Βιογραφικü
...ΖÞσαμε πÜντοτε Üλλου και μüνον üταν κÜποιος μας αγαπÞσει ερχüμαστε για λßγο.
Απ' τους μεγαλýτερους σýγχρονους ¸λληνες ποιητÝς, ανÞκει στο 1ο μεταπολεμικü κýμα καλλιτεχνþν μας. Ο ΑναστÜσιος-ΠαντελεÞμων Λειβαδßτης, του Λýσανδρου και της ΒασιλικÞς Κοντοποýλου, γεννÞθηκε στην ΑθÞνα, -βρÜδυ ΑνÜστασης- 20 Απρßλη 1922. ΠÝρασε τα παιδικÜ του χρüνια στο Μεταξουργεßο. Ο πατÝρας του καταγüταν απ' την Αρκαδßα, Þταν εýπορος μεγαλÝμπορος που πτþχευσε λüγω του πολÝμου. Η μητÝρα του Þταν Αθηναßα. Απü τα 4 αδÝρφια του -Þταν ο μικρüτερος- τα 2 Þταν καλλιτÝχνες. Ο Μßμης μουσικüς της ΛυρικÞς, ο ΑλÝκος, επιτυχημÝνος ηθοποιüς του θεÜτρου και κινηματογρÜφου, που πÝθανε το 1980 κι αυτüς απü την ßδια πÜθηση με τον ποιητÞ κι επßσης ο ανηψιüς του Þταν ο γνωστüς ηθοποιüς ΘÜνος Λειβαδßτης.
Απλοß Στßχοι
¸να σπßτι για να γεννηθεßς
Ýνα δÝντρο για ν' ανασÜνεις
Ýνας στßχος για να κρυφτεßς
Ýνας κüσμος για να πεθÜνεις.
Το 1934 τελειþνει τη στοιχειþδη εκπαßδευση και γρÜφεται στο 9ο ΓυμνÜσιο στη πλατεßα Κουμουνδοýρου, κοντÜ στο πατρικü του σπßτι στην οδü Λεωνßδου. Το 1940 γρÜφεται στη ΝομικÞ ΣχολÞ του ΠανεπιστÞμιου Αθηνþν. Δε θα τελειþσει üμως ποτÝ καθþς αφιερþνεται στη ποßηση και στην Αντßσταση, οργανþνεται στις τÜξεις της ΕΠΟΝ. Το 1943, στη καρδιÜ της ΚατοχÞς, χÜνει τον πατÝρα του, ενþ αργüτερα -κι ενþ εßναι εξüριστος στη Μακρüνησο (1951)- χÜνει και τη μητÝρα. Το 1946 παντρεýεται τη Μαρßα, 2τοκη κüρη του Γεωργßου Στοýπα και της ΑλεξÜνδρας ΛογοθÝτη. Κεßνη στÜθηκε στÞριγμα üχι μüνο στα σκληρÜ χρüνια της εξορßας του, συντηρþντας τη μητÝρα του αλλÜ και φýλακας–Üγγελος σ' üλη του τη ζωÞ. Ο ποιητÞς την Ýχει ηρωßδα του στο "Αυτü Το ΑστÝρι Εßναι Για ¼λους Μας" που της το αφιερþνει.
"Κι üταν πεθÜνουμε να μας θÜψετε κοντÜ-κοντÜ
για να μη τρÝχουμε μÝσα στη νýχτα να συναντηθοýμε".
Η 1η του δημοσßευση Ýγινε το 1946 στο περιοδικü του ΔημÞτρη ΦωτιÜδη, Ελεýθερα ΓρÜμματα (τ. 55, 15 ΝοÝμβρη), üπου βρßσκανε χþρον Ýκφρασης οι αριστεροß διανοοýμενοι της εποχÞς. Το ποßημα που δημοσιεýτηκε, Þταν "Το Τραγοýδι Του ΧατζηδημÞτρη". Το 1947 δημοσιεýεται στη ΝÝα Εστßα, το εκτενÝς ποßημα του "Η ΚυρÜ Της ¼στριας". Εκδßδει μαζß με Üλλους νÝους, το λογοτεχνικü περιοδικü ΘεμÝλιο.
Νýχτα
ΣκοτεινÞ νýχτα απüψε.
Τß θα συμβεß;
Οýτε Ýνα Üστρο.
Τα πλοßα ακßνητα.
¸σβησα τη λÜμπα και περßμενα.
¿ προσδοκßες αιþνων!
