ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Stoker Bram: Ôï Óðßôé Ôïõ ÄéêáóôÞ

        Βιογραφικü

     Ο ΑβραÜμ 'Μπραμ' Στüκερ Þταν Ιρλανδüς συγγραφÝας της βικτοριανÞς εποχÞς, που πÝρασε στην ιστορßα κυρßως για το γοτθικü μυθιστüρημÜ του «ΔρÜκουλα» το οποßο διαβÜζεται αδιÜκοπτα και με μεγÜλο ενδιαφÝρον μÝχρι τα χρüνια μας, ενþ οι κατÜ καιροýς κινηματογραφικÝς μεταφορÝς ανεβÜζουν την αδρεναλßνη στα ýψη απü την αρχÞ μÝχρι το τÝλος. ΕξÜλλου Ýνας Üλλος σπουδαßος Ιρλανδüς συγγραφÝας και μακρινüς συγγενÞς του, ο Σερ ¢ρθουρ Κüναν Ντüιλ, üταν πρωτοδιÜβασε το βιβλßο εßχε δηλþσει:

   «Θεωρþ πως εßναι η καλýτερη 'σατανικÞ' ιστορßα που Ýχω διαβÜσει εδþ και πολλÜ χρüνια. Εßναι πραγματικÜ θαυμÜσιο το συναρπαστικü ενδιαφÝρον με το οποßο σε κρατÜ το βιβλßο üπου δεν υπÜρχει ποτÝ μια στιγμÞ που να μην αποτελεß αποκορýφωμα».

     Ο Στüκερ ανατρÜφηκε ως προτεστÜντης, Þταν Ýνθερμος υποστηρικτÞς των κüμματος των ΦιλελευθÝρων και ειδικüτερα του πρωθυπουργοý ΓκλÜντστοουν με τον οποßο τον συνÝδεε φιλßα. Παρüλο που εßχε ιρλανδικÞ καταγωγÞ και πßστευε στην αυτονομßα της πατρßδας του, Þταν φιλομοναρχικüς και θεωροýσε üτι μπορεß να βρεθεß λýση στο ιρλανδικü ζÞτημα υπü τη σκÝπη της αυτοκρατορßας. Επßσης αν κι ενδιαφερüταν για την εξÝλιξη της επιστÞμης κι ειδικüτερα της ιατρικÞς κι υπÞρξε δýσπιστος σε ü,τι μεταφυσικü εßχε ασχοληθεß με τον υπνωτισμü και τον αποκρυφισμü, üπως Üλλωστε και οι περισσüτεροι συγγραφεßς των πρþτων Ýργων επιστημονικÞς φαντασßας, οριοθετþντας üμως το πεδßο ενασχüλησÞς του σε σχÝση με τη δεισιδαιμονßα.
     ΓεννÞθηκε στις 8 ΝοÝμβρη 1847 στο Κλüνταρφ στην Ιρλανδßα και πÝθανε στις 20 Απρßλη 1912 στο Λονδßνο στην Αγγλßα. 3ος απü 7 παιδιÜ και γονεßς του: ο ΔουβλινÝζος ΑβραÜμ Στüκερ κι η φεμινßστρια ΣÜρλοτ Ματßλντα ΜπλÝικ Θüρνλεη (που καταγüταν απü την ιστορικÞ ιρλανδικÞ περιοχÞ του ΜπÝιλισανον). Τα μÝλη της οικογÝνειας ανÞκαν στην ενορßα του Κλüνταρφ της ιρλανδικÞς εκκλησßας, που εκκλησιÜζονταν τακτικÜ. ΦιλÜσθενος κι αδýναμος ως τα 7 του, περνοýσε πολλÝς þρες Þ και μÝρες κλινÞρης. Ο ßδιος περιÝγραψε αργüτερα την περßοδο αυτÞ ως φÜση στοχασμþν κι ανÜπαυσης που του δþσανε την ευκαιρßα να σκεφτεß πρÜγματα, που του φανÞκανε πολý χρÞσιμα τα χρüνια που ακολοýθησαν.
     Το 1854 γρÜφεται σε ιδιωτικü σχολεßο χωρßς πλÝον Üλλα προβλÞματα υγεßας κι Ýτσι üταν γρÜφτηκε στο Trinity College (University of Dublin) ξεπερνþντας την αδυναμßα του, Ýγινε θαυμÜσιος αθλητÞς (1864-70). (Αξßζει να σημειωθεß üτι το συγκεκριμÝνο ΚολÝγιο χρονολογεßται απü το 1591 (!) οπüτε ανεγÝρθηκε το μεγαλοπρεπÝς κι εξαιρετικÞς αισθητικÞς κτßριο στο οποßο στεγÜζεται, που δεν Ýχει να ζηλÝψει τßποτε απü την Οξφüρδη και το ΚÝιμπριτζ ενþ στους θησαυροýς της βιβλιοθÞκης του περιλαμβÜνονται πλÞθος αρχαßων και μεσαιωνικþν ιρλανδικþν χειρüγραφων και το αριστοýργημα "Βιβλßο Του Κελς").
     ΚατÜ τη διÜρκεια των σπουδþν του εκεß, συμμετεßχε στην ιστορικÞ και φιλοσοφικÞ Ýνωση του ΠανεπιστÞμιου οπüτε καταθÝτοντας και το πρþτο δεßγμα γραφÞς του σε δοκßμιο με θÝμα την επßδραση των αισθÞσεων στο μυθιστüρημα και στην κοινωνßα. Απü εκεß αποφοßτησε με αριστεßο στα ΜαθηματικÜ ενþ Þδη εßχε εκδηλþσει το ενδιαφÝρον του για το θÝατρο επηρεασμÝνος απü Ýναν φßλο του, τον δρ ΜÜνσελ. Ο Στüκερ μÜλιστα Ýκανε κριτικÞ θεÜτρου σε μια εποχÞ που το εßδος δεν Ýχαιρε και ιδιαßτερης εκτßμησης. Οι κριτικÝς του δημοσιεýονταν τακτικÜ στην εφημερßδα Dublin Evening Mail της οποßας συνιδιοκτÞτης Þταν ο 'Ιρλανδüς Ε.Α. Πüε, συγγραφÝας γοτθικþν ιστοριþν Τζüζεφ ΣÝρινταν Λε Φανοý (αυτüς μας χÜρισε την περßφημη ιστορßα τρüμου "Καρμßλα" (1872) που θεωρεßται üτι ενÝπνευσε τον Στüκερ για τη συγγραφÞ του "ΔρÜκουλα" τüσο þστε Ýνα κεφÜλαιο του βιβλßου [Ο ΚαλεσμÝνος Του ΔρÜκουλα] να διαγραφεß αρχικÜ, λüγω μεγÜλων ομοιοτÞτων. Στο Ýργο αυτü διαβÜζουμε την ιστορßα της ΛÜουρα που κινδυνεýει απü τη φßλη της, βρικüλακα, Καρμßλα).
     Την ßδια χρονιÜ, με τη "Καρμßλα", ο Στüκερ Ýγραψε το διÞγημα "The Crystal Cup" (London Society, 1872) και λßγο αργüτερα το "The Chain Οf Destiny" που δημοσιεýθηκε στο χιουμοριστικü περιοδικü The Shamrock (τριφýλι, το εθνικü ιρλανδικü Ýμβλημα) σε 4 συνÝχειες. Ωστüσο η χρονιÜ αυτÞ πρÝπει να θεωρεßται σταθμüς για τη συγγραφικÞ εξÝλιξÞ του. Το ΔεκÝμβρη ο εκκολαπτüμενος, ακüμη, συγγραφÝας Ýγραψε Ýνα Üρθρο για τον σπουδαßο ηθοποιü Σερ ΧÝνρι ºρβινγκ που κεßνη την εποχÞ ανÝβαζε ΣÝξπηρ στο θÝατρο του Δουβλßνου υποδυüμενος αριστουργηματικÜ τον ¢μλετ στο ομþνυμο Ýργο. ¼ταν ο ºρβινγκ διÜβασε τη κριτικÞ του τονε προσκÜλεσε σε γεýμα στο ξενοδοχεßο Shelbourne, üπου εßχε καταλýσει, κι απü κεßνη τη βραδιÜ ξεκßνησε μια πολυετÞς φιλßα και συνεργασßα. Να θυμßσουμε üτι ο ºρβινγκ σημÜδεψε κυριολεκτικÜ το βρετανικü θÝατρο με ρüλους που εßχαν την προσωπικÞ του υποκριτικÞ ενþ εßναι ο πρþτος ηθοποιüς που τιμÞθηκε με τον τßτλο του ιππüτη.
     Απü το 1876, ξεκßνησε να εργÜζεται ως δημüσιος υπÜλληλος στο Δουβλßνο και πιο συγκεκριμÝνα στο Dublin Castle, το 1878 και για πÜνω απü 10 Ýτη, συνεχßζοντας να γρÜφει. ΠαρÜλληλα συνÝχιζε να γρÜφει κριτικÝς θεÜτρου στην εφημερßδα The Dublin Mail.
     Το 1878 παντρεýτηκε τη Φλüρενς ΜπÜλκομπ, που 'τανε πρþην σýζυγος του ¼σκαρ ΟυÜιλντ. Το ζευγÜρι μετακüμισε στο Λονδßνο, üπου ο Στüκερ Ýγινε για 27 χρüνια διευθυντÞς επιχειρÞσεων του ΘεÜτρου ΛυκÝουμ, ιδιοκτησßα του 'Αγγλου ηθοποιοý και φßλου του, ΧÝνρι ºρβινγκ. ΑπÝκτησαν Ýνα μüνο γιο, τον ºρβινγκ ΝοÝλ, που γεννÞθηκε στις 31 ΔεκÝμβρη 1879. Την ßδια χρονιÜ που γεννÞθηκε ο γιος του εκδüθηκε και μια ιστορßα φαντασßας με τßτλο "The Duties of Clerks of Petty Sessions in Ireland". Εδþ αξßζει να σημειþσουμε üτι η γυναßκα του, κüρη στρατιωτικοý, υπÞρξε διÜσημη για την ομορφιÜ της ενþ ο Στüκερ γνωριζüταν απü τα ακαδημαúκÜ χρüνια με τον ΟυÜιλντ. Το γεγονüς üτι τους χþριζε η Φλωρεντßα, δεν στÜθηκε ικανü να χαλÜσει και τη σχÝση τους. ΠρÜγματι δε παρÝλειψε να τον επισκεφθεß στη Γαλλßα στα δýσκολα χρüνια της κρÜτησÞς του.



