Βιογραφικü
Ο John-William Polidori Þταν ¢γγλος συγγραφÝας και γιατρüς. Εßναι γνωστüς για τη σýνδεσÞ του με το ρομαντικü κßνημα και πιστþνεται ως πρþτος δημιουργüς του εßδους βαμπßρ φαντασßας. Το πιο επιτυχημÝνο Ýργο του Þταν το διÞγημα "The Vampyre" (1819), η 1η δημοσιευμÝνη σýγχρονη ιστορßα βαμπßρ. Αν κι αρχικÜ κι εσφαλμÝνα δινüτανε στον Byron, τüσον αυτüς üσο κι ο Polidori επιβεβαßωσαν üτι το Ýργο εßναι του 2ου.
ΓεννÞθηκε στις 7 ΣεπτÝμβρη 1795 στο Λονδßνο, ο μεγαλýτερος γιος του Gaetano Polidori, ιταλοý πολιτικοý ηγÝτη της τüτε κυβÝρνησης και της ¢ννα Μαρßα Πιρς, αγγλßδας παιδαγωγοý. Εßχε 3 αδελφοýς και 4 αδελφÝς.
Η αδελφÞ του, Frances Polidori, παντρεýτηκε τον εξüριστο ιταλü μελετητÞ Gabriele Rossetti και γι' αυτü ο John Þτανε θεßος της Μαρßας ΦραντσÝσκα ΡοσÝτι, του ΝτÜντε ΓκαμπριÝλ ΡοσÝτι, του Γουßλιαμ ΜÜικλ ΡοσÝτι και της Χριστßνας Γεωργßνας ΡοσÝτι, αν και γεννÞθηκαν μετÜ το θÜνατü του. Ο William Michael Rossetti κυκλοφüρησε το περιοδικü Polidori το 1911.
¹ταν Ýνας απü τους πρþτους μαθητÝς του νεοσυσταθÝντος Αmpleforth College απü το 1804 και το 1810 πÞγε στο ΠανεπιστÞμιο του Εδιμβοýργου üπου Ýγραψε διατριβÞ για την ýπνοβασßα κι Ýλαβε το πτυχßο του ως ιατρüς τη 1η Αυγοýστου 1815.
Το 1816 εισÞλθε στην υπηρεσßα του Λüρδου Byron ως προσωπικüς του γιατρüς και τονε συνüδευσε σ' Ýνα ταξßδι στην Ευρþπη. Ο εκδüτης John Murray του πρüσφερε 500 λßρες για να κρατÞσει ημερολüγιο των ταξιδιþν τους, που ο ανιψιüς του Polidori, William Michael Rossetti, επεξεργÜστηκε αργüτερα. Στη Villa Diodati, Ýνα σπßτι που ενοικιÜστηκε απü τον ΜπÜιρον στη λßμνη της Γενεýης στην Ελβετßα, οι δυο τους συναντÞθηκαν με τη Mary Wollstonecraft Godwin, τον σýζυγü της Percy Bysshe Shelley και τη σýντροφü τους Claire Clairmont.
Μια νýχτα του Ιουνßου, αφοý η παρÝα εßχε διαβÜσει δυνατÜ απü τη Fantasmagoriana, μια γαλλικÞ συλλογÞ διηγημÜτων τρüμου, ο Byron πρüτεινε να γρÜψουν ο καθÝνας μια ιστορßα φαντασμÜτων. Ο Percy Bysshe Shelley Ýγραψε A Fragment Οf Α Ghost Story κι Ýγραψε 5 ιστορßες φαντασμÜτων που συγκεντρþθηκαν απü τον Matthew Gregory "Monk" Lewis, που δημοσιεýθηκε μεταθανÜτια σε περιοδικü στη Γενεýη που περιεßχε ιστορßες φαντασμÜτων και στην επιστροφÞ στην Αγγλßα το 1816 αρχßζοντας στις 18 Αυγοýστου 1816, η Mary Shelley εργÜστηκε σε μια ιστορßα με τον σýζυγü της που αργüτερα θα εξελιχθεß στο Frankenstein. Ο Βýρων Ýγραψε (κι εγκατÝλειψε γρÞγορα) Ýνα κομμÜτι μιας ιστορßας, A Fragment, που μιλÜ για τον κýριο χαρακτÞρα Αýγουστο ΝτÜρβελ, τον οποßο χρησιμοποßησε αργüτερα ως βÜση για τη δικÞ του ιστορßα "The Vampyre", ο Πολιντüρι, τη 1η δημοσιευμÝνη καινοτüμα ιστορßα βαμπßρ στα αγγλικÜ.
Η συζÞτηση του Polidori με τον Percy Bysshe Shelley στις 15 Ιουνßου 1816, üπως αναφÝρθηκε στο "Ημερολüγιο", θεωρεßται η προÝλευση Þ η γÝνεση του "Frankenstein". ΣυζÞτησαν "τη φýση της αρχÝγονης ζωÞς":
"15 Ιουνßου – με τον Shelley . ¹ρθε το βρÜδυ. Στη συνÝχεια, εßχαμε μια συζÞτηση για τις αρχÝγονες ρßζες, ειδÜλλως ο Üνθρωπος Ýπρεπε να θεωρηθεß απλþς Ýνα εργαλεßο".
¼ταν τον αποδÝσμευσε ο Byron, ταξßδεψε στην Ιταλßα και στη συνÝχεια επÝστρεψε στην Αγγλßα. Ενþ στο Λονδßνο ζοýσε στην οδü Great Pulteney (στο Soho). Η ιστορßα του, "The Vampyre", που περιγρÜφει τον κýριο χαρακτÞρα Λüρδο Ruthven, δημοσιεýθηκε στο τεýχος Απριλßου του 1819 του New Monthly Magazine χωρßς την ÜδειÜ του. Σε μεγÜλο βαθμü τüσο στην αγÜπη του üσο και στον ßδιο τον Βýρωνα, το διÞγημα κυκλοφüρησε ως νÝο Ýργο του Βýρωνα. Η ιστορßα του ßδιου "Fragment Οf Α Novel" Þ "Fragment" δημοσιεýθηκε το 1819 σε μια προσπÜθεια να ξεκαθαρßσει τη σýγχυση, αλλÜ αντ’ αυτοý ακüμα πιο πολý του αποδßδανε το "Vampyre". Το μακροσκελÝς, θεολογικü ποßημα που επηρÝασε το Βýρωνα, το "The Poison Οf Τhe Angels" δημοσιεýθηκε ανþνυμα το 1821.
Ο Polidori πÝθανε στο Λονδßνο στις 24 Αυγοýστου 1821, λυγισμÝνος απü κατÜθλιψη και το τζüγο, σε ηλικßα μüλις 26 ετþν. ΠαρÜ τις ισχυρÝς ενδεßξεις üτι αυτοκτüνησε με πρωσσικü οξý (κυανιοýχο Üλας), ο ιατροδικÜστÞς εξÝδωσε πιστοποιητικü θανÜτου απü φυσικÜ αßτια.
Η αδελφÞ του Charlotte μετÝγραψε τα ημερολüγιÜ του, αλλÜ λογοκρßνει τα "αμαρτωλÜ περÜσματα" (peccant passages ) και καταστρÝφει το πρωτüτυπο. ΒασισμÝνο μüνο στη μεταγραφÞ, το "Ημερολüγιο" του John Polidori επεξεργÜστηκε απü τον William Michael Rossetti και δημοσιεýθηκε 1η φορÜ το 1911 απü τον Elkin Mathews (Λονδßνο). Οι ανατυπþσεις αυτοý του βιβλßου, "Το βιβλßο του Δρ. John William Polidori", 1816, σχετικÜ με τους Byron, Shelley κ.λπ., δημοσιεýθηκε απü τη Folcroft Library Edition (Folcroft, PA) το 1975 κι απü το Norwood Editions (Norwood, PA). Μια νÝα ÝκδοσÞ του ανατυπþθηκε απü το ΠανεπιστÞμιο Cornell το 2009.
Μια μνημειακÞ πλÜκα στο σπßτι του στην οδü 38 Great Pulteney αποκαλýφθηκε στις 15 Ιουλßου 1998 απü τον Ιταλü ΠρÝσβη Paolo Galli.
Τα ¸ργα Του:
The Vamypre; A Tale, 1819
A Medical Inaugural Dissertation which deals with the disease called Oneirodynia, for the degree of Medical Doctor, Edinburgh (1815)
The Diary of Dr. John William Polidori (1816, published posthumously in 1911)
Cajetan, a play (1816)
Boadicea, a play (1816)
On the Punishment of Death (1816)
An Essay Upon the Source of Positive Pleasure (1818)
The Vampyre: A Tale (1819) - a text that is "often even cited as almost folkloric sources on vampirism".[7]
Ernestus Berchtold; or, The Modern Oedipus: A Tale (1819)
Ximenes, The Wreath and Other Poems (1819)
The Fall of the Angels: A Sacred Poem (1821)
Sketches Illustrative of the Manners and Costumes of France, Switzerland and Italy (1821)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μια νýχτα του Ιουνßου του 1816, -της χρονιÜς χωρßς καλοκαßρι-, ο ποιητÞς λüρδος Τζορτζ Γκüρντον ΜπÜιρον κι ο ποιητÞς ΠÝρσι Μπßσι ΣÝλεú, μαζß με τη Μαßρη Γκüντγουιν, ερωμÝνη του τελευταßου, την Κλερ ΚλÝρμοντ (ετεροθαλÞ αδελφÞ της Μαßρης κι ερωμÝνη του ΜπÜιρον) και τον προσωπικü γιατρü-φυσιοθεραπευτÞ του ΜπÜιρον, Τζον Γουßλιαμ Πολιντüρι, βρßσκονται υπü καταρρακτþδη βροχÞ στις üχθες της λßμνης ΛεμÜν, Ýγκλειστοι στη βßλα ΝτιοντÜτι. Μες στις βροντÝς και στις αστραπÝς της θυελλþδους νýχτας ο ΜπÜιρον βÜζει Ýνα στοßχημα: we will each write a ghost story, να γρÜψει ο καθÝνας τους μια ιστορßα με φαντÜσματα.
Η νουβÝλα της Μαßρης Γκüντγουιν που προÝκυψε απü το στοßχημα, ο "ΦρανκενστÜιν", θα μεßνει στην ιστορßα ως αρχÝτυπο του εßδους. Ο γιατρüς Πολιντüρι Ýγραψε επßσης δýο ιστορßες: το "Ernestus Berchtold, or The Modern Oedipus" και μßα ακüμη που αν και λιγüτερο γνωστÞ απü τον "ΦρανκενστÜιν" Ýμελλε να ‘χει τερÜστια διÜδοση: ο "ΒρυκüλακÜς" του θα εμπνεýσει εκατοντÜδες Ýργα της παραλογοτεχνßας και του μελοδρÜματος και οπωσδÞποτε Ýνα ακüμη αρχετυπικü Ýργο: τον ΔρÜκουλα του Ιρλανδοý Μπραμ Στüκερ το 1897. Τα 2 απü τα 3 βιβλßα που ανεφÝρθησαν Ýχουν το κÝντρο της ÝμπνευσÞς τους αποκλειστικα σε κεßνο το καλοκαßρι του 1816.
Η βιβλιογραφßα για τους ΜπÜιρον και ΣÝλεú αφιερþνει πολλÝς σελßδες σε εκεßνο το καλοκαßρι στη λßμνη ΛεμÜν, üπου οι ΣÝλεú (ΠÝρσι, Μαßρη και Κλερ) με τους ΜπÜιρον και Πολιντüρι αντÜλλαξαν ιδÝες, ερωτικÜ χÜδια και ψυχικÝς εμπειρßες. Η συνÜντηση αυτþν των πÝντε προσþπων συμπυκνþνει και μüνο αν περιοριστοýμε στα ιστορικÜ τεκμÞρια, μια γενναßα ποσüτητα εκρηκτικοý μεßγματος λογοτεχνßας και πραγματικüτητας.
Ο ΜπÜιρον εßναι ο μεγαλýτερος της παρÝας, 28 ετþν, χωλüς στο Ýνα πüδι, καρπüς του δεýτερου γÜμου ενüς τυχοδιþκτη λοχαγοý με μια πλοýσια λαßδη. Ηταν 20 ετþν üταν Ýνας θεßος του κληροδüτησε τον τßτλο του λüρδου. Η γκουβερνÜντα του, ΜÝι ΓκρÝι, τον μυοýσε εκεßνη την εποχÞ εκ παραλλÞλου στην καλβινιστικÞ ηθικÞ και στη σεξουαλικÞ γνþση. ΑνÜμεσα στο 1800 και στο 1814 προλαβαßνει να ερωτευτεß Üνηβες κüρες, εξαδÝλφες, την ετεροθαλÞ αδελφÞ του Αυγοýστα αλλÜ και την ΑναμπÝλα ΜιλμπÜνκε την οποßα και παντρεýεται.
Το ßδιο διÜστημα σπουδÜζει στο ΚÝιμπριτζ, διεκδικεß τη θÝση του στη ΒουλÞ των Λüρδων και περιπλανιÝται στην ΙβηρικÞ, στη ΜÜλτα, στην Αλβανßα, στην Ηπειρο, στην ΕλλÜδα και στην Τουρκßα, ταξßδια που θα καταλÞξουν στα δýο πρþτα cantos του περßφημου "ΤσÜιλντ ΧÜρολντ". Η Ýκδοση του τελευταßου το 1812 θα τον καταστÞσει δημοφιλÞ εν μια νυκτß.
Το 1814 γεννιÝται η κüρη του Μεντüρα Λι, απü την αδελφÞ του Αυγοýστα, και το 1816 η Αυγοýστα ¢ντα απü τη γυναßκα του ΑναμπÝλα. Λßγο μετÜ χωρßζει τη τελευταßα κι η λονδρÝζικη high society του επιτßθεται ερεθισμÝνη απü το αλλüκοτο menage a trois που κυριαρχοýσε στο σπßτι του.
Τον ΜÜρτη του 1816- εγκαταλεßπει την Αγγλßα, μετÜ απü τα σκÜνδαλα, με μια τερÜστια ταξιδιωτικÞ Üμαξα, για την Ευρþπη και την ΑνατολÞ , για να μη ξαναγυρßσει ποτÝ. Τον ΜÜη φτÜνει στη Γενεýη και νοικιÜζει στις üχθες της λßμνης ΛεμÜν τη βßλα ΝτιοντÜτι. Τον συνοδεýει ο Πολιντüρι, που 'χει επιφορτιστεß απü τον εκδüτη του ΜπÜιρον να κρατÞσει ημερολüγιο του ταξιδιοý. Ο ΣÝλεú, η Μαßρη Γκüντγουιν κι η Κλερ ΚλÝρμοντ βρßσκονται Þδη εκεß.
Ο ΠÝρσι Μπßσι ΣÝλλευ εßναι τüτε 24 ετþν. ΠεισματικÜ Üθεος απü μικρÞ ηλικßα (στο κολÝγιο Ιτον τον φþναζαν ο ¢θεος του Ιτον) κι ανεξÜρτητη φýση, Üφησε το σπßτι του στα 19 του απÜγοντας συνÜμα τη 16χρονη ΧÜριετ ΓουÝστμπρουκ. Στο διÜστημα που Ýχει μετατρÝψει τη νÝα διαμονÞ του σε κοινüβιο νεαρþν αναρχικþν γνωρßζει τη Μαßρη, την (επßσης 16χρονη) κüρη του Γουßλιαμ Γκüντγουιν (1756-1836) και της Μαßρης Γολστüουνκραφτ (1759-1797), δýο περßφημων ελευθεριακþν διανοουμÝνων. Η Μαßρη Γολστüουνκραφτ πÝθανε κατÜ τη γÝννηση της Μαßρης αφÞνοντας πßσω της Ýνα ακüμη κορßτσι απü Üλλη σχÝση της, τη ΦÜνι ºμλεú. Οταν ο ΠÝρσι γνωρßζει τη Μαßρη, Ýχει Þδη απü τη ΧÜριετ μßα κüρη, την ΙÜνθη, τον επüμενο χρüνο αποκτÜ κι Ýνα γιο, ενþ με διαφορÜ μερικþν μηνþν αποκτÜ κι απü τη Μαßρη μßα κüρη που üμως πεθαßνει σχεδüν αμÝσως. (Η πρþτη ερωτικÞ επαφÞ της Μαßρης με τον ΠÝρσι Ýγινε πÜνω στον τÜφο της μητÝρας της). Τον επüμενο χρüνο (1816) η Μαßρη γεννÜ τον Γουßλιαμ, αγαπημÝνο γιο του ΣÝλλευ.
Ο Τζον Γουßλιαμ Πολιντüρι, γιος ενüς ιταλοý εκπατρισμÝνου, εßναι 20 ετþν. Απüφοιτος της ΙατρικÞς, με διατριβÞ για την υπνοβασßα (επινüησε τον üρο Ονειροδýνια), Üσημος, ονειροπüλος νÝος ιταλοαγγλικÞς καταγωγÞς, επιφορτισμÝνος με τη φροντßδα της υγεßας του ποιητÞ απü τη μια και πιθανüτητα με τη συγγραφÞ ενüς ημερολüγιου του ταξιδιοý που φαßνεται να του ανÝθεσε ο ΛονδρÝζος εκδüτης του Βýρωνα. Κανεßς απü τους παρευρισκομÝνους στη λßμνη ΛεμÜν δεν του φÝρεται καλÜ με πιθανÞ εξαßρεση τη Κλερ ΚλÝρμοντ. Ο Πολιντüρι θαυμÜζει σε υστερικü βαθμü τον Βýρωνα κι ελπßζει να του συμπαρασταθεß στις επανειλημμÝνες λογοτεχνικÝς του απüπειρες, εκεßνος üμως τον περιφρονεß συστηματικÜ.
Στη Γενεýη θα συναντÞσουν τους ΣÝλλευ κι üλη την υπüλοιπη παρÝα. ΣυνÞθιζαν να διαβÜζουν και ν' απαγγÝλουν βιβλßα κι αυτÞ τη νýχτα εßχαν διαλÝξει μια ανθολογßα αγγλικþν ιστοριþν τρüμου με τον τßτλο "Ιστορßες Των Νεκρþν". ΜετÜ την απαγγελßα ο λüρδος Βýρωνας πρüτεινε να γρÜψει ο καθÝνας απü μßα ιστορßα τρüμου. Ο ΣÝλλευ Ýγραψε μια ιστορßα για Ýνα φÜντασμα που πÞγε Üπατη, ο Βýρωνας Ýνα κεφÜλαιο απü μια ιστορßα που δεν θυμÜμαι τþρα (αυτü κι αν πÞγε Üπατο), η Μαßρη ΣÝλλευ στην ουσßα ξεκßνησε τον ΦρανκεστÜιν τον οποßο θα ολοκλÞρωνε αργüτερα κι ο Πολιντüρι Ýγραψε μια ιστορßα με τßτλο "the vampyre". Σε αυτÞ την ιστορßα του Πολιντüρι βασßστηκε ο Μπραμ Στüκερ για να γρÜψει τον περßφημο ΔρÜκουλα.
Στα περßχωρα της προεπαναστατικÞς ΑθÞνας, ο Polidori παρουσιÜζει τον Βýρωνα, τον σχεδüν εθνικü μας Þρωα, ως βρυκüλακα που προορßζεται να μεταφÝρει το μßασμα στην αγγλικÞ κοινωνßα. Ο λüρδος Βýρων εßχε Þδη πραγματοποιÞσει Ýνα ταξßδι στην ΑνατολÞ, περνþντας απü την ΕλλÜδα, το 1809-1811. ¸μελλε, ως θερμüς φιλÝλλην, να επανÝλθει, για να βρει πρüωρο θÜνατο στο Μεσολüγγι, το 1824, σε ηλικßα 36 ετþν.
Μßα πολý διαδεδομÝνη φÞμη στην Αγγλßα του 19ου αιþνα Þταν üτι ο λüρδος Βýρωνας Þταν βρυκüλακας.
"Ο Βρυκüλακας, Üλλωστε, θα διαβαστεß οπωσδÞποτε. Το συνιστοýν το üνομα του συγγραφÝα, η φÞμη των περιπετειωδþν ταξιδιþν του, του μυθþδους του χαρακτÞρα και της ευφυßας. Προμηνýει στους ζηλωτÝς αυτοý του εßδους λογοτεχνßας τις πιο Ýντονες εντυπþσεις που μπορεß να προξενÞσει Ýνα πνευματικü Ýργο και υπüσχεται να εξωθÞσει το Ýλεος και το φüβο þς το σπαραγμü και το Üγχος. Ο Βρυκüλακας, με τον φρικαλÝο ÝρωτÜ του, θα τρομοκρατÞσει τα üνειρα üλων των γυναικþν. Και σε λßγο, ßσως, το τÝρας αυτü, χÜρη σε μια νÝα εκταφÞ, θα παραχωρÞσει το ασÜλευτο προσωπεßο του, την υπüκωφη φωνÞ του, "το Üψυχο γκρßζο του μÜτι που, στυλωμÝνο στο πρüσωπο του αντικειμÝνου της προσοχÞς του, δεν φαινüταν να διεισδýει και μ Ýνα μüνο βλÝμμα να φθÜνει μÝχρι τα μýχια της ψυχÞς -παρÜ Ýπεφτε στο μÜγουλο με μια μολυβδÝνια λÜμψη και βÜραινε πÜνω στην επιδερμßδα που δεν Ýλεγε να διαπερÜσει"- θα προσφÝρει, λÝω, üλον αυτü το συρφετü του μελοδρÜματος στη ΜελπομÝνη των βουλεβÜρτων!" Charles Nodier (1819).
Tο "Vampyre" του Polidori εßναι μια εξαιρετικÞ μικρÞ ιστορßα που για τα δεδομÝνα της εποχÞς σßγουρα φÜνταζε πρωτüτυπη κι ενδιαφÝρουσα. ΓρÞγορη πλοκÞ χωρßς να χρονοτριβεß, ο συγγραφÝας μας παρουσιÜζει την "γÝννηση" του βρυκüλακα και των ιστοριþν του. ¸να εßδος (romantic vampire genre of fantasy fiction) κι Ýνα περιεχüμενο που 'γινε αρκετÜ δημοφιλÝς στα μετÝπειτα χρüνια. ΜακÜβριο και σκοτεινü, κρατÜ τα πρωτεßα στη δημιουργßα ενüς απüλυτα αιμοβüρου πλÜσματος -που δεν λαμπιρßζει στον Þλιο!! ¸μπνευση για πολλους μετÝπειτα συγγραφεßς.
==============================
Το Βαμπßρ
¼λα συνÝβησαν στη μÝση της χειμερινÞς κοσμικÞς σεζüν, στο Λονδßνο. Τüτε, Ýκανε την εμφÜνισÞ του, στις διÜφορες συγκεντρþσεις της υψηλÞς κοινωνßας, Ýνας ευγενÞς, ο οποßος ξεχþριζε περισσüτερο λüγω των ιδιορρυθμιþν του παρÜ εξαιτßας του τßτλου του. Παρατηροýσε με προσοχÞ την εýθυμη ατμüσφαιρα που τον περιτριγýριζε κι Ýμοιαζε σα να μη μποροýσε ο ßδιος να διασκεδÜσει μαζß με τους Üλλους. Προφανþς, τα σιγανÜ γελÜκια των παρευρισκομÝνων, του αποσποýσαν την προσοχÞ και μποροýσε με Ýνα και μüνο βλÝμμα του, να τα καταπνßξει, σκορπßζοντας τον φüβο στις καρδιÝς των πιο απερßσκεπτων. Εκεßνοι που βßωναν αυτü το αßσθημα δÝους , αδυνατοýσαν να εξηγÞσουν την αιτßα που το προκαλοýσε.
ΚÜποιοι το απÝδιδαν στα νεκρÜ, γκρßζα μÜτια του, που, üταν καρφþνονταν επÜνω στο αντικεßμενο της παρατÞρησÞς τους, Ýμοιαζαν αδιαπÝραστα, ενþ με Ýνα του βλÝμμα μποροýσε να φτÜσει ως τα μýχια της ψυχÞς του καθενüς. ¸μοιαζε καλυμμÝνος πßσω απü το γκρßζο, περßβλημα του προσþπου του, πρου τον καθιστοýσε απροσπÝλαστο. Ωστüσο, αυτÝς οι παραξενιÝς Þταν που του εξασφÜλιζαν τις προσκλÞσεις σε üλα τα σπßτια.
¼λοι επιθυμοýσαν να τον δουν κι üσοι Þταν μαθημÝνοι σε διÜφορες βßαιες συγκινÞσεις, και τþρα λýγιζαν κÜτω απü το βÜρος της πλÞξης, απολÜμβαναν να βλÝπουν κÜτι που τους κÝντριζε το ενδιαφÝρον. ΠαραβλÝποντας τη νεκρικÞ απüχρωση του προσþπου του, που ποτÝ δεν Ýπαιρνε Ýναν ζωηρüτερο τüνο, ποτÝ δεν κοκκßνιζε οýτε απü συστολÞ οýτε απü την Ýνταση κÜποιου δυνατοý συναισθÞματος, παρüλο που σε γενικÝς γραμμÝς θα μποροýσε να θεωρηθεß üμορφος, πολλÝς απü τις πιο τολμηρÝς κυρßες, προσπÜθησαν να κερδßσουν την προσοχÞ του και πραγματικÜ, ως Ýνα βαθμü εισÝπραξαν κÜτι που θα μποροýσε να θεωρηθεß ως τρυφερüτητα.
Η λαßδη ΜÝρσερ, την οποßα ειρωνεýονταν üλοι οι κακοπροαßρετοι του καλοý κüσμου, απü τüτε που παντρεýτηκε, του ριχνüταν απροκÜλυπτα κι Ýκανε το παν προκειμÝνου να της δþσει λßγη σημασßα. ΒÝβαια οι προσπÜθειÝς της δεν εßχαν και κανÝνα σπουδαßο αποτÝλεσμα, γιατß, üταν εκεßνη στεκüταν εμπρüς του, παρüλο που εκεßνος την κÜρφωνε ολοφÜνερα με τα μÜτια του, Ýμοιαζε ταυτüχρονα να την αγνοεß. ¼λες οι αδιÜντροπες προκλÞσεις της Ýπεσαν στο κενü κι Ýτσι αναγκÜστηκε να τα παρατÞσει.
ΑλλÜ παρüλο που αγνοοýσε επιδεικτικÜ τις κοινÝς μοιχαλßδες, δεν αδιαφοροýσε ολüτελα για τις γυναικεßες παρουσßες που τον περιτριγýριζαν. ΑπλÜ μιλοýσε με τÝτοια διακριτικüτητα στις ενÜρετες συζýγους και τις αγνÝς κüρες που λßγοι τον Ýπαιρναν εßδηση. ΜÜλιστα εßχε τη φÞμη του δεινοý ομιλητÞ. ºσως αυτÞ να Þταν και η αιτßα που οι κυρßες παρÝβλεπαν την αποστροφÞ τους για τον ιδιαßτερο χαρακτÞρα του, Þ πιθανþς να εκτιμοýσαν την προφανÞ αγÜπη του για την αρετÞ. ΠÜντως, τελικÜ, εκεßνος κατÜφερνε να βρßσκεται συχνÜ ανÜμεσα στις γυναßκες, τüσο σε εκεßνες που αποτελοýσαν καýχημα αρετÞς, üσο και σε εκεßνες που Þταν βουτηγμÝνες στον βοýρκο της ακολασßας.
Την ßδια περßπου εποχÞ, Þρθε στο Λονδßνο Ýνας νεαρüς ευγενÞς ονüματι ¿μπρεû. ¹ταν ορφανüς, εßχε μονÜχα μια αδερφÞ κι εßχε κληρονομÞσει πολλÜ χρÞματα απü τους γονεßς του, οι οποßοι εßχαν πεθÜνει, üταν εκεßνος Þταν ακüμα παιδß. Οι κηδεμüνες του, τον εßχαν παρατÞσει στην τýχη του, φροντßζοντας μονÜχα για την περιουσßα του αφÞνοντας την πνευματικÞ του κατÜρτιση στα χÝρια αδαþν παιδαγωγþν, με αποτÝλεσμα να καλλιεργÞσει ο νÝος περισσüτερο τη φαντασßα του παρÜ τη κριτικÞ του ικανüτητα. ¸τσι κατÝληξε να Ýχει σε μεγÜλο βαθμü üλα εκεßνα τα ρομαντικÜ αισθÞματα περß τιμÞς και ειλικρßνειας, τα οποßα καθημερινÜ καταστρÝφουν τους νεüκοπους ανθρþπους του χρÞματος.
Πßστευε πως üλοι προτιμοýν την αρετÞ και νüμιζε πως η φαυλüτητα εßδε δοθεß απü την θεßα πρüνοια απλþς για να εμπλουτßσει την εικüνα του κüσμου, üπως ακριβþς βλÝπουμε να συμβαßνει και στα ρομÜντζα. Θεωροýσε πως η δυστυχßα üσων ζοýσαν σε φτωχοκÜλυβα φαινüταν στις ταπεινÝς τους φορεσιÝς, οι οποßες μπορεß μεν να Þταν αρκοýντως ζεστÝς, αλλÜ την ομορφιÜ τους μποροýσε να συλλÜβει καλýτερα το μÜτι του ζωγρÜφου, που Þξερε πþς να απεικονßσει τις ακανüνιστες πτυχþσεις και τα πολýχρωμα μπαλþματÜ τους.
¸τσι ο νÝος κατÝληξε να πιστεýει πως τα ορÜματα των ποιητþν αποτελοýσαν την πραγματικüτητα της ζωÞς. ¹ταν ωραßος, ειλικρινÞς και πλοýσιος. Αυτοß Þταν κι οι λüγοι που, μüλις Ýκανε την εμφÜνισÞ του στους κοσμικοýς κýκλους, τον πολιüρκησαν πολλÝς μητÝρες οι οποßες πÜσχιζαν να παραφουσκþσουν τα προτερÞματα των συνεσταλμÝνων Þ υπερβολικÜ εýθυμων κοριτσιþν τους.
Απü την Üλλη πλευρÜ, οι κüρες, που Ýλαμπαν ολÜκερες κÜθε φορÜ που εκεßνος πλησßαζε και του Ýριχναν αστραποβüλα βλÝμματα μüλις Üνοιγε τα χεßλη του, σýντομα τον οδÞγησαν σε μια εσφαλμÝνη εικüνα, σχετικÜ με τα ταλÝντα και τα προτερÞματÜ του. Κι Ýτσι, καθþς Þταν προσκολλημÝνος στον ρομαντισμü της μοναχικÞς του ýπαρξης, ανακÜλυψε με Ýκπληξη πως, πÝρα απü τις φλüγες των κεριþν που τρεμüπαιζαν, üχι εξαιτßας κÜποιου φαντÜσματος, αλλÜ απü τις ανασαιμιÝς των ανθρþπων, δεν υπÞρχε θÝση στην πραγματικÞ ζωÞ για üλες εκεßνες τις αισθαντικÝς εικüνες και περιγραφÝς, που περιÝχονταν στα βιβλßα που εßχε διαβÜσει παλιüτερα. Βρßσκοντας, ωστüσο, κÜποια παρηγοριÜ μÝσα σε üλα üσα τüνωναν τη ματαιοδοξßα του, Þταν Ýτοιμος να αποποιηθεß τα üνειρÜ του, üταν, το Ýφερε η μοßρα, να συναπαντÞσει τον παρÜξενο Üνδρα που περιγρÜψαμε προηγουμÝνως.
Τον παρατηροýσε. Και καθþς ο Üλλος απÝφευγε να Ýχει μαζß του την παραμικρÞ επαφÞ, δεν μποροýσε να σχηματßσει την ελÜχιστη ιδÝα για τον χαρακτÞρα αυτοý του Üνδρα που φαινüταν εντελþς απορροφημÝνος απü τον εαυτü του, που δεν Ýδινε και πολý μεγÜλη σημασßα στα διÜφορα εξωτερικÜ ερεθßσματα, παρüλο που τα αντιλαμβανüταν. ¸τσι Üφησε τη φαντασßα του να πλÜθει üλα üσα τροφοδοτοýσαν την ροπÞ του προς τις παρατραβηγμÝνες ιδÝες και σýντομα Üρχισε να τον βλÝπει σαν Þρωα ρομÜντζου, δηλαδÞ üπως Þθελε να εßναι κι üχι üπως Þτανε πραγματικÜ.
Φρüντισε λοιπüν να τον γνωρßσει, του Ýκανε μεγÜλες ρεβερÜντζες και κατÜφερε σταδιακÜ, να κÜνει αισθητÞ την παρουσßα του. Στη πορεßα Ýμαθε πως ο Λüρδος Ροýθβεν εßχε κÜποιες υποθÝσεις να διευθετÞσει και στη συνÝχεια πληροφορÞθηκε πως ετοßμαζε τα χαρτιÜ του προκειμÝνου να ταξιδÝψει. Φλεγüμενος απü επιθυμßα να συγκεντρþσει περισσüτερα στοιχεßα σχετικÜ με αυτüν τον μοναδικü χαρακτÞρα, που ως τþρα του εßχε εξÜψει τη περιÝργεια, εξÞγησε στους κηδεμüνες του πως Þταν πλÝον καιρüς να κÜνει Ýνα μεγÜλο ταξßδι, σαν κι εκεßνα που εδþ και κÜμποσες γενιÝς συνηθßζουν να κÜνουν οι νÝοι, προκειμÝνου να δουν και την Üσχημη πλευρÜ της ζωÞς, þστε να αποκτÞσουν κι εκεßνοι με τη σειρÜ τους κÜποιες εμπειρßες σε σχÝση με τους μεγαλýτεροýς τους και να μη πÝφτουν απü τα σýννεφα κÜθε φορÜ που μαθαßνουν την επιτÝλεση κÜποιας σκανδαλþδους πρÜξης, απü εκεßνες που προκαλοýν τη θυμηδßα Þ και τον εγκωμιασμü, ανÜλογα με τον βαθμü της αριστοτεχνικÞς τους εκτÝλεσης.
Οι κηδεμüνες του Ýδωσαν την ÝγκρισÞ τους. Ο ¿μπρεû Ýσπευσε να ανακοινþσει τις προσθÝσεις του στον Λüρδο Ροýθβεν και προς μεγÜλη του Ýκπληξη εκεßνος του πρüτεινε να συνταξιδÝψουν. Ο νεαρüς εξÝλαβε την πρüσκληση ως δεßγμα εκτßμησης κι αισθÜνθηκε ολωσδιüλου ξεχωριστüς, οπüτε δÝχτηκε με χαρÜ και μετÜ απü λßγες ημÝρες διÝσχιζαν τα εγχþρια ýδατα.
Ως εκεßνη τη στιγμÞ ο ¿μπρεû δεν εßχε την ευκαιρßα να μελετÞσει τον χαρακτÞρα του Λüρδου Ροýθβεν και τþρα διαπßστωνε πως παρüλο που εßχε πλÝον τη δυνατüτητα να παρακολουθεß τη δρÜση του Λüρδου, τα πεπραγμÝνα του, ωστüσο, επιδÝχονταν ποικßλες ερμηνεßες πÝρα απü τα üποια προφανÞ κßνητρÜ του. Ο σýντροφüς του σκορποýσε χρÞματα αφειδþς. Οι αργüσχολοι, οι αλÞτες κι οι ζητιÜνοι λÜμβαναν απü το χÝρι περισσüτερα χρÞματα απü üσα χρειÜζονταν, για να ανακουφßσουν τις Üμεσες ανÜγκες τους.
¼μως ο ¿μπρεû διαπßστωσε πως ο Λüρδος δε μοßραζε με την ßδια ευκολßα τις ελεημοσýνες του σε εκεßνους τους Ýντιμους ανθρþπους που απü κÜποια αναποδιÜ της τýχης εßχαν καταλÞξει πÝνητες. Αυτοýς, τους Ýντιμους ανθρþπους, üταν χτυποýσαν την πüρτα του, τους Ýδιωχνε σχεδüν κακÞν κακþς. Μα, κÜθε φορÜ που κÜποιος ανÞθικος ερχüταν για να του ζητÞσει κÜτι, üχι για να ανακουφßσει τις ανÜγκες του, αλλÜ για να μπορÝσει να κυλιστεß μες στις ασÝλγειες Þ να βουλιÜξει ακüμα βαθýτερα στις ανομßες του, αυτüς, Ýφευγε πÜντα γεμÜτος με πλοýσιες φιλανθρωπßες. Αυτü βÝβαια ο ¿μπρεû, το απÝδιδε στη μεγαλýτερη επιδεξιüτητα των κακþν, οι οποßοι Þταν περισσüτερο επßμονοι απü τους υπüλοιπους, τους διστακτικοýς και σεμνοýς απüρους.
ΑλλÜ υπÞρχε και κÜτι Üλλο σχετικü με τις φιλανθρωπßες του Λüρδου, που του Ýκανε ακüμα μεγαλýτερη εντýπωση: üλοι εκεßνοι που δÝχτηκαν τα χρÞματÜ του, μοιραßα διαπßστωσαν πως αυτÜ τα λεφτÜ Þταν καταραμÝνα και εßτε κατÝληξαν στο ικρßωμα εßτε βυθßστηκαν στην πιο απüλυτη αθλιüτητα. Στις ΒρυξÝλλες και στις Üλλες πüλεις απü üπου πÝρασαν, ο ¿μπρεû, Ýμεινε Ýκπληκτος με τον φανερü ζÞλο που Ýδειχνε ο συνταξιδιþτης του για üλα τα καταγþγια του συρμοý.
ΑφÝθηκε να παρασυρθεß απü το πνεýμα της χαρτοπαιξßας. ΣτοιχημÜτιζε και πüνταρε με μεγÜλη επιτυχßα εκτüς απü τις περιπτþσεις που ο αντßπαλüς Þταν κÜποιος σεσημασμÝνος χαρτοκλÝφτης. Τüτε φρüντιζε να χÜνει περισσüτερα απü üσα εßχε προηγουμÝνως κερδßσει. Και πÜντα διατηροýσε το ßδιο ανÝκφραστο πρüσωπο, με το οποßο κοßταζε τον κüσμου που τον περιÝβαλε.
Ωστüσο δε συμπεριφερüταν το ßδιο, üταν τýχαινε να συναντÞσει κÜποιο Üγουρο κι αθþο παιδαρÝλι Þ κÜποιον ατυχÞ πατÝρα πολυπληθοýς οικογÝνειας. Τüτε πÜντα τους νικοýσε, Ýμοιαζε απüλυτα συγκεντρωμÝνος στο παιχνßδι και τα μÜτια του πετοýσανε σπßθες, σα γÜτα που παßζει με μισοπεθαμÝνο ποντßκι. Σε κÜθε πüλη φρüντιζε να αφÞνει τους εýπορους νÝους, που εßχαν δεχτεß τη φιλßα του, εντελþς κατεστραμμÝνους, χωρισμÝνους απü üσους αγαποýσαν, μÝσα σε Ýνα υγρü κελß, να αναθεματßζουν την þρα και τη στιγμÞ που τον γνþρισαν.
Επßσης πολλοß πατερÜδες που τον συναπÜντησαν κατÝληξαν να κοιτÜζουν με απüγνωση τα βουβÜ πεινασμÝνα παιδιÜ τους, βλÝποντας üλη την περιουσßα τους εξανεμισμÝνη, σε σημεßο που να μην Ýχουν λεφτÜ, οýτε για να καλýψουν τις βασικüτερες ανÜγκες του σπιτιοý τους. ΠοτÝ δε σηκωνüταν απü τραπÝζι της χαρτοπαιξßας με χρÞματα στις τσÝπες του. ¼σα εßχε προηγουμÝνως κερδßσει απü τα αθþα θýματÜ του, φρüντιζε να τα χÜνει αμÝσως, ως την τελευταßα δεκÜρα. ºσως βÝβαια, αυτü να οφειλüταν στο üτι, καßτοι Þταν γνþστης του παιχνιδιοý, υπÞρχαν ωστüσο κÜποια Üλλοι περισσüτεροι ικανοß κι Ýμπειροι.
Ο ¿μπρεû θÝλησε πολλÝς φορÝς να το συζητÞσει αυτü με τον φßλο του και να τον ικετεýσει να σταματÞσει τις φιλανθρωπßες και τις διασκεδÜσεις εκεßνες που σκορποýσαν γýρω του τον ξολοθρεμü και του απÝφεραν ελÜχιστο κÝρδος. ΑλλÜ το ανÝβαλε διαρκþς, γιατß κÜθε μÝρα που περνοýσε, Ýλπιζε πως ο φßλος του θα του Ýδινε κÜποια αφορμÞ, þστε να του μιλÞσει με ειλικρßνεια και ευθýτητα. Δυστυχþς αυτü δε συνÝβη ποτÝ.
Ο Λüρδος Ροýθβεν μÝσα στην ÜμαξÜ του, προσπερνοýσε τα Üγρια και πλοýσια τοπßα που συναντοýσαν στην πορεßα τους πÜντα με τον ßδιο τρüπο: Τα μÜτια του μιλοýσαν λιγüτερο απü τα χεßλη του. ¸τσι, παρüλο που ο ¿μπρεû βρισκüταν κοντÜ στο αντικεßμενο της περιÝργειÜς του, παρÝμενε ανικανοποßητος και η μüνη ευχαρßστηση που εισÝπραττε εßχε να κÜνει με τη μÜταιη επιθυμßα του να ρßξει φως σε αυτü το μυστÞριο, το οποßο εßχε εξÜψει τη φαντασßα του και τον Ýκανε να πιστεýει πως πßσω απü üλα αυτÜ κρυβüταν κÜτι το υπερφυσικü.
ΜετÜ απü λßγο καιρü Ýφτασαν στη Ρþμη και για Ýνα διÜστημα, ο ¿μπρεû, Ýχασε τα ßχνη του συνταξιδιþτη του. Ο Λüρδος τον Üφησε στις φροντßδες μιας Ιταλßδας κοντÝσας κι ο ßδιος πÞγε να εξερευνÞσει τα μνημεßα μιας σχεδüν ερειπωμÝνης πüλης. Κι ενþ ο ¿μπρεû περνοýσε Ýτσι τον καιρü του, Ýφτασε η αλληλογραφßα του απü την Αγγλßα, την οποßα Üνοιξε με μεγÜλη ανυπομονησßα. Το πρþτο γρÜμμα Þταν απü την αδερφÞ του, η οποßα του Ýστελνε απλþς την αγÜπη της.
Τα υπüλοιπα üμως, Þταν απü τους κηδεμüνες του και τα üσα του Ýγραφαν τον Üφησαν κατÜπληκτο. Ως τþρα μονÜχα με τη φαντασßα του υποψιαζüταν πως ο σýντροφüς του διακατεχüταν απü κÜποια διαβολικÞ δýναμη, πλÝον üμως, αυτÝς οι επιστολÝς μετÝτρεψαν την υποψßα σε βεβαιüτητα. Οι κηδεμüνες του επÝμεναν να εγκαταλεßψει αμÝσως τον φßλο του και τüνιζαν πως ο χαρακτÞρας του Þταν φριχτÜ ακüλαστος και γι’ αυτü, η ικανüτητÜ του να αποπλανεß, Ýκανε τις Ýκφυλες Ýξεις του, ακüμα πιο επικßνδυνες για την κοινωνßα.
Εßχε αποκαλυφθεß πως η αδιαφορßα του για εκεßνη την μοιχαλßδα κοσμικÞ κυρßα δεν προερχüταν απü την περιφρüνησÞ του για τον χαρακτÞρα της. Πως προκειμÝνου να ενισχýσει τις ακüρεστες ορÝξεις του, απαιτοýσε απü τα θýματÜ του, τις συνÝνοχους του στην ακολασßα, να εκπÝσουν απü τα ýψη της αρετÞς τους και να συρθοýν στον βüρβορο της πιο επαßσχυντης ατιμßας και υποβÜθμισης. ¸τσι üλες εκεßνες οι γυναßκες που συναναστρεφüταν, υποτßθεται για την αρετÞ τους, εßχαν, μετÜ την αναχþρησÞ του, ρßξει τις μÜσκες και δεν ντρÝπονταν πλÝον να εκθÝσουν τα απεχθÞ τους βßτσια σε κοινÞ θÝα.
Ο ¿μπρεû αποφÜσισε να φýγει μακριÜ απü Ýναν τÝτοιον Üνθρωπο, του οποßου ο χαρακτÞρας δεν εßχε φανερþσει ως τþρα το παραμικρü φωτεινü σημαδÜκι, Ýστω κÜτι, για να αναπαυθεß επÜνω του το βλÝμμα. ΑποφÜσισε να σκαρφιστεß κÜποια αληθοφανÞ δικαιολογßα και τον παρατÞσει αμÝσως, αλλÜ, στο μεταξý, σκüπευε να Ýχει το νου του και μην αφÞσει τßποτα να περÜσει απαρατÞρητο. Φρüντισε να μπει στο κýκλο του Λüρδου και σýντομα διαπßστωσε πως ο Λüρδος προσπαθοýσε να αποπλανÞσει την Üδολη κüρη μιας κυρßας, την οποßας το σπßτι επισκεπτüταν πολý συχνÜ.
Στην Ιταλßα σπÜνια απαντÜται μια ανýπαντρη νÝα μÝσα σε κοσμικοýς κýκλους. Συνεπþς ο Λüρδος Ýπρεπε να εκτελÝσει τα σχÝδιÜ του εν κρυπτþ. Ο ¿μπρεû επÝμενε να τον παρακολουθεß στενÜ και σýντομα ανακÜλυψε πως ο Λüρδος σχεδßαζε μια δολοφονßα η οποßα σχεδüν σßγουρα θα εßχε ως αποτÝλεσμα την καταστροφÞ ενüς αθþου, αλλÜ απερßσκεπτου κοριτσιοý. Χωρßς να χÜνει καιρü, ο ¿μπρεû μπÞκε στα ιδιαßτερα διαμερßσματα του Λüρδου Ροýθβεν και τον ρþτησε ευθÝως για τις προθÝσεις του σχετικÜ με τη δεσποινßδα, ενημερþνοντÜς τον παρÜλληλα, πως γνþριζε üτι επρüκειτο να τη συναντÞσει απüψε κιüλας, τη νýχτα. Ο Λüρδος Ροýθβεν εßπε πως οι προθÝσεις του δεν διÝφεραν απü εκεßνες που ο καθÝνας θα εßχε στην προκειμÝνη περßπτωση. Κι üταν ο ¿μπρεû τον πßεσε για να μÜθει αν σκüπευε να παντρευτεß τη νÝα, εκεßνος απλÜ γÝλασε.
Ο ¿μπρεû αποχþρησε κι αμÝσως Ýγραψε Ýνα σημεßωμα στο οποßο ανÝφερε πως αδυνατοýσε να συνοδεýσει τη αυτοý εξοχüτητα στο υπüλοιπο του ταξιδιοý του, διÝταξε τον υπηρÝτη του να του βρει Üλλο κατÜλυμα και ειδοποßησε την μητÝρα της νÝας, πληροφορþντας την για üλα üσα Þξερε, üχι μüνο σχετικÜ με την κüρη της αλλÜ και σχετικÜ με τον χαρακτÞρα του Λüρδου. ¸τσι η συνÜντηση αποτρÜπηκε. Ο Λüρδος Ροýθβεν Ýστειλε απλþς, την επομÝνη, τον υπηρÝτη του, για να δηλþσει τη συγκατÜθεσÞ του, σχετικÜ με την αποχþρηση. ΑλλÜ δεν Ýκανε νýξη για την παρÝμβαση του ¿μπρεû στα σκοτεινÜ σχÝδιÜ του.
Μüλις Üφησε τη Ρþμη, ο ¿μπρεû κατευθýνθηκε προς την ΕλλÜδα και διασχßζοντας την χερσüνησο Ýφτασε σýντομα ως την ΑθÞνα. Κανüνισε τη παραμονÞ του στο σπßτι ενüς ¸λληνα και σýντομα ξεκßνησε την αναζÞτηση των μισοσβησμÝνων αρχεßων της αρχαßας δüξας, μÝσα στα μνημεßα που εξιστοροýσαν τις σπουδαßες πρÜξεις των ελεýθερων ανθρþπων, που εßχαν πλÝον καταλÞξει σκλÜβοι, και τα οποßα ντροπιασμÝνα εßχαν κρυφτεß κÜτω την προστατευτικÞ επιφÜνεια του εδÜφους και τις πολýχρωμες λειχÞνες. ΚÜτω απü την ßδια στÝγη με εκεßνον, ζοýσε Ýνα πλÜσμα, τüσο üμορφο και εýθραυστο, που Ýμοιαζε βγαλμÝνο απü τον πßνακα κÜποιου ζωγρÜφου, που Þθελε να απεικονßσει τον παρÜδεισο, üπως τον εßχε υποσχεθεß ο ΜωÜμεθ στους πιστοýς του, αν και βÝβαια πßσω απü τα μÜτια της κρυβüταν μια αλÞθεια που δεν συγκαταλεγüταν σε οτιδÞποτε Üψυχο.
¸τσι üπως χüρευε μÝσα στην πεδιÜδα, Þ üταν αλαφροπατοýσε επÜνω στη βουνοπλαγιÜ, θα νüμιζε κÜποιος πως ξεπερνοýσε ακüμα και μια γαζÝλα στη χÜρη. Γιατß üποιος αντßκριζε το βλÝμμα της, αντιλαμβανüταν πως η ολοζþντανη ματιÜ της δεν εßχε τßποτα το ζωþδες, κÜτι που να μπορεß να γßνει βορÜ, στα δüντια ενüς πεινασμÝνου. Τα απαλÜ βÞματα της ΙÜνθης συνüδευαν συχνÜ τον ¿μπρεû, üταν εκεßνος Ýβγαινε προς αναζÞτηση αρχαιοτÞτων και συχνÜ, το κορßτσι, χωρßς Þ ßδια να το αντιλαμβÜνεται, στην προσπÜθειÜ της να πιÜσει μια πεταλοýδα του Κασμßρ, αποκÜλυπτε ολüκληρη την ομορφιÜ του κορμιοý της και κÜτω απü το επßμονο βλÝμμα του νÝου, φαινüταν σα να Ýπλεε στον Üνεμο. Τüτε αυτüς ξεχνοýσε τα γρÜμματα που εßχε μüλις αποκρυπτογραφÞσει απü μια σχεδüν σβησμÝνη επιγραφÞ, ατενßζοντας τη λεπτοκαμωμÝνη της φιγοýρα. ΣυχνÜ οι κοτσßδες της λýνονταν την þρα που φτεροýγιζε ολüγυρα, αποκαλýπτοντας στις αχτßδες του Þλιου τις απαλÝς, αχνÝς αποχρþσεις των μαλλιþν της κι αυτü συνÝτεινε στην αφηρημÜδα του αρχαιοδßφη, που λησμονοýσε το αντικεßμενο, που πριν λßγο, Ýδειχνε τüσο σημαντικü για την ορθÞ ερμηνεßα κÜποιου αποσπÜσματος του Παυσανßα.
Μα ποιο το νüημα να περιγρÜφει κÜποιος τις ομορφιÝς που üλοι μποροýν να νιþσουν, αλλÜ κανÝνας δεν εßναι σε θÝσει να τις εκτιμÞσει; Η νÝα Þταν αγνÞ κι ωραßα, ανεπηρÝαστη απü τον συνωστισμü των κοσμικþν σαλονιþν και τις ασφυκτικÝς αßθουσες χοροý. Ενþ εκεßνος σκιτσÜριζε τα ερεßπια, τα οποßα επιθυμοýσε να διατηρÞσει ως αναμνηστικÜ για το μÝλλον, αυτÞ, καθüταν στο πλÜι του και κοßταζε τα μαγικÜ κüλπα του μολυβιοý του, που αποτýπωναν τα τοπßα της πατρßδας της.
Τüτε η κοπÝλα, του περιÝγραφε τον κυκλικü χορü που χορευüταν στην ανοιχτÞ πεδιÜδα και του σκιαγραφοýσε, με üλα τα λαμπερÜ χρþματα των νεανικþν της αναμνÞσεων, μια γαμÞλια πομπÞ, που θυμüταν να Ýχει δει, üταν Þταν ακüμα μικρü κοριτσÜκι. Και μετÜ στρεφüταν σε θÝματα που προφανþς της εßχαν κÜνει τη μεγαλýτερη εντýπωση και του Ýλεγε διÜφορες διηγÞσεις που σχετßζονταν με το υπερφυσικü, üπως τις εßχε ακοýσει απü τη νταντÜ της. Η σοβαρüτητα με την οποßα αφηγοýταν üλα εκεßνα που Ýδειχνε ολοφÜνερα να τα πιστεýει, κÝντριζαν το ενδιαφÝρον του ¿μπρεû. Και συχνÜ, üταν του Ýλεγε την ιστορßα για το ζωντανü βαμπßρ, που εßχε ζÞσει για χρüνια ανÜμεσα σε φßλους και ανθρþπους που το αγαποýσαν, τρεφüμενο απü τις ζωÝς διαφüρων αξιαγÜπητων γυναικþν, Ýτσι þστε να επεκτεßνει την ýπαρξÞ του για μερικοýς μÞνες κÜθε φορÜ, το αßμα του νÝου πÜγωνε, παρüλο που την περιγελοýσε για üλες αυτÝς τις ανοýσιες και φριχτÝς φαντασιοπληξßες.
¼μως η ΙÜνθη του ανÝφερε τα ονüματα διαφüρων ηλικιωμÝνων ανδρþν που τελικÜ εντüπισαν το πλÜσμα που ζοýσε ανÜμεσÜ τους, üταν διαπßστωσαν πως πολλοß κοντινοß συγγενεßς τους και μικρÜ παιδιÜ, βρÝθηκαν σημαδεμÝνοι απü την σφραγßδα του αδηφÜγου φßλου τους. Κι üταν εκεßνη Ýβλεπε πως ο νÝος παρÝμενε δýσπιστος, τον ικÝτευε να την πιστÝψει, γιατß üσοι εßχαν τολμÞσει να αμφισβητÞσουν την ýπαρξη τÝτοιων πλασμÜτων, εßχαν λÜβει τις ανÜλογες αποδεßξεις, που τους υποχρÝωσαν, με συντριβÞ και πüνο καρδιÜς, να ομολογÞσουν πως üλα αυτÜ Þταν αληθινÜ.
Του περιÝγραψε καταλεπτþς τη συνηθισμÝνη εμφÜνιση αυτþν των τερÜτων και ο τρüμος του νÝου αυξÞθηκε κατακüρυφα, üταν διαπßστωσε πως η περιγραφÞ ταßριαζε απüλυτα με την εικüνα του Λüρδου Ροýθβεν. Ωστüσο εκεßνος επÝμενε να προσπαθεß να την πεßσει πως οι φüβοι της δεν Þταν αληθινοß, παρüλο που την ßδια στιγμÞ, αποροýσε με τις τüσες συμπτþσεις, που üλες επιβεβαßωναν τις υποψßες του, για τις υπερφυσικÝς δυνÜμεις του Λüρδου Ρουθβεν.
Ο ¿μπρεû Üρχισε να δÝνεται ολοÝνα και περισσüτερο με την ΙÜνθη. Η αθωüτητÜ της, που ερχüταν σε χτυπητÞ αντßθεση με τις επßπλαστες αρετÝς των γυναικþν στις οποßες ως τþρα εßχε αναζητÞσει τον ιδανικü Ýρωτα, κÝρδισε την καρδιÜ του. Και παρüλο που Ýβρισκε γελοßα την ιδÝα ενüς γÜμου ανÜμεσα σε Ýναν Üγγλο και μια μικρÞ, αμüρφωτη ελληνßδα, ωστüσο συνÝχισε να τον ελκýει η σχεδüν νεραúδÝνια θωριÜ της. ΚÜποιες φορÝς φρüντιζε να την αποχωρßζεται και με δικαιολογßα κÜποιας αρχαιολογικÞς εξερεýνησης, Ýφευγε μακριÜ της, αποφασισμÝνος να μην επιστρÝψει προτοý φÝρει την αποστολÞ του σε πÝρας. ΑλλÜ τελικÜ ποτÝ δεν κατÜφερνε να συγκεντρþσει την προσοχÞ του επÜνω στα ερεßπια που τον περιÝβαλλαν, αφοý στο μυαλü του υπÞρχε μονÜχα η δικÞς της εικüνα, η οποßα κρατοýσε το κλειδß üλων του των σκÝψεων.
Η ΙÜνθη δεν γνþριζε τßποτα για τον Ýρωτα του νÝου και παρÝμενε το ßδιο αθþο παιδß, üπως Þταν, üταν την πρωτογνþρισε. ΠÜντα Ýδειχνε να τον αποχωρßζεται με δυσκολßα. Αυτü üμως συνÝβαινε επειδÞ Ýτσι, δε θα εßχε με ποιον να επισκεφθεß τα αγαπημÝνα της λημÝρια, ενþ ο συνοδüς της θα Þταν απασχολημÝνος με το σκιτσÜρισμα Þ την εκσκαφÞ κÜποιου θραýσματος, που εßχε γλιτþσει απü το καταστροφικü χÝρι του χρüνου. Η νÝα εßχε ζητÞσει και τη συνδρομÞ των γονιþν της για το ζÞτημα των Βαμπßρ κι εκεßνοι, με μεγÜλη σιγουριÜ, επιβεβαßωσαν την ýπαρξÞ τους, χλομιÜζοντας απü τρüμο και μüνο στο Üκουσμα του ονüματüς τους.
Λßγο καιρü αργüτερα, ο ¿μπρεû αποφÜσισε να πραγματοποιÞσει μια απü τις εξορμÞσεις του, η οποßα επρüκειτο να τον κρατÞσει απασχολημÝνο για αρκετÝς þρες. ¼ταν οι Üλλοι Üκουσαν το üνομα της τοποθεσßας που Þθελε να πÜει, με Ýνα στüμα τον ικÝτεψαν να μην επιστρÝψει αργÜ τη νýχτα, καθþς Ýπρεπε να περÜσει αναγκαστικÜ απü Ýνα δÜσος, απü το οποßο ποτÝ και για καμßα αιτßα, κανÝνας Ýλληνας δεν περνοýσε, μετÜ τη δýση του ηλßου. Του το περιÝγραψαν σαν κατοικßα των βαμπßρ, üπου επιδßδονταν, εκεß μÝσα, στα νυχτερινÜ τους üργια κι Ýλεγαν πως βαριÝς συμφορÝς Ýπεφταν στο κεφÜλι εκεßνου που τολμοýσε να διασχßσει το μονοπÜτι τους.
Ο ¿μπρεû δεν πÞρε στα σοβαρÜ τις περιγραφÝς τους και προσπÜθησε να τους εξηγÞσει το γελοßον του üλου πρÜγματος. ¼ταν üμως τους εßδε να αναρριγοýν μπροστÜ στην τüλμη του να ειρωνευτεß μια τÝτοια ανþτερη, καταχθüνια δýναμη, που αρκοýσε το üνομÜ της για κÜνει το αßμα τους να παγþσει, ο νÝος προτßμησε να σωπÜσει.
Το Üλλο πρωß ο ¿μπρεû ξεκßνησε για την εκδρομÞ του, ασυνüδευτος. ΠαρατÞρησε με Ýκπληξη το μελαγχολικü πρüσωπο του σπιτονοικοκýρη του και στενοχωρÞθηκε, üταν κατÜλαβε πως τα üσα εßχε πει, κοροúδεýοντας εκεßνους τους απαßσιους δαßμονες, εßχαν προκαλÝσει τüσο μεγÜλο τρüμο σε αυτοýς τους ανθρþπους. Την þρα που ετοιμαζüταν για την αναχþρησÞ του, η ΙÜνθη τον πλησßασε, στο πλευρü του αλüγου του, και τον ικÝτεψε πολý σοβαρÜ να επιστρÝψει προτοý νυχτþσει, γιατß η νýχτα απελευθÝρωνε τις δυνÜμεις αυτþν των πλασμÜτων.
Εκεßνος της το υποσχÝθηκε.
Παρασýρθηκε, ωστüσο, τüσο πολý απü την ÝρευνÜ του, που δεν πÞρε εßδηση το φως της ημÝρας που Ýσβηνε και δεν εßδε πως στο βÜθος του ορßζοντα υπÞρχε Ýνα μικρü συννεφÜκι, απü εκεßνα που στα θερμüτερα κλßματα πυκνþνουν ταχýτατα, σχηματßζοντας μια τερÜστια μÜζα και ξεσποýν με μανßα επÜνω στην ερημιÜ της εξοχÞς. ΚÜποτε, επιτÝλους, ανÝβηκε στο Üλογü του, αποφασισμÝνος να βιαστεß για να αντισταθμßσει την καθυστÝρησÞ του.
Το λυκüφως, σε αυτÜ τα νüτια κλßματα εßναι σχεδüν Üγνωστο. Ο Þλιος δýει απüτομα και πÝφτει η νýχτα.
Προτοý προλÜβει να απομακρυνθεß αρκετÜ, η δýναμη της καταιγßδας τον εßχε προλÜβει, οι κεραυνοß Ýπεφταν απανωτÜ, η βαριÜ, πυκνÞ βροχÞ διαπερνοýσε το πυκνü φýλλωμα την þρα που γαλÜζιες, αιχμηρÝς αστραπÝς Ýμοιαζαν να σκÜνε, φωτοβολþντας, στα πüδια του.
ΞαφνικÜ το Üλογü του τρüμαξε και πÝρασε με τρομαχτικÞ ταχýτητα μÝσα στο δαιδαλþδες δÜσος. ΤελικÜ το ζþο, εξαντλημÝνο απü την κοýραση, σταμÜτησε κι ο νÝος διαπßστωσε, στο φως μιας αστραπÞς, πως βρισκüταν κοντÜ σε μια καλýβα, που μετÜ βßας ξεχþριζε απü τις μÜζες των νεκρþν φýλλων και των χαμüκλαδων που την περιÝβαλλαν.
ΚατÝβηκε απü το Üλογü του και πλησßασε, ελπßζοντας να βρει κÜποιον, για να τον καθοδηγÞσει ως την πüλη, Þ Ýστω να του προσφÝρει καταφýγιο απü την καταιγßδα που λυσσομανοýσε. Την þρα που πλησßαζε, οι κεραυνοß σταμÜτησαν για μια στιγμÞ κι Ýτσι μπüρεσε να ακοýσει τις φρικιαστικÝς στριγκλιÝς μιας γυναßκας που αναμειγνýονταν με Ýνα πνιχτü, θριαμβευτικü, κοροúδευτικü γÝλιο, σχηματßζοντας Ýναν αξεδιÜλυτο Þχο. ¸μεινε Üναυδος.
ΑλλÜ Ýνας νÝος κεραυνüς, που ξÝσπασε πÜνω απü το κεφÜλι του, τον αφýπνισε και με μια απüτομη κßνηση Üνοιξε με βßα την πüρτα της καλýβας. ΒρÝθηκε μÝσα στο πιο απüλυτο σκοτÜδι. Ωστüσο εßχε για οδηγü του τον Þχο. Προφανþς η παρουσßα του δεν εßχε γßνει αντιληπτÞ. Γιατß παρüλο που μßλησε φωναχτÜ, οι Þχοι συνεχßστηκαν και κανÝνας δεν φÜνηκε να τον προσÝχει. Τüτε αισθÜνθηκε κÜποιον να τον αγγßζει κι αμÝσως τον Üρπαξε. Τüτε ακοýστηκε μια φωνÞ «ΞανÜ μπροστÜ μου» την οποßα διαδÝχτηκε Ýνα δυνατü γÝλιο. Ο νÝος βρÝθηκε να παλεýει με κÜποιον που φαινüταν να Ýχει υπερÜνθρωπη δýναμη.
ΑποφασισμÝνος να πÝσει μαχüμενος, πÜλεψε. ΑλλÜ Þταν μÜταιο. Τον σÞκωσαν στον αÝρα και τον εκσφενδüνισαν με απßστευτη βßα στο Ýδαφος. Ο αντßπαλüς του, Ýπεσε επÜνω του και γονατßζοντας επÜνω στο στÞθος του, πÝρασε τα χÝρια του γýρω απü τον λαιμü του. ¼μως τα κακüβουλα σχÝδιÜ του διακüπηκαν απü την λÜμψη ενüς πλÞθους δαυλþν, που διαπερνüντας το Üνοιγμα της καλýβας, φþτιζαν σα να Þταν μÝρα. Τüτε το πλÜσμα σηκþθηκε και εγκαταλεßποντας τη λεßα του, το Ýσκασε απü την πüρτα, και, μÝσα σε μια στιγμÞ, εßχε σβÞσει ακüμα κι ο Þχος απü τα κλαδιÜ που Ýσπαζαν στο διÜβα του.
Η καταιγßδα εßχε πλÝον κοπÜσει. Ο ¿μπρεû δεν μποροýσε να κινηθεß, αλλÜ σýντομα τον Üκουσαν εκεßνοι που βρßσκονταν απÝξω. ΜπÞκαν μÝσα. Το φþς των δαυλþν Ýπεσε επÜνω στους τοßχους, που Þταν καμωμÝνοι απü λÜσπη και η αχυρÝνια σκεπÞ πνßγηκε μÝσα στην βαριÜ κÜπνα. Ο ¿μπρεû τους ζÞτησε να ψÜξουν εκεßνη την γυναßκα που τον εßχε προσελκýσει με τις φωνÝς της. Για Üλλη μια φορÜ, απüμεινε στο σκοτÜδι. ¼ταν üμως το φως των δαυλþν επÝστρεψε εßδε με φρßκη πως μετÝφεραν το Üψυχο σþμα μιας νεαρÞς γυναßκας. ¸κλεισε τα μÜτια του, ελπßζοντας πως üλα αυτÜ δεν Þταν παρÜ Ýνα αποκýημα της ταραγμÝνης του φαντασßας. ΑλλÜ μüλις τα Üνοιξε πÜλι, ξανÜδε την μορφÞ της, την οποßα εßχαν αποθÝσει στο πλÜι του.
Δεν υπÞρχε ßχνος χρþματος στα μÜγουλÜ της, οýτε καν επÜνω στα χεßλια της. Η ακινησßα του προσþπου της εßχε αντικαταστÞσει την αλλοτινÞ της ζωντÜνια. ΠÜνω στον λαιμü και στο στÞθος της υπÞρχε αßμα και στο λαρýγγι της φαßνονταν τα σημÜδια απü τα δüντια που εßχαν ανοßξει τη φλÝβα της. Μüλις το εßδαν αυτü, οι Üνδρες που την εßχαν βρει, φþναξαν üλοι μαζß ταυτüχρονα, κεραυνοβολημÝνοι απü τον τρüμο:
-"Το Βαμπßρ! Το Βαμπßρ!"
¸φτιαξαν Ýνα πρüχειρο φορεßο κι ο ¿μπρεû τοποθετÞθηκε στο πλευρü της ΙÜνθης, εκεßνης, που τον τελευταßο καιρü εßχε υπÜρξει το αντικεßμενο των πιο φωτεινþν και ονειρικþν οραμÜτων του, ενþ τþρα κειτüταν νεκρÞ με το Üνθος της ζωÞς της ολüτελα μαραμÝνο. Ο ßδιος δεν Þξερε τι να σκεφτεß – το μυαλü του εßχε μουδιÜσει και Ýμοιαζε να απωθεß κÜθε σκÝψη, αναζητþντας καταφýγιο στο κενü. Στο χÝρι του βαστοýσε, σχεδüν ασυνεßδητα, Ýνα γυμνü, πολý ιδιαßτερο στιλÝτο, που εßχε βρεθεß μες στη καλýβα.
Σýντομα συναντÞθηκαν με Üλλες ομÜδες ανθρþπων, οι οποßοι εßχαν επßσης βγει για αναζητÞσουν την εξαφανισμÝνη κοπÝλα. Οι θρηνητικÝς κραυγÝς τους, την þρα που πλησßαζαν στην πüλη, Ýφεραν πρþτες στους γονεßς της τα μαντÜτα της φριχτÞς καταστροφÞς. Δεν υπÜρχουν λüγια ικανÜ να περιγρÜψουν τον πüνο τους. ¼ταν üμως εξακρßβωσαν τον θÜνατο του παιδιοý τους κοßταξαν τον ¿μπρεû κι Ýδειξαν το νεκρü της σþμα. ¹ταν απαρηγüρητοι. Κι οι δυο πÝθαναν απü τον καημü τους.
Μüλις Ýβαλαν τον ¿μπρεû στο κρεβÜτι του, κατελÞφθη απü βßαιο πυρετü που συχνÜ του προκαλοýσε παραλÞρημα. ΜÝσα σε αυτÜ τα ξεσπÜσματα, συχνÜ καλοýσε τον Λüρδου Ροýθβεν και την ΙÜνθη και εξαιτßας κÜπου ανεξÞγητου συνειρμοý, ικÝτευε τον πρþην συνταξιδιþτη του, να χαρßσει τη ζωÞ στην αγαπημÝνη του. ¢λλοτε πÜλι καταριüταν τον Λüρδο, θεωρþντας τον ως υπαßτιο για τον αφανισμü της. Την ßδια εποχÞ Ýτυχε να καταφτÜσει στην ΑθÞνα κι ο Λüρδος Ροýθβεν και για κÜποιο μυστηριþδη λüγο, μüλις πληροφορÞθηκε την κατÜσταση του ¿μπρεû, φρüντισε αμÝσως να εγκατασταθεß στην ßδια με εκεßνον κατοικßα κι Ýγινε ο ακοßμητος φýλακÜς του.
¼ταν τελικÜ ο νÝος συνÞλθε απü το παραλÞρημÜ του, Ýμεινε Üφωνος, γεμÜτος φρßκη, βλÝποντας μπροστÜ του εκεßνον, που την εικüνα του εßχε συνδυÜσει με την ýπαρξη των Βαμπßρ. ΑλλÜ ο Λüρδος Ροýθβεν, με τα ευγενικÜ του λüγια, φαινüταν σχεδüν μετανοιωμÝνος για εκεßνο το σφÜλμα, που εßχε σταθεß η αφορμÞ του χωρισμοý τους, κι επιπλÝον, με την προσοχÞ, την Ýγνοια και τη φροντßδα που Ýδειχνε, μπüρεσε μÝσα σε ελÜχιστο χρüνο να τον συμφιλιþσει με την παρουσßα του.
Ο Λüρδος φαινüταν αρκετÜ αλλαγμÝνος. Δεν Ýμοιαζε πλÝον με εκεßνο το απαθÝς πλÜσμα που εßχε τüσο παραξενÝψει τον ¿μπρεû. ΑλλÜ μüλις ο νÝος Üρχισε να αναρρþνει με ταχýτατο ρυθμü, εκεßνος επÝστρεψε σταδιακÜ στην προηγοýμενη συμπεριφορÜ του κι ο ¿μπρεû δεν Ýβλεπε πια καμßα διαφορÜ, πÝρα απü εκεßνες τις φορÝς, που αντιλαμβανüταν με Ýκπληξη, πως ο Λüρδος επÝμενε να καρφþνει το βλÝμμα του επÜνω του, ενþ Ýνα χαμüγελο κακüβουλης ικανοποßησης τρεμüπαιζε επÜνω στα χεßλη του. Ο νÝος, χωρßς να μπορεß να το εξηγÞσει, αισθανüταν αυτü το χαμüγελο να τον στοιχειþνει.
ΚατÜ την διÜρκεια των τελικþν σταδßων της ανÜρρωσÞς του, ο Λüρδος Ροýθβεν Ýβρισκε απασχüληση στο να παρατηρεß τα κýματα που σÞκωνε το δροσερü αερÜκι Þ στο να σημειþνει την πορεßα των ουρανßων σφαιρþν που, üπως και η δικÞ μας, περιστρÝφονται γýρω απü τον σταθερü Þλιο. ΚατÜ τα Üλλα απÝφευγε την επαφÞ με τους υπüλοιπους ανθρþπους.
Το μυαλü του ¿μπρεû απü το σοκ που υπÝστη, εßχε αποδυναμωθεß σε μεγÜλο βαθμü και η ελαστικüτητα του πνεýματος, που κÜποτε τον χαρακτÞριζε, φαινüταν πως τþρα πια, εßχε χαθεß οριστικÜ.
ΠλÝον, προτιμοýσε κι αυτüς την απομüνωση και τη σιωπÞ, το ßδιο, üπως κι ο Λüρδος Ροýθβεν. ΑλλÜ παρüλο που επιθυμοýσε τη μοναξιÜ, το μυαλü του δεν μποροýσε να ησυχÜσει μÝσα στις γειτονιÝς της ΑθÞνας. ΚÜθε φορÜ που την επιζητοýσε ανÜμεσα στα αρχαßα ερεßπια, εκεß, üπου σýχναζε παλιüτερα, αισθανüταν την μορφÞ της ΙÜνθης να στÝκεται στο πλευρü του. ¼ταν την γýρευε στα δÜση, κατÝληγε να αφουγκρÜζεται τα ελαφριÜ της βÞματα επÜνω στη χλüη, üπως τüτε που η νÝα περιφερüταν ψÜχνοντας να βρει ταπεινοýς μενεξÝδες. Κι üταν στα ξαφνικÜ κοßταζε πßσω του, η τρελÞ του φαντασßα την Ýφερνε μπροστÜ του, με το πρüσωπü της χλωμü, τον λαιμü της πληγωμÝνο κι Ýνα μειλßχιο χαμüγελο ζωγραφισμÝνο επÜνω στα χεßλη της.
ΑποφÜσισε λοιπüν να αλλÜξει σκηνικü, και να φýγει μακριÜ απü üλα εκεßνα τα πρÜγματα, που γÝμιζαν το νου του με πικρÝς εικüνες. Πρüτεινε στο Λüρδο Ροýθβεν, για τον οποßο αισθανüταν μεγÜλη υποχρÝωση λüγω των τρυφερþν φροντßδων που του εßχε προσφÝρει κατÜ την διÜρκεια της ασθÝνειÜς του, να επισκεφθοýν üλα εκεßνα τα μÝρη της ΕλλÜδας, που ακüμη δεν εßχαν δει.
Ταξßδεψαν προς κÜθε κατεýθυνση και φρüντισαν να δουν üλα τα αξιοθÝατα. ¼μως παρüλο που περιδιÜβαιναν βιαστικÜ απü το Ýνα μÝρος στο Üλλο, τßποτε δεν Ýμοιαζε να τους κεντρßζει το ενδιαφÝρον. ¢κουγαν συχνÜ, να γßνεται λüγος για ληστÝς, αλλÜ με τον καιρü Ýπαψαν να δßνουν σημασßα σε αυτÝς τις αναφορÝς, τις οποßες θεωροýσαν ως απλÝς επινοÞσεις εκεßνων, που προσδοκοýσαν να κερδßσουν κÜτι παραπÜνω, προσφÝροντας τις υπηρεσßες τους ως συνοδοß, προκειμÝνου να προστατÝψουν τους ταξιδιþτες απü διÜφορους υποθετικοýς κινδýνους.
¸τσι Ýφτασαν στο σημεßο να αγνοοýν τις συμβουλÝς των ντüπιων και κÜποια φορÜ ταξßδεψαν Ýχοντας μαζß τους ελÜχιστους φρουροýς, οι οποßοι τους χρησßμευαν περισσüτερο ως οδηγοß παρÜ ως Üμυνα. ¼ταν üμως Ýφτασαν σε Ýνα στενü πÝρασμα, γεμÜτο απü μεγÜλος βρÜχους που εßχαν κατρακυλÞσει απü τους γýρω γκρεμοýς, στο βÜθος του οποßου ξανοιγüταν Ýνας ορμητικüς χεßμαρρος, κατÝληξαν να μετανιþσουν για την απρονοησßα τους. Μüλις που εßχαν προλÜβει να μποýνε στη στÝνωση, üταν, προς μεγÜλη τους Ýκπληξη, τους υποδÝχτηκε Ýνας καταιγισμüς απü σφαßρες που σφýριζαν ξυστÜ απü τα κεφÜλια τους ενþ ο αντßλαλος απü τις πιστολιÝς φανÝρωνε πως κÜπου υπÞρχαν κÜμποσοι οπλοφüροι. ΜÝσα σε μια στιγμÞ οι φρουροß τους εγκατÝλειψαν και κρυμμÝνοι πßσω απü τους βρÜχους, Üρχισαν να πυροβολοýν προς την κατεýθυνση απü üπου Ýρχονταν οι σφαßρες.
Ο Λüρδος Ροýθβεν κι ο ¿μπρεû, μιμοýμενοι το παρÜδειγμÜ τους, αναζÞτησαν προστασßα πßσω απü μßα στροφÞ που σχημÜτιζε ο στενüς δρüμος. ΑλλÜ ντροπιασμÝνοι, επειδÞ οι εχθροß τους εßχαν στριμþξει με αυτüν τον τρüπο, και τους φþναζαν διÜφορες προσβολÝς για να τους αναγκÜσουν να προχωρÞσουν, αλλÜ κι επßσης, επειδÞ Þταν εκτεθειμÝνοι και κινδýνευαν να χαθοýν χωρßς αντßσταση, στην περßπτωση που κÜποιος απü τους ληστÝς σκαρφÜλωνε απü πÜνω τους και τους χτυποýσε πισþπλατα, αποφÜσισαν, χωρßς πολý σκÝψη, να προχωρÞσουν εμπρüς, για να συναντÞσουν τους αντιπÜλους τους.
Σχεδüν δεν εßχαν προλÜβει, να αφÞσουν το καταφýγιο που τους προσÝφερε ο βρÜχος, üταν ο Λüρδος Ροýθβεν δÝχτηκε μια σφαßρα στον þμο, η οποßα τον Ýριξε στο Ýδαφος. Ο ¿μπρεû Ýσπευσε να τον βοηθÞσει, χωρßς να ενδιαφÝρεται για τη δικÞ του σωματικÞ ακεραιüτητα και σýντομα, εßδε, προς μεγÜλη του Ýκπληξη, τα πρüσωπα των ληστþν να τον περιστοιχßζουν, ενþ οι φρουροß του, μüλις κατÜλαβαν πως ο Λüρδος Ροýθβεν εßχε πληγωθεß, παρÜτησαν αμÝσως τα üπλα τους και παραδüθηκαν.
Με υποσχÝσεις μιας μεγÜλης ανταμοιβÞς, ο ¿μπρεû, κατÜφερε μετÜ απü λßγο, να τους πεßσει να μεταφÝρουν τον πληγωμÝνο του φßλο σε μια καλýβα, που βρισκüταν εκεß κοντÜ. Και αφοý συμφþνησαν για το ποσü των λýτρων, οι ληστÝς τον απÜλλαξαν απü την παρουσßα τους, καθþς, πλÝον, μοναδικÞ τους Ýγνοια Þταν η φýλαξη του περÜσματος, μÝχρι την επιστροφÞ του συντρüφου τους με τα χρÞματα, για τα οποßα ο νÝος εßχε δþσει την σχετικÞ εντολÞ. Οι δυνÜμεις του Λüρδου Ροýθβεν Üρχισαν να εξασθενοýν ταχýτατα. ΜÝσα σε δυο μÝρες η πληγÞ του παρουσßασε μüλυνση και ο θÜνατος Ýμοιαζε να πλησιÜζει με βιαστικÜ βÞματα.
Η συμπεριφορÜ του κι η εμφÜνισÞ του δεν εßχαν αλλÜξει. ¸μοιαζε να μην Ýχει συναßσθηση του πüνου, üπως παλιüτερα εßχε δεßξει ανÜλογη αναισθησßα και σε Üλλες περιπτþσεις. ΑλλÜ το τελευταßο βρÜδυ, το μυαλü του Üρχισε να δεßχνει φανερÜ σημÜδια ανησυχßας, και συχνÜ κÜρφωνε τη ματιÜ του επÜνω στον ¿μπρεû, ζητþντας του, με αφýσικη ζÝση, να τον βοηθÞσει:
-"ΒοÞθησÝ με! Μπορεßς να με σþσεις, μπορεßς να κÜνεις και κÜτι παραπÜνω… και δεν μιλÜω για τη ζωÞ μου, δε με μÝλλει το τÝλος της ýπαρξÞς μου, στο διÜβα της μÝρας. ΑλλÜ εσý, μπορεßς να σþσεις την τιμÞ μου, την τιμÞ του φßλου σου".
-"Πως; Πες μου πως; Θα κÜνω τα πÜντα", του απÜντησε ο ¿μπρεû.
-"Δε ζητþ πολλÜ, η ζωÞ μου σβÞνει ταχýτατα, δεν μπορþ να σου τα εξηγÞσω üλα, αλλÜ αν αποκρýψεις üλα üσα γνωρßζεις για μÝνα, η τιμÞ μου θα παραμεßνει ακηλßδωτη απü την καταλαλιÜ του κüσμου… κι αν ο θÜνατüς μου παρÝμενε κρυφüς για Ýνα διÜστημα στην Αγγλßα, εγþ… εγþ… μονÜχα ζωÞ".
-"Δεν θα το μÜθει κανεßς".
-"Ορκßσου!" ικÝτεψε ο ετοιμοθÜνατος Üνδρας κι ανασηκþθηκε με μια βßαιη, απüτομη κßνηση, "ορκßσου σε ü,τι Ýχεις ιερü, σε ü,τι φοβÜσαι, ορκßσου, πως για Ýναν χρüνο και μßα ημÝρα δεν θα μιλÞσεις για τα εγκλÞματÜ μου Þ για τον θÜνατü μου, σε κανÝνα ζωντανü πλÜσμα, οτιδÞποτε κι αν συμβεß, οτιδÞποτε κι αν δεις".
Τα μÜτια του κüντευαν να χυθοýν απü τις κüγχες τους.
-"Ορκßζομαι!" εßπε ο ¿μπρεû.
Τüτε ο Λüρδος ξανÜπεσε στο μαξιλÜρι του, γελþντας, και ξεψýχησε.
Ο ¿μπρεû πÞγε να ξαπλþσει, αλλÜ δεν κατÜφερε να κοιμηθεß. ¼λα τα περιστατικÜ, γýρω απü την γνωριμßα του με τον Λüρδο, του ξανÜρχονταν στο μυαλü, για κÜποιον ανεξÞγητο λüγο. ¼ταν θυμÞθηκε τον üρκο που εßχε δþσει, τον Ýλουσε κρýος ιδρþτας, προαισθανüμενος πως κÜτι φρικιαστικü Ýμελλε να του συμβεß. Σηκþθηκε νωρßς το πρωß, και την þρα που ετοιμαζüταν να μπει στην καλýβα, üπου εßχε αφÞσει το πτþμα, συνÜντησε Ýνα ληστÞ, ο οποßος τον πληροφüρησε πως ο νεκρüς δεν βρισκüταν πια εκεß μÝσα, πως τον εßχαν μεταφÝρει στο λημÝρι τους, στη κορφÞ ενüς κοντινοý υψþματος, τηρþντας την υπüσχεση που εßχαν δþσει στην αυτοý εξοχüτητα, σýμφωνα με την οποßα το σþμα του Ýπρεπε να εκτεθεß στην πρþτη παγωμÝνη αχτßδα της σελÞνης, που θα ανÝτειλε μετÜ τον θÜνατü του.
¸κπληκτος ο ¿μπρεû, πÞρε κÜμποσους απü τους Üνδρες, αποφασισμÝνος να πÜει και να θÜψει το πτþμα στο σημεßο που τον εßχαν εναποθÝσει. ΑλλÜ, üταν σκαρφÜλωσε στην κορυφÞ, δεν βρÞκε οýτε το κουφÜρι, οýτε τα ροýχα του, παρüλο που οι ληστÝς ορκßζονταν και του Ýδειχναν τον βρÜχο, πÜνω στον οποßο εßχαν ακουμπÞσει το νεκρü του κορμß. Για κÜμποση þρα το μυαλü του νÝου συγχýστηκε απü διÜφορες εικασßες, αλλÜ στο τÝλος επÝστρεψε, πεπεισμÝνος, πως οι ληστÝς εßχαν θÜψει το πτþμα, προκειμÝνου να του κλÝψουν τα ροýχα.
ΑπηυδισμÝνος απü αυτüν τον τüπο στον οποßο βßωσε τüσες τρομερÝς δυστυχßες και στον οποßο üλα φαßνονταν, να συμβÜλλουν στην ενδυνÜμωση της καταθλιπτικÞς δεισιδαιμονßας, που κατÜτρυχε το νου του, αποφÜσισε να φýγει και, μετÜ απü Ýνα μικρü διÜστημα, Ýφτασε στη Σμýρνη. Καθþς περßμενε κÜποιο πλοßο, το οποßο θα τον μετÝφερε στο ΟτρÜντο Þ στη ΝÜπολη, καταπιÜστηκε με την τακτοποßηση των αντικειμÝνων που ανÞκαν στον Λüρδο Ροýθβεν.
ΑνÜμεσα στα Üλλα πρÜγματÜ του, υπÞρχε μßα θÞκη, που περιεßχε κÜμποσα üπλα, κατασκευασμÝνα με τρüπο þστε να εξασφαλßζουν το βÝβαιο θÜνατο του υποψÞφιου θýματüς τους. ΥπÞρχαν αρκετÜ στιλÝτα και γιαταγÜνια. Καθþς ο νÝος τα παρατηροýσε, εξετÜζοντας τα περßεργα σχÞματÜ τους, ανακÜλυψε Ýκπληκτος μια θÞκη, η οποßα Ýφερε την ßδια διακüσμηση με το στιλÝτο, που εßχε ανακαλýψει στη μοιραßα καλýβα, γεγονüς που του Ýφερε ανατριχßλα.
ΘÝλοντας να Ýχει Üμεσες αποδεßξεις, βρÞκε το üπλο και με τρüμο διαπßστωσε πως, παρÜ το παρÜξενο σχÞμα του, ταßριαζε τÝλεια μÝσα στη θÞκη που κρατοýσε στα χÝρια του. Δεν χρειαζüταν κÜτι παραπÜνω, για να πιστÝψει στα μÜτια του, τα οποßα παρÝμεναν καρφωμÝνα επÜνω στο στιλÝτο. Ωστüσο ακüμα και τþρα, αρνιüταν να το πιστÝψει. ΑλλÜ το συγκεκριμÝνο σχÞμα, τα ßδια εντυπωσιακÜ, πολýχρωμα σχÝδια που εμφανßζονταν, εξßσου, επÜνω στη λαβÞ και στη θÞκη, δεν Üφηναν περιθþριο για καμßα αμφιβολßα. ¢λλωστε και στις δýο επιφÜνειες υπÞρχαν σταγüνες απü αßμα.
¸φυγε απü τη Σμýρνη και στο δρüμο της επιστροφÞς, περνþντας απü τη Ρþμη, Ýσπευσε να πληροφορηθεß για την τýχη της δεσποινßδας, την οποßα εßχε προσπαθÞσει να αποσπÜσει απü την τÝχνη της αποπλÜνησης του Λüρδου Ροýθβεν. Οι γονεßς της βρßσκονταν σε απüγνωση, η περιουσßα τους Þταν κατεστραμμÝνη και κανÝνας δεν εßχε ακοýσει κÜτι γι’ αυτÞν, μετÜ απü την αναχþρηση του Λüρδου. Το μυαλü του ¿μπρεû κüντεψε να σαλÝψει με üλες αυτÝς τις επαναλαμβανüμενες φρßκες. Φοβüταν πως κι αυτÞ η κοπÝλα, εßχε πÝσει θýμα του δολοφüνου της ΙÜνθης.
Σκυθρþπιασε και βυθßστηκε στη σιωπÞ. Το μüνο που τον ενδιÝφερε Þταν να βιÜζει τους αμαξÜδες του, για να κÜνουν üσο το δυνατü πιο γρÞγορα, σα να Ýτρεχε, για να σþσει κÜποιο πολý αγαπημÝνο του πρüσωπο.
¸φτασε στο Καλαß. ¸να αερÜκι, που Ýμοιαζε να υπακοýει στη θÝλησÞ του, σýντομα τον Ýφερε ως τις αγγλικÝς ακτÝς. ¸σπευσε αμÝσως στη προγονικÞ του Ýπαυλη κι εκεß, για λßγο, μες στις αγκαλιÝς και τις φροντßδες της αδερφÞς του, φÜνηκε να λησμονεß üλες τις αναμνÞσεις του παρελθüντος. Αν στο παρελθüν εßχε κερδßσει την αγÜπη του με τις παιδικÝς της τρυφερüτητες , τþρα, που Üρχιζε πια να γßνεται γυναßκα, του Þταν ακüμα πιο απαραßτητη σαν συντροφιÜ.
Η δεσποινßδα ¿μπρεû δεν εßχε κεßνη την σαγηνευτικÞ χÜρη, που μαγνητßζει τα βλÝμματα και κερδßζει τον θαυμασμü στις συγκεντρþσεις των κοσμικþν σαλονιþν. Δεν υπÞρχε, πÜνω της, ßχνος απü τη λαμπρüτητα που υπÜρχει μονÜχα μÝσα στην θερμÞ ατμüσφαιρα μιας ασφυκτικÜ γεμÜτης αßθουσας. Τα γαλÜζια της μÜτια δε γυÜλιζαν ποτÝ απü ελαφρομυαλιÜ. Εßχε μια μελαγχολικÞ γοητεßα, η οποßα δε φαινüταν να πηγÜζει απü κÜποια δυστυχßα, αλλÜ απü Ýνα μýχιο συναßσθημα, που φανÝρωνε πως η ψυχÞ της γνþριζε την ýπαρξη ενüς φωτεινüτερου κüσμου. Η περπατησιÜ της δεν εßχε εκεßνη την ελαφρüτητα που ξεστρατßζει στο κατüπι μιας πεταλοýδας Þ ενüς Ýντονου χρþματος, τουναντßον, Þταν σοβαρÞ και γεμÜτη Ýγνοια. ΠοτÝ, σαν βρισκüταν μüνη, το πρüσωπü της δεν φωτιζüταν απü κÜποιο χαμüγελο χαρÜς.
Μα, üταν ο αδερφüς της, της ενÝπνεε της τρυφερüτητÜ του και μπρος στην παρουσßα της ξεχνοýσε εκεßνες τις θλßψεις, που εκεßνη καταλÜβαινε πως του εßχαν καταστρÝψει την ηρεμßα, ποιος θα μποροýσε να ανταλλÜξει το χαμüγελü της με Ýνα Üλλο πιο φιλÞδονο; ¸μοιαζε λες κι εκεßνα τα μÜτια κι εκεßνο το πρüσωπο φωτßζονταν απü τον δικü τους ξεχωριστü Þλιο. ¹ταν μüλις δεκαοχτþ ετþν και δεν εßχε ακüμα κÜνει το ντεμποýτο της στους κοσμικοýς κýκλους, καθþς οι κηδεμüνες της εßχαν θεωρÞσει πιο πρÝπον να το καθυστερÞσουν, ωσüτου να επιστρÝψει ο αδερφüς της απü την Ευρþπη, Ýτσι þστε να μη στερηθεß την προστασßα του.
¸τσι, τþρα, εßχε αποφασιστεß πως η επüμενη κοσμικÞ φιÝστα, που επρüκειτο να γßνει σýντομα, θα σηματοδοτοýσε την εποχÞ της εισüδου της στην υψηλÞ κοινωνßα. Ο ¿μπρεû θα προτιμοýσε να παρÝμεναν στο πατρογονικü του και να τρÝφεται με τη μελαγχολßα, η οποßα τον εßχε καταβÜλει. Δεν αισθανüταν κανÝνα ενδιαφÝρον για τις φιοριτοýρες των διÜφορων εκκεντρικþν αγνþστων, την þρα που το μυαλü του εßχε γßνει κουρÝλι απü τα γεγονüτα στα οποßα υπÞρξε αυτüπτης μÜρτυρας. ΑλλÜ αποφÜσισε να θυσιÜσει την ÜνεσÞ του, προκειμÝνου να προστατεýσει την αδερφÞ του. Σýντομα Ýφτασαν στην πüλη και Üρχισαν τις ετοιμασßες για την επüμενη μÝρα, κατÜ την οποßα θα λÜμβανε χþρα η κοσμικÞ συγκÝντρωση.
Εßχε μαζευτεß πÜρα πολýς κüσμος -εßχε καιρü να οργανωθεß μια τÝτοια εκδÞλωση κι üσοι αδημονοýσαν να απολαýσουν τα χαμüγελα των ευγενþν, Ýσπευσαν να παρευρεθοýν. Εκεß Þτανε κι ο ¿μπρεû με την αδερφÞ του. Την þρα που στεκüταν σε μια γωνιÜ ολομüναχος, αδιαφορþντας για üσους τον περιτριγýριζαν, ενθυμοýμενος πως σε αυτü ακριβþς το μÝρος, εßχε δει για πρþτη φορÜ τον Λüρδο Ροýθβεν – αισθÜνθηκε κÜποιον να τον αρπÜζει, ξαφνικÜ, απü το μπρÜτσο κι Üκουσε μια γνþριμη φωνÞ να λÝει στο αυτß του:
-"ΘυμÞσου τον üρκο σου".
Μüλις και μετÜ βßας μπüρεσε να στραφεß λιγÜκι, καθþς φοβüταν μÞπως αντικρýσει Ýνα φÜντασμα, ικανü να τον συντρßψει, üταν αντιλÞφθηκε, εκεß κοντÜ, την ßδια φιγοýρα που εßχε κεντρßσει την προσοχÞ του, στο ßδιο σημεßο, üπως και τüτε που εßχε πρωτοεμφανιστεß στους κοσμικοýς κýκλους. Εßχε καρφþσει το βλÝμμα του, þσπου τα μÝλη του Üρχισαν να παραλýουν και υποχρεþθηκε να πιαστεß απü το μπρÜτσο ενüς φßλου, και ανοßγοντας χþρο ανÜμεσα στο πλÞθος, ρßχτηκε στην ÜμαξÜ του και επÝστρεψε στο σπßτι του. ΔιÝσχισε το δωμÜτιο με βιαστικÜ βÞματα κι Ýπιασε το κεφÜλι του με τα χÝρια του, σα να φοβüταν πως ο εγκÝφαλüς του θα εκραγεß απü τις σκÝψεις.
Ο Λüρδος Ροýθβεν ξανÜ μπροστÜ του -τα γεγονüτα Üρχισαν να ξετυλßγοντας μÝσα σε μια φρικιαστικÞ ακολουθßα, το στιλÝτο, ο üρκος του. Σηκþθηκε, δεν μποροýσε να πιστÝψει πως κÜτι τÝτοιο θα μποροýσε να εßναι δυνατü -οι νεκροß να βγαßνουν απü τους τÜφους τους!
Συλλογßστηκε πως η φαντασßα του εßχε γεννÞσει αυτü το üραμα, και γραπþθηκε απü αυτÞν την εξÞγηση. ΚÜτι τÝτοιο δε θα μποροýσε να εßναι δυνατüν, γι’ αυτü αποφÜσισε να επιστρÝψει στις κοσμικÝς συναθροßσεις. Ωστüσο, παρüλο που προσπÜθησε να ρωτÞσει σχετικÜ με τον Λüρδο Ροýθβεν δεν μποροýσε καν να ξεστομßσει το üνομÜ του, οπüτε δεν κατÜφερε να αποσπÜσει κÜποια πληροφορßα.
ΜερικÜ βρÜδια αργüτερα πÞγε, μαζß με την αδερφÞ του σε μια συνÜντηση κÜποιων στενþν συγγενþν του. ¢φησε την κοπÝλα στις φροντßδες της οικοδÝσποινας και αποσýρθηκε σε Ýνα απüμερο σημεßο, üπου αφÝθηκε σε üλες εκεßνες τις σκÝψεις που τον κατÝτρυχαν. ¼ταν τελικÜ αντιλÞφθηκε πως οι περισσüτεροι καλεσμÝνοι εßχαν αρχßσει να φεýγουν, πÝρασε σε Ýνα Üλλο δωμÜτιο κι εκεß βρÞκε την αδερφÞ του περιστοιχισμÝνη απü κÜμποσα Üτομα, η οποßα συζητοýσε με προφανÞ σοβαρüτητα. ΠροσπÜθησε να περÜσει και να φτÜσει κοντÜ της, αλλÜ κÜποιος, απü τον οποßο ζÞτησε να παραμερßσει, γýρισε και του αποκÜλυψε κεßνη τη μορφÞ, που τüσο απεχθανüτανε. ΠÞδηξε προς τα εμπρüς, Üρπαξε το μπρÜτσο της αδερφÞς του και με βιαστικÜ βÞματα, θÝλησε την βγÜλει στον δρüμο. Στην πüρτα, Ýπεσε επÜνω σε Ýνα πλÞθος απü υπηρÝτες που περßμεναν τα αφεντικÜ τους και καθþς προσπαθοýσε να περÜσει ανÜμεσÜ τους, Üκουσε ξανÜ εκεßνη τη φωνÞ του ψιθυρßζει:
-"ΘυμÞσου τον üρκο σου!"
Δεν τüλμησε να γυρßσει, αλλÜ τραβþντας βιαστικÜ την αδερφÞ του, σýντομα Ýφτασε στο σπßτι.
Ο ¿μπρεû κüντευε να τρελαθεß. Αν προηγουμÝνως το μυαλü του Þταν γεμÜτο εμμονÝς γýρω απü το üλο ζÞτημα, τþρα πλÝον εßχε χειροτερÝψει, σκεπτüμενος αδιÜκοπα πως το τÝρας, χωρßς αμφιβολßα, εßχε επιστρÝψει στη ζωÞ. Τþρα πια δεν Ýδινε σημασßα στις περιποιÞσεις της αδερφÞς του και μÜταια εκεßνη τον ικÝτευε να της εξηγÞσει την αιτßα της απüτομης αλλαγÞς στη συμπεριφορÜ του. Αυτüς ξεστüμιζε μονÜχα ελÜχιστες λÝξεις κι αυτÝς, της προκαλοýσαν τρüμο. ¼σο περισσüτερο σκεφτüταν, τüσο αýξαινε η αμηχανßα του. Ο üρκος του τον τρüμαζε.
¸πρεπε λοιπüν να επιτρÝψει σε αυτü το τÝρας να περιφÝρεται, γκρεμßζοντας τα πÜντα με μια πνοÞ του, ανÜμεσα σε üλους üσους αγαποýσε, χωρßς να εμποδßσει τη δρÜση του; Θα μποροýσε να βλÜψει ακüμα και την ßδια του την αδερφÞ. ΑλλÜ κι αν αθετοýσε το λüγο του και απεκÜλυπτε τις υποψßες του, ποιος θα μποροýσε να τον πιστÝψει;
ΣκÝφτηκε να πÜρει την υπüθεση στα χÝρια του, για να ελευθερþσει τον κüσμο απü αυτü το βδÝλυγμα. ¸πειτα üμως θυμüταν πως εßχε Þδη περιγελÜσει τον θÜνατο. Για μÝρες παρÝμενε σε αυτÞν την κατÜσταση, κλεισμÝνος στην κÜμαρÜ του, Ýτρωγε μüνον üταν ερχüταν η αδερφÞ του, η οποßα με μÜτια ξεχειλισμÝνα απü τα δÜκρυα, τον θερμοπαρακαλοýσε, για το χατßρι της, να μην εγκαταλεßψει τον εαυτü του. ΤελικÜ, μην αντÝχοντας Üλλο την ακινησßα και την απομüνωση, βγÞκε απü το σπßτι του, και πÞρε τους δρüμους, προσπαθþντας επßμονα να ξεφýγει απü εκεßνη τη μορφÞ που τον στοßχειωνε.
¢ρχισε να παραμελεß το ντýσιμü του και περιπλανιüταν, εξßσου, κÜτω απü το μεσημεριÜτικο φως του Þλιου αλλÜ και μÝσα στη σκοτεινιÜ της νýχτας. Εßχε καταντÞσει αγνþριστος. ΑρχικÜ επÝστρεφε με το σοýρουπο στο σπßτι του. ΑλλÜ αργüτερα Ýπεφτε να αναπαυθεß οπουδÞποτε τον καταλÜμβανε η κοýραση. Η αδερφÞ του, ανησυχþντας για την ασφÜλειÜ του, ζÞτησε απü κÜποιος ανθρþπους να το συνοδεýουν. ΑλλÜ σýντομα τους Ýκανε üλους πÝρα, καθþς ξÝφευγε απü τους διþκτες με τον ταχýτερο δυνατü τρüπο, δηλαδÞ με τη σκÝψη.
Ωστüσο, ξαφνικÜ, η συμπεριφορÜ του Üλλαξε. Συνειδητοποιþντας πως με την απουσßα του εßχε αφÞσει üλους τους φßλους του να ζουν με Ýναν δαßμονα ανÜμεσÜ τους, που αγνοοýσανε τη παρουσßα του, αποφÜσισε να επιστρÝψει στους κοσμικοýς κýκλους και να τον παρακολουθεß απü κοντÜ, αποφασισμÝνος να προειδοποιÞσει, παραβιÜζοντας τον üρκο του, üλους εκεßνους που ο Λüρδος Ροýθβεν προσÝγγιζε πιο στενÜ.
¼μως κÜθε φορÜ που Ýμπαινε σε μßα αßθουσα, τα καταρρακωμÝνα και καχýποπτα βλÝμματÜ του Þταν τüσο Ýντονα κι η εσωτερικÞ του αναστÜτωση τüσον εμφανÞς, που η αδερφÞ του, τελικÜ, αναγκÜστηκε να τον ικετÝψει για να σταματÞσει την αναζÞτησÞ του, για το χατßρι της, αφοý αυτÝς οι συναναστροφÝς τον επηρÝαζαν τüσο πολý. ¼ταν ωστüσο τα παρÜπονÜ της αποδεßχτηκαν ανþφελα, οι κηδεμüνες τους αποφÜσισαν να πÜρουν ξανÜ στην κατοχÞ τους το καταπßστευμα, το οποßο, παλιüτερα, εßχαν εμπιστευτεß σε αυτοýς, οι γονεßς του ¿μπρεû.
Επιθυμþντας να τον προστατÝψουν απü τις κακουχßες και τα βÜσανα, που συναντοýσε στις περιπλανÞσεις του, και προκειμÝνου να τον διαφυλÜξουν απü την Ýκθεση στα μÜτια του κüσμου, κÜνοντας πρÜγματα που φÜνταζαν τρελÜ, εγκατÝστησαν στο σπßτι Ýναν γιατρü, þστε να τον φροντßζει συνεχþς. Ο ¿μπρεû δε φÜνηκε να δßνει και μεγÜλη σημασßα στην παρουσßα του γιατροý, τüσο απορροφημÝνο Þταν το μυαλü του απü üλο αυτü το φριχτü ζÞτημα. ΤελικÜ οι ασυναρτησßες Ýγιναν τüσες πολλÝς, þστε υποχρεþθηκαν να τον περιορßσουν μÝσα στην κÜμαρÜ του.
ΜÝσα εκεß παρÝμενε ξαπλωμÝνος για μÝρες, αδυνατþντας να σηκωθεß. Εßχε αδυνατßσει, τα μÜτια του εßχαν αποκτÞσει μια γυÜλινη λÜμψη. ΚÜποιο σημÜδι τρυφερüτητας και ανÜμνησης Ýδειχνε μονÜχα, üταν η αδερφÞ του Ýμπαινε στο δωμÜτιο. Τüτε μερικÝς φορÝς Ýπαιρνε μπρος κι αρπÜζοντας τα χÝρια της, ρßχνοντÜς της κÜτι της ματιÝς, που τη πλÞγωναν κατÜβαθα, της ζητοýσε να μην τον αγγßζει.
-"Αχ, μη τον αγγßζεις, αν με αγαπÜς, μην πηγαßνεις κοντÜ του!"
¼ταν üμως εκεßνη του ζητοýσε να της εξηγÞσει, σε ποιον αναφερüταν, η μüνη του απÜντηση Þταν:
-"ΑλÞθεια, αλÞθεια!"
Και ξανÜ, βυθιζüταν σε μια κατÜσταση, απü την οποßα, οýτε κι εκεßνη δεν μποροýσε να τον βγÜλει. Αυτü κρÜτησε για πολλοýς μÞνες. ΣταδιακÜ, ωστüσο, καθþς ο χρüνος περνοýσε, οι ασυναρτησßες του Üρχισαν να γßνονται πιο σπÜνιες, και το μυαλü του φÜνηκε να βγαßνει, κÜπως, απü το βαθý σκοτÜδι, ενþ οι κηδεμüνες του παρατÞρησαν πως, αρκετÝς φορÝς μÝσα στην ημÝρα, μετροýσε με τα δÜχτυλÜ του ως Ýναν ορισμÝνο αριθμü και μετÜ χαμογελοýσε.
Κüντευε να κλεßσει χρüνος, üταν την τελευταßα ημÝρα εκεßνου του Ýτους, Ýνας απü τους κηδεμüνες του, μπαßνοντας στο δωμÜτιü του, Üρχισε να συζητÜ με τον γιατρü σχετικÜ με το θλιβερü ζÞτημα του ¿μπρεû, που βρισκüταν σε μια τüσο Üσχημη κατÜσταση, ενþ την επομÝνη μÝρα η αδερφÞ του, επρüκειτο να παντρευτεß. Αυτü κÝντρισε αμÝσως την προσοχÞ του ¿μπρεû. Ρþτησε γεμÜτος αγωνßα, με ποιον. Χαροýμενοι με αυτü το σημÜδι που φανÝρωνε μια επιστροφÞ στα λογικÜ του, τα οποßα φοβοýνταν πως εßχε χÜσει, του ανÝφεραν το üνομα του Κüμη του ΜÜρσντεν.
Ο ¿μπρεû, ενθυμοýμενος πως αυτüς Þταν Ýνας νεαρüς Κüμης, τον οποßον κι ο ßδιος εßχε γνωρßσει σε κÜποια συγκÝντρωση, φÜνηκε ευχαριστημÝνος, και τους εξÝπληξε ακüμα περισσüτερο, üταν εξÝφρασε την πρüθεσÞ του να εßναι παρüν στους γÜμους, καθþς επιθυμοýσε να δει την αδερφÞ του. Δεν του δþσανε καμßα απÜντηση, αλλÜ μÝσα σε λßγα λεπτÜ η αδερφÞ του Þρθε κοντÜ του. ¹τανε φανερü πως μποροýσε ξανÜ να αισθανθεß την επιρροÞ του υπÝροχου χαμüγελοý της. Γι’ αυτü την αγκÜλιασε και τη φßλησε στο μÜγουλü της, που Þταν νοτισμÝνο απü δÜκρυα, πετþντας απü τη χαρÜ της, με τη σκÝψη πως ο αδερφüς της μποροýσε ξανÜ να νιþσει αισθÞματα τρυφερüτητας.
Αυτüς Üρχισε να μιλÜ με üλη της συνηθισμÝνη του ζÝση και να την συγχαßρει για τον γÜμο της με Ýνα τüσο διακεκριμÝνο πρüσωπο, που εßχε υψηλÞ θÝση στην κοινωνßα και Þταν επιτυχημÝνος. Τüτε, ξαφνικÜ, πρüσεξε Ýνα μενταγιüν, να κρÝμεται επÜνω στο στÞθος της. Το Üνοιξε και Ýκπληκτος διαπßστωσε πως μÝσα εκεß υπÞρχε η εικüνα του τÝρατος, που τüσο καιρü του βασÜνιζε τη ζωÞ. ¢ρπαξε το πορτραßτο μÝσα σε Ýναν παροξυσμü οργÞς και το ποδοπÜτησε. ¼ταν εκεßνη τον ρþτησε, γιατß κατÝστρεψε με τÝτοιο τρüπο την εικüνα του μÝλλοντα συζýγου της, την κοßταξε, σα να μη καταλÜβαινε τßποτα κι Ýπειτα Üρπαξε τα χÝρια της και κοιτþντας της με ξετρελαμÝνο ýφος, τη πρüσταξε να του ορκιστεß πως ποτÝ δεν θα παντρευüταν αυτü το τÝρας, γιατß αυτüς…
ΑλλÜ δεν μποροýσε να συνεχßσει, του φαινüταν πως για Üλλη μια φορÜ, εκεßνη η φωνÞ απαιτοýσε να θυμηθεß τον üρκο του και γýρισε απüτομα πßσω, νομßζοντας πως ο Λüρδος Ροýθβεν στεκüταν δßπλα του, αλλÜ δεν εßδε κανÝναν. Στο μεταξý, οι κηδεμüνες κι ο γιατρüς, που εßχαν ακοýσει τα πÜντα και νüμισαν πως üλο αυτü Þταν Ýνα πισωγýρισμα στην διαταραχÞ του, μπÞκαν στο δωμÜτιο, τον απομÜκρυναν απü την δεσποινßδα ¿μπρεû, ζητþντας της να τον αφÞσει. Αυτüς Ýπεσε στα πüδια τους, ικÝτεψε, τους παρακÜλεσε να αναβÜλλουν τον γÜμο για μßα ακüμα ημÝρα. Εκεßνοι αποδßδοντας το ξÝσπασμÜ του στην παρÜνοιÜ που κυριαρχοýσε μÝσα στο μυαλü του, προσπÜθησαν να τον ηρεμÞσουν και αποσýρθηκαν.
Ο Λüρδος Ροýθβεν, τους εßχε επισκεφτεß το πρωß μετÜ απü κεßνη τη κοσμικÞ συγκÝντρωση, και δεν τον εßχαν δεχτεß, üπως δεν δÝχτηκαν και κανÝναν Üλλο. ¼ταν πληροφορÞθηκε για την ασθÝνεια του ¿μπρεû, κατÜλαβε αμÝσως πως αυτüς Þταν η αιτßα της. ΑλλÜ üταν Ýμαθε πως του εßχαν διαγνþσει παρÜνοια, μπüρεσε με δυσκολßα να κρýψει τη χαρÜ και την ευχαρßστησÞ του, απü αυτοýς που το ανακοßνωσαν το νÝο. ¸τρεξε στο σπßτι του πρþην συντρüφου του και με την συνεχÞ του παρουσßα, υποκρινüμενος πως τον αγαποýσε πολý κι αγωνιοýσε για την μοßρα του, κÝρδισε, με τον καιρü, την προσοχÞ της δεσποινßδας ¿μπρεû. Ποιος θα μποροýσε να αντισταθεß στις δυνÜμεις του;
Εßχε να αφηγηθεß τους διÜφορους κινδýνους και δυσκολßες που πÝρασε, περιÝγραφε τον εαυτü του σαν Ýνα Üτομο που δεν εßχε κανÝναν φßλο σε αυτüν τον κüσμο, εκτüς απü εκεßνην, στην οποßα μιλοýσε. ¸λεγε πως απü τüτε που την γνþρισε, η ζωÞ του εßχε αποκτÞσει νüημα, και πως του αρκοýσε να ακοýει τα Þρεμα λüγια της. ΤελικÜ, επειδÞ Þξερε να χρησιμοποιεß με αριστοτεχνικü τρüπο την τÝχνη του ερπετοý, Þ τελοσπÜντων, καθþς αυτÞ Þταν η βοýληση της μοßρας, κÝρδισε την αγÜπη της. Λüγω του νÝου τßτλου που κληρονüμησε, του ανατÝθηκε μια σημαντικÞ θÝση ως πρεσβευτÞς, κι αυτü του χρησßμευσε σαν δικαιολογßα για να επισπεýσει τον γÜμο (παρüλο που ο αδερφüς της νÝας Þταν σε τüσο Üθλια κατÜσταση), ο οποßος εßχε προγραμματιστεß μια μÝρα πριν απü την αναχþρησÞ του, για την ΗπειρωτικÞ Ευρþπη.
¼ταν ο γιατρüς κι οι κηδεμüνες Üφησαν τον ¿μπρεû, εκεßνος προσπÜθησε να δωροδοκÞσει τους υπηρÝτες, αλλÜ μÜταια. ΖÞτησε χαρτß και μολýβι. Του το Ýδωσαν. ¸γραψε μια επιστολÞ προς την αδερφÞ του, εξορκßζοντÜς την, αν εκτιμοýσε την ευτυχßα της, την τιμÞ της και την τιμÞ των γονιþν της, που κÜποτε την εßχαν κρατÞσει στην αγκαλιÜ τους, ως την ελπßδα τους και την ελπßδα του σπιτικοý τους, να καθυστερÞσει τον γÜμο για λßγες þρες, τον οποßο αποκÞρυττε με τις πιο βαριÝς κατÜρες.
Οι υπηρÝτες υποσχÝθηκαν πως θα της μετÝφεραν το γρÜμμα. ΑλλÜ το Ýδωσαν στον γιατρü, ο οποßος θεþρησε προτιμüτερο να μην ενοχλÞσει το μυαλü της δεσποινßδας ¿μπρεû, με üσα, κατÜ την ÜποψÞ του, Þταν απλþς το παραλÞρημα ενüς μανιακοý. Η νýχτα πÝρασε, χωρßς ξεκοýραση, καθþς οι Ýνοικοι του σπιτιοý Þταν απασχολημÝνοι. Κι ο ¿μπρεû Üκουγε, με μια φρßκη που εßναι δýσκολο να περιγραφεß με λüγια, την φασαρßα απü την φοýρια των προετοιμασιþν.
Μüλις ξημÝρωσε ο Þχος απü τις Üμαξες Ýφτασε ως τα αυτιÜ του. Ο ¿μπρεû, κüντευε να πÜθει παρÜκρουση. Η περιÝργεια των υπηρετþν τελικÜ ξεπÝρασε την επαγρýπνησÞ τους και Üρχισαν να απομακρýνονται, αφÞνοντας τον νÝο μüνο, με τη συντροφιÜ μια αβοÞθητης, ηλικιωμÝνης γυναßκας. Τüτε εκεßνος Üρπαξε την ευκαιρßα, πετÜχτηκε Ýξω απü το δωμÜτιο και μÝσα σε ελÜχιστο χρüνο, βρÝθηκε στην αßθουσα, üπου βρßσκονταν, σχεδüν üλοι οι καλεσμÝνοι. Ο Λüρδος Ροýθβεν, Þταν ο πρþτος που τον πρüσεξε. Τον πλησßασε αμÝσως και αρπÜζοντÜς τον με βßα απü το μπρÜτσο, τον τρÜβηξε βιαστικÜ Ýξω απü την αßθουσα, Üφωνος απü οργÞ. ¼ταν βρÝθηκαν στη σκÜλα, ο Λüρδος Ροýθβεν του ψιθýρισε στο αυτß:
-"ΘυμÞσου τον üρκο σου, και ξÝρε, πως αν δεν παντρευτþ σÞμερα την αδερφÞ σου, τüτε αυτÞ θα ατιμαστεß. Οι γυναßκες εßναι αδýναμα πλÜσματα!"
ΛÝγοντας αυτÜ τον Ýσπρωξε πßσω στους ανθρþπους που τον πρüσεχαν, οι οποßοι ειδοποιημÝνοι απü την ηλικιωμÝνη γυναßκα, εßχαν Ýρθει για να τον βρουν. Ο ¿μπρεû, δεν μποροýσε πλÝον να υπερασπιστεß τον εαυτü του. Καθþς η οργÞ του δεν μποροýσε να βρει Ýνα Üλλη διÝξοδο, Ýσπασε Ýνα αιμοφüρο αγγεßο, και το μετÝφεραν στο κρεβÜτι. Αυτü φρüντισαν να μη το αναφÝρουν στην αδερφÞ του, η οποßα δεν Þταν παροýσα κατÜ την εßσοδü του, καθþς ο γιατρüς φοβüταν μÞπως ταραχθεß. Ο γÜμος τελÝστηκε κι η νýφη με τον γαμπρü Ýφυγαν απü το Λονδßνο.
Η αδυναμßα του ¿μπρεû, γινüταν ολοÝνα και μεγαλýτερη. Η εκροÞ του αßματος προκÜλεσε τα συμπτþματα του επερχüμενου θανÜτου. ΖÞτησε να καλÝσουν τους κηδεμüνες της αδερφÞς του και üταν το ρολüι χτýπησε μεσÜνυχτα, τους διηγÞθηκε με ηρεμßα üλα üσα εßχαν διαδραματιστεß, και πÝθανε αμÝσως μετÜ.
Οι κηδεμüνες Ýτρεξαν για να προστατÝψουν την κοπÝλα. ΑλλÜ üταν Ýφτασαν Þταν πλÝον, πολý αργÜ.
Ο Λüρδος Ροýθβεν εßχε εξαφανιστεß κι η αδερφÞ του ¿μπρεû, εßχε γßνει βορÜ, για να κορÝσει τη δßψα ενüς Βαμπßρ!