ΑνÝπτυξε Ýντονη πολιτικÞ δρÜση στο χþρο της αριστερÜς με συνÝπεια να εξοριστεß απ' το 1947 ως το 1951. Στο Μοýδρο, στη Μακρüνησο (μαζß μ' Üλλους πνευματικοýς ανθρþπους της ΑριστερÜς: ΚατρÜκη, Ρßτσο, Δεσποτüπουλο, ΑλεξÜνδρου, Πατρßκιο, Καροýζο κ.α.), μετÜ στον ¢ú ΣτρÜτη κι απü κει στις φυλακÝς Χατζηκþστα στην ΑθÞνα, απ' üπου αφÝθηκε λεýτερος το 1951. Το "ΦυσÜει Στα Σταυροδρüμια Του Κüσμου" θεωρÞθηκε ανατρεπτικü κÞρυγμα και κατασχÝθηκε αργüτερα κι ο ποιητÞς θα συρθεß στο εδþλιο του κατηγορουμÝνου. Αιτßα το φιλειρηνικü του περιεχüμενο. Βρισκüμαστε στη καρδιÜ του ψυχροý πολÝμου. Στις 10 ΦλεβÜρη 1955, δικÜζεται στο 5μελÝς Εφετεßο και πλÞθος κüσμου, ανÜμεσα τους πολλÝς προσωπικüτητες των γραμμÜτων και των τεχνþν, θα παρακολουθÞσουν αυτÞ τη πνευματικÞ δßκη üπου ο ποιητÞς θα μετατρÝψει το εδþλιο σε βÞμα και üπου θα διατυπþσει την ουσßα και τον σκοπü της τÝχνης του. Θα συγκινÞσει üχι μüνο το ακροατÞριο αλλÜ και τους δικαστÝς που τελικÜ θα τον αθωþσουν πανηγυρικÜ.
με τη κüρη του στη Μακρüνησο
«Γι' αυτü σου λÝω. Μη κοιμÜσαι: εßναι επικßνδυνο. Μη ξυπνÜς: θα μετανιþσεις».
Πρωτοστατεß στην ßδρυση του περιοδικοý Επιθεþρηση ΤÝχνης, του οποßου θα 'ναι τακτικüς συνεργÜτης ως τη διακοπÞ της ÝκδοσÞς του, λüγω της χοýντας. Η 1η του ποιητικÞ συλλογÞ "ΜÜχη Στην ¢κρη Της Νýχτας" -περιγρÜφει με σκληρü κι εýγλωττο τρüπο τις συνθÞκες διαβßωσης των εξορßστων, συνεπεßα πολιτικþν πεποιθÞσεων- εκδüθηκε το 1952 και τον ßδιο χρüνο εκδüθηκε και "Αυτü Το ΑστÝρι Εßναι Για ¼λους Μας". Το 1953 ακολοýθησε το "ΦυσÜει Στα Σταυροδρüμια Του Κüσμου", που τιμÞθηκε με το Α' Βραβεßο στο Παγκüσμιο ΦεστιβÜλ Νεολαßας Βαρσοβßας. Το 1956 δημοσιεýει τον "¢νθρωπο Με Το Ταμποýρλο" και το 1957 κερδßζει το Α' Βραβεßο Ποßησης ΔÞμου Αθηναßων για τη "Συμφωνßα αρ. 1". ¸γραψεν επßσης κι Ýνα μικρü τüμο με τßτλο: «¸λληνες ΠοιητÝς», που αναφÝρεται στις συλλογÝς που εκδüθηκαν στα 1978-81 κι αποτελεß απογραφÞ 74 ποιητικþν συλλογþν.
...¸ξαλλου δε ζητÞσαμε τη νßκη...
μονÜχα λßγη μουσικÞ...
ΕργÜστηκε στην εφημερßδα ΑυγÞ, απü το 1954, üπου κρατÜ τη στÞλη της κριτικÞς βιβλßου και ποßησης, μÝχρι το 1980, μ' εξαßρεση στα 1967-74 που η εφημερßδα Ýχει κλεßσει λüγω δικτατορßας. Σ' αυτü το διÜστημα αλλÜ κι αργüτερα, μεταφρÜζει Þ διασκευÜζει λογοτεχνικÜ Ýργα για λαúκÜ περιοδικÜ ποικßλης ýλης, για βιοποριστικοýς λüγους, με το ψευδþνυμο Α. Ρüκκος. Ακολουθοýν τα βιβλßα: 1958 "Οι γυναßκες με τα αλογßσια μÜτια", 1960 "ΚαντÜτα". Το 1961 τον Οκτþβρη, περιοδεýει με τον Μßκη ΘεοδωρÜκη την επαρχßα, ΚαβÜλα, ΔρÜμα, ΣÝρρες, ΛÜρισα, ΝÜουσα, ΒÝροια, üπου ανÜμεσα στα μουσικÜ διαλεßμματα των συναυλιþν απαγγÝλει Þ συνομιλεß με το κοινü. Την ßδια χρονιÜ γρÜφει το σενÜριο της ταινßας "Συνοικßα Το ¼νειρο" με τους ΚατρÜκη, ΑλεξανδρÜκη, Γεωργοýλη, üπου ακοýγονται τα τραγοýδια του "ΒρÝχει Στη ΦτωχογειτονιÜ" "Σαββατüβραδο" "Δραπετσþνα" και που αργüτερα με Üλλα τραγοýδια δικÜ του, θα τα συμπεριλÜβει ο ΘεοδωρÜκης στο δßσκο του "Πολιτεßα". Η ταινßα θα απαγορευτεß απü τη λογοκρισßα.
Παραμýθι
Οι βασιλιÜδες χωρÜνε σ’ Ýνα κουτß απü σπßρτα üταν κοιμÜσαι.
