ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

×ïñôÜôóçò Ãåþñãéïò: Ëïãéþôáôïò ÅõãåíÝóôáôïò Êñçò



                                                                     Βιογραφικü

    Ο Γεþργιος ΧορτÜτσης ΧορτÜτζης) γεννÞθηκε στο ΡÝθυμνο στα μÝσα του 16ου αι. και πÝθανε μετÜ το 1605. Εßναι σýγχρονος του Σαßξπηρ και του Ελ ΓκρÝκο. Τα στοιχεßα για τη ζωÞ του εßναι πολý λßγα. Καταγüταν απü αρχοντικÞ γενιÜ του Βυζαντßου κι οι πρüγονοß του φτÜσανε στη ΚρÞτη απü τη Μ. Ασßα. Η οικογÝνειÜ του ανÞκε στη τÜξη των ευγενþν Þ των μεγαλοαστþν. Οι ΧορτÜτσηδες αναφÝρονται απü Ýναν Ιταλü περιηγητÞ του 15ου αι. ως η 1η οικογÝνεια που εγκαταστÜθηκε στη ΚρÞτη την εποχÞ του Νικηφüρου ΦωκÜ. Επßσης, στα 1644, σε απογραφÞ που Ýγινε στο νησß, οι ΧορτÜτσηδες φαßνεται ν’ ανÞκουνε στους Κρητικοýς ευγενεßς. ΕξÜλλου κι ο εκδüτης της Ερωφßλης, ο Κρητικüς Αμβρüσιος Γραδενßγος, χαρακτÞρισε το Ýργο ως "ποßημα του λογιωτÜτου κι ευγενεστÜτου κυρßου Γεωργßου ΧορτÜτση του Κρητικοý".



     Γεγονüς πÜντως εßναι πως η καλÞ οικονομικÞ κατÜσταση της οικογÝνειÜς του τοý επÝτρεψε ν’ αποκτÞσει σημαντικÞ για την εποχÞ μüρφωση. Το περιβÜλλον του αποτελεßται απü μορφωμÝνους αστοýς κι ευγενεßς. Οι περισσüτεροι γνωρßζουν Üριστα την ιταλικÞ γλþσσα κι Ýχουν φοιτÞσει σε πανεπιστÞμια της Ιταλßας, ενþ αρκετοß γνωρßζουνε λατινικÜ κι αρχαßα ελληνικÜ. Η παραμονÞ τους στα πνευματικÜ κÝντρα της εποχÞς πλοýτισε τις γνþσεις τους κι Üνοιξε τους ορßζοντÝς τους. ΕπιστρÝφοντας στη πατρßδα τÜχθηκαν μ’ ενθουσιασμü υπÝρ της πνευματικÞς της αναγÝννησης.
     Ο ΧορτÜτσης Ýζησε αρκετü καιρü στο ΧÜνδακα (σημερινü ΗρÜκλειο). Στο Ýργο Κατσοýρμπος υπÜρχουνε περιγραφÝς εκκλησιþν, λαúκþν συνοικιþν κι Üλλων παρüμοιων στοιχεßων που αποδεικνýουνε τη παραμονÞ του εκεß. ΤÝλος, σýμφωνα με τους μελετητÝς, η 10ετßα του 1590 τονε βρßσκει να κυριαρχεß στη θεατρικÞ ζωÞ του νησιοý ως προικισμÝνος θεατρικüς συγγραφÝας.
     Απü το Ýργο του αποδεικνýεται üτι βρßσκεται πιο κοντÜ στη δυτικÞ παιδεßα απ’ ü,τι στην αρχαßα ελληνικÞ. Τα Ýργα του φανερþνουν üτι εßχε πολý καλÞ γνþση της ποιητικÞς τÝχνης κι üτι εßχε μελετÞσει τα Ýργα μεγÜλων ποιητþν της εποχÞς, üπως του G.B. Giraldi, του L. Groto, του Τ. Tasso, του G.B. Guarini. Επßσης πρÝπει να ‘χε παρακολουθÞσει και θεατρικÝς παραστÜσεις. Στο Ýργο του υπÜρχουνε στοιχεßα που μαρτυροýνε την επßδραση που δÝχτηκε απü μεγÜλους δημιουργοýς της Δýσης. ΚατÜφερε üμως ν’ αξιοποιÞσει με τον καλýτερο τρüπο τις κατακτÞσεις των Ιταλþν και να παρουσιÜσει Ýργο Üρτιο σε τεχνικÞ και προσαρμοσμÝνο στα δεδομÝνα του τüπου του. Το Ýργο του περιλαμβÜνει üλα τα εßδη του αναγεννησιακοý θεÜτρου: κωμωδßα Κατσοýρμπος, τραγωδßα Ερωφßλη, ποιμενικü δρÜμα Πανþρια, που τα συνÝγραψε τÝλη περßπου 16ου αι., την εποχÞ δηλαδÞ που η ΚρÞτη βρισκüταν στη καλλιτεχνικÞ και πνευματικÞ της ακμÞ.
     Ο ΧορτÜτσης χαρακτηρßστηκε αναγεννησιακüς ποιητÞς. Στο Ýργο του αποτυπþνονται οι κλασικÝς του γνþσεις κι η ρητορικÞ του ικανüτητα. Τα ρητορικÜ σχÞματα ποικßλλουν κι ο 15σýλλαβος στßχος αποδßδεται με ξεχωριστÞ δεξιοτεχνßα, κρατþντας αποστÜσεις απü τον 15σýλλαβο του δημοτικοý τραγουδιοý. Η γλþσσα του εßναι δημοτικÞ, ιδιωματικÞ. Το κρητικü ιδßωμα, καθαρü κι απαλλαγμÝνο απü ξÝνες γλωσσικÝς επιδρÜσεις, σε συνδυασμü με το Ýντεχνο κι επιμελημÝνο ýφος, καθηλþνει τον αναγνþστη Þ ακροατÞ. Η χρÞση της συνßζησης και του διασκελισμοý βοηθÜ την Ýκφραση στοχαστικþν νοημÜτων.
     ¹ταν γνωστüς στην εποχÞ του και καταξιωμÝνος ποιητÞς στη συνεßδηση των συμπολιτþν του. Σε üλη τη διÜρκεια του 18ου αιþνα η Ερωφßλη βρßσκεται παροýσα στα Ýργα των ποιητþν κι η διακειμενικÞ παρουσßα της αποδεικνýει την απÞχηση που ‘χε. Το δρÜμα γνþρισε πολλÝς εκδüσεις και δüθηκαν πολλÝς παραστÜσεις στη ΚρÞτη. ΜετÜ τη τουρκικÞ κατÜκτηση διαδüθηκε στα ΕπτÜνησα κι απü εκεß στην ¢ρτα, στην Αμφιλοχßα κ.α. ΑποσπÜσματα του Ýργου σταδιακÜ περÜσανε στη προφορικÞ παρÜδοση κι αξιοποιÞθηκαν απü το δημοτικü τραγοýδι.
     Η Ερωφßλη επÝδρασε και στο Ýργο Üλλων Κρητικþν ποιητþν: ΚορνÜρος, Τρωßλος, Φüσκολος, καθþς και στο Ýργο των Επτανησßων. ΤÝλος, το 1903 ο ΠαλαμÜς, στον πρüλογο της Τρισεýγενης, μνημονεýει το ΧορτÜτση ως πατÝρα της νεοελληνικÞς δραματουργßας.
     Στη σωζüμενη θεατρικÞ παραγωγÞ των χρüνων της ακμÞς της κρητικÞς λογοτεχνßας, η τραγωδßα αντιπροσωπεýεται απü δýο Ýργα: την Ερωφßλη του Γεþργιου (Τζþρτζη) ΧορτÜτση, συγγραφÝα επßσης της Πανþριας και του Κατζοýρμπου, και τον Ροδολßνο του ΙωÜννη-ΑνδρÝα Τρωßλου. Σε αρκετÝς γραμματολογßες, στη παραγωγÞ αυτÞ προστßθεται κι η ανþνυμη κρητοεπτανησιακÞ τραγωδßα ΖÞνων, που üμως απομακρýνεται αρκετÜ απü τα αισθητικÜ πρüτυπα της κλασικßζουσας τραγωδßας της εποχÞς, ως προς τη πλοκÞ και τα πρüσωπα κι ως προς την εποχÞ που διαδραματßζεται. ΠÜντως κι οι 3 τραγωδßες παρουσιÜζουν αρκετÜ κοινÜ εξωτερικÜ χαρακτηριστικÜ: πρüλογο,  πεντÜπρακτη δομÞ και χορικÜ.
     ΧρονολογικÜ παλαιüτερη εßναι η Ερωφßλη, που οι περισσüτεροι μελετητÝς της τοποθετοýνε στη τελευταßα 5ετßα του 16ου αι.. Το Ýργο προλογßζει ο ΧÜρος. Ο νεαρüς στρατηγüς ΠανÜρετος, αναθρεμμÝνος στο παλÜτι του βασιλιÜ Φιλüγονου, που αγνοεß τη βασιλικÞ καταγωγÞ του παιδιοý, Ýχει συνÜψει μυστικü κι ολοκληρωμÝνο, δεσμü με τη βασιλοποýλα Ερωφßλη, την οποßα ο πατÝρας της προορßζει εντωμεταξý για γυναßκα κÜποιου βασιλικοý γüνου. ΣτÝλνει, λοιπüν, τον ΠανÜρετο να τη πεßσει να δεχτεß Ýνα απü τα δýο προξενιÜ που τους Ýχουν γßνει. ¼ταν ο βασιλιÜς πηγαßνει να δει την κüρη του στο δωμÜτιü της, ανακαλýπτει επ’ αυτοφþρω τη σχÝση της με τον ΠανÜρετο και συλλαμβÜνει τον νÝο -το επεισüδιο αυτü δεν παßζεται επß σκηνÞς και λαμβÜνει χþρα μεταξý 3ης και 4ης πρÜξης. ΜÜταια η Ερωφßλη, ο σýμβουλüς του κι ο χορüς προσπαθοýν να κατευνÜσουν την οργÞ του Φιλüγονου. Οýτε ο ΠανÜρετος γßνεται πιστευτüς, üταν του αποκαλýπτει τη βασιλικÞ του καταγωγÞ. Ο βασιλιÜς δßνει εντολÞ να θανατωθεß ο ΠανÜρετος και συμμετÝχει ο ßδιος στο μαρτýριü του -οýτε αυτÞ η σκηνÞ διαδραματßζεται μπρος στο κοινü, αλλÜ την αφηγεßται Ýνας Μαντατοφüρος. Στη συνÝχεια, ο βασιλιÜς προσφÝρει στη κüρη του ως "γαμÞλιο δþρο" Ýνα καλÜθι με το κεφÜλι, τα χÝρια και την καρδιÜ του αγαπημÝνου της. Εκεßνη, μüλις μεßνει μüνη, ξεσπÜ σε μοιρολüι κι αυτοκτονεß με το ßδιο μαχαßρι που βρÞκε μες στο καλÜθι. ΜετÜ το μοιρολüι της παραμÜνας για την Ερωφßλη, οι κοπÝλες του χοροý δολοφονοýν τον βασιλιÜ και το Ýργο τελειþνει με Ýνα σýντομο χορικü για τη ματαιüτητα του πλοýτου και της δüξας.
     Για την ταýτιση του ποιητÞ, που Ýχει χαρακτηριστεß «πατÝρας του νεοελληνικοý θεÜτρου» και τη βιογραφßα του, μüνο εικασßες γßνονται μÝχρι τþρα και προτÜσεις απü διÜφορους μελετητÝς. Οι πληροφορßες που δßνουν τα Ýργα του εμφανßζουν Ýναν Üνθρωπο που η ακμÞ της συγγραφικÞς του δραστηριüτητας τοποθετεßται στα τελευταßα χρüνια του 16ου αιþνα, εξοικειωμÝνο με την ιταλικÞ και τη λατινικÞ λογοτεχνßα και με τη θεωρßα του θεÜτρου, ο οποßος κινοýνταν σε κýκλους ευγενþν και ισχυρþν στη ΚρÞτη της εποχÞς του. Ο ΧορτÜτσης εßχε αναγνωριστεß πολý σýντομα απü τους συγχρüνους του και τους λßγο μεταγενÝστεροýς του ως σπουδαßος συγγραφÝας· ειδικÜ για την Ερωφßλη υπÜρχει η πολυσυζητημÝνη πληροφορßα üτι στα χρüνια πριν απü την τουρκικÞ κατÜκτηση «εßχε παρασταθεß πολλÝς φορÝς στον ΧÜνδακα και πÜντοτε Üρεσε». ΜÝχρι τις αρχÝς της 10ετßας του 1960, το μüνο Ýργο που του αποδιδüταν (απü τη χειρüγραφη και την Ýντυπη παρÜδοσÞ του) Þταν η Ερωφßλη, αλλÜ στη συνÝχεια ταυτßστηκαν ως δικÜ του κι ο Κατζοýρμπος με τη Πανþρια.
     Το κεßμενο της Ερωφßλης, εκτüς απü 4 χορικÜ που Ýλεγε ο χορüς των κορασßδων της πριγκßπισσας, συνοδεýανε παντοý και 4 ιντερμÝδια που παßζονταν ανÜμεσα στις 5 πρÜξεις του Ýργου, σαν διÜλειμμα κι αναψυχÞ για τους θεατÝς με τον θεαματικü, μουσικοχορευτικü τους χαρακτÞρα. Τα ιντερμÝδια αυτÜ Ýχουν ενιαßο θÝμα και δραματοποιοýνε τμÞματα του Ýπους Gerusalemme Liberata (ΑπελευθερωμÝνη ΙερουσαλÞμ) του μεγÜλου ιταλοý ποιητÞ Torquato Tasso. Ο τελευταßος ενÝπνευσε ποικιλοτρüπως τον ΧορτÜτση, που Üντλησε στοιχεßα κι απü Üλλα Ýργα του ιταλοý ομοτÝχνου του κατÜ τη συγγραφÞ της Ερωφßλης, που ωστüσο Ýχει ως βασικü πρüτυπο την Orbecche/ΟρμπÝκε (1549) του ιταλοý δραματουργοý και θεωρητικοý του θεÜτρου G. B. Giraldi Cinthio, μια τραγωδßα της εποχÞς της Μεταρρýθμισης, üπου για πρþτη φορÜ το θÝμα δεν εßναι παρμÝνο απü την αρχαßα μυθολογßα.
     Το Ýργο εßναι γραμμÝνο στο κρητικü ιδßωμα της εποχÞς του, με πολý περισσüτερα λüγια στοιχεßα απ’ ü,τι πιστευüταν παλιüτερα και λιγüτερες λÝξεις ιταλικÞς προÝλευσης, γιατß η θεωρßα της τραγωδßας επÝβαλλε γλþσσα υψηλÞ κι απομακρυσμÝνη απü τη ρεαλιστικÞ αποτýπωση της σýγχρονÞς της πραγματικüτητας. Κυρßως με την Ερωφßλη, αλλÜ και με üλη την υπüλοιπη παραγωγÞ του, ο ΧορτÜτσης ανÝδειξε το κρητικü ιδßωμα σε Üρτια λογοτεχνικÞ γλþσσα και οργÜνωσε Ýντεχνα τον παραδοσιακü 15σýλλαβο, με διασκελισμοýς κι αποφυγÞ της χασμωδßας, κÜνοντας τον τυπογρÜφο της 2ης Ýκδοσης του 1676, που επιμελÞθηκε ο Κρητικüς ΑλοÀσιος-Αμβρüσιος Γραδενßγος, να χαρακτηρßσει με ενθουσιασμü την τραγωδßα του ποιητÞ «μελßρρυτον και γλυκοδιÞγητον εις την φυσικÞν της γλþσσαν την κρητικÞν».
     Η Ερωφßλη Þταν Ýνα Ýργο που Üσκησε σημαντικÞ επιρροÞ τüσο στην επþνυμη λογοτεχνßα üσο και στην ανþνυμη, δημοτικÞ παραγωγÞ της ΚρÞτης και πÝρα απ’ αυτÞν: üλο και περισσüτερο αναδεικνýεται απü την Ýρευνα η επßδραση που Üσκησε στον Ερωτüκριτο του ΚορνÜρου αλλÜ και στον κεφαλλονßτη ποιητÞ και θεατρικü συγγραφÝα ΠÝτρο ΚατσαÀτη (αρχÝς 18ου αι.), ενþ στα ΕπτÜνησα επßσης και συγκεκριμÝνα στη ΖÜκυνθο, η Ερωφßλη επιβßωσε ως «ομιλßα» (σýντομη υπαßθρια αυτοσχÝδια παρÜσταση) μÝχρι και τον 20ü αιþνα. Ωστüσο, η επßδρασÞ της εßναι εντονüτερη και ιδιαßτερα αξιοπρüσεκτη στην προφορικÞ παρÜδοση, τüσο στην ΚρÞτη, üσο και στην ¹πειρο, τη Θεσσαλßα και τη ΔυτικÞ Ροýμελη, üπου επεισüδια του Ýργου επιβßωσαν ως εκτενÝς τραγοýδι του εßδους της παραλογÞς σε διÜφορες παραλλαγÝς.
     ¸νας ακüμη μÜρτυρας της επιτυχßας του Ýργου εßναι κι η πλοýσια χειρüγραφη κι Ýντυπη παρÜδοσÞ του: 3 χειρüγραφα, απü τα οποßα το Ýνα -ο κþδικας του Birmingham, που στα σχüλια του κριτικοý υπομνÞματος της παροýσας ανθολüγησης σημαßνεται με B- εßναι γραμμÝνο απü το χÝρι ενüς Üλλου κρητικοý θεατρικοý συγγραφÝα, του Μαρκαντþνιου Φüσκολου (ποιητÞ της κωμωδßας ΦορτουνÜτος, του 1655) και 3 Ýντυπες εκδüσεις Þδη μες στο 17ο αι.. Η Ýκδοση του 1637, üσες ατÝλειες κι αν Ýχει, δεν παýει ναναι η 1η Ýντυπη Ýκδοση θεατρικοý Ýργου στα νÝα ελληνικÜ και το δßχως Üλλο συνÝβαλε πολý στη διÜδοση της τραγωδßας.
     ΑναμφισβÞτητα, στη σýγχρονη πρüσληψη του Ýργου συμβÜλλουν πολý οι παραστÜσεις του· 1ος στα νεüτερα χρüνια ο ΚÜρολος Κουν ανÝβασε την Ερωφßλη το 1934, με τον Λυκοýργο ΚαλλÝργη στον ρüλο του ΠανÜρετου, ενþ ο ßδιος ο σκηνοθÝτης εßχε κρατÞσει τον ρüλο του Μαντατοφüρου. Ο καθηγητÞς του ΑριστοτÝλειου ΠανεπιστÞμιου κι εκδüτης του Κατζοýρμπου Λßνος Πολßτης σκηνοθÝτησε τη τραγωδßα το 1950, με το ΣπουδαστÞριον ΝÝας ΕλληνικÞς Φιλολογßας, σε σκηνικÜ και κουστοýμια του Τσαροýχη και με τον ΔημÞτρη Μαρωνßτη, φοιτητÞ τüτε, ως Μαντατοφüρο. Το 1961 το Ýργο ανÝβασε το Εθνικü ΘÝατρο, χωρßς τα ιντερμÝδια, τα οποßα ωστüσο εßχαν αναγγελθεß σε χορογραφßες της Ραλλοýς ΜÜνου. ¸τσι μüνη σýγχρονη παρÜσταση που, περιελÜμβανε και τα ιντερμÝδια της Ερωφßλης ανÜμεσα στις πρÜξεις του Ýργου Þταν αυτÞ της Εταιρεßας ΘεÜτρου ΚρÞτης το 1978, σε μουσικÞ του Νßκου ΜαμαγκÜκη και με πρωταγωνßστρια τη Σοφßα ΣπυρÜτου. ¢λλες 4 παραστÜσεις Ýχουνε καταγραφεß μÝχρι το 1992, ενþ 4 χρüνια αργüτερα ο Σπýρος ΕυαγγελÜτος σκηνοθετεß το Ýργο, σε συμπαραγωγÞ του Αμφι-ΘεÜτρου με το Δημοτικü Περιφερειακü ΘÝατρο ΚρÞτης, και το 2005 ο τελευταßος αυτüς φορÝας δßνει νÝα παρÜσταση του Ýργου. ΤÝλος, με το Ýργο ασχολεßται τα τελευταßα χρüνια συστηματικÜ η Εταιρεßα ΘεÜτρου Χþρος, που το Ýχει ανεβÜσει σε 3 διαφορετικÝς σκηνοθεσßες-εκδοχÝς που τýχαν μεγÜλης ανταπüκρισης απü το κοινü.
     Πλοýσια εßναι κι η εκδοτικÞ τýχη της Ερωφßλης στα νεüτερα χρüνια· ανÜμεσα στις πολυÜριθμες εκδüσεις, μνεßα στη 1η σýγχρονη, του ΣÜθα το 1879, καθþς και κεßνη του Ξανθουδßδη το 1928, που περιÝχει και τη 1η συστηματικÞ, επιστημονικÞ εισαγωγÞ στο Ýργο. Η Ýκδοση των Αλεξßου κι Αποσκßτη (1988), παρüλο που δεν εßναι αυστηρÜ κριτικÞ, Ýχει μεγÜλη αξßα, αφοý παραδßδει το καλýτερο μÝχρι τüτε κεßμενο. ΤÝλος, το πιο πρüσφατο εγχεßρημα κριτικÞς αποκατÜστασης του κειμÝνου ανÞκει στην Bancroft-Marcus (2013) και συνοδεýεται απü αγγλικÞ μετÜφραση του Ýργου. Αξßζει να σημειωθεß üτι αγγλικÞ μετÜφραση εßχε γßνει κι απü τον F. H. Marshall το 1929.
     Εßναι η πιο παλιÜ και πιο αξιüλογη απü τις 3 γνωστÝς τραγωδßες του κρητικοý θεÜτρου. ¸χει αφιÝρωση στον δικηγüρο ΙωÜννη Μοýρμουρη Þ Μüρμορη, που καταγüταν απü τα ΧανιÜ κι Þκμασε στα τÝλη του 16ου αιþνα. Αποτελεßται απü 3.205 στßχους, πρüλογο (τον οποßο λÝει ο ΧÜρος), 5 πρÜξεις με ισÜριθμα χορικÜ και 4 ιντερμÝδια, που παρεμβÜλλονται ανÜμεσα στις πρÜξεις του Ýργου. Τα ιντερμÝδια αφοροýν το επεισüδιο του Rinaldo και της Armida, απü το Ýργο του Torquato Tasso, ΕλευθερωμÝνη ΙερουσαλÞμ (Gerusalemme Liberata, 1581). Το Ýργο Ýχει σαν πρüτυπο το Ýργο Orbecche του ιταλοý συγγραφÝα G. Battista Giraldi (1549), ενþ μÝρος της 2ης πρÜξης ο ΧορτÜτσης τη δανεßστηκε απü την τραγωδßα Il Re Torrismondo του Τ. Tasso (1587) που υπÞρξε επßσης πηγÞ της κρητικÞς τραγωδßας, Βασιλεýς ο Ροδολßνος. ΠηγÞ των χορικþν εßναι η τραγωδßα Phaedra του ΣενÝκα. Ωστüσο, παρÜ τις ποικßλες επιδρÜσεις, ο ΧορτÜτσης δεν μιμÞθηκε Üκριτα τα ξÝνα πρüτυπα, αλλÜ κατÜφερε να δημιουργÞσει το δικü του πρωτüτυπο ποιητικü Ýργο, με πλοýσια γλþσσα, Ýντονη πλοκÞ και τÝλεια στιχουργßα.


                ΓιÜννης Τσαροýχης: ΠανÜρετος & Ερωφßλη

 Η υπüθεση της Ερωφßλης εßναι μυθικÞ. Ο Φιλüγονος, βασιλιÜς της Αιγýπτου, δολοφüνησε τον αδελφü του για να πÜρει το θρüνο του και παντρεýτηκε τη γυναßκα του. Απü τη γυναßκα του αδελφοý του απÝκτησε μια κüρη, την Ερωφßλη. Στη βασιλικÞ αυλÞ μαζß με την Ερωφßλη μεγαλþνει κι ο ΠανÜρετος, νÝος απü βασιλικÞ οικογÝνεια, Üγνωστη üμως στον Φιλüγονο. Ο ΠανÜρετος κι η Ερωφßλη Ýζησαν απü παιδιÜ μαζß και σταδιακÜ η παιδικÞ φιλßα εξελßχθηκε σε Ýρωτα. Ο ΠανÜρετος μεγÜλος πια, πηγαßνει στον πüλεμο και με την ανδρεßα του σþζει το βασßλειο απü εχθρικÞ επßθεση. ΜετÜ τον πüλεμο οι δýο νÝοι παντρεýονται κρυφÜ. Ο βασιλιÜς, üμως, θÝλει να παντρÝψει την κüρη του με κÜποιον βασιλιÜ της Περσßας, για να πετýχει με αυτü το γÜμο την ειρÞνη ανÜμεσα στους λαοýς τους. ΣτÝλνει μÜλιστα τον ΠανÜρετο για να της το αναγγεßλει και να τη πεßσει να δεχθεß το γÜμο.