     ¸χοντας ως εßδωλο τον Sir Henry Irving, (η συνεργασßα αυτÞ του Üνοιξε διÜπλατους ορßζοντες. ΜÝσω αυτοý συναναστρÜφηκε τüσο με την υψηλÞ λονδρÝζικη κοινωνßα üσο και μ' επιφανεßς συγγραφεßς της εποχÞς. Κυρßως üμως συνδÝθηκε με τον Χολ ΚÝιν, μυθιστοριογρÜφο και θεατρικü συγγραφÝα της ΒικτωριανÞς κι ΕδουÜρδου εποχÞς, που λατρεýτηκε κυριολεκτικÜ απü τους βρετανοýς και στον οποßο εßναι αφιερωμÝνος ο "ΔρÜκουλας". Το Ýργο του ΚÝιν, που Þταν μεν ρομαντικü αλλÜ διÝφερε απü τα «στεγανÜ» του Ντßκενς, σÞμερα εßναι παραγκωνισμÝνο αν και πολλÜ μυθιστορÞματα και θεατρικÜ του Ýχουν μεταφερθεß και στον κινηματογρÜφο. Ο ßδιος εργÜσθηκε ως γραμματÝας του ποιητÞ και ζωγρÜφου ΝτÜντε ΓκÜμπριελ ΡοσÝτι, Þταν εξαιρετικÜ εμφανßσιμος και προοδευτικüς, επηρεασμÝνος απü τις σοσιαλιστικÝς ιδÝες κι υπÞρξε αμετανüητος εραστÞς της νÞσου Μαν.) εργÜστηκε κοντÜ του, γρÜφοντÜς του πÜνω απü 50 επιστολÝς τη μÝρα και συνοδεýοντÜς τονε στις περιοδεßες του, μÝχρι το θÜνατο του ειδþλου του, 27 χρüνια μετÜ.
     ΑφιερωμÝνος ολοκληρωτικÜ στη διαχεßριση του θεÜτρου εκτüς απü γνωριμßες Ýκανε και πολλÜ ταξßδια. Η χþρα üμως που τον εßχε γοητεýσει Þταν οι ΗΠΑ üπου ο ºρβινγκ λατρευüταν. Στα ταξßδια του εκεß, ο Στüκερ εßχε την ευκαιρßα να επισκεφθεß μετÜ απü πρüσκληση τον Λευκü Οßκο και μÜλιστα δýο φορÝς, επß προεδρßας Μακ Κßνλεú και Θεüδωρου Ροýσβελτ ενþ εßχε και την τýχη να γνωριστεß με τον Ουüλτ Ουßτμαν τον κορυφαßο Αμερικανü ποιητÞ που τÜραξε τα νερÜ της ηθικÞς αμερικανικÞς διανüησης.
     ΚατÜ τη διÜρκεια αυτÞς της χρονικÞς περιüδου, ο Στüκερ Üρχισε να γρÜφει τα διηγÞματÜ του. Η 1η ιστορßα ΕΦ δημοσιεýτηκε το 1875 κι ακολοýθησε το "ΠÝρασμα Του Φιδιοý" (1890) κι Þτανε το 1ο μυθιστüρημÜ του. Κατüπιν ακολουθÞσανε κι Üλλα, με αποκορýφωμα τον "ΔρÜκουλα" στα 1897, Ýργο που 'γινε best-seller και τον Ýκανε διÜσημο παγκοσμßως. Αποτελεß δε, προúüν πολýχρονης ενασχüλησης κι Ýρευνας στην ευρωπαúκÞ λαογραφßα και σε üσα αφοροýν στα βαμπßρ. ΘεωρÞθηκε ως συνηθισμÝνη ιστορßα τρüμου, ωστüσο πολý σýντομα ενσωματþθηκε κυριολεκτικÜ στη λαúκÞ κουλτοýρα. Κατατασσüμενο μαζß με τον "ΦρανκεστÜιν" της Μαßρη ΣÝλεú σε μνημειþδες Ýργο που ο αναγνþστης μπορεß να διαβÜσει απü διÜφορες οπτικÝς γωνßες. Πρüκειται για Ýνα επιστολικü γοτθικü λογ. μυθιστüρημα που βασßζεται στο θρýλο του Κüμη ΔρÜκουλα, εμφανþς εμπνευσμÝνο απü Üλλες ιστορßες βρικολÜκων üπως: ¸μιλι ΓκÝραρντ ("Transylvania Superstitions" * Σημ: Η ΓκÝραρντ εßχε παντρευτεß Ýναν στρατιωτικü αυστροουγγρικÞς καταγωγÞς κι η πολυετÞς παραμονÞ της στην Τρανσυλβανßα εßχε σαν αποτÝλεσμα τη μελÝτη και την καταγραφÞ της τοπικÞς κι ομολογουμÝνως συναρπαστικÞς λαογραφßας), Τζον Γουßλιαμ Πολιντüρι ("The Vampyre") και Τζüσεφ ΣÝρινταν λε Φανοý (Carmilla).
     ¢λλα Ýργα του: "Το Στολßδι Των ΕφτÜ Αστεριþν" (1904) "Το ΜυστÞριο Της ΘÜλασσας" (1902) "Η ΣαβανωμÝνη Κυρßα" (1909), "Η ΦωλιÜ Του Λευκοý Σκουλικιοý" (1911) κ.Ü. Ακολοýθησαν αρκετÜ μυθιστορÞματα και νουβÝλες μÝχρι το 1911. Απü το Ýτος αυτü, Üρχισε να Ýχει προβλÞματα υγεßας στα οποßα üπως φαßνεται δεν Üντεξε. ΚατÝληξε πολý σýντομα στις 20 Απρßλη 1912, στο Λονδßνο, σε ηλικßα μüλις 64 ετþν, Ýχοντας αστÝρι δικü του, στο χÜρτη της παγκüσμιας λογοτεχνßας. ΕικÜζεται üτι αιτßα θανÜτου του Þταν η σýφιλη ενþ η τÝφρα του τοποθετÞθηκε στο Golders Green Crematorium.


                                 χειρüγραφο του "ΔρÜκουλα"

     ΜετÜ το θÜνατü του η χÞρα του Ýδωσε για δημοσßευση κι Üλλες ιστορßες μεταξý των οποßων κι "Ο ΠροσκεκλημÝνος Του ΔρÜκουλα" ενþ η ßδια εßχε δικαστικÞ διÝνεξη για τη κινηματογραφικÞ μεταφορÜ του με το üνομα "ΝοσφερÜτου" (1922) κερδßζοντας τελικÜ τη δßκη (1925) που οδÞγησε στη καταστροφÞ των αρνητικþν του φιλμ. Απ' üσο αποδεßχθηκε üμως δεν καταστρÜφηκαν üλες οι κüπιες κι Ýτσι η ταινßα Ýγινε γνωστÞ. Η επüμενη μεταφορÜ στη μεγÜλη οθüνη Þταν το 1931 σε σκηνοθεσßα του Τοντ Μπρüουνινγκ και κüμη ΔρÜκουλα τον ΜπÝλα Λουγκüζι. ¼μως αξÝχαστη για üλους μας παραμÝνει η μεταφορÜ του 1958 σε σκηνοθεσßα ΤÝρενς Φßσερ με τον Κρßστοφερ Λι να υποδýεται Ýναν ρüλο θαρρεßς κομμÝνο και ραμμÝνο στα μÝτρα του. Ακολοýθησε το φιλμ του 1979 απü τον Τζον ΜπÜντχαμ με πρωταγωνιστÞ τον Φρανκ ΛÜνγκελα κι η πλÝον σýγχρονη με την πινελιÜ του Κüπολα και τον ΓκÜρι ¼λντμαν στον ομþνυμο ρüλο.

========================


                                
Το Σπßτι Tου ΔικαστÞ

     ¼ταν πλησιÜζεν ο καιρüς για τις εξετÜσεις του ο ΜÜλκολμ ΜÜλκολμσον αποφÜσισε να πÜει κÜπου για να διαβÜσει μüνος. ¹θελε ν' αποφýγει τους πειρασμοýς των παραθαλÜσσιων θÝρετρων, Üλλα Þξερε üτι κι Ýνα απüλυτα μοναχικü μÝρος θα τονε παρÜσερνε, επειδÞ απü παλιÜ, τÝτοια μÝρη τονε γοÞτευαν. ¸τσι αποφÜσισε να βρει μιαν ασÞμαντη μικρÞ πüλη που τßποτε δε θα μποροýσε να του αποσπÜσει τη προσοχÞ. Δε θÝλησε να ζητÞσει τη συμβουλÞ των φßλων γιατß Þξερε üτι πολλοß θα τονε στÝλνανε σε μÝρη που εßχανε θÜλασσα, επειδÞ απü παλιÜ, τÝτοια μÝρη τον γοÞτευαν. ΣκÝφτηκε λοιπüν να βρει μüνος του κÜποιο μÝρος. ΜÜζεψε σε μια μεγÜλη βαλßτσα τα ροýχα του κι üλα τα βιβλßα που χρειαζüτανε κι Ýβγαλε εισιτÞριο με το πρþτο τρÝνο, χωρßς να κοιτÜξει που πÞγαινε.

     ¾στερα απü ταξßδι τριþν ωρþν κατÝβηκε στο ΜπÝντσερτς ευχαριστημÝνος που κατÜφερε να κρýψει τα ßχνη του τüσο καλÜ κι üντας σßγουρος üτι θα του δινüταν Þ ευκαιρßα να μελετÞσει με την ησυχßα του. ΠÞγε ßσια στο μοναδικü πανδοχεßο και πÝρασε τη νýχτα του κει. Το ΜπÝντσερτς Þταν εμπορικÞ πüλη που μια φορÜ κÜθε τρεις βδομÜδες πλημμýριζεν απü κüσμο. Τις υπüλοιπες εικοσιμßα μÝρες Þταν Üδειο σαν Ýρημος.

     Ο ΜÜλκολμ απü την Üλλη μÝρα κιüλας, αφοý Ýφτασε, Üρχισε να ψÜχνει να βρει Ýνα σπßτι ακüμα πιο Þσυχο απ' αυτü που Ýνα Þσυχο πανδοχεßο σα το «Καλü Ταξιδιþτη» μποροýσε να του προσφÝρει. ΥπÞρχε τÝτοιο μÝρος, που τρÜβηξε τη προσοχÞ του και που σßγουρα ικανοποιοýσε ακüμα και τα πιο τρελÜ του üνειρα για ησυχßα. Στη πραγματικüτητα Þσυχο δεν Þταν Þ κατÜλληλη λÝξη που του ταßριαζε. ΞεχασμÝνο κι ÝγκαταλειμÝνο θα Þτανε πιο κατÜλληλες λÝξεις για να περιγρÜψουνε την ερημιÜ του.

