Βιογραφικü
Ο Ανατüλ Φρανς (1844-1924) Þτανε ΓÜλλος μυθιστοριογρÜφος και κριτικüς λογοτεχνßας, με διεισδυτικü πνεýμα και κομψü ýφος. ΓεννÞθηκε στο Παρßσι 16 Απρßλη και το πραγματικü üνομα του Þταν Ζακ Ανατüλ ΦρανσουÜ Τιμπü. ΜεγÜλωσε ανÜμεσα στα βιβλßα κι Ýζησε μ' αυτÜ στο βιβλιοπωλεßο του πατÝρα του, στον εκδοτικü οßκο και στη βιβλιοθÞκη üπου εργÜστηκε αργüτερα, καθþς και στα διÜφορα Ýντυπα στις στÞλες των οποßων Ýγραφε κριτικÞ λογοτεχνßας.
Ο πατÝρας, ΦρανσουÜ ΝοÝλ Τιμπü, μ' ελλειπÞ παιδεßα, εßχε φιλοδüξßες για το γιο, γιαυτü τον Ýστειλε για σπουδÝς στο ΚολλÝγιο ΣτανισλÜς, που προοριζüτανε γι' αριστοκρÜτες και μεγαλοαστοýς, το 1855. Στη διÜρκεια των σπουδþν του, Ýγινε δÝκτης πολλþν αρνητικþν σχολßων κοινωνικοý περιεχομÝνου κι η πßκρα που του προκÜλεσαν αυτÜ αντικατοπτρßστηκεν αργüτερα στα Ýργα του.
Το αρνητικü αυτü κλßμα, σε συνδυασμü με τη πßεση απ' τη πλευρÜ του πατÝρα του, που φιλοδοξοýσε ο γιος του ν' ανÝβει κοινωνικÜ, φαßνεται πως τον οδÞγησαν απü τα 15 να γßνει δημοκρÜτης κι Üθεος. Στη διαμüρφωση των πολιτικþν του πεποιθÞσεων επÝδρασε Ýντονα και το βιβλιοπωλεßο του πατÝρα, που συγκÝντρωνε φυλλÜδια, εφημερßδες και γενικÜ ντοκουμÝντα για τη ΓαλλικÞ ΕπανÜσταση. ΤελικÜ εγκατÝλειψε το ΚολλÝγιο το 1862.
Απü το 1867 Üρχισε να δημοσιεýει ποιÞματα σε φιλολογικÜ περιοδικÜ, εργÜστηκε για τον βιβλιοπþλη ΛεμÝρ κι Ýγινε δεκτüς στον κýκλο των ΠαρνÜσσιων ποιητþν. Στις εκδüσεις του Αλφüνς ΛεμÝρ, εκδüτη των ποιητþν του «Παρνασσοý», Ýκανε διορθωτικÞ, βιβλιογραφικÞ και ταξινομητικÞ εργασßα Þ Ýγραφε προλüγους σ' εκδüσεις κλασικþν Ýργων. Συγχρüνως, για να κερδßσει κÜποια χρÞματα, εργÜστηκε σα «νÝγρος» (Nègre ονüμαζαν εκεßνη την εποχÞ τ' Üτομα που γρÜφανε π.χ. Ýν Üρθρο που τελικÜ δημοσιευüταν με τ' üνομα Üλλου προσþπου).
Το 1876 Ýγινε βοηθüς βιβλιοθηκÜριου στη Γερουσßα και παρÝμεινε ως το 1890, εξασφαλßζοντας αρκετü ελεýθερο χρüνο για προσωπικÞ του πνευματικÞ ανÜπτυξη. Σ' αυτÞ τη περßοδο Ýστελνε τακτικÜ συνεργασßες στα περιοδικÜ «Σφαßρα» κι «ΕικονογραφημÝνο Σýμπαν». Το 1877, παντρεýτηκε τη Βαλερß ΓκερÝν ντε Σοβßλ κι απÝκτησε μια κüρη. ΜερικÜ χρüνια αργüτερα χþρισε τη σýζυγü του που θεωροýσε üτι τη παραμελοýσε και ξüδευε υπερβολικÜ ποσÜ σε βιβλßα. Το 1886 ανÝλαβε λογοτεχνικüς διευθυντÞς της καθημερινÞς εφημερßδας «Οι Καιροß».
Τον ΣεπτÝμβρη του 1886 γνωρßστηκε με τη μαντÜμ ΑρμÜν ντε ΚαγιαβÝ, που το σαλüνι της Þτανε κÝντρο της φιλολογικÞς ζωÞς του Παρισιοý. Δημοσßευσε τα "ΧρυσÜ ΠοιÞματα" το 1873, μα το μυθιστüρημα "Το ¸γκλημα Του ΣιλβÝστρου ΜπονÜρ" (1881) τονε καθιÝρωσε στα γαλλικÜ γρÜμματα. Το 1887 αρχßζει η σχÝση του με τη μαντÜμ ΚαγιαβÝ, που αποτÝλεσε τον μεγÜλο Ýρωτα της ζωÞς του. Απü την Üνοιξη του 1893 Üρχισε να γρÜφει Üρθρα κοινωνικÞς κριτικÞς στην «Ηχþ του Παρισιοý» υπü τον τßτλο "Οι Γνþμες Του Κυρßου Ζερüμ ΚουανιÜρ", μÝς απ' τα οποßα ασκοýσε αυστηρÞ κριτικÞ στους θεσμοýς κι εκδÞλωνε συμπÜθεια για τον κοινü καθημερινü Üνθρωπο. Οι επιθÝσεις αυτÝς κατÜ της Εκκλησßας, του στρατοý, της Δικαιοσýνης και των ανÜλγητων μορφωμÝνων, τον Ýκαναν σýντομα ν' αποκτÞσει σοβαρÞ πολιτικÞ διÜσταση.
Το 1895 εξÝδωσε Ýνα βιβλßο αφορισμþν του με τßτλο "Ο ΚÞπος Του Επßκουρου" (Le Jardin d' Épicure), μες στο οποßο εξÝφραζε με μεγÜλην Ýνταση τον αστικü σκεπτικισμü κι ηδονισμü, που διÝπνεε τη γαλλικÞ κουλτοýρα της εποχÞς αλλÜ εν γÝνει και το υπüλοιπο συγγραφικü Ýργο του ιδßου. Το 1896 Ýγινε δεκτüς στη ΓαλλικÞ Ακαδημßα και λßγο μετÜ προσχþρησε στο Σοσιαλιστικü Κüμμα.
ΕξÝδωσε μυθιστορÞματα, διηγÞματα και κριτικÜ κεßμενα. ΜερικÜ απü τα κυριüτερα Ýργα του εßναι: "Το Ψητοπωλεßο Της Βασßλισσας Πεντüκ (Χηνοπüδαρης)" (1883), "Το Βιβλßο Του Φßλου Μου" (1885), "ΘαÀς" (1890), "Το Κüκκινο Κρßνο" (1894), "Κρενκεμπßιγ" (1903), "Το Νησß Των Πιγκουßνων" (1908), "Ο Μικρüς ΠιÝρ" (1918), "Οι Θεοß Διψοýν" (Les Dieux ont soif, 1912), "Η Ανταρσßα Των ΑγγÝλων" (La Révolte des anges, 1914) και μßα βιογραφßα της "Ζαν ντ' Αρκ" (1908). Εξαιτßας του αντιθεοκρατικοý πνεýματος των Ýργων του, τα βιβλßα του μπÞκανε στη Λßστα (Index) AπαγορευμÝνων Bιβλßων (Libri Prohibiti) της ΚαθολικÞς Εκκλησßας.
Το 1920 παντρεýτηκε τη κατÜ 27 Ýτη νεüτερÞ του ¸μα Λαπρεβüτ, πρþην καμαριÝρα της μαντÜμ ΑρμÜν ντε ΚαγιαβÝ. Το 1921 ταξßδεψε στη Στοκχüλμη üπου του απονεμÞθηκε το Νüμπελ Λογοτεχνßας και την επüμενη χρονιÜ δημοσßευσε στην «ΟυμανιτÝ» τον "Χαιρετισμü Προς Τα ΣοβιÝτ", για να χÜσει üμως üλες τις ψευδαισθÞσεις του λßγον αργüτερα üταν οι ΓÜλλοι διανοοýμενοι καταγγÝλθηκαν ως «ανεπιθýμητοι ερασιτÝχνες» απü το 4ο ΣυνÝδριο της ΚομμουνιστικÞς Διεθνοýς στη Μüσχα.
ΠÝθανε στο Παρßσι στις 12 Οκτþβρη 1924, 6 μÞνες μετÜ απü τους εορτασμοýς της πüλης για τα 80στÜ γενÝθλια του «τρομεροý παιδιοý» της. Το σýνολο των Ýργων του εκδüθηκε κατÜ τη περßοδο 1925-35 σε 25 τüμους.
Ο Ανατüλ Φρανς εμπνεýστηκε απü τη ΓαλλικÞ ΕπανÜσταση, την υπüθεση ΝτρÝιφους, τους κοινωνικοýς αγþνες, αλλÜ κι απü το μεγÜλο ÝρωτÜ του για τη κυρßα ντε ΚαγιαβÝ. Εγραψε για τη θρησκεßα, τη πολιτικÞ και τη δικαιοσýνη με ιδεολογικü σκεπτικισμü και κοινωνικÞν ευαισθησßα. ΥπÞρξε μÝλος του γαλλικοý σοσιαλιστικοý κüμματος για μικρü χρονικü διÜστημα. Καθþς üμως πÜντα η προτεραιüτητα του Þταν ο Üνθρωπος, Þταν αντßθετος σε κÜθε καθεστþς που εμποδßζει την ελεýθερη σκÝψη. ¸τσι εξÝφρασε δημüσια την αντßθεσÞ του στη συμπεριφορÜ της σοβιετικÞς κυβÝρνησης, παρÝμεινε πιστüς στη Λßγκα των ανθρωπßνων δικαιωμÜτων κι Üσκησεν Ýντονη κριτικÞ στη ΔιεθνÞ, κÜτι που του στÝρησε τη πρüσβαση σ' üλα τα κομμουνιστικÜ Ýντυπα. Στην υπüθεση ΝτρÝιφους, στÜθηκε στο πλευρü του γαλλοεβραßου αξιωματικοý μαζß με τον Εμßλ ΖολÜ και τον Ζαν ΖορÝς σε μια περßοδο Ýντονου αντισημιτισμοý στη Γαλλßα.
ΡΗΤΑ:
* ¼,τι κανεßς αγαπÜ στη καλωσýνη, αυτü δεν εßναι η τιμÞ που κοστßζει, εßναι το καλü που κÜνει.
* ¼ποιος ζει χωρßς να ξÝρει τß να κÜνει με τη ζωÞ του, επιθυμεß μιαν Üλλη που να διαρκÝσει για πÜντα.
* ¸νας Üνθρωπος εßναι ευχαριστημÝνος τüσο, üσο μεγαλýτερη Üγνοια Ýχει.
* ¼λες οι αλλαγÝς, ακüμα κι οι πιο ποθητÝς, Ýχουνε μια πßκρα, γιατß αυτü που αφÞνουμε πßσω εßναι κομμÜτι μας. ΠρÝπει να πεθÜνουμε σε κÜποια πρÜγματα, για να μπορÝσουμε να γεννηθοýμε σε Üλλα καινοýρια.
* Η αδιÜφορη φýση δε κÜνει καμιÜ διÜκριση μεταξý καλοý και κακοý. Μüνον η συνÞθεια ρυθμßζει τα Þθη.
* Για να πετýχουμε θαυμÜσια πρÜγματα, πρÝπει πρþτα να τα ονειρευτοýμε σα να χανε πραγματοποιηθεß.
* Παιδεßα δεν εßναι αυτÜ που σωρεýουμε στη μνÞμη Þ πüσα μας εßναι γνωστÜ. Εßναι να μαστε σε θÝση να ξεχωρßζουμε τη διαφορÜ μεταξý αυτþν που ξÝρουμε κι αυτþν που αγνοοýμε.
* ¼λα τα ιστορικÜ βιβλßα που δε γρÜφουνε ψÝματα εßναι τρομερÜ ανιαρÜ.
* Το να γνωρßζεις δεν εßναι τßποτα, το να 'χεις φαντασßα εßναι τα πÜντα.
* Αν 500.000.000 Üνθρωποι λÝνε μια βλακεßα, αυτÞ εξακολουθεß να παραμÝνει βλακεßα.
* Ακολουθþ το νüμο της εξÝλιξης. Οι ηλßθιοι μÝνουνε πßσω κι οι τρελοß τρÝχουνε πολý μπροστÜ.
* ¼ταν κÜτι Ýχει ειπωθεß και μÜλιστα καλÜ, μη διστÜζετε. ΠÜρτε το κι αντιγρÜφτε το.
* Καλýτερα να καταλαβαßνουμε λßγα, παρÜ να παρερμηνεýουμε πολλÜ.
* Ο παιδαγωγüς πρÝπει να μαθαßνει στο παιδß ν' αγαπÜ δυο πρÜγματα: την ειρÞνη και τη δουλειÜ και να μισεß Ýνα πρÜγμα: τον πüλεμο.