Ο Φιλüγονος μαθαßνει για το μυστικü γÜμο των δýο νÝων και αποφασßζει να τιμωρÞσει τον ΠανÜρετο, ο οποßος μÜταια προσπαθεß να πεßσει τον βασιλιÜ για την ευγενικÞ του καταγωγÞ. Ο Φιλüγονος βασανßζει τον ΠανÜρετο και προσποιοýμενος στην Ερωφßλη üτι τη συγχωρεß, της προσφÝρει ως γαμÞλιο «δþρο» σε μια χρυσÞ λεκÜνη το κεφÜλι, τα χÝρια και την καρδιÜ του αγαπημÝνου της. Η Ερωφßλη θρηνεß με σπαραγμü κι αυτοκτονεß. Οι γυναßκες του παλατιοý αναλαμβÜνουν να τιμωρÞσουν το βασιλιÜ (ο χορüς οδηγεßται απü τη παραμÜνα της Ερωφßλης, τη ΝÝνα). Ρßχνουνε κÜτω το Φιλüγονο και τον ποδοπατοýν μÝχρι θανÜτου.
     Η Ερωφßλη αγαπÞθηκε ιδιαßτερα απü τον ελληνικü λαü και αυτü το αποδεικνýει ο μεγÜλος αριθμüς των εκδüσεων του Ýργου, οι πολλÝς παραστÜσεις του και οι πολλÝς παραλλαγÝς και διασκευÝς του, που εμφανßζονται σε διÜφορες περιοχÝς της χþρας.
     Το Ýργο εκδüθηκε 1η φορÜ στη Βενετßα το 1637, üταν ο ΧορτÜτσης εßχε Þδη πεθÜνει, απü τον Κýπριο ιερÝα Ματθαßο ΚιγÜλα, ο οποßος με τις επεμβÜσεις του αλλοßωσε αρκετÜ τον χαρακτÞρα του κειμÝνου. Την αυθεντικÞ μορφÞ της Ερωφßλης αποκατÝστησε το 1676 με την Ýκδοση του Ýργου ο Κρητικüς Αμβρüσιος Γραδενßγος, βιβλιοφýλακας της ΜαρκιανÞς ΒιβλιοθÞκης. ΑυτÞ η Ýκδοση υπÞρξε το πρüτυπο για üλες τις επüμενες εκδüσεις.
     Στη σωζüμενη θεατρικÞ παραγωγÞ των χρüνων της ακμÞς της κρητικÞς λογοτεχνßας, η κωμωδßα αντιπροσωπεýεται απü τρßα Ýργα: τον Κατζοýρμπο (Þ Κατσοýρμπο Þ ΚατσÜραπο) του Γεþργιου (Τζþρτζη) ΧορτÜτση, τον ανþνυμο ΣτÜθη, που σþζεται σε μεταγενÝστερη κι αρκετÜ συνεπτυγμÝνη επτανησιακÞ διασκευÞ, και τον ΦορτουνÜτο του Μαρκαντþνιου Φüσκολου, που γρÜφτηκε στη διÜρκεια της τουρκικÞς πολιορκßας του ΧÜνδακα (σημερινü ΗρÜκλειο), μÝσα στον οποßο υποτßθεται üτι διαδραματßζονται και τα τρßα αυτÜ Ýργα, υπακοýοντας στη συνÞθεια του ιταλικοý θεÜτρου της ΑναγÝννησης η υπüθεση των κωμωδιþν να λαμβÜνει χþρα σε μια σýγχρονη πüλη. ΧρονολογικÜ παλαιüτερο απü τα 3 εßναι ο Κατζοýρμπος, που τοποθετεßται γενικÜ στην τελευταßα 15ετßα του 16ου αι. καθþς διÜφορες απüψεις/προτÜσεις χρονολογοýνε τη συγγραφÞ του σ’ Ýνα διÜστημα που εκτεßνεται απü τις αρχÝς της 10ετßας του 1580 μÝχρι το 1595-1600.
     Το Ýργο οργανþνεται σε 5 πρÜξεις, σýμφωνα με τον απαρÜβατο κανüνα της νεοκλασικÞς δραματουργßας της εποχÞς, εßναι γραμμÝνο σε 15σýλλαβους στßχους με ζευγαρωτÞ ομοιοκαταληξßα και στο κρητικü ιδßωμα κι Ýχει απλÞ πλοκÞ, που στρÝφεται γýρω απü το μοτßβο της αναγνþρισης ενüς χαμÝνου παιδιοý. Στο κÝντρο της υπüθεσης βρßσκεται Ýνα ερωτευμÝνο ζευγÜρι, ο Νικολüς κι η ΚασσÜντρα, που αντιμετωπßζουνε το πρüβλημα üτι η θετÞ μητÝρα της κοπÝλας ΠουλισÝνα, μια χÞρα ελαφρþν ηθþν, θÝλει να την εκδþσει στον πλοýσιο και παντρεμÝνο, γÝρο γεßτονÜ τους ΑρμÝνη, ο οποßος δεν εßναι ντüπιος. ΕπειδÞ, üμως κι ο νεαρüς εξασφαλßζει Ýνα χρηματικü ποσü για να διεκδικÞσει την αγαπημÝνη του, η ΠουλισÝνα, με τη βοÞθεια της ρουφιÜνας ΑρκολιÜς, καταστρþνει Ýνα σχÝδιο που θα ικανοποιÞσει και τους δýο Üντρες. Οι περιπλοκÝς και τα αδιÝξοδα που θα δημιουργηθοýν, ειδικÜ αφüτου πληροφορηθοýνε το σχÝδιο ο πατÝρας του Νικολοý κι η γυναßκα τοý ΑρμÝνη, θα λυθοýν, üταν αποκαλυφθεß üτι η ΚασσÜντρα εßναι η χαμÝνη κüρη του ηλικιωμÝνου ζευγαριοý και το Ýργο θα τελειþσει μες στην ευφρüσυνη ατμüσφαιρα του γÜμου των δýο παιδιþν.
     Η κωμωδßα διαθÝτει üλους τους στερεüτυπους χαρακτÞρες των κωμωδιþν της ιταλικÞς ΑναγÝννησης (ξεμωραμÝνος γÝρος, σχολαστικüς δÜσκαλος, κοιλιüδουλοι υπηρÝτες, ζωηρÝς υπηρÝτριες, προξενÞτρες και ρουφιÜνες, και το απαραßτητο ερωτευμÝνο ζευγÜρι), μεγÜλη ποικιλßα απü τρüπους πρüκλησης του γÝλιου κι Ýντονη δρÜση. Φαßνεται üτι λειτοýργησε ως πρüτυπο για τις επüμενες κρητικÝς κωμωδßες, ενþ κωμικÝς σκηνÝς χρησιμοποιÞθηκαν ως ιντερμÝδια στο ποιμενικü δρÜμα Πανþρια και στην αιγαιοπελαγßτικη ΤραγÝδια (τραγωδßα) του Αγßου Δημητρßου, του 1723. ΠαρÜ την ευρεßα, üπως φαßνεται κι απü τις απηχÞσεις αυτÝς, διÜδοσÞ του, ο Κατζοýρμπος σþζεται σε Ýνα μüνο, μεταγενÝστερο χειρüγραφο, γραμμÝνο στα ΕπτÜνησα.
     Ο κωμικüς οßστρος του Ýργου (εκφρασμÝνος με ποικßλους τρüπους οπτικοý και λεκτικοý χιοýμορ μÝσα στους 2.300 στßχους του) κι η ταχýτητα στη προþθηση της πλοκÞς «αποκαλýπτουν τον ποιητÞ σε πλÞρη ακμÞ κι ωριμüτητα» (ΧατζηπανταζÞς 2014, 58). ΘÝμα και αυτοý του Ýργου του εßναι ο Ýρωτας, που τþρα, ωστüσο, δεν τοποθετεßται στη βουκολικÞ ýπαιθρο οýτε σε βασιλικÜ παλÜτια της αρχαιüτητας, παρÜ μÝσα σε Ýνα πολýβουο λιμÜνι της ΓαληνοτÜτης Δημοκρατßας της Βενετßας, κατοικημÝνο απü εμπüρους, δασκÜλους, στρατιωτικοýς και «εýθυμες κυρÜδες» με τους υπηρÝτες και τις φαμÝγιες (οικογÝνειες) τους. Απüλυτα ευθυγραμμισμÝνος με τη θεωρßα της ιταλικÞς ΑναγÝννησης για την κωμωδßα, üπως προÝκυψε απü τη μελÝτη και την προσαρμογÞ της ΠοιητικÞς του ΑριστοτÝλη και της κωμικÞς παραγωγÞς των λατßνων κωμωδιογρÜφων Πλαýτου και ΤερÝντιου, ο Κατζοýρμπος δεν εμφανßζεται να Ýχει Ýνα συγκεκριμÝνο Ýργο ως πρüτυπο, παρÜ αντλεß μοτßβα απü πληθþρα Ýργων των ιταλþν ομοτÝχνων του της λüγιας κωμωδßας, δηλαδÞ της commedia erudita του 16ου αι. (Cinquecento), που εßχανε πλοκÞ ßντριγκας που πολλÝς φορÝς Þταν εξεζητημÝνα περßπλοκη· αντßθετα απ’ αυτÜ τα Ýργα üμως, στην κωμωδßα του ΧορτÜτση το βÜρος πÝφτει στους χαρακτÞρες και τις κωμικÝς καταστÜσεις που αυτοß δημιουργοýν με Ýργα και λüγια κι üχι στις περιπλοκÝς της υπüθεσης.
     ¸να απü τα ζητÞματα στα οποßα το Ýργο ακολουθεß την αναγεννησιακÞ θεωρßα του θεÜτρου εßναι κι η διαμüρφωση της γλþσσας του, που Ýπρεπε να αντλεß στοιχεßα απü το καθημερινü λεξιλüγιο της εποχÞς. ΠραγματικÜ, η κωμωδßα περιλαμβÜνει πολý περισσüτερες απü τα Üλλα 2 Ýργα του λÝξεις ιταλικÞς προÝλευσης, που εßχαν ενσωματωθεß στο τοπικü ιδßωμα για να δηλþσουνε καθημερινÝς δραστηριüτητες üπως: νομßσματα, ρουχισμü, φαγητÜ, üπλα, μÝρη του σπιτιοý, ακüμη κι υβριστικοýς χαρακτηρισμοýς. Απü την Üλλη, η στιχουργßα του, που ακολουθεß τον ομοιοκατÜληκτο ιαμβικü 15σýλλαβο της ελληνικÞς ανþνυμης δημοτικÞς παρÜδοσης αλλÜ και των επþνυμων δημιουργιþν στους πρþτους αιþνες της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας, Ýχει τα περßτεχνα χαρακτηριστικÜ του χορτÜτσειου ýφους, με τους πολλοýς διασκελισμοýς κι επιπλÝον εδþ με τις συχνÝς αντιλαβÝς (αλλαγÞ ομιλοýντος προσþπου στον ßδιο στßχο), που δßνουν στον κωμικü λüγο την απαιτοýμενη ταχýτητα, απομακρýνοντÜς τον απü τα δεσμευτικÜ καλοýπια των μετρικþν κανüνων.
     ¸χει μελετηθεß πολý η αληθοφÜνεια των πραγματολογικþν πληροφοριþν που δßνει το Ýργο για τις συνθÞκες ζωÞς σε μια κρητικÞ πüλη της ýστερης Βενετοκρατßας, μÝσα απü διασταυρþσεις με πληροφορßες αντλημÝνες απü τα συμβολαιογραφικÜ και Üλλα Ýγγραφα που σþζονται στα αρχεßα της Βενετßας (κυρßως Βαρζελιþτη 2011) κι Ýχουν αναδειχθεß οι αντιστοιχßες τους. Και μπορεß να μην Ýχουμε να κÜνουμε εδþ με «φωτογραφßα της βενετοκρατοýμενης ΚρÞτης», αλλÜ, απü την Üλλη μεριÜ, «εßναι εξßσου παραπλανητικü να θεωρÞσουμε üτι η εικüνα που δßδεται εßναι απλþς συμβατικÞ» (Vincent 1997, 143-144).
     Ο Κατζοýρμπος δε γνþρισε Ýντυπη Ýκδοση και σþζεται σε 1 μüνο χειρüγραφο, μεταγενÝστερο, που προÝρχεται απü τα ΕπτÜνησα και, σýμφωνα με ενδεßξεις, παραδßδει Ýνα κεßμενο κÜπως αλλοιωμÝνο· εξÜλλου, σε αυτü δεν σημειþνεται οýτε το üνομα του συγγραφÝα, που το συνÜγουμε απü Ýναν στßχο του Μαρßνου ΤζÜνε ΜπουνιαλÞ üτι ο ΧορτÜτσης εßχε γρÜψει, εκτüς απü την Ερωφßλη και την Πανþρια, και Ýναν «ΚατζÜροπον». Στο ßδιο χειρüγραφο περιÝχεται κι Ýνα απü τα 3 σωζüμενα κεßμενα της Πανþριας, καθþς κι ιντερμÝδια, δηλαδÞ σýντομα σκετσÜκια με τελεßως διαφορετικÞ υπüθεση απ’ αυτÞν του κυρßως Ýργου, προορισμÝνα να παßζονται στα διαλεßμματα μεταξý των 5 πρÜξεων, σημÜδι üτι και τα 2 αυτÜ Ýργα του ΧορτÜτση που δεν πÞγανε στο τυπογραφεßο εßχανε σκηνικÞ σταδιοδρομßα. Το συμπÝρασμα αυτü ενισχýεται κι απü το üτι ανιχνεýονται απηχÞσεις του Κατζοýρμπου στην επτανησιακÞ κωμωδßα ΧÜσης του ΔημÞτριου ΓουζÝλη (τÝλη του 18ου αι.), ενþ στον χþρο του Αιγαßου Üφησε το στßγμα του σ’ 1 θεατρικü κεßμενο του τÝλους του 17ου αιþνα απü τη ΠÜρο, που σþζεται μüνον ο πρüλογος κι αποσπÜσματÜ του διασκευÜστηκαν Þ χρησιμοποιÞθηκαν κατÜ λÝξη ως «Διλοýδια», δηλαδÞ ιντερμÝδια, σε παρÜσταση του ιησουιτικοý δρÜματος ΤραγÝδια του Αγßου Δημητρßου (1723), στη ΝÜξο.
     Στα σýγχρονα χρüνια ο Κατζοýρμπος Ýχει μια αξιüλογη σκηνικÞ παρουσßα μετÜ το 1964, που Ýγινε η 1η -και μüνη κριτικÞ μÝχρι σÞμερα- ÝκδοσÞ του απü τον καθηγητÞ Λßνο Πολßτη. Την ßδια χρονιÜ, παρουσιÜστηκε σε ραδιοφωνικÞ παρÜσταση, με σκηνοθεσßα του Σπýρου ΕυαγγελÜτου και μÝχρι σÞμερα Ýχουνε γßνει περßπου 10 σκηνικÝς παραστÜσεις του απü επαγγελματικοýς θιÜσους, απü τις οποßες θα ξεχωρßζαμε τις εξÞς: Το 1980 η Εταιρεßα ΘεÜτρου ΚρÞτης (ΕΘΕΚ), Ýνας φορÝας που εßχε ως στüχο στα πρþτα της χρüνια να ανεβÜσει üλα τα Ýργα του κρητικοý θεÜτρου, Ýδωσε τον Κατζοýρμπο που, üπως Ýκανε νωρßτερα με την Πανþρια (1976) και την Ερωφßλη (1978), τον περιüδευσε στη κρητικÞ ýπαιθρο, φÝρνοντας τους κατοßκους του νησιοý σε Üμεση επαφÞ μ’ Ýνα τüσο σημαντικü κεφÜλαιο της πολιτιστικÞς τους ιστορßας. Το 1993 ανÝβασε το Ýργο ο ΛευτÝρης ΒογιατζÞς με τη «ΝÝα ΣκηνÞ» και στο πρüγραμμα εκεßνης της παρÜστασης ο ΣτÝφανος ΚακλαμÜνης Ýδωσε νÝο κεßμενο του Ýργου σε δικÞ του φιλολογικÞ επιμÝλεια και γλωσσÜριο, ενσωματþνοντας «πολλÝς απü τις διορθþσεις και κριτικÝς παρατηρÞσεις Üλλων μελετητþν» και με «προσπÜθεια να αποκατασταθεß ο κρητικüς γλωσσικüς χαρακτÞρας του Ýργου». Ωστüσο, η 1η απü σκηνÞς παρÜσταση της κωμωδßας, üσο κι αν ακοýγεται παρÜξενο, εßχε γßνει το 1968 σε αγγλικÞ μετÜφραση, την οποßα υπÝγραφε ο υποψÞφιος τüτε διδÜκτωρ Alfred Vincent, εκδüτης κατüπιν της κωμωδßας ΦορτουνÜτος κι αργüτερα καθηγητÞς στο ΠανεπιστÞμιο του Σßδνεú. Ο Vincent εßχε και την üλη φροντßδα της παρÜστασης αυτÞς, στην üποια Ýπαιζαν Üγγλοι φοιτητÝς του Πανεπιστημßου του Cambridge.
     Στην ßδια περßοδο, η ποιμενικÞ ποßηση αντιπροσωπεýεται απü το ανþνυμο ποιητικü ειδýλλιο (Η) Βοσκοποýλα, το εγκιβωτισμÝνο επεισüδιο του Χαρßδημου στο δεýτερο μÝρος του Ερωτüκριτου και, κυρßως, απü 3 θεατρικÜ Ýργα: τον Πιστικü Βοσκü Üγνωστου ποιητÞ, το δρÜμα L’ Amorosa Fede, γραμμÝνο στα ιταλικÜ απü τον κρητικü ποιητÞ Αντþνιο ΠÜντιμο, και τη Πανþρια του Γεþργιου ΧορτÜτση, το μüνο απü τα τρßα που Ýχει γραφτεß στην κρητικÞ διÜλεκτο και εßναι πρωτüτυπο (üχι μετÜφραση). Και τα τρßα Ýργα ανÞκουν στην κατηγορßα του ποιμενικοý δρÜματος, το οποßο αποτελεß παρακλÜδι του καινοφανοýς, μεικτοý εßδους της τραγικωμωδßας που εισηγÞθηκε ο Ιταλüς Giambattista Guarini με το περßφημο Ýργο του Il Pastor Fido (1589/90), το οποßο Ýγινε ιδιαßτερα δημοφιλÝς στη χþρα του και ευρýτερα στην Ευρþπη, αν και προκÜλεσε θýελλα αντιδρÜσεων απü θεωρητικοýς της λογοτεχνßας. Του Ýργου αυτοý ο Πιστικüς Βοσκüς αποτελεß μετÜφραση στην κρητικÞ διÜλεκτο απü Üγνωστο ποιητÞ, πιθανüν απü τον ßδιο τον ΧορτÜτση, αν κρßνουμε απü τις γλωσσικÝς ομοιüτητες με τα Ýργα του και απü την «ανþτερη αισθητικÞ αντßληψη» που φαßνεται να Ýχει ο ποιητÞς της κρητικÞς απüδοσης, η οποßα «ξεπερνÜ το ιταλικü πρüτυπο σε λυρισμü και θεατρικÞ τÝχνη» (Bancroft-Marcus 1997, 112 και 111).
     Η υπüθεση της Πανþριας στρÝφεται γýρω απü τον Ýρωτα δýο νÝων βοσκþν, του Γýπαρη και του ΑλÝξη, για τις βοσκοποýλες Πανþρια και Αθοýσα αντßστοιχα, οι οποßες üμως δηλþνουν επßμονα κατÜ του γÜμου, προσηλωμÝνες στην ελεýθερη ζωÞ του κυνηγιοý στο βουνü. ΜÜταια προσπαθοýν να τις μεταπεßσουν ο πατÝρας της πρþτης και η ηλικιωμÝνη Φροσýνη· η Πανþρια δεν συγκινεßται οýτε απü την απüπειρα αυτοκτονßας του Γýπαρη. Μüνο η παρÝμβαση της θεÜς Αφροδßτης, στην οποßα θυσιÜζουν οι δýο νÝοι, και του γιου της ¸ρωτα, που τοξεýει τις κοπÝλες, θα αλλÜξει τα πρÜγματα με θαυματουργικü τρüπο και η Πανþρια με την Αθοýσα θα μεταστρÝψουν τα αισθÞματÜ τους, þστε το Ýργο να τελειþσει με τη χαρÜ των επικεßμενων διπλþν γÜμων.
     Η πλοκÞ τοποθετεßται στις πλαγιÝς και τα βοσκοτüπια του εξιδανικευμÝνου στην κρητικÞ γραμματεßα üρους ºδη, του Ψηλορεßτη δηλαδÞ, ωστüσο, üπως Ýχει επισημÜνει η Ýρευνα, η ζωÞ στο βουνü δεν απεικονßζεται απολýτως με τις αποχρþσεις ενüς ουτοπικοý περιβÜλλοντος. Αντßθετα, περιÝχει πολλÜ «ρεαλιστικÜ» στοιχεßα ως προς την καθημερινÞ ζωÞ των κατοßκων, με αποτÝλεσμα το Ýργο να «επικοινωνεß και με τον πραγματικü κüσμο της βενετοκρατοýμενης ΚρÞτης και με τον συμβατικü κüσμο της ποιμενικÞς ποßησης της üψιμης ΑναγÝννησης», επιτρÝποντÜς μας «να κÜνουμε λüγο για μια εξαιρετικÜ πρþιμη και υποτυπþδη αφýπνιση κÜποιων ηθογραφικþν ενδιαφερüντων» (ΧατζηπανταζÞς 2014, 56). Στο πλαßσιο αυτü, Ýχει επισημανθεß και η λεπτÞ ειρωνεßα που χαρακτηρßζει την Πανþρια, μια «καλοσυνÜτη ειρωνεßα διÜχυτη σε üλο το Ýργο» (Vincent 2000, 17), η οποßα Ýχει στüχο τις συμβÜσεις του ιταλικοý ποιμενικοý δρÜματος, που εßχε Þδη γßνει της μüδας στην Ευρþπη (Ποýχνερ 1991), υπογραμμßζοντας τα στοιχεßα που διαχωρßζουν τις συμβÜσεις αυτÝς απü την οικεßα στους θεατÝς πραγματικüτητα της κρητικÞς υπαßθρου.
     Το Ýργο Ýχει χαρακτηριστεß ως το «πιο χαροýμενο, το πιο πρωτüτυπο και το πιο χαρακτηριστικÜ κρητικü προúüν της ΚρητικÞς ΑναγÝννησης» απü την αγγλßδα νεοελληνßστρια και εκδüτρια των Ýργων του ΧορτÜτση Rosemary Bancroft-Marcus (1997, 105). Ακολουθεß και αυτü, üπως üλη η παραγωγÞ του ποιητÞ, τους κανüνες της νεοκλασικÞς δραματουργßας του ιταλικοý Cinquecento, δηλαδÞ του 16ου αιþνα. ¸τσι, αποτελεßται απü πÝντε πρÜξεις που διακρßνονται σε επιμÝρους σκηνÝς, ενþ στα τρßα χειρüγραφα που παραδßδουν το Ýργο σþζονται δýο διαφορετικοß πρüλογοι  –προφανþς προοριζüμενοι για διαφορετικÝς παραστÜσεις, αν κρßνουμε απü τις προσφωνÞσεις στο κοινü– καθþς και ιντερμÝδια που θα παßζονταν ανÜμεσα στις πρÜξεις του κυρßως Ýργου· επßσης, τηροýνται οι τρεις ψευδο-αριστοτελικÝς ενüτητες: του τüπου, του χρüνου και της δρÜσης. ΕξÜλλου, οι χαρακτÞρες Ýχουν συνÝπεια και αληθοφÜνεια, ενþ ο χειρισμüς της γλþσσας ακολουθεß τους κανüνες του «πρÝποντος» για το συγκεκριμÝνο θεατρικü εßδος, καθιστþντας το Ýργο Ýνα τυπικü και συνεπÝς δεßγμα του ποιμενικοý δρÜματος (ΜαρκομιχελÜκη 1996).
     Η τραγικωμωδßα, το ευρýτερο εßδος στο οποßο ανÞκουν τα ποιμενικÜ δρÜματα, εßχε υβριδικü χαρακτÞρα, καθþς συνδýαζε τη σοβαρüτητα της τραγωδßας με το αßσιο τÝλος και κÜποιες χιουμοριστικÝς πινελιÝς της κωμωδßας, χωρßς üμως τις υπερβολÝς της τελευταßας. Στην Πανþρια το χιουμοριστικü στοιχεßο εκπροσωποýν ο εýπορος βοσκüς Γιαννοýλης, πατÝρας της Πανþριας, και η Üσχημη ηλικιωμÝνη Φροσýνη, που δρα ως μεσÜζουσα για να πεßσει τις κοπÝλες να αποδεχτοýν τον Ýρωτα των δýο βοσκþν. Το φλερτ των δýο ηλικιωμÝνων και τα σεξουαλικÜ υπονοοýμενα που χρησιμοποιοýνται στον διÜλογü τους, καλυμμÝνα πßσω απü αναφορÝς στη χλωρßδα του τüπου, δßνουν μια ρεαλιστικÞ αντßληψη για τον Ýρωτα και αποτελοýν Ýνα ευχÜριστο διÜλειμμα στους σχοινοτενεßς λυρικοýς μονολüγους των ερωτευμÝνων και στην υπερβολικÞ προσκüλληση των κοριτσιþν στα ιδανικÜ της γυναικεßας ανεξαρτησßας και χειραφÝτησης.
     Για την Πανþρια δεν Ýχει εντοπιστεß Ýνα συγκεκριμÝνο πρüτυπο ανÜμεσα στα ποιμενικÜ δρÜματα του ιταλικοý 16ου αιþνα, αλλÜ φαßνεται üτι ο ΧορτÜτσης αντλεß μοτßβα απü περισσüτερα Ýργα, υφαßνοντας την πλοκÞ του πÜνω στον καμβÜ της ιταλικÞς ποιμενικÞς δραματουργßας ευρýτερα. Οι αναλογßες με σημαντικÜ ομοειδÞ κεßμενα της ιταλικÞς ποßησης δεν λεßπουν και ανιχνεýονται σε επιμÝρους σκηνÝς του δρÜματος (βλ. Bancroft-Marcus 1997, 105-106), φανερþνοντας τον δημιουργικü και εκλεκτικü τρüπο εργασßας του ποιητÞ.
     Απü πολλοýς μελετητÝς το Ýργο χρονολογεßται στην τελευταßα δεκαετßα του 16ου αιþνα και γενικÜ θεωρεßται παλιüτερο απü την τραγωδßα Ερωφßλη – υπüθεση που εν πολλοßς βασßζεται σε στοιχεßα της αφιÝρωσης στο χειρüγραφο ΔαπÝργολα,  δηλαδÞ τον πιο αξιüπιστο μÜρτυρα του κειμÝνου. Εντοýτοις, τελευταßα πληθαßνουν οι φωνÝς που αμφισβητοýν την προτεραιüτητα αυτÞ, πριμοδοτþντας μια παρÜλληλη συγγραφÞ/επεξεργασßα των δýο κειμÝνων ανÜμεσα στα 1595-1604.
     Η Πανþρια δεν Ýφτασε ποτÝ στα τυπογραφεßα της εποχÞς της στη Βενετßα. Φαßνεται, üμως, üτι εßχε κÜποια καριÝρα στο θÝατρο, αν κρßνουμε απü το üτι μας σþζονται τρßα χειρüγραφÜ της –ο αθηναúκüς (Α), ο Νανιανüς (Ν) και ο κþδικας ΔαπÝργολα (D)–, ικανüς αριθμüς για Ýργο της κρητικÞς λογοτεχνßας, τα οποßα περιÝχουν δýο διαφορετικοýς προλüγους, απευθυνüμενους σε διαφορετικü κοινü: τη μßα φορÜ γυναικεßο και την Üλλη ανδρικü Þ μεικτü. ¢ρα Þταν Ýργο που παραστÜθηκε στα χρüνια του και αγαπÞθηκε αρκετÜ. Στο γεγονüς üτι δεν τυπþθηκε και δεν κυκλοφüρησε ευρýτερα, πÝρα απü το θεατρικü σανßδι δηλαδÞ, ßσως οφεßλεται και η μικρÞ απÞχησÞ της σε μεταγενÝστερους συγγραφεßς αλλÜ και στη δημοτικÞ παρÜδοση, σε αντßθεση, π.χ., με την Ερωφßλη του ßδιου ποιητÞ.
     Στις μÝρες μας, ωστüσο, το ποιμενικü Ýργο του ΧορτÜτση Ýχει γνωρßσει μια αξιüλογη σκηνικÞ παρουσßα, δεδομÝνης της δυσκολßας που προκαλεß η ιδιωματικÞ του γλþσσα και η μεγÜλη του απüσταση απü τις εμπειρßες και τα προβλÞματα του σýγχρονου θεατÞ. Απü το 1957, που παραστÜθηκε απü το «ΝÝο ΘÝατρο Βορεßου ΕλλÜδος» με τον τßτλο
Γýπαρις, üπως Þταν τüτε γνωστü το Ýργο, μÝχρι το φθινüπωρο του 2015, που παßχτηκε στο Αναγεννησιακü ΦεστιβÜλ Ρεθýμνου απü το θÝατρο Αντßβαρο, σε σκηνοθεσßα του Μανüλη ΣειραγÜκη, η Πανþρια ανÝβηκε ακüμη απü την Εταιρεßα ΘεÜτρου ΚρÞτης το 1976, απü το Απλü ΘÝατρο το 1978, απü το Κρατικü ΘÝατρο Βορεßου ΕλλÜδος το 1982, και απü το Δημοτικü Περιφερειακü ΘÝατρο ΚρÞτης το 1994, ενþ παρουσιÜστηκε κι ως παρÜσταση μπαλÝτου απü την ΕθνικÞ ΛυρικÞ ΣκηνÞ το 2004.


=======================


   ΕπειδÞ δεν Ýχω -ακüμα τουλÜχιστον- üλο το Ýργο, θα κÜνω μιαν üσο πιο καλÞ παρουσßασÞ του και με λßγα αποσπÜσματα, κι υπüσχομαι πως κÜποια στιγμÞ θα μπει ολÜκερο. Ξεκινþ λοιπüν με τηνΕρωφßλη.