Και τα σκυλιÜ, το βρÜδυ, κοιτÜζουν δακρυσμÝνα προς τα κει που
Þμαστε κÜποτε παιδιÜ.
Το 1965 εκδßδονται σε τüμο με τßτλο "Ποßηση 1952-65" üλες οι μÝχρι τüτε ποιητικÝς του συλλογÝς. Μεταξý 1967-72, βυθßζεται στη σιωπÞ, μÝνοντας Üνεργος και βουβüς, εξüν απü μιαν Ýκδοση διηγημÜτων με τßτλο: "Το ΕκκρεμÝς", το 1969. Το 1972 εκδßδει το "Νυχτερινüς ΕπισκÝπτης" που οι κριτικοß το θεωροýν Ýναρξη της β' φÜσης του Ýργου του. ΠαρÜλληλα αποστασιοποιεßται απ' τη πολιτικÞ δρÜση κÜνοντας στροφÞ ενδοσκüπησης, αναδεικνýοντας το μεγÜλο φιλοσοφικü βÜθος στο Ýργο του, ακλουθþντας μοναχικü δýσβατο και πρωτοποριακü δρüμο στη μεγÜλη του τÝχνη. Το 1976 του απονÝμονται: το Β' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης για το "Βιολß Για Μονüχειρα" και το Α' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης για το "Εγχειρßδιο Ευθανασßας". Το 1978 γρÜφει τους στßχους των δßσκων "Τα ΛυρικÜ", "Οκτþβρης 78" και "Λειτουργßα Για Τα ΠαιδιÜ Που Σκοτþνονται Στον Πüλεμο", üλα σε μουσικÞ Μ. ΘεοδωρÜκη. Τραγοýδια του Ýχει μελοποιÞσει ο ΜÜνος ΛοÀζος κι ο Γιþργος ΤσαγκÜρης στο δßσκο "ΦυσÜει" το 1993, μ' ερμηνευτÞ το Βασßλη Παπακωνσταντßνου με συμμετοχÞ του ηθοποιοý Γιþργου Μιχαλακüπουλου. Τον Αýγουστο του 1982, αντιμετωπßζει Ýντονα προβλÞματα υγεßας. Νοσηλεýεται με καρδιακü Ýμφραγμα σε νοσοκομεßο. Εκδßδεται ο "Τυφλüς Με Το Λýχνο" τÝλη 1982.
"¢νθρωποι που Ýζησαν τüσο μυστικÜ που üταν πÝθαναν ο θÜνατος
δε βρÞκε τßποτα να τους πÜρει".
Ιδρυτικü μÝλος της Εταιρεßας ΣυγγραφÝων. Το 1985 εκδßδονται οι "ΒιολÝττες Για Μιαν ΕποχÞ" -μετÜ τη δικτατορßα, περνÜ απ' τις συνθÝσεις σε ποιÞματα ολιγüστιχα κι επεξεργÜζεται μια προσωπικÞ μυθολογßα κι αυτü εκφρÜζεται θαυμÜσια σ' αυτÞ τη συλλογÞ που θεωρεßται το κýκνειον Üσμα του- και το 1987 ο 2ος τüμος με τα μÝχρι τüτε Ýργα του, με τον τßτλο "Ποßηση Β" αλλÜ και το "Μικρü Βιβλßο Για ΜεγÜλα ¼νειρα". Τον Οκτþβρη του 1988, εισÜγεται στο Γενικü Κρατικü Νοσοκομεßο κι υποβÜλλεται σε 2 αλλεπÜλληλες εγχειρÞσεις για ανεýρυσμα κοιλιακÞς αορτÞς, διÜρκειας 5 ωρþν η καθεμßα, που üμως δε μπüρεσαν ν' αποτρÝψουνε το μοιραßο. Ο ποιητÞς του κüσμου ΤÜσος Λειβαδßτης αφÞνει τη τελευταßα του πνοÞ, ξημερþματα ΚυριακÞς 30 Οκτþβρη 1988, σ' ηλικßα 66 ετþν. ΜετÜ το θÜνατü του, το 1990, ολοκληρþνεται κι ο 3ος τüμος των ΑπÜντων του, με τßτλο "Ποßηση Γ". Την ßδια χρονιÜ εκδßδεται το Ýργο που Üφησε στο συρτÜρι του πριν πεθÜνει, "Τα Χειρüγραφα Του Φθινοπþρου" (1989).
Απαγορεýεται Η ¸ξοδος
Νýχτα.
ΜονÜχα τ' Üστρα.
Και πÝρα το βÜθος του ολÜνοιχτου ορßζοντα,
εκεß που πÜνε οι Üνθρωποι χωρßς τα ονüματÜ τους.
¼πως σημειþνει ο Τßτος Πατρßκιος, φßλος και συνεργÜτης του στη κριτικÞ, Þτανε τüσον αφοσιωμÝνος στη ποßηση þστε üσα ποιÞματα του στÝλνανε τα διÜβαζε üλα ως το κüκαλο κι üσο μεγαλýτερη αξßα τους Ýβρισκε, τüσο την αναγνþριζε και τη διακÞρυσσε κι Üσκησε κριτικÞ με διεισδυτικÞ ευαισθησßα, με στοχασμü που δεν κατÝληγε σε κÜποια κανονιστικüτητα, μ' Üνοιγμα σε üλους τους τρüπους της ποßησης κι αγÜπη για üλους τους ποιητÝς, χωρßς εýνοιες και πατερναλισμοýς.
