ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

Ôñéâþëçò ÉÜêùâïò: Ðñþéìç ÅñùôéêÞ-ÇñùéêÞ Ðïßçóç (~1520 ì.×.)

                                  Βιογραφικü

     Ο ΙÜκωβος Τριβþλης (ΚÝρκυρα 1490;-1547) καταγüταν απü αρχοντικÞ οικογÝνεια της ΣπÜρτης, της οποßας πολλÜ μÝλη κατÝφυγαν στην ΚÝρκυρα και την Ιταλßα, μετÜ την Üλωση της ΠελοποννÞσου το 1461. Ο ßδιος υπÞρξε πλοιοκτÞτης, καπετÜνιος και μεγαλÝμπορος και, üπως υποδηλþνεται στην Ιστορßα του ΤαγιαπιÝρα, εßχε αντιμετωπßσει πολλÝς φορÝς τη μÜστιγα της πειρατεßας. ΕπιπλÝον, κατÜ τη διÜρκεια της ζωÞς του Ýλαβε αρκετÜ αξιþματα (σýνδικος του νησιοý, αιρετüς δικαστÞς, μÝλος του Συμβουλßου των Ευγενþν) και ασχολÞθηκε ενεργÜ με τα πνευματικÜ τεκταινüμενα της εποχÞς του (Ζαρßδη 1993, 148-149).

