Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

Πινακοθήκη ΙΙ

 
 

Παγκ. Θέατρο 

'Αγνωστος ( ; ): Ο Στάθης


                                Ιστορία Του "Στάθη"

     Κρητική κωμωδία, έργο άγνωστου συγγραφέα, αλλά με πιθανότητες ν' αποδοθεί στο Χορτάτση. Μαζί με τον Κατζούρμπο και το Φορτουνάτο αποτελούν τη 3άδα των σωζόμενων αστικών κωμωδιών του κρητικού θεάτρου. Στάθης ονομάζεται η κωμωδία του Κρητικού Αναγεννησιακού θεάτρου άγνωστου θεατρικού συγγραφέα. Σώζεται σε μεταγενέστερη κι αρκετά συνεπτυγμένη επτανησιακή διασκευή.
     Η υπόθεση πλέκεται γύρω από τις ερωτικές σχέσεις 2 ζευγαριών σε πολυπρόσωπο περιβάλλον. Κεντρικό θέμα είναι οι παραξενιές του έρωτα: η Φαίδρα αγαπά το Χρύσιππο, αυτός όμως αγαπά τη Λαμπρούσα, ενώ τη Φαίδρα την αγαπά ο Πάμφιλος. Η Φαίδρα όμως το συγχέει με το Χρύσιππο. Ο πατέρας της, ο Στάθης, που 'ναι φιλάργυρος, επιθυμεί να τη παντρέψει με πλούσιο, τον Ντοτόρε. Στη συνέχεια έρχεται ο Γαβρήλης, θετός πατέρας του Χρύσιππου και φίλος του Στάθη και ξεκαθαρίζει τη παρεξήγηση, δηλαδή πως ο θετός γιος του είναι παιδί του Στάθη. Ο πραγματικός Πάμφιλος παντρεύεται τώρα τη Φαίδρα κι ο αδελφός της Χρύσιππος τη Λαμπρούσα, κόρη του Ντοτόρε. Έτσι στο τέλος θα 'ρθει ο αναγνωρισμός του χαμένου παιδιού κι ο διπλός γάμος των ερωτευμένων νέων.
     Μελετητές την αποδίδουν στο Χορτάτση και τοποθετούν τη συγγραφή της μετά το 1604. 
     Ο Σολωμός επίσης τη θεωρεί πιθανότατα έργο του Χορτάτση. Ο πρόλογός του είναι παρμένος από την Ε' πράξη του Γύπαρη, πράγμα που μας επιτρέ­πει, κατά τη Lidia Martini, να υποθέσουμε ότι γράφηκε μετά απ' αυτόν. Όμως αυτό δεν είναι απόλυτα σίγουρο, γιατί κείνη την εποχή συνήθιζαν να αλλάζουν τους προλόγους στις διάφορες παρα­στάσεις. Ακόμη υποστηρίζει η Martini ότι η σημερινή μορφή του Στάθη δεν είναι παρά μια μεταγενέστερη διασκευή (ή μάλλον σύμπτυξη) του αρχικού κειμένου. Θα την έκανε κάποιος ηθοποιός ή θιασάρχης, που βρίσκοντάς τη πολύ εκτενή για τις παραστάσεις του, περιέκοψε απ' αυτήν ορισμένες σκηνές που μπορούσαν να παραλειφθούν κάπως ανώδυνα, γιατί δεν αφορού­σαν τα κύρια πρόσωπα του έργου.

                                                   Εισαγωγή

     Ελλείψει εξωτερικών μαρτυριών για τη χρονολόγηση του έργου, η συγγραφή του τοποθετείται στα τέλη του 16ου αι. Ο Κωνσταντίνος Ν. Σάθας την επιμελήθηκε και την εξέδωσε στη Βενετία, από χειρόγραφο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης το 1878. Η υπόθεση, που σύμφωνα με την Martini είναι είναι η πιο περίπλοκη του Κρητικού θεάτρου. Τα ίδια απολαυ­στικά πρόσωπα που φιγουράρουνε και στις άλλες κωμωδίες, ο λαίμαργος δούλος, ο σχολαστικός δάσκαλος, η μεσίτρα, ο ψευτοπαλληκαράς στρατιωτικός, ο Ντοτόρε κ.λπ.