"Ο ποιητÞς προσπαθεß να φαßνεται Þρεμος. Να μοιÜζει με τους Üλλους. Κι
εßναι στιγμÝς που το κατορθþνει. ¼μως τις νýχτες δε μπορεß να κοιμηθεß. Οι μεγÜλες φτεροýγες του δε χωρÜνε μÝσα στον ýπνο".
"Οι ποιητÝς,
φτωχοß λαθρεπιβÜτες,
στις φτεροýγες των πουλιþν
που πÝφτουνε λαβωμÝνα".
Τα ποιÞματÜ του μεταφραστÞκανε στα ΡωσικÜ, ΣερβικÜ, ΟυγγρικÜ, ΣουηδικÜ, ΙταλικÜ, ΓαλλικÜ, ΑλβανικÜ, ΒουλγαρικÜ, ΚινÝζικα κι ΑγγλικÜ. ¸γραψε ακüμη με τον Κþστα ΚοτζιÜ τα σενÜρια των ελληνικþν ταινιþν "Ο Θρßαμβος" & "Η Συνοικßα Το 'Ονειρο".
Σýμφωνα με μελÝτες, το Ýργο του μπορεß να χωριστεß σε 3 περιüδους:
1. Την επαναστατικÞ, που συναντÜ κανεßς πολλÜ σοσιαλρεαλιστικÜ στοιχεßα (μÝχρι το 1966 με το βιβλßο "Οι Τελευταßοι"). ¼λη αυτÞ η πρþτη ποιητικÞ του περßοδος της στρÜτευσης üπως Ýχει χαρακτηριστεß, εßναι εμποτισμÝνη απ' την αγωνιστικüτητα του εξüριστου που δε διαπραγματεýεται, με κανÝνα τßμημα, τις ιδÝες του.
2. Τη συμβολικÞ-αλληγορικÞ (μÝχρι το 1983 με τη συλλογÞ "Ο Τυφλüς Με Το Λýχνο"). Απü τα μÝσα της 10ετßας του '60, η ποßησÞ του αλλÜζει προσανατολισμü, εκφρÜζει τη πßκρα του για τα διαψευσμÝνα üνειρα της νιüτης του και την αγωνßα του μπρος στη σκληρÞ πραγματικüτητα.
3. Την υπαρξιακÞ (μÝχρι τα "Χειρüγραφα Του Φθινοπþρου", που εκδüθηκαν το 1990, μετÜ το θÜνατü του).
¢λλα Ýργα του: "Οι Τελευταßοι" 1966, "ΣκοτεινÞ ΠρÜξη", "Χορικü" 1974, "Ο ΔιÜβολος Με Το ΚηροπÞγιο" 1975, "ΑνακÜλυψη" 1978, "Οι Τρεις" 1975 και μετÜ το θÜνατü του: "25η Ραψωδßα Της Oδýσσειας" 1994, & "AπÜνθισμα" 1997.
Στη ποßηση του ΤÜσου Λειβαδßτη κυριαρχεß ο πüθος για Ýνα üμορφο μÝλλον που θα περιλαμβÜνει üλους τους ανθρþπους. Εßναι ο ποιητÞς που μετουσιþνει σε στßχους την ιδεολογßα του, που προσπαθεß να ξεσηκþσει τα πλÞθη. ΣυνÜμα üμως βιþνει και την Þττα των οραμÜτων του, βλÝπει τη γενιÜ του τσακισμÝνη και τα üνειρÜ του να πνßγονται, στην αρχÞ απü την εθνικüφρονη βαρβαρüτητα που καθοδηγεßται απ' τους ¢γγλους κι απ' τους ΑμερικÜνους και στη συνÝχεια, πιο τραγικÜ ακüμη, απ' τα γκουλÜγκ της ΕΣΣΔ και τους ανελÝητους κομματικοýς μηχανισμοýς. Ο ΠαρÜδεισος Ýχει χαθεß κι ο Λειβαδßτης αρχßζει τις υπαρξιακÝς του αναζητÞσεις.
Πολýτιμος Στßχος
ΖÞσαμε πÜντοτε αλλοý
και μüνον üταν μας αγαπÞσει κÜποιος, ερχüμαστε για λßγο...
Κι üταν δεν πεθαßνει ο Ýνας για τον Üλλον
εßμαστε κιüλας νεκροß.
¸νας ποιητÞς, üμως, που αποζητÜ την ομορφιÜ της ζωÞς, την ευτυχßα του κüσμου, δε θα μποροýσε να μη μιλÞσει για τον Ýρωτα. Η γυναßκα Ýχει σημαντικÞ θÝση στο Ýργο του -εκτüς απü ηρωικüς εßναι και βαθιÜ ερωτικüς. Κι αυτü με üλη τη σημασßα της λÝξης και μ' üλο τον πüνο και τη συντριβÞ που περικλεßει ο Ýρωτας.