* Η τÝχνη της διδασκαλßας εßναι το ξýπνημα της περιÝργειας των νεαρþν μυαλþν με σκοπü τις απολαυÝς των ýστερων χρüνων.
* Απü τις πρÜξεις ζοýν οι Üνθρωποι κι üχι απü τις ιδÝες.
* Τρομερü να μην Ýχει κανεßς αδυναμßες. Δε μπορεß να επωφεληθεß απ' αυτÝς.
* Ο νüμος Ýχει μια θαυμÜσια ισüτητα: Απαγορεýει εξßσου σε πλοýσιους και φτωχοýς να κοιμοýνται κÜτω απü γÝφυρες, να ζητιανεýουνε και να κλÝβουνε ψωμß.
* Ο Üντρας κι ωραßος αν εßναι, δεν αγαπιÝται απ' τις γυναßκες αν εßναι φτωχüς και κακοντυμÝνος.
=========================
Το Μεγαλεßο Της Δικαιοσýνης
1. το μεγαλεßο της δικαιοσýνης
KÜθε απüφαση που απαγγÝλλει ο δικαστÞς στ' üνομα του κυρßαρχου λαοý αντανακλÜ ολÜκερο το μεγαλεßο της δικαιοσýνης. Ο μεγαλοπρεπÞς χαρακτÞρ αυτÞς της δικαιοσýνης αποκαλýφθηκε στον πλανüδιο μανÜβη Ζερüμ Κρενκεμπßιγ, üταν αυτüς παρουσιÜστηκε στο πταισματοδικεßο με τη κατηγορßα της εξýβρισης αστυνομικοý. ΚαθισμÝνος στο εδþλιο, Ýβλεπε στην επιβλητικÞ σκοτεινÞ αßθουσα πταισματοδßκες, υπαλλÞλους, δικηγüρους ντυμÝνους με τÞβεννο, τον κλητÞρα με τις αλυσßδες, χωροφýλακες και, πßσω απü Ýνα κÜγκελο, τ' Üσκεπα κεφÜλια των σιωπηλþν θεατþν. Ο ßδιος κατεßχε μιαν υπερυψωμÝνη θÝση, σα να του 'χεν απονεμηθεß μια δυσοßωνη τιμÞ, λüγω της εμφÜνισÞς του μπρος στον πταισματοδßκη.
Στο βÜθος της αßθουσας, ανÜμεσα σε δυο πραγματογνþμονες, καθüταν ο Πρüεδρος Μπουρßς. Το Ýμβλημα των αξιωματικþν της Ακαδημßας διακοσμοýσε το στÞθος του. ΠÜνω απü το βÞμα υπÞρχαν μια προτομÞ της Δημοκρατßας κι ο ΕσταυρωμÝνος, σα να υποδηλþνουν üτι üλοι οι νüμοι, θεúκοß κι ανθρþπινοι, αιωροýνται πÜνω απü το κεφÜλι του Κρενκεμπßιγ. ΤÝτοια σýμβολα απü τη φýση τους του ενÝπνεαν τρüμο. Μη διαθÝτοντας φιλοσοφικü μυαλü, δεν εξÝτασε τη σημασßα της προτομÞς και του ΕσταυρωμÝνου, οýτε κατÜ πüσο ο Ιησοýς κι η συμβολικÞ προτομÞ εναρμονßζονταν στα ΔικαστÞρια. Ωστüσο, αυτü Þταν Ýνα θεωρητικü αντικεßμενο, γιατß στο κÜτω-κÜτω η παπικÞ διδασκαλßα κι οι εκκλησιαστικοß κανüνες εßναι σε πολλÜ σημεßα αντßθετα με το σýνταγμα της Δημοκρατßας και τον αστικü κþδικα. Απ' ü,τι γνωρßζουμε, οι Εκκλησιαστικοß Νüμοι δεν Ýχουν καταργηθεß. ΣÞμερα, üπως και παλιÜ, η Εκκλησßα του Χριστοý διδÜσκει üτι μüνον οι δυνÜμεις στις οποßες αυτÞ Ýδωσε την ÝγκρισÞ της εßναι νüμιμες. Η ΓαλλικÞ Δημοκρατßα ισχυρßζεται πως εßναι ανεξÜρτητη απü τη παπικÞ εξουσßα.
Ο Κρενκεμπßιγ θα μποροýσε κÜλλιστα να πει:
-«Κýριοι πταισματοδßκες, εφüσον ο Πρüεδρος ΛουμπÝ δεν Ýχει χρισθεß, ο Χριστüς, η εικüνα του οποßου αιωρεßται πÜνω απü τα κεφÜλια σας, σας αποκηρýσσει μÝσω της φωνÞς των εκκλησιαστικþν συνüδων και του ΠÜπα. Εßτε βρßσκεται εδþ για να σας υπενθυμßζει τα δικαιþματα της Εκκλησßας, τα οποßα καθιστοýν τα δικÜ σας Üκυρα, εßτε δεν Ýχει νüημα η παρουσßα Του».
Και τüτε ο Πρüεδρος Μπουρßς θα μποροýσε ν' απαντÞσει:
-«Κρατοýμενε Κρενκεμπßιγ, οι βασιλιÜδες της Γαλλßας ανÝκαθεν εßχαν διαφορÝς με τον ΠÜπα. Ο Γκιγιüμ ντε ΝογκαρÝ αφορßστηκε, αλλÜ ο λüγος για τον αφορισμü Þτανε τüσον ασÞμαντος, που δεν παραιτÞθηκε καν απü το αξßωμα του. Ο Χριστüς του βÞματος δεν εßναι ο Χριστüς του Γρηγορßου VII Þ του ΜπονιφÜτσιο VIII. Εßναι, αν προτιμÜτε, ο Χριστüς του Ευαγγελßου, ο οποßος δεν Þξερε λÝξη απü παπικοýς κανüνες και δεν Üκουσε ποτÝ για τους Üγιους Εκκλησιαστικοýς Νüμους».
Επειτα ο Κρενκεμπßιγ θα μποροýσε ν' απαντÞσει κι üχι χωρßς λüγο:
-«Ο Χριστüς του Ευαγγελßου Þταν ταραχοποιüς. ΕπιπλÝον, Þτανε θýμα μιας απüφασης την οποßα για χßλια εννιακüσια χρüνια üλοι οι Χριστιανοß θεωροýσαν μια σοβαρÞ δικαστικÞ πλÜνη. Σας προκαλþ, Κýριε Πρüεδρε, να με καταδικÜσετε στ' üνομα Του κι üχι για παραπÜνω απü σαρανταοκτþ þρες φυλÜκισης».
ΑλλÜ ο Κρενκεμπßιγ δεν Ýκανε οýτε ιστορικÝς, οýτε πολιτικÝς κι οýτε κοινωνιολογικÝς αναλýσεις. Εßχε μεßνει κατÜπληκτος. Ολο το εθιμοτυπικü που τον περιÝβαλλε, του προκαλοýσε μια υψηλÞ αßσθηση περß δικαιοσýνης. ΓεμÜτος ευλÜβεια, καταβεβλημÝνος απü τον τρüμο, Þταν Ýτοιμος να υποταχθεß στους δικαστÝς του σ' ü,τι αφοροýσε το θÝμα της ενοχÞς του. Η συνεßδησÞ του Þταν πεπεισμÝνη για την αθωüτητÜ του, παρ' üλα αυτÜ ο Κρενκεμπßιγ Ýνιωθε πüσο ασÞμαντη εßναι η συνεßδηση ενüς πλανüδιου μανÜβη μπροστÜ στην πανοπλßα του νüμου και τους εκπροσþπους της δημüσιας δικαιοσýνης. Ηδη ο δικηγüρος του τον εßχε σχεδüν πεßσει üτι δεν Þταν αθþος. Μια συνοπτικÞ και γρÞγορη εξÝταση αποκÜλυψε τις κατηγορßες εναντßον του.
2. το πÜθημα του Κρενκεμπßιγ
Ο πλανüδιος μανÜβης Ζερüμ Κρενκεμπßιγ περπατοýσε σ' üλη τη πüλη πÜνω-κÜτω, σπρþχνοντας το καρüτσι του, και διαλαλοýσε:
-«ΛÜχανα! Γογγýλια! Καρüτα!» Οποτε εßχε πρÜσα φþναζε: «ΣπαρÜγγια!» Γιατß τα πρÜσα εßναι τα σπαρÜγγια των φτωχþν. Ετυχε στις 20 Οκτþβρη το μεσημÝρι, καθþς κατÝβαινε την Οδü ΜονμÜρτρ, να βγει η γυναßκα του παπουτσÞ, η κυρÜ ΜπαγιÜρντ, απü το μαγαζß της. Η κυρßα πλησßασε το καρüτσι του Κρενκεμπßιγ και, παßρνοντας περιφρονητικÜ Ýνα μÜτσο πρÜσα στα χÝρια της, εßπε:
-«Δε μ' αρÝσουνε και πολý τα πρÜσα σου. Πüσα θες για το μÜτσο»;
Κι Ýριξε περιφρονητικÜ τα πρÜσα πßσω στο καρüτσι.
-«ΕφτÜμισι φρÜγκα, κυρÜ, τα καλýτερα στην αγορÜ»!
Κεßνη τη στιγμÞ εμφανßστηκε ο Αστυφýλακας 64 κι εßπε στον Κρενκεμπßιγ:
-«Ξεκουμπßσου απü δω».
Το να πηγαινοÝρχεται δω κι εκεß Þταν ακριβþς αυτü που 'κανε ο Κρενκεμπßιγ πρωß-βρÜδυ εδþ και πενÞντα χρüνια. Μια τÝτοια διαταγÞ του φÜνηκε σωστÞ κι απüλυτα σýμφωνη με τη φýση των πραγμÜτων. Απüλυτα Ýτοιμος να υπακοýσει, πßεσε τη πελÜτισσÜ του να πÜρει αυτü που 'θελε.
-«ΠρÝπει να μου δþσεις χρüνο να διαλÝξω» του απÜντησε αυτÞ κοφτερÜ. ¸πειτα ψηλÜφησε üλα τα πρÜσα ξανÜ. ΤελικÜ, διÜλεξε Ýνα μÜτσο που πßστευε πως Þταν το καλýτερο και το κρÜτησε αγκαλιÜ στο στÞθος της, üπως κρατοýν οι Üγιοι των πινÜκων στις εκκλησßες τις δÜφνες της νßκης. «Θα σου δþσω εφτÜ φρÜγκα, που 'ναι υπεραρκετÜ, και πρÝπει να τα φÝρω απ' το μαγαζß, γιατß δεν Ýχω λεφτÜ πÜνω μου». ΑγκαλιÜζοντας ακüμα τα πρÜσα, γýρισε στο μαγαζß, üπου μüλις εßχε μπει μια πελÜτισσα μ' Ýνα παιδß αγκαλιÜ. Ακριβþς εκεßνη τη στιγμÞ ο Αστυφýλακας 64 εßπε για δεýτερη φορÜ στον Κρενκεμπßιγ:
-«Ξεκουμπßσου απü δω».
-«ΠεριμÝνω τα λεφτÜ μου», απÜντησε ο Κρενκεμπßιγ.
-«Κι εγþ σου λÝω να μη περιμÝνεις τα λεφτÜ σου, αλλÜ να ξεκουμπιστεßς απü δω», απÜντησε βλοσυρÜ ο αστυφýλακας.
Στο μεταξý, μÝσα στο μαγαζß της, η γυναßκα του παπουτσÞ δοκßμαζε γαλÜζιες παντüφλες σ' Ýνα δεκαοκτÜμηνο παιδß, η μÜνα του οποßου βιαζüταν πολý. Και τα πρÜσα Þτανε πÜνω στον πÜγκο.
ΜετÜ απü μισü αιþνα που 'σπρωχνε το καρüτσι του στους δρüμους, ο Κρενκεμπßιγ εßχε μÜθει να σÝβεται την εξουσßα. ΑλλÜ τþρα η θÝση του Þτανε παρÜξενη: το δßλημμÜ του Þταν να φýγει υπακοýοντας στο καθÞκον Þ να περιμÝνει τα χρωστοýμενα. Ο Κρενκεμπßιγ δεν εßχε καθüλου κριτικü νου. Αδυνατοýσε να καταλÜβει πως η κατοχÞ ενüς ατομικοý δικαιþματος δεν αποτελοýσε σε καμßα περßπτωση απαλλαγÞ απ την εκπλÞρωση ενüς κοινωνικοý καθÞκοντος. Ο Κρενκεμπßιγ Ýδωσε πολý πιο μεγÜλη σημασßα στη διεκδßκηση των εφτÜ φρÜγκων παρÜ στο καθÞκον του να σπρþξει το καρüτσι και να ξεκουμπιστεß απü κει, να πηγαινοÝρχεται μüνιμα. ¸μεινε ακßνητος.
Ο Αστυφýλακας 64 τον διÝταξε Þσυχα και Þρεμα, για τρßτη φορÜ, να ξεκουμπιστεß απü κει. Αντßθετα με τον ΕπιθεωρητÞ ΜαντοσιÝλ, η συνÞθεια του οποßου εßναι ν' απειλεß συνεχþς και να μην προχωρεß ποτÝ σε ενÝργειες, ο Αστυφýλακας 64 αργεß ν' απειλÞσει, αλλÜ ενεργεß γρÞγορα. Αυτü εßναι οτο χαρακτÞρα του. Αν και κÜπως ýπουλος, ο Αστυφýλακας 64 εßναι εξαιρετικüς υπηρÝτης του νüμου κι αφοσιωμÝνος στρατιþτης. Εßναι θαρραλÝος σα λιοντÜρι και τρυφερüς σα παιδß. Δεν ξÝρει τßποτε Üλλο, εκτüς απü τις επßσημες οδηγßες.
-«Δε καταλαβαßνεις üταν σου λÝω να ξεκουμπιστεßς απü δω»;
Για το μυαλü του Κρενκεμπßιγ, ο λüγος του να μη κινηθεß Þταν αρκετÜ σοβαρüς þστε να τον θεωρÞσει επαρκÞ. Ως εκ τοýτου, απονÞρευτα κι απλÜ, προσπÜθησε να εξηγÞσει την κατÜσταση:
-«Για üνομα του Θεοý! Δε σου 'πα üτι περιμÝνω τα λεφτÜ μου»;
Ο Αστυφýλακας 64 απλÜ απÜντησε:
-«Θες να σου δþσω καμιÜ κλÞση; Αν θες, δεν Ýχεις παρÜ να μου το πεις».
ΜετÜ απ' αυτÜ τα λüγια ο Κρενκεμπßιγ σÞκωσε αργÜ τους þμους σ' Ýνδειξη υποταγÞς στη μοßρα του, κοßταξε τον αστυφýλακα με θλιμμÝνο ýφος και μετÜ σÞκωσε τα μÜτια του προς τον ουρανü, σα να Ýλεγε:
-«ΜÜρτυρÜς μου ο Θεüς! Εßμαι παραβÜτης του νüμου; Εßμαι Üνθρωπος που δεν δßνει σημασßα στους νüμους και στις διαταγÝς που ρυθμßζουνε το πλανüδιο επÜγγελμα μου; Στις πÝντε το πρωß Þμουνα στην αγορÜ. Απ' τις εφτÜ, σπρþχνοντας το καρüτσι μου και κουρÜζοντας μ' αυτü τον τρüπο τα χÝρια μου üσο δεν πÜει Üλλο, διαλαλοýσα: "ΛÜχανα! Γογγýλια! Καρüτα!" Εκλεισα τα εξÞντα. ΕξαντλÞθηκα. Κι εσý με ρωτÜς αν Ýχω υψþσει τη μαýρη σημαßα της ανταρσßας. Με χλευÜζεις κι η κοροúδßα σου εßναι σκληρÞ».
Εßτε επειδÞ αδυνατοýσε να προσÝξει την Ýκφραση στο πρüσωπο του Κρενκεμπßιγ, εßτε επειδÞ δε τη θεωροýσε δικαιολογßα για την απειθαρχßα του, ο αστυφýλακας ρþτησε κοφτÜ και με τραχειÜ φωνÞ αν Ýγινε κατανοητüς. Ακριβþς εκεßνη τη στιγμÞ η κυκλοφοριακÞ συμφüρηση στην Οδü ΜονμÜρτρ Þταν χειρüτερη παρÜ ποτÝ. ¢μαξες, κÜρα, καρüτσια, λεωφορεßα, φορτηγÜ, στριμωγμÝνα το 'να δßπλα στ' Üλλο, μοιÜζαν Üρρηκτα κολλημÝνα μεταξý τους. Απ' τη τρεμουλιαστÞ ακινησßα τους Ýρχονταν φωνÝς και βλαστÞμιες. ΑμαξÜδες και χασÜπηδες, μεγαλüστομα και με λιγωμÝνη φωνÞ, πρüσβαλλαν ο Ýνας τον Üλλον απü απüσταση κι οδηγοß λεωφορεßων, θεωρþντας πως ο Κρενκεμπßιγ εßναι η αιτßα της συμφüρησης, τον φþναζαν «βρωμερü πρÜσο».Εν τω μεταξý, στο πεζοδρüμιο οι περßεργοι μαζεýονταν για ν' ακοýσουνε τη διαμÜχη. Τüτε, ο αστυφýλακας, βρßσκοντας τον εαυτü του στο κÝντρο της προσοχÞς, Üρχισε να σκÝφτεται πως εßναι þρα να επιδεßξει την εξουσßα του.
-«Πολý καλÜ», εßπε, βγÜζοντας Ýνα κοντüχοντρο μολýβι κι Ýνα λιγδιασμÝνο σημειωματÜριο απü την τσÝπη του. Ο Κρενκεμπßιγ επÝμενε στην απüφαση του, υπακοýοντας σε μιαν εσωτερικÞ δýναμη. ΕξÜλλου, του Þτανε τþρα πια αδýνατο να κινηθεß εßτε μπρος εßτε πßσω. Η ρüδα του καροτσιοý του Þτανε δυστυχþς πιασμÝνη στη ρüδα του κÜρου ενüς γαλατÜ. Τραβþντας τα μαλλιÜ του φþναξε:
-«Μα δεν σου 'πα üτι περιμÝνω τα λεφτÜ μου! Εχουμε μπλÝξει εδþ πÝρα! Misere de misere! Bon sang de bon sang». (Αθλιüτητα της αθλιüτητας! ΚαλÞ ζωÞ της καλÞς ζωÞς!)
ΑυτÜ τα λüγια, που εξÝφραζαν μÜλλον απελπισßα παρÜ ανταρσßα, ο Αστυφýλακας 64 τα θεþρησε προσβλητικÜ. Κι επειδÞ στο νου του üλες οι προσβολÝς Ýπαιρναν τον καθαγιασμÝνο, κανονικü, παραδοσιακü, τυπικü δρüμο της Ýκφρασης: mort aux vaches, (ΘÜνατος στους ρουφιÜνους) Üκουσε και κατÜλαβε τα λüγια του παραβÜτη.
-«Α! Εßπες "Mort aux vaches". Πολý καλÜ. Ελα μαζß μου».
ΑποβλακωμÝνος απü κατÜπληξη και δυστυχßα, ο Κρενκεμπßιγ Üνοιξε τα μεγÜλα του μÜτια και κοßταξε τον Αστυφýλακα 64. Με σπασμÝνη φωνÞ που τη μια φαινüταν να προÝρχεται απü το κεφÜλι του και την Üλλη απü τις μπüτες του, φþναξε, με τα χÝρια του διπλωμÝνα πÜνω στη γαλÜζια μπλοýζα του:
-«Εγþ εßπα "Mort aux vaches"; Εγþ;.. Ω!»
Οι Ýμποροι κι οι πιτσιρικÜδες για τα θελÞματα χαιρετÞσανε τη σýλληψη με γÝλια, επειδÞ ικανοποιοýσε το γοýστο του πλÞθους για βßαια κι ανÝντιμα θεÜματα. Κι üμως, υπÞρχε ανÜμεσα στο πλÞθος Ýνα σοβαρü Üτομο που προσπαθοýσε να περÜσει μπρος. ¹ταν Ýνας θλιμμÝνος γÝρος, ντυμÝνος στα μαýρα, με ψηλü καπÝλο. Αυτüς πλησßασε τον αστυφýλακα και του 'πε με χαμηλÞ φωνÞ, πολý απαλÜ κι αποφασιστικÜ:
-«ΚÜνετε λÜθος. Αυτüς ο Üνθρωπος δε σας πρüσβαλε».
-«Κοßτα τη δουλειÜ σου», απÜντησε ο αστυνομικüς, χωρßς απειλÞ üμως, γιατß μιλοýσε σ' Ýναν καλοντυμÝνο Üνθρωπο. Ο γÝρος επÝμενε Þρεμα κι ακλüνητα. Τüτε ο αστυνομικüς τονε πρüσταξε να κÜνει τη δÞλωση του στο ΔιευθυντÞ της Αστυνομßας. Στο ενδιÜμεσο ο Κρενκεμπßιγ εξηγοýσε:
-«ΜετÜ εßπα "Mort aux vaches!" Ω!...» Καθþς η κατÜπληξη του Κρενκεμπßιγ ατονοýσε, τον πλησßασε η ΜαντÜμ ΜπαγιÜρντ, η σýζυγος του παπουτσÞ, μ' επτÜ φρÜγκα στο χÝρι της. ΑλλÜ ο Αστυφýλακας 64 Þδη τον εßχε πιÜσει απ' το γιακÜ κι Ýτσι η ΜαντÜμ ΜπαγιÜρντ, σκεπτüμενη üτι δεν υπÜρχουν χρÝη απÝναντι σ' Ýναν Üνθρωπο που οδηγοýνταν στο αστυνομικü τμÞμα, Ýβαλε τα λεφτÜ στη τσÝπη της ποδιÜς της. Τüτε, βλÝποντας ξαφνικÜ το καρüτσι του Ýρημο, την ελευθερßα του χαμÝνη, μια Üβυσσο ν' ανοßγεται κÜτω απ' τα πüδια του και τον ουρανü συννεφιασμÝνο, ο Κρενκεμπßιγ μουρμοýρισε: «Δεν υπÜρχει ελπßδα»!
Στο ΔιευθυντÞ της Αστυνομßας, ο γÝρος κýριος δÞλωσε üτι εßχεν εμποδιστεß στο δρüμο του απ' τη κυκλοφοριακÞ συμφüρηση κι Ýτσι παρακολοýθησε το συμβÜν. ΕπÝμενε πως ο Κρενκεμπßιγ δεν εßχε προσβÜλει τον αστυνομικü κι üτι ο αστυνομικüς Þτανε θýμα πλÜνης. Ο κýριος Ýδωσε üνομα κι επÜγγελμα: Δρ Δαβßδ ΜατιÝ, διευθυντÞς ιατρüς στο Νοσοκομεßο ΑμπροÜζ-ΠαρÝ, αξιωματοýχος της Λεγεþνας της ΤιμÞς. Σ' Üλλες εποχÝς, αυτÞ η μαρτυρßα θα 'ταν επαρκÞς για το ΔιευθυντÞ της Αστυνομßας. ΑλλÜ κεßνο τον καιρü οι επιστÞμονες αντιμετωπßζονταν ως ýποπτοι στη Γαλλßα. Ο Κρενκεμπßιγ παρÝμεινε στη συνÝχεια υπü κρÜτηση. ΠÝρασε τη νýχτα στο κρατητÞριο και το πρωß οδηγÞθηκε στο πταισματοδικεßο με το κλειστü φορτηγü της φυλακÞς.
Δεν Ýβρισκε τη φυλÜκιση οýτε θλιβερÞ οýτε ταπεινωτικÞ. Τη θεþρησε αναγκαßα. Αυτü που του Ýκανε εντýπωση üταν μπÞκε Þταν η καθαριüτητα των τοßχων και του πατþματος. «Λοιπüν, απü Üποψη καθαριüτητας, εßναι πρÜγματι καθαρü το μÝρος. Θα μποροýσες να τρως στο πÜτωμα». Οταν τον Üφησαν μüνο του θÝλησε να τραβÞξει την καρÝκλα του. Τüτε ανακÜλυψε üτι η καρÝκλα Þταν στερεωμÝνη στον τοßχο κι εξÝφρασε την Ýκπληξη του δυνατÜ: «Τι παρÜξενη ιδÝα! Αυτü εßναι κÜτι που δε θα το σκεφτüμουνα ποτÝ, εßμαι σßγουρος». ΚαθισμÝνος πλÝον, Ýπαιζε με τους αντßχειρες του και περßμενε κατÜπληκτος. Η ησυχßα κι η μοναξιÜ τονε κατÝβαλαν. Ο χρüνος του φαινüταν πολýς. ΑνÞσυχος πια, Üρχισε να σκÝφτεται το καρüτσι του, που 'χε κατασχεθεß μαζß με το περιεχüμενο του: τα λÜχανα, τα καρüτα, τα σÝλινα, τις πικραλßδες και τα καλαμπüκια. Αποροýσε κι αναρωτιüταν, αναστατωμÝνος: «Τß να κÜνανε το καρüτσι μου»;
Τη τρßτη μÝρα δÝχτηκεν επßσκεψη απü τον δικηγüρο του, τον Μετρ ΛεμÝρλ, Ýν απü τα νεüτερα μÝλη του Δικηγορικοý Συλλüγου του Παρισιοý, πρüεδρο ενüς τμÞματος της Ενωσης για τη Πατρßδα Γαλλßα. Ο Κρενκεμπßιγ προσπαθοýσε να του πει την ιστορßα του, αλλÜ αυτü δεν Þταν εýκολο, γιατß ο Κρενκεμπßιγ δεν Þταν εξοικειωμÝνος με συζητÞσεις. Με λßγη βοÞθεια ßσως να τα κατÜφερνε. ΑλλÜ ο δικηγüρος του κουνοýσε μ' αμφιβολßα το κεφÜλι σ' οτιδÞποτε Ýλεγε ο Κρενκεμπßιγ και ξεφυλλßζοντας τα χαρτιÜ του, μουρμοýρισε:
-«Μμ! Μμ! Δε βρßσκω τßποτα για üλ' αυτÜ στη περßληψη που 'χω». ¸πειτα, με βαριεστημÝνη φωνÞ, στριφογυρßζοντας το ξανθü μουστÜκι του, εßπε: «Για το καλü σου, ßσως θα Þταν ενδεδειγμÝνο να ομολογÞσεις. Η επιμονÞ σου σε απüλυτη Üρνηση μου φαßνεται Üκρως ανüητη». Κι απü κεßνη τη στιγμÞ, ο Κρενκεμπßιγ θα ομολογοýσε, αν Þξερε τι να ομολογÞσει.