                                                     Ο Στάθης

(αποσπ.)

Πρόλογος τὸν ὁποῖον κάνει ὁ Ἔρωτας.

Ἄνθρωπος κρίνω ζωντανὸς ’ς τὴ γῆ νὰ μὴ γυρίζῃ
νὰ μὴ μιλῇ κακὸ γιὰ μὲ καὶ νὰ μὴ δὲ μὲ βρίζῃ·
ὅλοι μὲ κράζουν ἄπονο κοπέλι χωρὶς γνῶσι,
καὶ ἂν ἐμποροῦσαν θάνατο ἐθέλασι μοῦ δώσει·
λέσι πῶς ᾑ σαΐταις μου τοῦταις ᾑ χρυσωμέναις,
ὁποῦ δοξεύου ταῖς καρδιαῖς, πῶς εἶν’ φαρμακεμέναις·
συναφορμάς μου σκοτωμοί, πολέμοι καὶ θανάτοι
δηγοῦνται πῶς ἡ θάλασσα καὶ ἡ γῆς εἶναι γεμάτη.

Ἄδικον ἔχουσι πολὺ νὰ μὲ καταφρονοῦσι,
μὰ ἐγὼ δὲν τοὺς ὀρ[γ]ίζομαι ὅ,τι καὶ ἂ θενὰ ποῦσι,
γιατὶ δὲ ξεύρουσι ποσῶς τὸ τί μιλοῦ γιὰ μένα,
μηδὲ ὡς ἐδᾶ δὲν ἔχουσι ποῖος εἶμαι γνωρισμένα.
Ὁ κόσμος πρίχου νὰ γενῇ ἐγὼ εἶμαι γεννημένος
θεὸς ἀπάνω τσῆ οὐρανοὺς περίσσα ἐμπορεμένος·
μηδὲ ᾑ σαΐταις μου ποτὲ κανεὶ δὲ θανατώνου,
μόνο γλυκιὰ καὶ ἀπαλαφρὰ πᾶσα καρδιὰ πληγώνου,
γιὰ νά ’ναι ἀγάπη πάντοτε καὶ ὁ κόσμος νὰ πληθαίνῃ,
καὶ ὁ θάνατος νὰ μὲν μπορῇ τσ’ ἀνθρώπους νὰ λιγαίνῃ
καὶ ὅσοι ἀπ’ αὐτὸ χαθούσινε τόσο ἀπὸ μὲ γεννοῦνται,
καὶ ἀποὺ τὸν κόσμο οὐδὲ ποσῶς γιὰ τοῦτο δὲ ξοφλιοῦνται.

Ἡ κατοικιά μου ’ς τὰ ὄμορφα κορμνιὰ τῶν κορασίδω
βρίσκεται, καὶ ταῖς πληγωμαῖς ἀπὸ δεκεῖ τὼς δίδω·
ἐκεῖ καὶ ταῖς σαΐταις μου βάνω καὶ τὸ δοξάρι,
καὶ ἐκεῖ ταῖς φτυάνω καὶ ἐδεκεῖ τοὺς βάνω τὸ ξιφάρι·
ὥραις ’ς τὰ φρύδια χώνομαι μιᾶς κορασίδας, καὶ ὥραις
τσῆ ἀλλῆς εἰς τ’ ἀμματόκλαδα, γὴ μέσα ’ς ταῖς δυὸ κόραις
τῶν ἀμματιῶ, γὴ ’ς τὰ γλυκιὰ χείλη τὰ κοραλένια,
γὴ ’ς τὰ σγουρὰ τῆς κεφαλῆς τὰ παραχρυσωμένα,
γὴ εἰς τὸ λαιμό, γὴ εἰς τὰ βυζά, γὴ εἰς τὴ χιονάτη χέρα,
καὶ χίλια στήθη ἀποδεκεῖ πληγώνω πᾶσα μέρα.