"¼,τι κι αν κÜνουν θα νικÞσουμε –ο κüσμος μας ανÞκει. Το μÝλλον εßναι μες στην τσÝπη μας σαν το κλειδß..."
--------------------------------------------------------------------------------------
ΠεριμÝνοντας Το ΒρÜδυ
Δεν ξÝρω πþς, δεν ξÝρω ποý, δεν ξÝρω πüτε,
üμως τα βραδιÜ
κÜποιος κλαßει πßσω απü την πüρτα
κι η μουσικÞ εßναι φßλη μας
-και συχνÜ μÝσα στον ýπνο
ακοýμε τα βÞματα παλιþν πνιγμÝνων Þ περνοýν μες
στον καθρÝφτη πρüσωπα
που τα εßδαμε κÜποτε σ’ Ýνα δρüμο η Ýνα παρÜθυρο
και ξανÜρχονται επßμονα
σαν Ýνα Üρωμα απ’ τη νιüτη μας
-το μÝλλον εßναι Üγνωστο
το παρελθüν Ýνα αßνιγμα
η στιγμÞ βιαστικÞ κι ανεξÞγητη.
Οι ταξιδιþτες χÜθηκαν στο βÜθος
Üλλους τους κρÜτησε για πÜντα το φεγγÜρι
οι καγκελüπορτες το βρÜδυ ανοßγουνε μ’ Ýνα λυγμü
οι ταχυδρüμοι ξÝχασαν το δρüμο
κι η εξÞγηση θα ‘ρθει κÜποτε
üταν δεν θα χρειÜζεται πια καμßα εξÞγηση
Α, πüσα ρüδα στο ηλιοβασßλεμα
-τι Ýρωτες ΘÝε μου, τι ηδονÝς
τι üνειρα,
ας πÜμε τþρα να εξαγνιστοýμε μες στη λησμονιÜ.
Συμφωνßα Αρ. 1
(απüσπασμα)
¾στερα εßδαμε πως δεν Þτανε πρüσωπα
μα οι σιωπηλÝς χειρονομßες του ηλιοβασιλÝματος…
σαν Ýνας θεüς που τον ξÝχασαν κι απü το βÜθος του χρüνου
καλοýσε βοÞθεια.
O ουρανüς αμßλητος και σταχτýς
το ßδιο αδιÜφορος και για τους νικητÝς και για τους νικημÝνους.
Eßδες ποτÝ σου μες στα μÜτια των νικημÝνων στρατιþτων
την πικρÞ θÝληση να ζÞσουν!
Η δυστυχßα σε κÜνει πÜντα να αναβÜλεις – Ýφυγε η ζωÞ.
οι φßλοι εßχαν χαθεß
κι οι εχθροß Þταν μικρüψυχοι για να μπορεßς να τρÝφεσαι απ’ το μßσος σου…
…και τα μÜτια σου βουρκþνουν, θαμπωμÝνα ξαφνικÜ
απο τους παλιοýς λησμονημÝνους θεοýς και τις παντοδýναμες
παιδικÝς ευπιστßες…
ΠÜνω στα υγρÜ τσαλακωμÝνα σεντüνια μαραßνονταν το γÝλιο
των αγÝννητων παιδιþν…
και σμßγουν και χωρßζουν οι Üνθρωποι
και δεν παßρνει τßποτα ο Ýνας απ’ τον Üλλον.
Γιατß ο Ýρωτας εßναι ο πιο δýσκολος δρüμος να γνωριστοýν.
Γιατß οι Üνθρωποι, σýντροφε, ζουν απο τη στιγμÞ
που βρßσκουν μια θÝση
στη ζωÞ των Üλλων.
Kαι τüτε κατÜλαβες γιατß οι απελπισμÝνοι
γßνονται οι πιü καλοß επαναστÜτες.
Και μÝνουμε ανυπερÜσπιστοι ξαφνικÜ, σαν Ýνα νικητÞ
μπροστÜ στο θÜνατο
Þ Ýνα νικημÝνον αντßκρυ στην αιωνιüτητα…
MεγÜλες λÝξεις δε λÝγαν πια τßποτα και τις πετοýσαν στους
οχετοýς.
Α, εσý δεν εßδες ποτÝ το ßδιο το χÝρι σου να σε σημαδεýει αλýπητα
απ’ το βÜθος των περασμÝνων.
…ΘÝ μου πüσο Þταν üμορφη
σαν Ýνα φωτισμÝνο δÝντρο μια παλιÜ νýχτα των XριστουγÝννων…
Συχþρα με, αγÜπη μου, που ζοýσα πριν να σε γνωρßσω.
Μισþ τα μÜτια μου που πια δεν καθρεφτßζουν τü χαμüγελü σου…
Η πλατεßα θα μεßνει Ýρημη
σα μια ζωÞ που üλα τÜδωσε, κι üταν ζÞτησε κι αυτÞ
λßγη επιεßκεια
της την αρνÞθηκαν.
