|
|
Φανταστικό
Shaw George Bernard:
Εκδίκηση Σαν Από Θαύμα |
Βιογραφικό
Ο κορυφαίος Ιρλανδός δραματουργός γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1856 στο Δουβλίνο, από μικροαστική οικογένεια προτεσταντών. Πατέρας (George Carr Shaw, 1814-1885) αποτυχημένος έμπορος κι αλκοολικός, μητέρα (Lucinda Elizabeth Gurly 1830-1913), επαγγελματίας τραγουδίστρια, μαθήτρια του George Vandeleur Lee (Τζορτζ Βάντλερ Λη), δασκάλα φωνητικής. Στα 16 του, η μητέρα εγκατέλειψε τον άντρα της και μετακόμισε στο Λονδίνο κι έζησε μαζί με το Λη και τις 2 κόρες της, αδελφές του Σω, τη Lucinda Frances (1853-1920), τραγουδίστρια μουσικής κωμωδίας κι οπερέτας και την Elinor Agnes (1854-1876). Εκείνος παρέμεινε στο Δουβλίνο με τον πατέρα του για να τελειώσει το σχολείο, -απρόθυμος μαθητής- κι αργότερα εργάστηκε σαν υπάλληλος σ' ένα κτηματομεσιτικό γραφείο. Από τον αλκοολισμό του πατέρα, γιος κληρονόμησε ακριβώς την αντίθετη στάση, για όλη του τη ζωή. Έμεινε για να σπουδάσει, για λίγο στο Wesleyan Connexional School, σχολείο που ανήκε στη Methodist New Connexion, μετά πήγε σ' ένα ιδιωτικό κοντά στο Dalkey, για να μεταφερθεί κατόπιν στο Dublin's Central Model School και να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Dublin English Scientific & Commercial Day School. Σα παιδί-μαθητής, αλλά κι άντρας, είχε πικραθεί πολλάκις από διδασκάλους και διδαχές κι ισχυρίστηκε, σε μια σύνοψη αυτών των εμπειριών του, στο "Cashel Byron's Profession", πως τα σχολεία δεν είναι οίκοι μόρφωσης τόσον, όσο φυλακές, με κλειδοκράτορες τους δασκάλους αλλά και τους ίδιους τους γονείς, με σκοπό να φυλάξουν εκεί τα βλαστάρια τους. Το 1876 έφυγε από το Δουβλίνο και μετακόμισε στην Αγγλία -όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της μακράς ζωής του-, στο Λονδίνο, στο σπίτι της μητέρας του, προσπαθώντας να φτιάξει καριέρα στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Ωστόσο, έγινε πρώτα γνωστός με τη μουσική του και σα λογοτεχνικός κριτικός. Το πρώτο είδος με το οποίο ασχολήθηκε ήταν το πεζογράφημα. Είχε γράψει ήδη 5 νουβέλες πριν εκδοθεί το 1ο του έργο με τίτλο "Ιmmaturity" (Ανωριμότητα). Παράλληλα, διάβαζε μανιωδώς σε δημόσιες βιβλιοθήκες και στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου. Τότε άρχισε ν' ασχολείται με τη προοδευτική πολιτική. Σύχναζε σε διάφορα μέρη που μαζεύονταν και μιλούσαν διάφοροι σοσιαλιστές κι έτσι έμαθε να ξεπερνά το τρακ που του προκαλούσε η σκηνή αλλά και το τραύλισμά του. Ανέπτυξε έν επιθετικό κι ενεργητικό στυλ ομιλίας, που 'ναι φανερό και στα γραπτά του. Ήρθε σ' επαφή με το έργο του Καρλ Μαρξ το "Κεφάλαιο", που τον επηρέασε αρκετά. Ωστόσο το αντιμετώπιζε κριτικά, πιστεύοντας ότι το προλεταριάτο εκφράζεται κυρίως μέσα από τη συντηρητική πολιτική, σ' αντίθεση με τη μεσαία κι ανώτερη τάξη, που σηκώνει τη σημαία της επανάστασης και στην οποία ανήκεν όχι μόνο ο ίδιος, αλλά κι ο Μαρξ κι οι περισσότεροι ομοϊδεάτες του. Μαζί με τη Μπεατρίς και τον Σίντνεϊ Γουέμπ ίδρυσε το 1884, τη Φαβιανή Εταιρεία. Ήτανε κίνηση διανοούμενων για την έρευνα, συζήτηση κι έκδοση σοσιαλιστικών ιδεών. Το όνομά της το πήρε από το Ρωμαίο στρατηγό Quintus Fabius Maximus, που 'μεινε στην ιστορία σαν ο «Αναβάλλων» (Cunctator), επιλέγοντας τακτική φθοράς από μια στάση αντιπαράθεσης εναντίον του Αννίβα. Αφιερώθηκε στον αγώνα της μεταμόρφωσης της Βρετανίας σε σοσιαλιστικό κράτος, όχι μέσω επανάστασης, αλλά μέσα από συστηματική πρόοδο και νομοθεσία, που εγκαθιδρύεται με τη πειθώ και τη συστηματική εκπαίδευση. Αξίωμά τους ήταν η «αναπόφευκτη βαθμιαία επίλυση». Ενστερνίστηκε τις ιδέες της Συντροφιάς Νέας Ζωής που αφορούσαν στη διαμόρφωση ενός τέλειου χαρακτήρα στο άτομο και στο σύνολο, πιστεύοντας ότι η ατομική διαμόρφωση κι ανάπτυξη είναι ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης από την καταπίεση κι επιτυγχάνεται με την εκπαίδευση και την ανάπτυξη της ελεύθερης διάκρισης και σκέψης. Η κοινωνική αναμόρφωση στόχευε στην ύπαρξη μιας κοινωνίας όπου οι δυνατότεροι βοηθούν τους πιο αδύνατους. Ηγετικά στελέχη αυτής της ομάδας, εκτός από τον Σω και τους Γουέμπ, ήταν η 'Αννι Μπέζαντ, ο Τζώρτζ Ουάλας, ο Σίντνεϊ Ολιβιέ, κ.ά. Η Φαβιανή Εταιρεία θα παίξει αργότερα καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου και του Εργατικού Κόμματος. Έγραψε πολλά άρθρα και κείμενα για τις προοδευτικές τέχνες, όπως το "Quintessence Οf Ibsenism", "The Perfect Wangerite", κλπ. Παράλληλα, ως δημοσιογράφος, δούλευε σα κριτικός τέχνης, αλλά και μουσικής, γράφοντας με το ψευδώνυμο Corno Di Bassetto. Δε σπούδασε μουσική αλλά είχε καλό αφτί κι αρκετή εμπειρία χάρη στη μουσικό μητέρα του. Έγινε καλός κριτικός μουσικής, μ' εφευρετικό, έξυπνο νου και σκληρή κριτική στην ανθρώπινη ανοησία. Τελικά, στα 1895-8, δούλεψε σα κριτικός θεάτρου στο Saturday Review, που έγραφε με τα διάσημα πλέον αρχικά GBS. Το 1891, μετά από πρόσκληση του Τζ.Τ. Γκρέιν, ενός εμπόρου, κριτικού θεάτρου και σκηνοθέτη μιας προοδευτικής θεατρικής ομάδας που είχε το όνομα Ανεξάρτητο Θέατρο, έγραψε το 1ο του θεατρικό έργο, "Widower's Houses". Τα επόμενα 12 χρόνια έγραψε 12 θεατρικά, παρόλο που δεν έπεισε θεατρικούς επιχειρηματίες του Λονδίνου να τ' ανεβάσουν. Λίγα απ' αυτά παίχτηκαν στο εξωτερικό. Το 1898, μετά από σοβαρή αρρώστια, παραιτήθηκε από κριτικός θεάτρου και μετακόμισε από το σπίτι της μητέρας του, που ζούσε ακόμα, για να παντρευτεί τη Σαρλότ Πέην-Τάουνσεντ, μιαν Ιρλανδή μ' ανεξάρτητο χαρακτήρα. Εγκατασταθήκανε σ' ένα σπίτι στη Ayot St Lawrence Street, που πλέον ονομάζεται Γωνία Σω (Shaw's Corner), σ' ένα μικρό χωριό του Hertfordshire. Ο γάμος τους κράτησε μέχρι το θάνατο της, το 1943. Το 1904, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας Χάρλεϊ Γκρανβιλ Μπάρκερ ανέλαβε τη διεύθυνση του Court Theatre, ίδρυσε και μια νέα πειραματική σκηνή ειδικευμένη στο νέο και προοδευτικό δράμα. Στις επόμενες 3 σεζόν παίχτηκαν 10 έργα του, με σκηνοθεσία του ίδιου, αν κι επίσημα σκηνοθέτης φαινόταν ο Μπάρκερ. 'Αρχισε να γράφει νέα έργα, κάτω από τη διαχείριση του Μπάρκερ. Στα επόμενα 10 χρόνια όλα τα έργα του (εκτός από τον "Πυγμαλίωνα") είχανε παιχτεί από κάποιο θέατρο σε όλη την Αγγλία. Με τα δικαιώματα απ' αυτά έγινε αρκετά πλούσιος. Παράλληλα, παρέμενε ενεργός στη Φαβιανή Εταιρεία, σα δημοτικός επίτροπος στο Λονδίνο και σε διάφορες επιτροπές που κάνανε προσπάθειες να σταματήσει η θεατρική λογοκρισία. Ο Α' Παγκ. Πόλ. το 1914, άλλαξε τη ζωή του. Γι' αυτόν ο πόλεμος αντιπροσώπευε τη χρεωκοπία του καπιταλιστικού συστήματος, τις τελευταίες προσπάθειες επιβίωσης των αυτοκρατοριών του 19ου αιώνα και τραγική απώλεια νέων ανθρώπων στ' όνομα του πατριωτισμού. Οι απόψεις του εκφράζονταν σε σειρά άρθρων κάτω από το γενικό τίτλο "Κοινή Λογική Γύρω Από Τον Πόλεμο". Αυτά τα άρθρα ήταν καταστροφικά για τη δημόσια εικόνα του και τον μετατρέψανε σε απόβλητο της κοινωνίας. Συζητήθηκε ακόμα και το ενδεχόμενο να δικαστεί για προδοσία. Όλη αυτή η κατάσταση είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγικότητά του ως συγγραφέα, αφού στο διάστημα αυτό κατάφερε να γράψει μόνο ένα έργο, το "Heartbreak House", που δείχνει τη πίκρα και την απόγνωσή του για τους πολιτικούς και τη κοινωνία. Μετά τον πόλεμο, αποκατέστηκε την εικόνα του κι επανήλθε η δημιουργικότητά του, με 5 νέα έργα: "Δημιουργική Εξέλιξη", "Μαθουσάλας", "Αγία Ιωάννα", που θεωρείται το κορυφαίο αριστούργημά του. Το 1920 ξεκίνησε φεστιβάλ για έργα του στην Αγγλία. Το 1925 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μην έχοντας ανάγκη τα χρήματα, τα δώρισε για μιαν Αγγλικήν έκδοση του έργου του Αύγουστου Στρίμπεργκ. Το 1938 πήρε το Όσκαρ για τη συμμετοχή του στη ταινία, "Πυγμαλίων" κι είναι η μοναδική καλλιτεχνική φιγούρα παγκοσμίως, που 'χει κερδίσει το συνδυασμό αυτών των 2 μεγάλων βραβείων! Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως διεθνής διασημότητα, ταξιδεύοντας στον κόσμο κι ασχολούμενος με τα τοπικά και διεθνή προβλήματα. Επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, με πρόσκληση του Στάλιν και τις ΗΠΑ, με πρόσκληση του Χέρστ. Συνέχισε να γράφει χιλιάδες γράμματα, και πάνω από 12 θεατρικά έργα. Ήτανε χορτοφάγος για 66 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχιζε να 'ναι όχι μόνο παραγωγικός νοητικά, αλλά και καλοστεκούμενος σωματικά. Το 1950 στα τέλη του Οκτώβρη, έπεσε από μια σκάλα, που 'χεν ανέβει για να κλαδέψει ένα δέντρο στον κήπο του. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα στις 2 Νοέμβρη, σε ηλικία 94 ετών, αφήνοντας ένα μισοτελειωμένο θεατρικό έργο. Η τέφρα του με της συζύγου, σκορπίστηκε στα μονοπατάκια γύρω από το άγαλμα του Αγίου Ιωάννη, που υπήρχε στον κήπο του. Μες στα κείμενά του, μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τις απόψεις του για τη ζωή, τον κόσμο, την εκπαίδευση, τις σχέσεις των δύο φύλων, που πάντα είναι ριζοσπαστικές για την εποχή του κι ακόμη, βαθιά φιλοσοφικές, αν και ποτέ δε μορφώθηκε αρκετά. Πίστευε ότι τα σχολικά βιβλία δεν αξίζουν να διαβαζονται γιατί στις σελίδες τους περιλαμβάνονται απόψεις που τα παιδιά πρέπει να παπαγαλίσουν κι όχι να κρίνουν, ακόμα κι αν είναι παράλογες ή παρωχημένες. Προέτρεπε τους νέους να επαναστατήσουν ενάντια στο κατεστημένο, πριν καταντήσουν απολιθώματα. Σύστηνε ν' ακούνε τις απόψεις των δασκάλων τους με κριτικό πνεύμα κι αμφισβήτηση, να βλέπουνε και την αντίθετη άποψη απ' αυτή που τους επιβάλλεται να μάθουν, να προσπαθούν ν' ανακαλύψουν την αλήθεια πέρ' απ' αυτό το δυαδισμό, μέσα τους. (Ομιλία Για Την Εκπαίδευση, 1933). Πίστευε πως τα οικιακά δεν είναι πιο φυσική καριέρα για τις γυναίκες απ' ό,τι είναι η στρατιωτική καριέρα για τους άντρες. Όταν χρειάζεται, μια γυναίκα κάνει παιδιά και τα μεγαλώνει, όπως ένας άνδρας πάει στον πόλεμο. Αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η επιλογή είναι η μοναδική που 'χει μια γυναίκα ή ένας άντρας στη ζωή του. Να σκεφτόμαστε ότι τα οικιακά είναι η φυσική επιλογή για μια γυναίκα, ισοδυναμεί με το να σκέφτεται ένα παιδί ότι το κλουβί είναι το φυσικό περιβάλλον για ένα παπαγάλο, επειδή ποτέ δεν έτυχε να δει έναν έξω απ' αυτό. Σίγουρα θα υπάρχουνε παπαγάλοι που προτιμάνε το κλουβί, είτε από φόβο στην επιβίωση, είτε από συμπάθεια στους ιδιοκτήτες τους, είτε επειδή πιστεύουν ότι είναι η φυσική θέση που τους έδωσε ο Θεός! Παρολαυτά, ο μόνος παπαγάλος που θα μπορούσε να συμπαθήσει ο ελεύθερος άνθρωπος, θα 'ταν αυτός που επιμένει να μείνει έξω από το κλουβί, σα μια πρωταρχική συνθήκη για να 'χει ευχάριστη ζωή. (Πεμπτουσία Του Ιψενισμού, 1922). Πίστευε κι έγραφε πως στις φυλακές έπρεπε να 'ναι κείνοι που μπορούν ν' αναμορφωθούν. Εκείνοι που δε μπορούνε, θα πρέπει να σκοτώνονται, όπως ένα επικίνδυνο σκυλί ή ένα δηλητηριώδες φίδι, για να μη γεμίζουν οι φυλακές, για να μη δεσμεύονται φύλακες, που σε τελική ανάλυση διαφθείρονται κι αυτοί από τους εγκληματίες αυτού του είδους. Ήταν άνθρωπος με πάθος. Αλλά το πάθος δεν έβλαψε το χιούμορ του, την ευρύτητα των απόψεών του και τη συνεχή εξεταστική ματιά του απέναντι στη ζωή. Η ευθύτητα κι η ετοιμότητα του νου, το καλωσόρισμα νέων ιδεών, η αγάπη του για τα όμορφα πράματα, η ικανότητα να εκτιμήσει και να συμπαθήσει ακόμα κι αυτές τις δυνάμεις που 'ναι ενάντια του, είναι χαρακτηριστικά όχι απλού δραματουργού, αλλά φιλόσοφου του καιρού του, που ακόμα και σήμερα έχει πολλά πράγματα να μας πει και να μας μάθει. Έγραψε 60 θεατρικά και γενικά η θητεία του σα μυθιστοριογράφου, κριτικού λογοτεχνίας, δοκιμιογράφου και δημοσιογράφου, ήταν εκπληκτική.
* Υπάρχουν δυο τραγωδίες στη ζωή. Μια είναι να μη πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Η άλλη, να τα πραγματοποιήσεις.
* Ελευθερία σημαίνει υπευθυνότητα, γι' αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι τη φοβούνται.
* Οι άνθρωποι πάντα γκρινιάζουν για τις περιστάσεις μέσα στις οποίες βρίσκονται. Δε πιστεύω στις περιστάσεις. Οι άνθρωποι που γίνονται σημαντικοί στον κόσμο είναι αυτοί που ψάχνουνε για τις περιστάσεις που χρειάζονται. Κι αν δε μπορούν να τις βρούνε, τότε τις φτιάχνουν.
* Ο λογικός άνθρωπος προσαρμόζεται στον κόσμο που ζει. Ο παράλογος επιμένει να προσπαθεί να προσαρμόσει τον κόσμο στον εαυτό του. Γι' αυτό η πρόοδος εξαρτάται από τους παράλογους.
* Πατριωτισμός είναι να χαρακτηρίζεις μια χώρα σαν ανώτερη με κριτήριο το γεγονός ότι εσύ έχεις γεννηθεί σ' αυτήν.
* Μια ζωή που ξοδεύτηκε σε λάθη είναι όχι μόνο πιο τιμημένη αλλά και πολύ πιο χρήσιμη από μια ζωή που ξοδεύτηκε στο τίποτα.
* Αυτός που δεν ελπίζει σε τίποτα, δεν απελπίζεται από τίποτα.
* Αν έχω ένα μήλο κι εσύ έχεις ένα άλλο και τ' ανταλλάξουμε, τότε κι οι δυο θα 'χουμε πάλι από 'να μήλο. Αν έχω μια ιδέα κι εσύ έχεις μια άλλη και τις ανταλλάξουμε, τότε ο καθείς μας θα 'χει από δυο ιδέες.
* Ζωή δεν είναι το να βρεις τον εαυτό σου, είναι να σφυρηλατήσεις τον εαυτό σου
* Η ζωή δεν είναι ένα κερί που σβήνει γρήγορα, αλλά ένα είδος υπέροχου δαυλού, που κατάφερα να πιάσω έστω και για μια στιγμή και θέλω να τον κάνω να φωτίσει όσο πιο δυνατά γίνεται, πριν τονε παραδώσω στις επόμενες γενιές.
* Οι άνθρωποι είναι σοφοί όχι σε αναλογία με την εμπειρία τους, αλλά με τη δυνατότητά τους να αποκτούν εμπειρίες.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Eκδίκηση Σαν Από Θαύμα
Έφτασα στο Δουβλίνο το βράδυ της 5ης Αυγούστου και πήγα στη κατοικία του θείου μου, Καρδινάλιου-Αρχιεπισκόπου. Ο θείος μου είναι όπως οι περισσότεροι στην οικογένεια μου, φειδωλός στα αισθήματά του και κατα συνέπεια ψυχρός απέναντι σε μένα προσωπικά. Ζει σ' ένα μουντό σπίτι, που από τα μπροστινά του παράθυρα βλέπει λοξά την είσοδο του καθεδρικού κι από πίσω ένα τεράστιο σχολείο. Ο θείος μου δεν έχει υπηρετικό προσωπικό κι ο κόσμος θαρρεί πως τονε φροντίζουν αγγέλοι. Όταν χτύπησα τη πόρτα, μια γρια, η μόνη του υπηρέτρια, άνοιξε και με πληροφόρησε πως ο κύριός της ιερουργούσε στον ναό κι ότι της είχε δώσει εντολή να μου ετοιμάσει φαγητό, όσο κείνος θα 'λειπε. Μια δυσάρεστη μυρωδιά παστού ψαριού μ' έκανε να τη ρωτήσω από τί αποτελούνταν το δείπνο. Με διαβεβαίωσε πως είχε μαγειρέψει όλα όσα επιτρέπονταν τη Παρασκευή στο σπίτι της Αγιότητάς του. Όταν τη ρώτησα τί εννοούσε, μου απάντησε πως η Παρασκευή ήταν μέρα νηστείας. Τη παρακάλεσα να πει στην Αγιότητά του πως ήλπιζα να 'χω την ευχαρίστηση να τον επισκεφτώ σύντομα και πήγα σ' ένα ξενοδοχείο στη Σάκβιλ Στριτ, έπιασα δωμάτιο και δείπνησα. Μετά το δείπνο, άρχισα και πάλι την αιώνια αναζήτηση μου... για τί δε γνωρίζω: με πηγαίνει μπρος-πίσω, σαν άλλο Κάιν. Έψαξα στους δρόμους χωρίς επιτυχία, πήγα στο θέατρο, η μουσική ήταν αποτροπιαστική, το σκηνικό φτωχό. Είχα δει το έργο πριν ένα μήνα στο Λονδίνο, με την ίδια όμορφη καλλιτέχνιδα στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δυο χρόνια είχανε περάσει από τότε που την είχα δει πρώτη φορά κι είχα ελπίσει πως εκείνη ίσως να 'τανε το μυστήριο που 'ψαχνα τόσο καιρό, αλλά είχα κάνει λάθος. Το βράδυ αυτό τη παρακολούθησα και την άκουσα για το χατήρι αυτής της παλιάς ελπίδας και τη χειροκρότησα μ' ενθουσιασμό, όταν έπεσεν η αυλαία. Αλλά όταν βγήκα στο δρόμο, ένιωθα πάλι μόνος. Αφού έφαγα σ' ένα εστιατόριο, γύρισα στο ξενοδοχείο και προσπάθησα να διαβάσω, μάταια όμως. Ο ήχος βημάτων στους διαδρόμους καθώς άλλοι ένοικοι πηγαίνανε για ύπνο, αποσπούσε τη προσοχή μου. Ξάφνου συνειδητοποίησα πως δεν είχα ποτέ καταλάβει το χαρακτήρα του θείου μου. Ήταν ο πατέρας ενός μεγάλου εκκλησιάσματος φτωχών κι αδαών Ιρλανδών. Αυστηρός κι ευσεβής άνθρωπος, που απευθύνονταν καθημερνά πολλοί απελπισμένοι για βοήθεια εξ ουρανού, που φημιζόταν πως δεν είχε διώξει κανένα προβληματισμένο χωρικό χωρίς να τονε ξαλαφρώσει από το φορτίο του, μοιράζοντάς το μαζί του, που τα γόνατά του είχανε λυώσει, όχι τόσο από τα σκαλιά του ιερού, αλλά από τα δάκρυα και τ' αγκαλιάσματα των ενόχων και δυστυχισμένων. Κι εκείνος είχεν αρνηθεί ν' ανεχτεί τις ανώδυνες εκκεντρικότητές μου ή να βρει χρόνο να μου μιλήσει, για βιβλία, λουλούδια και μουσική. Δεν ήμουν εντελώς τρελός που περίμενα κάτι τέτοιο; Τώρα που χρειαζόμουνα κι εγώ λίγη συμπόνοια, τονε δικαιολογούσα. Ήθελα να βρεθώ μ' έναν άνθρωπο με αγνή καρδιά και ν' ανακατέψω τα δάκρυά μου με τα δικά του. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήτανε σχεδόν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Στο διάδρομο τα φώτα είχανε σβήσει εκτός από ένα στην άκρη. Έριξα ένα μανδύα στους ώμους, έβαλα το ισπανικό καπέλο μου και βγήκα από το δωμάτιο, ακούγοντας την ηχώ των προσεχτικών βημάτων μου, καθώς περνούσα τους έρημους διαδρόμους. Ένα παράξενο θέαμα τράβηξε τη προσοχή μου στο τέλος της μεγάλης σκάλας: Από μιαν ανοιχτή πόρτα είδα το φεγγαρόφωτο να λάμπει μες από τα παράθυρα μιας μεγάλης αίθουσας, που πρέπει να 'χε γίνει κάποια εκδήλωση. Κοίταξα πάλι το ρολόι μου. Ήταν μόλις μία η ώρα κι όμως οι καλεσμένοι είχανε φύγει. Μπήκα στο δωμάτιο. Οι μπότες μου κάνανε πολύ θόρυβο στο κερωμένο πάτωμα. Σε μια καρέκλα βρισκόταν ένα παιδικό πανωφόρι κι ένα σπασμένο παιγνίδι. Η εκδήλωση πρέπει να 'τανε κάποια παιδική γιορτή. Έμεινα κάμποσην ώρα κει να κοιτώ τη σκιά μου με το πανωφόρι στο πάτωμα και την ανάστατη διακόσμηση, που φαινόταν αχνά στο λευκό φως. Μετά είδα πως υπήρχε στη μέση της αίθουσας ένα μεγάλο πιάνο ανοιχτό ακόμα. Τα δάχτυλά μου λαχταρούσαν να το αγγίξουνε καθώς έκατσα μπρος του κι εξέφρασα όλα όσα ένιωθα, μ' ένα μεγαλόπρεπο ύμνο, που 'μοιαζε να προκαλεί ρίγη στις ψυχρές ακίνητες σκιές που σα να μουρμούριζαν από επιδοκιμασία, και να γεμίζει τη λάμψη του φεγγαριού με αγγέλους. Σύντομα ακούστηκε κι απέξω αναστάτωση σαν η έκσταση ν' απλωνότανε παντού. 'Αρχισα να τραγουδώ θριαμβευτικά κι η άδεια αίθουσα αντηχούσε λες κι έπαιζε ολάκερη ορχήστρα. -"Καλησπέρα κύριε"! -"Να σας πάρει η οργή κύριε..." -"Θεωρείτε πως αυτό είναι..." -"Τί στο διάβολο..."; Γύρισα κι έπεσε σιωπή. Έξι άντρες ημίγυμνοι και με ανακατεμένα μαλλιά, στέκονταν και με κοιτούσανε θυμωμένα. Όλοι είχανε μαζί τους κεριά. Ένας είχε ένα καλαπόδι που το κρατούσε σα ρόπαλο. Ένας άλλος, ο μπροστινός, είχε πιστόλι. Ο θυρωρός ήτανε πίσω κι έτρεμε. -"Κύριε", είπε τραχιά ο άντρας με το πιστόλι, "μου επιτρέπετε να ρωτήσω αν είστε τρελός που ενοχλείτε τον κόσμο τέτοιαν ώρα, μ' αυτό τον απόκοσμο θόρυβο"; -"Είναι δυνατό να μη σας άρεσε;" απάντησα ευγενικά. -"Να μου αρέσε!" είπε κείνος εξοργισμένος. "Γιατί στο καλό υποθέσατε ότι το απολαμβάναμε"; -"Πρόσεχέ τον, είναι τρελός", του 'πεν ο άντρας με το καλαπόδι. Έβαλα τα γέλια. Απ' ό,τι φαίνεται πίστευαν όντως ότι ήμουνα τρελός. Μη ξέροντας τις συνήθειές μου κι έχοντες προφανώς άγνοια περί μουσικής, το λάθος τους αν και παράλογο, ήτανε κάπως δικαιολογημένο. Σηκώθηκα. Πλησιάσανε μεταξύ τους κι ο θυρωρός το 'βαλε στα πόδια. -"Κύριοι", είπα, "λυπάμαι πολύ για λογαριασμό σας. Αν καθόσασταν στο κρεβάτι σας κι ακούγατε, θα 'μασταν όλοι πολύ πιο ευχαριστημένοι κι ευτυχείς. Αλλ' αυτό που κάνατε δε μπορείτε να το πάρετε τώρα πίσω. Σας παρακαλώ ενημερώστε τον θυρωρό πως πηγαίνω να επισκεφτώ τον θείο μου Καρδινάλιο-Αρχιεπίσκοπο. Αντίο σας"! Τους προσπέρασα και τους άφησα να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Μερικά λεπτά αργότερα χτύπησα τη πόρτα του θείου μου. Μερικά λεπτά μετά, χτύπησα τη πόρτα του Καρδινάλιου. Σε λίγο άνοιξε ένα παράθυρο στον πρώτο όροφο κι οι αχτίδες του φεγγαριού πέσανε πάνω σ' ένα γκρίζο κεφάλι μ' ένα σκούφο, που φαινότανε κατάχλωμο μες στη σκοτεινιά. -"Ποιός είναι"; -"Είμαι ο Ζίνο Λεγκ". -"Και τί θες τέτοιαν ώρα"; Η ερώτηση με πλήγωσε. -"Αγαπητέ μου θείε", αναφώνησα, "το ξέρω ότι δε το κάνεις επίτηδες, αλλά με κάνεις να νιώθω ανεπιθύμητος. Κατέβα κι άνοιξέ μου σε ικετεύω". -"Πήγαινε στο ξενοδοχείο σου", είπεν αυστηρά, "θα σε δω αύριο το πρωί. Καληνύχτα". Αισθανόμουν πως αν άφηνα την άρνηση αυτή να περάσει έτσι, αύριο το πρωί δε θα νιωθα και τόσο καλά απέναντι στον θείο μου και γενικότερα στο μέλλον. Έτσι, έπιασα το ρόπτρο με το δεξί και κράτησα πατημένο το κουδούνι με το αριστερό χέρι, ώσπου άκουσα την αλυσίδα να τραβιέται από μέσα. Η έκφραση του Καρδινάλιου ήτανε σοβαρή, σχεδόν κατσουφιασμένη, όταν με αντίκρυσε στο κατώφλι. -"Θείε", φώναξα αρπάζοντας το χέρι του, "μη με μαλώσεις. Η πόρτα σου δεν είναι ποτέ κλειστή για τους δυστυχείς κι εγώ είμαι ένας τώρα. Ας μείνουμε ξάγρυπνοι όλη νύχτα κι ας μιλήσουμε". -"Να ευχαριστείς τη θέση κι όχι τη φιλανθρωπία μου που σου άνοιξα, Ζίνο", είπε κείνος. "Για το χατήρι των γειτόνων, είναι προτιμότερο να κάνεις ανοησίες στο γραφείο παρά στο κατώφλι μου τέτοιαν ώρα. Ανέβα πάνω ήσυχα παρακαλώ. Η οικονόμος εργάζεται σκληρά, να μη την ενοχλήσουμε στο λίγον ύπνο που επιτρέπει στον εαυτό της". -"Έχεις ευγενική καρδιά θείε. Θα περπατώ λαφρά σα γάτα". -"Αυτό είναι το γραφείο μου", είπε καθώς μπαίναμε σε μια κακοεπιπλωμένη καμαρούλα στο δεύτερο όροφο. "Το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω αν θες, είναι μερικές σταφίδες. Οι γιατροί σου 'χουν απαγορέψει τα διεγερτικά θαρρώ". -"Ανάθεμα!", κείνος σήκωσε το δάχτυλό του. "Συγνώμη θείε, δεν έπρεπε να βλαστημήσω, αλλά είχα ξεχάσει τελείως τους γιατρούς. Στο δείπνο ήπια ένα μπουκάλι Γκρέιβς". -"Χμμ... Δεν έχεις καμιά δουλειά να ταξιδεύεις μόνος. Η μητέρα σου μου υποσχέθηκε ότι θα 'ρχόταν μαζί σου κι ο Μπούσι". -"Πφφ! Ο Μπούσι είναι τελείως αναίσθητος κι εξάλλου είναι και δειλός. Αρνήθηκε να 'ρθει μαζί μου γιατί αγόρασα περίστροφο". -"Έπρεπε να σου πάρει τ' όπλο και να μείνει στο πόστο του". -"Γιατί επιμένεις να μου φέρεσαι σα να 'μαι παιδί; Είμαι πολύ ευαίσθητος, το αναγνωρίζω, αλλά έχω γυρίσει μόνος όλο το κόσμο και δε χρειάζομαι νταντά για έναν απλό γύρο της Ιρλανδίας". -"Τί σκοπεύεις να κάνεις κατά τη παραμονή σου εδώ"; Δεν είχα σχέδια κι αντί ν' απαντήσω, σήκωσα τους ώμους αδιάφορα και κοίταξα γύρω το δωμάτιο. Πάνω στο γραφείο του θείου μου υπήρχεν έν αγαλματίδιο της Παρθένου. Κοίταξα το πρόσωπό της όπως συνήθιζε να κάνει κι ο θείος μου την ώρα που δούλευε κι είδα σ' αυτό την αιώνια γαλήνη. Ο αέρας φωτίστηκε από έν απέραντο δίκτυο στολισμένων δακτυλίων του Παραδείσου νας μας κυκλώνουνε σε ρόδινα σύννεφα. -"Θείε", είπα και ξέσπασα στα πιο γλυκά δάκρυα που 'χα χύσει ποτέ, "τελειώσαν οι περιπλανήσεις μου. Θα γίνω κι εγώ κληρικός, αν με βοηθήσεις. Ας διαβάσουμε μαζί το τρίτο μέρος του Φάουστ, γιατί τώρα επιτέλους το καταλαβαίνω". -"Σώπα!" είπε κι έκανε να σηκωθεί με μιαν έκφραση πανικού. "Συγκρατήσου"! -"Μη παρεξηγείς τα δάκρυά μου. Είμαι ήρεμος και δυνατός. Γρήγορα, ας διαβάσουμε Γκαίτε: Das Unbescheibliche, Hier ist gethan; Das Ewig-Weibliche, Zieht uns hinan". -"Έλα τώρα. Σκούπισε τα δάκρυά σου και σώπα. Δεν έχω βιβλιοθήκη δω". -"Έχω γω... στο μπαούλο μου στο ξενοδοχείο", είπα και σηκώθηκα. "'Ασε με να πάω να το φέρω, θα επιστρέψω σε δεκαπέντε λεπτά". -"Έχει μπει ο διάβολος μέσα σου, πιστεύω. Δε μπορείς..." Τον έκοψα με γέλια: -"Καρδινάλιε", είπα δυνατά, "έχεις γίνει βλάσφημος κι ένας βλάσφημος ιερέας είναι πάντα η καλύτερη παρέα. Ας πιούμε λίγο κρασί και θα σου τραγουδήσω ένα γερμανικό τραγούδι που λέν όταν πίνουνε μπίρα". -"Ο Θεός, να με συγχωρέσει αν σ' αδικώ", είπε, "αλλά νομίζω πως προσπαθεί να σ' εξιλεώσει για κάποιαν αμαρτία σου. Θα μου κάνεις τη χάρη να 'χω τη προσοχή σου για λίγο; Έχω κάτι να σου πω και πρέπει να κοιμηθώ λίγο, πριν έρθει ώρα να σηκωθώ στις πεντέμιση". -"Κείνη την ώρα εγώ αποσύρομαι... όταν αποσύρομαι δηλαδή, αλλά συνέχισε. Το ελάττωμά μου δεν είναι ότι δεν ακούω, αλλά πως επηρεάζομαι εύκολα". -"Ωραία, λοιπόν θέλω να πας στο Γουίκλοου. Οι λόγοι μου..." -"Δεν έχει σημασία ποιοί είναι", είπα και σηκώθηκα. "Είναι αρκετό πως θες να πάω. Θα ξεκινήσω πάραυτα". -"Ζίνο! Θα κάτσεις κάτω να μ' ακούσεις"; Βούλιαξα στη καρέκλα μου απρόθυμα. -"Το πάθος είναι έγκλημα στα μάτια σου ακόμα κι όταν τίθεται στην υπηρεσία σου", είπα. "Μπορώ να χαμηλώσω το φως"; -"Γιατί"; -"Για να με πιάσει η μελαγχολική μου διάθεση κατά την οποία μπορώ ν' ακούω μ' ακούραστην υπομονή". -"Θα το χαμηλώσω γω, σου φτάνει αυτό"; Τον ευχαρίστησα κι ετοιμάστηκα ν' ακούσω στο σκοτάδι. Ένιωθα τα μάτια μου να γυαλίζουν κι ένιωθα σαν το Κοράκι του Πόε. -"Τώρα οι λόγοι που σε στέλνω στο Γουίκλοου. Πρώτα για δικό σου καλό. Αν μείνεις στη πόλη ή σ' όποιο άλλο μέρος, μπορεί να βρεις οιεσδήποτε συγκινήσεις και σε μια βδομάδα το πολύ να 'σαι στο Νοσοκομείο Σουίφτ. Πρέπει να μείνεις στην εξοχή, υπό την επίβλεψη κάποιου που να μπορώ να στηριχτώ. Πρέπει δε, να 'χεις κάτι να κάνεις για να μη μπλέξεις σε μπελάδες και να μείνεις μακριά από τη μουσική σου, τη ζωγραφική και τη ποίηση, τα οποία όπως μου γράφει ο Σερ Τζον Ρίτσαρντς, είναι επικίνδυνα για σένα, στη παρούσα σου νοσηρή κατάσταση. Έπειτα γιατί μπορώ να σ' εμπιστευτώ σ' ένα καθήκον, που σ' άλλα χέρια λογικά, μπορεί να προκαλέσει δυσφήμιση για την Εκκλησία. Με λίγα λόγια, θέλω να ερευνήσεις ένα θαύμα", είπε και με κοίταξε προσεκτικά. Καθόμουνα σαν άγαλμα. "Με καταλαβαίνεις;" ρώτησε. -"Ποτέ πιά!", απάντησα βραχνά κι αμέσως μετά, "Συγχώρεσέ με", πρόσθεσα βιαστικά, αλλά βρίσκοντας πολύ διασκεδαστικό το κόλπο που μου 'χε παίξει η φαντασία μου, "σε καταλαβαίνω απόλυτα. Συνέχισε". -"Το ελπίζω. Λοιπόν, τέσσερα μίλια από το Γουίκλοου, είναι ένα χωριό που λέγεται Φορ Μάιλ Γουότερ κι είναι ιερέας εκεί ο Πάτερ Χίκι. Έχεις ακουστά για τα θαύματα στο Νοκ;", του 'κλεισα το μάτι. "Δε σε ρώτησα αν τα πιστεύεις, αλλ' αν έχεις ακούσει κάτι. Βλέπω πως ναι. Περιττό να σου πω, πως ακόμα κι ένα θαύμα μπορεί να κάμει πιότερο κακό στην Εκκλησία παρά καλό, στη χώρα τούτη, εκτός κι αν μπορεί ν' αποδειχτεί ακλόνητα, έτσι ώστε ν' αποσιωπηθούν οι ισχυροί και ζηλόφθονοι εχθροί της, με τη μαρτυρία πιστών της δικής τους αίρεσης. Για το λόγο τούτο, μόλις είδα στην εφημερίδα του Γουέξφορντ, τη περιγραφή μιας περίεργης εκδήλωσης της Θείας Δύναμης που έλεγε πως είχε συμβεί στο Φορ Μάιλ Γουότερ, προβληματίστηκα πολύ. Έτσι έγραψα στον Πατέρα Χίκι παρακαλώντας τον να μου κάνει μια λεπτομερή αναφορά για το αν αληθεύει το ζήτημα κι αν όχι ν' αποκήρυσσεν από τον άμβωνα τον συντάκτη του άρθρου και να το διέψευδε αμέσως στην εφημερίδα. Αυτή είναι η απάντησή του. Λέει... εεε, το πρώτο μέρος είναι για θέματα της Εκκλησίας και δε θα σε κουράσω μ' αυτά. Συνεχίζει και λέει..." -"Μια στιγμή... Αυτός είναι ο γραφικός του χαρακτήρας; Δε μοιάζει μ' αντρικό γράψιμο". -"Υποφέρει από ρευματισμούς στα δάχτυλα του δεξιού χεριού κι η ανηψιά του, που 'ναι ορφανή και ζει μαζί του, εκτελεί χρέη γραμματέα. Λοιπόν..." -"Κάτσε... Πώς τη λένε"; -"Τη λένε Κέητ Χίκι". -"Πόσω χρονών είναι"; -"Ουφ! 'Ανθρωπέ μου, είναι μικρό κοριτσάκι. Αν ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να σε απασχολεί, δε θα σ' έστελνα στο δρόμο της. Έχεις άλλες ερωτήσεις για κείνη"; -"Καμιά. Μπορώ να τη φανταστώ με λευκό βέλο στη τελετή του χρίσματος, υπόδειγμα πίστης κι αθωότητας. Αλλά φτάνει μ' αυτή. Τί λέει ο Αιδεσιμότατος Χίκι γι' αυτά τα φαντάσματα"; -"Δεν είναι φαντάσματα. Θα σου διαβάσω τι λέει: Αχμ...
Σ' απάντηση της ερώτησής σας όσον αφορά στο πρόσφατο θαυματουργό γεγονός στην ενορία τούτη, πρέπει να σας πληροφορήσω πως εγγυώμαι πως είναι αλήθεια κι ότι σ' αυτό μπορούν να μ' επιβεβαιώσουν όχι μόνον οι κάτοικοι του χωριού, που 'ναι όλοι καθολικοί, αλλά κι όποιος άλλος γνωρίζει τη πρότερη κατάσταση του εν λόγω κοιμητηρίου, συμπεριλαμβανομένου του προτεστάντη αρχιδιακόνου Μπόλτινγκλας, που έξι μήνες το χρόνο μένει στα μέρη μας. Το άρθρο στην εφημερίδα είναι ελλιπές κι ανακριβές. Το γεγονός είναι το ακόλουθο: Πριν από τέσσερα χρόνια, ένας άντρας ονόματι Γουλφ Τόουν Φιτζέραλντ εγκαταστάθηκε στο χωριό σα πεταλωτής. Οι προκάτοχοί του δεν αφήσανε κάποιον να συνεχίσει τη τέχνη κι εκείνος δεν είχεν οικογένεια. Ζούσε μόνος του, δε πρόσεχε διόλου τον εαυτό του κι όταν ήταν μεθυσμένος, πράμα αρκετά σύνηθες, δε σεβόταν όταν μιλούσε, τη τιμή ούτε Θεού, ούτε ανθρώπου. Αν πράγματι δεν ήταν ασέβεια προς τους νεκρούς, θα μπορούσε κανείς να πει πως ήτανε βρώμικος, μέθυσος, βλάσφημος παλιάνθρωπος. Το πιο χειρότερο είναι πολύ φοβάμαι, πώς ήταν άθεος, γιατί δεν ήρθε ποτέ στη λειτουργία και μιλούσε για την αγιότητά σας με χειρότερα λόγια κι από κείνα που μεταχειριζότανε για τη βασίλισσα. Θα 'πρεπε να σας έχω αναφέρει πως ήταν αντάρτης και καυχιότανε πως ο παπούς του ήτανε στην εξέγερση του 1798 κι ο πατέρας του ήταν με τον Σμιθ Ο' Μπράιεν. Τελικά του κόλλησε το παρατσούκλι Μπριμστόουν Μπίλι και στο χωριό ήτανε το παράδειγμα κάθε κακοήθειας. Γνωρίζετε το κοιμητήρι μας, που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του ποταμού, είναι διάσημο σ' όλη τη χώρα, σαν ο τόπος ταφής των Καλογραιών της Αγίας Ούρσουλα, της ερημίτισσας του Φορ Μάιλ Γουότερ και πολλών ακόμα αγίων ανθρώπων. Κανείς προτεστάντης δεν έχει αποπειραθεί να εξασκήσει το νόμιμο δικαίωμά του να ταφεί εκεί, παρόλο που απ' ό,τι θυμάμαι, έχουνε πεθάνει δυο στην ενορία. Πριν από τρεις βδομάδες, αυτός πέθανε, πάνω σ' ένα παροξυσμό που προκλήθηκε από ποτό και στο χωριό επικράτησε μεγάλο πανδαιμόνιο όταν έγινε γνωστό πως θα θαβότανε στο κοιμητήρι. Η σορός φυλασσότανε για να μη τη κλέψουνε και τη θάψουνε στα σταυροδρόμια. Οι ενορίτες μου απογοητευτήκανε πολύ όταν μάθανε πως δε μπορούσα να κάνω τίποτα να το αποτρέψω, ιδίως αφού εξαρχής είχα αρνηθεί να τελέσω τη λειτουργία της ταφής. Παρολαυτά τους ζήτησα να μην επέμβουν κι ο ενταφιασμός έγινε στις 14 Ιουνίου, αργά το απόγευμα και πολύ μετά την επιτρεπτήν ώρα. Δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Το επόμενο πρωί, το κοιμητήρι είχε μετακινηθεί στη νότια πλευρά του ποταμού κι ο νέος τάφος είχε μείνει μόνος του στη βόρεια πλευρά κι έτσι παρέμειναν τα πράματα. Οι εκλιπόντες άγιοι δε θέλανε να κείτονται μαζί με τον κολασμένο. Μπορώ να το καταθέσω και να πάρω όρκο σα χριστιανός ιερέας. Κι αν αυτό δεν ικανοποιήσει κείνους τους εκτός Εκκλησίας, όλοι όσοι, όπως είπα και πριν, θυμούνται που ήτανε το κοιμητήρι πριν δυο μήνες, μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Μ' όλο το σεβασμό, προτείνω να γίνει εξονυχιστική έρευνα για την αλήθεια του θαύματος αυτού από μιαν επιτροπή προτεσταντών. Δε θα τους ζητηθεί ν' αποδεχτούνε το παραμικρό γεγονός, βασισμένοι στα λόγια των πιστών μου. Οι επιτελικοί χάρτες δείχνουνε που ήτανε το κοιμητήρι κι έκαστος μπορεί να δει με τα μάτια του που είναι τώρα. Περιττό ν' αναφέρω στην Εξοχότητά σας, τί πλήγμα θα 'ναι για τους εχθρούς της Αγίας Εκκλησίας, που προσπαθήσαν να κηλιδώσουν αμφισβητώντας τα πρόσφατα υπέροχα θαύματα στην ενορία του Νοκ. Αν έρθουνε στο Φορ Μάιλ Γουότερ δε χρειάζεται ν' ανακρίνουνς κανένα. Το μόνο που θα πρέπει να πιστέψουν είναι τα ίδια τους τα μάτια. Αναμένοντας Εξοχώτατε, τη συμβουλή σας και τη περαιτέρω καθοδήγησή σας επί του θέματος, με σεβασμό... κτλ κτλ.
-"Λοιπόν Ζίνο", είπεν ο θείος μου, "τί πιστεύεις τώρα για τον Πατέρα Χίκι"; -"Θείε, μη με ρωτάς. Κάτω απ' αυτή τη στέγη, τούτη τη στιγμή θέλω να πιστέψω τα πάντα. Ο Αιδεσιμώτατος Χίκι μου 'χει εξάψει πολύ έντονα την αγάπη που 'χω στους θρύλους. Ας θαυμάσουμε τη ποίηση της αφήγησής του κι ας αγνοήσουμε την ισορροπία των πιθανοτήτων ανάμεσα σ' ένα χριστιανό ιερέα που λέει ψέμματα κι ορκίζεται και σ' ένα κοιμητήρι που περνά κολυμπώντας ένα ποτάμι εν τω μέσω της νυκτός και ξεχνά να γυρίσει". -"Ο Τομ Χίκι δε λέει ψέμματα, κύριε. Αυτό στο εγγυώμαι γω. Αλλά μπορεί να κάνει λάθος". -"Τέτοιο λάθος ισοδυναμεί με τρέλα. Είναι αλήθεια πως κι εγώ ο ίδιος όταν ξυπνώ καμιά φορά μες στη νύχτα, είμαι απόλυτα πεισμένος ότι έχει αντιστραφεί η θέση του κρεβατιού. Όταν ανοίγω τα μάτια μου όμως, η παραίσθηση τούτη έχει εξαφανιστεί. Φοβάμαι πως ο κύριος Χίκι είναι τρελός. Το καλύτερο που 'χεις να κάνεις είναι να στείλεις στο Φορ Μάιλ Γουότερ ένα σώο κι αβλαβή ερευνητή, έναν οξυδερκή παρατηρητή, κάποιο που οι αντιληπτικές του ικανότητες υγιείς κι αναπτυγμένες, να μη θολώνουν ούτε κατά το ελάχιστο από θρησκευτική προκατάληψη. Με λίγα λόγια, στείλε μένα. Θα σου στείλω αναφορά με τα πραγματικά γεγονότα μέσα σε μερικές μέρες και μετά μπορείς να κανονίσεις να μεταφέρεις τον Χίκι από το ιερό στο άσυλο". -"Ναι, σκοπός μου είναι να στείλω σένα. Είσαι εξαιρετικά οξυδερκής και θα 'σαι λαμπρός ερευνητής, αν μπορέσεις να συγκεντρωθείς στο αντικείμενό σου. Αλλά το βασικό σου προσόν για τη δουλειά αυτή είναι πως είσαι πολύ τρελός για να προκαλέσεις υποψίες σ' αυτούς που θα χρειαστεί να παρακολουθείς. Γιατί όλη η υπόθεση μπορεί να 'ναι κάποιο κόλπο. Αν είναι έτσι, ελπίζω και πιστεύω ο Χίκι να μην είχε καμιάν ανάμιξη. Είναι όμως καθήκον μου να πάρω όλα τα προληπτικά μέτρα". -"Καρδινάλιε, μπορώ να ρωτήσω αν είχαμε ποτέ κρούσματα παράνοιας στην οικογένειά μας"; -"Αν εξαιρέσεις εσένα και τη γιαγιά μου, όχι. Ήτανε Πολωνή και της μοιάζεις πολύ. Γιατί ρωτάς"; -"Γιατί συχνά σκέφτομαι ότι κι εσείς να 'στε λιγάκι τρελός. Συγχωρέστε την ευθύτητά μου, αλλά ένας άνθρωπος που 'χει αφιερώσει τη ζωή του στο κυνήγι ενός κόκκινου καπέλου, που κατηγορεί όλους τους άλλους, εκτός από τον εαυτό του πως είναι τρελοί και που 'ναι διατεθειμένος ν' ακούσει στα σοβαρά την ιστορία ενός κοιμητηριού που πήγε περίπατο, αποκλείεται να 'ναι τελείως εντάξει. 'Ακουσέ με θείε, χρειάζεσαι ξεκούραση κι αλλαγή. Το αίμα της Πολωνής γιαγιάς σου, κυλά στις φλέβες σου". -"Ελπίζω να μη διαπράττω αμάρτημα που στέλνω ένα βωμολόχο για υποθέσεις τις Εκκλησίας", απάντησεν ο θείος μου ένθερμα. "Όπως και να 'χει όμως πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα που 'χουμε στα χέρια μας. Είμαστε σύμφωνοι ότι θα πας"; -"Αν δε μ' είχες καθυστερήσει με την ιστορία σου, που θα μπορούσα κάλλιστα να την έχω μάθει κι εκεί, θα 'μουν ήδη κει". -"Δε πρέπει να 'μαστε ανυπόμονοι στην υπόθεση τούτη, Ζίνο. Πρέπει πρώτα να στείλω γράμμα στον Χίκι να σου βρει κάπου να μείνεις. Θα του πω ότι πας για ν' ανακτήσεις την υγεία σου, πράμα που όντως ισχύει και Ζίνο, για όνομα του Θεού, να 'σαι διακριτικός. Προσπάθησε να συμπεριφερθείς σα μυαλωμένος άνθρωπος. Μη διαφωνήσεις με τον Χίκι για θρησκευτικά ζητήματα. Από τη στιγμή που 'σαι ανηψιός μου, καλά θα κάμεις να μη με ντροπιάσεις". -"Θα γίνω ένθερμος καθολικός και θα σε δοξάζω διαρκώς θείε". -"Μακάρι να γινόσουν. Όχι δηλαδή ότι θα 'σουν και σπουδαίο απόκτημα της Εκκλησίας. Και τώρα πρέπει να σε διώξω. Είναι σχεδόν τρεις και χρειάζομαι λίγον ύπνο. Θυμάσαι να γυρίσεις πίσω στο ξενοδοχείο"; -"Δε θα το κουνήσω διόλου. Μπορώ να κοιμηθώ δω στη καρέκλα. Πήγαινε στο κρεβάτι σου και μην ανησυχείς για μένα". -"Δε πρόκειται να κλείσω μάτι μέχρι να φύγεις με το καλό από το σπίτι. Έλα, σήκω όρθιος και πες καληνύχτα".
* * *
Το ακόλουθο είναι αντίγραφο της πρώτης αναφοράς μου στον Καρδινάλιο:
Φορ Μάιλ Γουότερ Κάουντι Γουίκλοου, 10 Αυγούστου
Αγαπητέ μου θείε, το θαύμα είναι αυθεντικό. Ήδη έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη τους έτσι ώστε κι ο Χίκι κι οι χωρικοί να μου μιλάν ανοιχτά. Έχω ακούσει τον τρόπο που πείθουνε τους δύσπιστους ξένους. Έχω εξετάσει τους επιτελικούς χάρτες κι έχω ανακρίνει τη γειτονική καλή τάξη των προτεσταντών. Πέρασα μιαν ολάκερη μέρα επιτόπου κι από τις δυο πλευρές του ποταμού και το επισκέφθηκα τα μεσάνυχτα. Έχω σκεφτεί τις θεωρίες περί σεισμού, καθίζησης, ηφαιστείων και παλιρροϊκών κυμάτων που 'χουνε προτείνει οι σοφοί της περιοχής. Όλα είναι αβάσιμα. Υπάρχει μόνον ένας στη περιοχή που διαμαρτύρεται, ένας προτεστάντης, που παραδέχεται πως το κοιμητήρι μετακινήθηκε, αλλά λέει πως το 'κανε μια μεγάλη ομάδα αντρών υπό τις διαταγές του Πατέρα Τομ. Αλλά κι αυτό επίσης αποκλείστηκε. Ο ενταφιασμός του Μπριμστόουν Μπίλι ήταν ο πρώτος που 'χε γίνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια και μόνον ο δικός του τάφος φέρει ίχνη πρόσφατης εκσκαφής. Είναι μόνος του στη βόρεια όχθη κι οι ντόπιοι τον αποφεύγουν μετά τη δύση. Επειδή κατά τη διάρκεια της μέρας όποιος περνάει από κει του ρίχνει και μια πέτρα, σύντομα θα ξεχωρίζει από τον τύμβο που θα σχηματιστεί. Το κοιμητήρι μ' έν ερειπωμένο πέτρινο παρεκκλήσι να στέκεται ακόμα μες στη μέση, βρίσκεται στη νότια όχθη. Μπορείς να στείλεις μιαν επιτροπή να ερευνήσει το θέμα όποτε θες. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το θαύμα έγινεν όντως, όπως ανέφερε ο Χίκι. Όσο για μένα, έχω συνηθίσει τόσο πολύ εδώ, που αν το Γουίκλοου έφευγε κι αυτό κι ερχότανε μαζί μου στο Μίντλσεξ, θα μου κακοφαινόντουσαν πολύ οι τυχόν εκφράσεις κατάπληξης των φίλων μου του Λονδίνου. Δεν είναι όλα τα προηγούμενα πολύ επαγγελματική αναφορά; Φτάνει πια λοιπόν μ' αυτό το παλιοθαύμα. Αν θες να δεις και μόνος σου ένα θαύμα, που αποκλείεται να βαρεθείς ποτέ, έν όραμα νιότης κι ομορφιάς που του αξίζει να το στεφανώνουνε συνέχεια με γιρλάντες, έλα δω να δεις τη Κέιτ Χίκι, που 'χες υποθέσει πως είναι μικρό κοριτσάκι. Πλάνη κύριέ μου Καρδινάλιε, πλάνη! Είναι δεκαεφτά χρονώ, πάνω στο άνθος της ηλικίας της και με μιαν ιρλανδέζικη προφορά που θα 'κανε την εγκράτειά σου στάχτη στη στιγμή. Στα μάτια της είμαι κάτι το αξιοπερίεργο, ένας παράξενος άντρας αναθρεμμένος σε κακόφημες πόλεις. Τη κορτάρουνε δυο ολάκερα μέτρα αγροτικού υλικού, που ο Παντοδύναμος έκοψε και του 'δωσε επιπλέον χοντροκομμένο ύφος και τον έριξε στο Γουίκλοου να οργώνει χωράφια. Τ' όνομά του είναι Φιλ Λάνγκαν και με μισεί. Αναγκάζομαι να συναναστρέφομαι μαζί του για το χατήρι του Πατέρα Τομ, που τονε διασκεδάζω με τις νεανικές μου τρέλες στη Σαλαμάνκα. Εξάντλησα όλες τις αληθινές μου ιστορίες τη πρώτη μέρα και τώρα κατεβάζω από το νου μου φοβερές περιπέτειες με όμορφες Ισπανίδες, που πρωταγωνιστείς σα νέος με ασταθείς ηθικές αξίες. Αυτό ευχαριστεί απίστευτα τον Πατέρα Τομ. Πιστεύω πως σου 'χω κάνει μεγάλη χάρη μ' αυτό, ρίχνοντας δηλαδή μιαν αχτίδα ζωηρού πάθους στη ψυχρήν ιερατικήν εικόνα που 'χε μέχρι πρότινος η Κέιτ στη φαντασία της για σένα. Τί υπέροχη χώρα είναι αυτή! Ο κήπος των Εσπερίδων! Τί υπέροχος ουρανός! Αντίο θείε. Ζίνο Λεγκ
* * *
Ιδού εγώ λοιπόν, στο Φορ Μάιλ Γουότερ, ερωτευμένος. Γενικά ερωτεύομαι συχνά. Αλλά το πολύ μια φορά το χρόνο μου τύχαινε να συναντήσω γυναίκα που να μ' επηρεάζει τόσο πολύ, όσο η Κέιτ Χίκι. Ήτανε τόσον έξυπνη κι όμως τόσον επιπόλαιη! Όταν μιλούσα για τέχνη, χασμουριόταν. Όταν αποδοκίμαζα την αθλιότητα του κόσμου γελούσε και μ' έλεγε "κακομοίρη"! Όταν της έλεγα τί θησαυρό ομορφιάς και φρεσκάδας είχε, με γελοιοποιούσε. Όταν τη μάλωνα για τη βαρβαρότητά της θύμωνε και με χλεύαζε που 'μουν όπως έλεγε, πολύ καθωσπρέπει κύριος. Έν ηλιόλουστο απόγευμα, στεκόμασταν στην αυλόπορτα του σπιτιού του θείου της. Εκείνη κοιτούσε τον σκονισμένο δρόμο γιατί περίμενε τον απεχθή Λάνγκαν κι εγώ χάζευα τον πεντακάθαρο γαλανό ουρανό, όταν είπε: -"Πόσο σύντομα θα επιστρέψετε στο Λονδίνο"; -"Δεν έχω σκοπό να επιστρέψω σύντομα δεσποινίς Χίκι. Δεν έχω βαρεθεί ακόμα το Φορ Μάιλ Γουότερ". -"Είμαι σίγουρη πως το Φορ Μάιλ Γουότερ οφείλει να 'ναι πολύ περήφανο για τη προτίμησή σας". -"Δεν εγκρίνετε που μ' αρέσει δηλαδή; Ή μήπως φθονείτε την ευτυχία που 'χω βρει εδώ; Έχω την εντύπωση πως οι Ιρλανδές τσιγκουνεύεστε να χαρίσετε σ' έναν άντρα έστω και μια στιγμήν ηρεμίας". -"Αναρωτιέμαι πως καταφέρνετε να 'ρχεστε σ' επαφή με Ιρλανδές, αφού τις βρίσκετε τόσο κατώτερές σας". -"Είπα γω πως τις βρίσκω κατώτερές μου, δεσποινίς Χίκι; Αισθάνομαι πως σας έχω κάνει μεγάλην εντύπωση". -"Πράγματι! Όντως έχετε πολύ δίκιο. Σας διαβεβαιώ πως δε μπορω να κοιμηθώ τα βράδυα, γιατί σας σκέφτομαι, κύριε Λεγκ. Είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει μια χριστιανή, όταν βλέπει πως έχετε σε τόσο χαμηλήν υπόληψη τον εαυτό σας". -"Κάνετε τριπλό λάθος δεσποινίς Χίκι: Είστε σαρκαστική μαζί μου, προσποιείστε πως είναι παράλογη η πεποίθησή μου ότι με σκέφτεστε μερικές φορές κι αποθαρρύνετε τη θέρμη με την οποία μολογώ πως σκέφτομαι τον εαυτό μου". -"Τότε καλά θα κάνετε να μη μου μιλάτε αφού δεν έχω τρόπους". -"'Αντε πάλι! Είπα γω πως δεν έχετε τρόπους; Ακόμα κι οι πιο θερμές εκφράσεις εκτίμησης από το στόμα μου, μοιάζουν να φτάνουνε στ' αφτιά σας μεταμορφωμένες σε προσβολές. Ακόμα κι αν έλεγα τη Λιτανεία της Παρθένου, σεις θα μου απαντούσατε σα να σας είχα κατηγορήσει για κάτι. Κι αυτό επειδή με μισείτε. Δε παρεξηγείτε ποτέ τον Λάνγκαν που τον αγαπάτε". -"Δε ξέρω τί τρόπους έχετε κει στο Λανδίνο κύριε Λεγκ, αλλά στην Ιρλανδία οι κύριοι κοιτάνε τη δουλειά τους. Πώς τολμάτε να λέτε πως αγαπώ τον κύριο Λάνγκαν"; -"Δε τον αγαπάτε δηλαδή"; -"Δεν έχει καμιά σχέση με σας αν τον αγαπώ ή όχι". -"Δεν έχει καμιά σχέση με μένα ότι με μισείτε κι αγαπάτε κάποιον άλλο"; -"Δεν είπα πως σας μισώ κι εσείς δεν είστε και τόσον έξυπνος για να καταλαβαίνετε τί λεν οι άλλοι, αν και κάνετε τόσο μεγάλο θέμα πως εκείνοι δε σας καταλαβαίνουν". Στο σημείο αυτό κοίταξε ξανά το δρόμο και ξαφνικά φάνηκε να χαίρεται. -"Να!" είπα. -"Τί εννοείτε με το 'να!' κύριε Λεγκ", ρώτησε συνοφρυωμένη. -"Δεν έχει σημασία. Θα σας δείξω τώρα τί σημαίνει αντρική κατανόηση. Όπως βλέπετε ο Λάνγκαν που παρεμπιπτόντως παραείναι ψηλός για την ηλικία του, έρχεται να σας κάνει επίσκεψη. Αντί λοιπόν να κάτσω μαζί σας, όπως θα 'κανε μια ζηλιάρα γυναικούλα, θ' αποσυρθώ". -"Να 'στε σίγουρος πως δε με νοιάζει αν θα φύγετε ή αν μείνετε. Αναρωτιέμαι τί δε θα δίνατε για να γίνετε τόσο καλός άντρας όπως είναι ο κύριος Λάνγκαν". -"Ό,τι έχω και δεν έχω, σας τ' ορκίζομαι! Μόνο και μόνον όμως επειδή σεις θαυμάζετε τους ψηλούς άντρες πιο πολύ από τις πλατιές απόψεις. Ο κύριος Λάνγκαν μπορεί να οριστεί γεωμετρικά ως μήκος χωρίς ευρύτητα πνεύματος, υψόμετρο χωρίς κοινωνική θέση, μια γραμμή σ' ένα τοπίο κι όχι ένα σημείο πάνω σ' αυτό". -"Πόσον έξυπνος είστε"! -"Δε με καταλαβαίνετε απ' ό,τι βλέπω. Ορίστε έρχεται ο αγαπημένος σας, δρασκελίζοντας τον τοίχο σα καμήλα κι ορίστε γω φεύγω από τη πόρτα σα καλός χριστιανός. Καλησπέρα κύριε Λάνγκαν, φεύγω γιατί η δεσποινίς Χίκι έχει να σας πει κάτι για μένα, που δε θα 'θελε να πει ενώπιόν μου. Με συγχωρείτε". -"Ω και βέβαια", είπε κείνος άξεστα. Χαμογέλασα και βγήκα. Πριν απομακρυνθώ αρκετά, η Κέιτ του ψιθύρισε με πάθος: -"Τον μισώ αυτό τον τύπο". Χαμογέλασα ξανά μα η διάθεσή μου αμέσως χάλασε. Απομακρύνθηκα βιαστικά μ' ένα τραχύ, απειλητικόν ήχο στ' αφτιά μου, σα τα κλαρινέτα, που οι χαμηλές νότες τους, κάνουνε το δάσος σκοτεινό στον "Ελεύθερο Σκοπευτή". Γρήγορα έφτασα στο κοιμητήρι. Ήταν άγονο μέρος, περιτριγυρισμένο από χωματένιο τοίχο με πύλη για να περνά η πομπή της κηδείας κι αρκετά κενά για να περνάν οι χωρικοί που κόβανε μες από το κοιμητήρι, όταν πηγαινοέρχονταν από το Φορ Μάιλ Γουότερ στην εμπορική πόλη. Οι τάφοι ήτανε σα μικροί λόφοι, πνιγμένοι από το γρασίδι. Δεν υπήρχεν επιστάτης, ούτε λουλούδια, κιγκλιδώματα ή ό,τι άλλα τετριμμένα κάνουν έν αγγλικό κοιμητήρι αποκρουστικό. Ένας μεγάλος ακάνθινος θάμνος δίπλα στους τάφους των αγίων αδελφών, όπως τις ονομάζαν, ήταν καλυμμένος με κομμάτια από ύφασμα και φανέλα, που βάζαν οι χωρικές που 'χανε προσευχηθεί μπρος του. Την ώρα που μπήκα ήταν εκεί τρεις γονατισμένες, γιατί η φήμη του μέρους αυτού είχεν αναβιώσει τελευταία, από το θαύμα κι είχανε βάλει κει κοντά καραβάκι, για να μεταφέρει επισκέπτες στο δρομολόγιο που 'χε κάνει το κοιμητήρι. Από κει που βρισκόμουν έβλεπα στην απέναντι όχθη το σωρό από πέτρες, που είχεν αυξηθεί αρκετά από τη τελευταία μου επίσκεψη, να μαρτυρά τον τάφο του Μπριμστόουν Μπίλι. Τονε κοίταξα μελαγχολικά για λίγο και μετά κατέβηκα στην όχθη του ποταμού και μπήκα στη πόρτα. -"Καλησπέρα σας", είπεν ο βαρκάρης και στρώθηκε στη δουλειά, τραβώντας με τα χέρια τη βάρκα, μ' ένα σχοινί τεντωμένο πάνω από το νερό. -"Καλησπέρα. Έχει αρχίσει να πέφτει διόλου η δουλειά σας"; -"Μα τη πίστη μου, δε πήγαινε ποτέ τόσο καλά, όσο θα μπορούσε. Ο κόσμος που 'ρχεται από τη νότια πλευρά, βλέπει τον τάφο του Μπίλι -ο Θεός να τονε λυπηθεί!- στην απέναντι όχθη και τους κακοπέφτει να πληρώσουν μια πένα για να ρίξουν μια πέτρα πάνω του. Κείνοι που μένουνε προς το Δουβλίνο είναι που περνάν απέναντι. Εσείς είστε ο τρίτος που 'φερα από νότια στα βόρεια τούτη τη βλογημένη μέρα". -"Πότε έρχεται πιο πολύς κόσμος; Το απόγευμα υποθέτω". -"Όλες τις ώρες κύριε, εκτός όταν πέφτει νύχτα. Δε βλέπεις ψυχή γύρω από τον τάφο, όταν πέσει ο ήλιος". -"Κι εσύ μένεις δω πέρα μόνος όλη νύχτα"; -"Θεός να φυλάει! Αν μένω δω τη νύχτα; Όχι δα! Δένω τη βάρκα στις εφτά-οχτώ η ώρα κι αφήνω τον Μπίλι -Θεός 'σχωρέστον- να τη προσέχει μέχρι το πρωί". -"Πολύ φοβάμαι πως θα στη κλέψουνε κανά βράδυ". -"Ποιός να τολμήσει να τη πλησιάσει, πόσω μάλλον να τη κλέψει; Κι εγώ θα το σκεφτόμουνα δυο φορές, ακόμα και για να τη κοιτάξω μες στη νύχτα. Ο Θεός να σ' έχει καλά". Του 'χα δώσει έξι πένες. Πήγα στον τάφο του καταραμένου και στάθηκα στη κάτω πλευρά του, κοιτώντας τον ουρανό που 'ταν υπέροχος το σούρουπο. Στ' αγγλικά μάτια μου, που 'τανε συνηθισμένα σε τεράστια δέντρα, ατελείωτο γρασίδι κι εντυπωσιακές επαύλεις, το τοπίο φαινόταν άγριο κι αφιλόξενο. Ο βαρκάρης τραβούσεν ήδη το σχοινί για να γυρίσει πίσω (του 'χα πει ότι δε σκόπευα να γυρίσω) και γρήγορα τον είδα να φτάνει στο παλαμάρι στη νότια όχθη, να βάζει το παλτό του και να πηγαίνει αργά προς το σπίτι του. Γύρισα στον τάφο μπρος στα πόδια μου. Όποιοι είχανε θάψει τον Μπίλι, δουλεύοντας βιαστικά σ' ώρα παράνομη κι από φόβο μη τους δημιουργήσει ο κόσμος πρόβλημα, αυτό που 'χαν ανοίξει, κάθε άλλο παρά τάφος ήταν. Είχανε βγάλει ίσα-ίσα το χώμα για να κρύψουνε το φορτίο τους κι αυτό ήταν. Κάποια αδέσποτη γίδα είχε βγάλει ένα κομμάτι από το χώμα και το φέρετρο φαινόταν. Συνειδητοποίησα τότε, καθώς πήρα μερικές πέτρες από τον τάφο και τις στοίβαξα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διορθώσω τη ζημιά, πως αν το θαύμα είχε γίνει από ανθρώπους, θα 'χαν μετακινήσει τον ένα τάφο αντί για όλους τους άλλους. Ακόμα κι από υπερφυσικήν άποψη, φαινότανε παράξενο ο αμαρτωλός να εξορίσει τους επίλεκτους, ήτανε τόσο πολύ περισσότεροι που θα τον είχανε διώξει κείνοι ευκολότατα. Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν έφυγα από κει. Αφού περπάτησα μισό μίλι, διέσχισα ξανά τον ποταμό από μια γέφυρα κι επέστρεψα στο αγροτόσπιτο που διέμενα. Εκεί, ανακαλύπτοντας πως είχα βαρεθεί να 'μαι μόνος, έμεινα μόνο για να πιω ένα φλυτζάνι τσάι. Μετά πήγα στο σπίτι του Πατέρα Χίκι. Η Κέιτ ήταν μόνη της όταν μπήκα μέσα. Κοίταξεν αμέσως όταν άνοιξα τη πόρτα και γύρισε απογοητευμένη όταν είδε πως ήμουν εγώ. -"Δείξτε μια φορά λίγη γενναιοδωρία", της είπα. "Περπατούσα εδώ κι ώρες άσκοπα για ν' αποφύγω να σας χαλάσω τ' όμορφο τούτο απόγευμα με τη παρουσία μου. Όταν ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, πήρα τη σκιά μου από το μονοπάτι σας. Τώρα που 'χει πέσει το σκοτάδι, ρίξτε λίγο φως στο δικό μου. Μπορώ να μείνω για μισήν ώρα"; -"Φυσικά μπορείτε να μείνετε όσο θέλετε. Ο θείος μου θα επιστρέψει σύντομα. Κείνος είναι αρκετά έξυπνος για να μιλήσει μαζί σας". -"Πώς! Πάλι σαρκασμοί; Ελάτε δεσποινίς Χίκι, βοηθήστε με να περάσω ευχάριστα το βράδυ μου. Το μόνο που θα σας κοστίσει είναι ένα χαμόγελο. Είμαι λίγο μελαγχολικός. Το Φορ Μάιλ Γουότερ είναι παράδεισος, αλλά χωρίς εσάς, θα 'τανε κάπως μοναχικά". -"Τότε θα πρέπει να νιώθετε μεγάλη μοναξιά. Αναρωτιέμαι γιατί ήρθατε δω"; -"Γιατί άκουσα πως οι γυναίκες εδώ είναι όλες σα τη Τσερλίνα όπως εσείς κι οι άντρες σαν τον Μαζέτο, όπως ο κύριος Φιλ... μα... πού πηγαίνετε"; -"Αφήστε με να περάσω κύριε Λεγκ. Είχα σκοπό να μη σας ξαναμιλήσω ύστερα απ' αυτά που μου 'πατε για τον κύριο Λάνγκαν σήμερα και θα το 'κανα, μόνο που ο θείος μου μ' έβαλε να υποσχεθώ ότι δε θα σας παίρνω στα σοβαρά γιατί είστε... δεν έχει σημασία, αλλά δε θα σας ακούσω άλλο επί του θέματος". -"Μη φεύγετε. Ορκίζομαι να μην αναφέρω ξανά ποτέ τ' όνομά του. Σας ικετεύω να με συγχωρήσετε για όλα όσα είπα. Δε θα σας ξαναδώσω λόγο να παραπονεθείτε. Θα με συγχωρήσετε"; Έκατσε κάτω, εμφανώς απογοητεύμενη από την υποχώρησή μου. Πήρα καρέκλα κι έκατσα κοντά της. Χτυπούσε ανυπόμονα το πόδι της στο πάτωμα. Είδα ότι κάθε κίνηση που 'κανα, κάθε ματιά, κάθε τόνος της φωνής μου την ενοχλούσε. "Παρατηρήσατε", είπα, "πως ο θείος σας επιθυμούσε να μη με παίρνετε στα σοβαρά επειδή..." Έσφιξε τα χείλη και δεν απάντησε. "Φοβάμαι πως σας έχω προσβάλλει ξανά, με τη περιέργειά μου, αλλά πράγματι δεν είχα ιδέα πως σας είχεν απαγορέψει να μου πείτε το λόγο". -"Δε μου το απαγόρεψε κι αφού είστε τόσον αποφασισμένος να μάθετε..." -"Όχι συγνώμη, δεν επιθυμώ να μάθω. Λυπάμαι που ρώτησα". -"Ναι, αλλά θα λυπόσασταν ακόμα πιότερο, αν ακούγατε το λόγο. Ο μόνος λόγος που το κράτησα μυστικό είναι από σεβασμό σε σας". -"Τότε ο θείος σας μίλησεν άσχημα για μένα πίσω από τη πλάτη μου κι αν είναι έτσι, απ' ό,τι φαίνεται δεν υπάρχουνε πραγματικοί άντρες στην Ιρλανδία. Δε θα το πίστευα αν το 'λεγε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, εξόν από σας". -"Δεν είπα πως σας κακολόγησε. Για να σας δείξω τί πιστεύει για σας θα σας πω, έτσι κι αλλιώς, ότι με παρακάλεσε να μη σας παίρνω στα σοβαρά, γιατί είστε ένα καημένο τρελό πλάσμα, που σας έστειλε δω η οικογένειά σας να μη πάθετε κανά κακό". -"Ω! δεσποινίς Χίκι"! -"Ορίστε λοιπόν! Με κάνατε να σας το πω και μακάρι να κατάπινα τη γλώσσα μου καλύτερα. Μερικές φορές πιστεύω κι ας αμαρτάνω, πως έχετε μέσα σας ένα κακόν άγγελο". -"Χαίρομαι πολύ που μου το 'πατε", είπα ήρεμα, "μη κατηγορείτε τον εαυτό σας γι' αυτό, σας ικετεύω. Ο θείος σας έχει παρασυρθεί απ' όσα ξέρει για την οικογένειά μου, που 'ναι όλοι, λίγο-πολύ τρελοί. Όχι μόνο δεν είμαι τρελός, αλλά είμαι κι ο μόνος λογικός Λεγκ και στα τρία βασίλεια και θα σας το αποδείξω αμέσως, λέγοντάς σας κάτι που δε θα 'πρεπε να πω. Δε βρίσκομαι δω σαν ανάπηρος ή τυχαίος τουρίστας, αλλά να ερευνήσω το θαύμα. Ο Καρδινάλιος, ευφυής αν και κάπως αλλοπρόσαλλος, διάλεξε μένα απ' όλα τα μεγάλα μυαλά στη διάθεσή του, για να 'ρθω δω και ν' ανακαλύψω αν η ιστορία του Πατέρα Χίκι ήταν αλήθεια. Θα 'χεν εμπιστευτεί λέτε, τέτοιο καθήκον σ' ένα τρελό"; -"Αν ήταν αλήθεια; Ποιός τόλμησε ν' αμφισβητήσει το θείο μου; Και δηλαδή είστε κατάσκοπος; Ένας βρωμερός πληροφοριοδότης"; Ξαφνιάστηκα. Το επίθετο που 'χε χρησιμοποιήσει, αν κι ήτανε κατά πάσα πιθανότητα πολύ σύνηθες σαν έκφραση περιφρόνησης στην Ιρλανδία, είναι απεχθές για έναν 'Αγγλο. -"Δεσποινίς Χίκι", είπα, "έχω μέσα μου, όπως είπατε ένα κακόν άγγελο. Μην αναστατώνετε έτσι τον καλό μου άγγελο. Είναι άτομο καλόγουστο. Τον αποδιώχνετε από το προσκήνιο της καρδιάς μου, αφήνοντας τον άλλο αδιαμφισβήτητο μονάρχη της. Ακούστε! Η καμπάνα του παρεκκλησιού χτυπά για τη προσευχή του Αγγέλου. Μπορείτε λοιπόν εσείς, με τον ήχο αυτό να μαλακώνει το σκότος της νύχτας στο χωριό, να κρατάτε κακία σε κάποιο που σας θαυμάζει"; -"Μ' εμποδίζετε να προσευχηθώ", φώναξεν υστερικά κι άρχισε να κλαίει. Μόλις έβαλε τα κλάματα, άκουσα φωνές και μπήκαν ο Λάνγκαν κι ο ιερέας. "Ω! Φιλ!", φώναξε κείνη τρέχοντας προς το μέρος του, "πάρε με μακρυά του. Δεν αντέχω..." Γύρισα προς το μέρος του και του 'δειξα τους κυνόδοντές μου, μ' ένα ψεύτικο χαμόγελο. Κείνος με σώριασε μ' ένα χτύπημα σα να 'κοβε καμιά λεύκα. -"Να πάρει η οργή!" αναφώνησεν ο ιερέας, "τί κάνεις, Φιλ"; -"Είναι πληροφοριοδότης", είπεν η Κέιτ μες από τα κλάματά της. "Ήρθεν εδώ για να σε κατασκοπέψει θείε και να προσπαθήσει ν' αποδείξει ότι το βλογημένο θαύμα ήτανε φτιαχτό. Το κατάλαβα πολύ πριν μου το πει, από τον προσβλητικό του τρόπο. Ήθελε να μου κάνει έρωτα". Σηκώθηκα με δυσκολία από κάτω, όπου είχα βρεθεί προς στιγμήν αναίσθητος. -"Κύριε", "είπα, "είμαι κάπως ζαλισμένος ακόμα, από τις πρόσφατες ενέργειες του κυρίου Φιλ από δω, τον οποίον ικετεύω, την επόμενη φορά που θα μεταμορφωθεί σε νερόμυλο, να το κάνει σε βάρος κάποιου που να 'ναι πιο στα μέτρα του, σε δύναμη, από μένα. Αυτό που σας είπεν η ανηψιά σας είναι μερικώς σωστό. Είμαι πράγματι απεσταλμένος του Καρδινάλιου κι έχω ήδη στείλει την αναφορά μου ότι το θαύμα είναι αληθινό. Μια επιτροπή κυρίων θα σας περιμένει αύριο για να το επιβεβαιώσει, κατόπιν δικής μου πρότασης-προτροπής. Σκέφτηκα πως θα θεωρούσανε πιο πλήρεις τις αποδείξεις μου αν εσείς δε ξέρατε τίποτα, από την αρχή. Δεσποινίς Χίκι, ότι θαυμάζω όλα σας τα κάλλη σημαίνει απλά πως έχω την αίσθηση του ωραίου. Το να πω πως σας αγαπώ θα 'ταν απλή ασέβεια. Κύριε Λάνγκαν, έχω στη τσέπη μου ένα γεμάτο πιστόλι, που κρατώ πάνω μου λόγω της ανόητης προκατάληψης των 'Αγγλων ενάντια σε σας τους επαρχιώτες. Αν ήμουν εγώ ο Ηρακλής των χωραφιών κι εσείς στη θέση μου, θα 'πρεπε τώρα να 'μουν νεκρός. Μη κοκκινίζετε. Δε κινδυνεύετε άμεσα από μένα". -"Να σας πω κάτι πριν φύγετε από το σπίτι μου μια και καλή", είπεν ο Πατέρας Χίκι, που φαινότανε θυμωμένος χωρίς λόγο, "αν ήξερα πως είστε κατάσκοπος, δε θα 'χατε περάσει ποτέ το κατώφλι μου. Όχι, ακόμα κι αν ο θείος σας ήταν η Αγιότητά του ο Πάπας". Στο σημείο αυτό ένα τρομακτικό πράμα μου συνέβη. Ένιωσα ζάλη κι έβαλα το χέρι στο κεφάλι μου. Τρεις σταγόνες ζεστό αίμα κυλήσανε πάνω του κι αμέσως ξύπνησε μέσα μου κάτι δολοφονικό. Το στόμα μου γέμισεν αίμα, τα μάτια μου τυφλωθήκαν από αίμα, ένιωσα να πνίγομαι στο αίμα. Το χέρι μου πήγε ασυναίσθητα στο πιστόλι. Συνηθίζω να υπακούω στις παρορμήσεις μου χωρίς δεύτερη σκέψη, μα ευτυχώς η παρόρμησή μου να σκοτώσω εξαφανίστηκε ξάφνου, όταν μου 'ρθε ιδέα για το πως θα μπορούσα να ξευτελίσω τη τρελήν έπαρση τούτων των ανθρώπων που 'χανε τολμήσει να στραφούν ενάντιά μου. Το αίμα υποχώρησε από τ' αφτιά μου, έβλεπα κι άκουγα πάλι καθαρά. -"Και να σας πω κι εγώ", είπεν ο Φιλ, "πως αν πιστεύετε πως είστε πιο ικανός με το ψυχρό μολύβι απ' ό,τι είστε με τις γροθιές σας, πολύ ευχαρίστως ανταλλάζω πυρά μαζί σας, όποτε θελήσετε. Η τιμή του Πατέρα Τομ, μετρά για μένα όσο κι η δική μου κι αν πείτε λέξη εναντίον της, λέτε ψέμματα". -"Η τιμή του είναι στα χέρια μου", είπα, "είμαι απεσταλμένος του Καρδινάλιου. Με προκαλείτε"; -"Η πόρτα είναι κει", είπεν ο ιερέας, ανοίγοντάς τη να περάσω. "Εκτός κι αν καταφέρετε κι αλλάξετε κάτι που εμφανώς έγινε με το χέρι του Θεού, η κατάθεσή σας δε μπορεί να με βλάψει διόλου". -"Πατέρα Χίκι", απάντησα, "πριν ο ήλιος ανατείλει στο Φορ Μάιλ Γουότερ, θ' αλλάξω αυτό που 'γινε εμφανώς από το χέρι του Θεού κι εσείς θα γίνετε αντικείμενο χλεύης". Υποκλίθηκα στη Κέιτ και βγήκα έξω. Ήτανε τόσο σκοτεινά, που αρχικά δεν έβλεπα καν την αυλόπορτα. Πριν καταφέρω να τη βρω, άκουσα από το παράθυρο τη φωνή του Πατέρα Χίκι να λέει: -"Δεν ήθελα με τίποτα να συμβεί κάτι τέτοιο Φιλ. Ο άνθρωπος είναι θεότρελος. Μου το 'πεν ο ίδιος ο Καρδινάλιος". Επέστρεψα στο δωμάτιό μου κι έκανα ένα κρύο ντους για να καθαρίσω το αίμα από το λαιμό και τους ώμους. Η επίδραση του χτυπήματος ήτανε τόσο σοβαρή, που ακόμα και μετά το ντους κι ένα ελαφρό γεύμα, ένιωθα ζαλισμένος κι άτονος. Επάνω στο τζάκι υπήρχε ξυπνητήρι. Το κούρδισα και το 'βαλα να χτυπήσει στις δωδεκάμιση, το κάλυψα μη ξυπνήσει τον κόσμο στο διπλανό δωμάτιο και πήγα για ύπνο. Κοιμήθηκα βαθιά για μιαν ώρα κι ένα τέταρτο. Μετά χτύπησε το ξυπνητήρι και πετάχτηκα πάνω πριν ακόμα ξυπνήσω καλά. Αν είχα διστάσει, η επιθυμία μου να συνεχίσω τον ύπνο θα μ' είχε καταβάλει. Παρόλο που οι μυς στο λαιμό μου πονούσανε πολύ και τα χέρια μου δεν ήτανε τόσο σταθερά από τον εκνευρισμό που μου 'χε κοπεί ο ύπνος, ντύθηκα αποφασιστικά κι αφού ήπια λίγο δροσερό νερό, βγήκα κλεφτά από το σπίτι. Ήταν εντελώς σκοτεινά και δυσκολεύτηκα να βρω το στάβλο απ' όπου δανείστηκα ένα φτυάρι κι ένα καροτσάκι με ρόδες που το χρησιμοποιούσανε για να μεταφέρουνε σακιά με πατάτες. Τα κουβάλησα στα χέρια μέχρι που απομακρύνθηκα κάμποσο από το σπίτι και μετά έβαλα το φτυάρι στο καρότσι και το κύλησα μέχρι το κοιμητήρι. Όταν πλησίασα στο ποτάμι, ξέροντας πως κανείς δε θα τολμούσε να πλησιάσει κει κοντά τέτοιαν ώρα, έκανα ακόμα πιο γρήγορα, χωρίς να με νοιάζει για το θόρυβο πια. Κοιτώντας στην απέναντι όχθη έβλεπα μια φωσφορική λάμψη που μαρτυρούσε το μοναχικό μνήμα του Μπίλι. Αυτό με βοήθησε να βρω τη μικρή προβλήτα όπου, αφού έψαξα λίγο και παραπάτησα πολύ, βρήκα τη βάρκα κι επιβιβάστηκα με τα σύνεργά μου, χωρίς καμιά δυσκολία, βρήκα στεριά, έδεσα καλά τη βάρκα, έσυρα το καροτσάκι στην όχθη κι έκατσα να ξεκουραστώ πάνω στον τάφο. Ένα τέταρτο περίπου κάθισα και κοιτούσα το φωσφορισμό του κι ανάκτησα τις δυνάμεις μου για τη δουλειά που με περίμενε. Έπειτα το μακρινό ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μια. Σηκώθηκα, πήρα το φτυάρι και σε δέκα λεπτά είχα ξεσκεπάσει το φέρετρο, που μύριζε φριχτά. Κρατώντας το προς τη προσήνεμη πλευρά και χρησιμοποιώντας το φτυάρι σα μοχλό, κατάφερα να το ανεβάσω στο καροτσάκι. Το πήγα χωρίς κανέν ατύχημα στη βάρκα, όπου τοποθετώντας τις χειρολαβές του στη πρύμνη κι ανασηκώνοντάς το με μεγάλη δύναμη, κατάφερα να επιβιβάσω το φορτίο σε είκοσι λεπτά κουραστικής εργασίας, κατά τη διάρκεια πνίγηκα στο χώμα και τον ιδρώτα κι αρκετές φορές κόντεψα ν' αναποδογυρίσω τη βάρκα. Στη νότια όχθη δυσκολεύτηκα λιγότερο να βγάλω το καρότσι και το φέρετρο και να τ' ανεβάσω στο κοιμητήρι. Ήτανε τώρα περασμένες δυο κι είχεν αρχίσει το λυκόφως, οπότε δεν είχα πια πρόβλημα φωτός. Πήγα το φέρετρο σ' ένα κομμάτι πηλώδους εδάφους που 'χα παρατηρήσει το απόγευμα κοντά στον τάφο των αγίων αδελφών. Είχα πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, ο λαιμός μου δε με πονούσε πια κι άρχισα να σκάβω με μανία. Σύντομα έφτιαξα ένα ρηχό άνοιγμα, βαθύ για να κρύψει το φέρετρο και να σχηματιστεί πάνω κι ένα λοφίσκος από χώμα. Το κρύο μαργαριταρένιο πρωί είχε πια σκορπίσει το σκοτάδι. Έβλεπα κι ήμουνα κι εγώ ορατός από μίλια μακρυά. Αυτό μου προκάλεσε ανησυχία κι ανυπομονησία να τελειώσω τη δουλειά. Παρολαυτά, αναγκάστηκα να ξεκουραστώ λιγάκι πριν βάλω το φέρετρο στο λάκο. Σκούπισα το μέτωπο και τα χέρια μου και κοίταξα πάλι γύρω. Ο τάφος των αγίων αδελφών, μια τεράστια πλάκα που στηριζότανε σε τέσσερις πέτρινες σφαίρες, ήτανε γκρίζος και βρεγμένος από τη πάχνη. Κοντά του βρισκόταν αγκαθωτός θάμνος, καλυμμένος με κουρέλια, τα νεότερα απ' αυτά φαίνονταν ακόμα φανταχτερά στη λάμψη που ξεκινούσε από την όχθη στ' ανατολικά. Ήταν ώρα να τελειώσω. Έπιασα το καρότσι και το 'βαλα δίπλα στον τάφο και σιγά-σιγά ανασήκωσα το φέρετρο με το φτυάρι μέχρι που κύλησε στη τρύπα μ' έναν υπόκωφο θόρυβο σα μεθυσμένη επίπληξη από τον νεκρό. Φτυάρισα το χώμα γύρω και πάνω, δουλεύοντας όσο πιο γρήγορα γινόταν. Σε λιγότερο από ένα τέταρτο είχε ξαναθαφτεί. 'Αλλα δέκα λεπτά χρειαστήκανε για να κάνω το χώμα από πάνω συμμετρικό και να καθαρίσω τα ίχνη της δουλειάς μου από το γύρω χώρο. Μετά πέταξα κάτω το φτυάρι, σήκωσα ψηλά τα χέρια κι αναστέναξα ανακουφισμένος και θριαμβευτής. Αναπήδησα όμως όταν είδα πως στεκόμουνα σ' έν άδειο βοσκοτόπι καλυμμένο από θάμνους και λουλούδια. Κανέν έργο ανθρώπου δεν υπήρχε κοντά μου, εκτός από το καρότσι, το φτυάρι και τον τάφο του Μπίλι, που 'τανε και πάλι ολομόναχος όπως και πριν. Γύρισα προς το ποτάμι και στην απέναντι όχθη βρισκότανε το κοιμητήρι με τον τάφο των αγίων αδελφών, τον θάμνο με τα κουρέλια του ν' ανεμίζουνε στη πρωινή αύρα και τον σπασμένο χωμάτινο τοίχο. Το κατεστραμμένο παρεκκλήσι ήτανε κι αυτό εκεί, χωρίς να 'χει κουνηθεί πέτρα από τους γκρεμισμένους τοίχους, χωρίς ένα σημάδι που να δείχνει πως εκείνο κι ο περίβολός του δεν ήταν εκεί αιώνια, όπως κι οι λόφοι. Κοίταξα τον τάφο με συμπόνοια για τον δύστυχο Γουλφ Τόουν Φιτζέραλντ, με τον οποίο οι βλογημένοι δε θέλανε να βρίσκονται μαζί. Ένιωσα μέχρι και κατάπληξη αν κι είχα εργαστεί για το σκοπό αυτό. Όμως τα πουλιά είχανε ξυπνήσει κι οι πετεινοί λαλούσαν. Ο σπιτονοικοκύρης ξυπνούσε νωρίς. Έβαλα ξανά τα σύνεργα στη βάρκα και γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στη φάρμα και τ' αφησα στη θέση τους. Μετά μπήκα κρυφά σπίτι κι έβαλα ένα καθαρό ζευγάρι μπότες, ένα πανωφόρι, ένα μεταξωτό καπέλο, άλλαξα και πουκάμισο κι έτσι η εμφάνισή μου ήτανε και πάλι αξιοπρεπής. Βγήκα ξανά, κολύμπησα στον Φορτ Μάιλ Γουότερ, έριξα μια τελευταία ματιά στο κοιμητήρι και πήγα με τα πόδια στο Γουίκλοου, απ' όπου πήρα το πρώτο τρένο για το Δουβλίνο.
* * *
Μερικούς μήνες αργότερα, όταν ήμουν στο Κάιρο, έλαβα ένα πακέτο με ιρλανδικές εφημερίδες κι ένα κεντρικό άρθρο κομμένο από τους Τάιμς για το θέμα του θαύματος. Ο Πατέρ Χίκι είχε πληρώσει το τίμημα της εχθρικής συμπεριφοράς του. Η επιτροπή που 'χε φτάσει στο Φορ Μάιλ Γουότερ την επομένη, είχε βρει το νεκροταφείο στη θέση τη παλιά του. Ο Πάτερ Χίκι ξαφνιάστηκε, προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του με μια μπερδεμένη δήλωση, που οδήγησε την επιτροπή ν' ανακοινώσει τελικά πως το θαύμα ήτανε μεγάλη απάτη. Οι Τάιμς σχολιάζοντας το γεγονός, αφού παραθέταν έναν αριθμό παραδειγμάτων από απάτες ιερέων, λέγανε:
"Χαιρόμαστε που μαθαίνουμε πως ο Αιδεσιμότατος κύριος Χίκι απαλλάχτηκε μόνιμα από τα καθήκοντά του σαν ιερέας της ενορίας του Φορ Μάιλ Γουότερ, από τον εκκλησιαστικό του ανώτερο. Κι είναι βέβαια λιγότερο ευχάριστο να πρέπει να σας αναφέρουμε ότι στην έκθεση που παρουσίαζε στην επιτροπή την αστήρικτη υπεράσπιση του θαύματος, είχανε καταφέρει να μαζέψουνε διακόσιες υπογραφές που υποστηρίζανε το γεγονός και την αμείωτην εμπιστοσύνη τους στην ακεραιότητα του κυρίου Χίκι".
|
|
|