Βιογραφικό
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, Έλλην λόγιος και ποιητής που για το έργο του χαρακτηρίζεται πρόδρομος (μαζί με τους: Ιωάννη Βηλαρά και Ρήγα Βελεστινλή) γιατί θεωρείται πως άνοιξε νέους ποιητικούς δρόμους με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας. Το επιστημονικό του έργο περιέχει πραγματείες σε θέματα γλωσσικά, πολιτικά, φιλοσοφικά και φυσικών επιστημών, πολλές από τις οποίες όμως δεν έχουνε σωθεί.
Γεννήθηκε στη Καστοριά, 2 Αυγούστου 1772. Ήτανε γιος ενός ντόπιου φτωχού ιερέα κι η οικογένειά του μετακόμισε στο Βουκουρέστι λίγο μετά την γέννησή του. Ολοκλήρωσε εκεί τη βασική εκπαίδευση (πιθανό να 'χε δάσκαλο και το Γρηγόριο Κωνσταντά) και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βούδας, όπου σπούδασε λατινική φιλολογία, φιλοσοφία κι ιατρική και στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, νομικά.
Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στο Βουκουρέστι και μπήκε στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας (κι αργότερα Μολδαβίας) Αλέξανδρου Μουρούζη. Αρχικά δίδασκε τα παιδιά του ηγεμόνα, έγινε δικαστής και τιμήθηκε με το τίτλο του «καμηνάρη», ενώ παράλληλα ανέπτυξε συγγραφική δράση: έγραψε το "Δράμα Ηρωικόν" κι έν απ' τα σημαντικότερα έργα του, τη "Γραμματική Της Αιολοδωρικής, Ήτοι Της Ομιλουμένης Τωρινής Των Ελλήνων Γλώσσας", στ' οποίο υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής, που κατά την άποψή του ήτανε κράμα της αρχαίας δωρικής κι αιολικής διαλέκτου.
Μετά το 1806, ακολούθησε τον Μουρούζη στη Πόλη όταν εκείνος έχασε το αξίωμά του. Εκεί ήταν ευκολώτερη η προσήλωσή του στο συγγραφικό έργο καθώς ήταν απαλλαγμένος από τα καθήκοντα του δικαστή και τα παιδιά του ηγεμόνα είχαν μεγαλώσει. Αυτή η εποχή ήταν πολύ γόνιμη: ανέλαβε την σύνταξη ενός "Λεξικού Της Νέας Ελληνικής", μαζί με άλλους λόγιους (Γρηγόριο Κωνσταντά, Άνθιμο Γαζή κ.α.), προσπάθησε να οργανώσει Πανεπιστήμιο στη Ζαγορά Πηλίου, έγραψε: πραγματεία σχετικά με την ύπαρξη κενού στη φύση, γλωσσολογική μελέτη "Περί Προφοράς" -προσπαθώντας ν' αναιρέσει τα επιχειρήματα του Έρασμου για τη προφορά της κλασικής αρχαίας Ελληνικής γλώσσας- και πραγματεία "Περί Ποιητικής".
Η ζωή του ανατράπηκε το 1812 όταν ο ηγεμόνας Δημητράκης Μουρούζης, προστάτης των γραμμάτων, δολοφονήθηκε απ' τους Τούρκους. Διέφυγε τότε στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα Ιωάννη Καρατζά, όμως μεγάλο τμήμα του έργου του (οι μελέτες για το κενό, τη προφορά και το λεξικό που 'χε ξεκινήσει) χάθηκε. Ο Ιωάννης Καρατζάς τον διόρισε ξανά δικαστή με τον τίτλο του Μεγάλου Λογοθέτη και του ανέθεσε να συντάξει νέα νομοθεσία για την Ηγεμονία της Βλαχίας. Ασχολήθηκε συστηματικά με το έργο αυτό ώς το 1816. Το 1815 περίπου έγραψε ένα φιλοσοφικοπολιτικό σύγγραμα, τα "Πολιτικά Φροντίσματα", που διέπεται από τις αρχές του Νικολό Μακιαβέλλι. Το έργο αυτό ήταν αφορμή για αρνητική κριτική εναντίον του και δε τυπώθηκε ποτέ όσο ζούσε.
Το 1818 ο Ιωάννης Καρατζάς δραπέτευσε στη Δύση κι ο Χριστόπουλος κατέφυγε στο Σιμπίνι της Τρανσυλβανίας. Εκεί μελέτησε και μετέφρασε έργα του Σέξτου Εμπειρικού κι έγραψε τις μελέτες "Στοιχείωσις Της Σκεπτικής Φιλοσοφίας" και "Πολιτικά Παράλληλα". Κείνα τα χρόνια μυήθηκε και στη Φιλική Εταιρεία. Οι ειδήσεις για τη δράση του ως Φιλικού και για τη ζωή του στα χρόνια της Επανάστασης είναι λιγοστές. Μετά την απελευθέρωση, επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1836, έμεινε όμως λιγότερο από χρόνο και τελικά επέστρεψε στο Σιμπίνι όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μετάφραση της "Ιλιάδας", αρχικά σ' ομοιοκατάληκτους κι από το 1844 σε ανομοιοκατάληκτους στίχους και τα "Ελληνικά Αρχαιολογήματα", εγχειρίδιο που πραγματεύεται θέματα σχετικά με τα ελληνικά φύλα και τις αρχαίες διαλέκτους.
Σήμερα μνημονεύεται κυρίως για το ποιητικό του έργο, τη συλλογή "Λυρικά" που 'χε γίνει πολύ δημοφιλής: όσο ζούσε, εκδόθηκε 11 φορές (Α' έκδοση 1811, Βιέννη). Τα ποιήματά του είναι σύντομες συνθέσεις επηρεασμένες από τον αρκαδισμό και τον ανακρεοντισμό (γιʹ αυτό και τον αποκαλούσαν «Νέο Ανακρέοντα») με κομψή στιχουργική κι εύθυμη διάθεση, που συχνά όμως επικρίθηκε ως ψυχρή κι επιφανειακή. Δείχνουν επίσης άνθρωπο που αγαπούσε τη ζωή καθώς συχνά αναφέρονται στον έρωτα και το κρασί κι εμφανίζουνε την ισχυρή πεποίθηση πως ο ποιητής αφηνότανε συχνά να βυθιστεί στις δυο αυτές ζάλες. Ενδιαφέρον έχουν επίσης οι μεταφράσεις του απ' την αρχαιοελληνική γραμματεία, μία μετάφραση της ραψωδίας Α' της "Ιλιάδας" και ποιημάτων της Σαπφούς. Τα "Λυρικά" του ήταν κάποια από τα ποιήματα που μελέτησε ο Σολωμός στη προσπάθειά του να διαμορφώσει τη ποιητική του γλώσσα.
Τα κυριώτερα έργα του είναι:
"Γραμματική Της Αιολοδωρικής, Ήτοι Της Ομιλουμένης Τωρινής Των Ελλήνων Γλώσσας" (1805), "Λυρικά", "Πολιτικά Παράλληλα", "Ελληνικά Αρχαιολογήματα" και μετέφρασε τη 1η ραψωδία της "Ιλιάδας".
Πέθανε στο Σιμπίνι στις 29 Γενάρη 1847, σ' ηλικία 75 ετών.
========================
Φλουέρα
Φιλέρημη φλουέρα,
νά τούτον τον αέρα
κι αρχίνα να φυσάς.
Κι αν ίσως και σε καίγει,
είν' στεναγμός μου, λέγει,
και μη με τον μισάς.
Οδήγησ' τον να φθάσει
προς τούτ' αυτού τα δάση,
στο στόμα της Ηχώς.
Κι απ' την Ηχώ ν' αρχίσει
εκεί να καταντήσει,
που ξεύρει μοναχός.
Ειπέ τον να προσέχει
στους βράχους, όπου τρέχει,
να μην εμποδισθή,
μόν' ίσια να περάσει,
ατάραχα να φθάσει,
να κράξει, ν' ακουσθεί.
Σύντροφοι
Χθες το βράδυ βυθισμένος
εις τον ύπνον τον γλυκόν
είδα όλος τρομαγμένος
ένα όνειρον κακόν.
Εις βουνόν εγώ και ο Έρως,
και η αγάπη μου μαζί,
και ο Καιρός ο πάντα γέρος
ανεβαίναμεν πεζοί.
Η αγάπη σταματούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε
βιαστικά με τον Καιρόν.
"Στάσου", λέγω, "Έρωτά μου·
τόση βία διατί;
Η καλή συντρόφισσά μου
η αγάπη δεν κρατεί".
Τότε βλέπω και τινάζουν
και οι δυο τους τα φτερά,
και τον δρόμον τους αλλάζουν
και πετούν στ' αριστερά.
Απελπίζομαι, τρομάζω,
το κατόπι πιλαλώ.
Πού, ω Έρωτα, φωνάζω,
πού πετάς, παρακαλώ;
Τότ' ο άστατος γυρίζει
και με λέγει το παρόν·
Φίλ', ο Έρως συνηθίζει
και πετάει με τον καιρόν.
Κέρασμα
Εχού! ελάστε
φέρτε, κεράστε,
βάλτε να πιούμε
να ευφρανθούμε.
Πλόσκα μου πέρνα,
χύνε και κέρνα,
Έλʼ να σε σφίξω,
να σε σφυρίξω.
Λύπες και πόνοι
ανθρωποφόνοι
φύγετʼ, αφήτε,
πάτε χαθήτε.
Έξω, πτωχεία,
έξω, αχρεία!
Εγώ ʼμαι Κροίσος,
και πλέον ίσως.
Τώρα πιστεύω,
πως βασιλεύω
τώρα νομίζω,
τον κόσμʼ ορίζω.
Εχού! ελάστε
μετακεράστε,
βάλτε να πιούμε,
να ευφρανθούμε.
Μονομαχία
Θαυμαστοί κρασοπατέρες
τες γαβάθες σα μαχαίρες
ξεσπαθώστε μια φορά
κι από δυο και δυο μονάχοι,
σαν ανδρείοι μονομάχοι,
ας ρουφούμε τολμηρά.
Εις την μάχην τούτην όμως
ας βαλθή αυτός ο νόμος
τής φρικτής πολεμικής
ο καθένας στην αράδα
να χτυπά μ' ογληγοράδα
τη γαβάθα τής ρακής.
Κι όποιος τέλος καταντήσει
τον εχθρόν του να νικήσει,
να τον κάμ' υγρό στουπί,
Ηρακλή να τον ειπούμε
κι εις υγείαν του να πιούμε
όλʼ οι σύμμαχ' οι λοιποί.
Κι υστερνά, απάν' στην ψάθα
με την ίδια του γαβάθα
δυο πατέρες προεστοί,
να τον λαμπροστεφανώσουν
και να τον αποθεώσουν,
εις την γην να δοξαστή!
Μετάνοια
Ηθέλησα τον πλάνον
τον Έρωτα ν' αφήσω,
να κόψω τους δεσμούς του
και να μετανοήσω.
N' απαρνηθώ φιλίες,
φιλιά και χωρατάδες,
ν' αγκαλιασθώ τες Μούσες,
τες πρώτες φιλενάδες.
Ορμώ λοιπόν στες Μούσες
και βλέπω παρ' ελπίδα
τον Έρωτα στη μέση
που χόρευε κι επήδα.
Εύγε, τες λέγω, εύγε,
σεμνότατες παρθένες,
πολύ σας πρέπ' ο Έρως,
πολ' είσθε τιμημένες.
Κι εκείνες διψασμένα
τον Έρωτα φιλώντας
αυτά τα λόγια μ' είπαν
γλυκά χαμογελώντας:
Ο Έρωτας είν', φίλε,
του νου μας το ακόνι,
οπόταν στες μελέτες
σπουδάζοντας στομώνει.
Κι εγώ σαν είδα έτσι
τον άρπαξα με ζήλον
τον Έρωτά μου πάλε,
τον πρώτον μου τον φίλον.
Γεμάτο
Φίλε Στέφανε, να ζήσεις
που διδάχνεις ότʼ η Φύσις
δεν το θέλει το κενό,
μα τη μόνη μας φιλία,
(η αλήθεια είναι μία)
με τʼ εσένα συμφωνώ.
Να μην είνʼ κενό στην Φύσιν,
να μη ʼνʼ άδειο εις την Κτίσιν,
να μη τύχει πουθενά!
Οι βαρέλες να ʼνʼ γεμάτες,
να γεμίζουν τες κανάτες
με κρασί παντοτινά!
Να ʼνʼ γεμάτα τα κροντήρια,
οι γαβάθες, τα ποτήρια,
τα λαΐνια, τα σταμνιά,
τα ανώγια, τα κατώγια,
τα βαθύτατα χαμώγια,
κι η κόχʼ η κάθε μια!
Μήλα
Εις κήπον δροσερότατον
αντιπροχθές εμπήκα
και μέσα κηποφύλακα
τον Έρωτα ευρήκα.
Γλυκή μηλιά εφύλαγε
με δυο μοσχάτα μήλα
εις δυο λεπτά μισόσκεπα
παρασυρμένα φύλλα.
Κι όσο και τα πρόσεχε,
εγώ κρυφά γλιστρούσα
και μύριζα τον μόσχον τους
και τα καταφιλούσα.
Φιλώντας και μυρίζοντας
αχόρταστα με βίαν,
ζαλίσθηκα και μέθυσα
από την ευωδίαν.
Και μεθυσμένος λάθευσα,
κι αντί να τα φιλήσω
αγαλινά τα δάγκασα
χωρίς να το θελήσω.
Μα τη μηλίτσα, Έρωτα,
δεν τό 'καμ' από πάθος·
η μέθη με κατάντησε
σ' αυτό τ' ολίγο λάθος.
Βάκχος
Α. Βαρελοθήκη
Έξω, έξω τα βιβλία.
Στη φωτιά η φλυαρία.
Λέξες, λόγοι, όλα κάτω.
τι του κάκου τα φυλάττω;
Τον Απόλλωνά τους ρίξε
και τες Μούσες όλες πνίξε.
Την πικρή τους δάφνη καύσε
κι απ' τους κόπους πλέον παύσε.
Βάλε Βάκχον και Μαινάδες
και βαρέλια μυριάδες,
να γενεί βαρελοθήκη
η χρυσή βιβλιοθήκη.
Ο κισσός ας πρασινίσει
και το κλήμα ας ανθίσει,
να γλυκάνει το σταφύλι
τα πικρά μου τούτα χείλη.
Μη με λέγεις καλαμάρι,
μόν' κανάτα, μόν' πιθάρι.
Μη καντήλι. μόν' κροντήρι
και γαβάθα και ποτήρι.
Θέλω, θέλω να καθίσω,
να χαρώ να ευθυμήσω
με τον Βάκχον μου τον φίλον
στης βαρέλας μου τον τύλον.
Β. Κατάρα
Να μη φθάσω, να μη ζήσω,
αν μια μέρα δεν μεθύσω!
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω
στο ποτήρι μου απάνω.
Την αμέθυστη ζωή μου
να την έχουν οι εχθροί μου.
Μόν' εκείνοι όσο ζήσουν
να μη φθάσουν να μεθύσουν.
'Οπ' ο Βάκχος δεν σφυρίζει
κι η ποτήρα δεν γυρίζει,
η ζωή 'ν' τη αληθεία
αιωνία τυραννία.
Γ. Μεθύσι
Να μεθύσω, να μεθύσω,
την καρδιά μου να δροσίσω
και τον νουν μου να ζαλίσω,
τα κακά ν' αλησμονήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
τες φροντίδες μου ν' αφήσω,
τες ελπίδες να σκορπίσω
κι αδιάφορος να ζήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
να χαρώ, να ευθυμήσω,
να χορέψω, να πηδήσω,
να φωνάξω, να λαλήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
εις τα κάλλη να ορμήσω,
τρυφερά να τα φιλήσω
και εκεί να ξεψυχήσω.
Δ. Μακαριότητα
'Οταν πίνω το κρασάκι
στο χρυσό μου ποτηράκι
και ο νους μου ζαλισθεί,
τότ' αρχίζω και χορεύω
και γελώ και χωρατεύω,
κι η ζωή μ' ευχαριστεί.
Τότε παύουν οι φροντίδες,
τότε σβήνουν οι ελπίδες,
τότε φεύγουν οι καπνοί.
Κι η καρδιά μου γαληνίζει
και το στήθος μου αρχίζει
ν' ανασαίνει, ν' αναπνεί.
Για τον κόσμον δεν με μέλει.
ας γυρίζει όπως θέλει.
το κρασάκι μου να ζει!
Η κανάτα να μη στύψει,
απ' το πλάγι να μη λείψει,
ν' απεθάνομε μαζί!
Ε. Αταραξία
Δυσάρεστη ψυχή μου,
γαβάθιζε του κόσμου.
Ο κόσμος -μη σε μέλει-
ας κάμει όπως θέλει.
Αρχήθεν έτσ' εκτίσθη
και έτσ' εσχηματίσθη,
και δεν μπορεί ν' αλλάξει
την άτακτή του τάξη.
Λοιπόν παραίτησέ τον,
κουρεύου, κόσμε, 'πε τον.
και μόνον κέρνα, χύνε
και σφίγγε, ρούφα, πίνε.
ΣΤ. Βαθρακός
Εσύ, φίλε μουσικέ,
φωνακλά μου βαθρακέ,
νερό πίνοντας γλυκά
κελαηδείς το ακακά.
Κι εγώ πίνοντας κρασί
με την κούπα τη χρυσή
μες στα δέντρα τ' ανθηρά
τραγουδώ το τερερά.
'Ελ' ας πίνομε μαζί,
ο καθένας όσο ζει,
και τον κόσμον τον καλόν
ας γελούμε σαν λωλόν.
Τύφλες νά 'χουν τα πολλά
και μεγάλα του καλά,
και τα πλέον θαυμαστά
εις το πιει μας εμπροστά.
---------------------------------------------------------------------
Σημ: Τα ποιήματα τούτα είναι επιλογή από τα "Λυρικά" του.