                                         Ερωφßλη



     ΠρÝπει να γρÜφτηκε περßπου το 1595 (αφοý αναφÝρεται στην επιδημßα πανοýκλας που Ýπληξε τη ΚρÞτη ανÜμεσα στα 1592-5) κι εκδüθηκε πρþτη φορÜ το 1637 στη Βενετßα. Το Ýργο αφιερþνεται στο δικηγüρο ΙωÜννη Μοýρμουρη, δικηγüρο απü τα ΧανιÜ. Εßναι γραμμÝνη σε 15σýλλαβο ομοιοκατÜληκτο στßχο, με εξαßρεση τα χορικÜ, που εßναι γραμμÝνα σ' 11σýλλαβους σε τερτσßνες (τρßστιχες στροφÝς).
     Το θÝμα που δεσπüζει στο Ýργο, üπως φαßνεται Þδη απü τον πρüλογο αλλÜ κι απü τα χορικÜ, εßναι η υπερηφÜνεια και η απληστßα, που εßναι ο πρüξενος των περισσοτÝρων κακþν, αλλÜ τελικÜ αποδεικνýονται μÜταια, αφοý οι μεταστροφÝς της τýχης εßναι απροσδüκητες και κοινü τÝλος üλων των ανθρþπων εßναι ο θÜνατος, μπροστÜ στον οποßο δεν μπορεß να αντισταθεß οýτε η δýναμη, οýτε τα πλοýτη, οýτε Üλλες αρετÝς. Μüνο ο ¸ρωτας φαßνεται να Ýχει την απüλυτη δýναμη να υπερβεß τη δýναμη του θανÜτου, γι' αυτü και ο βασιλιÜς που επιχεßρησε να αγνοÞσει τη δýναμη του ¸ρωτα τιμωρÞθηκε.
     Ως προς την δραματουργικÞ τεχνικÞ οι διÜφορες επιλογÝς του ΧορτÜτση θεωροýνται επιτυχημÝνες: προετοιμÜζει τις δραματικÝς κορυφþσεις και εντεßνει την αγωνßα του θεατÞ, εßτε με τραγικÝς προοικονομßες (ο πρüλογος του ΧÜρου, η εμφÜνιση του φαντÜσματος του νεκροý βασιλιÜ που ζητÜει εκδßκηση), εßτε με τραγικÞ ειρωνεßα και ανατροπÝς (η υπüσχεση του Καρπüφορου να βοηθÞσει, η προσποιητÞ χαρÜ του βασιλιÜ). ΕνδιαφÝρον στοιχεßο της διασκευÞς του προτýπου εßναι και η εισαγωγÞ του στοιχεßου της εξÝγερσης των γυναικþν, που δεν υπÜρχει στο ιταλικü πρüτυπο, και απηχεß το ενδιαφÝρον του ΧορτÜτση για την αναβÜθμιση του ρüλου του γυναικεßου φýλου. ¸να Üλλο στοιχεßο που επισημαßνεται εßναι ο λυρισμüς που επικρατεß ιδßως στα χορικÜ.
     Η γλþσσα της Ερωφßλης βασßζεται στη κρητικÞ διÜλεκτο χωρßς τα μεσαιωνικÜ λεκτικÜ στοιχεßα των προγενÝστερων κρητικþν λογοτεχνικþν κειμÝνων. ¼πως üμως ισχýει για üλα τα Ýργα της κρητικÞς λογοτεχνßας της ακμÞς, η γλþσσα δεν εßναι η λαúκÞ ομιλουμÝνη, αλλÜ Ýνα επεξεργασμÝνο λογοτεχνικü γλωσσικü üργανο με προσωπικü ýφος. Ιδιαßτερο χαρακτηριστικü του ýφους του ΧορτÜτση εßναι η περßτεχνη επεξεργασßα, οι μεγÜλες προτÜσεις, η συχνÞ χρÞση δευτερευουσþν, η διατÜραξη της συντακτικÞς σειρÜς των λÝξεων, η χρÞση λüγιων στοιχεßων, που üμως εßναι αφομοιωμÝνα στη γλþσσα του κειμÝνου, καθþς και Üλλα εκφραστικÜ μÝσα üπως επαναλÞψεις, λογοπαßγνια και παρηχÞσεις. Εßναι λοιπüν η δημοτικÞ με χρÞση της κρητικÞς διαλÝκτου και χαρακτηριστικü δεßγμα της τις καταλÞξεις του γ´ πληθυντικοý προσþπου π.χ σβÞνουσι, μποροýσι κ.α. ΠροσοχÞ στον 15σýλλαβο στßχο με τη ζευγαρωτÞ ομοιοκαταληξßα.
     Το ýφος εßναι κυρßως δραματικü, üπως εßναι φυσικü λüγω του περιεχüμενου του δρÜματος. ΠαρÜλληλα εßναι και θεατρικü κÜτι που υποδηλþνουν οι διÜλογοι, ο üρκος της Ερωφßλης αλλÜ κι οι επικλÞσεις της προς τη φýση . ΤÝλος, στα σημεßα που εκφρÜζονται τα συναισθÞματα των δýο νÝων εßναι μεικτü,  δηλαδÞ λυρικü (συναισθÞματα) και δραματικü (αγωνßα για τη τýχη του ÝρωτÜ τους).
     Το ßδιο φροντισμÝνη εßναι και η στιχουργικÞ. Παρüλο που βασßζεται στο παραδοσιακü δεκαπεντασýλλαβο του δημοτικοý τραγουδιοý, εßναι αποτÝλεσμα Ýντεχνης επεξεργασßας: παρουσιÜζεται μεγÜλη ποικιλßα στις θÝσεις των τüνων, η χασμωδßα αποφεýγεται και παρατηροýνται πολý υψηλÜ ποσοστÜ διασκελισμþν του νοÞματος απü στßχο σε στßχο.
     Η αρχαιομÜθεια του ΧορτÜτση διαπιστþνεται απü την επιλογÞ των ονομÜτων των ηρþων (Φιλüγονος, ΠανÜρετος, Καρπüφορος, Θρασýμαχος, Αρμüδης), τα οποßα εßτε ανταποκρßνονται στον χαρακτÞρα των προσþπων (ΠανÜρετος, Ερωφßλη, Θρασýμαχος), εßτε λειτουργοýν ειρωνικÜ και εντεßνουν την τραγικüτητα: ο Φιλüγονος, "αυτüς που αγαπÜει τα παιδιÜ του", τελικÜ οδηγεß την κüρη του στην αυτοκτονßα· ο Καρπüφορος, αν και υπüσχεται να βοηθÞσει το ζευγÜρι, τελικÜ μÝνει "Üκαρπος".



Α' ΠρÜξη:
Εμφανßζεται αρχικÜ ο ΠανÜρετος που αποκαλýπτει στον Καρπüφορο το μυστικü του κρυφοý γÜμου (ενþ μÝσα απü τη συζÞτηση οι θεατÝς πληροφοροýνται για τη βασιλικÞ καταγωγÞ του) και σε επüμενη σκηνÞ ο ΒασιλιÜς αποκαλýπτει στον Σýμβουλο το σχÝδιο να παντρÝψει την Ερωφßλη και τα προξενιÜ που του Ýχουν προτεßνει. Στο πρþτο χορικü υμνεßται η παντοδυναμßα του ¸ρωτα.


Β' ΠρÜξη:
ΜετÜ απü Ýνα μονüλογο του ΒασιλιÜ στον οποßο εκφρÜζει την αγÜπη για την κüρη του, εμφανßζεται στη σκηνÞ η Ερωφßλη που αφηγεßται Ýνα εφιαλτικü üνειρο και συζητÜ με την παραμÜνα της για τη δυσκολßα της κατÜστασης στην οποßα Ýχει περιÝλθει. Στο τÝλος της σκηνÞς ο ΒασιλιÜς στÝλνει τον ΠανÜρετο να πεßσει την Ερωφßλη να αποδεχτεß Ýνα απü τα δýο προξενιÜ. Στο χορικü καταδικÜζεται η ηθικÞ κατÜπτωση και η υπερηφÜνεια του ανθρþπου.

Γ' ΠρÜξη:
Δεσπüζει αρχικÜ ο διÜλογος μεταξý της Ερωφßλης και του ΠανÜρετου, που ανταλλÜζουν üρκους αιþνιας πßστης, και στη συνÝχεια η εμφÜνιση της σκιÜς του δολοφονημÝνου βασιλιÜ που ορκßζεται να εκδικηθεß τον Φιλüγονο. Η πρÜξη κλεßνει με Ýναν αλαζονικü μονüλογο του Φιλüγονου που μακαρßζει τον εαυτü του για την τýχη και τη δýναμÞ του και ανακοινþνει την επιθυμßα του να συναντÞσει την Ερωφßλη για να συζητÞσουν για τα προξενιÜ. Στο χορικü οι γυναßκες καταδικÜζουν την επιθυμßα για πλοýτο και δüξα.

Δ' ΠρÜξη:
Αποκαλýπτεται πως ο βασιλιÜς ανακÜλυψε την κρυφÞ σχÝση της Ερωφßλης και του ΠανÜρετου. Ο σýμβουλος προσπαθεß να τον ηρεμÞσει και η Ερωφßλη αντιστÝκεται απÝναντß του προσπαθþντας να τον στρÝψει με το μÝρος της. ΠαρÜ τις παροτρýνσεις του χοροý και του συμβοýλου ο βασιλιÜς ανακοινþνει την απüφασÞ του να θανατþσει τον ΠανÜρετο, τον οποßο συναντÜ στην τελευταßα σκηνÞ της πρÜξης. Ο ΠανÜρετος επιχειρεß να κερδßσει την εýνοια του βασιλιÜ και επιμÝνει για τη βασιλικÞ καταγωγÞ του χωρßς να γßνεται πιστευτüς. Στο χορικü οι γυναßκες παρακαλοýν τον ¹λιο να βοηθÞσει το ζευγÜρι.

Ε' ΠρÜξη:
Αακοινþνεται απü τον μαντατοφüρο στον Χορü η σκληρÞ τιμωρßα του ΠανÜρετου: ο βασιλιÜς τον σκüτωσε, του Ýκοψε το κεφÜλι, τη γλþσσα και τα χÝρια και του ξερßζωσε την καρδιÜ, με σκοπü να τα προσφÝρει ως δÞθεν γαμÞλιο δþρο στην Ερωφßλη. Η συνÜντηση πατÝρα και κüρης γßνεται στην επüμενη σκηνÞ και ο βασιλιÜς προσποιεßται πως αποδÝχεται το γÜμο και προσφÝρει μßα λεκÜνη με τα κομμÝνα μÝλη του ΠανÜρετου στην Ερωφßλη. Εκεßνη αυτοκτονεß και στο τÝλος του Ýργου ο χορüς σκοτþνει το ΒασιλιÜ.

     Το Ýργο ξεκινÜ με την αφιÝρωση του ποιητÞ στο δικηγüρο ΙωÜννη Μοýρμουρη Þ Μüρμορη. Ο ποιητÞς αρχßζει την αφιÝρωση του Ýργου, εξηγþντας üτι πρüκειται για πüνημα που προÝκυψε απü πüνους και βÜσανα, γι’ αυτü και δεν επιθυμεß να το δþσει στο κοινü χωρßς να Ýχει τη προστασßα κÜποιου σπουδαßου ανθρþπου, üπως κÜνουν üλοι οι συγγραφεßς. Η φÞμη του ανθρþπου αυτοý, που λÝγεται Μοýρμουρης κι εßναι Ýνας ενÜρετος νομικüς ευγενικÞς καταγωγÞς, θα προστατÝψει τον ποιητÞ απü τη κακüβουλη κριτικÞ και θ' αποτελÝσει Ýνα εßδος διαφÞμισης για το ßδιο το Ýργο:

Προς τον εκλαμπρüτατον

και υψηλüτατον κýριον
IωÜννη το Mοýρμουρη
ρÞτορα αξιüτατο

Kαθþς στολßζου μ' üμορφο και λαμπυρü χρουσÜφι,
      σαν αποξετελειþσουσι τσ' εικüνες οι ζωγρÜφοι,
και τüτε σ' τüπο φανερü τσι πÜσι και κρεμοýσι,
      κι üλοι που τσι θωροýσινε θαμÜζου και παινοýσι,
τÝτοιας λογÞς πÜσα καιρü κι εκεßνοι οποý τελειþσου
      του νου τως κüπο τßβοτας, πριν üξω τονÝ δþσου,
μεγÜλου αθρþπου κιανενüς κι Üξου τονÝ χαρßζου,
      και τüσα με τη χÜρη του πλÞσα τονÝ στολßζου,
π' üλοι αποý το γροικÞσουσι, ποθοý να τον ανοßξου,
      τσι στßχους του να δοýσινε, τα λÝσι να γροικÞξου.

Για τοýτο, απεßς τα πÜθη μου κι οι πüνοι μου οι περßσσοι
      τοýτη κι εμÝνα εκÜμασι το νου μου να γεννÞσει
την τραγωδιÜ, το ποßημα τση τýχης μου, ν' αφÞσω
      να 'βγει üξω δεν ηθÝλησα, πρßχου να τη στολßσω
μ' üνομα ευγενικüτατο κι Üξο, καθþς τυχαßνει,
      πÜσα καιρü απü λüγου του να στÝκει βλεπημÝνη,
κι η ευγενειÜ κι η χÜρη του να προσκαλοý πÜσ' Ýνα
      να τη θωρεß μετÜ χαρÜς και να κρατεß δεμÝνα
τα χεßλη των κακüγλωσσω, τÜ σφÜνω να σωποýσι,
      κι ουδÝναν εισÝ ψÝγωση λüγο ποτÝ να ποýσι.

K' Ýτσι απü χßλια ξακουστÜ κορμιÜ χαριτωμÝνα
      με γρÜμματα και μ' αρετÝς και πλοýτη στολισμÝνα,
που λÜμπου ως τ' Üστρα τ' ουρανοý σε μια μερÜ κι εις Üλλη
      τση KρÞτης, και τσι δüξες τση τσι πρωτινÝς τση πÜλι
τση δßδου με τσι χÜρες τως, κι ως τον καιρüν εκεßνο
      τιμÜται, αποý 'χε αφÝντη τση το βασιλιü το Mßνω,
σ' εδιÜλεξα, ευγενÝστατε Mοýρμουρη υψηλοτÜτε,
      ρÞτορα απ' üλες τσ' αρετÝς και τσι τιμÝς γεμÜτε,
με τ' üνομÜ σου τοýτο μου τον κüπο να στολßσω
      και χÜρη αποý τσι χÜρες σου πλÞσα να του χαρßσω.

Mα το 'θελεν η πεθυμιÜ κι εζÞτα η üρεξÞ μου,
      χßλιοι του νου μου λογισμοß πÜλι αμποδßζασß μου:
Ποιος μου 'λεγε "δεν πρÝπουσι να στÝκου στολισμÝνοι
      τοßχοι Üσκημοι και χαμηλοß και κακοσοθεμÝνοι
φτωχοý σπιτιοý, μ' ολüχρουσα πανιÜ, μηδÝ νιψßδι
      προσþπου κüρης Üσκημης πλÞσο κιανεßς να δßδει".

Ποιος τÝτοιο λßγο χÜρισμα να πÝψω να σου δþσω
      δε μ' Üφηνε, τσι λογισμοýς για να μηδÝ σποδþσω
του νου σου τσι ψηλüτατους. Ποιος "πλÞθος ν' ανασþσεις
      γυρεýγεις, μου 'λεγε συχνιÜ, τση θÜλασσας τση τüσης
μ' Ýνα θολü κι απüμικρο ποτÜμι απ' αποφρýσσει
      πρι παρ' αποý τη βρýση του την ßδια να κινÞσει".

K' Ýτσι σε δειλοσκüπησην εστÝκουμου μεγÜλη,
      κι ο νους μου εσÝρνετο συχνιÜ σε μια μερÜ κι εις Üλλη,
κι Ýστεκι αρßφνητο καιρü δßχως ν' αποφασßσω
      να κÜμω το 'χα πεθυμιÜ γÞ να συρθþ ξοπßσω.

Ποýρι το θÝλ' η üρεξη συγκλßνω να τση δþσω,
      γιατß üσο σε θωρþ ψηλü, σε βλÝπω κι Üλλο τüσο
με σπλÜχνος ανεξεßκαστο κι Üμετρη καλοσýνη
      κι αποý την περηφÜνεση μακρÜ του κüσμου κεßνη
τη σκοτεινÞ, που δε γεννÜ λÜβρα ουδÝ φως χαρßζει,
      μα τσßκνα μüνο και καπνü τα τρßγυρα γεμßζει.

Παρακαλþ το λοιπονßς την εξοχüτητÜ σου
      με πρüσωπο πασßχαρο τα χÝρια τση να πιÜσου
τοýτο το λßγο χÜρισμα, και τ' üνομα ν' αφÞσει
      το βγενικü και τ' Üξο τση στολÞ να του χαρßσει·
κι εις τοýτον απ' εβÜλθηκα το πÝλαγος το πλÞσο
      μ' Ýτσι μικρü κι ανÞμπορο καρÜβι ν' αρμενßσω,
γßνε οδηγüς τση στρÜτας μου, να φýγω του χειμþνα
      τσ' ανεμικÝς, κι ως πεθυμþ, ν' αρÜξω στο λιμνιþνα.

Γιατß üσες θÝλου ταραχÝς κι ανÝμοι να γερθοýσι
      κι üσα φουσκþσου κýματα, στο βρÜχος δε μποροýσι
ποτÝ τως να με ρßξουσι, γÞ αλλιþς να με ζημιþσου,
      θωρþντας μüνο ως Üστρο μου λαμπρü το πρüσωπü σου.

Kι αν Ýν' και τ' αποκüτησα χÜρισμα να σου δþσω
      π' Üξο, καθþς ετýχαινε, καλÜ δεν εßναι τüσο,
τση τýχης δος το φταßσιμο, κι üχι του θελημÜτου·
      γιατß ψηλÝς τσι πεθυμιÝς πÜσα καιρüν εκρÜτου,
μα κεßνη χÜμαι τσ' Ýριξε, και τα φτερÜ αποý σþνα
      σ' üρος να μ' ανεβÜσουσι ψηλü αποý τ' Eλικþνα,
μ' Ýκοψ' üνταν αρχßζασι κι εχαμηλοπετοýσα,
      κι η üρεξη μ' απüμεινε μüνο σαν πρþτας πλοýσα·
κι αντßς τα θÜρρειε κι üλπιζε κι Ýδειχνε κι ÝτασσÝ μου,
      κι εις τσ' ουρανοýς συχνüτατα το νουν ανÝβαζÝ μου,
μου κτßζει πýργους στο γιαλü, περβüλια στον αÝρα,
      κι ü,τι τη νýκτα μεριμνþ χÜνουνται την ημÝρα.

     Συνεχßζει, Þ μÜλλον ξεκινÜ με τα πρüσωπα του δρÜματος και σαν πρüλογο, Ýχει τον ßδιο τον ΧÜροντα να μιλεß:



Πρüλογος
    απü το ΧÜροντα γραμμÝνος (στ. 1-140)

Ὁ ΧÜρος κÜνει πρüλογο βγαßνοντας ἀποὺ τὸν Ἅδη
μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντὲς καὶ ταραχὴ μεγÜλη

Ἡ ἄγρια κι ἀνελýπητη καὶ σκοτεινὴ θωριÜ μου
καὶ τὸ δραπÜνι ὁποὺ βαστῶ, καὶ τοῦτα τὰ γδυμνÜ μου
κüκκαλα, κι οἱ πολλὲς βροντὲς κι οἱ ἀστραπὲς ὁμÜδι
ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοßξασι κι ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη,
ποιüς εἶμαι μοναχÜ τωνε, δßχως μιλιÜ, μποροῦσι
νὰ φανερþσου σÞμερο σ’ ὅσους μὲ συντηροῦσι.

Μ’ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαρÜπεψÞ μου,
ποιüς εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιÜ ’ναι ἡ μπüρεσÞ μου.
Ἐγþ ’μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ’ ὅλοι μὲ μισοῦσι
καὶ σκυλοκÜρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι·
ἐγþ ’μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμÝνους οὕλους,
τσὶ πλοýσους καὶ τσ’ ἀνÞμπορους, τσ’ ἀφÝντες καὶ τσὶ δοýλους,
τσὶ νÝους καὶ τσὶ γÝροντες, μικροὺς καὶ τσὶ μεγÜλους,
τσὶ φρüνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ’ ἀθρþπους τσ’ ἄλλους,
γιαμιὰ γιαμιÜ, ὅντε μοῦ φανεῖ, ρßχνω καὶ θανατþνω,
κι εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιüτης τως τσὶ χρüνους τως τελειþνω.

Λειþνω τσὶ δüξες καὶ τιμÝς, τὰ ὀνüματα μαυρßζω,
τσὶ δικοσýνες διασκορπῶ καὶ τσὶ φιλιὲς χωρßζω·
τσ’ ἄγριες καρδιὲς καταπονῶ, τσὶ λογισμοὺς ἀλλÜσσω,
τσ’ ὀλπßδες ρßχνω σ’ μιὰ μερÜ, καὶ τσ’ ἔγνοιες κατατÜσσω·
κι ἐκεῖ ὅπου μὲ πολὺ θυμὸ τὰ μÜτια μου στραφοῦσι,
χῶρες χαλοῦν ἀλÜκερες, κüσμοι πολλοὶ βουλοῦσι.

Ποῦ τῶν ἙλλÞνω οἱ βασιλειÝς, ποῦ τῶ Ρωμιῶν οἱ τüσες
πλοῦσες καὶ μπορεζÜμενες χῶρες, ποῦ τüσες γνῶσες
καὶ τÝχνες, ποῦ ’ναι οἱ δüξες τως; Ποῦ σÞμερον ἐκεῖνες
στ’ ἄρματα κι εἰς τὰ γρÜμματα οἱ ξακουστὲς Ἀθῆνες;
Ποῦ ’ναι ἡ ΚαρτÜγο ἡ δυνατὴ κι οἱ πολεμÜρχοι οἱ ἄξοι
τσῆ Ρþμης, ποῦ τὰ κÝρδητα τÜ ’χασιν ἀποτÜξει;
Ποῦ τ’ ἈλεξÜντρου ἡ ἀντρειὰ κι ἡ μπüρεσÞ του ἡ πλÞσα;
Ποῦ τῶν ΚαισÜρων οἱ τιμÝς, ἁποὺ τὸν κüσμο ὁρßσα;
Ὅλα χαλÜσαν ἀπὸ μὲ κι ὅλα ἀπὸ μὲ διαβῆκα,
χῶμα γενῆκα ἀψÞφιστο κι εἰς λησμονιὰν ἐμπῆκα.

Γιαῦτος λολοß ’ναι ὅσοι θαρροῦ μὲ κüπο γὴ μὲ γνþση
νὰ κÜμουσι τὴ χÝρα μου νὰ μὴ μπορὰ τελειþσει
τὰ ὀνüματÜ τως, γρÜφοντας στὸν κüσμο παραμýθια
κι ἄλλα πολλὰ καμþματα ψοματινὰ κι ἀλÞθια.
Λολüτεροι ὅσοι ἀθÜνατοι λογιÜζου ν’ ἀπομεßνου
σὰν κÜμου κÝρδητα πολλὰ κι ἀρßφνητα πλουτÞνου·
τü ’να καὶ τ’ ἄλλον ἀπὸ μὲ χÜνεται καὶ τελειþνει,
τü ’να καὶ τ’ ἄλλον οἱ καιροὶ χαλοýσινε κι οἱ χρüνοι.

Ποῦ τῶ Χαλδαßω τὰ γρÜμματα, ποῦ κεῖνοι ἁποὺ λογιÜζα
νὰ μεßνουσιν ἀθÜνατοι, γιὰ κεῖνον ἐσπουδÜζα
μὲ τüσο κüπο, τῶν ἀλλῶ νὰ γρÜφου τσὶ πολÝμους,
γὴ κεῖνοι ἁποὺ σκορποýσανε τὰ πλοýτη στοὺς ἀνÝμους;
Ποῦ τüση μεγαλüτητα, ποῦ ’ναι τὰ πλοýτη τþρα
τÜ ’χεν ἐκεßνη ἡ ξακουστὴ καὶ μπορεμÝνη χþρα
τσῆ ΣεμιρÜμης; ΠÝτε μου, ποῦ κεῖνοι τση οἱ μεγÜλοι
σοφοß, ποῦ τüσοι τση ἄρχοντες καὶ τüσοι δοῦλοι τση ἄλλοι;
Μ’ ἀπεὶς στὴ γῆ δὲ φαßνουνται μηδ’ ἔναι τὰ κορμιÜ τως,
κιὰς πÝτε μου ἕνα σÞμερον ἀποὺ τὰ ὀνüματÜ τως.

ΠÝτε μου ποιοß ἐκοπιÜσασι κι ἐκτßσα τὰ κολüσσα,
ποιοß ἐπερμαζῶξα τὰ βουνιὰ κι ἐμεσοξετελειῶσα
τὸν πýργο ἐκεῖνο τσῆ ΒαβÝλ, γὴ ποιοß ’χασινε κÜμει
τοῦτες σας τσὶ πυρÜμιδες, μÝρα καὶ νýκτα ἀντÜμι
κοπιÜζοντας τüσα εὔκαιρα; ΠÝτε ἕναν ἀπὸ κεῖνα
τὰ ξακουστÜ τω ὀνüματα, νὰ δοῦμε ἂν ἀπομεῖνα,
σὰν ἐλογιÜζα, ἀθÜνατα: ὅλοι, κι αὐτεῖνα ὁμÜδι
μὲ τὰ κορμιÜ τως βρßσκουνται θαμμÝνα μὲς στὸν Ἅδη.

Μὰ γιÜντα ξÝνα καὶ παλιὰ ν’ ἀναθιβÜνω τþρα
ξüμπλια, μακρὰ ποὺ λεßπουσιν ἐκ τὴ δικÞ σας χþρα;
Ποῦ ’ναι, μοῦ πÝτε, σÞμερο τüσοι δικοὶ ἀκριβοß σας,
ποῦ τüσοι ἀγαπημÝνοι σας καὶ φßλοι μπιστικοß σας,
ποῦ τüσοι νιοὶ τσῆ χþρας σας, ποῦ ’ν’ κεῖνοι ὁποὺ γυρßζα
κι ἐμοσκοραῖνα τὰ στενÜ, καὶ πüθον ἐμυρßζα;
Ποῦ ’ν’ κεῖνοι ἁποὺ τὰ χεßλη τως τὸ μÝλι ἐκυματοῦσα
κι ἡ νýκτα μÝρα νὰ γενεῖ νὰ κÜμουν ἐμποροῦσα;
Φτωχοὶ στὸ λÜκκο κατοικοῦ, βουβοὶ μὲ δßχως στüμα,
ψυχὲς γδυμνὲς δὲν ξεýρω ποῦ, στὴ γῆ λιγÜκι χῶμα.

Μ’ ὅλον ἐτοῦτο μηδὲ γεῖς ποτὲ στὸ νοῦ του βÜνει
πὼς εἰς τὸν Ἅδη θὰ διαβεῖ, πὼς ἔχει ν’ ἀποθÜνει·
κι ὡσὰν τοῦ κüσμου νÜ ’χασι νὰ μεßνου κληρονüμοι,
μηδÝνα πρÜμα ἐμπüρεσε νὰ τσὶ χορτÜσει ἀκüμη.
Ὢ πλῆσα κακορßζικοι, καὶ γιÜντα δὲ θωροῦσι
τσὶ μÝρες πῶς διαβαßνουσι, τσὶ χρüνους πῶς περνοῦσι!
Τ’ ὀψὲς ἐδιÜβη, τὸ προχθὲς πλιὸ δὲν ἀνιστορᾶται,
σπßθα μικρὴ τὸ σÞμερο στὰ σκοτεινὰ λογᾶται.

Σ’ ἕναν ἀνοιγοσφÜλισμα τῶν ἀμματιῶ ἀποσþνω,
καὶ δßχως λýπηση κιαμιὰ πÜσ’ ἄθρωπο σκοτþνω·
τὰ κÜλλη σβÞνω, κι ὄμορφο πρüσωπο δὲ λυποῦμαι,
τσὶ ταπεινοὺς δὲ λεημονῶ, τοὺς ἄγριους δὲ φοβοῦμαι·
τοὺς φεýγου, φτÜνω γλÞγορα, τοὺς μὲ ζητοῦ, μακραßνω,
καὶ δßχως νὰ μὲ κρÜζουσι, συχνιὰ σ’ τσὶ γÜμους μπαßνω,
κι ἁρπῶ νυφÜδες καὶ γαμπροýς, γÝροντες καὶ κοπÝλια,
καὶ κÜνω ξüδια τσὶ χαρὲς καὶ κλÜηματα τὰ γÝλια.

Σὲ πρßκα τὴν ξεφÜντωση κι εἰς στεναγμὸ γυρßζω
πÜσα τραγοýδι, καὶ ποτὲ λýπηση δὲ γνωρßζω.
Τὴν ἄσπρη σÜρκα χþματα καὶ βρῶμο καταστÝνω,
τὴν ὄψη λειþνω καὶ χαλῶ, καὶ κÜθα μυρισμÝνο
στῆθος, σκουλÞκω κατοικιὰ κÜνω ζιμιὸ καὶ βρþση,
κι ἡ χÝρα μου καθημερνὸ γυρεýγει νὰ τελειþσει
σπßτια, γενιὲς καὶ βασιλειὲς καὶ κüσμους, σὰν τυχαßνει
ἡ δικιοσýνη τοῦ Θεοῦ νὰ μεßνει πλερωμÝνη.

Μ’ ὅλον ἐτοῦτο σÞμερο μηδὲ μὲ φοβηθῆτε,
ὅσους σᾶς ἔκαμεν ἐδῶ ἡ τýχη σας νὰ ’ρθῆτε,
γιατὶ δὲ μ’ ἔστειλεν ὁ Ζεὺς τþρα συναφορμÜ σας,
μηδὲ γιὰ τοὺς γονÝους σας, μηδὲ γιὰ τὰ παιδιÜ σας·
γραμμÝνον εἶναι σ’ τσ’ οὐρανοὺς χρüνους πολλοὺς νὰ ζῆτε,
τιμὲς καὶ πλοýτη νÜ ’χετε, χαρὲς πολλὲς νὰ δῆτε·
μÜ ’ρθα σὲ τοῦτο τὸ ψηλὸ κι εὐγενικὸ παλÜτι,
ποὺ ὁ κüσμος καλορßζικο τüσα περßσσα ἐκρÜτει,
γιὰ νὰ σκοτþσω, ὡς θÝλετε δεῖ, πρὶν περÜσει ἡ μÝρα,
τὸ βασιλιὸ ὁποὺ στÝκει ἐδῶ, μὲ μιÜ του θυγατÝρα,
νὰ πÜψουσιν οἱ δüξες του, κι ἡ ἐπαρχιÜ του ἡ τüση
γιὰ τὰ πολλÜ του κρßματα σὲ χÝρια ἀλλοῦ νὰ δþσει·
κι ἕνα στρατιþτην ἀκομÞ, μüνο κι αὐτὸς κλωνÜρι
ξεριζωμÝνης βασιλειᾶς, στὸν κüσμο ἀπομονÜρι,
καθὼς νὰ κÜμω μ’ ἔστειλε τοῦ Ζεὺ ἡ δικιοσýνη,
ποὺ κÜμωμαν ἀπλÝρωτο στὸν κüσμο δὲν ἀφÞνει.