     Τα ως τþρα γνωστÜ στοιχεßα για τον Τριβþλη, ο οποßος γεννÞθηκε πιθανüτατα κατÜ την τελευταßα δεκαετßα του 15ου αιþνα στη ΚÝρκυρα και πÝθανε εκεß το 15475, συνοψßζονται στα εξÞς: Ο λüγιος καταγüταν απü τη βυζαντινÞ οικογÝνεια Τριβþλη που εγκαταστÜθηκε στην ΚÝρκυρα μετÜ το 1460. Ο πατÝρας του ονομαζüτανε ΒενÝδικτος (Beno) και τα παιδιÜ που απÝκτησε με τη σýζυγο του ΜαριÝτα Αυλωνßτη Þταν ο Beno Þ ΒενÝδικτος, ο Καντßνος, ο ΔÞμος (ΔημÞτριος) η Νßκη, η Θοδοýλα (Θεοδþρα) κι η ΚÝρκυρα.
     Ο ΜπÝνος Τριβþλης εμφανßζεται ως επιστÜτης των βιβαρßων (ιχθυοτροφεßων) του ΕμμανουÞλ Μüσχου. Με την ιδιüτητα αυτÞ συνÜπτει συμφωνητικü με τους συντρüφους και ενοικιαστÝς των συγκεκριμÝνων βιβαρßων ΜιχαÞλ ΠÝζαρο, Γεþργιο ΑρβανιτÜκη και Νικüλαο Λßμπο να του πληρþσουν για κÜθε χιλιÜδα παραγωγÞς ψαριοý της καλοκαιρινÞς περιüδου 19 δουκÜτα. Η ιδιüτητα του ως επιστÜτη και οικονομικοý διευθýνοντα (condutore) των βιβαρßων αποτελεß σαφÞ απüδειξη της γνωριμßας του με τον ιδιοκτÞτη και της αναγνþρισης του ως πεπειραμÝνου εμπüρου. Στο Ýγγραφο δεν δηλþνεται ο τüπος των ιχθυοτροφεßων του Μüσχου, ο οποßος, ως γνωστüς, Þδη απü το 1539 εμφανßζεται ως ενοικιαστÞς και συνεπþς διαχειριστÞς αλυκþν στο νησß.
     Διαφωτιστικü ως προς τις ασχολßες του ΜπÝνου στο νησß την ßδια εποχÞ εßναι Ýνα Üλλο Ýγγραφο του ΙΑΚ με χρονολογßα 1552 (8 Αυγοýστου) απü το οποßο συνÜγεται üτι ο ΜπÝνος καλλιεργοýσε αμπÝλια και παρÞγε κρασß (ασπροýδι Þ κüκκινον) που το πουλοýσε, ενασχüληση üχι Üσχετη μ' αυτüν, αφοý üπως εßναι γνωστü ο πατÝρας του επß σειρÜ ετþν Þταν ενοικιαστÞς του φüρου επß της λιανικÞς πωλÞσεως του κρασιοý στο νησß. Στη σχετικÞ συμφωνßα του παραπÜνω εγγρÜφου ο ΜπÝνος πωλεß στον εβραßο ΜωυσÝ ΑυδαλÜ 150 μÝτρα κρασß-μοýστο προς 32 Üσπρα το μÝτρο. Το μÝτρο Þταν μονÜδα χωρητικüτητας ßση προς το 1/8 του μοδßου.
     Σε Ýγγραφο του ΙΑΚ με χρονολογßα 1561, 14 Μαρτßου, δηλþνεται ο misser Nicolo Trivoli quondam Jacumo10. Το Ýγγραφο αποκαλýπτει, χωρßς αμφιβολßα, την ýπαρξη κι Üλλου γιου του Ιακþβου, Üγνωστου ως τþρα, με το üνομα Νικüλαος. Η πεποßθηση ενισχýεται απü το üτι ο Νικüλαος αυτüς συνδÝεται με τον κüσμο της θÜλασσας και του εμπορßου, üπως κι ο ΙÜκωβος και σχετßζεται με πρüσωπα που γνþριζε καλÜ εκεßνος, αφοý εßχε συνεργαστεß παλιüτερα μαζß τους, μÜλιστα σε παρüμοιες εμπορικÝς υποθÝσεις.
     Η μαρτυρßα της σχÝσης του ΝικολÜου με πρüσωπα γνωστÜ του Ιακþβου ενüσω ζοýσε, προÝρχεται απü Ýγγραφο της 4/3/1553. Σýμφωνα με αυτü ο μισÝρ Νικüλαος Τριβþλης κατÝθεσε, κεßνη τη μÝρα, χρηματικü κεφÜλαιο (βλησßδι), ßσο προς 26 βενετικÜ χρυσÜ τζεκßνια στους ΔημÞτριο Γαβρßλη και ΦρÜγκο ΒασιλÜκο για το ταξßδι
τους στη ΜεσσÞνη της Ιταλßας με τον üρο να μεταφÝρουν απü εκεß οποιοδÞποτε εμπüρευμα θελÞσουν.
     Η επιλογÞ αυτþν των προσþπων για τη διεκπεραßωση της εμπορικÞς παραγγελßας του καθþς κι η σιγουριÜ με την οποßα τους εμπιστεýεται Ýνα τüσο σημαντικü, για τα μÝτρα της εποχÞς, χρηματικü ποσü, εκτüς απü μια φιλικÞ σχÝση μπορεß επιπλÝον να σημαßνει και μια παλαιüθεν γνωριμßα, μÜλιστα οικογενειακÞ, του ΝικολÜου με τους δýο ναυτικοýς. Οι επαφÝς εξÜλλου του ΝικολÜου με τη Βενετßα, που υπονοοýν εμπορικÝς συναλλαγÝς Þ Üλλες υποθÝσεις σ' αυτü το χþρο, εξιχνιÜζονται απü το Ýγγραφο του 1561 üπου δηλþνεται ως γιος του εκλιπüντος Ιακþβου. Σýμφωνα με αυτü ο Νικüλαος αναθÝτει στον Εβραßο ραβÞ Salamon de Cantarino να πÜει στη Βενετßα και να βρει κÜποιον Üλλο Εβραßο ονüματι ραβÞ Daniel del Arta. Για το σκοπü αυτü του δßνει 64 χρυσÜ σκοýδα με την υποχρÝωση να τον βρει οπωσδÞποτε. Ποιες Þταν οι δοσοληψßες του ΝικολÜου με το πρüσωπο που αναζητοýσε δε γνωρßζουμε, η πληροφορßα üμως αποτελεß τεκμÞριο της σýνδεσης του και των επαφþν του στην ΚÝρκυρα και τη Βενετßα με κüσμο που, στη συγκεκριμÝνη περßπτωση, üχι μüνο Ýχει να κÜνει με το εμπüριο αλλÜ μετÝχει ενεργÜ και δυναμικÜ σε αυτü.
     Οι δραστηριüτητες του Ιακþβου Τριβþλη στη ΚÝρκυρα απü το 1512 που πρωτοεμφανßζεται σε αρχειακÝς μαρτυρßες, ως το 1540, επικεντρþνονταν στις αρμοδιüτητες που εßχε ως ενοικιαστÞς του φüρου επß της λιανικÞς πωλÞσεως του κρασιοý και ως μÝλος του Συμβουλßου των 15017. Η στιχουργßα και γενικÜ τα λογοτεχνικÜ του ενδιαφÝροντα φαßνεται üτι τον απασχολοýσαν παρÜλληλα, αφοý στο διÜστημα αυτü (1523), üπως ειπþθηκε, τυπþθηκε το πρþτο του στιχοýργημα.
     ¢γνωστες παρÝμεναν μÝχρι τþρα οι δραστηριüτητες του Ιακþβου ως πλοιοκτÞτη, καραβοκýρη και εμπüρου κατÜ το διÜστημα αυτü. ¼πως αποδεικνýεται απü Ýγγραφα, Þδη το 1515, νεαρüς δηλαδÞ ακüμη, ο Τριβþλης, Þταν ιδιοκτÞτης και κυβερνÞτης πλοßου. Θα Þταν Üκρως ενδιαφÝρον αν με αυτü το δεδομÝνο καθþς και με κεßνο üτι δηλαδÞ στο στιχοýργημα του «Ιστορßα του ΤαγιαπÝρα» εντυπωσιÜζει για την ακρßβεια των αφηγÞσεων του18, τεκμηριþναμε την Üποψη üτι ο Τριβþλης Ýλαβε μÝρος με το πλοιÜριο του του στις επιτυχεßς ναυτικÝς επιχειρÞσεις του sopracomito ΙωÜννη Αντωνßου Moro, στις 25 ΓενÜρη1520, κοντÜ στο ΔυρρÜχιο εναντßον της φοýστας του Τοýρκου πειρατÞ Γεωργßου Moro, που λυμαινüταν τη περιοχÞ.
     Με την ιδιüτητα του πλοιοκτÞτη απαντÜ και αργüτερα (1536, 1539), στοιχεßα που αναμφισβÞτητα οδηγοýν στην Üποψη üτι η σχÝση του με τον κüσμο της θÜλασσας Þταν Üμεση και πολýχρονη. ΒÝβαια, χωρßς αμφιβολßα, η σχÝση του αυτÞ πρÝπει να αποδοθεß στις δραστηριüτητες του Τριβþλη τüσο ως ναυτικοý üσο κι ως εμπüρου. Η συμμετοχÞ των σκαφþν του στο τοπικü εμπορικü ναυτικü και τη ναυσιπλοÀα Þταν δεδομÝνη για χρüνια αφοý, üπως αποδεικνýουν τα Ýγγραφα, συνÝβαλλαν στο διαμετακομιστικü εμπüριο, φυσικÜ με üλους τους κινδýνους που εγκυμονοýσε η πειρατεßα. Τα πλοιÜρια του Τριβþλη, üπως κι εκεßνα των Üλλων κερκυραßων ναυτικþν, μÝσω των γειτονικþν λιμανιþν Ýπλεαν με προορισμü την Ιταλßα και κυρßως τη Βενετßα μεταφÝροντας φορτßα διÜφορων εμπορευμÜτων. Απü εκεß επÝστρεφαν με Üλλα εμπορεýματα, τα οποßα διατßθονταν στην αγορÜ του τüπου κι Ýξω απü αυτüν μια που το νησß αποτελοýσε σημαντικü εμπορικü σταθμü για τη Γαληνüτατη. Οι δραστηριüτητες αυτοý του εßδους, üπως εßναι φυσικü, προûπÝθεταν μια υποδομÞ (γνωριμßες κ.λπ.) στη Βενετßα κι ενδεχομÝνως αλλοý, γι' αυτü οι αναθÝσεις για τη ρýθμιση εμπορικþν υποθÝσεων σε κομισÜριους εκεß απü τον Τριβþλη εßναι σπÜνιες στα Ýγγραφα αλλÜ ρητÝς. ΑνÜμεσα στις ενασχολÞσεις λοιπüν του στιχουργοý κατÜ τα διαστÞματα των παραμονþν του στη Βενετßα πρÝπει να προστεθοýν κι αυτÝς του πλοιοκτÞτη-καπετÜνιου κι εμπüρου.
     Ο ΙÜκωβος Τριβþλης ταξßδεψε για λßγο διÜστημα το 1540 στη Βενετßα και για μεγαλýτερο το 1543-1544. Μνεßα της παρουσßας του στη Βενετßα το 1544 (25 Ιανουαρßου) κÜνει και το ανÝκδοτο νοταριακü Ýγγραφο του ΙΑΚ, σýμφωνα με το οποßο ο ΙÜκωβος, επειδÞ βρισκüταν στη Βενετßα, εßχε οριστεß (23 ΦλεβÜρη 1543) μαζß με το Nikolo Barbato κομισÜριος του συμπατριþτη τους ΙÜκωβου Καλüθετου. Με αυτÞν αντικαθßσταται απü τον ενδιαφερüμενο, προφανþς λüγω της επικεßμενης επιστροφÞς του στο νησß, και κομισÜριος ορßζεται ο ΑλÝξιος ΚουρκουμÝλης ¼πως συνÜγεται απü τις νοταριακÝς κι Üλλες μαρτυρßες οι ασχολßες του εκεß αφοροýσαν στη λýση και τη διευθÝτηση διÜφορων προσωπικþν του υποθÝσεων. ΠαρÜλληλα δροýσε με την ιδιüτητα του συνδßκου της ΕλληνικÞς Αδελφüτητας και αναμειγνυüτανε στα «πνευματικÜ» πρÜγματα του καιροý του, γεγονüς που φαßνεται απü τις διασυνδÝσεις του με διακεκριμÝνες προσωπικüτητες της εποχÞς, αλλÜ κυρßως απü το ποιητικü του Ýργο.
     Το υπüλοιπο διÜστημα της ζωÞς του στην ΚÝρκυρα (1545-1547) ο Τριβþλης δραστηριοποιεßται στα πλαßσια της κερκυραúκÞς κοινüτητας. Η πιο ενδιαφÝρουσα δραστηριüτητα, που η Ýρευνα μας αποκαλýπτει, εßναι εκεßνη του ενιαυσßου δικαστÞ. ΕνδιαφÝρον παρουσιÜζουνε κÜποια Ýγγραφα που δεßχνουνε κομμÜτια της ζωÞς του και παρακÜτω θα αναφερθοýν επιγραμματικÜ.
     Το 1ο απü αυτÜ φÝρει χρονολογßα 1515 (22 ΜÜη). Ο ΙÜκωβος Τριβþλης δηλþνεται σε αυτü ιδιοκτÞτης πλοιαρßου, το οποßο ναυλþνει στο Βενετü Αληβßζη ΤζÜνη, κομισÜριο του Γερüλυμου Τßντου, με τη συμφωνßα να φορτþσει βελανßδι στη ΛευκÜδα και να το μεταφÝρει στη Βενετßα, üπου θα το ξεφορτþσει και θα το παραδþσει στον προαναφερθÝντα Γερüλυμο. Το ενδιαφÝρον του εγγρÜφου Ýγκειται στο üτι αφ' ενüς πιστοποιεß, για πρþτη φορÜ, την ιδιüτητα του Ιακþβου ως πλοιοκτÞτη-καπετÜνιου και τις δραστηριüτητες του ως μεταπρÜτη κι αφ' ετÝρου üτι καταγρÜφει üχι μüνο τη τακτικÞ του ναυλþματος ενüς πλοßου, αλλÜ και τα κÝρδη καθþς και τα Ýξοδα του ιδιοκτÞτη κατÜ το ναýλο.
     Το 2ο φÝρει χρονολογßα 1523 (14 ΓενÜρη). Ο Τριβþλης παρουσιÜζεται ως αγοραστÞς ενüς χωραφιοý που βρßσκεται στο Μανοοýκι και του οποßου ιδιοκτÞτρια και πωλÞτρια εßναι η Καλοýλα ΛιβÜδη. Εßναι τυπικü πωλητÞριο Ýγγραφο της εποχÞς, το πρþτο ωστüσο ως σÞμερα που καταγρÜφεται τÝτοιου εßδους επÝνδυση του Τριβþλη στο νησß. Το 3ο με χρονολογßα 1523 (30 Απρßλη) αποτελεß πιστοποßηση της πεθερÜς του Τριβþλη Καλοýλας χÞρας του ΜιχÜλη Αυλωνßτη για το προικοσýμφωνο της κüρης της ΜαργιÝτας, που ‘χε συνταχθεß απü το νοτÜριο Παýλο Αυλωνßτη παρουσßα πληρεξοýσιου του Ιακþβου, Αντωνßου ΜπελÜντα. Το ενδιαφÝρον βρßσκεται στην ημερομηνßα του γÜμου του, στοιχεßο Üγνωστο ως σÞμερα.
     Στο 4ο Ýγγραφο με χρονολογßα 1529 (15 ΦλεβÜρη) ο Τριβþλης εμφανßζεται και πÜλι ως αγοραστÞς, αυτÞ τη φορÜ ενüς αμπελιοý στη περιοχÞ του ΚαταντζÜρου της ΚÝρκυρας. Η εξüφληση του τιμÞματος ταυτüχρονα με το πωλητÞριο, αλλÜ κι η πληροφορßα που αντλεßται σχετικÞ με το üτι ο στιχουργüς Þταν ιδιοκτÞτης ενüς Üλλου üμορου χωραφιοý, επαληθεýουν τις ως τþρα μαρτυρßες για τη καλÞ του οικονομικÞ κατÜσταση, τουλÜχιστον πριν το 1537, οπüτε οι εμπορικÝς και γενικÜ οι οικονομικÝς του δραστηριüτητες υπÝστησαν μεγÜλη κÜμψη εξ αιτßας της γενικüτερης οικονομικÞς κρßσης που μÜστιζε τον τüπο και Þταν απüρροια της καταστρεπτικÞς πολιορκßας της ΚÝρκυρας απü τον Χαúρεντßν Βαρβαρüσα. Το 5ο κατÜ σειρÜν Ýγγραφο χρονολογεßται το 1529 (17 ΜÜρτη) κι ο Τριβþλης δηλþνεται σε αυτü μαζß με τον ΤζουÜννη Χαλικιüπουλο ως διαιτητÞς σε διαφορÜ μεταξý του ΝικολÜου Κατζßνα απü τη μια και των Μπατßστα ΜαρκÝτο και ΤζουÜννη Λιüπουλο απü την Üλλη για Ýνα μαγαζß. Το Ýγγραφο αποτελεß τυπικü Ýγγραφο αστικÞς διαιτησßας με το οποßο, για Üλλη μια φορÜ, τεκμηριþνεται η Üποψη üτι ο Τριβþλης απολÜμβανε τη γενικÞ εκτßμηση κι αναγνþριση των συμπολιτþν του. Οι δýο κριτÝς επιλýουν τη διαφορÜ ακριβοδßκαια, αφοý η απüφαση τους γßνεται δεκτÞ με ικανοποßηση απü τα δýο μÝρη, üπως πληροφοροýν στο τÝλος του εγγρÜφου οι Ýνορκες μαρτυρßες των δýο απü τους τρεις αντιδßκους.
     ΑγοραστÞς και πÜλι εμφανßζεται ο Τριβþλης στο 6ο της σειρÜς αυτÞς Ýγγραφο που χρονολογεßται το 1529 (19 ΜÜη). Η αγορÜ αφορÜ μικρü κομμÜτι γης που ανÞκε στη μονÞ του ΤαξιÜρχη ΜιχαÞλ στη ΚÝρκυρα. Η πþληση γßνεται απü τον διαχειριστÞ της μονÞς ιερÝα ΣταμÜτιο ΠαπαστεφανÜτο, απü την αδελφÞ του οποßου, παλιüτερα, ο στιχουργüς εßχε αγορÜσει κτÞμα με σπßτι δßπλα στην αγορασθεßσα γη. ΣυνÝχεια του παρακÜτω εγγρÜφου αποτελεß το Ýγγραφο του 1529 (19 ΜαÀου). Σýμφωνα με αυτü ο ΙÜκωβος, αλλÜζοντας προφανþς σχÝδια, μεταβιβÜζει αυθημερüν τη γη που αγüρασε καθþς και το üμορο κτÞμα του στο μÜστρο ΦρÜγκο Γοργü.Ως διαιτητÞς εμφανßζεται πÜλι ο ΙÜκωβος στο 7ο Ýγγραφο που χρονολογεßται το 1536 (3 Οκτþβρη). Μαζß με τον ΘεοχÜρη ΚοντοπετρÞ ορßστηκαν απü τον ιερÝα ΙωÜννη ΣτεφÜνου και τον πεθερü του ΙωÜννη Πüθο για τη πραγματογνωμοσýνη της προßκας της ΜαριÝτας κüρης του Πüθου και μνηστÞς του ιερÝα ΣτεφÜνου. Διαφωτιστικü προς τη κατεýθυνση των ενασχολÞσεων του στιχουργοý ýστερα απü το 1537 εßναι το 8ο Ýγγραφο με χρονολογßα 1539 (25 Αυγοýστου). Ο Τριβþλης προσπαθþντας να ανακÜμψει οικονομικÜ επενδýει ευρýτερα για την διεκπεραßωση των εμπορικþν του συναλλαγþν. ΑγορÜζει το μερßδιο, ßσο προς 1/4, σε πλοßο που Ýχει ο Γεþργιος ΜαυροκÝφαλος εξ ημισεßας με τον ΚωνσταντÞ Κακοψüφο. Λßγες μÝρες αργüτερα, στις 15 ΣεπτÝμβρη 1539, αλλÜζοντας σχÝδια Þ βλÝποντας συμφÝρουσα τη τιμÞ πþλησης, αγορÜζει üλο το μερßδιο του ΜαυροκÝφαλου, δηλαδÞ το μισü πλοßο με ολüκληρο τον εξαρτισμü που του αναλογεß.
     Η τελευταßα πληροφορßα, που τεκμηριþνει πιστεýω τη παραπÜνω Üποψη, üτι ο Τριβþλης Þταν ιδιοκτÞτης πλοιαρßου (ξýλου) πριν το 1537, εκτüς απü τη σχετικÞ μαρτυρßα του πρþτου εδþ εγγρÜφου, μαρτυρεßται και απü Ýνα Üλλο της σειρÜς των οκτþ. Πρüκειται για το Ýγγραφο του Ýτους 1536 (21 Απρßλη). Σýμφωνα με αυτü ο ΙÜκωβος ζητÜει 125 Üσπρα, που του οφεßλει κÜποιος ΔημÞτριος της Θüδως, για το ναýλο του πλοßου του. Εκεßνος, επειδÞ δεν Ýχει να του δþσει μετρητÜ, υπüσχεται να ξεπληρþσει το χρÝος του με το λÜδι της επüμενης σοδειÜς που θα βγÜλει απü τα κτÞματα του στο ΚαρδÜκι. Η αγορÜ του μισοý πλοßου του ΜαυροκÝφαλου απü τον Τριβþλη δικαιολογημÝνα δημιουργεß υπüνοια πως το προηγοýμενο πλοιÜριο του εßχε χαθεß, üπως και τ’ Üλλα περιουσιακÜ του στοιχεßα, κατÜ την ολιγοÞμερη αλλÜ καταστρεπτικÞ τουρκικÞ επιδρομÞ του 1537. Ωστüσο η συγκεκριμÝνη αγορÜ δεν αποκλεßεται να αποτελοýσε μια επιπλÝον επÝνδυση σ' αυτü τον τομÝα, στα πλαßσια της προσπÜθειας του να ανακÜμψει οικονομικÜ.
     Θα μποροýσε να ευσταθεß μια τÝτοια σκÝψη, αφοý λßγους μÞνες αργüτερα, σ’ Ýγγραφο της 1ης ΔεκÝμβρη 1539, ο Τριβþλης φÝρεται ως καραβοκýρης και μÝτοχος κατÜ τα 3/4 σε πλοßο που Ýχει με τον Κωνσταντßνο Κüμη. Δε γνωρßζουμε αν πρüκειται για μßα, εν τω μεταξý, αλλαγÞ της εταιρεßας, στην ουσßα δηλαδÞ για το ßδιο πλοßο. ¼πως και να ‘χει πÜντως, εκεßνο που συνÜγεται απü τα παραπÜνω στοιχεßα εßναι üτι ο Τριβþλης συνÝχιζε να ταξιδεýει ο ßδιος ως πλοßαρχος στις γειτονικÝς θÜλασσες μεταφÝροντας διÜφορα εμπορεýματα παρ' üλους τους κινδýνους που αντιμετþπιζαν οι ναυτικοß απü τις συναντÞσεις με τα κουρσÜρικα, τουρκικÜ κυρßως αυτÞ την εποχÞ, πλοßα. Γι' αυτü δε θα ‘ταν υπερβολικü να χαρακτηρßζαμε τον Τριβþλη ως δραστÞριο και ριψοκßνδυνο ναυτικü. ΕπιπλÝον γßνεται σαφÝς απü το παραπÜνω Ýγγραφο üτι ο κερκυραßος στιχουργüς προσπÜθησε να βγει απü το οικονομικü του αδιÝξοδο και να ορθοποδÞσει εισδýοντας με ζÞλο στο μεταπρατικü εμπüριο. Εκεßνο πÜλι που επαληθεýεται εßναι üτι ο Τριβþλης, λüγω της επαγγελματικÞς του ιδιüτητας, γνþριζε ανθρþπους της θÜλασσας και σχετιζüτανε μ' αυτοýς.
     Το 9ο Ýγγραφο χρονολογεßται το 1541 (2 Ιουλßου) κι ο Τριβþλης εμφανßζεται σ' αυτü, μαζß με τον ΤζουÜννη ΚαπÝλο, με την ιδιüτητα του ενιαυσßου δικαστÞ (giudice annale) της κερκυραúκÞς κοινüτητας. Για πρþτη φορÜ γßνεται λüγος για την Üσκηση του ανþτατου αυτοý τοπικοý αξιþματος απü τον στιχουργü. Στο Ýγγραφο αναφÝρονται διακεκριμÝνα πρüσωπα του κερκυραúκοý αρχοντολογιοý, αφοý η υπüθεση που καλοýνται να κρßνουν οι 2 δικαστÝς αφορÜ την κληρονομιÜ της εκλιποýσης αρχüντισσας ΕλÝνης ΣουβλÜκη, την οποßα διαχειρßζεται ο σýζυγος της κι απü την οποßα απαιτοýν μερßδιο οι αδελφÝς της κι Üλλοι συγγενεßς. Το ενδιαφÝρον του εγγρÜφου, εκτüς απü την αδιαμφισβÞτητη μαρτυρßα üτι ο Τριβþλης Þταν αιρετüς δικαστÞς τη χρονιÜ αυτÞ, Ýγκειται στο γεγονüς üτι παρουσιÜζονται πρüσωπα της τÜξης των ευγενþν του νησιοý, εκ των οποßων τα περισσüτερα αγνοοýσαμε ως τþρα, και τα οποßα συνδÝονται μεταξý τους με συγγενικοýς δεσμοýς λüγω επιγαμιþν, πρÜγμα üχι βÝβαια πρωτοφανÝς για τη τÜξη που μιλÜμε. ΕπιπλÝον το περιεχüμενο του εγγρÜφου καθßσταται ενδιαφÝρον απü ενδυματολογικÞ Üποψη, αφοý περιÝχονται σ' αυτü στοιχεßα για ενδýματα και Üλλα ροýχα της εποχÞς που üχι μüνο καταγρÜφονται, αλλÜ και δßνεται η αξßα τους.
     Με την ιδιüτητα του ενιαυσßου δικαστÞ εμφανßζεται πÜλι λßγους μÞνες αργüτερα, στις 25 Αυγοýστου 1545. Η υπüθεση που καλεßται να εκδικÜσει εßναι η αντιδικßα μεταξý του παπÜ ΜÜρκου Φρονßμου και του ΦρÜγκου ΣπουργιτÜ για Ýνα σπßτι που αγüρασε ο δεýτερος απü τη θεßα του πρþτου, ονüματι ΚιÜρα. Στο 10ο και τελευταßο Ýγγραφο ο Τριβþλης εμφανßζεται και πÜλι με την ßδια ιδιüτητα, αλλÜ δεν την ασκεß* εßναι ο ßδιος διÜδικος. Το Ýγγραφο Ýχει χρονολογßα 1545 (1 Δεκεμβρßου). Η αντßδικη πλευρÜ εßναι ο Αντþνιος ΜαρμαρÜς, ως πληρεξοýσιος της πεθερÜς του Μαρßας Ρικισιþτισας, και το αντικεßμενο της αντßθεσης τους ο τοßχος του σπιτιοý της Μαρßας που ακοýμπησε στον τοßχο σπιτιοý του Τριβþλη. Υπüθεση ιδιωτικοý δικαßου που αντανακλÜ μικροπροβλÞματα καθημερινÞς φýσης και την αντιμετþπιση τους. Σýμφωνα μ' αυτü οι δýο τεχνßτες στους οποßους εßχε ανατεθεß να γνωματεýσουν για το μÝγεθος της βλÜβης που προκαλεßται απü την επαφÞ των δýο τοßχων (πιθανþς βλÜβη στατικÞ Þ απü ροÞ ομβρßων υδÜτων), δηλþνουν üτι στις 30 Δεκεμβρßου 1545 Ýκαναν αυτοψßα κι εκτßμησαν üτι ο τοßχος της αντιδßκου δημιουργεß πρÜγματι πρüβλημα στην οικοδομÞ του Τριβþλη, γι ' αυτü πρÝπει να του πληρþσει τον τοßχο σýμφωνα με την προηγοýμενη συμφωνßα τους.
     Παρüμοιο περιεχüμενο, που δεßχνει γενικüτερα την πρακτικÞ του Τριβþλη στην αντιμετþπιση των περιουσιακþν του θεμÜτων και συγκεκριμÝνα των σπιτιþν του, απαντÜ και στο 11ο Ýγγραφο της σειρÜς με χρονολογßα 1 ΦλεβÜρη 1541. Το Ýγγραφο αναφÝρεται σε συμβιβαστικÞ λýση, ýστερα απü διαμÜχη, που προÝκυψε μεταξý του Τριβþλη και της χÞρας του ΑνδρÝα Βραχλιþτη, για Ýνα κοινü αυλÜκι ομβρßων υδÜτων και την προεξοχÞ της στÝγης (Þ σκÜλας;) (πüντζος) που χþριζαν τα σπßτια τους. Θα Þταν ενδιαφÝρον στην περßπτωση αυτÞ να γνωρßζαμε, αν βÝβαια υπÞρχαν, τους επßσημους üρους δüμησης που επικρατοýσανε στη ΚÝρκυρα την εποχÞ της Βενετοκρατßας. Εκεßνο πÜντως που διαπιστþνει κανεßς διαβÜζοντας το προηγοýμενο, Ýγγραφο, εßναι üτι τα σπßτια στο νησß συνηθßζονταν να κτßζονται σε μικρÞ απüσταση μεταξý τους, þστε να υπÜρχει ελεýθερη απορροÞ των ομβρßων υδÜτων για να μη βλÜπτονται οι τοßχοι τους, που Þταν προφανþς κατασκευασμÝνοι απü οπτüπλινθους κι ασθενÞ κονιÜματα, Üρα περισσüτερο ευπρüσβλητοι απü την υγρασßα.
     Αξßζει τον κüπο να παραθÝσω Ýν εξ αυτþν, χαρακτηριστικü και προτιμþ εκεßνο που αφορÜ στο προικοσýμφωνο του γÜμου του.


     Φαßνεται üτι απÝκτησε αρκετÞ δημοτικüτητα στην εποχÞ του ως ποιητÞς, αφοý o κερκυραßος λüγιος και συγγραφÝας Νικüλαος Σοφιανüς, δραστÞριος αντιγραφÝας χειρογρÜφων και πρωτοπüρος στην ιστορßα της ελληνικÞς τυπογραφßας, τον αποκαλεß «ιλαρþτατον και χαριÝστατον ποιητÞν» (Legrand 1869, 9)· και αν υπÜρχουν λüγοι να αμφιβÜλλει κανεßς για την αμεροληψßα της προηγοýμενης κρßσης, δεδομÝνου üτι ο Τριβþλης ανÞκε στον κýκλο του Σοφιανοý, αρκεß στο σημεßο αυτü να υπενθυμßσουμε πως και τα δýο του (γνωστÜ) Ýργα, που δεν σþθηκαν σε χειρüγραφη μορφÞ, τυπþθηκαν στη Βενετßα κι ανατυπþθηκαν αρκετÝς φορÝς (ΑλιγιζÜκη 2007, 2192).

-------------------------

     Η Ιστορßα του ΤαγιαπιÝρα εßναι Ýνα εγκωμιαστικü και θριαμβευτικü ποßημα, γραμμÝνο απü τον Κερκυραßο ΙÜκωβο Τριβþλη για τη νßκη του ναýαρχου ΤαγιαπιÝρα (Giovanni Antonio Tagliapietra) επß των πειρατþν, στη θαλÜσσια περιοχÞ μεταξý της ΚÝρκυρας και των αλβανικþν ακτþν τον ΙανουÜριο του 1520. Με τη πτþση του βυζαντινοý κρÜτους αυξÜνονταν συνεχþς οι κßνδυνοι και η ανασφÜλεια στην περιοχÞ, κÜτι που δυσχÝραινε Þ και καθιστοýσε αδýνατο το εμπüριο και τη ναυτιλßα. Με τις κατακτÞσεις των Οθωμανþν αυξÞθηκαν οι δυσκολßες για την ΚÝρκυρα, η οποßα επιδιδüταν σε εμπüριο αλατιοý στις αλβανικÝς και τις δαλματικÝς ακτÝς. Παρ’ üλες τις συμφωνßες μεταξý της Βενετßας και της οθωμανικÞς αυτοκρατορßας, οι πειρατÝς συνÝχιζαν τις καταστροφικÝς τους επιδρομÝς και λεηλασßες, με αποτÝλεσμα ο στüλος της Βενετßας να αναλÜβει την αστυνüμευση του Ιονßου (Irmscher 1956, 16-17).
     Ως προς το περιστατικü που περιγρÜφεται στο ποßημα, μποροýμε να το σκιαγραφÞσουμε ως εξÞς: τη νýχτα της 25ης Ιανουαρßου 1520 Ýνα πειρατικü πλοßο, που βρßσκεται υπü τις διαταγÝς του διαβüητου πειρατÞ Moro, συναντιÝται στην περιοχÞ του Δυρραχßου με μια βενετσιÜνικη γαλÝρα με ναýαρχο τον Giovanni Antonio Tagliapietra. ΣημαντικÝς πληροφορßες για το συγκεκριμÝνο περιστατικü περιÝχονται στο Üρθρο του Pesenti «Breve nota sull’ episodio di Tagliapietra narrato da G. Trivolis», üπου παρατßθενται αδημοσßευτα στοιχεßα που πηγÜζουν απü δýο προσωπικÝς επιστολÝς του βενετοý ναýαρχου προς τον αδελφü του (Pesenti 1925, 322-332).
     O ΤαγιαπιÝρα, επιστρÝφοντας απü τις χþρες της ΑνατολÞς, συνÜντησε στα παρÜλια της Αλβανßας Ýνα κατεστραμμÝνο πλοßο. ¸τσι, Ýμαθε üτι στην περιοχÞ βρισκüταν ο κουρσÜρος Moro και κατευθýνθηκε προς το ΔυρρÜχιο προκειμÝνου να τον αντιμετωπßσει. Η ναυμαχßα Þταν σκληρÞ και αιματηρÞ: αποκεφαλßστηκε ο Boutala-Rais, ενþ ο ΤαγιαπιÝρα διÝταξε τους μισθοφüρους του να στοχεýουν στα κεφÜλια, τα πüδια και τα χÝρια. ΜÜλιστα, οι Οθωμανοß, προκειμÝνου να σωθοýν, σκαρφÜλωναν στα πανιÜ και τüτε οι ΒενετσιÜνοι Üρχισαν να σημαδεýουν τα σχοινιÜ και τα κατÜρτια. Με τις κατÜλληλες στρατηγικÝς κινÞσεις ο ΤαγιαπιÝρα κατÜφερε να εγκλωβßσει τους εχθροýς του στην πλþρη, üπου και Ýδωσε το τελικü χτýπημα. Η νßκη Þταν τüσο σημαντικÞ για τη Βενετßα, που απÝνειμε τιμÝς και χρηματικÝς αμοιβÝς στον βενετü ναýαρχο (Pesenti 1925, 322-332).
     Ο ποιητÞς, επηρεασμÝνος ßσως απü το πνεýμα της ρητορικÞς τÝχνης και της δικηγορßας, αποδßδει υπερβολικοýς και στομφþδεις επαßνους στον βενετü ναýαρχο. ¼μως, πßσω απü το ποßημα διαφαßνεται η συνεßδηση της απελευθÝρωσης απü Ýναν υπαρκτü και σοβαρü κßνδυνο ο οποßος ταλÜνιζε για χρüνια το νησß, τη ναυτιλßα και συνεπþς την οικονομικÞ του ευρωστßα. Ο ΤαγιαπιÝρα φαßνεται πως εμφανßστηκε την κατÜλληλη στιγμÞ και κατατρüπωσε τους πειρατÝς, αφοý τους παρÝσυρε στην ανοιχτÞ θÜλασσα. Ο Τριβþλης στο ποßημÜ του δεν αναφÝρει τον τüπο του περιστατικοý, απλþς δραματοποιεß τη ναυμαχßα, μεγαλοποιεß τις συνÝπειες της επßθεσης των πειρατþν και, απü üλο το περιστατικü, περιγρÜφει εκεßνο το επεισüδιο κατÜ το οποßο οι μισθοφüροι ανακτοýν τον Ýλεγχο και επικρατοýν, σκορπþντας τον πανικü και τον üλεθρο στους αντιπÜλους (Irmscher 1956, 18).
     Το ποßημα εκτεßνεται σε 313 τροχαúκοýς, κυρßως, 8σýλλαβους ομοιοκατÜληκτους στßχους κι εκδüθηκε 1η φορÜ στη Βενετßα το 1528. Ο Legrand (1869, 8), στον πρüλογο της πρþτης σýγχρονης Ýκδοσης του ποιÞματος, αναφÝρει -λανθασμÝνα- πως πρüκειται για τον 1ο Ýλληνα ποιητÞ που χρησιμοποιεß την ομοιοκαταληξßα. Παρüλο που η μορφικÞ αυτÞ καινοτομßα δεν οφεßλεται στον Τριβþλη, ο Κερκυραßος εßναι Ýνας απü τους 1ους -κι ελÜχιστους εκεßνη την εποχÞ- ποιητÝς που δεν κατÜγονται απü τη ΚρÞτη αλλÜ γρÜφουνε σε ριμαρισμÝνους στßχους και μÜλιστα για να εξÜρουν τα ηρωικÜ κατορθþματα ενüς σýγχρονοý τους. ΒÝβαια, στο ßδιο πνεýμα κι υιοθετþντας την ομοιοκαταληξßα, κινεßται και το ποßημα του ΤζÜνε Κορωναßου (ΖÜκυνθος τÝλη 15ου-αρχÝς 16ου αι.) Μποýα τα ΑνδραγαθÞματα, γραμμÝνο, üπως μαρτυρεß το αυτüγραφο χειρüγραφü του, το 1519 στη Βενετßα, δηλαδÞ χρονικÜ πολý κοντÜ στο στιχοýργημα του Τριβþλη. Ωστüσο, το τελευταßο, παρÜ την Ýλλειψη αφηγηματικÞς ροÞς (Vitti 2003, 54), τη φτωχÞ σε αποτελÝσματα ομοιοκαταληξßα, και τον στρυφνü σε γενικÝς γραμμÝς οκτασýλλαβο στßχο του, γνþρισε μεγαλýτερη προβολÞ, καθþς εßναι γραμμÝνο σε γλþσσα δημοτικÞ, üπως και το δεýτερο Ýργο του κερκυραßου ποιητÞ, Η ιστορßα του ρε της Σκüτζιας με την ρÞγισσα της ΕγγλιτÝρας, που τυπþθηκε το 1543 στη Βενετßα και βασßζεται σε μια ιστορßα απü το ΔεκαÞμερο του ΒοκÜκιου.
     Δεν θα Þταν Üστοχο να υπογραμμßσουμε üτι η αξιοσημεßωτη εκδοτικÞ επιτυχßα κι αυτÞς της μετÜφρασης/διασκευÞς -μας εßναι γνωστÝς 15 ανατυπþσεις του Ýργου (Vitti 2003, 59)- οφεßλεται τüσο στη συνεπÞ χρÞση ενüς αμιγþς λαúκοý ýφους üσο και στη πλÞρη πια συμμüρφωση του ποιητÞ με τις αισθητικÝς επιταγÝς του καιροý του, δηλαδÞ τον ομοιοκατÜληκτο 15σýλλαβο στßχο, ο οποßος, σε σýγκριση με τον 8σýλλαβο του ýμνου προς τον ΤαγιαπιÝρα, αποφÝρει «αποτελÝσματα πολý πιο θετικÜ» (Vitti 2003, 59). Προκýπτει, λοιπüν, üτι ο Τριβþλης Þταν ανυποχþρητος υπÝρμαχος της δημοτικÞς γλþσσας, κÜτι που δηλþνει και στο τÝλος του ποιÞματος που εξετÜζουμε:

εγεννÞθη η ρÞμα üλη,
Κι ει τινüς ουδÝν αρÝσει,
Üλλη ας κÜμη κι’ ας παινÝση
. (στ. 302-304)


     Η χρÞση της δημοτικÞς, αναμφισβÞτητα, προσδßδει ζωντÜνια και παραστατικüτητα στο κατÜ τ’ Üλλα αδýναμο κεßμενο, φανερþνοντας τις προωθημÝνες απüψεις του δημιουργοý του σχετικÜ με το ζÞτημα της γλþσσας. Ο Henri Tonnet (2001, 31) τονßζει ιδιαßτερα το στοιχεßο της προφορικüτητας που χαρακτηρßζει, Üλλωστε, πολλÜ ελληνικÜ ποιÞματα γραμμÝνα σε δημþδη γλþσσα και θεωρεß το ποßημα «ιστορικü αφÞγημα».
     Ακüμη κι ο Legrand, ο οποßος στον πρüλογο της πρþτης σýγχρονης Ýκδοσης του ποιÞματος και πÜλι εμφανßζεται πολý αυστηρüς στις κρßσεις του, εκτιμþντας πως το συγκεκριμÝνο ποßημα εßναι Üτεχνο και στερημÝνο κÜθε ποιητικοý πνεýματος, χωρßς οýτε μια «χαρßεσσα» εικüνα Þ κÜποια λÝξη «υψηλÞ», δεν παραβλÝπει την ευρýτερη φιλολογικÞ αξßα του και το θεωρεß ως Ýνα αξιοπερßεργο «μνημεßο» της ελληνικÞς γλþσσας και, σε κÜθε περßπτωση, Ýνα απü τα πρþτα ομοιοκατÜληκτα ποιÞματα που βγÞκαν απü τα βενετικÜ τυπογραφεßα (Legrand 1869, 7-8).



     Το ποßημα για τον ΤαγιαπιÝρα Ýχει εκδοθεß απü τον γÜλλο νεοελληνιστÞ και βιβλιογρÜφο Émile Legrand, στη μνημειþδη σειρÜ Collection de monuments, δýο φορÝς: αρχικÜ το 1869 στην ΑθÞνα και ξανÜ το 1875 στο Παρßσι, με σχüλια και γαλλικÞ (πεζÞ) μετÜφραση. ΑρκετÝς δεκαετßες αργüτερα το κεßμενο εξÝδωσε, μεταφρασμÝνο και σχολιασμÝνο στα γερμανικÜ, ο J. Irmscher το 1956 στο Βερολßνο, σε μια Ýκδοση που περιλαμβÜνει και το δεýτερο γνωστü Ýργο του Τριβþλη, τη σκαμπρüζικη και νοβελιστικÞ διÞγηση για τον βασιλιÜ της Σκωτßας και την αγγλßδα βασßλισσα. Για τα αποσπÜσματα που ανθολογοýνται εδþ, χρησιμοποιÞθηκε η 1η Ýκδοση του Legrand (1869), απαλλÜσσοντας παρÜλληλα τον μη ειδικü αναγνþστη απü το φüρτο των εξειδικευμÝνων πληροφοριþν που θα περιεßχε Ýνα κριτικü υπüμνημα σαν κι αυτü που ο γÜλλος εκδüτης ενσωμÜτωσε μüνο στην αναθεωρημÝνη παρουσßαση του ποιÞματος το 1875, üταν πια εßχε στη διÜθεσÞ του και τη 1η βενετικÞ Ýκδοση (1528).

                      Η Ιστορßα Του ΤαγιαπιÝρα

     Το ποßημα δημιουργÞθηκε για να τιμÞσει τη γενναιüτητα του Βενετοý Giovani Antonio Tagliapietra, ο οποßος το 1520 προστÜτευσε τη ΚÝρκυρα απü πειρατικÞ επßθεση. Εδþ ο ποιητÞς επαινεß τις πολεμικÝς ικανüτητες του τριÞραρχου του βενετικοý ναυτικοý και στη συνÝχεια παρουσιÜζει τα γεγονüτα που Ýδωσαν την αφορμÞ για τη ναυμαχßα (στ. 1-94).

Ὦ Χριστὲ καὶ ποιητÞ μου,
Ὁπωδῶσες τὴν ζωÞ μου,
ΧÜρισαß μου καὶ τὴν χÜρι
Νὰ παινÝσω τὸ λειοντÜρι,
Τὸν εὐγενῆ καὶ ἀνδρειωμÝνον.
Φρüνιμον καὶ παινεμÝνον,
Τοῦ κονσÝγιου διαλεμÝνον,
Σοπρακüμιν ἀξιωμÝνον
Πὤχει τὴν ψυχὴν ὡς πÜρδος,
Καὶ τοῦ πρÝπει ἕνας στεντÜρδος
Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτßα
Καὶ τὴν πρüθυμον καρδßα,

Πὤχει μÝσα στὸ κορμß του
Δὲν στιμÜρει τὴν ζωÞ του.
Οὐδὲ χρÞζει αὐτὸς λουμπÜρδαις
Τοýρκους μὲ ἀνακαρÜδες.
Δὲν ψηφÜει ταὶς σαÀταις,
Σὰν ὁ φοýρναρης ταὶς πÞτταις,
Ἀλλὰ οὐδὲ τα σκουτÜρια,
ΜουσουλμÜνων τὰ κοντÜρια.
Μüνον μÝσα ὡς φαλκüνι
Καὶ τοὺς Τοýρκους θανατþνει.
Ὅποιον σþσει τὸ σπαθß του
Νὰ τοῦ πÝρνῃ τὴν ζωÞ του.
Ποßος τὸν εἶδε νὰ πολεμῇ
Καὶ νὰ μὴ τὸν ἐπαινῇ;
Μὲ τὸ εὐγενικὸν τὸ ἦθος
Καὶ μὲ τὸ πλατὺ τὸ στῆθος,
Τὸ πρüσωπο τ’ ἀγγελικὸ
Τὸ ἔμορφο, τὸ ρωτικü;
ΜνÝγω σας τὴν Παναγßα,
Χριστιανῶν τὴν μεσιτεßα,
Καὶ τὸν ἅγιον Νικüλα,
Πὦνε βοηθὸς εἰς ὅλα·
Καὶ Σπυρßδωνα τὸν μÝγαν.
Καθὼς ἤκουσα πὡλÝγαν
ΚÜλλιος ἔν’ παρ’ Ἀχιλλεας
Καὶ ὁ ἀνδρειωμÝνος Αἴας.
Τß ὁ Ἕκτωρ τῆς ΤρωÜδος,
Ἢ ἐκεῖνος ὁ ῬενÜλδος;
Τß ὈρλÜνδος ἄκουσμÝνος,
Ποῦ ’τον ’ξ ὅλους διαλεμÝνος;
Καῖ ὁ νοῦς μου ὅλος τρομÜσει,
Ποῦ νὰ τüνε σοὺσουμιÜσῃ.
Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμÝρα
Σὰν αὐτὸν τὸν ΤαγιαπιÝρα
Ποßος μπορεὶ νὰ πολεμÞσῃ
Τüσους Τοýρκους ν’ ἀφανßσῃ.
Καὶ ὁπου ’σαν εὐγαλμÝνοι
Ξὲ δυὸ κÜστρη διαλεμÝνοι;
Διακüσιους ΜουσουλμÜνους,
Σὰν ἐκεßνους ΚαραμÜνους,
Νὰ τοὺς κüψῃ γιὰ μßαν ὥρα,
Νὰ τοὺς πÝψῃ στὴν κακὴ ὥρα.
Ἔξω τὴν Ἀρβανιτßα,
Κι ἦτον ἄνεμος, εὐδßα,
Κι ἔρχοτον ’κ τὴν Σκλαβουνßα
Γιὰ τῆς ἀφεντεßας τὴν χρεßα,
ΒρÝσκει ξýλο κουρσεμÝνο,
Τὸ κατÜρτι του παρμÝνο,

ΠῆρÜν του Κι ἕνα παιδÜκι
Ἐδ’ ἐκεῖ στὸ καβολÜκι
Καὶ ῥωτÜει τὸν θλιμμÝνον∙
Τßς τὸν ἔχει κουρσευμÝνον;
ΛÝγει του ὁ Μüρος ἀσεβὴς
Κι εἰς τὴ ΔουρÜτσο νὰ τὸν βρῇς.
Τüτε στὸ ΔουρÜτσο πÜει
Καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ῤωτÜει
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν ἐκ τὴν χþρα
Ὅλοι εἰς μßο αὐτὴν τὴν ὥρα
Ἄρπαξαν τὰ ἄρματÜ τους,
Καὶ τὸν Μüρον συντροφιÜ τους.
Καὶ ἀπὸ τὴν πολλÞ τους βßα,
Τὴν μεγÜλην βιγωρßα,
Ξυπüλητοι οἱ ὠργισμÝνοι
Ἐσεβαῖναν οἱ καûμÝνοι.
Ὡς καὶ ἕνας ΜπαρζακÜνος
Μüρος, ποῦ ’τονε ΣουριÜνος
Πῆγε μ’ ὅλη του τὴν γνῶσιν
ΚατεργÜρους ν’ ἀγορÜσῃ.
ΛÝγει ὁ Μüρος∙ ἂν τοὺς πιÜσω
Ὅλους θÝλω νὰ τοὺς κρεμÜσω,
Ὡς γιατὶ ὁ ΜεεμÝτης
Γιὰ Χριστιανοὺς μᾶς γρÜφει ἐδ’ ἔτις,
Εἴ τις σκοτþσει Χριστιανὸν
Τὸν ἔχει φßλον ἐμπιστινüν.
Καὶ ἂν ἑμᾶς σκοτþσουν πÜλι
ΓινομÝσθ’ ἅγιοι μεγÜλοι.
Καὶ γιὰ ταῦτο ἂς ἀνδρευθοῦμε
ἈπÜνω τους νὰ βρεθοῦμε
Χωρὶς πüλεμον καὶ σπαθὶ
Ὁ καθεßς τους νὰ χαθῇ.
Ἔχω χιλßους πνιμÝνους
Καὶ μυρßους σκοτωμÝνους.

     Αφοý ο ποιητÞς Ýπλεξε το εγκþμιο του ΤαγιαπιÝρα και Ýδωσε το στßγμα των γεγονüτων που οδÞγησαν στη συμπλοκÞ, στο ακüλουθο απüσπασμα περιγρÜφει με ιδιαßτερη θεατρικüτητα τη ναυμαχßα (στ. 95-200).

Νὰ σᾶς ’πῶ καὶ ἄλλο πÜλι
Ὅτι ἡ φοýστα ’νε μεγÜλη.
Ἔνε εἴκοσι δυὸ παγκῶν
Καὶ τß φοβᾶστε τῶν Φραγκῶν;
Καὶ εἰς μßα ὅσοι κι’ ἂν ἦσαν
Ὅλοι ἐσαλαβατßσαν,
Καὶ ἀσηκῶσαν τὰ σαντσÜκια,
Καὶ βαροδÝσαν τὰ τουμπÜκια.
Καὶ φωνÜζασι μεγÜλα,
ΛÝγοντας ἐτοῦτα κι’ ἄλλα:    
«Καρτερεῖτε δὰ, ΦραγκÜκια,
Μὲ τὰ κοýντουρα βρακÜκια.»
Κι ἔδραμαν μὲ βιγωρßα
ὩσÜν τ’ ἄγρια θηρßα.
Καὶ ὁ λÝων ὡς τοὺς εἶδε       
Μὲ τοὺς ἐδικοýς του ἐμßλειε∙
-« Ὦ Ῥωμαῖοß μου ἀνδρειωμÝνοι,
«Τοῦ πολÝμου μαθημÝνοι,
«ΣÞμερον ἂς ἀνδρευθοῦμε,
«Ὅλοι μας νὰ τιμηθοῦμε,      
«Σὰν ἐκÜμναν οἱ παλαῖοι
«Ἄνδρες οἱ ὠνομασμÝνοι,
«Ὁποῦ διὰ τὴν τιμÞ τους
«Δὲν ψηφοῦσαν τὴν ζωÞ τους.
«Δßδει μου καὶ ἡ ψυχÞ μου    
«Ὅτι φοýστα ’νε δικÞ μου.
«Μüνον μὲ ἀποκοτßα
«Νὰ τοὺς δþσωμε γιαμßα.
«Πρῶτος εἶμαι ν’ ἀπηδÞσω
«Τοὺς μισοὺς νὰ ἀφανßσω.    
«Νὰ ἰδῆτε τὸν ΤαγιαπιÝρα
«Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμÝρα
«Πῶς ξεýρει νὰ πολεμßζῃ,
«Καὶ τοὺς Τοýρκους ν’ ἀφανßζῃ.
«Μüν’ καὶ σεῖς ὅλοι, ἀδελφοß μου,  
«Καὶ συντρüφοι ἐδικοß μου,
«ΚÜμετε ὡς ἀνδρειωμÝνοι
«Νὰ βρεθοῦμε κερδεμÝνοι
«Ὅλοι ἀπὸ μßαν γνþμη,
«Ἀρχινῶντας ἐκ τὸν κüμη.-»
Εἶπαν: «εἰς τὸν ὁρισμü σου
Ν’ ἀποθÜνωμεν ὀμπρüς σου.»
Τüτες ἔδειξε τὶ φεýγει
Κι εἰς τὸ πÝλαγος ἐδιÝβη.
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν τὰ ΤουρκÜκια      
Τὶ χαραὶς μὲ τὰ τουμπÜκια,
Καὶ, καστὶ καοὺρ, φωνÜζαν,
Καὶ ξοπßσω τοῦ χουγιÜζαν
Καὶ εἰς μßα ’ς αὐτοὺς γυρßζει
Καὶ τὸν πüλεμον ἀρχßζει.       
Τßς πορεῖ νὰ ἀριθμÞσῃ
Τὸν πüλεμον νὰ μετρÞσῃ
Πὤκαμεν ὁ ΤαγιαπιÝρας
Τὸ ταχὺ ὥς τῆς ἐσπÝρας.
Πρῶτον δßδει τὴν λουμπÜρδα
Καὶ τῆς πÝρνει τὴν μßα μπÜντα ∙
Καὶ εἰς μßα τὴν βιστιρßα
Καὶ τῆς πÝρνει τὰ κουπßα.
Καὶ οἱ Τοýρκοι ὡς παλληκÜρια
Ἐμαλþναν μὲ δοξÜρια,
ΛÝγω καὶ μὲ τὰ σκεπÝτα
Π’ ἀπερνοῦσαν τὰ ἐλμÝτα.
Τüτες ὁ λÝωντας ἐβρυχßστη
Τοὺς συντρüφους του ὠργßστη∙
ΛÝγει τοýς. «Τß καρτερεῖτε;   
Τß στÝκετε καὶ θωρεῖτε;
ΜÝσα ὅλοι σὰν λειοντÜρια
Νὰ τοὺς πÜρω σὰν γομÜρια.»
Καὶ εἰς μßο πρῶτος εἰσεβαßνει,
Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς σκοτþνῃ∙ 
Τὸν ἀδελφὸν τοῦ Μπουταλᾶ
Εἰς μßο τῷ χýσε τὰ μυαλὰ
Καὶ τὸν Μπουταλὰ ῬαÀζη
ΜÝσα εἰς δýο τüνε θερßζει.
Εἶδαν τ’ ἄδικο οἱ κουμπÜνοι  
Ποῦ κατεργοκýρης κÜμνει.
ΠÝρνουν τüσην βιγωρßα
Τ’ εἰσεβαßνουν σὰν θηρßα.
Καὶ οἱ Τοýρκοι ποῦ ’σαν μÝσα
Ὅλοι ἔφριξαν καὶ ’τρομÜσα.  
ΛÝγω κεßνην τὴν ἡμÝρα
Μηδενεὶς ἐκ τὸν ΤαγιαπιÝρα
Τὶς μπορεῖ νὰ ἀριθμÞσῃ
Τὸ αἷμα πὤτρεξεν ὡς βρýσι,
Καὶ τοῦ πολÝμου ταὶς σπαθιαὶς       
Ποῦ δὲν ἐγßνηκαν ποτÝς.
Δὲν εἶν’ τοýτα μὲ φωτßα,
Μὰ χÝρια μὲ τὰ σπαθßα,
Ποῦ τὸ εἶδεν μὲ τὰ μÜτια
Πῶς τοὺς ἔκαμεν κομμÜτια.   
Κεφαλαὶς, χÝρια, καὶ πüδια
Νὰ χωρßζῃ ἐκ τὰ καρÜδια.
Τüτ’ οἱ Τοýρκοι ἐτσακιστῆκαν,
Καὶ στὰ ἄρμενα ἐμπῆκαν
Γιὰ νὰ φýγουν οἱ καûμÝνοι,  
ΛαβωμÝνοι, σκοτωμÝνοι.
Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς κουμπÜνους
ΠÜ, καὶ κüφτει τους τοὺς μÜντους,
Καὶ τὰ ἄρμενα ἐπÝσαν
Καὶ τοὺς Τοýρκους ἐπλακῶσαν      
Κι ἐδ’ ἐκεῖ ἐκατÝσφαξÜν τους
Ὅλους, καὶ θανÜτωσÜν τους.
Τüτες μßο τὴν φοýστα δÝνει,
Κι ἐξοπßσω τοῦ τὴν σÝρνει.
Καὶ οἱ Τοýρκοι πὠκαρτεροῦσαν      
Στὸ ΔουρÜτσο, καὶ θωροῦσαν

     Ο ΤαγιαπιÝρας κατατροπþνει τους αντιπÜλους του μετÜ απü σφοδρÞ μÜχη. Ο ποιητÞς, για ακüμη μια φορÜ, εξαßρει τις ικανüτητες και τα κατορθþματα του βενετοý ναυÜρχου και προτρÝπει τις αρχÝς της Βενετßας να τον τιμÞσουν με ανÜλογα αξιþματα. ΠαρÜλληλα, δßνει και το χρονικü στßγμα των γεγονüτων: το Ýτος 1520 (στ. 201-300).

Πῶς τὸ κÜτεργον νὰ πÜρουν
Στὸ ΔουρÜτσο νὰ τὸ φÝρουν,
ΒλÝποντας πῶς τὴν ἐπῆρε
Κι ἐκ τὴν πρýμνην τὴν ἐσýρε,
Ἄρχισαν τὸ βÜú βÜú,
Νἄχουν καὶ τὸ καταλÜει.
Γι’ αὐτὸ, ἀφÝνταις ΒενετσιÜνοι,
Ποῦ βαστᾶτε τὸ στεφÜνι
Κι ἦστεν στὴν χριστιανοσýνη,
Ζýγι στὴν δικαιοσýνη,
Ὅλοι σÞμερον χαρῆτε,
Τὸν θεὸν εὐχαριστεῖτε,
Πὤχετε τÝτοιο λειοντÜρι,
Εἰς τὸν κüσμον γßα καμÜρι.
Ὦ μεγÜλη ἡ ἀφεντεßα,
ΛαμπροτÜτη Βενετßα,
Δüτε του τιμὴν καὶ πλοýτη
Γιὰ τὴν νßκην τὴν ἐτοýτη.
Π’ αὐτὸς πρÝπει ν’ ἀρματþνῃ,
Ποῦ ’σεβαßνει σὰν φαλκüνι,
Καὶ συντρßβει καὶ χαλÜει
Τοýρκους ’ς ἕνα ’ς ἄλλο πλÜú.
ΚαπετÜνο δὲ βεντοýρα
ΚÜμετÝ τον διὰ τὴν ὥρα,      
Καὶ νὰ ἰδῆτε τß νὰ κÜμῃ
Τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἀποθÜνῃ.
Καὶ μικροß τε καὶ μεγÜλοι
Γιὰ νὰ σᾶς τρομÜξουν ὅλοι.
Ν’ ἀφανßσῃ τοὺς κουρσÜρους,
Τοýρκους καὶ τοὺς ΚατελÜνους,
Ὁποῦ ὡς μÝσα στὸ Κασσþπη
’Χμαλωτßζονται οἱ ἀνθρῶποι.
ΘÝλεις ἀπὸ ΜεσσηνÝζους,
Καὶ γαúδÜρους ΚαλαβρÝζους,
Ὥς καὶ ἀπὸ τὴν ΧιμÜρα
Πᾶσα μÝρα τὴν ἀντÜρα.
Ἂς ἀφÞσωμεν Ἀρτινιþταις,
Στὴν στερῃὰ τοὺς Ἀρβανßταις,
Ἕως τὸ Κοντυλονῆσι
Τßς ν’ ἀκοýσῃ νὰ μὴν φρßσσῃ;
Καὶ τινὰς δὲν συντυχαßνει
Εἰς ἐκεῖνα τὸ συμβαßνει.
Ὦ θεüργιστοι ΚαλαβρÝζοι,
Καὶ ἀνταμü σας οἱ ΠουλιÝζοι,
ἈμπρουτσÜνοι καὶ ἈσκουλÜνοι,
Καὶ γαúδÜροι ΜαρκεζÜνοι,
Μαζωχθῆτε, προσκυνεῖτε,
Τὸν θεὸν παρακαλεῖτε
Νὰ βοηθÜῃ τὸ λειοντÜρι
Ποῦ σᾶς ἔκαμε τὴν χÜρι
Ποῦ σᾶς ἔγλυσε ἐκ τοῦ Μüρου,
Τοῦ ἀνüμου τοῦ κουρσÜρου.
Ὁποῦ τþρα ἂν εἶχε γλýσει
Ὀξ’ ἐσᾶς δὲν εἶχε ἀφÞσει.
Καὶ γυναßκαις καὶ παιδßα
Ἔπερνε στὴν Βαρβαρßα
Καὶ ὅσοι εἶστεν στὸν Ἀγκῶνα
ἬφερÝ σας στὸν Αὐλῶνα.
Γι’ αὐτὸ ὅλοι μαζωχθῆτε
Καὶ ζωγρÜφο νὰ εὑρῆτε
Νὰ σᾶς κÜμῃ μßαν εἰκüνα
Νὰ τὸ λÝτε εἰς τὸν αἰῶνα.
ΓρÜφετε καὶ τ’ ὄνομÜ του
Καὶ τὰ κατορθþματÜ του,
Πῶς εἰς χρüνους τοὺς χιλßους
Εἴκοσι πεντακοσßους,
Ἄν ἔλειπε ὁ ΤαγιαπιÝρας,
Εἶστεν ὅλοι τῆς κακῆς ὥρας,
Εἶστεν ὅλοι ἀποθαμÝνοι,
Καὶ ὡς σκλÜβοι πουλημÝνοι.
Καὶ ἡμεῖς ἐκ τὴν Κερκýρα
Γιὰ ταὐτὸν τὸν ΤαγιαπιÝρα
Τὸν θεὸν παρακαλοῦμε∙
Σὲ τιμὴν νὰ τὸν ἰδοῦμε
Ὡς ὀρÝγετ’ ἀπατüς του
Καὶ νὰ σπÜσῃ ὁ ἐχθρüς του
Νἄχῃ πÜντοτε ὑγεßα,
Πλοῦτον καὶ εὐημερßα.
Νὰ χαρῇ καὶ ν’ ἀφεντÝψῃ,
Τοὺς ἐχθροýς του νὰ παιδÝψῃ
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἐπαινÝσει,
Κακὸν θÜνατον νὰ δþσῃ.
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἀγαπÜει,
ΦÜγουσα νὰ τüνε φÜῃ.
ΚÜμειν ἤθελα καὶ ἄλλα
Ποῦ τοῦ πρÝπουσι μεγÜλα,
Ἀμὴ ὁ νοῦς ἦν συγχισμÝνος
Στὴν τοᾶναν ἔνε βαλμÝνος.
Καὶ καλὸ τὸ γýρισμÜ του
Νὰ γενῇ στὸ θÝλημÜ του
Μὲ δεκαπÝντε συλλαβαßς,
Ποῦ ’νε ἔμορφαις καὶ ἀκριβαßς.
Ἄλλο τßποτε γιὰ τþρα
Δὲν γρÜφω κατὰ τÞν ὥρα.
Ὁ θεὸς νὰ τοῦ δþσῃ χρüνους,
Καὶ χßλιαις χιλιÜδες θρüνους ∙
Νὰ τὸν ’δῶ καὶ προβεδüρο,
Ὡσὰν εἶδα καὶ τὸν Μüρο,
ΛÝγω τὸν μισὲρ Μπαστßα
Πὦνε δὰ στὴν Βενετßα.

     Ο ποιητÞς ως επßλογο δηλþνει ευθαρσþς και δημüσια τη προτßμησÞ του στη καθομιλουμÝνη γλþσσα (στ. 301-313).

-Ἀπὸ μÝνα τὸν Τριβþλη
ἘγεννÞθη ἡ ῥÞμα ὅλη,
Κι εἰ τινὸς οὐδὲν ἀρÝσει,
Ἄλλη ἂς κÜμῃ κι’ ἂς παινÝσῃ.
Ἔγραψα καὶ τýπωσÜ το
Κι εἰσὲ ῥÞμαν ἔβαλÜ το,
Νὰ τὸ βλÝπουν οἱ ἀνδρωμÝνοι,
Τοῦ πολÝμου οἱ μαθημÝνοι,
Καὶ νὰ τυπαßνουν καὶ αὐτῆνοι.
Οἱ ἀνÞξευροι μεσχßνοι,
Εἰς τὸν πüλεμον λειοντÜρια
Ἄνδρες τε καὶ παλληκÜρια.
---------------------------------------------

Η Ιστορßα του Ρε Της Σκωτßας & Της ΡÞγισσας Της ΕγγλητÝρας

ΕφÜνη μου στὸν λογισμὸν νὰ γρÜψω ἱστορßαν,
Ὁπἄκουσα τὶ ἐγßνετον κÜπου στὴν Ἰταλßαν.
Ἔμμορφην δὲ καὶ θαυμαστὴν θÝλετε τὴν ἀκοýσει,
Τüσον ἐκεῖνοι ποῦ ποθοῦν ὅσα ποῦ δὲν ποθοῦσι·
Νὰ τοὺς ἀρÝσῃ ὁλουνῶν, νἄχουν καὶ ἀπορßα,
Καὶ ὅσοι ἔλθουν στὸν ἔρωτα νὰ βροῦν παρηγορßα.
Πρῶτον τὸ πῶς τὸ φυσικὸ τὸν ἄνθρωπον ταυρßζει.
'Σ ἐκεῖνα ὅλα τὰ μισᾷ, καὶ τßποτε δὲν χρÞζει.
Δεýτερον καὶ τῶν γυναικῶν τὰ μηχανÞματÜ τους,
ΤÝχναις, καὶ πανουργεýματα, καὶ τὰ καμþματÜ τους·
Πῶς πÝφτουν καὶ συγκλßνονται στοῦ ἔρωτος τὴν τÜξι,
Καὶ ξεýρουν καὶ σκεπÜζουνται 'πιτÞδεια μετὰ πρᾶξι·
Σὰν εἶδα πῶς τὸ ἔκαμε ῥÞγισσα ἘγγλητÝρας,
Ἀπεραζüμενον καιρὸν, ἐκεßνας τὰς ἡμÝρας·
Καθὼς τὸ θÝλω ἐξηγηθῆ καὶ πᾶσα εἷς νὰ φρßξῃ,
Καὶ νὰ θαυμÜσῃ, νὰ φριγῇ, ὁμοßως ν' ἀπορÞσῃ·
Τρßτον τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος ὅποιαν καὶ ἂν τοῦ ἀρÝσῃ,
Τüσον μεγÜλη καὶ μικρὴ νὰ μὴν τὸ ἀμελÞσῃ,
Νὰ τὴν ξεδρÜμῃ ἄφοβα δßχως ἀμφιβολßα,
Τ' ὀρÝγεται καὶ πεθυμᾷ νὰ βρῇ ἐν εὐκολßᾳ·
Μüνον νὰ μὴν τὴν ἐντραπῇ, νὰ τῆς τὸ φανερþσῃ,
ΒρÝσκει καὶ τüπον καὶ καιρὸν μὲ ταýτην νὰ ζυγþσῃ.

Φαßνεται ὁ ῥὲ δὲ Σκοτζιᾶς ἐκεῖνος ἀκουσμÝνος,
Εἶχεν υἱὸν πανÝμμορφον κι ἤτονε προκομμÝνος·
Στὰ ἤθη, τὰ εὐγενικὰ ἦταν καὶ αὐτὸς βαλμÝνος,
Φρüνιμος, μεταδοτικὸς, μᾶλλον καὶ ἀνδρειωμÝνος,
Μακρὺς, πλατὺς, γλυκüηθος, ἐμμορφοκαμωμÝνος·
Ὄξε περßσσιαις αὐθεντειαῖς ἤτονε ζητημÝνος,
ΛÝγω διὰ νὰ παντρευθῇ, νὰ κÜμνῃ συγγενεßα.
Καὶ αὐτὸς ποτὲ δὲν ἤθελε διὰ καμμιὰν αἰτßα,
Ποσῶς ποτὲ δὲν ἤθελε νὰ ἰδῇ καμμιὰν γυναῖκα·
ΚÜλλιο 'χε τὶ νὰ ξοριστῇ, νὰ πÜγῃ εἰς τὴν ΜÝκκα,

Παρὰ ν' ἀκοýσῃ, νὰ ἰδῇ γυναῖκαν εἰς τὸν κüσμον,
Ἀπüφευγε χειρüτερα παρὰ μελÜσι βρῶμον.
Ἐμßσα καὶ κατÝχα ταις, ἔψεγε κι ἔφευγÝ ταις,
Ὡσὰν ἀπὸ τὸν διÜβολον ἐπαραμÝριζε ταις.
Ἔβαλεν ὁ πατÝρας του νὰ τὸν καθοδηγÝψουν,
Τὸν λογισμὸν, τὴν γνþμην του ἂν ἠμποροῦν νὰ στρÝψουν.
Δὲν ἐδυνÞθηκε ποσῶς τινὰς νὰ τὸν γυρßσῃ,
Τὸν λογισμὸν, τὴν γνþμη του ποσῶς νὰ τὴν ἀφÞσῃ·
Δὲν ἤθελε νὰ παντρευτῇ, μηδὲ νὰ τὸ ἀκοýσῃ,
Μηδὲ ποσῶς τὰ μÜτια του γυναῖκα νὰ ἰδοῦσι.
Καὶ τüτε ὁ πατÝρας του βÜνεται 'ς ἄλλην γνþμην,
Νὰ τüνε στεßλῃ ἤθελε νὰ πÜγῃ εἰς τὴν Ῥþμην·
Μὰ κÜλλιο τὸν ἐφÜνηκε νὰ πÜγῃ στὴν Βενετßα,
Ποὖναι γυναῖκες ἔμμορφαις, μπορεῖ καμμßα νεßα
Νὰ τὸν γυρßσῃ εἰς ἔρωτα, νὰ πÝσῃ εἰς ἀγÜπη,
Νὰ τὸν ταυρßσῃ πρὸς αὐτὴν, ὡσὰν ἡ 'στßα τὴν ῥÜπη.
Ὑπῆγεν ὁ νεοýτζικος, λÝγω, στὴν Βενετßα,
Δὲν ἔστρεψε τὸν λογισμὸν διὰ καμμιὰν αἰτßα.
Καὶ μßα οὖν τῶν ἡμερῶν, ἦλθαν ἐκ τὴν ΦιÜνδρα
Τὰ κÜτεργα διὰ πραγματειαῖς, καὶ βλÝπει ἕναν ἄνδρα,

Καὶ βÜστα εἰς τὰ χÝρια του χαρτιὰ πολλὰ καὶ ποýλειε,
ἹστορεμÝνα κι ἔμμορφα, καὶ μὲ τὸν κüσμον ἐμßλειε·
Καὶ τὴν εἰκüνα ἔδειχνε ῥÞγισσας ἘγγλητÝρας,
Παρüμοια δὲν εὑρßσκετον ἐκεßνας τὰς ἡμÝρας.
Καὶ ὡς τὴν εἶδεν ὁ νειοýτζικος ὡς ἐν ταὐτῷ ἐτρþθη,
Μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ ἔρωτος εἰς μßον ἐλαβþθη.
ΕὐγÜνει καὶ ἀγορÜζει την, καὶ εἰς τὴν κÜμαρÜ του
Ἔπιασε καὶ τὴν ἄβαλε, καὶ αὐτἦτον ἡ χαρÜ του,
Ὁλημερὶς νὰ κÜθεται νὰ τὴν περιλαμπþνῃ,
Καὶ ὡσὰν ἦτον ἀνθητὴ νὰ τὴν καταδαγκþνῃ.
Καὶ παρευθὺς ἐγýρισε στὴν ἐδικÞ του χþρα,
κι ἔσωσε στὸν πατÝρα του, κι εἰς μßα κατὰ τὴν ὥρα,
Καὶ λÝγει ὦ πατÝρα μου, ἂν θÝλῃς τὴν ζωÞ μου,
Τὴν ὤραν τοýτην σýντομα νὰ κÜμῃς τὴν βουλÞ μου,
Ἤξευρε ὅσα ἐμßσουνα τοῦ κüσμου ταῖς γυναßκαις,
Ἡ τýχη μὲ κατÞφερε νἄχω γιὰ ταýταις πρßκαις.
Καὶ λÝει του τὴν εἴδησιν πῶς ηὖρε τὴν εἰκüνα,
Καὶ πῶς ἐσφÜγη ἀπ' αὐτὴν νὰ κλαßγῃ εἰς τὸν αἰῶνα.

-Καßγομαι καὶ φλογßζομαι, τὸν θÜνατον μου κρÜζω,
Διὰ λüγου της μαραßνομαι, καὶ δι' αὐτὴν φωνÜζω.
Λοιπὸν ξεýρε, πατÝρα μου, πÜγω γυρεýοντÜ τη,
Ἂν ἤξευρα νὰ μ' ἔκαναν κομμÜτι καὶ κομμÜτι.
Καὶ δüς μου ἐκ τὰ στÜμενα νὰ κÜμνω ἐξοδßα,
Νὰ μὴν μοῦ λεßψῃ τßποτε διὰ καμμιὰν αἰτßα. -
ΛÝγει του ὁ πατÝρας του: ὠúμὲ, παρηγοριÜ μου,
Τß ἔναι ἡ βουλὴ ποῦ ἐβÜλθηκες νὰ θλßψῃς τὴν καρδιÜ μου;
Νὰ καßγωμαι καθημερῶς διὰ τὸ στερεμü σου,
ΝἀκδÝχωμαι, ματÜκια μου, υἱὲ, τὸν θÜνατü σου;
Ἂν ἤτονε ἀνýπανδρη κἄνε ἡ κορασßδα,
Ἤθελα ἐμβῆ στὴν γνþμη σου, γιατὶ ἀπ' αὐτὰ εἶδα,
Ἀμὴ αὐτὴ ἔναι ὕπανδρη κι ἔχει τοιοῦτον ῥÞγαν,
ἈπÜνω 'ς ὅλους διαλεκτὸν ποῦ ὅσοι καὶ ἂν τὸν εἶδαν,
Ὅλοι λÝγουν τὰ κÜλλη του, μᾶλλον καὶ τὴν ἀνδρειÜ του·
Παρüμοιον δὲν εὑρßσκουσι εἰς τὰ καμþματÜ του.
-ΛÝγει του: ὦ πατÝρα μου, ὕπαγε τοῦ σκοποῦ σου,
Καὶ πÝσε εἰς τὸ θÝλημα, κýρι μου, τοῦ υἱοῦ σου·
Ἐγþ 'πα σου καὶ λÝγω σου ὅτι ἐγὼ ἀποθαßνω,
κι ἐκ τὴν βουλὴν ὁποῦ ἔβαλα ἐγὼ δὲν ἀνημÝνω·

ἘβλÝποντας ὁ γÝροντας τὸ πῶς δὲν ἔναι φýσι,
Δὲ στρÜτα, οὐδὲ λογισμὸς, στýπιασε νὰ τ' ἀφÞσῃ·
Δßδει του στÜμενα πολλὰ, ἀμÝτρητον λογÜρι.
Καὶ λÝγει του κι ἐκ τ' ἄλογα ὅποιο θελÞσῃ ἂς πÜρῃ,
Καὶ δοýλους καὶ ἀρχοντüπουλα νἄχῃ γιὰ συντροφßα,
Νὰ πορπατῇ εὐγενικὰ ἐκεῖ στὴν ξενιτεßα.
Αὐτὸς δὲ μüνος, μüνος του, παßρνε καὶ ὑπαγαßνει,
Καὶ ἄλλην καμμιὰν συντροφιὰν ποσῶς δὲν ἀνεμÝνει.
Ὑπῆγεν καὶ παρÜδειρε, ἔσωσεν εἰς τὴν χþρα,
Στὴν ἘγγλητÝραν τὴν λαμπρὰν, κυριακὴν ἡμÝρα.
Ἔκαμεν χρüνον περισσὸν, μῆνες, πολλαῖς κι ἡμÝραις,
Καὶ βλÝποντÜ την ἔχαιρε εἰς ταῖς πιλλιαῖς ἀÝραις.
Τὰ βÜστα ὅλα ἐξüδιασε, τßποτε δὲν ἐποῖκε,
Ὑπῆγεν εἰς τὸ ὕστερον, καὶ εἰς τὸ σταῦλο μπῆκε·
Ἐδοýλευε ὡς σταυλÜτορα, καὶ ἔπεινε τὴν ῥüγα,
Τινὸς δὲ τὸ μυστÞριο του ποτὲ δὲν ἐμολüγα.
Ὁ ῥÞγας τὸν ἠγÜπησε, καὶ εὐγÜνει τον ἐκ τὸ σταῦλο,
Καὶ βÜνει τον εἰς συντροφιὰν μὲ ἕναν μισὲρ Παῦλο,

κι ἔκοπταν καθημερινῶς στὸν ῥÞγα, στὴν ῥηγßνα·
ἈπÝρνα ὁ νεοýτζικος μὲ τοῦτα καὶ μ' ἐκεῖνα,
Μὲ κüπους, μὲ ἀναστεναγμοὺς καὶ μὲ περισσοὺς πüνους,
ΔιαβÜζοντας καθημερινῶς πλειὰ παρὰ πÝντε χρüνους.
Καὶ μßα οὖν τῶν ἡμερῶν ὑπῆγε στὸ κυνÞγι
ἈφÝντης μὲ τοὺς ἄρχοντες, μὲ συντροφιὰ πþσμßγη·
κι ἔλαχε ὁ νεοýτζικος ἐμπρὸς εἰς τὴν κυρÜ του,
Γιὰ νὰ κÜμνῃ τὴν βßγλα του, τὄθελεν ἡ καρδιÜ του·
κι ἐκεῖ ὅπου ἐδοýλευεν εἰς μßο ἀναστενÜζει,
Καὶ τὸ μυστÞριο τὸ φρικτὸ τüτε νὰ ξεσκεπÜζῃ,
Καὶ λÝγει του ἡ ῥÞγισσα: τß ἔχεις τß ἀναστενÜζεις;
Τὴν ὥραν π' ἐγεννÞθηκες διατὶ τὴν ἀτιμÜζεις;
-Καὶ αὐτὸς μὲ τὴν ταπεßνωσιν ἐμπρüς της γονατßζει,
Καὶ τὴν ἀγÜπην παρευθὺς τῆς ῥÞγισσας ἀρχßζει,
Καὶ λÝγει: κυρÜ μου ῥÞγισσα, εἶμαι στὸν ὁρισμü σου,
Ὅριζε καὶ ἂς μὲ κρεμÜσασιν ὡς σκλÜβον ἐδικü σου.
Ἤξευρε ἡ εὐγενικὴ ὅτ' εἶμαι ἀπὸ τὴν Σκüτζια,
ῬÞγας ἔναι πατÝρας μου κι ἔχει περισσιὰ μπÝτζια.
ΠοτÝ μου δÝν ἠθÝλησα νὰ ἰδῶ καμμιὰ γυναῖκα,
Ὅλαις ταῖς ἐβαρεßομουν ὀκτὼ χρüνους καὶ δÝκα·
Ἀπὸ πολλῶν ῥÞγων παιδιὰ καὶ ἀπ' ἀφεντοποýλαις,
Μ' ἐγýρεψαν διὰ γαμπρὸν καὶ ἀπüφευγÜ τῃς ὅλαις.
Ἔβαλεν ὁ πατÝρας μου νὰ μὲ καθοδηγÝψουν,
Μὴ νὰ μπορÝσουν ἄρχοντες τὴν γνþμη μου νὰ στρÝψουν·

Δὲν ἐδυνÞθηκε τινὰς ἐμÝνα νὰ γυρßσῃ
Τὴν γνþμην καὶ τὸν λογισμὸν τὸν εἶχα ἀρχινÞσει.
Καὶ τüτες ἐβουλÞθηκε νὰ μὲ στεßλῃ εἰς τὴν Ῥþμην,
ΜÞνα ἀλλÜξω λογισμὸν, νὰ μεταστρÝψω γνþμην·
Καὶ πÜλι ἐμετÜτρεψε, στÝλνει με εἰς Βενετßα,
κι ἡ γνþμη μου δὲν ἄλλαξε διὰ καμμιὰν αἰτßα.
ἘπÝρνασι μὲς σταῖς χαραῖς καὶ εἰς ταῖς ἐκκλησßαις,
Κὶ ὅπου καὶ ἂν ἐμαζþνονταν ὅλαις τοῦ κüσμου ᾑ νεßαις·
Ποτὲ δὲν ἦτον βολετὸ καμμßα νὰ μοῦ ἀρÝσῃ,
Τὴν γνþμη μου καὶ τὸν σκοπὸν ποσῶς νὰ μετατρÝψῃ.
Καὶ μßα οὖν τῶν ἡμερῶν, ἄκουσον, ὦ κυρÜ μου,
Πῶς εἶδα τὴν εἰκüνα σου καὶ ἐσφÜγην ἡ καρδιÜ μου,
Ὁποὔρθασιν τὰ κÜτεργα ἐδþθες πραγματεμÝνα,
κι εἷς κατεργÜρης ἤφερε χαρτιὰ ζωγραφισμÝνα,
Εἰς τὰ ὁποßα βρßσκετον, κυρÜ μου, ἡ πρüσοψß σου,
Καὶ ὡς ἐν ταὐτῳ ἐγßνομουν σκλÜβος καὶ δουλευτÞ σου,
Καὶ ῥßζωσες, ἀφÝντρα μου, μÝσα στὰ σωθικÜ μου,
Καὶ φλüγισες καὶ μÜρανες τὰ φýλλα τῆς καρδιᾶς μου.
Ἠπῆρα τὴν εἰκüνα σου, μ' αὐτὴ ἐπαρηγüρουν,
Καὶ μÝσα εἰς ταῖς ἀγκÜλαις μου μ' αὐτὴν ἀποκοιμοýμουν.
Καὶ ὅταν ἤθελε νὰ βγῶ πüθες μὲ συντροφßα,
Ὅσο νὰ στρÝψω ἐκαßγομουν μὲ θεúκὴ φωτßα.

Πüτε νὰ στρÝψω νὰ ἰδῶ, κυρὰ, τὴν πρüσοψß σου,
Τὸ πρüσωπον τ' ἀγγελικὸν τὸ ἔχει τὸ κορμß σου·
Ὑπῆγα εἰς τὸν πατÝρα μου, σκýφτω, παρακαλῶ τον,
Καὶ, σταυρωτὰ τὰ χÝρια μου, χÜριν ἀναζητῶ τον,
Γιὰ νὰ μοῦ δþσῃ στÜμενα νὰ κÜμω ἐξοδßα,
Νἄρθω νὰ ἰδῶ, αὐθÝντρα μου, τὴν τüσην ἐμμορφßα.
Πονþντας ὁ πατÝρας μου διὰ τὴν ἐξορßαν,
Ποῦ βÜλθηκα γιὰ νὰ εὐγῶ διὰ κακογνωμßαν,
Ἔκαμε πρÜγματα πολλὰ ποσῶς νὰ μὴν κινÞσω,
Καὶ τὴν βουλὴν ὁπὤπιασα ὡς γιὰ νὰ τὴν ἀφÞσω·
ΕἶπÝν με καὶ ἐκ στüματος πῶς ἔν' ἀνδρειωμÝνος
Ὁ ῥÞγας καὶ εἰς ὅλα του περισσιὰ προκομμÝνος.
κι ἐγὼ τὸν ἀποκρßθηκα· χßλιαις φοραῖς τὴν ὥρα
ὈρÝγομαι τὸν θÜνατον ἐκεῖ στὴν ἘγγλητÝρα,
Μüνον νὰ ἰδῶ καθολικὰ τῆς ῥÞγισσας τὰ κÜλλη,
Τὰ ἤθη τὰ εὐγενικὰ, τὸ φρüνιμο κεφÜλι.
ΛÝγει μου ὁ πατÝρας μου· ὦ μÜτια μου καὶ φῶς μου,
Δὲν ξεýρεις ἄλλο κÜλλιο σου οὐδὲν ἔχω στὸν κüσμον;
Μüνον ἐσὲν παρηγοριὰ, στὸ γῆρÜς μου ἐλπßδα,
Καὶ ἀφÞτις ἐγεννÞθηκες ποτὲ καλὸ δὲν εἶδα,
Μüνε φαρμÜκια καὶ πικριαῖς, ἀγκοῦσα καὶ τρομÜραις,
Καὶ τþρη πÜλιν μ' ἔβαλες 'ς τüσαις βαρειαῖς ἀντÜραις.

Λοιπὸν ἐπεὶν ἐβÜλθηκες καὶ θÝλεις νὰ μισεýσῃς,
Καὶ τὴν βουλὴν ὁπὤβαλες δὲν θὲς νὰ μετατρÝψῃς,
Ὁ ἐπουρÜνιος θεὸς νὰ ἔναι πÜντα μπρüς σου·
Καὶ ἡ εὐχÞ μου τοῦ πτωχοῦ ἐμÝνα τοῦ πατρüς σου
ΣκεπÞ σου νἄν' καὶ βοηθὸς ἐκεῖ στὴν ἘγγλητÝρα,
Καὶ νὰ σὲ βλÝπῃ πÜντοτε νýκτα (καὶ) τὴν ἡμÝρα·
Ἔπαρε, υἱÝ μου, στÜμενα ὅσα σου κÜμνουν χρεßα,
Νὰ μὴν σὲ λεßπῃ τßποτες διὰ καμμιὰν αἰτßα·
Ἔμπα καὶ εἰς τὸν σταῦλüν μας, καὶ πÜρε τ' ἄλογÜ μας,
Ἔπαρε κι ἐκ τοὺς ἄρχοντες πὤχομε συντροφιÜ μας.
-ΣτÜμενα πῆρα περισσὰ ὅσα μὤκαναν χρεßα,
κι ὠλπßσα νὰ μὲ σþσουσι διὰ τὴν ἐξοδßα·
κι ἦλθα, κυρÜ μου, μüνος μου νὰ ἰδῶ τὴν ἡλικιÜ σου,
Ταῖς χαραῖς καὶ ταῖς εὐγενειαῖς ὁπὤχει τὸ κορμß σου.
Καὶ πÝντε χρüνους ἔκαμα μüνον γιὰ νὰ σὲ βλÝπω,
Καὶ ἄπÝρνουν, ὁ βαρειüμοιρος, μὲ δÜκρυα καὶ μὲ κüπο.
Ἔσωσα καὶ τὰ στÜμενα, κι ἦλθα εἰσὲ πενßαν,
κι ἐκ τὴν πικριÜ μου ἔπεσα εἰς πολλὴν ἀδημονßαν·
Καὶ βÜλθηκα στὸν λογισμὸν τὶ δρüμον γιὰ νὰ πιÜσω,
Τὸν κüπον, τὸν στανταρισμὸν πὤκαμα νὰ μὴν χÜσω.

Καὶ ἄρχισα κι ἔκαμα φιλιὰ μ' ὅλους τοὺς κορτεσÜνους,
Τüσον μὲ τοὺς Ἰταλικοὺς ὅσον μὲ τοὺς ΠισÜνους·
Καὶ μιὰν ἡμÝρα λÝγω τους νἄλθω στὴν συντροφιÜ σας,
Νὰ μ' ἔχετε ὡς μικρüτερον, νὰ ἦμαι ἐκεῖ κοντÜ σας.
Εἶπαν ἐμοῦ· μετὰ χαρᾶς, τοῦ ῥÞγα νὰ τὸ 'ποῦμε,
Γιατὶ μᾶς κÜμνει πÜραυτα τὰ ὅσα τὸ ζητοῦμε.
Ἦλθαν καὶ συνηβÜσαν μὲ διὰ σταυλÜτορÜ σας,
Καὶ ὡς δοῦλος ἐκυβÝρνουνα, κυρÜ μου, τ' ἄλογÜ σας
ἘφÜνηκε τοῦ ἀφεντὸς καὶ ἤφερÝ με ὀμπρü σας,
Νὰ κüπτω εἰς τὴν τÜβλα σας κατὰ τὸν ὁρισμü σας·
Λοιπὸν, κυρÜ μου ῥÞγισσα, εἶπÜ σε τὴν βουλÞν μου,
Στὰ χÝρια σου εἶμαι καὶ ὅρισε νὰ πÜρουν τὴν ζωÞν μου.
Καὶ κüψε τὸ κεφÜλι μου ἔξω ἀπὸ τὸ κορμß μου,
Νὰ παýσουσι τὰ πÜθη μου καὶ οἱ ἀναστεναγμοß μου.
-ἈπηλογÜται ἡ ῥÞγισσα, λÝγει του· εἰς ὅτι λÝγεις
ΓλÞγωρα τὴν παρηγορßα σου δßδει καὶ μÞνω λÝγεις,
'Σ ὅλα σου τὰ παθÞματα παρηγοριὰ νὰ λÜβῃς,
Τὴ νειüτη μου καὶ τὸ κορμὶ ἐσὺ νὰ περιλÜβῃς·
Καὶ κÜμε ἀπüψε τὸ βραδὺ νἄλθῃς στὴν κÜμαρα μου,
Νὰ λÜβῃς κεῖνο ποῦ ποθεῖς, ψυχÞ μου καὶ καρδιÜ μου,

Καὶ σιγαλὰ καὶ φρüνιμα 'σÝβα στὸ περιβüλι·
Τοὺς δουλευτÜδες κýτταξε ἵνα κοιμοῦνται ὅλοι,
Καὶ εἰς τὴν πρþτη κÜμαρα ζερβὰ γιὰ νὰ γυρßσῃς,
Νὰ βρῇς τὴν τζαμπρὰν τὴν χρυσὴν, καὶ βλÝπε μὴ ἀστοχÞσῃς,
Καὶ παραμπρὸς στρÝφε δεξιὰ νὰ ἰδῇς ζωγραφισμÝνη,
Τὴν κÜμαραν τὴν θαυμαστὴν, τὴν καταχρουσειωμÝνη.
Καὶ θὲς ἰδεῖ τὴν κλßνην μου ἐμμορφοστολισμÝνην,
Ὅλη μὲ χρυσοφÜντιστα πῶς ἔναι σκεπασμÝνη.
Καὶ ζýγωσε καὶ πιÜσε με 'κ τὸ χÝρι, ξýπνισÝ με,
ἈγκÜλιασε καὶ σφßξε με, καὶ καταφßλησÝ με.
ἈφÝντης ἐκεßνην τὴν βραδυὰ ἦλθεν ἐκ τὸ κυνÞγι,
Ὑπῆγεν εἰς τὸ κρεββÜτι του, μὲ τὴν ῥηγßνα σμßγη.
Καὶ πÝσε νὰ ἀποκοιμηθῇ, γιατ' ἦτον κοπιασμÝνος,
Εἰς τὸ κυνÞγι πÜντοτε ὡς κακοπαθημÝνος·
Ὁ νιὸς κατὰ τὴν ὀρδινιὰ ἔσωσε στὸ κρεββÜτι,
Καὶ ἅπλωσε τὸ χÝρι του, καὶ τὴν κυρὰν εκρÜτει.
Ἁπλþνει 'ς μιὸ ἡ ῥÞγισσα, πιÜνει τον ἐκ τὸ χÝρι·
Τὸν ῥÞγα γλÞγωρα ξυπνᾷ, καὶ τὴν δουλειὰν ἀναφÝρει,

Καὶ λÝει τοῦ ῥÞγα· ξýπνισε, θÝλω νὰ σοῦ μιλÞσω,
Καὶ δüς μου αὐτιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ, καὶ νὰ σοῦ τ' ἀρχινÞσω.
-ΛÝγει της· ἄφινε, δὲν ντρÝπεσαι, ὁποὖμαι κοπιασμÝνος,
Ὁποὖμαι ἀπὸ τ' ἄλογο ὡσὰν ἀποθαμμÝνος·
-ΛÝγει τ' · ἄφες τὸ κοιμησιὸ, τþρα μηδὲν κοιμᾶσαι,
Ἂν θÝλῃς τὴν κορῶνÜ σου, ῥÞγας γιὰ νὰ λογᾶσαι.
ΛÝγει του· ποῖον ἐκ τὴν κοýρτη σου ἔχεις ἀγαπημÝνον,
'Σ ὅλους τοὺς κορτεσÜνους σου περισσιὰ μπιστεμÝνον;
-ΛÝγει δὲν ξεýρεις ἄλλονε δὲν ἔχω μπιστεμÝνον,
Ὡσὰν τὸν ἈλοÀσιον[76], καὶ πλειὸ ἠγαπημÝνον;
-ΛÝει του· νὰ ξεýρῃς σÞμερον ἦλθε νὰ μὲ 'ντροπιÜσῃ,
Καὶ ἂν δὲν τοῦ ἤθελα ταχθῆ ἤθελε νὰ μὲ σφÜξῃ.
Καὶ ἂν δὲν πιστεýῃς τὰ λαλῶ, σηκþσου, μὴν κοιμᾶσαι,
Ἐνδýσου καὶ τὰ ροῦχα μου, στὸ περιβüλι φθÜσε,
Καὶ θὲς ἰδεῖ πῶς θÝλει ἐλθεῖ νὰ σὲ περιλαμπþσῃ.
Δßχως καμμßαν ἐντροπὴ ἀπÜνω σου ν' ἁπλþσῃ·
-Εἰς μßο ἐταρÜχθηκε ὁ ῥÞγας καὶ ἀσηκþθη,
Τῆς ῥÞγισσας τὴν φορεσιὰ ἐνδýθη καὶ 'ποδÝθη,

Καὶ ὑπῆγε καὶ ἀκαρτÝρειε τον μÝσα στὸ περιβüλι.
-Καὶ τοῦτος μὲ τὴν ῥÞγισσα οὐδὲν ἔκαμναν σκüλη,
Οὐδὲ καμμßαν ἄργητα γιὰ νὰ συμμαζωθοῦσι,
Ὡς ἐν ταὐτῷ ἀρχßνησαν νὰ περιλαμπωθοῦσι,
Νὰ δþσουν τὴν παρηγοριὰ, τοῦ τüσου χρüνου πÝρας,
Πῶθλßβετον ὁ νειοýτζικος τὰς νýκτας, τὰς ἡμÝρας.
Καὶ, σεῖς ὁποῦ τ' ἀκοýγετε, λογιÜζετε τß ἐκÜμναν,
Δßχως ἄρμενα καὶ κουπιὰ τὰ πüσα μßλλια λÜμναν!
ΔαγκÜματα, φιλÞματα, τζιμπÞματα μυριÜδες,
Δὲν μελετῶ τὰ ἕτερα πὤχουν ταῖς νοστιμÜδαις·

Καὶ τüτε ὅταν ἐγνþρισε τß ἔν' ὥρα νὰ σκολÜσῃ,
Ἀρχßνησε ἡ ἐρωτικὴ γιὰ νὰ τὸν ὀρδινιÜσῃ·
Καὶ λÝει του· μὲ τὴν γνῶσß σου 'σÝβα στὸ περιβüλι,
ΠιδÝξια καὶ φρüνιμα, γιατὶ κοιμοῦνται ὅλοι·
Καὶ τὸν ἀφÝντη θὲς εὑρεῖ κÜθοντας, καρτερῶντας,
Δὲν βλÝπει ὥρα καὶ στιγμὴ ἐδῶ καὶ κεῖ θωρῶντας,
Ποτὲ νὰ ἰδῇ, ματÜκια μου, νὰ σὲ συναπαντÞσῃ,
Νὰ σὲ γνωρßσῃ, νειοýτζικε, μὲ σÝνα νὰ μιλÞσῃ,
Νὰ πιστωθῇ τὰ λüγια μου ποῦ τοὖπα καὶ ἄκουσÝς τα,
Π' ὀμπρü σου τὰ διηγÞθηκα καὶ σὺ ἐκατÜλαβÝς τα·
Λοιπὸν θÝλει ἔλθει πρὸς ἐσÝν τὸ πῶς νὰ σ' ἀγκαλιÜσῃ,
Καὶ σὺ ἔπαρ' ἕνα 'στιüξυλο καὶ κÜμε νὰ τὸν φθÜσῃ,
Καὶ δßνοντÜς τονε καλὰ ὅσον τὸ δυνατü σου,
ΛÝγε τοῦτο· πολιτικὴ, νὰ ἰδῶ τὸν λογισμüν σου,
Καὶ τὴν ἀγÜπην τὴν βαστᾷς τοῦ ἀφÝντη μου τοῦ ῥÞγα,
ἨθÝλησα νὰ σὲ ἰδῶ ποῦ νὰ σὲ κÜψῃ φλüγα·
Καὶ τüτε ἂν τοῦ λÝγασι χßλια κακὰ γιὰ σÝνα,
Ποτὲ νὰ μὴν τὰ πιστευσῇ πῶς ἤσουν μετ' ἐμÝνα.
Ὑπῆγεν ὁ νειοýτζικος, ἐσÝβη στὸ περιβüλι,
κι ηὗρÝ τον ὁπὠκÜθετον μὲ τὴν βουλÞ του ὅλη,
Τὰ ροῦχα τὰ γυναßκεια ἤτονε φορεμÝνος,
κι ἔστεκε καὶ ἀκαρτÝρειε τον σὰν σκýλος λυσσιασμÝνος.

Καὶ ὡσὰν εἶδεν τὸν νεοýτζικον, τρÝχει νὰ πÜῃ σιμÜ του,
Καὶ ὁ νεοýτζικος τὰ ὅμοια ἐζýγωσε κοντÜ του·
Καὶ δßδει του δυὸ τρεῖς ξυλιαῖς μ' ὅλην τὴν δýναμιν του,
Ὅτι ὀλßγον ἔλειψεν νὰ ξÝβῃ ἡ ψυχÞ του·
Καὶ λÝγει του· πολιτικὴ, πῶς σὲ βαστᾷ ἡ ψυχÞ σου,
Τὸν ῥÞγαν τὸν αὐθÝντη σου ὁπὦναι ἡ τιμÞ σου,
Νὰ τὸν 'ντροπιÜσῃς, ἄνομη, μ' ἐμÝν' τὸν δουλευτÞ του,
Ὁποῦ ψυχÞ μου, ἤ ζωὴ ἔν' ὅλη ἐδικÞ του;
Μὰ 'γὼ, σκýλα, δοκßμασα νὰ ἰδῶ τὴν ὄρεξß σου,
Πᾶς εἶσαι τὸν ἀφÝντη μου, καὶ ἂν ἦσαι στὴν τιμÞ σου·
Μὰ 'γὼ δεν εἶμαι 'πὸ 'κεινοὺς κüντρα[89] τοῦ ἀφεντüς μου,
Ὁποῦ αὐτὸς μὲ τßμησε, κι ἔχω τον σὰν τὸ φῶς μου,
Ὁποῦ ἐδῶ στὴν ξενιτειὰ γι' ἀφÝντην, γιὰ πατÝραν,
Ἄλλον τινὰν δὲν ηὗρηκα τὴν σημερνὴν ἡμÝραν·
Καὶ σýρε[90] στὸν διÜβολο, κι ἔβγα τþρα ἀπ' ὀμπρüς μου,
Μὴ σὲ φονεýσω, ἄνομη, ὡσὰν κακὸν ἐχθρüν μου·
Μὰ τοῦτο νἆσαι θαῤῥετὴ ὅτι ἀνεξημερþσω
Τοῦ ἀφεντüς μου νὰ τὸ 'πῶ, νὰ τοῦ τὸ φανερþσω.
-Ὁ ῥÞγας τüτε μßσευσε, πÜγει στὴν κÜμαρÜ του,
Ἀπὸ ταῖς τüσαις ταῖς ραβδιαῖς ἔπεσαν τὰ νεφρÜ του.
Καὶ λÝει του ἡ ῥÞγισσα· ὠúμὲ, παρηγοριÜ μου,
Ηὗρες ἐκεῖ τὸν ἀσεβῆ, τὸν κλεπτὴ, τὸ φονειÜ μου;

ΛÝγει της· σþπα, ῥÞγισσα, τὶ κÜλλιον κορτισÜνο
Δὲν ἔχομε στὴν κοýρτη μας, ῬωμÜνο δὲ ΠιζÜνο.
-ΛÝγει του· δὲν ἐντρÝπεσαι, ῥÞγα, νὰ συντυχαßνῃς,
Γιὰ ψεýτρα καὶ ἀνυπüστατη φαßνεται τὶ μὲ κρÝνεις,
Παντὸς ἦλθε καὶ μ' ἔβαζε νὰ κοιμηθῇ μ' ἐμÝνα,
Κἰ ἄλλα περßσσια κακὰ τὰ μὤχει καμωμÝνα.
ΛÝγει της' μὸν σιþπησε, τß ἂν μὤλεγες τριακüσια;
Δὲν σοῦ πιστεýω τßποτε γι' αὐτὸν ἀπὸ τὴν Σκüτζια·
Γιὰ ὅλους πὲς καὶ λÝγε μου, μὰ γιὰ τὸν ἈλοÀσο,
Μηδὲν μοῦ λÝγῃς τßποτε τὸ ξεýρω καὶ γνωρßζω·
ΜακÜρι νἆχες πÜει ἐσὺ νὰ κÜρτερειες, ῥηγßνα,
Ὄχι ποῦ μ' ἐστεῖλες ἐμὲν καὶ λεὶς τοῦτα καὶ κεῖνα.
Καὶ πῆρα τüσον ῥαβδεσμὸν, καὶ διὰ τὴν τιμÞ μου,
Τßποτε δὲ μπορῶ νὰ εἰπῶ γιατὶ ἔναι ἐντροπÞ μου.
Ξηγεῖται καὶ ἀποδεßχνει της πῶς ἦλθε μὲ τὸ ξýλο,
Καὶ πῶς τὸν ἐκατÜδειρε χειρüτερα ἀπὸ σκýλο.
Τοὺς λüγους, ταῖς ἀνασχυντιαῖς, τὰ ὅσα καὶ ἂν τοὖπε,
Ὅλα τῆς τὰ ἀνÜφερε, τßποτε δὲν ἀφῆκε·
Ἡ ῥÞγισσα ἀναστÝναζει, θὲ δεßχνει τὶ λυπεῖται,
Καὶ μÝσα της ἐχαßρετον, καὶ μυριοευχαριστεῖται.
Ὁ ῥÞγας τὴν ἠγÜπησε πλεὸν παρὰ ποτÝ του,
Τὴν ἐξουσιÜν του τὤδωκε 'ς ὅλα τὰ τßποτÝ του.

Καὶ χαßρετον μὲ τὴν κυρὰν ὡς ἤθελεν ἀτüς του.
Ἠπῆρε καὶ τὴν ἤφερε στὸ σπßτι τοῦ πατρüς του,
Καὶ κεῖ τὴν εὐλογÞθηκε καὶ ἐστεφανþθηκÝ την,
Καὶ ὡσὰν τὰ μÜτια του τὰ δυὸ ἀγαπᾷ καὶ βλεπÝ την.
Ἔζησαν καὶ καιρὸν πολὺν καὶ κÜμαν καὶ παιδßα,
κι ὕστερα κληρονüμησε ὅλην τὴν αὐθεντεßα.
Καὶ ὁ ῥÞγας ὁ κακüτυχος ἔμεινεν γελασμÝνος,
Ἐκ τὸ πικρü του ἔσκασε, καὶ μεßν' ἀποθαμμÝνος.
Λοιπὸν ἴδετε, ἄρχοντες, ἡ φýσις πῶς ταυρßζει,
Ἐκεῖνο τὸ μισᾷ κανεὶς εἰς αὐτὸ νὰ γυρßζῃ·
Ὡσὰν ἐγýρισεν αὐτὸν ὁπ' ὅλαις ταῖς ἐμßσα·
Καὶ ὕστερα διὰ ταυταῖς τὸν ἔπαιρνεν ἡ λýσσα·
Καὶ πῶς ὑπῆγε ὡς βουλευτὴς καὶ ἐφανÝρωσÝ το,
Καὶ κεßνη πῶς τὸ δÝχθηκεν, εἰς μßο καὶ 'καμÝ το·
Καὶ πÜλι πῶς ἐγßνωσκε τὸν ῥÞγα νὰ γελÜσῃ,
Νὰ τüνε κÜμη νὰ δαρθῇ καὶ πÜλι νὰ σωπÜσῃ·
ΠÜλι πῶς τὸν ἐνÝμπαιξε, καὶ ἠπῆρε καὶ ἀφικÝτον,
Μὲ τὸν ΛοÀζον ἔφυγεν καὶ εὐλογÞθηκÝ τον.
Γιὰ δαὐτὸ μὴν ὀκνεýετε, μηδὲν τὸ ἀμελᾷτε,
Πρᾶγμα ποῦ νἆν' τῆς φýσεως ποτὲ μὴν τὸ μ' ὑπÜτε·
Τὶ φýσις εἶναι δυνατὴ, τὸν ἄνθρωπον ταυρßζει
Π' ἐκεῖνα ὅλα τὰ μισᾷ, καὶ δεßχνει δὲν τὰ χρÞζει,

Καὶ ἂν ἔναι καὶ πτωχοýτζικος καὶ δὲν ἔχῃ δουκÜτα,
Δ' ἀσÞμια, δὲ 'ποστατικὰ, μηδὲ βουτζιὰ γεμÜτα,
Μüνα σπουδÜζῃ, μὴν ὀκνῇ εἰς ὅποιαν τοῦ ἀρÝσει.
Νὰ κÜμῃ τὸ ὀρÝγεται, μüνον νὰ μὴν ὀκνεýσῃ.
Γιατὶ γυναῖκα σὰν νερὸ ἐγλÞγωρα συμπÝφτει,
Σὰν παντρεμÝνη καὶ ἀνýπανδρη ὅπου τὴν ῥßξῃς πÝφτει.
ΕἶπÜ σας καὶ τὴν ἀφορμὴ καὶ δεῖξα καὶ τὸ πρᾶγμα,
Καθὼς φαßνεται φανερὰ πῶς τ' ἔβαλα στὸ γρÜμμα.
κι εἶπÜ σας δρüμον καὶ βουλαῖς, 'πüθεσες τὸ συμβÞκαν,
Ἄλλοι ἔλαβαν τὴν χαρὰν καὶ ἄλλοι ἔμειναν στὴν πρßκαν.
Εἰπεῖν ἤθελα καὶ πλειüτερα μ' ἄλλην συμμαρτυρßα,
Μὰ τὸ εἶπα, ἄλλον δὲν χωρεῖ, οὐδὲ μᾶς κÜνει χρεßα·
Γιατὶ καλὰ τὸ ξεýρετε, καὶ ὅλοι σας εἴδετÝ τα
Πῶς γßνονται καθημερνῶς, ὅλοι κατÝχετÝ τα·
κι εἰς αὐτὸ ἐβουλÞθημου κι ἔπιασα κι ἔγραψÜ το,
Ἀπὸ χαρτὶ λατινικὸ ἐμεταγλþττισÜ το.
-Καὶ ὁποῦ θελÞσῃ νὰ ἰδῇ ποῖος ἔναι ὁ γραφÝας,
Τριβþλης ο ἸÜκωβος, υἱὸς τῆς καλογραßας·

Εἰς χιλßους πεντακüσιους καὶ ἀρχὴ μὲ τοὺς σαρÜντα,
Στὴν Βενετιὰ τὴν φουμιστὴν ὅπου νὰ στÝκῃ πÜντα·
Σταῖς κθ' τοῦ Ἀπριλλιοῦ, μπαßνοντας του ΜαÀου,
Καὶ ὅλοι νἄχετε χαρὰν ἐκ Πνεýματος Ἁγßου.
Καὶ ἔτσι τὸ ἐχÜρισα Βητüριου Πετριτßνου,
Τοῦ εὐγενοῦς καὶ ἔνδοξου καὶ ἀνδρεßου ἐκεßνου·
Καθημερνῶς νὰ τὸ κρατῇ, νἄχῃ παρηγορßα,
Καὶ μÝνα νὰ μὲ ἀγαπᾷ μὲ ὅλην τὴν καρδßα.

==============================

     Σχüλιο: ΠαρατηρÞσαμε üλοι πως Ýνας Üνθρωπος, αρκετÜ ευκατÜστατος, αναγνωρισμÝνος, Üξιος, οικογενειÜρχης, αιρετüς Üρχων, δικαστÞς κι Ýμπορος και δε ξÝρω κι εγþ τι Üλλο, σπατÜλησε λßγο Þ πολý απü το χρüνο του για να κÜτσει να γρÜψει ποιÞματα και μÜλιστα να παινÝσει τη γενναιüτητα (και θα μου πεßτε ναι το κανε απü συμφÝρον, αλλÜ θα απαντÞσω πως Üπαξ και γλýτωσεν η ΚÝρκυρα, üλοι οι συμφερτολüγοι, θα 'χαν επιστρÝψει στις δουλειÝς τους σιωπþντας, αυτüς üμως üχι) ενüς ανθρþπου, με ευγνωμοσýνη που Ýσωσε το νησßι, τους ανθθρþπους -μερικοýς δε, αγαπημÝνους- και μÜλιστα με τüση μαστοριÜ. Επßσης να τονßσω πως χÜρις σ' αυτÞ την ανÜρτηση Þντλησα Ýνα σωρü πληροφορßες. ΤÝλος σας θυμßζω πως πλÝον υπÜρχει και ΓΛΩΣΣΑΡΙ , üπου, μπορεßτε να το ανοßξετε παρÜλληλα και δßπλα κι αν βρεßτε Üγνωστη λÝξη να τηνε δεßτε εκεß. Κι αυτü εμπλουτßζεται συνεχþς -üχι αδιαλεßπτως αλλÜ το κατÜ δýναμιν- και θα εμπλουτßζεται ακüμα. ΜÜλιστα, θα υπÜρξει και πλÞρης νομισματικÞ μελÝτη της εποχÞς εκεßνης. Π. Χ.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers