ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Chateaubriand François-Auguste-René vicomte de: ÅõöõÞò Ñïìáíôéêüò ÖéëÝëëçíáò

   ΒρÝθηκα στη ζωÞ μÝσα σε δυο αιþνες,
            σÜμπως πÜνω στη συμβολÞ δυο ποταμþν.

Βοýτηξα στα νερÜ τα θολωμÝνα τους
           και üλος λýπη ξεμακραßνω απ'
τη γÝρικη
την üχθη που γεννÞθηκα
κι üλος ελπßδα
           κολυμπþ προς Ýνα Üγνωστο ακρογιÜλι
.  ΣατωμπριÜν

  Βιογραφικü

     Ο ΦρανσουÜ-Ωγκýστ-ΡενÝ, υποκüμης ντε ΣατωμπριÜν (François-Auguste-René, vicomte de Chateaubriand, Þ ΣατωβριÜνδος, 1768-1848), Þτανε ΓÜλλος συγγραφÝας, περιηγητÞς, πολιτικüς, στρατιωτικüς κι Ýνθερμος φιλÝλληνας, που προερχüταν απü παμπÜλαια, αλλÜ ξεπεσμÝνη, αριστοκρατικÞ οικογÝνεια. Σποýδασε (1777-1783) στα κολλÝγια της Ντολ (Dol), Ρεν (Rennes) και ΝτινÜν (Dinan), üπου διακρßθηκεν ιδιαιτÝρως κι ενþ ταλαντευüταν μεταξý της ναυτικÞς και της εκκλησιαστικÞς σταδιοδρομßας, γßνεται ανθυπολοχαγüς στη φρουρÜ του Καμπραß το 1786. Το 1788, λοχαγüς πλÝον, βρßσκεται στο Παρßσι, üπου συναναστρÝφεται συγγραφεßς της εποχÞς και δημοσιεýει τους 1ους του στßχους στο Almanach des Muses. ΥπηρÝτησε ως διπλωμÜτης και ΠρÝσβης της Γαλλßας σε διÜφορες πρωτεýουσες της Ευρþπης και χρημÜτισε Υπουργüς Εξωτερικþν κατÜ τη περßοδο 1823-1824. ΥποστÞριξε σθεναρÜ την ΕλλÜδα κατÜ την ΕπανÜσταση του 1821. Θεωρεßται ιδρυτÞς του γαλλικοý ρομαντισμοý, απü τα μεγÜλα ονüματα της γαλλικÞς λογοτεχνßας, αυτüς που ενÝπνευσε στον Üλλο μεγÜλο ρομαντικü, τον Βßκτωρα Ουγκþ, την αποστροφÞ: ΘÝλω να εßμαι Þ ΣατωβριÜνδος Þ τßποτα.

    ΓεννιÝται στο Σαιν-Μαλü της ΒρεττÜνης στις 4 ΣεπτÝμβρη 1768, -τη στιγμÞ που στη περιοχÞ επικρατεß σφοδρÞ καταιγßδα κι επßσης δε θÝλει να λÝει πως γεννÞθηκε τüτε αλλÜ το 1769, το γενÝθλιο Ýτος του θαυμαστÞ του ΝαπολÝοντα- τελευταßο απü τα 10 παιδιÜ του ΡενÝ ντε ΣατωμπριÜν, τιτλοýχου Üρχοντα, που 'χεν αναγκαστεß να γßνει θαλασσινüς για να ζÞσει και μεγÜλωσε στον οικογενειακü πýργο του Κομποýργκ της ßδιας περιοχÞς. Ο πατÝρας Þτανε τολμηρüς πλοßαρχος κι Ýμπορος μαζß, σχημÜτισε αρκετÞ περιουσßα κι εßχεν αγορÜσει τον πýργο και τον τßτλο του κüμη. Περιοýσια που κατÜ μÝγα μÝρος τη κληρονüμησε ο 1ος γιος, üπως Þταν τüτε τα Ýθιμα. Η 1η λοιπüν επαφÞ του ΣατωβριÜν Þταν με τη τραχιÜ γη και την Üγρια θÜλασσα της ΒρεττÜνης. Αν κι ευγενÞς, παßζει στο λιμÜνι με τα παιδιÜ των ψαρÜδων και νιþθει σαν απελευθερωμÝνος αντÜρτης. Στα 1777-9 σπουδÜζει στα κολλÝγια της Ντολ, της Ρεν και της ΝτινÜν αποκαλýπτοντας στους δασκÜλους του πολλÜ και καταπληκτικÜ χαρßσματα μαθητÞ με τερÜστια μνÞμη, μεγÜλη Ýφεση για μÜθηση, καθþς κι ευκολßα αφομοßωσης των κλασσικþν συγγραφÝων, καλλιτεχνικþν αλλÜ κι επιστημονικþν γνþσεων, εντυπωσιÜζοντας αυτοýς αλλÜ και τους συμμαθητÝς του. ¸χει κλßση και προς τη θÜλασσα και προς τη θρησκεßα.



     Καθþς το μεγαλýτερο μÝρος της οικογενειακÞς περιουσßας μαζß με τους τßτλους πηγαßνανε στον πρωτüτοκο, κεßνος σα μικρüτερος Ýπρεπε να διαλÝξει σταδιοδρομßα. Στο Πýργο-φροýριο Κομποýρ περιμÝνοντας κλÞση για τη στρατιωτικÞ του θητεßα, αρχßζει να πλÜθει το μýθο του. ΞεχνÜ την αγÜπη για τη μουσικÞ και την αρχιτεκτονικÞ κι ανακαλýπτει τη μελαγχολßα. Το φροýριο εßναι γεμÜτο μυστικÜ περÜσματα και πýργους, υπüγειες διαβÜσεις κι αποθÞκες. Εßναι το βασßλειο του σκüτους. Ο νεαρüς νοικοκýρης το τριγυρνÜ Üσκοπα απ' το πρωß ως το βρÜδυ, με παρÝα τους δαßμονÝς του και τη Λουσßλ, την αγαπημÝνη του αδελφÞ και προφÞτη. Μαζß της ανακαλýπτει τον ιλιγγιþδη ρομαντισμü που ασκοýνε τα μοναχικÜ μÝρη και καλλιεργεß τη περιφρüνηση για τη κανονικÞ ζωÞ. Στο Κομποýρ γρÜφει μετÜ απü χρüνια το μυθιστüρημα του ΡενÝ, Ýνα τραγικü και χυδαßο βιβλßο που φÝρνει μεγÜλη αναστÜτωση σ' üλη τη Γαλλßα. Εßναι η στιγμÞ της γÝννησης του ρομαντισμοý. ¸τσι απü το 1786 ως το 1790 δοκßμασε, χωρßς πραγματικü ενδιαφÝρον, το στρατιωτικü πεδßο. το 1786 τονε βρßσκουμε ανθυπολοχαγü στο Σýνταγμα της ΝαβÜρρα, που Þτανε φρουρÜ στο Καμπραß. γßνεται ανθυπολοχαγüς και βρßσκεται στην ευχÜριστη θÝση, να πηγαßνει στο Παρßσι με αστραφτερÞ κυανüλευκη στολÞ. Εκεß üμως το 1789 ξεσπÜ η ΓαλλικÞ ΕπανÜσταση και τα ιδανικÜ της δεν αρÝσουνε στο ΣατομπριÜν. Συμπαθþν αρχικÜ, γρÞγορα απογοητεýεται. Στη γαλλικÞ επανÜσταση δεν παßρνει μÝρος, θα 'ναι στο Παρßσι και θα συναναστρÝφεται τους αναρßθμητους συγγραφεßς του καιροý του, ανÜμεσα στους οποßους εßναι ο περßφημος Λα Αρπ, ο Σαμφüρ κι ο ΦοντÜν. Τüτε η λεγομÝνη φιλοσοφßα του Διαφωτισμοý, δηλαδÞ η φιλοσοφßα των προοδευτικþν ιδεþν του Βολταßρου και του Ρουσσþ, αρχßζει να ασκεß πÜνω του μεγÜλην επßδραση, μολονüτι Þταν ειλικρινÞς πιστüς της μοναρχßας κι ιδßως της συνταγματικÞς.



     Τα 2 πρþτα χρüνια της ΕπανÜστασης κυλÜνε σε αβεβαιüτητα. Τα πÜντα απειλοýνται -και σ' αυτÞ την αβεβαιüτητα ο νεαρüς, ρομαντικüς, ανÞσυχος, ονειροπüλος και διψþντας για καινοýριες εμπειρßες, ΣατωμπριÜν ονειρεýεται να γßνει εξερευνητÞς. ΜπαρκÜρει σ' Ýνα πλοßο με κατεýθυνση τον Βüρειο Πüλο αλλÜ το εγκαταλεßπει στις Αζüρες κι αποφασßζει να ταξιδÝψει στις ΗΠΑ για να γνωρßσει τη μεγÜλη αυτÞ χþρα και να μελετÞσει τους δημοκρατικοýς θεσμοýς της, αλλÜ και τη ζωÞ των ΙνδιÜνων, που τους θεωροýσε φορεßς μιας αληθινÜ ελεýθερης ζωÞς. Στις 8 Απρßλη 1791, μες στη φωτιÜ της ΕπανÜστασης, μπαρκÜρει για τις ΗΠΑ, φτÜνει στη Βαλτιμüρη, πÜει στη ΦιλαδÝλφεια και μπαßνει στην υπηρεσßα του αγωνιστÞ της ελευθερßας, Τζωρτζ ΟυÜσιγκτον, θαυμÜζει τους καταρρÜκτες του ΝιαγÜρα και μεταμφιÝζεται σε ΙνδιÜνο, üσο γρÜφει το Ýργο του για τις μισητÝς επαναστÜσεις. Τüτε φτÜνουν οι πληροφορßες για τα γεγονüτα στη Γαλλßα. Το ΓενÜρη του 1791, 8 μÞνες μετÜ την ÜφιξÞ του εκεß, φεýγει και φτÜνει στη ΧÜβρη. ΠρÝπει üμως να φýγει αμÝσως, γιατß κατÜ την απουσßα του τον Ýχουνε καταδικÜσει σε θÜνατο κι Ýχοντας εξαντλÞσει στο ταξßδι αυτü και το τελευταßο του φρÜγκο απü το κατÜλοιπο της πατρικÞς κληρονομιÜς,επιστρÝφει να βοηθÞσει στην υπερÜσπιση της μοναρχßας, αλλÜ αναγκÜζεται να παντρευτεß με συνοικÝσιο της αδελφÞς του τη Σελεστßνη Μπουισσüν, γυναßκα που ποτÝ δεν την αγÜπησε, την απατοýσε συστηματικÜ, μα ποτÝ δε χþρισε. ΑλλÜ Ýπεσε θýμα üπως και πολλοß Üλλοι, καθþς κι η αδελφÞ του, που Ýκαμε το συνοικÝσιο, της ψεýτικης φÞμης πως η Σελεστßνη Þτανε πολý πλοýσια, ενþ πραγματικÜ εßχε πολý μικρÞ περιουσßα.
     ΕπιστρÝφει  λοιπüν παντρεýεται και θα καταταγεß στο στρατü των εξüριστων ΓÜλλων ευγενþν πριγκÞπων (émigrés) για να υπερασπιστεß το βασιλικü καθεστþς, πολεμþντας κατÜ της ΕπανÜστασης. Η γυναßκα του κι η αγαπημÝνη του αδελφÞ Λουσßλ συλλαμβÜνονται κατÜ τη Τρομοκρατßα του ΡοβεσπιÝρρου και της παρÝας του, που κυρßως ανÝβαζε στη γκιλοτßνα κεφÜλια αριστοκρατþν, κι ο αδελφüς του καρατομεßται. Πληγþνεται στη πολιορκßα της Τιονβßλ και παßρνει τον δρüμο της εξορßας μεταμφιεσμÝνος, στο Λονδßνο -üπου χιλιÜδες αριστοκρÜτες προσπαθοýν να ζÞσουνε κÜνοντας üλα τα επαγγÝλματα και πιστεýοντας πως η ΕπανÜσταση γοργÜ θα κατÝρρεε. Θα μεßνει στην Αγγλßα 7 χρüνια (1793-1800), στο Λονδßνο νοικιÜζει Ýνα Üθλιο μικρü δωμÜτιο που σÞμερα εßναι μουσεßο. Ζει σ' Ýσχατη Ýνδεια, δßνοντας μαθÞματα ΓαλλικÞς και κÜνοντας μεταφρÜσεις, αλλÜ περνÜ περιüδους φρικτÞς δυστυχßας και πεßνας.


                            η ΣελÝστ Μπουúσüν

     Το 1797 δημοσιεýει στο Λονδßνο, το 1ο του Ýργο, το Δοκßμιο Για Τις ΕπαναστÜσεις, που εκφρÜζει τη δυσπιστßα του για τη ΓαλλικÞ αλλÜ και για üλες τις επαναστÜσεις και που πÝρασε απαρατÞρητο. Περß το 1798 επανÝρχεται στο Ρωμαιοκαθολικü δüγμα απ' üπου εßχε αποστασιοποιηθεß. Στην Αγγλßα ο ΣατωμπριÜν, που κατÜ βÜθος Þτανε πλÝγμα θεοσεβοýς δανδÞ και χριστιανοý Καζανüβα, αφÞνεται ν' αγαπηθεß παρÜφορα απü τη κüρη ενüς πÜστορα. Στη κρßσιμη στιγμÞ των προτÜσεων για γÜμο απü μÝρους του πÜστορα, ο ΣατωβριÜνδος, που Þτανε κι αυτüς ερωτευμÝνος, σα πιστüς καθολικüς αποκαλýπτει στο μÝλλοντα πεθερü του πως εßναι παντρεμμÝνος. Επακολουθοýνε σκηνÝς τραγικÝς κι ο πιστüς στο δεσμü του γÜμου καθολικüς ξεκινÜ κι επιστρÝφει στο Παρßσι τον ΜÜη του 1800, üπου Þδη εßχε αρχßσει να επικρατεß κÜποια τÜξη κÜτω απü το Üστρο του ýπατου ΝαπολÝοντα ΒοναπÜρτη, επωφελοýμενος της αμνηστßας που παραχωρεß και τον οποßο θαýμαζε αρχικÜ. Την Üλλη χρονιÜ δημοσιεýεται η ΑταλÜ (που 'χε και 2ο τßτλο: Οι ¸ρωτες Δýο Αγρßων Μες Στην ¸ρημο) με καταπληκτικÞ επιτυχßα γιατß, üπως εßπε η κριτικÞ: "η ΓαλλικÞ λογοτεχνßα διψÜ για μεγÜλα Ýργα μετÜ τüσες ταραχÝς κι αναστατþσεις" κι ο ΡενÝ, εμπνευσμÝνα και τα 2 απü το ταξßδι του στις ΗΠΑ. ¸νας τερÜστιος παρθÝνος κüσμος ανοιγüτανε μπρος στον αναγνþστη, η απαρχÞ του ρομαντισμοý.
     Το 1802 δημοσιεýτηκε το μνημειþδες κι
 απü τα κýρια Ýργα του, που Üρχισε να γρÜφει πριν απü την ΑταλÜ, στα 1800, εßναι Το Πνεýμα Του Χριστιανισμοý, που δßνει στη θρησκεßα της αγÜπης και της συγνþμης μια καινοýρια θÝρμη, που τüσο την αναζητοýσε ο ταλαιπωρημÝνος ΓÜλλος του 1800, μια απολογßα του Ρωμαιοκαθολικοý δüγματος, που συνετÝλεσε στην αναβßωση του Καθολικισμοý στην Γαλλßα. ΜετÜ απ' αυτü, συλλαμβÜνει το σχÝδιο ενüς Üλλου Ýργου θρησκευτικοý, των Μαρτýρων, που θα δοýνε το φως της δημοσιüτητας στα 1809. Μα, πριν απ' αυτü, νιþθει την ανÜγκη -συγγραφικÞ κι ανθρþπινη μαζß- να επισκεφθεß την Αγßα Γη, τη Παλαιστßνη, και γενικÜ να γνωρßσει, να μυρßσει, να γευτεß, με τον τρüπο που αυτüς Þξερε, τους τüπους üπου ρßζωσε και βλÜστησε η νÝα θρησκεßα. Αποφασßζει λοιπüν αυτü το περιπετειþδες ταξßδι, αυτüς ο μÝγας φßλος των ταξιδιþν, και συμπεριλαμβÜνει σ' αυτü και την ΕλλÜδα, τη χþρα που 1η δÝχτηκε ολüψυχα το κÞρυγμα του Χριστοý μÝσα απü τα λüγια και τη θÝρμη των Αποστüλων. Ο ΝαπολÝων δε, που Þθελε να επανασυνδÝσει τη Γαλλßα με τη ΚαθολικÞ Εκκλησßα, τονε διüρισε γραμματÝα της διπλωματικÞς αποστολÞς στο Παπικü ΚρÜτος. ΑλλÜ το 1804, μετÜ την απαγωγÞ κι εκτÝλεση του δοýκα ντ' ΑνγκιÝν, ξαδÝλφου του Λουδοβßκου ΙΣΤ´, παραιτεßται και διακüπτει κÜθε σχÝση του με τον ΝαπολÝοντα. Στο εξÞς θα ζει μüνο απü τα βιβλßα του.


         ¸ργο Anne-Louis Girodet de Roussy-Trioson (1767- 1824) 1808

     Το 1806 πραγματοποιεß το περßφημο ταξßδι του σε ΕλλÜδα, ΜικρÜ Ασßα, Παλαιστßνη, Αßγυπτο και Ισπανßα. 3 βιβλßα Þτανε προúüντα του ταξιδιοý αυτοý : Οι ΜÜρτυρες, Ýνα ακüμα θρησκευτικü Ýργο αναφερüμενο στους διωγμοýς των 1ων Χριστιανþν, Οι περιπÝτειες του τελευταßου ΑβενσερÜγου, νουβÝλα εμπνευσμÝνη απü τη παραμονÞ του στην Ισπανßα και τÝλος η περιγραφÞ του ßδιου του ταξιδιοý, το Οδοιπορικüν εκ Παρισßων εις Ιεροσüλυμα (1811) üπου εκφρÜζεται η αρχαιολατρεßα και συμπÜθειÜ του για τους συγχρüνους του ¸λληνες. ¢λλωστε η ΕλλÜδα δεν Þταν μüνο το 1ο σκαλοπÜτι του χριστιανισμοý. ¹τανε κι η χþρα που τα χþματÜ της εßχανε ζυμωθεß με τη δüξα της λαμπρüτερης ιστορßας του κüσμου και που üσα ερεßπια μÝναν ακüμα ορθÜ πÜνω στα χþματα αυτÜ ακτινοβολοýσανε κÜτω απü τον ßδιον Þλιο, την ασýγκριτη και τη μοναδικÞ αρχαßα πνευματικÞ και καλλιτεχνικÞ αßγλη. Η φαντασßα του, ερεθισμÝνη απü τις κλασσικÝς του σπουδÝς και ρομαντικÜ διαμορφωμÝνη, τον Ýκαμε κιüλας να φαντÜζεται πως στην ΕλλÜδα θα μποροýσε να βρει κÜτι απü τη ζωντανÞ ýπαρξη του Λεωνßδα, του Λυκοýργου, του ΘεμιστοκλÞ και των Üλλων ημßθεων της ιστορßας και του πνεýματος -πως ßσως ν' Üκουγε τα ονüματÜ τους να τα ψιθυρßζουν οι ελληνικοß Üνεμοι, δßπλα σε ποτÜμια με πικροδÜφνες και μυρτιÝς και σε κρÞνες üπου καλλßγραμμες και λευκοφüρες νÝες θ' αντλοýσαν νερü γεμßζοντας αμφορεßς εξαßσια τεχνουργημÝνους! Ο χορüς των ποιητþν, των βασιλÝων, των στρατηγþν, των ιστορικþν Ýμοιαζε για τον ΣατωβριÜνδο με τα ΤÜγματα των χριστιανικþν ΑγγÝλων, που η θερμÞ ευλÜβεια μπορεß να σε κÜνει να τα αισθανθεßς να φτερουγßζουν ολüγυρÜ σου. ΑναφÝρεται κι Üλλο Ýνα ακüμα κßνητρο για το ταξßδι αυτü προς τους αρχαßους και τους Αγßους Τüπους -ο φλογερüς δεσμüς του με μια ωραßα κυρßα, την κüμησσα ντε ΝοÜιγ, üχι βÝβαια τη γνωστÞ μεγÜλη ποιÞτρια, που γεννÞθηκε 1 αιþνα αργüτερα. Υποστηρßζεται üτι το ταξßδι Ýγινε για να τελειþσει στην Ισπανßα, üπου στην Ανδαλουσßα εßχε συμφωνηθεß να συναντÞσει το ερωτικü του ßνδαλμα.



     Ξεκινþντας για την ΕλλÜδα και τη ΜÝση ΑνατολÞ και γυρßζοντας απü κει με βιβλßο, καθιÝρωσε σταθερÜ 2 μοντÝρνους τýπους ζωÞς και δημιουργßας. Τον συγγραφÝα που ταξιδεýει και το πεζογρÜφημα των λογοτεχνικþν ταξιδιωτικþν εντυπþσεων. Και το 1ο μÝρος του Οδοιπορικοý του, που σχεδüν πιÜνει και το μισüν üγκο του βιβλßου, εßναι θρεμμÝνο απü την ΕλλÜδα της εποχÞς εκεßνης του 1806, δßνοντας εξαßσιες περιγραφÝς της φυσικÞς ομορφιÜς της, των παραμελημÝνων ιστορικþν μνημεßων που μαρτυροýσαν το μεγαλεßο του ελληνικοý πολιτισμοý, αλλÜ και ρεαλιστικÝς εικüνες απü τις απαßσιες συνθÞκες ζωÞς των υπüδουλων ΕλλÞνων. Κι αν η αρχαßα ΕλλÜδα, που με τüσο ρομαντικü πÜθος την αναζÞτησε στη ΣπÜρτη, την Ελευσßνα, το ¢ργος και την ΑθÞνα, Þταν ακüμα ολüκληρη σχεδüν θαμμÝνη κÜτω απü βαθιÜ στρþματα σκüνης που αγωνιζüταν απü καιρü σε καιρü να τα ξεσκαλßσει μια πρωτüπειρη κι ερασιτεχνικÞ αρχαιολογßα σποραδικþν ξÝνων περιηγητþν, η ΕλλÜδα η σýγχρονη του ΣατωβριÜνδου Þτανε κι αυτÞ σα χαμÝνη, σαν αüρατη, σα να Þταν üλα τα Ýμψυχα üντα κÜπου κρυμμÝνα και κουρνιασμÝνα, "γιατß τα 'σκιαζ' η φοβÝρα και τα πλÜκων' η σκλαβιÜ". ΠÝρα απü το καλαισθητικü Þ οποιοδÞποτε Üλλο, αυτü εßναι το 1ο αßσθημα που νιþθει ανατριχιÜζοντας ο σημερινüς ¸λληνας αναγνþστης καθþς βυθßζεται στα 1α κεφÜλαια του Οδοιπορικοý. Κι ασφαλþς πρüκειται για αßσθημα που σÞμερα δεν μπορεß τüσο Ýντονα να το νιþσει παρÜ μüνον ¸λληνας Þ το πολý-πολý Ýνας ξÝνος βαθýτατα φßλος της χþρας. ¼μως το Οδοιπορικü φαßνεται πως την εποχÞ εκεßνη -δηλαδÞ απü το 1807 κι Ýπειτα- κυρßως στους κýκλους των διανοουμÝνων, κÝντρισε το ενδιαφÝρον για την υπüδουλη ΕλλÜδα, τους Ýκαμε να συγκινηθοýνε γι' αυτü το λαü των ανÝλπιδων σχεδüν σκλÜβων. Και θα πρÝπει κανεßς να θαυμÜσει τη συγγραφικÞ δýναμη του ΣατωβριÜνδου, κυρßως αυτÞ τη γοργÞ "απορροφητικüτητα" που εßχε ταξιδεýοντας. Γιατß τα σχετικÜ με την ΕλλÜδα κεφÜλαιÜ του μας δßνουνε την εντýπωση πως ο ταξιδιþτης χριστιανüς θα Ýμεινε πÜρα πολý καιρü στον τüπο μας, ενþ üλος αυτüς ο τερÜστιος για τις συγκοινωνιακÝς δυσκολßες της εποχÞς ταξιδιωτικüς κýκλος Üρχισε στο Παρßσι, üπου ο ΣατωβριÜνδος επÝστρεψε στις 5 Ιουνßου 1807.



     Οι κýριοι σταθμοß του Þταν Παρßσι, ΜιλÜνο, Βενετßα, Μεθþνη, Τρßπολη, ΜυστρÜς, ΣπÜρτη, ‘Αργος, ΑθÞνα, Σοýνιο, Τζια, Χßος, Κωνσταντινοýπολη, Σμýρνη, Ρüδος, ΙερουσαλÞμ, ΑλεξÜνδρεια, ΚÜιρο, Καρχηδüνα, Κüρδοβα, ΓρανÜδα, Μαδρßτη. Απ' üλο αυτü το χρονικü διÜστημα κατανÜλωσε μüνο 50 μÝρες για τη παραμονÞ του και τη διακßνησÞ του μες στον κυρßως ελληνικü χþρο -ας ποýμε στον χþρο της ΜεγÜλης ΙδÝας, που περιλαμβÜνει τη Πüλη, τη Σμýρνη και τη Κýπρο. ΑλλÜ οι διακινÞσεις, επßπονες κι αργÝς, με Üλογα και μουλÜρια που τριποδßζανε σε δýσβατους κι επισφαλεßς δρüμους, με ιστιοφüρα που η ταχýτητÜ τους Þταν εξαρτημÝνη απü τα καπρßτσια των ανÝμων, τρþγανε πιο πολý καιρü απü τη παραμονÞ στα μÝρη των ενδιαφερüντων του. ΚατÜ τη προεπαναστατικÞ περßοδο ο ΣατωβριÜνδος μπορεß να χαρακτηρισθεß ως απλüς περιηγητÞς κι ως ρομαντικüς λογοτÝχνης, που μελαγχολεß βλÝποντας τους απογüνους των αρχαßων ΕλλÞνων να ζουν σε ελεεινÞ κατÜσταση, υπüδουλοι ενüς Üξεστου δυνÜστη. ¼μως με το ξÝσπασμα της ΕπανÜστασης, βλÝποντας την αγωνιστικüτητα των ΕλλÞνων απü τη μια και την εχθρικÞ στÜση των μεγÜλων δυνÜμεων της Ευρþπης προς το αγωνιζüμενο ελληνικü Ýθνος, μεταμορφþνεται σε Ýνθερμο φιλÝλληνα, και τÜσσεται ανεπιφýλακτα υπÝρ του απελευθερωτικοý αγþνα των ΕλλÞνων. Τον τßτλο του φιλÝλληνα τον οφεßλει κυρßως στο περßφημο Υπüμνημα Περß Της ΕλλÜδος (Note sur la Grėce, 1825), το οποßο κατÜ κÜποιο τρüπο αποτÝλεσε φιλελληνικü μανιφÝστο κατÜ τη διÜρκεια της ελληνικÞς ΕπανÜστασης.



     Στο Παρßσι δε, σαν επÝστρεψε, η δημοσßευση μιας δριμýτατης κριτικÞς κατÜ του ΝαπολÝοντα, üπου τον συγκρßνει με το ΝÝρωνα, του στοιχßζει την εκτüπιση. ¹δη Ýχει αναδειχθεß σε κεντρικÞ μορφÞ της αντιπολßτευσης. ΠολÝμιος πλεον του ΝαπολÝοντα, επωφελεßται τη πτþση του και την επιστροφÞ των Βουρβüνων κι αρχßζει τη πολιτικÞ και διπλωματικÞ του σταδιοδρομßα. ΟνομÜζεται Ομüτιμος, υπηρετεß σα πρÝσβης της Γαλλßας σε διÜφορες ευρωπαúκÝς πρωτεýουσες και διορßζεται υπουργüς Üνευ χαρτοφυλακßου, κι Ýπειτα Εξωτερικþν τη περßοδο 1823-1824,  -υπεýθυνος για την γαλλικÞ επÝμβαση στην Ισπανßα- αλλÜ γρÞγορα πÝφτει σε δυσμÝνεια, ο κεφÜτος και συγκεχυμÝνος τρüπος του, τον οδηγεß σýντομα σε διÜσταση με την εξουσßα, αλλÜ και καθþς  αρνεßται να συνεργαστεß με ανθρþπους της ΕπανÜστασης που γßναν αποδεκτοß απü τη Παλιννüρθωση. Η απþλεια μεγÜλου μÝρους της περιουσßας του κι η ασθÝνεια της γυναßκας του, υποχρεþνουνε το ζεýγος να ζει φιλοξενοýμενο απü φßλους και θαυμαστÝς. Απτüητος üμως περß τα ερωτικÜ συνδÝεται (1817) με τη θρυλικÞ ΜαντÜμ ΡεκαμιÝ (Madame Récamier), που αποτελεß γι' αυτüν πηγÞ Ýμπνευσης και ενεργητικüτητας.
     Το 1818 ιδρýει την εφημερßδα Le Conservateur (Ο Συντηρητικüς, 1818-1820) απü την οποßα ασκεß οξýτατη κριτικÞ κατÜ της κυβερνÞσεως απü τα δεξιÜ. Στη νÝα κυβÝρνηση ΒιλλÝλ διορßζεται υπουργüς Εξωτερικþν και προσπαθεß να επιβÜλει τις απüψεις του κατÜ της "ηθικÞς των συμφερüντων" και της διαφθορÜς. Το 1824 αποπÝμπεται απü την κυβÝρνηση και αναδεικνýεται σε ηγÝτη της φιλελεýθερης αντιπολßτευσης αρθρογραφþντας στην Journal des Débats (Εφημερßδα των ΣυζητÞσεων), με μεγÜλη απÞχηση στη νεολαßα, η οποßα τον θαýμαζε ως συγγραφÝα κι ως πολιτικü. Το 1826 εκδßδεται το μυθιστüρημÜ του Οι ΝατσÝζ, εμπνευσμÝνο απü το ταξßδι του της ΑμερικÞς, επεξεργασμÝνα επεισüδια του οποßου Þταν η ΑταλÜ κι ο ΡενÝ. Το 1828 διορßζεται πρεσβευτÞς στην Αγßα ¸δρα αλλÜ τον επüμενο χρüνο παραιτεßται. Το 1830 μετÜ τη πτþση των Βουρβüνων, ο ΣατωμπριÜν αρνεßται να δþσει üρκο πßστης στο Λουδοβßκο Φßλιππο, του δευτερüτοκου κλÜδου (των Ορλεανιδþν) κι αποσýρεται απü τον δημüσιο βßο.



     ¹δη απü το 1817 εßχε αρχßσει να γρÜφει το μεγαλüπνοο Ýργο του Απομνημονεýματα ΠÝραν Του ΤÜφου, με τη προοπτικÞ να εκδοθεß το βιβλßο αυτü 50 χρüνια μετÜ το θÜνατü του. ΑλλÜ το 1836, πιεζüμενος οικονομικÜ, ποýλησε τα δικαιþματα σε μιαν εκδοτικÞ εταιρεßα υπü τον üρον της μεταθανÜτιας Ýκδοσης. Η εταιρεßα ποýλησε με τη σειρÜ της τα δικαιþματα στην εφημερßδα La Presse η οποßα Üρχισε να δημοσιεýει το Ýργο σε συνÝχειες. Εν πÜση περιπτþσει η οριστικÞ σε βιβλßο Ýκδοση Þταν üντως μεταθανÜτια, το 1848. Πρüκειται για Ýργο αυτοβιογραφικü, μια λυρικÞ αφÞγηση της ζωÞς και της εποχÞς του, με σατιρικÝς αιχμÝς και γραφικÝς περιγραφÝς. Τα απομνημονεýματÜ του αυτÜ γßνονται το μνημεßο κι ο θρýλος του, ο καθρÝφτης των μεγÜλων φιλοδοξιþν και της πλοýσιας φαντασßας του.
     Το 1844 εκδßδει τη ΖωÞ Του ΡανσÝ, ενüς κοσμικοý αριστοκρÜτη που αποσýρθηκε απü τη κοινωνßα για να ιδρýσει το αυστηρüτατο τÜγμα των Τραπιστþν μοναχþν. Πρüκειται για Ýργο με εμφανÞ αυτοβιογραφικÜ στοιχεßα και μια προσπÜθεια εκτßμησης της πορεßας του 19ου αι.. Το 1847 πεθαßνει η γυναßκα του, την οποßα σεβüταν αλλÜ απατοýσε και μÝνει μüνος με τη ΜαντÜμ ΡεκαμιÝ, την οποßα αγαποýσε αλλÜ επßσης απατοýσε. ΠÝθανε κατÜ τη διÜρκεια της επανÜστασης, 4 Ιουλßου 1848, σε ηλικßα 80 ετþν και τÜφηκε κατÜ την επιθυμßα του στο νησß Grand Be κοντÜ στο Σαιν-Μαλü, προσιτü μüνο κατÜ την Üμπωτη. Αυτüς ο κομψüς κι ανιαρüς ρομαντικüς κι αντιδραστικüς γÝρος, εßχεν Þδη επιζÞσει 3 επαναστÜσεων.



     Η ζωÞ του ΣατωμπριÜν Þταν Ýνα υπüδειγμα εντονüτατων αντιφÜσεων. Η σχÝση του με την αγαπημÝνη του αδελφÞ Λουσßλ σκιÜζεται απü την υπüνοια (αν üχι βεβαιüτητα) της αιμομιξßας. ¹ταν υπÝρμαχος της θρησκεßας αλλÜ ζοýσε τüσον εκτüς των επιταγþν της που ο Λουδοβßκος ΙΗ´ αναφþνησε κÜποτε: Πολý θα 'θελα να γνþριζα τ' üνομα του εξομολογητÞ του κυρßου ντε ΣατωμπριÜν!. ¹ταν μοναρχικüς των Üκρων και πρωτεργÜτης της επÝμβασης για τη κατÜπνιξη της επανÜστασης στην Ισπανßα, αλλÜ κι οπαδüς της ελευθερßας του τýπου κι υπερασπιστÞς της ΕλληνικÞς ΕπανÜστασης που κατηγορÞθηκε απü τη συντηρητικÞ παρÜταξη γιατß με τα Ýργα του προκαλοýσε επαναστατικÝς ανησυχßες στη νεολαßα. ¹ταν Ýνας αντιδραστικüς που ενÝπνευσε τον ΜπÜυρον και τον Ουγκþ. Ο ßδιος εßχε δηλþσει: Εßμαι δημοκρατικüς εκ φýσεως, μοναρχικüς εξ αιτßας της λογικÞς και βουρβωνικüς για λüγους τιμÞς.
     Στο Οδοιπορικü του ο ΣατωμπριÜν, που πßστευε üτι η Γαλλßα Þταν "η πρωτüτοκος θυγÜτηρ της ΕλλÜδος κατÜ τε την ανδρεßαν, την ευφυÀαν και τας τÝχνας", Ýψαξε αλλÜ δε βρÞκε την αρχαßα ΕλλÜδα (""Λεωνßδα" Ýκραξα…αλλ' ουδÝν των ερειπßων επανÝλαβε το μÝγα τοýτο üνομα" οι μεταφρÜσεις του ΕμμανουÞλ ΡοÀδη). Τους νÝους ¸λληνες δεν τους καλογνþρισε αλλÜ εκφρÜζει την αισιοδοξßα του για το μÝλλον τους βασιζüμενος στο λαμπρü παρελθüν τους αλλÜ και τους φüβους του για τις συνÝπειες της δουλεßας. ¼ταν Üρχισε η ΕλληνικÞ ΕπανÜσταση, συνδÝθηκε με τις φιλελληνικÝς εταιρεßες και σε νÝα Ýκδοση του Οδοιπορικοý προÝταξε το Υπüμνημα περß ΕλλÜδος, üπου υποστÞριζε απü νομικÞς, ιστορικÞς κι ηθικÞς απüψεως τα δßκαια της ΕλλÜδος.
     Τον τßτλο του φιλÝλληνα τον οφεßλει κυρßως στο περßφημο Υπüμνημα περß της ΕλλÜδος, το οποßο κατÜ κÜποιο τρüπο αποτÝλεσε φιλελληνικü μανιφÝστο κατÜ τη διÜρκεια της ελληνικÞς ΕπανÜστασης. Γι' αυτü το Ýργο, ο ΚυριÜκος Αμανατßδης στα Επßκαιρα & Επßμαχα, ΝÝος Κüσμος -ομογενειακÞ ενημÝρωση- γρÜφει:

   Το Υπüμνημα του ΣατωβριÜνδου δυστυχþς δεν κυκλοφορεß σε μορφÞ βιβλßου. ΣτÜθηκα τυχερüς να το εντοπßσω στην ψηφιακÞ ΒιβλιοθÞκη του Πανεπιστημßου ΚρÞτης (κωδικüς 122700), απü üπου το εκτýπωσα. Εßναι σε ελληνικÞ μετÜφραση απü τα γαλλικÜ.

     Ο ΣατωμπριÜν στη 2η παρÜγραφο του ΥπομνÞματος λÝει:

   ΜÞπως Ýμελλε ο αιþνας μας να δει πλÞθη αγρßων ανθρþπων να καταπνßξουν τον αναγεννþμενο πολιτισμü στον τÜφο ενüς Ýθνους, το οποßο εξημÝρωσε και εκπολßτισε την οικουμÝνη; Θα επιτρÝψουν οι Χριστιανοß στους Τοýρκους να σφÜζουν ανεμπüδιστα τους Χριστιανοýς; Και τα νüμιμα κρÜτη της Ευρþπης θα ανεχθοýν χωρßς αγανÜκτηση να δßνεται το ιερü üνομα της νομιμüτητας σε Ýνα τυραννικü καθεστþς, το οποßο θα Ýκανε και αυτüν τον ΤιβÝριο να αισθÜνεται ντροπÞ;

     Στη συνÝχεια γρÜφει πως η πρüθεσÞ του δεν εßναι να αναφερθεß στην ιστορßα του απελευθερωτικοý αγþνα των ΕλλÞνων, γιατß üπως λÝει επß αυτοý εßχαν γραφεß πολλÜ συγγρÜμματα. Εκεßνο που επιδιþκει να κÜνει με το ΥπüμνημÜ του εßναι να ανασκευÜσει τα επιχειρÞματα των μεγÜλων δυνÜμεων της Ευρþπης, για την εχθρικÞ τους στÜση Ýναντι του αγωνιζüμενου ελληνικοý λαοý. Οι ακüλουθοι 4 λüγοι,  προβÜλλονται για να δικαιολογÞσουν αυτÞν την στÜση των Ευρωπαßων, βÜσει λεγομÝνων του:


1. ΕπειδÞ η Τουρκßα αναγνωρßσθηκε στη ΣυνÝλευση ΒιÝννης, αναπüσπαστο μÝρος της Ευρþπης.
2. ΕπειδÞ ο ΣουλτÜνος εßναι νüμιμος κýριος των ΕλλÞνων κι ως εκ τοýτου οι ¸λληνες εßναι αντÜρτες.
3. ΕπειδÞ η παρÝμβαση των ΔυνÜμεων θα μποροýσε να δημιουργÞσει πολιτικÝς δυσκολßες.
4. ΕπειδÞ δεν συμφÝρει να συσταθεß δημοκρατικü κρÜτος στην ανατολικÞ Ευρþπη. (ΒαλκÜνια).

     Ο ΣατωβριÜνδος, με τα δικÜ του επιχειρÞματα, αναιρεß τους λüγους που πρüβαλαν οι ΜεγÜλες ΔυνÜμεις για τη μη παρÝμβασÞ τους υπÝρ της ΕλλÜδας. ΑναφορικÜ με τον 1ο, αποδεικνýει το ανυπüστατο της αναγνþρισης της Τουρκßας ως αναπüσπαστου μÝρους της Ευρþπης. Για το 2ο, üτι ο ΣουλτÜνος αναγνωρßζεται απü τις μεγÜλες ΔυνÜμεις ως νüμιμος κýριος των ΕλλÞνων, ο ΣατωβριÜνδος παρατηρεß πως ο ΣουλτÜνος "βασιλεýει επ' ονüματι του Κορανßου και της μαχαßρας". Επιπρüσθετα, αναφÝρεται στο γεγονüς üτι οι υπÞκοοι του ΣουλτÜνου εßναι Μωαμεθανοß. Οι ¸λληνες, ως Χριστιανοß, οýτε νüμιμοι υπÞκοοß του εßναι, οýτε παρÜνομοι, μÜλλον "σκýλοι γεννημÝνοι διÜ να αποθνÞσκουν κÜτω απü την ρÜβδον των ΜουσουλμÜνων, Þτοι των αληθþς πιστþν". Πιο κÜτω συνεχßζει ως ακολοýθως:

   Αλλ' αφοý τÝλος πÜντων κρεμÜσανε τους ιερεßς του (ελληνικοý Ýθνους), μüλυναν τους ναοýς του̇ αφοý Ýσφαξαν, Ýκαψαν, Ýπνιξαν χιλιÜδες ΕλλÞνων̇ αφοý διαπüμπευσαν τις γυναßκες τους, Üρπαξαν τα παιδιÜ τους και τα ποýλησαν ως ανδρÜποδα στις αγορÝς της Ασßας, τüτε πλÝον üσον αßμα Ýμενε ακüμη στην καρδιÜ τüσων δυστυχισμÝνων κüχλασε μÝσα τους κι οι μÝχρι τüτε σιδηροδÝσμιοι δοýλοι ξεσηκþθηκαν κι Ýκαναν üπλα τα δεσμÜ τους. Ο ¸λληνας, ο οποßος μÝχρι πρüτινος δεν Þταν υπÞκοος σýμφωνα με το αστικü δßκαιο, ζητÜ τþρα την ελευθερßα του στο üνομα του φυσικοý δικαßου κι απÝσεισε τον ζυγü χωρßς να γßνει αντÜρτης, χωρßς να παραβιÜσει κανÝνα νüμιμο δεσμü, γιατß δεν εßχε συμφωνηθεß κανÝνας δεσμüς με τον δυνÜστη.

     Αναφερüμενος στον τρüπο με τον οποßο οι ΜεγÜλες ΔυνÜμεις Þταν σε θÝση να εξασφαλßσουν την ανεξαρτησßα της ΕλλÜδας, ο ΣατωβριÜνδος γρÜφει:

   Μια σταθερÞ, γενναßα κι αφιλοκερδÞς πολιτικÞ μπορεß να θÝσει τÝρμα στις τüσες σφαγÝς, να δþσει Ýνα νÝο Ýθνος στον κüσμο, και να επαναφÝρει την ΕλλÜδα στην ΟικουμÝνη.

     Και κλεßνει ως ακολοýθως το ΥπüμνημÜ του:

   ΑλλÜ οποιεσδÞποτε κι αν εßναι οι πολιτικÝς αποφÜσεις, ο αγþνας των ΕλλÞνων Ýχει καταστεß κοινüς αγþνας üλων των εθνþν. Φαßνεται πως τα αθÜνατα ονüματα των Σπαρτιατþν και των Αθηναßων κÝρδισαν τη συμπÜθεια üλου του κüσμου. Σε üλα τα μÝρη της Ευρþπης Ýχουν συσταθεß ΕπιτροπÝς για τη βοÞθεια των ΕλλÞνων, οι συμφορÝς και τα ανδραγαθÞματα των οποßων Ýστρεψαν την προσοχÞ üλων στην ελευθερßα τους….

     Τα αποσπÜσματα που παρετÝθησαν απü το Υπüμνημα περß της ΕλλÜδος του ΣατωβριÜνδου, πους Ýζησε τα γεγονüτα που περιγρÜφει απü κοντÜ, δεν αφÞνουνε περιθþρια αμφιβολßας, αλλÜ οýτε και για σκεπτικισμü, αναφορικÜ με τη γνησιüτητα του φιλελληνικοý κινÞματος, αλλÜ και τη νομιμüτητα της ΕλληνικÞς ΕπανÜστασης. Το γεγονüς üτι το Υπüμνημα γρÜφτηκε απü Ýναν επιφανÞ ΓÜλλο, που ως Υπουργüς εξωτερικþν της Γαλλßας Þταν πλÞρως εξοικειωμÝνος με την κατÜσταση, üπως αυτÞ επικρατοýσε κατÜ τη διÜρκεια της ΕπανÜστασης, δßνει στις θÝσεις που προβÜλλει μεγαλýτερη βαρýτητα.
     Στο Οδοιπορικü του δε, αναφÝρει χαρακτηριστικÜ για το πÝρασμÜ του απü το ¢ργος:

   [… Στις 20 Αυγοýστου κατÜ την αυγÞ βρισκüμουν στο ¢ργος. Το χωριü που αντικατÜστησε την Ýνδοξη αυτÞν πüλη εßναι πιο καθαρü και πιο ζωηρü απü τα περισσüτερα χωριÜ του ΜοριÜ. Η θÝση του εßναι πολý üμορφη, προς το βÜθος του Αργολικοý κüλπου και μιÜμιση λεýγα απÝχοντας απü τη θÜλασσα. Απü τη μια πλευρÜ υψþνονται τα βουνÜ της Κυνουρßας και της Αρκαδßας κι απü την Üλλη οι ακρþρειες της ΤροιζÞνας και της Επιδαýρου. ¼μως, εßτε γιατß μ' εßχαν κυριÝψει οι θλιβεροß διαλογισμοß, που τους εßχε προκαλÝσει η ανÜμνηση των συμφορþν και των εγκλημÜτων των Πελοπιδþν, εßτε γιατß πραγματικÜ Ýβλεπα ολüγυμνη γýρω μου την αλÞθεια, η γη της Αργολßδας μου φÜνηκε ακαλλιÝργητη κι ερημωμÝνη, τα βουνÜ γυμνÜ και σκοτεινÜ και, με δυο λüγια, üλη η φýση γüνιμη σε μεγÜλα εγκλÞματα και σε μεγÜλες αρετÝς.
     ΕπισκÝφθηκα τα λεγüμενα λεßψανα των ανακτüρων του ΑγαμÝμνονα, καθþς και τα ερεßπια του θεÜτρου κι ενüς ρωμαúκοý υδραγωγεßου κι ýστερ' ανÝβηκα στην ακρüπολη επιθυμþντας να ιδþ και τις ελÜχιστες πÝτρες απ' αυτÝς που μετακßνησε το χÝρι του βασιλιÜ των βασιλιÜδων. Ποιος μπορεß να καυχηθεß πως χÜρηκε κÜποια δüξα αν συγκριθεß με τους οßκους που ýμνησαν ο ¼μηρος, ο Αισχýλος, ο Ευριπßδης κι ο Ρακßνας; Μα κι αντßστοιχα μεγÜλη εßναι η ÝκπληξÞ μας üταν βλÝπουμε τι λιγοστÜ πρÜγματα απüμειναν απ' αυτοýς τους οßκους.
Πολýς καιρüς πÝρασε απü τüτε που τα ερεßπια του ¢ργους πÜψαν ν' ανταποκρßνονται στο μεγαλεßο αυτÞς της πüλης. Ο ΤσÜντλερ στα 1756 τα βρÞκε üπως ακριβþς τα ‘δα κι εγþ τþρα. Οýτε ο αβÜς Φουρμüν στα 1746 οýτε ο ΠελλεγκρÝν στα 1719 στÜθηκαν πιο τυχεροß. Στη φθορÜ των μνημεßων του ¢ργους συντÝλεσαν προπÜντων οι Ε­νετοß: μεταχειρßστηκαν τα συντρßμματÜ τους για να χτß­σουν το φροýριο του Παλαμηδιοý.
Στα χρüνια του Παυσανßα υπÞρχε στο ¢ργος Ýνα Üγαλμα του Δßα, αξιοσημεßωτο για τα τρßα του μÜτια κι ακüμα πιο αξιοσημεßωτο για τον εξÞς λüγο: το ‘χε μεταφÝρει απü την Τροßα ο ΣθÝνελος. Και, καθþς λÝνε, πρüκειται για το ßδιο τ' Üγαλμα που στη βÜση του ο γιος του ΑχιλλÝα Ýσφαξε τον Πρßαμο. Μα το ¢ργος, που περηφανευüταν δεßχνοντας μες στα τεßχη του εκεßνους που πρüδωσαν τις εστßες του Πρßαμου, ýστερ' απü λßγο Ýγινε παρÜδειγμα της μετÜπτωσης των ανθρωπßνων.
     ¼ταν βασßλευε ο Ιουλιανüς ο ΑποστÜτης, τüσο εßχε ξεπÝσει απü την παλαιÜ του δüξα þστε εξαιτßας της μεγÜλης του φτþχειας δεν μπüρεσε να συνεισφÝρει για τους αγþνες στην εορτÞ των Ισθμßων. Ο Ιουλιανüς αγüρευσε υπερασπßζοντας το ¢ργος κατÜ των Κορινθßων κι η δημηγορßα του διασþθηκε στα συγγρÜμματÜ του. Πρüκειται για μια απü τις πιο περßεργες σελßδες της ιστορßας των πραγμÜτων και των ανθρþπων. ΤÝλος, το ¢ργος, η πατρßδα του βασιλιÜ των βασιλιÜδων, αφοý στον Μεσαßωνα Ýγινε κληρονομιÜ μιας χÞρας απü τη Βενετßα, πουλÞθηκε απ' αυτÞ στην ΕνετικÞ Δημοκρατßα για δια­κüσα δουκÜτα τον χρüνο ισοβßως και πεντακüσια μετρητÜ. Το συμβüλαιο αυτü το μνημονεýει ο ΚορονÝλλι. Omnia vanitas! -Ματαιüτης ματαιοτÞτων!
     Με φιλοξÝνησε στο ¢ργος ο Ιταλüς γιατρüς Αβραμιüττι*, που γνþρισε κÜποτε τον κ. Πουκβßλ στο Ναýπλιο κι Ýκαμε σε μια του εγγονÞ χειρουργικÞ επÝμβαση για υδροκεφαλßα. Ο κ. Αβραμιüττι μου ‘δειξε Ýναν χÜρτη της ΠελοποννÞσου, üπου, με τη σýμπραξη του κ. ΦωβÝλ, εßχε σημειþσει τα παλαιÜ ονüματα κοντÜ στα καινοýρια. Εργασßα αληθινÜ πολýτιμη, την οποßα θα μποροýσαν να ‘χουν εκπονÞσει μüνο üσοι Ýμεναν πολλÜ χρüνια στην ΕλλÜδα. Ο γιατρüς που με φιλοξÝνησε, πλοýσιος πια τþρα, λαχταροýσε να επιστρÝψει στην Ιταλßα. Και πραγματικÜ δýο αισθÞματα αναζωπυροýνται στην καρδιÜ του ανθρþπου üσο γερνÜ: η πατρßδα κι η θρησκεßα. ΝÝοι üταν εßμαστε, μπορεß να ξεχνÜμε τα αισθÞματα αυτÜ, γερνþντας üμως, ξαναβλÝπουμε και την πατρßδα και τη θρησκεßα γιομÜτες θÝλγητρα και νιþθουμε πιο ζωηρÞ τη λατρεßα που τους χρωστÜμε. ΚουβεντιÜσαμε λοιπüν στο ¢ργος για την Ιταλßα και τη Γαλλßα για τον ßδιο λüγο που κι ο Αργεßος στρατιþτης που ακολοýθησε τον Αινεßα θυμÞθηκε το ¢ργος üταν πÝθαινε στην Ιταλßα.
     Και μüνο στο τÝλος αναφερθÞκαμε στον ΑγαμÝμνονα, που τον τÜφο του θα τον Ýβλεπα την Üλλη μÝρα. ΚουβεντιÜζαμε στο μπαλκüνι ενüς σπιτιοý απÜνω απü τον Αργολικü κüλπο -και δεν αποκλεßεται απü δω να 'ριξε η φτωχÞ εκεßνη γυναßκα το κεραμßδι που διÝκοψε τη δüξα και τις τýχες του Πýρρου. Ο κ. Αβραμιüττι, δεßχνοντÜς μου Ýνα ακρωτÞρι απÝναντι, "εκεß", Ýλεγε, "η ΚλυταιμνÞστρα τοποθÝτησε τον δοýλο που θα μηνοýσε την επιστροφÞ του ελληνικοý στüλου" κι ýστερα πρüσθεσε: "¸ρχεστε απü τη Βενετßα; Νομßζω πως κι εγþ θα ‘καμα πολý καλÜ να γýριζα στη Βενετßα". Την Üλλη μÝρα τα ξημερþματα Üφησα τον εξüριστον τοýτο στην ΕλλÜδα, και με καινοýρια Üλογα και νÝον οδηγü πÞρα τον δρüμο για την Κüρινθο …]

     Για το πÝρασμÜ του απü τις ΜυκÞνες γρÜφει:

   […¾στερα απü μισÞς þρας πορεßα περÜσαμε τον ºναχο, τον πατÝρα της Ιþς, της πασßγνωστης απü τη ζηλοτυπßα της ¹ρας. Στα χρüνια τα παλιÜ, βγαßνοντας απü το ¢ρ­γος και πριν τις üχθες του ºναχου, Þταν η Πýλη της Ειλεßθυιας κι ο βωμüς του ¹λιου. ΜισÞ λεýγα πιο μακριÜ, απü την Üλλη μεριÜ του ποταμοý, ο ναüς της Μυσßας ΔÞμητρας κι ýστερ' απ' αυτüν ο τÜφος του ΘυÝστη και το ηρþο του ΠερσÝα. ΣτÜθηκα για λßγο στη θÝση που υψþνονταν αυτÜ τα μνημεßα ακüμα και στα χρüνια του Παυσανßα κι ýστερα αποχαιρÝτησα την πεδιÜδα του ¢ργους, για την οποßα ο κ. ΜπαρμπιÝ ντυ ΜποκÜζ Ýγραψε αξιüλογο υπüμνημα. ¸τοιμοι ν' ανεβοýμε τα βουνÜ της Κορινθßας, βλÝπαμε πßσω μας το Ναýπλιο. Το μÝρος που ‘μαστε εκεßνη τη στιγμÞ λεγüταν ΧαρβÜτι -κι απü δω αφÞνεις τον δρüμο για να ζητÞσεις λßγο προς τα δεξιÜ τα ερεßπια των Μυκηνþν, που ο ΤσÜντλερ τα ‘χε προσπερÜσει γυρßζοντας απü το ¢ργος. ΣÞμερα τα ερεßπια αυτÜ γßναν πασßγνωστα απü τις ανασκαφÝς που ‘καμε ο λüρδος Ελγßνος περνþντας απü την ΕλλÜδα. Ο κ. ΦωβÝλ τα περιÝγραψε στις ΑναμνÞσεις του κι ο κ. ντε ΣουαζÝλ-ΓκουφφιÝ Ýχει τα σχÝδιÜ τους. Πριν απü τους περιηγητÝς αυτοýς ο αβÜς Φουρμüν εßχε κÜνει λüγο για την πüλη των Μυκηνþν, που την εßχε ιδεß κι ο Ντυμονσþ. ΠερÜσαμε μια περιοχÞ με ρεßκια. ¸να στενü μονοπÜτι μÜς Ýφερε σ' αυτÜ τα ερεßπια, που εßναι σχεδüν üπως Þταν στον καιρü του Παυσανßα, γιατß δýο χιλιÜδες διακüσα ογδüντα χρüνια πÝρασαν απü τüτε που οι Αργεßοι κατÜστρεψαν τις ΜυκÞνες. Εßχαν φθονÞσει τη δüξα που ‘χε αποκτÞσει η πüλη αυτÞ επειδÞ εßχε στεßλει σαρÜντα πολεμιστÝς στις Θερμοπýλες να πεθÜνουν μαζß με τους ΣπαρτιÜτες.

     Αρχßσαμε πρþτα απü τον λεγüμενο τÜφο του ΑγαμÝμνονα, Ýνα κυκλικü μνημεßο κÜτω απü τη γη, που δÝχεται το φως απü τον θüλο και που δεν Ýχει τßποτα το αξιüλογο εκτüς απü την απλüτητα της αρχιτεκτονικÞς του. Μπαßνεις απü Ýνα üρυγμα που καταλÞγει στη θýρα του τÜφου, που την κοσμοýν παραστÜδες απü γαλαζωπü συνηθισμÝνο μÜρμαρο απü τα γειτονικÜ βουνÜ. Ο λüρδος Ελγßνος Üνοιξε το μνημεßο αυτü και το καθÜρισε απü τα χþματα που το ‘χαν φρÜξει εσωτερικÜ. Μια μικρÞ πüρτα οδηγεß απü τον κυριüτερο θÜλαμο σ' Üλλον, μικρüτερο, που, üταν τον εξÝτασα, καθþς δε βρÞκα ßχνος τοßχου, Ýβγαλα το συμπÝρασμα πως Þταν Ýνας απλüς λÜκκος, καμωμÝνος απü τους εργÜτες Ýξω απü τον τÜφο. Κι η πορτοýλα εκεßνη, μßα ακüμα εßσοδος του τÜφου. ¢ραγε ο τÜφος αυτüς Þταν πÜντα κÜτω απü τη γη, üπως οι κατακüμβες της ΑλεξÜνδρειας στη Ροτüντα Þ υψωνüταν απÜνω απü το Ýδαφος σαν τον τÜφο της Καικηλßας ΜετÝλλας στη Ρþμη; Εßχε μια εξωτερικÞ αρχιτεκτονικÞ; Κι αν εßχε, τι ρυθμοý Þταν; Οι απορßες αυτÝς δε λýθηκαν ακüμα γιατß τßποτα δε βρÝθηκε μÝσα σ' αυτüν τον τÜφο και γιατß δεν εßμαστε καν βÝβαιοι πως πρüκειται για τον τÜφο του ΑγαμÝμνονα που αναφÝρει ο Παυσανßας.
     Βγαßνοντας απ' αυτü το μνημεßο, πÝρασα μια Üγονη κοιλÜδα, εßδα τα ερεßπια των Μυκηνþν σε μια πλευρÜ των αντικρινþν λüφων — και προπαντüς θαýμασα μßα απü τις πýλες της πüλης, οικοδομημÝνη με γιγαντιαßα κομμÜτια βρÜχων, στηριγμÝνων στο ßδιο το βουνü, με το οποßο αποτελοýσαν Ýνα ενιαßο σýνολο. Δýο κολοσσιαßα λιοντÜρια χωρßς κεφÜλια, σκαλισμÝνα απü τις δýο πλευρÝς της πýλης, εßναι το μüνο της στüλισμα. ΣτÝκονται ορθÜ, το Ýνα εναντßον του Üλλου, üπως τα λιοντÜρια που υποστηρßζουν τα οικüσημα των παλαιþν ιπποτþν μας. Δεν υπÜρχει πουθενÜ, μÞτε και στην Αßγυπτο, μια τüσο επιβλητικÞ αρχιτεκτονικÞ, κι η Ýρημος, που μÝσ' απ' αυτÞν υψþνεται η πýλη, προσθÝτει στο μεγαλεßο της. ΑνÞκει στο εßδος των Ýργων που ο ΣτρÜβων κι ο Παυσανßας αποδßδουν στους Κýκλωπες και που ßχνη τους βρßσκονται στην Ιταλßα. Ο κ. Πετß-ΡαντÝλ βεβαιþνει πως η αρχιτεκτονικÞ αυτÞ εßναι προγενÝστερη απü την επινüηση των ρυθμþν. Κι Ýνα παιδß ολüγυμνο, Ýνας βοσκüς, μου ‘δειχνε μÝσα σ' αυτÞ τη μοναξιÜ τον τÜφο του ΑγαμÝμνονα και τα ερεßπια των Μυκηνþν.
     Πιο κÜτω απü την πýλη αυτÞν υπÜρχει μια βρýση που θα μποροýσε κανεßς να την εκλÜβει για τη βρýση που ανακÜλυψε ο ΠερσÝας κÜτω απü Ýναν μýκητα -και γι' αυτü τÜχα ονομÜστηκαν Ýτσι οι ΜυκÞνες. "Μýκης" στους αρχαßους σÞμαινε "μανιτÜρι" Þ "λαβÞ ξßφους". Κι αυτüς ο μýθος για τις ΜυκÞνες εßναι του Παυσανßα. Ξαναγυρνþντας στον δρüμο της Κορßνθου, αισθÜνθηκα το Ýδαφος ν' αντηχεß κÜτω απü τις οπλÝς του αλüγου μου. ΞεπÝζεψα κι ανακÜλυψα τον θüλο Üλλου τÜφου. Ο Παυσανßας μÝτρησε στις ΜυκÞνες πÝντε τÜφους: του ΑτρÝα, του ΑγαμÝμνονα, του ΕυρυμÝδοντα, του ΤηλÝδαμου και του ΠÝλοπα και της ΗλÝκτρας, λÝγοντας πως ο Αßγισθος κι η ΚλυταιμνÞστρα θÜφτηκαν Ýξω απü τα τεßχη. Λοιπüν ο τÜφος που ανακÜλυψα εγþ Þταν πιθανþς του Αßγισθου και της ΚλυταιμνÞστρας; Τον υπüδειξα στον κ. Πουκβßλ, που βÝβαια θα τον αναζητÞσει στην πρþτη εκδρομÞ που θα κÜνει στο ¢ργος. ΠαρÜδοξη τοýτη η μοßρα, αλÞθεια, που μ' Ýκαμε να φýγω επßτηδες απü το Παρßσι για ν' ανακαλýψω τη τÝφρα της ΚλυταιμνÞστρας…]

   ΣατωμπριÜν, Οδοιπορικü: Η ΕλλÜδα Του 1806, Εκδüσεις Δωδþνη, 1979


 * Αβραμιþτης Διονýσιος. Ιατρüς, γεννÞθηκε στη ΖÜκυνθο το 1770. Σποýδασε στην ΠÜδοβα της Ιταλßας. ΕξÜσκησε το ιατρικü επÜγγελμα στο ¢ργος και στην ΑθÞνα. ΚατÜ το 1817 εξÝδωσε στα ΙταλικÜ ανακατασκευÞ του "Οδοιπορικοý" του ΣατωμπριÜν. ΣυνεργÜστηκε για μεγÜλο διÜστημα με τους εν ΕλλÜδι ¢γγλους αρχαιολüγους της εταιρεßας των ΔιλεττÜντι , υπÞρξε απü τα πρþτα μÝλη της εταιρεßας των Φιλομοýσων που ιδρýθηκε στην ΑθÞνα το 1814, της οποßας πρüεδρος υπÞρξε ο ΙωÜννης Καποδßστριας και η οποßα προπαρασκεýαζε εν πολλοßς το Ýδαφος για τη μετÝπειτα ΦιλικÞ εταιρεßα. ΚατÜ το 1820 ο Αβραμιþτης διορßστηκε πρüξενος της Γαλλßας στην ΑθÞνα. ΠÝθανε το 1835.

     Το μνημειþδες Ýργο του Φραγκßσκου Αυγοýστου ΡενÝ υποκüμη ντε ΣατομπριÜν, πατÝρα του γαλλικοý ρομαντισμοý, δεν Ýχει πια πολλοýς αναγνþστες. Η περιπετειþδης, üμως, ýπαρξÞ του, το κÜνει μÝχρι σÞμερα πρüτυπο για τη ζωÞ μιας μεγαλοφυÀας κι ενüς αντικομφορμιστÞ.
Ο ΣατομπριÜν εßπε για τον εαυτü του: ΘÝλω να 'μαι η ολüτητα ενüς πρÜγματος Þ τßποτα.



===================

¸ργα

* Essai historique, politique et moral sur les révolutions anciennes et modernes, considérées dans leurs rapports avec la Révolution française (Ιστορικü, πολιτικü και ηθικü δοκßμιο περß των παλαιþν και συγχρüνων επαναστÜσεων, θεωρουμÝνων σε σχÝση με την γαλλικÞ ΕπανÜσταση, Λονδßνο, 1797)

* Atala, ou les Amours de deux sauvages dans le désert (ΑταλÜ, Þ Οι Ýρωτες των δýο αγρßων στην Ýρημο, 1801, μυθιστüρημα)

* René, ou les Effets des passions (ΡενÝ, Þ τα ΑποτελÝσματα του πÜθους, 1802, μυθιστüρημα)

* Le Génie du Christianisme (Το Πνεýμα του Χριστιανισμοý, 1802)
* Les Martyrs, ou le Triomphe de la foi chrétienne (Οι ΜÜρτυρες, Þ Ο θρßαμβος της ΧριστιανικÞς πßστης, 1809)

* Itinéraire de Paris à Jérusalem et de Jérusalem à Paris, en allant par la Grèce et revenant par l'Égypte, la Barbarie et l'Espagne (Οδοιπορικü απü το Παρßσι στην ΙερουσαλÞμ και απü την ΙερουσαλÞμ στο Παρßσι, κατÜ την μετÜβαση μÝσω ΕλλÜδος και κατÜ την επιστροφÞ μÝσω Αιγýπτου, ΜπαρμπαριÜς και Ισπανßας, 1811)

* De Buonaparte, des Bourbons, et de la nécessité de se rallier à nos princes légitimes pour le bonheur de la France et celui de l'Europe (Περß του ΒοναπÜρτη, των Βουρβþνων, και περß της ανÜγκης συσπεßρωσης γýρω απü τους νüμιμους ηγεμüνες μας για την ευτυχßα της Γαλλßας και της Ευρþπης, 1814)

* Aventures du dernier Abencerage (Οι περιπÝτειες του τελευταßου ΑβενσερÜγου, 1826)

* Les Natchez (Οι ΝατσÝζ, 1827)

* Voyages en Amérique et en Italie (Ταξßδια στην ΑμερικÞ και στην Ιταλßα, 1827)

* Vie de Rancé (Η ζωÞ του ΡανσÝ, 1844)

* Mémoires d'outre-tombe (Απομνημονεýματα πÝραν του τÜφου, 1848, μεταθανÜτια Ýκδοση)

Στα ΕλληνικÜ

* ΑταλÜ – ΡενÝ : Ευγ.ΤσελÝντη ("Printa")

* Το Πνεýμα του Χριστιανισμοý : ΕμμανουÞλ ΡοÀδης (μαζß με το Οδοιπορικü)

* Οι ΜÜρτυρες (τμÞμα): ΕμμανουÞλ ΡοÀδης (μαζß με το Οδοιπορικü)

* Οδοιπορικü απü το Παρßσι στην ΙερουσαλÞμ:

* ΕμμανουÞλ ΡοÀδης, 1860 (φωτοτυπικÞ επανÝκδοση που περιλαμβÜνει και το Υπüμνημα περß ΕλλÜδος, "Αφοι Τολßδη", 1979)

* ΑντρÝας Καραντþνης (τα περß ΕλλÜδος και ΜικρÜς Ασßας, "Δωδþνη", 1979)

* Οι περιπÝτειες του τελευταßου ΑβενσερÜγου: ΕμμανουÞλ ΡοÀδης (μαζß με το Οδοιπορικü)

* Οι ΝατσÝζ: Κ.Ι.Δραγοýμης, ως Οι Νατσαßοι, 1864

* Το Ýργο του ΑντρÝ ΜωρουÜ René ou La vie de Chateaubriand (ΡενÝ Þ Η ζωÞ του ΣατωμπριÜν, 1938) μεταφρÜστηκε στα ΕλληνικÜ απü το Γιþργο ΠρÜτσικα (ΝÝα Εστßα 1957 Α' και "Γκοβüστης" χχ)

===================

ΡητÜ

 * ΒρÝθηκα στη ζωÞ ανÜμεσα σε δυο αιþνες, σÜμπως πÜνω στη συμβολÞ δυο ποταμþν. Βοýτηξα στα θολωμÝνα τους νερÜ, και üλο λýπη ξεμακραßνω απü τη γÝρικη üχθη üπου γεννÞθηκα, και üλο ελπßδα κολυμπþ προς Ýνα Üγνωστο ακρογιÜλι".

 * Αν κρεμοýσαμε το δßκωχο και το πανωφüρι του ΝαπολÝοντα σε Ýνα παλοýκι στις ακτÝς της ΒρÝστης, üλη η Ευρþπη, απü τη μια Üκρη στην Üλλη, θα Ýτρεχε να πÜρει τα üπλα.

 * Μην εßστε βασιλικüτεροι του βασιλÝως.

 * Οι θεσμοß περνοýν τρεις φÜσεις: τη φÜση του κοινωφελοýς Ýργου, τη φÜση των προνομßων και τη φÜση της κατÜχρησης.

 * Μη σπαταλÜτε απερßσκεπτα την περιφρüνησÞ σας. ΥπÜρχει μεγÜλος αριθμüς ανθρþπων που την δικαιοýται.

 * Η δικαιοσýνη εßναι το ψωμß του Ýθνους. ΠεινÜ πÜντοτε γι' αυτü.

 * Δεν εßναι ο Üνθρωπος που σταματÜ το χρüνο, εßναι ο χρüνος που σταματÜ τον Üνθρωπο.

 * Τα δÜση προηγοýνται των λαþν, οι Ýρημοι τους ακολουθοýν.

 * Η Γαλλßα υπü τον ΝαπολÝοντα: σκλαβιÜ μεßον η ντροπÞ.

 * ΘÝλω να 'μαι η ολüτητα ενüς πρÜγματος Þ τßποτα

 * ΠÜντα οι Üλλοι μας φαßνονται πιο ευτυχισμÝνοι απü εμÜς. Κι üμως, εßναι παρÜξενο üτι ο Üνθρωπος που πρüθυμα θα Üλλαζε την κατÜστασÞ του δεν θα δεχüταν σχεδüν ποτÝ σε αλλαγÞ της προσωπικüτητÜς του.

 * Η αρχαßα ελληνικÞ ιστορßα εßναι Ýνα ποßημα, η λατινικÞ μια εικüνα, η σýγχρονη εßναι Ýνα χρονογρÜφημα.

=====================


                             Υπüμνημα Περß Της ΕλλÜδος

                        (ΜεταφρασμÝνον απü την ΓαλλικÞν γλþσσαν, Εν Παρισßοις,
                                 εκ της Τυπογραφßας Φιρμινοý Διδüτου, 1825
)

     Τα εσχÜτως συμβÜντα εις την ΕλλÜδα εßλκυσαν εκ νÝου της Ευρþπης τα βλÝμματα προς την Üτυχον ταýτην γην. ΚοπÜδια ανδραπüδων Μαýρων, απü τους μυχοýς της ΑφρικÞς μεταφερμÝνων, συντρÝχουν δια ν' αποτελειþσουν εις τας ΑθÞνας το Ýργον των μαýρων του σαραúου ευνοýχων. Εκεßνοι Ýρχονται ν' ανατρÝψουν με την δýναμßν των τα ερεßπια τα οποßα τοýτων η αδυναμßα Üφινε τουλÜχιστον να διαμÝνουν.
¸μελλεν Üρα ο αιþν μας να ιδÞ πλÞθη αγρßων καταπνßγοντα τον αναγεννþμενον πολιτισμüν εις τον τÜφον ενüς Ýθνους το οποßον εξημÝρωσε και επολßτισε την οικουμÝνην ; οι Χριστιανοß θÝλουν Üρα αφÞσει τους Τοýρκους να σφÜζουν ανεμποδßστως Χριστιανοýς; Και αι Νüμιμαι της Ευρþπης Πολιτεßαι θÝλουν Üρα υποφÝρει χωρßς αγανÜκτησιν να δßδεται το ιερüν της Νομιμüτητος üνομα εις μßαν τυραννßαν η οποßα και αυτüν τον ΤιβÝριον Þθελε κÜμει να εντραπÞ;
     Δεν αποβλÝπομεν ουδÝ ποσþς εις το ν' αναγρÜψωμεν εδþ την αρχÞν και ιστορßαν των ταραχþν της ΕλλÜδος, επειδÞ πρüχειρα εßναι εις üλους τα εις την θλιβερÜν ταýτην υπüθεσιν καταγινüμενα παμπληθÞ συγγρÜμματα. Ο μüνος του παρüντος υπομνÞματος σκοπüς εßναι να ανακαλÝσωμεν την προσοχÞν του Κοινοý εις Ýναν αγþνα ο οποßος πρÝπει να λÜβη τÝλος· Ýτι δε να διορßσομεν τινÜς αρχÜς, να λýσωμεν τινÜς ζητÞσεις, να προβÜλωμεν τινÜς γνþμας αι οποßαι ημποροýν να καρποφορÞσουν ωφελßμως εις τας κεφαλÜς των Üλλων· ν' αποδεßξωμεν üτι δεν εßναι τßποτε απλοýστερον και ευκατορθþτερον απü της ΕλλÜδος την ελευθÝρωσιν· και τÝλος πÜντων να κινÞσωμεν, ει δυνατüν, δια μÝσου της υπολÞψεως την των κρατοýντων θÝλησιν· διüτι και üταν δεν δυνÜμεθα πλÝον να προσφÝρωμεν εις την ταλαιπωρουμÝνην θρησκεßαν και ανθρωπüτητα ει μη ευχÜς, πÜλιν χρεωστοýμεν να εκφωνßσωμεν καν τα ευχÜς μας, δια να τας ακοýσουν οι δυνατοß.
     Δεν εßναι κανεßς ος τις δεν επιθυμεß των ΕλλÞνων την απολýτρωσιν, Þ τουλÜχιστον δεν εßναι κανεßς ος τις Þθελε τολμÞσει να εναγκαλισθÞ αναφανδüν την μερßδα των δυναστευüντων κατÜ των δυναστευομÝνων· η δε εντροπÞ αýτη εßναι προδιÜθεσις ευνοúκÞ εις τον αγþνα περß του οποßου ο λüγος. Αλλ' οι περß των ΕλλÞνων πραγμÜτων, χωρßς üμως Ýχθραν κατÜ των ΕλλÞνων, γρÜψαντες πολιτικοß, διúσχυρßσθησαν üτι δεν πρÝπει να λÜβωμεν μÝρος εις αυτÜ, δια τÝσσαρας μÜλιστα λüγους:

Α. ΕπειδÞ η βασιλεßα των Τοýρκων ανεγνωρßσθη εις την εν ΒιÝννη ΣυνÝλευσιν ως μÝλος αναγκαßον εις την ολοσχÝρειαν της Ευρþπης·
Β. ΕπειδÞ ο ΣουλτÜνος εßναι νüμιμος κýριος των ΕλλÞνων, üθεν Ýπεται üτι οι ¸λληνες εßναι αντÜρται·
Γ. ΕπειδÞ η μεσιτεßα των ΔυνÜμεων αι οποßαι Þθελαν μεσολαβÞσει ημπορεß να προξενÞση πολιτικÜς δυσκολßας.
Δ. ΕπειδÞ δεν συμφÝρει να συστηθÞ δημοκρατουμÝνη πολιτεßα ει τα ανατολικÜ της Ευρþπης.

     ΚατÜ πρþτον ας εξετÜσωμεν τους πρþτους δýο λüγους:
Α λüγος: Η βασιλεßα των Τοýρκων ανεγνωρßσθη εις την εν ΒιÝννη ΣυνÝλευσιν ως μÝλος αναγκαßον εις την ολοσχÝρειαν της Ευρþπης.
     Η εν ΒιÝννη ΣυνÝλευσις εγγυÞθη λοιπüν εις τον ΣουλτÜνον την ακεραιüτητα της Επικρατεßας του ; Πως ! την ασφÜλισεν Üρα και ως προς τα τýχας του πολÝμου ; Οι πρÝσβεις της Πüρτας ευρÝθησαν παρüντες εις την ΣυνÝλευσιν ; ο Βεζßρης υπÝγραψεν εις το πρωτüκωλον ; ο ΜουφτÞς υπεσχÝθη να υπερασπισθÞ τον ΑρχιερÝα της Ρþμης, και ο Αρχιερεýς τον ΜουφτÞν ; ΑλλÜ φοβοýμεθα μÞπως ηθÝλαμεν παρεκτραπÞ απü την σεμνοπρÝπειαν την οποßα απαιτεß η υπüθεσις, επιμÝνοντες εις δüξας τüσον αλλκüτους και στραβÜς επßσης. Προς τοýτοις δε και η Πüρτα με μεγÜλην Ýκπληξιν Þθελεν ακοýσει üτι εφαντÜσθησαν τινÝς να την εγγυηθοýν κανÝν πρÜγμα·μÜλλον δε αι τοιαýται εγγυÞσεις Þθελαν φανÞ εις αυτÞν αυθαδιÜσματα. Ο ΣουλτÜνος βασιλεýει επ' ονüματι του Κουρανßου και της μαχαßρας, και το ν´αναγνωρßση κανεßς τα δικαιþματÜ του εßναι ταυτü ως να επÝχη περß αυτþν, αυτü δηλαδÞ ως να υποθÝση üτι αυτüς δεν εξουσιÜζει καθ' üλην την θÝλησßν του· επειδÞ εις την δεσποτικÞν διοßκησιν νüμος εßναι το αμÜρτημα Þ το παρανüμημα, κατÜ την μεγαλητÝραν Þ μικροτÝραν νομιμüτητα της πρÜξεως. Αλλ' οι συγγραφεßς οι διúσχυριζüμενοι üτι η ΕπικρÜτεια του ΣουλτÜνου ετÝθη υπü την προστασßαν της εν ΒιÝννη Συνελεýσεως, ενθυμοýνται üτι αι κτÞσεις των χριστιανþν ηγεμüνων, συμπεριλαμβανομÝνων και των αποικιþν αυτþν, τωüντι ετÝθησαν υπü την εγγýησιν των συνθηκþν της ειρημÝνης Συνελεýσεως ; Εννοοýν ποý ημπορεß να φÝρη η ζÞτησις αýτη, την οποßαν εν παρüδω εδþ προτεßνομεν ; ¼ταν πρüκειται λüγος περß των Ισπανικþν αποικιþν, αναφÝρουν τßποτε περß της εν ΒιÝννη ταýτης Συνελεýσεως, την οποßαν τüσον αλλüκοτα προβÜλλουν üταν ο λüγος πρüκειται περß της ΕλλÜδος;
     Ας μας συγχωρεθÞ τουλÜχιστον ν' απαιτÞσωμεν χÜριν των θυμÜτων του Μουσουλμανικοý δεσποτιμοý την ελευθερßαν την οποßαν νομßζουν τινÝς üτι Ýχουν δικαßωμα ν' απαιτÞσουν υπÝρ των υπηκüων της ΚαθολικÞς Μεγαλειüτητος. Το να παραβÞ τις τα Üρθρα μιας γενικÞς συνθÞκης υπογεγραμμÝνης απ' üλας τας μερßδας, επß λüγω του να προξενÞση εις ολοκλÞρους λαοýς ü,τι νομßζει μÝγιστον αγαθüν, δεδüσθω· αλλÜ τüτε καν ας μη επικαλÞται πλÝον την αυτÞν συνθÞκην και προς συντÞρησιν της αθλιüτητος, της αδικßας και της δουλεßας.

Β λüγος: Ο ΣουλτÜνος εßναι νüμιμος κýριος των ΕλλÞνων, üθεν Ýπεται üτι οι ¸λληνες εßναι αντÜρται.
     Πρþτον μεν ο ΣουλτÜνος δεν αντιποιεßται τας τιμÜς της νομιμüτητος τας οποßας καλοπροαßρετοι τινÝς φßλοι του αποδßδουν εις αυτüν, και Þθελε μÜλιστα δυσαρεστηθÞ εις αυτÜς καθ' υπερβολÞν, Þ μÜλλον ειπεßν αυτüς δεν συνηθßζει να προβιβÜζη τους χριστιανοýς εις τον βαθμüν των νομßμων υπηκüων. ¸πειτα οι νüμιμοι υπÞκοοι του διαδüχου του ΜωÜμεθ εßναι μωαμεθανοß· οι δε ¸λληνες, ως χριστιανοß, οýτε νüμιμοι υπÞκοοß του εßναι οýτε Üνομοι, αλλ' εßναι δοýλοι, Þ μÜλλον ειπεßν σ κ ý λ ο ι γεννημÝνοι δια ν' αποθνÞσκουν κÜτω απü την ρÜβδον των ΜουσουλμÜνων, Þτοι των αληθþς πιστþν.
     Το δε Ελληνικüν Ýθνος, το οποßον οι Τοýρκοι δεν Ýνωσαν εις εν και το αυτü σþμα με το ßδιüν των Ýθνος, μη προσκαλÝσαντες αυτü εις την μετοχÞν της ιδιωτικÞς και πολιτικÞς των κοινüτητος, δεν υπüκειται εις καμμßαν απü τας συμφωνßας αι οποßαι συνδÝνουν τους υπηκüους προς της ηγεμüνας και τους ηγεμüνας προς τους υπηκüους. ΚαθυποβληθÝν κατ' αρχÜς εις το δικαßωμα της κατακτÞσεως, αξιþθη απü τον νικητÞν μερικÜ προνüμια εις αμοιβÞν ενüς φüρου τον οποßον κατÝνευσε να πληρüνη. ΕπλÞρωσεν, υπÞκουσεν Ýως üτου εφυλÜχθησαν αυτÜ τα προνüμια· επλÞρωσε μÜλιστα και υπÞκουσε και αφ' ου τα προνüμιÜ του αθετÞθησαν. Αλλ' αφ' ου τÝλος πÜντων εκρÝμασαν τους ιερεßς του, και εμüλυναν τους ναοýς του· αφ' ου Ýσφαξαν, Ýκαυσον, Ýπνιξαν χιλιÜδας ΕλλÞνων· αφ' ου κατεπüρνευσαν τας γυναßκας των, και αρπÜσαντες τα τÝκνα των τα επþλησαν ως ανδρÜποδα εις τας αγορÜς της Ασßας, τüτε πλÝον üσον αßμα Ýμενεν Ýτι εις την καρδßαν τüσων δυστυχþν ανεσηκþθη και ανÝβρασε· τüτε οι εκ βßας και σιδηροδÝσμιοι οýτοι δοýλοι Üρχισαν να διαφεντεýωνται μ' αυτÜ τα ßδια σßδηρÜ των. Ο ¸λλην, ο οποßος προτοý δεν Þτον υπÞκοος κατÜ το πολιτικüν δßκαιον, Ýγινε τþρα ελεýθερος δυνÜμει του φυσικοý δικαßου, και απÝσεισε τον ζυγüν χωρßς να γενÞ αντÜρτης, χωρßς να διαρρÞξη κανÝνα νüμιμον δεσμüν, επειδÞ ουδÝ εßχε συμφωνηθÞ κανεßς δεσμüς με αυτüν. Ο ΜουσουλμÜνος και ο Χριστιανüς εις τον ΜωρÝαν εßναι δýο εχθροß οι οποßοι εßχον συμφωνÞσει ανακωχÞν με κÜποιας συνθÞκας, ο δε Χριστιανüς ανÝλαβε τα üπλα· δηλαδÞ ευρßσκονται πÜλιν και οι δýο εις την αυτÞν εκεßνην θÝσιν üπου Þσαν üταν Üρχισαν τον πüλεμον προ τριακοσßων εξÞντα ετþν.
Πρüκειται λοιπüν τþρα να ιδþμεν αν η Ευρþπη θÝλη και δýναται να σταματÞση την αιματοχυσßαν.
     Εδþ üμως απαντþνται οι τελευταßοι δýο λüγοι: ¼τι η μεσιτεßα των δυνÜμεων αι οποßαι Þθελαν μεσολαβÞσει ημπορεß να γεννÞση πολιτικÜς δυσκολßας, και üτι δεν συμφÝρει να συστηθÞ δημοκρατουμÝνη πολιτεßα εις τα ανατολικÜ της Ευρþπης. Οι λüγοι οýτοι ημποροýν ν' αναιρεθοýν απü τα πρÜγματα. Η μορφÞ της πολιτικÞς σκηνÞς Üλλαξε κατÜ πολλÜ, και δεν εßναι πλÝον καθþς üταν εφÜνησαν τα πρþτα της επαναστÜσεως κινÞματα εις την Πελοπüννησον. Το ΔιβÜνιον και η αυλÞ της Πετρουπüλεως Üρχισαν να συνδÝνουν εκ νÝου τας παλαιÜς των σχÝσεις· οι αυθÝνται διωρßσθησαν· οι Τοýρκοι ευκαßρωσαν σχεδüν την Βλαχομολδαυßαν απü τα στρατεýματÜ των· και αν μÝνη ακüμη καμμßα ζÞτησις Üλυτος ως προς τας Αυθεντßας, μ' üλον τοýτο δεν εßναι ολιγþτερον αληθÝς üτι τα πρÜγματα της ΕλλÜδος δεν συμπλÝκονται πλÝον με τα ιδιαßτερα πρÜγματα της Ρωσßας.
     ΕπομÝνως ευρισκüμεθα εις θÝσιν πÜντη νÝαν δια να πραγματευθþμεν· μÜλιστα η Ρωσßα Ýχει δυνÜμει των συνθηκþν της, και κυρßως των εν Ιασßω και Βουκουρεστßω υπογεγραμμÝνων, αναντßρρητον δικαßωμα να λÜβη μÝρος εις τας θρησκευτικÜς της ΕλλÜδος υποθÝσεις.
¸πειτα η Ευρþπη δεν ευρßσκεται πλÝον, οýτε ως προς την φýσιν των πολιτικþν διατÜξεþν της, οýτε λüγω των αρετþν των ηγεμüνων της, οýτε λüγω των φþτων των συμβουλßων και των εθνþν της, εις την οποßαν ευρßσκετο θÝσιν üταν ωνειρεýετο την διαμοιρασßαν της Τουρκßας. Εν γενικþτερον αßσθημαδικαιοσýνης εισεχþρησεν εις την πολιτικÞν, αφ' üτου αι κυβερνÞσεις αýξησαν την δημοσιüτητα των πρÜξεþν των. Ποßος φαντÜζεται σÞμερον να διαμερßση την ΕπικρÜτειαν του ΣουλτÜνου; Ποßος στοχÜζεται πüλεμον προς την Πüρταν; Ποßος ορÝγεται τüπους και εμπορικÜ προνüμια, εν ω Ýχομεν περιουσßαν τüπων, και εν ω τα Ýθνη δεν εýχονται Þ δεν νομοθετοýν Üλλο ει μη ισονομßαν και εμπορικÞν ελευθερßαν;
     Δεν πρüκειται λοιπüν, δια ν' απολαýσωμεν την αυτονομßα της ΕλλÜδος, να ορμÞσωμεν ομοý κατÜ της Τουρκßας, και να πολεμÞσωμεν Ýπειτα αναμεταξý μας δια την διανομÞν των λαφýρων· αλλÜ πρüκειται απλþς ν' απαιτÞσωμεν ομοφþνως απü την Πüρταν το να πραγματευθÞ με τους ¸λληνας, και να δþση τÝλος εις τον εξολοθρευτικüν πüλεμüν της ο οποßος καταθλßβει τους Χριστιανοýς, διακüπτει τας εμπορικÜς σχÝσεις και επιμιξßας, εμποδßζει την θαλασσοπορεßαν, υποχρεüνει τους ουδετÝρους εις το να συνοδεýονται απü πολεμικÜ πλοßα, και καταταρÜττει τÝλος πÜντων την γενικÞν ευταξßαν. Αν το ΔιβÜνιον δεν κατανεýση εις τα δικαιüτατα ταýτα ζητÞματα, τüτε η αναγνþρισις της αυτονομßας της ΕλλÜδος απü üλας τας δυνÜμεις της Ευρþπης Þθελεν εßναι το Üμεσον επüμενον της μη συγκατανεýσεþς του· και με τοýτο μüνον το Ýργον η ΕλλÜς Þθελε σωθÞ, χωρßς να ριφθÞ ουδÝ μßα μüνη βολÞ κανονßου εις βοÞθειÜν της· η δε Πüρτα Þθελεν αναγκασθÞ και αυτÞ ν' ακολουθÞση, ογλßγωρα Þ αργÜ, το παρÜδειγμα των χριστιανικþν δυνÜμεων.
     Αλλ' ημποροýμεν να αρνηθþμεν εις την ΟθωμανικÞν κυβÝρνησιν το της κυριαρχßας δικαßωμα επÜνω εις τους τüπους της Επικρατεßας της; ¼χι· η Γαλλßα μÜλιστα χρεωστεß περισσüτερον παρÜ πÜσαν Üλλην δýναμιν, να σεβαστÞ τον παλαιüν της σýμμαχον, και να διατηρÞση ü,τι δυνατüν να διατηρηθÞ απü τας προτÝρας της συνθÞκας και απü τας αρχαßας της σχÝσεις· πρÝπον üμως εßναι να πολιτευθþμεν με την Τουρκßαν, καθþς πολιτεýεται και αυτÞ με τ' Üλλα Ýθνη. Δια την Τουρκßαν, αι ξÝναι διοικÞσεις δεν εßναι ει μη πραγματικαß διοικÞσεις, επειδÞ ουδÝ αυτÞ η ßδια θεωρεß μ' Üλλον τρüπον τον εαυτüν της. ΑυτÞ δεν αναγνωρßζει το πολιτικüν της Ευρþπης δßκαιον, αλλÜ διοικεßται κατÜ τον κþδηκα των Ασιανþν εθνþν·δια τοýτο ουδÝ ποσþς δυσκολεýεται, παραδεßγματος χÜριν, να βÜλη εις την φυλακÞν τους πρÝσβεις των εθνþν με τα οποßα αρχßζει πüλεμον. Δεν αναγνωρßζει ουδÝ το εθνικüν ημþν δßκαιον· επομÝνως αν ο οδοιπüρος ος τις περιτρÝχει την επικρÜτειÜν της προστατεýεται απü τα εν γÝνει φιλüξενα Þθη των κατοßκων και απü τα ελεημονικÜ του Κουρανßου παραγγÝλματα, απü τους νüμους üμως δεν προστατεýεται.

Εις τας εμπορικÜς ομολογßας ο ΜουσουλμÜνος, μοναδικþς θεωροýμενος, εßναι ειλικρινÞς, και φυλÜττει με ευσÝβειαν και πßστιν τας συμφωνßας του· ο φßσκος üμως, Þτοι ο δημüσιος θησαυρüς, εßναι Üνομος και Üπιστος. Το δßκαιον του πολÝμου των Τοýρκων δεν εßναι καθüλου το αυτü με το δßκαιον του πολÝμου των Χριστιανþν, επειδÞ εκεßνο συγχωρεß τον θÜνατον αντß της διαφεντεýσεως, και τον ανδραποδισμüν μετÜ την κατÜκτησιν. Το δικαßωμα της κυριαρχßας δεν ημπορεß να το επικαλεσθÞ νομßμως η Πüρτα, ει μη ως προς τας μουσουλμανικÜς επαρχßας της·εις δε τας χριστιανικÜς, üπου αυτÞ δεν υπερισχýει πλÝον, αυτοý Ýπαυσε και να βασιλÝυη· επειδÞ η παρουσßα των Τοýρκων μεταξý των Χριστιανþν δεν εßναι κοινωνßας σýστασις, αλλÜ στρατιωτικÞ απλþς κατÜσχεσις (εις üλα τα μÝρη της ΕλλÜδος üπου η τοποθεσßα εßναι αρμοδßα εις τα πολεμικÜ, οι ¸λληνες εßναι εις ιδιαιτÝραν κωμüπολιν εξωρισμÝνοι και χωρισμÝνοι απü τους Τοýρκους). Αλλ' η ΕλλÜς, αν την υποθÝσωμεν πολιτεßαν αυτüνομον, Üρα θÝλει εßναι και λüγου αξßα εξßσου με την Τουρκßαν εις τας της Ευρþπης συνθÞκας ; Üρα θÝλει ημπορÝσει να χρησιμεýση αρκετÜ, με μüνας τας ιδßας της δυνÜμεις, ως προπýργιον εναντßον των επιχειρÞσεων μιας οποιασδÞποτε δυνÜμεως; Η Τουρκßα εßναι τÜχα οχυρüτερος προμαχþν; η ευκολßα με την οποßα ημπορεß να κτυπηθÞ δεν εßναι τÜχα αποδεδειγμÝνη και πασßδηλος;
     Εßδαμεν εις τους προς την Ρωσσßαν πολÝμους της, εßδαμεν εις την Αßγυπτον πüσον δýναται ν' ανθÝξη. Οι πολεμισταß της εßναι μεν πολυÜριθμοι και αρκετÜ ανδρεßοι κατÜ την πρþτην προσβολÞν, πλην ολßγα μüνον τÜγματα γυμνασμÝνων στρατιωτþν αρκοýν εις διασκορπισμü των. Η πυροβολικÞ της εßναι μηδενικÞ, και αυτü το επαινοýμενον ιππικüν της δεν ηξεýρη να κÜμη τα πρÝποντα κινÞματα, αλλÜ συντρßβεται εις τας εφüδους του και εναντßον ενüς μüνου λüχου πεζþν· μßα φοýκτα ΓÜλλων στρατιωτþν αφÜνισε τους πολυθρυλλÞτους Μαμελοýκους. ΕÜν λοιπüν μßα γνωστÞ δýναμις δεν Ýκαμεν εισβολÞν εις την Τουρκßαν, ας αποδοθÞ μÜλλον χÜρις εις την επιεßκειαν η οποßα ευρÝθη και επÜνω εις θρüνον. Αν θελÞσωμεν δε να υποθÝσωμεν üτι η Τουρκßα εφυλÜχθη δια τον οποßον καθεßς συνÝλαβε γνωστικüν φüβον του μÞπως αναφθÞ γενικüς πüλεμος, δεν εßναι καθαρÜ φανερüν üτι üλαι αι αυλαß Þθελαν προσÝχει ωσαýτως εις το να εμποδßσουν και της ΕλλÜδος την πτþσιν ; Η ΕλλÜς ογλßγωρα Þθελεν αποκτÞσει συμμαχßας και συνθÞκας, και δεν Þθελεν ευρεθÞ μüνη και αβοÞθητος εις τον κßνδυνον.

     ¸τι δε η ΕλλÜς ελευθερωμÝνη, ωπλισμÝνη καθþς τα λοιπÜ χριστιανÜ Ýθνη, ωχυρωμÝνη και φυλαττομÝνη απü οχυρωτÜς και πυροβολιστÜς τους οποßους Þθελε δανεισθÞ εις τας αρχÜς απü τους γεßτονÜς της, διωρισμÝνη απü την φýσιν να κατασταθÞ εντüς ολßγου με την ευφυÀαν της δýναμις θαλασσοκρατικÞ· η ΕλλÜς αýτη, μ' üλην την μικρüτητα της εκτÜσεþς της, Þθελε φυλÜξει τα ανατολικÜ της Ευρþπης καλλιþτερα παρÜ την ευρýχωρον Τουρκßαν, και Þθελε χρησιμÝυσει περισσüτερον εις την πολιτικÞν ισορροπßαν. ΤÝλος πÜντων ο αποχωρισμüς της ΕλλÜδος απü την Τουρκßαν δεν Þθελε καταλýσει την δýναμιν ταýτην, η οποßα πÜλιν Þθελεν αριθμεß εις την επικρÜτειÜν της τüσας Üλλας ευρωπαúκÜς πολεμικÜς επαρχßας. Ημποροýμεν μÜλιστα και να διúσχυρισθþμεν üτι η ΤουρκικÞ Βασιλεßα Þθελεν αποκτÞσει περισσοτÝραν δýναμιν, üταν συσταλθÞ οπωσοýν και τρüπον τινÜ συγκεντρωθÞ, γινομÝνη üλη μουσουλμανικÞ, και απαλλαττομÝνη απü τα χριστιανικÜ εκεßνα πλÞθη τα συνορεýοντα με τους Χριστιανοýς, τα οποßα αυτÞ εßναι αναγκασμÝνη να παρατηρÞ και να φυλÜττη, καθþς παρατηροýν και φυλÜττουν üλοι οι Üνθρωποι τους εχθροýς των. Οι πολιτικοß μÜλιστα της Πüρτας δοξÜζουν üτι το Οθωμανικüν ΚρÜτος δεν θÝλει Ýχει üλην την δýναμßν του ει μη üταν επιστρÝψη εις την Ασßαν· ßσως δεν απατþνται.
     ¼πως λοιπüν και αν εξετÜσωμεν το πρÜγμα, το δικαßωμα της κυριαρχßας δεν ημπορεß να θεωρηθÞ με τον αυτüν τρüπον εις τους τüπους üπου δεσπüζει το ΜισοφÝγγαρον, καθþς εις εκεßνους üπου βασιλεýει ο Σταυρüς. ( … ) Οι ¸λληνες τους οποßους καμμßα δýναμις δεν εδυνÞθη μÝχρι τοýδε να βοηθÞση, δια τον φüβον μÞπως κινδυνεýσουν να βλαφθοýν Üλλα πλÝον Üμεσα συμφÝροντα· οι ¸λληνες οι οποßοι Þ θÝλουν οικοδομÞσει την ελευθερßαν των με τα ιδßας των χεßρας, Þ θÝλουν ταφÞ υποκÜτω εις τα ερεßπιÜ της… ( … ). Η ΕλλÜς αναγεννÜται ηρωικþς απü την στÜκτην της. ( … ) Αναγνþρισε τας διηγÞσεις των ΓÜλλων στρατιωτþν οι οποßοι γνωρßζουν τι εστßν ανδρßα, ανÜγνωσε την διÞγησιν των αγþνω εκεßνων εις τους οποßους και αυτοß Ýχυσαν το ßδιüν των αßμα, και θÝλεις ομολογÞσει üτι οι Üνδρες οι κατοικοýντες την ΕλλÜδα εßναι Üξιοι να πατοýν εκεßνην την Ýνδοξον γην. Οι ΚανÜραι και οι Μιαοýλαι Þθελαν ανακηρυχθÞ ως γνÞσιοι ¸λληνες και εις την ΜυκÜλην και την Σαλαμßνα. ( … )
     Αλλ' οποιαιδÞποτε και αν Þθελαν εßναι της πολιτικÞς αι αποφÜσεις, των ΕλλÞνων ο αγþν κατÞντησεν αγþν κοινüς üλων των εθνþν. Φαßνεται üτι τα αθÜνατα της ΣπÜρτης και των Αθηνþν ονüματα εκßνησαν εις οßκτον και συμπÜθειαν üλον τον κüσμον· εις üλα τα μÝτη της Ευρþπης εσυστÞθησαν εταιρεßαι προς βοÞθειαν των ΕλλÞνων· αι συμφοραß και τα ανδραγαθÞματÜ των προσÞλωσαν εκ νÝου üλων τας ψυχÜς εις την ελευθερßαν των. Ευχαß, προσφοραß στÝλλονται εις αυτοýς Ýως απü τους αιγιαλοýς της Ινδßας και Ýως απü τους μυχοýς των ερÞμων της ΑμερικÞς· παρüμοια δε δεßγματα της ευγνωμοσýνης του ανθρωπßνου γÝνους επιθÝτουν την κορωνßδα εις την δüξαν της ΕλλÜδος.
-------------------------------

          Οι ΠεριπÝτειες Του Τελευταßου Των ΑβενσερÜγων

     ¼ταν ο Βοαβδßλ, ο τελευταßος βασιλιÜς της ΓρανÜδα, αναγκÜστηκε να εγκαταλεßψει το βασßλειο των προγüνων του, στÜθηκε για λßγο στη κορφÞ του üρους Παντοýλ. Απü το ψηλü αυτü σημεßο φαινüταν η θÜλασσα, εκεß üπου ο Üτυχος μονÜρχης θα 'παιρνε το πλοßο για την ΑφρικÞ, φαινüταν ακüμα η ΓρανÜδα, η ΒÝγα κι ο ποταμüς Χενßλ· στις üχθες του εßχανε στηθεß οι σκηνÝς του ΦερδινÜνδου και της ΙσαβÝλλας. Σαν αντßκρυσε την üμορφη αυτÞ χþρα και τα κυπαρßσσια που ορθþνονταν εδþ κι εκεß, σημαδεýοντας ακüμα τους τÜφους των ΜουσουλμÜνων τον πÞρανε τα κλÜμματα. Η μητÝρα του, σουλτÜνα ΑúσÜ, που τον συνüδευε στην εξορßα παρÝα με τους Üρχοντες που αποτελοýσανε κÜποτε την αυλÞ του, του εßπε:
 -’‘ΘρÞνησε τþρα σα γυναßκα για Ýνα βασßλειο που δεν μπüρεσες να το διαφεντÝψεις σαν Üντρας’‘. ΚατÝβηκαν απü το βουνü κι η ΓρανÜδα χÜθηκε για πÜντα απü τα μÜτια τους.
     Οι Μαυριτανοß της Ισπανßας, που εßχανε την ßδια μοßρα με το βασιλιÜ τους, σκορπιστÞκανε στην ΑφρικÞ. Οι φυλÝς των Ζεγρßδων και των Γομελεσßδων εγκαταστÜθηκαν στο βασßλειο της Φεζ, απü üπου και κατÜγονταν. Οι Βανεγασßδες κι οι Αλαμπεσßδες σταμÜτησαν στις ακτÝς, απü το ΟρÜν ως το ΑλγÝρι. Οι ΑβενσερÜγοι, τÝλος, εγκαταστÜθηκαν στα περßχωρα της Τýνιδας. ΚοντÜ στα ερεßπια της Καρχηδüνας, ßδρυσαν μιαν αποικßα που ξεχωρßζει ακüμα και σÞμερα απü τους Üλλους Μαυριτανοýς της ΑφρικÞς, χÜρη στην ευγÝνεια των ηθþν της και στην ηπιüτητα των νüμων της.
     Οι οικογÝνειες αυτÝς πÞραν μαζß τους στη νÝα πατρßδα τη θýμηση της παλιÜς. Ο ΠαρÜδεισος της ΓρανÜδα ζοýσε πÜντα στη μνÞμη τους κι οι μητÝρες Ýλεγαν και ξανÜλεγαν τ' üνομÜ του στα βυζανιÜρικα ακüμα μωρÜ τους. Τα νανοýριζαν με τα τραγοýδια των Ζεγρßδων και των ΑβενσερÜγων. ΚÜθε ΠαρασκευÞ προσεýχονταν στο τζαμß με το πρüσωπο στραμμÝνο στη ΓρανÜδα. Ζητοýσαν απü τον ΑλλÜχ να δþσει πßσω στους εκλεκτοýς του την γη αυτÞ της επαγγελßας. ΜÜταια η χþρα των ΛωτοφÜγων πρüσφερε στους εξüριστους τους καρποýς της, τα νερÜ της, την βλÜστηση και το λαμπερü της Þλιο. ΜακρυÜ απü τους Ρüδινους Πýργους δεν υπÞρχαν οýτε νüστιμοι καρποß οýτε βρýσες με λαγαρÜ νερÜ οýτε δροσερÞ βλÜστηση οýτε Þλιος Üξιος να τον κοιτÜξει κανεßς. Σαν Ýδειχναν σε κÜποιον εξüριστο τις πεδιÜδες της ΜπαγκρÜντα, κουνοýσε το κεφÜλι κι αναφωνοýσε στενÜζοντας: ‘‘ΓρανÜδα!’‘
     Περισσüτερο απ' üλους, οι ΑβενσερÜγοι διατηρÞσανε τη πιο τρυφερÞ και πιστÞ ανÜμνηση της πατρßδας τους. Εßχαν εγκαταλεßψει με θανÜσιμη θλßψη τα μÝρη που δοξαστÞκανε και τ' ακρογιÜλια που τüσο συχνÜ αντÞχησε η πολεμικÞ τους ιαχÞ: ‘‘Για τη τιμÞ και την αγÜπη!’‘ Τþρα που δεν μποροýσαν πια να κραδαßνουνε το δüρυ στην Ýρημο οýτε να φορÝσουνε τη περικεφαλαßα σε μια αποικßα γεωργþν, αφοσιωθÞκανε στη μελÝτη των βοτÜνων, ενασχüληση που οι ¢ραβες εκτιμοýν το ßδιο με την εξÜσκηση στα üπλα. ¸τσι αυτÞ η πολεμüχαρη ρÜτσα, που κÜποτε Üνοιγε πληγÝς, τþρα πια αφοσιþθηκε στη τÝχνη της θεραπεßας τους. Σ' αυτü εßχανε διατηρÞσει κÜτι απü την αρχικÞ τους ιδιοφυÀα, αφοý συχνÜ οι ιππüτες επιδÝνανε οι ßδιοι τα τραýματα των εχθρþν που εßχαν νικÞσει.
     Η καλýβα αυτÞς της οικογÝνειας, που κÜποτε Ýζησε σε παλÜτια, δε βρισκüτανε στο χωριουδÜκι των Üλλων εξüριστων, στους πρüποδες του üρους Μαμελßφ. ¹τανε κτισμÝνη ανÜμεσα στα ερεßπια της Καρχηδüνας, στην ακροθαλασσιÜ, στο μÝρος üπου αποτεφρþθηκε η σορüς του Αγßου Λουδοβßκου κι üπου σÞμερα βρßσκεται Ýνα μουσουλμανικü ερημητÞρι. Στους τοßχους της καλýβας Þτανε κρεμασμÝνες ασπßδες απü δÝρμα λιονταριοý, στις οποßες Þτανε σκαλισμÝνες δυο Üγριες μορφÝς που γκρÝμιζαν με ρüπαλο μια πüλη. Γýρω απ' αυτÞ τη παρÜσταση διÜβαζε κανεßς τις λÝξεις: ‘‘Μποροýμε περισσüτερα’‘, Ýμβλημα κι επßγραμμα των ΑβενσερÜγων. Δüρατα στολισμÝνα με Üσπρες και γαλÜζιες παντιÝρες, κελεμπßες και μανδýες απü σκισμÝνα μετÜξια Þτανε τοποθετημÝνα δßπλα στις ασπßδες κι Ýλαμπαν ανÜμεσα στα σπαθιÜ και στα μαχαßρια. ΥπÞρχαν ακüμα, κρεμασμÝνα εδþ κι εκεß, χειρßδες απü πανοπλßες, χαλινÜρια κατÜφορτα απü διαμÜντια, φαρδιοß, ασημÝνιοι αναβολεßς, μακριÜ σπαθιÜ, που το θηκÜρι τους εßχανε κεντÞσει χÝρια πριγκηπισσþν, και ολüχρυσα σπιροýνια, που οι διÜφορες Ιζüλδες, ΓενιÝβρες κι ΟριÜνες εßχαν περÜσει κÜποτε γýρω απü τις μπüτες των γενναßων ιπποτþν.
     ΚÜτω απü αυτÜ τα Ýνδοξα τρüπαια, πÜνω σε τραπÝζια, βρßσκονταν τα τρüπαια μιας ειρηνικÞς ζωÞς: διÜφορα φυτÜ, που τα εßχαν μαζÝψει στις βουνοκορφÝς του ¢τλαντα και στην Ýρημο της ΣαχÜρα· πολλÜ μÜλιστα τα 'χανε φÝρει απü τη πεδιÜδα της ΓρανÜδας. ΚÜποια Þτανε κατÜλληλα για να ανακουφßζουν τους σωματικοýς πüνους, ενþ Üλλα θερÜπευαν ακüμα και τις ψυχικÝς αρρþστιες. Οι ΑβενσερÜγοι εκτιμοýσανε κυρßως εκεßνα που χρησιμεýανε να καταπραàνουν τις μÜταιες θλßψεις, να διþχνουνε τις τρελÝς παραισθÞσεις, καθþς και τη προσδοκßα για ευτυχßα, που αδιÜκοπα γεννιÝται κι αδιÜκοπα διαψεýδεται. Δυστυχþς üμως τα βüτανα αυτÜ εßχανε τις αντßθετες ιδιüτητες και συχνÜ το Üρωμα ενüς λουλουδιοý φερμÝνου απü τη πατρßδα λες κι Þτανε δηλητÞριο για τους Ýνδοξους εξüριστους.
     ΕικοσιτÝσσερα Ýτη εßχανε κυλÞσει απü τüτε που Ýπεσε η ΓρανÜδα. Στο σýντομο αυτü διÜστημα δεκατÝσσερις ΑβενσερÜγοι εßχανε πεθÜνει απü την επßδραση του νÝου κλßματος, τις κακουχßες της νομαδικÞς ζωÞς και κυρßως απü τον καημü που υπονομεýει βουβÜ την αντοχÞ του ανθρþπου. ¸να μüνο βλαστÜρι συγκÝντρωνε üλες τις ελπßδες του φημισμÝνου αυτοý οßκου. Ο Μπεν Χαμßντ εßχε το üνομα του ΑβενσερÜγου εκεßνου που κατηγορÞθηκε απü τους Ζεγρßδες πως ξελüγιασε την σουλτÜνα ΑλφαúμÜ. ΠÜνω του εßχανε συνταιριÜξει η ομορφιÜ, η αξιοσýνη, η ευγÝνεια κι η μεγαλοψυχßα των προγüνων με την αχνÞ λÜμψη και την ελαφρÜ θλιμμÝνη Ýκφραση που προσδßδει η δυστυχßα σε üποιον την υπομÝνει ευγενικÜ. ¹ταν εικοσιδýο μüνο χρüνων σαν Ýχασε τον πατÝρα του. ΑποφÜσισε τüτε να πÜει να προσκυνÞσει τη χþρα των προγüνων, θÝλοντας να ικανοποιÞσει τις ανÜγκες της καρδιÜς, αλλÜ και να πραγματοποιÞσει κÜποιο σχÝδιο, που με ζÞλο κρατοýσε κρυφü απü τη μητÝρα.
     ΠÞρε το πλοßο στη ΣκÜλα της Τýνιδας κι Ýνας οýριος Üνεμος τον οδÞγησε μÝχρι την ΚαρθαγÝνη. ΑποβιβÜζεται και παßρνει το δρüμο για τη ΓρανÜδα. Παρουσιαζüταν ως ¢ραβας γιατρüς, που εßχε Ýρθει να μαζÝψει βüτανα στους βρÜχους της ΣιÝρα ΝεβÜδα. ¸να Þσυχο μουλÜρι τον μετÝφερε αργÜ-αργÜ στην χþρα κεßνη που κÜποτε οι ΑβενσερÜγοι πετοýσαν καβÜλα στα πολεμüχαρα Üτια τους. Μπρος του πÞγαινε Ýνας οδηγüς, σÝρνοντας Üλλα δυο μουλÜρια στολισμÝνα με κουδοýνια και με πολýχρωμες μÜλλινες φοýντες. Ο Μπεν Χαμßντ διÝσχισε τα φοινικοδÜση και τους απÝραντους θαμνüτοπους του βασιλεßου της Μοýρθια. Απü την ηλικßα των φοινικüδεντρων κατÝληξε στο συμπÝρασμα πως πρÝπει να τα εßχαν φυτÝψει οι πρüγονοß του κι η καρδιÜ του πλημμýρισε απü θλßψη. Απü τη μια υψωνüταν Ýνας πýργος, üπου, τον καιρü του πολÝμου των Μαυριτανþν με τους Χριστιανοýς, φυλοýσε σκοπιÜ κÜποιος φρουρüς. Απü την Üλλη πρüβαλλε κÜποιο ερεßπιο που η αρχιτεκτονικÞ του φανÝρωνε την μαυριτανικÞ καταγωγÞ του -μια ακüμα αιτßα πüνου για τον ΑβενσερÜγο. ΚατÝβαινε απü το μουλÜρι και με την πρüφαση πως Ýψαχνε βüτανα κρυβüταν για λßγο μες στα χαλÜσματα κι Üφηνε τα δÜκρυÜ του να κυλÞσουν ελεýθερα. ΣυνÝχιζε μετÜ τον δρüμο του ονειροπολþντας στον Þχο απü τα κουδοýνια του καραβανιοý και στο μονüτονο τραγοýδι του οδηγοý του. Εκεßνος πÜλι σταματοýσε τη μακρüσυρτη μελωδßα του μüνο για να ενθαρρýνει τα μουλÜρια του φωνÜζοντÜς τα ‘‘ομορφοýλια’‘ και ‘‘γενναßα’‘ Þ για να τα μαλþσει αποκαλþντας τα ‘‘τεμπÝλικα’‘ και ‘‘ξεροκÝφαλα’‘.
     ΚοπÜδια με πρüβατα, που Ýνας βοσκüς οδηγοýσε μÝσα σε κιτρινωπÝς και χÝρσες πεδιÜδες λες κι Þτανε στρÜτευμα, και μερικοß μοναχικοß ταξιδιþτες δεν Ýφταναν να δþσουνε ζωÞ στον τüπο και το μüνο που κατÜφερναν Þταν να τον κÜνουν να φαßνεται ακüμα πιο μελαγχολικüς κι Ýρημος. Οι ταξιδιþτες εßχαν üλοι Ýνα σπαθß περασμÝνο στη ζþνη, Þτανε τυλιγμÝνοι σ' Ýνα πανωφüρι και φοροýσανε φαρδιÜ καπÝλα που κατεβαßνανε χαμηλÜ μισοσκεπÜζοντÜς τους το πρüσωπο. Περνþντας χαιρετοýσανε τον Μπεν Χαμßντ, που το μüνο που διÝκρινε σ’ αυτü τον ευγενικü χαιρετισμü Þταν οι λÝξεις Θεüς, Üρχοντας κι ιππüτης. Τα βρÜδια στο καπηλειü ο ΑβενσερÜγος καθüταν ανÜμεσα στους ξÝνους, που διüλου δεν τον ενοχλοýσαν με την αδιÜκριτη περιÝργειÜ τους. Οýτε του μιλοýσαν οýτε τον ρωτοýσανε τßποτα. Το σαρßκι, η κελεμπßα, τα ÜρματÜ του δεν προκαλοýσαν καμιÜ Ýκπληξη. Απü τη στιγμÞ που Þταν θÝλημα του ΑλλÜχ να χÜσουν οι Μαυριτανοß της Ισπανßας την üμορφη πατρßδα τους, ο Μπεν Χαμßντ δεν μποροýσε να μην εκτιμÜ τους σπουδαßους κατακτητÝς της.
     Ακüμα üμως πιο Ýντονες συγκινÞσεις περßμεναν τον ΑβενσερÜγο στο δρüμο του. Η ΓρανÜδα εßναι κτισμÝνη στους πρüποδες της ΣιÝρα ΝεβÜδα, πÜνω σε δυο ψηλοýς λüφους που τους χωρßζει μια βαθειÜ κοιλÜδα. Τα σπßτια που καλýπτουνε τις πλαγιÝς των λüφων αλλÜ και το βÜθος της κοιλÜδας δßνουνε στη πüλη την εικüνα και τη μορφÞ ενüς μισανοιγμÝνου ροδιοý· σε αυτü οφεßλει και τ' üνομÜ της. Δýο ποτÜμια, ο Χενßλ κι ο Ντοýρο, που το Ýνα κυλÜ ποýλιες απü χρυσÜφι και το Üλλο ασημÝνια Üμμο, γλεßφουνε τους πρüποδες των λüφων και κατüπιν σμßγουνε και φιδοσÝρνονται στη μÝση μιας μαγευτικÞς πεδιÜδας που ονομÜζεται ΒÝγα. Η πεδιÜδα αυτÞ, που πÜνωθÝ της δεσπüζει η ΓρανÜδα, εßναι κατÜφυτη με αμπÝλια, ροδιÝς, συκιÝς, μουριÝς, πορτοκαλιÝς· τη περιβÜλλουν βουνÜ με υπÝροχο χρþμα και σχÞμα. ¸νας μαγεμÝνος ουρανüς, Ýνας αÝρας καθαρüς και μυροβüλος φÝρνουν μες στη ψυχÞ μια κρυφÞ χαýνωση, που ακüμα κι ο περαστικüς ταξιδιþτης δýσκολα καταφÝρνει να την υπερνικÞσει. Νιþθει κανεßς πως σε τοýτη τη χþρα τα τρυφερÜ αισθÞματα θα εßχανε γρÞγορα καταπνßξει τα ηρωικÜ πÜθη, αν ο Ýρωτας δεν εßχε πÜντα ανÜγκη, για να εßναι αληθινüς, να συνοδεýεται απü την δüξα.
     Μüλις ο Μπεν Χαμßντ αντßκρυσε τις σκεπÝς των πρþτων κτηρßων της ΓρανÜδα, η καρδιÜ του χτýπησε με τüση δýναμη, που αναγκÜστηκε να σταματÞσει το μουλÜρι του. Σταýρωσε τα μπρÜτσα στο στÞθος και, με τα μÜτια καρφωμÝνα στην ιερÞ πüλη, απÝμεινε βουβüς κι ασÜλευτος. Ο οδηγüς σταμÜτησε κι αυτüς με τη σειρÜ του και καθþς οι Ισπανοß αντιλαμβÜνονται εýκολα κÜθε ανþτερο συναßσθημα, Ýδειξε συγκινημÝνος μαντεýοντας πως ο Μαυριτανüς ξανÜβλεπε τη παλιÜ του πατρßδα. Ο ΑβενσερÜγος διÝκοψε επιτÝλους τη σιωπÞ του.
 -’‘ΟδηγÝ’‘, φþναξε, ‘‘καλüτυχος να εßσαι! Μη μου κρýψεις την αλÞθεια για τη μÝρα που γεννÞθηκες, εßχε απλωθεß στην θÜλασσα γαλÞνη και το φεγγÜρι Ýπαιρνε να γεμßζει. Ποιοι εßναι αυτοß οι πýργοι που λÜμπουνε σαν Üστρα πÜνω απü το πρÜσινο δÜσος’‘;
 -’‘Εßναι η ΑλÜμπρα’‘, απÜντησε ο οδηγüς.
 -’‘Κι ο Üλλος πýργος πÜνω στον Üλλο λüφο;’‘ ξαναρωτÜ ο Μπεν Χαμßντ.
 -’‘Εßναι το Χενεραλßφ’‘, αποκρßθηκε ο Ισπανüς. ‘‘Στον πýργο αυτüν υπÜρχει Ýνας κÞπος κατÜφυτος με μυρτιÝς, üπου λÝνε πως πιÜστηκε ο ΑβενσερÜγος με τη σουλτÜνα την ΑλφαúμÜ. Λßγο πιο πÝρα βλÝπεις το Αλμπαúζßν και δþθε, προς το μÝρος μας, τους Ρüδινους Πýργους’‘.
     ΚÜθε λÝξη του οδηγοý τρυποýσε τη καρδιÜ του Μπεν Χαμßντ. Εßναι σκληρü να καταφεýγεις στους ξÝνους για να γνωρßσεις τα μνημεßα των προγüνων σου και να ζητÜς απü τους Üσχετους να σου διηγηθοýνε την ιστορßα της οικογÝνειας και των φßλων σου. Ο οδηγüς, βÜζοντας τÝρμα στους στοχασμοýς του Μπεν Χαμßντ, φþναξε:
 -’‘ΠÜμε, αφÝντη ΜαυριτανÝ, εμπρüς, Þτανε θÝλημα Θεοý! ΚουρÜγιο! ΜÞπως ο Φραγκßσκος ο Πρþτος δεν εßναι σÞμερα αιχμÜλωτος στη Μαδρßτη μας; ¸τσι το θÝλησε ο Θεüς!’‘
     ¸βγαλε το καπÝλο του, Ýκανε μεγαλοπρεπþς το σταυρü του και χτýπησε τα μουλÜρια του. Ο ΑβενσερÜγος, σκουντþντας το δικü του, φþναξε με την σειρÜ του: ‘‘¸τσι Þτανε γραφτü!’‘ και κατηφüρισαν προς τη ΓρανÜδα. ΠερÜσανε κοντÜ απü τη χοντρüκορμη μελικουκκιÜ, τη φημισμÝνη απü τη μÜχη του ΜουσÜ και του μεγÜλου Üρχοντα της ΚαλατρÜβα, που Ýγινε την εποχÞ του τελευταßου βασιλιÜ της ΓρανÜδα. ΚÜνανε το γýρο του περιπÜτου της ΑλαμÝιδα και μπÞκανε στη πüλη απü την πýλη της Ελβßρα. Ανηφüρισαν τη ΡÜμπλα και δεν Üργησαν να φτÜσουν σε μια πλατεßα τριγυρισμÝνη απ’ üλες τις μεριÝς με σπßτια μαυριτανικÞς αρχιτεκτονικÞς. Στην πλατεßα αυτÞ εßχε ανοßξει Ýνα χÜνι για τους Μαυριτανοýς της ΑφρικÞς, που το εμπüριο των μεταξωτþν της ΒÝγα τους τραβοýσε στη ΓρανÜδα. Εκεß πÞγε και τον Μπεν Χαμßντ ο οδηγüς του.
     Ο ΑβενσερÜγος Þτανε πολý ταραγμÝνος για να αισθανθεß Ýστω και λßγη ξεκοýραση στο νÝο του κατÜλυμα· η πατρßδα τον βασÜνιζε. Ανßκανος ν' αντισταθεß στα συναισθÞματα που αναστατþνανε τη καρδιÜ του, βγÞκε μες στην Üγρια νýχτα για να περιπλανηθεß στους δρüμους της ΓρανÜδα. ΠÜσχιζε ν' αναγνωρßσει, πüτε με τα μÜτια και πüτε με τα χÝρια, μερικÜ απü τα μνημεßα που τüσες φορÝς τοý εßχανε περιγρÜψει οι γÝροντες. ºσως αυτü το ψηλü κτÞριο, που ξεχþριζε μες στα σκοτÜδια, να Þτανε κÜποτε η κατοικßα των ΑβενσερÜγων· ßσως σ' αυτÞν εδþ την Ýρημη πλατεßα να γßνονταν οι γιορτÝς εκεßνες που ανεβÜσανε τη φÞμη της στα ουρÜνια. Απü δω περνοýσαν οι ουλαμοß των ιππÝων με τις υπÝροχες χρυσομÝταξες στολÝς, εδþ παρÞλαυναν οι γαλÝρες φορτωμÝνες με Üρματα κι Üνθη κι οι δρÜκοντες που πετοýσανε φωτιÝς, κρýβοντας στα πλευρÜ τους Ýνδοξους πολεμιστÝς. ¸ξυπνες επινοÞσεις διασκÝδασης κα αρχοντιÜς. Αλßμονο üμως· αντß για Þχους των αυλþν, αντß για σαλπßσματα κι ερωτικÜ τραγοýδια, βαθειÜ σιγÞ τýλιγε τον Μπεν Χαμßντ. Η βουβÞ πüλη εßχε αλλÜξει κατοßκους και τþρα οι νικητÝς αναπαýονταν πÜνω στο στρþμα των νικημÝνων.
 -’‘Κοιμοýνται λοιπüν αυτοß οι υπερÞφανοι Ισπανοß’‘, φþναξε αγανακτισμÝνος ο νεαρüς Μαυριτανüς, ‘‘κοιμοýνται κÜτω απ' αυτÝς τις στÝγες, απ' üπου εξüρισαν τους προγüνους μου! Κι εγþ, ο ΑβενσερÜγος, αγρυπνþ, Üγνωστος κι Ýρημος, μπρος στη πüρτα του πατρογονικοý μου παλατιοý!’‘
     Ο Μπεν Χαμßντ Üρχισε να φιλοσοφεß για την ανθρþπινη μοßρα, τα σκαμπανεβÜσματα της τýχης, τη πτþση των αυτοκρατοριþν, ακüμα και γι' αυτÞν εδþ τη ΓρανÜδα, που, ενþ γλεντοýσε, κυριεýτηκε Üξαφνα απü τους εχθροýς της κι Ýτσι αντικατÝστησε, απü τη μια στιγμÞ στην Üλλη, τις λουλουδÝνιες γιρλÜντες της με αλυσßδες· νüμιζε πως Ýβλεπε τους κατοßκους της να εγκαταλεßπουν τα σπιτικÜ τους ντυμÝνοι στα γιορτινÜ τους, üπως οι συνδαιτυμüνες που ξαφνικÜ πυρκαγιÜ τους αναγκÜζει να εγκαταλεßψουνε κακÞν κακþς την αßθουσα της γιορτÞς. ¼λες αυτÝς οι εικüνες, üλες αυτÝς οι σκÝψεις στριμþχνονταν στη ψυχÞ του Μπεν Χαμßντ. ΓεμÜτος πüνο και θλßψη, συλλογιζüτανε κυρßως πþς να πραγματοποιÞσει το σχÝδιο που τον εßχε φÝρει στη ΓρανÜδα. Ο ερχομüς της μÝρας τον ξÜφνιασε. Ο ΑβενσερÜγος εßχε χαθεß: βρισκüταν μακρυÜ απü το χÜνι, σε κÜποιο απüμερο προÜστιο της πüλης. Τα πÜντα ησυχÜζανε· κανεßς θüρυβος δεν τÜραζε την ησυχßα των δρüμων· οι πüρτες και τα παρÜθυρα των σπιτιþν Þτανε κλειστÜ· μüνον η φωνÞ του πετεινοý ανÞγγελλε στο σπιτÜκι του φτωχοý πως εßχε Ýρθει η þρα να ξαναρχßσει ο μüχθος κι η δουλειÜ.
     Αφοý περιπλανÞθηκε αρκετÜ χωρßς να μπορÝσει να ξαναβρεß το δρüμο του, Üκουσε ν' ανοßγει κÜποια πüρτα. Εßδε τüτε να προβÜλλει μια νεαρÞ γυναßκα, ντυμÝνη σχεδüν σαν μια απü αυτÝς τις γοτθικÝς βασßλισσες τις λαξεμÝνες στα μνημεßα των παλαιþν μας αβαεßων. Το μαýρο μπουστÜκι της, κεντημÝνο με πετρÜδια, Ýσφιγγε τη κομψÞ της μÝση· η κοντÞ φουστßτσα της, ßσια και χωρßς σοýρες, Üφηνε να φανεß μια λεπτÞ γÜμπα και Ýνα χαριτωμÝνο πüδι. ¸να μαντßλι, μαýρο επßσης, Þταν ριγμÝνο πÜνω στο κεφÜλι της· με το αριστερü της χÝρι κρατοýσε το μαντßλι αυτü, που Þταν δεμÝνο σταυρωτÜ κÜτω απü το πηγοýνι της Ýτσι που απü το πρüσωπü της Ýβλεπες μüνο τα μεγÜλα της μÜτια και το τριανταφυλλÝνιο της στüμα. Πßσω της βÜδιζε η βÜγια ενþ Ýνας ακüλουθος πÞγαινε μπρος κρατþντας θρησκευτικü βιβλßο· δυο Ýφιπποι υπηρÝτες, που φοροýσανε στολÞ με τα διακριτικÜ χρþματα της οικογÝνειÜς της, ακολουθοýσανε την üμορφη Üγνωστη απü κÜποια απüσταση: πÞγαινε στον üρθρο, που κÜποια καμπÜνα σÞμαινε, σ' Ýνα κοντινü μοναστÞρι.
     Ο Μπεν Χαμßντ νüμισε πως αντßκρυσε τον Üγγελο Ισραφßλ Þ το πιο νÝο ουρß του Παραδεßσου. Η Ισπανßδα, εξßσου ξαφνιασμÝνη, κοßταζε τον ΑβενσερÜγο, που το σαρßκι του, η κελεμπßα και τα üπλα του Ýκαναν την αρχοντικÞ του μορφÞ να φαßνεται ακüμα πιο üμορφη. Αφοý συνÞλθε απ' τη πρþτη Ýκπληξη, με χÜρη κι ελευθερßα που χαρακτηρßζουνε τις γυναßκες αυτÞς της χþρας, Ýκανε νüημα στον ξÝνο να πλησιÜσει.
 -’‘ΜαυριτανÝ Üρχοντα’‘, του εßπε, ‘‘μοιÜζετε νιüφερτος στη ΓρανÜδα. ΜÞπως Ýχετε χαθεß’‘;
 -’‘ΣουλτÜνα των λουλουδιþν’‘, αποκρßθηκε ο Μπεν Χαμßντ, ‘‘χαρÜ των ανδρικþν ματιþν, ω ΧριστιανÞ εσý σκλÜβα, ομορφüτερη κι απü τις ΓεωργιανÝς παρθÝνες, μÜντεψες σωστÜ. Εßμαι πρÜγματι ξÝνος σ' αυτÞ τη πüλη. ΧÜθηκα μÝσα σ' üλα τοýτα τα παλÜτια και δε μπορþ να ξαναβρþ το χÜνι των Μαυριτανþν. ΜακÜρι ο ΜωÜμεθ ν' αγγßξει τη καρδιÜ σου και ν' ανταμεßψει τη φιλοξενßα σου!’‘
 -’‘Οι Μαυριτανοß εßναι φημισμÝνοι για την ευγÝνειÜ τους’‘, συνÝχισε η Ισπανßδα μ' Ýνα ολüγλυκο χαμüγελο, ‘‘μα εγþ δεν εßμαι οýτε σουλτÜνα των λουλουδιþν οýτε σκλÜβα, οýτε και χαßρομαι να επικαλοýνται για χÜρη μου τον ΜωÜμεθ. ΑκολουθÞστε με Üρχοντα ιππüτη. Θα σας δεßξω το δρüμο για το χÜνι των Μαυριτανþν’‘. Προπορεýτηκε με χÜρη κι οδÞγησε τον ΑβενσερÜγο ως το χÜνι κι αφοý του Ýδειξε τη πüρτα, γλýστρισε πßσω απü Ýνα παλÜτι κι εξαφανßστηκε.
     Απü τß εξαρτÜται Üραγε η γαλÞνη της ζωÞς; Η πατρßδα Ýπαψε να εßναι η μüνη κι η αποκλειστικÞ Ýγνοια του Μπεν Χαμßντ: η ΓρανÜδα δεν εßναι πια γι' αυτüν Ýρημη, εγκαταλειμμÝνη, μοναχικÞ· η καρδιÜ του εξακολουθεß να την αγαπÜ, τþρα περισσüτερο παρÜ ποτÝ, αλλÜ μια νÝα γοητεßα ομορφαßνει τα ερεßπιÜ της· Ýν Üλλο θÝλγητρο Þρθε να προστεθεß στη θýμηση των προγüνων. Ο Μπεν Χαμßντ ανακÜλυψε το κοιμητÞρι που αναπαýονται οι τÝφρες των ΑβενσερÜγων, αλλÜ καθþς προσεýχεται, καθþς προσκυνÜ, καθþς χýνει Üφθονα δÜκρυα σα καλüς γιος, συλλογιÝται πως η νεαρÞ Ισπανßδα πρÝπει να πÝρασε μερικÝς φορÝς απ' αυτοýς τους τÜφους κι Ýτσι οι πρüγονοß του δεν του φαßνονται πια και τüσο κακüτυχοι.
     ΜÜταια προσπαθεß να συγκεντρþσει τη σκÝψη του αποκλειστικÜ στο προσκýνημÜ του στην χþρα των πατÝρων του, μÜταια τριγυρνÜ στις üχθες του Ντοýρο και του Χενßλ, μüλις ξημερþνει, για να μαζÝψει βüτανα: το λουλοýδι που γυρεýει τþρα πια εßναι η ωραßα ΧριστιανÞ. Πüσες απü τις μÝχρι τþρα προσπÜθειÝς του να ξαναβρεß το παλÜτι της κüρης που τον μÜγεψε στÜθηκαν ανþφελες! Πüσες φορÝς νüμισε πως αναγνωρßζει τον Þχο της καμπÜνας και το λÜλημα του πετεινοý που ‘χε ακοýσει κοντÜ στη κατοικßα της Ισπανßδας! ΞεγελασμÝνος απ' αυτοýς τους θορýβους, τρÝχει γρÞγορα προς τη μεριÜ τους, αλλÜ το μαγικü παλÜτι αρνεßται να εμφανιστεß μπρος του. ΥπÞρξαν πÜλι φορÝς που το πανομοιüτυπο ντýσιμο των γυναικþν της ΓρανÜδας του 'δωσε κÜποιες στιγμÝς ελπßδας: απü μακρυÜ üλες οι ΧριστιανÝς Ýμοιαζαν με την αφÝντρα της καρδιÜς του, απü κοντÜ καμμιÜ τους δεν εßχε την ομορφιÜ Þ τη χÜρη της. Ο Μπεν Χαμßντ Ýψαξε ακüμα και στις εκκλησßες για να ανακαλýψει τη ξÝνη· Ýφτασε μÜλιστα να μπει στον τÜφο του ΦερδινÜνδου και της ΙσαβÝλας· κι αυτü Þταν η πιο μεγÜλη θυσßα που εßχε ποτÝ κÜνει για τον Ýρωτα.
     Μια μÝρα μÜζευε βüτανα στην κοιλÜδα του Ντοýρο. Στη λουλουδισμÝνη πλαγιÜ της νüτιας πλευρÜς απλþνονταν τα τεßχη της ΑλÜμπρα κι οι κÞποι του Χενεραλßφ· τον βορεινü λüφο στüλιζε το Αλμπαúζßν, τα χαρωπÜ περιβüλια, κι οι σπηλιÝς, που ζοýσε πολυÜριθμο πλÞθος ανθρþπων. Στη δυτικÞ Üκρη της κοιλÜδας Ýβλεπες τα καμπαναριÜ της ΓρανÜδας να προβÜλλουν üλα μαζß μÝσα απü τις καταπρÜσινες βαλανιδιÝς και τα κυπαρßσσια. Στην Üλλη Üκρη, προς την ανατολÞ, το μÜτι Ýπεφτε, περνþντας πÜνω απü τις κορυφÝς των βρÜχων, σε μοναστÞρια, σκÞτες και σε κÜποια ερεßπια της αρχαßας Ιλλιβηρßας, και πιο μακριÜ στις βουνοκορφÝς της ΣιÝρα ΝεβÜδα. Ο Ντοýρο κυλοýσε ανÜμεσα στη κοιλÜδα και στις üχθες του Ýβλεπες δροσεροýς μýλους, πολýβοους καταρρÜκτες, γκρεμισμÝνες αψßδες απü κÜποιο ρωμαúκü υδραγωγεßο, ακüμα και χαλÜσματα απü Ýνα γεφýρι της εποχÞς των Μαυριτανþν.
     Ο Μπεν Χαμßντ δεν Þτανε τþρα πια οýτε αρκετÜ δυστυχÞς αλλÜ οýτε κι αρκετÜ ευτυχÞς για να μπορεß να ευχαριστηθεß τη γοητεßα της μοναξιÜς: τριγυρνοýσε, αφηρημÝνος κι αδιÜφορος, σ' αυτÝς τις μαγευτικÝς ακροποταμιÝς. Βαδßζοντας Ýτσι τυχαßα ακολοýθησε δεντροστοιχßα που προχωροýσε στη πλαγιÜ του λüφου του Αλμπαúζßν. Σε λßγο φÜνηκε μπρος του μια εξοχικÞ Ýπαυλη με πορτοκαλεþνα ολüγυρÜ της. Καθþς πλησßαζε, Üκουσε τους Þχους μιας φωνÞς και μιας κιθÜρας. ΑνÜμεσα στη φωνÞ, στα χαρακτηριστικÜ και στο βλÝμμα μιας γυναßκας υπÜρχουν ομοιüτητες που δεν ξεγελοýνε ποτÝ Ýναν ερωτευμÝνο. ‘‘Εßναι το ουρß μου!’‘ μονολογεß κι αφουγκρÜζεται με τρεμÜμενη καρδιÜ· μα η καρδιÜ του χτυπÜ ακüμα πιο δυνατÜ ακοýγοντας το üνομα των ΑβενσερÜγων να επαναλαμβÜνεται πολλÝς φορÝς. Η Üγνωστη τραγουδοýσε καστιλιÜνικη ρομÜντσα, που μιλοýσε για την ιστορßα των ΑβενσερÜγων και των Ζεγρßδων. Ο Μπεν Χαμßντ δε μπορεß ν' αντισταθεß Üλλο στη συγκßνησÞ του· ορμÜ μες απü τις μυρτιÝς και βρßσκεται καταμεσßς σε μια συντροφιÜ απü νεαρÝς κοπÝλες που σκορπßζουνε φωνÜζοντας τρομαγμÝνες. Η Ισπανßδα που τραγουδοýσε προηγουμÝνως και που κρατÜ ακüμα στα χÝρια της τη κιθÜρα αναφωνεß:
 -’‘Εßναι ο Μαυριτανüς Üρχοντας!’‘ και καλεß τις συντρüφισσÝς της να επιστρÝψουν.
 -’‘ΑγαπημÝνη των πνευμÜτων’‘, λÝει ο ΑβενσερÜγος, ‘‘σε γýρευα üπως γυρεýει Ýνας ¢ραβας μια πηγÞ στη κÜψα του μεσημεριοý. ¢κουσα τους Þχους της κιθÜρας σου. Υμνοýσες τους Þρωες της πατρßδας μου. Απü την ομορφιÜ της φωνÞς σου μÜντεψα πως εßσαι εσý και στα πüδια σου ακουμπþ τη καρδιÜ του Μπεν Χαμßντ’‘.
 -’‘Κι εγþ’‘, του αποκρßνεται η δüνα ΜπλÜνκα, ‘‘εσÜς σκεφτüμουν καθþς τραγουδοýσα αυτÞ τη ρομÜντσα των ΑβενσερÜγων. Απü τüτε που σας αντßκρυσα θαρροýσα πως üλοι αυτοß οι Μαυριτανοß ιππüτες σας μοιÜζουνε’‘. Καθþς Ýλεγε αυτÜ τα λüγια, Ýνα αδιüρατο κοκκßνισμα ανÝβηκε ως το μÝτωπü της. Ο Μπεν Χαμßντ Ýνιωσε Ýτοιμος να πÝσει στα γüνατα της νεαρÞς Χριστιανüπουλος και να της φανερþσει πως αυτüς Þταν ο τελευταßος ΑβενσερÜγος. ΑλλÜ η λßγη φρüνηση που του 'χε απομεßνει τον συγκρÜτησε. ΦοβÞθηκε μÞπως το üνομÜ του, που Þτανε ξακουστü στη ΓρανÜδα, προκαλÝσει ανησυχßες στον κυβερνÞτη της. Ο πüλεμος με τους Μαυριτανοýς μüλις εßχε τελειþσει κι η παρουσßα ΑβενσερÜγου, τη στιγμÞ αυτÞ, μποροýσε να προκαλÝσει στους Ισπανοýς εýλογες ανησυχßες. ¼χι πως ο Μπεν Χαμßντ φοβüτανε τους κινδýνους, Ýτρεμε üμως στη σκÝψη πως ßσως να υποχρεωνüταν να απομακρυνθεß για πÜντα απü τη κüρη του δον Ροδρßγο.
     Η οικογÝνεια της δüνα ΜπλÜνκα καταγüταν απü τον Σιντ ντε ΜπιβÜρ κι απü την ΧιμÝνη, κüρη του κüμητα ΓκομÝς ντε Γκüρμας. Η αγνωμοσýνη της αυλÞς της Καστßλλης εßχεν οδηγÞσει τους απογüνους του νικητÞ της ΒαλÝνθια σε μεγÜλη φτþχεια -τüσο μεγÜλη μÜλιστα Þταν η αφÜνεια στην οποßα ζοýσανε για αρκετοýς αιþνες, που πολλοß νομßζανε πως η γενιÜ τους εßχε σβÞσει. ¼μως την εποχÞ περßπου που κατακτÞθηκε η ΓρανÜδα κÜποιο τελευταßο βλαστÜρι της οικογÝνειας των ΜπιβÜρ, ο παπποýς της ΜπλÜνκα, Ýγινε και πÜλι διÜσημο, üχι χÜρη στους τßτλους του μα χÜρη στη λÜμψη της αντρειοσýνης του. ΜετÜ την εκδßωξη των ¢πιστων, ο ΦερδινÜνδος παραχþρησε στον απüγονο του Σιντ τη περιουσßα πολλþν μαυριτανικþν οικογενειþν και τον ονüμασε δοýκα της ΣÜντα Φε. Ο νÝος δοýκας εγκαταστÜθηκε στη ΓρανÜδα, üπου και πÝθανε, νÝος ακüμη, αφÞνοντας Ýναν μοναχογιü, παντρεμÝνο Þδη, τον δον Ροδρßγο, πατÝρα της ΜπλÜνκα. Η δüνα ΤερÝζα ντε ΧÝρες, σýζυγος του δον Ροδρßγο, Ýφερε στον κüσμο Ýνα γιο που, μüλις γεννÞθηκε, ονομÜστηκε Ροδρßγο, σαν üλους τους προγüνους του, αλλÜ τον φþναζανε δον ΚÜρλος, για να τον ξεχωρßζουν απü τον πατÝρα του. Τα σημαντικÜ γεγονüτα που ξετυλιχτÞκανε μπρος στα μÜτια του δον ΚÜρλος, οι κßνδυνοι τους οποßους πÝρασε, ενþ Þταν ακüμα παιδß, Þδη απü τη πιο τρυφερÞ του ηλικßα, Ýκαναν ακüμα πιο βαρý κι αυστηρü Ýνα χαρακτÞρα που απü την φýση του Ýκλινε προς την αυστηρüτητα. Ο δον ΚÜρλος Þταν μüλις δεκαπÝντε χρüνων üταν ακολοýθησε τον ΚορτÝς στο Μεξικü.
     Εßχε ζÞσει üλους τους κινδýνους κι Þταν μÜρτυρας üλων των φρικαλεοτÞτων της εκπληκτικÞς αυτÞς περιπÝτειας. ¹τανε παρþν στη πτþση του τελευταßου βασιλιÜ ενüς κüσμου Üγνωστου μÝχρι τüτε. Τρßα χρüνια μετÜ απü αυτÞ τη καταστροφÞ ο δον ΚÜρλος βρÝθηκε στην Ευρþπη, στη μÜχη της Παβßας, ειδικÜ θαρρεßς για να δει το θÜρρος και τη τιμÞ να γονατßζουνε κÜτω απü τα χτυπÞματα της μοßρας. Η εικüνα μιας νÝας οικουμÝνης, τα μακρüχρονα ταξßδια του σε ανεξερεýνητες ακüμα θÜλασσες, οι τüσες επαναστÜσεις και τα τüσα σκαμπανεβÜσματα της τýχης, στα οποßα στÜθηκε μÜρτυρας, εßχανε κλονßσει σοβαρÜ το θρησκευτικü και μελαγχολικü χαρακτÞρα του δον ΚÜρλος: κατατÜχτηκε στο ιπποτικü τÜγμα της ΚαλατρÜβα και, παρÜ τις ικεσßες του δον Ροδρßγο, απαρνÞθηκε τον γÜμο κι üλη του η περιουσßα προοριζüτανε για την αδελφÞ του. Η ΜπλÜνκα ντε ΜπιβÜρ, μοναδικÞ αδελφÞ του δον ΚÜρλος και πολý νεüτερη του, Þτανε το ßνδαλμα του πατÝρα της. Εßχε χÜσει τη μητÝρα της και μüλις Ýμπαινε στα δεκαοκτþ της üταν ο Μπεν Χαμßντ Ýκανε την εμφÜνισÞ του. Τα πÜντα σ' αυτÞ τη θελκτικÞ κοπÝλλα απÝπνεαν γοητεßα: η φωνÞ της Þτανε μαγευτικÞ, ο χορüς της πιο ανÜλαφρος κι απü τον ζÝφυρο· της Üρεσε Üλλοτε να οδηγεß Ýνα Üρμα σαν την Αρμßδα κι Üλλοτε να πετÜ καλπÜζοντας στη ρÜχη της πιο γοργÞς ανδαλουσιανÞς φορÜδας, σαν αυτÝς τις χαριτωμÝνες νερÜιδες που εμφανßζονταν στον ΤριστÜνο και στον Γκαλαüρ μες στα δÜση. Στην ΑθÞνα θα την Ýπαιρναν για την Ασπασßα και στο Παρßσι για την Ντιαν ντε ΠουατιÝ, που τüτε μüλις Üρχιζε να λÜμπει στην βασιλικÞ αυλÞ. ¼μως μαζß με τα θÝλγητρα της Γαλλßδας εßχε το πÜθος της Ισπανßδας κι η Ýμφυτη κοκεταρßα της δεν μεßωνε διüλου τη σιγουριÜ, τη σταθερüτητα, τη δýναμη και την ανωτερüτητα των αισθημÜτων της καρδιÜς. Ακοýγοντας τις φωνÝς που εßχανε βÜλει οι νεαρÝς Ισπανßδες, üταν ο Μπεν Χαμßντ üρμησε μες στο δασÜκι, ο δον Ροδρßγο Ýτρεξε να δει τι συμβαßνει.
 -’‘ΠατÝρα’‘, εßπε η ΜπλÜνκα, ‘‘αυτüς εßναι ο Μαυριτανüς Üρχοντας για τον οποßο σας μßλησα. Με Üκουσε να τραγουδþ και με αναγνþρισε. ΜπÞκε στον κÞπο μας για να μ' ευχαριστÞσει που του 'δειξα το δρüμο’‘.
     Ο δοýκας της ΣÜντα Φε υποδÝχτηκε τον ΑβενσερÜγο με την αυστηρÞ αλλÜ κι ανεπιτÞδευτη ευγÝνεια των Ισπανþν. Σ’ αυτü το Ýθνος δεν διακρßνει κανεßς τßποτε απü κεßνο το δουλικü ýφος και τα ψευτοευγενικÜ λüγια που φανερþνουνε ταπεινÝς σκÝψεις και διεφθαρμÝνη ψυχÞ. Η γλþσσα του Üρχοντα και του χωρικοý εßναι η ßδια, ο χαιρετισμüς ο ßδιος, οι φιλοφρονÞσεις, οι συνÞθειες, τα Ýθιμα εßναι τα ßδια. ¼σο üμως η εμπιστοσýνη κι η γενναιοδωρßα αυτοý του λαοý προς τους ξÝνους εßναι χωρßς üρια, τüσο τρομερÞ εßναι η εκδßκησÞ του üταν τον προδßδουνε. ΠροικισμÝνος με ηρωικü θÜρρος και με ανεξÜντλητη υπομονÞ, δεν πτοεßται απü τη κακÞ μοßρα: πρÝπει Þ να τη νικÞσει Þ να συντριβεß απ' αυτÞ. Δεν διÝθετε ιδιαßτερο πνεýμα, üπως το ονομÜζουνε· τα φλογερÜ üμως πÜθη υποκαθιστοýν αυτÞ τη λÜμψη που προσφÝρει η ευφυÀα κι ο πλοýτος των ιδεþν. ¸νας Ισπανüς που περνÜ τη μÝρα του χωρßς κουβÝντες, που δεν εßδε ποτÝ τßποτα, που δεν ενδιαφÝρεται να δει τßποτα, που δεν διÜβασε ποτÝ τßποτα, δεν μελÝτησε ποτÝ τßποτα, δεν συνÝκρινε ποτÝ τßποτα, τη δýσκολη στιγμÞ θα αντλÞσει μες απü τις υψηλüφρονες αποφÜσεις του üλες τις αναγκαßες λýσεις.
     ¹ταν η μÝρα των γενεθλßων του δον Ροδρßγο κι η ΜπλÜνκα, μες στην υπÝροχη μοναξιÜ, Ýδινε μια τερτοýλια, μια μικρÞ γιορτÞ, για να τιμÞσει τον πατÝρα της. Ο δοýκας της ΣÜντα Φε κÜλεσε τον Μπεν Χαμßντ να καθßσει ανÜμεσα στα κορßτσια, που διασκÝδαζαν με το σαρßκι και τη κελεμπßα του ξÝνου. ¸φεραν μερικÜ βελοýδινα μαξιλÜρια κι ο ΑβενσερÜγος κÜθισε πÜνω τους üπως κÜθονταν οι Μαυριτανοß. Του κÜναν ερωτÞσεις για τη χþρα και τις περιπÝτειÝς του: οι απαντÞσεις του Þτανε πνευματþδεις κι εýθυμες. Μιλοýσε Üψογα τα καστιλλιÜνικα και θα μποροýσε να τον πÜρει κανεßς για Ισπανü, αν δεν Ýλεγε σχεδüν πÜντα εσý αντß για εσεßς. Η λÝξη αυτÞ εßχε κÜτι το τüσο τρυφερü στο στüμα του, που η ΜπλÜνκα δεν μποροýσε να καταπνßξει μια κρυφÞ μικρÞ αγανÜκτηση σαν τον Üκουγε να απευθýνεται σε κÜποια απü τις συντρüφισσÝς της. ¹ρθανε πολλοß υπηρÝτες κουβαλþντας φλυτζÜνια με σοκολÜτα, γλυκßσματα με φροýτα και ζαχαρÝνια τσουρεκÜκια της ΜÜλαγα, Üσπρα σαν το χιüνι, αφρÜτα κι ανÜλαφρα σαν σφουγγÜρια. ΜετÜ απü τα αναψυκτικÜ παρακαλÝσανε τη ΜπλÜνκα να χορÝψει Ýνα λαúκü χορü, üπου τα κατÜφερνε καλλßτερα κι απü τις πιο επιδÝξιες τσιγγÜνες. ΑναγκÜστηκε να ενδþσει στις παρακλÞσεις των φιλενÜδων της. Ο Μπεν Χαμßντ δεν μιλοýσε, üμως το ικετευτικü του βλÝμμα μιλοýσε καλýτερα απü το στüμα. Η ΜπλÜνκα διÜλεξε να χορÝψει μια ζÜμπρα, Ýναν εκφραστικü χορü που οι Ισπανοß εßχανε πÜρει απü τους Μαυριτανοýς.
     Μια κοπÝλλα αρχßζει να παßζει στη κιθÜρα τη μελωδßα του ξενüφερτου αυτοý χοροý. Η κüρη του δον Ροδρßγο βγÜζει το πÝπλο και περνÜ στα λευκÜ της χÝρια καστανιÝτες απü μαýρο Ýβενο. Τα μαýρα της μαλλιÜ πÝφτουνε σε μποýκλες πÜνω στον αλαβÜστρινο λαιμü. Το στüμα και τα μÜτια της χαμογελοýν αρμονικÜ. Το χρþμα της Ýχει ζωηρÝψει απü τους χτýπους της καρδιÜς της. ΞÜφνου χτυπÜ τρεις φορÝς το ρυθμü κι αφÞνει ν' αντηχÞσει το κροτÜλισμα του Ýβενου· αρχßζει να τραγουδÜ τη μελωδßα της ζÜμπρα και σμßγοντας τη φωνÞ της με τους Þχους της κιθÜρας, ξεχýνεται σαν αστραπÞ. Τß ποικιλßα στα βÞματα! Τß κομψüτητα στις κινÞσεις! ¢λλοτε σηκþνει ζωηρÜ τα χÝρια κι Üλλοτε πÜλι τα αφÞνει να πÝσουνε χαλαρÜ. Πüτε ορμÜ σα μεθυσμÝνη απü απüλαυση και πüτε αποτραβιÝται τσακισμÝνη απü τη θλßψη. Γυρßζει το κεφÜλι, μοιÜζει να καλεß κÜποιο αüρατο πρüσωπο, προσφÝρει συνεσταλμÝνα το ρüδινο μÜγουλü της στο φιλß κÜποιου Üγνωστου μνηστÞρα, φεýγει üλο ντροπÞ, ξανÜρχεται λαμπερÞ και παρηγορημÝνη, βαδßζει με αρχοντικü και σχεδüν πολεμικü βÞμα κι ýστερα στριφογυρßζει πÜνω στην χλüη. Η αρμονßα που Ýδενε τα βÞματα, το τραγοýδι και τον Þχο της κιθÜρας Þτανε τÝλεια. Η φωνÞ της, με την αδιüρατη βραχνÜδα, εßχε τüνο που ξεσηκþνει τα πÜθη ως τα μýχια της ψυχÞς. Η ισπανικÞ μουσικÞ, με τους αναστεναγμοýς, τις ζωηρÝς μεταπτþσεις της, τις λυπητερÝς επωδοýς της και τις μελωδßες που κüβονται απροσδüκητα, προσφÝρει Ýνα ανεπανÜληπτο μεßγμα χαρÜς και μελαγχολßας. Η μουσικÞ αυτÞ κι ο χορüς καθüρισαν μια για πÜντα τη μοßρα του τελευταßου ΑβενσερÜγου: Þταν Üλλωστε αρκετÜ για να αναστατþσουν και καρδιÝς λιγüτερο παθιασμÝνες απü τη δικÞ του.
     ΕπÝστρεψε στη ΓρανÜδα αργÜ το βρÜδυ απü τη κοιλÜδα του Ντοýρο. Ο δον Ροδρßγο, γοητευμÝνος απü τους αρχοντικοýς κι ευγενικοýς τρüπους του, δεν τον Üφησε να φýγει παρÜ μüνον αφοý τον Ýκανε να του υποσχεθεß πως θα Ýρχεται συχνÜ να διασκεδÜζει τη ΜπλÜνκα με τις θαυμÜσιες ιστορßες του για την ΑνατολÞ. Ο Μαυριτανüς πανευτυχÞς αποδÝχτηκε τη πρüσκληση του δοýκα της ΣÜντα Φε κι απü την Üλλη κιüλας μÝρα πÞγε στο παλÜτι üπου ανÜσαινε κεßνη που αγαποýσε πιο πολý κι απü το φως της μÝρας.
     Η ΜπλÜνκα δεν Üργησε να κυριευτεß απü Ýνα παντοδýναμο πÜθος, ακριβþς επειδÞ νüμιζε πως Þταν αδýνατον να αισθανθεß ποτÝ της κÜτι τÝτοιο. Το να αγαπÞσει Ýναν ¢πιστο Μαυριτανü, Ýναν Üγνωστο, Þτανε κÜτι που της φαινüτανε τüσο περßεργο, þστε δεν πÞρε καμμιÜ προφýλαξη απÝναντι στο κακü που Üρχισε να κυλÜ στις φλÝβες της. Μüλις κατÜλαβε üτι εßχε προσβληθεß απü το κακü, το αποδÝχτηκε σαν αληθινÞ Ισπανßδα. Οι κßνδυνοι και τα βÜσανα που διαγρÜφονταν μπρος της δε μπüρεσαν να την κÜνουν να υποχωρÞσει, αν και βρισκüτανε στο χεßλος της αβýσσου, οýτε και να το συζητÞσει για πολý με τη καρδιÜ της. Εßπε μÝσα της: ‘‘Ας γßνει ο Μπεν Χαμßντ Χριστιανüς, ας με αγαπÞσει, κι εγþ θα τον ακολουθÞσω μÝχρι την Üκρη της γης’‘.
     Απ' τη πλευρÜ του ο ΑβενσερÜγος Ýνιωθε üλη τη δýναμη ενüς ακαταμÜχητου πÜθους: τþρα πια ζοýσε μüνο για τη ΜπλÜνκα. Δεν τον απασχολοýσανε πια τα σχÝδια που τον εßχανε φÝρει στη ΓρανÜδα: του Þτανε πολý εýκολο να πÜρει τις πληροφορßες που γýρευε, üμως κÜθε Üλλο ενδιαφÝρον πÝρα απü την αγÜπη του εßχε χαθεß απü τα μÜτια του. Φοβüταν μÜλιστα τις πληροφορßες που μποροýσαν να φÝρουνε κÜποιες αλλαγÝς στη ζωÞ του. Δε ρωτοýσε τßποτα, δεν Þθελε να μÜθει τßποτα, Ýλεγε μÝσα του: ‘‘Ας γßνει η ΜπλÜνκα ΜουσουλμÜνα, ας μ' αγαπÞσει κι εγþ θα την υπηρετþ ως τη τελευταßα μου πνοÞ’‘. ¸τσι ο Μπεν Χαμßντ κι η ΜπλÜνκα δεν περιμÝνανε τßποτ' Üλλο πια παρÜ μια ευκαιρßα για να φανερþσουν ο Ýνας στον Üλλο τα αισθÞματÜ τους. Κεßνη την εποχÞ Ýκανε τις ομορφþτερες μÝρες της χρονιÜς.
 -’‘Τüσον καιρü και δεν Ýχετε δει ακüμα την ΑλÜμπρα’‘, εßπεν η κüρη στον ΑβενσερÜγο. ‘‘Κι αν κατÜλαβα καλÜ απü κÜποιες κουβÝντες που σας Ýχουνε ξεφýγει, η οικογÝνειÜ σας κατÜγεται απü τη ΓρανÜδα. Θα σας ευχαριστοýσε ßσως να επισκεφθεßτε το παλÜτι των παλιþν σας βασιλιÜδων; ΘÝλω να γßνω η ßδια ξεναγüς σας απüψε’‘. Ο Μπεν Χαμßντ ορκßστηκε στο üνομα του ΠροφÞτη πως κανεßς  Üλλος περßπατος δε θα μποροýσε να του εßναι ποτÝ πιο ευχÜριστος.
     ¼ταν Ýφτασεν η þρα που 'χαν ορßσει για το προσκýνημα στην ΑλÜμπρα, η κüρη του δον Ροδρßγο καβÜλησε μιαν Üσπρη φοραδßτσα μαθημÝνη να σκαρφαλþνει στους βρÜχους σα ζαρκÜδι. Ο Μπεν Χαμßντ συνüδευε την εκθαμβωτικÞ Ισπανßδα ιππεýοντας Ýν ανδαλουσιανü Üτι στολισμÝνο και σελωμÝνο üπως συνÞθιζαν οι Τοýρκοι. Καθþς ο νεαρüς Μαυριτανüς κÜλπαζε, το πορφυρü του φüρεμα φοýσκωνε πßσω του, το γιαταγÜνι του χτυποýσε πÜνω στη ψηλÞ σÝλα και το αγÝρι ανÝμιζε το φτερü που στüλιζε τη κορφÞ του σαρικιοý του. Ο κüσμος, γοητευμÝνος απü τη χÜρη του, σιγοψιθýριζε καθþς τον Ýβλεπε να περνÜ: ‘‘Εßναι πρßγκιπας ¢πιστος, που η δüνα ΜπλÜνκα θα τον κÜνει ν' αλλαξοπιστÞσει’‘.
     Στην αρχÞ πÞραν Ýνα μακρý δρüμο που 'χε ακüμα τ' üνομα μιας ξακουστÞς μαυριτανικÞς οικογÝνειας· ο δρüμος αυτüς κατÝληγε στον εξωτερικü περßβολο της ΑλÜμπρα. ΔιÝσχισαν μετÜ Ýνα δÜσος με φτελιÝς, φτÜσανε σε μια κρÞνη και σε λßγο βρÝθηκαν μπρος στον εσωτερικü περßβολο του παλατιοý του Βοαβδßλ. Σ' Ýνα τεßχος με πýργους και πολεμßστρες υπÞρχε πýλη που τη λÝγανε Πýλη της Κρßσεως. ΔρασκÝλισαν την πρþτη πýλη κι ακολοýθησαν Ýνα στενü δρομÜκι που προχωροýσε φιδωτÜ ανÜμεσα στα ψηλÜ τεßχη και στα μισογκρεμισμÝνα φτωχüσπιτα. Το δρομÜκι αυτü τους οδÞγησε στη πλατεßα των Αλγßβων· εκεß κοντÜ ο ΚÜρολος ο Ε' Ýκτιζε κεßνη την εποχÞ Ýν ανÜκτορο. Προχωρþντας προς το βορρÜ σταματÞσανε σε μιαν ερημικÞ αυλÞ κÜτω απü Ýνα τοßχο γυμνü κι ερειπωμÝνο απü τους αιþνες. Ο Μπεν Χαμßντ πÞδηξε ανÜλαφρα στη γη και πρüσφερε χÝρι στη ΜπλÜνκα να κατεβεß απ' τη φορÜδα. Οι υπηρÝτες χτýπησαν μιαν εγκαταλειμμÝνη πüρτα, που το κατþφλι της το σκεπÜζανε τα αγριüχορτα· η πüρτα Üνοιξε κι Üφησε μεμιÜς να φανοýν τα μυστικÜ καταφýγια της ΑλÜμπρα.
     ¼λη η γοητεßα κι η νοσταλγßα για τη πατρßδα, ανακατεμÝνες με τα μÜγια του Ýρωτα, κατακλýσανε τη καρδιÜ του τελευταßου ΑβενσερÜγου. Ακßνητος, βουβüς, βýθιζε το θαμπωμÝνο του βλÝμμα σ’ αυτü το κατÜλυμα των πνευμÜτων. Νüμιζε üτι τον εßχανε μεταφÝρει στη πüρτα κÜποιου παλατιοý, üπως διαβÜζουμε στις περιγραφÝς των αραβικþν παραμυθιþν. ΑνÜλαφρες στοÝς, μαρμÜρινες τÜφροι τριγυρισμÝνες με ανθισμÝνες λεμονιÝς και πορτοκαλιÝς, συντριβÜνια, μοναχικÝς αυλÝς παρουσιÜζονταν απü παντοý μπρος στα μÜτια του και μες απü τους θüλους διÝκρινε κι Üλλους λαβýρινθους και καινοýριες ομορφιÝς. Το γαλÜζιο του ομορφþτερου ουρανοý πρüβαλλε ανÜμεσα στις κολüνες που στηρßζανε μια σειρÜ γοτθικÝς αψßδες. Οι τοßχοι, καταστüλιστοι με αραβουργÞματα, θýμιζαν στην üψη τα ανατολßτικα κεßνα υφÜσματα που μες στη πλÞξη του χαρεμιοý τα γεμßζει με κεντßδια η φαντασßα μιας σκλÜβας. ΚÜτι το ηδονικü, το θρησκευτικü και το πολεμικü Ýμοιαζε να αναδýεται απ' αυτü το μαγικü οικοδüμημα, λες κι Þταν μοναστÞρι του Ýρωτα, μυστηριþδες ησυχαστÞρι, που οι Μαυριτανοß βασιλιÜδες γεýονταν üλες τις απολαýσεις και ξεχνοýσαν üλες τις υποχρεþσεις της ζωÞς.
     ΜετÜ απü λßγες εκστατικÝς και σιωπηλÝς στιγμÝς, οι δυο ερωτευμÝνοι προχþρησαν μες σ' αυτü το μÝγαρο της χαμÝνης εξουσßας και της περασμÝνης ευτυχßας. ΚÜνανε στην αρχÞ το γýρο της αßθουσας του ΜεσουκÜρ, μες στο Üρωμα των λουλουδιþν και στη δροσιÜ των νερþν. ΜπÞκανε κατüπιν στην ΑυλÞ των Λεüντων. Σε κÜθε βÞμα η συγκßνηση του Μπεν Χαμßντ μεγÜλωνε.
 -’‘Αν δε γÝμιζες τη ψυχÞ μου με τüσην αγαλλßαση’‘, γýρισε κι εßπε στη ΜπλÜνκα, ‘‘πüση θα 'ταν η θλßψη μου καθþς εßμαι αναγκασμÝνος να ρωτþ εσÝνα, μιαν Ισπανßδα, για την ιστορßα αυτþν των κτισμÜτων. Αχ, οι χþροι αυτοß εßναι φτιαγμÝνοι για καταφýγιο της ευτυχßας κι εγþ…-’‘ Ο Μπεν Χαμßντ διÝκρινε το üνομα του Βοαβδßλ στριμωγμÝνο ανÜμεσα στα ψηφιδωτÜ. ‘‘Τß απÝγινες, καλÝ μου βασιλιÜ;’‘ φþναξε. ‘‘Ποý να σε βρω μες σ' αυτÞ την Ýρημη ΑλÜμπρα σου;’‘ -και δÜκρυα πßστης, αφοσßωσης και τιμÞς πλημμυρßζανε τα μÜτια του νεαροý Μαυριτανοý.
 -’‘Οι παλιοß σας Üρχοντες’‘, εßπεν η ΜπλÜνκα, ‘‘Þ, καλλßτερα, οι βασιλιÜδες των προγüνων σας Þταν αγνþμονες’‘.
 -’‘Τß σημασßα Ýχει!’‘ απÜντησε ο ΑβενσερÜγος. ‘‘¹τανε δυστυχισμÝνοι!’‘
     Καθþς πρüφερε αυτÜ τα λüγια, η ΜπλÜνκα τον οδÞγησε σ' Ýνα θÜλαμο που 'μοιαζε να 'ναι το ιερü του ναοý του Ýρωτα. Δεν υπÞρχε τßποτα να ξεπερνÜ σε κομψüτητα αυτü το καταφýγιο: ολÜκερος ο θüλος, βαμμÝνος με γαλÜζιο και χρυσü χρþμα και στολισμÝνος με αραβουργÞματα, Üφηνε να περνÜ το φως üπως μÝσα απü ανθοκεντημÝνο ýφασμα. Στη μÝση του κτηρßου ανÜβλυζε Ýνα συντριβÜνι και τα νερÜ του, που πÝφτανε σα δροσοσταλßδες, κυλοýσαν μÝσα σ’ Ýνα αλαβÜστρινο κοχýλι.
 -’‘Μπεν Χαμßντ’‘, εßπε η θυγατÝρα του δοýκα της ΣÜντα Φε, ‘‘κοιτÜξτε καλÜ αυτü το σιντριβÜνι: μÝσα του Ýπεσαν τα παραμορφωμÝνα κεφÜλια των ΑβενσερÜγων. Διακρßνονται ακüμα πÜνω στο μÜρμαρο οι κηλßδες απü το αßμα των Üτυχων που ο Βοαβδßλ θυσßασε εξαιτßας της καχυποψßας του. ¸τσι φÝρονται στην χþρα σας στους Üντρες που ξελογιÜζουνε τις ευκολüπιστες γυναßκες’‘.
     Ο Μπεν Χαμßντ δεν Üκουγε πια την ΜπλÜνκα. Προσκυνοýσε και φιλοýσε με σεβασμü τα ßχνη απü το αßμα των προγüνων του. ΤÝλος ανασηκþθηκε κι εßπε:
 -’‘Ω ΜπλÜνκα! Ορκßζομαι στο αßμα αυτþν των ιπποτþν να σ’ αγαπþ με üλη τη πßστη τη  σταθερüτητα και την φλüγα ενüς ΑβενσερÜγου’‘.
 -’‘Με αγαπÜτε λοιπüν;’‘ αποκρßθηκε ενþνοντας τα πανÝμορφα χÝρια της η ΜπλÜνκα κι υψþνοντας το βλÝμμα της στον ουρανü. ‘‘Μα δεν αναλογιστÞκατε πως εßστε Ýνας ¢πιστος, Ýνας Μαυριτανüς, Ýνας εχθρüς, κι εγþ ΧριστιανÞ κι Ισπανßδα’‘;
 -‘‘¢γιε μου ΠροφÞτη’‘, εßπε ο Μπεν Χαμßντ, ‘‘γßνε μÜρτυρας των üρκων μου- ’‘
     Η ΜπλÜνκα τüτε, διακüπτοντÜς τον, του λÝει:
 -‘‘Τß εμπιστοσýνη μπορþ να Ýχω στους üρκους ενüς διþκτη του Θεοý μου; ΞÝρετε αν εγþ σας αγαπþ; Ποιüς σας Ýδωσε την Üδεια να μου μιλÜτε Ýτσι’‘;
     Ο Μπεν Χαμßντ περßλυπος αποκρßνεται:
 -‘‘Εßναι αλÞθεια, εßμαι απλþς Ýνας σκλÜβος σου. Δεν με διÜλεξες για ιππüτη σου’‘.
 -‘‘ΜαυριτανÝ’‘, λÝει τüτε η ΜπλÜνκα, ‘‘Üσε τις πονηριÝς· το εßδες μες στο βλÝμμα μου πως σ’ αγαπþ. Η τρÝλλα μου για σÝνα ξεπερνÜ κÜθε üριο. Γßνε Χριστιανüς και τßποτα δεν θα με εμποδßσει να γßνω δικÞ σου. Αν üμως η κüρη του δοýκα της ΣÜντα Φε τολμÜ να σου μιλÜ με τüση ευθýτητα, απü αυτü και μüνο μπορεßς να καταλÜβεις πως εßναι ικανÞ να επιβληθεß στον εαυτü της και πως ποτÝ Ýνας εχθρüς των Χριστιανþν δεν θ’ αποκτÞσει δικαιþματα πÜνω της’‘.
     Ο Μπεν Χαμßντ, σε μια παρÜφορα πÜθους, αρπÜζει τα χÝρια της ΜπλÜνκα, τα ακουμπÜ πÜνω στο σαρßκι του και κατüπιν πÜνω στην καρδιÜ του.
 -‘‘Ο ΑλλÜχ εßναι παντοδýναμος κι ο Μπεν Χαμßντ ευτυχισμÝνος! Ω ΜωÜμεθ! Ας γßνει να γνωρßσει αυτÞ η ΧριστιανÞ τον νüμο σου και τßποτα δεν θα μπορÝσει -’‘
 -‘‘Βλασφημεßς’‘, λÝει η ΜπλÜνκα. ‘‘Ας φýγουμε απü δω’‘.
     Ακοýμπησε στο μπρÜτσο του Μαυριτανοý και πλησßασε στην κρÞνη των Δþδεκα Λεüντων, που εßχε δþσει το üνομÜ της σε μια απü τις αυλÝς της ΑλÜμπρα.
 -‘‘ΞÝνε’‘, λÝει η αυθüρμητη Ισπανßδα, ‘‘σαν βλÝπω την κελεμπßα, το σαρßκι και τα üπλα σου και συλλογιÝμαι τον ÝρωτÜ μας, θαρρþ πως βλÝπω την σκιÜ του ωραßου ΑβενσερÜγου να κÜνει τον περßπατü της σ’ αυτü εδþ το εγκαταλειμμÝνο καταφýγιο μαζß με την Üμοιρη την ΑλφαúμÜ. ΕξÞγησÝ μου τι λÝει αυτÞ η αραβικÞ επιγραφÞ, η χαραγμÝνη πÜνω στο μÜρμαρο της κρÞνης’‘.
     Ο Μπεν Χαμßντ διÜβασε τοýτες τις λÝξεις:
 -“Η üμορφη πριγκÞπισσα, που στολισμÝνη ολÜκερη με μαργαριτÜρια κÜνει τον περßπατü της στον κÞπο της, πüσο εξαßσια πληθαßνει την ομορφιÜ του... η υπüλοιπη επιγραφÞ εßχε σβηστεß. -‘Για σÝνα Ýχει γραφτεß αυτÞ η επιγραφÞ’‘, λÝει ο Μπεν Χαμßντ. “‘Οýτε στα νιÜτα του, σουλτÜνα μου πολυαγαπημÝνη, τοýτο το παλÜτι δεν Þταν τüσο üμορφο üσο τþρα που εßναι ερειπωμÝνο. ¢κουτον Þχο απü τις κρÞνες που τα βρýα Ýχουν αλλÜξει την ροÞ των νερþν τους, κοßτα τους κÞπους που προβÜλλουν μÝσα απü αυτÝς τις μισογκρεμισμÝνες καμÜρες, αγνÜντεψε το φωτεινü Üστρο της μÝρας που δýει πÝρα απü τις στοÝς: τι üμορφα που εßναι να περιπλανιÝται κανεßς μαζß σου σ’ αυτοýς τους χþρους! Τα λüγια σου, σα ρüδα του υμÝναιου, σκορποýνε την ευωδιÜ τους σε üλο τον τüπο. Με πüση ευχαρßστηση αναγνωρßζω μες στη λαλιÜ σου κÜποιους απüηχους της γλþσσας των προγüνων μου! Και μüνο το θρüισμα του φορÝματüς σου πÜνω σ’ αυτÜ τα μÜρμαρα με κÜνει να ριγþ. Ο αÝρας μοσκοβολÜ αγγßζοντας τα μαλλιÜ σου. Εßσαι üμορφη μες στα χαλÜσματα, σαν να ’σουνα το Πνεýμα της πατρßδας μου. Να ελπßζει Üραγε ο Μπεν Χαμßντ πως θα κερδßσει τη καρδιÜ σου; Τι εßναι αυτüς δßπλα σ’ εσÝνα; ΔιÝσχισε βουνÜ μαζß με τον πατÝρα του, γνþρισε τα βüτανα της ερÞμου... Αλßμονο üμως, δεν υπÜρχει οýτε Ýνα ικανü να γιατρÝψει την πληγÞ που του Üνοιξες! ΚρατÜει üπλα, μα δεν εßναι ιππüτης. ΚÜποτε Ýλεγα στον εαυτü μου: Το θαλασσινü νερü που κοιμÜται προφυλαγμÝνο μÝσα στο κοßλωμα του βρÜχου εßναι βουβü κι Þσυχο, ενþ δßπλα του η απÝραντη θÜλασσα εßναι ανταριασμÝνη και βουερÞ. ¸τσι περνÜ κι η δικÞ σου ζωÞ, Μπεν Χαμßντ: σιωπηλÞ και γαλÞνια, ξεχασμÝνη σε κÜποια Üγνωστη γωνιÜ της γης, την þρα που η αυλÞ του σουλτÜνου συνταρÜζεται απü τις θýελλες. ΑυτÜ Ýλεγα στον εαυτü μου, μικρÞ μου ΧριστιανÞ, κι Þρθες εσý να μου  αποδεßξεις πως η καταιγßδα μπορεß ν’ αναστατþσει ακüμα κι αυτÞ τη σταγüνα του νεροý τη κρυμμÝνη στο κοßλωμα του βρÜχου’‘.
     Η ΜπλÜνκα Üκουγε εκστατικÞ αυτÜ τα πρωτÜκουστα για κεßνη  λüγια, που το ανατολßτικο ýφος τους Ýμοιαζε να ταιριÜζει με αυτÞ την κατοικßα των Νυμφþν üπου τριγýριζε με τον αγαπημÝνο της. Ο Ýρωτας τρýπωνε απü παντοý μες στην καρδιÜ της. ¸νιωθε τα γüνατÜ της να λυγßζουν· αναγκÜστηκε να στηριχτεß πιο γερÜ στο μπρÜτσο του οδηγοý της. Ο Μπεν Χαμßντ συγκρατοýσε το γλυκü του φορτßο κι Ýλεγε ξανÜ και ξανÜ:
 -‘‘Αχ, γιατß να μην εßμαι Ýνας ξακουστüς ΑβενσερÜγος!’‘
 ‘‘Θα μου Üρεσες λιγüτερο’‘, εßπε η ΜπλÜνκα, ‘‘γιατß θα τυραννιüμουν περισσüτερο. Μεßνε Üσημος και ζÞσε μüνο για μÝνα. Δεν εßναι λßγες οι φορÝς που κÜποιος ιππüτης ξÝχασε την αγÜπη για τη φÞμη’‘.
 -‘‘Εσý δεν διατρÝχεις τÝτοιο κßνδυνο’‘, απÜντησε ζωηρÜ ο Μπεν Χαμßντ.
 -‘‘Και πþς θα μ’ αγαποýσες λοιπüν αν Þσουν ΑβενσερÜγος;’‘ ρþτησε η απüγονος της ΧιμÝνης.
 -‘‘Θα σ’ αγαποýσα πιüτερο απü τη δüξα και λιγüτερο απü την τιμÞ’‘, αποκρßθηκε ο Μαυριτανüς.
     Καθþς οι δýο ερωτευμÝνοι κÜνανε τον περßπατü τους, ο Þλιος εßχε βασιλÝψει πÝρα στον ορßζοντα. Εßχανε διασχßσει üλη την ΑλÜμπρα. Πüσες αναμνÞσεις Þρθαν στην σκÝψη του Μπεν Χαμßντ! Σε αυτü εδþ το μÝρος η σουλτÜνα απολÜμβανε το θυμßαμα των αρωμÜτων που Ýκαιγαν για χÜρη της· εκεß, στο απüμερο αυτü κρησφýγετο, στολιζüταν με üλα τα γιορντÜνια της ΑνατολÞς. Κι αυτÞ που διηγιüταν üλες αυτÝς τις λεπτομÝρειες στον üμορφο νεαρü Üντρα που λÜτρευε Þταν η ΜπλÜνκα, Þταν η πολυαγαπημÝνη γυναßκα. Το φεγγÜρι, ανεβαßνοντας στον ουρανü, σκüρπισε το αβÝβαιο φως του στα εγκαταλειμμÝνα ιερÜ και στους Ýρημους περιβüλους της ΑλÜμπρας. Οι λευκÝς του ακτßνες σχεδßαζαν πÜνω στην χλüη των παρτεριþν και στους τοßχους των αιθουσþν την δαντÝλα κÜποιας ανÜερης αρχιτεκτονικÞς, τις αψßδες των μοναστηριþν, την αεικßνητη σκιÜ των νερþν που ανÝβρυζαν αλλÜ και την σκιÜ των δενδρυλλßων που τα λικνßζει ο ζÝφυρος. Το αηδüνι κελαηδοýσε σ’ Ýνα κυπαρßσσι που η κορφÞ του εßχε τρυπþσει μÝσα απü τους θüλους ενüς ερειπωμÝνου τζαμιοý κι η ηχþ επαναλÜμβανε το μοιρολüι του. Ο Μπεν Χαμßντ Ýγραψε κÜτω απü το σεληνüφως το üνομα της ΜπλÜνκα πÜνω στο μÜρμαρο της αßθουσας των Δýο Αδελφþν· το
χÜραξε με αραβικοýς χαρακτÞρες, Ýτσι þστε ο ταξιδιþτης να Ýχει Ýνα ακüμα μυστÞριο να ξεδιαλýνει μÝσα σ’ αυτü το γεμÜτο μυστÞρια παλÜτι.
 -‘‘ΜαυριτανÝ, τα παιχνßδια αυτÜ εßναι σκληρÜ’‘, εßπε η ΜπλÜνκα, ‘‘ας φýγουμε απü αυτü το μÝρος. Το πεπρωμÝνο μου εßναι πια καθορισμÝνο για πÜντα. ΘυμÞσου καλÜ τα λüγια μου: μÝνεις ΜουσουλμÜνος, μÝνω η αγαπημÝνη σου χωρßς ελπßδα· γßνεσαι Χριστιανüς, γßνομαι η καλüτυχη σýζυγüς σου’‘.
     Ο Μπεν Χαμßντ απÜντησε:
 -‘‘ΜÝνεις ΧριστιανÞ, μÝνω ο απελπισμÝνος σκλÜβος σου· γßνεσαι ΜουσουλμÜνα, γßνομαι ο δοξασμÝνος σου σýζυγος’‘. ¸τσι οι δυο ευγενεßς ερωτευμÝνοι εγκατÝλειψαν το επικßνδυνο εκεßνο παλÜτι.
     Το πÜθος της ΜπλÜνκα μεγÜλωνε μÝρα με τη μÝρα, αλλÜ και του Μπεν Χαμßντ φοýντωνε με την ßδια δýναμη. Τüση Þταν η χαρÜ του επειδÞ κÜποια τον εßχε αγαπÞσει γι’ αυτü και μüνο που Þταν κι επειδÞ τα αισθÞματα που ‘χε εμπνεýσει δεν οφεßλονταν σε καμμιÜν Üλλη αιτßα, þστε κρÜτησε καλÜ φυλαγμÝνη τη μυστικÞ καταγωγÞ του απü τη κüρη του δοýκα της ΣÜντα Φε. ¸νιωθε ιδιαßτερη απüλαυση σαν σκεφτüταν πως τη μÝρα που κεßνη θα δεχüταν να του δþσει το χÝρι της θα της αποκÜλυπτε το Ýνδοξο üνομÜ του. Απροσδüκητα üμως τον κÜλεσαν να επιστρÝψει στη Τýνιδα: κÜποια αγιÜτρευτη αρρþστια εßχε βρει τη μητÝρα του, που λαχταροýσε να τον αγκαλιÜσει και να του δþσει την ευχÞ της πριν φýγει απü τη ζωÞ.
     Ο παρουσιÜζεται στο παλÜτι της ΜπλÜνκα.
 -‘‘ΣουλτÜνα μου’‘, της λÝει, ‘‘η μητÝρα μου πεθαßνει. Με καλεß να της κλεßσω τα μÜτια. Θα κρατÞσεις την αγÜπη σου για μÝνα’;‘
 -‘‘Μ’ εγκαταλεßπεις λοιπüν’‘, αποκρßθηκε χλομιÜζοντας η ΜπλÜνκα. ‘‘Θα σε δω ξανÜ τÜχα’;‘
 -‘‘¸λα’‘, της λÝει ο Μπεν Χαμßντ. ‘‘Θα σου ζητÞσω Ýναν üρκο και θα σου δþσω κι εγþ Ýναν, που μüνον ο θÜνατος θα μπορÝσει να πατÞσει. ΑκολοýθησÝ με’‘. Βγαßνουν απü το παλÜτι. ΦτÜνουν σ’ Ýνα νεκροταφεßο που κÜποτε Þταν μαυριτανικü. Εδþ κι εκεß μποροýσε κανεßς να δει ακüμα επιτýμβιες στÞλες που κÜποτε πÜνω τους ο γλýπτης εßχε σκαλßσει Ýνα σαρßκι. Απü καιρü üμως οι Χριστιανοß εßχαν αντικαταστÞσει τα σαρßκια με σταυροýς. Ο Μπεν Χαμßντ οδÞγησε την ΜπλÜνκα σ’ αυτÝς τις στÞλες.
 -‘‘ΜπλÜνκα’‘, της εßπε, ‘‘εδþ αναπαýονται οι πρüγονοß μου. Ορκßζομαι στην τÝφρα τους πως θα σ’ αγαπþ ως τη μÝρα που ο ¢γγελος της Κρßσης θα με καλÝσει στο δικαστÞριο του ΑλλÜχ. Σου υπüσχομαι να μη δþσω ποτÝ τη καρδιÜ μου σε καμμιÜ Üλλη γυναßκα και να σε κÜνω σýζυγü μου μüλις σε φωτßσει το Üγιο φως του ΠροφÞτη. ΚÜθε χρüνο, τÝτοια εποχÞ, θα γυρßζω στη ΓρανÜδα να διαπιστþνω αν μου ‘χεις μεßνει πιστÞ κι αν θες να απαρνηθεßς τα σφÜλματÜ σου’‘.
 -‘‘Κι εγþ’‘, εßπε με δÜκρυα η ΜπλÜνκα, ‘‘κÜθε χρüνο θα σε περιμÝνω. Θα κρατÞσω ως τη τελευταßα μου πνοÞ τη πßστη που σου ορκßστηκα και θα σε πÜρω για Üντρα μου üταν ο Θεüς των Χριστιανþν, ισχυρüτερος απü την αγαπημÝνη σου, συγκινÞσει την Üπιστη καρδιÜ σου’‘.
     Ο Μπεν Χαμßντ φεýγει. Οι Üνεμοι τον οδηγοýν ως τα αφρικανικÜ παρÜλια. Η μητÝρα του Ýχει μüλις ξεψυχÞσει. Τη θρηνεß κιαγκαλιÜζει το φÝρετρü της. Οι μÞνες κυλοýν. ¢λλοτε τριγυρßζοντας ανÜμεσα στα ερεßπια της Καρχηδüνας κι Üλλοτε καθισμÝνος στον τÜφο του Αγßου Λουδοβßκου, ο εξüριστος ΑβενσερÜγος καρτερεß τη μÝρα που θα τον φÝρει πßσω στη ΓρανÜδα. ΚÜποτε, επιτÝλους, η μÝρα αυτÞ ξημερþνει. ΕπιβιβÜζεται σ’ Ýνα καρÜβι και βÜζει πλþρη για τη ΜαλÜγα. Με τι Ýξαρση, με τι χαρÜ ανÜκατη με φüβο αντßκρυσε τους πρþτους θαλασσüβραχους της Ισπανßας! ¢ρα η ΜπλÜνκα περιμÝνει ακüμα σ’ αυτÜ τα περιγιÜλια; ΘυμÜται ακüμα Ýνα φτωχü ¢ραβα, που δεν Ýπαψε ποτÝ να τη λατρεýει κÜτω απü τις φοινικιÝς της ερÞμου;
     Η κüρη του δοýκα δεν εßχε διüλου παραβεß τους üρκους της. ΠαρακÜλεσε τον πατÝρα της να τη πÜει στη ΜÜλαγα. Απ’ τις βουνοπλαγιÝς που ζþνανε την ακατοßκητη ακτÞ παρακολουθοýσε με τα μÜτια κÜθε μακρυνü καρÜβι και κÜθε φευγαλÝο πανß. Αν ξεσποýσε θýελλα, αγνÜντευε με τρüμο τη θεριεμÝνη απü τους ανÝμους θÜλασσα: τÝτοιες στιγμÝς ευχüταν να χαθεß μες στα σýννεφα, να βρεθεß στα ßδια επικßνδυνα περÜσματα, να νιþσει να τη λοýζουνε τα ßδια κýματα και να την αρπÜζει ο ßδιος ανεμοστρüβιλος που απειλοýσε τη ζωÞ του Μπεν Χαμßντ. Σαν Ýβλεπε τον παραπονιÜρη γλÜρο να περνÜ ξυστÜ πÜνω απü τα κýματα με λυγισμÝνες τις μεγÜλες του φτεροýγες, πετþντας προς τα παρÜλια της ΑφρικÞς, του παρÜγγελνε να μεταφÝρει μηνýματα γεμÜτα λüγια αγÜπης, με üλες τις παρÜλογες υποσχÝσεις που αναβρýζουν απü μια καρδιÜ που τη κατατρþγει το πÜθος.
     Μια μÝρα, εκεß που περιπλανιüταν στο ακρογιÜλι, διÝκρινε Ýνα μακρý σκÜφος που η ανασηκωμÝνη πλþρη, το γερτü του κατÜρτι και τα τριγωνικÜ πανιÜ μαρτυροýσαν τη κομψÞ ναυπηγικÞ τÝχνη των Μαυριτανþν. ΤρÝχει στο λιμÜνι και βλÝπει μετÜ απü λßγο το πλοßο απü τη ΜπαρμπαριÜ να μπαßνει σκορπþντας αφροýς στο γρÞγορο πÝρασμÜ του. Μαυριτανüς ντυμÝνος με υπÝροχα ροýχα στεκüταν üρθιος πÜνω στη πλþρη. Πßσω του δυο μαýροι σκλÜβοι συγκρατοýσαν απ’ το χαλινÜρι Ýνα αραβικü Üτι, που τ’ αχνισμÝνα ρουθοýνια κι η ανακατεμÝνη χαßτη του φανÝρωναν την ατßθαση φýση του και συνÜμα τον τρüμο που του εßχε προκαλÝσει η βουÞ των κυμÜτων. Το σκÜφος φτÜνει, μαζεýει τα πανιÜ, πλησιÜζει στο μþλο, πλευρßζει: ο Μαυριτανüς ορμÜ στην üχθη, που αντηχεß απü τη κλαγγÞ των üπλων του. Οι σκλÜβοι κατεβÜζουν το σα λεοπÜρδαλη Üτι, που χλιμιντρßζει κι αναπηδÜ απü τη χαρÜ του ξαναπατþντας στη στεριÜ. Δυο Üλλοι σκλÜβοι κατεβÜζουν απαλÜ Ýνα καλÜθι, üπου βρßσκεται μια γαζÝλα ξαπλωμÝνη πÜνω σε φýλλα φοινικιÜς. Τα λεπτÜ της πüδια Þτανε δεμÝνα και λυγισμÝνα κÜτω απü το κορμß της, απü φüβο μη σπÜσουν απü το ταρακοýνημα του πλοßου. Στον λαιμü της εßχε περασμÝνο Ýνα περιδÝραιο απü σπüρους αλüης και πÜνω σε μια ολüχρυση πλακÝτα, που Ýνωνε τις δυο Üκρες του περιδÝραιου, Þταν χαραγμÝνα στα αραβικÜ Ýνα üνομα και μια ευχÞ.
     Η ΜπλÜνκα αναγνωρßζει τον Μπεν Χαμßντ. Δεν τολμÜ üμως να φανερωθεß μπρος στα μÜτια του πλÞθους. ΑποτραβιÝται και στÝλνει την ΔωροθÝα, μια απü τις συνοδοýς της, να πληροφορÞσει τον ΑβενσερÜγο πως τον περιμÝνει στο παλÜτι των Μαυριτανþν. Ο Μπεν Χαμßντ τη στιγμÞ εκεßνη παρουσßαζε στον κυβερνÞτη το φιρμÜνι του γραμμÝνο με γαλÜζια γρÜμματα πÜνω σε πολýτιμη περγαμηνÞ και κλεισμÝνο σε μεταξωτÞ θÞκη. Η ΔωροθÝα πλησιÜζει κι οδηγεß τον πανευτυχÞ ΑβενσερÜγο στα πüδια της ΜπλÜνκα. Τι παρÜφορη χαρÜ που ξαναβρÝθηκαν οι δυο τους, πιστοß στους üρκους τους! Τ ι ευτυχßα που βλÝπονταν ξανÜ ýστερα απü τüσο μακροχρüνιο χωρισμü! Καινοýριοι üρκοι αιþνιας αγÜπης! Οι δυο σκλÜβοι φÝρνουν το Üλογο της Νουμιδßας, που, αντß για σÝλα, εßχε ριγμÝνο στη ρÜχη του Ýνα δÝρμα λιονταριοý δεμÝνο με πορφυρÞ ζþνη. Κουβαλοýν μετÜ και τη γαζÝλα.
 -‘‘ΣουλτÜνα μου’‘, λÝει ο Μπεν Χαμßντ, ‘‘αυτü εßναι Ýνα ζαρκÜδι της χþρας μου, που Ýχει την ßδια σχεδüν με σÝνα ελαφρÜδα’‘.
     Η ΜπλÜνκα λýνει με τα χÝρια της το χαριτωμÝνο ζþο, που μοιÜζει να την ευχαριστεß ρßχνοντÜς της ολüγλυκα βλÝμματα. ¼σο Ýλειπε ο ΑβενσερÜγος, η κüρη του δοýκα της ΣÜντα Φε μελÝτησε αραβικÜ. ¸τσι διÜβασε με βλÝμμα γεμÜτο τρυφερüτητα το üνομÜ της πÜνω στο περιδÝραιο της γαζÝλας. ΑυτÞ πÜλι, λεýτερη τþρα πια, με δυσκολßα κρατιüταν στα πüδια της, αλυσοδεμÝνα τüσον καιρü· ξÜπλωνε καταγÞς κι ακουμποýσε το κεφÜλι της πÜνω στα γüνατα της αφÝντρας της. Η ΜπλÜνκα της Ýδινε φρÝσκους χουρμÜδες και χÜιδευε συνÝχεια τη κατσικοýλα αυτÞ της ερÞμου, που το ευαßσθητο δÝρμα της εßχε κρατÞσει την ευωδιÜ των ρüδων της Τýνιδας και του ξýλου της αλüης.
     Ο ΑβενσερÜγος, ο δοýκας της ΣÜντα Φε κι η κüρη του αναχþρησαν üλοι μαζß για τη ΓρανÜδα. Οι μÝρες του ευτυχισμÝνου ζευγαριοý κýλησαν üπως και τη περασμÝνη χρονιÜ· ßδιοι περßπατοι, ßδια θλßψη και πüνος στη θÝα της πατρßδας, ßδιος Ýρωτας, Þ μÜλλον Ýρωτας üλο και πιο μεγÜλος, πÜντα αμοιβαßος· ταυτüχρονα üμως ßδια προσÞλωση των δυο ερωτευμÝνων στην θρησκεßα των πατÝρων τους. ‘‘Γßνε Χριστιανüς’‘, Ýλεγε η ΜπλÜνκα. ‘‘Γßνε ΜουσουλμÜνα’‘, Ýλεγε ο Μπεν Χαμßντ κι Ýτσι χþρισαν, για μιαν ακüμα φορÜ, χωρßς να υποκýψουνε στο πÜθος που τους τραβοýσε τον Ýνα στον Üλλο.
     Ο Μπεν Χαμßντ ξαναφÜνηκε την τρßτη χρονιÜ, σαν ταξιδιÜρικο πουλß που ο Ýρωτας φÝρνει ξανÜ και ξανÜ κÜθε Üνοιξη στα μÝρη μας. ΑυτÞ τη φορÜ δε βρÞκε στην ακρογιαλιÜ τη ΜπλÜνκα, Ýνα γρÜμμα μüνο της λατρεμÝνης του, που πληροφοροýσε τον πιστü ¢ραβα πως ο δοýκας της ΣÜντα Φε εßχε φýγει για την Μαδρßτη και πως ο δον ΚÜρλος εßχε Ýρθει στη ΓρανÜδα. Ο δον ΚÜρλος συνοδευüταν απü Ýναν ΓÜλλο αιχμÜλωτο, φßλο του αδελφοý της ΜπλÜνκα. Ο Μαυριτανüς Ýνιωσε τη καρδιÜ του να σφßγγεται καθþς διÜβαζε το γρÜμμα. Ξεκßνησε απü τη ΜÜλαγα για την ΓρανÜδα με τα πιο Üσχημα προαισθÞματα. Του φÜνηκε πως τα βουνÜ εßχανε τρομακτικÞ μοναξιÜ και πολλÜκις γýρισε το κεφÜλι για να δει τη θÜλασσα που μüλις εßχε διασχßσει.
     Η ΜπλÜνκα δεν μποροýσε, τþρα που Ýλειπε ο πατÝρας της, να αφÞσει μüνο του Ýναν αδελφü που τον αγαποýσε, Ýναν αδελφü που Þθελε για χÜρη της να απογυμνωθεß απü üλη του την περιουσßα και τον οποßο ξανÜβλεπε μετÜ απü επτÜ χρüνια απουσßας. Ο δον ΚÜρλος εßχε üλη τη γενναιüτητα και üλη την περηφÜνια της φυλÞς του: προκαλοýσε δÝος üπως üλοι οι κατακτητÝς του ΝÝου Κüσμου, που ανÜμεσÜ τους εßχε περÜσει τα πρþτα του χρüνια· Þτανε θρÞσκος üπως οι Ισπανοß ιππüτες, οι νικητÝς των Μαυριτανþν κι Ýτρεφε στη καρδιÜ του μßσος για τους ¢πιστους, που το εßχε κληρονομÞσει απü το αßμα του Σιντ.
     Ο ΘωμÜς ντε ΛωτρÝκ, απü την Ýνδοξη οικογÝνεια του ΦουÜ, που η ομορφιÜ των γυναικþν κι η γενναιüτητα των αντρþν θεωροýνταν κληρονομικÜ αγαθÜ, Þταν ο μικρüτερος αδελφüς της κüμισσας του ΦουÜ και του θαρραλÝου αλλÜ Üτυχου ΟντÝ ντε ΦουÜ, Üρχοντα του ΛωτρÝκ. Σε ηλικßα δεκαοκτþ χρüνων ο ΘωμÜς εßχε χριστεß ιππüτης απü τον ßδιο τον ΜπαγιÜρ, στο κρησφýγετο κεßνο που εßχε τελικÜ στοιχßσει τη ζωÞ στον Üφοβο κι Üμεμπτο ιππüτη. Λßγο καιρü μετÜ ο ΘωμÜς, διÜτρητος απü τραýματα, πιÜστηκε αιχμÜλωτος στη Παβßα, ενþ υπερασπιζüταν τον ιππüτη βασιλιÜ, που σε αυτÞ την μÜχη Ýχασε ‘‘τα πÜντα εκτüς απü την τιμÞ του’‘.
     Ο δον ΚÜρλος ντε ΜπιβÜρ, που υπÞρξε μÜρτυρας της γενναιüτητας του ΛωτρÝκ, εßχε διατÜξει να φροντßσουν τα τραýματα του νεαροý ΓÜλλου. Πολý σýντομα ανÜμεσÜ τους γεννÞθηκε μια απü κεßνες τις ηρωικÝς φιλßες, που θεμÝλιü τους εßναι η αρετÞ κι η εκτßμηση. Ο Φραγκßσκος ο A’ εßχε γυρßσει στη Γαλλßα, αλλÜ ο ΚÜρολος ο E’ εßχε κρατÞσει üλους τους Üλλους αιχμαλþτους. Ο ΛωτρÝκ εßχε τη τιμÞ να μοιραστεß την αιχμαλωσßα του βασιλιÜ του και να κοιμÜται στα πüδια του στη φυλακÞ. Αφοý Ýμεινε στην Ισπανßα, ýστερα απü την αναχþρηση του μονÜρχη, παρÝμεινε πιστüς στον λüγο που εßχε δþσει στον δον ΚÜρλος, ο οποßος τον πÞρε μαζß του στη ΓρανÜδα.
     ¼ταν ο Μπεν Χαμßντ παρουσιÜστηκε στο παλÜτι του δον Ροδρßγο, οδηγÞθηκε στην αßθουσα üπου βρισκüταν η κüρη του δοýκα της ΣÜντα Φε. Εκεß τüτε αισθÜνθηκε Ýνα μαρτýριο πρωτüγνωρο για κεßνον. Στα πüδια της δüνα ΜπλÜνκα Þτανε καθισμÝνος Ýνας νεαρüς Üντρας, που τη κοßταζε σιωπηλüς και γοητευμÝνος. Φοροýσε στενü παντελüνι απü δÝρμα βουβαλιοý κι Ýναν ομοιüχρωμο εφαρμοστü επενδýτη, σφιγμÝνο με ζωστÞρα απü üπου κρεμüταν το σπαθß του στολισμÝνο με τα βασιλικÜ κρßνα. ¸νας μεταξωτüς μανδýας Þτανε ριγμÝνος στους þμους και στο κεφÜλι φοροýσε Ýνα στενü γκρι καπÝλο στολισμÝνο με φτερÜ· μια δαντελωτÞ τραχηλιÜ ανοιχτÞ στο στÞθος Üφηνε να φαßνεται ο ακÜλυπτος λαιμüς του. Το μαýρο σαν τον Ýβενο μουστÜκι του Ýδινε στο γλυκü απü τη φýση του πρüσωπο το ανδροπρεπÝς ýφος του πολεμιστÞ. Στις φαρδιÝς μπüτες του, χαλαρÝς κι αναδιπλωμÝνες γýρω απü τα πüδια, εßχε ολüχρυσα σπιροýνια, σýμβολο ιπποσýνης.
     Λßγο μακρýτερα Ýστεκε üρθιος Ýνας Üλλος ιππüτης, που στηριζüτανε στον σταυρü του μακριοý σπαθιοý του. ¹τανε ντυμÝνος üμοια με τον προηγοýμενο, αλλÜ Ýμοιαζε πιο ηλικιωμÝνος. Το αυστηρü, αν και γεμÜτο φλüγα και πÜθος, ýφος του προκαλοýσε σεβασμü και φüβο. Ο κüκκινος σταυρüς της ΚαλατρÜβα Þτανε κεντημÝνος στον επενδýτη του μαζß με το Ýμβλημα: Για κεßνη και τον βασιλιÜ μου. Μια αθÝλητη κραυγÞ ξÝφυγε απü το στüμα της ΜπλÜνκα μüλις αντßκρυσε τον Μπεν Χαμßντ.
 -‘‘Ιππüτες’‘, βιÜστηκε να πει, ‘‘να ο ¢πιστος που τüσο πολλÜ σας Ýχω πει. ΠροσÝξτε, γιατß μπορεß να νικÞσει. ΜοιÜζει με τους ΑβενσερÜγους, που Þταν αξεπÝραστοι σε αφοσßωση, θÜρρος κι αρχοντιÜ’‘.
     Ο δον ΚÜρλος προχþρησε για να υποδεχτεß τον Μπεν Χαμßντ:
 -‘‘ΜαυριτανÝ Üρχοντα’‘, εßπε, ‘‘ο πατÝρας κι η αδελφÞ μου μου ‘πανε τ’ üνομÜ σας. Πιστεýουνε πως κατÜγεστε απü Ýνα ευγενικü κι ανδρεßο γÝνος. Εσεßς ο ßδιος ξεχωρßζετε με την ευγÝνειÜ σας. Ο ηγεμüνας μου, ο ΚÜρολος, δεν θ’ αργÞσει να μεταφÝρει τον πüλεμο στη Τýνιδα κι ελπßζω πως τüτε θα συναντηθοýμε στο πεδßο της τιμÞς’‘.
     Ο Μπεν Χαμßντ ακοýμπησε το χÝρι του στο στÞθος, κÜθισε καταγÞς χωρßς μιλιÜ κι Ýμεινε Ýτσι, με τα μÜτια καρφωμÝνα στη ΜπλÜνκα και στον ΛωτρÝκ, που, με τη γαλλικÞ του περιÝργεια, θαýμαζε το θαυμÜσιο φüρεμα, τα αστραφτερÜ üπλα και την ομορφιÜ του Μαυριτανοý. Η ΜπλÜνκα δεν Ýδειχνε καθüλου αμÞχανη. ¼λη η ψυχÞ της εßχε μαζευτεß στο βλÝμμα της: η ειλικρινÞς Ισπανßδα δεν προσπαθοýσε διüλου να κρýψει το μυστικü της καρδιÜς της. ¾στερα απü λßγα λεπτÜ σιωπÞς ο Μπεν Χαμßντ σηκþθηκε, υποκλßθηκε μπρος στη κüρη του δον Ροδρßγο κι αποσýρθηκε. ΑπορημÝνος απü τη στÜση του Μαυριτανοý και απü τα βλÝμματα της ΜπλÜνκα, ο ΛωτρÝκ βγÞκε απü την αßθουσα Ýχοντας κÜποιαν υποψßα που δεν Üργησε να μετατραπεß σε βεβαιüτητα. Ο δον ΚÜρλος Ýμεινε μüνος με την αδελφÞ του.
 -‘‘ΜπλÜνκα’‘, της εßπε, ‘‘απαιτþ κÜποια εξÞγηση! Σε τß οφεßλεται η ταραχÞ που σου προκÜλεσε ο ερχομüς αυτοý του ξÝνου’’;
 -‘‘ΑδελφÝ μου’‘, αποκρßθηκε η ΜπλÜνκα, ‘‘αγαπþ τον Μπεν Χαμßντ κι αν κÜποτε θελÞσει να γßνει Χριστιανüς, το χÝρι μου εßναι δικü του’‘.
 -‘‘Τß εßπες;’‘ φþναξε ο δον ΚÜρλος. ‘‘Τον αγαπÜς! Η κüρη των ΜπιβÜρ αγαπÜ Μαυριτανü, Ýναν ¢πιστο, Ýναν εχθρü που το διþξαμε απ’ αυτÜ εδþ τα παλÜτια!’‘
 -‘‘Δον ΚÜρλος’‘, του αποκρßθηκε, ‘‘αγαπþ τον Μπεν Χαμßντ. Ο Μπεν Χαμßντ με αγαπÜ. Εδþ και τρßα χρüνια προτιμÜ να απαρνιÝται εμÝνα παρÜ να απαρνηθεß την πßστη των πατÝρων του. ΔιαθÝτει ευγÝνεια, εντιμüτητα κι ιπποτικüτητα. Κι εγþ μÝχρι τη τελευταßα μου πνοÞ θα τον λατρεýω’‘.
     Ο δον ΚÜρλος Þταν σε θÝση να νιþσει πüσο μεγαλüψυχη Þταν η απüφαση αυτÞ του Μπεν Χαμßντ, μολονüτι βÝβαια αποδοκßμαζε τη τυφλüτητα του ¢πιστου.
 -‘‘Κακüτυχη ΜπλÜνκα’‘, εßπε, ‘‘ποý θα σε οδηγÞσει αυτüς ο Ýρωτας; Εßχα ελπßσει πως ο φßλος μου ο ΛωτρÝκ θα γινüταν κÜποτε ο αδελφüς μου’‘.
 -‘‘ΓελÜστηκες’‘, του απÜντησε, ‘‘δεν μπορþ ν’ αγαπÞσω αυτü τον ξÝνο. ¼σο για τα αισθÞματÜ μου προς τον Μπεν Χαμßντ, δεν Ýχω να δþσω λογαριασμü σε κανÝναν. Εσý μεßνε πιστüς στους üρκους της ιπποσýνης σου κι εγþ θα μεßνω πιστÞ στους üρκους της αγÜπης μου. ΜÜθε μüνο, να παρηγορηθεßς, πως η ΜπλÜνκα δε θα γßνει ποτÝ γυναßκα ενüς ¢πιστου’‘.
  -‘‘Θα σβÞσει λοιπüν η οικογÝνειÜ μας απü το πρüσωπο της γης;’’ αναφþνησε ο δον ΚÜρλος.
  -‘‘Απü σÝνα εξαρτÜται να τη ξαναζωντανÝψεις’‘, εßπε η ΜπλÜνκα. ‘‘Τß σημασßα Ýχουν Üλλωστε οι γιοι που δεν πρüκειται ποτÝ να δεις και που θα εκφυλßσουν την ανδρεßα σου; Δον ΚÜρλος, το νιþθω πως εßμαστε οι τελευταßοι της γενιÜς μας. Ξεφεýγουμε τüσο πολý απü το κοινü μÝτρο, þστε εßναι αδýνατον το αßμα μας να φÝρει μετÜ απü μας Üλλους ανθοýς. Ο Σιντ, που Þταν ο προπÜππος μας, θα εßναι κι ο απüγονüς μας’‘. Η ΜπλÜνκα βγÞκε απü το δωμÜτιο.
     Ο δον ΚÜρλος τρÝχει σαν αστραπÞ στον ΑβενσερÜγο.
 -‘‘ΜαυριτανÝ’‘, του λÝει, ‘‘Þ απαρνιÝσαι την αδελφÞ μου Þ δÝχεσαι να μονομαχÞσεις μαζß μου’‘.
 -‘‘Σ’ Ýβαλε πρÜγματι η αδελφÞ σου’‘, απαντÜ ο Μπεν Χαμßντ, ‘‘να μου ζητÞσεις να την απαλλÜξω απü τους üρκους της’‘;
 -‘‘¼χι’‘, αποκρßνεται ο δον ΚÜρλος, ‘‘εκεßνη σ’ αγαπÜ περισσüτερο παρÜ ποτÝ’‘.
-‘‘Ω Üξιε αδελφÝ της ΜπλÜνκα!’‘ αναφωνεß ο Μπεν Χαμßντ διακüπτοντÜς τον. ‘‘Στο δικü σου αßμα πρÝπει να οφεßλεται üλη μου η ευτυχßα! Ω καλüτυχε Μπεν Χαμßντ! Ω, τι ευτυχισμÝνη μÝρα! Κι εγþ που πßστεψα πως η ΜπλÜνκα Ýπαψε να μου εßναι πιστÞ εξαιτßας αυτοý του ΓÜλλου ιππüτη...’‘
 -‘‘ΑυτÞ εßναι και η δυστυχßα σου!’‘ φωνÜζει με την σειρÜ του ο δον ΚÜρλος εκτüς εαυτοý. ‘‘Ο ΛωτρÝκ εßναι φßλος μου κι αν δεν Þσουν εσý, θα γινüταν αδελφüς μου. ΞεπλÞρωσÝ μου τα δÜκρυα που Ýχυσε η οικογÝνειÜ μου εξαιτßας σου’‘.
 -‘‘Πολý το θÝλω’‘, αποκρßθηκε ο Μπεν Χαμßντ. ‘‘¼μως, αν κι εßμαι γÝννημα μιας φυλÞς που ßσως πολÝμησε με τη δικÞ σου, ο ßδιος ωστüσο δεν εßμαι ιππüτης και δεν βλÝπω να υπÜρχει εδþ κανÝνας που θα μποροýσε να μου απονεßμει αυτü τον τßτλο, þστε να αναμετρηθεßς μαζß μου χωρßς να ξεπÝσεις απü την τÜξη σου’‘.
     Ο δον ΚÜρλος, ξαφνιασμÝνος απü την σκÝψη αυτÞ του Μαυριτανοý, του Ýριξε Ýνα βλÝμμα γεμÜτο θαυμασμü και οργÞ. ¾στερα, εντελþς απüτομα:
 -‘‘Εγþ θα σε χρßσω ιππüτη! Εßσαι Üξιος γι’ αυτü’‘.
     Ο Μπεν Χαμßντ λυγßζει το γüνατο μπρος στον δον ΚÜρλος κι εκεßνος του δßνει το ιπποτικü χρßσμα χτυπþντας τον τρεις φορÝς με το πλατý μÝρος του σπαθιοý του στον þμο. ¾στερα ο δον ΚÜρλος του ζþνει το σπαθß εκεßνο που μπορεß να εßναι το ßδιο που σε λßγο ο ΑβενσερÜγος θα του βυθßσει στο στÞθος: Ýτσι απαιτοýσε ο αρχαßος κþδικας τιμÞς.
     ΠηδÜνε κι οι δυο στ’ Üλογα, βγαßνουν πετþντας απü τα τεßχη της ΓρανÜδα και φτÜνουνε στη κρÞνη του Πεýκου. Η πηγÞ αυτÞ Þταν απü παλιÜ φημισμÝνη για τις μονομαχßες των Μαυριτανþν με τους Χριστιανοýς. Εκεß μονομÜχησε ο Μαλßκ ΑλαμπÝς με τον Πονς ντε Λεüν κι ο μÝγας Üρχοντας της ΚαλατρÜβα τραυμÜτισε θανÜσιμα τον αντρειωμÝνο ΑβαγιÜδο. Μποροýσε ακüμα να δει κανεßς τα απομεινÜρια απü τα üπλα του Μαυριτανοý ιππüτη κρεμασμÝνα στα κλαδιÜ του πεýκου και να ξεχωρßσει πÜνω στον φλοιü του λßγα γρÜμματα απü μια νεκρικÞ επιγραφÞ. Ο δον ΚÜρλος Ýδειξε τον τÜφο του ΑβαγιÜδου στον ΑβενσερÜγο:
 -‘‘Ακολοýθησε κι εσý’‘, του φþναξε, ‘‘τη μοßρα του γενναßου αυτοý ¢πιστου κι απü το χÝρι μου δÝξου το βÜφτισμα και το θÜνατο’‘.
 -‘‘Το θÜνατο ßσως ναι’‘, αποκρßθηκε ο Μπεν Χαμßντ, ‘‘μα δοξασμÝνος ας εßναι ο ΑλλÜχ κι ο ΠροφÞτης του!’‘
     ΠÞρανε τις θÝσεις τους κι üρμησαν με μανßα ο Ýνας στον Üλλο. Εßχανε μüνο τα σπαθιÜ τους. Ο Μπεν Χαμßντ Þταν λιγüτερο επιδÝξιος στην μÜχη απü τον δον ΚÜρλος, αλλÜ η ποιüτητα των üπλων του, που Þτανε φτιαγμÝνα στη Δαμασκü κι η ελαφρÜδα του αραβικοý αλüγου του τον Ýφερναν σε πλεονεκτικüτερη θÝση απü τον αντßπαλü του. Ρßχτηκε ορμητικÜ με το Üλογü του, üπως Ýκαναν οι Μαυριτανοß, και με τον φαρδý κοφτερü αναβολÝα του Ýκοψε το δεξß πüδι του αλüγου του δον ΚÜρλος κÜτω απü το γüνατο. Το πληγωμÝνο Üλογο σωριÜστηκε καταγÞς κι ο δον ΚÜρλος, πεζüς πια ýστερα απü το πετυχημÝνο αυτü χτýπημα, προχþρησε ενÜντια στον Μπεν Χαμßντ με υψωμÝνο το σπαθß. Ο Μπεν Χαμßντ ξεπεζεýει κι Üφοβος αντιμετωπßζει τον δον ΚÜρλος. Αποκροýει τα πρþτα χτυπÞματα του Ισπανοý και το δαμασκηνü του σßδερο κομματιÜζει το σπαθß του αντιπÜλου του. ΠροδομÝνος δεýτερη φορÜ απü τη τýχη, ο δον ΚÜρλος χýνει δÜκρυα οργÞς και φωνÜζει στον εχθρü του:
 -‘‘Χτýπα, ΜαυριτανÝ, χτýπα. Ο Üοπλος δον ΚÜρλος προκαλεß εσÝνα κι üλη την Üπιστη γενιÜ σου’‘.
 -‘‘Θα μποροýσες και να με σκοτþσεις’‘, αποκρßνεται ο ΑβενσερÜγος, ‘‘εγþ üμως ποτÝ δεν σκÝφτηκα καν να σε πληγþσω· το μüνο που θÝλησα Þταν να αποδεßξω πως εßμαι Üξιος να γßνω αδελφüς σου και να σε κÜνω να πÜψεις να με περιφρονεßς’‘.
     Κεßνη τη στιγμÞ φÜνηκε Ýνα σýννεφο σκüνης. Ο ΛωτρÝκ κι η ΜπλÜνκα σπηρουνßζανε τ’ Üλογα της Φεζ, που Þταν ελαφρýτερα κι απü τον Üνεμο. ΦτÜνουνε στη κρÞνη του Πεýκου και βλÝπουνε τη μονομαχßα που μüλις Ýχει διακοπεß.
 -‘‘ΝικÞθηκα’‘, λÝει ο δον ΚÜρλος. ‘‘Ο ιππüτης αυτüς μου χÜρισε τη ζωÞ. ΛωτρÝκ, εσý μπορεß να σταθεßς πιο τυχερüς απü μÝνα’‘.
 -‘‘Οι πληγÝς μου’‘, λÝει ο ΛωτρÝκ με αρχοντικÞ κι üμορφη φωνÞ, ‘‘μου επιτρÝπουν να αρνηθþ την μονομαχßα μ’ αυτü τον ευγενικü ιππüτη. Και δεν θα ’θελα διüλου’‘, πρüσθεσε κοκκινßζοντας, ‘‘να πληροφορηθþ το αντικεßμενο της διαμÜχης σας και να μÜθω κÜποιο μυστικü που μπορεß να μου προκαλÝσει θανÜσιμο πλÞγμα στη καρδιÜ. Σýντομα η απουσßα μου θα ξαναφÝρει ομüνοια ανÜμεσÜ σας, εκτüς κι αν η ΜπλÜνκα με διατÜξει να παραμεßνω στο πλÜι της’‘.
 -‘‘Ιππüτη’‘, λÝει η ΜπλÜνκα, ‘‘θα μεßνετε κοντÜ στον αδελφü μου. Θα με βλÝπετε σαν αδελφÞ σας. ¼λων μας οι καρδιÝς υποφÝρουν απü κÜποιον καημü. Εμεßς θα σας μÜθουμε πþς να υποφÝρετε τα βÜσανα της ζωÞς’‘.
     Η ΜπλÜνκα θÝλησε να αναγκÜσει τους τρεις ιππüτες να δþσουνε τα χÝρια: αρνÞθηκαν κι οι τρεις. ‘‘Μισþ τον Μπεν Χαμßντ!’‘ φþναξε ο δον ΚÜρλος. ‘‘Τον ζηλεýω’‘, εßπε ο ΛωτρÝκ. ‘‘Εγþ’‘, εßπε ο ΑβενσερÜγος, ‘‘εκτιμþ τον δον ΚÜρλος και λυπÜμαι τον ΛωτρÝκ, αλλÜ δεν πρüκειται πüτε να νιþσω αγÜπη γι’ αυτοýς’‘.
 -‘‘Ας συνεχßσουμε ωστüσο να βλεπüμαστε’‘, εßπε η ΜπλÜνκα, ‘‘κι αργÜ Þ γρÞγορα η φιλßα θα ακολουθÞσει την εκτßμηση. Ας μη μαθευτεß ποτÝ στη ΓρανÜδα το μοιραßο αυτü γεγονüς που μας συγκÝντρωσε σÞμερα εδþ’‘.
     Απü εκεßνη την στιγμÞ ο Μπεν Χαμßντ Ýβλεπε να γßνεται χßλιες φορÝς πιο μεγÜλη η αγÜπη της κüρης του δοýκα της ΣÜντα Φε, γιατß η ανδρεßα τρÝφει τον Ýρωτα. Τþρα πια τßποτα δεν Ýλειπε απü τον ΑβενσερÜγο, μια που και γενναßος Þτανε κι ο δον ΚÜρλος του χρωστοýσε τη ζωÞ του. Ο Μπεν Χαμßντ, ακολουθþντας την συμβουλÞ της ΜπλÜνκα, απÝφυγε να εμφανιστεß για λßγες μÝρες στο παλÜτι τους, αφÞνοντας τον θυμü του δον ΚÜρλος να καταλαγιÜσει.
     ¸να μεßγμα απü γλυκüπικρα συναισθÞματα πλημμυρßζανε τη ψυχÞ του ΑβενσερÜγου: απü τη μια η σιγουριÜ πως η ΜπλÜνκα τον αγαποýσε με τüση πßστη και θÝρμη Þταν γι’ αυτüν αστεßρευτη πηγÞ αγαλλßασης· απü την Üλλη, üμως, η βεβαιüτητα πως δεν θα γινüτανε ποτÝ ευτυχÞς, αν δεν απαρνιüτανε πρþτα την θρησκεßα των πατÝρων του, λýγιζε το θÜρρος του. Εßχανε περÜσει Þδη αρκετÜ χρüνια χωρßς να γιατρευτοýν οι πüνοι του· Ýτσι Üραγε θα κυλοýσε üλη η υπüλοιπη ζωÞ του;

     Βρισκüταν βυθισμÝνος σε μια Üβυσσο γεμÜτη απü τις πιο σοβαρÝς και τρυφερÝς σκÝψεις, üταν κÜποιο βρÜδυ Üκουσε να σημαßνει ο εσπερινüς, αυτÞ η χριστιανικÞ προσευχÞ που αναγγÝλλει το τÝλος της μÝρας. ΣκÝφτηκε τüτε να μπει στον ναü του Θεοý της ΜπλÜνκα και να ζητÞσει συμβουλÝς απü το Δημιουργü της φýσης. Βγαßνει Ýξω, φτÜνει στη πüρτα ενüς παλιοý τζαμιοý που ‘χε γßνει απü τους πιστοýς εκκλησßα. Με τη καρδιÜ κυριευμÝνη απü θλßψη και θρησκευτικÜ αισθÞματα, μπαßνει μÝσα στον ναü αυτü που κÜποτε ανÞκε στο δικü του Θεü και στη πατρßδα του. Η προσευχÞ μüλις εßχε τελειþσει. Κανεßς δεν Þτανε πια στην εκκλησßα. ¸να σκοτÜδι γεμÜτο ιερüτητα βασßλευε ανÜμεσα σ’ Ýνα πλÞθος κολþνες, ßδιες με κορμοýς δÝντρων κÜποιου αρμονικÜ φυτεμÝνου δÜσους. Η ανÜλαφρη αρχιτεκτονικÞ των ΑρÜβων εßχε συναιρεθεß με τη γοτθικÞ αρχιτεκτονικÞ και, χωρßς να χÜσει τßποτε απü τη κομψüτητÜ της, εßχε κερδßσει μια σοβαρüτητα που ταßριαζε καλýτερα στο στοχασμü. ΜερικÜ καντÞλια φþτιζαν αμυδρÜ τους θüλους, μα στην λÜμψη των πολλþν αναμμÝνων κεριþν Ýβλεπες να ακτινοβολεß η ¢για ΤρÜπεζα· Üστραφτε απü το χρυσÜφι και τα πετρÜδια. Οι Ισπανοß θεωροýν μεγÜλη τους τιμÞ να θυσιÜζουν üλα τα πλοýτη τους για να στολßσουν τα αντικεßμενα της λατρεßας τους· Ýτσι η εικüνα του ζþντος Θεοý, τοποθετημÝνη ανÜμεσα σε δαντελωτÜ πÝπλα, μαργαριταρÝνια διαδÞματα και ρουμπινÝνια στολßδια, λατρεýεται απü Ýνα λαü που δυστυχεß.
     Μες στον απÝραντο αυτü χþρο δεν υπÞρχε οýτε Ýνα κÜθισμα. ¸να μαρμÜρινο βÜθρο που σκÝπαζε μερικοýς τÜφους χρησßμευε, σ’ Üρχοντες και ταπεινοýς, για τις προσευχÝς τους μπρος στον Κýριο. Ο Μπεν Χαμßντ προχωροýσε αργÜ στα Ýρημα κλßτη, που αντηχοýσαν απ’ τα μοναχικÜ του βÞματα. Η σκÝψη του Þταν μοιρασμÝνη ανÜμεσα στις αναμνÞσεις που το αρχαßο αυτü δüμημα της ισλαμικÞς πßστης ζωντÜνευε στη μνÞμη του και στα αισθÞματα που η θρησκεßα των Χριστιανþν γεννοýσε στη καρδιÜ του. Στη βÜση κÜποιας κολüνας μισοξεχþρισε μια ακßνητη μορφÞ, που τη πÞρε στην αρχÞ για Üγαλμα πÜνω σε τÜφο. ΠλησιÜζει προς τα κει και διακρßνει Ýναν νεαρü ιππüτη, γονατισμÝνο, με το μÝτωπο ευλαβικÜ σκυμμÝνο και τα δυο του χÝρια σταυρωμÝνα πÜνω στο στÞθος. Ο ιππüτης δε σαλεýει καθüλου στον Þχο των βημÜτων του Μπεν Χαμßντ. ΚανÝνας περισπασμüς, κανÝν εξωτερικü σημÜδι ζωÞς δεν τÜραξαν τη βαθειÜ προσευχÞ του. Το σπαθß Þταν απλωμÝνο μπρος του καταγÞς και το στολισμÝνο με φτερÜ καπÝλο ακουμπισμÝνο δßπλα, πÜνω στο μÜρμαρο. ¸δειχνε σαν να του εßχανε κÜνει μÜγια, που τον καθÞλωσανε στη στÜση αυτÞ.
     ¹ταν ο ΛωτρÝκ. Α, εßπε μÝσα του ο ΑβενσερÜγος, ο νÝος κι üμορφος ΓÜλλος ζητÜ απü τον ουρανü κÜποιο ευνοúκü σημÜδι. Ο πολεμιστÞς αυτüς, φημισμÝνος Þδη για την ανδρεßα του, ανοßγει την καρδιÜ του εδþ πÝρα, μπρος στον Κυρßαρχο των ουρανþν, σαν τον πιο ταπεινü κι ασÞμαντο Üνθρωπο. Ας προσευχηθοýμε λοιπüν στον θεü των ιπποτþν και της δüξας. Ο Μπεν Χαμßντ Þταν Ýτοιμος να γονατßσει στο μÜρμαρο, üταν στο φως ενüς καντηλιοý διÝκρινε κÜποια αραβικÜ γρÜμματα κι Ýνα στßχο απü το ΚορÜνι πÜνω σ’ Ýνα ξεθωριασμÝνο τοßχο. Τýψεις κατακλýζουνε τη καρδιÜ του και βγαßνει βιαστικÜ απü το κτÞριο, üπου για μια στιγμÞ σκÝφτηκε να απαρνηθεß τη θρησκεßα και τη πατρßδα του.
     Το νεκροταφεßο που υπÞρχε γýρω απü το παλιü αυτü τζαμß Þταν Ýνας κÞπος γεμÜτος πορτοκαλιÝς, κυπαρßσσια και φοßνικες, που ποτιζüταν απü δυο πηγÝς. ¸να μοναστÞρι δÝσποζε κεß δßπλα. Ο Μπεν Χαμßντ, καθþς διÝσχιζε μια στοÜ του, αντιλÞφθηκε μια γυναßκα που ετοιμαζüταν να μπει στην εκκλησßα. Μολονüτι Þταν τυλιγμÝνη μ’ Ýνα πÝπλο, ο ΑβενσερÜγος αναγνþρισε τη κüρη του δοýκα της ΣÜντα Φε. Τη σταματÜ λÝγοντÜς της:
 -‘‘ΜÞπως Þρθες εδþ για να συναντÞσεις τον ΛωτρÝκ’‘;
 -‘‘¢φησε κατÜ μÝρος αυτÝς τις χυδαßες ζÞλειες’‘, απÜντησε η ΜπλÜνκα. ‘‘Αν εßχα πÜψει να σ’ αγαπþ, θα σου το ‘λεγα. Δε θα καταδεχτþ ποτÝ να σε απατÞσω. ¸ρχομαι εδþ να προσευχηθþ για σÝνα. Εσý τþρα πια εßσαι το μüνο αντικεßμενο των προσευχþν μου: για χÜρη της ψυχÞς σου Ýχω ξεχÜσει την δικÞ μου. Δεν Ýπρεπε να με μεθýσεις με το φαρμÜκι του ÝρωτÜ σου. Αλλιþς ας δεχüσουν να υπηρετÞσεις το Θεü που υπηρετþ. Αναστατþνεις ολÜκερη την οικογÝνειÜ μου: ο αδελφüς μου σε μισεß, ο πατÝρας μου εßναι τσακισμÝνος απü τη λýπη του γιατß αρνοýμαι να διαλÝξω σýζυγο. Δεν βλÝπεις Üλλωστε πως κι η δικÞ μου υγεßα εßναι κλονισμÝνη; Δες τοýτο εδþ το καταφýγιο του θανÜτου· πüσο ωραßο εßναι! Πολý σýντομα θ’ αναπαυθþ εδþ, αν αρνηθεßς να ασπαστεßς τη πßστη μου στα πüδια της ¢γιας ΤρÜπεζας των Χριστιανþν. Οι ψυχικÝς δοκιμασßες μοý ροκανßζουν την ζωÞ· το πÜθος που μου εμπνÝεις δεν θα στηρßζει για πολý την εýθραυστη ýπαρξÞ μου. Για να το πω και με δικÜ σου λüγια: σκÝψου, ΜαυριτανÝ, πως η φλüγα που ανÜβει το δαδß εßναι η φλüγα που το καßει’‘.
     Η ΜπλÜνκα μπαßνει στην εκκλησßα αφÞνοντÜς τον συντετριμμÝνο ýστερα απü τα τελευταßα της λüγια. Τα κατÜφερε: ο ΑβενσερÜγος Ýχει νικηθεß. Θα απαρνηθεß τις πλÜνες της θρησκεßας του· πολý κρÜτησε Þδη ο αγþνας του. Ο φüβος πως μπορεß να δει τη ΜπλÜνκα να πεθαßνει σβÞνει κÜθε Üλλο αßσθημα απü τη καρδιÜ του. ΜÞπως Üλλωστε, αναρωτιÝται, ο θεüς των Χριστιανþν εßναι ο αληθινüς Θεüς; Ο θεüς αυτüς εßναι πÜντως θεüς ευγενικþν ψυχþν, αφοý εßναι ο θεüς της ΜπλÜνκα, του δον ΚÜρλος και του ΛωτρÝκ.
     Με αυτÝς τις σκÝψεις περßμενε με αδημονßα την Üλλη μÝρα, για να φανερþσει στη ΜπλÜνκα την απüφασÞ του και να μετατρÝψει τη γεμÜτη θλßψη και δÜκρυα ζωÞ της σε μια ζωÞ γεμÜτη χαρÜ κι ευτυχßα. Δεν κατüρθωσε να πÜει στο παλÜτι του δοýκα της ΣÜντα Φε πριν το βρÜδυ. Εκεß Ýμαθε πως η ΜπλÜνκα εßχε πÜει με τον αδελφü της στο Χενεραλßφ, üπου ο ΛωτρÝκ Ýδινε κÜποια γιορτÞ. ΑναστατωμÝνος και πÜλι απü νÝες υποψßες, ακολουθεß τρÝχοντας τα ßχνη της ΜπλÜνκα. Ο ΛωτρÝκ κοκκßνισε σαν εßδε να εμφανßζεται ο ΑβενσερÜγος· üσο για τον δον ΚÜρλος, υποδÝχτηκε τον Μαυριτανü με ψυχρÞ ευγÝνεια, που Üφηνε üμως να διαφαßνεται η εκτßμησÞ του.
     Ο ΛωτρÝκ διÝταξε να προσφÝρουνε τα ωραιüτερα φροýτα της Ισπανßας και της ΑφρικÞς σε μια απü τις αßθουσες του Χενεραλßφ, που λεγüταν η αßθουσα των Ιπποτþν. Ολüγυρα στην αßθουσα αυτÞ Þτανε κρεμασμÝνες οι προσωπογραφßες των πριγκßπων κι ιπποτþν που εßχανε πολεμÞσει νικηφüρα τους Μαυριτανοýς, δηλαδÞ του ΠελÜγιο, του Σιντ, του ΓονσÜλβου της Κüρδοβα. Το σπαθß του τελευταßου βασιλιÜ της ΓρανÜδα Þτανε κρεμασμÝνο πÜνω απü αυτÝς τις προσωπογραφßες. Ο Μπεν Χαμßντ Ýκρυψε μÝσα του τον πüνο που Ýνιωσε κι εßπε μüνο, σαν το λιοντÜρι, κοιτÜζοντας τους πßνακες:
 -‘‘Εμεßς δεν ξÝρουμε να ζωγραφßζουμε’‘.
     Ο γενναιüψυχος ΛωτρÝκ, που Ýβλεπε τα μÜτια του ΑβενσερÜγου να στρÝφουν ÜθελÜ του προς το σπαθß του Βοαβδßλ, του εßπε:
 -‘‘ΜαυριτανÝ ιππüτη, αν εßχα προβλÝψει πως θα τιμοýσατε με τη παρουσßα σας τη γιορτÞ μου, δεν θα σας εßχα δεξιωθεß σ’ αυτÞν εδþ την αßθουσα. ΣπαθιÜ χÜνονται κÜθε μÝρα· εßδα με τα μÜτια μου ακüμα και τον πιο γενναßο βασιλιÜ να παραδßνει το δικü του στον καλüτυχο αντßπαλü του’‘.
 -‘‘Αχ’‘, αναστÝναξε ο Μαυριτανüς σκεπÜζοντας το πρüσωπü του με την Üκρη του μανδýα, ‘‘να το χÜσει κανεßς üπως ο Φραγκßσκος ο Α’ ναι, μα üχι üπως ο Βοαβδßλ!...’‘
     Νýχτωσε κι Ýφεραν πυρσοýς· το θÝμα της συζÞτησης Üλλαξε. ΠαρακÜλεσαν τον δον ΚÜρλος να τους διηγηθεß την ανακÜλυψη του Μεξικοý. Μßλησε για τον Üγνωστο αυτü κüσμο με την πομπþδη ευφρÜδεια που εßναι Ýμφυτη στους Ισπανοýς. Εξιστüρησε την κακÞ τýχη του Μοντεζοýμα, τα Þθη των Αμερικανþν, τα θαυμαστÜ ανδραγαθÞματα των ΚαστιλιÜνων, ακüμα και τις φρικαλεüτητες που εßχανε διαπρÜξει οι συμπατριþτες του και που θεωροýσε üτι δεν Üξιζαν οýτε την κατηγüρια οýτε τον Ýπαινο. Οι διηγÞσεις αυτÝς γοÞτευσαν τον Μπεν Χαμßντ, που το πÜθος για τις θαυμαστÝς ιστορßες πρüδινε το αραβικü του αßμα. Σαν Þρθε η σειρÜ του, ζωντÜνεψε μπροστÜ τους την εικüνα της ΟθωμανικÞς Αυτοκρατορßας, που πρüσφατα εßχε εγκατασταθεß στα ερεßπια της Κωνσταντινοýπολης, üχι üμως χωρßς να εκφρÜσει και κÜποια νοσταλγßα για κεßνη την πρþτη αυτοκρατορßα του ΜωÜμεθ, για την ευτυχισμÝνη εκεßνη εποχÞ üπου ο ΚυβερνÞτης των Πιστþν Ýβλεπε να λÜμπουν ολüγυρÜ του η ΖοβÝιδα, το ¢νθος της ΟμορφιÜς, η Δýναμη της ΚαρδιÜς, η Θýελλα κι αυτüς ο γενναιüψυχος ΓανÝμ, σκλÜβος του Ýρωτα.
     Ο ΛωτρÝκ ζωγρÜφισε τη γεμÜτη αρχοντιÜ αυλÞ του Φραγκßσκου του Α’, τις τÝχνες που αναγεννÞθηκαν μÝσα απü τη βαρβαρüτητα, την εντιμüτητα, την αφοσßωση, τον ιπποτισμü των παλαιüτερων εποχþν, που συνυπÜρχουν με την ευγÝνεια των πολιτισμÝνων αιþνων, τους γοτθικοýς πυργßσκους τους διακοσμημÝνους σýμφωνα με τον ελληνικü ρυθμü και τις ΓαλÜτισσες κυρßες να τονßζουν τις πλοýσιες χÜρες τους με αθηναúκÞ κομψüτητα.
     ¾στερα απ’ üλες αυτÝς τις αφηγÞσεις, ο ΛωτρÝκ, που Þθελε να διασκεδÜσει τη θεÜ της γιορτÞς, πÞρε μια κιθÜρα και τραγοýδησε Ýνα ερωτικü τραγοýδι, που το εßχε ταιριÜξει ο ßδιος πÜνω στη μελωδßα ενüς τραγουδιοý των ορεινþν περιοχþν της πατρßδας του:


ΓλυκειÜ εßναι η θýμηση
της üμορφης της χþρας,
το χþμα που γεννÞθηκα!

Αχ, αδελφοýλα μου καλÞ,
σαν Þμουν στη Γαλλßα,

οι μÝρες Þταν üμορφες!
Αχ, πατρßδα μου γλυκειÜ,
για πÜντα μεßνε ÝρωτÜς μου!

ΘυμÜσαι, αγαπημÝνη μου,
τη μÜνα τη καλÞ μας,
δßπλα στο τζÜκι του σπιτιοý
σαν Þταν καθισμÝνη,
πüσο θερμÜ μας κρÜταγε
στη πρüσχαρη καρδιÜ της πÜνω,
ενþ εμεßς οι δυο αντÜμα
τ’ Üσπρα της τα μαλλιÜ φιλοýσαμε
και γελοýσαμε;

ΘυμÜσαι, αδελφοýλα μου,
τον πατρικü μας πýργο,
üπου κÜτω στα πüδια του
ο Ντορ γλυκοκυλοýσε,
κι εκεßνη τη πανÜρχαια
ψηλÞ του πολεμßστρα
εκεßνη του Μαυριτανοý,
üπου καμπÜνα σÞμαινε το χÜραμα
του κÜθε πρωινοý;

ΘυμÜσαι ακüμα, φßλη μου,
την Þσυχη την λßμνη,
που πÜνω της η γρÞγορη
πετοýσε χελιδüνα,
θυμÜσαι και τον Üνεμο
που καλαμιÝς λυγοýσε
και διüλου δεν τις σποýσε,
τον Þλιο που πανÝμορφος
Ýγερνε στα νερÜ;

Πßσω ποιüς θα μου τη φÝρει
αχ, την εδικιÜ μου ΕλÝνη;
Πßσω θÝλω τα βουνÜ,
την γÝρικη βαλανιδιÜ!
Η θýμησÞ τους κÜθε μÝρα
πüνος εßναι πια για μÝνα.

Η πατρßδα μου θα μεßνει
ÝρωτÜς  παντοτινüς μου!

     Ο ΛωτρÝκ, τελειþνοντας και τη τελευταßα στροφÞ, σκοýπισε με το γÜντι του Ýνα δÜκρυ, που η θýμηση της ευγενικÞς Γαλλßας Ýκανε να κυλÞσει απü τα μÜτια του. Ο Μπεν Χαμßντ κατÜλαβε πλÞρως τη λýπη του üμορφου αιχμαλþτου, γιατß κι ο ßδιος, σαν τον ΛωτρÝκ, θρηνοýσε τη χαμÝνη του πατρßδα. ¼ταν τον παρακÜλεσαν να πÜρει κι εκεßνος με τη σειρÜ του τη κιθÜρα, δικαιολογÞθηκε λÝγοντας πως δεν Þξερε παρÜ Ýνα μüνο τραγοýδι, που δεν θα Þταν ιδιαßτερα ευχÜριστο στους Χριστιανοýς.
 -‘‘Αν μιλÜ για ¢πιστους που θρηνολογοýν για τις νßκες μας’‘, εßπε περιφρονητικÜ ο δον ΚÜρλος, ‘‘μπορεßτε να το τραγουδÞσετε. Τα δÜκρυα ταιριÜζουνε στους ηττημÝνους’‘.
 -‘‘ΜÜλιστα’‘, εßπε η ΜπλÜνκα. ‘‘ΜÞπως γι’ αυτü κι οι πατÝρες μας, που ζοýσανε κÜποτε σκλÜβοι κÜτω απü τον ζυγü των Μαυριτανþν, μας Üφησαν τüσα μοιρολüγια’‘;
     Τüτε λοιπüν ο Μπεν Χαμßντ τραγοýδησε τοýτη τη μπαλÜντα, που του ‘χε μÜθει κÜποτε Ýνας ποιητÞς της φυλÞς των ΑβενσερÜγων:

Ο ρÞγας δον ΧουÜν,
μια μÝρα που με τ’ Üτι του επÞγαινε καβÜλα,
βλÝπει πÜνω στα βουνÜ εκεß ψηλÜ
την üμορφη Σπανιüλα, τη ΓρανÜδα.

Της λÝει τüτε ξαφνικÜ:
‘‘Πüλη γεμÜτη χÜρη,
σου δßνω τη καρδιÜ μου
με το ßδιο μου το χÝρι.

Γυναßκα μου εγþ θε να σε κÜνω
και πολλÜ δþρα θα σου πÜρω,
τη Κüρδοβα και τη Σεβßλλη,
για πÜντα δικÞ σου να μεßνει:

ΓιορντÜνια πολλÜ και θαυμαστÜ
κι Ýνα λαμπρü μαργαριτÜρι
στη χÜρη σου üλα θα τα δþσω,
την αγÜπη μας  να επικυρþσω’
‘.


Μα η ΓρανÜδα η πιστÞ
απüκριση τÝτοια δßνει ευθýς:
‘‘ΜεγÜλε ρÞγα της Λεüν,
ταßρι εßμαι του Μαυριτανοý.

Τα δþρα να κρατÞσεις.
Εγþ για στÝμμα μου κρατþ
μια ζþνη üλο πετρÜδια
και τα παιδιÜ μου τα καλÜ
Ýχω μαργαριτÜρια’
‘.


ΤÝτοια Þταν τα λüγια σου,
τÝτοια τα ψÝματÜ σου.
Η ýβρις σου θανατερÞ!
Επßορκη στÜθηκες, ΓρανÜδα!

ΚατÜρα να ‘χει ο Χριστιανüς
του ΑβενσερÜγου τρþει το βιος.
¸τσι Þταν λüγος ο γραφτüς!

ΠοτÝ πια δεν θα φÝρει η καμÞλα,
στους τÜφους δßπλα στη Πισκßνα
και το χατζÞ απ’ την Μεδßνα.

ΚατÜρα να ‘χει ο Χριστιανüς
του ΑβενσερÜγου τρþει το βιος.
¸τσι Þταν λüγος ο γραφτüς!

Ω πανÝμορφη ΑλÜμπρα,
αχ παλÜτι σý του ΑλλÜχ,
πüλη με τις χßλιες κρÞνες,
με τις πρÜσινες κοιλÜδες!

ΚατÜρα να ‘χει ο Χριστιανüς
του ΑβενσερÜγου τρþει το βιος.
¸τσι Þταν λüγος ο γραφτüς!

     Η απροσποßητη ειλικρßνεια του θρÞνου, παρ’ üλες τις κατÜρες του ενÜντια στους Χριστιανοýς, συγκßνησε ακüμα και τον αγÝρωχο δον ΚÜρλος. Ο ßδιος προτιμοýσε να μη τραγουδÞσει, üμως απü φιλοφρüνηση στον ΛωτρÝκ υπÝκυψε στις παρακλÞσεις του. Ο Μπεν Χαμßντ Ýδωσε τη κιθÜρα στον αδελφü της ΜπλÜνκα, που Üρχισε να εξυμνεß τα ανδραγαθÞματα του ξακουστοý προγüνου, του Σιντ.

Ο Σιντ αρματωμÝνος απ’ αντρειωσýνη λÜμπει,
στης ΧιμÝνης τη ποδιÜ με τη κιθÜρα Üδει
στßχους λαμπροýς που η τιμÞ του φτιÜχνει
στης ΑφρικÞς τα μÝρη σαν εßναι να σαλπÜρει.

Η ΧιμÝνη του εßχε πει: ‘‘Μαυριτανοýς πολÝμα
κι απü τη μÜχη νικητÞς κοßταξε να γυρßσεις.
¸τσι θα πιστÝψω πως καρδιÜ Ροδρßγο Ýχω:
τη τιμÞ του αν λογιÜσει πιüτερο κι απ’ την αγÜπη’
‘.


‘‘Περικεφαλαßα και το δüρυ φÝρτε μου γοργÜ!
Σ’ üλους να δεßξω θÝλω ποια εßναι του Ροδρßγο η καρδιÜ!
Στις μÜχες σαν ορμÞσει με την ανδρεßα του γι’ ασπßδα,
η ιαχÞ του θα ’ναι για την τιμÞ του και τη κυρÜ του.

‘‘Απü μεγαλ οψυχßα παßνεψες τον Μαυριτανü,
το τραγοýδι της νßκης μου στον δικü σου σκοπü
στην Ισπανßα üλη μια μÝρα θα ακουστεß
γιατß θα υμνεß τον Ýρωτα μαζß και τη τιμÞ.

‘‘Στης Ανδαλουσßας μÝσα τη κοιλÜδα
την αξßα μου θα υμνοýν οι γÝροντες οι Χριστιανοß.
Προτßμησε, θα λÝνε, απ’ τη ζωÞ του
το Θεü, το βασιλιÜ, τη καλÞ και τη τιμÞ του!’‘

     Ο δον ΚÜρλος Ýδειχνε τüσο περÞφανος τραγουδþντας αυτÜ τα λüγια με αρρενωπÞ και βροντερÞ φωνÞ, που Ýμοιαζε σαν να ’ταν ο ßδιος ο Σιντ. Ο ΛωτρÝκ συμμεριζüταν τον πολεμοχαρÞ ενθουσιασμü του φßλου του· üμως ο ΑβενσερÜγος εßχε χλωμιÜσει ακοýγοντας το üνομα του Σιντ.
  -‘‘Αυτüς ο ιππüτης’‘, εßπε, ‘‘που οι Χριστιανοß αποκαλοýν Λουλοýδι των Μαχþν, Ýχει ακüμα σ’ εμÜς το üνομα του σκληροý. Αν η γενναιοψυχßα του Þταν üμοια με την ανδρεßα του -’‘
 -‘‘Η γενναιοψυχßα του’‘, απÜντησε ζωηρÜ ο δον ΚÜρλος διακüπτοντÜς τον, ‘‘ξεπερνοýσε ακüμα και το θÜρρος του κι οι Μαυριτανοß τον συκοφαντοýν αυτüν απ’ üπου κατÜγεται η οικογÝνειÜ μου’‘.
 -‘‘Μα τι λες;’‘ αναφþνησε ο Μπεν Χαμßντ και τινÜχτηκε απü το κÜθισμα üπου Þταν μισοξαπλωμÝνος. ‘‘Ο Σιντ εßναι πρüγονüς σου’‘;
 -‘‘Το αßμα του κυλÜ στις φλÝβες μου’‘, απÜντησε ο δον ΚÜρλος ‘‘κι αναγνωρßζω αυτü το αßμα στο μßσος που τρÝφω για τους εχθροýς του Θεοý μου και μου καßει τη καρδιÜ’‘.
 -‘‘¸τσι λοιπüν’‘, εßπε ο Μπεν Χαμßντ κοιτÜζοντας τη ΜπλÜνκα. ‘‘ΚατÜγεστε απü τον οßκο των ΜπιβÜρ, που ξεχýθηκαν μετÜ τη κατÜκτηση της ΓρανÜδα στα σπßτια των δυστυχισμÝνων ΑβενσερÜγων και θανÜτωσαν Ýνα γÝροντα που θÝλησε να υπερασπιστεß τους τÜφους των προγüνων του!’‘
 -‘‘ΜαυριτανÝ!’‘ αναφþνησε ο δον ΚÜρλος κατακüκκινος απü θυμü. ‘‘Δε δÝχομαι ανακρßσεις. Μου ανÞκουνε σÞμερα τα λÜφυρα των ΑβενσερÜγων, γιατß οι πρüγονοß μου τα κατÝκτησαν με το αßμα και με το σπαθß τους’‘.
 -‘‘¸να λüγο ακüμα’‘, εßπε ο Μπεν Χαμßντ üλο και πιο συγκινημÝνος. ‘‘Στην εξορßα μας αγνοοýσαμε πως οι ΜπιβÜρ πÞρανε τον τßτλο της ΣÜντα Φε, γι’ αυτü διÝπραξα αυτü το λÜθος’‘.
 -‘‘Ο τßτλος αυτüς’‘, απÜντησε ο δον ΚÜρλος, ‘‘δüθηκε στον ΜπιβÜρ, τον νικητÞ των ΑβενσερÜγων, απü τον ΦερδινÜνδο τον Καθολικü’‘.
     Το κεφÜλι του Μπεν Χαμßντ Ýγειρε στο στÞθος του. ΠαρÝμεινε üρθιος ανÜμεσα στους κατÜπληκτους δον ΚÜρλος, ΛωτρÝκ και ΜπλÜνκα. Δυο μικροß χεßμαρροι δακρýων κýλησαν απü τα μÜτια του, φτÜνοντας μÝχρι το μαχαßρι που εßχε περασμÝνο στην ζþνη του.
 -‘‘ΣυγχωρÞστε με’‘, εßπε, ‘‘οι Üντρες, το ξÝρω, δεν πρÝπει να κλαßνε. Αν και μου μÝλλεται πολý να κλÜψω, απü δω και πÝρα θα κρýβω τα δÜκρυÜ μου. Ακοýστε με. ΑγαπημÝνη μου ΜπλÜνκα, ο ÝρωτÜς μου για σÝνα εßναι τüσο φλογερüς, üσο ο καυτüς αÝρας της Αραβßας. Χτες η εικüνα του ΓÜλλου ιππüτη που προσευχüταν, αλλÜ και τα λüγια που μου εßπες στο κοιμητÞρι του ναοý, με κÜναν να πÜρω την απüφαση να γνωρßσω το θεü σου και να σου προσφÝρω τη πßστη μου…’‘.
     Μια κßνηση χαρÜς της ΜπλÜνκα κι Ýκπληξης του δον ΚÜρλος διÝκοψαν τον Μπεν Χαμßντ. Ο ΛωτρÝκ Ýκρυψε το πρüσωπü του στα χÝρια. Ο Μαυριτανüς μÜντεψε τη σκÝψη του και κοýνησε το κεφÜλι μ’ Ýνα σπαρακτικü χαμüγελο.
 -‘‘Ιππüτη’‘, εßπε, ‘‘μη χÜνεις κÜθε ελπßδα. Κι εσý, ΜπλÜνκα, κλÜψε για πÜντα τον τελευταßο ΑβενσερÜγο!’‘
     Η ΜπλÜνκα, ο δον ΚÜρλος κι ο ΛωτρÝκ σηκþνουνε και οι τρεις τα χÝρια στον ουρανü και μια κραυγÞ ξεφεýγει απü τα χεßλη τους: ‘‘Ο τελευταßος ΑβενσερÜγος!’‘
     Βασιλεýει σιωπÞ· ο φüβος, η ελπßδα, το μßσος, ο Ýρωτας, η Ýκπληξη, η ζÞλεια αναστατþνουν τις καρδιÝς τους. Η ΜπλÜνκα γονατßζει.
 -‘‘Ω ΘεÝ μου’‘, λÝει, ‘‘δικαιþνεις την επιλογÞ μου! Μüνο Ýναν απüγονο ηρþων θα μποροýσα ν’ αγαπÞσω!’‘
 -‘‘ΑδελφÞ μου’‘, φþναξε θυμωμÝνος ο δον ΚÜρλος, ‘‘μη ξεχνÜς πως εßναι κι ο ΛωτρÝκ εδþ!’‘
 -‘‘Δον ΚÜρλος’‘, λÝει ο Μπεν Χαμßντ, ‘‘συγκρÜτησε το θυμü σου. Δικü μου χρÝος εßναι να ηρεμÞσω τα πνεýματα’‘. Και συνÝχισε γυρνþντας προς τη ΜπλÜνκα, που εßχε στο μεταξý ξανακαθßσει: ‘‘Ουρß του ουρανοý, Πνεýμα του Ýρωτα και της ομορφιÜς, ο Μπεν Χαμßντ θα μεßνει σκλÜβος σου μÝχρι τη τελευταßα του πνοÞ. ΠρÝπει üμως να μÜθεις ολÜκερη τη δυστυχßα του. Ο γÝροντας που θανατþθηκε απü τον πρüγονü σου, την þρα που υπερασπιζüταν την εστßα του, Þταν ο πατÝρας του πατÝρα μου. ΜÜθε ακüμα Ýνα μυστικü που σου Ýκρυψα, Þ μÜλλον που με Ýκανες να το ξεχÜσω. ¼ταν για πρþτη φορÜ επισκÝφθηκα τη θλιβερÞ αυτÞ πατρßδα, εßχα κυρßως κατÜ νου να βρω κÜποιους απογüνους των ΜπιβÜρ, για να πÜρω πßσω το αßμα που εßχανε χýσει οι πρüγονοß τους’‘.
 -‘‘Και τþρα λοιπüν’‘, εßπε η ΜπλÜνκα με μια φωνÞ γεμÜτη πüνο που συγκρατοýσε η περηφÜνεια της, ‘‘τþρα ποιÜ εßναι η απüφασÞ σου’‘;
 -‘‘Η μüνη που να σου αξßζει’‘, απÜντησε ο Μπεν Χαμßντ. ‘‘Να σε αποδεσμεýσω απü τον üρκο σου και να ξεπληρþσω με τηπαντοτινÞ απουσßα και το θÜνατü μου το χρÝος που Ýχουμε κι δυο μας στην εχθρüτητα των θεþν, των πατρßδων και των οικογενειþν μας. Αν κÜποτε η εικüνα μου Ýσβηνε απü την καρδιÜ σου, αν ο χρüνος, που üλα τα σαρþνει, Ýσβηνε απü την μνÞμη σου την εικüνα του ΑβενσερÜγου... αυτüς ο ΓÜλλος ιππüτης... πρÝπει να κÜνεις αυτÞ τη θυσßα για τον αδελφü σου’‘.
     Ο ΛωτρÝκ πετÜγεται και πÝφτει στην αγκαλιÜ του Μαυριτανοý.
 -‘‘Μπεν Χαμßντ’‘, αναφωνεß, ‘‘μη θαρρεßς πως με ξεπερνÜς σε γενναιοψυχßα: εßμαι ΓÜλλος, ο ΜπαγιÜρ με Ýχρισε ιππüτη, Ýχυσα το αßμα μου για τον βασιλιÜ μου. Θα φανþ Üφοβος κι Üμεμπτος σαν τον πρßγκιπÜ μου, σαν τον ανÜδοχü μου. Αν μεßνεις μαζß μας, ικετεýω τον δον ΚÜρλος να σου δþσει το χÝρι της αδελφÞς του. Αν φýγεις απü τη ΓρανÜδα, ποτÝ μια λÝξη ερωτικÞ δεν θα ενοχλÞσει την αγαπημÝνη σου. Δεν θα ζεις στην εξορßα με την βασανιστικÞ ιδÝα πως ο ΛωτρÝκ, αδιÜφορος στην αρετÞ, γυρεýει να εκμεταλλευτεß την δυστυχßα σου’‘.
     Ο νεαρüς ιππüτης Ýσφιξε τον Μαυριτανü πÜνω στο στÞθος του με τη θÝρμη και τη ζωηρüτητα που δεßχνουν οι ΓÜλλοι.
 -‘‘Ιππüτες’‘, εßπε ο δον ΚÜρλος με τη σειρÜ του, ‘‘δεν θα περßμενα τßποτα λιγüτερο απü τις ξακουστÝς σας ρÜτσες. Μπεν Χαμßντ, ποιü σημÜδι θα με πεßσει πως εßσαι ο τελευταßος ΑβενσερÜγος’‘;
 -‘‘Η συμπεριφορÜ μου’‘, απÜντησε εκεßνος.
 -‘‘Τη θαυμÜζω’‘, εßπε ο Ισπανüς. ‘‘Προτοý üμως σου εξηγÞσω, δεßξε μου Ýνα σημÜδι της καταγωγÞς σου’‘.
     Ο Μπεν Χαμßντ Ýβγαλε απü τον κüρφο του, κρεμασμÝνο με χρυσÞ αλυσßδα, το οικογενειακü δαχτυλßδι των ΑβενσερÜγων. ΒλÝποντας αυτü το σημÜδι ο δον ΚÜρλος Üπλωσε τα χÝρια του στο δυστυχισμÝνο Μπεν Χαμßντ.

 -‘‘ΕυγενικÝ ιππüτη’‘, εßπε, ‘‘τþρα πια σε θεωρþ αληθινü βασιλικü απüγονο. Τα σχÝδιÜ σου για την οικογÝνειÜ μου με τιμοýν: αποδÝχομαι την μονομαχßα που μυστικÜ Þρθες να ζητÞσεις. Αν νικηθþ, üλη μου η περιουσßα -που Þτανε κÜποτε δικÞ σου- θα σου επιστραφεß ακÝραια. Αν αρνηθεßς ν’ αγωνιστεßς, δÝξου τη προσφορÜ μου: γßνε Χριστιανüς και πÜρε το χÝρι της αδελφÞς μου, που ο ΛωτρÝκ γýρεψε για σÝνα’‘.
     Ο πειρασμüς Þταν μεγÜλος· üχι üμως μεγαλýτερος απü τη δýναμη του Μπεν Χαμßντ. Απü τη μια ο Ýρωτας μιλοýσε με üλη του τη δýναμη στη καρδιÜ του, απü την Üλλη üμως με τρüμο αναλογιζüτανε πως θα Ýνωνε το αßμα των θυτþν με το αßμα των θυμÜτων. Θαρροýσε πως Ýβλεπε τη σκιÜ του προγüνου του να βγαßνει απü τον τÜφο και να τονε κατηγορεß γι’ αυτÞ τη βÝβηλη Ýνωση. ΣυντετριμμÝνος απü τον πüνο ο Μπεν Χαμßντ φþναξε:
 -‘‘Αχ, Þταν ανÜγκη να συναντÞσω εδþ τüσες υπÝροχες ψυχÝς, τüσους γενναßους Þρωες, να νιþσω καλλßτερα τι χÜνω! Ας μιλÞσει η ΜπλÜνκα. Ας πει τι πρÝπει να κÜνω για να μεßνω Üξιος της αγÜπης της’‘.
  -‘‘Φýγε, γýρνα πßσω στην Ýρημο!’‘ φþναξε η ΜπλÜνκα και σωριÜστηκε λιπüθυμη.
     Ο Μπεν Χαμßντ γονÜτισε· κεßνη τη στιγμÞ η λατρεßα του για τη ΜπλÜνκα Ýφτανε στα ουρÜνια. ¸φυγε ýστερα χωρßς να πει οýτε μια λÝξη. Το ßδιο βρÜδυ αναχþρησε για τη ΜαλÜγα,  επιβιβÜστηκε σ’ Ýνα καρÜβι που θα προσÝγγιζε στο ΟρÜν. Εκεß συνÜντησε το καραβÜνι που διασχßζει κÜθε τρßα χρüνια την ΑφρικÞ, ξεκινþντας απü το Μαρüκο, κι ενþνεται στην ΥεμÝνη με το καραβÜνι για τη ΜÝκκα. Ο Μπεν Χαμßντ ακολοýθησε τους προσκυνητÝς.
     Η ΜπλÜνκα, που τον πρþτο καιρü η υγεßα της κλονßστηκε, συνÞλθε. ΚÜθε χρüνο, την εποχÞ που ο αγαπημÝνος της εßχε συνÞθειο να Ýρχεται απü την ΑφρικÞ, περιπλανιüταν στα βουνÜ της ΜÜλαγα.
Καθüτανε στα βρÜχια, αγνÜντευε απü μακριÜ την θÜλασσα και τα καρÜβια κι Ýπειτα γýριζε πßσω στην ΓρανÜδα. Περνοýσε τις υπüλοιπες μÝρες της στα ερεßπια της ΑλÜμπρας. Δεν παραπονιüταν καθüλου, δεν Ýκλαιγε, δεν μßλαγε ποτÝ για τον Μπεν Χαμßντ. ¸νας ξÝνος θα τη νüμιζε ευτυχισμÝνη. ¹ταν η μüνη που απÝμεινε απü την οικογÝνειÜ της. Ο πατÝρας της πÝθανε απü θλßψη κι ο αδελφüς της σκοτþθηκε σε μια μονομαχßα, üπου ο ΛωτρÝκ παραστÜθηκε σαν μÜρτυρας. ΚανÝνας δεν Ýμαθε ποτÝ τι απÝγινε ο Μπεν Χαμßντ.
     Βγαßνοντας απü τη Τýνιδα, απü τη πýλη που οδηγεß στα ερεßπια της Καρχηδüνας, συναντÜς Ýνα νεκροταφεßο: σε μια γωνιÜ του, κÜτω απü μια φοινικιÜ, μου δεßξαν Ýνα τÜφο που τον ονομÜζουν ο τÜφος του τελευταßου ΑβενσερÜγου. Δεν Ýχει τßποτα το ιδιαßτερο· η πλÜκα του τÜφου εßναι μονοκüμματη: μüνο που, σýμφωνα με την συνÞθεια των Μαυριτανþν, Ýχουνε λαξÝψει με τη σμßλη στη μÝση της Ýνα μικρü βαθοýλωμα. Το νερü της βροχÞς μαζεýεται στο βÜθος αυτοý του νεκρικοý ποτηριοý και, στο θερμü κλßμα της περιοχÞς, χρησιμεýει για να ξεδιψÜνε τα πετεινÜ του ουρανοý.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers