Gioconda Belli
Βιογραφικü
Η Γιοκüντα ΜπÝλλι (Gioconda Belli) γεννÞθηκε στις 9 ΔεκÝμβρη 1948 στη ΜανÜγουα της ΝικαρÜγουα κι εßναι βραβευμÝνη συγγραφÝας, πεζογρÜφος και ποιÞτρια. ¸χει βραβευτεß πολλÜκις κι Ýχει δþσει διαλÝξεις σε διÜφορα ΠανεπιστÞμια. ΜοιρÜζει πλÝον τη ζωÞ της στη ΝικαρÜγουα και στο Λος ¢ντζελες, εßναι παντρεμμÝνη κι Ýχει 4 παιδιÜ. Τα βιβλßα της Ýχουνε μεταφραστεß σε πολλÝς γλþσσες κι Ýχουν εκδοθεß σε πολλÝς χþρες.
ΜεγÜλωσε σε μια πλοýσια οικογÝνεια, ο πατÝρας της εßναι ο Humberto Belli Zapata κι ο αδελφüς της εßναι ο Humberto Belli. Παρακολοýθησε οικοτροφεßο στην Ισπανßα, αποφοßτησε απü τη ΒασιλικÞ ΣχολÞ Santa Isabel στη Μαδρßτη και σποýδασε διαφÞμιση και δημοσιογραφßα στη ΦιλαδÝλφεια. Παντρεýτηκε κι απÝκτησε τη 1η της κüρη στα 19, üταν επÝστρεψε στη ΝικαρÜγουα. Ξεκßνησε τη καρριÝρα της στη Pepsi-Cola ως σýνδεσμος με το διαφημιστικü γραφεßο της εταιρεßας, Publisa, το οποßο στη συνÝχεια τη προσÝλαβε σαν Ýμμισθο στÝλεχος. ΜÝσω ενüς απü τους συναδÝλφους της στο διαφημιστικü γραφεßο, η Belli γνþρισε τον Camilo Ortega, ο οποßος τη παρουσßασε στους Sandinistas και της ζÞτησε να συμμετÜσχει στην ομÜδα.
Το 1970, εντÜχθηκε στον αγþνα ενÜντια στη δικτατορßα Somoza, κι ορκßστηκε στο κßνημα απü τη Leana Ortega, σýζυγο του Camilo Ortega. Η δουλειÜ της για το κßνημα την οδÞγησε στην εξορßα στο Μεξικü το 1975. ΕπιστρÝφοντας το 1979 λßγο πριν απü τη νßκη των Sandinistas, Ýγινε διεθνÞς σýνδεσμος Τýπου του FSLN το 1982 και διευθýντρια του State Communications το 1984. Στη διÜρκεια αυτÞς της περιüδου γνþρισε τον Charles Castaldi, Αμερικανü δημοσιογρÜφο του NPR και τονε παντρεýτηκε με 2ο γÜμο το 1987. Ζει τüσο στη ΜανÜγουα üσο και στο Λος ¢ντζελες απü το 1990. ¸κτοτε Ýφυγε απü το FSLN κι Ýγινε σημαντικüς επικριτÞς της κυβÝρνησης ΟρτÝγκα.
Το 1970, η Belli δημοσßευσε τα 1α της ποιÞματα στο λογοτεχνικü αφιÝρωμα της εφημερßδας της ΝικαρÜγουα La Prensa. Το 1972, κÝρδισε το βραβεßο Premio de Poesía Mariano Fiallos Gil απü το Universidad Nacional Autónoma de Nicaragua. Το 1988, το βιβλßο της La Mujer Habitada (Η ΥποταγμÝνη Γυναßκα), Ýνα ημι-αυτοβιογραφικü μυθιστüρημα που Ýθεσε για 1η φορÜ ζητÞματα φýλου στις επαναστατικÝς αφηγÞσεις της ΝικαρÜγουα, της Ýδωσε μεγαλýτερη προσοχÞ. αυτü το βιβλßο Ýχει δημοσιευτεß σε πολλÝς γλþσσες κι Þτανε στη λßστα ανÜγνωσης σε 4 πανεπιστÞμια στις ΗΠΑ. Το μυθιστüρημα ακολουθεß δýο παρÜλληλες ιστορßες: την αυτüχθονη αντßσταση στην ΙσπανικÞ και σýγχρονη εξÝγερση στη ΚεντρικÞ ΑμερικÞ με διÜφορα κοινÜ σημεßα: χειραφÝτηση γυναικþν, πÜθος και δÝσμευση για απελευθÝρωση. Το 2000, δημοσßευσε τη αυτοβιογραφßα της, δßνοντας Ýμφαση στη συμμετοχÞ της στο επαναστατικü κßνημα, με τßτλο, El país bajo mi piel, που δημοσιεýτηκε με τον αμερικανικü τßτλο, The Country Under My Skin στις ΗΠΑ. Με αυτü Þταν φιναλßστ για το βραβεßο βιβλßων των Los Angeles Times το 2003.
Η Belli συνεχßζει να εκδßδει κι υποστηρßζει πως η ποßηση εßναι το πιο σημαντικü Ýργο της κι Þταν αποδÝκτης του Premio Casa de las Américas το 1978. Το 2008 Ýλαβε το Premio Biblioteca Breve για το βιβλßο της El infinito en la palma de la mano (Το ¢πειρο Στη ΠαλÜμη Του Χεριοý), μια αλληγορßα για τον ΑδÜμ και την Εýα στον παρÜδεισο. Το 2010 εξÝδωσε το βιβλßο της με τßτλο Crónicas de la Izquierda Erótica, αλλÜ Ýπρεπε να αλλÜξει σε El País de las Mujeres, αφοý ο προηγοýμενος τßτλος Þταν πολý παρüμοιος με αυτüν του βιβλßου της Ana María Rodas του 1973: Poemas de la Izquierda Erótica. Το βιβλßο αφηγεßται την ιστορßα ενüς κüσμου που διÝπεται απü γυναßκες. Στο μυθιστüρημα απεικονßζει μια ομÜδα γυναικþν που αναλαμβÜνουν την εξουσßα μÝσω ενüς Πολιτικοý Κüμματος που ονομÜζεται "Partido de la Izquierda Erótica". Αυτü εßναι το ßδιο üνομα με Ýνα κßνημα που δημιουργÞθηκε απü γυναßκες στη 10ετßα του '80, στο οποßο ανÞκε η Belli, η οποßα εßχε ονομαστεß ως φüρος τιμÞς στο Ýργο της Rodas.
ΑντιτÜχθηκε στη δικτατορßα του Anastasio Somoza Debayle. Απü το 1970, üταν Üρχισε να γρÜφει τα ποιÞματÜ της κι üπως πολλοß διανοοýμενοι της γενιÜς της, εντÜχθηκε στις τÜξεις του Εθνικοý Απελευθερωτικοý Μετþπου Sandinistas (FSLN), εκεßνη την εποχÞ μια παρÜνομη και διωκüμενη οργÜνωση, σκοπüς της οποßας Þταν η ανατροπÞ του καθεστþτος Somoza. ¹τανε κρυφÞ αγγελιαφüρος, μετÝφερε üπλα, ταξßδεψε σ' üλη την Ευρþπη και τη ΛατινικÞ ΑμερικÞ μαζεýοντας πüρους και διαδßδοντας παντοý τις δρÜσεις για τον αγþνα των Sandinistas. ¸γινε μÝλος της ΠολιτικÞς-ΔιπλωματικÞς ΕπιτροπÞς FSLN. Το 2018, η Belli πÞρε θÝση ενÜντια στη κυβÝρνηση του Daniel Ortega, η οποßα προÝκυψε απü τις εκλογÝς του 2016 κι Ýγινε ενεργü μÝλος του ΚινÞματος ΑνανÝωσης Sandinistas.