Φτεροῦγαις ἔχω καὶ πετῶ, κ’ εἰς πᾶσα τόπο πηαίνω,
κι ὥραις ’ς τὰ ὕψη πέτομαι, κι’ ὥρας ’ς τὰ βάθη ἐμπαίνω.
Ἄρχοντες, πλούσους, βασιλειούς, σκλάβους, πτωχοὺς καὶ δούλους
χωρὶς ἐντήρησι καμνιὰ σύρνω [δο]ξόβω τση οὕλους.
Γιὰ ταύτως ὀκ τοὺς οὐρανοὺς σήμερο καταιβαίνω,
μὲ βιὰ πολλὴ ’ς τὴ χώρα σας τούτη τὴν ἄξα ἐμπαίνω,
γιὰ νὰ δοξέψω σήμερο μιὰ νειά, ποῦ ’χε ἀγαπήσει
τοῦτος ἁπὤρχεται ἐδῶ ποῦ θέλετε γροικήσει.

ΠΡΑΞΙΣ Α'  - ΣΚΗΝΗ 1η.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ & ΑΡΕΤΑΣ

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ
Μέσα σὲ κύματα σκληρὰ καὶ θυμωμένη μάχη
τοῦ ἄνέμου καὶ τῆς θάλασσας γεἷς ναύτης ὅντα λάχῃ,
δειλιᾷ πολλὰ καὶ ἀποκτυπᾷ καὶ χίλιαις ἔγνοιαις βάνει,
γιὰ πὰς ὅντας βραδυάζεται καὶ τὴν ἡμέρα χάνῃ,
καὶ ἡ γιαφρισμένη ταραχὴ φόβο πολὺ τοῦ δίδῃ
καὶ σβύνῃ τὴν ὀλπίδαν του τῆς νύκτας τὸ σκοτεῖδι.
Μὰ ἀπῆτις ἀπὸ τοῦ γιαλοῦ τὸν τράφο θέλει βγάλει
τὸ ῥοδοστολισμένο τση καὶ τὸ χρυσὸ κεφάλι,
τότες ἀρχίζει ὁ φόβος του καὶ ἡ γιέγνοια νὰ λιγαίνῃ,
καὶ τὴν ὀλπίδαν του τὸ φῶς τοῦ ξάφτει τὴν σβυμένη.
Τέτοιας λογῆς τὸ λογισμὸ κύματα θυμωμένα
’ς τὴ θάλασσα τοῦ πόθου μου μὲ πολεμοῦ καὶ μένα·
γιὰ τοῦτο τρέχω εἰς τὴν αὐγὴ τσ’ ἀγάπης νὰ προβάλλῃ
μὲ τὸ λαμπρόν της πρόσωπο ’ς ἐλπίδα νὰ μὲ βάλλῃ.
Πρόβαλλε, αὐγὴ γλυκότατη, καὶ ἡ γιομορφιά σου ἀς φέρῃ
τὸν ἥλιο τοῦ προσώπου μου ’ς τοῦτα ζημνιὸ τὰ μέρη·
μὲ ἕνα γλυκύ σου στόχασμα πάραυτας ν’ ἀναζήσῃς
τὴ νεκρωμένη μου καρδιὰ καὶ τσῆ ἔγνοιαίς μου νὰ σβύσῃς.