Χωρßς üνειρα να μας ξεγελÜσουνε και δßχως φßλους πιÜ
να μας προδþσουν…
Γιατß οι Üνθρωποι υπÜρχουν απ’ τη στιγμÞ που βρßσκουνε
μια θÝση
στη ζωÞ των Üλλων.
¹
Ýνα θÜνατο
για τη ζωÞ των Üλλων…
Σε Μια Γυναßκα
ΘυμÜσαι τις νýχτες;
Για να σε κÜνω να γελÜσεις
περπατοýσα πÜνω
στο γυαλß της λÜμπας.
«Πþς γßνεται αυτü;» ρþταγες.
Μα Þταν τüσο απλü
αφοý μ’ αγαποýσες
Απαγορεýεται Η ¸ξοδος
Νýχτα.
ΜονÜχα τ’ Üστρα.
Και πÝρα το βÜθος του ολÜνοιχτου ορßζοντα
εκεß που πÜνε οι Üνθρωποι
χωρßς τα ονüματÜ τους
ΕρÞμωση
¼σο θυμÜμαι τη ζωÞ μου,
δεν εßχα τßποτα δικü μου,
Ýξω απ’ το φüβο
κι Ýνα τουφÝκι,
που, νýχτα, με σημÜδεψαν μ’ αυτü.
ΣιωπÞ.
Οι νεκροß ας μας συχωρÝσουν.
ΑλλÜ Τα ΒρÜδυα
Και να που φτÜσαμε εδþ
Χωρßς αποσκευÝς
Μα μ’ Ýνα τüσο ωραßο φεγγÜρι
Και εγþ ονειρεýτηκα Ýναν καλýτερο κüσμο
ΦτωχÞ ανθρωπüτητα, δεν μπüρεσες
οýτε Ýνα κεφαλαßο να γρÜψεις ακüμα
Σα σανßδα απü θλιβερü ναυÜγιο
ταξιδεýει η γηραιÜ μας Þπειρος
ΑλλÜ τα βρÜδυα τι üμορφα
που μυρßζει η γη
ΒÝβαια αγÜπησε
τα ιδανικÜ της ανθρωπüτητας,
αλλÜ τα πουλιÜ
πετοýσαν πιο πÝρα
Σκληρüς, Üκαρδος κüσμος,
που δεν Üνοιξε ποτÝ μιαν ομπρÝλα
πÜνω απ’ το δÝντρο που βρÝχεται
ΑλλÜ τα βρÜδυα τι üμορφα
που μυρßζει η γη
¾στερα ανακÜλυψαν την πυξßδα
για να πεθαßνουν κι αλλοý
και την απληστßα
για να μÝνουν νεκροß για πÜντα
ΑλλÜ καθþς βραδιÜζει
Ýνα φλÜουτο κÜπου
Þ Ýνα Üστρο συνηγορεß
για üλη την ανθρωπüτητα
ΑλλÜ τα βρÜδυα τι üμορφα
που μυρßζει η γη
Καθþς μÝνω στο δωμÜτιο μου,
μου ‘ρχονται Üξαφνα φαεινÝς ιδÝες
ΦορÜω το σακÜκι του πατÝρα
κι Ýτσι εßμαστε δυο,
κι αν κÜποτε μ’ Üκουσαν να γαβγßζω
Þταν για να δþσω
Ýναν αÝρα εξοχÞς στο δωμÜτιο
ΑλλÜ τα βρÜδυα τι üμορφα
που μυρßζει η γη
ΚÜποτε θα αποδßδουμε δικαιοσýνη
μ’ Ýνα Üστρο Þ μ’ Ýνα γιασεμß
σαν Ýνα τραγοýδι που καθþς βρÝχει
παßρνει το μÝρος των φτωχþν
ΑλλÜ τα βρÜδυα τι üμορφα
που μυρßζει η γη!
Δως μου το χÝρι σου...
Δως μου το χÝρι σου
Βιβλικü Τοπßο Β'
ΒÜρβαρες φυλÝς με μεγÜλα πÝλματα
ανÜσκαψαν την πατρικÞ γη
και μüνο Ýνα χÜνι ερειπωμÝνο Ýστεκε ακüμα
πλÜι στο δρüμο,
üπου Üφηναν τις ψεßρες τους οι περαστικοß,
σαν τον ποιητÞ στο Ýλεος üλου του κüσμου.
Ο Μουσικüς
ΣυχνÜ τη νýχτα,
χωρßς να το καταλÜβω,
Ýφτανα σε μια Üλλη πüλη,
δεν υπÞρχε παρÜ μüνο Ýνας γÝρος,
που ονειρευüταν κÜποτε να γßνει μουσικüς,
και τþρα καθüταν μισüγυμνος μες στη βροχÞ
–με το σακÜκι του εßχε σκεπÜσει πÜνω στα γüνατα του
Ýνα παλιü, φανταστικü βιολß...
«Το ακοýς;» μου λÝει, «Ναι, του λÝω, πÜντα το Üκουγα»,
ενþ στο βÜθος του δρüμου
το Üγαλμα διηγüταν στα πουλιÜ
το αληθινü ταξßδι.
ΜυστικÞ Πýλη
Φτεροýγες σÜλευαν κÜτω απ’ τα Ýπιπλα,
και στο βÜθος ο σκοτεινüς καθρÝφτης
Ýκανε τα παιδιÜ ν’ αρρωσταßνουν συχνÜ,
γιατß δεν Þθελαν να μεγαλþσουν,
η μητÝρα Ýκλαιγε και με παρακαλοýσε να κατÝβω,
μα Ýμενα Þταν η μοßρα μου να περπατÜω στο ταβÜνι,
μια μÜχη δικÞ μου, μητÝρα, üπου πÜντα ο νεκρüς Þμουν εγþ.
Γι’ αυτü Þξερα και των ουρανþν τη μυστικÞ υπüγεια πýλη.
Ποý Εßσαι
¸βρεχε εκεßνο το βρÜδυ,
Ýβρεχε.
ΑνÝβηκα τα σκαλιÜ
κανεßς στην κÜμαρα
¸βρεχε;
¸τρεμε στ’ ανοιχτü παρÜθυρο η κουρτßνα
¸βρεχε...
«Φεýγω μη ζητÞσεις να με βρεις. Αγαπþ Üλλον!», Ýγραφε
Αγαπþ Üλλον;
Ποý εßσαι; Ποý να πÜω;
ΦυσÜει, κρυþνω;
Ποý εßσαι; Ποý να πÜω;
ΦυσÜει, κρυþνω;
Οι δρüμοι λασπωμÝνοι, κßτρινα φþτα, Ýβρεχε
ΖευγÜρια αγκαλιασμÝνα κÜτω απ’ τις ομπρÝλες τους
σε λßγο θα ανÜβουνε το φως
Θα κοιτÜζονται στα μÜτια και θα πετÜν απü πÜνω τους üλη τη μοναξιÜ
Οι φωτεινÝς ρεκλÜμες ανοιγοκλεßνουνε τα μÜτια τους
¼λα στην εποχÞ μας διαφημßζονται γιατß üχι και αυτü …
¸βρεχε
«Αγαπþ Üλλον!»
Με κüκκινα πελþρια γρÜμματα θα ‘ταν υπÝροχη διαφÞμιση
γιατß üχι και αυτü: «Αγαπþ Üλλον!»
«Θα αγαπþ Üλλον»;
Ποý εßσαι;
Ποý να πÜω;
ΦυσÜει κρυþνω
Ποý εßσαι;
ΕνοχÞ
Το ζητοýσαν, λοιπüν,
σε τι εßχα φταßξει,
Ýμενα το μüνο μου Ýγκλημα Þταν üτι δεν μπüρεσα να μεγαλþσω,
κυνηγημÝνος πÜντα,
ποý να βρεις καιρü,
Ýτσι Ýμεινα εýπιστος
κι αγκÜλιαζα το κρýο σßδερο της γÝφυρας.
Ενþ απ’ το βÜθος, μακριÜ,
με κοßταζε σαν ξÝνο η πιο δικÞ μου ζωÞ.
Κανεßς Δεν Εßναι Μüνος
«¹ρθα», Ýλεγες
πÜντα μπαßνοντας στο δωμÜτιο,
παρ’ üλο
που δε σε περßμενε κανεßς.
¼μως ακριβþς αυτü
σου Ýδινε μια βαθýτερη απÜντηση.
Αν ΘÝλεις Να ΛÝγεσαι ¢νθρωπος
Αν θÝλεις να λÝγεσαι Üνθρωπος
δεν θα πÜψεις οýτε στιγμÞ ν' αγωνßζεσαι
για την ειρÞνη και για το δßκιο.
Θα βγεις στους δρüμους , θα φωνÜξεις
τα χεßλη σου θα ματþσουν απ' τις φωνÝς
Το πρüσωπü σου θα ματþσει απ' τις σφαßρες
μα δε θα κÜνεις οýτε βÞμα πßσω.
ΚÜθε κραυγÞ σου θα ' ναι μια πετριÜ
στα τζÜμια των πολεμοκÜπηλων.
ΚÜθε χειρονομßα σου θα 'ναι
για να γκρεμßζει την αδικßα.
Δεν πρÝπει οýτε στιγμÞ να υποχωρÞσεις,
οýτε στιγμÞ να ξεχαστεßς.
Εßναι σκληρÝς οι μÝρες που ζοýμε.
Μια στιγμÞ αν ξεχαστεßς,
αýριο οι Üνθρωποι θα χÜνονται
στη δßνη του πολÝμου,
Ýτσι και σταματÞσεις
για μια στιγμÞ να ονειρευτεßς
εκατομμýρια ανθρþπινα üνειρα
θα γßνουν στÜχτη απ' τις φωτιÝς.
Δεν Ýχεις καιρü, δεν Ýχεις καιρü για τον εαυτü σου
αν θÝλεις να λÝγεσαι Üνθρωπος.
Αν θÝλεις να λÝγεσαι Üνθρωπος
μπορεß να χρειαστεß και να πεθÜνεις
για να ζÞσουν οι Üλλοι.
Θα πρÝπει να μπορεßς να θυσιÜζεσαι
Ýνα οποιοδÞποτε πρωινü.
Αν θÝλεις να λÝγεσαι Üνθρωπος
θα πρÝπει να μπορεßς να στÝκεσαι
μπρος στα ντουφÝκια!
Ω Θλßψη
¸πρεπε να ξεφýγω,
αλλιþς Þμουν χαμÝνος,
αλλÜ ο Üγνωστος του σταθμοý με περßμενε κιüλας
στην Üκρη του ταξιδιοý μου.
Ποιος Üγνωστος;
¹μουν εγþ ο ßδιος νικημÝνος
κι Üνοιγα τις πüρτες στα σταματημÝνα βαγüνια
κι Ýβγαινα
απ’ την Üλλη μεριÜ του ονεßρου.
Ω θλßψη,
σε μÜθαμε απü παιδιÜ,
σχεδüν πριν γνωρßσουμε τον κüσμο.
Δειλινü
ΛεπτομÝρειες ασÞμαντες
που κÜνουν πιο οδυνηρÝς τις αναμνÞσεις
και τα χρüνια μας, βαλσαμωμÝνα πουλιÜ,
μας κοιτÜζουν τþρα με μÜτια ξÝνα
-αλλÜ κι εγþ ποιüς Þμουν;
Ýνας πρßγκηπας του τßποτα
Ýνας τρελüς για επαναστÜσεις
κι Üλλα πρÜγματα χαμÝνα
και κÜθε που χτυποýσαν οι καμπÜνες
Ýνιωθα να κινδυνεýει η ανθρωπüτητα
κι Ýτρεχα να τη σþσω.
Κι üταν Ýνα παιδß κοιτÜει μ' Ýκσταση το δειλινü,
εßναι που αποθηκεýει θλßψεις για το μÝλλον.
Επßλογος
¹ταν Ýνας νÝος ωχρüς. Καθüταν στο πεζοδρüμιο.
Χειμþνας, κρýωνε.
Τι περιμÝνεις; του λÝω.
Τον Üλλον αιþνα, μου λÝει.
Ποý να πÜω
¼σο για μÝνα, Ýμεινα πÜντα Ýνας πλανüδιος πωλητÞς αλλοτινþν πραγμÜτων,
αλλÜ… αλλÜ ποιος σÞμερα ν’ αγορÜσει ομπρÝλες απü αρχαßους κατακλυσμοýς.
Χρωματßζω πουλιÜ και περιμÝνω να κελαηδÞσουν
ΑλλÜ μια μÝρα δεν Üντεξα.
ΕμÝνα με γνωρßζετε, τους λÝω.
¼χι, μου λÝνε.
¸τσι πÞρα την εκδßκησÞ μου και δε στερÞθηκα ποτÝ τους μακρινοýς Þχους.
ΤραγουδÜω, üπως τραγουδÜει το ποτÜμι
Κι ýστερα στο νοσοκομεßο που με πÞγαν βιαστικÜ…
Τι Ýχετε, μου λÝνε.
Εγþ; Εγþ τßποτα, τους λÝω. Μüνο πÝστε μου γιατß μας μεταχειρßστηκαν,
μ’ αυτüν τον τρüπο.
Το βρÜδυ Ýχω βρει Ýναν ωραßο τρüπο να κοιμÜμαι.
Τους συγχωρþ Ýναν-Ýναν üλους.
¢λλοτε πÜλι θÝλω να σþσω την ανθρωπüτητα,
αλλÜ εκεßνη αρνεßται.
¼μως απüψε, βιÜζομαι απüψε,
να παραμερßσω üλη τη λησμονιÜ
και στη θÝση της ν’ ακουμπÞσω,
μια μικρÞ ανεμþνη.
Κýριε, αμÜρτησα ενþπιüν σου,
ονειρεýτηκα πολý μια μικρÞ ανεμþνη.
¸τσι ξÝχασα να ζÞσω.
Μüνο καμιÜ φορÜ μ’ Ýνα μυστικü
που το ‘χα μÜθει απü παιδß,
ξαναγýριζα στον αληθινü κüσμο,
αλλÜ εκεß κανεßς δε με γνþριζε.
Σαν τους θαυματοποιοýς
που üλη τη μÝρα χÜρισαν τ’ üνειρα στα παιδιÜ
και το βρÜδυ γυρßζουν στις σοφßτες τους
πιο φτωχοß κι απ’ τους αγγÝλους.
ΖÞσαμε πÜντοτε αλλοý.
Και μüνον üταν κÜποιος μας αγαπÞσει, ερχüμαστε για λßγο
κι üταν δεν πεθαßνει ο Ýνας για τον Üλλον εßμαστε κιüλας νεκροß.
Sos, sos, sos, sos
ΦυσÜει απüψε φυσÜει,
τρÝχουν οι δρüμοι λαχανιασμÝνοι φυσÜει,
κÜτω απü τις γÝφυρες φυσÜει,
μες στις κιθÜρες φυσÜει.
ΦυσÜει απüψε φυσÜει,
μες στις κιθÜρες φυσÜει.
Δþσ’ μου το χÝρι σου φυσÜει,
δþσ’ μου το χÝρι σου...