Ας δþσω το λüγο σε μια γυναßκα τþρα, που αγαπÜ τη ΠοιÞτρια κι Ýχει μεταφρÜσει τα ποιÞματÜ της στα ελληνικÜ:
Απü τις ανþτερες σφαßρες και τα δυσθεþρητα ýψη του ερωτικοý βιþματος þς το οδυνηρü αγκýλωμα της απουσßας και το πικρü αμετÜκλητο τοý για πÜντα χαμÝνου, η ποßηση της ΜπÝλλι ανοßγει τις πýλες της στον αναγνþστη και του επιτρÝπει να νιþσει κατÜσαρκα τους στßχους που διαβÜζει. Ποßηση ζωντανÞ, γεμÜτη Ýνταση κι εικüνες, θυμßζει καρδιÜ που σφýζει πÜνω στο χÝρι του. Στßχοι αισθησιακοß, σε καμμßα üμως περßπτωση συναισθηματικοß, αποτυπþνουνε τη σχÝση αγÜπης/Ýρωτα ανÜμεσα σε δυο ανθρþπους, αφενüς δßχως υποκριτικÞ σεμνοτυφßα και "καθωσπρεπισμü", αφ' ετÝρου με αντßληψη, σκÝψη κι εμπειρßα κατασταλαγμÝνες. ¸τσι, ο αναγνþστης απολαμβÜνει μιαν αßσθηση βÜθους κι Üφιξης στην ουσßα των πραγμÜτων και του αισθÞματος, κÜτι που μπορεß να χαρακτηριστεß ως ιδανικÞ γεφýρωση ανθρþπινου και θεßου. Η ΜπÝλλι περιγρÜφει τον Ýρωτα üπως τονε ζοýμε κι üπως θα θÝλαμε να τονε ζοýμε, üχι ωστüσο μÝσω εξιδανßκευσης, αντιθÝτως, ακριβþς μÝσω μιας "εκλογικευμÝνης αισιοδοξßας" üπως θα την ονüμαζα. Εßναι αυτü το "παρÜ ταýτα" που συνιστÜ ουσßα της ζωÞς και νüημÜ της. Εßναι η υπερνßκηση των εμποδßων κι η στÜση μας μετÜ την αναγνþριση μιας μη ιδανικÞς κατÜστασης ως τÝτοιας, που δßνουν αξßα στο βßωμα και την πρÜξη μας. Η αγÜπη που περιγρÜφει η ΜπÝλλι εßναι η αγÜπη που "δεν θυμÜται λüγια για μπρÜτσα πλαδαρÜ", εßτε τα λüγια Ýχουν ειπωθεß εßτε üχι, ενþ πÜντως τα πλαδαρÜ μπρÜτσα υπÜρχουν.
ΠÝρα απ' το εγþ και το εσý, τη γυναßκα και τον Üντρα, η ποßησÞ της (κι η ερωτικÞ δεν αποτελεß εξαßρεση) εßναι ποßηση γÞινη, με τη φýση κυρßαρχη. Σ' αυτÞ συναντÜ κανεßς σχεδüν πÜντα τον κεραυνü, τη βροχÞ, τη ευωδιÜ της νοτισμÝνης γης, μα και πλÞθος πουλιþν (κολßβρι, χελιδüνια, γλÜροι) και δÝντρων, μ' Ýκδηλη βÝβαια προτßμηση στην ερυθρßνα. Στη ποßητρια ΜπÝλλι βρßσκουμε ακüμη τη γυναßκα που αγαπÜ τον τüπο της, τη ΝικαρÜγουα κι ολüκληρη τη ΛατινικÞ ΑμερικÞ, αλλÜ και την αντÜρτισσα (υπενθυμßζω üτι υπÞρξε αγωνßστρια κατÜ τη ΝικαραγουανÞ ΕπανÜσταση εναντßον του Σομüζα), αφοý και σ' Ýνα ερωτικü ακüμη ποßημα δεν παραλεßπει ν' αναφερθεß στα αναχþματα. Εκεß θα πρÝπει να τη περιμÝνει "ο Üντρας που θα την αγαπÜ" κι εκεß, μαζß οι δυο τους, θα πρÝπει ν' αγωνßζονται. Πρüκειται για μια ποßηση γεμÜτη ζωÞ, καθüλου παρÜξενο για μια ποιÞτρια με τη πεποßθηση πως "για να μπορεßς να γρÜφεις, πρÝπει πρþτα να ζεις"!
¸λενα ΣταγκουρÜκη
===================
¼λες οι μεταφρÜσεις εßναι της ¸λενας ΣταγκουρÜκη:
1. ΔιατρÝχοντÜς σε (Recorriéndote)
ΘÝλω τη σÜρκα σου να δαγκþνω,
σÜρκα αλμυρÞ και üλο ρþμη,
ξεκινþντας απ´τα üμορφα τα μπρÜτσα σου,
ßδια με κλαδιÜ ερυθρßνας,
να συνεχßζω προς το στÞθος αυτü που τα üνειρÜ μου τ’ ονειρεýονται
αυτü το στÞθος-σπηλιÜ üπου το πρüσωπü μου κρýβω
ανασκαλεýοντας την τρυφερÜδα,
αυτü το στÞθος που τýμπανα αντηχεß και ζωÞ συνεχÞ.
Εκεß για κÜμποσο να μÝνω
μπλÝκοντας τα χÝρια μου
στο δασÜκι αυτü απü θÜμνους που βλασταßνουν,
απαλü και μαýρο κÜτω απ’ το γυμνü μου δÝρμα,
να συνεχßζω ýστερα στον αφαλü
προς το κÝντρο εκεßνο απ’ üπου ξεκινÜς να γαργαλιÝσαι,
και ολοÝνα να σε δαγκþνω, να σε φιλþ,
þσπου εκεß να φτÜνω,
στο μικρü εκεßνο μÝρος
-κρυφü και μυστικü-
που χαßρεται στην παρουσßα μου
που προχωρÜ για να μ’ υποδεχτεß
και προς εμÝνα προελαýνει
με üλην του τη δýναμη την πυρωμÝνη, ανδρικÞ.
¾στερα στα πüδια σου να κατεβαßνω
στÝρεα σαν τις πεποιθÞσεις σου τις αντÜρτισσες,
τα πüδια αυτÜ που το ανÜστημÜ σου ορθþνουν
που σε φÝρνουνε σε μÝνα
και εμÝνα συγκρατοýν,
που τα πλÝκεις τη νýχτα στα δικÜ μου
τα απαλÜ και θηλυκÜ.
Τα πÝλματÜ σου να φιλþ, ÝρωτÜ μου,
που τüσο, δßχως μου, τους μÝνει να διαβοýν
και πÜλι πßσω ν’ ανεβαßνω, σκαλß το σκαλß,
þσπου τα χεßλη να πιÝζω στα δικÜ σου,
þσπου üλη να γεμßζω απ’ το σÜλιο, την ανÜσα τη δικÞ σου,
þσπου μÝσα μου να εισβÜλλεις
με τη δýναμη του ιλßγγου
και με το πÞγαινε να με κατακλýζεις και το Ýλα σου
σαν θÜλασσα ανÞμερη,
þσπου ν’ απομÝνουμε οι δυο μας ιδρωμÝνοι τεντωμÝνοι
στων σεντονιþν πÜνω την Üμμο.
2. Σαν γÜτα (Como gata boca arriba)
Σαν γÜτα, σε θÝλω, ανÜσκελη
με κοιλιÜ αναθρþσκουσα σε θÝλω,
νιαουρßζοντας μÝσα απ’ τη ματιÜ σου,
μÝσα απü τοýτον τον Ýρωτα-κλουβß
τον βßαιο
τον γεμÜτο γρατζουνßσματα
σαν σε νýχτα με φεγγÜρι
σαν δυο γατιÜ ερωτευμÝνα
που τον ÝρωτÜ τους ομιλοýν στις στÝγες
ζευγαρþνοντας με λυγμοýς και με κραυγÝς
μ’ αισχρüλογα, χαμüγελα και δÜκρυα
(απü εκεßνα που κÜνουν το κορμß ν’ αναρριγÜ απü χαρÜ)
Σαν γÜτα, σε θÝλω, ανÜσκελη
κι απ’ τη φυγÞ με υπερασπßζω,
τη λιποταξßα απ’ τη μÜχη,
απü αδιÝξοδα και νýχτες δßχως να μιλοýμε,
αυτüν τον Ýρωτα που με ζαλßζει,
που γýρη με γεμßζει,
γονιμüτητα
και πισþπλατα τη μÝρα μ’ ακολουθεß
προκαλþντας μου ρßγη.
Δεν φεýγω, να φýγω δεν θÝλω, να σ’ αφÞσω,
στα κρυφÜ σε ψÜχνω
γουργουρßζοντας,
σε ψÜχνω ξεμυτßζοντας πßσω απ’ τον καναπÝ,
πηδþντας πÜνω στο στρþμα σου,
λυκνßζοντας την ουρÜ μου στα μÜτια σου μπροστÜ,
σε ψÜχνω με τα τεντþματÜ μου πÜνω στο χαλß,
φορþντας τα γυαλιÜ για να διαβÜσω
βιβλßα οικιακÞς οικονομßας
να μην γυρνþ αλλοπαρμÝνη και το σπßτι να ξÝρω να διοικþ,
φαγητü να μαγειρεýω
και τα δωμÜτια να συγυρßζω
þστε δßχως σκüνη ν’ αγαπιüμαστε και δßχως αταξßα,
ν’ αγαπιüμαστε τακτοποιημÝνα,
τÜξη βÜζοντας σε τοýτο το χÜος
επανÜστασης, δουλειÜς και Ýρωτα,
σε κατÜλληλο χρüνο κι ακατÜλληλο,
τη νýχτα, τα χαρÜματα,
στο μπÜνιο,
γελþντας εμεßς, ßδιοι γατιÜ εξημερωμÝνα,
γλεßφοντας τις μουσοýδες μας σαν γατιÜ υπερÞλικα, κουρασμÝνα
απ’ το διÜβασμα της εφημερßδας στα πüδια του καναπÝ.
Σαν γÜτα, σε θÝλω, ευγνωμονοýσα,
παχειÜ απ’ την προσοχÞ και τα χÜδια τα πολλÜ,
σαν γÜτα, σε θÝλω, ισχνÞ
καταδιωκüμενη, κλαψιÜρα,
σαν γÜτα σε θÝλω, ÝρωτÜ μου,
σαν γÜτα, Τζιοκüντα,
σαν γυναßκα,
σε θÝλω.
3. Σýντομες παραδüσεις ερωτισμοý (Pequeñas lecciones de erotismo)
I
Να διατρÝχεις Ýνα κορμß
σε üλην του την Ýκταση την αιολικÞ
θα πει το γýρο να κÜνεις του κüσμου
και δßχως πυξßδα στα τÝσσερα του ορßζοντα σημεßα να περιδιαβαßνεις
νÞσους κüλπους χερσονÞσους φρÜγματα υδÜτων μανισμÝνων
Υπüθεση εýκολη δεν εßναι –παρüτι ηδονικÞ–
Μην θαρρεßς πως μια μÝρα, μüνο, Þ νýχτα σε σεντüνια στρωμÝνα
για τοýτο θα σου φτÜσει
Οι πüροι μÝσα κρýβουν μυστικÜ, πολλÜ φεγγÜρια να γεμßσουν
II
Το κορμß, χÜρτης αστρικüς σε κþδικα μυστικü
¸ν’ Üστρο θ’ απαντÞσεις κι ßσως θα πρÝπει ν’ αρχινÞσεις
τη ρüτα σου να διορθþνεις üταν σýννεφο, τυφþνας Þ κÜποιο ουρλιαχτü βαθý
ρßγη σε γεμßσουν
Μια χοýφτα που οýτε καν την εßχες υποψιαστεß
III
ΦορÝς πολλÝς το ßδιο σημεßο να επιμεληθεßς
ΣυνÜντησε τη λßμνη με τα νοýφαρα
ΧÜιδεψε με την ÜγκυρÜ σου του κρßνου την καρδιÜ
Βυθßσου μÝσα να πνιγεßς κι απλþσου
Μην απαρνηθεßς τη μυρωδιÜ τη ζÜχαρη το αλÜτι
τους ανÝμους τους βαθεßς το πλÞθος τα φωτοστÝφανα των πνευμüνων
Ομßχλη στο νου
και στα πüδια ρßγος
Θαλασσοχαλασμüς γλαρωμÝνος τα φιλιÜ
IV
Δßχως φüβο στον χοýμο να βαλθεßς στη φθορÜ την αβßαστη
Μην ποθεßς στην κορφÞ να αποφτÜσεις
ΚαθυστÝρησε στου παρÜδεισου την πýλη üσο μπορεßς
Νανοýρισε τον Ýκπτωτο Üγγελü σου ανακατεýοντÜς του τα πυκνÜ μαλλιÜ
με το ξßφος φωτιÜς ασφετÝριστης
ΔÜγκωσε το μÞλο
V
Μýρισε
Πüνεσε
ΑντÜλλαξε βλÝμματα σÜλιο μουσκÝψου
ΚυλÞσου εντýπωσε λυγμοýς σÜρκα που στÜζει
Εýρημα το πüδι στο τελεßωμα του Üκρου
ΚαταδßωξÝ το ψÜξε μυστικü του βÞματος μορφÞ της φτÝρνας
Τüξο του βηματισμοý που γεννÜ κολπßσκους βÜδισμα τοξωτü
ΑπüλαυσÝ τα
VI
¢κουσε εσý κοχýλι της ακοÞς
πþς η υγρασßα στενÜζει
Λωβüς που στα χεßλη σιμþνει Þχος της ανÜσας
Πüροι που φουσκþνουν και üρη μικροσκοπικÜ γεννοýν
Αßσθηση σπασμοý σÜρκας επαναστατημÝνης στο ρυθμü
ΠηγÞ απαλÞ του αυχÝνα που στη θÜλασσα του στÞθους ξεχýνεται
Παλßρροια της καρδιÜς ψιθýρισÝ του
Εντüπισε των νερþν τη σπηλιÜ
VII
ΔιαπÝρασε τη γη του πυρüς την πßστη την καλÞ
και τρελüς διÜπλευσε το σμßξιμο των ωκεÜνειων υδÜτων
ΔιÜσχισε τα φýκια και κορÜλλια αρματþσου βüγκηξε στÝναξε
Αναδýσου με κλÜδον ελαßας κλÜψε υπονομεýοντας χÜδια κρυμμÝνα
Ξεγýμνωσε ματιÝς της Ýκπληξης
ΓκρÝμισε τον εξÜντα απü τα ýψη πÜνω του ματüκλαδου
Τüξωσε τα φρýδια κι Üνοιξε τα παρÜθυρα της μýτης
VIII
ΑνÜσανε στÝναξε
ΠÝθανε λιγÜκι
ΓλυκÜ αργÜ πÝθανε
ΠÜλεψε κüντρα στου ματιοý την κüρη
Την ηδονÞ παρÜτεινε
¼ρθωσε το κατÜρτι κι Üνοιξε πανιÜ
ΒÜλε ρüτα και πλþρη προς την Αφροδßτη
το Üστρο της πρωßας
–η θÜλασσα ßδια με κρýσταλλο αδειανü υδραργυρικü–
κι αποκοιμÞσου
ναυαγüς.