3. ο Κρενκεμπßιγ μπρος στους πταισματοδßκες
Ο Πρüεδρος Μπουρßς αφιÝρωσε Ýξι ολüκληρα λεπτÜ στην εξÝταση του Κρενκεμπßιγ. Η εξÝταση θα Þταν πιο διαφωτιστικÞ, αν ο κατηγοροýμενος εßχεν απαντÞσει στις ερωτÞσεις που του τÝθηκαν. ΑλλÜ ο Κρενκεμπßιγ δεν Þταν εξοικειωμÝνος σε συζητÞσεις και σε τÝτοια παρÝα, τα χεßλη του Þτανε σφραγισμÝνα απü σεβασμü και φüβο. ¢ρα παρÝμεινε σιωπηλüς κι ο Πρüεδρος απÜντησε στις ερωτÞσεις που 'χεν ο ßδιος θÝσει. Οι απαντÞσεις του Þτανς συγκλονιστικÝς. ¸πειτα συμπÝρανε:
-«ΤελικÜ, παραδÝχεσαι üτι Ýχεις πει "Mort aux vaches"».
-«Εγþ εßπα "Mort aux vaches!" γιατß ο αστυνομικüς εßχε πει "Mort aux vaches!" Τüτε εßπα κι εγþ "Mort aux vaches"»! Ο Κρενκεμπßιγ εννοοýσε πως, εκεßνη τη στιγμÞ που κατηγορÞθηκε με την πιο απροσδüκητη κατηγορßα, λüγω της Ýκπληξης του εßχεν απλÜ επαναλÜβει τις περßεργες λÝξεις που κατÜ λÜθος του αποδßδονταν και τις οποßες σßγουρα δεν εßχε προφÝρει ποτÝ. Οταν εßπε «Mort aux vaches!» εννοοýσε κÜτι σαν «Εγþ να εßμαι ικανüς να προσβÜλω κÜποιον! Πþς εßναι δυνατüν να το πιστεýετε αυτü»;
Ο Πρüεδρος Μπουρßς Ýδωσε διαφορετικÞ ερμηνεßα στο συμβÜν.
-«ΕπιμÝνετε», εßπε, «πως ο αστυνομικüς Þταν, ο ßδιος, ο πρþτος που εκστüμισε αυτÞ τη φρÜση»; Ο Κρενκεμπßιγ εγκατÝλειψε οποιαδÞποτε προσπÜθεια να εξηγÞσει. ¹τανε πολý περßπλοκο. «Δεν επιμÝνετε στη κατÜθεση σας. ΚαλÜ κÜνετε» εßπε ο Πρüεδρος και κÜλεσε τον μÜρτυρα. Ο Αστυφýλακας 64, με το üνομα ΜπαστιÝν ΜατρÜ, ορκßστηκε üτι θα 'λεγε την αλÞθεια και μüνο την αλÞθεια. Επειτα κατÝθεσε λÝγοντας τα εξÞς:
-«Περιπολοýσα στις 20 Οκτωβρßου, το μεσημÝρι, üταν αντιλÞφθηκα Ýν Üτομο που φαινüταν να 'ναι πλανüδιος πωλητÞς και που αδικαιολüγητα ενοχλοýσε τη κυκλοφορßα με το καρüτσι του απÝναντι απü το νοýμερο 328. Τρεις φορÝς του δωσα διαταγÞ να μετακινηθεß αλλ' αυτüς αρνÞθηκε να συμμορφωθεß. Κι üταν τονε προειδοποßησα üτι θα του επÝβαλα πρüστιμο, αυτüς απÜντησε φωνÜζοντας: "Mort aux vaches!" ΑυτÜ τα λüγια τα θεþρησα προσβολÞ».
Ο αστυφýλακας Ýδωσε κατÜθεση με σαφÞ και λογικü τρüπο κι οι πταισματοδßκες τη δεχτÞκανε μ' ευνüητη επιδοκιμασßα. Οι μÜρτυρες υπερÜσπισης Þταν η κυρÜ ΜπαγιÜρντ, η σýζυγος του παπουτσÞ κι ο Δρ Δαβßδ ΜατιÝ, διευθυντÞς ιατρüς στο Νοσοκομεßο ΑμπροÜζ-ΠαρÝ, αξιωματοýχος της Λεγεþνας της ΤιμÞς. Η κυρÜ ΜπαγιÜρντ δεν εßχε δει Þ ακοýσει τßποτε. Ο Δρ ΜατιÝ βρισκüτανε στο πλÞθος που 'χε μαζευτεß γýρω απü τον αστυνομικü που πρüσταζε τον πλανüδιο μανÜβη να μετακινηθεß. Η κατÜθεση του Üνοιξε Ýνα καινοýριο επεισüδιο στη δßκη.
-«¹μουνα παρþν στο συμβÜν», εßπε ο Δρ ΜατιÝ, «και παρατÞρησα πως ο αστυφýλακας Ýκανε λÜθος, δεν τον εßχε προσβÜλλει ο μανÜβης. Πλησßασα τον αστυφýλακα και του συνÝστησα να δþσει προσοχÞ στο συμβÜν. Ο αστυφýλακας επÝμενε να τονε συλλÜβει και μου 'πε να τον ακολουθÞσω στο ΔιευθυντÞ της Αστυνομßας. Αυτü κι Ýκανα. Μπρος στο ΔιευθυντÞ, επανÝλαβα τη δÞλωση μου».
-«Μπορεßτε να καθÞσετε» εßπε ο Πρüεδρος. «ΚλητÞρα, κÜλεσε ξανÜ τον μÜρτυρα ΜατρÜ. ΜατρÜ, üταν προχþρησες στη σýλληψη του κατηγοροýμενου, δε σου επισÞμανε ο Δρ ΜατιÝ üτι κÜνεις λÜθος»;
-«ΔηλαδÞ, Κýριε Πρüεδρε, ο Δρ ΜατιÝ με πρüσβαλε».
-«Τß εßπε»;
-«Εßπε "Mort aux vaches!"». Θορυβþδες γÝλιο ξÝσπασε στο κοινü.
-«Μπορεßς ν' αποχωρÞσεις» εßπε ο Πρüεδρος βιαστικÜ. Στη συνÝχεια προειδοποßησε το κοινü πως αν τÝτοιες απρεπεßς εκδηλþσεις συνÝβαιναν ξανÜ, θα εκκÝνωνε την αßθουσα. Στο ενδιÜμεσο, ο ΣυνÞγορος της υπερÜσπισης κυμÜτιζε υπεροπτικÜ τα μανßκια της τηβÝννου του και προς στιγμÞ φαινüταν üτι ο Κρενκεμπßιγ θα αθωωνüταν.
ΜετÜ την επαναφορÜ της τÜξης, σηκþθηκε ο Μετρ ΛεμÝρλ και ξεκßνησε την αγüρευση του μ' Ýνα εγκþμιο για την αστυνομßα:
-«Αυτοß οι σεμνοß υπηρÝτες της κοινωνßας που, για Ýναν ασÞμαντο μισθü, αντÝχουνε στη κοýραση κι αψηφοýν ακατÜπαυστα τους κινδýνους με καθημερινü ηρωισμü. ΚÜποτε Þτανε στρατιþτες και θα παραμεßνουνε στρατιþτες. Στρατιþτες, αυτÞ η λÝξη εκφρÜζει τα πÜντα...»
ΜετÜ απü αυτÞ τη θεþρηση ο Μετρ ΛεμÝρλ συνÝχισε εýγλωττα με μια ρητορεßα για τις στρατιωτικÝς αρετÝς. Ο ßδιος εßπε πως Þταν Ýνας απ' αυτοýς που δε θα επÝτρεπαν σε κανÝναν να σηκþσει χÝρι εναντßον του στρατοý, εναντßον εκεßνου του εθνικοý στρατοý, που ο ßδιος Þταν τüσο περÞφανος να εßναι μÝλος του. Ο Πρüεδρος Ýγνεψε καταφατικÜ. Ο Μετρ ΛεμÝρλ Ýτυχε να 'ναι Ýφεδρος υπολοχαγüς. Ηταν επßσης υποψÞφιος του εθνικοý κüμματος για τη Λε ΒιÝλ ΟντριÝτ. Ο Μετρ συνÝχισε:
-«Οχι, πρÜγματι, δε θα μποροýσα να επαινÝσω αρκετÜ τις ανεκτßμητες υπηρεσßες που σε καθημερινÞ βÜση προσφÝρονται σεμνÜ απü τους φýλακες της ειρÞνης στο γενναßο λαü του Παρισιοý. Κι αν πßστευα üτι ο Κρενκεμπßιγ, κýριοι, εßχε προσβÜλει Ýνα τÝως στρατιþτη, δεν θα 'χα δεχτεß ποτÝ να τον εκπροσωπþ μπροστÜ σας. Ο πελÜτης μου κατηγορεßται για τη φρÜση που υποτßθεται üτι εßπε: "Mort aux vaches!" Η Ýννοια αυτÞς της Ýκφρασης εßναι σαφÞς. Αν συμβουλευθεßτε Το Λεξικü της Γλþσσας (λαúκü ιδßωμα) θα βρεßτε: "Vachard", Ýνας οκνηρüς, Ýνας τεμπÝλης, Ýνας που ξαπλþνει τεμπÝλικα σαν αγελÜδα αντß να δουλεýει». Vache, Ýνας που πουλιÝται στην αστυνομßα, Ýνας κατÜσκοπος. "Mort aux vaches!" εßναι μια Ýκφραση που χρησιμοποιεßται απü συγκεκριμÝνα Üτομα. ΑλλÜ το βασικü ερþτημα εßναι το εξÞς: πþς το εßπε ο Κρενκεμπßιγ; Κι επιπλÝον, αν το εßπε καν. ΕπιτρÝψτε μου ν' αμφιβÜλλω γι' αυτü, κýριοι. Δεν υποπτεýομαι τον Αστυφýλακα ΜατρÜ να 'χει καμßα κακÞ πρüθεση. ΑλλÜ, üπως αναφÝραμε, το λειτοýργημα του εßναι επßπονο. ΜερικÝς φορÝς ο αστυφýλακας εßναι ενοχλημÝνος, κουρασμÝνος, υπερβολικüς. ΚÜτω απ' αυτÝς τις συνθÞκες μπορεß να εßχε παραισθÞσεις. Κι üταν αυτüς Ýρχεται και σας λÝει, κýριοι, üτι ο Δρ Δαβßδ ΜατιÝ, αξιωματοýχος της Λεγεþνας της ΤιμÞς, διευθυντÞς ιατρüς στο Νοσοκομεßο ΑμπροÜζ-ΠαρÝ, Ýνας κýριος κι Ýνας πρßγκιπας της επιστÞμης, φþναξε: "Mort aux vaches!" τüτε εßμαστε αναγκασμÝνοι να πιστÝψουμε üτι ο ΜατρÜ κατατρÝχεται απü Ýμμονες ιδÝες κι αν ο üρος δεν εßναι πολý δυνατüς, υποφÝρει απü σýνδρομο καταδßωξης. Κι ακüμη κι αν ο Κρενκεμπßιγ, εßχε φωνÜξει "Mort aux vaches!" μÝνει ν' αποδειχθεß κατÜ πüσο τÝτοιες λÝξεις στα χεßλια του μποροýν να θεωρηθοýν προσβλητικÝς. Ο Κρενκεμπßιγ εßναι το νüθο παιδß ενüς πλανüδιου μανÜβη, καταστραμμÝνου απü χρüνιο αλκοολισμü κι Üλλες κακÝς συνÞθειες. Ο Κρενκεμπßιγ γεννÞθηκε αλκοολικüς. Τον βλÝπετε αποκτηνωμÝνο απü τα εξÞντα χρüνια φτþχειας. Κýριοι, πρÝπει να συμπερÜνετε üτι ο Κρενκεμπßιγ εßναι ανεýθυνος».
Ο Μετρ ΛεμÝρλ κÜθισε. Επειτα ο Πρüεδρος Μπουρßς μουρμοýρισε μιαν απüφαση που καταδßκασε τον Ζερüμ Κρενκεμπßιγ να πληρþσει πενÞντα φρÜγκα πρüστιμο και να περÜσει δυο βδομÜδες στη φυλακÞ. Οι πταισματοδßκες τονε καταδßκασαν βασισμÝνοι στη μαρτυρßα του Αστυφýλακα ΜατρÜ. Καθþς οδηγοýνταν στο μακρý σκοτεινü διÜδρομο του ΜεγÜρου, ο Κρενκεμπßιγ Ýνιωσε μια Ýντονη επιθυμßα για συμπüνια. Γýρισε προς τον δημοτικü φýλακα που αποτελοýσε τη συνοδεßα του και του φþναξε τρεις φορÝς:
-«'μοτικÝ!... 'μοτικÝ!... Εε! 'μοτικÝ!...». Και αναστÝναξε: «Αν κÜποιος πριν απü δυο βδομÜδες μου 'λÝγε και μüνο üτι θα συνÝβαινε αυτü!» Επειτα συλλογßστηκε: «ΜιλÜνε πολý γρÞγορα αυτοß οι κýριοι. ΜιλÜνε καλÜ, αλλÜ τüσο γρÞγορα. Δε μπορεßς να τους κÜνεις να σε καταλÜβουν... 'μοτικÝ, δεν νομßζεις üτι μιλÜνε πολý γρÞγορα»; ΑλλÜ ο στρατιþτης συνÝχισε να βηματßζει χωρßς να του απαντÞσει Þ να γυρßσει το κεφÜλι του. Ο Κρενκεμπßιγ τον ρþτησε: «Γιατß δε μου απαντÜς»; Ο στρατιþτης παρÝμεινε σιωπηλüς. Κι ο Κρενκεμπßιγ εßπε πικραμÝνα: «Θα μιλοýσες σ' Ýνα σκυλß. Γιατß üχι σε μÝνα; Δεν ανοßγεις ποτÝ το στüμα σου; ΜÞπως βρωμÜ η αναπνοÞ σου»;
4. μια συγγνþμη για τον πρüεδρο Μπουρßς
Αφοý απαγγÝλθηκε απüφαση, μερικÜ Üτομα απü το κοινü και δυο-τρεις δικηγüροι φýγαν απü την αßθουσα. Ο γραμματÝας Þδη καλοýσε Üλλη υπüθεση. Αυτοß που βγÞκαν Ýξω δεν συλλογßστηκαν πÜνω στην υπüθεση Κρενκεμπßιγ, που δεν τους ενδιÝφερε και πολý. ¢ρα δεν τη σκÝφτηκαν Üλλο. Ο κýριος Ζαν Λερμßτ, χαρÜκτης, που Ýτυχε να βρßσκεται στο μÝγαρο, Þταν ο μüνος που σκεφτüταν αυτÜ που μüλις εßχε δει κι ακοýσει. ΒÜζοντας το χÝρι του στον þμο του Μετρ ΖοζÝφ ΟμπαρÝ, εßπε:
-«Ο Πρüεδρος Μπουρßς αξßζει συγχαρητÞρια επειδÞ δεν Üφησε τις σκÝψεις του να κατατρÝχονται απü Üσκοπη περιÝργεια κι απü τον εγωισμü των διανοοýμενων που υποτßθεται πως ξÝρουν τα πÜντα. Αν εßχε ζυγßσει τις αντιφατικÝς καταθÝσεις του Αστυφýλακα ΜατρÜ και του Δρ Δαβßδ ΜατιÝ, ο πταισματοδßκης θα εßχε υιοθετÞσει μια πορεßα που δεν θα οδηγοýσε παρÜ σε αμφιβολßες και αβεβαιüτητα. Η μÝθοδος της εξÝτασης των γεγονüτων με κριτικü πνεýμα θα Þταν μοιραßα για την απονομÞ της δικαιοσýνης. Αν ο δικαστÞς Þταν τüσο απρüσεκτος þστε να ακολουθÞσει αυτÞ τη μÝθοδο, οι αποφÜσεις του θα εξαρτιοýνταν απü τη προσωπικÞ του σýνεση, που γενικÜ δεν διÝθετε πολλÞ κι απü την ανθρþπινη αναπηρßα, που εßναι παγκüσμια. Ποý να βρει Ýνα κριτÞριο; Δε μποροýμε να αρνηθοýμε üτι η ιστορικÞ μÝθοδος εßναι απüλυτα ανßκανη να του προσφÝρει τη βεβαιüτητα που χρειÜζεται. Σε σχÝση μ' αυτü υπÜρχει μια ιστορßα για τον Σερ Ουüλτερ ΡÜλεú»:
»Μια μÝρα, üταν ο ΡÜλεú, φυλακισμÝνος στον Πýργο του Λονδßνου, δοýλευε ως συνÞθως το δεýτερο μÝρος του βιβλßου του "Η Παγκüσμια Ιστορßα", Ýγινε Ýνας καβγÜς κÜτω απü το παρÜθυρο του. Ο Σερ Ουüλτερ πÞγε στο παρÜθυρο και κοßταξε ποιοι κÜναν τη φασαρßα. Οταν γýρισε στη δουλειÜ του, νüμισε üτι τους εßχε παρατηρÞσει πολý προσεκτικÜ. Το πρωß της Üλλης μÝρας, üμως, ανÝφερε το συμβÜν σ' Ýναν απü τους φßλους του που το εßχε επßσης παρακολουθÞσει κι επιπλÝον εßχε λÜβει μÝρος σ' αυτü. Ο φßλος του τον διÝψευσε σ' üλα τα σημεßα. Επειτα ο Σερ Ουüλτερ σκÝφτηκε üτι, αν Ýκανε λÜθος για συμβÜντα που γßναν μπρος στα μÜτια του, τüτε πüσο πιο δýσκολη πρÝπει να 'ναι η εξακρßβωση της αλÞθειας των μακρινþν γεγονüτων κι Ýτσι πÝταξε το χειρüγραφο της ιστορßας του στη φωτιÜ«.
»Αν οι δικαστÝς εßχαν τους ßδιους ενδοιασμοýς με τον Σερ Ουüλτερ ΡÜλεú, θα πετοýσαν üλες τις σημειþσεις τους στη φωτιÜ. ΑλλÜ δεν Ýχουν κανÝνα δικαßωμα να το κÜνουν αυτü, διüτι Ýτσι θ' αψηφοýσαν τη δικαιοσýνη, θα Ýπρατταν Ýνα Ýγκλημα. Μας επιτρÝπεται να απελπιζüμαστε για το τι γνωρßζουμε, αλλÜ δεν πρÝπει να απελπιζüμαστε να δικÜζουμε. Αυτοß που απαιτοýν οι αποφÜσεις που αναγγÝλλονται στα ΔικαστÞρια να εßναι βασισμÝνες σε μεθοδικÞ εξÝταση των γεγονüτων, εßναι επικßνδυνοι σοφιστÝς και δüλιοι εχθροß τüσο της αστικÞς üσο και της στρατιωτικÞς δικαιοσýνης. Ο Πρüεδρος Μπουρßς διαθÝτει Ýναν νου πολý κριτικü για να επιτρÝπει να εξαρτþνται οι αποφÜσεις του απü τη λογικÞ κι απü τη γνþση, διüτι τα συμπερÜσματα αυτþν εßναι αιþνια αμφισβητοýμενα. ΑντιθÝτως, ο Πρüεδρος βασßζει τις αποφÜσεις του σε δüγματα και τις διαμορφþνει σýμφωνα με τη παρÜδοση, με αποτÝλεσμα η δικαιοδοσßα των αποφÜσεων του να εßναι ßση με εκεßνη των εντολþν της Εκκλησßας.
»Οι αποφÜσεις του εßναι πρÜγματι Ýγκυρες. Εννοþ üτι προÝρχονται απü Ýνα συγκεκριμÝνο αριθμü ιερþν απαραβßαστων κανüνων. ΒλÝπε, για παρÜδειγμα, πþς κατατÜσσει τις μαρτυρικÝς καταθÝσεις, üχι σýμφωνα με τα αβÝβαια και απατηλÜ χαρακτηριστικÜ των φαινομÝνων και της ανθρþπινης αλÞθειας, αλλÜ σýμφωνα με εσωτερικÝς, μüνιμες και φανερÝς ιδιüτητες. Τις ζυγßζει προσεκτικÜ, χρησιμοποιþντας πολεμικÜ üπλα ως βÜρη. ΥπÜρχει τßποτα που να εßναι πιο απλü και ταυτüχρονα πιο σοφü; ΑκαταμÜχητη εßναι γι' αυτüν η κατÜθεση ενüς φýλακα της ειρÞνης, αν αφαιρεθεß η ανθρþπινη φýση του και θεωρηθεß απρüσωπος αριθμüς, σýμφωνα με τις αρετÝς της ιδανικÞς αστυνομßας.
»Οχι πως ο ΜατρÜ (ΜπαστιÝν), γεννημÝνος στο Σßντο-Μüντε της ΚορσικÞς, του φαßνεται του ΠροÝδρου ανßκανος να σφÜλλει. Δε σκÝφτηκε ποτÝ üτι ο ΜπαστιÝν ΜατρÜ εßναι προικισμÝνος με αλÜνθαστη παρατηρητικüτητα, οýτε üτι εφÜρμοζε κÜποια μυστικÞ και δυναμικÞ μÝθοδο στην εξÝταση των γεγονüτων. Στην πραγματικüτητα δεν εßναι ο ΜπαστιÝν ΜατρÜ που ο Πρüεδρος εξετÜζει, αλλÜ ο Αστυφýλακας 64. Πιστεýει πως Ýνας Üνθρωπος υπüκειται σε σφÜλματα. Ο Πßτερ κι ο Πολ μπορεß να κÜνουν λÜθη. Ο ΚαρτÝσιος κι ο ΓκασÝντι, ο ΛÜιμπνιτς κι ο Νιοýτον, ο Μπισü κι ο Κλοντ ΜπερνÜρ Þταν Üτομα επιρρεπÞ στο σφÜλμα. Ολοι μας μποροýμε να σφÜλουμε οποιαδÞποτε στιγμÞ. Οι αιτßες του σφÜλματος εßναι αμÝτρητες. Οι αντιλÞψεις των αισθÞσεþν μας κι η κρßση του νου μας, αποτελοýν πηγÝς πλÜνης κι αιτßες αβεβαιüτητας. Δεν τολμÜμε να βασιζüμαστε στη κατÜθεση ενüς μüνο ανθρþπου: "Εις μÜρτυς, ουδεßς μÜρτυς". ΑλλÜ εμπιστευüμαστε Ýναν αριθμü.
»Ο ΜπαστιÝν ΜατρÜ απ' το Σßντο-Μüντε, κÜνει σφÜλματα. ΑλλÜ ο Αστυφýλακας 64, αν αφαιρεθεß η ανθρþπινη φýση του, δε μπορεß να σφÜλλει. Αποτελεß μιαν οντüτητα. Μια οντüτητα δεν Ýχει τßποτε κοινü μ' Ýναν Üνθρωπο, εßναι ελεýθερη απü οτιδÞποτε συγχÝει, διαφθεßρει κι απογοητεýει ανθρþπους. Εßναι αγνÞ, αμετÜβλητη κι ανüθευτη. Συνεπþς οι πταισματοδßκες δεν δßστασαν να απορρßψουν την κατÜθεση ενüς απλοý ανθρþπου, του Δρ Δαβßδ ΜατιÝ, και να δεχτοýν εκεßνη του Αστυφýλακα 64, που αποτελεß την καθαρÞ ιδÝα, μια απορροÞ θεßας φýσης που κατÝβηκε στο εδþλιο.
»Ακολουθþντας μια τÝτοια γραμμÞ επιχειρημÜτων, ο Πρüεδρος Μπουρßς επιτυγχÜνει Ýνα εßδος αλÜθητου, το μüνο το οποßο μπορεß να φιλοδοξεß Ýνας δικαστÞς. Οταν ο Üνθρωπος που καταθÝτει εßναι οπλισμÝνος μ' Ýνα σπαθß, πρÝπει να δοθεß προσοχÞ στη κατÜθεση του σπαθιοý, üχι του ανθρþπου. Ο Üνθρωπος εßναι ποταπüς και μπορεß να κÜνει λÜθος. Το σπαθß δεν εßναι ποταπü και Ýχει πÜντα δßκιο. Ο Πρüεδρος Μπουρßς Ýχει μπει βαθιÜ σο πνεýμα των νüμων. Η κοινωνßα βασßζεται στη δýναμη. ΠρÝπει να σεβüμαστε τη δýναμη ως μεγαλειþδες θεμÝλιο της κοινωνßας. Η δικαιοσýνη εßναι η εφαρμογÞ της δýναμης. Ο Πρüεδρος Μπουρßς ξÝρει üτι ο Αστυφýλακας 64 εßναι Ýνα αναπüσπαστο μÝρος της ΚυβÝρνησης. Η ΚυβÝρνηση ενυπÜρχει στον κÜθε αξιωματοýχο της. Να μειþσει την εξουσßα του Αστυφýλακα 64 σημαßνει να αποδυναμþσει το ΚρÜτος. Αν τρως τα φýλλα μιας αγκινÜρας σημαßνει üτι τρως την ßδια την αγκινÜρα, üπως το θÝτει ο Μποσοýκτ στην υπÝροχη γλþσσα του. ("ΠολιτικÞ μÝσα απ' την Αγßα ΓραφÞ").
»Ολα τα σπαθιÜ του ΚρÜτους εßναι γυρισμÝνα προς την ßδια κατεýθυνση. Το να αντιτÜσσεις το Ýνα εναντßον του Üλλου σημαßνει ν' ανατρÝπεις την Δημοκρατßα. Γι' αυτüν το λüγο, ο Κρενκεμπßιγ, ο κατηγοροýμενος, δßκαια καταδικÜζεται σε δυο βδομÜδες φυλÜκιση κι Ýνα πρüστιμο πενÞντα φρÜγκων, με βÜση τη κατÜθεση του Αστυφýλακα 64. Μου φαßνεται σαν ν' ακοýω τον ßδιο τον Πρüεδρο Μπουρßς να εξηγεß τις ανþτερες κι ευγενεßς αιτßες που οδηγÞσανε στην απüφασÞ του. Σα να τον ακοýω να λÝει:
"Δßκασα αυτü το Üτομο σýμφωνα με την κατÜθεση του Αστυφýλακα 64, επειδÞ ο Αστυφýλακας 64 εßναι απορροÞ της δημüσιας δýναμης. Κι αν θÝλετε ν' αποδειχθεß η σοφßα μου, φανταστεßτε τις συνÝπειες αν εßχα υιοθετÞσει την αντßστροφη πορεßα. ΑμÝσως θα καταλÜβετε üτι αυτü θα Þταν παρÜλογο. Διüτι, αν οι αποφÜσεις μου Þταν αντßθετες με την εξουσßα, δεν θα τις εκτελοýσαν ποτÝ. Σημειþστε, κýριοι, üτι οι δικαστÝς μποροýν να επιβÜλλονται μüνο üταν η εξουσßα εßναι με το μÝρος τους. Ενας δικαστÞς χωρßς αστυνομικοýς δεν θα Þταν τßποτε Üλλο παρÜ Ýνας τεμπÝλης ονειροπüλος. Θα 'βλαπτα τον εαυτü μου αν επÝτρεπα σ' Ýναν αστυνομικü να 'χει λÜθος. ΕπιπλÝον, το ßδιο το πνεýμα των νüμων εßναι αντßθετο μ' αυτü που θα 'κανα. Ν' αφοπλßζεις τους δυνατοýς και να εξοπλßζεις τους αδýνατους σημαßνει ν' ανατρÝπεις εκεßνη την κοινωνικÞ τÜξη που Ýχω καθÞκον να προστατεýω. Η δικαιοσýνη εßναι η κýρωση της κατεστημÝνης αδικßας. Ηταν ποτÝ η δικαιοσýνη αντßθετη σε κατακτητÝς και σφετεριστÝς; Οταν εμφανßζεται μια παρÜνομη δýναμη, η δικαιοσýνη δεν Ýχει παρÜ να την αναγνωρßσει κι η δýναμη γßνεται νüμιμη. Το παν εßναι η μορφÞ και μεταξý εγκλÞματος και νομιμüτητας υπÜρχει μια τüσο μικρÞ απüσταση üσο το πÜχος ενüς φýλλου χαρτιοý. Ητανε στο χÝρι σου, Κρενκεμπιιγ, να εßσαι ο πιο δυνατüς. Αν, μετÜ που φþναξες: "Mort aux vaches!" εßχες κηρυχθεß αυτοκρÜτορας, δικτÜτορας, πρüεδρος της δημοκρατßας Þ ακüμη και δημοτικüς σýμβουλος, σε διαβεβαιþ üτι δεν θα 'χες καταδικαστεß οýτε σε δυο βδομÜδες φυλακÞ, οýτε θα πλÞρωνες πενÞντα φρÜγκα πρüστιμο. Θα σ' εßχα αθωþσει. Μπορεßς να εßσαι σßγουρος γι' αυτü".
»Αναμφßβολα αυτÜ θα μποροýσαν να 'ταν τα λüγια του ΠροÝδρου Μπουρßς. Γιατß Ýχει κριτικü νου και ξÝρει τι οφεßλει στη κοινωνßα Ýνας δικαστÞς. Υπερασπßζει κοινωνικÝς αρχÝς με τÜξη κι ακρßβεια. Η δικαιοσýνη εßναι κοινωνικÞ. Μüνο Üτομα με λανθασμÝνο σκεπτικü θα κÜναν τη δικαιοσýνη να 'ναι ανθρþπινη και λογικÞ. Η δικαιοσýνη απονÝμεται με καθορισμÝνους κανüνες, üχι με βÜση τα συναισθÞματα και τις αναλαμπÝς ευφυÀας. ΠÜνω απ' üλα μη ζητÜτε απ' τη δικαιοσýνη να 'ναι δßκαιη, δεν Ýχει ανÜγκη να 'ναι δßκαιη εφüσον λÝγεται δικαιοσýνη και μπορþ ακüμη και να πω πως η ιδÝα της δßκαιης δικαιοσýνης μπορεß να 'χει γεννηθεß μüνο στο μυαλü ενüς αναρχικοý.
»Εßναι αλÞθεια πως ο Πρüεδρος Μαγκνü απαγγÝλλει δßκαιες αποφÜσεις, αλλÜ και να τις αναιρÝσει πÜλι δικαιοσýνη θα εßναι κι αυτü. Ο δοκιμασμÝνος δικαστÞς ζυγßζει τις μαρτυρικÝς καταθÝσεις με το βÜρος των üπλων. Ετσι Ýγινε στην υπüθεση Κρενκεμπßιγ αλλÜ και σε περισσüτερες, ακüμα και πιο σπουδαßες, υποθÝσεις».
ΑυτÜ Ýλεγε ο Κýριος Ζαν Λερμßτ, καθþς βÜδιζε πÜνω κÜτω στην Αßθουσα των ΧαμÝνων ΒημÜτων.
Ξýνοντας την Üκρη της μýτης του, ο Μετρ ΖοζÝφ ΟμπαρÝ, που 'ξερε καλÜ το μÝγαρο, απÜντησε:
-«Αν θÝλετε ν' ακοýσετε τι νομßζω, δε πιστεýω πως ο Πρüεδρος Μπουρßς Ýφτασε σ' Ýνα τüσο μεταφυσικü επßπεδο. ΚατÜ τη γνþμη μου, üταν δÝχτηκε ως αληθÞ τη κατÜθεση του Αστυφýλακα 64, απλþς ενÞργησε σýμφωνα με το προηγοýμενο. Η μßμηση βρßσκεται στη βÜση των περισσüτερων ανθρþπινων πρÜξεων. ¸ν αξιοσÝβαστο Üτομο εßναι αυτüς που συμμορφþνεται στις κοινωνικÝς συνÞθειες. Οι Üνθρωποι εßναι καλοß üταν κÜνουν üπως κÜνουν üλοι οι Üλλοι».
5. ο Κρενκεμπßιγ υποτÜσσεται στους νüμους της δημοκρατßας
Οταν οδηγÞθηκε πÜλι πßσω στη φυλακÞ, ο Κρενκεμπßιγ κÜθησε στην αλυσοδεμÝνη καρÝκλα του, γεμÜτος κατÜπληξη και θαυμασμü. Ο ßδιος δεν Þτανε καθüλου σßγουρος αν οι δικαστÝς Ýκαναν λÜθος. Το δικαστÞριο εßχε αποκρýψει την ουσιþδη αδυναμßα του πßσω απü το μεγαλεßο των τýπων. Ο Κρενκεμπßιγ δε μποροýσε να πιστÝψει πως εßχε δßκιο Ýναντι των δικαστþν, των οποßων οι λüγοι του Þταν ακατανüητοι. Του Þταν αδýνατο να συλλÜβει üτι κÜτι μποροýσε να πÜει στραβÜ σε μια τüσο περßτεχνη τελετÞ. Διüτι, καθþς δεν Þταν συνηθισμÝνος να παρακολουθεß τη Λειτουργßα Þ να συχνÜζει στο ΕλιζÝ, δεν εßχε ποτÝ στη ζωÞ του παρασταθεß σε κÜτι τüσο μεγαλοπρεπÝς, üπως μια δßκη σε πταισματοδικεßο. Ηταν απüλυτα πεπεισμÝνος üτι δεν εßχε φωνÜξει ποτÝ «Mort aux vaches!» To γεγονüς üτι καταδικÜστηκε σε φυλÜκιση δυο βδομÜδων επειδÞ υποτßθεται πως το 'χε πει αυτü του φÜνηκε μεγαλοπρεπÝς μυστÞριο, απü κεßνα τα συμβÜντα της μοßρας που προσχωροýν οι πιστοß χωρßς να τα καταλαβαßνουν, μια κρυφÞ, εντυπωσιακÞ, αξιολÜτρευτη και τρομερÞ αποκÜλυψη.
Αυτüς ο δυστυχισμÝνος γÝρος θεωροýσε τον εαυτü του Ýνοχο για μυστικιστικÞ προσβολÞ του Αστυφýλακα 64, ακριβþς üπως το αγορÜκι που μαθαßνει τη πρþτη κατÞχηση θεωρεß τον εαυτü του Ýνοχο για την αμαρτßα της Εýας. Η δικαστικÞ απüφαση τον Ýπεισε πως εßχε φωνÜξει «Mort aux vaches!» ¢ρα πρÝπει να εßχε φωνÜξει «Mort aux vaches!» μ' Ýνα μυστÞριο τρüπο, Üγνωστο στον εαυτü του. Εßχε μεταφερθεß σ' Ýναν υπερφυσικü κüσμο. Η δßκη του Þταν η αποκÜλυψη του. Ο Κρενκεμπßιγ δεν εßχε ξεκÜθαρη αντßληψη για την παρÜβαση κι η αντßληψη του για τη ποινÞ Þταν ακüμη πιο ασαφÞς. Η απüφαση του δικαστηρßου του φÜνηκε σα μια επßσημη κι ανþτερη ιεροτελεστßα, σα κÜτι εκτυφλωτικü κι ακατανüητο, που δε συζητεßται και για το οποßο δε πρÝπει οýτε να επαινεßς κι οýτε να λυπÜσαι κÜποιον.
Αν κεßνη τη στιγμÞ Ýβλεπε τον Πρüεδρο Μπουρßς, μ' Üσπρα φτερÜ και φωτοστÝφανο γýρω απ' το μÝτωπο του, να κατεβαßνει απü Ýνα Üνοιγμα στο ταβÜνι, δεν θα δοκßμαζε καμßα Ýκπληξη γι' αυτÞ την καινοýρια εκδÞλωση της δικαστικÞς δüξας. ΜÜλλον θα 'λεγε: «Εßναι η συνÝχεια της δßκης μου»!
Την Üλλη μÝρα τον επισκÝφθηκε ο δικηγüρος του:
-«Λοιπüν, καλÝ μου Üνθρωπε, τα πρÜγματα δεν πÜνε και τüσον Üσχημα τελικÜ! Μην απελπßζεσαι. Δυο βδομÜδες περνοýν εýκολα. Δεν υπÜρχει ιδιαßτερος λüγος να παραπονιüμαστε».
-«Σ' ü,τι αφορÜ αυτü, πρÝπει να πω πως οι κýριοι Þτανε πολý καλοß, πολý ευγενικοß: οýτε μια αγενÞς λÝξη. Δε θα το πßστευα. Κι ο 'μοτικüς φοροýσε Üσπρα γÜντια. Το προσÝξατε»;
-«¸χοντας υπüψη τα πÜντα, κÜναμε καλÜ που ομολογÞσαμε».
-«ºσως».
-«Κρενκεμπßιγ, Ýχω κÜποια καλÜ νÝα για σÝνα. Ενας φιλÜνθρωπος που κατÜφερα να του κινÞσω το ενδιαφÝρον για σÝνα μου 'δωσε πενÞντα φρÜγκα. Το ποσü θα χρησιμοποιηθεß για να πληρþσουμε το πρüστιμü σου».
-«Πüτε θα μου δþσετε τα λεφτÜ»;
-«Θα πληρωθοýνε στη γραμματεßα. Δε χρειÜζεται ν' ασχοληθεßς μ' αυτü».
-«Δε πειρÜζει. ΠÜντως εßμαι πολý ευγνþμων σ' αυτü τον Üνθρωπο». Κι ο Κρενκεμπßιγ μουρμοýρισε σκεπτüμενος: «Αυτü που μου συμβαßνει εßναι ασυνÞθιστο».
-«Μην υπερβÜλλεις, Κρενκεμπßιγ. Η περßπτωση σου δεν εßναι καθüλου σπÜνια».
-«ΜÞπως μπορεßτε να μου πεßτε ποý βÜλανε το καρüτσι μου»;
6. ο Κρενκεμπßιγ στο φως της κοινÞς γνþμης
ΜετÜ την αποφυλÜκιση του, ο Κρενκεμπßιγ Ýσπρωχνε το καρüτσι του κατÜ μÞκος της Οδοý ΜονμÜρτρ, φωνÜζοντας:
-«ΛÜχανα, γογγýλια, καρüτα». Δεν Ýνιωθε ντροπÞ οýτε περηφÜνεια για τη περιπÝτειÜ του. Η ανÜμνησÞ της δε του 'ταν οδυνηρÞ. Τη κατÝτασσε στο νου του ανÜμεσα στα üνειρα, τα ταξßδια και τις διασκεδÜσεις. ΑλλÜ, πÜνω απ' üλα, Þτανε χαροýμενος που περπατοýσε ξανÜ στις λÜσπες, κατÜ μÞκος των πλακüστρωτων δρüμων και που 'βλεπε ξανÜ το βροχερü ουρανü της πüλης πÜνω απ' το κεφÜλι του. Σταματοýσε σε κÜθε γωνιÜ να πιει Ýνα ποτü. ΜετÜ εýθυμος κι ανÝμελος, Ýφτυνε στα χÝρια του για να υγρÜνει τις ροζιασμÝνες παλÜμες του, σÞκωνε τα χεροýλια κι Ýσπρωχνε πÜλι το καρüτσι του. Στο ενδιÜμεσο, Ýνα σμÞνος σπουργιτιþν, φτωχÜ και πρωινÜ üπως κι ο ßδιος, που ψÜχνανε τα προς το ζην στους δρüμους, πετÜξανε ψηλÜ üταν ακοýστηκε η τüσο οικεßα φωνÞ του: «ΛÜχανα, γογγýλια, καρüτα». Μια γριÜ νοικοκυρÜ που εßχεν εμφανιστεß, του 'πε καθþς Üγγιζε το σÝλινο:
-«Τß Ýπαθες, μπÜρμπα Κρενκεμπßιγ; Δεν σ' Ýχουμε δει εδþ και τρεις εβδομÜδες. ¹σουν Üρρωστος; Φαßνεσαι κομμÜτι χλωμüς».
-«Να σου πω, κυρÜ Μαγιü, Ýκανα τον κýριο».
Τßποτα δεν Üλλαξε στη ζωÞ του, εκτüς του üτι πÞγαινε πιο συχνÜ στη ταβÝρνα, γιατß σκεφτüτανε πως Þτανε γιορτÞ κι üτι εßχε κÜνει τη γνωριμßα φιλÜνθρωπων. Γýριζε στη σοφßτα του αρκετÜ εýθυμος. ΞαπλωμÝνος στο στρþμα του, τραβοýσε πÜνω του τους δυο σÜκους που χρησιμοποιοýσε για κουβÝρτες, που 'χε δανειστεß απü το καστανοπþλη στη γωνßα και συλλογιζüτανε: «Λοιπüν, η φυλακÞ δεν εßναι και τüσον Üσχημη, Ýχεις ü,τι θες εκεß μÝσα. ΠÜντως, εßναι καλýτερα στο σπßτι». Η ικανοποßηση του δε κρÜτησε πολý. Σýντομα αντιλÞφθηκε πως οι πελÜτες του τονε λοξοκοιτοýσαν.
-«Καλü σÝλινο, κυρÜ Κουαντρü»!
-«Δε θÝλω τßποτα».
-«Τß! Τßποτα! Με αÝρα ζεις τüτε»;
Κι η κυρÜ Κουαντρü χωρßς να καταδÝχεται ν' απαντÞσει γυρνÜ στο μεγÜλο αρτοποιεßο που 'ταν αφεντικßνα. Οι μαγαζÜτορες κι οι επιστÜτες, που κÜποτε μαζεýονταν γýρω απü το καρüτσι του γεμÜτο πρÜσινα και φρÝσκα λαχανικÜ, τþρα του γýριζαν τη πλÜτη. ¼ταν Ýφτασε στου παπουτσÞ, στο σýμβολο του ΑγγÝλου Φýλακα, κει που 'χαν αρχßσει οι περιπÝτειες του με τη δικαιοσýνη, φþναξε:
-«ΚυρÜ ΜπαγιÜρντ, μου χρωστÜς εφτÜμισι φρÜγκα απ' τη προηγοýμενη φορÜ».
ΑλλÜ η κυρÜ ΜπαγιÜρντ, που καθüταν στον πÜγκο της, δεν καταδÝχτηκε να γυρßσει το κεφÜλι. ΟλÜκερη η Οδüς ΜονμÜρτρ Þξερε πως ο γερο-Κρενκεμπßιγ εßχε πÜει φυλακÞ κι ολÜκερη η οδüς ΜονμÜρτρ αρνιüταν üτι τονε γνþριζε. Η διÜδοση της καταδßκης του εßχε φτÜσει μÝχρι το Φομποýρ και τη θορυβþδη γωνßα της Οδοý ΡισÝ. Εκεß, γýρω στο μεσημÝρι, ο Κρενκεμπιιγ αντιλÞφθηκε τη κυρßα Λορ, μια ευγενικÞ και πιστÞ πελÜτισσα, που 'σκυβε πÜνω στο καρüτσι ενüς Üλλου πλανüδιου μανÜβη, του νεαροý ΜαρτÝν. Η κυρßα ψηλαφοýσε Ýνα μεγÜλο λÜχανο. Τα μαλλιÜ της Ýλαμπαν στο ηλιüφως σα μÜζες χαλαρÜ πλεγμÝνου χρυσαφÝνιου νÞματος. Κι ο νεαρüς ΜαρτÝν, Ýνας ασÞμαντος Üνθρωπος κι Üχρηστος, διαμαρτυρüταν με το χÝρι στη καρδιÜ πως δεν υπÞρχανε πιο ωραßα λαχανικÜ απü τα δικÜ του. ΒλÝποντÜς το, η καρδιÜ του Κρενκεμπιιγ ρÜγισε. ¸σπρωξε το καρüτσι του δßπλα στο καρüτσι του νεαροý ΜαρτÝν και, με μια λυπητερÞ σπασμÝνη φωνÞ, εßπε στη κυρßα Λορ:
-«Εßναι Üδικο απü μÝρος σας να μ' εγκαταλεßψετε».
Η κυρßα Λορ δεν Þταν, üπως κι η ßδια παραδεχüταν, σε καμßα περßπτωση δοýκισσα. Τις απüψεις της για το φορτηγÜκι της φυλακÞς και το αστυνομικü τμÞμα δεν τις εßχε αποκτÞσει απü την καλÞ κοινωνßα. ΑλλÜ εßναι πρÜγματι αδýνατο για κÜποιον να εßναι τßμιος σε κÜθε σταθμü της ζωÞς του; Ο καθÝνας Ýχει Ýναν αυτοσεβασμü και δεν εßναι ευχÜριστο ν' ασχοληθεßς με κÜποιον που μüλις Ýχει βγει απü τη φυλακÞ. ¢ρα, η μüνη σημασßα που Ýδωσε η κυρßα στον Κρενκεμπιιγ Þταν Ýνα βλÝμμα γεμÜτο αηδßα. Κι ο γÝρο-πλανüδιος μανÜβης, πικραμÝνος απü την προσβολÞ, φþναξε:
-«ΤρÜβα στις βρωμιÜρες υπηρÝτριες του σιναφιοý σου».
Η κυρßα Λορ Üφησε το λÜχανο να πÝσει απü τα χÝρια της και φþναξε:
-«Εε! ΤρÜβα συ απü δω, τιποτÝνιε. Μüλις βγÞκες απ' τη φυλακÞ και προσβÜλλεις πÜλι κüσμο»!
Αν ο Κρενκεμπιιγ εßχε τον παραμικρü αυτοÝλεγχο δεν θα εßχε απαντÞσει στα ουρλιαχτÜ της κυρßας Λορ. Ο Κρενκεμπιιγ Þξερε πÜρα πολý καλÜ üτι δεν εßναι κανεßς κυρßαρχος της μοßρας του, üτι δε μπορεß πÜντα κανεßς να διαλÝγει το επÜγγελμÜ του κι üτι καλοß Üνθρωποι υπÜρχουνε παντοý. Ητανε συνηθισμÝνος ν' αγνοεß διακριτικÜ τις δουλειÝς των πελατþν της μαζß του και δε περιφρονοýσε κανÝναν. ΑλλÜ τþρα Þταν εκτüς εαυτοý. Τρεις φορÝς ονüμασε τη κυρßα Λορ μπεκροý, υπηρÝτρια, γριÜ μÝγαιρα. Μια παρÝα απü τεμπÝληδες μαζεýτηκε γýρω απü τη κυρßα Λορ και τον Κρενκεμπßιγ. Οι δυο τους αντÜλλαξαν και κÜποιες βρισιÝς εξßσου σοβαρÝς üπως οι αρχικÝς και σýντομα θα 'χαν εξαντλÞσει το λεξιλüγιο τους, αν δεν εßχε εμφανιστεß ξÜφνου Ýνας αστυνομικüς, που αμÝσως, με τη σιωπÞ και την ακινησßα του, τους Ýκανε εξßσου σιωπηλοýς κι ακßνητους üπως κι ο ßδιος. Οι δýο τους χþρισαν. ΑλλÜ αυτÞ η σκηνÞ Þταν η τελευταßα σταγüνα που ξεχεßλισε το ποτÞρι της δυσφÞμισης του Κρενκεμπßιγ στη περιοχÞ της Φομποýρ ΜονμÜρτρ και της Οδοý ΡισÝ.
7. αποτελÝσματα
Ο γÝρος συνÝχισε τον δρüμο του μουρμουρßζοντας: «ΑποδεδειγμÝνα εßναι Ýνα παλιοθÞλυκο και τßποτε παραπÜνω». ΑλλÜ στο βÜθος της καρδιÜς του δεν Þταν αυτü το παρÜπονο που 'χε γι' αυτÞν. Ο Κρενκεμπßιγ δε τη περιφρονοýσε γι' αυτü που Þταν. Αντßθετα, τη σεβüταν γι' αυτü, επειδÞ Þξερε üτι αυτÞ Þτανε λιτÞ και τακτικÞ. ΚÜποτε τους Üρεσε να μιλÜνε μαζß. ΑυτÞ του 'λεγε για τους γονεßς της, που ζοýσανε στην επαρχßα. Κι εßχαν κι οι δυο αποφασßσει να Ýχουν Ýνα μικρü κÞπο και να κρατοýνε πουλερικÜ. Ητανε καλÞ πελÜτισσα. Και μετÜ, να τη βλÝπει ν' αγορÜζει λÜχανα απü τον νεαρü ΜαρτÝν, Ýνα βρþμικο, Üχρηστο παλιÜνθρωπο, του ρÜγισε τη καρδιÜ. Κι üταν αυτÞ Ýκανε πως τον περιφρονοýσε, αυτü του γÝμισε το ποτÞρι και τüτε...
Αλλ' αυτÞ, αλßμονο, δεν Þταν η μüνη που τον απÝφευγε σαν να 'χε πανοýκλα. ¼λοι τον απÝφευγαν. ¼πως η κυρßα Λορ, η κυρßα Κουαντρü, η αρτοποιüς, Ýτσι κι η κυρßα ΜπαγιÜρντ απü τον Αγγελο Φýλακα τονε περιφρονοýσε και τον Ýδιωχνε. Μα! Ολη η κοινωνßα αρνιüταν να 'χει σχÝσεις μαζß του. ¢ρα, επειδÞ κÜποιος πÞγε φυλακÞ για δυο βδομÜδες, δεν Þταν αρκετÜ καλüς οýτε για να πουλÜ πρÜσα! ¹τανε δßκαιο αυτü; ¹τανε λογικü να καταδικÜζεις Ýν ευπρεπÝς πλÜσμα να πεθÜνει απü τη πεßνα επειδÞ εßχε προβλÞματα μ' Ýναν μπÜτσο;
Αν δεν του επιτρεπüταν να πουλÜ λαχανικÜ, τüτε τελεßωσαν üλα για τον Κρενκεμπßιγ. Σαν νοθευμÝνο κρασß ο Κρενκεμπßιγ ξßνισε. Απü τüτε που εßχε λüγια με üλο τον κüσμο. Για το τßποτα Ýλεγε στους πελÜτες του τι πßστευε γι' αυτοýς και με πολý σαφεßς üρους, σας διαβεβαιþ. Αν αυτοß Üγγιζαν τα λαχανικÜ του για πολλÞ þρα τους Ýλεγε κατÜμουτρα φαφλατÜδες κι Üμυαλους. ¼μοια στη ταβÝρνα ο Κρενκεμπßιγ Ýσκουζε στους συντρüφους του. Ο φßλος του, ο καστανÜς, δεν τον αναγνþριζε πια κι Ýλεγε üτι ο γÝρος-Κρενκεμπßιγ Ýγινε Ýνας πραγματικüς σκαντζüχοιρος. Ο Κρενκεμπßιγ αναμφßβολα γινüταν αγενÞς, δυσÜρεστος, βρωμüστομος, φλýαρος. Η αλÞθεια της υπüθεσης Þτανε πως ο Κρενκεμπßιγ ανακÜλυπτε τις ατÝλειες της κοινωνßας, αλλÜ δεν εßχε τις ικανüτητες ενüς ΚαθηγητÞ Φιλοσοφικþν και Πολιτικþν Επιστημþν þστε να εκφρÜζει τις απüψεις του για τα κακÜ του συστÞματος και για τις απαιτοýμενες μεταρρυθμßσεις. Κι οι σκÝψεις του εξελßσσονταν χωρßς τÜξη και μÝτρο.
Η ατυχßα του τον Ýκανε Üδικο. ¸παιρνε εκδßκηση σ' αυτοýς που δε θÝλανε το κακü του και μερικÝς φορÝς σ' αυτοýς που 'τανε πιο αδýναμοι απ' τον ßδιο. Μια μÝρα χτýπησε τον Αλφüνς, το αγορÜκι του κρασοπþλη, στο αφτß, επειδÞ τον εßχε ρωτÞσει πþς Þταν να πÜει κανεßς φυλακÞ. Ο Κρενκεμπßιγ τον βÜρεσε κι εßπε:
-«Βρωμερü κουτσοýβελο! Ο πατÝρας σου Ýπρεπε να πÜει φυλακÞ, αντß να πλουτßζει πουλþντας δηλητÞριο».
ΠρÜξη και λüγια που δε τιμοýσανε καθüλου τον Κρενκεμπßιγ, γιατß, üπως σωστÜ παρατÞρησε ο καστανÜς, δεν Ýπρεπε να χτυπÜ κανεßς Ýνα παιδß κι οýτε να το κατηγορεß για Ýνα πατÝρα που δεν εßχε διαλÝξει.
Ο Κρενκεμπßιγ Üρχισε να πßνει. Οσο λιγüτερα χρÞματα κÝρδιζε, τüσο περισσüτερο κονιÜκ Ýπινε. Ο Üλλοτε λιτοδßαιτος κι εγκρατÞς Üλλαξε πια κι αυτÞ η αλλαγÞ προξενοýσε και στον ßδιο κατÜπληξη.
-«ΠοτÝ δεν Þμουνα σπÜταλος» εßπε. «ΥποθÝτω üτι δε καλυτερεýει κανεßς üσο μεγαλþνει».
ΜερικÝς φορÝς κατηγοροýσε βαριÜ τον εαυτü του για το παρÜπτωμα και τη τεμπελιÜ του:
-«Κρενκεμπßιγ, γÝρο, δε κÜνεις για τßποτε παρÜ να σηκþνεις το ποτÞρι σου».
ΜερικÝς φορÝς ξεγελοýσε τον εαυτü του και συμπÝραινε üτι χρειαζüτανε το ποτü:
-«ΠρÝπει να πιω μια γουλιÜ, πρÝπει να πιω μια σταγüνα για να δυναμþσω και να μου φτιÜξει η διÜθεση. Νιþθω σα να 'χω φωτιÜ μÝσα μου και δεν υπÜρχει τßποτε καλýτερο απ' το ποτü για να τη σβÞσω».
ΣυχνÜ συνÝβαινε να χÜσει τη λαχαναγορÜ τα πρωινÜ κι Ýτσι αναγκαζüταν να προμηθευτεß χαλασμÝνα φροýτα και λαχανικÜ με πßστωση. Μια μÝρα, αισθÜνθηκε κουρασμÝνος και χωρßς κουρÜγιο, Üφησε το καρüτσι του στη παρÜγκα και πÝρασε üλη τη μÝρα στο υπαßθριο μαγαζß της κυρÜ Ροζ που πουλοýσε πατσÜ Þ μπαινοβγαßνοντας στις κÜβες της αγορÜ. Το βρÜδυ καθισμÝνος σ' Ýνα καλÜθι συλλογßστηκε κι αντιλÞφθηκε τη παρακμÞ του. ΘυμÞθηκε τη δýναμη των νιÜτων του, τα επιτεýγματα του παλιοý καιροý, τη σκληρÞ δουλειÜ και τα χαροýμενα βρÜδια, κεßνες τις ημÝρες που περνοýσανε γοργÜ üλες γεμÜτες κι ßδιες, το περπÜτημα στο σκοτÜδι πÜνω-κÜτω, στο πλακüστρωτο της αγορÜς, περιμÝνοντας τη πρωινÞ χοντρικÞ, τα λαχανικÜ που τα κουβαλοýσε αγκαλιÜ και που τα τακτοποιοýσε με μερÜκι στο καρüτσι. ΘυμÞθηκε τον πολý ζεστü μαýρο καφÝ της ΜαμÜς Θεοδþρας, που τον Ýπινε üρθιος, με μια γουλιÜ, θυμÞθηκε το πως Ýπιανε δυνατÜ τα χεροýλια και, μετÜ, καθþς περνοýσε τους δρüμους γεμÜτους κüσμο, τη δυνατÞ κραυγÞ, που 'σκιζε σα λÜλημα πετεινοý τον πρωινü αÝρα. ¼λη η αθþα σκληρÞ ζωÞ του ανθρþπινου αλüγου απλωνüτανε μπρος του. Για μισüν αιþνα στο κινητü του μαγαζß, εßχε προσφÝρει στο λαü της πüλης τη φρÝσκια σοδειÜ των λαχανüκηπων κρατημÝνη με φροντßδα και ξενýχτι. Κουνþντας το κεφÜλι ο Κρενκεμπßιγ αναστÝναξε:
-«¼χι! Δεν εßμαι πια αυτüς που 'μουνα. Τελεßωσα. Η στÜμνα πÜει τüσο συχνÜ στο πηγÜδι, μÝχρι που στο τÝλος σπÜει. Και δεν Ýγινα ποτÝ πια ßδιος απü τüτε που 'χα την υπüθεση με τους δικαστÝς. ¼χι δεν εßμαι πια ο Üνθρωπος που 'μουνα».
Με λßγα λüγια, το ηθικü του εßχε καταρρακωθεß. Κι üταν Ýνας Üνθρωπος φτÜνει σ' αυτÞ τη κατÜσταση, εßναι σαν να κεßται στο χþμα, ανßκανος να σηκωθεß. ¼λοι οι περαστικοß τον ποδοπατοýν.
8. η κατÜληξη
¸πειτα Þρθε η φτþχεια, μαýρη φτþχεια. Ο γÝρος πλανüδιος μανÜβης, που γυρνοýσε σπßτι απü το Φομποýρ ΜονμÜρτρ με μια σακοýλα γεμÜτη νομßσματα των πÝντε φρÜγκων, τþρα πια δεν εßχε οýτε Ýνα νüμισμα. Ο χειμþνας Þρθε. ΕπειδÞ τον εßχανε διþξει απ' τη σοφßτα που 'μενε, κοιμüτανε κÜτω απ' τα καρüτσια σε μια παρÜγκα. ¸βρεχε μÝρες τþρα, τα χαντÜκια ξεχεßλιζαν κι η παρÜγκα πλημμýρισε. ΚουλουριασμÝνος στο καρüτσι του, πÜνω απü το βρομερü νερü, με αρÜχνες, ποντικοýς και μισοπεθαμÝνες απü την πεßνα γÜτες για παρÝα, ο Κρενκεμπßιγ συλλογιζüταν στο σκοτÜδι. Δεν εßχε φÜει τßποτε üλη τη μÝρα και δεν εßχε πια οýτε τους σÜκους του καστανÜ για σκεπÜσματα. Τüτε θυμÞθηκε τις δυο εβδομÜδες που η κυβÝρνηση του εßχε εξασφαλßσει φαγητü και ροýχα. ΖÞλευε την τýχη των φυλακισμÝνων. Αυτοß δεν υποφÝρουν απü το κρýο Þ τη πεßνα. Μια σκÝψη του Þρθε: «Αφοý ξÝρω το κüλπο, γιατß να μη το χρησιμοποιÞσω»;
Σηκþθηκε και βγÞκε στους δρüμους. ¹τανε λßγο μετÜ τις Ýντεκα. Η νýχτα Þτανε σκοτεινÞ και ψυχρÞ. ¸πεφτε υγρÞ ομßχλη, πιο κρýα και πιο διαπεραστικÞ απü τη βροχÞ. Οι λßγοι περαστικοß περπατοýσαν κÜτω απü τα μπαλκüνια των σπιτιþν. Ο Κρενκεμπßιγ πÝρασε την εκκλησßα του Αγßου Ευσταθßου και μπÞκε στην Ýρημη Οδü ΜονμÜρτρ. Ενας φýλακας της ειρÞνης στεκüτανε στο πεζοδρüμιο, κοντÜ στην εκκλησßα, κÜτω απü μια λÜμπα με υγραÝριο και γýρω του η ψιλÞ βροχÞ φαινüτανε κοκκινωπÞ στο φως της λÜμπας. Η βροχÞ Ýπεφτε στη κουκοýλα του αστυνομικοý. Αυτüς φαινüτανε παγωμÝνος μÝχρι το κüκαλο, αλλÜ, εßτε επειδÞ προτιμοýσε να βρßσκεται στο φως, εßτε επειδÞ εßχε κουραστεß να περπατÜ, στεκüτανε κÜτω απü τη λÜμπα, που ßσως του φÜνηκε σα φßλος, σαν σýντροφος. Στη μοναξιÜ της νýχτας η φλüγα που τρεμüπαιζε Þταν η μüνη του διασκÝδαση. Ακßνητος üπως Þτανε, δεν φαινüτανε σχεδüν καθüλου ανθρþπινος. Η αντανÜκλαση απü τις μπüτες του στο υγρü πεζοδρüμιο, που 'μοιαζε με λßμνη, τον προÝκτεινε προς τα κÜτω κι απü απüσταση τον Ýκανε να μοιÜζει μ' Ýνα αμφßβιο τÝρας, μισü μÝσα και μισü Ýξω απü το νερü. Αν τον κοιτοýσε κανεßς απü πιο κοντÜ, Ýβλεπε ταυτüχρονα μια καλογερßστικη και στρατιωτικÞ εμφÜνιση. Το τραχý γνþρισμα της Ýκφρασης του μεγεθυνüταν κÜτω απü τη σκιÜ της κουκοýλας, μελαγχολικü κι ατÜραχο. Εßχε Ýνα χοντρü μουστÜκι, κοντü και γκρßζο. ¹τανε παλιüς μπÜτσος, Ýνας Üντρας πÜνω απü τα σαρÜντα. Ο Κρενκεμπßιγ τον πλησßασε απαλÜ και με αδýναμη διστακτικÞ φωνÞ, εßπε:
-«Mort aux vaches»!
¸πειτα περßμενε το αποτÝλεσμα αυτþν των ιερþν λÝξεων. ΑλλÜ δεν Üκουσε τßποτε. Ο αστυφýλακας παρÝμεινε ακßνητος και σιωπηλüς, με τα χÝρια διπλωμÝνα κÜτω απü τον κοντü μανδýα. Τα μÜτια του Þταν ορθÜνοιχτα, γυÜλιζαν στο σκοτÜδι και κοιτοýσανε τον Κρενκεμπßιγ με μελαγχολßα, εγρÞγορση και περιφρüνηση. Ο Κρενκεμπßιγ, κατÜπληκτος, αλλÜ αποφασιστικüς, μουρμοýρισε ξανÜ:
-«Mort aux vaches! σου λÝω».
Στο παγωμÝνο σκοτÜδι επικρÜτησε μακρÜ σιωπÞ, μαζß με τον Þχο της ψιλÞς διαπεραστικÞς βροχÞς. ΤελικÜ μßλησε ο αστυφýλακας:
-«ΤÝτοια πρÜματα δε λÝγονται... Σßγουρα δε λÝγονται. Στην ηλικßα σου Ýπρεπε να το ξÝρεις αυτü. Φýγε».
-«Γιατß δε με συλλαμβÜνεις;» ρþτησε ο Κρενκεμπßιγ.
Ο αστυφýλακας κοýνησε το κεφÜλι του κÜτω απ' την κουκοýλα που Ýσταζε:
-«Αν Þταν να μαζÝψουμε üλους τους Üμυαλους που λÝν ü,τι δε πρÝπει, Ýπρεπε να διακüψουμε τη δουλειÜ μας!.. Και τß θα κερδßζαμε»;
ΤσακισμÝνος απü τη τüσο μεγαλοπρεπÞ περιφρüνηση, ο Κρενκεμπßιγ παρÝμεινε για λßγη þρα απαθÞς και σιωπηλüς, με τα πüδια του στο χαντÜκι. Πριν φýγει προσπÜθησε να εξηγÞσει:
-«Δεν Þθελα να πω: Mort aux vaches! σε σÝνα. Δεν Þτανε για σÝνα, üσο δεν Þτανε και για κÜποιον Üλλον. ¹ταν απλÜ μια ιδÝα».
Ο αστυφýλακας του απÜντησε αυστηρÜ αλλÜ φιλικÜ:
-«Εßτε ιδÝα, εßτε οτιδÞποτε Üλλο, δε πρÝπει να λÝγεται, γιατß, üταν Ýνας Üνθρωπος κÜνει το καθÞκον του κι αντÝχει πολλÜ, δε θα 'πρεπε να τονε προσβÜλλουν μ' επιπüλαιες λÝξεις. Σου ξαναλÝω να φýγεις».
Ο Κρενκεμπßιγ, με σκυμμÝνο κεφÜλι και χÝρια που κρÝμονταν Üτονα, βυθßστηκε στη βροχÞ και στο σκοτÜδι.