Πριν ξεκινÞσω το Üρθρο οφεßλω να πω πω το συγκεκριμÝνο, δε θα μποροýσα να το φτιÜξω, αν δεν εßχα τρομερÞ βοÞθεια απü τη Μαρßα ΘαλασσινÞ (κατÜ κüσμον Μαρßα ΑρκουλÞ), την οποßαν ευχαριστþ πÜρα πολý και της εκφρÜζω το βαθýτατο σεβασμü μου!
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛ¼ΓΟΥ
Για να πιÜσουμε απü την αρχÞ κÜπως, το νÞμα της Ýμμετρης αυτÞς διÞγησης θα πρÝπει να μιλÞσουμε και κÜπως για την ιστορßα της ΠÜρου, πριν το γεγονüς. Θα ξεκινÞσω με λßγα πρÜματα απü κÜθε εποχÞ της, þστε να δημιουργÞσω Ýνα υπüβαθρο, üπου πÜνω του θα σταθεß το ποßημα, αλλÜ και παρÜλληλα να καταλαβαßνει ο κüσμος και τι εßχε προηγηθεß πριν το συμβÜν.
Η ΠÜρος κατοικεßται απü την 4η χιλιετßα π.Χ. και γνþρισε περιüδους μεγÜλης οικονομικÞς και καλλιτεχνικÞς ακμÞς, αλλÜ και περιüδους λεηλασιþν, Ýντονης βßας, παρακμÞς κι αφÜνειας. Το ιστορικü τοπßο της γßνεται πιο ξεκÜθαρο απü την εποχÞ του χαλκοý, μετÜ την ανακÜλυψη των 3 μεγÜλων πολιτισμþν, του κυκλαδικοý, του μινωικοý και του μυκηναúκοý. Στις περιοχÝς, ΓλυφÜ, Δρυüς, ΚÜμπος, ΚουκουναριÝς, ΠλαστÞρας, ΦÜραγκας, διασþζονται ßχνη κυκλαδικþν οικισμþν.
Χαρακτηριστικü δεßγμα αυτüς που βρßσκεται στο Λüφο του ΚÜστρου της ΠαροικιÜς απü την πρωτοκυκλαδικÞ περßοδο. Ακολουθοýν οι Ýποικοι απü την μινωικÞ ΚρÞτη που μεσουρανεß κεßνη τη περßοδο στον Ελλαδικü χþρο. Αυτοß σταδιακÜ μετατρÝπουν την ΠÜρο σε αξιüλογο εμπορικü και στρατιωτικü κÝντρο. Με την αλλαγÞ του πολιτικοý σκηνικοý, Ýρχονται στο προσκÞνιο οι Μυκηναßοι, οπüτε η ΠÜρος αποτελεß αξιüλογο κÝντρο αυτοý του πολιτισμοý. Τα μυκηναúκÜ λεßψανα που βρÝθηκαν στις ΚουκουναριÝς, αλλÜ και στο λüφο του ΚÜστρου της Παροικßας, πρωτεýουσας της ΠÜρου, επιβεβαιþνουν την ýπαρξη αυτοý του πολιτισμοý.
ΚατÜ τη γεωμετρικÞ εποχÞ φτÜνουν στο νησß ΑρκÜδες Ýποικοι, ο αρχηγüς των οποßων ΠÜρος, Ýδωσε το üνομα στο νησß. Οι ΑρκÜδες συγχωνεýονται με τους ºωνες που εμφανßζονται αργüτερα και η ΠÜρος εξελßσσεται σε μεγÜλη ναυτικÞ δýναμη μÝσα απü την εμπορßα του παριανοý μαρμÜρου, γνωστοý για τη διαýγεια του. Το μÜρμαρο, φυσικÞ πηγÞ πλοýτου της ΠÜρου, αλλÜ και η γενικüτερη ευημερßα της, φÝρνουν και την πολιτισμικÞ Üνθηση, ιδιαßτερα κατÜ την αρχαúκÞ εποχÞ (7ος αιþνας π.Χ). Τüτε εμφανßζεται και ακμÜζει η λεγüμενη λυρικÞ ποßηση, με τον φημισμÝνο λυρικü ποιητÞ Αρχßλοχο, που κατÜγεται απü την ΠÜρο.
Η ΠÜρος διαθÝτει απαρÜμιλλη φυσικÞ ομορφιÜ, γραφικüτητα, Ýχει το φως του Αιγαßου και τα γαλαζοπρÜσινα νερÜ της. ΔιαθÝτει üμως και πλοýσια ιστορßα. Το μαρτυροýν τα πολλÜ ευρÞματα που αποκαλýπτει η αρχαιολογικÞ σκαπÜνη, δßνοντας σÞμερα στον επισκÝπτη τη δυνατüτητα να παρακολουθÞσει την ιστορικÞ εξÝλιξη της ΠÜρου μÝσα απü τους αρχαιολογικοýς χþρους και τα μουσεßα.
Η ιστορßα της ΠÜρου ξεκινÜ απü την παλαιολιθικÞ εποχÞ σýμφωνα με ευρÞματα σε σπÞλαια και Üλλους φυσικοýς χþρους. ΣημαντικÝς ανακαλýψεις στο ΣÜλιαγκο (μικρü ακατοßκητο σÞμερα νησÜκι απÝναντι απü την Αντßπαρο), βεβαιþνουν τη ζωÞ και στη ΝεολιθικÞ εποχÞ (4300-3900 πΧ). ¢σβεστα σημÜδια για την ΠρωτοκυκλαδικÞ και ΚυκλαδικÞ εποχÞ (3200-2000 πΧ.), τα ΚυκλαδικÜ ειδþλια που βρÝθηκαν μÝσα σε τÜφους. Το σπουδαιüτερο μυκηναúκü ανÜκτορο στις ΚυκλÜδες στην περιοχÞ ΚουκουναριÝς, πÜνω στους βρÜχους στις ΚολυμπÞθρες, εßναι απü τα σημαντικüτερα ευρÞματα της ΜυκηναúκÞς περιüδου. ΣημαντικÞ εποχÞ για την ΠÜρο, σýμφωνα πÜντα με τα ευρÞματα, εßναι η ΑρχαúκÞ εποχÞ.
ΠÜρος ονομÜζεται αυτü το νησß στον καιρü μας, παλαιüτερα üμως ονομαζüταν ΠÜρκανδος, Πλατεßα και Μινωßδα, το τελευταßο απü μια πüλη που εßχε χτßσει ο Μßνωας, ενþ ΠÜρκανδος απü Ýνα γιü του Πλοýτωνα που εßχε κι αυτüς χτßσει μια πüλη. Εßναι φημισμÝνο για την εξαßσια ποιüτητα των μαρμÜρων που παρÜγει καθþς και για τη λευκüτητÜ τους που δεν Ýχει να ζηλÝψει τßποτα απ' το χιüνι. ΠαρÜγει πλÞθος φροýτων κι οτιδÞποτε Üλλο χρειÜζεται κανεßς για να τραφεß. ΠαρÜγει πολý βαμβÜκι και εßναι πυκνοκατοικημÝνο.
Γýρω απ' το üρος ΚαπρÝσσο αναβλýζουν πολλÝς πηγÝς και ποτÜμια, ιδιαßτερα Ýνα που κινεß πολλοýς νερüμυλους κι Ýχει τÝτοιες ιδιüτητες που αν βουτÞξει κανεßς στο νερü του Ýνα βαμβακερü Þ λινü ýφασμα γßνεται αμÝσως κατÜμαυρο, παρüλο που το νερü εßναι διαυγÝστατο. Προς τη μεριÜ της Μινωßδας στη θÜλασσα, υπÜρχει Ýνας σκüπελος, üπου βρßσκεται αρχαßος ναüς με ωραιüτατη κατασκευÞ και πολý καλÜ διατηρημÝνος. Προς τη μεριÜ της üστριας φαßνεται Ýνα κÜστρο πÜνω σ' Ýνα τüσο ψηλü κι απüτομο βουνü, þστε μοιÜζει ν' ακουμπÜ τον ουρανü. Διακρßνονται διÜφορα ερεßπια αρχαßων οικοδομημÜτων με πλÞθος κατεργασμÝνα μÜρμαρα. ΛÝγεται üτι σ' αυτü το νησß οι γυναßκες συλλαμβÜνουν και γεννοýν και στην ηλικßα των 60 κι 70 ετþν κι üτι εßναι γενικÜ τüσον üμορφες, þστε ξεπερνοýν üλες τις Üλλες στο ΑρχιπÝλαγος και ζουν (üπως και οι Üνδρες) αρκετÜ πολιτισμÝνα. Προς τη μεριÜ του γαρμπÞ φαßνεται σε μικρÞ απüσταση, η Αντßπαρος μ' Ýνα πολý μικρü κÜστρο και προς την ßδια κατεýθυνση 2 Üλλα νησÜκια, που ονομÜζονται Ρüκκοι.
Η περßμετρος της ΠÜρου εßναι 80 μßλια και βρßσκεται απο τη μεριÜ της ΔÞλου προς τη μεσημβρßα σε απüσταση 20 μιλßων και απο την ºο προς τον σιρüκκο απÝχει 40 μßλια περßπου. ¸κταση το νησß της ΠÜρου (196 τ.χλμ.), μαζß με την Αντßπαρο (35 τ.χλμ.) και το Δεσποτικü (8 τ/χλμ) και τις Üλλες βυθισμÝνες περιοχÝς(10 τ.χλμ.) Ýχει τη τρßτη μετÜ τη ΝÜξο και την ¢νδρο. Στη διÜρκεια του Ολüκαινου, η Κυκλαδßα -το μεγÜλο αυτü νησß που εßχε δημιουργηθεß μετÜ τη σημαντικÞ πτþση της θαλÜσσιας στÜθμης κατÜ τη διÜρκεια του Πλειστüκαινου- εßχε εξαφανιστεß με εξαßρεση τα σýγχρονα νησιÜ, üπως η Ευρýτερη ΠÜρος (δηλαδÞ ΠÜρος-Αντßπαρος-Δεσποτικü-λοιπÝς βυθισμÝνες περιοχÝς), η οποßα συνδεüταν με μια στενÞ λωρßδα γης με τη ΝÜξο.
Στην ακατοßκητη σÞμερα νησßδα ΣÜλιαγκος, που Þταν αρχικÜ λοφßσκος σ’ Ýναν επιμÞκη ισθμü στο νüτιο τμÞμα της Ευρýτερης ΠÜρου, εντοπßσθηκε υλικü που η ραδιοχρονολüγηση κατÝδειξε πως η κατοßκηση της περιοχÞς εßχε γßνει στη διÜρκεια της 5ης χιλιετßας π.Χ. ΚατÜ την εποχÞ αυτÞ στο νησß δραστηριοποιοýνται κορυφαßοι γλýπτες, μεταξý των οποßων, ο Σκüπας ο ΠÜριος. Η ΠÜρος εßναι γεμÜτη απü εργαστÞρια γλυπτικÞς, ναοýς κι Üλλα θαυμαστÜ οικοδομÞματα.
Στα μÝσα του 7ου αι. π.Χ., η ΠÜρος Ýρχεται σε ρÞξη με την ¢νδρο διüτι δεν επικýρωσε με ψηφοφορßα τη ΣτÜγειρο και τη ¢ργιλο -2 αποικßες- στους Ανδρßους. Λüγω των περιορισμÝνων πüρων του νησιοý και του πληθυσμιακοý του πλεονÜσματος στÝλνει διÜφορες ομÜδες αποßκων κατÜ περιüδους: σε ΘÜσο με αρχηγü τον ΤελεσικλÞ, στο ΠÜριο της Προποντßδας. Η εγκατÜσταση στη ΘÜσο δεν Þταν εýκολη αφοý οι ντüπιοι αντÝδρασαν σθεναρÜ. Σε μßα απü τις μÜχες σκοτþθηκε ο στρατηγüς Γλαýκος, μνημεßο του οποßου ανÞγειραν οι Üποικοι αργüτερα και βρßσκεται στην αρχαßα αγορÜ του νησιοý. Σε μßα απü τις μÜχες γλßτωσε τον τραυματισμü ο Αρχßλοχος.
Ο ΜιλτιÜδης 1 Ýτος μετÜ τη μÜχη του Μαραθþνα επιχειρεß κατÜ της ΠÜρου με σκοπü την απελευθÝρωση του νησιοý απü τη ΠερσικÞ φρουρÜ, που ‘χε εγκαταστÞσει εκεß ο ΔÜτις και στην εκδßωξη των ολιγαρχικþν συνεργατþν των Περσþν, παρÜ την τιμωρßα των Παρßων, επειδÞ εßχαν βοηθÞσει τους ΠÝρσες στον Μαραθþνα μ’ Ýνα πλοßο. Ο ΜιλτιÜδης απÝτυχε λüγω της σθεναροýς αντßστασης των Περσþν και των Παρßων ολιγαρχικþν. Εντοýτοις Üλλοι μελετητÝς διαφωνοýν σχετικÜ με τη συμβολÞ των Περσþν στην απüκρουση απü τους Παρßους της ΑθηναúκÞς εισβολÞς στο νησß τους.
Στη 2η περσικÞ εκστρατεßα μας πληροφορεß ο Ηρüδοτος, πως οι ΠÜριοι απÝπλευσαν με στüλο ως σýμμαχοι των Περσþν προς τη Σαλαμßνα. ΣτÜθμευσαν προσωρινÜ σε κÜποιο Üλλο ΚυκλαδονÞσι, κοντÜ στην ΑττικÞ, αναμÝνοντας την Ýκβαση της ναυμαχßας και μετÜ την ΕλληνικÞ νßκη δωροδüκησαν τον ΘεμιστοκλÞ και πÝτυχαν να αποτρÝψουν δεýτερη αθηναúκÞ επßθεση εναντßον τους. Η στÜση των Παρßων χαρακτηρßζεται ως επαμφοτερßζουσα κι üχι οπωσδÞποτε φιλοπερσικÞ και συνιστοýσε μιαν απεγνωσμÝνη προσπÜθεια επιβßωσÞς της μεταξý των νÝων ισχυρþν του Αιγαßου, της Περσßας και της ΑθÞνας.
ΣημαντικÞ συμβολÞ στην ντüπια οικονομßα την περßοδο αυτÞ εßχε το ΠÜριο μÜρμαρο. Τα πιο γνωστÜ αρχαßα λατομεßα Ýχουν εντοπισθεß στο ΜαρÜθι, το σπÞλαιο των Νυμφþν και το σπÞλαιο του Πανüς, στους ΛÜκκους, στις ΣπηλιÝς, στον ¢γιο ΜηνÜ, στον ΚÜραβο ΒεβαιωμÝνη χρÞση λατομεßων ανοιχτÞς εξüρυξης Ýχουμε απü τις 1ες 10ετßες του 7ου αιþνα π.Χ., συστηματικÞ εξüρυξη δε, χρονολογεßται απü τα μÝσα του 6ου αι. και γßνεται σε εκτεταμÝνα υπüγεια λατομεßα.
Η ΠÜρος συμμετÝχει στην Α’ ΑθηναúκÞ συμμαχßα και προσφÝρει χρÞματα σ’ αυτÞ καθþς εßναι απü τα πιο πλοýσια νησιÜ των ΚυκλÜδων: αρχικÜ 16 τÜλαντα και μετÜ 30. (478 π.Χ.), 16 τÜλαντα και 1200 δραχμÝς (450-447 π.Χ), 18 τÜλαντα (446-445 π.Χ.) 30 τÜλαντα (419-418 π.Χ.) κÜτι που δεßχνει τον πλοýτο που απÝφερε στο νησß το μÜρμαρο.
Το 410 π.Χ., ο Αθηναßος στρατηγüς ΘηραμÝνης πλÝοντας για τον ΕλλÞσποντο φτÜνει στη ΠÜρο καταλýοντας το ολιγαρχικü πολßτευμα, εγκαθιδρυμÝνο εκεß απü τον Λακεδαßμονα στρατηγü Πεßσανδρο. Στο διÜστημα 404-378 π.Χ το νησß τελεß υπü την κυριαρχßα των Σπαρτιατþν. ΑρχÝς του 4ου αι., εκλÝγεται ο ΑκÞρατος απü τη ΘÜσο Üρχοντας της ΠÜρου και της ΘÜσου κÜτι που δεßχνει τη στενüτατη σχÝση ανÜμεσα στα δýο νησιÜ και την ýπαρξη κÜποιου καθεστþτος Συμπολιτεßας. Το 393 π.Χ., επανÝρχεται στη ΠÜρο η δημοκρατßα μετÜ απü δυναμικÞ επÝμβαση του Περσικοý στüλου με επικεφαλÞς τον ΦαρναβÜζο και τον Κüνωνα. Σημειþθηκαν σφαγÝς των πιο εýπορων κατοßκων που λακþνιζαν. Το 363 π.Χ., τελεß για μικρü χρονικü διÜστημα υπü την κυριαρχßα των Θηβαßων. Το 314 π.Χ., ιδρýεται απü τον βασιλιÜ της Μακεδονßας Αντßγονο Α’ (384-301π.Χ.) το ‘’Κοινüν των Νησιωτþν’’ üπου προσχωρεß αργüτερα κι η ΠÜρος.
Οι Μιθριδατικοß πüλεμοι κι οι πειρατικÝς επιδρομÝς που δÝχεται το νησß στα μÝσα του 1ου αιþνα π.Χ. αναγκÜζουν τους ΠÜριους να καλýψουν τις αυξημÝνες δαπÜνες τους για τη τεßχιση του νησιοý συνÜπτοντας δÜνειο απü τη ΚρÞτη. ¹ πÜλι μπορεß να συνδÝονται με την αντιμετþπιση των αυξημÝνων στρατιωτικþν εισφορþν που οι Ρωμαßοι εßχαν επιβÜλει στους Κυκλαδßτες για να ναυπηγÞσουν πλοßα στα πλαßσια των εμφýλιων συγκροýσεων τους. Για τη ΡωμαúκÞ εποχÞ υπÜρχουν επßσης αρχαιολογικÜ ευρÞματα, αλλÜ και για τη ΒυζαντινÞ στη συνÝχεια, με αντιπροσωπευτικü δεßγμα της περιüδου, την ΕκατονταπυλιανÞ. Τα κÜστρα της Παροικßας, της ΝÜουσας, του ΚÝφαλου, της ΜÜρπησσας, εßναι απü τα σημÜδια της εποχÞς των Ενετþν. O ΑυτοκρÜτορας Αδριανüς επισκευÜζει αρχαßα κτÞρια μεταξý των οποßων και το κτßριο της αρχαßας αγορÜς που Þτανε τετρÜγωνη. Τα αγÜλματα που ανεγεßρονται εßναι προτομÝς αρχüντων της πüλης, üπως του Κοßλου Δημητρßου, αγορανüμου και πολεμÜρχου. Η ανÜπτυξη ανακüπτεται τη ΡωμαúκÞ εποχÞ, καθþς χρησιμοποιεßται, üπως κι Üλλα κυκλαδßτικα νησιÜ, ως τüπος εξορßας.
Λüγω των Γοτθικþν επιδρομþν στην ΒαλκανικÞ χερσüνησο και των Οστρογüτθων στη ΜικρÜ Ασßα, σημειþνονται μετακινÞσεις των πληθυσμþν προς τα νüτια: οι φυγÜδες βρßσκουν καταφýγιο στις ΚυκλÜδες. Τη πληθυσμιακÞ ακμÞ του νησιοý επιβεβαιþνει η παρουσßα του μεγÜλου ναοý της ΕκατονταπυλιανÞς κι Üλλων παλαιοχριστιανικþν ναþν. Ο επßσκοπος ΠÜρου φαßνεται να υπογρÜφει τα πρακτικÜ της Α’ ΟικουμενικÞς Συνüδου -πρüκειται για τον 1ο γνωστü επßσκοπο του νησιοý, τον ΑκαδÞμιο- ενþ συμμετÝχει και στις συνüδους ΕφÝσσου (431 μ.Χ.) και Χαλκηδüνος (451 μ.Χ.). Η ΠÜρος βρßσκεται τη περßοδο αυτÞ, στην Επαρχßα ΝÞσων, υπαγüμενη στη Διοßκηση Ασßας της Υπαρχßας ΑνατολÞς. Στα μÝσα του 6ου αι. η ΕκατονταπυλιανÞ αναστηλþνετα -δεßγμα ακμÞς του νησιοý- ακμÞ που φτÜνει μÝχρι τις αρχÝς του 8ου αι.
Ο Χριστιανισμüς Ýρχεται στο νησß την εποχÞ του Βυζαντßου, με τον εντυπωσιακü ναü της ΠαναγιÜς της ΕκατονταπυλιανÞς. ΞεκινÜ üμως νÝα ταλαιπωρßα για την ΠÜρο, απü τις συνεχεßς επιθÝσεις και επιδρομÝς των πειρατþν. Η μεγαλýτερη καταστροφÞ üμως γßνεται απü το γνωστü πειρατÞ Χαúρεντßν Μπαρμπαρüσα ο οποßος, παρÜ τη γενναßα αντßσταση των κατοßκων, σκüτωσε το μεγαλýτερο μÝρος του πληθυσμοý και üσοι απÝμειναν, Üλλους τους Ýστειλε σαν κωπηλÜτες στο τουρκικü ναυτικü και Üλλους στα τÜγματα των γενßτσαρων. Τüτε εßναι που κατακτÜται απü τους Τοýρκους (1560 μ.Χ).
Ενδεικτικü της ακμÞς του νησιοý στη περßοδο αυτÞ εßναι πως ο επßσκοπος ΠÜρου συμμετÝχει στις εργασßες της εν Τροýλλω Συνüδου (691 μ.Χ.). Σε üλο το 2ο μισü του 8ου αι. ο πληθυσμüς του νησιοý φυλλορροεß κι αυτü φαßνεται απü την εκκλησιαστικÞ υπαγωγÞ της ΠÜρου και των Üλλων ΚυκλÜδων στον μητροπολßτη Ρüδου. Για το 2ο μισü του 9ου αι. και τις αρχÝς του 10ου αι. αντλοýμε σημαντικÝς πληροφορßες απü τον βßο της Οσßας Θεοκτßστης: ο ναüς της ΕκατονταπυλιανÞς Þτανε κατεστραμμÝνος απü τον Νßσυρη, τον αρχηγü του ναυτικοý των ΑρÜβων της ΚρÞτης. ΠαροικιÜ, ΣαρακÞνικο, Ναüυσα αποτελοýν ορμητÞριο των Σαρακηνþν, με αποτÝλεσμα οι πληθυσμοß των παρÜλιων περιοχþν ν’ αποσυρθοýνε στο εσωτερικü του νησιοý.
ΓρÞγορα φαßνεται να ακμÜζει η ΠÜρος αν κρßνουμε πως το 1083 μαζß με τη ΝÜξο συναποτελεß τη Μητρüπολη Παροναξßας. Ο αυθÝντης της ΠÜρου, Κρουσßνο Σομμαρßπα, γιος της Μαρßας Σανοýδο, πραγματοποιεß ανασκαφÝς στο νησß κι üταν τον επισκÝπτεται ο ΚυριÜκος ο εξ Αγκþνος, του δεßχνει τα αρχαιολογικÜ του ευρÞματα. Επßσης, το νησß εξακολουθεß να παρÜγει μÜρμαρο, που εßναι περιζÞτητο απü τους ΓενοβÝζους της Χßου που θÝλουν να επενδýσουν με αυτü τα πολυτελÞ σπßτια τους.
Στις αρχÝς του 15ου αι. ο μοναχüς Buondemondi, αναφÝρει πως η ΝÜουσα εßναι ορμητÞριο πειρατþν, üπως και στις αρχÝς του 16ου αι. Þταν ορμητÞριο του γÜλλου πειρατÞ B.Dornexan. Οι πειρατικÝς επιθÝσεις στο νησß τη περßοδο αυτÞ εßναι συχνÝς þστε μεταξý των θυμÜτων των επιθÝσεþν τους εßναι κι ο αυθÝντης του νησιοý του οποßου στα 1511 μ.Χ., αρπÜζουν το μπριγκαντßνι του. Θýματα πειρατικþν επιθÝσεων Ýπεσαν οι Παριανοß κι απü τον Οθωμανικü στüλο του ΜωÜμεθ Α’ με απαγωγÝς πολλþν κατοßκων της. Tüσο εßχε ερημþσει το νησß, þστε ο G. Rizzardo (1470) αναφÝρει πως εßχε μüνο 3000 κατοßκους.
Στα 1517 λüγω σιτοδεßας οι κÜτοικοι του νησιοý προμηθεýονται σιτÜρι απü πειρατÝς. Στα 1532 ο Τοýρκος πειρατÞς Κοýρτουγλους απεßλησε το νησß κι ο Βενετüς διοικητÞς ΠÜρου πλÞρωσε λýτρα για να μη το διαγουμßσει. Ακüμα ο Χαúρεντßν Μπαρμπαρüσσα στις συχνÝς επιθÝσεις του το 1537 απÞγαγε αιχμαλþτους απü το νησß. ΣυνολικÜ απÞγαγε 6000 απ’ το νησß, πολλοýς απ’ τους οποßους χρησιμοποßησε για κωπηλÜτες στα πλοßα του. Στην επßθεση που πραγματοποßησε τον ΔεκÝμβρη της χρονιÜς αυτÞς, ο ΜπερνÜρντο ΣαγκρÝντο εγκατÝλειψε το νησß μετÜ απü μυστικÞ συνεννüηση που Þλθε με τον Μπαρμπαρüσσα. Ο ΜπερνÜρντο ΣαγκρÝντο, ο βαρþνος του νησιοý, θÝλησε να το ανακτÞσει με προσφορÜ φüρου, αλλÜ το νησß παρÝμεινε στο σουλτÜνο με τη συνθÞκη του 1540.
ΚατÜ τη Τουρκοκρατßα, παρüλο που οι Παριανοß απÝδιδαν τους ανÜλογους φüρους και υπÞρχε περιοδικÞ τουρκικÞ παρουσßα, δεν Ýχουμε σημαντικÜ, αντιπροσωπευτικÜ αρχιτεκτονικÜ δεßγματα αυτÞς της περιüδου. Απ’ το 1566 ως το θÜνατü του το 1579 η ΠÜρος, συμπεριελÞφθη στο ιουδαúκü δουκÜτο του Αιγαßου πελÜγους υπü τη διοßκηση του Εβραßου ΙωσÞφ ΝÜζη, μετÜ απü παραχþρηση του Σελßμ του Β’. ΣτÝλνεται απü το νησß αντιπρüσωπος στη Πολη για να ζητÞσει, μαζß μ’ εκπροσþπους κι απü Üλλα νησιÜ των ΚυκλÜδων, τη βελτßωση του διοικητικοý κι οικονομικοý καθεστþτος του νησιοý. Ο ακτιναμÝς που εκδüθηκε τüτε ανανεþθηκε το 1646 απü τον ΙμπραÞμ Α’. Το ΜÜη του 1668 το νησß θα λεηλατηθεß απü τον ΚαπουδÜν πασÜ ΚαπλÜν ΜουσταφÜ. Την κατÜσταση του νησιοý στα μÝσα του 18ου αι. διεκτραγωδεß μια επιστολÞ κληρικþν του νησιοý προς τον δραγομÜνο του Τουρκικοý στüλου Νικüλαο ΜαυρογÝνη, με την οποßα του ζητοýν να τους ελαφρýνει τη θÝση απü τους υπÝρογκους φüρους που κατÝβαλαν. ΚÜθε φορÜ που η ΤουρκικÞ μοßρα Στüλου περιüδευε ανÜ το Αιγαßο με σκοπü την συλλογÞ φüρων απü τα κατεχüμενα νησιÜ, στÜθμευε και στη παραθαλÜσσια περιοχÞ του üρμου του Δριοý της ΠÜρου: εκεß τροφοδοτεßτο ο Τουρκικüς στüλος, ενþ κι οι Πρüκριτοι των ΚυκλÜδων συγκεκτρþνονταν εκεß με σκοπü τη καταβολÞ των φüρων αλλÜ και τη διευθÝτηση διαφüρων δικαστικþν υποθÝσεων.
ΑναφÝρεται πως υπÜρχουν δýο λατινικÜ παρεκκλÞσια στην ΕκατονταπυλιανÞ κι οι δýο κοινüτητες του νησιοý, καθολικοß κι ορθüδοξοι, τελοýν υπü την εποπτεßα αντßστοιχα του Καθολικοý και του Ορθüδοξου επισκüπου Παροναξßας. ΣυνολικÜ, στα 1659, αναφÝρονται τριÜντα Üτομα που ανÞκουν στη ΛατινικÞ Εκκλησßα. ΥπÜρχουν 20 μονÝς και περισσüτεροι απü 40 εκκλησßες. Η οικονομικÞ κατÜσταση του ντüπιου κλÞρου εßναι πολý Üσχημη.
Η παλαιüτερη μνεßα για τις κοινοτικÝς αρχÝς της ΠÜρου βρßσκεται σε νοταριακü Ýγγραφο του 1594 üπου Ýχουμε κατÜθεση μαρτυρßας απü την ‘’γερουσßα του νησιοý’’ σε υπüθεση διεκδßκησης κυριüτητας της μονÞς του αγßου ΜηνÜ. Σ’ Ýγγραφο των Γενικþν Αρχεßων του ΚρÜτους του 1730 διαβÜζουμε πως ‘’οι ευλαβÝστατοι ιερεßς και τιμιüτατοι προεστοß’’ ψÞφιαζαν ‘’με θÝλησιν και των λοιπþν’’, που δεν Þταν üμως παρüντες Þ κι αν Þταν δεν υπÝγραφαν. ΚαθÞκοντα καδÞ και βοεβüδα ασκοýσε ο πιο πλοýσιος Üνθρωπος του νησιοý, γýρω στα 1730, ο Κωσταντßνος Κονδýλης, κÜτι που δεßχνει απουσßα τουρκικþν αρχþν απü το νησß. ΑρχειακÝς μαρτυρßες μÝχρι και τα τÝλη του 18ου αιþνα επιβεβαιþνουνε διατÞρηση της συνÝχειας της κοινοτικÞς παρÜδοσης του νησιοý τους με χαρακτηριστικÞ την Üριστα οργανωμÝνη κοινüτητα της ΠαροικιÜς: υπÜρχουν υπαινιγμοß σε Ýγγραφα για εκλογÞ επιτρüπων και πριν το 1685. Η διοßκηση δεν εßναι πÜντα χρηστÞ αν κρßνουμε απü το κεßμενο του αφορισμοý που απηýθηνε ο ΠατριÜρχης Τιμüθεος Β' το 1613 προς τους Παρßους Üρχοντες που καταχρÜσθηκαν μÝρος των ‘’δοσιμÜτων’’ των κατοßκων του νησιοý προς τον ΧασÜμπεη μ’ αποτÝλεσμα να ζημιωθοýν -Üγνωστο πως- οι κÜτοικοι του νησιοý.
Με την απελευθÝρωση αρχßζει μια διαδρομÞ που χαρακτηρßζεται αρχικÜ απü αλματþδη κοινωνικÞ ανÜπτυξη και συμμετοχÞ στο σýγχρονο γßγνεσθαι. Η ΠαροικιÜ δε, εßναι η πρωτεýουσα του νησιοý κι εßναι κοντα στον Κριü, τον ΠαρÜσπορο, την Αγßα ΕιρÞνη, τους ΣωτÞρες, τα Γλυσßδια, την Ποýντα και τον ΚÜμπο. Εξασφαλßζει Üνετη παραμονÞ και üλες τις υπηρεσßες μιας πüλης στους επισκÝπτες της. ΠροσφÝρει μεγÜλη ποικιλßα καταλυμÜτων, διευκολýνοντας τους επισκÝπτες να διαλÝξουν το καταλληλüτερο, ανÜλογα με τις ανÝσεις που επιθυμοýν να Ýχουν. Θα βρεßτε καφετÝρειες, μπαρÜκια, καταστÞματα κÜθε εßδους, παραδοσιακÝς ταβÝρνες και εστιατüρια για κÜθε γοýστο. Η μεγαλýτερη εκδÞλωση της πüλης γßνεται το Δεκαπενταýγουστο, στην γιορτÞ της ΕκατονταπυλιανÞς.
Αξßζει να ποýμε 2 λüγια και για την ονοματολογßα του νησιοý. Η τοπικÞ ονοματολογßα και τα επßθετα της ΠÜρου χωρßζονται σε ομÜδες, ανÜλογα τη προÝλευση και τη καταγωγÞ:
1. ΕλληνικÜ – ΠαλαιοβυζαντινÜ βυζαντινÜ π.χ Αγαλλιανüς, Αργυρüπουλος, ΑρχολÝως, ΑλισαφÞς (πριν το 1204).
2. ΦρÜγκικα - ΔυτικÜ κυρßως ΙσπανικÜ, ΙταλικÜ και ΛοβαρδοβενÝτικα π.χ. ΚουαρτÜνος, Τσιγþνιας, ΑλιφιÝρης,
ΑλιπρÜντης (μετÜ το 1204). Οι ΦρÜγκοι κατÝλαβαν την ΠÜρο το 1207 και προς ασφÜλεια Ýκτισαν κÜστρο στην ΠαροικιÜ κι αργüτερα στη ΝÜουσα και στα χωριÜ του ΚεφÜλου.
Οι Παριανοß κατÜ μεγÜλο ποσοστü Ýχουν ΕνετικÜ-ΔυτικÜ επþνυμα αυτü οφεßλεται:
α) στην Βενετοκρατοýμενη ΠÜρο για πÜνω απο 3 αιþνες κατα τον μεσαßωνα üπου πολλοß δυτικοß αποßκησαν.
β) μετÜ τον πüλεμο στην ΚρÞτη μεταξý Κρητων, Κρητοβενετþν εναντßων των Οθωμανþν και νßκη των τελευταßων, πολλοß Κρητοβενετοß κατÝφυγαν στις ΚυκλÜδες
Τα οικογενειακÜ ονüματα ΕνετικÞς προÝλευσης προÝρχονται:
α) απü αναγνωρισμÝνα και υιοθετημÝνα νüθα παιδιÜ των Ενετþν,
β) απü μικτοýς γÜμους,
γ) απü εξελληνισμÝνους Βενετοýς, που λüγω πτþχευσης Ýχασαν πρþτα την ευγÝνειÜ τους και ýστερα το εθνικü τους φρüνημα,
δ) απü βενετικÜ βαφτιστικÜ
ε) πιθανüν και μερικÜ να προÝρχονται απü ονüματα Βενετþν που επικρÜτησαν ως παρωνýμια για λüγους σκωπτικοýς.
Και κÜπου εδþ ερχüμαστε στο θÝμα που αφορÜ στη διÞγηση του ανþνυμου ποιητÞ. Αφοý πρþτα ξετυλßχθηκε σýντομα το κουβÜρι της ιστορßας του και κÜλυψε και λßγο μπροστÜ, þστε να δεßξει και τι περßπου κλßμα επικρÜτησε.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
¸μμετρη ιστορικÞ αφÞγηση με θÝμα την εισβολÞ του τουρκικοý στüλου στο κυκλαδßτικο νησß. Παραδßδεται ανþνυμα και χρονολογεßται λßγο μετÜ τα αναπαριστþμενα γεγονüτα που συνÝβησαν στις 19 ΜÜη 1668, κατÜ τη τελικÞ φÜση του Κρητικοý ΠολÝμου. Στους 672 σωζüμενους στßχους ο ανþνυμος ποιητÞς παρουσιÜζει, στη καθομιλουμÝνη κρητικÞ διÜλεκτο της εποχÞς και σε ιαμβικü 11σýλλαβο ομοιοκατÜληκτο στßχο, τα τραγικÜ συμβÜντα που κορυφþνονται με το θρÞνο των αιχμαλþτων για την απþλεια της πατρßδας τους.
Η Λεηλασßα Της ΠαροικιÜς Της ΠÜρου (στο εξÞς Λεηλασßα) αποτελεß χαρακτηριστικü παρÜδειγμα κειμÝνου της πρþιμης νεοελληνικÞς γραμματεßας που παρÝμεινε στην αφÜνεια για εξαιρετικÜ μεγÜλο χρονικü διÜστημα. Η Ýμμετρη αυτÞ αφÞγηση -που δεν πÞρε τον δρüμο για τα βενετικÜ τυπογραφεßα της εποχÞς- εκδüθηκε μüλις το 1938 απü τον Εμμ. ΚριαρÜ, ενþ ακüμα και μετÜ απü την Ýκδοσην αυτÞ πλαισιþνεται -üσο Þταν δυνατü να διαπιστωθεß- απü Ýνα τερÜστιο βιβλιογραφικü κενü. Για παρÜδειγμα, στις σýγχρονες Ιστορßες της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας απαντÜ μüνο μßα συντομüτατη κι ασαφÞς αναφορÜ στην ýπαρξÞ της (ΔημαρÜς 1964, 122), κατÜ τ’ Üλλα, απουσιÜζουν εντελþς ειδικÜ δημοσιεýματα Þ γενικüτερες μελÝτες (π.χ. για τη κρητικÞ λογοτεχνßα) που να θßγουνε πτυχÝς του κειμÝνου, ζητÞματα σχετικÜ με τον συγγραφÝα και τη χρονολüγησÞ του Þ απλþς να το μνημονεýουν. Απü αυτÞ την Üποψη, η προαναφερθεßσα κριτικÞ Ýκδοση του ΚριαρÜ αποτελεß πολýτιμη πηγÞ πληροφüρησης για üλα τα παραπÜνω θÝματα.
Η Λεηλασßα παραδßδεται σ’ Ýνα μοναδικü κι üψιμο χειρüγραφο που αποτελεß αντßγραφο ενüς ελλιποýς χειρüγραφου, πιθανüτατα üχι του αυτüγραφου του ποιητÞ. ¼πως προκýπτει απü εσωτερικÝς ενδεßξεις το χειρüγραφο εßναι ακÝφαλο με αποτÝλεσμα να μη ξÝρουμε οýτε τον πρωτüτυπο τßτλο, αλλÜ οýτε και τον συγγραφÝα Þ τη χρονολογßα της συγγραφÞς του. ΕπιπλÝον, αγνοοýμε το üνομα του αντιγραφÝα, ωστüσο βρισκüμαστε σε στερεüτερη βÜση τουλÜχιστον üσον αφορÜ στον χρüνο της αντιγραφÞς, που αναγρÜφεται ξεκÜθαρα μετÜ την «ΑφιÝρωση» του ποιÞματος στον (αταýτιστο) ΓεωργÜκη Σπυρßδωνα: 15 ΝοÝμβρη 1814. Σýμφωνα με τον ΚριαρÜ, η αντιγραφÞ Ýγινε στη Παροικßα της ΠÜρου, ενþ το χειρüγραφο ανÞκε στον λüγιο Νικηφüρο Κυπραßο.
Η σýνθεση του ποιÞματος χρονολογεßται στο δεýτερο μισü του 17ου αιþνα, αμÝσως μετÜ το πραγματικü γεγονüς που εξιστορεß, δηλαδÞ τη λεηλασßα της παριανÞς πρωτεýουσας απü τον καπουδÜν πασÜ (δηλαδÞ ναýαρχο) ΚαπλÜν-ΜουσταφÜ, που βÜσει ξÝνων ιστορικþν πηγþν που υπαινßσσονται το γεγονüς, τοποθετεßται στα 1668. Η τεκμηριωμÝνη αυτÞ χρονολογßα της ληστρικÞς δρÜσης του τουρκικοý στüλου στα νησιÜ των ΚυκλÜδων, σε συνδυασμü με την ημερομηνßα 19 ΜÜη που αναφÝρεται στον στ. 265 ως η μÝρα της επιδρομÞς της τουρκικÞς αρμÜδας στην ΠÜρο, αποτελοýν τον terminus post quem* για τη συγγραφÞ του ποιÞματος, που πρÝπει να ολοκληρþθηκε λßγο αργüτερα.