4. Απü το ημερολüγιο της ΑριÜδνης (Del diario de Ariadna)
Μ’ Ýριξαν στης ΚρÞτης το λαβýρινθο
γνωρßζοντας τον ÝρωτÜ μου για το Μινþταυρο
και βρßσκομαι παγιδευμÝνη σε μια γωνιÜ
σε μια χαραμÜδα üπου εκεßνος να με δει δεν το μπορεß.
Τüσο κοντÜ μου βρßσκεται
που ως και την ανÜσα του ακοýω.
Δεν ψÜχνει να με βρει, γνωρßζοντÜς με δÝσμια
του προσεχτικοý του γρßφου που εξýφανε για να με πιÜσει.
Τον γνωρßζω και συνÜμα δεν τον κατανοþ,
τον αγαπþ και ταυτοχρüνως τον απεχθÜνομαι:
Üγρυπνη τις νýχτες με κρατÜ η θýελλα των Þχων του.
ΒλÝπω το φως στην εßσοδο·
αχ να μποροýσα να βγω,
να σου Ýδειχνα, ΘησÝα, το τρωτü σημεßο,
μα τρÝμω, προσμÝνω
– εδþ σ’ αυτü το σπÞλαιο του χρüνου,
αüρατη και διÜφανη,
υπολογßζοντας υποψιασμÝνη
πþς να τον γλιτþσω απ’ τα χÝρια σου, ΘησÝα –
να με φωνÜξεις: ΑριÜδνη! ΑριÜδνη!
για να σου παραδþσω τον μßτο τον λαμπρü
που μ’ αυτüν για πÜντα θα τον βγÜλεις
απü τοýτον τον λαβýρινθο της ζωÞς μου.
5. Ο προορισμüς ετοýτων των ποιημÜτων (Del qué hacer con estos poemas)
ΣκÝφτομαι, τα ποιÞματÜ μου να συγκεντρþσω,
στοιχισμÝνα στη σειρÜ σαν μια γραμμÞ τυφþνες
και σε βιβλßο να τα εκδþσω, ωραßο και ασýγκριτο, για χÜρη σου.
¸να βιβλßο üπου οι δυο μας θα ’μαστε ευτυχεßς
Þ ατßθασοι σαν δυο συνδιαλεγüμενα γατιÜ,
Ýνα βιβλßο που στου χρüνου σου το χρüνο θα αιωρεßται
και που στα εγγüνια σου εσý θα επιδεικνýεις
λÝγοντÜς τους
με το καμÜρι λατρεμÝνου αρσενικοý:
«Για κοιτÜξτε πüσο μ’ αγÜπησε ετοýτη η γυναßκα.»
6. Εγþ που σ’ αγαπþ (Yo, la que te quiere)
Εγþ εßμαι η αδÜμαστη γαζÝλα σου,
ο κεραυνüς που σχßζει το φως στο στÞθος σου
Εγþ εßμαι ο Üνεμος ο ανÞμερος στο βουνü
και η κÜψα η πυκνωμÝνη της φωτιÜς του πεýκου.
Εγþ τις νýχτες σου θερμαßνω,
ανÜβοντας ηφαßστεια στα δυο μου χÝρια,
μουσκεýοντας τα μÜτια σου με τον καπνü των κρατÞρων μου.
Εγþ Þρθα σε σÝνα ντυμÝνη την βροχÞ και την μνÞμη,
γελþντας το γÝλιο το αναλοßωτο των χρüνων.
Εγþ ο δρüμος ο ανεξερεýνητος,
το φως που διαλýει τα σκοτÜδια.
Εγþ αστÝρια αποθÝτω ανÜμεσα στη σÜρκα τη δικÞ σου και δικÞ μου
και σε διατρÝχω ολüκληρο,
δρομÜκι το δρομÜκι,
με την αγÜπη μου ανυπüδητη,
και το φüβο μου ανÝνδυτο.
Εγþ εßμαι Ýνα üνομα που τραγουδÜ και το ερωτεýεσαι
απü την Üλλη την πλευρÜ του φεγγαριοý,
εßμαι η προÝκταση του χαμüγελου και του κορμιοý σου üλου.
Εγþ εßμαι κÜτι που αυξÜνει,
κÜτι που γελÜει και κλαßει.
Εγþ,
που σ’ αγαπþ.
7. Μια καθημερινüτητα διακριτικÞ (Discreta cotidianidad)
Α! ποιος θα φανταζüταν βλÝποντÜς μας σÞμερα
καθþς καταπιανüμαστε με τοýτα και με κεßνα
καθþς κουμπþνεις το πουκÜμισο εμπρüς απ’ τον καθρÝφτη
κι εγþ στρþνω το κρεβÜτι
χþνοντας την Üκρη του σεντονιοý κÜτω απ’ το στρþμα
πως πÜνω του χθες τη νýχτα κυλιüμασταν γυμνοß
δßχως ßχνος της ευπρÝπειας που μ’ αυτÞν μας βλÝπει
ο κüσμος.
Ποιος θα ’λεγε πως αναμαλλιαζüμαστε πÜνω στο μαξιλÜρι
πως στενÜζουμε και τυλιγüμαστε σαν φßδια
με δüντια λερωμÝνα απ’ το μÞλο του ΔÝντρου της ΖωÞς.
ΜιλÜς για üσα Ýχεις να κÜνεις,
για τις υποχρεþσεις σου που σε καλοýν στην πüλη.
Εγþ σηκþνω το ροýχο και τελειþνω με το ντýσιμο.
Το κρεβÜτι Þδη στρωμÝνο. Το κÜλυμμα στη θÝση του. Τα μαξιλÜρια.
Οι κουρτßνες τραβηγμÝνες, ο Þλιος.
ΜυστικÞ κρατοýμε τη λαγνεßα μας
üπως Üλλωστε üλοι.
Κι εγþ, μια ακüμη απü εκεßνες που σÞμερα θα γρÜψουν στα γραφεßα τους,
θα φροντßσουν τα παιδιÜ τους Þ θα παραδþσουν μÜθημα,
διερωτþμενες αν εßναι ακüμη αυτÝς οι ßδιες
που με τον ερχομü της νýχτας
παραδüθηκαν στην παραφορÜ.
8. Τα πÜντα χÜριν της αγÜπης (Todo sea por el amor)
ΠρÜγματα τüσα Ýχω κÜνει για χÜρη σου
που πρÝπει ειδικÜ να προσÝξω
μην και η ιστüρησÞ τους στ’ αφτιÜ σου ως παρÜπονο ηχÞσει·
γιατß τα πÜντα Ýχουν γßνει απü αγÜπη —
και αυτÝς ακüμη οι αστραπÝς και οι κυκλþνες που ελευθÝρωσα
απ’ της Πανδþρας το κουτß
που ο ßδιος μια μÝρα μου Ýβαλες στα χÝρια,
ναι, αληθεýει πως πüνεσαν πολý,
πως πολλÝς φορÝς τη σÜρκα μου την ξÝσκισαν απ’ τη ρßζα
και μÝνα μ’ Ýβαλαν να ψÜχνω την καρδιÜ μου
με το φüβο μην δεν ακοýσω το στρατιþτη βηματισμü της,
τα πÜντα απüφαση δικÞ μου και νηφÜλια,
δικÞ μου απþλεια κι απüλαυση δικÞ μου,
και μÝσα τους μ’ αντßκρισα πιüτερο ακüμη γυναßκα
ικανÞ γι’ αναρριχÞσεις κι ακροβασßες,
μ’ επιμονÞ üνου πεισμωμÝνου,
και που μ’ αυτÜ πορεýτηκα σε μονοπÜτια Üγνωστα,
συνεπαρμÝνη απ’ την οσμÞ την εγγýτατη της ευτυχßας,
ψÜχνοντÜς σε πßσω απü χειρονομßες, πüρτες κλειστÝς
κι απ’ τον τρüπο που Üφηνες τα ροýχα σου
κι üταν σε βρÞκα
διÜπλατα σου ανοßχτηκα
σαν κλουβß γεμÜτο αηδüνια
γνωρßζοντας επßσης πþς εßναι
Ýνα Üστρο να Ýχεις εκτυφλωτικü στα σωθικÜ σου.
Λοιπüν, με παρÜπονα να σφÜλλω δεν θÝλω—
υπεýθυνη με κρßνω για τον Þλιο και τη σκιÜ,
üμως, αχ αγÜπη μου, πüσο με πονÜ
που -üντας εγþ στον ουρανü σου
σαν αστÝρι περιπλανþμενο,
Üσπλαχνα αναρτημÝνο στο σýμπαν σου-,
τη λÜμψη μου δεν ανακÜλυψες,
οýτε με κατοßκησες
το φως μου κατακτþντας,
παρÜ τüλμησες μονÜχα
να με ψηλαφÞσεις —
σαν τον τυφλü
μες στα σκοτÜδια.
9. Σαν κανÜτι (Como tinaja)
Τις ημÝρες τις καλÝς,
της βροχÞς,
τις ημÝρες που αγαπηθÞκαμε
ολοκληρωτικÜ,
που ολοÝνα ανοßγαμε
ο Ýνας στον Üλλον
σαν σπÞλαια μυστικÜ,
τις ημÝρες εκεßνες, αγÜπη μου,
το κορμß μου σαν κανÜτι
üλο το ýδωρ το απαλü συγκÝντρωσε
που πÜνω του Ýσταξες∙
και τþρα
σε τοýτες τις ημÝρες της ξηρασßας
που η απουσßα σου πονÜ
και τη σÜρκα σκßζει,
ýδωρ ξεπηδÜ απ’ τα μÜτια μου
γεμÜτο απ’ την ανÜμνησÞ σου
για να ζωογονÞσει την ξÝρα του κορμιοý μου
τüσο Üδειου, και τüσο γεμÜτου απü σÝνα.
10. Η πÝνθιμη μοναξιÜ της ΚυριακÞς (En la doliente soledad del domingo)
Εßμαι εδþ -
γυμνÞ,
πÜνω στα μοναχικÜ σεντüνια
τοýτης της κλßνης üπου σε ποθþ.
Το κορμß μου κοιτÜζω,
ροδαλü και λεßο στον καθρÝφτη,
το σþμα μου
που υπÞρξε η ακüρεστη γη των φιλιþν σου,
αυτü το σþμα το γεμÜτο αναμνÞσεις
απ’ το ανÞμερο πÜθος σου,
που πÜνω του πÜλεψες μÜχες üλο ιδρþτα
σε ατÝλειωτες νýχτες στεναγμþν και γÝλιων
και αχþν σπηλαßων μου εσωτÜτων.
Τα στÞθη μου κοιτÜζω
που χαμογελþντας τα συνταßριαζες
στην παλÜμη του χεριοý σου,
και που σαν μικρÜ πουλιÜ τα πßεζες
στα κλουβιÜ σου απü πÝντε σιδερüβεργες,
ενþ Ýνα λουλοýδι εκρηγνυüταν
προσκροýοντας με την στεφÜνη του
στη γλυκειÜ σου σÜρκα.
Τα πüδια μου κοιτÜζω,
απαλοýς κι ατÝρμονους ειδÞμονες των χαδιþν σου,
που νευρικÜ και γρÞγορα στις κλειδþσεις σου τυλßγονταν
για να σ’ ανοßξουνε τους δρüμους της απωλεßας
προς το ßδιο κÝντρο το δικü μου
και την χλοερÞ βλÜστηση του üρους
üπου εξýφανες μÜχες βουβÝς
εστεμμÝνες ηδονÞ,
προανηγγειλμÝνες απü εκπυρσοκροτÞσεις
και πρωτüγονους κεραυνοýς.
Με κοιτÜζω, μα δε με βλÝπω,
καθρÝφτης δικüς σου εßναι αυτüς που πÝνθιμα ξαπλþνει
πÜνω σ’ αυτÞν τη μοναξιÜ της ΚυριακÞς,
Ýνας καθρÝφτης ροδαλüς,
εκμαγεßο κενü που αναζητÜ το Üλλο του ημισφαßριο.
ΒρÝχει — αλýπητα βρÝχει
στο πρüσωπü μου
και σκÝφτομαι μονÜχα τη μακρινÞ αγÜπη σου
καθþς σκεπÜζω
με τις δυνÜμεις μου üλες
την ελπßδα.
11. Η επιστροφÞ (El retorno)
Στο ημερολüγιο...
η απουσßα.
ΠαρÜθυρα λευκÜ
απ’ üπου ξεγλιστρÜ
η μορφÞ σου.
Με ανακουφßζει η μοναξιÜ.
Τεντþνει το δÝρμα μου.
Τους Þχους ξαναβρßσκω
της εσþτερης ζωÞς,
που τα λüγια σου τους εßχαν σιγÞσει.
Οι μÝρες απορροφοýν την πικρßα.
¸ξω πÝφτουν οι πρþτες βροχÝς.
Η μοναξιÜ μου μυρßζει νοτισμÝνη γη.
ΑνÝμους γεμßζει η κοιλιÜ μου.
Λßγες ημÝρες ακüμη και θα σβÞσουν
οι γραμμÝς οι ακριβεßς του προσþπου σου.
Και τüτε απ’ την αρχÞ θα σε ποθþ
ξανÜ.
Θ’ αποκλεßσω λÞθη και οργÞ.
Η νοσταλγßα θα με μουσκεýει
και εγþ η ßδια υγρασßα θ’ αναδßνω.
Απ’ τα λευκÜ παρÜθυρα
τα μÜτια σου θα με θωροýν τα πρüτερα,
εκεßνα της αγÜπης.
ΦθαρμÝνη θα προσμÝνω
την ανÜσταση της σÜρκας
αυτοý που υπÞρξαμε.
Η ψυχÞ μου θ’ αποσýρει τις βιτρßνες
της αισιοδοξßας.
Στα παρÜθυρα καναβοýρι θα σκορπßσω
και θα προσμÝνω το σκληρü σου ρÜμφισμα,
το βλÝμμα σου, βλÝμμα πουλιοý.
Σκιρτþντας.
12. ΕμμονÞ (Permanencia)
Δýσκολο να πεις:
Σ’ αγαπþ,
κοßτα πüσο χρüνο, απüσταση και προσποßηση
επÝνδυσα εμπρüς στον τρüμο της λÝξης ετοýτης,
ετοýτης της λÝξης σαν φßδι
που πλησιÜζει αθüρυβα, παραμονεýει
και που αρνεßσαι μια, δυο, τρεις, πολλÝς φορÝς,
διþχνοντÜς την σαν σκÝψη κακÞ,
αδυναμßα
και παρÜπτωμα,
σαν κÜτι που το λÝμε ανεπßτρεπτο
- αυτü το ρßγος το πρωταρχικü
που στου κüσμου τις απαρχÝς μÜς πλησιÜζει,
στο λεξιλüγιο το βασικü της ψαýσης και της επαφÞς,
στο σκοτÜδι της σπηλιÜς,
στον Üντρα και τη γυναßκα
που διþχνουν γλεßφοντας τον φüβο του σαματÜ -
Ν’ αναγνωρßζεις
εμπρüς στον καθρÝφτη
το ßχνος,
την απουσßα κορμιþν που συνομιλοýν πλεγμÝνα.
Να νιþθεις πως υπÜρχει
μια Üγρια αγÜπη
Ýγκλειστη για λüγους λογικÞς,
καταδικασμÝνη εις θÜνατον απü εξÜντληση,
δßχως να δοθεß σε Üλλον κανÝναν
παρÜ κυριευμÝνη απü Ýνα μüνο πρüσωπο αναπüφευκτο.
ΜÝρες να διαβαßνεις σηκþνοντας το χÝρι,
σημαßνοντας την επüμενη συνÜντηση,
μüνο και μüνο για να το μετανιþσεις.
Να μην αντÝχεις το φüβο,
τη δειλßα,
τον τρüμο στον Þχο της φωνÞς.
Να δραπετεýεις σαν ελÜφι, τρομαγμÝνο απ’ την ßδια του την καρδιÜ,
κραυγÜζοντας Ýνα και μüνο üνομα στη σιωπÞ
κι Ýτσι να κÜνεις θüρυβο,
να γεμßζεις με φωνÝς Üλλες,
μüνο και μüνο για να συνεχßσεις να διαλýεσαι
και να αυξÜνεις τον τρüμο
που προκαλεß Ýνας παντοτινÜ χαμÝνος ουρανüς.
13. ΑπλÝς επιθυμßες (Sencillos deseos)
ΣÞμερα θα ’θελα τα δÜχτυλÜ σου ιστορßες να γρÜφουν στα μαλλιÜ μου
θα ’θελα στον þμο φιλιÜ
χουχοýλιασμα
τις αλÞθειες τις πιο μεγÜλες να ξεστομßζεις
Þ τα πιο μεγÜλα ψÝματα—
να μου ’λεγες ας ποýμε
πως εßμαι η γυναßκα η πιο ωραßα του κüσμου
πως πολý μ’ αγαπÜς
και Üλλα τÝτοια,
τüσο απλÜ,
Ýτσι χιλιοειπωμÝνα,
τις γραμμÝς του προσþπου μου να διαγρÜφεις
και στα μÜτια Üχρονα να με κοιτÜζεις,
λες κι η ζωÞ σου ακÝρια απ’ το χαμüγελü τους να εξαρτιüταν
üλους τους γλÜρους αναστατþνοντας στον αφρü.
ΠρÜγματα τÝτοια θα ’θελα, üπως το κορμß μου να περιδιαβαßνεις,
δρüμο δεντροστοιχισμÝνο και μυρωδικü,
το πρωτοβρüχι να ’σουν του χειμþνα,
αφÞνοντÜς σε να πÝσεις πρþτα αργÜ
κι ýστερα κατακλυσμιαßα.
ΠρÜγματα τÝτοια θα ’θελα, üπως Ýνα κýμα τρυφερÜδας τρανü
που τα μÝλη μου θα ’λυνε,
Ýναν κοχυλιοý αχü
Ýνα κοπÜδι ψαριþν στο στüμα
κÜτι τÝτοιο
εýθραυστο και γυμνü
σαν Ýνα Üνθος Ýτοιμο στο πρþτο φως του πρωινοý να ενδþσει
Þ Ýνα σπüρο απλþς Þ δÝντρο
λßγα χορταρÜκια
Ýνα χÜδι που θα μ’ Ýκανε να λησμονÞσω
και πÝρασμα του χρüνου
και πüλεμο
αλλÜ κι αυτοýς ακüμη τους κινδýνους του θανÜτου.
14. Οι κανüνες του παιχνιδιοý για τους Üντρες που θα ’θÝλαν ν’ αγαποýν γυναßκες... Γυναßκες
(Reglas del juego para los hombres que quieran amar a mujeres mujeres)
I
Ο Üντρας που θα μ’ αγαπÜ
θα ξÝρει να διατρÝχει του δÝρματος τις πτυχþσεις,
το βÜθος να συναντÜ των ματιþν μου
και αυτü που μÝσα μου φωλιÜζει να γνωρßζει:
το διÜφανο χελιδüνι της στοργÞς.
II
Ο Üντρας που θα μ’ αγαπÜ
να με κατÝχει δεν θα θÝλει σαν πραμÜτεια,
οýτε σαν τρüπαιο να μ’ εκθÝτει κυνηγιοý,
θα ξÝρει να ’ναι στο πλευρü μου
με την ßδια αγÜπη
που εγþ θα εßμαι στο πλÜι του
III
Η αγÜπη του Üντρα που θα μ’ αγαπÜ
θα ’ναι δυνατÞ σαν τον κορμü ερυθρßνας,
προστατευτικÞ και στÝρεη σαν εκεßνην,
και καθÜρια σαν ΔεκÝμβριου πρωß.