Λýπη ἀνιμÝνετε λοιπὸ νὰ πÜρετε ὅλοι τþρα,
μὲ δÜκρυα νὰ γυρßσετε στὴν ἐδικÞ σας χþρα.
ΛÝγω στὴ χþρα σας, γιατὶ δὲν εἶστε, σὰ θαρρεῖτε,
στὴν ΚρÞτη πλιü, μὰ τσ’ Αἴγυπτος τþρα τὴ γῆ πατεῖτε.
ΤοýτÞ ’ναι ἡ ΜÝμφη ἡ ξακουστÞ, τüσα ’νοματισμÝνη
γιὰ τσ’ ἄξες τση πυρÜμιδες σ’ ὅλη τὴν οἰκουμÝνη,
κι ἐδῶ ξαφνßδια νÜ ’ρθετε σᾶς ἔκαμεν ἡ χÜρη
τοῦ Ζεý, ξüμπλι πÜσ’ ἕνας σας γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πÜρει
σ’ τσ’ ἔξοδες τοῦ Φιλüγονου, περßσσα νὰ φοβᾶται
τ’ ἄδικο, κι ὅσο δýνεστε ὅλοι σας νὰ μισᾶτε
μεγÜλοι ν’ ἀπομÝνετε μὲ τῶν ἀλλῶ τὸν κüπο,
βλÝποντας τὴν ἀσυστασὰ στὴν τýχη τῶν ἀθρþπω.

Ὢ λογισμοß, πῶς σφÜνετε, ὢ γνþμη τυφλωμÝνη,
ὢ τῶν ἀθρþπων ὁλωνῶν ἐλπßδα κομπωμÝνη!
Χαρὲς ἐλπßζει ὁ βασιλιüς, καὶ γÜμους λογαριÜζει,
καὶ πλῆσα καλορßζικο τὸν ἐμαυτü του κρÜζει·
κι αὐτüνο πρßκες καὶ καημοὶ θὲ νὰ τονὲ πλακþσου,
καὶ κορασὲς ἀνÞμπορες θÜνατο θὰ τοῦ δþσου.
Κι ἂν ἔν’ καὶ τοῦτοι οἱ βασιλιοß, ἁποὺ τὸν κüσμο ὁρßζου,
τὴ δýναμÞ μου τὴν πολλὴ τüσα συχνιὰ γνωρßζου,
ποιüς ἐκ τσ’ ἀθρþπους τσὶ μικροὺς νὰ ἐλπßζει πλιὸ τυχαßνει
σὲ δüξες, πλοýτη καὶ τιμÝς, κι ὀπßσω τως νὰ πηαßνει;
Φτωχοß, τ’ ἁρπᾶτε, φεýγουσι, τὰ σφßγγετε, πετοῦσι,
τὰ περμαζþνετε, σκορποῦ, τὰ κτßζετε, χαλοῦσι.

Σὰ σπßθα σβÞνει ἡ δüξα σας, τὰ πλοýτη σας σὰ σκüνη
σκορποýσινε καὶ χÜνουνται, καὶ τ’ ὄνομÜ σας λειþνει
σὰ νÜ ’το μὲ τὴ χÝρα σας γραμμÝνο σ’ περιγιÜλι,
στὴ διÜκριση τσῆ θÜλασσας, γὴ χÜμαι στὴν πασπÜλη.
Μ’ ἀφÞνω σας, γιατὶ θωρῶ τὸ στρατηγὸ καὶ βγαßνει
τοῦτον ἁποὺ πρικüτατο θÜνατον ἀνιμÝνει.

     Στη Α' ΠρÜξη, ξεκινÜ να μονολογεß ο ΠανÜρετος:

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ (μοναχὸς μιλεῖ)
ΤÝτοιας λογῆς τὸ λοιπονὶς τὰ πÜθη μου τὰ τüσα
τὴν πληγωμÝνη μου καρδιὰ σÞμερον ἐπλακῶσα,
καὶ δὲ 'μπορεῖ 'ς τüση δροσιὰ χαρὰ νὰ δῇ κι εκεßνη,
μὰ πλειὰ φωτιὰ καὶ πλειὰ καûμὸς παρὰ ποτὲ τὴν κρßνει!

    ΠρÜξη 1η, σκηνÞ 2η:

     Απüσπασμα απü την εκτενÝστατη δεýτερη σκηνÞ (474 στßχοι) της 1ης πρÜξης μεταξý του ΠανÜρετου, στρατηγοý του βασιλιÜ, και του φßλου του Καρπüφορου. Βρισκüμαστε λοιπüν στην αρχÞ του Ýργου, που ανÞκει στη Πρüτασιν, το 1ο απü τα 3 μÝρη της πλοκÞς ενüς αναγεννησιακοý δρÜματος, üπου γνωρßζουμε τους πρωταγωνιστικοýς χαρακτÞρες και μαθαßνουμε τις δυσκολßες που αντιμετωπßζουν. Ο Καρπüφορος μπαßνει στη σκηνÞ και βρßσκει τον φßλο του πολý στενοχωρημÝνο· Ýτσι, αποφασßζει να τον ρωτÞσει τß συμβαßνει.

(στ. 72-90).

ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ & ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ

ΠΑΝ.
Χßλια καλῶς ἀπüσωσε, φßλε μου, ἡ εὐγενειÜ σου.

ΚΑΡ.
ΠανÜρετε, ἂν ἡ ὄψη σου, μ’ ἀλÞθεια, κ’ ἡ θωριÜ σου
τῶν ἀμματιῶ μου δεßχνουσι τὸ βÜρος τσῆ καρδιᾶς σου,
κρßνω τὸ πὼς νὰ βρßσκεσαι σὲ σκüτιση μεγÜλη,
κι εἰσὲ περßσσα ταραχὴ παρὰ φορὰ κιαμιὰ ἄλλη.

ΠΑΝ.
Σὲ σκüτισην ἀμÝτρητη, σὲ βÜσανο περßσσο,
καθὼς μὲ βλÝπεις βρßσκομαι, ἁποὺ νὰ τὸ μετρÞσω
δὲ μοῦ ’ναι μπορεζÜμενο , κι ἀληθινὰ φοβοῦμαι
μὲ τὸν πρικὺ μου θÜνατο μὴν ἀποχωριστοῦμε.

ΚΑΡ.
Τüσο κακὸ μακρὰ ἀπὸ μᾶς, ΠανÜρετε ἀδερφÝ μου,
τüσο κακὸ μὴ δοýσινε τὰ μÜτια μου ποτÝ μου!
Μ’ ἀπεὶς γιὰ καλοσýνη σου καὶ χÜρην ἐδικÞ σου
(καλὰ κ’ ἡ τýχη μου ποτὲ μὲ τὴ βασιλικÞ σου
τýχη δὲν ἔμοιασε) ἀδερφὸ καὶ φßλον ἔκαμÝς με,
καὶ μπιστεμÝνον ὣς ἐδÜ , λογιÜζω, ἐγνþρισÝς με,
μὲ θÜρρος, μὴν τὸ βαρεθεῖς, ἂν ἔν’ κι ἀποκοτÞσω ,
τὴν ἀφορμὴ ποὺ σὲ κρατεῖ σὲ βÜρος, νὰ ρωτÞσω,
γιὰ νὰ μπορÝσω σὰν καλὸς φßλος νὰ σοῦ σηκþσω
ὅσο μπορῶ ἐκ τὰ πÜθη σου, νὰ σὲ παραλαφρþσω.

     Πιο κÜτω (στ. 281-340) ο ΠανÜρετος, μετÜ τη παρακßνηση του αδελφικοý του φßλου Καρπüφορου, του εξομολογÞθηκε τον μυστικü δεσμü, "γÜμο" του με την κüρη του βασιλιÜ Ερωφßλη. Στη συνÝχεια, του αφηγεßται διÜφορα περιστατικÜ που δεßχνουν το μÝγεθος αυτÞς της αγÜπης. Μεταξý αυτþν Ýνας μονüλογüς του, üσο βρισκüταν σε πολεμικÝς επιχειρÞσεις, και Ýνας διÜλογüς του με την Ερωφßλη, üταν πÞγε να της ζητÞσει την Üδεια να πÜρει μÝρος σε Ýνα κονταροχτýπημα· και τα δýο τα παραθÝτει σε ευθý λüγο.

ΠΑΝ.
Συχνιὰ πολλὰ ἀναστÝναζα, καὶ μὲ περßσσα ζÜλη
τοῦτα τὰ λüγια ἡ γλþσσα μου τὰ πρικαμÝνα ἐλÜλει:
«Ἐλπßδα κÜνει τσὶ γιωργοὺς κι ὁλημερνὶς δουλεýγου,
καρποὺς νὰ σπÝρνουσι στὴ γῆ, καὶ δÝντρη νὰ φυτεýγου·
ἐλπßδα βÜνει στὸ γιαλὸ τσὶ ναῦτες καὶ κοπιοῦσι,
καὶ κιντυνεýγουσι συχνιὰ μὲ φüβο νὰ πνιγοῦσι·
ἐλπßδα καὶ τὸ δουλευτὴ κÜνει καὶ παραδÝρνει,
κι ἐλπßδα καὶ τὸ στρατηγὸ στὴ μÜχη τονὲ φÝρνει·
ἐλπßδα κÜνει καὶ τσὶ νιοὺς τὲς κüρες ν' ἀγαποῦσι,
πιστὰ νὰ τῶς δουλεýγουσι, καὶ νὰ τὲς προσκυνοῦσι·
κι ἐμὲ ποιÜ ἐλπßδα μὲ κρατεῖ, ποιü θÜρρος σ' τÝτοια κρßση,
καὶ δὲν ἀφÞνει τὴ φωτιὰ τοῦ πüθου μου νὰ σβÞσει»;
Καὶ τüτες βρýση ἐγßνουντα τὰ μÜτια τὰ καημÝνα,
καὶ ζωντανὰ τὰ μÝλη μου στὸν Ἅδη ἐκατεβαῖνα.

ΚΑΡ.
Πüσους καημοὺς καὶ βÜσανα χαρßζεις τῶν ἀθρþπω,
πßβουλε πüθε, ὁλημερνὶς μ' ἕνα καὶ μ' ἄλλο τρüπο!

ΠΑΝ.
Μ' ἀπεὶς ἡ μÜχη ἐσκüλασε, καὶ μὲ χαρὰ μεγÜλη
στὴ χþρα μας ἐστρÝψαμε, καὶ τσῆ κερᾶς μου πÜλι
τὸ πρüσωπü 'δα τ' ὄμορφο, κι ἡ σπλαχνικὴ θωριÜ τση
μοῦ 'δειχνε πὼς ἐστÝρευγε τὸν πüθον ἡ καρδιÜ τση,
πüσα περßσσα ἐχÜρηκα νὰ γνþσουσι μποροῦσι
ὅσοι στὰ φυλλοκÜρδια τως πüθου φωτιὰ βαστοῦσι.
Μὰ θÝλοντας νὰ μπῶ κι ἐγὼ τüτες στὴ γκιüστρα κεßνη,
ἁπ' ὅρισεν ὁ βασιλιὸς στὴ χþρα μας κι ἐγßνη
γιατὶ μὲ νßκην ἤρθαμε καὶ μὲ τιμὴ μεγÜλη
καὶ δοξασμÝνον ὄνομα στὸν κüσμον εἶχε βγÜλει,
στὴν κÜμερÜ τση ἐδιÜβηκα κι ὀμπρüς τση γονατßζω,
καὶ ταπεινὰ νὰ τσῆ μιλῶ τοῦτα τὰ λüγια ἀρχßζω:
«Βασιλιοποýλα μου ἀκριβὴ κι ὀμορφοκαμωμÝνη
καὶ πλιὰ ἀποὺ τσ' ἄλλες κορασὲς τοῦ κüσμου τιμημÝνη,
καθὼς πÜντÜ 'μου σκλÜβος σου καὶ δοῦλος μπιστικüς σου
κι οὐδÝνα πρÜμαν ἔκαμα δßχως τὸν ὁρισμü σου,
δὲν εἶν' πρεπü, μοῦ φαßνεται, καὶ τþρα νὰ θελÞσω
νὰ μπῶ στὴ γκιüστρα, θÝλημα δßχως νὰ σοῦ ζητÞσω.
Ἔτσι, βασιλιοποýλα μου, πολλὰ παρακαλῶ σε,
θÝλημα καὶ τὴ χÜρη σου τὴν ἀκριβὴ μοῦ δῶσε,
γιατὶ μὲ δßχως τση ἐκεινῆς δὲ μοῦ 'ναι μπορεμÝνο
πρÜμα κιανÝνα, ὥστε νὰ ζῶ, νὰ κÜμω τιμημÝνο».
Σ' τοῦτα τὰ λüγια συντηρῶ δυὸ τρεῖς φορὲς κι ἀλλÜσσει
τὸ πρüσωπü τση τ' ὄμορφο, κι ἂν εἶδες τὸ θαλÜσσι
τὸ πῶς κτυπᾶ κιαμιὰ φορὰ κÜτω στὸ περιγιÜλι,
ὅντÜ 'ναι δßχως ταραχὴ καὶ δßχως πεßραξη ἄλλη,
τÝτοιας λογῆς τὸ στῆθος τση τὸ μοσκομυρισμÝνο
δυὸ τρεῖς φορὲς ἐκτýπησε τοῦ πüθου πληγωμÝνο.

ΚΑΡ
Καθὼς τὴ θÜλασσα ἄνεμος δýνεται καὶ φουσκþνει
καὶ θυμωμÝνα κýματα γιαμιὰ γιαμιὰ σηκþνει,
τÝτοιας λογῆς καὶ τσὶ καρδιÝς, τὰ λüγια ποὺ γροικοῦσι
μὲ τÜξη ἀποὺ τσ' ἀγαφτικοὺς οἱ κορασÝς, κινοῦσι
στὸν πüθο πλιὰ παρὰ ποτÝ, περιτοπλιὰς πωμÝνα
νÜ 'ναι μὲ τÝχνη κι ὄμορφα περßσσα σοθεμÝνα.

ΠΑΝ.
ΤÝχνη δὲν ἔβανα κιαμιÜ, μὰ κεῖνο ἐλÜλει ἡ γλþσσα
ποὺ τσ' ἀρμηνεῦγα μοναχὰς τὰ πÜθη μου τὰ τüσα.
Καὶ τüτες ἀναστÝναξε καὶ λÝγει: «Δὲν τυχαßνει
τὴ χÜρην ὁποὺ μιὰ φορÜ, σὰν ξεýρεις, χαρισμÝνη
σὄχω ἀποστὰ σ' ἐγνþρισα, νὰ σοῦ ξαναχαρßσω,
γιατ' ἤθελ' εἶσταιν ἄπρεπο κÜμωμα καὶ περßσσο·
μὰ ἂ μ' ἀγαπᾶς, ΠανÜρετε, σ' τοýτη τὴ γκιüστραν ἄμε
καὶ κατὰ τὸ συνÞθι σου νÜ 'βγεις μὲ νßκη κÜμε».
Καὶ λÝγοντÜς το ἐσßμωσε κι ἐκ τὸ λαιμü τση βγÜνει
τοῦτο τὸ γκüλφι ὁποὺ βαστῶ κι ἀπÜνω μου τὸ βÜνει.

     Λßγο πριν τελειþσει η εκτενÝσταση, σχεδüν 500 στßχων, σκηνÞ του διαλüγου Καρπüφορου-ΠανÜρετου κι αφοý Ýχει ολοκληρωθεß η αναλυτικÞ διÞγηση του μεγÜλου μυστικοý του δεýτερου, οι δýο φßλοι συνεχßζουνε τη κουβÝντα τους με σειρÜ μεταφορικþν εικüνων για τον Ýρωτα, που δεßχνουνε τη δýναμη και τη ποιüτητα της ποιητικÞς γραφÞς του ΧορτÜτση. (στ. 467-494)

ΚΑΡ.

Ὅποιος γνωρßζει, μιὰ καρδιὰ τοῦ πüθου πληγωμÝνη
πüσες φωτιὲς τὴν καßγουσι, πüσÜ ’ν τυραννισμÝνη,
λογιÜζω, ἂν ἔχει διÜκριση, δὲ θÝλει ἀποκοτÞσει
λüγο μηδÝνα σὲ κακὸ γιὰ σÝνα νὰ μιλÞσει.
Ἔτσι μηδὲν πρικαßνεσαι γιὰ πρÜμα καμωμÝνο ,
μὰ κÜτεχε νὰ τὸ κρατεῖς, ὅσο μπορεῖς, χωσμÝνο .
Ἄφησε, σὰν εὑρßσκεται, τὸ πρÜμα νὰ περÜσει,
γιατὶ ὁ καιρὸς τὰ πρÜματα καθημερνὸν ἀλλÜσσει.

ΠΑΝ.
Ἐγὼ στὰ φýλλα τσῆ καρδιᾶς πÜντα τὸ θÝλω χþνει,
ἀμ’ ὁ καιρὸς κÜθε κουρφὸ εἶν’ ἁποὺ φανερþνει·
μ’ ἀπεßτις εἶναι ἀσýστατο τὸ ριζικü, φοβοῦμαι
νὰ μὴ ζηλÝψει στὴν πολλὴ καλομοιριὰν ἁποý ’μαι,
καὶ ρßξει με σὲ βÜσανο τüσον, ἁποὺ ποτÝ μου
νὰ μὴ μπορÝσω νὰ γερθῶ , Καρπüφορε ἀδερφÝ μου.
Ὤ, πüσα καλορßζικος νὰ κρÜζεται τυχαßνει
γεῖς ἁποὺ μιὰ καλομοιριὰ δὲν ἔχει γνωρισμÝνη,
γιατὶ γνωρßζοντÜς τηνε, στü ’στερο , σὰν τοῦ λεßψει,
νὰ στÝκει πλιü του δὲ μπορεῖ δßχως καημὸ καὶ θλßψη.

ΚΑΡ.
ΠÝ μου, νὰ ζεῖς, ΠανÜρετε, μπορεῖς νὰ τὴν ἀφÞσεις;
Μπορεῖς ποτÝ σου δßχως τση μιὰν ὥρα πλιὸ νὰ ζÞσεις;

ΠΑΝ.
Πῶς εἶναι μπορεζÜμενο κορμὶ νὰ ξεχωρßσει
ἀποὺ τὴν ἴδια του ψυχὴ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ζÞσει;
Δßχως ἀÝρα τὸ πουλß, χωρὶς νερὸ τὸ ψÜρι
πῶς εἶναι δυνατü τωνε νÜ ’χουσι ζÞσης χÜρη,
κ’ ἐμὲ πῶς εἶναι μπορετὸ μὲ δßχως τὴν κερÜ μου
νὰ ζῶ στὸν κüσμο γὴ ποτὲ νÜ ’χω τὴ λευτεριÜ μου;
Χßλια κομμÜτια πλιὰ καλλιὰ τὰ μÝλη μου ἂς γενοῦσι
κι ὄχι ποτὲ τ’ ἀμμÜτια μου νὰ τηνὲ στερευτοῦσι.

     Η Ερωφßλη περιλαμβÜνει 4 χορικÜ που εκφωνοýνται στο τÝλος των 4 1ων πρÜξεων απü το χορü των κορασßδων της κεντρικÞς ηρωßδας. Στο 1ο υμνεßται η παντοδυναμßα του ¸ρωτα σε 22 τρßστιχες (τερτσßνες) στροφÝς με 11σýλλαβους στßχους και πλεκτÞ ομοιοκαταληξßα, απü τις οποßες εδþ οι 7 1ες, που ανÞκουν στην Ýκθεση του γενικοý θÝματος, πριν ο ποιητÞς περÜσει να το συνδÝσει με την υπüθεση του συγκεκριμÝνου Ýργου. Το χορικü αυτü επιτελεß 2 λειτουργßες: α) τη θεματολογικÞ αντßστιξη με τον ζοφερü κüσμο της ματαιüτητας που περιÝγραψε ο ΧÜρος στον πρüλογο, και β) τη γεφýρωση ανÜμεσα στην «Ýκθεση» των ανδρþν (ΠανÜρετος-Καρπüφορος και βασιλιÜς-σýμβουλος) στη 1η πρÜξη και την «Ýκθεση» των γυναικþν (Ερωφßλη-νÝνα) που θα ακολουθÞσει αμÝσως στη 2η πρÜξη (Ποýχνερ 2006, 44). (στ. 585-605)

ΧΟΡΟΣ
Ἔρωτα, ποὺ συχνιὰ σ' τσὶ πλιὰ μεγÜλους
κι ὄμορφους λογισμοὺς κατοικημÝνος
βρßσκεσαι, τσὶ μικροὺς μισþντας τσ' ἄλλους·

κι ἔτσß 'σαι δυνατὸς καὶ μπορεμÝνος,
καὶ τüση χÜρην ἔχου τ' ἄρματÜ σου,
ποὺ βγαßνεις πÜντα μ' ὅλους κερδεμÝνος·

μᾶλλιος τüσÜ 'ν' τὰ βρüχια τὰ δικÜ σου
γλυκιÜ, καὶ μετ' αὐτὸ τüση ἔχου χÜρη,
π' ὅποιο κι ἂν ἐμπερδÝσα εὐχαριστᾶ σου.

Κι ἄγριος ὡς θÝλει νÜ 'ναι καὶ λιοντÜρι
πÜσα κιανεßς, συμπÝφτει μετὰ σÝνα
καὶ πεθυμᾶ πληγὴ ἀπὸ σὲ νὰ πÜρει.

Κι ὄχι οἱ ἀθρῶποι μüνο γνωρισμÝνα
σ' ἔχουσι τß μπορεῖς καὶ πüσα ξÜζεις ,
μὰ τὰ βερτüνια αὐτὰ τ' ἀκονισμÝνα

στὸν οὐρανü, ὅντα θÝλεις, ἀνεβÜζεις
μ' ἀποκοτιὰ καὶ δýναμη μεγÜλη,
καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Ζεὺ τὴν ἴδια σφÜζεις·

καὶ τüση παιδωμὴ καὶ τüση ζÜλη
τοῦ δßδεις, ἁπ' ἀφÞνει τὸ θρονß του
κι ἔρχεται ἐδῶ στὴ γῆ μὲ πρüσοψη ἄλλη.

     Αφοý το κοινü Ýχει γνωρßσει στη 1η πρÜξη τον ΠανÜρετο και το βασιλιÜ, σε διαφορετικÝς σκηνÝς, να εξομολογεßται ο 1ος στο φßλο του τον μυστικü δεσμü του με την Ερωφßλη κι ο 2ος στον σýμβουλü του την επιθυμßα του να παντρÝψει τη κüρη του με τον γιο ενüς απü τους δýο ισχυροýς βασιλιÜδες που Ýχουν στεßλει προξενιÜ, τþρα γνωρßζει την ßδια την πρωταγωνßστρια, συνοδευüμενη απü τη νÝνα (την παραμÜνα της), που μÜταια προσπαθεß να τη πεßσει να διακüψει αυτü τον αταßριαστο κοινωνικÜ δεσμü με το νεαρü στρατηγü του πατÝρα της. Θ' ακολουθÞσουν 3 αποσπÜσματα απü την εκτενÞ σκηνÞ του διαλüγου της Ερωφßλης με τη νÝνα της, αφοý η 1η Ýχει Þδη, εκτüς σκηνÞς, εξομολογηθεß στη 2η τα του μυστικοý δεσμοý της με τον ΠανÜρετο· γεγονüτα που το κοινü τα γνωρßζει Þδη απü τη 1η πρÜξη και δε χρειαζüταν να τα ξανακοýσει εδþ. Στην αρχÞ της σκηνÞς αυτÞς οι 2 γυναßκες εμφανßζονται να συνεχßζουν τη κουβÝντα τους, που επικεντρþνεται στη διαφορετικÞ αντßληψη που 'χει καθεμιÜ για το τß εßναι «σφÜλμα» στον Ýρωτα και στη τιμÞ μιας κοπÝλας. (στ. 23-60)

ΠρÜξη 2η, σκηνÞ 2η:

ΝÝνα & Ερωφßλη

ΝΕΝΑ
Βασιλιοποýλα μου ἀκριβÞ, καλÜ 'χεις γροικημÝνο
τὸ πρÜμα ποὺ σοῦ μßλησα, γιὰ κεῖνο δὲν ἐμπαßνω
τþρα σὲ λüγια πλιüτερα, μüνο, παρακαλῶ σε,
τÝλος, τὸ γληγορýτερο, τοῦ λογισμοῦ σου δῶσε.

ΕΡΩΦΙΛΗ
ΝÝνα, δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ ξαναρχßσω, κρßνω,
νὰ δηγηθῶ ποιÝς ἀφορμὲς καλλιὰ νὰ πÜρω ἐκεῖνο
γιὰ ταßρι μου μ' ἐκÜμασι παρὰ ἄθρωπο κιανÝνα,
γιατὶ καλὰ τσ' ἐγροßκησες σÞμερον ἀπὸ μÝνα·
κι ἂν τσ' ἄκουσες καὶ ξεýρεις τσι, πολλὰ παρακαλῶ σε,
γὴ θÜνατο πρικüτατο γὴ ἄλλη βουλὴ μοῦ δῶσε.

ΝΕΝ.
Βουλὴ σοῦ δßδω, ἀφÝντρα μου, πρὶ ὁ κüσμος τὸ γροικÞσει,
σὰ σπßθα δßχως δýναμη ν' ἀφÞσετε νὰ σβÞσει,
γιατὶ ἂν τὸ μÜθει ὁ βασιλιüς, ξεῦρε, πὼς δὲ μποροῦσι
μηδ' ὅσοι στÝκου σ' τσ' οὐρανοὺς βοηθοß σας νὰ γενοῦσι.
Ὅλοι οἱ ἀθρῶποι σφαßνουσι, μὰ ὁ φρüνιμος, σὰ σφÜλει,
τὸ σφÜλμα μὲ τὴ γνþση του θωρεῖ νὰ σÜσει πÜλι.

ΕΡΩ.
ΣφÜλμα ποτὲ δὲν ἔκαμα μὲ τÝτοιο νιὸν ἀντÜμι
παντρειὰ νὰ κÜμω, νÝνα μου, μὰ σφÜλμα θÝλω κÜμει
τὸ πρÜμα κεῖνο ὁποý 'ταξα, μιὰν ὥρα, νὰ χαρßσω,
σὰν πελελὴ κι ἀσýστατη πÜλι νὰ πÜρω πßσω.

ΝΕΝ.
Τὸ πρÜμα κεῖνο ποý 'ταξες δὲν ἤτονε τσ' ἐξᾶς σου,
γιατὶ σ' ὁρßζει ὁ κýρης σου κι ὄχι τὸ θÝλημÜ σου·
κι ἔτσι, κερÜ μου, νὰ συρθεῖς μπορεῖς μὲ τὴν τιμÞ σου,
γιατὶ δὲν εἶσαι κατὰ πῶς τὸ θÜρρειες ἀπατÞ σου,
κι ἄδικον εἶναι καὶ κακὰ περßσσα καμωμÝνο
νὰ τÜξεις καὶ νὰ θὲς ἀλλοῦ νὰ δþσεις πρÜμα ξÝνο.

ΕΡΩ.
Ὤφου, κακü μου ριζικü, κι ἴντÜ 'θελα τὰ πλοýτη,
κι ἴντÜ 'θελα νὰ γεννηθῶ στὴν ἀφεντιὰν ἐτοýτη!
Τß μὲ φελοῦνε οἱ ὀμορφιÝς, τß μὲ φελοῦν τὰ κÜλλη,
καὶ τσ' ὄρεξÞς μου τὰ κλειδιὰ νὰ τὰ κρατοῦσιν ἄλλοι;
Χῶρες νὰ ρßζω ἀρßφνητες, τüπους πολλοὺς καὶ δοýλους,
καὶ νὰ τιμοῦμαι σὰ θεὰ ἀποὺ τσ' ἀθρþπους οὕλους,
ποιÜν ὀγιὰ τοῦτο δýνεται χαρὰ νὰ δεῖ ἡ καρδιÜ μου,
δßχως σὰ θÝλω μετὰ μὲ νÜ 'χω τὴ λευτεριÜ μου;
ΠÜσα φτωχὴ κι ἀνÞμπορη, καθὼς θωρῶ, τυχαßνει
νÜ 'ναι ἀπὸ μÝνα σÞμερο περßσσα ζηλεμÝνη,
γιατὶ ἀνισῶς κι ὁρßζουσιν ἄλλοι τὴν ἐμαυτÞ μου,
τὴ βασιλειὰ σκλαβιὰ κρατῶ, τὴν ἀφεντιὰ φλακÞ μου.