Η γλþσσα και το ýφος του κειμÝνου συνιστοýν σχετικÜ ασφαλεßς δεßκτες για τον προσδιορισμü της καταγωγÞς (αλλÜ και της παιδεßας) του ποιητÞ. Το ποßημα εßναι συνθεμÝνο στο ιδßωμα της Αν. ΚρÞτης, πρÜγμα που σημαßνει πως ο συγγραφÝας Þτανε Κρητικüς, ενδεχομÝνως πρüσφυγας που κατÝφυγε -üπως πολλοß συντοπßτες του- στο νησß της ΠÜρου κατÜ τη διÜρκεια του Κρητικοý Πüλεμου (1645-1669) ανÜμεσα σε Βενετοýς και Τοýρκους. ΥπÞρξε πιθανüτατα αυτüπτης μÜρτυρας των γεγονüτων που αφηγεßται, ενþ, βÜσει των υφολογικþν του επιλογþν και των αφηγηματικþν του δυνατοτÞτων, εικÜζεται πως Þτανε λαúκÞς καταγωγÞς και βασικÞς μüρφωσης, üχι απαραßτητα στεροýμενος απü φιλοδοξßες, καθþς το παρακειμενικü στοιχεßο της αφιÝρωσης «Τω ευγενεστÜτω αφÝντη ΓεωργÜκη Σπυρßδω» θα μποροýσε να υποκρýπτει την προσμονÞ της οικονομικÞς ενßσχυσης ενüς δυνÜμει μαικÞνα για τη πραγματοποßηση μιας Ýκδοσης.
Η αφÞγηση εßναι ελλιπÞς κι εκτüς απü το τÝλος της -το χειρüγραφο εßναι εμφανþς κολοβü- λεßπει και το αρχικü τμÞμα. Ο ΚριαρÜς εικÜζει üτι οι συνολικÜ χαμÝνοι στßχοι δεν πρÝπει να εßναι πολλοß, αφοý στο σþμα του σωζüμενου κειμÝνου ολοκληρþνεται η παρουσßαση του βασικοý θÝματος. Τα γεγονüτα, που εκτεßνονται σε 672 στßχους, μποροýν να συνοψιστοýν στα εξÞς:
Στη διÜρκεια της τελικÞς φÜσης του Κρητικοý ΠολÝμου καταφτÜνει στην ΚρÞτη ο μεγÜλος βεζýρης, προκειμÝνου να εποπτεýσει ο ßδιος τις πολεμικÝς επιχειρÞσεις εναντßον των Βενετþν. ΑναθÝτει στον ναýαρχο ΚαπλÜν-ΜουσταφÜ να μεταφÝρει ενισχýσεις απü την ΑνατολÞ, ενþ ο ßδιος κατευθýνεται με το στρÜτευμÜ του στο ΚÜστρο (ΗρÜκλειο). ΞαφνικÜ, ο καπουδÜν πασÜς, κι ενþ Ýχει εκτελÝσει τις οδηγßες του βεζýρη, αποφασßζει να επιτεθεß σε κοντινÜ κυκλαδßτικα νησιÜ (ΦολÝγανδρος, Σßκινος, ºος). Στο Δεσποτικü εκμυστηρεýεται στον ΚιοσÝ τη πρüθεσÞ του να λεηλατÞσει τη Σßφνο, ωστüσο μεταπεßθεται και κινεßται εναντßον της παριανÞς πρωτεýουσας. Με διαδοχικοýς αντιπερισπασμοýς αιφνιδιÜζει τους Παροικιþτες, οι οποßοι στÝλνουνε 2 προεστοýς προς διαπραγμÜτευση. Αυτοß κρατοýνται üμηροι, ενüσω τη ΠαροικιÜ λυμαßνονται οι Üνδρες του ΚαπλÜν-ΜουσταφÜ. Προεστοß, γÝροντες κι ιερεßς αιχμαλωτßζονται, οι οικßες λεηλατοýνται, ενþ απü το τουρκικü μÝνος δεν γλιτþνει οýτε ο ναüς της Παναγßας της ΚαταπολιανÞς. ΑνÜμεσα στο πανικüβλητο πλÞθος αναδεικνýεται η μορφÞ ενüς τουρκοθρεμμÝνου ¸λληνα, του οποßου η παρÝμβαση αποδεικνýεται καταλυτικÞ για τη σωτηρßα των κατοßκων του νησιοý. ΧÜρη στο τÝχνασμÜ του, οι Τοýρκοι επιβιβÜζονται στα καρÜβια τους κι απομακρýνονται. Απü την Üλλη, οι αιχμÜλωτοι χριστιανοß θρηνοýν για την απþλεια της πατρßδας τους. Οι Τοýρκοι, με μια ενδιÜμεση στÜση στο λιμÜνι της ΝÜουσας, σε μια μÜταιη επιχεßρηση να περισþσουν Ýνα μισοβυθισμÝνο πλοßο τους, κατευθýνονται στη Μýκονο, απ’ üπου αναχωροýν μετÜ την εßσπραξη των φüρων.
Η Λεηλασßα συγγενεýει με Ýνα ευρý φÜσμα λογοτεχνικþν, γραμματειακþν ειδþν (χρονογραφßες, χρονικÜ, ριμÜδες** κ.Ü.), τα οποßα χαρακτηρßζονται απü την ιδιÜζουσα διαπλοκÞ ιστορßας και μυθοπλασßας. ΤÝτοια κεßμενα, παρÜ το θεμελιωδþς πληροφοριακü χαρακτÞρα τους, υπÞρξαν ιδιαßτερα δημοφιλÞ στον καιρü τους κι ως λογοτεχνικÜ αναγνþσματα, τÝρποντας και συγκινþντας τα λαúκÜ, κυρßως, στρþματα. ΠολλÜ χαρακτηριστικÜ της Λεηλασßας, üπως το επικαιρικü στοιχεßο, η εκλαúκευμÝνη γλþσσα, η χρÞση του ομοιοκατÜληκτου δßστιχου, η παρουσßα ενüς παντεπüπτη αφηγητÞ, η εμμονÞ σε ημερομηνßες (κι üχι χρονολογßες), απαντοýν στις ρßμες Þ ριμÜδες -παρεμπιπτüντως, Ýτσι χαρακτηρßζει το ποßημα ο ΔημαρÜς (1964, 122)-, τη κατηγορßα των ιστορικþν δημοτικþν (Þ λαúκüτροπων) τραγουδιþν που αφηγοýνταν γεγονüτα εθνικÞς Þ τοπικÞς σημασßας γνωρßζοντας μεγÜλη διÜδοση σε Κýπρο και ΚρÞτη. Ωστüσο, δεν εßναι εýκολο να εντÜξουμε τη Λεηλασßα στη κατηγορßα αυτÞ, που Ýχει Üμεση σχÝση με τους μηχανισμοýς της προφορικÞς σýνθεσης και διÜδοσης (Πολßτης 1995, 80).
ºσως θα ‘τανε σωστüτερο να γρÜψουμε το ποßημα στη κατηγορßα των Ýμμετρων ιστορικþν αφηγÞσεων, που οι ρßζες τους ανιχνεýονται στον 14ο αιþνα (Βλασσοποýλου 2004, 361). Τα κεßμενα αυτÜ αναφÝρονται, προπαντüς, σε στρατιωτικÜ, πολεμικÜ γεγονüτα και βασικüς στüχος των συγγραφÝων τους εßναι ν’ αποτυπþσουν την Üμεση εντýπωση του ιστορικοý γεγονüτος, þστε να διατηρηθεß στη συλλογικÞ μνÞμη. ΘεματικÜ διακρßνονται σε επιμÝρους ομÜδες κειμÝνων, ανÜμεσÜ τους κι οι αφηγÞσεις για τη λεηλασßα/κατÜληψη περιοχþν -σ’ αυτÞ την υποομÜδα ανÞκει και η Λεηλασßα. Η προÝλευση των κειμÝνων αυτþν εντοπßζεται στον ευρýτερο βενετοκρατοýμενο χþρο, πρωτßστως τη ΚρÞτη, δευτερευüντως τα ΕπτÜνησα και τα ΔωδεκÜνησα, πρÜγμα που σημαßνει üτι η Λεηλασßα ακολουθεß και μιαν εσωτερικÞ παρÜδοση κρητικþν αφηγÞσεων του εßδους (π.χ. ΜÜλτας πολιορκßα του ΑχÝλη και Κρητικüς πüλεμος του ΜπουνιαλÞ).
Οι περισσüτερες απü τις επιλογÝς του ποιητÞ απορρÝουν απü το διακειμενικü πλÝγμα αυτþν των αφηγÞσεων: καθομιλουμÝνη γλþσσα, διανθισμÝνη με πληθþρα ξενικþν (ιταλικþν και τουρκικþν) λÝξεων κι εκφρÜσεων στρατιωτικÞς ορολογßας αλλÜ κι αντικειμÝνων καθημερινÞς χρÞσης, ζευγαρωτÞ ομοιοκαταληξßα, δυισμüς χριστιανισμοý-ισλÜμ (μÝσω της εστßασης στη βενετοτουρκικÞ σýγκρουση), μυθολογικÝς αναφορÝς, ακüμα κι ο εγκιβωτισμüς προς το τÝλος της (σωζüμενης) αφÞγησης ενüς σýντομου θρÞνου που αναπαρÜγει στερεüτυπα μοτßβα προφορικÞς υφÞς (βλ. Βλασσοποýλου 2004).
Μεγαλýτερο ενδιαφÝρον, εντοýτοις, παρουσιÜζουν οι λýσεις που τον διαφοροποιοýν. Η πιο σημαντικÞ (μορφολογικÞ) απüκλιση συνßσταται στη χρÞση του ιαμβικοý 11σýλλαβου στßχου αντß του σχεδüν καθολικÜ αποδεκτοý 15σýλλαβου, που εν προκειμÝνω χρησιμοποιεßται μüνο στη σýνθεση της αφιÝρωσης. ΚατÜ τ’ Üλλα, η ανÜμιξη του θεúκοý στοιχεßου εßναι ισχνÞ και περιορßζεται στην αναφορÜ ενüς θαýματος της Παναγßας της ΚαταπολιανÞς, ενþ η απουσßα των ηθικοδιδακτικþν κηρυγμÜτων, καθþς και της παραδοσιακÞς χριστιανικÞς κοσμοθεωρßας που αποδßδει τις κÜθε εßδους καταστροφÝς στη θεúκÞ οργÞ για τις ανθρþπινες αμαρτßες ßσως να σημαßνει την Ýλλειψη εκκλησιαστικÞς παιδεßας. ΕπιπλÝον, δεν απαντοýν κοινοß τüποι, üπως η δÞλωση του ποιητÞ πως αφηγεßται αληθινÜ γεγονüτα, η επωνυμßα κι η μνεßα στη καταγωγÞ, κÜτι που θα μποροýσε, βÝβαια, να οφεßλεται στον ελλιπÞ χαρακτÞρα του χειρüγραφου.
ΣυμπερασματικÜ, η Λεηλασßα εμπλουτßζει τον ορßζοντα τüσο της παρÜδοσης των Ýμμετρων ιστορικþν αφηγÞσεων üσο και της κρητικÞς γραμματεßας στο σýνολü της. Μπορεß η αισθητικÞ της αξßα να εßναι υποδεÝστερη αντßστοιχων κειμÝνων του εßδους -πÜντως, üχι αμελητÝα, αφοý ο ποιητÞς γενικÜ αποδεικνýεται καλüς χειριστÞς του μÝτρου και της ομοιοκαταληξßας-, ωστüσο εßναι αναμφισβÞτητη η γλωσσικÞ και, πολý περισσüτερο, η ιστορικÞ της σημασßα, καθþς αποτελεß τη μοναδικÞ (λογοτεχνικÞ) πηγÞ ενüς καßριου ιστορικοý γεγονüτος.
____________________________________________
* Terminus ante quem, κυριολεκτικÜ «ημερομηνßα προ της οποßας» (λατ.), στην αρχαιολογßα ονομÜζεται η πρωιμüτερη εξακριβωμÝνη χρονολογßα σχετικÞ με την ýπαρξη αρχαιολογικοý μνημεßου Þ Üλλου αντικειμÝνου ιστορικÞς αξßας, ενþ η χρονολογßα της δημιουργßας του δεν εßναι γνωστÞ. Π.χ., σε περßπτωση που το υλικü των ανασκαφþν δε δßνει πληροφορßες για το Ýτος κατασκευÞς ενüς αρχιτεκτονικοý μνημεßου (ναοý, φρουρßου, μοναστηρßου κλπ.), αλλÜ στις γραπτÝς πηγÝς υπÜρχουν μαρτυρßες για ιστορικÜ συμβÜντα που σχετßζονται με αυτü (μÜχες, επßσημες επισκÝψεις κλπ.) κι η χρονολογßα των συμβÜντων αυτþν μας εßναι γνωστÞ, γνωρßζουμε και το terminus ante quem για το συγκεκριμÝνο μνημεßο, δηλαδÞ, üτι χωρßς καμßα αμφιβολßα εßχε χτιστεß πιο πριν απü την αναφερüμενη ημερομηνßα.
ΑντιθÝτως, terminus post quem (ημερομηνßα μετÜ της οποßας) εßναι η μεταγενÝστερη εξακριβωμÝνη χρονολογßα που προηγÞθηκε της δημιουργßας του μνημεßου. ¸τσι, Ýνα νüμισμα τοποθετημÝνο μÝσα στον τÜφο, μας πληροφορεß, πως η ταφÞ δεν Ýγινε νωρßτερα απü το Ýτος κυκλοφορßας του συγκεκριμÝνου νομßσματος. Στη στρωματογραφßα, για να οριστοýν το terminus ante quem και το terminus post quem, τη θÝση των γραπτþν Þ Üλλων εξακριβωμÝνων πηγþν καταλαμβÜνουν οποιαδÞποτε ευρÞματα, εδαφικÜ υλικÜ Þ μορφþματα που μποροýν να χρονολογηθοýν στα πλαßσια της απüλυτης χρονολüγησης. (Με το γενικü üρο απüλυτη χρονολüγηση εννοεßται στην αρχαιολογßα μια σειρÜ τεχνικþν που μας βοηθοýν να εκτιμÞσουμε την ηλικßα των τÝχνεργων, των υλικþν Þ των αρχαιολογικþν τüπων σε πραγματικÜ ημερολογιακÜ Ýτη. Η διαδικασßα γßνεται εßτε Üμεσα Þ μÝσω διαδικασßας ισοζýγισης (βαθμονüμησης) με υλικÜ γνωστÞς ηλικßας. ΤÝτοιες τεχνικÝς στηρßζονται σε αρχÝς ανεξÜρτητες απü τις επιδρÜσεις των κατασκευαστþν Þ των χρηστþν ενüς αντικειμÝνου. Βλ. για παρÜδειγμα ραδιοχρονολüγηση. Χρησιμοποιοýνται διÜφορα ημερολüγια για την καταγραφÞ της απüλυτης χρονολüγησης. ΟρισμÝνες επιστÞμες προτιμοýν το Π.Π. (προ παρüντος) και το παρüν επιστημονικÜ ορßζεται ως το 1950. ¼σον αφορÜ στην αρχαιολογßα, τüσο σε Ευρþπη üσο και σε Η.Π.Α. χρησιμοποιοýνται ως δεßκτες χρονολüγησης το π.Χ. και το Π.Κ.Ε., που στηρßζονται στο Γρηγοριανü ημερολüγιο, αν και μποροýν να χρησιμοποιηθοýν κι Üλλα ημερολüγια για ιδιαßτερους πολιτισμοýς σε Üλλες περιοχÝς του κüσμου).
** ΡιμÜδα = Ο üρος παραπÝμπει, βÝβαια στη ρßμα, δηλαδÞ την ομοιοκαταληξßα -μπορεß να τονε βροýμε και σα «ρημÜδα». Τον χρησιμοποιοýμε για να δηλþσουμε Ýνα ζευγÜρι στßχων το οποßο ομοιοκαταληκτεß και συνÞθως εßναι γραμμÝνο σε ιαμβικü 15σýλλαβο. Ακριβþς επειδÞ πρüκειται για 2 στßχους που ομοιοκαταληκτοýν, απαντÜται κι ως «δßστιχο» Þ «λιανοτρÜγουδο». ΕξÜλλου, ως ριμÜδα μποροýμε επßσης να χαρακτηρßσουμε κι Ýνα μακροσκελÝς ποßημα, συνÞθως αφηγηματικοý χαρακτÞρα και λαúκÞς προÝλευσης, που εßναι γραμμÝνο σε στßχο ιαμβικü 15σýλλαβο και σε ομοιοκατÜληκτα 2στιχα. ΤÝτοιου εßδους ριμÜδες συναντÜμε Þδη απü τους τελευταßους αιþνες του Βυζαντßου, ενþ Ýπειτα η παρÜδοση συνεχßζει σε ΚρÞτη, Κýπρο κι ΕπτÜνησα. ΓνωστÞ εßναι, για παρÜδειγμα, η «ΡιμÜδα Κüρης Και Νιου», που προÝρχεται απü τη ΚρÞτη και χρονολογεßται απü τις αρχÝς του 16ου αιþνα.
======================
μÝρος 1ον (στ. 1-40)
H τουρκικÞ σημαßα κεßνης της εποχÞς
Ο βεζßρης καταφθÜνει στη ΚρÞτη για να εποπτεýσει ο ßδιος τις πολεμικÝς επιχειρÞσεις κατÜ των Βενετþν και διατÜζει τον καπουδÜν πασÜ (ναýαρχο) ΚαπλÜν-ΜουσταφÜ να στρατολογÞσει Üντρες απü την ΑνατολÞ. Ο καπουδÜν πασÜς επιστρÝφει με ενισχýσεις και το τουρκικü στρÜτευμα εßναι Ýτοιμο να συμμετÜσχει στην πολιορκßα του ΚÜστρου/ΧÜνδακα.(στ. 1-69)
Στὸ πüρτο μÝσα νÜ ’μπουσι ἐφοβοῦντα
καὶ τῆς Παρκιᾶς μὲ μÜνιτα ἀπονοῦντα
καημοὺς πολλοὺς καὶ πÜθη νὰ τσῆ δþσου,
τσ’ ἀνθρþπους τση νὰ πιÜσου νὰ σκλαβþσου.
Καὶ ἔτσι τὸ ριζικὸ τὸ ἀσβολωμÝνο
ἤθελε τῶν ἀνθρþπων τῶν καημÝνω:
Ὁ πüλεμος τῆς ΚρÞτης νὰ ἀρχινßσῃ,
γυρεýγοντας ὁ Τοῦρκος νὰ νικÞσῃ.
Καὶ ἐπῆγεν ὁ βιζßρης μὲ φουσσᾶτα
καὶ εἶχεν τὰ κÜτεργÜ του ὅλα γεμᾶτα.
Καὶ φθÜνει στὰ Χανιὰ καὶ ντεσμπαρκÜρει
καὶ ἐκεῖ τὸ ἀσκÝριν του ὅλο ρεποσσÜρει.
Καὶ πÜραυτας μὲ γρÜμμα τοῦ βιζßρη
τὸν καπετὰν-πασᾶ τüτες σπιδßρει
τὰ κÜτεργα νὰ τὰ ξαναφορτþσῃ
λαü, εἰς τὰ Χανιὰ πÜλι νὰ σþσῃ.
Καὶ ὁ Μουσταφᾶς-Καπλὰν σὰν προκομμÝνος,
τσῆ μÜχης ξακουστὸς καὶ παινεμÝνος,
μισσεýει ἀπ’ τὰ Χανιὰ μὲ τὴν ἀρμÜδα
καὶ κÜνει δßχως ἄργιτα λεβÜδα.
Καὶ εἰς τῆς Ἀνατολῆς τὰ μÝρη ἐδρÜμα,
καθὼς ἐξεκαθÜριζε τὸ γρÜμμα.
Λαὸ ξαναφορτþνει καὶ γυρßζει
στὸν τüπον, ποὺ ὁ βιζßρης τὸν ὁρßζει.
Καὶ ἀπῆτις ἐκουβÜλησε τὸ ἀσκÝρι
καὶ ἐπλÜκωσε καιρüς τὸ καλοκαßρι,
πÜραυτας ὁ βιζßρης τσ’ ὁρισμοýς του
ξαπλþνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ στοὺς ἐδικοýς του.
Καὶ διαλαλεῖ νÜ ’ναι ὅλοι ὀρδινιασμÝνοι,
μικροß, μεγÜλοι τ’ ἄρματα ζωσμÝνοι,
διατß εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ κινÞσῃ
στὸ ΚÜστρο διὰ νὰ πÜῃ νὰ πολεμÞσῃ.
Καὶ εὐθὺς ἐμαζωκτÞκασιν οἱ Τοῦρκοι.
Τὴ νιÜκαρην ἐπαßζαν καὶ ταμποýκι,
ξυπνῶντας πᾶσα ἕνα παλληκÜρι,
ἔτσι πεζὸν ὡσὰν καὶ καβαλλÜρι.
Ποιὸς νÜ ’χε στοχασθῆ τὸ τüσον πλῆθος
καὶ νὰ μὴ φρßξῃ, νὰ γενῇ σὰν λßθος,
τὴν ταραχὴν τὴν τüσην τοῦ φουσσÜτου
καὶ τὰ σημÜδια ἐκεῖνα τοῦ θανÜτου!
41-68 λεßπουνε
ΠεριγρÜφεται λεπτομερþς το μεγÜλο πλÞθος του τουρκικοý στρατοý και γßνεται αναφορÜ στη διαßρεση της ναυτικÞς δýναμης απü τον καπουδÜν πασÜ σε δýο τμÞματα (στ. 41-68). Το ακüλουθο απüσπασμα εστιÜζει στην ξαφνικÞ επßθεσÞ του σε γειτονικÜ κυκλαδßτικα νησιÜ (ΦολÝγανδρος, Σßκινος, ºος). Ο καπουδÜν πασÜς προτßθεται να λεηλατÞσει και να ερημþσει τη Σßφνο, üμως μεταπεßθεται και στρÝφεται εναντßον της ΠαροικιÜς της ΠÜρου (στ. 69-156)
Καὶ ἔστοντας νὰ ἀπομεßνῃ ἀλαφρωμÝνος,
διατὶ ἦτον ὁ βιζßρης μισσεμÝνος,
ἤβαλε γνþμη στὰ νησὰ ν’ ἀρÜξῃ
καὶ ξÝχωρα τὴν ΠÜρο νὰ ρημÜξῃ.
Καὶ φεýγει ἀπ’ τὰ Χανιὰ καὶ ξεπορτßζει,
τὰ κÜτεργÜ του ὅλα ξαρμπουρßζει.
Πρῶτο νησß, ὁποý ’βρηκε νὰ πιÜσῃ,
ἤτονε στὴ<ν> Πολýκανδρο καὶ ’ρÜσσει.
ΚΙ οἱ γÝροντες ὡς εἶδα τÝτοιον πρᾶμα,
μὲ τὸ κανßσκι πÜραυτας ἐδρÜμα.
Καὶ τὸν Καπλὰν-πασᾶ ὅλοι προσκυνοῦσι
καὶ θÝλημα ἐζητÞσασι νὰ βγοῦσι.
Μὰ αὐτüνος σὰν ἐδÝχθη τὸ κανßσκι,
πρüφασι τῶ γερüντω τοὺς εὑρßσκει,
πὼς θÝλει τὰ χαρÜτσια ὁποὺ χρωστοῦσι,
ἀλλÝως στὴν καδÝνα ὅλοι νὰ μποῦσι.
Καὶ μὲ τὸ λüγο ἤπαιξε λεβÜδα,
δßδουν οἱ σκλÜβοι δυνατὴ παλλÜδα.
Καὶ τüμου ἀπ’ τὴν Πολýκανδρο μισσεýγει,
σὰν τὸ λεοντÜρι ξÜφτει καὶ ἀγριεýγει,
θÝλοντας ’ς κÜθε τüπον διὰ νὰ σþσῃ,
πÜθη τῶν Χριστιανῶν πολλὰ νὰ δþσῃ.
Σπεδßρει δýο κÜτεργα μὲ βßα
καὶ ἤδωκε καὶ τῶν μπÝηδων ἐξουσßα
νὰ πÜσιν εἰς τὴν Σßκινο καὶ τüτες
τσὶ γÝροντες νὰ πÜρουν καὶ τσὶ Νιῶτες·
καὶ ἀπῆτις τσὶ σηκþσουσι, νὰ ’ρθοῦσι
εἰς τὸ Δεσποτικὸ νὰ τὸν εὑροῦσι.
Μισσεýγει τὸ λοιπὸ ὁ πασᾶς καὶ πιÜνει
εἰς τὸ Δεσποτικὸ καὶ ἄλλο δὲν κÜνει.
ΜονÜχα τὸν Κιοσὲ πÜραυτα κρÜζει
νὰ πÜρῃ τὴν βουλÞν του ’ς τὰ λογιÜζει.
ΛÝγει του: «Εἶντα μοῦ λÝς ’ς τοῦτο νὰ κÜμω;
Ἐγþ ’λεγα στὴ Σßφινο νὰ δρÜμω,
μὲ ἀπüφασι νὰ τÞνε ξεμπιτÜρω,
γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ ἄνδρες νὰ πÜρω·
γιατὶ ἔχω γροικητὰ –καὶ κÜτεχÝ το–
τὸ πλοῦτος ἐκεινοῦ τοῦ ΜιχελÝττο·
καὶ ἐμÝνα τὰ χαρÜτσα μου κρατßζει
καὶ χαρανιὰ καὶ τσüχες μὲ στολßζει.
Καὶ ὄξω ἀπὸ τοῦτο πÝμπει καὶ μεγÜλα
σοκκüρσα εἰς τὸ ΚÜστ<ρ>ο πλιὰ παρ’ ἄλλα
καὶ τσ’ ὁρισμοὺς ποτὲ δὲν ὀμπιδßρει,
μηδὲ καὶ ἐμÝ, μηδὲ καὶ τοῦ βιζßρη.
Μὰ τοῦ Κιοσὲ πολλὰ τοῦ ντεσπιαζÝρει
καὶ τοῦ Καπλὰν-πασᾶ φιλεῖ τὸ χÝρι,
πÜσχοντας τὴν βουλÞν του νὰ γυρßσῃ
καὶ ἀκοýρσευτη τὴν Σßφινο νὰ ἀφÞσῃ,
γιατὶ ἤτονε περßσσα φιλεμÝνος,
μὲ αὐτὸν τὸν ΜιχελÝττο ἀγαπημÝνος.
Καὶ ἤπασχε μὲ τὰ λüγια νὰ μαλÜξῃ
τὴ γνþμη τοῦ πασᾶ νὰ τὴν ἀλλÜξῃ.
ΛÝγει του: «Διὰ τὴν ὥρα μὴ γυρÝψῃς
τὴ Σßφινο νὰ πÜγῃς νὰ κουρσÝψῃς.
καὶ γροßκησε τὰ λüγια τὰ δικÜ μου,
σὰ δοῦλüς <σου> πιστὸς ποý ’μαι, πασᾶ μου.
Καὶ ἐγὼ σοῦ βρßσκω χþρα νὰ πατÞσῃς,
τὴν ΠαροικιÜ, ὁποὺ νὰ εὐχαριστÞσῃς,
πρᾶγμα πολὺ καὶ ἀνθρþπους να τσῆ πÜρῃς
καὶ ὁλüτελα νὰ τÞνε ξε<μ>πιτÜρῃς.
Καὶ ἄ θÝς νὰ ’δῇς, πασᾶ μου, τὴν ἀλÞθεια,
’δὲ τῶ Φραγκῶ ποιοὶ δßδουσι βοÞθεια.
Μüνο ἀπὸ τὴν Παρκιὰ τῶς κουβαλοῦσι
σοκκüρσο διὰ νὰ μᾶσ<ε> πολεμοῦσι.
Καὶ δὲν ψηφοῦν τὸ γρÜμμα τοῦ βιζßρη,
μηδὲ κανεßς τως δὲν μᾶς ὀμπιδßρει·
καὶ εἶναι καθολικὰ χαúνεμÝνοι
’Σ κοντολογιὰ ὅσους καὶ ἂν ἔχῃ ἡ ΠÜρος
πÝτουνται μὲ τσὶ ΦρÜγκους καὶ ἔχου θÜρρος.
Σμßγουσι μετ’ αὐτοὺς καὶ χαúνετεýγου
καὶ ἐμᾶς δὲν μᾶς ψηφοῦν, μηδὲ γυρεýγου.
Νὰ ’δῇς ξεχωριστὰ τσὶ μαγατζᾶδες,
πὄχουν οἱ προεστοὶ πραγματευτᾶδες,
γεμÜτους τσὶ καφÝδες καὶ ληνÜρια,
τυριὰ καὶ ρýζα, λÜδια καὶ σιτÜρια,
σßδερα καὶ σχοινιÜ, τÜβλες καὶ τρÜβες.
Καὶ σκλÜβους ἀγορÜζουσι καὶ σκλÜβες
ἀπὸ τσὶ ΜουσουλμÜνους τσὶ ἐδικοýς μας·
γιὰ ταῦτα δὲν ψηφοῦν τοὺς ὁρισμοýς μας.
ΤοῦτÜ ’λεγε ὁ Κιοσὲς σὰν καταδüτης
τσῆ Παροικιᾶς καὶ ’πßβουλος προδüτης.
Καὶ ἤκαμε τὸν πασᾶ καὶ ἐπßστευσÝν του
καὶ εἰς ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ ζÞτα ἐπÞκουσÝν του.
ΒÜνει βουλὴν κακὴν καὶ ἀποφασßζει,
φουσκþνει δυνατὰ καὶ ξαφορμßζει.
Δßδει ὀρδινιὰ νὰ στÝκουν ἀπαρκιᾶδοι
οἱ μπÝηδες νὰ φýγουσι τὸ βρÜδυ.
στ. 157 – 228 λεßπουνε
Οι Αντιπαριþτες επιβεβαιþνουν τους Παροικιþτες üτι στüχος του ΚαπλÜν-ΜουσταφÜ εßναι η Σßφνος. Παρ’ üλα αυτÜ, ο οθωμανικüς στüλος εισÝρχεται στο λιμÜνι της ΠÜρου (στ. 157-228). Στο ανθολογοýμενο απüσπασμα, οι Παροικιþτες εγκαταλεßπουν τις εστßες τους, ενþ ο ΚαπλÜν-ΜουσταφÜς, με νÝο αντιπερισπασμü, δÝχεται δýο προεστοýς αντιπροσþπους στο καρÜβι του· üμως, η τουρκικÞ δýναμη εισβÜλλει αστραπιαßα στο νησß (στ. 229-468).
Ἀπüξω ἀπὸ τὶς Πüρτες ἐφανῆκα,
τὴν Κυριακὴ ταχὺ ἐξημερωθῆκα.
Θωροῦν τα οἱ Παροικιῶτες καὶ ἐτρομÜξα
καὶ διὰ βοηθὸ τὴν Παναγßα ἐκρÜξα.
Σýρνουν φωνÞ, μαζþνουνται οἱ ἀνθρῶποι,
γεμþνουν τὰ στενÜ, πÞζουν οἱ τüποι.
ΤρÝμουσι ἀπὸ τὸ φüβο καὶ δειλιοῦσι,
τὰ κÜτεργα ξανοßγουν καὶ μετροῦσι.
Καὶ ἀπῆτις ἀραδιÜσαν καὶ εἴδασßν τα
καὶ σαρÜντα ἑπτὰ ἐμετρÞσασßν τα,
ἐτüτες τὸ λογιÜσα ὅσοι εἶχαν γνῶσι,
πὼς ἦρθεν ὁ πασᾶς νὰ τσὶ σκλαβþσῃ.
Ἀρχßζουν οἱ γυναῖκες οἱ καημÝνες,
περιττοπλιὰς οἱ Κρητικὲς οἱ ξÝνες,
νὰ κλαßσι, νὰ θρηνοῦνται τὴ σκλαβιÜν τως,
τὴν κακορριζικιὰν καὶ τὴν ξενιÜν τως,
λÝγοντας μοιρολüγια, ὁποὺ κÜνα
τσ’ ἀνθρþπους μαῦρα δÜκρυα καὶ ἐβγÜνα.
Δὲν ξεýροντας εἰς τοῦτο πῶς νὰ διÜξου,
τὰ ροῦχÜ ντως ’ς ποιὸν τüπο νὰ φυλÜξου,
κλαßσι τὴν συμφορÜ τως καὶ τοὺς πüνους,
ποὺ τσ’ ἤξωσεν ἡ μοῖρα τüσους χρüνους
ἀπὸ τσὶ Τοýρκους νÜ ’χουσι τρομÜρες,
καημοὺς καὶ πÜθη, βÜσανα καὶ ἀντÜρες.
Δὲν ξεýρου εἶντα νὰ ’ποῦν καὶ ποῦ νὰ δþσουν
ἀπὸ τὸ φüβο κεῖνο νὰ γλυτþσουν,
γιατὶ καμμιὰ δὲν εἴδασι βοÞθεια
ἀπ’ ἄνθρωπον … γιὰ … μὰ τὴν ἀλÞθεια·
στοχÜζουνται στὸ μÝσος τὴ μεγÜλη
σýγχυσι, ὁποὺ γροικᾶτο πλιὰ παρ’ ἄλλη
στὸ θλιβερὸ ποὺ σκüρπα τὸ μαντᾶτο.
Καὶ ὅλοι τὸν νοῦν τως εἶχαν ἄνω κÜτω,
φεýγου καὶ ἀ<μ>παντονÜρου τὰ δικÜ τως,
σπßτια καὶ ροῦχα καὶ ὅλα τὰ καλÜ τως·
καὶ ἀπὸ τὸν φüβον ὅλοι ἐπαραδῶσαν
στὴν τüσην ταραχÞ, ὁποὺ τσὶ πλακῶσαν.
Τσὶ δÝκα ἐννιÜ ’τον τüτες τοῦ ΜαÀου,
πρὶ δþσουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλßου,
ποý ’δασιν τὴν ἀρμÜδα οἱ Παροικιῶτες
πὼς ἦτον μαζωμÝνη ὄξω <’ς> τὲς Πüρτες.
Ἀμ’ ὁ πασᾶς μὲ πονηριὰ μεγÜλη
ἔκανε πὼς μισσεýει ἀγÜλη-γÜλη
μὲ κüμπωμα νὰ μηδὲ φοβηθοῦσι
οἱ ἄνδρες, οἱ γυναῖκες νὰ σκιακτοῦσι.
ἘπÝρασε λοιπὸν καὶ ἀποκολþνει
στὸ Ἅú-Φωκὰ καὶ ὅλους τσὶ κομπþνει.
Δýο κÜτεργα σπεδßρου, μπαßνου μÝσα
καὶ ἄσπρη παντιÝρα στὸ κατÜρτι ἐστÝσα.
Καὶ οἱ Χριστιανοὶ μὲ πüδια κουρασμÝνα,
μὲ ἱδρῶτες καὶ μὲ στÞθια ματωμÝνα
τσὶ στρÜτες καὶ γκρεμνὰ ἐπερπατοῦσα
καὶ εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἀνÜπλαγα ἐκρατοῦσα.
Ποιὸς ἀπ’ τὸ φüβο, ποý ’χε τοῦ θανÜτου,
μηδὲ παιδιῶ ἐθυμᾶτο οὐδὲ πραγμÜτου.
Μὲ κλÜηματα οἱ γυναῖκες ἀποβγÜνα
τσ’ ἄνδρες τως καὶ πολὺ καημὸν ἐπιÜνα.
ἘδÝτσι τὰ παιδιὰ καὶ τσὶ ἀδελφοýς τως,
τὰ ’γγüνια τως καὶ τσὶ ἄλλους ἐδικοýς τως
μὲ λýπη, μὲ λακτÜρα πλιὰ παρ’ ἄλλη,
σýγχυσι καὶ κακομοιριὰ μεγÜλη.
ἈφÞνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιÜσῃ
-νὰ τὸ γροικÞσῃ ποιὸς νὰ μὴ θαυμÜσῃ !–
τὸ φüβο τὸν πολý, ποý ’χαν ἐτüτες
γιὰ τὴν ἀρμÜδα ἐκεῖνοι οἱ Παροικιῶτες.
Δßδουν βουλὴν νὰ πÜ συναπαντÞξου
τὰ κÜτεργα, τσὶ μπÝηδες νὰ σμßξου,
νὰ γνþσουν ὁ πασᾶς τως εἶντα θÝλει
γὴ ἀνὲ ζωὴ γὴ θÜνατος τοὺς μÝλλει.
Καὶ τὸν Πρωτüδικο ἐτüτες κρÜζου
τὸ Νικολü, καλὰ τὸν ὀρδινιÜζου.
Σὰ γÝροντας ὁποý ’τονε τῆς χþρας,
δßδουν του καὶ ἄλλο σýντροφο τῆς ὥρας.
ΓιαννÜκι Βυτσαρᾶ τὸν ὀνομÜζου
καὶ τῆς κερὰ-Μαρßνας τüνε κρÜζου.
Κινοῦσιν καὶ οἱ δýο συντροφιασμÝνοι,
τὴ βÜρκα πÜ νὰ δοῦν, ποὺ τσ’ ἀνεμÝνει.
Μὰ αὐτεῖνοι ὡστὲ νὰ ὀρδινιαστοῦσι,
εὐθὺς τὸν καπετὰν-πασᾶ θωροῦσι
καὶ ἤρχετο μÝσα μὲ ὅλη τὴν ἀρμÜδα,
μὲ δυνατὴ καὶ μὲ φρικτὴ παλλÜδα.
Καὶ οἱ σÜλπιγγες ἐπαßζαν καὶ ἐλαλοῦσαν
καὶ ἄλλα πολλὰ παιγνßδια ὁποὺ βαστοῦσαν.
Καὶ μιὰν ἀναμιγὴ τüση ἐγροικᾶτο,
ὁποὺ ἡ Παροικιὰ ὅλη ἐμουγκᾶτο.
ΒλÝποντας τü λοιπüν το πþς ερÜξαν
τα κÜτεργα στο πüρτο üλοι ετρομÜξαν
και εστÝκασιν να φýγουν και να αφÞσουν
παντÝρημα τα σπßτια να τα γδýσουν,
μα δεν κατÝχω ποιüς απ' τσι μεγÜλους
εγýρισε κι εθÜρρυνε τους Üλλους.
Και λÝγει τους : " ΠαιδιÜ, üλοι ας σταθοýμε
και κÜτω στο γιαλü ας μαζωκτοýμε.
¢νδρες, γυναßκες το λοιπüν ας πÜμε
και με την κεφαλÞν κλßνοντας χÜμαι
να προσκυνÞσωμε üλοι τον πασÜ μας,
αν θÝμε να χαροýμε τα καλÜ μας
και θÝλει του καλοφανÞ περßσσα,
σα ' δη πως üλοι τον επροσκυνÞσα ".