ΑΡΕΤΑΣ
Πε μου, νὰ ζῇς ἀφέντη μου, καὶ τοῦτο ἡ φρόνεψί σου
μηδὲν τὸ πιάσῃ ἀποκοτιά, γιατ’ εἶμαι δουλευτής σου,
πρέπει, πουλί ὁ κυνηγὸς ὁποῦ ποθεῖ σαμ πιάσῃ,
καὶ ὁ ναύτης εἰς τὸ σπίτιν του ἀπῆτις θέλει φτάσει,
μπλειὸ νά ’χου ἄλλο λογισμὸ παρὰ τὰ κερδεμένα
πράμματα μόνο πασαεῖς νὰ χαίρεται ὅλο ἕνα;
Κι ἂν ἦναι τοῦτο ἄπρεπο, γιάντα ἡ ἀφεντιά σου
ἀπῆτις τὴν ἀγάπη σου νά ’χῃς ’ς τὴμ πεθυμνιά σου,
τέτοιας λογῆς πικραίνεσαι, τοῦτο ἐγὼ θαυμάζω,
καὶ θὰ τὸ πῶ, τὴ γνώμη σου πολλὰ καταδικάζω!
Μὰ ποῦρι ἂν ἦναι τῶν ἀλλῶ ... κουρφὸ δὲν εἶναι ἐμένα!

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ
Μάλιος ὡς εἶναι τῶν ἀλλῶ, κρυφὸ ἀς ἦν’ καὶ σένα.

ΑΡΕΤΑΣ
Μὰ πῶς κουρφό ’ναι μετὰ μέ, ἀνὴ κ’ ἡ ποθητή σου
μοῦ τό ’πε ἐκείνη φέρνωντας μιὰ ὥρα ἀθιβολή σου.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ
Ποιὰ ποθητή μου;

ΑΡΕΤΑΣ
                          γνωστικὴ τοῦ μισὲρ Στάθη ἡ Φαῖδρα,
τὸ ῥόδο τῶν ἀλλῶν ἀνθῶν καὶ τῶν καρδιῶ ἡ γιαφέδρα,
τούτη ποῦ χάνεται γιὰ σέ, καὶ ἔδωσες τὸ χέρι
καὶ δακτυλίδι, ὡς μοῦ ’χε πεῖ, γιὰ νὰ τὴν κάμῃς ταῖρι ...

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ
Τοῦτο δὲν ἤτονε ποτὲ ’ς ἐμᾶς, καὶ σφάλμα πιάνει,
καλὰ καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φυρεθῇ πῶς σφάνει·
μ’ ἀπῆτις κύρη δεύτερο σ’ ἐγνώρισα ἀκριβό μου
’ς τὴ δούλεψί μου τὴμ πιστή, γροίκησε τὸ κουρφό μου·
τέσσερης χρόνοι ὁποῦ ’ρθαμε ἀποὺ τὸ Τζάντε τώρα
θενά ’ναι, ἂ δὲν κομπώνωμαι, ’ς τούτη τὴν ἄξα χώρα·
καὶ ἔτζι περνῶντας ὁ καιρὸς τούτη τὴμ πλουμισμένη
Φαῖδρα ’ς τὸμ πόθο ἐγνώρισα γιὰ μένα ἁφτωμένη·
τὴ θέλησι τῆς κορασᾶς ἡ γι’ Ἀλεξάδρα ὁρίζει
κ’ εἶναι μεσίτρα τῆς δουλιᾶς, καὶ νὰ τὴν κάμῃ ὀλπίζει.
Κι’ ὄξω ἀπὸ τοῦτο ὁ κύρης τση μοῦ τήνε τάσσει ἀκόμη,
γιατὶ τὴ Φαῖδρα ἀγαπᾷ κ’ ἐκεῖνος ἔχει γνώμη.
Μ’ ἄμες τὴν προξενίτρα μου ναὐρῇς γιὰ νὰ γροικήσῃς
τὸ πρᾶμμα ἂν ἐκατήστεσε, ἂ θὲς νὰ μοῦ βοηθήσῃς.