IV
Ο Üντρας που θα μ’ αγαπÜ
δεν θ’ αμφιβÜλλει για το χαμüγελü μου
οýτε απ’ τον üγκο θα τρομÜζει των μαλλιþν μου,
θα σÝβεται τυ λýπη και σιωπÞ μου
και με χÜδια θα μ’ αγγßζει στην κοιλιÜ σαν μια κιθÜρα,
μουσικÞ να ξεπηδÜει και χαρÜ
απü τα βÜθη μÝσα του κορμιοý μου.
V
Ο Üντρας που θα μ’ αγαπÜ
σε μÝνα θα βρßσκει
την αιþρα ν’ αποθÝτει
τον βαρý σωρü των ανησυχιþν του,
τη φßλη που μαζß της θα μοιρÜζεται τα μυστικÜ τα πιο κρυφÜ του,
τη λßμνη üπου θα επιπλÝει
δßχως το φüβο μÞπως η Üγκυρα του συμβιβασμοý
την πτÞση τοý απαγορεýσει σαν θελÞσει να γßνει πουλß.
VI
Ο Üντρας που θα μ’ αγαπÜ
ποßηση θα κÜνει τη ζωÞ του,
φτιÜχνοντας την κÜθε μÝρα
με το βλÝμμα του στραμμÝνο στο μÝλλον.
VII
Μα πÜνω απ’ üλα τοýτα,
ο Üντρας που θα μ’ αγαπÜ
την Πüλη πρÝπει ν’ αγαπÜ,
üχι ως ιδÝα αφηρημÝνη
βγαλμÝνη απ’ το μανßκι,
μα σαν κÜτι συγκεκριμÝνο και απτü,
ενþπιον του οποßου θ’ αποδßδει Ýμπρακτα τιμÝς
και θα προσφÝρει τη ζωÞ του αν χρειαστεß.
VIII
Ο Üντρας που θα μ’ αγαπÜ
το πρüσωπü μου θ’ αναγνωρßζει μες στο ανÜχωμα,
θα μ’ αγαπÜ γονατιστüς στη γη
καθþς μαζß οι δυο θα βÜλλουμε
κατÜ του εχθροý.
IX
Η αγÜπη του δικοý μου Üντρα
θα αγνοεß το φüβο του δοσßματος,
οýτε θα τρÝμει μην βρεθεß μες στη μαγßα του Ýρωτα
σε μια πλατεßα κατÜμεστη απ’ τα πλÞθη.
Θα μπορεß να φωνÜζει «σ’ αγαπþ»
Þ ψηλÜ στα κτßρια να το γρÜφει
υπερασπßζοντας το δικαßωμÜ του να νιþθει
το πιο üμορφο κι ανθρþπινο απ’ τα αισθÞματα.
X
Η αγÜπη του δικοý μου Üντρα
δεν θα του ξεγλιστρÜ στις κατσαρüλες
Þ στις πÜνες του μωροý,
θα ’ναι δροσερü αερÜκι
διαπερνþντας σýννεφα ονεßρων και περασμÝνων ημερþν,
αδυναμßες που, αιþνες τþρα, μας κρατοýσαν χωρισμÝνους
σαν üντα Üλλου αναστÞματος το καθÝνα.
XI
Η αγÜπη του δικοý μου Üντρα
δεν θα μου κολλÜει ετικÝτες και ταμπÝλες,
αÝρα θα μου αφÞνει ελεýθερο και χþρο,
τροφÞ ν’ αναπτυχθþ και καλýτερη να γßνω,
σαν μια ΕπανÜσταση
που την κÜθε μÝρα κÜνει
αρχÞ για μια νÝα νßκη.
15. ΚοιμÜσαι (Te duermes)
ΚοιμÜσαι πλÜι μου.
ΣιωπηλÜ βυθßζεσαι σ’ εκεßνον τον κüσμο
üπου εγþ μια οποιαδÞποτε γνωστÞ σου μακρινÞ μπορþ να εßμαι,
η παρÝα σου στο παγκÜκι του πÜρκου Þ η ερωμÝνη
που μüλις Üφησες για να καταφýγεις σ’ εκεßνη τη χþρα, üπου, αμοιβαßα, στεροýμαστε τις λÝξεις.
Με συγκινεß να σε βλÝπω να κοιμÜσαι, βυθισμÝνον στα σεντüνια
παραδομÝνον στον ýπνο, αινιγματικÜ
κλεισμÝνον στο κορμß σου.
Θα κοιμηθþ κι εγþ και τüτε ßσως ξυπνÞσεις
κι ü,τι τþρα σκÝφτομαι, σκεφτεßς, ßσως
τυλιγμÝνη να με φανταστεßς σε κÜποιο δÝντρο üλο κλþνια
απ’ αυτÜ που ξÝρεις πως πολý με συναρπÜζουν και με πλησιÜσεις αγγßζοντÜς με,
αποτραβþντας με απü τη σιωπÞ αυτÞς της στÜσης
σαν ραδιüφωνο σβηστü, φÝρνοντÜς με ξανÜ προς το μÝρος σου
προς τον Ýρωτα που ο ýπνος μας χÜρισε.
16. ΔÝηση (Petición)
Την αγÜπη να ντυθþ
που εßμαι γυμνÞ -
που μοιÜζω πολιτεßα
ακατοßκητη,
απü Þχους βουβÞ,
κι απü τριγμοýς τερετßζω,
φýλλο ξεραμÝνο, αναιμικü του ΜÜρτη.
Την ηδονÞ να τυλιχτþ
αφοý στον κüσμο αυτü δεν Þρθα για τη λýπη
που φαρδιÜ μου πÝφτει
σαν ροýχο ξÝνο.
ΞανÜ θÝλω να νιþσω τη φλüγα,
την αλμýρα να ξεχÜσω των δακρýων
-τις τρýπες στους κρßνους
και το χελιδüνι το νεκρü στο μπαλκüνι-.
ΞανÜ να με δροσßσει του χαμüγελου η αýρα,
κýμα üλο καμπýλες
θÜλασσα πÜνω στους βρÜχους της παιδικüτητÜς μου,
Üστρο μες στα χÝρια,
δÜδα αιþνια του δρüμου προς τον καθρÝφτη
üπου ξανÜ θα κοιταχτþ
ολüκληρη επÜνω ως κÜτω,
προστατευμÝνη
κρατημÝνη απ’ το χÝρι,
απ’ το φως,
απü χορτÜρι καταπρÜσινο και υφαßστεια-
γεμÜτα κολßβρια τα μαλλιÜ μου,
δÜχτυλα, που βγαßνουν απ’ το κουκοýλι πεταλοýδες,
ο αÝρας μπλεγμÝνος στα δüντια μου,
επιστρÝφοντας στην τÜξη του,
Ýνα σýμπαν κατοικημÝνο απü κενταýρους.
Την αγÜπη να ντυθþ
που ’μαι γυμνÞ.
17. Αυτü θα πει αγÜπη (Esto es amor)
"Αυτü θα πει αγÜπη− üποιος το ζει, το ξÝρει"
(Lope de Vega)
Ο νους αρνεßται τα üμορφα να ξεχÜσει,
αρπÜζεται απ’ αυτÜ και κÜθε πüνο παραβλÝπει,
με τρüπο μαγικü παραδομÝνος στο ωραßο.
Λüγια δε θυμÜμαι για μπρÜτσα πλαδαρÜ,
παρÜ τη δικÞ σου πÜντα λεπτÞ μÝση∙
θυμÜμαι την απαλÞ, ακριβÞ, καθÜρια διαφÜνεια των χεριþν σου,
τις λÝξεις σου σε Ýνα χαρτß που βρßσκω παραπÝρα,
την αßσθηση της γλýκας το πρωß.
Ωραßο γßνεται και το πεζü,
Üμα η αγÜπη το ακουμπÞσει με του Φοßνικα τα φτερÜ,
στÜχτη απ’ το τσιγÜρο μου που εßναι ο καπνüς
μετÜ τον Ýρωτα,
Þ ο κοινüς καπνüς,
ο αφαιρεμÝνος απαλÜ απ’ το στüμα δßχως λÝξη,
γνωρßζοντας βαθειÜ πως ü,τι ο Ýνας, αυτü κι ο Üλλος
üταν οι δυο σ’ αλλÞλους ανÞκουν.
Δεν σε καταλαβαßνω και θα ’θελα να σε μισþ,
θα ’θελα να μη νιþθω üπως τþρα
την κÜψα των δακρýων μου στα μÜτια
για üλον αυτüν τον χρüνο προς το κενü,
προς τον κüρο ασÞμαντων ημερþν,
που αθÜνατες επιστρÝφουν στην ηχþ μÝσα του γÝλιου σου,
και σ’ αγαπþ, τÝρας αποκαλυπτικü της βßβλου των ημερþν μου
και σε κλαßω, ποθþντας να μισÞσω
κÜθε τι που κÜποτε μ’ Ýκανε να νιþσω
Üνθος σπÜνιο σε παρÜδεισο ανακτημÝνο,
üπου κÜθε ευτυχßα θα Þταν δυνατÞ,
και με πονÜς στο σþμα το ευαßσθητο και ξηρü απü χÜδια,
εγκαταλειμÝνο Þδη μÞνες στον Þχο των φιλιþν,
λÝξεων ψιθυριστþν Þ γÝλιων την þρα του μπÜνιου.
Σε ποθþ με την αγριüτητα του κÜκτου μες στην Ýρημο
και ξÝρω πως δεν θα ’ρθεις
ποτÝ σου δεν θα ’ρθεßς
και πως αν Ýρθεις, αδýναμη θα δειχτþ üπως δεν πρÝπει,
κι αντιστÝκομαι, μη γßνω βρÜχος,
ΤαρπÞιος,
Þ ΣπαρτιÜτισσα που την ανÞμπορη αγÜπη της ρßχνει, να μη ζÞσει,
και σε κρýβω και σε φυλþ μες στο σκοτÜδι
και ανÜμεσα στα γρÜμματα τα μαýρα των γραπτþν μου,
γυρτÜ σαν λÜβας ποταμü στις μπλε πÜνω γραμμÝς του τετραδßου
που μου θυμßζουν πως η γραμμÞ εßναι ευθεßα,
αν και ο κüσμος καμπýλος
σαν των γοφþν μου την γραμμÞ.
Σ’ αγαπþ και σ’ το φωνÜζω üπου και να ’σαι,
κι ας μην ακοýς
τη μüνη λÝξη που μπορεß να σε σþσει απ’ την κüλαση
που κατεργÜζεσαι, σαν τυφλüς καταστροφÝας
της πιο δικÞς σου, καταπιεσμÝνης τρυφερÜδας
που εγþ γνωρßζω και που απ’ τη γνþση της
ποτÝ πια δεν θα μπορÝσεις να ξεφýγεις.
Και ξÝρω πως η δßψα μου μονÜχα με το ýδωρ το δικü σου ξεδιψÜ
και πως Üλλος κανÝνας να μου δþσει να πιω δεν μπορεß,
οýτε αγÜπη, οýτε Ýρωτα, οýτε κλαδß ανθισμÝνο
δßχως εγþ να τον μισÞσω στην προσπÜθειÜ του να σου μοιÜσει,
και γι’ Üλλες φωνÝς να ξÝρω δεν θÝλω
κι ας με πονÜ η νοσταλγßα της στοργÞς
και της συζÞτησης, βαθειÜς και διεξοδικÞς, μεταξý των δυο,
γιατß μονÜχα εσý κατÝχεις τον κþδικα τον μυστικü
για το κλειδß των λÝξεþν μου
και μüνο εσý μοιÜζει να κατÝχεις
τον Þλιο, το φεγγÜρι, το σýμπαν της χαρÜς μου,
και για τοýτο θα ’θελα να σε μισþ üπως δεν μπορþ,
üπως ξÝρω πως ποτÝ δεν θα μπορÝσω
αφοý με μÜγεψες με τη δισÜκι σου γεμÜτο με βοτÜνια
και νοσταλγßες και σπßθα αναμμÝνη
και μακρüσυρτες σιωπÝς
και üμηρο θα με κρατÜς των ηρÜκλειων χεριþν σου
κι εγþ θα εξαûλωθþ, Αφροδßτη θα γßνω σε μια θýελλα δαφνüφυλλων,
και το üζον στην ατμüσφαιρα, που νιþθει τον ερχομü της βροχÞς,
θα ξÝρει πως πια δεν υπÜρχουν σýννεφα,
οýτε εξÜτμιση,
οýτε ποτÜμια,
üτι ο κüσμος αποξηρÜθηκε
και πως ποτÝ πια δεν θα βρÝξει,
οýτε χιüνι θα υπÜρξει οýτε κρýο οýτε παρÜδεισος
üπου κÜποιο πουλß να σπÜσει θα μπορÝσει
του θρÞνου τη σιωπÞ.
18. Θα παντρευτοýμε χειμþνα (Nos casaremos en invierno)
Τþρα θα παντρευτοýμε που βρÝχει κατακλυσμιαßα.
Εσý κι εγþ και η γη, μαζß θα γιορτÜσουμε
το χλωρü των κορμιþν,
το φýλο των ανθþν,
τη γýρη του γÝλιου
κι üλα τ’ Üστρα τ’ ουρανοý
που μπερδεμÝνα καταφτÜνουν
στη στÜλα μÝσα της βροχÞς.
Χειμþνες θα σπεßρουμε στην αγÜπη
για να τη δοýμε να βλασταßνει
στο ρυθμü των φυτþν.
Τα σýννεφα θα σμßξουμε,
να γεννηθεß ο κεραυνüς,
και η γης με το νερü Ýνα να γßνουν.
Θα παντρευτοýμε με ουρανü συννεφιαστü,
ενþ βροντοýνε οι οροφÝς
σαν πολυβüλα
και των βατρÜχων το τραγοýδι
απü τον κÞπο αντηχεß
μαζß μ’ ακολουθßα ιπτÜμενων μυρμηγκιþν.
Χωρßς σκιÝς, αγÜπη μου, θα παντρευτοýμε,
με το κεφÜλι ακÜλυπτο
σε μιαν αυλÞ υγρÞ
που γη μυρßζει,
δßχως Üλλη δßψα
παρÜ την εδικÞ γι’ αλλÞλους,
με βρεγμÝνα ροýχα,
ενþνοντας των δυο τις υποχρεþσεις,
για να ’ρθεß η καταιγßδα
που üλα θα τα πλýνει,
σαν τη βροχÞ, αγÜπη μου, καθþς θα παντρευτοýμε.