Και επÝμψαμε ανθρþπους για να γνþσου
τη γνþμη και κανßσκι να του δþσου.
ΣταλλÜρου το λοιπü üσοι κι αν βρεθÞκα
με φüβο και καημü και πλÞσα πρßκα,
θαρρþντας πþς, σαν παν να προσκυνÞσουν,
τα σπßτια τως ακοýρσευτα ν' αφÞσουν.
Μα ο καπετÜν - πασÜς εßχε βαλμÝνη
γνþμη φαρμακερÞ και ασβολωμÝνη,
διατß δεν Ýχει τÝλος η οργÞ τως.
Κι απÞτις εις το κÜτεργον εμπÞκαν
οι προεστοι και τον πασÜν εβρÞκαν,
σκýφτουσι και κλιτÜ τον προσκυνοýσι
και την ποδιÜ του ροýχου του φιλοýσι.
ΡωτÜ τσι παρευθýς ανÝ βαστοýσι
τα Üσπρα για το κανßσκι αν το κρατοýσι.
ΛÝγουσι : " Εμεßς ομπρüς Þρχαμε μÝσα
και Üλλοι οξοπßσω φÝρνουν τα τορνÝσα".
Τüτες κρατßζει μÝσα το ΓιαννÜκι
και τον Πρωτüδικο ως γεροντÜκι
βγÜνει üξω, και μιλεß του κιαχαγιÜ του
να τ' ακλουθÜ να πηαßνη συντροφιÜ του.
ΠÜσι στο σπßτι του ΜακρÞ Κονδýλη,
που στÝκετο με πικραμÝνο χεßλι,
πÜσχοντας τα τορνÝσα να 'τοιμÜση
του καπετÜν - πασÜ για να τα πÜσι.
Και απεßτις εμισσÝψαν, απονÜτο
και εξÜφτεν ο πασÜς 'ποπÜνω ως κÜτω,
και εκτÜσσεντο τη χþρα να χαλÜση,
να πιÜση ανθρþπους þστε να χορτÜση.
Σαν τσι κατÜστασÝς του εßχε τελειþσει,
Þθελε την απüφαση να δþση
να βγοýσιν οι λεβÝντες να σκλαβþσου
τσι Χριστιανοýς να πÜθη να τως δþσου.
Δßδει ορδßνιÜ εις üλην την αρμÜδα
τα κüπανÜ τως νÜ 'χουν απαρκιÜδα,
να βγοýσιν οι λεβÝντες σε μιαν þραν,
να γδýσουν, να κουρσεýουσιν την χþραν,
και να βαστÜ κÜθε Ýνα παλληκÜρι
'ς το χÝρι μοναχÜ Ýνα μανÜρι
και üχι Üλλο Üρμα, διÜ την þρα κεßνη
να φαßνεται πως Ýχουν καλωσýνη.
Σαν εßδασι και εκρÜτησε τον Ýνα
στο κÜτεργο κ' οι Τοýρκοι üξω εβγαßνα,
για μιÜ τ' αφορεθÞκαν οι Παρκιþτες
και ετρÝμαν και φοβοýνταν üλοι τüτες.
Και ο κιαχαγιÜς ετüτες ανεβαßνει
'ς το σπßτι του Κοντýλη και προβαßνει.
ΛÝγει τσ' αρχüντισσÜς του : "Πε τ' ανδρüς σου
νÜ 'ρθη εδεπÜ, γιατß εßναι για καλü σου.
ΑδÝς αλλιþς εσÝνα θα σκλαβþσω
και των παιδιþν σου θÜνατο θα δþσω.
Και 'πÝ του χωρßς Üλλο να προβÜλη,
πριχοý σκοτιÜ να σε εýρη πλιÜ μεγÜλη".
ΑπιλογÜται τüτες τρομασμÝνη
κεßνη η αρχüντισσÜ του η αξιωμÝνη,
δε θÝλοντας τον Üνδρα να προδþση
και θÜνατο 'χε πλιÜ καλÜ να δþση.
ΛÝγει : " Δεν εßναι εδþ 'ς το σπßτι μας μÝσα,
αμμ' üξω περπατεß διÜ τα τορνÝσα.
Και τüμου, αφÝντη, σþση και γυρßση,
Ýρχεται παρευθýς να τα μετρÞση.
Και στÝκε ποýρι 'ς τοýτο ξεγνοιασμÝνος
και ο Üνδρας μου δεν εßναι μισεμÝνος".
Και Ýπασκεν ωσÜν φρüνιμη, με γνþσι
του κιαχαγιÜ απüγνωσι να δþση,
μα αυτüνος την ξιχνßαζε üλον Ýνα,
γιατß Þβλεπε τσι Τοýρκους και επροβαßνα.
Τσ' αρχüντισσας με μÜνιτα απονÜτο
να τηνε σýρη απü το σπßτι κÜτω.
Μα Üνδρας τση ο παινετüς και φημισμÝνος
και τση τιμÞς τιμÞ και ξακουσμÝνος
βλÝποντας την συμβßαν του 'ς τα πÜθη
εσφÜγη μÝσα 'ς τση καρδιÜς τα βÜθη.
Και Þθελε πλιÜ καλλιÜ διÜ την τιμÞν του
εισÝ σκλαβιÜ να δþση το κορμßν του,
και Þθελε να πÜει να παραδεßρη
και διÜ τη χþρα σκλÜβος να πατßρη.
Και αντßρητα την þρα αυτÞ προβαßνει
και οι Τοýρκοι τüνε παßρνου και παγαßνει.
Και αυτÞ την þρα κιüλα εντεσμπαρκÜρα
λεβÝντες και τα σπßτια εσαμεντζÜρα.
ΠιÜνουσι τσι παππÜδες και üλους τσ' Üλλους,
πτωχοýς και πλοýσιους και Üρχοντες μεγÜλους,
και παßρνουν τσι 'ς τα κÜτεργα την þρα
και Þκλαιγε και εθρηνÜτο üλη η χþρα.
Και εις το φευγιü το βÜλαν και εγλακοýσαν
και οι Τοýρκοι οξοπßσω και ελαλοýσαν.
Και üσοι τως απαντÞσα üλους τσι πιÜσα
και θυμωμÝνοι απÜνω τους ερÜσσα.
ΕτρÝχασι με βßα ως αφορμÜροι
βαστþντας εις το χÝρι το μανÜρι
'πο μιÜ μεριÜ τση χþρας ως την Üλλη
με φοýσκωσι και μÜνιτα μεγÜλη.
¸δερναν οι γυναßκες τα κορμιÜ τως
και απü τη λýπη εσýρναν τα μαλλιÜ τως.
Και εκλαßγαν και εθρηνοýντα να ξανοßγου
τσι Τοýρκους με τσι Χριστιανοýς να σμßγου.
Και εκεß üπου εμπαßνα οι Τοýρκοι και εκουρσεýγα
τα σπßτια απÜνω κÜτω και εγυρεýγα,
βρßσκουν και του Κοντýλη του ΓιωργÜκι
το σπλαχνικü παιδß, το ΓιακουμÜκι.
Σηκþνουν το με μιÜ χαρÜ μεγÜλη,
στο κÜτεργο το πÜσι, οποý 'ν και οι Üλλοι.
Και πηαßνοντας 'ς τη στρÜτα σαν κωπÝλλι
δεν Þνιωθε το πρÜγμα που του μÝλλει.
Και Þλεγε των Τουρκþ να μην το πÜρου
'ς το κÜτεργο να μην το ημπαρκÜρου,
'ς το σπßτι να τ' αφÞσουν να γυρßση
και το Μαριþ να τþνε τραγουδÞση.
Τοýτα τα λüγια τüτε συντυχαßνει,
εκεßνο το παιδß, καθþς παγαßνει,
που οι Τοýρκοι το θαυμÜσα 'ς τα 'μορφÜ του
λüγια, που τους εμßλειε και γλυκιÜ του.
Και ακοýγοντας ο κýρης το μαντÜτο
ο λογισμüς του επÞγεν Üνω κÜτω.
Κλαßγει και αναστενÜζει και θρηνÜται
και αυτüνο το παιδß πολλÜ λυπÜται.
ΔριμιÜ 'κλαιγε και η μÜνα το κακüν του,
πως να δεχθÞ τον αποχωρισμüν του.
Τα αδÝρφια του και οι εδικοß και ξÝνοι
πολλÜ 'πομεßναν τüτες πικραμÝνοι,
γιατß, καλÜ και αν Þτον κωπελλÜκι,
Þτονε χαριÝστατον παιδÜκι.
Τα λüγια και τραγοýδια του θυμοýντα,
ξÝνοι, εδικοß και φßλοι εθρηνοýντα.
ΞεχωριστÜ αφεντÜκις του παρ' Üλλο
εßχε διÜ το παιδß καημü μεγÜλο.
Το κοýρσος δεν εψÞφα του σπιτιοý του,
μÜ 'κλαιγε την υστÝρησιν του γιοý του.
Μα η ΚαταπολιανÞ, που πÜντα βλÝπει
τσι δοýλους τση τσι μπιστικοýς και σκÝπει
üσοι αγαποýν πολý την λειτουργßα,
Þκαμεν εις αυτü θαυματουργßα.
Καß εχÜρισÝν του απομονÞ και χÜρι,
σα νÜ 'τονε μεγÜλο παλληκÜρι.
Και επüμεινε εις την ξενιτειÜν εκεßνη
δßχως γονιοýς και πλÞσα εμπιστοσýνη.
Και ως το ýστερο, αξωθÞκαν οι γονιοß του
και üσοι και αν τ' αγαποýσι κ' οι εδικοß του
και εßδαν το και Þρθε πÜλι και εδοξÜσα
την ΠαναγιÜ και πλÞσα αναγαλλιÜσα.
ΠεριγρÜφεται η αιχμαλωσßα προεστþν, γερüντων και ιερÝων· γßνεται, επßσης, αναφορÜ στο θαýμα της Παναγßας της ΚαταπολιανÞς, χÜρη στην οποßα ελευθερþνεται και επιστρÝφει μετÜ απü καιρü ο γιος του ΜακρÞ Κοντýλη (στ. 313-468). Στο παρακÜτω απüσπασμα οικßες λεηλατοýνται και πυρπολοýνται, ενþ απü το τουρκικü μÝνος δεν γλιτþνει οýτε η εκκλησßα της ΚαταπολιανÞς. Το σωτÞριο τÝχνασμα ενüς τουρκοθρεμμÝνου νÝου ¸λληνα επισπεýδει την τουρκικÞ αποχþρηση, καθþς οι αιχμÜλωτοι χριστιανοß θρηνοýν για την απþλεια της πατρßδας τους (στ. 469-636).
Καὶ ἀπῆτις ἐσκλαβῶσαν τοὺς ἀνθρþπους
τρÝχοντας μὲ θυμὸ σὲ ὅλους τσὶ τüπους,
ἐβÜλαν εἰς τὸ νοῦν καὶ ἄλλη ἀσωτßα,
νὰ πÜν νὰ γδýσουν καὶ τὴν Παναγßα.
Καὶ τρÝχουσιν καὶ πÜσιν θυμωμÝνοι
καὶ βλÝπουν τὴν εἰκüνα σκεπασμÝνη
μὲ ἀσÞμι καὶ χρυσÜφι καὶ λιθÜρια
καὶ μὲ πολλῶ λογιῶ μαργαριτÜρια.
Ἔτσι καὶ τοῦ Χριστοῦ ἦτον γεμισμÝνη
ἡ εἰκüνα του ἡ ἁγßα ἀσημωμÝνη.
Καὶ μὲ ἀφοβιὰ μεγÜλη ὅσοι καὶ ἂν ἢσαν
ἐκεῖνες τὲς εἰκüνες τὲς ἐγδýσαν.
Σὰν τσὶ λῃστᾶδες ’ρÜσσου θυμωμÝνοι
καὶ δὲ νοοῦν τὸ κρῖμα οἱ ὠργισμÝνοι
νὰ μὴν κρατοῦν τιμὴν στὴν ἐκκλησßα,
μηδὲ καὶ νοιþθου εἶντÜ ’ναι ἡ Παναγßα.
Καὶ ἀπῆς τ’ ἀσÞμια ἐπῆραν καὶ τὰ ἄλλα
ποὺ βρßσκουνταν καὶ εἰκüνες πλιὰ παρ’ ἄλλα
καὶ δýο λαμπÜδες ἄσπρες, ὁποὺ ἄλλες
ὡσὰν αὐτὲς δὲν ἤτανε μεγÜλες
καὶ τὰ φανÜρια ἐκεῖνα τὰ γυαλÝνια,
ὁποý ’σανε στὴ μÝση κρεμασμÝνα,
ἐπῆρÜν τα καὶ αὐτὰ τὴν ὥραν κεßνη,
γιατὶ οὐδεμιὰ δὲν ἔχου ’μπιστοσýνη.
Καὶ ἕνας λεβÝντης βλÝποντας τὸ κÜλλος,
ὁποý ’χε ὁ ΣταυρωμÝνος ὁ μεγÜλος,
ποὺ στ’ Ἅγιον Βῆμα ἀπÜνω εἶναι βαλμÝνος
καὶ ὅλος ἀπÜνω κÜτω εἶν’ χρυσωμÝνος,
καὶ δὲ μπορῶντας στὰ ψηλὰ νὰ σþσῃ
καὶ μὲ τὰ χÝρια ἀπÜνω του ν’ ἁπλþσῃ
ἔσυρε μßα πετριὰ καὶ ἐκτýπησÝν του
καὶ ἀπ’ τὸ πτερὸ κομμÜτι ἐτσÜκισÝν του.
Καὶ ὅσα κακὰ ἐμπορÝσα ὅλα τὰ κÜμα
ὅσοι στὴν ἐκκλησιὰ τüτες ἐδρÜμα.
Καὶ ἡ Καταπολιανὴ ἡ εὐλογημÝνη
ἐπüμεινε καὶ αὐτεßνη κουρσευμÝνη.
Τüτες ὁ καπετὰν-πασᾶς ἐβγαßνει
ἀπὸ τὸ κÜτεργü του καὶ παγαßνει
εἰς τοῦ Σκληροῦ τὰ σπßτια καὶ σιμÜ του
ἤσυρνε τὸν Κιοσὲ γιὰ συντροφιÜ του.
Καὶ τὸν Ἀπτὶ-Κατὶρ-πασᾶ ἀπ’ τὴν ἄλλη
μεριὰ τὸν εἶχε μὲ σπουδὴ μεγÜλη.
Καὶ ἀπῆς ἀνÝβη ἀπÜνω καὶ καθßζει,
ἐτüτες ὁ Κιοσὲς πÜλι ἀρχινßζει.
Τὰ περασμÝνα λüγια ξαναλÝγει
καὶ τὸ Σκληρὸ καταφρονᾷ καὶ λÝγει
τὸ πῶς ραγιᾶς δὲν εἶναι ἐδικüς τως,
μÜλιστα ἐχρὸς καὶ ἀντßδικüς τως
καὶ πὼς δὲν τσὶ ψηφᾷ τσὶ ΜουσουλμÜνους,
ἀμμὲ παρτολογᾷ τσὶ ΒενετσÜνους.
Κανßσκι οὐδὲ χαρÜτσι δὲν πλερþνει,
μονÜχα σὰν χαÀνης μᾶς κομπþνει.
Καὶ ὅσοι ’ναι στὴν ἀρμÜδα τüνε ζÜρου
καὶ ἔρχουνται οἱ ἀφεντᾶδες καὶ λοντζÜρου
στὰ σπßτια τοῦτα, ποὺ θωρεῖς, πασᾶ μου,
καὶ πßστευε στὰ λüγια τὰ δικÜ μου.
Βρßσκουνται καὶ ἄλλοι ἐδῶ κατοικημÝνοι
ξÝνοι, πτωχοὶ καὶ πλοýσιοι πανδρεμÝνοι,
μὰ πεßθουνται <σ’ ἐμᾶς> καὶ μᾶς τιμοῦσι
καὶ τσὶ ὁρισμοýς μας ὅλοι προσκυνοῦσι.
Ἀμμὴ αὐτὸς δὲν πρÝπει νÜ ’χη ζῆσι
καὶ πρᾶμα οὐδὲ κανεὶς νὰ μὴν τ’ ἀφÞσῃ.
ΠρÝπει λοιπüν, πασᾶ μου, νὰ τοῦ κÜψῃς
τὰ σπßτια του, πολλὰ νὰ τüνε βλÜψῃς.
’Δὲ τὸ στολßδι, ποý ’χει τοýτη ἡ σÜλλα,
καὶ ὅλα τὰ σπßτια τοῦτα τὰ μεγÜλα
καὶ τσὶ κασÝλλες τως τσὶ καρυδÝνιες,
βενÝτικες καδÝγλες μπομαδÝνιες.
Ἔμπα στὴν κÜμαρÜν του νὰ ξανοßξῃς
τß στολισμὸ τῆς ἔχει γιὰ νὰ φρßξῃς:
τὸ στρῶμÜ του μὲ σιδηρὴ καριüλα
καὶ τὸ ρετρÜτο, ὁποý ’χει ἀπÜνω σ’ ὅλα.
ΓροικῶντÜς τα ὁ Καπλὰν ἅφτει καὶ σβÞνει
τὰ σωθικÜ του βρÜζου σὰν καμßνι.
Καὶ τῶ λεβÝντω εὐθὺς λÝγει νὰ ξÜψου
φωτιὰ καὶ αὐτὰ τὰ σπßτια <του> νὰ κÜψου.
Μαζþνουσι τὰ σκÜννια καὶ καδÝγλες
καὶ τÜβλες καὶ ὅσες ἤτανε κασÝλλες.
Σιμþνει καὶ ὁ πασᾶς καὶ ἀτüς του πιÜνει
καὶ τὸ ρετρÜτο στὴν φωτιὰ τὸ βÜνει.
Καὶ τüτες κατεβαßνου ἀπὸ τὴ σκÜλα
καὶ ἐχαßρετο ὁ Κιοσὲς τὸ πὼς ἐβÜλα
φωτιÜ, γιατὶ πολλÜ ’τον ἐχθρεμÝνος
μὲ τὸ Σκληρὸ καὶ πλÞσα κακιωμÝνος.
Καὶ ὥστε νὰ καλοκατεβοῦν τὴν σκÜλα
ἤπιασεν ἡ φωτιὰ σ’ ὅλην τὴ σÜλλα.
Καὶ ἡ κÜμαρη ἡ μεγÜλη ὡς καὶ αὐτεßνη
ἐκÜγηκε γιὰ μιὰ τὴν ὥρα κεßνη.
ΜÝσα στὴν καταδßκη καὶ τὴ ζÜλη,
ποý ’χαν οἱ Χριστιανοß, μικροὶ μεγÜλοι,
ἔλαβε ἀποκοτιὰ ἕνα παλληκÜρι
γιὰ θαýμασμα τσῆ Παναγιᾶς καὶ χÜρι,
γιατὶ ἦτον στὴν Τουρκßα μαθημÝνος
κι ἤτονε καὶ εἰς τὴν γλῶσσαν παιδεμÝνος.
ΒλÝποντας τὸ κακü, ὁποὺ στὴ χþρα
ἐκÜνασιν οἱ Τοῦρκοι αὐτὴν τὴν ὥρα,
σοφßζεται καὶ πÜγει ἐκεῖ, ὁποý ’σα
οἱ Τοῦρκοι καὶ τὰ ροῦχα ἐκουβαλοῦσα.
ΡÜσσει καὶ αὐτὸς λεβÝντικα ντυμÝνος
κι ἤτονε καὶ αὐτὸς συντροφιασμÝνος.
ΒγÜνει τὰ πασουμÜκια του, σαλτÜρει
στὴ θÜλασσα, πὼς τÜχα τσὶ ἀιδÜρει.
Καὶ ἡ γλῶσσÜ του καὶ ἡ φορεσὰ ποὺ φüρειε
τινὰς νὰ τὸν γνωρßσῃ δὲν ἐμπüρειε.
Καὶ μὲ τὴ θÜλασσÜ ’γρανε τσὶ βρÜκες
ποὺ φüρειε ἐκεῖ ποὺ στÝκουντο κι οἱ βÜρκες.
Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ στρÝφετο ὁ Καπλὰν μὲ τσ’ ἄλλους
ἐκεßνους τσὶ πασᾶδες τσὶ μεγÜλους,
πÜγει ὀμπροστὰ εὐθὺς τὸ παλληκÜρι
καὶ τοῦ πασᾶ ἀρχινᾷ νὰ ροζονÜρῃ
πὼς εἶδε ἡ βßγλα <τþρᾳ> ἕνα γαλιüνι
καὶ ὅπου καὶ ἂν εἶναι ἐδῶ μᾶς ἀποσþνει.
Καὶ ἔρχεται ὁ ντουναλμᾶς ἀπὸ τὴ Μῆλο
καὶ Ἀπτὶ-Κατὶρ-πασᾶς πιÜνει ἕνα ξýλο.
Στὸ χÝρι τοῦ τὸ δßνει διὰ νὰ δρÜμῃ
ὅλους τσοὶ Τοýρκους νὰ μαζþξῃ ἀντÜμι.
Δßδει του καὶ ἕνα Τοῦρκο νὰ παγαßνῃ
μαζß του, νÜ ’ν’ καὶ οἱ δýο συντροφιασμÝνοι.
Καὶ αὐτüνος νÜ ’χῃ τὴν ἐξιὰ νὰ δÝρνῃ
τσὶ Τοýρκους εἰς τὰ κÜτεργα νὰ παßρνῃ.
Καὶ ὡς ἤλαβε ἐξουσßα τὸ παλληκÜρι
τσὶ Τοýρκους γιὰ νὰ πÜγῃ νὰ μπαρκÜρῃ,
τρÝχει μὲ τὸ ραβδὶ ἀπÜνω κÜτω
καὶ τῶ λεβÝντω ἐσκüρπα τὸ μαντᾶτο.
ΤρÝχοντας τὸ λοιπὸν μὲ προκοσýνη
κανÝνα ἀπ’ τσὶ λεβÝντες δὲν ἀφÞνει,
μὰ ὅσοι τὸν ἀπαντῆξαν ἤδερνÝν τους
καὶ νὰ μπαρκαριστοῦσιν ἔβιαζÝν τους.
Καὶ ὅσοι ἀπὸ τσὶ λεβÝντες ἐβαστοῦσα
ροῦχα καὶ μὲς στὴ στρÜτα ἐπαρατοῦσα,
τσ’ ἤδερνε δυνατὰ καὶ ἀπ’ τὴν τρομÜρα
ὅ,τι καὶ ἂν ἐβαστοῦσα χÜμαι τ’ ἀμμολλÜρα.
Καὶ ὅσοι εἶχαν ριζικὸ τüτες τὰ παῖρνα
καὶ τῶ νοικοκυρῶ δὲν τὰ γιαγÝρνα,
γιατὶ σὲ τÝτοια μÝτρα ἄλλοι πτωχÝνουν
καὶ ἄλλοι, ποὺ δὲν ἔχουσι, πλουτÝνουν.
Καὶ ἐδÝτσι μ’ ἔτοιον τρüπον ἐσυρθῆκαν,
στὰ κÜτεργα οἱ λεβÝντες ὅλοι ἐμπῆκαν.
Καὶ αὐτὸ τὸ παλληκÜρι μὲς στὴ χþρα
ἐκρýφθηκε ζιμιὸ κεßνη τὴν ὥρα.
Καὶ πÜραυτα ὁ πασᾶς κÜνει λεβÜδα.
Σηκþνεται ὀξοπßσω ὅλ’ ἡ ἀρμÜδα
καὶ φεýγει ἀπὸ τὸ πüρτο ὅλη τüτες
καὶ ἐκλαßγασιν οἱ σκλÜβοι οἱ Παροικιῶτες.
Ἄλλο στὸ μισσεμὸ δὲν ἐγροικοῦντα
παρὰ τῶν γυναικῶν, ὁποὺ θρηνοῦντα.
Καὶ σὰν ἐξεπορτßσα καὶ ἐμακρýνα,
τὰ πÜθη τως πλιὰ τüτες ἐπληθýνα.
Ποιὸς νÜ ’χε στοχασθῆ τσὶ Παροικιῶτες,
ποὺ κλαῖγαν τὴν σκλαβιÜν τως ὅλοι τüτες
καὶ ἐστÝκουντα πικριὰ ὅλοι καὶ ἐθωροῦσα,
τὴν χþραν τως κλιτὰ ἀποχαιρετοῦσα.
Σὰν τὴ<ν> ψυχὴ πονοῦμε, ὅντε<ν> ἀφÞσῃ
ἔρημο τὸ κορμὶ καὶ νὰ χωρßσῃ,
ἔτσι μᾶς δßδει θλῖψι ὁ κουρσεμüς σου,
πατρßδα μας γλυκειÜ, ἀποχωρισμüς σου,
γιατὶ καλλιÜ ’ν’ ὁ θÜνατος ’ς καθÝνα
παρὰ ζωὴ κριμÝνη καὶ εἰς τὰ ξÝνα,
ἀπῆτις τὴν πατρßδα τὴ γλυκειÜ του
χÜσῃ καὶ ξορισθῇ ἀπ’ τὰ γονικÜ του.
Πῶς νÜ ’χωμε τὴ ζῆσι διχωστÜ σου
καὶ ν’ ἀποχωριστοῦμε ἀπὸ κοντÜ σου;
Νὰ χÜσωμε τὸ ἔχει μας ’ς μιὰν ὥρα
καὶ ἔρημη νὰ ἀπομεßνῃ ὅλη ἡ χþρα;
Πüσες πτωχὲς ἐκακομοιριαστῆκα
ξεχωριστὰ ’ποὺ τσ’ ἄνδρες, ποὺ πιαστῆκα.
Τὸ πüρτο τσῆ Παρκιᾶς ὅλο ἐμουγκÞθη
ἀπ’ τὸ περßσσο δÜκρυο ποὺ χýθη.
Απü το πüρτο τσ' ¢γουσας εβγαßνει
τüτες και απü τη Μýκονο πηγαßνει
Δßδουν του το κανßσκι και μισεýει
και αυτοýς να τους πειρÜζει δεν γυρεýει.-
στ. 637 – 672 λεßπουνε
--------------------------------------------------