|
|
Κλασσικά
Σαμαράκης Αντώνης:
Γλυκύτατος Αρνητής Ειρηνιστής |
Βιογραφικό
Ο Αντώνης Σαμαράκης του Ευριπίδη και της Ανδριανής, γεννήθηκε στην Αθήνα, 16 Αυγούστου 1919. Αποφοίτησε από τη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή κι αποφοίτησε από την ΑΣΟΕ και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για πολλά χρόνια -από το 1935- ήταν υπάλληλος στο Υπ. Εργασίας, -θέση την οποία εγκατέλειψε μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, για να επανέλθει το 1945- ως εμπειρογνώμων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών σε πολλές χώρες για κοινωνικά θέματα και συμμετείχεν ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά, απ' όπου και παραιτήθηκεν οριστικά το 1963. Τότε παντρεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά σύντροφο και συνοδοιπόρο του για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Τη 2ετία 1968-69 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά απ' ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας.
Με μεγάλη κοινωνική δράση υπήρξε απ' τους δημοφιλέστερους Έλληνες, σα συγγραφέας αλλά κι ενεργός πολίτης. Στη Κατοχή συμμετείχε στην Αντίσταση. Το 1944 συνελήφθη από τους ναζί και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ύστερα από περιπέτειες κατάφερε να ξεφύγει. Το ξεκίνημα του στη λογοτεχνία έγινε, όταν ήταν ακόμη έφηβος. Στην αρχή της λογοτεχνικής του καριέρας συνεργάστηκε με τα περιοδικά Παιδικός Κόσμος και Διάπλαση των Παίδων κι αργότερα το 1932 δημοσίευσε τα "Τραγούδια Του Παιδιού" με το ψευδώνυμο Ιωσήφ Κυπριανός. Είχανε προηγηθεί δημοσιεύσεις ποιημάτων του στις αρχές της 10ετίας του '30. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στις σελίδες της Νέας Εστίας κι άλλων περιοδικών, όπως το Ξεκίνημα και τα Νεοελληνικά Γράμματα. Συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ακτίνες μετά τον πόλεμο του 1940.
Η ουσιαστική όμως παρουσία του στα γράμματα άρχισε το 1954 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων "Ζητείται Ελπίς". Το 1959 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του "Σήμα Κινδύνου", το 1961 η συλλογή διηγημάτων "Αρνούμαι" και το μυθιστόρημα "Το Λάθος" (1965). Άλλα έργα του είναι: οι συλλογές διηγημάτων "Το Διαβατήριο" (1973), "Η Κόντρα" (1992), η "Αυτοβιογραφία 1919-" (1996) και το μυθιστόρημα "Εν Ονόματι" (1998). Τα βιβλία του εξετάζουνε ζητήματα όπως ειρήνη, ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη, δημοκρατία κι ανθρώπινα δικαιώματα. Έχει έντονο στοιχείο κοινωνικής καταγγελίας κι αντικατοπτρίζει τις προσωπικές του ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης κοινωνίας. Χρησιμοποίησε απλή γλώσσα και μη επιτηδευμένο ύφος και προσέγγισε τα θέματά του από μιαν έντονα ανθρωποκεντρική γωνία. Προβάλλει έντονη αγωνία για τη πορεία του σύγχρονου κόσμου κοινωνική συνείδηση κι ανθρωπιστική κοσμοθεωρία του. Η γλώσσα του είναι απλή, χωρίς επιτηδευμένο ύφος, ξεχωρίζει κυρίως για τη πυκνότητα των νοημάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ευρηματικότητα στην εξέλιξη και το τέλος της δράσης κι η συχνή χρήση οπτικής χρήσης του λόγου (κείμενα δακτυλογραφημένα, σκίτσα, κ.ά.). Όλο του το έργο είναι εμπνευσμένο από την αγάπη του για τα παιδιά. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 33 γλώσσες, σε 107 ξένες εκδόσεις και κυκλοφοράνε σ' όλο τον κόσμο. Διηγήματά του έχουνε συμπεριληφθεί σ' ελληνικά και ξένα σχολικά και πανεπιστημιακά βιβλία και διδάσκονται στα σχολεία. Μερικά απ' αυτά έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και τη τηλεόραση. Για την Ελλάδα και τα Ηνωμένα Έθνη ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αφρικής, για κοινωνικά θέματα. Σημαντικότατη πτυχή της προσωπικότητας του ήταν η αγάπη του για τα παιδιά. Ως Πρέσβυς Καλής Θέλησης της UNESCO για τα Παιδιά του Κόσμου ταξίδεψε μέχρι και την Αιθιοπία προσφέροντας ό,τι μπορούσε και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας. Έχει υποστηρίξει όλες τις ενημερωτικές και ανθρωπιστικές εκστρατείες της Ελληνικής Επιτροπής της UNICEF κι έχει δώσει 100άδες συνεντεύξεων στα ΜΜΕ για τη UNICEF και τη προσφορά της σε παιδιά που 'χουν ανάγκη. Τα πρωτότυπα σύντομα διηγήματά του κόσμησαν κι εξακολουθούν να κοσμούν εξώφυλλα των τετραδίων της UNICEF που πωλούνται στην Ελλάδα.
Για 20 χρόνια προσέφερε ανεκτίμητη βοήθεια στην UNICEF. Το 1984 ήταν επικεφαλής ελληνικής εκστρατείας ενάντια στο λιμό στην Αιθιοπία που ταξίδεψε δις κι έγραψε τα κείμενα της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη "Αιθιοπία: Οδοιπορικό Θανάτου & Οδοιπορικό Ζωής" που «γύρισε» για τη UNICEF η ΕΡΤ. Με την ακούραστη προσφορά του βοήθησε ν' αναγνωρισθεί η UNICEF στη συνείδηση του κόσμου ως αποτελεσματικός κι αξιόπιστος οργανισμός που αγωνίζεται σκληρά για τα παιδιά. Για τη δράση του αυτή το 1989 η UNICEF Ν. Υόρκης τον ονόμασε 1ον Έλληνα Πρέσβυ Καλής Θέλησης για τα Παιδιά του Κόσμου. Υπήρξεν επίσης από τους εμπνευστές, θερμότατος υποστηρικτής και πρόεδρος της επιτροπής του θεσμού Βουλή των Εφήβων. Είχε πάντα το νου του στους νέους. Με τη λέξη «κατάληψη» ξεκίνησε την ομιλία του το 1999 στη Βουλή των Εφήβων, προτρέποντας τους σε «κατάληψη στη Βουλή των μεγάλων». Αγαπούσε τη Κύπρο και τη τίμησε πολλές φορές με τη παρουσία του. Το δράμα του νησιού αυτού δε μπορούσε ν' αφήσει αυτό τον ευαίσθητο άνθρωπο ασυγκίνητο. Ο Αντώνης Σαμαράκης, αιώνιος έφηβος, έφυγε στις 8 Αυγούστου 2003, στα 84 του χρόνια. Τους τελευταίους μήνες βρισκότανε στη Πύλο. Το σώμα του το χάρισε σ' αυτούς που ελπίζουν να ανακουφίσουν τον άνθρωπο μέσω της επιστήμης.
Διακρίσεις και βραβεία: Το 1962 η συλλογή διηγημάτων "Αρνούμαι" κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος Το μυθιστόρημα του "Το Λάθος" τιμήθηκε με 2 λογοτεχνικά βραβεία: Στην Ελλάδα με το βραβείο των «12» -Έπαθλο Κώστα Ουράνη (1966) και στη Γαλλία με το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας (1970). Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε το 1982 με το Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπάλια. Το 1995 η Γαλλία τον τίμησε με το Κρατικό Βραβείο Τεχνών & Λογοτεχνίας. Παράλληλα με τα λογοτεχνικά βραβεία, έχει δεχτεί πλήθος διακρίσεων και τιμών.Τιμήθηκε με το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Μακαρίου Γ' (Κύπρος, 1992). Με τη διάκριση Ειρήνης και μετάλλιο από την Έκκληση της Ακρόπολης για την Ειρήνη, τη Ζωή και τον Πολιτισμό. Αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Τμήματος Φιλολογίας Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίων Αθηνών, Πατρών & Ιωαννίνων και πνευματικός πρέσβυς των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. 37 δήμοι σ' Ελλάδα και Κύπρο τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους και του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Αξίας της πόλης των Αθηνών. Ένα από τα τελευταία σημειώματά του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της UNICEF και παραμένει επίκαιρο:
Ποτέ Πια Πόλεμος!
"Τις τελευταίες νύχτες δεν βλέπω όνειρα, φοβάμαι πια να ονειρεύομαι" είπε το οχτάχρονο παιδί από το Κόσοβο. Το παιδί ξαναζούσε στα όνειρά του τον εφιάλτη του παράλογου πολέμου. Εμείς πώς τολμάμε να ονειρευόμαστε; "Πόλεμος εναντίον του πολέμου". Άπειρες φορές έχει γραφτεί κι ακουστεί αυτό το σύνθημα-σλόγκαν. Κι όμως, ο πόλεμος ζει και βασιλεύει και τα πάντα σακατεύει: ανθρώπινες ζωές, δημιουργήματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, πολιτιστική κληρονομιά, το περιβάλλον. Εις τους αιώνας των αιώνων πόλεμος. Διαψεύστηκαν τραγικά οι ελπίδες που είχαμε ότι πόλεμος δεν θα ξαναγίνει ποτέ πια. "Πόλεμος πάντων πατήρ" είπε ο Ηράκλειτος. Ένας πατέρας που καταβροχθίζει τα παιδιά του. Το συνηθίσαμε πια, εδώ είναι ο μέγας κίνδυνος. Ενώ πόλεμοι κι εμφύλιοι σπαραγμοί μαίνονται γύρω μας, τους θεωρούμε κάτι φυσικό κι αναπότρεπτο. Πρώτη προτεραιότητα στη λίστα των θυμάτων των πολέμων έχουν τα παιδιά. Τα βλέπουμε στη τηλεόραση, χάρη σ'αυτήν έχουν μπει στα σπίτια μας, -στη ψυχή μας όμως έχουν άραγε μπει; Παιδιά που τους δίνουν όπλα μεγαλύτερα από το μπόι τους και τα στέλνουν να κλαδέψουν τη ζωή άλλου ανθρώπου και να πεθάνουν και τα ίδια. Παιδιά που τα ποτίζουν μίσος για τον πλησίον. Αλλά το παιδί σκέφτεται την ειρήνη, την ονειρεύεται, τη ζωγραφίζει, την τραγουδά. Τα παιδιά-θύματα μη τα μετράμε με νούμερα, φτάνει και μόνο ένα παιδί να χαθεί έτσι κι ο κόσμος μας, δήθεν πολιτισμένος, δήθεν χριστιανικός, έχει χρεωκοπήσει. Αυτό που πεθαίνει είναι η ψυχή του παιδιού.
ΣΗΜ δική μου: Κι αυτό το βιογραφικό το δούλεψε η φίλη του Στεκιού, Μαρία Αλεξιάδου και την ευχαριστώ ξανά δημόσια! Να σαι καλά Μαράκι!!!
-----------------------------------------------------------------
Το Ποτάμι
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: "Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανείς σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα". Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο. Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα και τους τη διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε. Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί. Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία. Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε. Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια κι από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο. Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο. Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια! Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες. Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανείς. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς κι ύστερα σιωπή. Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας. Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας... -"Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!" είπε μες από τα δόντια του κείνη τη νύχτα. Γύριζε και ξαναγύριζε κι ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τελικά τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει... Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση. Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρωδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε. Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του κι όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό. Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια. Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια... Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του. Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε-πότε από πάνω του. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά. Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα. Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν. Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους. Για μερικά λεπτά κι οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε κείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπά γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του. Σήκωσε το τουφέκι και σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά. Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
|
|
|