Γκüγια: Αßσωπος
Βιογραφικü
Αρχαßος ¸λληνας μυθοποιüς που αμφισβητεßται η ýπαρξÞ του. Θεωρεßται ιδρυτÞς του λογοτεχνικοý εßδους που σÞμερα ονομÜζεται παραβολÞ Þ αλληγορßα. Για τη ζωÞ του δεν υπÜρχουν ακριβεßς και συγκεκριμÝνες πληροφορßες.Η γÝννησÞ του τοποθετεßται τον 7ο αιþνα π.Χ, η δρÜση του üμως τον 6ο και τüπος καταγωγÞς του αναφÝρεται η Φρυγßα, ενþ σýμφωνα μ' Üλλους γεννÞθηκε στη ΣÜμο Þ τη ΘρÜκη, τις ΣÜρδεις Þ την Αßγυπτο. ¼πως γßνεται και με τον ¼μηρο πολλÝς πüλεις και χþρες ερßζουνε θÝλοντÜς τονε δικü τους. ¼λα τα σημεßα της γÞς που επισκÝφτηκε. ¹τανε παθιασμÝνος ταξιδευτÞς.
ΜεταγενÝστερες μαρτυρßες τον αναφÝρουνε να παßρνει μÝρος στο συμπüσιο των 7 Σοφþν και να ελÝγχει με την ευφυολογßα και τη σοφßα του τους λüγους των. Επßσης τονε φÝρουνε στις ΣÜρδεις στην ΑυλÞ του βασιλιÜ Κροßσου του οποßου Þταν ευνοοýμενος και σýμβουλος. Εßναι ο διασημüτερος απü τους αρχαßους μυθοποιοýς, αναμφισβÞτητος πατÝρας του αρχαßου μýθου. Τη βιογραφßα του συνÝγραψε τον 14ο μ.Χ. αιþνα ο μοναχüς ΜÜξιμος Πλανοýδης και περιÝχονται σ' αυτÞν Ýνα σωρü ανÝκδοτα γα τη ζωÞ και την εν γÝνει δρÜση του. Θεωρεßται επßσης σαν ο κορυφαßος της λεγüμενης διδακτικÞς μυθολογßας.
Ο Αßσωπος γεννÞθηκε κατÜ πÜσα πιθανüτητα απü οικογÝνεια δοýλων το 625 π.Χ., στο Αμüριο της Φρυγßας, Þτανε δοýλος του φιλüσοφου ΙÜδμονα, Ýζησε στη ΣÜμο, ταξßδεψε στην Αßγυπτο και την ΑνατολÞ και πÝθανε στους Δελφοýς, üπου εßχε σταλεß απü το βασιλιÜ Κροßσο γα να λÜβει χρησμü του μαντεßου το 560 μ.Χ. ΚατηγορÞθηκε για ιεροσυλßα και καταδικÜστηκε σε θÜνατο απü ιεροδικαστÝς. Γκρεμßστηκε δε απü τη κορφÞ του Παρνασσοý. ΚατÜ τον ΑριστοφÜνη, καταδικÜστηκε σε θÜνατο, γιατß σφετερßστηκε ιερÜ δþρα του Κροßσου.
Σýμφωνα λοιπüν με μιαν εκδοχÞ, στÜλθηκε απü τον Κροßσο με προσφορÝς δþρων στο ναü του Απüλλωνα στους Δελφοýς, üπου, βλÝποντας τις απÜτες των εκεß ιερÝων και την απληστßα τους, τους κατηγüρησε με σαρκαστικü τρüπο. Εκεßνοι, τüτε, αποφÜσισαν να τονε θανατþσουν με δüλο. ΠÞρανε λοιπüν απü το ιερü του ναοý "φιÜλην χρυσÞν" και την Ýκρυψαν μες στις αποσκευÝς του. ¾στερα τονε κατηγüρησαν για κλÝφτη κι ιερüσυλο. ¸τσι με τη σκηνοθετημÝνη κατηγορßα τονε καταδßκασανε σε θÜνατο και τονε σκοτþσανε ρßχνοντας τον στον γκρεμü απü τη κορφÞ του Παρνασσοý, ΥÜμπεια. ΑμÝσως μετÜ τον θÜνατü του Ýπεσε πεßνα και δυστυχßα στον τüπο.
ΕπιλογÞ μýθων του σε πεζü λüγο εξÝδωσε ο ΔημÞτριος ο ΦαληρÝας στα τÝλη του 4ου αιþνα π.Χ. Η συλλογÞ αυτÞ δε σþζεται και μüνo ποιητικÝς επεξεργασßες του Βαβρßου (ελληνικÜ), του Φαßδρου (λατινικÜ) κι Üλλων, διασþσανε το υλικü της επιτομÞς εκεßνης. ¼λες οι σωζüμενες σÞμερα συλλογÝς εßναι πολý μεταγενÝστερες και προÝρχονται απü τον 1ο Þ 2ο αιþνα κι Ýπειτα.
Οι μýθοι του Ýχουνε συγκεντρωθεß σε "ΣυλλογÞ Αισþπειων Μýθων" και πρωταγωνιστÝς σ' αυτοýς εßναι, κατÜ το πλεßστον, ορισμÝνα ζþα, üπως αλεποý, λýκος, λιοντÜρι, ελÜφι κ.Ü. Κυρßως εßναι διÜλογοι μεταξý ζþων που μιλοýν κι ενεργοýν σαν Üνθρωποι, ενþ υπÜρχουν και μερικοß με ανθρþπους Þ θεοýς. Εßναι δε αυτοß μικρÜ οικιακÜ αφηγÞματα, διατυπωμÝνα με μεγÜλη συντομßα. Ο χαρακτÞρας τους εßναι ηθικοδιδακτικüς, συμβολικüς κι αλληγορικüς. Οι Μýθοι του Ýχουν ιδιαßτερη χÜρη, θαυμαστÞ απλüτητα κι Üφταστη διδακτικüτητα! Εßναι παρμÝνοι απü τη καθημερινÞ ζωÞ και τη φýση. Εßχε τη μοναδικÞ ικανüτητα να δßνει στα ζþα ανθρþπινες ιδιüτητες, ψυχÞ και λαλιÜ, σε τÝτοιο βαθμü που να θεωρεßς üτι αυτÞ Þταν κÜποτε η πραγματικüτητα και üλα αυτÜ που διηγεßται Ýχουν συμβεß. Βασικü χαρακτηριστικü των διηγÞσεþν του Þταν το επιμýθιο το οποßο Þταν εýληπτο για τα παιδιÜ και το λαü.
ΛÝγεται πως Ýλεγε τους μýθους του αυτοýς üχι μüνο στη διÜρκεια της ζωÞς του αλλÜ και με σκοπü να υποστηρßξει την αθωüτητÜ του στο δικαστÞριο. ΜÝσα τους διακρßνεται το ευρý, παρατηρητικü του πνεýμα κι η ικανüτητÜ του να διδÜσκει με μικρÝς, απλÝς ιστορßες, που πÜντα Ýχουνε στο τÝλος κÜποιο ηθικü δßδαγμα. ΣυνÞθιζε με τη παρατηρητικüτητα και τη βαθειÜ σοφßα του να πλÜθει τÝτοιες ιστορßες και να τις λÝει γýρω του. Με καιρü απÝκτησε μεγÜλη φÞμη κι üλοι τρÝχανε κοντÜ του ν' ακοýσουνε κÜποιο μýθο του σχετικÜ με κÜποιο πρüβλημα τους. ΣιγÜ-σιγÜ οι μýθοι του Üρχισαν να μεταδßδονται απü στüμα σε στüμα μεταξý των ανθρþπων, μÝχρι την ελληνιστικÞ εποχÞ οπüτε συγκεντρþθηκαν και παρουσιÜστηκαν σαν Ýνα βιβλßο, αιþνες αργüτερα. Διηγεßται δε ο ΠλÜτων, πως ο ΣωκρÜτης στο κελß του, στιχουργοýσε με τους "Μýθους" του, μÝχρι τις τελευταßες του μÝρες.
Σýμφωνα με τον Πλοýταρχο, ο Αßσωπος Þτανε ταπεινÞς καταγωγÞς και πραγματικü τÝρας ασχÞμιας: μαυριδερüς, καμποýρης, τραυλüς, κοντüλαιμος, στραβοπüδης με μýτη πλακουτσωτÞ και κεφÜλι τριγωνικü, αλλÜ παρÜλληλα Þταν ευφυÝστατος. Παρ' üτι üσο ζοýσε, Þτανε δοýλος, οι Αθηναßοι του στÞσαν αργüτερα ανδριÜντα, για να δεßξουν Ýτσι üτι κÜθε Üνθρωπος αξßας, πρÝπει, ανεξÜρτητα απü τη καταγωγÞ του να τιμÜται. Σýμφωνα με τον Ηρüδοτο, Þτανε πολý γνωστüς "λογοποιüς". Εκτüς απü τους μýθους γνþριζε και διηγοýνταν πολλÜ αστεßα κι ανÝκδοτα. 'Αλλοι υποστηρßζουν üτι δε δημιοýργησε μýθους αλλÜ τους συγκÝντρωσε, τους συμπλÞρωσε και τους τελειοποßησε. Αυτοß προÝρχονταν εßτε απü τους αρχαιüτερους ¸λληνες εßτε απü Üλλους λαοýς, üπως οι Φρýγες. Δεν αποκλεßεται βÝβαια να επινüησε κι ο ßδιος μερικοýς απ' αυτοýς. ΠÜντως, τους χρησιμοποßησε πολý στη ζωÞ του, με τüση δεξιüτητα κι επιτυχßα, þστε να συνδεθεß τελικÜ το üνομÜ του μ' αυτοýς.
Σε μιαν Üλλη εκδοχÞ, δοýλευε σε κÜποιον κτηματßα σαν δοýλος βοσκüς. Μια μÝρα, που εßδε τον επιστÜτη να χτυπÜ Üδικα Ýναν Üλλο δοýλο, Ýτρεξε να τονε βοηθÞσει κι Ýτσι ο επιστÜτης για να τον εκδικηθεß τονε κατηγüρησε στο αφεντικü, τον κτηματßα, που τον πÞγε στην αγορÜ της ΕφÝσσου να τον πουλÞσει. Εκεß, τον αγüρασε ο σοφüς ΞÜνθος απü τη ΣÜμο, που εκτßμησε το Ýξυπνο βλÝμμα του και τονε πÞρε μαζß του σα δοýλο. Μαζß του Üρχισε να ταξιδεýει και να γνωρßζει τον κüσμο. Στη συνÝχεια ο ΞÜνθος τονε ποýλησε στον επßσης ΣÜμιο σοφü ΙÜδμονα. Αυτüς εκτιμþντας τα πνευματικÜ χαρßσματÜ του και κυρßως την σοφßα και την ευφυßα του, τον απελευθÝρωσε.
ΚÜποτε Ýφτασε και στη περιοχÞ των Δελφþν κι επισκÝφθηκε το περßφημο Μαντεßο. Ο Αßσωπος ειρωνεýτηκε τους ιερεßς üτι μαντεýουνε για να πλουτßζουνε, και τους κατοßκους, üτι αντß να καλλιεργοýνε τα κτÞματÜ τους και να φροντßζουνε τα ζþα τους ζοýσαν απü τ' αφιερþματα των προσκυνητþν. Αυτü του το θρÜσος εξüργισε τους ιερεßς του Μαντεßου οι οποßοι τον παγιδÝψανε, βÜζοντας Ýνα χρυσü ποτÞρι στις αποσκευÝς του και κατüπιν τον κατηγορÞσανε για κλÝφτη κι ιερüσυλο. ¸τσι τονε δßκασαν Üδικα και τονε καταδικÜσανε σε θÜνατο, ρßχνοντας τον απü τις κορυφÝς των ΦαιδρυÜδων, κÜποια απüκρημνα βρÜχια, στον Παρνασσü.
Σýμφωνα με τη παρÜδοση, ο Απüλλωνας τιμþρησε την αδικßα τους στÝλνοντας στους κατοßκους των Δελφþν μεγÜλη πεßνα και λιμü, που θÝρισε πολλοýς κατοßκους. Αυτοß τüτε για να εξιλεωθοýν, Ýστησαν μια μαρμÜρινη στÞλη προς τιμÞν του Αισþπου. ¼πως και να 'χει, επειδÞ υποστÞριζε μια ζωÞ την αλÞθεια, Þτανε φυσικü να δολοφονηθεß. Αξßζει να σημειωθεß τÝλος, üτι δεν Ýγραψε μÞτε μια λÝξη, αλλÜ üλους τους Μýθους τους Ýλεγε με το στüμα.
Πρþτη φορÜ εκτυπωθÞκανε στο ΜιλÜνο το 1479 μ.Χ. ακολοýθησε αυτÞ του Παρισιοý το 1547 κι απü τüτε Ýχουν κυκλοφορÞσει σε πÜρα πολλÝς γλþσσες. Ο ΚοραÞς τους τýπωσε το 1810 στο Παρßσι κι ακολοýθησε κριτικÞ Ýκδοση (1852) στη Λειψßα σπü τον Χαλμ. ¸κτοτε πολλÝς εκδüσεις παρουσιαστÞκανε κι οι Μýθοι πιστεýεται πως Ýχουνε διαβαστεß παγκοσμßως σχεδüν üσο κι η Βßβλος. Η πιο πρüσφατη Ýκδoση τους Ýγινε απü τον Οßκο ΡΕΝGUΙΝ του Λονδßνου (1997) σε 50.000 αντßτυπα. Η απüδοση τους στη νÝα ελληνικÞ γλþσσα Ýγινε απü τους Ανδρüνικο Νοýκιο και Γεþργιο Αιτωλü, που ζÞσανε τον 16ο αιþνα.
Οι Αισþπειοι Μýθοι Þτανε γραμμÝνοι σε πεζü λüγο. Ως γνωστü, μÝχρι τüτε, μüνον ο Ýμμετρος λüγος, η ποßηση, εθεωρεßτο μοναδικü εκφραστικü εßδος για τους συγγραφεßς. Συνεπþς μπορεß να θεωρηθεß κι ως πρωτοπüρος στο εßδος του. Ιδεολογßα των εßναι η αποδοκιμασßα του κακοý στις πιο αντιπροσωπευτικÝς μορφÝς του: της βßας, της απÜτης, της αυθαιρεσßας, της προδοσßας, της ματαιοδοξßας, της αλαζονεßας, της ψευδολογßας, της πλεονεξßας, της πονηριÜς. Η αποδοκιμασßα επιχειρεßται Üλλοτε με αναφορÜ στη Θεßα Δßκη, Üλλοτε με πειστικÝς υποδεßξεις, πιο συχνÜ üμως με τη διαπßστωση του παραλογισμοý του κακοý, με τη γελοιοποßηση του καθþς και με τη φιλοσοφικÞ ενατÝνιση της ζωÞς.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Το ΠÜθημα Του Λýκου
Μια φορÜ κι Ýναν καιρü, το λιοντÜρι -που üπως ξÝρουμε εßναι ο βασιλιÜς των ζþων- αρρþστησε βαριÜ. ΦοβÞθηκε πως θα πεθÜνει κι Ýδωσε διαταγÞ να συγκεντρωθοýν üλα τα ζþα του μεγÜλου δÜσους μπρος του, για να του ποýνε τι πρÝπει να κÜνει για να γιατρευτεß. ¼λα τα ζþα εßπανε τη γνþμη τους, þσπου Þρθε κι η σειρÜ του λýκου.
-"ΒασιλιÜ μου", εßπε με σεβασμü, "δε γνωρßζω κανÝνα γιατρικü για την αρρþστια σου, μα οýτε κι üσα ζþα εßναι συγκεντρωμÝνα εδþ, γνωρßζουνε. Το μüνο ζþο που ξÝρει απü
φÜρμακα εßναι η αλεποý! Μ' αυτÞ σε περιφρüνησε και δεν Þρθε στο κÜλεσμÜ σου. 'Ακουσα μÜλιστα να λÝνε üτι χÜρηκε για την αρρþστια σου κι üτι δεν τη νοιÜζει κι αν πεθÜνεις". Ο λýκος τα 'πε επßτηδες αυτÜ τα λüγια, γιατß δε χþνευε την αλεποý κι Þταν σßγουρος üτι το λιοντÜρι θα τη τιμωροýσε!
-"¿στε Ýτσι!" φþναξε θυμωμÝνο το λιοντÜρι. "Να τη βρεßτε αμÝσως και να τη φÝρετε μπροστÜ μου. Θα της κüψω τη γλþσσα"!
Ο λýκος Ýτριψε τα... χÝρια του απü τη χαρÜ του. Εßχεν Ýρθει η στιγμÞ να κÜνει κακü στην αλεποý. ¸να πουλÜκι, üμως, πÝταξε γρÞγορα και βρÞκε την αλεποý.
-"Αυτü κι αυτü συμβαßνει!" της εßπε. "Ο λýκος σε συκοφÜντησε και το λιοντÜρι θα σου κüψει τη γλþσσα για να σε τιμωρÞσει".
-"Σ' ευχαριστþ, καλü μου πουλÜκι", του εßπε η αλεποý. "Μη φοβÜσαι, θα καταφÝρω να γλυτþσω".
ΜÜζεψε τüτε μερικÜ αγριüχορτα και μια και δυο τρÜβηξε με θÜρρος για τη σπηλιÜ του λιονταριοý. Το λιοντÜρι, üταν την εßδε Üφρισεν απü το κακü του.
-"Σου 'φερα αυτÜ τα βüτανα", εßπεν η πονηρÞ αλεποý στο Üρρωστο λιοντÜρι, "για να γßνεις καλÜ..."
-"¸λα εδþ!" της φþναξε. "Που Þσουν; Δεν Ýμαθες üτι κÜλεσα üλα τα ζþα να παρουσιαστεßτε μπροστÜ μου";
-"Ναι, βασιλιÜ μου", του απÜντησε με θÜρρος η αλεποý. "Το 'μαθα πως εßσαι Üρρωστος βαριÜ, γι' αυτü κι εγþ, πριν Ýλθω, πÞγα και μÜζεψα αυτÜ τα βüτανα, που θα σε κÜνουνε καλÜ".
Ο θυμüς του λιονταριοý Ýπεσεν αμÝσως.
-"¿στε, γι' αυτü Üργησες να Ýλθεις;" της εßπε. "ΚαλÜ Ýκανες... Θα... γßνω καλÜ üταν πÜρω αυτÜ τα βüτανα";
-"Ναι, βασιλιÜ μου. Μüνο που χρειÜζεται να τ' ανακατÝψεις με κÜτι ακüμα, για να γßνει τÝλειο το φÜρμακο..."
-"Με τß;" ρþτησε το λιοντÜρι.
-"Να τα βρÜσεις μαζß με μια γλþσσα λýκου. ΑυτÞ βÝβαια συ ξÝρεις που θα τη βρεις".
-"Και βÝβαια ξÝρω!" φþναξε το λιοντÜρι. "Θα κüψω τη γλþσσα αυτοý του λýκου"!
Το 'πε και το 'κανε αμÝσως. ¸τσι η πονηρÞ η αλεποý τιμþρησε το λýκο για τη συκοφαντßα του.
Η Χελþνα Που ¹θελε Να ΠετÜξει
Μια φορÜ κι Ýνα καιρü ζοýσε στην αυλÞ ενüς χωριÜτικου σπιτιοý μια χελþνα, που 'χε Ýνα μεγÜλο καημü. ¹θελε να πετÜξει στον ουρανü üπως τα πουλιÜ.
-"Τß κατÜρα εßναι αυτÞ!" Ýλεγε κÜθε τüσο αναστενÜζοντας. "ΣÝρνω μÝρα και νýχτα αυτü το βαρý καβοýκι κι εßμαι καρφωμÝνη πÜνω στη γη. Αχ, να 'μουνα κι εγþ Ýνα πουλÜκι, να 'χα φτερÜ και να πετοýσα! Πþς ζηλεýω τις πÜπιες της αυλÞς που üταν θÝλουνε πετÜνε και βλÝπουνε τον κüσμο απü ψηλÜ".
Μια μÝρα δυο πÜπιες ακοýσανε το παρÜπονü της και τη λυπηθÞκανε.
-"ΘÝλεις στ' αλÞθεια να πετÜξεις, κυρα-χελþνα;" τη ρþτησαν.
-"Αν θÝλω;" απÜντησε η χελþνα. "Αυτü εßναι το πιο μεγÜλο μου üνειρο. Να πετÜξω μια φορÜ κι ας πεθÜνω, που λÝει ο λüγος. ΑλλÜ, πþς";
-"ΥπÜρχει Ýνας τρüπος", της εßπε η μια πÜπια. "Να δαγκþσεις σφιχτÜ αυτü το ξýλο, εγþ κι η αδελφÞ μου θα πιÜσουμε με τα ρÜμφη μας τις δυο Üκρες και θα σε πÜρουμε
μαζß μας".
-"Ναι, ναι!" φþναξε ενθουσιασμÝνη η χελþνα. "Ωραßα ιδÝα! Εμπρüς, ας μην αργοýμε"! Και βιÜστηκε να δαγκþσει το ξýλο. Το πιÜσανε κι οι πÜπιες με τα ρÜμφη, τινÜξανε τα φτερÜ τους και πετÜξανε ψηλÜ, κουβαλþντας τη χελþνα μαζß τους.
Το πüσο χαιρüταν η χελþνα, δε λÝγεται! Τι üμορφα Þταν εδþ ψηλÜ! ΕπιτÝλους εßχε πραγματοποιÞσει το μεγÜλο üνειρο της! Πετοýσε! ¼μως, μÝθυσε τüσο πολý απü τη χαρÜ της και για μια στιγμÞ πßστεψε üτι θα μποροýσε να πετÜξει και μüνη της! ¸τσι η κουτÞ, Üφησε το ξýλο που κρατοýσε με τα δüντια και φυσικÜ, με το μεγÜλο βÜρος που 'χε, Ýπεσε στη γη και σκοτþθηκε...
Αυτü μας διδÜσκει üτι το κÜθε πλÜσμα πρÝπει να 'ναι ευχαριστημÝνο με τη μορφÞ που του 'δωσεν ο Θεüς και να μη ζηλεýει τ' Üλλα πλÜσματα...
Ο ΓÜιδαρος Του Φτωχοý
Μια φορÜ κι Ýνα καιρü, Ýνα κατÜλευκο, üμορφο και περÞφανο Üλογο, Ýσερνε το αμÜξι ενüς πλοýσιου Üρχοντα. ΠλÜι του βρÝθηκε για μια στιγμÞ να περπατÜ Ýνας φτωχüς και ταπεινüς γαúδαρÜκος, που κουβαλοýσε τα ξýλα ενüς χωρικοý. Το Üλογο περÞφανο, του 'ριξε μια πλÜγια ματιÜ και του 'πε:
-"ΦτωχÝ μου γÜιδαρε, θα πρÝπει να 'ßσαι πολý δυστυχισμÝνος".
-"Γιατß;" τονε ρþτησεν ο γÜιδαρος.
-"ΕπειδÞ υπηρετεßς Ýνα φτωχü χωρικü".
-"ºσα-ßσα που 'μαι πολý ευχαριστημÝνος", απÜντησεν ο γÜιδαρος. "Δουλεýω σκληρÜ τη μÝρα, μα το βρÜδυ Ýχω üσο Üχυρο επιθυμεß η ψυχÞ μου".
-"ΔυστυχισμÝνε!" εßπε πÜλι το Üλογο. "Αν Þξερες πüσον üμορφα περνþ εγþ, που υπηρετþ Ýνα πλοýσιο κýριο! ΒÝβαια, εργÜζομαι κι εγþ, αλλÜ δε κουβαλþ ξýλα, σαν και σÝνα. ΣÝρνω Ýνα πολυτελÝστατο αμÜξι. Απ' üπου περνÜμε, üλοι παραμερßζουνε
και βγÜζουνε τα καπÝλα τους με σεβασμü ενþ σÝνα, ποιüς σου δßνει σημασßα; ΞÝρεις τι κουβαλþ σÞμερα; Δυο κιβþτια με χρυσÜφι! Λοιπüν, δε με ζηλεýεις";
-"¼χι, δε σε ζηλεýω καθüλου!" του 'πεν ο γÜιδαρος.
-"Δε με ζηλεýεις που κουβαλþ χρυσÜφι μÝσα σ' αυτÞ τη πολυτελÝστατη Üμαξα;" απüρησε τ' Üλογο.
-"¼χι"!
-"Πρüσεξες τα χαλινÜρια μου; Εßναι ολοκαßνουργια κι απü δÝρμα, ενþ το δικü σου καπßστρι εßναι φτιαγμÝνο απü σκοινß! ΦτωχÝ μου γÜιδαρε, θα πρÝπει, στ' αλÞθεια να 'σαι πολý δυστυχισμÝνος"!
-"Μα, αφοý σου λÝω πως εßμαι ευτυχισμÝνος!" επÝμενε ο γÜιδαρος.
ΞÜφνου, απü τη στροφÞ του δρüμου παρουσιαστÞκανε τρεις ληστÝς! ¸νας απ' αυτοýς χτýπησε μ' Ýνα ξýλο δυνατÜ το Üλογο για να το αναγκÜσει να σταματÞσει κι Ýπειτα, αφοý δÝσανε τον αμαξÜ, πÞρανε τα δυο κιβþτια με το χρυσÜφι κι Ýφυγαν. Το Üλογο στεκüταν καταλυπημÝνο γι' αυτü που εßχε συμβεß, μα ο γÜιδαρος γελοýσε δßπλα του.
-"Ε, παλιüφιλε!" του 'πε. "Πιο πριν Þσουν περÞφανο που κουβαλοýσες χρυσÜφι κι Ýλεγες εμÝνα δυστυχισμÝνο. Λοιπüν, τß λες, τþρα; Εμεßς οι ταπεινοß μπορεß να 'χουμε τη φτþχεια μας, αλλÜ Ýχουμε τουλÜχιστον Þσυχο το κεφÜλι μας! 'Αντε γεια σου τþρα και περαστικÜ".
Το Κüλπο Του ΓÜτου
Μια φορÜ κι Ýνα καιρü, Ýνας γÜτος και μια αλεποý γßνανε φßλοι κι αποφÜσισαν να γυρßσουν μαζß τον κüσμο. Απü φαγητü δε δυσκολεýονταν διüλου γιατß, κÜθε φορÜ που πεινοýσαν, η αλεποý Üρπαζε κι απü Ýνα κοτüπουλο και το τρþγανε.
-"Λοιπüν;" εßπε μια μÝρα η αλεποý. "Πþς σου φαßνομαι; Δεν εßμαι καταπληκτικÞ";
-"Γιατß κυρα-Μαριþ;" τη ρþτησεν ο γÜτος.
-"Εßδες με πüσην εξυπνÜδα και τÝχνη κλÝβω τα κοτüπουλα απü τα κοτÝτσια; ¸χουνε δßκιο üταν λÝνε πως εßμαι το πιο πονηρü ζþο".
-"Να σου πω", της απÜντησε ο γÜτος, "ξÝρω κι εγþ Ýνα κüλπο, που αξßζει πιüτερο απü τη πονηριÜ σου".
-"Ποιü κüλπο;" τονε ρþτησεν η αλεποý.
-"'Ασε, θα στο πω αργüτερα".
-"Γιατß δε μου το λες τþρα";
-"Προτιμþ να στο δεßξω στη πρÜξη, για να το καταλÜβεις".
-"ΑλλÜ δε τα καταφÝρνω μüνο με τα κοτüπουλα", συνÝχισε η αλεποý. "ΞÝρω να φτιÜχνω τη φωλιÜ μου με τÝτοιο τρüπο, þστε να μπορþ να βγαßνω εýκολα απ' αυτÞ χωρßς να κινδυνεýω".
-"Κι εγþ ξÝρω Ýνα Ýξυπνο κüλπο", εßπε πÜλι ο γÜτος.
-"Δε θα μου πεις το κüλπο σου;" ξαναρþτησεν η αλεποý.
-"¼χι ακüμα, κÜνε υπομονÞ".
-"Μπορþ ακüμα", εßπε η αλεποý, "ν' αποφεýγω τις παγßδες που μου στÞνουν οι χωρικοß κοντÜ στα σπßτια τους, για να με πιÜσουνε. Πþς σου φαßνεται";
-"Σε παραδÝχομαι, κυρα-Μαριþ, αλλÜ... Ýχω κι εγþ το κüλπο μου".
-"Α, δε σου εßπα και το Üλλο. Κρýβομαι με τÝτοιο τρüπο ανÜμεσα στους θÜμνους, που μπορþ να ξεγελÜσω ακüμα και τα πουλιÜ..."
-"¸χω κι εγþ το κüλπο μου", εßπε για μιαν ακüμα φορÜ ο γÜτος.
-"Μα, επιτÝλους, ποιü εßναι αυτü το κüλπο;" θýμωσεν η αλεποý.
-"Μη βιÜζεσαι κυρα-Μαριþ να το μÜθεις".
-"Μου φαßνεται üτι με κοροúδεýεις! Εγþ σου τα 'πα üλα κι εσý..."
Κεßνη τη στιγμÞ παρουσιαστÞκανε δυο Üγρια σκυλιÜ και τους στρþσανε στο κυνÞγι.
-"Τþρα θα δεις το κüλπο μου!" εßπεν ο γÜτος στην αλεποý και μ' Ýνα πÞδημα Ýφτασε κοντÜ σ' Ýνα δÝντρο και σκαρφÜλωσε εýκολα στα κλαδιÜ του. "Εßδες ποιü εßναι το κüλπο μου;" εßπε τüτε ο γÜτος στην αλεποý...
Κι η αλεποý που δε μποροýσε να σκαρφαλþσει σαν το γÜτο, προσπÜθησε να γλυτþσει με τη τρεχÜλα. Μα οι δυο σκýλοι τη φτÜσανε και της Ýκοψαν την ουρÜ και το αφτß. Με πολý κüπο κατÜφερε να σþσει τη ζωÞ της και κατÜλαβε απü τη μÝρα κεßνη, üτι το κüλπο του γÜτου Üξιζε πιüτερο απü τη πονηριÜ της.
¸νας Πονηρüς Αγριüγατος
Σ' Ýνα μεγÜλο δÝντρο του δÜσους εßχανε φτιÜξει τις φωλιÝς τους κι Ýμεναν με τα
παιδιÜ τους δυο ζþα κι Ýνα πουλß. ΑνÜμεσα στις ρßζες του δÝντρου εßχε φτιÜξει τη
φωλιÜ του Ýν αγριογοýρουνο, σε μια τρýπα του κορμοý Ýμενε Ýνας αγριüγατος και σ' Ýνα κλαδß εßχε τη φωλιÜ του Ýνα γερÜκι. Στην αρχÞ βρßσκαν Üφθονη τροφÞ στο δÜσος, αλλÜ σιγÜ-σιγÜ λιγüστευε. Αυτü του κακοφÜνηκε του αγριüγατου και πονηρüς καθþς Þταν, αποφÜσισε να βρει Ýνα τρüπο þστε να διþξει τους δυο γεßτονÝς του για να μεßνει μüνος και να βρßσκει εýκολα τη τροφÞ του. Μια και δυο ανεβαßνει ως τη φωλιÜ του γερακιοý και του λÝει:
-"Αυτüς ο γεßτονας μας, το αγριογοýρουνο, δε μου αρÝσει. ΣκÜβει συνÝχεια στις ρßζες και φοβÜμαι üτι καμιÜ μÝρα θα ρßξει το δÝντρο".
-"ΑλÞθεια;" εßπε το γερÜκι φοβισμÝνο.
-"Ναι, δεν Ýχεις προσÝξει πþς τρÝμει το δÝντρο üταν φυσÜ ο αÝρας";
-"Ω... Ýκανες πολý καλÜ που μου το 'πες και σ' ευχαριστþ!" απÜντησε το γερÜκι. "Θα πÜρω τα παιδιÜ μου αμÝσως και θα φýγω για να μη σκοτωθοýνε τα καημÝνα!
-"Γι' αυτü στο 'πα κι εγþ, γιατß λυπÞθηκα τα παιδιÜ σου".
-"Κι εσý;" τον ρþτησε το γερÜκι. "Θα μεßνεις";
-"Αστειεýσαι; Θα φýγω üσο μπορþ πιο γρÞγορα"!
Ο πονηρüς αγριüγατος κατÝβηκε αμÝσως στη φωλιÜ του αγριογοýρουνου.
-"ΚαλημÝρα, γεßτονα", του 'πε. "ΘÝλω να σου πω κÜτι... Πþς σου φαßνεται αυτüς ο γεßτονας μας, το γερÜκι; ¼λο για τα παιδιÜ σου μιλÜ. Πρüσεχε μη σου αρπÜξει κανÝνα
üταν λεßπεις".
Το αγριογοýρουνο φοβÞθηκε.
-"Μου λες αλÞθεια, γεßτονα;" ρþτησε.
-"Γιατß να σου πω ψÝματα; ΞÝρεις στα γερÜκια δε πρÝπει να 'χει κανεßς εμπιστοσýνη... Κι Ýτσι üπως εßναι παχουλοýτσικα τα παιδιÜ σου... Χμ... εγþ στη θÝση σου θα τα 'παιρνα και θα 'φευγα μακριÜ απ' αυτü το δÜσος".
-"Σ' ευχαριστþ που με ειδοποßησες", εßπε το αγριογοýρουνο. "Θα πÜρω τα παιδιÜ μου και θα φýγω μακριÜ για να μη κινδυνεýουν".
¸τσι, σε λßγο ο αγριüγατος Ýμεινε μüνος του στο δÝντρο και στο δÜσος και μποροýσε τþρα να βρßσκει εýκολα τη τροφÞ του... Με τη πονηριÜ του κατÜφερε, ü,τι δε θα κατÜφερνε ποτÝ με τη δýναμη του.