     Ο διÜλογος της Ερωφßλης με την παραμÜνα της συνεχßζεται με την εξομολüγηση των φüβων που γεννοýν στην κοπÝλα οι εφιÜλτες που βλÝπει και τα σημÜδια που παρατηρεß γýρω της, τα οποßα θεωρεß üλα ως κακοýς οιωνοýς για την εξÝλιξη της σχÝσης της με τον ΠανÜρετο. (στ. 109-124)

ΝΕΝ.
ΠοιÜ ἄλλη ἀφορμὴ τὸ λοιπονὶς σὲ κÜνει τþρα νÜ ’σαι
τüσα κλιτὴ καὶ ταπεινὴ καὶ τüσα νὰ φοβᾶσαι;

ΕΡΩ.
Φοβοῦμαι ἀσκιÝς, τρÝμω ὄνειρα, δειλιῶ σημÜδια πλῆσα ,
χßλιες φοβÝρες τ' οὐρανοῦ μὲ τυραννοῦσιν ἴσα·
χßλια παρατηρÞματα παλιὰ καὶ νιὰ στὸν Ἅδη
μὲ βασανßζου, κι ἄμετρα πÜθη μοῦ δßδου ὁμÜδι·
τοῦ ριζικοῦ ἀπονÝματα χßλια μὲ φοβερßζου
καὶ πÜθη κι ἀναστεναμοὺς τὸ στῆθος μου γεμßζου·
κι ἄγρια τὴ νýκτα μὲ ξυπνοῦ χßλιες θωριὲς κ’ ἐτοýτη
τὴ δοξεμÝνη μου καρδιὰ σκßζου καὶ σφÜζου μοý τη.
Πὼς παßρνουσι τὸ ταßρι μου μÝσ' ἀποὺ τὴν ἀγκÜλη
τοýτη, συχνιὰ μοῦ φαßνεται, καὶ μ’ ἀπονιὰ μεγÜλη
τὸ ρßχνουσι τῶ λιονταριῶ, πὼς σ' μιὰ σκοτεινιασμÝνη
στρÜτα θωρῶ κι εὑρßσκομαι μüνια μου σφαλισμÝνη,
σὲ δÝντρη, δÜση πυκνερÜ, κι ἄγρια μὲ τριγυρßζου
θεριὰ καὶ πὼς μὲ τρþσινε τÜχα μὲ φοβερßζου.

     Προς το τÝλος της συνομιλßας τους, η Ερωφßλη αφηγεßται στη παραμÜνα της Ýνα, προφητικü üπως θα αποδειχτεß, üνειρο που εßδε τη προηγοýμενη νýχτα. Το üνειρο αυτü φαßνεται üτι Ýκανε μεγÜλη εντýπωση στη συλλογικÞ λαúκÞ συνεßδηση, þστε Ýχει παρατηρηθεß üτι: «ΧαρακτηριστικÜ, üλες οι κρητικÝς δημοτικÝς παραλογÝς με θÝμα την υπüθεση της τραγωδßας του ΧορτÜτση ξεκινοýν με το üραμα της Ερωφßλης για τον τραγικü θÜνατο των ερωτευμÝνων» (Ποýχνερ 2006, 48). (στ. 143-162)

ΕΡΩ.
Καὶ τὰ ὄνειρα πολλὲς φορÝς, σ' ἕναν ἁποὺ παιδεýγου
πρßκες καὶ πÜθη, τÜ 'χουσι νὰ τὄρθου σημαδεýγου·
καὶ γροßκησε ἕνα ποý 'χα δεῖ τοýτη τὴν περασμÝνη
νýκτα, νὰ μεßνεις μετὰ μὲ περßσσα πρικαμÝνη.
Δυὸ περιστÝρια πλουμιστὰ μοῦ φαßνετονε, νÝνα,
σ' ἕνα ψηλüτατο δεντρὸ κι ἐθþρου φωλεμÝνα,
κι ἐσμßγασι κανακιστὰ καὶ σπλαχνικὰ ἐφιλοῦσα,
κι ἕνα τ' ἀλλοῦ τὰ πÜθη τως, σοῦ φαßνετο, ἐμιλοῦσα,
μ' ἀπÜνω σ' τσὶ χαρÝς τωνε γεῖς λοýπης πεινασμÝνος
σþνει στὴ μÝση καὶ τῶ δυὸ περßσσα θυμωμÝνος,
κι ἅρπαξε τü 'να ξαφνικὰ τ' ἀλλοῦ ἀποὺ τὴν ἀγκÜλη,
κι ἐξÝσκισÝ το κι ἔφα το μ' ἀχορταγιὰ μεγÜλη.
Καὶ τ' ἄλλον ἁποὺ πüμεινε τüσα πολλὰ λυπÞθη,
ἁποὺ κι ἐκεῖνο νὰ μὴ ζεῖ μιὰν ὥραν ἐβουλÞθη,
καὶ τὸ ζιμιὸ τὴ μοýρη του πρὸς τσῆ καρδιᾶς τὰ μÝρη
μπÞχνει κι αὐτὸ καὶ σφÜζεται γιὰ τ' ἀκριβü του ταßρι.
Κι ἀλýπητα μ' ἐξýπνησε περßσσα ξαγριεμÝνη
κι ὁλημερνὶς νὰ στÝκομαι μὲ κÜνει πρικαμÝνη·
λοýπης μὴν εἶν' ὁ κýρης μου τρομÜσσω καὶ φοβοῦμαι,
κι ἐμεῖς τὰ περιστÝρια αὐτὰ κι ὁμÜδι σκοτωθοῦμε.

     Μüλις Ýχει βγει απü τη σκηνÞ η νÝνα, που, κÜνοντας την ανÞξερη, Þρθε να ειδοποιÞσει τον ΠανÜρετο üτι η Ερωφßλη τοý παραγγÝλνει να πÜει στο δωμÜτιü της να συζητÞσουν τÜχα τα προξενιÜ που Þρθαν γι’ αυτÞν. Εντωμεταξý, και ο βασιλιÜς τοý Ýχει μηνýσει üτι θÝλει να συναντηθοýν για κÜποιο θÝμα και γι’ αυτü βρßσκεται στη σκηνÞ. ¼ταν μÝνει μüνος, εκφωνεß üλο απελπισßα αυτüν τον μονüλογο, τη δομÞ του οποßου Ýχουν περιγρÜψει οι τελευταßοι εκδüτες του Ýργου: «Αρχßζει με μια γενικÞ αρχÞ (οδυνηρÞ üχι τüσο η στÝρηση üσο η απþλεια ενüς κεκτημÝνου αγαθοý), προχωρεß στα παραδεßγματα του πλοýτου, της üρασης και του κρýου νεροý (σειρÜ αντßστοιχων φρÜσεων που εισÜγονται με το ποιος) και φτÜνει στο κýριο θÝμα, που εßναι η απþλεια της αγαπημÝνης γυναßκας. Ακολουθεß η Ýκθεση της περασμÝνης ευτυχßας που ισοδυναμεß μεταφορικÜ με την κατοχÞ του πλοýτου, του φωτüς και της δροσιÜς, και που τþρα κινδυνεýει να τη χÜσει μÝνοντας φτωχüς… τυφλüς και διψασμÝνος, δηλαδÞ χωρßς την αγαπημÝνη του. Η μεταφορÜ και η γενικÞ αρχÞ ξαναγυρßζουν Üλλη μια φορÜ: καλýτερα θα Þταν να εßχε στερηθεß πÜντα το φως και τη δροσιÜ και τον Ýρωτα παρÜ να τα γνωρßσει και να τα χÜσει. Προτιμüτερος ο θÜνατος απü το μαρτýριο της μνÞμης της χαμÝνης ευτυχßας. (Οι φρÜσεις εδþ εισÜγονται, αντßστοιχα με τα ποιος που εßδαμε, με μια σειρÜ απü πüτε). Η οργÜνωση αυτÞ του σκεπτικοý και του συμπερÜσματος, η αυστηρÞ τÞρηση των αντιστοιχιþν, το σχÞμα της επανÜληψης, της παραλλαγÞς και της ερþτησης, üλα δεßχνουν μια εξοικεßωση με τη ρητορικÞ τÝχνη» (Αλεξßου & Αποσκßτη 1988, 55-56).
(στ. 305-334)

σκηνÞ 5η:

ΠΑΝ.
Γεῖς ἁποὺ τὴν πλουσüτητα δὲν ἔχει γνωρισμÝνη,
μὲ τὴ φτωχειὰ περνᾶ ζωὴ καλὴ κι ἀναπαημÝνη.
Γεῖς ἁποὺ γεννηθεῖ τυφλüς, δὲν ἔχει χρειὰ στὸν ἥλιο
τὸ λαμπυρὸ νὰ κÜθεται γὴ σ' μαυρισμÝνο σπÞλιο.
Γεῖς ἁποὺ δρüσος κρýου νεροῦ ποτÝ του δὲ γνωρßζει,
δὲν τὸ ζητᾶ στὴ δßψα του μηδὲ ποσῶς τὸ χρÞζει·
καὶ γεῖς ἁποὺ δὲν εἶχε μπεῖ σ' μιᾶς κορασßδας χÜρη,
πρßκα νὰ πιÜσει δὲ μπορεῖ, νιὸν ἄλλο ἂν ἔν' καὶ πÜρει.
Μὰ ποιüς νὰ πÝσει σὲ φτωχειÜ, στὰ πλοýτη μαθημÝνος,
καὶ νὰ μὴν ἔχει βÜσανα πÜσα καιρὸ ὁ καημÝνος;
Ποιüς μὲ τὸ φῶς τῶν ἀμματιῶ στὴ γῆ ποτὲ γεννᾶται,
κι ὥστε νὰ ζεῖ, σὰν τυφλωθεῖ, νὰ μὴν παραπονᾶται;
Ποιüς μὲ γλυκὺ καὶ κρýο νερὸ τὴ δßψα του νὰ σβÞσει,
καὶ νὰ τοῦ λεßψει στü 'στερο, καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ζÞσει;
Γὴ ποιüς μιᾶς κüρης ὄμορφης φιλιὰ κι ἀγÜπη χÜνει.
καὶ νὰ μὴν ἔχει πεθυμιὰ πÜραυτας ν' ἀποθÜνει;
Πλοῦσος, φραμÝνος στὴ δροσιὰ καὶ χορτασμÝνος ἤμου
καὶ πλῆσα καλορßζικον ἐκρÜτου τὸ κορμß μου·
βρýση χιονÜτη κρυüτατο νερὸν ἐπüτιζÝ με,
τὰ σωθικÜ μου ἐγιÜτρευγε κι ὅλον ἐδρüσιζÝ με.
Δυὸ ἥλιοι σ' ἕνα κοýτελο βαλμÝνοι φῶς μοῦ δßδα,
καὶ φωτερὲς τσὶ νýκτες μου σὰ μεσημÝριν εἶδα.
Μιὰ κορασßδα εὐγενικὴ παρὰ γυναßκαν ἄλλη,
μὲ δßχως ταßρι σ' τσ' ὀμορφιὲς κι εἰς τὰ περßσσα κÜλλη,
τσ' ἐλπßδες τση εἶχεν εἰς ἐμὲ κι ὅλη τση τὴν ἀγÜπη,
κι ὁλημερνὶς πασßχαρο μ' ἐκρÜτειε τὸν ἀζÜπη .
κι ἐδὰ σὲ πüσο κßντυνο στÝκομαι καὶ τρομÜσσω
νὰ μὴ γυρßσει ἡ τýχη μου κι ὅλα γιαμιὰ τὰ χÜσω,
φτωχὸς νὰ μεßνω τὸ ζιμιü, τυφλὸς καὶ διψασμÝνος,
καὶ διχωστὰς τὴν κüρη μου τὴν ὄμορφη ὁ καημÝνος.

     Ο βασιλιÜς Ýχει καλÝσει τον Ýμπιστο στρατηγü του ΠανÜρετο, για να του ανακοινþσει την πρüθεσÞ του να παντρÝψει την Ερωφßλη με Ýναν απü τους δýο εχθροýς του βασιλεßς, που Ýχουν στεßλει προξενιÜ. ¸τσι, θα συνÜψει ειρÞνη μαζß τους και θα ηρεμÞσει απü τους πολÝμους. Στο απüσπασμα αυτοý του διαλüγου τους, ο ΠανÜρετος προσπαθεß να τον πεßσει να μην προχωρÞσει σε Ýναν τÝτοιο γÜμο, αλλÜ ο βασιλιÜς εßναι ανÝνδοτος και του αναθÝτει, σε μια σκληρÞ τραγικÞ ειρωνεßα, να πεßσει τη βασιλοποýλα (δηλαδÞ την ßδια του τη γυναßκα) να παντρευτεß Ýναν απü τους δýο με τη θÝλησÞ της.  (στ. 307- 334)

σκηνÞ 6η:

ΒΑΣΙΛΕΑΣ & ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ

ΒΑΣ.
Τοῦτα λοιπὸ τὰ βÜσανα κι οἱ ἔχθρητες νὰ πÜψου
γλÞγορα ἐλπßζω μÝσα μας, μὲ δßχως πλιὸ νὰ ξÜψου,
γιατὶ κι οἱ δυü, συβαστικοß, ξεῦρε, ἐμηνýσασß μου
τοῦ 'νοὺς ἀποὺ τσὶ δυü τωνε νὰ δþσω τὸ παιδß μου
γυναßκα του καὶ ταßρι του, καθὼς οἱ νüμοι ὁρßζου,
καὶ τüτες φßλο κι ἐδικὸ καλὸ νὰ μὲ γνωρßζου.
Κι ἔτσι οἱ προξενητÜδες τως σ' ἐτοýτη μας τὴ χþρα
στÝκου γιὰ τὴν ἀπüκριση τὴν ἐδικÞ μου τþρα,
κι ἀλλιῶς νὰ κÜμω δὲ μπορῶ, παρὰ νὰ τηνε δþσω
τοῦ 'νοýς τωνε ν' ἀλαφρωθῶ στὰ γÝρα μου καμπüσο.
Ἔτσι τσῆ τü 'πα σÞμερο κι αὐτὴ ἄρχισε νὰ κλαßγει
κι ἀποὺ τὸ πλÜγι μου ποτὲ δὲ θÝλει νÜ 'βγει, λÝγει,
γιὰ νÜ 'ναι σὰν παιδὶ καλὸ πÜντα στὴ δοýλεψÞ μου,
ὥστε νὰ στÝκει ζωντανὸ στὸν κüσμο τὸ κορμß μου.

ΠΑΝ.
ΚÜνει σὰν εἶναι τὰ παιδιὰ νὰ κÜνου κρατημÝνα,
περιτοπλιὰς γιατὶ ποτὲ δὲν ἔχει γνωρισμÝνα
μÜνα, καὶ τὴν ἀγÜπη τση μüνο σ' ἐσÝναν ἔχει,
καὶ φαßνεταß τση βαρετὸ μακρὰ ἀπὸ σὲ ν' ἀπÝχει.

ΒΑΣ.
Ναῖσκε, μὰ νÜ 'χει ἀπομονὴ κι αὐτὴ ὡς ἐγὼ τυχαßνει,
γιατὶ μὲ τÝτοιους βασιλιοὺς καλÜ 'ναι παντρεμÝνη.

ΠΑΝ.
Δὲ βλÝπω χρειὰ μηδὲ κιαμιὰ νὰ σφßγγει, τὸ παιδß σου
ν' ἀφÞσεις νὰ τὸ κÜμουσι ταßρι τως οἱ ἐχθροß σου.
Μικρüτεροß 'ναι παρὰ σÝ, φοβοῦνται, τρÝμουσß σε,
γιὰ κεῖνο, ἀφÝντη, γιὰ δικü, ξεῦρε, γυρεýγουσß σε.

ΒΑΣ.
Σþνει! Δὲ σ' ἔκραξα ἐδεπὰ γιὰ νÜ 'χω τὴ βουλÞ σου,
μὰ θÝλω μüνο σÞμερο σ' τοῦτο τὴ δοýλεψÞ σου:
τὴ θυγατÝρα μου ἄγωμε νὰ βρεῖς, νὰ τσῆ μιλÞσεις,
κι ὅσο μπορÝσεις γýρεψε νὰ τηνὲ σιργουλßσεις
νὰ συβαστεῖ νὰ παντρευτεῖ μ' ὅποιο ἀπ' αὐτοὺς θελÞσει
καὶ στανικῶς τση νὰ γενεῖ τὸ πρÜμα μὴν ἀφÞσει.

ΠΑΝ.
ΧρειÜ 'ναι τ' ὁρßζεις νὰ γενεῖ μ' ἕνα καὶ μ' ἄλλο τρüπο.
(Ὢ κακοριζικüτατες οι ἐλπßδες τῶν ἀθρþπω!)


     Στο παρακÜτω απüσπασμα συνομιλοýν οι δýο πρωταγωνιστÝς και δßνουν υπüσχεση παντοτινÞς αγÜπης. Μια σýντομη αναδρομÞ στην ερωτικÞ τους ιστορßα θα σας βοηθÞσει να κατανοÞσετε τη συναισθηματικÞ τους Ýνταση: O ΠανÜρετος κι η βασιλοποýλα Ερωφßλη Þταν φßλοι απü παιδιÜ. Καθþς μεγÜλωναν, το αßσθημÜ τους εξελßχθηκε σε Ýρωτα, χωρßς να γνωρßζει και να εγκρßνει ο βασιλιÜς τη σχÝση τους. ¾στερα απü νικηφüρο πüλεμο εναντßον των Περσþν εισβολÝων, στον οποßο διακρßθηκε ο ΠανÜρετος, ο δεσμüς των δýο νÝων ολοκληρþθηκε «με üρκους και δαχτυλßδι», üπως εξομολογεßται μυστικÜ ο ΠανÜρετος στο φßλο του Καρπüφορο, στην πρþτη πρÜξη του Ýργου. Στο μεταξý ο βασιλιÜς δÝχεται προξενιÝς απü τους βασιλιÜδες της ΜικρÜς Ασßας και της Περσßας και αποφασßζει να παντρÝψει την κüρη του με τον ισχυρüτερο. Η Ερωφßλη αρνεßται το γÜμο, με την πρüφαση üτι δε θÝλει να φýγει μακριÜ του. Η αγωνßα της για το μÝλλον κυριαρχεß στη δεýτερη πρÜξη, γι' αυτü εμπιστεýεται τον πüνο της στην παραμÜνα της.
     Στη 3η πρÜξη, στο απüσπασμα που ακολουθεß, ο ßδιος ο ΠανÜρετος, σταλμÝνος απü το βασιλιÜ, μεταφÝρει στην Ερωφßλη το μÞνυμα του βασιλιÜ για τις προξενιÝς, ενþ παρÜλληλα της μιλÜ με θÝρμη για τον ÝρωτÜ του αλλÜ και για το φüβο του μÞπως τη χÜσει.
Στην αρχÞ περßπου της 3ης πρÜξης κι ενþ στη σκηνÞ βρßσκεται Þδη η Ερωφßλη, που 'χει εκφωνÞσει Ýνα λυρικü μονüλογο για τον Ýρωτα, Ýρχεται ο ΠανÜρετος, ο οποßος δεν τη βλÝπει αμÝσως και δηλþνει στον εαυτü του (και στο κοινü) üτι δεν θα αφÞσει να χÜσει τη ζωÞ του, χωρßς να προσπαθÞσει να σωθεß. ¼ταν αντιλαμβÜνεται την αγαπημÝνη του, απευθýνεται στον ¸ρωτα ευχαριστþντας τον για την ανακοýφιση που του δßνει η θÝα της κοπÝλας. Το ßδιο κι εκεßνη του εκφρÜζει την ανακοýφιση που νιþθει üποτε το βλÝπει. (στ. 1-128)

ΠρÜξη 3η, σκηνÞ 2η:

Ερωφßλη & ΠανÜρετος


ΠΑΝ.
Ὅντεν ἀστρÜφτει καὶ βροντᾶ κι ἀνεμικὲς φυσοῦσι,
κι εἰς τὸ γιαλὸ τὰ κýματα τὰ θυμωμÝνα σκοῦσι,
καὶ τὸ καρÜβι ἀμπþθουσι σὲ μιὰ μερὰ κι εἰς ἄλλη
τσῆ φουσκωμÝνης θÜλασσας, μὲ ταραχὴ μεγÜλη,
τüτες γνωρßζεται ὁ καλὸς ναýκλερος, μüνο τüτες
τιμοῦνται οἱ κατεχÜμενοι κι ἀδυνατοὶ ποδüτες,
γιατὶ μὲ τÝχνη κι ὁ γιαλὸς πολλὲς φορὲς νικᾶται,
κι ἐκεῖνος ἁποὺ κυβερνᾶ ψηλþνει καὶ τιμᾶται.
Γιαῦτος κι ἐγὼ σ' τσῆ τýχης μου τὴν ταραχὴ τὴν τüση,
ἁποὺ ἔτσι ξÜφνου μ' εὕρηκε γιὰ νὰ μὲ θανατþσει,
δὲ θὲ ν' ἀφÞσω νὰ χαθῶ δßχως νὰ δοκιμÜσω
στὸ δýνομαι νὰ βουηθηθῶ, πρὶν τὴ ζωÞ μου χÜσω.

ΕΡΩ.
ὈúμÝνα κι ἴντα τοῦ γροικῶ; ΤÜχα καινοýργια πÜλι
κακομοιριὰ ν' ἀπüσωσε νὰ σμßξει μὲ τὴν ἄλλη;

ΠΑΝ.
Μὰ τὴν κερÜ μου συντηρῶ κι ἔρχεται πρὸς ἐμÝνα,
κι ἔχει τὸ πρüσωπο κλιτü, τ' ἀμμÜτια θαμπωμÝνα.
Ἔρωτα, μ' ὅσα βÜσανα μὲ κÜνεις νὰ γροικÞσω,
τσῆ δýναμÞς σου δὲ μπορῶ παρὰ νὰ φχαριστÞσω,
γιατὶ μὲ μιὰ γλυκειὰ θωριὰ πλερþνει πÜσα κρßση
τοýτη ἁπ' ὡς ἥλιος δýνεται τὸν κüσμο νὰ στολßσει.
Τὰ περιστÝρια ὅντε νερὸ καὶ ταραχὴ γροικοῦσι,
ἀποὺ τσὶ κÜμπους μὲ σπουδὴ πρὸς τσὶ φωλιὲς πετοῦσι·
κι ἐσý, κερÜ, στὴν ταραχὴ τσῆ τüσης κακοσýνης
τσῆ τýχη μας, γιὰ ποιÜ ἀφορμὴ τὴν κÜμερÜ σου ἀφßνεις
κι ἔρχεσαι σ' τοýτη τὴ μερÜ, κι ἡ θαμπωμÝνη σου ὄψι
δýνεται τὴν καημÝνη μου καρδιὰ σὲ δυὸ νὰ κüψη;

ΕΡΩ.
Σ' πÜσα πολý μου βÜσανο καὶ πρßκα μου μεγÜλη,
παρηγοριÜ, ΠανÜρετε, ποτὲ δὲν ηὕρηκα ἄλλη,
παρὰ τὸ βγενικüτατο πρüσωπο τὸ δικü σου,
καθþς, θαρρῶ, πολλὰ καλὰ τὸ ξεýρεις ἀπατüς σου.
Γιὰ τοῦτον ἦρθα ὡς ἐδεπὰ μονÜχας νὰ σὲ δοῦσι
τ' ἀμμÜτια μου τσῆ ταπεινῆς, νὰ παραλαφρωθοῦσι.

ΠΑΝ.
Βασιλοποýλ' αφÝντρα μου, θÜρρος κι απαντοχÞ μου,
την πρßκαν οποý πλÜκωσε σÞμερο το κορμß μου
γλþσσα λογιÜζω μηδεμιÜ μπορεß να τη μιλÞση,
μηδ' Üλλο πρÜμμα δýνεται να την παρηγορÞση,
παρÜ η θωριÜ σου μοναχÜς κι ωσÜν το διψασμÝνο
λÜφι γλακÜ 'ς τον ποταμü πλεßσια πεθυμισμÝνο
να πÞ νερü να δροσισθÞ, τÝτοιας λογÞς, κερÜ μου,
για να σε δοýν ετρÝχασι τ' αμμÜτια τα δικÜ μου,
να μου ζυγþξης τση καρδιÜς το βÜρος το περßσσο,
κι απü δεπÜ πασßχαρος περßσσια να γυρßσω.
Μα πρßχου σþσ', ο βασιλειüς μου μÞνυσε να δρÜμω
να πα τον εýρω, κι Þτονε χρειÜ μου ζημιü να κÜμω
τον ορισμü τ' αφÝντη μου, για κεßνο μετÜ σÝνα
δεν εßμ' απþστε μ' ηýρηκεν η ακριβÞ σου νÝνα.

ΕΡΩ.
Κι ßντÜ 'θελες με τüση βιÜ;

ΠΑΝ.
                                                           ΤρÝμουσι και δειλιοýσι
τα χεßλη μου ν' ανοßξουσι να στου το διηγηθοýσι.
Δυο προξενειαßς για λüγου σου του φÝρασι, κερÜ μου,
κι ως μοý 'πεν αποφÜσισεν (þφου, ωχοúμÝ η καρδιÜ μου!)
να σε παντρÝψη, κι üγιατß σαν κακοκαρδισμÝνη
λÝγει πως σ' εßδε ως τ' Üκουσες, ψυχÞ μ' αγαπημÝνη,
με λüγια και με σουργουλιαßς μ' Ýστειλε να σε κÜμω
να συβαστÞς να κÜμετε τον πρικαμÝνο γÜμο.
Κι απþστε τοýτο γροßκησα, λüγιασ' εσý κερÜ μου,
πüσαις φωτιαßς μου καßγουσι τη δüλια την καρδιÜ μου!
Το θÜνατο και τη σκλαβιÜ τüσα πρικιÜ δεν κρÜζω,
σαν εßν' πρικý το βÜσανο που τþρα δοκιμÜζω,
τþν' απ' αυτÜνα τσÞ καûμοýς τελειüνει κι εις την Üλλη
με τον καιρüν η λευτεριÜ τÝλος μπορεß να βÜλλη.
Μα κεßνον οποý μου κρατεß το νου μου πρικαμÝνο
'ς τοýτο τον κüσμο ζωντανü, στον Üδη αποθαμÝνο
πÜντα με θÝλει πολεμÜ, δßχως καιρü να δþση
τÝλος ποτÝ, γη αλÜφρωσι 'ς την κρßσι μου την τüση.

ΕΡΩ,
ΠÜσα κανεßς απ' αγαπÜ δßκηü 'χει να φοβÜται
με πÜσα λßγην αφορμÞ, μα να παρηγορÜται
πÜλιν τυχαßνει, οντÜ θωρÞ την κüρην τη δικÞν του
πως μια ψυχ' εßναι μετ' αυτü, κι Ýνα με το κορμßν του.
Πως σ' αγαπþ κατÝχεις το, γνωρßζεις πως μηδÝνα
θÜρρος δεν πρÝπει νÜχω πλειü 'ς τον κüσμο, παρÜ σÝνα,
´ς την ευγÝνειÜ σου την πολλÞν, 'ς τη χÜρι σου την τüση,
'ς τη δýναμι, τσÞ διÜξες σου κι εις την πολλÞ σου γνþσι
τον πüθο μ' εθεμÝλιωσα, πλειÜ απü κτßσμαν Üλλο
μÝσα 'ς τα φýλλα τσÞ καρδιÜς τον Ýκαμα μεγÜλο,
για τοýτο μον' ο θÜνατος μπορεß να τον χαλÜση
'ς τοýτο τον κüσμο, κι η ψυχαßς πÜλι 'ς στον Üδη ας πÜσι
πως θÝλου σμßξει κι εδεκεß με πλειÜν αγÜπη ελπßζω,
γιατß κι εσý πιστüτατα πως μ' αγαπÜς γνωρßζω.
ΟúμÝ κιÜς μοý 'το μπορετü το στÞθος μου ν' ανοßξω
και φυτεμÝνο στην καρδιÜ πως σ' Ýχω να στο δεßξω,
για νÜχες πÞς ΠανÜρετε -χωρßς το θÜνατü μου
ν' ανασπαστþ Ερωφßλη μου, δεν εßναι μπορετü μου!

     Καθþς συνεχßζεται ο μοναδικüς διÜλογος των δýο ερωτευμÝνων που γßνεται επß σκηνÞς και που καθüλου τυχαßα Ýχει τοποθετηθεß στο μÝσον του Ýργου, ο ΠανÜρετος ζητÜ απü την Ερωφßλη να μη τονε προδþσει κι εκεßνη προκαλεß τον ¸ρωτα να τη σκοτþσει για ν' αποδεßξει στο δýσπιστο σýντροφο την αγÜπη της. ¸τσι κλεßνει η 2η σκηνÞ. (στ. 129-190)

ΠΑΝ.
Τοῦτα τ' ἀμμÜτια, ἀφÝντρα μου, καλὰ καὶ δὲ θωροῦσι
πὼς στὴν καρδιÜ σου βρßσκομαι, τοῦ νοῦ τὸ συντηροῦσι
τ' ἀμμÜτια, ἁπ' ἔχου νὰ θωροῦ χÜρη σγουραφισμÝνο
τὸ πρÜμαν ἁποὺ βρßσκεται στὸν ὀφθαλμὸ χωσμÝνο.
Μὰ δὲ μπορεῖ ἡ καημÝνη μου καρδιὰ νὰ μὴν τρομÜσσει
τὸ πρÜμα κεῖνο ποὺ ἀγαπᾶ τüσα πολλÜ, μὴ χÜσει,
κι εßμαι σαν Ýναν ακριβü πüχει τσι θησαυροýς του
χωσμÝνους σ' τüπο ἀδυνατü, μ' ὅλον ἐτοῦτο ὁ νοῦς του
στÝκει μὲ χßλιους λογισμοýς, μ' ἔγνοια πολλὰ μεγÜλη
μὴ λÜχει νὰ τσὶ βροýσινε καὶ πÜρουσß του τσι ἄλλοι.
ὈúμÝ, κι ἂν ἄλλος δὲ μπορεῖ, γι' αψÞφιστο λογÜρι,
σωστὴ στὸν κüσμο ἀνÜπαψη ποτὲ κιαμιὰ νὰ πÜρει,
πῶς θὲς νὰ μὴ φοβοῦμαι ἐγþ, πῶς θὲς νὰ μὴν τρομÜσσω,
τὰ κÜλλη σου τ' ἀρßφνητα κιαμιὰ φορὰ μὴ χÜσω;
Στὸν ἥλιον ἔχω ντÞρηση κι εἰς τ' ἄστρα ποὺ περνοῦσι
καὶ τσ' ὀμορφιÝς σου, ἀφÝντρα μου, κÜτω στὴ γῆ θωροῦσι,
μηδὲ χυθοῦ κι ἁρπÜξου σε, κι ἐμÝνα τὸν καημÝνο
παρ' ἄλλον ἄθρωπο στὴ γῆ ν' ἀφÞσου πρικαμÝνο.

ΕΡΩ.
Τüσες δὲν εἶναι οἱ ὀμορφιÝς, τüσα δὲν εἶν' τὰ κÜλλη,
μÜ τοῦτο ἐκ τὴν ἀγÜπη σου γεννᾶται τὴ μεγÜλη.
Μὰ γὴ ὄμορφÞ 'μαι γὴ ἄσκημη, ΠανÜρετε ψυχÞ μου,
γιὰ σÝναν ἐγεννÞθηκε στὸν κüσμο τὸ κορμß μου.

ΠΑΝ.
Νερü δεν Ýσβησε φωτιÜ ποτÝ, βασßλισσÜ μου,
καθþς τα λüγια τα γροικþ σβÞνουσι την πρικιÜ μου.
Μ' üλον ετοýτο, αφÝντρα μου, μα την αγÜπη εκεßνη,
που μας ανÜθρεψε μικρÜ, και πλια παρ' Üλλη εγßνη
πιστÞ και δυνατüτατη σ' εμÝνα κι εις εσÝνα,
και τα κορμιÜ μας σ'Üμετρο πüθο κρατεß δεμÝνα,
περßσσα σε παρακαλþ ποτÝ να μην αφÞσεις
να σε νικÞσει ο βασιλιüς, να μ' απολησμονÞσεις.

ΕΡΩ.
OúμÝνα, νÜ 'βρω δε μπορþ ποιαν αφορμÞ ποτÝ μου
σου 'δωκα στην αγÜπη μου φüβο, ΠανÜρετÝ μου,
να πιÜνεις τüσα δυνατü, σα να μηδÝ γνωρßζεις
το πως το νου και την ψυχÞ και την καρδιÜ μου ορßζεις.
¸ρωτα, απεßς τ' αφÝντη μου τ' αμμÜτια δε μποροýσι
πüσα πιστÜ και σπλαχνικÜ τον αγαπþ να δοýσι,
μιαν αποý τσι σαÀτες σου φαρμÜκεψε και ρßξε
μÝσα στα φυλλοκÜρδια μου και φανερÜ του δεßξε
με τον πρικý μου θÜνατο πως ταßρι του απομÝνω,
και μüνο πως για λüγου του στον ¢δη κατεβαßνω.

ΠΑΝ.
Τοýτο ας γενεß σ' εμÝνα ομπρüς, φüβο κιανÝνα αν Ýχω
στον πüθο σου, νερÜιδα μου, γÞ αν Ýν' και δεν κατÝχω
πως μÞδ' ο θÜνατος μπορεß να κÜμει να σηκþσεις
τον πüθο σου απü λüγου μου κι αλλοý να τüνε δþσεις.
Μα δεν κατÝχω ποια αφορμÞ με κÜνει και τρομÜσσω,
το πρÜμα, που στο χÝρι μου κρατþ σφικτÜ, μη χÜσω,
κι εκεßνο, αποý παρηγοριÜ πρÝπει να μου χαρßζει,
τσ' ελπßδες μου τσ' αμÝτρητες σε φüβο μοý γυρßζει.

ΕΡΩ.
Τοýτü 'ναι αποý το ξαφνικü μαντÜτο που μας δþσα,
μα μην πρικαινομÝστανε, ΠανÜρετÝ μου, τüσα,
γιατß ουρανüς, αποý 'καμε κι εσμßξαμεν αντÜμι,
να στÝκομε παντοτινÜ ταßρια μÜς θÝλει κÜμει.
Τον ουρανü, τη θÜλασσα, τη γη και τον αÝρα,
τ' Üστρα, τον Þλιο το λαμπρü, τη νýκτα, την ημÝρα,
παρακαλþ ν' αρματωθοý, να 'ρθουν αντßδικÜ μου,
την þρα οπ' Üλλος θÝλει μπει πüθος εις την καρδιÜ μου.
Μ' απÞτις να μιλοýμ' εδþ πλειüτερα δε μποροýμε,
'ς την κÜμερÜ μου ÝλÜ 'βρÝ με, στρÜτα καμμιÜ να βροýμε,
να κÜμωμε τσÞ προξενειαßς τοýταις να ξηλωθοýσι,
κι ýστερα τ' Üλλα πλειÜ 'φκολα δýνουνται να 'σιασθουσι.
ΠÜγω, και μην αργÞς λοιπü.

ΠΑΝ.
                                                          Ας πηαιν' η αφεντιÜ σου
γιατß κι εγþ 'ρχομαι ζημιü κατÜ το θÝλημÜ σου.

     Ακριβþς μüλις τελειþνει ο διÜλογος κι η 2η σκηνÞ, ακολουθεß η 3η που εßναι Ýνας μονüλογος του ΠανÜρετου, που λογικÜ εßναι προβληματισμÝνος: απü τη μια λαχταρÜ τη κüρη, απü την Üλλη σÝβεται την εργασßα και τον αφÝντη του αλλÜ κι απü την Üλλη επßσης Ýχει αρχßσει να ανησυχεß για τη τýχη του üλου αυτοý θÝματος. Σα να νιþθει εκτüς απü τη φλüγα του Ýρωτα και πως δε θα πÜνε καθüλου καλÜ τα πρÜγματα! (στ. 191-242)

σκηνÞ 3η (ολÜκερη):

ΠανÜρετος μονολογεß

ΠΑΝ.
Τüπο μηδÝνα σκοτεινü 'ς τον κüσμο δεν αφßνει
ο Þλιος ο λαμπρüτατος, 'σαν τον απομακρýνη,
καθþς μ' αφßνει σκοτεινÞ και μαýρη την καρδιÜ μου,
τοýτ' η νερÜιδα η üμορφη 'σα λεßψη απü σιμÜ μου.
Μηδ' ο χειμþνας νÝφαλα τüσα μπορÜ σηκþση
με ταραχÞ κι ανεμικÞ τον Þλιο να θαμπþση,
'ς ελπßδα ομÜδι κι εις πολý φüβο να με κρατοýσι,
και συχναλλÜσσουν κι ουδÝ γεßς ρßζα μπορεß να κÜμη,
μα 'σαν ανÝμ' αλλÞλως τως μÜχουνται πÜντ' αντÜμι.
ΤσÞ κüρης μου μοý δεßχν' ο γεßς το μπιστεμÝνο πüθο
και χßλιους αναγαλλιασμοýς κÜνει ζημιü και γνþθω
Üλλος τω γυναικ' ολονþ το νου μου φανερüνειι
πως εßν' περßσσ' ασýστατος κι ευθýς με θανατüνει.
ΘÝλει Üλλος τον αφÝντη μου περßσσια να τρομÜσω,
να μη γροικÞση τü 'καμα κι τη ζωÞ μου χÜσω.
¢λλος ζητÜ το θÜρρος μου πÜντα 'ς τη δοýλεψß μου
να βÜνω και την κüρη μου μου τÜσσει αντßμεψß μου.
Κι Üλλος περßσσι' απüκοτος, 'ς τοýτο το χÝρι απÜνω
μου λÝγει την ελπßδα μου πÜσα καιρü να βÜνω.
Χßλιοι μου λεν “φýγ' απü δω”, χßλιοι μου λÝνε “στÜσου”
κι απüφασες γιαμιÜ γιαμιÜ χßλιες στο νου μου αλλÜσσου.
Γιαýτος το πρÜμα üπου κιανεßς δεν Ýπαθε λογιÜζω
μüνιος με τüσο μου καημü στον κüσμο δοκιμÜζω. 
Το φως σκοτßδι μου γεννÜ το πλοýτος με φτωχαßνει,
Πρßκα μου προξενÜ η χαρÜ, το δρüσος με ξεραßνει.
Σαν πýργος στÝκω αδυνατüς και τρÝμω σαν καλÜμι,
Δειλιþ κι αποκοτþ γιαμιÜ, γελþ και κλαßγω αντÜμι.
Σ' þριο περβüλι βρßσκομαι κι εις φυλακÞ κρατοýμαι,
ΜÝσα σ'λιμνιþναν Üραξα κι Üγριο καιρü φοβοýμαι.
Στο ψÞλος του τροχοý πατþ τση τýχης, και τα βÜθη
ΒλÝπω τση κακορριζικιÜς κι Ýχω περßσσα πÜθη.
Κι εκεßνο που 'ναι πλιüτερο, με παιδωμÞ και ζÜλη
Στου Παραδεßσου κατοικþ τη δüξα τη μεγÜλη.
¿φου κακü μου ριζικü, βασανισμÝνο, γιÜντα
Σ' αρÝσει να με τυραννÜς σε τἐτοιο τρüπο πÜντα;
¸ρωτα, με το ξüμπλι μου, μηδÝνας μην ελπßζει
Πολýν καιρü πασßχαρος μετÜ σου να γυρßζει,
Γιατß δολþνεις τσι χαρÝς με δÜκρυα και με κρßσες,
Κι εις σε δροσιες τσ' αρüφνητες σμßγεις φωτιÝς περßσσες.
Κι εσý, Αφροδßτη μου θεÜ, οποý μικρü παιδÜκι
Μ' επüτισεν η χÜρη σου του γιου σου το φαρμÜκι,
Με τüση γλýκα και δροσιÜ μαζß ανακατωμÝνο,
Που 'λεγα τ'ουρανοý πιοτü πßνω χαριτωμÝνο.
ΣτρÜφου σ' εμÝ λυπητερÜ και σýστεψε το νου μου,
Δος τση καρδιÜς μου δýναμη, γνþση του λογισμοý μου,
Για να βρω στρÜταν εýκολη και τρüπο να γλυτþσω,
Και τοýτες üπου τυραννοý το νου μου να σποδþσω
Τσι προξενιÝς κι αμπüδιστρο μη λÜχει πιο κιανÝνα,
πρßκα 'ς την Ερωφßλη μου να δþση κι εις εμÝνα,
κιÜν Ýσφαλα τ' αφÝντη μου, 'δε την εμπüρεσß σου
και τσÞ κερÜς μου τσ' ομορφιαßς και τüτες με λυπÞσου...

     Μßα μεταφυσικÞ μορφÞ, το φÜντασμα του αδελφοý του βασιλιÜ, Ýχει κÜνει την εμφÜνισÞ της στη σκηνÞ, αφüτου αποσýρθηκαν η Ερωφßλη πρþτα κι ο ΠανÜρετος κατüπιν. Η «ασκιÜ» αυτÞ εξιστüρησε στο κοινü πþς θανÜτωσε τον ßδιο και τα παιδιÜ του ο τωρινüς βασιλιÜς, με τον οποßο συγκυβερνοýσανε και πþς του πÞρε τη γυναßκα, με την οποßα απÝκτησε το μοναχοπαßδι του Ερωφßλη. ¸τσι, τþρα που το κοινü ακοýει τον αλαζονικü μονüλογο του Φιλüγονου και γνωρßζοντας την πÝρα απü κÜθε ηθικü Ýρεισμα αμαρτωλÞ συμπεριφορÜ του, μπορεß να φανταστεß üτι τα πρÜγματα δεν θα εξελιχθοýν καθüλου καλÜ. ¼ταν ο Φιλüγονος αποσυρθεß, το φÜντασμα του αδελφοý του θα ζητÞσει απü τους θεοýς τη γρÞγορη τιμωρßα του. (στ. 333-370)

σκηνÞ 5η:

ΒασιλιÜς & η ΑσκιÜ του


ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ἀπ' ὅσες χÜρες οὐρανὸς γὴ ἡ μπορεμÝνη φýση
γιὰ στüλισην ἐβÜλθηκε τ' ἀθρþπου νὰ χαρßσει,
πλιὰ ἄξα καὶ πλιὰ καλýτερη δὲν εἶναι σὰν ἐκεßνη
τσ' ἀδýνατῆς ἀποκοτιᾶς, κρßνω σ' ἀληθοσýνη,
γιατὶ δὲν εἶναι μηδεμιὰ σὰν τοýτη, νὰ ψηλþνει
τσ' ἀθρþπους γληγορýτερα καὶ νὰ τσὶ μεγαλþνει.
Τοýτη ἔκοψε κι ἐμÜζωξε τὰ δÝντρη κι ἔκαμÝ τα
καρÜβια, κι εἰς τσῆ θÜλασσας τσὶ στρÜτες ἔβαλÝ τα,
τοýτη τσὶ ποταμοὺς περνᾶ καὶ τὰ βουνιὰ ἀνεβαßνει,
τοýτη μὲ πλÞσα δýναμη σ' τσὶ ξÝνους τüπους μπαßνει,
τοýτη τὰ κÜστρη πολεμᾶ, τοýτη νικᾶ, καὶ τοýτη
μüνια τση δßδει τσὶ τιμὲς καὶ τὰ μεγÜλα πλοýτη.
Τοýτη τὸ φüβο δὲν ψηφᾶ, τὸν Ἅδη δὲ φοβᾶται
κι ὅποιος τὴν ἔχει ζωντανüς, μüνο, στὴ γῆ λογᾶται.
Τοýτη κι ἐμÝνα βασιλιὸ μ' ἔκαμε, τοýτη μüνο
μ' ἄξωσε κι εἰς τὴν κεφαλὴ στÝμμα χρουσὸ σηκþνω,
καὶ μὲ μεγÜλη μου χαρὰ τὴν Αἴγυπτον ὁρßζω,
κι ἴσα μου καλορßζικο κιανÝνα δὲ γνωρßζω.
Νßκες καὶ πλοýτη καὶ τιμὲς πÜσ' ὥρα μοῦ πληθαßνου,
χαρὲς πολλὲς στὸ σπßτι μου κι εἰς τὴν καρδιÜ μου μπαßνου.
Μιὰ μüνο μοῦ βασÜνιζεν ἔγνοια τὸ λογισμü μου,
τσῆ θυγατÝρας μου ἡ παντρειÜ· τþρα τὸ ριζικü μου
τηνὲ τελειþνει, σὰ θωρῶ, κι ἐτοýτη πλιὰ ἀπὸ κεῖνο
παρὰ ποὺ λüγιαζα καλλιÜ, γιὰ τοῦτο δßκια κρßνω
πὼς οὐδεμιὰ καλομοιριὰ μὲ τὴ δικÞ μου μοιÜζει,
μηδὲ τσῆ μπüρεσÞς μου πλιὸ μπüρεση δὲν ταιριÜζει.
Μὰ πÜγω σ' τσ' Ἐρωφßλης μου, τ' ἀμμÜτια καὶ τὸ φῶς μου,
γι' αὐτὴ τὴν ἄξα τση παντρειὰ νὰ ξαναπῶ ἀπατüς μου.

ΑΣΚΙΑ
Ζεῦ, ἁποὺ στÝκεις σ' τσ' οὐρανοὺς κι ἐδῶ στὸν κüσμο κÜτω
τσ' ἀθρþπους ὅλους συντηρᾶς, τὰ λüγια ποὺ καυχᾶτο
καλὰ περßσσα ἐγροßκησες, καὶ κÜμε δικιοσýνη
γλÞγορα· μὲ τὴν ἄργητα χειρüτερος ἐγßνη!
Καὶ πρßκες ἀποδὰ κι ὀμπρὸς τοῦ δῶσε τοῦ θανÜτου,
κι ἂς εἶν' αὐτὲς οἱ προξενιὲς ἡ ὕστερη χαρÜ του.
κι ἐσὺ ἐκ τὸν Ἅδη, Πλοýτωνα, πÝψε φωτιὰ μεγÜλη,
σὰ μοῦ 'ταξες, κι ἂς ἅψουσι σὲ μιὰ μερὰ κι εἰς ἄλλη
μÜνητες, πρßκες, βÜσανα, κλÜηματα καὶ θανÜτοι,
κι ἔρημο ἂς μεßνει σÞμερον ἐτοῦτο τὸ παλÜτι!

     Παßρνοντας αφορμÞ απü τον μονüλογο του Φιλüγονου που προηγÞθηκε, ο χορüς των κορασßδων καταδικÜζει την απληστßα του ανθρþπου για πλοýτο και δüξα ως προερχüμενη απü τον ¢δη, τον κüσμο του κακοý. Στο απüσπασμα που ανθολογεßται εδþ, περιÝχονται οι οκτþ πρþτες στροφÝς του χορικοý, οι οποßες επικεντρþνονται στη δýναμη που Ýχει η φιλαργυρßα και η μανßα για εξουσßα να χωρßζουν τους ανθρþπους και να μην αφÞνουν δýο που αγαπιοýνται να ζÞσουν χαροýμενοι. Κι αυτü το χορικü δομεßται σε τρßστιχες (τερτσßνες) στροφÝς 11σýλλαβων στßχων με πλεκτÞν ομοιοκαταληξßα. (στ. 373-396)

ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΟΡΑΣΙΔΩ
ἀποὺ τσὶ ὁποῖες ἡ μιὰ (κορυφαßα) λÝγει τοῦτα τὰ βÝρσα (στιχÜκια).

Του πλοýτου αχορταγιÜ, τση δüξας πεßνα,
του χρυσαφιοý ακριβιÜ καταραμÝνη,
πüσα για σας κορμιÜ νεκρ' απüμεινα,

πüσοι Üδικοι πüλεμοι σηκωμÝνοι,
πüσες συχνÝς μαλιÝς συνÜφι σας
γρικοýνται ολημερνßς στην οικουμÝνη!

Στον Üδην ας βουλÞσει τ' üνομα σας,
κι üξω στη γη μην Ýβγει να παιδÝψει
νου πλιον ανθρωπινüν η ατυχιÜ σας·

γιατß αποκεß, ως θωρþ, σας Ýχει πÝψει
κανεßς στον κüσμον δαßμονας να 'ρθεßτε,
τ'ς ανθρþπους μετÜ σας να φαρμακÝψει.

Τη λýπηση μισÜτε, και κρατεßτε
μακρÜ τη δικιοσýνη ξορισμÝνη,
κι ουδÝ πρεπü, μηδ' üμορφο θεωρεßτε,

Για σας οι ουρανοß 'ναι σφαλισμÝνοι,
κι εδþ στον κüσμο κÜτω δε μποροýσι
να στÝκουν οι Üνθρωποι αναπαημÝνοι·

με τ'ς αδερφοýς τ' αδÝρφια πολεμοýσι,
κι οι φßλοι τσι φιλιÝς των απαρνοýνται,
και τα παιδιÜ τον κýρην τους μισοýσι.

Τοῦ πüθου τὰ χαρßσματα χαλοῦνται
συχνιὰ συναφορμÜ σας, γιαῦτος τüσοι
γροικοῦνται στεναγμοὶ σ' δυὸ π' ἀγαποῦνται.

     Μπαßνει στη σκηνÞ η παραμÜνα της Ερωφßλης, η νÝνα Χρυσüνομη, εκφρÜζοντας μια βαθιÜ λýπη και μεγÜλο φüβο για το μÝλλον της Ερωφßλης. Ταυτüχρονα μπαßνει και ο σýμβουλος του βασιλιÜ, που Ýχει μÜθει üτι υπÜρχει μεγÜλη ταραχÞ στο παλÜτι, αλλÜ δεν ξÝρει γιατß. Η νÝνα τον ενημερþνει üτι ο Φιλüγονος Ýμαθε (Üγνωστο ακüμη πþς) τον μυστικü δεσμü της κüρης του με τον ΠανÜρετο. (στ. 21-46)

ΠρÜξη 4η, σκηνÞ 1η:

Σýμβουλος, ΝÝνα Χρυσονüμη


ΣΥΜΒ
Γιὰ ποιÜ ἀφορμÞ, Χρυσüνομη, κλαßγεις κι ἀναστενÜζεις
καὶ τσ' Ἐρωφßλης τ' ὄνομα στὰ κλαÞματÜ σου κρÜζεις;

ΝΕΝΑ
Δὲν ξεýρεις ἴντα γßνηκε σ' τοῦτο τὸ βουλισμÝνο
σπßτι, μ' ἀποὺ τὸ στüμα μου θÝλεις τὸ πρικαμÝνο
νὰ τὸ γροικÞσεις, σýμβουλε, πÜλι γιὰ νὰ καγοῦσι
τὰ χεßλη μου χειρüτερα, ὅντε σοῦ τὸ μιλοῦσι;

ΣΥΜΒ
Δυὸ βασιλιÜδω προξενιὲς πλοýσω καὶ μπορεμÝνω
πὼς μᾶς ἐφÝρα σÞμερο μüνο ἔχω γροικημÝνο
γιὰ τσ' Ἐρωφßλης τὴν παντρειÜ· μὰ τοῦτο νὰ σοῦ δþσει
χαρÜ 'πρεπε κι ὄχι ποτὲ καημὸ καὶ πρßκα τüση.

ΝΕΝΑ
ΠρÜμα ἄλλο μεγαλýτερο μὲ κÜνει νὰ θρηνοῦμαι,
καὶ τσ' Ἐρωφßλης, σýμβουλε, τὸ θÜνατο φοβοῦμαι.

ΣΥΜΒ
Σὲ χßλια μÝρη μ' ἔκαμες τὸ νοῦ μου νὰ σκορπßσω,
μὰ τὴν ἀλÞθεια δὲ μπορῶ νὰ βρῶ καὶ νὰ γροικÞσω,
γιὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, νὰ ζÞσει τὸ κορμß σου,
τὸ πρÜμα σὲ κοντολογιÜ, σὰ στÝκει, μοῦ δηγÞσου.

ΝΕΝΑ
Τὸ πρÜμα, ἁποý 'ναι φανερὸ στὸν κüσμον ἀπατü του,
κουρφὸ νὰ τὸ κρατεῖ κιανεὶς δὲν πρÝπει τῶ φιλῶ του .
Πüθος μεγÜλος καὶ πολὺς τὴν Ἐρωφßλη ἀντÜμι
μὲ τὸν ΠανÜρετο χωστὰ νὰ παντρευτεῖ εἶχε κÜμει,
καὶ σÞμερον ὁ βασιλιüς, δὲν ξεýρω σ' ἴντα τρüπο,
τὸ γροßκησε κι ἐκ τὸ θυμὸ μηδ' εἰς κιανÝνα τüπο
χωρεῖ, μὰ ὡς λιüντας πορπατεῖ καὶ μοναχὰς μουγκᾶται,
καὶ θÜνατο πολλὰ πρικὺ καὶ τῶν ἰδυὸ ἀπονᾶται.

ΣΥΜΒ
ὈúμÝνα, κι ἴντα σοῦ γροικῶ! Χρυσüνομη, ἔσφαξÝς μου
μὲ τὸ μαντÜτο τὴν καρδιÜν, ἁποý 'ρθες κι ἔδωκÝς μου.

     Αφοý ο βασιλιÜς Ýχει ιδßοις üμμασι ανακαλýψει τον μυστικü δεσμü της κüρης του και κυκλοφορεß στο παλÜτι αλλüφρων, η Ερωφßλη μπαßνει στη σκηνÞ με τις κοπÝλες του χοροý. Εκεß βρßσκεται Þδη ο βασιλιÜς με τον σýμβουλü του, που μÜταια προσπαθοýσε να τον κατευνÜσει: ο Φιλüγονος τοý ανÞγγειλε τη πρüθεσÞ του να εκδικηθεß το ζεýγος, αλλÜ δÝχεται ν' ακοýσει την απολογßα της κüρης του. Η Ερωφßλη, στο απüσπασμα που ακολουθεß, με πρωτοφανÝς θÜρρος μπρος στον Ýξαλλο πατÝρα της, υπερασπßζεται την επιλογÞ της κι αρνεßται üτι Ýχει σφÜλλει στην επιλογÞ συζýγου. (στ. 301-320)

σκηνÞ 4η

Ερωφßλη, Χορüς, Συμβουλος, ΒασιλÝας

ΕΡΩΦΙΛΗ
Σ' ἴντÜ 'σφαλα τὸ λοιπονßς, ἂν ἔναι καὶ παρμÝνο
ἔχω ἕνα νιὸν ὀγι' ἄντρα μου τüσα χαριτωμÝνο;
Γιατὶ δὲν εἶναι βασιλιüς; Καὶ ποιüς μᾶς ἀμποδßζει
νὰ κÜμομε ζιμιὸ ζιμιὸ τüπους πολλοὺς νὰ ρßζει;
Κýρη, καλλιÜ 'ναι, κÜτεχε, γεῖς χαμηλοβγαλμÝνος,
μὲ πλῆσες διÜξες κι ἀρετὲς καὶ χÜρες στολισμÝνος,
παρὰ πÜσ' ἕνα βασιλιὸ πλουσüτατο ἀπὸ τüπους,
κι ἀπ' ἀρετὲς φτωχüτερο παρὰ μικροὺς ἀθρþπους.
ΚαλýτερÜ 'ναι, ἀφÝντη μου, καλýτερÜ 'ναι τοῦτος
ὁ νιὸς ἁποý 'καμα ἄντρα μου νÜ 'χει ἀστενειὰ ἀπὸ πλοῦτος,
παρὰ τὰ πλοýτη πὄχομε νὰ μεßνου ἀστοχισμÝνα
ἀπ' ἄθρωπον ἁποý 'θελε μοῦ δþσει ἡ τýχης ἕνα
μὲ τ' ὄνομα τοῦ βασιλιοῦ μονÜχας στολισμÝνο
κι ἀπ' ἀρετὲς καὶ φρüνεψη γδυμνὸ καὶ ρημασμÝνο,
πρÜμα ποὺ πλιὸ νὰ φτιÜσομε δὲν ἤτονε τσ' ἐξᾶ μας,
μὰ τ' ἄλλο νὰ τὸ σÜσομε στÝκει στὸ θÝλημÜ μας.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
ΠÝ μου, δὲν ἦτο πλιὰ καλλιὰ ἄντρα σου νÜ 'χες κÜμει
ἕναν ἁπὄχει κι ἀρετὲς καὶ βασιλειὰν ἀντÜμι;
Τοῦτοι ποὺ πÝψαν προξενιὲς οἱ βασιλιοὶ γιὰ σÝνα,
πὼς εἶναι δßχως ἀρετὲς τοὺς ἔχεις γροικημÝνα;

     ¼ταν η Ερωφßλη, ανÞμπορη να μεταπεßσει τον πατÝρα της, φεýγει απü τη σκηνÞ μαζß με τις κοπÝλες του χοροý, ο βασιλιÜς μÝνει με τον σýμβουλο, που μÜταια κι αυτüς παßρνει το μÝρος της κοπÝλας, προσπαθþντας να δεßξει στον Φιλüγονο üτι θα εßναι καταστροφικü να συμπεθεριÜσει με τους εχθροýς του και να σκοτþσει τον πιο πιστü και Üξιο στρατηγü του. Το ακüλουθο απüσπασμα προÝρχεται απü την αρχÞ της σκηνÞς αυτÞς, üπου ο σýμβουλος δεν Ýχει ακüμη αναπτýξει üλη την επιχειρηματολογßα του, αλλÜ ο βασιλιÜς δεßχνει το μÝγεθος του θυμοý του, που προετοιμÜζει το κοινü για το κακü τÝλος. (στ. 443-468)

σκηνÞ 5η:

ΒασιλÝας, Σýμβουλος

ΒΑΣIΛΕΑΣ
Σýμβουλε, πῶς σοῦ φαßνεται; Εἶδες ποτÝ σου τüση
σ' ἄλλη γυναßκα ἀποκοτιÜ;

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
                                                        Τüση δὲν εἶδα γνþση,
λεýτερα θÝλω νὰ τὸ πῶ, κι ἂς μοῦ τὸ συμπαθÞσει
ἡ ἀφεντιÜ σου· κι ἂ σταθεῖ λßγο νὰ μοῦ γροικÞσει,
θÝλω τὴν κÜμει νὰ τὸ πεῖ κι ἐκεßνη μοναχÞ τση
καὶ νὰ μὴν κÜμει τßβοτας κακὸ τοῦ δουλευτῆ τση
μηδὲ τσῆ θυγατÝρας τση, μὰ νὰ θελÞσει, κρßνω,
νὰ συγκλιθεῖ τὴ σÞμερο σ' ὅλο τὸ πρÜμα κεῖνο
ἁποὺ θελῆσαν οἱ θεοὶ κι ἐκÜμασι στανιü τση,
κι ὄχι γιὰ πλιὰ χειρüτερο, μὰ γιὰ καλýτερü τση.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μηδὲ μὲ κÜμεις, σýμβουλε, μὲ λüγια ψοματÝνια
νὰ χÜσω τὴν ἀπομονὴ τþρα καὶ μετὰ σÝνα.
Τὴ νýκτα μÝρα βοýλεσαι, σὰ νÜ 'μου τυφλωμÝνος
γὴ μονοτÜρου δßχως νοῦ, λολὸς καὶ ξεπεσμÝνος,
πὼς εἶναι νὰ μοῦ πεῖς κ' ἐσý.