ΠΡΑΞΙΣ Α – ΣΚΗΝΗ 5η

ΣΤΑΘΗΣ καὶ ΦΟΛΑΣ ὁ φαμέγιός του

ΣΤΑΘΗΣ
Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, γάϊδαρε, πῶς τοῦτα τὰ δειλά σου
δὲν μὲ φελοῦσι, κι’ ἄφης τα, γὴ σπῶ τὰ καύκαλά σου!
Πᾶσα ὅντας ἦναι ἀρχιμενιὰ τέσσερης λίτραις παίρνεις,
καὶ φαίνεταί μου ἀληθινὰ καὶ τὸ πετζί μου γδέρνεις·
καὶ δίδω σού τα, καὶ μπορεῖς μὲ τὰ μισά, νὰ ζήσω,
νὰ ντύνεσαι καλότατα νὰ μ’ ἀκλουθᾷς ποπίσω·
μὰ πάντα κακορροίζικος εἶσαι καὶ ξεσκισμένος,
κ’ εἶν’ ἐτροπὴ νὰ μ’ ἀκλουθᾷς σὰν εἶσαι καμωμένος!
Μὰ κατὰ πῶς μοῦ τό ’πασι, ἡμέρα δὲ σοῦ πέρνα
παρὰ νὰ πάγῃς δυὸ καὶ τρεῖς φοραῖς εἰς τὴν ταβέρνα,
σὰν νὰ μὴν εἶχες νὰ περνᾷς ’ς τὸ σπίτι τὸ δικό μου!
μὰ πάψε… γὴ ζυγόνω σε μιὰ ὥρα ’ς τὸ θεό μου.

ΦΟΛΑΣ
Τοῦτο δὲν εἶναι ἀληθινὰ ποτέ, κ’ ἡ γιαφεντιά σου
μὴ θὲ νὰ δίδῃς εὔκολα ’ς τὰ ψώματα τ’ αὐτιά σου,
’ς τὴν ἄλλη ἁπὤρθῃ νὰ τὸ πῇ, πῶς ψεύει πέ του ποῦρι,
ξαπλόνωντας τὴν χέρα σου ’ς τὴν ἐδικήν του μούρη.

ΣΤΑΘΗΣ
’Σ τὴν ἐδική σου θενὰ πῇς· δὲν εἶναι ὡσὰν ἐσένα
ὁποῦ μοῦ τὸ ’πε, γάϊδαρε!...

ΦΟΛΑΣ
                                                Δὲν εἶναι ὡσὰν ἐμένα,
γιατὶ εἶμαι ἐγὼ καλλίτερος, καὶ ὀμπρός, ἀφέντη, ῥώτα.

ΣΤΑΘΗΣ
Ναὶ, γιατ’ ἤκανε ὁ κύρης σου τὰ ξύλινα καπότα.

ΦΟΛΑΣ
Μηδὲν τόνε καταφρονᾷς, ἀφέντη, κ’ ἤκαμέ σου
καὶ ἐσένα τέτοια φορεσά, κ’ ἡ τέχνη του ἤρεσέ σου.

ΣΤΑΘΗΣ
Ναί, γιὰ τὸ κτῆμά μου θὰ πῇς.

ΦΟΛΑΣ
                                         Ναίσκε, κ’ ἐγὼ γιὰ κεῖνο
μιλῶ, μὰ τὴν ἀθιβολὴ δὲν θέλω νὰ μακρύνω·
καὶ ἀς ἔρθωμε ’ς τὰ πρῶτά μας· τραντάξης μέραις κάνεις
σωσταῖς τὸ μῆνα καὶ ὥρα μιὰ ποτέ σου δὲν τὴ χάνεις·
καὶ κάνω κότο, κατὰ πῶς ποθὲς τά ’χω γραμμένα,
πῶς μοῦ χρωστεῖς ἀληθινὰ τορνέσα ἀκόμη ἐμένα.
Ἕξης ἔχω μῆνες σπίτι σου σωστοὺς καὶ ἑφτὰ ἑβδομάδες
καὶ μέραις τραντατέσσερας…

ΣΤΑΘΗΣ
                                                  Σώπα ταῖς πελελάδαις,
δὲ σοῦ πιστεύβω ὅ,τι καὶ ἂμ πῇς… ἀνὲ καὶ δὲν κατέχῃς,
γράμματα, πῶς τὸ λοιπονὶς τοῦτο γραμμένο ἔχεις;

ΦΟΛΑΣ
Ἂ δὲ διαβάζω ’ς τὸ χαρτί, γράμματα κάνω πάλι
ποῦ νὰ τὰ συντηρᾷ κανεὶς νά ’χῃ χαρὰ μεγάλη.

ΣΤΑΘΗΣ
’Σ ἴντα χαρτί;

ΦΟΛΑΣ
’                  Σ τὸν τοῖχό μας μὲ τὸ μαχαῖρι σέρνω
τὸ θέλω, καὶ κρατῶ τονε γιὰ σκέδα καὶ καδέρνο.

ΣΤΑΘΗΣ
Ὁ τοῖχος ἄσπρος πελελοῦ χαρτ’ εἶναι γιὰ νὰ γράφῃ.

ΦΟΛΑΣ
’Σ τοῦτο συχνιὰ μὲ κάρβουνο κ’ ἡ γιαφεντιά σου βάφει.

ΣΤΑΘΗΣ
Σώπα, καὶ πήγαινε γοργὸ νὰ βρῇς τὸν Ἑρμογένη
τὸ δάσκαλο καὶ ἀφέντη σου, τοῦ πέ τον ν’ ἀνημένῃ
γιὰ κεῖνο ὅπου ἐμιλήσαμε, Φόλα, γιατὶ θὰ κάμω
μὲ τὸν τετόρε σήμερο τζῆ Φαίτρας μου τὸ γάμο.

ΠΡΑΞΙΣ Α – ΣΚΗΝΗ 6η

ΣΤΑΘΗΣ & ΑΛΕΞΑΔΡΑ

ΣΤΑΘΗΣ
Ὁ λογισμὸς μὲ τυραννᾷ κ’ ἔχει με ἀπάνου κάτω
γιατ’ ἡ καρδιά μου ἀποκτυπᾷ κ’ ἐγδέχεται μαντάτο,
νὰ μάθω ἂ ξετελειώνουσι τοῦ Χρύσιππου τὸ νάλο,
σὰν ὁ ντοτόρες μοῦ ’ταξε νὰ κάμῃ χωρίς ἄλλο.
Μὰ ἐτούτη ἁπὤρχεται ἐδεπᾶ μὲ τὸν τετόρε ἔχει
φιλία καὶ πᾶσά του κουρφὸ καλότατα κατέχει·
κυρ’ Ἀλεξάνδρα εὐγενική!...

ΑΛΕΞΑΔΡΑ
                                        Γιά με… μιλεῖ νὰ ζήσω
ἀφὲς ὁ Στάθης, τοῦ γροικῶ.

ΣΤΑΘΗΣ
                                         Στέκω νὰ σ’ ἐρωτήσω
καὶ θάρρεψέ μού το νὰ ζῇς, ἂν ᾖ καταστεμένα
τοῦ Χρύσιππου τὰ πράμματα σὰν ἦναι μιλημένα.

ΑΛΕΞΑΔΡΑ
Καταστεμένα βρίσκουνται, καὶ πρὶν νά ’ρθῇ τὸ βράδυ
ὀρπίζω νά ’ναι ὁ Χρύσιππος μὲ τὴ Λαμπροῦσα ὁμάδι.

ΣΤΑΘΗΣ
Χαίρομαι τὸ μαντάτο σου, γιατὶ κ’ ἐγὼ ὀξοπίσω
θὰ ξετελειώσω τὴμ παντρειὰ τσῆ Φαίντρας μου νὰ ζήσω.

ΑΛΕΞΑΔΡΑ
Πρέπό ’ναι, ἀφέντη, ἀληθινά, γιατὶ ὁ καιρός της φεύγει·
τ’ ὀπωρικὸ γεννήθηκε καὶ πασαεῖς ζηλεύγει….
σήμερο ἐθώρου ἀπατά, νὰ ζήσω, τ’ ὄνειγιόν της,
μόνο διατ’ εἶναι ὀγλήγορα θαρρῶ τὸ ῥοιζικόν της.

ΣΤΑΘΗΣ
Πέ το, Ἀλεξάνδρα μου, νὰ ζῇς…

ΑΛΕΞΑΔΡΑ
                                           Δύο ὀκιάλια χρυσωμένα
ἐθώρου κ’ εἶχες, καὶ γυαλὶ δὲν ἤτονε εἰς τὸ ἕνα,
καὶ ἐρωτοῦσα, καὶ ἀπὸ καιρὸ μοῦ ’λεγες, κ’ ἤχασές το,
κι ὅντας τὸ βρίσκῃς ’ς τὴ φωτιὰ τάχατες, κ’ ἤβγαλές το
καὶ βαίνεις το ’ς τόπον του κ’ ἤφεγγε ὡσὰν καὶ τ’ ἄλλο,
καὶ ῥεγουσοῦνε κ’ εἶχές το θαραπειό σου μεγάλο·
καὶ ξεδιαλύνω τὸ ὄνειρο, πῶς θὲς νὰ συντροφιάσῃς
μὲ ταῖρι ἁψὰ τὴ Φαῖντρά σου, πολλὰ ν’ ἀναγαλλιάσῃς.

ΣΤΑΘΗΣ
Ἀρέσει μου ἡ ξεδιάλυσι, καὶ τ’ ὄνειρο αὐτόνο
μὰ γὼ καλιὰ τὸ ξεδαλυῶ πρὸς τὸν ὑγιό μου μόνο·
τίς ξεύρει ἂν ἦναι ζωντανὸς καὶ λάχῃ ἀποὺ τὴ χέρα
τῶ Μπαρμαρέσω νά ’ρθῃ ἐδῶ ’ς τὸ Κάστρο μιὰ ἡμέρα;

ΑΛΕΞΑΔΡΑ
Εἶχες λοιπὸ καὶ ἀσερνικό;

ΣΤΑΘΗΣ
                                             Εἶχα, καὶ πιάσασί μας
σκλάβους, καὶ αὐτὸ ἐπήρασι καὶ ἐμᾶς ἐφήκασί μας…
γιὰ νὰ μὴ στέκω ’ς τὴν Τουρκιὰ καὶ νά ’ρθω εἰς τὴ δική μου
πατρίδα, ὁποῦ ’σανε ἀπὸ δῶ γροικῶ οἱ προπάτοροί μου,
ἐπούλησα τὸ πρᾶμμά μου καὶ τὰ παιδιά μου ἐπῆρα,
ὁποῦ ὀρφανὰ τ’ ἀνάθρεψα σὰν ἤθελεν ἡ μοῖρα,
καὶ ἐμᾶς σὲ ξύλο Κρητικὸ ἔρχωντας μᾶς ἐπιάσα
κρουσάροι ἀπὸ τοῦ Τούνεζι καὶ αὐτοὶ μᾶς ἐμοιράσα,
τὸ ἀσερινικὸ ἐπῆρε ὁ γεῖς ’ς τὸ ξύλον του καὶ ἐδιάβη,
μὲ ἕνα μου δοῦλο ’ς ἄλλη ὁδό, κ’ ἐμᾶς μὲ τὸ καράβι
ἐσύρνα τ’ ἄλλα ὁποῦ ’σανε τ’ ἀπομονάρια τρία·
κ’ ἐκεῖ σιμὰ ὅντας ἤμαστε ἀντίπερα ’ς τὴν Ντία,
Μαλτέζικα μᾶς εἴδασι καὶ ὀπίσω ἐπήρασί μας.
καὶ κεῖνα ἐφοβηθήκασι ζημνιὸ κ’ ἐφήκασί μας.

ΑΛΕΞΑΔΡΑ
Νὰ μοῦ τ’ ἀξώσου οἱ οὐρανοὶ νά’ ναι ἡ ξεδήγησί σου
καὶ μὲ καὶ σένα ἀληθινή, καὶ ναὔρῃς τὸ παιδί σου!

(τέλος αποσπασμάτων...)

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers