Στη λßμνη των ματιþν σου τη βαθειÜ
Η φτωχÞ μου καρδιÜ πνßγεται
Λυþνει και διαλýεταιι
Η ανÜμνησÞ μου μελαγχολικÜ
Μες στα νερÜ της τρÝλας και του Ýρωτα
Βιογραφικü
Ο Γκυγιþμ Απολλιναßρ (Guillaume Apollinaire) Þτανε ΓÜλλος ποιητÞς, συγγραφÝας και κριτικüς τÝχνης. ΓεννÞθηκε 25 Αυγοýστου 1880 στη Ρþμη. ¹ταν νüθο τÝκνο ΠολωνÝζας μητÝρας κι Ιταλοý πατÝρα. Η μητÝρα του ΑντζÝλικα ντε Κοστροβßτσκι Þταν ανυπüτακτη γυναßκα ελευθερßων ηθþν που 'χε πÜθος να παßζει στο καζßνο. ΓεννημÝνη στο Νοβογκρüντεκ (τþρα στη Λευκορωσßα) εßχε αριστοκρατικÞ καταγωγÞ απü τη ΣλÜχτα. Ο πατÝρας του εξακολουθεß να παραμÝνει Üγνωστος, κατÜ μßαν εκδοχÞ Þταν ιερωμÝνος υψηλüτατης βαθμßδας στο Βατικανü. Πολλοß υποστηρßζουν üτι Þταν επßσκοπος, ενþ κυκλοφοροýσανε και φÞμες üτι επρüκειτο και για τον ßδιο τον ΠÜπα. Πιθανüτερη εκδοχÞ εßναι πατÝρας του να εßναι ο Francesco Flugi d 'Aspermont, Ιταλο-Ελβετüς αριστοκρÜτης. Σε κÜθε περßπτωση ο πατÝρας του εξαφανßστηκε πολý νωρßς απü τη ζωÞ του. Κρατοýσε κρυφÞ τη καταγωγÞ του και νεþτερος υποκρινüταν üτι Þτανε Ρþσος πρßγκηπας.
ΜεγÜλωσε στο Μονακü και στη ΓαλλικÞ ΡιβιÝρα, üπου η μητÝρα του Ýπαιζε σε καζßνο και χαρτοπαικτικÝς λÝσχες και του 'μαθε ΓαλλικÜ κι Üλλες γλþσσες. ¹τανε καλοφαγÜς, με δυνατÞ φωνÞ, εßχε Ýντονη προσωπικüτητα κι ευρεßα μüρφωση. ΕγκαταστÜθηκε στο Παρßσι στα 20 και ξεκßνησε την ενασχüληση με τη λογοτεχνßα δημοσιεýοντας ποιÞματα σε διÜφορα περιοδικÜ. Το 1903 ßδρυσε το 1ο δικü του περιοδικü, La revue immoraliste. Αρθρογραφοýσε σε πολλÝς εφημερßδες και περιοδικÜ ως κριτικüς τÝχνης.
Στο Παρßσι συνδÝθηκε με την κοινüτητα των μποÝμ καλλιτεχνþν της ΜονμÜρτρης και αργüτερα του ΜονπαρνÜς. ΥπÞρξε πολý δημοφιλÞς στους καλλιτεχνικοýς κýκλους και σχετßστηκε με σημαντικÝς προσωπικüτητες, üπως ο ΠικÜσο, ο Μπρακ, ο Μαξ Ζακüμπ, ο ΑντρÝ Σαλμüν, ο ΑντρÝ Μπρετüν, ο ΡενÝ Νταλßζ, ο Ζαν Κοκτþ, ο «Τελþνης» Ρουσσþ, ο ΑντρÝ Ντεραßν, ο Πιερ Ρεβερντß, ο ΑλφρÝ Ζαρý, ο Μπλεζ ΣαντρÜρ, ο Ερßκ Σατß, ο Οσßπ Ζαντκßν, ο ΣαγκÜλ, ο ΜαρσÝλ ΝτυσÜν κι η Μαρß ΛωρενσÝν, που υπÞρξε και ερωμÝνη του. Δημιοýργησε παρÜλληλα κι Ýχθρες, üπως με τον ελληνικÞς καταγωγÞς Ζαν ΜωρεÜς, του οποßου τη ποßηση θεωροýσε ξεπερασμÝνη. ¹ταν εκεßνος που οργÜνωσε το Κυβιστικü δωμÜτιο 41 στο Salon des Independants το 1911. Την ßδια χρονιÜ Ýγινε μÝλος της ΟμÜδας Πιτþ, ενüς κλÜδου του κυβιστικοý κινÞματος.
Στις 7 ΣεπτÝμβρη 1911 εßχε εμπλοκÞ μαζß με τον ΠικÜσο στην υπüθεση κλοπÞς της Μüνα Λßζα. Κι οι 2 κατηγορÞθηκαν (αδßκως) για κλοπÞ και συνελÞφθησαν απü την αστυνομßα. Ο ΠικÜσο αφÝθηκε ελεýθερος την ßδια μÝρα, ενþ ο Üλλος μετÜ απü . Ο τρομοκρατημÝνος Απολλιναßρ Ýγραψε ποιÞματα απελπισßας απü τη φυλακÞ και περιÝπεσε σε μελαγχολßα. Η σýντομη κρÜτηση του Þταν Ýνα ισχυρü σοκ που τον στιγμÜτισε τραυματικÜ. Αμαυρþθηκε σοβαρÜ η φÞμη του κι η αξιοπιστßα του. Στις 13 ΣεπτÝμβρη 1911, η Paris Soir ανÝφερε üτι εßναι "αρχηγüς διεθνοýς σπεßρας που Ýχει Ýρθει στη Γαλλßα με σκοπü να ξαφρßσει τα μουσεßα μας".
Δημοσßευσε τις ποιητικÝς συλλογÝς L' Enchanteur Pourrissant (1909) (η 1η του) Le Bestiaire (Το ΣσυναξÜρι Των Ζþων) (1911) και το Alcools (1913), το οποßο και τον καθιÝρωσε ως ποιητÞ. Το 1907, Ýγραψε τη γνωστÞ ερωτικÞ νουβÝλα ¸ντεκα ΧιλιÜδες ΒÝργες (Les Onze Mille Verges). Επßσημα απαγορευμÝνη στη Γαλλßα μÝχρι το 1970, κυκλοφοροýσε ευρÝως σε διÜφορες παρÜνομες εκτυπþσεις για πολλÜ χρüνια. ΠοτÝ δεν παραδÝχτηκε δημοσßως üτι εßναι δικÞ του. Μια Üλλη ερωτικÞ νουβÝλα που του αποδßδεται εßναι Οι περιπÝτειες ενüς νεαροý Δον ΖουÜν (Les exploits d'un jeune Don Juan), στις οποßες ο 15χρονος Þρωας γßνεται πατÝρας τριþν παιδιþν απü διÜφορα μÝλη του περιβÜλλοντος του, συμπεριλαμβανομÝνης και της θεßας του. Το βιβλßο διασκευÜστηκε το 1987 σε ταινßα, καθþς επßσης και σε κüμικ.
Το 1914 εßχε Ýναν σýντομο δεσμü με τη Λουßζ ντε Κολινý και κατüπιν με τη δασκÜλα ΜαντλÝν Παζ, την οποßα αρραβωνιÜστηκε. ΚατατÜχθηκε ως εθελοντÞς στον γαλλικü στρατü και πολÝμησε στο μÝτωπο της Καμπανßας þς το 1916, οπüτε και τραυματßστηκε στο κεφÜλι απü θραýσμα σε Ýκρηξη üλμου, ενþ διÜβαζε σ' Ýνα χαρÜκωμα. ΕπÝστρεψε με Üδεια αναρρþσεως στο Παρßσι, üπου κυκλοφοροýσε με μπανταρισμÝνο το κεφÜλι και φορþντας τη στολÞ του με τα παρÜσημα. Η διÜθεση του βÜρυνε κι Üρχισε να αναπτýσσει πατριωτισμü για τη Γαλλßα, της οποßας οραματßζεται τη νßκη στον Α' Παγκ. πüλ.. ΑυτÝς οι τÜσεις του, καθþς κι η αμφßεσÞ του, αποτελοýσανε συχνÜ στüχο πειραγμÜτων.
Σ' αυτÝς τις συνθÞκες, το 1917 Ýγραψε το θεατρικü Ýργο Οι Μαστοß Του Τειρεσßα, üπου παρακινοýσε τους ΓÜλλους να κÜνουνε παιδιÜ για τη πατρßδα τους. Στην εισαγωγÞ του θεατρικοý εισÞγαγε τον üρο σουρρεαλισμüς, που χρησιμοποßησε επßσης για το πρüγραμμα της παρÜστασης μπαλÝτου Parade του Ζαν Κοκτþ και του Ερßκ Σατß, που Ýκανε πρεμιÝρα στις 18 ΜÜη 1917. Το ßδιο Ýτος εξÝδωσε καλλιτεχνικü μανιφÝστο: L'Esprit nouveau et les poètes.
ΠÝθανε απü ισπανικÞ γρßπη 9η ΝοÝμβρη 1918, στο διαμÝρισμα του στη Σεν-ΖερμÝν, 6 μÝρες πριν τελειþσει ο πüλεμος με τον οποßο εßχε τüσο παθιαστεß. Στη κηδεßα του παρευρÝθηκαν ο ΠικÜσο κι Üλλοι εκπρüσωποι της μποÝμ καλλιτεχνικÞς ζωÞς του Παρισιοý. Το 1918 εκδüθηκαν μετÜ θÜνατον οι πειραματικÝς εντυπþσεις του απü τον πüλεμο, με τον τßτλο Καλλßγραμμα (Calligrammes). Ο üρος calligrammes αργüτερα καθιερþθηκε για να περιγρÜψει αυτü το εßδος της απεικüνισης ενüς ποιÞματος, που υιοθετÞθηκε κι απü Üλλους ποιητÝς, κυρßως του υπερρεαλισμοý.
Αν και δεν βραβεýτηκε ποτÝ εν ζωÞ, θεωρεßται Ýνας απü τους σημαντικüτερους ΓÜλλους ποιητÝς του 20ου αι.. ¸λαβε μÝρος σε üλα τα κινÞματα της γαλλικÞς αβÜν-γκαρντ των αρχþν του 20οý αι. κι Þταν εμβληματικÞ φιγοýρα της μποÝμ ζωÞς του Παρισιοý. Το Ýργο του παρουσιÜζει Ýντονη πολυμορφßα. Τα ποιητικÜ του Ýργα επηρεασμÝνα εν μÝρει απü τον Συμβολισμü, αντιπαραβÜλλουν το παλιü και το νÝο, συνδυÜζοντας παραδοσιακÝς φüρμες με μοντÝρνες τεχνικÝς. Το Ýργο του θεωρεßται ακüμα πρüδρομο του σουρρεαλισμοý. Τα ποιÞματÜ του παρουσιÜζουν ιδιüμορφη χρÞση των σημεßων στßξης, ενþ με τα Καλλßγραμμα εισÜγει Ýνα νÝο εßδος ποßησης στο οποßο συμβÜλλει κι η τυπογραφßα και το γραφιστικü στÞσιμο της σελßδας.
Κι εσý καρδιÜ μου γιατß χτυπÜς
Σαν Ýνας λυπημÝνος παρατηρητÞς
ΚοιτÜζω τη νýχτα και το θÜνατο
Εκτüς απü τη ενασχüλησÞ του με τη ποßηση, δημοσßευσε τολμηρÜ ερωτικÜ βιβλßα, υπÞρξε πρωτοπüρος του θεÜτρου του παραλüγου κι εισÞγαγε το 1913 τον üρο κυβισμüς με τη μελÝτη του ΚυβιστÝς ζωγρÜφοι, τη 1η θεωρητικÞ μελÝτη για τον κυβισμü. ¹ταν ακüμα αυτüς που δημιοýργησε τον üρο σουρρεαλισμüς, καθþς επßσης και τον üρο ορφισμüς για να περιγρÜψει τη τÜση για απüλυτη αφαßρεση στα Ýργα του ΡομπÝρ Ντελωναß, της Σüνιας Ντελωναß κι Üλλων.
Το κριτικü του Ýργο, αν και κατακρßθηκε για τον Ýντονο συναισθηματισμü του και την Ýλλειψη κριτικÞς üσον αφορÜ τις ζωγραφικÝς τεχνικÝς, Þταν απü τα λßγα που υποστηρßξανε τα σýγχρονα κινÞματα ζωγραφικÞς και τις εκθÝσεις των ανεξÜρτητων, πρÜγμα για το οποßο χλευÜστηκε Ýντονα στην εποχÞ του.
Ο ΠικÜσο, που τονε ζωγρÜφισε πολλÝς φορÝς, σε μßα προσωπογραφßα του τον απεικονßζει ως αρχιεπßσκοπο με ιερατικÜ Üμφια, ποιμαντορικÞ ρÜβδο, μßτρα κι αρχιεπισκοπικü δαχτυλßδι. Ο λüγος γι' αυτü εßναι οι φÞμες για τη ταυτüτητα του πατÝρα του. Στο μικρü καμπαρÝ ΛαπÝν Αζßλ (Lapin Agile) της ΜονμÜρτρ συντελÝστηκε μßα φÜρσα εις βÜρος του. Ο ζωγρÜφος ΝτορζελÝ κι Üλλοι πολÝμιοι της κριτικÞς του, δÝσανε στην ουρÜ ενüς γαúδÜρου με το üνομα Λολü μßα βοýρτσα την οποßα βουτοýσαν σε μπογιÜ κι Üφησαν Ýτσι τον γÜιδαρο να ζωγραφßσει Ýνα πßνακα. Ο πßνακας στη συνÝχεια εκτÝθηκε στο Salon des Independants ως ιμπρεσιονιστικüς με τßτλο Κι ο ¹λιος Βασιλεýει ΠÜνω απü την ΑδριατικÞ κι Þταν υπογεγραμμÝνος με το ψευδþνυμο Joachim-Raphael Boronali. Ο Απολλιναßρ εκθεßασε τον πßνακα, μαζß με Üλλους κριτικοýς κι Ýγινε Ýτσι στüχος Ýντονων κοροúδιþν.
==============
ΒρÝχει
ΒρÝχει φωνÝς γυναικþν
σα να 'τανε νεκρÝς ακüμα
μες στη μνÞμη σας κι εσÜς
εßναι που βρÝχει εξαßσιες συναντÞσεις
της ζωÞς μου σταγονßτσες
κι αυτÜ τ αφηνιασμÝνα σýννεφα
χλιμιντρßζουν Ýνα σýμπαν
αυτηκüων πολιτειþν
Üκου αν βρÝχει
καθþς η λýπη κι η περιφρüνηση
κλαßνε με μιαν αρχαßα μουσικÞ
Üκου που στÜζουν οι δεσμοß
που σε κρατÜνε
ψηλÜ και χαμηλÜ
Ω Nιüτη Mου ΠαρατημÝνη
Ω νιüτη μου παρατημÝνη
σα μια γιρλÜντα ξεφτισμÝνη
Να εδþ που μας προφταßνει ο καιρüς
καχýποπτος, περιφρονητικüς.
Απü καμβÜ εßν' το τοπßο αυτü φτιαγμÝνο
ΚυλÜν ποτÜμια αßματος πλαστÜ
κÜτω απ' το στολισμÝνο με Üστρα, δÝντρο,
κι Ýνας παλιÜτσος εßν' ο μüνος που περνÜ.
Μια κρýα αχτßδα παιχνßδιζει και σκορπÜ
στο σκηνικü, της üψης σου τη παρειÜ.
Κρüτος ρεβüλβερ, μια κραυγÞ βοÜ
και στη σκιÜ κÜποιο πορτραßτο μειδιÜ
Το πλαßσιο του κÜδρου του Ýχει σπÜσει.
¸νας αγÝρας δßχως ßχνος του ν'αφÞνει,
ανÜμεσα στο λογικü και σε αυτü διστÜζει,
ανÜμεσα στο μÝλλον και τη μνÞμη.
Ω νιüτη μου παρατημÝνη
σα μια γιρλÜντα ξεφτισμÝνη
Να εδþ που μας προφταßνει η εποχÞ
του λüγου και της μετÜνοιας μαζß.
ΤομεÜρχης
Το στüμα μου
θα Ýχει τις φλüγες της γÝννας
Το στüμα μου
θα 'ναι για σÝνα κüλαση γλýκας κι ομορφιÜς
Οι Üγγελοι του στüματüς μου
θα κÜνουν θρüνο στη καρδιÜ σου
Οι στρατιþτες του στüματüς μου
θα σε καταλÜβουν μ' Ýφοδο
Οι παπÜδες του στüματüς μου
θα λιβανßσουνε την ομορφιÜ σου
Η ψυχÞ σου θα τρÝμει
üπως η γη την þρα του σεισμοý
Τüτε τα μÜτια σου
θα φορτωθοýν üλο τον Ýρωτα
που χρüνια ολÜκερα μαζεýτηκε
στα βλÝμματα της ανθρωπüτητας
Το στüμα μου
θα εßναι μια στρατιÜ εναντßον σου
μια στρατιÜ üλη γεμÜτη με παρÜταιρους
¸χει ποικιλßα üπως Ýνας μÜγος
που ξÝρει κι αλλÜζει τις μεταμορφþσεις του
Η ορχÞστρα κι οι χορωδßες του στüματüς μου
θα σου ποýνε τον ÝρωτÜ μου
Απü μακριÜ στον μουρμουρßζω
Καθþς με τα μÜτια καρφωμÝνα στο ρολüι
περιμÝνω τη στιγμÞ που Ýχει καθοριστεß
για την Ýφοδο
Κρüκος
Το λιβÜδι εßναι φαρμακερü,
üμως ωραßο του φθινοπþρου τον καιρü
εκεß γελÜδια βüσκουν χαλαρÜ.
ΔηλητηριÜζονται σιγÜ-σιγÜ.
Ο κρüκος σταχτορρüδινος εκεß
κι üλος δαχτυλιδÜκια, ανθεß.
Τα μÜτια σου με κýκλους βιολετß
üπως του κρüκου τα ανθιÜ,
σαν τα κυκλÜκια τα μαβιÜ
και σαν το φθινοπþρι.
Η ζωÞ μου φαρμακþνεται γλυκÜ
κι αργÜ, απ' τα μÜτια σου αυτÜ.
Τα σχολειοý τα παιδιÜ τρÝχουν με φασαρßα
φορÜνε τις ζακÝτες τους και παßζουν φυσαρμüνικα
Μαζεýουν του κρüκου ανθοýς που 'ναι σαν τις μητÝρες,
των μητερÜδων τους κι αυτÝς σα θυγατÝρες
κι Ýχουν το χρþμα των βλεφÜρων σου,
σαν σειοýνται σαν ανθιÜ σε τολμηρüν αγÝρα.
Ο βοσκüς τραγουδÜ σιγανÜ
και φεýγουνε σιγÜ-σιγÜ
μουγκανßζοντας τα ζþα στο κοπÜδι.
ΠÜντα το πλατý αυτü λιβÜδι
το φθινοπþρι ανθßζει πονηρÜ.
Λüφοι
ΠÜνω απ' το Παρßσι μια μÝρα
μÜχονταν δýο μεγÜλα αεροπλÜνα
Το Ýνα Þταν Üλικο, το Üλλο μαýρο
κι ωστüσο φλÝγονταν στη ντÜλα του Þλιου
-το προαιþνιο αεροπλÜνο
Το Ýνα Þτανε η νιüτη μου ακÝρια
και τ' Üλλο, του μÝλλοντος οι μÝρες
κι Þταν η μανßα της αμÜχης τους
Σαν του ΑρχαγγÝλου με τα λαμπερÜ φτερÜ
τη μÝρα που μαχüταν με το ΣατανÜ
ΒÜλε το πρüβλημα απÝναντι στον Þλιο
κι Ýτσι απÝναντι τη νýχτα με τη μÝρα
Ýτσι ακριβþς, ü,τι αγαπþ, μ' αντιπαλεýει.
¸τσι και στην αγÜπη μου,
μεγÜλη καταιγßδα
σηκþνει συγκορμüρριζα,
το δÝντρο που κραυγÜζει.
Παντοý μια γλýκα 'ναι χυμÝνη
ΑγουροξυπνημÝνο σα κορßτσι, το Παρßσι
νωχελικÜ σηκþνεται απ' τον ýπνο του
τινÜζει τις σγουρÝς μακριÝς πλεξοýδες
και σιγοτραγουδÜ
και μου αρÝσει ετοýτο το τραγοýδι.
ΠÜντα
(στη κυρßα ΦορÝ-ΦαβιÝ)
ΠÜντα τραβÜμε μπρος
χωρßς ποτÝ να προχωρÜμε
κι απü πλανÞτη σε πλανÞτη
απü νεφÝλη σε νεφÝλη
ο Δον ΖουÜν με χßλιους-τρεις κομÞτες
χωρßς ποτÝ να ξεκολλÜ απ' τη γη.
ΣημαδÝψτε καινοýριες δυνÜμεις
και πÜρτε στα σοβαρÜ τα φαντÜσματα
Τüσοι και τüσοι λησμονοýν τους εαυτοýς τους
στο σýμπαν, οι μεγÜλοι επιλÞσμονες
ξÝρουνε να μας κÜνουν να ξεχνÜμε
αυτÞ και τοýτη τη μεριÜ της υδρογεßου.
Που 'ναι ο Χριστüφορος Κολüμβος;
Σ' αυτüν χρωστÜ μια Þπειρος τη λÞθη
Να χÜσεις ναι, μα αμετÜκλητα να χÜσεις
κι Üφησε χþρο για μια νÝαν ανακÜλυψη
να χÜσεις τη ΖωÞ, για να κερδßσεις Νßκη.
Δειλινü
ΑγγιγμÝνη απ' τους ßσκιους των νεκρþν
Στο χορτÜρι üπου η μÝρα ξεψυχÜει
Η αρλεκßνα γυμνÞ βγαßνει και κοιτÜει
Το κορμß της στον καθρÝφτη των νερþν
ΠαρÝκει τσαρλατÜνος βραδινüς
Τα κüλπα που θα κÜνουν διαφημßζει
Ο Üχρωμος απ' Üκρη σ' Üκρη ουρανüς
αστÝρια σαν το γÜλα ωχρÜ γεμßζει
Ο χλωμüς ο αρλεκßνος μ' ευθυμßα
Πρþτα-πρþτα χαιρετÜ τους θεατÝς
ΜÜγους που 'χουνε 'ρθει απ' τη Βοημßα
ΜερικÝς νερÜιδες και τους γητευτÝς
Κι ýστερα ξεκρεμþντας Ýν' αστÝρι
το παßζει με τεντωμÝνο του το χÝρι
Ενþ εßς κρεμασμÝνος ρυθμικÜ
στα πüδια του τα κýμβαλα χτυπÜ
Το üμορφο παιδß η τυφλÞ κουνÜει
Η ελαφßνα με τα 'λÜφια της περνÜει
ΒλÝπει ο νÜνος με το βλÝμμα του θολü
Τον τρισπαμμÝγιστο αρλεκßνο πιο ψηλü
Φθινüπωρο
Στη καταχνιÜ Ýνας τσοπÜνος σαλαγÜ
το βüδι του, με κοýραση βαρειÜ.
Του φθινοπþρου αυτÞ τη καταχνιÜ,
που κρýβει τα μικρÜ φτωχÜ χωριÜ.
Και üπως παν', ο χωρικüς με σιγανÞ φωνÞ
τραγοýδι προδοσιÜς κι αγÜπης τραγουδεß,
που λÝει για μια καρδιÜ, για μßα βÝρα
που ρÜγισαν μαζß, μια σκÜρτη μÝρα.
Το φθινοπþρι σκüτωσε κι αυτü το καλοκαßρι.
Στη καταχνιÜ οι δυο σκιÝς βαδßζουν ταßρι.
ΠλÞξη
ΠλÞττω μες στους ολüγυμνους τους τοßχους
βαμμÝνους üλους με χρþματα ωχρÜ.
Μια μýγα πÜνω στο χαρτß μου σεργιανÜ,
βολτÜρει στους ατÝλειωτοýς μου στßχους
Ω, ΘεÝ, ξÝρεις καλÜ τον πüνο
που μου 'δωσες και τþρα τß θα γßνω;
που χλþμιασα λυπÞσου λßγο μüνο,
το δÜκρυ απ' τα μÜτια μου που χýνω.
Η αλυσßδα στη καρÝκλα μου στριγκλßζει,
κι Üλλες φτωχÝς καρδιÝς στη φυλακÞ σου,
μαζß μου πÜλλονται. Τον Ýρωτα λυπÞσου
που με κυκλþνει και τη φρüνηση κλονßζει
πÜν' απ' üλα, κι η απελπισßα την εμβυθßζει.
Eκεß Εßναι
Εκεß εßναι
τα μικρÜ γεφýρια σαστισμÝνα
Εκεß εßναι
η καρδιÜ μου που χτυπÜ για σÝνα
Εκεß εßναι
πÜ' στο δρüμο γυναßκα μελαγχολικÞ
Εκεß εßναι
μια üμορφη μες σ' Ýνα κÞπο, αγροικιÜ μικρÞ
Εκεß εßναι
Ýξη στρατιþτες που διασκεδÜζουν σαν τρελοß
Εκεß εßναι
τα ματιÜ μου που ψÜχνουν την εικüνα σου
Εκεß εßναι
Ýνα μικρü κι üμορφο δÜσο πÜ' στο λüφο
Και ντüπιος γÝρος κατουρÜ την þρα που περνÜμε
Εκεß εßναι
Ýνας ποιητÞς που 'νεßρεται τη μικρÞ Λου
Εκεß εßναι
η μικρÞ Λου εκλεκτÞ μες στο μεγÜλο το Παρßσι
Εκεß εßναι
μια πυροβολαρχßα μες στο δÜσος
Εκεß εßναι
μια βοσκοποýλα που βοσκÜ τα πρüβατÜ της
Εκεß εßναι
η ζωÞ μου που σου ανÞκει
Εκεß εßναι
το εφεδρικü στυλü μου π' üλο στÜζει
Εκεß εßναι
μια κουρτßνα απü λεýκες απαλÞ
Εκεß εßναι
üλη μου η ζωÞ η περασμÝνη και καλÞ
Εκεß εßναι
οι δρüμοι της Menton οι σκοτεινοß
που εßχαμε οι δυο αγαπηθεß
Εκεß εßναι
απü το Sospel μια μικρÞ κοπÝλλα
που μαστιγþνει τους συντρüφους της
Εκεß εßναι
το μαστßγιο μου του αμαξÜ μÝσα στο σÜκο
που Ýχω για τη βρþμη
Εκεß εßναι
τα βÝλγικα βαγüνια πÜνω στις γραμμÝς
Εκεß εßναι
ο ÝρωτÜς μου
Εκεß εßναι
üλη η ζωÞ
και σε λατρεýω
Αποχαιρετισμüς
(μτφ.: Γιþργος ΓεραλÞς)
¸να κλωνß με ρεßκια στο χÝρι μου ριγεß
Να το θυμÜσαι το φθινüπωρο το πεθαμÝνο
Δε θα ξαναβρεθοýμε πια ποτÝ σ' αυτÞ τη γη
ΠικρÞ ευωδιÜ κλωνιοý ρεικιÜς αυτÞ την εποχÞ
Και να θυμÜσαι πως εγþ πÜντα σε περιμÝνω.
Οßκτο Δεν ¸χω Πια
(Μτφ: ΤÜκης Σινüπουλος)
Οßκτο δεν Ýχω πια για μÝνα
Τη σιωπηλÞ μου οδýνη
δε μπορþ να την εκφρÜσω
Τα λüγια που λογÜριαζα να πω,
γενÞκαν Üστρα
¸νας ºκαρος που προσπαθεß
ν' ανυψωθεß ως τα μÜτια μου
Κομßστης Þλιων φλÝγομαι
στο κÝντρο δýο αστερισμþν
Τι Ýκαμα στα θεολογικÜ
θηρßα της γνþσης
ΑλλοτινÜ Ýρχονταν οι νεκροß
να με λατρÝψουνε
Κι Ýλπιζα να τελειþσει ο κüσμος
Μα το δικü μου τÝλος
σαν τη θýελλα καταφθÜνει