     ¹ταν Ýνα παλιü, με ασυνÜρτητη αρχιτεκτονικÞ, αρχοντüσπιτο Ιακωβιανοý ρυθμοý με βαριÜ αετþματα και παρÜθυρα ασυνÞθιστα μικρÜ και τοποθετημÝνα ψηλüτερα απ' üτι εßναι το κανονικü σε τÝτοια σπßτια. 'Ητανε περιτριγυρισμÝνο μ' Ýνα ψηλü και χοντρü τοßχο απü τοýβλα. ΠρÜγματι κοιτÜζοντας το προσεχτικÜ θýμιζε οχυρωμÝνο σπßτι παρÜ κατοικßα. ¼λ' αυτÜ ευχαρßστησαν τον ΜÜλκολμ. «Εδþ», σκÝφτηκε, «εßν' αυτü που ζητοýσα κι αν εßμαι τυχερüς και το νοικιÜσω, θα 'ναι το καλýτερο». ΕυχαριστÞθηκε ακüμα περισσüτερο üταν διαπßστωσε üτι το σπßτι Þταν ακατοßκητο.

     Στο πανδοχεßο Ýμαθε τ' üνομα του μεσßτη, που 'δειξε κατÜπληκτος üταν του ζÞτησε να νοικιÜσει μια πτÝρυγα του παλιοý σπιτιοý. Ο κýριος ΚÜρνφορντ Þτανε τυπικüς δικηγüρος και μεσßτης, ευγενικüς, γηραλÝος κýριος, που χÜρηκε πολý üταν Ýμαθε üτι κÜποιος Þθελε να μεßνει σ' αυτü.

 -"Για να σας πω την αλÞθεια" εßπε, "αν δεν Þταν οι πελÜτες μου, θα 'δινα το σπßτι σε κÜποιον τζÜμπα για χρüνια, για να συνηθßσουν οι χωριÜτες να το βλÝπουν να κατοικεßται. ¸μεινε για πολý καιρü Üδειο και σιγÜ-σιγÜ δημιουργÞθηκε παρÜλογη πρüληψη σχετικÜ μ' αυτü. Τþρα βÝβαια που θα κατοικηθεß και μÜλιστα απü Ýνα μορφωμÝνο σαν και σας, η πρüληψη θα χαθεß", πρüστεσε ρßχνοντας μια λοξÞ ματιÜ στον ΜÜλκολμ.

     Ο φοιτητÞς θεþρησε περιττü να ρωτÞσει το μεσßτη ποια Þταν η «παρÜλογη πρüληψη». ΣκÝφτηκε üτι μποροýσε να τη μÜθει απü Üλλους. ΠλÞρωσε το νοßκι για τρεις μÞνες, πÞρε την απüδειξη και τ' üνομα μιας γριÜς που πιθανüν να 'κÜνε τη καθαρßστρια του σπιτιοý κι Ýφυγε με τα κλειδιÜ στη τσÝπη. ¾στερα πÞγε στη γυναßκα του πανδοχεßου, που 'τανε χαροýμενος και καλüκαρδος Üνθρωπος και ζÞτησε τη συμβουλÞ της για το τß θα 'πρεπε να πÜρει μαζß του. ¹ γυναßκα Ýμεινε κατÜπληκτη üταν Üκουσε που θα πÞγαινε να κατοικÞσει.

 -"¼χι στο σπßτι του ΔικαστÞ", εßπε χλωμιÜζοντας. Της εξÞγησε που ακριβþς Þτανε το σπßτι κι üτι δεν εßχε ιδÝα πως αυτü Þτανε τ' üνομα του. "Ω, σßγουρα, σßγουρα εßναι το σπßτι του ΔικαστÞ", του απÜντησε.

     Της ζÞτησε να του μιλÞσει σχετικÜ μ' αυτü, γιατß το λÝγαν Ýτσι και γιατß το αποστρεφüταν. Του 'πε πως Ýτσι το ξÝρανε στη περιοχÞ κι üτι πριν απü πολλÜ χρüνια -πüσα ακριβþς δεν Þξερε γιατß δεν Þταν απ' αυτÜ τα μÝρη, αλλÜ σßγουρα πρÝπει να Þταν πÜνω απü εκατü- Þταν το σπßτι κÜποιου δικαστÞ, που üλοι τον θυμüταν με φρßκη για τις βαριÝς ποινÝς που Ýβαζε και για την εχθρüτητα του στους φυλακισμÝνους. ¼σο για το τß συνÝβαινε μ' αυτü δεν Þξερε. Εßχε ρωτÞσει πολλÝς φορÝς, αλλÜ κανεßς δε μποροýσε να της πει. ¹ γενικÞ εντýπωση πÜντως Þταν üτι κÜτι συνÝβαινε και πως αυτÞ, ακüμα κι αν της Ýδιναν üλα τα λεφτÜ της ΤρÜπεζας του Ντρινκγουüτερ, δε θα καθüτανε σ' αυτü το σπßτι οýτε μιαν þρα.

 -"Εßναι πολý κακü, κýριε, Ýνας νÝος σαν κι εσÜς να κατοικÞσει σ' αυτü το σπßτι. Αν Þσασταν παιδß μου, και με συγχωρεßτε για το θÜρρος μου, δε θα σας Üφηνα να κοιμηθεßτε τη νýχτα κει".

 -"ΑγαπητÞ μου κυρßα Γουßτμαν, μην ανησυχεßτε για μÝνα. ¸νας Üνθρωπος που διαβÜζει για να δþσει εξετÜσεις στα μαθηματικÜ Ýχει πολλÜ Üλλα να σκεφτεß και δε παρασýρεται απü παρÜξενα πρÜγματα. ¸πειτα η δουλειÜ του εßναι πολý συγκεκριμÝνη για να επιτρÝψει στο νου του ν' ασχοληθεß με οποιαδÞποτε μυστÞρια. Ο αρμονικüς πολλαπλασιασμüς, οι σχÝσεις κι οι ελλειπτικÝς λειτουργßες εßναι για μÝνα αρκετÜ μυστÞρια".

     ¹ κυρßα Γουßτμαν προθυμοποιÞθηκε να φροντßσει η ßδια για τις προμÞθειες του κι Ýτσι ο ßδιος πÞγε να βρει τη γριÜ που του εßχαν συστÞσει. ¼ταν γýρισε μαζß της στο σπßτι του ΔικαστÞ, υστερα απü λßγες þρες, βρÞκε την ßδια τη κυρßα Γουßτμαν να τονε περιμÝνει μαζß με μερικοýς Üντρες κι αγüρια που κουβαλοýσανε δÝματα κι Ýνα αμÜξι, που πÜνω του Þτανε φορτωμÝνο Ýνα πÜπλωμα, γιατß üπως του 'πε το κρεβÜτι του σπιτιοý εßχε ν' αεριστεß τουλÜχιστον πενÞντα χρüνια.

     ¹τανε πολý περßεργη να δει το εσωτερικü του σπιτιοý, αν και τüσο φοβισμÝνη, που στον παραμικρü θüρυβο αρπαζüταν απ' τον ΜÜλκολμσον, δεν τον Üφηνε οýτε στιγμÞ. Αυτüς αφοý γýρισε üλο το σπßτι αποφÜσισε να εγκατασταθεß στη τραπεζαρßα. Στü μεταξý Þ κυρßα Γουßτμαν με τη βοÞθεια της υπηρÝτριας της κυρßας ΝτÝμπστερ Üρχισαν να ταχτοποιοýν το δωμÜτιο. ¼ταν Þρθαν μÝσα τα δÝματα κι ανοßχτηκαν, ο ΜÜλκολμ εßδε πως η κυρßα Γουßτμαν εßχε στεßλει απü τη κουζßνα της αρκετÜ για κÜμποσες μÝρες. Πριν φýγει του ευχÞθηκε να περÜσει καλÜ και φτÜνοντας στη πüρτα γýρισε και του 'πε:

 -"ºσως, κýριε, επειδÞ το δωμÜτιο εßναι μεγÜλο και σκοτεινü θα 'τανε καλýτερα να βÜζατε γýρω απü το κρεβÜτι σας Ýνα μεγÜλο παραβÜν. Αν και να σας πω την αλÞθεια εγþ θα πÝθαινα απü το φüβο μου σα φυλακισμÝνη εδþ μÝσα και μολαυτÜ τα πρÜματα να ξεπροβÜλλουνε το κεφÜλι τους απ' τη κορφÞ και να με κοιτÜζουν". Η εικüνα Þτανε πολý τρομαχτικÞ και την Ýκανε να φýγει γρÞγορα. Η κυρßα ΝτÝμπστερ φýσηξε υπεροπτικÜ τη μýτη της καθþς η κυρßα Γουßτμαν Ýφυγε και παρατÞρησε πως αυτÞ δε φοβüτανε τα φαντÜσματα üλου του βασιλεßου.

 -"Θα σας πω τι ακριβþς συμβαßνει», εßπε. "Τα φαντÜσματα εßναι Ýνα σωρü αλλÜ πρÜγματα Ýκτος απü φαντÜσματα. Αρουραßοι και ποντßκια και κοριοß και πüρτες που τρßζουνε και ξεχαρβαλωμÝνα παραθυρüφυλλα και σπασμÝνα τζÜμια και πüμολα που κολλÜν üταν τα γυρßζεις, και ξαναεπιστρÝφουνε στη θÝση τους τα μεσÜνυχτα. ΚοιτÜχτε τις ξυλοδεσιÝς εßναι πανÜρχαιες. ΕκατοντÜδων χρüνων. Νομßζετε üτι δε θα υπÜρχουνε κοριοß και ποντßκια εδþ μÝσα; Τα ποντßκια εßναι τα φαντÜσματα και τα φαντÜσματα εßναι τα ποντßκια και μη πιστεýετε σε τßποτ' Üλλο".

 -"Κυρßα ΝτÝμπστερ", εßπεν o ΜÜλκολμ με υπüκλιση, "ξÝρετε περισσüτερα απü Ýναν επαγγελματßα ξυλουργü και σα σημÜδι εκτßμησης για τη λογικÞ που σας χαρακτηρßζει, θα σας αφÞσω να μεßνετε τζÜμπα στο σπßτι ,τους δυο τελευταßους μÞνες, μια κι εγþ το χρειÜζομαι μüνο για τÝσσερις βδομÜδες".

 -"Σας ευχαριστþ πολý, κýριε", εßπεν αυτÞ "Üλλα δε μπορþ να ξενυχτÞσω μακριÜ απü το σπßτι μου! Γιατß μÝνω στο φιλανθρωπικü ßδρυμα Γκριν ΧÜουζ κι αν κοιμηθþ Ýστω μια νýχτα Ýξω απ' το δωμÜτιο μου θα χÜσω το δικαιωμα να μÝνω κει. Οι κανονισμοß εßναι πολý αυστηροß κι υπÜρχουνε τüσοι πολλοß που ζητÜνε θÝση, þστε δε μπορþ να το διακινδυνÝψω. ΠαρολαυτÜ, αν θÝλετε, μπορþ να 'ρχομαι να σας φροντßζω üσο θα μεßνετε".

 -"ΚαλÞ μου κυρßα", εßπεν o ΜÜλκολμ "Þρθα δω με σκοπü να βρω μοναξιÜ κι απομüνωση και θÝλω να με πιστÝψετε, πως ευγνωμωνþ τον μακαρßτη τον Γκριν ΧÜουζ για τον τρüπο που οργÜνωσε τη θαυμÜσια φιλανθρωπßα του, Üλλα δε μπορþ να δεχτþ τη πρüταση σας". ¹ γριÜ γÝλασε.
 -"ΑγαπητÝ μου κýριε", εßπε, "μην ανησυχεßτε κι εδþ θα βρεßτε üσην απομüνωση θÝλετε".
     ΞανÜρχισε τη δουλειÜ της και το σοýρουπο üταν ο ΜÜλκολμ γýρισε απü τον περßπατο του -πÜντα εßχεν Ýνα βιβλßο μαζß του για να διαβÜζει περπατþντας- βρÞκε το δωμÜτιο συγυρισμÝνο και καθαρü, με τη φωτιÜ να καιει στο παλιü τζÜκι, τη λÜμπα αναμμÝνη και το τραπÝζι στρωμÝνο για δεßπνο με τα φαγητÜ της κυρßας Γουßτμαν. «Αυτü θα πει καλοπÝραση», σκÝφτηκε τρßβοντας τα χÝρια του.

     ¼ταν τÝλειωσε το φαγητü κι Üφησε το δßσκο στην Üλλη πλευρÜ του μεγÜλου δρýινου τραπεζιοý, Ýβγαλε πÜλι τα βιβλßα του, Ýριξε κι Üλλα ξýλα στη φωτιÜ, δυνÜμωσε το φως της λÜμπας και κÜθισε να δουλÝψει σκληρÜ. ΕργÜστηκε χωρßς διακοπÞ ως τις Ýντεκα το βρÜδυ και μüνο τüτε σταμÜτησε για να συδαυλßσει τη φωτιÜ, να κοιτÜξει τη λÜμπα και να βρÜσει Ýνα φλυτζÜνι τσÜι. ΠÜντα Ýπινε τσÜι κι üταν Þτανε φοιτητÞς συνÞθιζε να διαβÜζει ως αργÜ κι αργÜ να πßνει το τσÜι του. Η φωτιÜ που αναζωπýρωσε, χοροπηδοýσε και πÝταγε σπßθες, ρßχνοντας παρÜξενες σκιÝς στο μεγÜλο παλιü δωμÜτιο. Καθþς ρουφοýσε το ζεστü του τσÜι σκÝφτηκε την απομüνωση στην üποßα βρισκüτανε. Τüτε για πρþτη φορÜ Üρχισε να προσÝχει το θüρυβο που κÜνανε τα ποντßκια. «Σßγουρα», αναλογßστηκε, «δε μπορεß να κÜνανε τÝτοιο θüρυβο üταν διÜβαζα, θα τα 'χα προσÝξει». Κεßνη τη στιγμÞ ο θüρυβος αυτüς δυνÜμωσε, πρÜμα που τον Ýκαμε να σκεφτεß πως εßχε δßκιο. 'Ητανε φανερü üτι για μια στιγμÞ τα ποντßκια εßχανε φοβηθεß απü τη παρουσßα του ξÝνου, απü τις φλüγες της φωτιÜς και το φως της λÜμπας, αλλÜ üσο περνοýσεν Þ þρα, Üρχισαν να συνηθßζουνε και ξαναγυρßσανε στις δραστηριüτητες τους. Τ' Üκουγε να τρÝχουνε βιαστικÜ πÜνω-κÜτω μες στους παλιοýς τοßχους, στο ταβÜνι και κÜτω απü το πÜτωμα. ΤρÝχανε, μασουλοýσανε κι Ýξυναν.

     Ο ΜÜλκολμ χαμογÝλασε καθþς θυμÞθηκε τα λüγια της κυρßας ΝτÝμπστερ: «Τα φαντÜσματα εßναι τα ποντßκια και τα ποντßκια εßναι τα φαντÜσματα». Το τσÜι Üρχισε να επιδρÜ πÜνω στο νευρικü και διανοητικü του σýστημα και χαροýμενος διαπßστωσε üτι θα μποροýσε να δουλÝψει για πολý ακüμα þσπου να περÜσει η νýχτα. Νιþθοντας Ýνα αßσθημα ασφÜλειας αποφÜσισε να ρßξει μια ματιÜ γýρω στο δωμÜτιο. ΠÞρε τη λÜμπα κι Üρχισε να τριγυρßζει, ενþ αναρωτιüτανε γιατß Ýνα τüσον ωραßο σπßτι Ýμενε για καιρü ακατοßκητο. Τα ξυλüγλυπτα στις ξýλινες επενδýσεις των τοßχων Þτανε θαυμÜσια, üπως κι αυτÜ που υπÞρχαν πÜνω στις πüρτες και στα παρÜθυρα, üμορφα κι εκλεκτικοý γοýστου. ΥπÞρχαν μερικοß παλιοß πßνακες στους τοßχους, αλλÜ Þτανε τüσο σκονισμÝνοι και λερωμÝνοι απü τη πολυκαιρßα, που δε μποροýσε να ξεχωρßσει τις λεπτομÝρειες τους. Εδþ κι εκεß, üπως περπατοýσε, Ýβλεπε κÜποια σχισμÞ Þ τρýπα στον τοßχο, που απü μÝσα τους για μια στιγμÞ φαινüταν η μοýρη ενüς ποντικοý με τα μÜτια του να λαμπυρßζουνε στο φως.

     ΠÜντως το πρÜγμα που του 'κανε μεγαλýτερην εντýπωση Þτανε το σκοινß απü τη μεγÜλη καμπÜνα της στÝγης, που κρεμüτανε σε μια γωνιÜ του δωματßου, δεξιÜ απ' το τζÜκι. Για λßγο ακüμα τα ποντßκια συνÝχισαν να τον ενοχλοýν με το αδιÜκοπο τρεχαλητü τους, αλλÜ γρÞγορα συνÞθισε, üπως συνηθßζει κανεßς το θüρυβο του ρολογιοý Þ το κελÜρυσμα του ρυακιοý. ΑπορροφÞθηκε τüσο πολý απü τη δουλειÜ του, που τßποτα στον κüσμο δεν υπÞρχε γι' αυτüν Ýκτος απü το πρüβλημα που προσπαθοýσε να λýσει. ΞαφνικÜ σÞκωσε το κεφÜλι του χωρßς να το 'χει καταφÝρει. Στüν αÝρα υπÞρχεν Þ αßσθηση της þρας εκεßνης, που 'ναι ανÜμεσα στη νýχτα και στο ξημÝρωμα και μοιÜζει σαν üλα να 'χουν ακινητοποιηθεß. Τα ποντßκια εßχανε σταματÞσει να κÜνουνε θüρυβο και φαßνεται πως αυτü το σταμÜτημα τον Ýκαμε ν' ανασηκωθεß. Η φωτιÜ εßχε κατακÜτσει και στο τζÜκι Ýβλεπες μüνο τη κατακüκκινη λÜμψη της χüβολης.
     Εκεß, πÜνω στη μεγÜλη σκαλιστÞ δρýινη πολυθρüνα με τη ψηλÞ ρÜχη, που βρισκüτανε στα δεξιÜ του τζακιοý, καθüταν Ýνας τερÜστιος ποντικüς, που τονε κοßταζε μ' αγριεμÝνα μÜτια. ¸κανε μια κßνηση σα να 'θελε να τον πιÜσει αλλÜ ο ποντικüς δεν κουνÞθηκε. Τüτε Ýκανε να του πετÜξει κÜτι, αλλ' αυτüς και πÜλι Ýμεινε ακßνητος. Αντßθετα Ýδειξε τα μεγÜλα Üσπρα του δüντια μανιασμÝνος. Τα σκληρÜ του μÜτια λÜμψανε στο φως της λÜμπας μ' Ýντονη ζωηρüτητα. Ο ΜÜλκολμ Ýμεινε κατÜπληκτος κι αρπÜζοντας τη μασιÜ του τζακιοý üρμησε να τονε χτυπÞσει. Πριν προλÜβει üμως να τον αγγßξει, ο ποντικüς μ' Ýνα στρßγγλισμα μßσους πÞδησε στο πÜτωμα, σκαρφÜλωσε στο σκοινß της καμπÜνας και χÜθηκε στο σκοτÜδι. ΑμÝσως, πρÜμα παρÜξενο, τα ποντßκια ξαναρχßσανε τα σοýρτα-φÝρτα τους. Εκεßνη τη στιγμÞ το λÜλημα του κüκορα κÜπου Ýξω τονε πληροφüρησε για τον ερχομü του πρωινοý κι Ýτσι ο ΜÜλκολμ παρÜτησε το διÜβασμα, Ýπεσε στο κρεβÜτι και κοιμÞθηκε.
     ΚοιμÞθηκε τüσο βαθιÜ που δε ξýπνησεν ακüμα κι üταν Þρθε η κυρßα ΝτÝμπστερ να του φτιÜξει το δωμÜτιο. Ξýπνησε üταν αυτÞ χτýπησε το παραβÜν του κρεβατιοý του, αφοý πρþτα εßχε ταχτοποιÞσει το δωμÜτιο κι εßχε ετοιμÜσει το πρωινü του. ¹ταν ακüμα λßγο κουρασμÝνος απü τη σκληρÞ δουλειÜ της νýχτας, Üλλα Ýνα φλιτζÜνι τσÜι τονε συνÝφερε και παßρνοντας Ýνα βιβλßο και μερικÜ σÜντουιτς, για να μη χρειαστεß να γυρßσει στο σπßτι για μεσημεριανü, βγÞκε να κÜνει τον πρωινü του περßπατο.

     ΒρÞκε Ýνα Þσυχο μÝρος ανÜμεσα σε ψηλÝς φτελιÝς λßγο πιο Ýξω απü τη πüλη κι εκεß πÝρασε το μεγαλýτερο μÝρος της μÝρας μελετþντας ΛαπλÜς. Στο γυρισμü Ýψαξε να βρει τη κυρßα Γουßτμαν και να την ευχαριστÞσει για τη καλωσýνη της. ¼ταν αυτÞ τον εßδε να 'ρχεται βγÞκε να τον υποδεχτεß και τονε προσκÜλεσε να μπει μÝσα λÝγοντας:

 -"Δε πρÝπει να το παρακÜνετε, κýριε, σας βλÝπω χλωμü σÞμερα. Το ξενýχτι κι η σκληρÞ πνευματικÞ εργασßα δε κÜνουνε καλü. ΑλλÜ αλÞθεια, πÝστε μου, πþς περÜσατε τη νýχτα σας; ΚαλÜ φαντÜζομαι. ΠραγματικÜ χÜρηκα πολý üταν η κυρßα ΝτÝμπστερ μου 'πε üτι το πρωß που 'ρθε κοιμüσασταν βαθιÜ".

 -"Ω, εßμαι μια χαρÜ", της απÜντησε χαμογελþντας, "μüνο τα ποντßκια σουλατσÜριζαν εδþ κι εκεß κι Ýνας γεροδιÜβολος κÜθισε στη πολυθρüνα μου κοντÜ στη φωτιÜ. 'Αρπαξα Ýνα σßδερο για να τονε κανονßσω, Üλλ' αυτüς μου το 'σκÜσε στο ταβÜνι".

 -"Ο Θεüς να μας βοηθÞσει", εßπε Þ κυρßα Γουßτμαν. "¸νας γεροδιÜβολος καθüτανε στη καρÝκλα σας; ΠροσÝχτε, κýριε, προσÝχτε! ΠολλÝς φορÝς μας ξεφεýγουνε λüγια που δε θα 'πρεπε".

 -"Μα τß εννοεßτε; Λüγω τιμÞς δε σας καταλαβαßνω".

 -"¸νας γεροδιÜβολος! Μπορεß ο ßδιος ο διÜβολος! Σας παρακαλþ, μη γελÜτε, κýριε!" εßπε, γιατß ο ΜÜλκολμ εßχε ξεκαρδιστεß στα γÝλια. "Σεις οß νÝοι θαρρεßτε πως εßν' εýκολο να γελÜτε με πρÜματα που κÜνουνε τους παλιüτερους ν' ανατριχιÜζουν. ΑλλÜ δε πειρÜζει, δε πειρÜζει! Εýχομαι να γελÜτε Ýτσι πÜντα!" εßπεν η καλÞ γυναßκα ευχαριστημÝνη με τη καλÞ του διÜθεση.

 -"Να με συγχωρεßτε", εßπεν ο ΜÜλκολμ, "μη νομßζετε πως εßμαι αγενÞς, αλλÜ η σκÝψη üτι τη περασμÝνη νýχτα ο ßδιος ο διÜβολος καθüτανε στη καρÝκλα μου το βρßσκω κÜπως υπερβολικü!". Κι αμÝσως ξÝσπασε σε γÝλια. ¾στερα πÞγε σπßτι για να δειπνÞσει.

     Κεßνο το βρÜδυ το πηγαινÝλα των ποντικþν Üρχισε νωρßτερα, για την ακρßβεια εßχεν αρχßσει πριν φτÜσει στο σπßτι και σταμÜτησε μüνο την þρα που μπÞκε μÝσα. ΜετÜ το φαγητü Ýκατσε για λßγο κοντÜ στη φωτιÜ κÜπνισε κι ýστερα καθÜρισε το τραπÝζι κι Üρχισε να δουλεýει üπως και χτες. Απüψε τα ποντßκια κÜναν μεγαλýτερη φασαρßα απ' üση χτες. Πως Ýτρεχαν πÜνω-κÜτω, δεξιÜ-ζερβÜ! Πως τσιρßζανε, γρατζουνßζανε και ροκανßζανε! Πως γßνονταν ολοÝνα και θρασýτερα. ΦτÜνανε στο σημεßο να βγÜζουνε το κεφÜλι τους Ýξω απü τις τρýπες, τις ραγισματιÝς και τις σχισμÝς του τοßχου και τα μÜτια τους Ýλαμπαν σα μικροσκοπικÝς φλüγες απü τη φωτιÜ που τρεμüσβηνε. Τþρα, üμως, μια και τα 'χε συνηθßσει δε του κÜναν εντýπωση. Και στα μÜτια τους δεν Ýβλεπε να καθρεφτßζεται κακßα, αλλÜ μÜλλον μια παιχνιδιÜρικη διÜθεση. ΜερικÝς φορÝς τα πιο τολμηρÜ απü δαýτα κÜναν εξορμÞσεις απü τους τοßχους και τρÝχανε στο πÜτωμα.
     ΚÜθε τüσον, üταν τον ενοχλοýσαν, ο ΜÜλκολμ Ýκανε θüρυβο για να τα φοβßσει. Χτυποýσε το τραπÝζι με το χÝρι κι αυτÜ το σκÜγανε και τρυπþνανε στους τοßχους. ¸τσι οι πρþτες þρες της νýχτας περÜσανε κι ο ΜÜλκολμ παρÜ τη φασαρßα εßχε καταφÝρει ν' αφοσιωθεß στη δουλειÜ του. ΞαφνικÜ σταμÜτησε üπως και τη περασμÝνη νýχτα απü μια ξαφνικÞ αßσθηση ησυχßας. Απü τους ποντικοýς δεν ακουγüταν ο παραμικρüς θüρυβος. Η σιωπÞ Þτανε σιωπÞ τÜφου, θυμÞθηκε το περßεργο χτεσινοβραδινü περιστατικü, Ýνστικτþδικα γýρισε και κοßταξε τη πολυθρüνα που 'τανε κοντÜ στü τζÜκι. Τüτε Ýνα περßεργο συναßσθημα τον Ýκαμε ν' ανατριχιÜσει. Στην ßδια παλιÜ σκαλιστÞ δρýινη πολυθρüνα κοντÜ στη φωτιÜ καθüταν ο ßδιος τερÜστιος ποντικüς και τονε κοßταζεν ακßνητος.

     Αυθüρμητα Üρπαξε το κοντινüτερο αντικεßμενο, Ýνα βιβλßο λογαρßθμων και του το πÝταξε. Δε τονε σημÜδεψε καλÜ, ο ποντικüς δε κουνÞθηκε απü τη θÝση του. ¸τσι ÝπαναλÞφθηκν η ßδια σκηνÞ με τη τσιμπßδα του τζακιοý της χτεσινÞς βραδιÜς και ξανÜ ο ποντικüς κυνηγημÝνος σκαρφÜλωσε στο σκοινß της καμπÜνας. Το περßεργο εßναι που μüλις εξαφανßστηκε, ο θüρυβος των Üλλων ξανÜρχισε. Και σ' αυτÞ τη περßπτωση üπως και στη προηγοýμενη, ο ΜÜλκολμ δε πρüλαβε να δει προς τα που χÜθηκε γιατß το φως της λÜμπας και του τζακιοý αφÞνανε το πÜνω μÝρος του δωματßου στο σκοτÜδι. Κοßταξε το ρολüι και διαπßστωσε üτι κüντευαν μεσÜνυχτα. Σηκþθηκε, δυνÜμωσε τη φωτιÜ κι ετοßμασε το τσÜι του. Εßχε μελετÞσει πολý κι Ýτσι σταμÜτησε για να καπνßσει. ¸κατσε στη μεγÜλη δρýινη πολυθρüνα κοντÜ στο τζÜκι και καπνßζοντας Üρχισε να σκÝφτεται πως Ýπρεπε ν' ανακαλýψει τη κρυψþνα του ποντικοý. ¸τσι Üναψε ακüμα μια λÜμπα και την Ýβαλε σε τÝτοιο μÝρος που να φωτßζει τη δεξιÜ μεριÜ του τζακιοý. ¾στερα μÜζεψε üλα τα βιβλßα κοντÜ του, για να μπορÝσει να τα πετÜξει αν χρειαστεß, στον απρüσκλητο επισκÝπτη. ΤÝλος πÞρε το σκοινß της καμπÜνας κι Ýβαλε τη μια του Üκρη πÜνω στο τραπÝζι Ýτσι που η Üλλη Üκρη του να φωτßζεται απü τη λÜμπα. Την þρα που το ταχτοποιοýσε δε μπüρεσε να μη προσÝξει πüσο μαλακü Þταν, ειδικÜ για Ýνα τüσο γερü κι αχρησιμοποßητο σκοινß. «Θα μποροýσες να κρεμÜσεις Üνθρωπο μ' αυτü", σκÝφτηκε. ¼ταν οι προετοιμασßες του τελειþσανε κοßταξε ολüγυρα κι εßπε: «Και τþρα, φιλαρÜκο, νομßζω πως Þρθεν Þ þρα να μÜθουμε κÜτι για σÝνα». 'Αρχισε πÜλι να μελετÜ.

     ¼πως και πριν ο σαματÜς των ποντικþν τονε πεßραζε, ýστερα üμως αποξεχÜστηκε απü το διÜβασμα. Και πÜλι ωστüσο η προσοχÞ του κüπηκε απüτομα. ΑυτÞ τη φορÜ üμως δεν Þταν μüνο Þ ξαφνικÞ σιωπÞ που τρÜβηξε τη προσοχÞ του, αλλÜ και μια αδιüρατη κßνηση του σκοινιοý και της λÜμπας. Κοßταξε γρÞγορα αν τα βιβλßα Þταν κοντÜ του και μετÜ κοßταξε το σκοινß. Εßδε τον ποντικü να γλυστρÜ πÜνω του και να πÝφτει στο μπρÜτσο της πολυθρüνας κÜθισε κει κι Üρχισε να τονε κοιτÜζει. Ο ΜÜλκολμσον σÞκωσεν Ýνα βιβλßο, σημÜδεψε προσεχτικÜ και του το πÝταξε. Αυτüς με μια γρÞγορη κßνηση Ýκαμε στο πλÜι και το απÝφυγε. ΠÞρε δεýτερο βιβλßο, υστÝρα τρßτο και τα πÝταξε με τη σειρÜ στον ποντικü αλλÜ χωρßς αποτÝλεσμα. ΤÝλος την þρα που ετοιμαζüταν να του ρßξει Ýν Üλλο, ο ποντικüς τσßριξε θυμωμÝνος. Αυτü εξüργισε ακüμα περισσüτερο τον ΜÜλκολμ. ¹θελε να χτυπÞσει το τρωκτικü με μανßα, του πÝταξε το βιβλßο κι αυτÞ τη φορÜ τονε πÝτυχε. Το ζþο τσßριξε και γυρßζοντας τον κοßταξε μ' Ýνα τρομερü βλÝμμα λýσσας και κακßας, υστÝρα πÞδηξε πÜνω στο σκοινß κι Üρχισε να σκαρφαλþνει σαν αστραπÞ. Ο ΜÜλκολμ εßχε συνÝχεια τα μÜτια του καρφωμÝνα πÜνω του και στο φως της δεýτερης λÜμπας τον εßδε να χÜνεται σε μια τρýπα, δßπλα σ' Ýναν απü τους μεγÜλους πßνακες που κρÝμονταν στους τοßχους. «Θα ψÜξω για το σπßτι του φßλου μου το πρωß», σκÝφτηκεν ο φοιτητÞς. «Ο τρßτος πßνακας απü τα δεξιÜ του τζακιοý. Δε πρüκειται να το ξεχÜσω». 'Αρχισε να μαζεýει Ýνα-Ýνα τα βιβλßα σχολιÜζοντας εýθυμα: «Οι "Εικονικοß Τομεßς" δεν τονε πÝτυχαν. Οι "Κυκλοειδεßς Ελλεßψεις" το ßδιο. Οι "ΒασικÝς ΑρχÝς" οýτε, οι "ΔιαιρÝσεις", οýτε,  η "ΘερμοδυναμικÞ". Για να δοýμε τþρα το βιβλßο που του την Ýφερε». ¼ ΜÜλκολμ το σÞκωσε και το κοßταξε. Και τüτε μια ξαφνικÞ χλωμÜδα απλþθηκε στο πρüσωπο του. Κοßταξε ολüγυρα του κι ανατρßχιασε ελαφρÜ μουρμουρßζοντας: «Η Βßβλος που μου Ýδωσε Þ μητÝρα μου! Τß περßεργη σýμπτωση!».

     ¸κατσε κι Üρχισε να ξαναδιαβÜζει ενþ τα ποντßκια αρχßσανε και πÜλι τα τρεχαλητÜ τους. ¼μως τοýτη τη φορÜ δε τον ενοχλοýσαν. Αντßθετα Þ παρουσßα τους του 'δινε μιαν αßσθηση συντροφικüτητας. ΠαρολαυτÜ δε μποροýσε να συγκεντρωθεß και να δουλÝψει κι αφοý Üδικα παιδεýτηκε να συγκεντρωθεß στο θÝμα του τα παρÜτησε απογοητευμÝνος και πÞγε στο κρεβÜτι του, την þρα που το φως της χαραυγÞς Ýμπαινε στο δωμÜτιο απü τ' ανατολικü παραθýρι. ΚοιμÞθηκε βαριÜ κι ανÞσυχα κι üταν η κυρßα ΝτÝμπστερ τονε ξýπνησεν αργÜ το πρωß, για λßγα λεπτÜ δεν εßχε συναßσθηση που βρισκüτανε. Το πρþτο πρÜμα που ζÞτησε προκÜλεσεν Ýκπληξη στην υπηρÝτρια:
 -"Κυρßα ΝτÝμπστερ, σÞμερα το πρωß που θα λεßπω, θα 'θελα να πÜρετε μια σκÜλα και να ξεσκονßσετε Þ να καθαρßσετε αυτοýς τους πßνακες -ειδικÜ τον τρßτο δεξιÜ απü το τζÜκι. ΘÝλω να δω τι παριστÜ".

     ΑργÜ τ' απüγευμα δ ΜÜλκολμ, αφοý μελÝτησε στο ßδιο μÝρος, διαπßστωσε üτι το διÜβασμα του προχωροýσε ικανοποιητικÜ. Εßχε λýσει μÝχρι στιγμÞς üλα τα προβλÞματα που του φαινüντανε δýσκολα κι Þτανε τüσον ευχαριστημÝνος, που αποφÜσισε να πÜει μια βüλτα ως τη κυρßα Γουßτμαν στον «Καλü Ταξιδιþτη». ΒρÞκε Ýνα ξÝνο να κÜθεται μαζß της που του τονε σýστησε σαν δüκτωρ Θüρνχιλ. ¹τανε λßγο ανÞσυχη κι ο ΜÜλκολμ συνδυÜζοντας την ανησυχßα της με διÜφορες ερωτÞσεις που Üρχισε να του κÜνει ο ξÝνος, συμπÝρανε πως αυτüς δε βρισκüτανε τυχαßα κει κι Ýτσι χωρßς περιστροφÝς εßπε:

 -"ΓιατρÝ Θüρνχιλ, ευχαρßστως θ' απαντÞσω στις ερωτÞσεις σας, αν μου υποσχεθεßτε ωθ' απαντÞσετε και σεις σε μια δικÞ μου".

     ¼ γιατρüς φÜνηκε Ýκπληκτος, αλλÜ υστÝρα χαμογÝλασε κι απÜντησε αμÝσως:

 -"¸γινε! ΠοιÜ εßναι";

 -"¹ κυρßα Γουßτμαν σας ζÞτησε να 'ρθεßτε δω για να με δεßτε και να με συμβουλÝψετε";

     Ο γιατρüς Θüρνχιλ για μια στιγμÞ Ýμεινε ακßνητος, η κυρßα Γουßτμαν κοκκßνισε και γýρισε αλλοý το πρüσωπü της, αλλÜ ο γιατρüς που Þτανε ντüμπρος κι ετοιμüλογος Üνθρωπος, απÜντησε γρÞγορα κι ανοιχτÜ:

 -"Ναι, αλλÜ δεν Þθελε να το μÜθετε. Εßμαι βÝβαιος üτι βιÜστηκα και μÜλιστα μ' αδεξιüτητα κι αυτü Þτανε που με πρüδωσε. Λοιπüν, μου 'πε üτι δε της αρÝσει διüλου η ιδÝα να ζεßτε ολομüναχος σε κεßνο το σπßτι και... να πßνετε τüσο πολý δυνατü τσÜι. Και για να γßνω πιο σαφÞς,, μου ζÞτησε να σας παρακαλÝσω, αν εßναι δυνατüν, να κüψετε το τσÜι και να μη ξενυχτÜτε. ¹μουνα κι εγþ φοιτητÞς κÜποτε και ξÝρω κι Ýτσι επιτρÝψτε μου να σας συμβουλÝψω εντελþς φιλικÜ".

     Ο ΜÜλκολμ χαμογÝλασε πλατιÜ κι Üπλωσε το χÝρι του.
 -"Κüλλα το", εßπε, "üπως λÝνε και στην ΑμερικÞ. Σας ευχαριστþ πολý για το ενδιαφÝρον και σας και τη κυρßα Γουßτμαν. Και θα 'θελα να σας ανταπüδωσω τη καλωσýνη σας. Υπüσχομαι, λοιπüν, üτι δε θα ξαναπιþ τσÜι δυνατü Þ μÜλλον δε θα ξαναπιþ καθüλου τσÜι κι üτι θα πÝφτω στο κρεβÜτι μου στη μßα το αργüτερο. ΕντÜξει";

 -"ΘαυμÜσια!" εßπε, ο γιατρüς. "Τþρα πÝστε μου τß παρατηρÞσατε στο παλιü σπßτι".

     Κι Ýτσι ο ΜÜλκολμ τους διηγÞθηκε με κÜθε λεπτομÝρεια üλα üσα γßνανε τις δυο προηγοýμενες νýχτες. ΚÜθε λßγο η κυρßα Γουßτμαν τονε σταματοýσε με μικρÝς κραυγοýλες, þσπου Ýφτασε στο επεισüδιο της Βßβλου. ¹ κυρßα Γουßτμαν τüτε ξεφþνισε και μüνον αφοý της Ýδωσαν Ýνα ποτÞρι μπρÜντυ κι Ýνα κονιÜκ, μπüρεσε να συνÝλθει. ¼ γιατρüς Θüρνχιλ γινüταν üλο και πιο σοβαρüς üσο προχωροýσεν η διÞγηση κι δταν ο ΜÜλκολμ τÝλειωσε κι Þ κυρßα Γουßτμαν συνÞλθε, ρþτησε:

 -"Ο ποντικüς ανÝβαινε πÜντα απü το σκοινß της καμπÜνας";

 -"ΠÜντα"!

 -"Νομßζω πως ξÝρετε", εßπεν ο γιατρüς δισταχτικÜ, "ποιο εßναι αυτü το σκοινß".

 -"¼χι".

 -"Εßναι", εßπεν ο γιατρüς αργÜ, "το ßδιο σκοινß, που μ' αυτü ο δÞμιος κρεμοýσε τα θýματα των αποφÜσεων του ΔικαστÞ". Και τüτε ξανασταμÜτησε απ' τις κραυγÝς της κυρßας Γουßτμαν, που και πÜλι αναγκÜστηκαν να τη συνεφÝρουν. ¾στερα ο ΜÜλκολμ κοßταξε το ρολüι του κι εßδε πως κüντευεν η þρα του δεßπνου κι Ýτσι Ýφυγε πριν η κυρßα Γουßτμαν συνÝλθει τελεßως. ¼ταν Ýγινε κι αυτü, η κυρßα Γουßτμαν θυμωμÝνη Üρχισε να παρατηρεß μ' Ýντονο υφüς το γιατρü λÝγοντας του οτι δεν Ýπρεπε να βÜλει τÝτοιες σκÝψεις φριχτÝς στο μυαλü του νÝου. Ο γιατρüς Θüρνχιλ απÜντησε:

 -"ΑγαπητÞ μου κυρßα, εßχα σοβαροýς λüγους. ¹θελα να στρÝψω την προσοχÞ του στο σκοινß της καμπÜνας. ºσως να βρßσκεται σε μια κατÜσταση υπερÝντασης απü το υπερβολικü διÜβασμα, αν και πρÝπει, να παραδεχτþ üτι δεßχνει υγιÝστατος και σωματικÜ και ψυχικÜ. Τα ποντßκια üμως; Κι αυτÞ Þ συζÞτηση για το διÜβολο;" Ο γιατρüς κοýνησε το κεφÜλι του και συνÝχισε: "Θα 'θελα να πÜω να περÜσω τη νýχτα μαζß του, αλλÜ εßμαι σßγουρος üτι αυτü θα τονε πεßραζε. Μπορεß τη νýχτα να τρομÜξει Þ να 'χει κÜποια παρÜξενη παραßσθηση. Αν γßνει κÜτι τÝτοιο θÝλω να χτυπÞσει τη καμπÜνα. Θα την ακοýσουμε και θα τρÝξουμε να τονε βοηθÞσουμε. ΣÞμερα θα μεßνω ξýπνιος ως αργÜ και να μη σου κÜνει εντýπωση αν, üταν ξημερþσει, το ΜπÝντσερτς βρεθεß μπροστÜ σ' εκπλÞξεις".

 -"Τß εννοεßτε, γιατρÝ; Μη μου πεßτε πως..."

 -"Εννοþ üτι μπορεß απüψε -Þ μÜλλον εßναι πολý πιθανü- ν' ακοýσουμε τη μεγÜλη καμπÜνα του σπιτιοý του ΔικαστÞ", εßπεν ο γιατρüς κι Ýφυγε.

     ¼ταν ο ΜÜλκολμ Ýφτασε στο σπßτι, εßδε πως εßχεν αργÞσει λßγο, γιατß η κυρßα ΝτÝμπστερ εßχε φýγει -οι κανονισμοß του φιλανθρωπικοý ιδρýματος Γκριν ΧÜουζ δεν Ýπρεπε να παραβιÜζονται. ΕυχαριστÞθηκε üταν εßδε το δωμÜτιο φωτεινü και συγυρισμÝνο, τη φωτιÜ αναμμÝνη και τη λÜμπα καθαρÞ. Το βρÜδυ Þταν πιο κρýο απ' üτι Þταν συνÞθως τον Απρßλη και φυσοýσε δυνατüς Üνεμος, που üσο πÞγαινε και δυνÜμωνε, πρÜγμα που 'δειχνε üτι τη νýχτα θα ξεσποýσε καταιγßδα. Για λßγο τα ποντßκια, αφοý μπÞκε στο σπßτι, σταματÞσανε τη φασαρßα τους, αλλÜ μüλις τονε συνÞθισαν Üρχισαν ξανÜ. ΧÜρηκε που τ' Üκουγε, γιατß ο σαματÜς τους του κρατοýσε συντροφιÜ. ΘυμÞθηκε πως σταματοýσαν μüνο üταν παρουσιαζüταν ο μεγÜλος ποντικüς με τα κακüβουλα μÜτια.
     Το φως της λÜμπας Þτανε χαμηλωμÝνο κι Ýτσι το ταβÜνι κι η πÜνω μεριÜ του δωματßου Þτανε βυθισμÝνα στο σκοτÜδι. Οι φλüγες του τζακιοý που φωτßζανε το πÜτωμα κι ενα Üσπρο πανß ακουμπισμÝνο στην Üκρη του τραπεζßου, δßνανε χαροýμενη üψη στο χþρο. Δεßπνησε μ' üρεξη μεγÜλη κι ευχÜριστη διÜθεση. ΜετÜ το φαγητü κÜπνισε Ýνα τσιγÜρο κι Ýκατσε να μελετÞσει, αποφασισμÝνος να μην επιτρÝψει καμιÜ διακοπÞ, γιατß θυμÞθηκε την υπüσχεση που 'δωσε στο γιατρü και σκüπευε ν' αξιοποιÞσει το χρüνο του üσο καλýτερα μποροýσε. Για μια περßπου þρα μελÝτησε συγκεντρωμÝνος κι υστÝρα Þ προσοχÞ του Üρχισε να τρÝχει εδþ κι εκεß, μακριÜ απ' τα βιβλßα.

     Ο αγÝρας εßχε γßνει ανεμοθýελλα κι Þ ανεμοθýελλα καταιγßδα. Το παλιü σπßτι, παρ' üλη τη γερÞ κατασκευÞ του, σειüταν συθÝμελα. Ο αγÝρας οýρλιαζε, λυσσομανοýσε üπως περνοýσε απü τις καμινÜδες και τα παρÜξενα παλιÜ αετþματα του. Δημιουργοýσε παρÜξενους, αλλüκοτους θορýβους στ' Üδεια δωμÜτια και στους διαδρüμους. Ακüμα κι η μεγÜλη καμπÜνα πρÝπει να 'νιωθε τη δýναμη του, γιατß το σκοινß της σηκωνüτανε κι Ýπεφτε ελαφρÜ, λες κι αυτÞ πÞγαινε πÝρα-δþθε κÜθε λßγο και λιγÜκι κι αυτü Ýπεφτε στο δρýινο πÜτωμα με Ýνα σκληρü και κοýφιον Þχο. Ο ΜÜλκολμ θυμÞθηκε τα λüγια του γιατροý: «Εßναι το ßδιο σκοινß που μ' αυτü ο δÞμιος κρεμοýσε τα θýματα των αποφÜσεων του ΔικαστÞ». ΠÞγε στη γωνιÜ του τζακιοý και το πÞρε στο χÝρι να το εξετÜσει. Του δημιουργοýσε μιαν αρρωστημÝνη περιÝργεια κι αναρωτÞθηκε ποια να 'τανε τα θýματα και γιατß ο ΔικαστÞς Þθελε να 'χει στο σπßτι του Ýνα τÝτοιο απαßσιο ενθýμιο.
     Κεßνη τη στιγμÞ το κοýνημα της καμπÜνας το ανασÞκωσε πÜλι, Üλλα τþρα εßχε και μιαν Üλλη αßσθηση -το σκοινß τρεμοýλιαζε σα να 'χε και κÜτι Üλλο πÜνω του. Κοßταξε ενστικτþδικα ψηλÜ. Εßδε το μεγÜλο ποντικü να κατεβαßνει προς το μÝρος του κοιτÜζοντÜς τονε σταθερÜ. 'Αφησε το σκοινß κι Ýκαμε πßσω βλαστημþντας. Ο ποντικüς γýρισε πßσω και χÜθηκε. Μüνο τüτε ο ΜÜλκολμ πρüσεξε üτι τα ποντßκια αρχßσανε και πÜλι τη βαβοýρα τους, που για λßγο την εßχανε σταματÞσει. Τüτε θυμÞθηκε πως δεν Ýψαξε για τη φωλιÜ του ποντικοý, οýτε κοßταξε τους πßνακες, üπως εßχε σκεφτεß να κÜνει. 'Αναψε λοιπüν την Üλλη λÜμπα και πÞγε κÜτω απü τον τρßτο πßνακα, στη δεξιÜ γωνιÜ του τζακιοý, που εßχε δει τον ποντικü να εξαφανßζεται τη περασμÝνη νýχτα. Με τη πρþτη ματιÜ οπισθοχþρησε τüσον απüτομα, που η λÜμπα λßγο Ýλειψε να του πÝσει απü το χÝρι και μια νεκρικÞ χλωμÜδα απλþθηκε στο πρüσωπο του. Τα πüδια του Üρχισαν να τρÝμουν και χοντρÝς σταγüνες ßδρωτα φÜνηκαν στο μÝτωπο του. ¼μως Þταν νÝος κι Ýτσι μετÜ απü λßγες στιγμÝς κατüρθωσε να συνÝρθει και να προχωρÞσει μπροστÜ. ΣÞκωσε τη λÜμπα να δει τον πßνακα, που τþρα Þτανε ξεσκονισμÝνος και καθαρüς.

     ¹ταν ο ΔικαστÞς ντυμÝνος τη κüκκινη δικαστικÞ του τÞβεννο. Το πρüσωπο του Þταν σκληρü, ανÞλεο, διαβολικü με φιλÞδονο στüμα και μýτη που θýμιζε ρÜμφος αρπαχτικοý πουλιοý. Τα μÜτια του εßχαν μια περßεργη λÜμψη τρομερÞς κακßας. ΠαγωμÝνος διαπßστωσε πως Þτανε τÝλειο αντßγραφο των ματιþν του ποντικοý. ΞανÜ η λÜμπα παραλßγο να του πÝσει απü τα χÝρια οταν εßδε το μεγÜλο ποντικü να βγαßνει απü μια τρýπα, που 'τανε δßπλα απü μια γωνιÜ του πßνακα και πρüσεξε το απüτομο σταμÜτημα των Üλλων ποντικþν. ¼μως και πÜλι κατüρθωσε να αυτοκυριαρχηθεß και συνÝχισε να εξετÜζει τον πßνακα.

     Ο ΔικαστÞς καθüτανε σε μια μεγÜλη σκαλιστÞ δρýινη πολυθρüνα με ψηλÞ ρÜχη, στη δεξιÜ πλευρÜ ενüς μεγÜλου πÝτρινου τζακιοý, δßπλα του κρεμüταν Ýνα σκοινß, που η Üκρη του κουλουριαζüτανε στο πÜτωμα. Με φρßκη αναγνþρισε το δωμÜτιο και κοßταξε ολüγυρÜ του τρομαγμÝνος, λες και περßμενε κÜτι περßεργο να στÝκεται δßπλα του. Το βλÝμμα του Ýπεσε στη δεξιÜ γωνιÜ του τζακιοý, Üφησε μια δυνατÞ κραυγÞ κι η λÜμπα του 'φυγεν απü το χÝρι. Κει στο μπρÜτσο της πολυθρüνας καθüταν ο ποντικüς με τα διαβολικÜ μÜτια του ΔικαστÞ που τþρα λÜμπανε με σατανικÞ λýσσα. ¸κτος απü το ουρλιαχτü της θýελλας Ýξω. μÝσα στο δωμÜτιο δεν ακουγüτανε τßποτ' Üλλο.

     Το πÝσιμο της λÜμπας συνÝφερε τον ΜÜλκολμ. Ευτυχþς που 'ταν μεταλλικÞ κι Ýτσι το πετρÝλαιο της δε χýθηκε. Ο ΜÜλκολμ τη σÞκωσε, ταχτοποßησε κι αυτÞ η δουλειÜ τονε συνÝφερε τελεßως. ¼ταν συμμÜζεψε στÜθηκε για λßγο και σκÝφτηκε: «Αυτü δε μπορεß να πÜει Üλλο. ΠρÝπει να σταματÞσει. Γιατß αν συνεχιστεß Ýτσι θα τρελαθþ. ΚαλÜ που υποσχÝθηκα ατü γιατρü να κüψω το τσÜι. Φαßνεται πþς εßχε δßκιο, τα νεûρα μου δεν εßναι σε καλÞ κατÜσταση. Περßεργο πþς δεν το εßχα προσÝξει νωρßτερα. "Ομως απü δω και μπρος θα προσÝχω και θα φροντßσω να συγκρατοýμαι». ¸φτιαξε Ýνα ποτÞρι μπρÜντυ με νερü κι υστÝρα Ýκατσε να δουλÝψει.

     ΠÝρασε μια þρα περßπου þσπου να σηκþσει το κεφÜλι του εξαιτßας της ξαφνικÞς σιωπÞς. ¸ξω ο Üνεμος οýρλιαζε δυνατüτερα απü πριν, κι η βροχÞ μαστßγωνε τα παρÜθυρα χτυπþντας σαν χαλÜζι πÜνω στα τζÜμια. ΑλλÜ μÝσα δεν ακουγüτανε τßποτα εκτüς απü τον αγÝρα που σφýριζε στη καμινÜδα κι απü μερικÝς σταγüνες βροχÞς, που πÝφτανε μÝσα απ' αυτÞν.

     Η φωτιÜ εßχε μισοσβÞσει, δεν Ýβγαζε πια φλüγες εκτüς απü μια κüκκινη λÜμψη. Ο ΜÜλκολμ ÜφουγκÜστηκε κι Üκουσε Ýναν αδýναμο θüρυβο, που 'ρχüταν απ' τη γωνιÜ του δωματßου, που κρεμüτανε το σκοινß. ΣτÞν αρχÞ νüμισε πως αυτü κουνιüταν απü τον αγÝρα, που μετακινοýσε τη καμπÜνα. ΚοιτÜζοντας üμως ψηλÜ στο αχνü σκοτÜδι εßδε τον μεγÜλο ποντικü να το ροκανßζει. Το σκοινß Þτανε κιüλας μισοφαγωμÝνο και την þρα που κοßταξε κüπηκε κι Ýπεσε χτυπþντας στο πÜτωμα.

     Το πÜνω μÝρος του με τον ποντικü γατζωμÝνο εκεß συνÝχιζε να κουνιÝται δεξιÜ αριστερÜ. Για μια στιγμÞ ο ΜÜλκολμ τρüμαξε, γιατß συνειδητοποßησε πως η δυνατüτητα να εßδοποιÞσει τον κüσμον Ýξω να 'ρθει σε πιθανÞ βοÞθεια του, αν χρειαζüτανε, δεν υπÞρχε πια. ¸ξαλλος Üρπαξε το βιβλßο που διÜβαζε και το τßναξε πÜνω στον ποντικü. Εßχε σημαδÝψει καλÜ, αλλÜ δεν τον πÝτυχε, και το βιβλßο Ýπεσε στο πÜτωμα, θυμωμÝνος üρμησε πÜνω του, αλλÜ ο ποντικüς τινÜχτηκε και χÜθηκε στο σκοτÜδι του δωματßου. ¼ ΜÜλκολμ κατÜλαβε üτι το διÜβασμα εßχε τελειþσει γι' απüψε, και θÝλησε να σπÜσει τη μονοτονßα κυνηγþντας τον ποντικü. "Εβγαλε το πρÜσινο γυαλß της λÜμπας, για να βλÝπει καλýτερα κι αμÝσως το πÜνω μÝρος του δωματßου φωτßστηκε μαζß μ' αυτü και οß πßνακες, που πρßν Þταν βυθισμÝνοι στο σκοτÜδι. Απü κει που στεκüταν ο φοιτητÞς εßδε απÝναντι του τον τρßτο πßνακα, απ' τη δεξιÜ μεριÜ του τζακιοý. ΚατÜπληκτος στην αρχÞ Ýνιωσε τον τρüμο να τον κυριεýει υστÝρα.

     Στü κÝντρο του πßνακα υπÞρχε Ýνα κενü -το φüντο Þταν ßδιο üπως και πριν, η πολυθρüνα, το τζÜκι, το σκοινß, αλλÜ Þ φιγοýρα του ΔικαστÞ εßχεν εξαφανιστεß και στη θÝση της Ýβλεπε τþρα τον Üδειο καμβÜ. Με φρßκη ο ΜÜλκολμ γýρισε το κεφÜλι του, κοßταξε κι Üρχισε να τρÝμει. Η δýναμη του τον εßχε εγκαταλεßψει, δε μποροýσε πια να μιλÞσει, οýτε να κουνηθεß, δε μποροýσε καλÜ-καλÜ να σκεφτεß. Το μüνο που μποροýσε να κÜνει Þταν ν' ακοýει και να βλÝπει. Εκεß στη μεγÜλη σκαλιστÞ δρýινη πολυθρüνα με την ψηλÞ ρÜχη καθüταν ο ΔικαστÞς φορþντας την κüκκινη τÞβεννο.

     Τα μÜτια του λÜμπανε διαβολικÜ και μ' Ýνα θριαμβευτικü χαμüγελο σÞκωσε μια μαýρη κουκοýλα. Ο ΜÜλκολμ Ýνιωσε το αßμα να φεýγει απ' τη καρδιÜ του. ¸ξω, ανÜμεσα στα ουρλιαχτÜ της θýελλας και της καταιγßδας ακοýστηκε το ρολüι της αγορÜς να χτυπÜ μεσÜνυχτα. Στους χτýπους του ρολογιοý το χαμüγελο απλþθηκε πλατιÜ στο πρüσωπο του ΔικαστÞ και στο τελευταßο χτýπημα φüρεσε τη μαýρη κουκοýλα. ¾στερα σηκþθηκε αργÜ απü την πολυθρüνα του και μÜζεψε το σκοινß της καμπÜνας, που 'τανε ριγμÝνο στο πÜτωμα. Το πασπÜτεψε με τα χÝρια του, λες και χαιρüτανε την αφÞ του. ¸πειτα με τη μια του Üκρη Ýφτιαξε μια θηλειÜ, την Ýσφιξε, τη δοκßμασε με το πüδι του και μετÜ ικανοποιημÝνος Üρχισε να προχωρεß προς την αντßθετη πλευρÜ του τραπεζιοý, καρφþνοντας συνÝχεια τα μÜτια του στον ΜÜλκολμ. Τονε προσπÝρασε και με μια γρÞγορη κßνηση πÞγε και στÜθηκε μπροστÜ στη πüρτα. Ο ΜÜλκολμ κατÜλαβε πως Þτανε παγιδευμÝνος κι Üρχισε να σκÝφτεται τß να κÜνει. Τα μÜτια του ΔικαστÞ τον μαγνÞτιζαν και δεν μποροýσε να τραβÞξει το βλÝμμα του απü πÜνω τους. Εßδε τον δικαστÞ να τον πλησιÜζει -μÝνοντας πÜντα ανÜμεσα σ' αυτüν και στη πüρτα- να φτÜνει κοντÜ του και να σηκþνει τη θηλειÜ αργÜ να τη περÜσει στο λαιμü του. Ασυναßσθητα ο ΜÜλκολμ Ýκαμε στο πλÜι. Ο ΔικαστÞς üμως υπνωτßζοντÜς τονε σχεδüν με τα μÜτια, προσπÜθησε για δεýτερη φορÜ να του περÜσει τη θηλειÜ, αλλÜ και πÜλι ο φοιτητÞς με δυσκολßα κατÜφερε να την αποφýγει. Αυτü Ýγινε αρκετÝς φορÝς χωρßς ο ΔικαστÞς ν' απογοητεýεται. Αντßθετα Ýδειχνε να παßζει üπως η γÜτα με το ποντßκι. Στü τÝλος απελπισμÝνος ο ΜÜλκολμ κοßταξε γýρω του.

     Η λÜμπα φþτιζε πολý καλÜ το δωμÜτιο και μÝσα απü τις πολλÝς ποντικüτρυπες εßδε τα μÜτια των ποντικþν να τον παρατηροýν. Τüτε ηρÝμησε. Και ξαφνικÜ πρüσεξε το σκοινß της καμπÜνας στην πÝρα γωνιÜ, Þτανε γεμÜτο ποντικοýς, Þτανε σκεπασμÝνο δλüκληρο απü δαýτους κι Üλλοι Ýβγαιναν συνÝχεια απü τη μικρÞ στρογγυλÞ τρýπα του ταβανιοý, απ' üπου περνοýσε το σκοινß, κι Ýτσι απü το βÜρος τους Þ καμπÜνα εßχε αρχßσει να κουνιÝται, να κουνιÝται oλο και πιο πολý, μÝχρι που το γλωσσßδι της χτýπησε στο εσωτερικü της. Ο Þχος δεν Þταν ακüμα δυνατüς, γιατß η κßνηση της καμπÜνας Þταν αργÞ, μια κι αυτÞ μüλις τþρα εßχε αρχßσει να κουνιÝται. Στον Þχο της üμως o δικαστÞς, που δεν εßχε ξεκολλÞσει τα μÜτια του απü τον ΜÜλκολμ, κοßταξε προς τα πÜνω κι Ýνας διαβολικüς θυμüς απλþθηκε στο πρüσωπο του.

     Τα μÜτια του λÜμπανε σαν αναμμÝνα κÜρβουνα και χτýπησε το πüδι στο πÜτωμα. Το σπßτι σα να τραντÜχτηκε ολÜκερο. ¸ξω, κÜπου ψηλÜ ακοýστηκε Ýνας κεραυνüς. Το σκοινß ξανασηκþθηκε καθþς τα ποντßκια συνÝχιζαν ν' ανεβοκατεβαßνουν, λες και δοýλευαν ενÜντια στο χρüνο. Τþρα üμως ο ΔικαστÞς ζýγωσε το θýμα του αργÜ, ανοßγοντας συγχρüνως τη θηλειÜ üπως πλησßαζε. Ο ΜÜλκολμ εßχε παραλýσει, στεκüταν ακßνητος σα νεκρüς. ¸νιωσε τα παγωμÝνα δÜχτυλα του ΔικαστÞ ν' αγγßζουνε το λαιμü του καθþς του περνοýσε τη θηλειÜ. ¼ ΔικαστÞς την Ýσφιξε κι ýστερα κουβÜλησε την ακßνητη μορφÞ του φοιτητÞ ως τη δρýινη πολυθρüνα, τον ακοýμπησεν üρθιο κει κι Ýπειτα πÞρε την Üκρη του σκοινιοý της καμπÜνας -καθþς το χÝρι του απλþθηκε οι ποντικοß τσιρßζοντας χÜθηκαν μÝσα απü τη τρýπα του ταβανιοý- την Ýδεσε με την Üκρη του σκοινιοý της θηλειÜς, που 'σφιγγε τþρα το λαιμü του ΜÜλκολμ και μετÜ κατεβαßνοντας τρÜβηξε τη πολυθρüνα.

     ¼ταν Þ καμπÜνα του σπιτιοý Üρχισε να χτυπÜ, αμÝσως μαζεýτηκε κüσμος. Φþτα και δαυλιÜ παρουσιαστÞκανε και γρÞγορα Ýνα σιωπηλü πλÞθος Ýτρεξε κει. ΧτυπÞσανε δυνατÜ τη πüρτα Üλλα κανεßς δε τους απÜντησε. Τüτε τη σπÜσανε κι ορμÞσανε στο μεγÜλο δωμÜτιο με το γιατρü μπροστÜ.

     Κει, στην Üκρη του σκοινιοý της καμπÜνας, κρεμüτανε το σþμα του φοιτητÞ και στο πρüσωπο του ΔικαστÞ υπÞρχεν Ýνα διαβολικü χαμüγελο.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers