1972)
Ο Campos, μηχανικüς, αντιπροσωπεýει την Ýκσταση της εμπειρßας και γρÜφει σ' ελεýθερο στßχο. Ο Reis εßναι γιατρüς μ' επικοýρεια φιλοσοφßα και κλασσικÞν εκπαßδευση, γρÜφει σε μÝτρα και ρυθμοýς που θυμßζουνε το Λατßνο ποιητÞ ΟρÜτιο. Ο Caeiro, βοσκüς, εßναι ενÜντια σε κÜθε συναισθηματισμü και γρÜφει κι αυτüς σ' ελεýθερο στßχο. ΚÜθε πρüσωπο Ýχει ιδιαßτερη φιλοσοφßα ζωÞς που κÜποτε Ýγραφε και λογοτεχνικÝς συζητÞσεις ανÜμεσÜ τους. ΧρειÜστηκαν 10ετßες για να μπορÝσει üλη αυτÞ η παραγωγÞ να συγκεντρωθεß και να μελετηθεß ως Ýργο του Πεσσüα κι ακüμα δεν Ýχει ολοκληρωθεß πλÞρως αυτÞ η διαδικασßα. "ΖωÞ εßναι να 'σαι Üλλος".
Αν και περισσüτερο γνωστüς ως ποιητÞς, Ýγραψεν επßσης και σýντομα κεßμενα, κÜποια απ' αυτÜ Þτανε προσχÝδια Þ ημιτελÞ. "Το Βιβλßο Της Ανησυχßας" (Livro do Dessossogego), γραμμÝνο με τ' üνομα του Soares, εμφανßστηκε πρþτη φορÜ το 1982, 50 περßπου χρüνια μετÜ το θÜνατü του. Ο πρωταγωνιστÞς του βασανßζεται απü την απουσßα νοÞματος στη ζωÞ. Η ποßησÞ του Üρχισε να κερδßζει κοινü απü το 1940 στη Πορτογαλßα κι αργüτερα στη Βραζιλßα. ΑρκετÝς απü τις συλλογÝς του εκδüθηκαν μετÜ το θÜνατü του και μεταφρÜστηκαν στα ΙσπανικÜ, ΓερμανικÜ, ΣουηδικÜ, ΦινλανδικÜ κι Üλλες γλþσσες.
Το σπßτι που γεννÞθηκε: πλατεßα ΣÜο ΚÜρλο Λισσαβþνα
ΑπÝφευγε τη κοινωνικÞ ζωÞ και τους λογοτεχνικοýς κýκλους. ΜÝθυσος περιθωριακüς, βλÜσφημος, ακοινþνητος, μανιοκαταθλιπτικüς, μισογýνης κι εθνικιστÞς νÜρκισσος; ¹ Ýνας ευαßσθητος, τρυφερüς, ονειροπüλος, βαθιÜ σκεπτüμενος Üνθρωπος και πÜνω απ' üλα Ýνας μεγÜλος ποιητÞς; ¼σο ζοýσε, οýτε ο ßδιος θα 'ξερε την απÜντηση, πüσο μÜλλον οι σýγχρονοι του. «Εßμαι üλ' αυτÜ και δεν εßμαι τßποτα», θ' απαντοýσεν ßσως. ΠÝρασε το μεγαλýτερο μÝρος της ζωÞς του μÝσα σ' Ýν επιπλωμÝνο δωμÜτιο στη Λισαβüνα, üπου και πÝθανε ανþνυμος κι Üσημος, διαλυμÝνος απü το πιοτü, στις 30 ΝοÝμβρη 1935, σ' ηλικßα μüλις 47 ετþν. Στο γαλλικü νοσοκομεßο της Λισαβüνας, η τελευταßα φρÜση που γρÜφει, εßναι στ' αγγλικÜ:
"I know not what tomorrow will bring".
(Δε γνωρßζω τι θα φÝρει το αýριο).
ΣÞμερα αναπαýεται, αδιÜφορος, στη ΜονÞ των Ιερωνýμων, που μεταφÝρθηκε ο τÜφος του στην επÝτειο των 100 ετþν απ' τη γÝννησÞ του, ανÜμεσα στους Καμüενς και ΒÜσκο Ντε ΓκÜμα.
¢γαλμα Του Πεσσüα
Ο μακρýς κατÜλογος των ψευδωνýμων του
1. Dr. Pancrácio 2. Luís António Congo
3. Eduardo Lança 4. A. Francisco de Paula Angard
5. Pedro da Silva Salles 6. José Rodrigues do Valle
7. Pip 8. Dr. Caloiro
9. Morris & Theodor 10. Diabo Azul
11. Parry 12. Gallião Pequeno
13. Accúrsio Urbano 14. Cecília
15. José Rasteiro 16. Tagus
17. Adolph Moscow 18. Marvell Kisch
19. Gabriel Keene 20. Sableton-Kay
21. Dr.Gaudêncio Nabos 22. Nympha Negra
23. Professor Trochee 24. David Merrick
25. Lucas Merrick 26. Willyam Links Esk
27. Charles Robert Anon 28. Horace James Fáber
29. Navas 30. Alexander Search
31. Charles James Search 32. Herr Prosit
33. Jean Seul de Méluret 34. Pantaleão
35. Torquato Mendes Fonseca 36. Barão de Teive da Cunha Rey
37. Maria José 38. Gomes Pipa
39. Ibis 40. Pero Botelho
41. Joaquim Moura Costa 42. Efbeedee Pasha
43. Faustino Antunes (A. Moreira) 44. Thomas Crosse
45. António Gomes 46. LI. Crosse
47. Vicente Guedes 48. A.A. Crosse
49. Gervásio Guedes 50. António de Seabra
51. Carlos Otto 52. Frederico Reis
53. Miguel Otto 54. Diniz da Silva
55. Frederick Wyatt 56. Coelho Pacheco
57. Rev. Walter Wyatt 58. Raphael Baldaya
59. Alfred Wyatt 60. Claude Pasteur
61. Bernardo Soares 62. João Craveiro
63. António Mora 64. Henry More
65. Sher Henay 66. Wardour
67. Ricardo Reis 68. J.M. Hyslop
69. Alberto Caeiro 70. Álvaro de Campos
71. Abílio Quaresma 72. Vadooisf (;)
--------------------------------------------------------------------
ΡÞσεις
* Κι εγþ ειλικρινÜ, εßμαι το κÝντρο που δεν υφßσταται παρÜ μüνο σα συνθÞκη στη γεωμετρßα της αβýσσου· εßμαι το τßποτα που γýρω του περιστρÝφεται αυτÞ η κßνηση...
* ¼,τι Ýκανα, σκÝφτηκα Þ υπÞρξα, δεν εßναι παρÜ μια υποταγÞ, εßτε σ' Ýνα τεχνητü ον που εξÝλαβα ως εαυτü μου, διüτι δροýσα ξεκινþντας απ' αυτü προς τα Ýξω, εßτε στο βÜρος των περιστÜσεων, üπου συμπεριÝλαβα ακüμη και τον αÝρα που ανÝπνεα.
* Εννοεßται πως αγνοþ αν εßναι αυτοß που δεν υπÜρχουν Þ μÞπως ο ανýπαρκτος εßμαι γω: σε κÜτι τÝτοιες περιπτþσεις δε πρÝπει να 'μαστε δογματικοß.
* ¼σο περισσüτερο μεγαλþνω, τüσο λιγüτερο εßμαι. ¼σο πιο πολý με βρßσκω, τüσο περισσüτερο χÜνομαι. ¼σο περισσüτερο δοκιμÜζομαι, τüσο περισσüτερο συνειδητοποιþ πως εßμαι λουλοýδι και πουλß κι αστÝρι και σýμπαν. ¼σο περισσüτερο καθορßζω τον εαυτü μου, τüσο λιγüτερα üρια Ýχω. Ξεπερνþ τα πÜντα, κατÜ βÜθος εßμαι ßδιος με το Θεü.
* Ποιüς Ýκανε καυσüξυλα τη κοýνια των παιδικþν μου χρüνων;
Ποιüς Ýφτιαξε σφουγγαρüπανα απü τα παιδικÜ μου σεντονÜκια;
* Με τον ßδιο τρüπο που πλÝνουμε το κορμß μας, θα 'πρεπε να πλÝνουμε και το πεπρωμÝνο μας, ν' αλλÜζουμε ζωÞ, üπως αλλÜζουμε ροýχα -üχι για λüγους επιβßωσης, üπως κÜνουμε üταν τρþμε Þ κοιμüμαστε, μα με κεßνο το σεβασμü που 'χουμε σα τρßτοι απÝναντι στον εαυτü μας.
* ΕνυπÜρχει κÜποιες φορÝς μεγÜλη αισθητικÞ απüλαυση στο ν' αφÞνεις να περνÜ, χωρßς να την εκφρÜζεις, μια συγκßνηση που το πÝρασμÜ της απαιτεß λÝξεις. Ουδεßς ποιητÞς Ýχει το δικαßωμα να φτιÜχνει στßχους επειδÞ νιþθει την ανÜγκη.
* ΥπÜρχουν μüνο δυο τýποι σταθερÞς πνευματικÞς κατÜστασης μÝσα στους οποßους αξßζει να ζει κανεßς: η ευγενÞς αγαλλßαση μιας θρησκεßας Þ το ευγενÝς Üλγος για την απþλειÜ της.
* Στην απßθανη περßπτωση που Ýνα σκυλß Üρχιζε να σκÝφτεται üπως εμεßς, το σκυλß αυτü θα 'τανε τελειüτερο απ' üλα τ' Üλλα -κι ωστüσο, το πιθανüτερο εßναι, üτι κεßνα θα το σκοτþνανε, παßρνοντÜς το για τρελü.
* Μη φοβÜστε, δεν υπÜρχει κανÝνας κßνδυνος να καταρρεýσει η κοινωνßα απü υπερβολικüν αλτρουισμü.
* Μπορþ να φανταστþ τα πÜντα γιατß δεν εßμαι τßποτα.
* Πüσο δýσκολο αλÞθεια, να 'σαι ο εαυτüς σου και να μη βλÝπεις παρÜ μüνο τ' ορατü!
* Η λογοτεχνßα, üπως και κÜθε μορφÞ τÝχνης, ισοδυναμεß μ' ομολογßα πως η ζωÞ δεν αρκεß. Στη ζωÞ, η μüνη πραγματικüτητα εßναι η αßσθηση. Στη τÝχνη, η μüνη πραγματικüτητα εßναι η συνεßδηση της αßσθησης.
* Η τρÝλα üχι απλþς δεν εßναι ανωμαλßα, μα εßναι συνηθισμÝνη ανθρþπινη συνθÞκη. Αν δεν Ýχεις συναßσθηση της τρÝλας σου κι αν δεν εßναι μεγÜλη, εßσαι ο κοινüς Üνθρωπος. Αν δεν Ýχεις κι εßναι μεγÜλη, εßσαι τρελüς. Αν Ýχεις κι εßναι μικρÞ, εßσαι χωρßς ψευδαισθÞσεις. Αν Ýχεις κι εßναι μεγÜλη, εßσαι ιδιοφυÀα.
=============================
Ποßηση
ΤÝσσερις ΩδÝς
Nα θÝλεις λßγα: θα τα 'χεις üλα.
Tßποτε να μη θÝλεις: θα 'σαι λεýτερος.
O ßδιος ο Ýρωτας που νιþθουν
για μας, μας απαιτεß, μας καταπιÝζει.
Για να 'σαι μÝγας, να 'σαι ακÝριος:
Tßποτε δικü σου να μην υπερβÜλλεις
Þ να μη διαγρÜφεις.
Nα 'σαι üλα σε κÜθε πρÜγμα.
Nα βÜζεις üσα εßσαι
Kαι στο ελÜχιστο που κÜνεις.
Eτσι σε κÜθε λßμνη ολÜκερη η σελÞνη
λÜμπει, γιατß ζει ψηλÜ.
Aναρßθμητοι ζουν μÝσα μας,
Aν σκÝφτομαι Þ αν νιþθω, αγνοþ
ποιος μÝσα μου σκÝφτεται Þ νιþθει.
Eßμαι μονÜχα ο τüπος
üπου νιþθουν Þ σκÝφτονται.
Eχω περισσüτερες απü μια ψυχÝς.
YπÜρχουν περισσüτερα εγþ
απü το ßδιο το εγþ μου.
YπÜρχω ωστüσο
AδιÜφορος για üλους
Tους κÜνω να σιωποýν: εγþ μιλÜω.
Oι διασταυρωμÝνες παρορμÞσεις
¼σων νιþθω Þ δε νιþθω
Πολεμοýν μες σ' αυτü που 'μαι.
Tις αγνοþ.
Tßποτε δεν υπαγορεýουν
σ' αυτü που γνωρßζω πως εßμαι: εγþ γρÜφω.
O θεüς ΠÜνας δε πÝθανε,
Σε κÜθε κÜμπο που δεßχνει
Στα χαμüγελα του Aπüλλωνα
τα γυμνÜ στÞθη της ΔÞμητρας
AργÜ Þ γρÞγορα θα δεßτε
Nα εμφανßζεται κει
O θεüς ΠÜνας, ο αθÜνατος.
¼χι δε σκüτωσε Üλλους θεοýς
O θλιμμÝνος χριστιανüς θεüς.
O Xριστüς εßναι Ýνας ακüμη θεüς,
ºσως Ýνας που 'λειπε.
O ΠÜνας συνεχßζει να δßνει
Tους Þχους απü τον αυλü του
Στ' αφτιÜ της ΔÞμητρας
που καμαρþνει στους κÜμπους.
Oι θεοß εßναι οι ßδιοι,
ΠÜντα λαμπροß και γαλÞνιοι,
ΓεμÜτοι αιωνιüτητα
και περιφρüνηση για μας,
φÝρνοντας τη μÝρα και τη νýχτα
και τις χρυσαφÝνιες σοδειÝς.
¼χι για να μας δþσουνε
Tη μÝρα και τη νýχτα και το στÜρι
Mα γι' Üλλονε και θεßο
τυχαßο σκοπü.
Βοσκüς ΠροβÜτων
ΥπÜρχουν ποιητÝς που 'ναι τεχνßτες
Και δουλεýουνε τους στßχους
¼πως οι μαραγκοß το ξýλο!
Τß λυπηρü να μη ξÝρεις ν' ανθßζεις!
Να 'χεις να βÜζεις στßχο σε στßχο,
üπως αυτüς που χτßζει Ýνα τοßχο
Και βλÝπει αν στÝκει καλÜ
Και τον γκρεμßζει αν δε στÝκει!
ΑλλÜ, το μüνο Ýργο τÝχνης εßναι η Γη μας
Που αλλÜζει και πÜντα η ßδια εßναι και πÜντα ωραßα...
Το σκÝφτομαι, üχι üπως
ο οποιοσδÞποτε σκÝφτεται,
ΑλλÜ üπως αυτüς που αναπνÝει.
ΚοιτÜζω τα λουλοýδια και γελþ...
Δε ξÝρω αν με καταλαβαßνουν
οýτε κι εγþ αν τα καταλαβαßνω.
Γνωρßζω üμως üτι η αλÞθεια
μαζß τους και μαζß μου
εßναι στη κοινÞ μας θεüτητα
Που μας αφÞνει να φýγουμε,
να ζÞσουμε για τη Γη,
ΕυτυχισμÝνοι, στα χÝρια
τις εποχÝς να σηκþνουμε
Ν' αφÞνουμε τον Üνεμο
να μας αποκοιμßζει
Και στα üνειρÜ μας,
üνειρα να μην Ýχουμε.
¼ποιος Ýχει λουλοýδια
ανÜγκη τον Θεü δεν Ýχει.
Εßμ' Ýνας φýλακας κοπαδιþν.
Το κοπÜδι εßν’ οι σκÝψεις μου
κι οι σκÝψεις μου εßν’ üλες αισθÞσεις.
ΣκÝφτομαι με τα μÜτια και τ' αυτιÜ
και με τα χÝρια και τα ̟üδια
και με τη μýτη και το στüμα.
Να σκÝφτεσαι Ýνα λουλοýδι σημαßνει να το βλÝπεις και να
το μυρßζεις.
Να τρως Ýνα φροýτο σημαßνει να γνωρßζεις την αßσθησÞ
του.
Γι' αυτü, σαν μια μÝρα üλο ζÝστη
νιþθω θλιμμÝνος που την απολαμβÜνω τüσο
κι απλþνομαι παρÜμερα και πÜνω στα χορτÜρια
και κλεßνω τα μÜτια ολüζεστα,
νιþθω το κορμß μου ολÜκερο να ‘χει αναποδογυρßσει στη
πραγματικüτητα,
ξÝρω την αλÞθεια κι εßμ’ ευτυχισμÝνος.
...
ΠοτÝ δε φýλαξα πρüβατα,
μα εßναι σα να το 'χω κÜνει.
Η ψυχÞ μου εßναι σαν το βοσκü.
ΞÝρει κι απü αÝρα κι απü Þλιο
περπατþντας χÝρι-χÝρι με τις ΕποχÝς
παρατηρþντας κι ακολουθþντας...
Ελευθερßα
Αχ, τι ηδονÞ
το καθÞκον σου να μη κÜνεις,
ανοιχτü Ýνα βιβλßο να κρατÜς
και να μη διαβÜζεις.
Να διαβÜζεις! Τι πλÞξη…
ΜελÝτη, τßποτα δε θα πει,
σε χρυσþνει ο Þλιος
και δßχως λογοτεχνßα.
ΚυλÜει το ποτÜμι, Üσχημα Þ üμορφα,
και δßχως τη δικÞ σου Ýκδοση ειδικÞ.
Κι η αýρα, αυτÞ απ’ τη φýση της πρωινÞ,
Ýχει καιρü, δε βιÜζεται.
ΧαρτιÜ τυπωμÝνα με μελÜνι,
τα βιβλßα.
Μελετþντας, διÜκριση ανÜμεσα
στο Τßποτα και στο ΚÜτι
δεν θα βρεις.
Στην καρδιÜ του χειμþνα,
τι χαρÜ,
τον Δον Σεβαστιανü
να προσμÝνεις να 'ρθει
εßτε δεν Ýρθει.
ΜεγÜλη εßναι η ποßηση,
σπουδαßοι οι χοροß…
Το καλλßτερο στον κüσμο, τα παιδιÜ,
η μουσικÞ, τα τραγοýδια, το φεγγαρüφως
κι ο Þλιος που αμαρτÜνει,
αν, αντß να σε τρÝφει, σε καßει.
Κι ακüμα Ýνα καλü, το τρισμÝγιστο,
ο Ιησοýς, που αγνοοýσε τα οικονομολογικÜ
και δεν γνωρßζουμε, εßχε βιβλιοθÞκη;
Παιδß
Το παιδß ξÝρει üτι η κοýκλα του δεν εßναι αληθινÞ, αλλÜ
τη μεταχειρßζεται σαν αληθινÞ, σε σημεßο που να κλαßει
και να λυπÜται üταν σπÜει.
Η τÝχνη του παιδιοý εßναι να αποπραγματοποιεß.
Να ξαναγινüμουν παιδß και να Ýμενα για πÜντα
παιδß, χωρßς να δßνω σημασßα στις αξßες που οι
Üνθρωποι δßνουν στα πρÜγματα οýτε στις σχÝσεις
που οι Üνθρωποι εγκαθιδρýουν ανÜμεσα σ´ αυτÜ.
Το παιδß δεν δßνει μεγαλýτερη αξßα στον χρυσü
απ´ üτι στο γυαλß. Στ´ αλÞθεια Üραγε ο χρυσüς
αξßζει περισσüτερο;
Το παιδß βρßσκει σκοτεινÜ παρÜλογα τα πÜθη,
τους θυμοýς, τους φüβους που βλÝπει ζωγραφισμÝνους
στις χειρονομßες των ενηλßκων. Και δεν εßναι Üραγε
στ´ αλÞθεια παρÜλογοι και μÜταιοι üλοι μας οι φüβοι,
κι üλα μας τα μßση κι üλοι μας οι Ýρωτες;
Και τι δεν θα ´δινα να´ μαι Ýνα παιδß που ρßχνει
ΧÜρτινες βαρκοýλες στη στÝρνα μιας αγροικßας,
κÜτω απü τη χωριÜτικη σκÝπη μιας κληματαριÜς
που τα κλÞματÜ της σχηματßζουν μια σκακιÝρα
απü φως και πρÜσινη σκιÜ στις σκοτεινÝς
αντανακλÜσεις του λιγοστοý νεροý.
ΚαρÜβι
Σαν το καρÜβι που χτýπησανε φουρτοýνες
και ξεστρÜτισε
Ýτσι η καρδιÜ σου τα πÜθια δυναμþνει
κι ü,τι ενÜντιο στο ταξßδι πÞγαινε
τþρα μπροστÜ ολüπρωρα το σπρþχνει.
Οι κßνδυνοι πια βοÞθεια δßνουν
κι Ýτσι καθþς η μια φουρτοýνα Üλλη φÝρνει
στο τÝλος η καρδιÜ κουρÜγιο παßρνει.
¢λλο λιμÜνι κοντινüτερο απ' τη ρüτα βρßσκει
αυτü που προορισμüς, απ' την αρχÞ Þταν
Αν ξÝραμε τη Γνþση να θερßζαμε
τη θýελλα ψηλÜ να την αρπÜμε
Το μαýρο του κακοý θε´ ν´ Üπλωνε,
γαλÜζιες θÜλασσες ως πÝρα
Γι´ αυτü αν η ψυχÞ σου ανυψωθεß και γßνεις Üξιος
στο δοιÜκι ΚυβερνÞτης
üσες ανεμοθýελλες κι αν Ýρθουνε
το πνεýμα σου ψηλÜ θα το σηκþνουν.
ΜÜσκες
Πüσες μÜσκες, και πüσες Üλλες
πÜνω στο πρüσωπο της ψυχÞς μας φορÜμε;
¢ραγε, üταν γι αστεßο η ψυχÞ τη μÜσκα θελÞσει να βγÜλει
ξÝρει πως Ýτσι αφÞνει το πρüσωπο γυμνü να φανεß;
Η μÜσκα η πραγματικÞ, δεν νιþθει τßποτα κÜτω απ’ τη μÜσκα
ΑλλÜ κοιτÜζει μÝσα απ’ αυτÞ με μÜτια κρυμμÝνα.
¸βγαλα τη μÜσκα και στον καθρÝφτη κοιτÜχτηκα.
Εßδα το παιδß που Þμουν εδþ και πολý καιρü…
Αυτü εßναι το πλεονÝκτημα
το να ξÝρεις τη μÜσκα να βγÜζεις.
Εßμαστε πÜντα παιδιÜ,
το παρελθüν που Þταν το παιδß αυτü.
Εßναι καλýτερα Ýτσι/ Ýτσι χωρßς μÜσκα.
Γυρßζω πßσω στην προσωπικüτητÜ μου,
üπως στης γραμμÞς το τÝλος.
Διαιρþ αυτü που ξÝρω
Διαιρþ αυτü που ξÝρω.
Προκýπτει αυτü που εßμαι
κι αυτü που ξÝχασα.
ΑνÜμεσα στα δυο πηγαßνω.
Δεν εßμαι αυτüς που σκÝφτομαι
οýτε αυτüς που εßμαι τþρα.
Αν θα σκεφτþ,
κομμÜτια γßνομαι
Αν θα πιστÝψω,
για μÝνα δεν υπÜρχει τÝλος.
Γι' αυτü, εßναι καλýτερα
ν' ακοýς μüνο το θρüισμα
της απαλÞς, βÝβαιης αýρας
που μες απü τις φυλλωσιÝς περνÜει....
¢τιτλο
Η αγÜπη εßναι συντροφιÜ.
Μüνος στους δρüμους να περπατþ δεν ξÝρω,
γιατß μüνος να εßμαι δεν μπορþ.
Μια επιθυμßα ζωηρÞ με κÜνει να επισπεýδω
λßγα να δω, αλλÜ να δω τα πÜντα.
Μαζß μου προχωρÜ η απουσßα της.
Μ’ αρÝσει τüσο πολý, που δεν ξÝρω πüσο τη θÝλω.
¼ταν δε τη βλÝπω, τη σκÝφτομαι και δυνατüς νιþθω
σαν τα ψηλÜ δÝντρα.
ΤρÝμω üμως μüλις τη δω, δεν ξÝρω απü τι εßναι φτιαγμÝνο
αυτü που νιþθω üταν λεßπει απü κοντÜ μου.
Το εßναι μου, δýναμη που μ’ αφÞνει.
Η πραγματικüτητα, σαν ηλιοτρüπιο με κοιτÜζει
με το κεφÜλι της γυρτü.
_______________________________________
ΠεζÜ
Η ¿ρα Του Διαβüλου
ΒγÞκαν απü το σταθμü και τüτε κεßνη εßδε με Ýκπληξη üτι βρισκüταν στο δρüμο üπου Ýμενε, λßγα βÞματα απü το σπßτι της. ¸μεινε ακßνητη. Κατüπιν γýρισε πßσω της για να εκφρÜσει την Ýκπληξη της στο συνοδü της. ΑλλÜ πßσω της δεν υπÞρχε κανεßς. Δε φαινüταν παρÜ ο δρüμος, σεληνιακüς κι Ýρημος, üπου κανÝνα κτÞριο δε μποροýσε να εßναι Þ να μοιÜζει με σιδηροδρομικü σταθμü.
ΖαλισμÝνη, μισοκοιμισμÝνη, αλλÜ εσωτερικÜ σε εγρÞγορση κι ανÞσυχη, προχþρησε μÝχρι το σπßτι της. ¢νοιξε τη πüρτα και μπÞκε. ΑνÝβηκε τις σκÜλες. Στον επÜνω üροφο συνÜντησε, ακüμη ξýπνιο, τον Üντρα της. ΔιÜβαζε στο γραφεßο κι üταν εκεßνη μπÞκε Üφησε το βιβλßο του.
-«Λοιπüν;» τη ρþτησε.
Κι εκεßνη:
-«ΠερÜσαμε πολý ωραßα. Η γιορτÞ εßχε πολý ενδιαφÝρον». Και πρüσθεσε πριν τη ρωτÞσει: «ΚÜποιοι που Þταν μαζß μου στο χορü με φÝρανε με το αυτοκßνητο ως την αρχÞ του δρüμου. Δε θÝλησα να με συνοδεýσουν μÝχρι τη πüρτα. ΕπÝμεινα να κατÝβω εκεß. Πüσο κουρασμÝνη νιþθω!»
¾στερα, κÜνοντας μια κßνηση που Ýδειχνε τη μεγÜλη της κοýραση και ξεχνþντας να τον φιλÞσει, πÞγε να ξαπλþσει.
Ο γιος της, üταν γεννÞθηκε, Ýμοιαζε απολýτως φυσιολογικüς αλλÜ δεν Üργησε να φανεß üτι επρüκειτο για ιδιοφυÀα. Τα ποιÞματÜ του Ýχουν Ýνα ýφος παρÜξενο και σεληνιακü. Τα διαπνÝει Ýνας πüθος για υψηλÜ πρÜγματα, ßδιος με τον πüθο που ενÝπνευσε εκεßνον που, μια μÝρα, σε κÜποια προηγοýμενη ζωÞ του, πÝταξε πÜνω απ' üλες τις πολιτεßες της γης. Τους στßχους του διατρÝχει Ýνα üραμα μεγÜλων γεφυριþν, ανεξÞγητο απü τις μÝχρι τþρα εμπειρßες του. Και μια φορÜ, σ' Ýνα ποßημα που Ýγραψε σα σε üνειρο, λÝει üτι κÜτι μÝσα του δοκßμασε τον πειρασμü, σα το Χριστü, κÜπου ψηλÜ, εκεß απ' üπου βλÝπει κανεßς ολüκληρο τον κüσμο.
ΚÜτω σε μια απüσταση τüσο μεγÜλη που δε τη χωρÜ ο νους, φαßνονταν, σα διÜσπαρτα Üστρα, μεγÜλες κηλßδες φωτüς -το δßχως Üλλο πüλεις της γης. Ο ΔιÜβολος της τις Ýδειξε.
-«Εßναι οι μεγÜλες πολιτεßες του κüσμου: αυτü εßναι το Λονδßνο», κι Ýδειξε
μια πüλη κÜτω μακριÜ. «Αυτü εßναι το Βερολßνο», κι Ýδειξε μιαν Üλλη. «Κι αυτü εκεß εßναι το Παρßσι. Εßναι κηλßδες φωτüς μες στο σκüτος κι εμεßς, στο γεφýρι αυτü περνÜμε ψηλÜ απü πÜνω τους, προσκυνητÝς του μυστÞριου και της γνþσης».
-«Τι φοβερü κι εξαßσιο θÝαμα! Τι εßναι üλο αυτü εκεß κÜτω»;
-«Αυτü, κυρßα μου, εßναι ο κüσμος. Απü εδþ, με την προτροπÞ του Θεοý, Ýβαλα σε πειρασμü τον Υιü Του, τον Ιησοý. ΑλλÜ χωρßς αποτÝλεσμα, üπως το περßμενα, γιατß ο Υιüς Þταν πιο μυημÝνος απü τον ΠατÝρα και βρισκüταν σε Üμεση επαφÞ με τους Ανþτερους Αγνþστους του ΤÜγματος. ¹ταν μια δοκιμασßα, üπως λÝγεται στη γλþσσα της μýησης κι ο ΥποψÞφιος ανταποκρßθηκε επιτυχþς».
-«Δε καταλαβαßνω καλÜ. Απü εδþ, στ' αλÞθεια, βÜλατε σε δοκιμασßα το Χριστü»;
-«Ναι. Εßναι σαφÝς üτι εκεß που σÞμερα υπÜρχει μια απÝραντη πεδιÜδα υπÞρχε τüτε Ýνα βουνü. Και στην Üβυσσο παρατηροýνται γεωλογικÜ φαινüμενα. Απü δω που περνÜμε Þταν η κορφÞ του. Το θυμÜμαι πολý καλÜ! Ο Υιüς του Ανθρþπου με Ýδιωξε πιο πÝρα κι απü το Θεü. ΥπÜκουσα γιατß Þταν το καθÞκον μου, η συμβουλÞ κι η διαταγÞ του Θεοý. Τον Ýβαλα σε δοκιμασßα με ü,τι υπÞρχε. Αν εßχα ακολουθÞσει τη δικÞ μου γνþμη, θα τον δοκßμαζα με ü,τι δεν εßναι δυνατü να υπÜρχει. ºσως η ιστορßα του κüσμου γενικÜ και της χριστιανικÞς θρησκεßας ειδικÜ, να Þταν διαφορετικÝς. ΑλλÜ τι μπορεß να κÜνει ο Θεüς που δημιοýργησε αυτüν εδþ τον κüσμο κι ο επαρχιþτης διÜβολος που εßμαι εγþ, ενÜντια στη δýναμη του ΠεπρωμÝνου, που εßναι ο ανþτατος αρχιτÝκτονας üλων των κüσμων»;
-«ΑλλÜ πþς εßναι δυνατüν να υποστηρßζουμε κÜτι και ταυτüχρονα να το αρνοýμαστε»;
-«Εßναι ο νüμος της ζωÞς καλÞ μου κυρßα. Το σþμα ζει γιατß αποσυντßθεται, üχι üμως εντελþς. Αν δεν αποσυντßθετο ανÜ πÜσα στιγμÞ, θα Þταν ορυκτü. Η ψυχÞ ζει γιατß βρßσκεται συνεχþς υπü το κρÜτος του πειρασμοý, παρüτι ανθßσταται. ¼,τι ζει εναντιþνεται σε κÜτι. Κι εγþ εßμαι αυτüς προς τον οποßο εναντιþνονται τα πÜντα. ΑλλÜ, αν δεν υπÞρχα, τßποτα δε θα υπÞρχε, γιατß δε θα υπÞρχε κÜτι στο οποßο να εναντιωθεß κανεßς, üπως το περιστÝρι του μαθητÞ μου του Καντ, που επειδÞ πετÜ εýκολα στον ελαφρý αÝρα, θεωρεß üτι θα μποροýσε να πετÜξει καλýτερα στο κενü. Η μουσικÞ, το σεληνüφως και τα üνειρα εßναι τα μαγικÜ μου üπλα. Ωστüσο ως μουσικÞ δε πρÝπει να νοεßται μüνον η μουσικÞ που παßζεται, αλλÜ κι εκεßνη που δε θα παιχθεß ποτÝ. Οýτε κι ως σεληνüφως πρÝπει να νοεßται αυτü που προÝρχεται απü τη σελÞνη και κÜνει τα δÝντρα να φαßνονται μεγαλýτερα. ΥπÜρχει κι Üλλο σεληνüφως που δε το εξουδετερþνει οýτε κι ο ßδιος ο Þλιος και σκοτεινιÜζει καταμεσÞμερο αυτü που τα πρÜγματα παριστÜνουν üτι εßναι. Μüνο τα üνειρα εßναι πÜντοτε αυτü που εßναι. Εßναι κεßνο το μÝρος του εαυτοý μας üπου γεννηθÞκαμε κι üπου εßμαστε πÜντοτε εμεßς, ο εαυτüς μας».
-«ΑλλÜ αν ο κüσμος εßναι δρÜση, πþς γßνεται και το üνειρο αποτελεß
μÝρος του κüσμου»;
-«Εßναι γιατß το üνειρο καλÞ μου κυρßα, εßναι δρÜση που Ýγινε ιδÝα και γι' αυτü το λüγο διατηρεß τη δýναμη του κüσμου απορρßπτοντας την ýλη, δηλαδÞ το να υπÜρχει κανεßς μες στο χþρο. ΜÞπως δεν εßναι αλÞθεια üτι μÝσα στο üνειρο εßμαστε ελεýθεροι»;
-«Ναι, και τι θλßψη να ξυπνÜ κανεßς...»
-«Ο καλüς ονειροπüλος δε ξυπνÜ. Δεν ξýπνησα ποτÝ. Ο ßδιος ο Θεüς
πιστεýω πως κοιμÜται διαρκþς. Μου το εßπε κÜποτε...»
Εκεßνη τον κοßταξε αναρριγþντας και ξαφνικÜ Ýνιωσε φüβο, Ýνα
συναßσθημα απü τα κατÜβαθα της ψυχÞς της που ποτÝ της δεν εßχε
δοκιμÜσει.
-«Μα επιτÝλους, ποιος εßστε; Γιατß εßστε Ýτσι μεταμφιεσμÝνος»;
-«Θα απαντÞσω με μια μüνο απÜντηση και στις δυο σας ερωτÞσεις. Δεν εßμαι μεταμφιεσμÝνος».
-«Πþς»;
-«ΚαλÞ μου κυρßα, εßμαι ο ΔιÜβολος. Ναι, εßμαι ο ΔιÜβολος. ΑλλÜ μη με φοβÜστε, μη τρομÜζετε».
Και με μια τρομαγμÝνη ματιÜ, στην οποßα κρυφüκαιγε πρωτüγνωρη
ηδονÞ, εκεßνη αναγνþρισε ξαφνικÜ πως Þταν αλÞθεια.
-«Εßμαι πρÜγματι ο ΔιÜβολος. Μη τρομÜζετε, γιατß εßμαι στ' αλÞθεια ο ΔιÜβολος και γι' αυτü δε κÜνω κακü. ΟρισμÝνοι μιμητÝς μου στη γη και πÜνω απü τη γη, εßναι επικßνδυνοι, üπως üλοι οι αντιγραφεßς, γιατß δε γνωρßζουν το μυστικü της ýπαρξÞς μου. Ο Σαßξπηρ τον οποßο ενÝπνευσα πολλÝς φορÝς, μου απÝνειμε δικαιοσýνη. ΛÝει üτι εßμαι κýριος. Γι' αυτü ησυχÜστε. Εßστε με καλÞ παρÝα. Εßμαι ανßκανος να προφÝρω μια λÝξη, να κÜνω μια χειρονομßα που θα προσÝβαλλε μια κυρßα. Ακüμη κι αν δε μου το υπαγüρευε η ßδια μου η φýση, θα μου το επÝβαλλε ο Σαßξπηρ. ΑλλÜ, πραγματικÜ, δεν εßναι απαραßτητο. ΥπÜρχω απü την αρχÞ του κüσμου κι Þμουν ανÝκαθεν εßρων. ΑλλÜ, üπως θα γνωρßζετε, üλοι οι εßρωνες εßναι ακßνδυνοι εκτüς κι αν θÝλουν να χρησιμοποιÞσουνε την ειρωνεßα για να υπαινιχθοýν κÜποια αλÞθεια. Εγþ ποτÝ μου δεν ισχυρßστηκα üτι θα πω την αλÞθεια σε κανÝναν -αφενüς γιατß δε χρησιμεýει σε τßποτα κι αφετÝρου γιατß δε τη γνωρßζω. Κι οýτε ο μεγαλýτερος αδελφüς μου ο παντοδýναμος Θεüς, πιστεýω πως τη γνωρßζει. ΑλλÜ αυτÜ εßναι οικογενειακÝς υποθÝσεις. ºσως δε ξÝρετε γιατß σας Ýφερα εδþ, σ' αυτü το ταξßδι που δεν Ýχει πραγματικü προορισμü οýτε συγκεκριμÝνο σκοπü. Δεν εßναι, üπως ßσως νομßσατε, για να σας βιÜσω Þ να σας αποπλανÞσω. ΑυτÜ συμβαßνουν στη γη μεταξý των ζþων συμπεριλαμβανομÝνων και των ανθρþπων και φαßνεται üτι προσφÝρουν ηδονÞ ακüμη και στα θýματα, απ' ü,τι με πληροφοροýν απü εκεß κÜτω. ¢λλωστε θα μου Þταν αδýνατο. ΑυτÜ τα πρÜγματα συμβαßνουν στη γη γιατß οι Üνθρωποι εßναι ζþα. Εßναι αδιανüητα για τη δικÞ μου κοινωνικÞ θÝση στο σýμπαν -üχι γιατß η ηθικÞ εßναι καλýτερη, αλλÜ γιατß εμεßς οι Üγγελοι δεν Ýχουμε φýλο. Κι αυτü αποτελεß, τουλÜχιστον στην περßπτωσÞ μου, τη μεγαλýτερη εγγýηση. Μπορεßτε συνεπþς νÜστε Þσυχη, θα επιδεßξω σεβασμü. Γνωρßζω üτι υπÜρχουν δευτερεýουσες κι ανþφελες ασÝβειες, üπως αυτÝς των σýγχρονων μυθιστοριογρÜφων και των γηρατειþν. ΑλλÜ ακüμη κι αυτÝς δε μπορþ να τις διαπρÜξω, γιατß η Ýλλειψη φýλου σε μας υπÜρχει εξ απαρχÞς κüσμου και ποτÝ δεν με απασχüλησαν αυτÜ τα θÝματα. ΛÝνε üτι πολλÝς μÜγισσες εßχαν πÜρε-δþσε μαζß μου, αλλÜ εßναι ψÝματα. ºσως üμως και να μην εßναι ψÝματα, γιατß αυτüς με τον οποßο εßχαν πÜρε-δþσε Þταν η φαντασßα τους, που, κατÜ κÜποιον τρüπο, εßμαι εγþ. Μεßνετε λοιπüν Þσυχη. Διαφθεßρω, εßναι βÝβαιο, γιατß κÜνω τους Üλλους να φαντÜζονται. ΑλλÜ ο Θεüς εßναι χειρüτερος, κατÜ μßαν Ýννοια τουλÜχιστον, γιατß Ýπλασε το φθαρτü σþμα, το οποßο απü αισθητικÞ Üποψη εßναι πολý κατþτερο. Τα üνειρα τουλÜχιστον δε σαπßζουν. ΠαρÝρχονται. Δεν εßναι καλýτερα Ýτσι; Αυτü ακριβþς σημαßνει ο αριθμüς 18 της μεγÜλης μυστικÞς κλεßδας. Ομολογþ üτι δε γνωρßζω καλÜ το Ταρü, γιατß ακüμη δεν κατÜφερα να μÜθω τα μυστικÜ του, σε αντßθεση με üλους αυτοýς τους ανθρþπους στον κüσμο που το κατÝχουνε τÝλεια».
-«Δεκαοκτþ; Ο Üντρας μου Ýχει το βαθμü 18 στη Μασονßα».
-«Στη Μασονßα; ¼χι. Σε Ýνα απü τα τελετουργικÜ της Μασονßας. ΑλλÜ παρ'
üλα üσα λÝγονται, δεν Ýχω καμßα σχÝση με τη Μασονßα και ακüμη λιγüτερο
με το βαθμü αυτü. Αναφερüμουνα στον αριθμü 18 της μεγÜλης μυστικÞς κλεßδας Ταρü, δηλαδÞ του κλειδιοý ολüκληρου του σýμπαντος, που Üλλωστε γνωρßζω ελλιπþς, üπως και τη ΚαβÜλλα, που οι δÜσκαλοι του Μυστικοý Δüγματος γνωρßζουν καλýτερα απü μÝνα. ΑλλÜ ας αφÞσουμε αυτÞ τη καθαρÜ δημοσιογραφικÞ ενημÝρωση. Ας μη ξεχνÜμε üτι εßμαι ο ΔιÜβολος. Ας εßμαστε λοιπüν διαβολικοß. Πüσες φορÝς με ονειρευτÞκατε»;
-«Απ' üσο ξÝρω, ποτÝ», απÜντησε χαμογελþντας η Μαρßα, κοιτÜζοντÜς τον με μÜτια ορθÜνοιχτα.
-«Δεν ονειρευτÞκατε ποτÝ τον Πρßγκιπα του παραμυθιοý, τον ΤÝλειο ¢ντρα, τον ακαταπüνητο εραστÞ; Δε νιþσατε ποτÝ δßπλα σας σα σε üνειρο, αυτüν που θα σας χÜιδευε üπως δεν χαúδεýει κανεßς, αυτüν που θα Þταν δικüς σας σαν να Þσασταν μÝσα του, αυτüν που θα Þταν ταυτüχρονα πατÝρας, Üντρας και γιος σας, σε μια τριπλÞ και ταυτüχρονα μοναδικÞ αßσθηση»;
-«Αν και δε σας καταλαβαßνω απüλυτα, ναι, νομßζω πως σκÝφτηκα κι Ýνιωσα Ýτσι. Εßναι λßγο δýσκολο, ξÝρετε, να το ομολογÞσει κανεßς».
-«¹μουν εγþ, ανÝκαθεν εγþ, εγþ ο ¼φις -αυτüς εßναι ο ρüλος που μου δüθηκε- απü τη γÝνεση του κüσμου. ΠρÝπει διαρκþς να βÜζω τους Üλλους σε πειρασμü, αλλÜ, βÝβαια, με τη μεταφορικÞ και την απλοúκÞ Ýννοια της λÝξης, γιατß ο πραγματικüς πειρασμüς εßναι Üσκοπος. Οι ¸λληνες εßναι αυτοß που με τη παρεμβολÞ του Ζυγοý Ýκαναν τα δÝκα αρχικÜ ζþδια του ζωδιακοý κýκλου Ýντεκα. Κι ο ¼φις, με την εισαγωγÞ της κριτικÞς, μετÝτρεψε ουσιαστικÜ την αρχικÞ δεκÜδα σε δωδεκÜδα».
-«ΠραγματικÜ, δεν καταλαβαßνω τßποτα».
-«Ας μη καταλαβαßνετε. Ακοýστε απλþς. ΚÜποιοι Üλλοι θα καταλÜβουν. Οι
καλýτερες δημιουργßες μου το σεληνüφως κι η ειρωνεßα».
-«Δε μοιÜζουν και πολý μεταξý τους...»
-«¼χι, γιατß οýτε κι εγþ μοιÜζω με τον εαυτü μου. Αυτü μου το ελÜττωμα
εßναι και η αρετÞ μου. Γι' αυτü ακριβþς εßμαι ο ΔιÜβολος».
-«Και πþς αισθÜνεστε»;
-«ΚουρασμÝνος, κυρßως κουρασμÝνος. ΚουρασμÝνος απü τα Üστρα και τους νüμους, και με κÜποια διÜθεση να μεßνω Ýξω απü το σýμπαν και να διασκεδÜζω στα σοβαρÜ με οτιδÞποτε. Τþρα δεν υπÜρχει κενü, ακüμη και χωρßς αιτßα. Και θυμÜμαι παλαιÝς ιστορßες -ναι πολý παλαιÝς- στα βασßλεια του Εδþμ, üπως λεγüταν πριν το ΙσραÞλ. Παραλßγο να γßνω βασιλιÜς τους και σÞμερα εßμαι εξüριστος απü το βασßλειο που δεν απÝκτησα. Δε γνþρισα παιδικÞ ηλικßα, μÞτε εφηβεßα και κατÜ συνÝπεια δεν ανδρþθηκα. Εßμαι το απüλυτο αρνητικü, η ενσÜρκωση του τßποτα. Αυτü που επιθυμοýμε χωρßς ποτÝ να το αποκτÞσουμε, αυτü που ονειρευüμαστε γιατß δε μπορεß να υπÜρξει -εκεß βρßσκεται το βασßλειü μου του τßποτα κι εκεß εßναι ο θρüνος μου που δε μου τον Ýδωσαν. Αυτü που θα μποροýσε να Ýχει γßνει, αυτü που θα Ýπρεπε να Ýχει υπÜρξει, αυτü που ο νüμος Þ το ΠεπρωμÝνο δεν Ýδωσαν -το Ýσπειρα απλüχερα στη ψυχÞ του ανθρþπου που ταρÜχτηκε νιþθοντας την Ýντονη ζωÞ αυτοý που δεν υπÜρχει. Εßμαι η λÞθη üλων των υποχρεþσεων, ο δισταγμüς üλων των προθÝσεων. Οι θλιμμÝνοι και κουρασμÝνοι απü τη ζωÞ, üταν εγκαταλεßψουν πια τις ψευδαισθÞσεις τους, υψþνουν σε μÝνα τα μÜτια τους, γιατß κι εγþ, με τον τρüπο μου, εδþ κι αιþνες, εßμαι το λαμπερü ΑστÝρι του πρωινοý. Και τþρα Þρθε Üλλος να με αντικαταστÞσει. Η ανθρωπüτητα εßναι παγανιστικÞ. ΠοτÝ καμιÜ θρησκεßα δε την Üγγιξε βαθιÜ. Οýτε και μπορεß η ψυχÞ του κοινοý ανθρþπου να πιστÝψει στην αθανασßα αυτÞς της ßδιας της ψυχÞς. Ο Üνθρωπος εßναι Ýνα ζþο που ξυπνÜ χωρßς να ξÝρει οýτε ποý οýτε γιατß. ¼ταν λατρεýει τους Θεοýς, τους λατρεýει σα να πρüκειται για φετßχ. Η θρησκεßα του μοιÜζει με μαγεßα. ¸τσι Þταν ανÝκαθεν, Ýτσι εßναι κι Ýτσι θα εßναι. Οι θρησκεßες δεν εßναι παρÜ αυτü που ξεφεýγει απü τη σφαßρα των μυστηρßων κι εισÝρχεται στο χþρο του εγκüσμιου, που üμως ο Üνθρωπος δε το εννοεß, καθüτι, απü τη φýση του, δε μπορεß να το εννοÞσει. Οι θρησκεßες εßναι σýμβολα κι οι Üνθρωποι εκλαμβÜνουν τα σýμβολα üχι ως ζωÝς (üπως πρÜγματι εßναι), αλλÜ ως πρÜγματα (που δεν εßναι δυνατüν να εßναι). Προσπαθοýν να εξευμενßσουν το Δßα σα να υπÞρχε, αλλÜ ποτÝ σα να ζοýσε (σα να ζοýσε αλλÜ ποτÝ σα να υπÞρχε). ¼ταν χýνεται αλÜτι, ρßχνουνε μια χοýφτα απ' αυτü με το δεξß χÝρι πÜνω απü τον αριστερü þμο. ¼ταν υβρßζουν τον Θεü, λÝνε κÜμποσα ΠÜτερ ημþν. Η ψυχÞ εξακολουθεß να εßναι ειδωλολατρικÞ και δε τους απομÝνει παρÜ να ξεθÜψουν τον Θεü. ΕλÜχιστοι εßναι κεßνοι που φýτεψαν μιαn ακακßα (το αθÜνατο φυτü) πÜνω απü τον τÜφο του, για να τον αναστÞσουν üταν θα Ýρθει η þρα. ΑλλÜ αυτοß εßναι οι εκλεκτοß που αξιþθηκαν να τον βροýνε γιατß τον ζÞτησαν. Το μüνο που διαφÝρει ο Üνθρωπος απü το ζþο εßναι üτι ξÝρει πως δεν εßναι ζþο. Εßναι το πρþτο φως που δεν εßναι τßποτε Üλλο απü ορατü σκüτος. Εßναι η αρχÞ, γιατß το να βλÝπεις τα σκüτη σημαßνει üτι δÝχεσαι το φως τους. Εßναι το τÝλος, γιατß σημαßνει üτι μαθαßνεις, μÝσω της üρασης, üτι γεννÞθηκες τυφλüς. ¸τσι το ζþο γßνεται Üνθρωπος μÝσω της Üγνοιας που γεννιÝται μÝσα του. ΕποχÝς σωρεýονται επß εποχþν και χρüνοι επß χρüνων και το μüνο που κÜνεις εßναι να βαδßζεις στην περιφÝρεια ενüς κýκλου που στο κÝντρο του βρßσκεται η αλÞθεια. Η αρχÞ της επιστÞμης εßναι να γνωρßζουμε την ÜγνοιÜ μας. Ο κüσμος που εßναι üπου βρισκüμαστε, η σÜρκα που εßναι αυτü που εßμαστε, ο ΔιÜβολος ποýναι αυτü που επιθυμοýμε, τα τρßα αυτÜ, τη ΜεγÜλη ¿ρα, σκüτωσαν μÝσα μας το ΔÜσκαλο ποýχαμε προορισμü να γßνουμε. Και το μυστικü που κατεßχε και θα μας επÝτρεπε να γßνουμε σαν αυτüν, το μυστικü αυτü χÜθηκε. Κι εγþ επßσης, καλÞ μου κυρßα, εßμαι το Λαμπερü ΑστÝρι του Πρωινοý. ¹μουν το αστÝρι αυτü πριν ο ΙωÜννης μιλÞσει, γιατß η ΠÜτμος υπÜρχει πριν απü τη ΠÜτμο και τα μυστÞρια πριν απü üλα τα μυστÞρια. Χαμογελþ üταν σκÝφτονται (σκÝφτομαι) üτι εßμαι η Αφροδßτη σε μια Üλλη κλßμακα συμβüλων. ΑλλÜ τι σημασßα Ýχει; ¼λο αυτü το σýμπαν, με τον Θεü του και τον ΔιÜβολü του, με ü,τι υπÜρχει σ' αυτü απü ανθρþπους και πρÜγματα που αυτοß βλÝπουν, εßναι Ýνα ιερογλυφικü σýμπλεγμα που πρÝπει διαρκþς να αποκρυπτογραφοýμε. Εßμαι -εßναι το επÜγγελμÜ μου- δÜσκαλος της Μαγεßας. Ωστüσο δεν ξÝρω τι εßναι η Μαγεßα. Η ανþτερη μýηση τελειþνει με την ενσÜρκωση της ερþτησης κατÜ πüσον υπÜρχει κÜτι που υπÜρχει. Ο μεγαλýτερος Ýρωτας εßναι Ýνας βαθýς ýπνος, σαν αυτüν που κοιμüμαστε üταν αγαπιüμαστε. Ενßοτε εγþ ο ßδιος, που θα Ýπρεπε να Ýχω φτÜσει στο ανþτερο σκαλοπÜτι της μýησης, ρωτÜω αυτü που μÝσα μου εßναι επÝκεινα του Θεοý, αν üλοι αυτοß οι Θεοß και üλα αυτÜ τα Üστρα δεν εßναι τßποτα περισσüτερο απü οπτασßες του εαυτοý τους, απÝραντες λησμονιÝς της αβýσσου. Μην εκπλÞσσεστε που σας μιλþ κατ' αυτü τον τρüπο. Εßμαι απü τη φýση μου ποιητÞς γιατß εßμαι η αλÞθεια που μιλÜ κατÜ λÜθος κι üλη μου η ζωÞ τελικÜ εßναι Ýνα ιδιÜζον σýστημα ηθικÞς μεταμφιεσμÝνο σε αλληγορßα κι εικονογραφημÝνο με σýμβολα».
-«¼χι», εßπε κεßνη γελþντας, «θα υπÜρχει πÜντοτε μια αληθινÞ θρησκεßα. Ναι;» και γÝλασε δυνατÜ, «Þ τüτε üλες εßναι ψεýτικες».
-«ΚαλÞ μου κυρßα, üλες οι θρησκεßες εßναι αληθινÝς, üσο κι αν φαßνεται üτι
εναντιþνεται η μια στην Üλλη. Πρüκειται για διαφορετικÜ σýμβολα της ßδιας
πραγματικüτητας. Εßναι σα την ßδια φρÜση ειπωμÝνη σε διαφορετικÝς γλþσσες. Με αποτÝλεσμα αν και λÝνε το ßδιο πρÜγμα να μη καταλαβαßνουν οι μεν τους δε. ¼ταν Ýνας ειδωλολÜτρης λÝει Δßας κι Ýνας χριστιανüς λÝει Θεüς, εκφρÜζουν την ßδια συγκßνηση με διαφορετικοýς üρους της διÜνοιας. ΣκÝφτονται διαφορετικÜ την ßδια ενüραση. Το χουζοýρεμα μιας γÜτας στον Þλιο ισοδυναμεß με την ανÜγνωση ενüς βιβλßου. ¸νας Üγριος κοιτÜ τη καταιγßδα με τον ßδιο τρüπο που Ýνας Εβραßος κοιτÜζει τον ΓιαχβÝ, Ýνας Üγριος κοιτÜ τον Þλιο με τον ßδιο τρüπο που ο χριστιανüς κοιτÜ το Χριστü. Γιατß Üραγε, καλÞ μου κυρßα; Γιατß κεραυνüς και ΓιαχβÝ, Þλιος και Χριστüς, εßναι διαφορετικÜ σýμβολα του ßδιου πρÜγματος. Ζοýμε σ' αυτü τον κüσμο των συμβüλων, στον ßδιο σκοτεινü και φωτεινü ναü -ορατü σκüτος, τρüπος του λÝγειν- και κÜθε σýμβολο εßναι αλÞθεια που μπορεß να υποκαταστÞσει την αλÞθεια þσπου χρüνος και συνθÞκες αποκαταστÞσουν τη πραγματικÞ αλÞθεια. Διαφθεßρω αλλÜ φωτßζω. Εßμαι το Λαμπρü ¢στρο του Πρωινοý -φρÜση που χρησιμοποιÞθηκε Þδη δýο φορÝς, üχι αυθαßρετα Þ αδικαιολüγητα, για κÜποιον Üλλο που δε μου μοιÜζει».
-«Ο Üντρας μου εßπε κÜποτε üτι ο Χριστüς εßναι το σýμβολο του Þλιου...»
-«Ναι, καλÞ μου κυρßα. Και γιατß να μην αληθεýει το αντßθετο -üτι δηλαδÞ ο Þλιος εßναι το σýμβολο του Χριστοý»;
-«Μα üλα τα λÝτε ανÜποδα...»
-«Αυτü εßναι το καθÞκον μου, κυρßα μου. Δεν εßμαι üπως Ýλεγε ο Γκαßτε, το πνεýμα που αρνεßται, αλλÜ το πνεýμα που εναντιþνεται».
-«Το να εναντιþνεται κανεßς εßναι κακü πρÜγμα...»
-«Να εναντιþνεται σε πρÜξεις, ναι... Να εναντιþνεται σε ιδÝες, üχι».
-«Και γιατß»;
-«Γιατß με το να εναντιþνεται κανεßς σε πρÜξεις, ακüμη κι αν εßναι κακÝς,
παρεμποδßζει την περιστροφÞ του κüσμου, που εßναι δρÜση. ΑλλÜ να εναντιωνüμαστε σε ιδÝες Ýχει αποτÝλεσμα αυτÝς να μας εγκαταλεßπουν και να πÝφτουμε στην απογοÞτευση κι απü εκεß στο üνειρο και συνεπþς να ανÞκουμε στον κüσμο. ΚαλÞ μου κυρßα, υπÜρχουν, üσον αφορÜ τον κüσμο αυτü, τρεις διαφορετικÝς θεωρßες: üτι üλα εßναι Ýργο της Τýχης, üτι üλα εßναι Ýργο του Θεοý κι üτι üλα εßναι Ýργο διαφορετικþν πραγμÜτων συνδυασμÝνων Þ αλληλοδιασταυροýμενων. Σκεφτüμαστε γενικÜ σýμφωνα με την ευαισθησßα μας και γι' αυτü τα πÜντα ανÜγονται σ' Ýνα πρüβλημα διÜκρισης ανÜμεσα στο καλü και το κακü. Εδþ και πολý καιρü με συκοφαντοýν εξαιτßας αυτÞς της ερμηνεßας. Φαßνεται üτι κανεßς μÝχρι τþρα δεν Ýχει σκεφτεß πως οι σχÝσεις μεταξý των πραγμÜτων -αν υποθÝσουμε πως υπÜρχουνε πρÜγματα και σχÝσεις- εßναι υπερβολικÜ πολýπλοκες þστε να μπορεß να τις εξηγÞσει κÜποιος θεüς Þ διÜβολος Þ κι οι δυο μαζß. Εßμαι ο σεληνιακüς κýριος üλων των ονεßρων, ο αρχιμουσικüς üλων των σιωπþν. ΘυμÜστε τι σκÝπτεστε üταν, ολομüναχη, βρßσκεστε μπρος σ' Ýνα απÝραντο τοπßο με δÝντρα και φεγγαρüφωτο; Δε θυμÜστε, γιατß σκεπτüσαστε εμÝνα, αλλÜ οφεßλω να σας το πω: στη πραγματικüτητα δεν υπÜρχω. Αν υπÜρχει κÜτι, δε το γνωρßζω. Οι ακαθüριστοι πüθοι, οι μÜταιες επιθυμßες, η αποστροφÞ της καθημερινüτητας ακüμη κι üταν μας αρÝσει, η πλÞξη αυτοý που δε προκαλεß πλÞξη -üλα αυτÜ εßναι δικü μου Ýργο που το δημιουργþ üταν, ξαπλωμÝνος στην üχθη των μεγÜλων ποταμþν της αβýσσου, σκÝφτομαι πως οýτε κι εγþ δε ξÝρω τßποτα. Τüτε η σκÝψη μου κατεβαßνει, ακαθüριστη ακτινοβολßα, στις ψυχÝς των ανθρþπων, κι εκεßνοι αισθÜνονται διαφορετικοß απü αυτü που εßναι. Εßμαι ο αιþνιος Διαφορετικüς, ο αιþνιος Αναβληθεßς, ο αιþνιος ΠλεονÜζων της Αβýσσου. ΒρÝθηκα Ýξω απü τη Δημιουργßα. Εßμαι ο Θεüς των κüσμων που υπÞρξανε πριν απü τον Κüσμο -των βασιλιÜδων του Εδþμ που βασßλεψαν ανÜξια πριν απü τον ΙσραÞλ. Η παρουσßα μου στον κüσμο αυτüν εßναι η παρουσßα κεßνου ποýρθε απρüσκλητος. Κουβαλþ μνÞμες πραγμÜτων που δε κατüρθωσαν να υπÜρξουν αλλÜ που προορßζονταν να υπÜρξουν. (Τüτε το πρüσωπο δε κοßταζε το πρüσωπο, οýτε υπÞρχε ισορροπßα.) Ωστüσο η αλÞθεια εßναι üτι δεν υπÜρχω οýτε εγþ, οýτε τßποτε Üλλο. ¼λο αυτü το σýμπαν κι üλα τα Üλλα σýμπαντα, με τους διαφορετικοýς Δημιουργοýς τους και τους διαφορετικοýς ΣατανÜδες τους -λιγüτερο Þ περισσüτερο τÝλειους κι εκπαιδευμÝνους- εßναι κενÜ μÝσα στο κενü, ανυπαρξßες που περιφÝρονται, δορυφüροι στην ανþφελη τροχιÜ του τßποτα. Δε μιλþ μαζß σας αλλÜ με το γιο σας...»
-«Δεν Ýχω γιο... ΔηλαδÞ πρüκειται να αποκτÞσω σε Ýξι μÞνες, πρþτα ο Θεüς...»
-«Μ' αυτüν μιλÜω... Σε Ýξι μÞνες; Τι εßδους Ýξι μÞνες»;
-«Τι εßδους; ¸ξι μÞνες...»
-«¸ξι ηλιακοýς μÞνες; Ναι, βÝβαια. ΑλλÜ η εγκυμοσýνη υπολογßζεται σε σεληνιακοýς μÞνες κι εγþ δε μπορþ να υπολογßζω παρÜ μüνο με μÞνες της ΣελÞνης, που εßναι η κüρη μου, δηλαδÞ το πρüσωπü μου καθρεφτισμÝνο στα ýδατα του χÜους. Η εγκυμοσýνη κι üλες οι Üλλες βρομιÝς της γης, δε μου λÝνε τßποτα και δε ξÝρω με ποιο δικαßωμα μετρÜν αυτÜ τα πρÜγματα με τους νüμους της ΣελÞνης που εγþ Ýδωσα. Γιατß δε βρÞκανε τßποτε Üλλο; Γιατß ο Παντοδýναμος εßχε ανÜγκη απü το Ýργο μου; Απü την αρχÞ του κüσμου με βρßζουν και με συκοφαντοýν. Οι ßδιοι οι ποιητÝς -εκ φýσεως φßλοι μου- που με υπερασπßζονται, δεν με υπερασπßστηκαν αρκετÜ. ΚÜποιος -Ýνας ¢γγλος ονüματι Μßλτον- μ' Ýκανε να χÜσω, μαζß με τους οπαδοýς μου, μιαν απροσδιüριστη μÜχη που ποτÝ δε δüθηκε. ¢λλος πÜλι -Ýνας Γερμανüς ονüματι Γκαßτε- μου Ýδωσε το ρüλο του προξενητÞ σε μια χωριÜτικη τραγωδßα. ΑλλÜ εγþ δεν εßμαι αυτü που νομßζουν. Οι Εκκλησßες με μισοýν. Οι πιστοß τρÝμουν στο üνομÜ μου. ΑλλÜ εßτε το θÝλουν εßτε üχι, Ýχω Ýνα ρüλο στο κüσμο. Δεν εßμαι οýτε ο επαναστατημÝνος εναντßον του Θεοý, οýτε το πνεýμα που αρνεßται. Εßμαι ο Θεüς της Φαντασßας απολωλþς γιατß δε δημιουργþ. Εξαιτßας μου, üταν Þσουν παιδοýλα, Ýβλεπες αυτÜ τα üνειρα που μοιÜζουν με παιχνßδια. Εξαιτßας μου γυναßκα πια, αγκÜλιαζες τη νýχτα τους πρßγκιπες και τους ισχυροýς που κοιμοýνται στα βÜθη αυτþν των ονεßρων. Εßμαι το Πνεýμα που δημιουργεß χωρßς να δημιουργεß, που η φωνÞ του εßναι καπνüς κι η ψυχÞ του Ýνα λÜθος. Ο Θεüς με δημιοýργησε για να τον μιμοýμαι τη νýχτα. Αυτüς εßναι ο ¹λιος, εγþ εßμαι η ΣελÞνη. Το φως μου αιωρεßται πÜνω απü το καθετß που εßναι μÜταιο Þ ψεýτικο, φωσφορισμοýς, üχθες ποταμþν, Ýλη και σκιÝς. Ποιüς Üντρας ακοýμπησε στα στÞθη σου αυτü το χÝρι που εßναι το δικü μου; Σοýδωσαν ποτÝ φιλß ßδιο με το δικü μου; ¼ταν τα ζεστÜ μακρüσυρτα απογεýματα ονειρευüσουν τüσο βαθιÜ που Þτανε σα να ονειρευüσουνα πως ονειρεýεσαι, δεν εßδες να περνÜ στο βÜθος των ονεßρων σου μια ακαθüριστη, φευγαλÝα σιλουÝτα που θα σου χÜριζε κÜθε ευτυχßα, που θα σε φιλοýσε ατελεßωτα; ¹μουν εγþ. Εßμαι εγþ. Εßμαι αυτüς που πÜντα Ýψαχνες και που δε θα μπορÝσεις να βρεις ποτÝ. ºσως στα απροσμÝτρητα βÜθη της αβýσσου ο ßδιος ο Θεüς με ψÜχνει για να τον συμπληρþσω, αλλÜ η κατÜρα του Γηραιüτερου Θεοý -του Κρüνου του ΓιαχβÝ- αιωρεßται πÜνω του και πÜνω μου, μας χωρßζει ενþ θα Ýπρεπε να μας ενþνει, þστε η ζωÞ κι αυτü που επιθυμοýμε απü αυτÞ νÜναι Ýνα και το αυτü. Το δαχτυλßδι που φορÜς κι αγαπÜς, η χαρÜ μιας ακαθüριστης σκÝψης, το üτι αισθÜνεσαι καλÜ στο καθρÝφτη üπου κοιτÜζεσαι -μην Ýχεις ψευδαισθÞσεις: δεν εßσαι εσý, εßμαι εγþ. Εγþ εßμαι που δÝνω üλες τις κορδÝλες που διακοσμοýμε τα πρÜγματα, που διαλÝγω τα χρþματα που τα στολßζουν. Με ü,τι δεν αξßζει να υπÜρχει κÜνω την επικρÜτειÜ μου και το βασßλειü μου, εßμαι ο απüλυτος κýριος του διÜκενου και του διÜμεσου, αυτοý που στη ζωÞ δεν εßναι ζωÞ. Η νýχτα εßναι το βασßλειü μου και το üνειρο η επικρÜτειÜ μου. ¼,τι δεν Ýχει βÜρος Þ μÝτρο μοý ανÞκει. Τα ßδια προβλÞματα που βασανßζουν τους ανθρþπους βασανßζουν και τους Θεοýς. ¼,τι υπÜρχει κÜτω εßναι ßδιο μ' αυτü που υπÜρχει πÜνω, λÝει ο ΤρισμÝγιστος ΕρμÞς, ο οποßος, üπως üλοι οι ιδρυτÝς θρησκειþν, δε παρÝλειψε τßποτα εκτüς απü το να υπÜρχει. Πüσες φορÝς ο Θεüς δεν μου εßπε, παραθÝτοντας τη φρÜση του ΑντÝρο ντε ΚεντÜλ (Σημ: Antero de Quental: ΠορτογÜλος ποιητÞς (1842-1891) οτον οποßο αναφÝρεται συχνÜ ο Πεσσüα): "ΩιμÝ, ποιος εßμαι εγþ;"
«Το καθετß εßναι σýμβολο και παλινδρüμηση κι εμεßς που εßμαστε θεοß, δεν Ýχουμε τßποτα περισσüτερο απü Ýναν υψηλüτερο βαθμü σ' Ýνα ΤÜγμα üπου δε γνωρßζουμε ποιοι εßναι οι Ανþτεροι ¢γνωστοι. Ο Θεüς, ποýναι δεýτερος στη σειρÜ στο φανερü ΤÜγμα, δε μου λÝει ποιος εßναι ο αρχηγüς του ΤÜγματος, ο μüνος που γνωρßζει -αν γνωρßζει- τους Μυστικοýς Αρχηγοýς. Πüσες φορÝς ο Θεüς δε μοýπε: "ΑδελφÝ μου δε ξÝρω ποιος εßμαι".
«¸χετε το πλεονÝκτημα να εßστε Üνθρωποι και μερικÝς φορÝς πιστεýω απü τα βÜθη της κοýρασης μου απ' üλες αυτÝς τις αβýσσους üτι πιüτερο αξßζει η γαλÞνη κι η ειρÞνη μιας οικογενειακÞς βραδιÜς δßπλα στο τζÜκι απ' üλη αυτÞ τη μεταφυσικÞ των μυστηρßων που εμεßς, θεοß και Üγγελοι, εßμαστε καταδικασμÝνοι απü τη φýση μας. ¼ταν κÜποιες φορÝς σκýβω πÜνω απ' το κüσμο, βλÝπω μακριÜ να πλησιÜζουν στο λιμÜνι Þ να απομακρýνονται τα πανιÜ απü τα πλεοýμενα των ψαρÜδων κι η καρδιÜ μου νιþθει τη φανταστικÞ νοσταλγßα μιας χþρας που ποτÝ δε γνþρισε. ΜακÜριοι üσοι κοιμοýνται, στη ζωþδη ζωÞ τους -Ýνα ιδιÜζον σýστημα ψυχÞς, μεταμφιεσμÝνο σε ποßηση κι εικονογραφημÝνο με λÝξεις».
-«ΑυτÞ η συζÞτηση υπÞρξε πολý ενδιαφÝρουσα...»
-«ΑυτÞ η συζÞτηση εßπατε, κυρßα μου; ΑλλÜ αυτÞ η συζÞτηση, ακüμη κι αν εßναι ßσως το σημαντικüτερο γεγονüς της ζωÞς σας, δε πραγματοποιÞθηκε ποτÝ. Πρþτον, εßναι γνωστü σε üλους üτι δεν υπÜρχω. Δεýτερον, σýμφωνα με τη γνþμη των θεολüγων, που με αποκαλοýνε ΔιÜβολο και των ελεýθερων στοχαστþν, που με αποκαλοýν αντßδραση, καμιÜ συζÞτηση μαζß μου δε μπορεß να εßναι ενδιαφÝρουσα. Κυρßα μου, εßμαι Ýνας ταπεινüς μýθος και, το χειρüτερο, Ýνας ακßνδυνος μýθος. Το μüνο που με παρηγορεß εßναι το γεγονüς üτι το σýμπαν -ναι, αυτü το πρÜγμα που βρßθει διαφüρων μορφþν φωτüς και ζωÞς- εßναι επßσης μýθος. Μου εßπαν üτι üλα αυτÜ τα πρÜγματα μποροýν να διαλευκανθοýν υπü το φως της ΚαβÜλλα και της Θεοσοφßας, αλλÜ πρüκειται για θÝματα που δε γνωρßζω καθüλου. Κι ο Θεüς, με τον οποßο κÜποτε μßλησα γι' αυτÜ, μου εßπε üτι οýτε κι αυτüς τα καταλÜβαινε καλÜ, γιατß πρüκειται για μυστÞρια που βρßσκονται στην αποκλειστικÞ κατοχÞ των μεγÜλων μυημÝνων της Γης -που, απ' ü,τι Ýχω διαβÜσει σε βιβλßα κι εφημερßδες, εßναι κι Þταν ανÝκαθεν πολλοß. Εδþ σ' αυτÝς τις ανþτερες σφαßρες απ' üπου δημιουργÞθηκε και πÞρε μορφÞ ο κüσμος, εμεßς, για να εßμαστε ειλικρινεßς, δε καταλαβαßνουμε τßποτα. Σκýβω καμιÜ φορÜ πÜνω απü την απÝραντη γη, ξαπλωμÝνος στην Üκρη του υψιπÝδου που δεσπüζει των πÜντων -του υψιπÝδου του ¼ρους του Ερεδþμ üπως Üκουσα να το λÝνε- και κÜθε φορÜ που σκýβω βλÝπω νÝες θρησκεßες, νÝες ανþτερες μυÞσεις, νÝες μορφÝς, üλες αντιφατικÝς, της αιþνιας αλÞθειας που οýτε ο Θεüς δε γνωρßζει. Σας ομολογþ üτι εßμαι κουρασμÝνος απ' το Σýμπαν. Τüσον ο Θεüς üσο κι εγþ θα βυθιζüμασταν ευχαρßστως σ' Ýναν ýπνο που θα μας απελευθÝρωνε απü τις θεúκÝς μας υποχρεþσεις, τις οποßες δεν ξÝρουμε πþς τις αναλÜβαμε. ¼λα εßναι πιο μυστηριþδη απ' ü,τι νομßζουμε, κι üλα αυτÜ εδþ -ο Θεüς, το Σýμπαν κι εγþ- δεν εßναι παρÜ Ýνα ψεýτικο κομμÜτι της απρüσιτης αλÞθειας».
-«Δε φαντÜζεστε πüσο εκτιμþ τη κουβÝντα σας. ΠοτÝ δεν μου Ýχουν μιλÞσει Ýτσι».
Εßχανε βγει στο δρüμο που λοýζονταν στο φεγγαρüφωτο.
Εκεßνη δεν το πρüσεξε.
¸μεινε για λßγο σιωπηλÞ.
-«ΑλλÜ, ξÝρετε -εßναι περßεργο- αλÞθεια, ξÝρετε τελικÜ τι νιþθω»;
-«Τι;» ρþτησε ο ΔιÜβολος.
Γýρισε και τον κοßταξε με τα μÜτια της γεμÜτα δÜκρυα.
-«Νιþθω μεγÜλη λýπη για σας».
Μια Ýκφραση αγωνßας, που κανεßς δεν θα πßστευε πως θα μποροýσε να υπÜρξει, φÜνηκε στο πρüσωπο και τα μÜτια του Üντρα με τα κüκκινα. ¢φησε ξαφνικÜ να πÝσει το μπρÜτσο που αγκÜλιαζε το δικü της. Εκεßνη Ýκανε κÜποια βÞματα, αμÞχανη. Κατüπιν γýρισε πßσω για να πει κÜτι -δεν Þξερε τι, γιατß δεν εßχε καταλÜβει τßποτα- να ζητÞσει συγγνþμη για τη θλßψη που αισθÜνθηκε üτι εßχε προκαλÝσει. ¸μεινε Ýκπληκτη. ¹ταν ολομüναχη. Ναι, Þταν ο δρüμος της, το τÝλος του δρüμου της, αλλÜ εκτüς απü την ßδια δεν υπÞρχε κανεßς Üλλος. Οι λαμπρÝς ακτßνες του φεγγαριοý φþτιζαν üχι την Ýξοδο του τρÝνου, αλλÜ τις δυο κλειστÝς πüρτες του γνωστοý σιδερÜδικου. ¼χι, εκτüς απü την ßδια δεν υπÞρχε κανεßς. ¹ταν ο δρüμος της μÝρας ιδωμÝνος τη νýχτα. Αντß για τον Þλιο, το φεγγαρüφωτο -τßποτε Üλλο. ¸να φυσιολογικü φεγγαρüφωτο, πολý φωτεινü, που δεν επηρÝαζε σε τßποτα τη συνηθισμÝνη üψη σπιτιþν και δρüμων. Το αιþνιο φεγγαρüφωτο κι εκεßνη προχþρησε προς το σπßτι της.
-«Γýρισα με κÜποιους γνωστοýς. ¸ρχονταν κι αυτοß προς τα εδþ...»
-«Και πþς Þρθες; Με τα πüδια»;
-«¼χι. Με αυτοκßνητο».
-«ΑλÞθεια! Δεν Üκουσα τßποτα».
-«Δε με φÝραν ως τη πüρτα», εßπε κεßνη χωρßς δισταγμü. «Με Üφησαν στη γωνßα. Εγþ τους ζÞτησα να μη με συνοδÝψουν μÝχρι εδþ, γιατß Þθελα να περπατÞσω αυτü το μικρü κομμÜτι του δρüμου μ' Ýνα τüσο ωραßο φεγγαρüφωτο. Εßναι τüσο ωραßο! ΠÜω να ξαπλþσω. Καληνýχτα...»
Και βγÞκε αλλÜ χωρßς να τον φιλÞσει -χωρßς να του δþσει το συνηθισμÝνο φιλß που δε ξÝρουμε, üταν το δßνουμε, αν εßναι συνÞθεια Þ φιλß.
Κανεßς τους δε πρüσεξε üτι δεν εßχανε φιληθεß.
Το παιδß, Ýνα αγüρι που γεννÞθηκε πÝντε μÞνες αργüτερα, αποδεßχτηκε στη πορεßα του χρüνου γενικÜ και στην εξÝλιξη της ανÜπτυξης του ειδικþς, πολý ευφυÝς. ¼ταν πια Ýγινε Üντρας φÜνηκε πþς Þτανε ταλÝντο, μπορεß κι ιδιοφυÀα, που Þταν μÜλλον αλÞθεια, αν και μüνον ορισμÝνοι κριτικοß τÜσσονταν υπÝρ αυτÞς της Üποψης. ¸νας αστρολüγος που Ýκανε το ωροσκüπιü του, εßπε πως εßχε ωροσκüπο Καρκßνο και πλανÞτη το Κρüνο.
-«Πες μου κÜτι, μητÝρα... ΛÝγεται üτι ορισμÝνες μνÞμες της μητÝρας μποροýν να περÜσουνε στο παιδß. ΥπÜρχει κÜτι που εμφανßζεται διαρκþς στα üνειρÜ μου και δε μπορþ να το συσχετßσω με κÜτι που να μου Ýχει συμβεß. Εßναι η ανÜμνηση ενüς παρÜξενου ταξιδιοý, üπου εμφανßζεται Ýνας Üντρας με κüκκινα που μιλÜ συνεχþς. Πρþτα βλÝπω Ýνα αυτοκßνητο, ýστερα Ýνα τρÝνο και σ' αυτü το ταξßδι με το τρÝνο περνÜμε απü Ýνα γεφýρι πολý ψηλü, που μοιÜζει να δεσπüζει üλης της γης. ¾στερα βλÝπω μιαν Üβυσσο και μια φωνÞ που μιλÜ για πολλÜ πρÜγματα, που, αν τα καταλÜβαινα, θα μÜθαινα ßσως την αλÞθεια. ΜετÜ βγαßνουμε στο φως, ναι, στο φεγγαρüφωτο, σα να βγαßναμε απü Ýνα υπüγειο, και νÜμαστε ακριβþς εδþ στο τÝλος του δρüμου... Α, αλÞθεια, στο τÝλος Þ στην αρχÞ αυτÞς της ιστορßας βλÝπω κÜτι σα χορü Þ γιορτÞ, üπου εμφανßζεται αυτüς ο Üντρας με τα κüκκινα...»
Η Μαρßα ακοýμπησε το εργüχειρο στα γüνατÜ της. Και γυρνþντας προς την Αντüνια, εßπε:
-«Τι διασκεδαστικÞ ιστορßα! Προφανþς üλο αυτü με τα τρÝνα και τα αυτοκßνητα και τα λοιπÜ εßναι üνειρο, αλλÜ, πρÜγματι, υπÜρχει Ýνα μÝρος αλÞθειας... Εßναι ο χορüς στη ΓαλÜζια ΛÝσχη, τις Απüκριες, εδþ και πολλÜ χρüνια -ναι, πÝντε, Ýξι μÞνες πριν απü τη γÝννησÞ του. ΘυμÜσαι; Χüρευα μ' Ýναν νεαρü που Þταν ντυμÝνος ΜεφιστοφελÞς κι ýστερα με πÞγατε σπßτι με το αυτοκßνητü σας κι εγþ κατÝβηκα στο τÝλος του δρüμου (εκεß που λÝει üτι βγÞκε απü την Üβυσσο...)»
-«ΑγαπητÞ μου, θυμÜμαι πολý καλÜ... ΘÝλαμε να σε πÜμε μÝχρι τη πüρτα του σπιτιοý σου εδþ κι εσý δεν Þθελες. Εßπες üτι Þθελες να περπατÞσεις αυτü το κομματÜκι του δρüμου κÜτω απü το φεγγαρüφωτο...»
-«Ακριβþς... ΑλλÜ, γιε μου, εßναι αστεßο να φαντÜστηκες ορισμÝνα πρÜγματα που εßμαι σßγουρη üτι δε σου τα διηγÞθηκα ποτÝ. ΦυσικÜ, δεν Ýχουν καμιÜ σημασßα...Τι παρÜξενο πρÜγμα που εßναι τα üνειρα! Πþς εßναι δυνατüν να εφεýρει κανεßς μια ιστορßα στην οποßα υπÜρχουν αληθινÜ στοιχεßα -και που ο ßδιος ο ενδιαφερüμενος δε θα μποροýσε να τα φανταστεß- και τüσες μεγÜλες ανοησßες üπως το τρÝνο, το γεφýρι και το υπüγειο»;
ΑχÜριστη ανθρωπüτητα! Αυτü εßναι το ευχαριστþ της προς το ΔιÜβολο!
---------------
Δεν Εßμαι Τßποτα
Δεν εßμαι τßποτα.
ΠοτÝ δεν θα ‘μαι τßποτα.
Δεν μπορþ να θÝλω να ‘μαι τßποτα.
ΠÝρα απ’ αυτü, Ýχω μÝσα μου τα üνειρα του κüσμου üλου.
ΠαρÜθυρα της κÜμαρÜς μου,
Μιας κÜμαρας, στα εκατομμýρια του κüσμου, που κανεßς δεν γνωρßζει ποιÜ εßναι,
(Κι αν την Þξεραν, τι θα Þξεραν;),
που βλÝπει στο μυστÞριο ενüς δρüμου γεμÜτου περαστικοýς.
Σ’ Ýνα δρüμο απροσπÝλαστο για üλες μου τις σκÝψεις.
Πραγματικü, απßθανα πραγματικü, βÝβαια, αβÝβαια βÝβαιο.
Με το μυστÞριο των πραγμÜτων κÜτω απü τις πÝτρες και τα üντα,
Με τον θÜνατο που υγραßνει τους τοßχους και ασπρßζει τα μαλλιÜ των ανθρþπων.
Με το ΠεπρωμÝνο που σÝρνει την Üμαξα των πÜντων, μÝσα απü το δρüμο του τßποτα.
ΣÞμερα εßμαι ηττημÝνος, λες και γνþρισα την αλÞθεια.
ΣÞμερα εßμαι διαυγÞς, λες και πρüκειται να πεθÜνω.
Λες και η επαφÞ μου με τα πρÜγματα δεν Þταν μεγαλýτερη
απ’ το να πω Ýνα αντßο, αυτü το σπßτι κι αυτÞ η γωνιÜ του δρüμου να γßνονται
μια σειρÜ απü βαγüνια, που αναχωροýν στο Üκουσμα μιας σφυρßχτρας
που αντηχεß μÝσα απ’ το κεφÜλι μου,
και Ýνα τßναγμα των νεýρων κι Ýνα ρÜγισμα των οστþν καθþς πηγαßνουν.
ΣÞμερα εßμαι συγχυσμÝνος, σαν κÜποιος που αναρωτÞθηκε, ανακÜλυψε και ξÝχασε.
ΣÞμερα εßμαι διχασμÝνος ανÜμεσα στην πßστη μου,
στην εξωτερικÞ πραγματικüτητα του Καπνοπωλεßου στην Üλλη Üκρη του δρüμου
και στην εσωτερικÞ αλÞθεια του αισθÞματüς μου, πως üλα δεν εßναι παρÜ Ýνα üνειρο. ΑπÝτυχα σε üλα.
Μη Ýχοντας κανÝναν σκοπü, ßσως πρÜγματι üλα να Þταν Ýνα τßποτα.
Γνωρßζοντας τι Ýχω,
γλßστρησα απü το παρÜθυρο στο πßσω μÝρος του σπιτιοý,
κι ýστερα ξεχýθηκα στον κÜμπο με προσδοκßες μεγÜλες,
αλλÜ δεν βρÞκα παρÜ δÝντρα και χüρτα,
κι üταν υπÞρχαν Üνθρωποι δεν Þταν παρÜ ßδιοι μ’ üλους τους Üλλους.
Απομακρýνομαι μ’ Ýνα βÞμα απ’ το παρÜθυρο και κÜθομαι στην καρÝκλα. Τι πρÝπει να σκεφτþ τþρα;
Πþς να ξÝρω ποιüς θα γßνω, εγþ που δεν γνωρßζω ποιüς εßμαι;
Να γßνω αυτüς που πιστεýω πως εßμαι; ΑλλÜ πιστεýω τüσα πρÜγματα!
Κι υπÜρχουν τüσοι που νομßζουν πως εßναι το ßδιο ακριβþς πρÜγμα – δεν γßνεται!
ΙδιοφυÞς; ΑυτÞ τη στιγμÞ,
Εκατü χιλιÜδες εγκÝφαλοι ονειρεýονται πως εßναι ιδιοφυεßς, üπως κι εγþ,
Κι η ιστορßα δεν θα καταγρÜψει, ποιüς ξÝρει;, οýτε Ýναν,
και τßποτα παρÜ κοπριÜ δεν θα απομεßνει απü τις μελλοντικÝς τους επιτυχßες.
¼χι, δεν πιστεýω σ’ εμÝνα.
Σε κÜθε τρελοκομεßο, υπÜρχουν διαταραγμÝνοι τρελοß με τüσες πολλÝς βεβαιüτητες!
Εγþ, που δεν Ýχω καμßα βεβαιüτητα, εßμαι περισσüτερο Þ λιγüτερο εχÝφρων;
¼χι, οýτε καν σ’ εμÝνα.
Σε πüσες σοφßτες και μη-σοφßτες στον κüσμο,
δεν υπÜρχουν αιθεροβÜμονες της ευφυÀας;
Πüσες εμπνεýσεις υψηλÝς και ευγενεßς και διαυγεßς
– ναι, αληθινÜ υψηλÝς, ευγενεßς και διαυγεßς –
Και, ποιüς ξÝρει, ßσως εφικτÝς,
δεν θα αντικρßσουν ποτÝ το φως του αληθινοý Þλιου, μÞτε θα ακουστοýν απü ανθρþπινα αυτιÜ;
Ο κüσμος εßναι γι’ αυτοýς που γεννÞθηκαν να τον κατακτÞσουν,
κι üχι γι’ αυτοýς που ονειρεýονται πως το μποροýν – ακüμη κι αν Ýχουν δßκιο.
Ονειρεýτηκα περισσüτερο απ’ üσο κατüρθωσε ο ΝαπολÝων,
¢νοιξα την καρδιÜ μου στην ανθρωπüτητα περισσüτερο απ’ τον Χριστü.
ΣυνÝγραψα κρυφÜ φιλοσοφßες που κανÝνας Καντ δεν κατÜφερε να γρÜψει.
ΑλλÜ εßμαι, κι ßσως να εßμαι και για πÜντα, αυτüς που βρßσκεται στη σοφßτα,
ακüμα κι αν δεν ζω σε μιÜ.
Θα εßμαι πÜντα εκεßνος που δεν γεννÞθηκε γι’ αυτü.
Θα εßμαι πÜντα εκεßνος που εßχε προσüντα.
Θα εßμαι πÜντα εκεßνος που περßμενε ν’ ανοßξει μια πüρτα σ’ Ýναν τοßχο δßχως πüρτες.
Και τραγοýδησε το τραγοýδι του απεßρου σ’ Ýνα κοτÝτσι.
Κι Üκουσε τη φωνÞ του Θεοý σ’ Ýνα κλεισμÝνο πηγÜδι.
Να πιστÝψω σ’ εμÝνα; ¼χι, κι οýτε σε τßποτε Üλλο.
Ας Ýλθει η Φýση να χýσει πÜνω απü το ζεστü μου κεφÜλι,
τον Þλιο της, τη βροχÞ της, τον Üνεμο που μου χαúδεýει τα μαλλιÜ.
Και τα υπüλοιπα που ßσως Ýρθουν, αν Ýρθουν, αν πρÝπει να Ýρθουν, Þ αν δεν πρÝπει,
ας τα κÜνει σκλÜβους των αστεριþν.
Κατακτοýμε τον κüσμο, πριν ακüμα σηκωθοýμε απ’ το κρεβÜτι,
ΑλλÜ ξυπνÜμε και εßναι αδιαφανÞς,
Σηκωνüμαστε και εßναι ξÝνος,
Βγαßνουμε απü το σπßτι και εßναι ολüκληρη η Γη,
κι ακüμα το ηλιακü σýστημα, ο Γαλαξßας και το ¢πειρο.
(ΦÜε σοκολÜτες, μικρÞ
ΦÜε σοκολÜτες! ΠßστεψÝ με, πÝρα απ’ τις σοκολÜτες, δεν υπÜρχει Üλλη μεταφυσικÞ στον κüσμο.
ΠßστεψÝ με, üλες οι θρησκεßες μαζß δεν σε διδÜσκουν περισσüτερα απü Ýνα ζαχαροπλαστεßο.
ΦÜε, βρþμικη μικρÞ, φÜε!
ΜακÜρι να μποροýσα να φÜω κι εγþ σοκολÜτες με τüση ειλικρßνεια üση κι εσý!
ΑλλÜ σκÝφτομαι, ξετυλßγοντας το ασημÝνιο περιτýλιγμα καμωμÝνο απü κασσßτερο,
Το πετÜω στο Ýδαφος, üπως Ýκανα και με τη ζωÞ μου.)
ΤουλÜχιστον μÝνει απü τη νοσταλγßα αυτοý που ποτÝ δεν θα εßμαι,
Η βιαστικÞ καλλιγραφßα αυτþν των στßχων,
¸να μπαλκüνι που αγναντεýει το Αδýνατο.
ΤουλÜχιστον μοý μÝνει για μÝνα μια περιφρüνηση δßχως δÜκρυα,
ΕυγενÞς τουλÜχιστον στην μεγαλειþδη χειρονομßα μου,
πετÜω τα Üπλυτα που εßμαι εγþ στο πλυντÞριο, και στην πορεßα των πραγμÜτων,
μÝνω στο σπßτι χωρßς πουκÜμισο.
(Εσý που εφησυχÜζεις, που δεν υπÜρχεις και γι’ αυτü εφησυχÜζεις,
Εßτε ελληνßδα θÝα, που τη μορφÞ σου συνÝλαβαν σαν ζωντανü Üγαλμα,
¹ αλλιþς ρωμαßε πατρßκιε, αδýνατα ευγενÞ και επιβλαβÞ,
¹ πριγκßπισσα που σε τραγουδοýν οι τροβαδοýροι, η πιο πολýχρωμη και γοητευτικÞ,
¹ μαρκησßα του 18ου, ψηλομýτα και απüμακρη,
¹ διÜσημη κοκüτα των χρüνων των γονιþν μας,
¹ σýγχρονη – ειλικρινÜ δεν ξÝρω τι –
¼λο αυτü, ü,τι κι αν εßναι, δþσε την ÝμπνευσÞ σου!
Η καρδιÜ μου εßναι Ýνας αναποδογυρισμÝνος κÜδος.
¼πως αυτοß που καλοýν πνεýματα, καλοýν πνεýματα – καλþ
εμÝνα και δεν βρßσκω τßποτα.
Πηγαßνω στο παρÜθυρο και παρατηρþ τον δρüμο με απüλυτη ακρßβεια.
ΒλÝπω τα μαγαζιÜ, τους διαβÜτες, τις Üμαξες που περνοýν,
ΒλÝπω τα ενδεδυμÝνα Ýμβια üντα να διασταυρþνονται
ΒλÝπω τα σκυλιÜ που υπÜρχουν εξßσου
Και üλο αυτü με βαραßνει σαν μια καταδßκη στην εξορßα,
Και üλο αυτü εßναι ξÝνο, üπως και üλα.)
¸ζησα, σποýδασα, αγÜπησα κι ακüμα πßστεψα,
Και σÞμερα, δεν υπÜρχει ζητιÜνος που να μην τον ζηλεýω, απλÜ και μüνο γιατß δεν εßναι εγþ.
Στον καθÝναν διακρßνω τα κουρÝλια του, τις πληγÝς του, το ψÝμα,
Και σκÝφτομαι : ßσως ποτÝ δεν Ýζησες, οýτε σποýδασες, οýτε αγÜπησες, οýτε πßστεψες.
(Γιατß εßναι δυνατü να πλÜσεις üλων αυτþν την πραγματικüτητα, δßχως να κÜνεις τßποτα εξ’ αυτþν)
ºσως Ýχεις μüλις και μετÜ βßας υπÜρξει, σαν μια σαýρα που της Ýκοψαν την ουρÜ,
κι η ουρÜ της, αυτονομεßται απü τη σαýρα, σαλεýοντας με φρενßτιδα.
Αυτü που Ýκανα στον εαυτü μου, δεν το Þξερα.
Κι ü,τι μποροýσα να τον κÜνω, δεν το Ýκανα.
Το ντüμινο που φüρεσα Þταν ολüτελα λÜθος,
Με πÝρασαν απü μακριÜ για κÜποιον Üλλον, δεν το αρνÞθηκα και χÜθηκα.
Σαν θÝλησα να βγÜλω τη μÜσκα,
εßχε κολλÞσει στο πρüσωπü μου.
Κι üταν την Ýβγαλα και κοßταξα τον εαυτü μου στον καθρÝφτη,
Εßχα Þδη γερÜσει.
¹μουν μεθυσμÝνος, και δεν Þξερα πια πþς να φορÝσω το κοστοýμι το οποßο ποτÝ μου δεν εßχα βγÜλει.
ΠÝταξα μακριÜ τη μÜσκα και κοιμÞθηκα στο βεστιÜριο.
Σαν Ýνα σκυλß που το ανÝχεται η διεýθυνση
Γιατß εßναι Üκακο.
Και θα γρÜψω αυτÞν εδþ την ιστορßα για ν’ αποδεßξω πως εßμαι υπÝροχος.
ΜουσικÞ των Üχρηστων στßχων μου,
Μüνο να μποροýσα να σε δω σαν κÜτι που εßχα φτιÜξει,
αντß να συνεχßσω ν’ αντικρßζω το Καπνοπωλεßο στην Üλλη μεριÜ του δρüμου,
Η συνεßδηση της ýπαρξÞς μου που κουρνιÜζει στα πüδια μου,
Σαν Ýνας τÜπητας καμωμÝνος απü μεθýστακες,
¹ Ýνα χαλÜκι που Ýκλεψαν τσιγγÜνοι και δεν αξßζει τßποτα.
ΑλλÜ ο ΙδιοκτÞτης του Καπνοπωλεßου Þρθε στην πüρτα και στÝκεται εκεß.
Τον κοιτÜζω με την δυσφορßα ενüς μισογυρισμÝνου κεφαλιοý,
ΣυνδυασμÝνη με τη δυσφορßα μιας μισü-κενÞς ψυχÞς.
Θα πεθÜνει και θα πεθÜνω.
Θ’ αφÞσει το σημειωματÜριü του, θ’ αφÞσω τους στßχους μου.
Η επιγραφÞ του στο τÝλος θα πεθÜνει, üπως και τα ποιÞματÜ μου.
Και στο τÝλος θα πεθÜνει κι ο δρüμος üπου βρισκüταν αυτÞ η επιγραφÞ,
¼πως κι η γλþσσα στην οποßα γρÜφτηκαν τα ποιÞματα.
Κι ýστερα θα πεθÜνει κι ο στροβιλιζüμενος αυτüς πλανÞτης στον οποßον συνÝβησαν üλα αυτÜ.
Σε Üλλους δορυφüρους Üλλων συστημÜτων , κÜτι σαν Üνθρωποι,
Θα συνεχßσουν να φτιÜχνουν κÜτι-σαν-ποιÞματα, και να ζουν κÜτω απü κÜτι-σαν-
επιγραφÝς.
ΠÜντα το Ýνα πρÜγμα αντßκρυ στο Üλλο,
ΠÜντα το Ýνα πρÜγμα εξßσου Üχρηστο με το Üλλο,
ΠÜντα το αδýνατο τüσο ηλßθιο üσο η πραγματικüτητα,
ΠÜντα το μυστÞριο του βÜθους, τüσο αληθινü üσο η σκιÜ του μυστηρßου στην επιφÜνεια.
ΠÜντα αυτü Þ πÜντα το Üλλο, Þ οýτε το Ýνα, οýτε το Üλλο.
ΑλλÜ κÜποιος μπÞκε στο Καπνοπωλεßο (για ν’ αγορÜσει καπνü;)
Κι η υπαρκτÞ πραγματικüτητα ξαφνικÜ με κατακεραυνþνει.
Μισοσηκþνομαι στα πüδια μου – μ’ ενÝργεια, βÝβαιος για τον εαυτü μου, ανθρþπινος –
Και θα προσπαθÞσω να γρÜψω αυτοýς τους στßχους για να ισχυριστþ το αντßθετο.
ΑνÜβω Ýνα τσιγÜρο, καθþς σκÝφτομαι να τοýς γρÜψω.
Και σ’ αυτü το τσιγÜρο γεýομαι την απελευθÝρωσÞ μου απü κÜθε σκÝψη.
Ακολουθþ τον καπνü σαν να Þταν το δικü μου ßχνος.
Και απολαμβÜνω για μια ευαßσθητη και επαρκÞ στιγμÞ,
Την απελευθÝρωσÞ μου απü κÜθε εικασßα
Και την επßγνωση üτι οι μεταφυσικÝς εßναι η παρενÝργεια του να μην αισθÜνομαι καλÜ.
¸πειτα, αφÞνομαι πßσω στην καρÝκλα
Και συνεχßζω να καπνßζω.
¼σο μοý το επιτρÝπει το πεπρωμÝνο θα συνεχßζω να καπνßζω.
(Αν παντρευüμουν την κüρης της πλýστρας μου,
θα μποροýσα να εßμαι εφικτÜ ευτυχισμÝνος.)
ΔεδομÝνου αυτοý, σηκþνομαι και πηγαßνω προς το παρÜθυρο.
Ο Üντρας βγÞκε απ’ το καπνοπωλεßο (βÜζει τα ρÝστα στην τσÝπη του;)
Α, τον γνωρßζω: εßναι ο ΕστÝβες, δßχως μεταφυσικÝς.
(Ο Καπνοπþλης Þρθε στην πüρτα.)
Ορμþμενος θαρρεßς απü κÜποιο θεßο Ýνστικτο, ο ΕστÝβες γýρισε και με εßδε.
Με χαιρÝτησε, και φþναξα κι εγþ απü μακριÜ «Γεια σου, ΕστÝβες!
και το σýμπαν ανασυγκροτÞθηκε μÝσα μου, χωρßς ιδανικÜ Þ ελπßδα
κι ο Καπνοπþλης χαμογÝλασε...