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
Τὴ φρüνεση τὴν τüση
τῆς ἀφεντιᾶς σου ξεýρω τη καὶ τὴν περßσσα γνþση,
κι ἐκεßνη πÜλι ξεýρει ἐμὲ περßσσα μπιστεμÝνο
καὶ λüγον ὣς τὴ σÞμερο, λογιÜζω, ψοματÝνιο
νὰ μὴ μοῦ γροßκησε ποτÝ, κι ἔτσι νὰ χαλινþσει
τὴ μÜνητα καὶ τὸ θυμὸ κι εἰς τὸ θὰ πῶ νὰ δþσει
τ' ἀφτιὰ τηνὲ παρακαλῶ, γιατὶ ὁ θυμὸς τυφλþνει
τὸ νοῦ κι ὡς ἄγρια θÜλασσα χοχλÜζει καὶ φουσκþνει.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Θυμὸ καὶ πλιüτερην ὀργὴ καὶ μÜνητα ἄλλη τüση
τὸν οὐρανὸ παρακαλῶ σÞμερο νὰ μοῦ δþσει,
γιὰ νὰ μπορÝσω, καταπῶς ζητᾶ τὸ θÝλημÜ μου,
γδßκια νὰ κÜμω κι εἰς τσὶ δυο, ν' ἀλαφρωθεῖ ἡ καρδιÜ μου.

     Μπρος στον βασιλιÜ, που δεν Ýχει φýγει καθüλου απü τη σκηνÞ στο μÝρος αυτü του Ýργου, φÝρνουνε τþρα αλυσοδεμÝνο τον ΠανÜρετο και τον υποδÝχεται üλο ειρωνεßα, πριν αρχßσει να χαρακτηρßζει με υβριστικÜ λüγια. Ο ΠανÜρετος επικαλεßται το τελευταßο επιχεßρημα που ελπßζει να μεταπεßσει το Φιλüγονο: τη βασιλικÞ του καταγωγÞ, που την εßχε κρατÞσει μυστικÞ μÝχρι τþρα, κÜτι που δεν γßνεται πιστευτü απü τον πατÝρα της Ερωφßλης. Η σκηνÞ αυτÞ, και μαζß της ολüκληρη η 4η πρÜξη, τελειþνει με τη πρüβλεψη του χοροý «τη ζωÞ τοý παßρνει δßχως Üλλο». (στ. 647-710)

σκηνÞ 7η:

ΒασιλÝας, Χορüς, ΠανÜρετος καδενωμÝνος

ΒΑΣ.
Καλῶς τὸν ἄξο μου γαμπρü, καλῶς τονε, νὰ κÜμω
καθὼς τυχαßνει σÞμερο τὸν ὄμορφü του γÜμο.
Γιὰ ποιÜ ἀφορμὴ τ' ἀμμÜτια σου κρατεῖς χαμηλωμÝνα;
Νὰ τὰ γυρßσεις ντρÝπεσαι μὲ θÜρρος πρὸς ἐμÝνα;
ἈνÝγνωρε κι ἀδιÜκριτε κι ἄτυχε, τὸ ψευτü σου
σκῆμα κι ἡ ταπεινüτητα δὲν εἶναι σ' ὄφελüς σου.
ΠÝ μου· παιδὶ μικρüτατο κι ἀπὸ μικροὺς ἀθρþπους
σ' ἀνÜθρεψα στὸ σπßτι μου, κι εἰς ὅλους μου τσὶ τüπους
σ' ἔκαμα μεγαλýτερο παρὰ ἄθρωπο κιανÝνα
γιὰ νÜ 'χω τὴν ἀντßμεψην ἐτοýτην ἀπὸ σÝνα;

ΧΟΡ.
Ζεῦ, δüς του χÜρη, ἀπüκριση φρüνιμη νὰ τοῦ δþσει,
τὴν ἀγριεμÝνη του καρδιὰ ἂν τýχει νὰ μερþσει.

ΠΑΝ.
Στὰ χÝρια σου μ' ἀνÜθρεψες, μεγÜλον ἔκαμÝς με,
πολλὲς κι ἀρßφνητες τιμÝς, ἀφÝντη μου, ἄξωσÝς με,
καὶ πÜντα μου τὸ γνþριζα, πÜντα εὐχαρßστησÜ σου
καὶ μπιστικὰ στὸ δýνομαι πÜντα μου ἐδοýλεψÜ σου.
ΜÜ 'σφαλα, μολογῶ σου το, κι ἔμεινα νικημÝνος
ἀποὺ τὸν πüθο καταπῶς πÜντα συνηθισμÝνος
εἶναι τσ' ἀθρþπους νὰ νικᾶ· δὲν ἤμου μὲ τσ' ἐχθροýς σου
προδüτης σου, δὲν ἔδωκα τσὶ τüπους τσ' ἐδικοýς σου
τ' ὀχθροῦ σου· νιüτη κι ὀμορφιÜ, σπλÜχνος καὶ καλοσýνη
μοῦ κÜμασßνε τὴν καρδιὰ στὸν πüθο νὰ συγκλßνει.
Μ' ἀπεὶς σ' ἐτοῦτο μ' ἔφερεν ἡ τýχη ἡ ἐδικÞ μου,
θὲ νὰ σοῦ πῶ τὴ σÞμερο τßνος κυροῦ παιδß 'μου,
γιὰ νὰ γνωρßσεις πὼς πολὺ δὲν ἤτονε ν' ἀφÞσει
τὸν πüθο βασιλιοῦ παιδὶ τὸ νοῦ του νὰ νικÞσει
μ' ἄλλο παιδὶ 'νοὺς βασιλιοῦ, στÝκοντας πÜντα ὁμÜδι
σ' μιὰ κατοικιÜ, τüσους καιροýς, ἀπὸ ταχὺ ὣς τὸ βρÜδυ.
Ξεῦρε λοιπὸ πὼς εἶμαι γιὸς τοῦ βασιλιοῦ τοῦ πλοýσου
τσῆ ΤσÝρτας, τοῦ Θρασýμαχου, τοῦ φßλου τοῦ δικοῦ σου.
Μ' ἀπεὶς ἡ τýχη ἠθÝλησε κι ἔμεινε νικημÝνος
ἀποὺ τσ' ὀχθροýς σας καὶ τῶ δυὸ κι ὕστερα σκοτωμÝνος,
μ' ἔφερ' ἐμὲ στὸ σπßτι σου κι εἰς τὴ δικÞ σου χÝρα,
γιὰ ν' ἀποθÜνω, σὰ θωρῶ, τὴ σημερνὴν ἡμÝρα.
Μ' ἀνßσως κι εἶσαι βασιλιüς, σὰ σ' ἔχω γνωρισμÝνο,
καὶ τ' ὄνομÜ σου βρßσκεται στὸν κüσμο ξαπλωμÝνο,
κÜμε ὅλο κεῖνο ἀπÜνω μου ἁποý 'θελες θελÞσει
κι εἰς τὸ παιδß σου νὰ γενεῖ, ἂ σ' εἴχασι νικÞσει
στὴ μÜχη σὰν τὸν κýρη μου κι ἐσÝνα οἱ ὀχουθροß σου,
κι ὡσὰν ἐμὲ σὲ χÝρια ἀλλοῦ νὰ λÜχει τὸ παιδß σου.

ΧΟΡ.
ΜεγÜλο πρÜμα ἀκοýγομε κι ἀλÞθεια τὸ κρατοῦμε,
γιατὶ πολλὰ βασιλικὲς τσὶ πρÜξες του θωροῦμε.

ΒΑΣ.
Τοῦτον ὅσες φορὲς τὸ πεῖς, τὸ λÝγεις ψüματÜ σου,
μὰ σὲ ποτὲ δὲν ἤτονε βασιλικὴ ἡ γενιÜ σου.
Μὰ μετ' αὐτὰ τὰ ψüματα θὲς ἔχει κομπωμÝνη
τὴν Ἐρωφßλην ἀκομÞ, τὴν τρισκαταραμÝνη.
Μᾶλλιος λογιÜζω πὼς παιδὶ θὲ νÜ 'σαι 'νοὺς ὀχθροῦ μου,
'νοὺς κακοθελητῆ πολλὰ κι ἐμὲ καὶ τοῦ παιδιοῦ μου,
κι ὄφη μικρὸ σ' ἀνÜθρεψα, γιὰ νὰ μὲ φαρμακÝψεις,
καὶ πὼς ὀχθρὸς δὲ γßνεται φßλος νὰ μ' ἀρμηνÝψεις.

ΠΑΝ.
Τοῦτü 'ναι ἀλÞθεια, βασιλιÝ, κι ἂν ἔν' καὶ θὲς σημÜδι
πὼς εἶμαι τοῦ Θρασýμαχου, καὶ μαρτυριὲς ὁμÜδι,
τü 'να καὶ τ' ἄλλο σÞμερο σοῦ τÜσσω νὰ πλερþσω.

ΒΑΣ.
Καιρὸ στὴν τüση σου ἀτυχιὰ μιὰν ὥρα δὲ θὰ δþσω.

ΠΑΝ.
ΘυμÞσου κιÜς, ἀφÝντη μου, πὼς μοναχüς μου ἐμπῆκα
σ' τüσους σου ὀχθροὺς πολλὲς φορὲς καὶ νικητὴς ἐβγῆκα.

ΒΑΣ.
ΠÜσα σου δοýλεψη καλὰ νὰ μεßνει πλερωμÝνη
σοῦ τÜσσω, δßχως ἄργητα τþρα, καθὼς τυχαßνει.
Κρατεῖτε τονε, στρατηγοß, κι ἐλᾶτε μετὰ μÝνα,
διπλοῦ νὰ τοῦ ἀντιμÝψομε τὰ μὄχει καμωμÝνα.

ΧΟΡ.
Μὲ μÜνηταν ἐμßσεψε καὶ μὲ θυμὸ μεγÜλο,
γιαῦτος, λογιÜζω, τὴ ζωὴ τοῦ παßρνει δßχως ἄλλο.
ΘεÝ μου, βοýηθησÝ του ἐσý, γιατὶ ἄλλοι δὲ μποροῦσι,
στὰ χÝρια ἁποὺ τονὲ κρατοῦ, βουηθοß του νὰ γενοῦσι.

ΤÝλος τση 4ης πρÜξης

     ¼πως στην αρχαßα τραγωδßα, Ýτσι και στην αναγεννησιακÞ, δεν επιτρεπüταν η αναπαρÜσταση φüνων επß σκηνÞς. Αυτοß γßνονταν υποτßθεται, στο εσωτερικü του παλατιοý κι υπÞρχε μαντατοφüρος για να πληροφορÞσει τους υπüλοιπους Þρωες και κατ’ επÝκταση το κοινü. ¸τσι κι εδþ Ýνας μαντατοφüρος Ýρχεται να αφηγηθεß στο χορü των κορασßδων πþς τον ΠανÜρετο, που τον πÞραν απü τη σκηνÞ στη 4η πρÜξη αλυσοδεμÝνο και τον οδηγÞσανε στο υπüγειο του παλατιοý, τον θανÜτωσαν «υπηρÝτες και δοýλοι» με φριχτÜ βασανιστÞρια, παρουσßα του βασιλιÜ, που του 'δωσε τη χαριστικÞ μαχαιριÜ στα σωθικÜ. Στο απüσπασμα που ακολουθεß, ο μαντατοφüρος αφηγεßται τις ýστατες στιγμÝς και τα τελευταßα λüγια του ΠανÜρετου. (στ. 139-168)

ΠρÜξη 5η, σκηνÞ 1η:

Μαντατοφüρος ἁποὺ δηγᾶται τὸ θÜνατο
τοῦ ΠανÜρετου καὶ χορὸς τῶν κορασßδω
 

ΧΟΡ.
Ὤφου, καρδιὰ σκληρüτατη, κι ἄπονη, πῶς ἐμπüρειε
τüση περßσσα παιδωμὴ σ' τÝτοιο κορμὶ κι ἐθþρειε;

ΜΑΝ.
Μὰ κεῖνος ἁποὺ ὁλοτενιὰς δὲν ἦτο ἀποθαμÝνος,
μὰ ἀπὸ τσὶ πüνους τσὶ πολλοýς, σὰν εἶπα, λιγωμÝνος,
σ’ λιγÜκιν ἐσυνÞφερε καὶ λÝγει: «Μὴν ἀφÞσεις
παρὰ νὰ δþσεις μετὰ μὲ τσ’ ἀλýπητÞς σου φýσης
θροφÞ, καθὼς τὴν πεθυμᾶ· μ' ἂν ἔναι δικιοσýνη
στοὺς οὐρανοýς, τὴ γδßκια μου κιὰς θÝλου κÜμει ἐκεῖνοι».
Σ' τοῦτο φωνιÜζει ὁ βασιλιὸς μὲ πλιὰ θυμü, κι ἁρποῦσι
τὴ γλþσσα του καὶ βγÜνου τη καὶ χÜμαι τὴν πατοῦσι·
καὶ μετὰ τοῦτα τσ’ ἄκουσα τ' ἀφτιὰ νὰ πεῖ «Ἐρωφßλη»,
τὴν ὥρα ποὺ τὴ ρßξασι στὴ γῆν ἐκεῖνοι οἱ σκýλοι·
καὶ τüτες καὶ τ' ἀμμÜτια του τοὺς ὅρισε κι ἐβγÜλα
κι εἰσὲ μιὰ κοýπα ὁλüχρουση μÝσα ζιμιὸ τὰ βÜλα,
καὶ μὲ μεγÜλη του χαρὰ τὰ πιÜνει καὶ θωρεῖ τα
κι ἀπüκεις χÜμαι τÜ 'ριξε στὸ χῶμα καὶ πατεῖ τα·
καὶ πλιὰ ἄγριος μÝσα στὴ χαρὰ τῶν ἔδειξε σημÜδι
καὶ τὰ καημÝνα χÝρια του τοῦ κüψασιν ὁμÜδι,
κι ὡσὰν τὸν ἔκαμε καθὼς γροικᾶτε, τοῦ σιμþνει
κι ὅσον ἐμπüρειε πλιὰ ψηλὰ τὰ χÝρια του σηκþνει,
καὶ τὸ μαχαßρι τ' ἄπονο στὰ σωθικὰ τοῦ βÜνει
κι ἀλýπητα τὸν ἔσφαξε· μὰ πρßχου ν' ἀποθÜνει,
σὰ λιüντας ἐμουγκßστηκε καὶ τὰ πρικιÜ του χεßλη
δυὸ τρεῖς φορὲς ἀνοßξασι νὰ ποῦσιν «Ἐρωφßλη»
σ' τσ' ὕστερους ἀναστεναμοýς, μὰ λεßποντας ἡ γλþσσα
τ' ὄνομα μüνο τὸ γλυκὺ δßχως λαλιὰν ἐδῶσα·
κι ὅσοß 'χα πüνο στὴν καρδιὰ κι ἀγÜπην ἐγνωρßσα,
πὼς «Ἐρωφßλη» ἐλÝγασι καλüτατα ἐγροικῆσα.
 
ΧΟΡΟΣ
ΠÝτρινην ἔχει τὴν καρδιὰ τὰ λüγια αὐτὰ ποὺ ἀκοýσει
καὶ τὸ ζιμιὸ τ' ἀμμÜτια του βρýσες νὰ μὴ γενοῦσι.

     ΜετÜ την αναχþρηση του μαντατοφüρου, μπÞκε στη σκηνÞ ο βασιλιÜς με Üντρες που βαστοýσαν Ýνα καλÜθι με «τα μÝλη του ΠανÜρετου», üπως μας πληροφοροýσε η σχετικÞ σκηνικÞ οδηγßα, και εκφþνησε Ýναν μονüλογο üλο Ýπαρση για την εκδßκηση που πÞρε. Διακüπτει üταν βλÝπει να μπαßνει η κüρη του, συνοδευüμενη απü τη νÝνα της. Στο απüσπασμα εδþ, ο βασιλιÜς υποκρßνεται üτι συγχþρεσε το σφÜλμα της Ερωφßλης κι εκεßνη τον πιστεýει, απü τη στιγμÞ μÜλιστα που της προσφÝρει κι Ýνα "γαμÞλιο δþρο", το βατσÝλι που 'χαν αφÞσει νωρßτερα στη σκηνÞ οι Üνθρωποß του…  (στ. 327-368)

σκηνÞ 3η:

Ερωφßλη, ΒασιλÝας & ΝÝνα

ΒΑΣ.
Καλῶς τὴ θυγατÝρα μου τὴν πολυαγαπημÝνη,
ὁποὺ ποτὲ ἐκ τὸν ὁρισμὸ τ' ἀφÝντη τση δὲ βγαßνει.
Τüπο μᾶς δüς, Χρυσüνομη, κι ἔλα σ' λιγÜκι πÜλι,
γιατὶ δὲ θÝλω, τὸ θὰ πῶ, νὰ τὸ γροικÞσουν ἄλλοι.

ΕΡΩ.
Μισεýγει ἡ νÝνα μου ἀπὸ δῶ καὶ πλιüτερα τρομÜσσω,
παρὰ νὰ σκοτεινιÜζουμου μüνια μου σ' ἄγριο δÜσο.

ΒΑΣ.
Καλὰ καὶ ταραχὴ πολλὴ μὄδωκε, θυγατÝρα,
τὸ σφÜλμα σου τ' ἀμÝτρητο τὴ σημερνὴν ἡμÝρα,
κι ὁ νοῦς μου νὰ σκοτεßνιασε καὶ ν' ἅψεν ἡ καρδιÜ μου,
καὶ νÜ 'λεγα τὸ πὼς ποτὲ δὲν παýτει ἡ μÜνητÜ μου,
μ' ὅλον ἐτοῦτο, βÜνοντας στὸ λογισμü μου πÜλι
τὸν πüνο τὸν ἀξεßκαστο, τὴν πρßκα τὴ μεγÜλη
ἁποý 'χα πÜρει στü 'στερο, ἂ σ' εἶχα θανατþσει,
σὲ καλοσýνην ἔστρεψα τὴ μÜνητα τὴν τüση,
κι ἀγδßκιωτο ἀποφÜσισα ν' ἀφÞσω τὸ θυμü μου,
κι ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ 'φταιξε, νὰ κÜμω καὶ γαμπρü μου·
ἔτσι, ἐδεκεῖ ποὺ βρßσκετο κι ἀνßμενε νὰ σþσω,
τυραννισμÝνο θÜνατο κι ἄπονο νὰ τοῦ δþσω,
ἐπῆγα κι ηὕρηκÜ τονε κι ἔκαμα νὰ γροικÞσει,
μὲ σπλÜχνος μεγαλüτατο πὼς τοῦ 'χα συμπαθÞσει·
κι ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἤξευρα μηδ' ἄκουσÜ το πλÝα,
πὼς εἶναι τοῦ Θρασýμαχου παιδὶ τοῦ βασιλÝα,
μοῦ 'πε, τὸ ποιü πρωτýτερας ἂν ἤθελα γροικÞσει,
τüσα περßσσα καὶ πολλὰ δὲν ἤθελα μανßσει.

ΕΡΩ.
ΜÜ τὴν ἀλÞθεια, ἀφÝντη μου, ποτÝ του τÝτοιο πρÜμα
δὲ μοῦ 'πε, καὶ γροικþντας το τü 'χω μεγÜλο θÜμα,
κι ὄχι γιατ' εἶναι βασιλιοῦ παιδß, γιατὶ ἔτοια χÜρη
νÜ 'χει δὲν ἠμπορεῖ παρὰ βασιλικὸ κλωνÜρι,
μὰ μοναχὰς γιατὶ κουρφὸ τüσο καιρὸ τὸ κρÜτειε
καὶ μὲ διχῶς περηφανειὰ στὸν κüσμον ἐπορπÜτειε!

ΒΑΣ.
Ἔτσ' εἶναι, θυγατÝρα μου, κι εὐχαριστῶ τὴ μοßρα,
κιὰς ἁποὺ μ' ἔκαμε παιδὶ 'νοὺς βασιλιοῦ κι ἐπῆρα.
Γιὰ κεῖνον ἔκραξα κι ἐσÝ, γιὰ νὰ σοῦ συμπαθÞσω,
σὰν κι ἐκεινοῦ ἐσυμπÜθησα στὸ σφÜλμα του τὸ πλῆσο.
Τὸ πρÜμα ἁποý 'καμες λοιπὸ στανιῶς μου, συχωρῶ σου,
κι ἄντρας ἂς εἶ ὁ ΠανÜρετος, σὰν τονὲ θÝς, δικüς σου,
κι ἂς εἶναι τ' ὄχι θÝλημα, κι ὄρεξη τὸ στανιü μου,
προξενητὴς ὁ πüθος σας, βουηθὸς τὸ ριζικü μου.
Κι ὀγιὰ νὰ γνþσεις πλιὰ καλλιὰ πὼς ἐσυμπÜθησÜ σου,
θÝλω γι' ἀγÜπη μου ἀκομὴ νὰ πÜρεις χÜρισμÜ σου
τὰ πρÜματα ἁποὺ βρßσκονται σ' ἐτοῦτο τὸ βατσÝλι·
σßμωσε, δÝ τα· χÜρισμα πλῆσο φανῆ σου θÝλει.

     Το απüσπασμα αυτü περιλαμβÜνει ολÜκερη τη σκηνÞ που αποτελεß Ýνα θρηνητικü μονüλογο της Ερωφßλης μπρος στα κομμÝνα μÝλη του αγαπημÝνου της (καρδιÜ, χÝρια και κεφÜλι), που της πρüσφερε ο πατÝρας της σα "γαμÞλιο δþρο" μες σε καλÜθι. Ο βασιλιÜς Ýφυγε απü τη σκηνÞ üλο Ýπαρση και κακßα κι Üφησε μüνη τη κüρη του (εßχε διþξει Þδη τη παραμÜνα) για να θρηνÞσει πιüτερο, üπως γεμÜτος ειρωνεßα τÞς εßπε. (στ. 435-524)

σκηνÞ 4η:

Ερωφßλη μüνη

ΕΡΩΦΙΛΗ
Ὢ κýρη μου, μὰ κýρη πλιὸ γιÜντα νὰ σ' ὀνομÜζω
κι ὄχι θεριὸν ἀλýπητο κι ἄπονο νὰ σὲ κρÜζω,
πειδὴ περνᾶς στὴν ὄρεξη πÜσα θεριὸ τοῦ δÜσου,
καὶ πλιὰ ἄγρια παρὰ λιονταριοῦ μοῦ 'δειξες τὴν καρδιÜ σου.
Θεριὸ λοιπὸ ἀνελýπητο παρὰ θεριὸ κιανÝνα,
γιὰ ποιÜ ἀφορμὴ δὲν ἔσφαξες τὴν ταπεινὴ κι ἐμÝνα;
Μὰ κεῖνο ποὺ δὲν ἔκαμε τὸ χÝρι τ' ἄπονü σου
θÝλω τὸ κÜμει μüνια μου κιὰς μὲ τὸ στανικü σου,
γιατὶ δὲ μοῦ 'ναι μπορετü, μηδὲ ποτὲ τυχαßνει,
μιὰν ὥρα ἀποὺ τὸ ταßρι μου νὰ ζῶ ξεχωρισμÝνη.
Ταßρι ἀκριβü μου καὶ γλυκý, φῶς καὶ παρηγοριÜ μου,
καὶ πῶς σὲ βλÝπου τσῆ φτωχῆς τὰ μÜτια τὰ δικÜ μου,
καὶ μ' ὅλο τοῦτο δýνουνται τὰ μÝλη μου καὶ ζιοῦσι,
τ' ἀμμÜτια μου καὶ βλÝπουσι, τὰ χεßλη καὶ μιλοῦσι;
ΠÜντα, ἀκριβÝ μου, ταßρι μου, μ' ἔθρεφεν ἡ θωριÜ σου·
τþρα στὸν Ἅδη τὴ φτωχὴ μὲ βÜνει ἡ ἀσκημιÜ σου,
κι ἀλλοῦ τ' ἀμμÜτια μου, ὢχ ὀúμÝ, στανιü τως συντηροῦσι,
γιατὶ ἔτσι σὰ σ' ἐκÜμασι τρÝμου νὰ σὲ θωροῦσι.
ΠανÜρετÝ μου ἀφÝντη μου, ποῦ 'ν' τὰ πολλÜ σου κÜλλη,
ποῦ κεßνη ἡ νüστιμη θωριὰ καὶ πÜσα χÜρη σου ἄλλη;
Ποῦ 'ναι τὰ μÜτια τὰ γλυκιÜ, ποιüν ἄπονο μαχαßρι
σοῦ τÜ 'βγαλε κι ἐτýφλωσεν ἐμÝ, ἀκριβü μου ταßρι;
Στüμα μου νοστιμüτατο καὶ μοσκομυρισμÝνο,
βρýση ὁλωνῶ τῶν ἀρετῶ, ζαχαροζυμωμÝνο,
γιÜντα τὰ πλουμισμÝνα σου καὶ τὰ γλυκιÜ σου χεßλη
τὴ δοýλη σου δὲν κρÜζουσιν, ὀúμÝ, τὴν Ἐρωφßλη;
ΓιÜντα σωπᾶς στὸν πüνο μου, γιÜντα στὰ κλαÞματÜ μου
δὲ συντυχαßνεις δυὸ μικρὰ λüγια σ' παρηγοριÜ μου;
Μὰ δßχως γλþσσα ἀπüμεινες καὶ πῶς νὰ μοῦ μιλÞσεις,
πῶς τὴν πολλὰ βαρüμοιρη νὰ μὲ παρηγορÞσεις;
Πῶς νὰ μοῦ παραπονεθεῖς, πῶς νὰ μοῦ πεῖς «ψυχÞ μου,
γιὰ σÝνα μüνο θÜνατον ἐπῆρε τὸ κορμß μου;»
κι ἐσᾶς, χερÜκια μου ἀκριβÜ, ποιÜ χÝρια ἀποκοτῆσα
κι ἄπονα ἀποὺ τὸ δüλιο σας κορμὶ σᾶς ἐχωρßσα;
ΧÝρια, ποὺ σᾶς ἐτýχαινε σκῆπτρο νὰ σᾶς βαραßνει
καὶ μοναχὰ νὰ δßδετε νüμο στὴν οἰκουμÝνη!
Γιὰ ποιÜ ἀφορμὴ δὲν πιÜνετε τὰ χÝρια τὰ δικÜ μου,
γιÜντα στὸ στῆθος σπλαχνικὰ κι ἀπÜνω στὴν καρδιÜ μου
δὲν γγßζετε, ν' ἀλαφρωθεῖ, τσὶ πüνους τση νὰ χÜσει,
κι ἐτοýτη τὴν τρομÜρα τση τὴν τüση νὰ σκολÜσει;
Καὶ σý, καρδιὰ ἀντρωμÝνη μου, τοῦ πüθου φυλαχτÜρι,
ποιüν ἦτο κεῖνο τ' ἄπονο κι ἀγριüτατο λιοντÜρι
ποὺ σ' ἔβγαλε ἐκ τὸν τüπο σου κι αἱματοκυλισμÝνη
τ' ἀμμÜτια μου νὰ σὲ θωροῦ μ' ἔκαμε τὴν καημÝνη;
ΚαρδιÜ μου ἀγαπημÝνη μου, γλυκüτατη καρδιÜ μου,
πüσα τοῦ πüθου βÜσανα εἶχες γιὰ ὄνομÜ μου!
ΠÜντÜ 'ζιες μ' ἀναστεναμοὺς κι ἐθρÝφουσου μὲ πρßκες,
κι εἰς τü 'στερο ἀνασπÜστηκες κι ἐκ τὸ κορμß σου βγῆκες,
γιὰ νὰ μπορῶ τριγýρου σου νὰ δῶ πὼς εἶν' γραμμÝνο
τ' ὄνομα τσ' Ἐρωφßλης σου τὸ πολυαγαπημÝνο.
Ὤφου, πρικý μου ριζικὸ κι ἀντßδικÞ μου μοßρα,
πüσα γοργὸ μ' ἐκÜμετε νýφη γιαμιὰ καὶ χÞρα!
Μοßρα κακὴ γιὰ λüγου μου, κομπþτρα κι ὀχθρεμÝνη,
σ' ποιü τÝλος μ' ἐκατÜφερες τὴν πολυπρικαμÝνη!
Ποιü πρÜμα μ' ἄξωσες νὰ δῶ, ποιÜ πρßκα νὰ γνωρßσω,
ποιÜ παιδωμÞ, ποιü βÜσανο, ποιüν πüνο νὰ γροικÞσω!
Ποῦ κεῖνα ποý 'λεγες τοῦ νοῦ, ποῦ κεῖνα ποὺ ἀπὸ σÝνα
τ' ἀμμÜτια μου ἀνιμÝνασι νὰ δοῦσι τὰ καημÝνα;
Χαρὲς περßσσες μοῦ 'τασσες, καὶ πρßκες μὲ γεμþνεις·
ζÞση κι ἀνÜπαψη πολλÞ, καὶ θÜνατο μ' ἀξþνεις.
Λαμπρὸ τὸν ἥλιο μοῦ 'δειξες κι ἔλπιζα καλοσýνη,
μὰ τὸ ζιμιὸ θαμπþθηκε κι ἄγριος καιρὸς ἐγßνη.
Χρουσὸ στεφÜνιν ἔβαλες ἀπÜνω στὴν κορφÞ μου,
κι ὄφης ἐγßνηκε ζιμιὸ κι ἐπῆρε τὴ ζωÞ μου·
πολλὴ δροσὰ μ' ἐπüτισες, μÜ 'το φαρμακεμÝνη
κι ὀλπßζοντας πὼς θρÝφομαι, μÝνω θανατωμÝνη.
Τὴν πüρτα τσῆ ΠαρÜδεισος μ' ἄνοιξες, κι ἀπὸ κεßνη
στὴν Κüλαση μ' ἐπÝρασες κι ἀλýπητα μὲ κρßνει.
Ψευτὸ καλὸ μοῦ χÜρισες κι ὡς ὄνειρον ἐχÜθη,
σὰ χüρτον ἐξερÜθηκε, σὰ ρüδον ἐμαρÜθη·
σὰν ἀστραπὴ ἧψε κι ἔσβησε κι ἔλυσε σὰν τὸ χιüνι,
σὰ νÝφαλον ἐσκüρπισε στὸν ἄνεμο, σὰ σκüνη.
Μὰ δὲ φυρᾶς τὰ πÜθη μου, δὲ μοῦ λιγαßνεις πρßκα,
κι οἱ κρßσες μου κι οἱ πüνοι μου παντοτινοὶ ἐγενῆκα·
καὶ πλιüτερη τὴν παιδωμὴ γιὰ νÜ 'χω καὶ τὰ βÜρη,
τὰ πÜθη μου δὲν ἔχουσι νὰ μὲ σκοτþσου χÜρη.
Μὰ κεῖνο ποὺ δὲ δýνεται τüσος καημὸς νὰ κÜμει,
θÝλει τὸ κÜμει ἡ χÝρα μου καὶ τὸ μαχαßρι ἀντÜμι ·
στὸν Ἅδην ἂς μὲ πÝψουσι, κι ὁ κýρης ἄπονüς μου,
τὴ βασιλειÜ του ἂς χαßρεται καὶ τσὶ χαρὲς τοῦ κüσμου.
Στῆθος μου κακορßζικο, καρδιÜ μου πρικαμÝνη,
πüσÜ 'τονε καλýτερο ποτÝ μου γεννημÝνη
στὸν κüσμο νὰ μὴν εἶχα 'σται, πüσÜ 'τονε καλλιÜ μου,
λÜμψη ἥλιου νὰ μὴ δοýσινε τ' ἀμμÜτια τὰ δικÜ μου.
Τὸ πνÝμα σου, ΠανÜρετε, ταßρι γλυκüτατü μου,
παρακαλῶ σε νὰ δεχτεῖ τὸ πνÝμα τὸ δικü μου,
σ' ἕνα νὰ στÝκομÝστανε τüπο, καὶ μιὰν ὁμÜδι
Κüλαση γὴ ΠαρÜδεισο νὰ γνþθομε στὸν Ἅδη.
ΠανÜρετε, ΠανÜρετε, ΠανÜρετε, ψυχÞ μου,
βοýηθα μου τσῆ βαρüμοιρης καὶ δÝξου τὸ κορμß μου.

     (Εδῶ πιÜνει τὸ μαχαßρι ὁποὺ ἤτονε στὸ βατσÝλι καὶ
σφÜζεται καὶ πÝφτει σκοτωμÝνη καὶ εἰς λιγÜκιν ἔρχουνται
οἱ κορασßδες τση γυρεýοντÜς τηνε).

     ΜετÜ την αυτοκτονßα της Ερωφßλης, μπÞκανε στη σκηνÞ η νÝνα με τις κοπÝλες του χοροý και τη βρÞκαν αιμüφυρτη με το μαχαßρι στο χÝρι και τα μÝλη του ΠανÜρετου δßπλα της. ¼ταν τελειþνει η νÝνα το μοιρολüγι της, μπαßνει στη σκηνÞ ο βασιλιÜς, αμετανüητος ακüμη και μπρος στη θÝα της νεκρÞς κüρης του, üπως φαßνεται στο απüσπασμα που ακολουθεß. Οι κοπÝλες του χοροý, για ν' αποδþσουν τη πολυπüθητη σ' üλο το Ýργο δικαιοσýνη, ορμοýνε πÜνω του και τονε σκοτþνουν. Εμφανßζεται τüτε, 2η φορÜ, το φÜντασμα του αδελφοý του, ικανοποιημÝνο με την εξÝλιξη. Οι κορασßδες της Ερωφßλης παßρνουν το νεκρü σþμα της στο παλÜτι για να το θρηνÞσουνε κι οι γυναßκες του χοροý, αφοý πουν Ýνα σýντομο τελευταßο χορικü με το οποßο κλεßνει το Ýργο, «
σÝρνου το βασιλιÜ μÝσα και χÜνεται», üπως υποδεικνýει η σκηνικÞ οδηγßα. (στ. 607-674)


σκηνÞ 6η:

ΒασιλÝας, ΝÝνα, Χορüς Κορασßδων, ΑσκιÜ

ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
ἈφÝντη, τὴν καημÝνη μας κερὰ τὴν πρικαμÝνη
σὰν ἤθελεν ἡ μοßρα μας, βλÝπομε σκοτωμÝνη

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Καὶ τßς τὴν ἐθανÜτωσε;

ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
                        Τοῦτα καὶ τὸ μαχαßρι
τὴ θανατῶσα, ἀφÝντη μου, μὲ τὸ δικü τση χÝρι.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Κι ὀμπρüς σας ἐσκοτþθηκε;

ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
                            ΧÜμαι ξεψυχημÝνη
τὴν ηὕραμε, ὅντεν ἤρθαμε.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
                       Δὲν πρÝπει ν' ἀνιμÝνει
γεῖς ἁπ' ἐργÜζεται κακÜ, παρὰ τὸ τÝλος νÜ 'χει
κακὸ περßσσσα κι ἄτυχο σ' ὅποια μερὰ κι ἂ λÜχει. 
Θλßβομαι καὶ πρικαßνομαι πὼς χÜνω τὸ παιδß μου,
μὰ πὼς τελειþνει μετ' αὐτὴ σÞμερο ἡ ἐντροπÞ μου
χαßρομαι τüσο, ἁποὺ ποσῶς τὴν πρßκα αὐτὴ δὲ χρÞζω,
μÜλλιοστας πλιὰ πασßχαρος παρὰ ποτὲ γυρßζω·
γιατὶ μὲ διχωστὰς τιμὴ τὰ πλοýτη δὲ φελοῦσι,621
κι ὅποιοι ἀπομÝνου μ' ἐντροπὴ δὲν ἠμπορὰ κραχτοῦσι
σ' τοῦτο τὸν κüσμο ζωντανοß.

ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
                            Τὸ πρÜμαν ἁποὺ κρßνει
τῆς ἀφεντιᾶς σου ἡ φρüνεψη, μηδÝνας τ' ἀντιτεßνει ·
μηδὲ τυχαßνει, οὐδὲ μπορεῖ· μ' ἄλλοι παρὰ παιδß σου
τüση μεγÜλη βασιλειὰ νὰ θὰ κλερονομÞσου
κρßμα πολὺ μοῦ φαßνεται, κι ἔχω καὶ γροικημÝνο
πὼς τὸ συμπÜθιο μοναχὰς στὸν κüσμο γεννημÝνο
βρßσκεται ἀποὺ τὸ φταßσιμο, κι ἀλýπητους καλοῦσι
τσ' ἀθρþπους ἁποὺ φταßσιμο δὲ θὲ νὰ συμπαθοῦσι.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τοῦτο μπορÝσειν ἤθελε νὰ λÝγεται γιὰ τσ' ἄλλους
κι ὄχι ποτὲ γιὰ βασιλιοὺς τüσα στὴ γῆ μεγÜλους.
Μ' ἂν ἔν' καὶ κλερονüμος μου δὲ βρßσκεται παιδß μου,
τ' ὄνομα κλερονüμος μου θÝλ' εἶσται κι ἡ τιμÞ μου,
καὶ σþπασε τὰ λüγια σου, γὴ τÜσσω σου κι ἐσÝνα,
γιατὶ ἦρθες τὴ δασκÜλισσα νὰ κÜμεις μετὰ μÝνα,
πὼς τσῆ κερᾶς σου συντροφιὰ στὸν Ἅδη νὰ σὲ πÝψω,
κι ἄλλα νὰ λÝγεις φρüνιμα λüγια νὰ σ' ἀρμηνÝψω.

ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
ΚλιτÞ, ὅσο μοῦ 'ναι μπορετü, στὰ πüδια τσ' ἀφεντιᾶς σου
πÝφτω ἡ φτωχÞ, καὶ ταπεινὰ τὴν ὑψηλüτητÜ σου
παρακαλῶ στὰ μßλησα συμπÜθιο νὰ μοῦ δþσει,
γιατὶ σὲ τοῦτο μ' ἔφερε μüνον ἡ πρßκα ἡ τüση.

(Εἰς τοῦτο γονατßζοντας κÜμνει ἀτÞ τση πὼς ἀγκαλιÜζει
τὰ πüδια του νὰ τὰ φιλÞσει κι ἐκεßνη τὰ σφßγγει καὶ ρßχτει
τονε χÜμαι· ἀπÝκεις κρÜζει ὅλες νὰ ρÜξουν γιὰ νὰ τονὲ
σκοτþσουσι).

Γυναῖκες μου, ὅλες τρÝξετε νὰ κÜμομεν ὁμÜδι
τοῦτο τὸν ἀπονüτατο νὰ κατεβεῖ στὸν Ἅδη.
 
(Ἐδῶ ρÜσσουσιν ὅλες καὶ κολοῦσι του).

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
ΒουηθÞσετÝ μου, δοῦλοι μου, τρÝξετε, στρατηγοß μου,
κι ἄπονα μὲ πληγþνουσι καὶ παßρνου τὴ ζωÞ μου.
 
(Ἐδῶ τονὲ σκοτþνουσι κι εἰς τοῦτο βγαßνει ἡ ἀσκιὰ τοῦ
ἀδερφοῦ του καὶ στÝνεται ἀπὸ πÜνω του καὶ λÝγει):

ΑΣΚΙΑ
Τοῦτον ἐστÝκουμου νὰ δῶ τὸ τÝλος στὸ κορμß σου·
τþρα ἂς κατÝβει μετὰ μὲ στὸν Ἅδην ἡ ψυχÞ σου,
νÜ 'χει κι ἐκεῖ τσὶ παιδωμὲς πÜντα, καθὼς τυχαßνει,
τüση μεγÜλη σου ἀτυχιὰ νὰ μεßνει πλερωμÝνη.
 
ΝΕΝΑ
Γυναῖκες μου, τὴν ἀπονιὰ σκολÜσετε τὴν τüση,
τὸ θÜνατο μὲ θÜνατο σþνει σας νὰ πλερþσει.
 
ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Ἄπονος κι ἀνελýπητος εἶν' ὅποιος τὸ κατÝχει
κι εἰς τοῦτον ἁποὺ κÜμαμε λýπηση λßγην ἔχει.
 
ΝΕΝΑ
Ὢ βασιλιὲ κακüτυχε, ὢ πλῆσα κακομοßρη,
Παρὰ κιανÝναν ἄθρωπο, παρὰ κιανÝνα κýρη·
σÞμερο ἐπÝτας σ' τσ' οὐρανοὺς κι ἔβανες εἰς τὸ νοῦ σου
χαρὲς καὶ καλοριζικιὲς ἐσὲ καὶ τοῦ παιδιοῦ σου,
κι ἐσÝνα πρßκες σ' ηὕρασι, θÜνατοι σ' ἐπλακῶσα
καὶ τ' ὄνομÜ σου ἐλειþσασι, τσὶ δüξες σου ἐτελειῶσα.

ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ
Τß στÝκομÝστα πλιὸν ἐδῶ, τß καρτεροῦμε πλιÜ μας;
Στὴν κÜμερÜ τση ἂς πÜγομε τὴ δüλια τὴν κερÜ μας,
τὸ ξüδι τση νὰ κÜμομε μὲ πüνο καὶ μὲ θλßψη,
κι οὐδὲ κιαμιὰ ἀπὸ λüγου μας τιμὴ μηδὲ τσῆ λεßψει·
κι ἐτοῦτον ἂς ἀφÞσομε τὸν ἄπονο, νὰ βγοῦσι
σκýλοι, σὰν εἶναι τὸ πρεπü, νὰ τονὲ μοιραστοῦσι. 
ΠιÜστε τη, κορασßδες μου, πιδÝξα ὅσο μπορεῖτε·
μÜτια μου κακορßζικα, κιἴντÜ 'ναι τὰ θωρεῖτε!

(Εἰς τοῦτο τὴ σηκþνουσιν οἱ κορασßδες τση καὶ πᾶσι μÝσα
μὲ τὴν νÝνα κὶ ὁ χορὸς τῶν γυναικῶν, ἀπομÝνοντας καὶ
λÝγοντας τὰ κατωγεγραμμÝνα βÝρσα, σÝρνου καὶ τὸ βασιλιὰ
μÝσα καὶ χÜνεται).
 
ΧΟΡΙΚΟ
 
ΧΟΡΟΣ
Ὤ, πüσα κακορßζικους, πüσα λολοὺς νὰ κρÜζου
τυχαßνει κεßνους ἁποὺ ἐδῶ κÜτω στὴ γῆ λογιÜζου

πὼς εἶναι καλορßζικοι κι εἰς τ' ἄστρη πὼς πετοῦσι
γιὰ πλοῦτος, δüξες καὶ τιμὲς ἁποὺ σ' αὐτοὺς θωροῦσι!

Γιατὶ ὅλες οἱ καλομοιριὲς τοῦ κüσμου καὶ τὰ πλοýτη
μιὰ μüνο ἀσκιÜ 'ναι στὴ ζωὴ τὴν πρικαμÝνη τοýτη,

μιὰ φουσκαλßδα τοῦ νεροῦ, μιὰ λÜβρα ποὺ τελειþνει
τüσα γοργὸ ὅσο πλιὰ ψηλὰ τσὶ λüχες τση σηκþνει.
 
                        ΤΕΛΟΣ ΤΣΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

----------------------------------------------------------

 Στη σειρÜ μας 2ο εßναι ο Κατσοýρμπος και με αυτü θα συνεχßσω. ΒÝβαια, λßγα λüγια κι απüσπασμα...

                                                      Κατσοýρμπος

     Εßναι κωμωδßα γραμμÝνη σε 15σýλλαβο ιαμβικü στßχο με ζευγαρωτÞ ομοιοκαταληξßα. Εßναι η 1η χρονολογικÜ κωμωδßα της ΚρητικÞς λογοτεχνßας. Ο ακριβÞς χρüνος γραφÞς της εßναι Üγνωστος αλλÜ απü αναφορÝς σε γεγονüτα της επικαιρüτητας συμπεραßνεται πως γρÜφτηκε γýρω στα μÝσα της δεκαετßας του 1580, πÜντως πριν το 1600. Η ονομασßα Κατσοýρμπος προÞλθε απü Ýναν Þρωα της κωμωδßας, τον δοýλο Κατσοýρμπο.
     Το Ýργο Ýχει την κλασικÞ δομÞ της λüγιας ιταλικÞς κωμωδßας (commedia erudita), δηλαδÞ πρüλογο και πÝντε πρÜξεις. Τηρεßται η απαραßτητη για το νεοκλασικü δρÜμα ενüτητα χþρου, τüπου και χρüνου. Το Ýργο διαδραματßζεται στο ΚÜστρο (ΗρÜκλειο) στη διÜρκεια μιας ημÝρας, απü νωρßς το πρωß Ýως το βρÜδυ. ΜÝχρι την αρχÞ της πρþτης πρÜξης Ýχουν παρουσιαστεß τα βασικÜ πρüσωπα και Ýχει εκτεθεß η κατÜσταση. Στις επüμενες πρÜξεις η υπüθεση περιπλÝκεται και στο τÝλος της τÝταρης πρÜξης εμφανßζονται σταδιακÜ τα μÝσα για την επßλυση της υπüθεσης. ΚεντρικÜ πρüσωπα εßναι δýο νÝοι, ο Νικολüς και η ΚασσÜντρα, η θετÞ μητÝρα της ΚασσÜντρας, η «πολιτικÞ» (εταßρα) ΠουλισÝνα, ο γερο-ΑρμÝνης και ο πατÝρας του Νικολοý ΓιÜκουμος. Επßσης εμφανßζονται και τα τυπικÜ πρüσωπα της λüγιας ιταλικÞς κωμωδßας˙ ο «μπρÜβος» ΚουστουλιÝρης εßναι ο τýπος του καυχησιÜρη αλλÜ δειλοý στρατιωτικοý. ΣυχνÜ καμαρþνει για τις πολεμικÝς του ικανüτητες και τα κατορθþματÜ του, αλλÜ στην πρÜξη γελοιοποιεßται και απü τον δοýλο του και απü τον ΔÜσκαλο, ενþ εßναι Üτυχος και στην ερωτικÞ του ζωÞ, αφοý η ΠουλισÝνα τον διþχνει χωρßς να φοβηθεß τις απειλÝς του. Ο ΔÜσκαλος φορÜει μπαλωμÝνα ροýχα, με αποτÝλεσμα να τον περÜσουν για ζητιÜνο. Του αρÝσει να δßνει συμβουλÝς και να χρησιμοποιεß στην ομιλßα του ιταλικÜ και λατινικÜ με αποτÝλεσμα να μην γßνεται κατανοητüς και να δημιουργοýνται συχνÜ παρεξηγÞσεις. Οι «ρουφιÜνες» γειτüνισσες ΑννÝζα και ΑρκολιÜ εßναι τυποποιημÝνες μορφÝς της ιταλικÝς κωμωδßας, üπως και οι υπηρÝτριες («φαμÝγιες») Αννοýσα και Αννßτσα. Οι υπηρÝτες παρουσιÜζονται τÝλος με τυποποιημÝνες μορφÝς: ο ΚατσÜραπος εßναι ο «φαγÜς», εμφανßζεται στη σκηνÞ πεινασμÝνος Þ μεθυσμÝνος, με το μυαλü του στο φαγητü και συχνÜ ξεχνÜει τις εντολÝς του αφεντικοý του. Ο Μοýστρουχος εßναι ο πονηρüς και κλÝφτης, που με διÜφορες μικροαπατεωνιÝς κερδßζει χρÞματα. Ο Κατσοýρμπος χαρακτηρßζεται ως «ριδικολüζος» (κωμικüς). Οι εμφανßσεις του και τα λüγια του συχνÜ προκαλοýν γÝλιο. Το σκηνικü απεικονßζει «χþρα με πüρτες και στενÜ» και το παρÜθυρο της ΠουλισÝνας.
     Υπüθεση εßναι ο Ýρωτας του Νικολοý και της ΚασσÜντρας. Εμπüδιο στο γÜμο εßναι η θετÞ μητÝρα της κοπÝλας, που προσπαθεß να την κÜνει ερωμÝνη του γÝρο-ΑρμÝνη. Ο Νικολüς προσπαθεß να παρεμποδßσει τη σχÝση, με τη βοÞθεια της ΑρκολιÜς. Εξαιτßας üμως της Üλλης ρουφιÜνας, της ΑννÝζας, φανερþνονται τα σχÝδια στη γυναßκα του ΑρμÝνη και στον πατÝρα του Νικολοý. Στο τÝλος αποκαλýπτεται üτι η ΚασσÜνδρα εßναι κüρη του ΑρμÝνη, που την εßχαν αρπÜξει οι Τοýρκοι, και Ýτσι οι δýο νÝοι εßναι ελεýθεροι να πραγματοποιÞσουν το γÜμο τους.
     Γýρω απü την κýρια υπüθεση εμπλÝκονται τα διÜφορα κωμικÜ επεισüδια στα οποßα πρωταγωνιστοýν ο μπρÜβος, ο ΔÜσκαλος και οι δοýλοι. ΑυτÝς οι κωμικÝς σκηνÝς εßναι χαλαρÜ δεμÝνες με την εξÝλιξη της υπüθεσης και αποτελοýν τυπικü στοιχεßο της ιταλικÞς αλλÜ και της κρητικÞς κωμωδßας.
     Το μοτßβο της εýρεσης του χαμÝνου παιδιοý εßναι χαρακτηριστικü μοτßβο του ιταλικοý θεÜτρου και εμφανßζεται και στις Üλλες δýο σωζüμενες κωμωδßες. Δεν Ýχει βρεθεß üμως συγκεκριμÝνο ιταλικü πρüτυπο του Κατσοýρμπου και εξαιτßας της απλοýστερης πλοκÞς του Ýργου σε σχÝση με τα αντßστοιχα ιταλικÜ, δεν εßναι πιθανü να Ýχει ακολουθÞσει πιστÜ κÜποιο συγκεκριμÝνο Ýργο. ΥπÜρχουν βÝβαια αναλογßες σε αρκετÝς σκηνÝς με διÜφορες ιταλικÝς κωμωδßες.
     Κεντρικü θÝμα της κωμωδßας εßναι ο Ýρωτας, που εμφανßζεται με διÜφορες μορφÝς, απü τον νεανικü Ýρωτα του Νικολοý και της ΚασσÜντρας Ýως της κωμικÝς περιπÝτειες του γερο-ΑρμÝνη και την γελοιοποßηση του μπρÜβου και του δασκÜλου. Στις σκηνÝς των διαλüγων μεταξý των δýο νÝων ο Ýρωτας εκφρÜζεται με λυρικü τρüπο, αλλÜ αυτοý του εßδους οι λυρικÝς ερωτικÝς εξομολογÞσεις γßνονται συχνÜ και αντικεßμενο ειρωνßας: ο δοýλος του Νικολοý σχολιÜζει τη συμπεριφορÜ του ερωτευμÝνου αφÝντη του και παρωδεß την ερωτικÞ εξομολüγησÞ του.
     Η ειρωνεßα ως χιοýμορ χρησιμοποιεßται συχνÜ και σε Üλλες σκηνÝς, üπως αυτÞ στην οποßα οι «ρουφιÜνες» επαινοýν την ΠουλισÝνα για τον «σωστü» τρüπο ανατροφÞς της ΚασσÜντρας και της δßνουν συμβουλÝς για το πþς να Ýχει πολλοýς «αγαπητικοýς» για να κερδßζει πολλÜ χρÞματα. Το κωμικü στοιχεßο δεν επιτυγχÜνεται μüνο χÜρη στο λεκτικü χιοýμορ, αλλÜ και μÝσω κωμικþν σκηνþν, üπως αυτÝς στις οποßες δημιουργοýνται παρεξηγÞσεις και προβλÞματα επικοινωνßας εξαιτßας των ιταλικþν και των λατινικþν που χρησιμοποιεß ο ΔÜσκαλος και γßνονται αφορμÞ για Ýξυπνα λογοπαßγνια, και αυτÝς στις οποßες ο μπρÜβος γελοιοποιεßται και ταπεινþνεται σε μονομαχßες. Απü το χιοýμορ της κωμωδßας απουσιÜζουν οι βωμολοχßες.
     Ο Κατσοýρμπος χαρακτηρßζεται ως η καλýτερη απü τις κωμωδßες του κρητικοý θεÜτρου[1] χÜρη σε δραματουργικÜ πλεονεκτÞματα (γρÞγορη δρÜση, επιτυχημÝνα κωμικÜ στοιχεßα, διαγραφÞ των χαρακτÞρων). Αδυναμßα μπορεß να θεωρηθεß η Ýλλειψη αληθοφÜνειας στην αιτιολüγηση του πþς η ταυτüτητα της ΚασσÜντρας δεν εßχε γßνει προηγουμÝνως αντιληπτÞ απü τους γονεßς της, αφοý εßχε διατηρÞσει το üνομÜ της και γνþριζε τα ονüματα των γονÝων της.
     Η γλþσσα του Κατσοýρμπου, üπως και τα Üλλα Ýργα του ΧορτÜτση, Ýχει ως βÜση το δυτικü κρητικü ιδßωμα αλλÜ με παρÜλληλη χρÞση στοιχεßων του ανατολικοý. Εßναι üμως απλοýστερη απü τα Üλλα θεατρικÜ του, γεγονüς που εξηγεßται απü το εßδος του Ýργου. Ο λüγος εßναι πιο απλüς, με συντομüτερες προτÜσεις, και η γλþσσα προσεγγßζει περισσüτερο την ομιλουμÝνη, με συχνÞ χρÞση λÝξεων που προÝρχονται απü τα ιταλικÜ και συγκεκριμÝνα απü την βενετσιÜνικη διÜλεκτο.


 

 



Προς τον εκλαμπρüτατον και ευγενÝστατον
κýριο Mαρκαντþνιο BιÜρο εις τα XανιÜ
...
AφιÝρωση

Πανþρια, θυγατÝρα μου, στην ºδα γεννημÝνη,
      με πüθον εκ τον κýρη σου κι Ýγνοια αναθρεμμÝνη,
εις τα βουνÜ δεν πρÝπει πλιο κι εις δÜση να γυρßζης,
      να μη θωρÞς τσι λυγερÝς, τσι νιους να μη γνωρßζης,
να μη δουλεýγης κορασιþ, να μη τζι συντροφιÜζης
      κι εις τü μπορεßς κιαμιÜ φορÜ να τσι περιδιαβÜζης.
¸βγα λοιπü εκ τα δÜσητα και αποý τις αγριγιÜδες,
      αποý τσι κÜψες μßσσεψε, λεßψε αποý τσι κρυγιÜδες
και πÞγαινε σπουδακτικÞ 'ς μια χþρα τιμημÝνη,
      τση KρÞτης ομορφýτερη, του κüσμου ζηλεμÝνη.

Kυδþνια τÞνε κρÜζουσι κι οι χþρες την τιμοýσι
      οι Üλλες üλες του νησιοý κι' ως θεÜ την προσκυνοýσι
για τσι πολλÝς τση χÜριτες, μα πλια, γιατß σ' εκεßνη
      η φρονιμÜδα κατοικÜ και στÝκι η καλοσýνη.

K' εκεß σαν Ýμπης, ρþτηξε, üποιος κι' α σ' απαντÞξη,
      τ' αφÝντη μας του βγενικοý το σπßτι να σου δεßξη,
τ' αφÝντη Mαρκαντþνιο BιÜρο του τιμημÝνου,
      τ' αρχοντικοý, του φρüνιμου, τ' Üξου και παινεμÝνου,
απ' εγεννÞσαν οι θεÝς και οι XÜρες αναθρÝψα
      κι οι Mοýζες τüσες αρετÝς καλÝς τοý δασκαλÝψα·
και καθαμιÜ τοý χÜρισε την εδικÞ τζη χÜρη
      τüσες τιμÝς αθÜνατες για να μπορÞ να πÜρη.

Kι' ως τüνε δης, γονÜτισε να τüνε προσκυνÞσης
      και ταπεινÜ τα πüδια του κÜμε να του φιλÞσης.
Kαι μη χαθÞς στοχÜζοντας τÝτοιας λογÞς μεγÜλο
      αφÝντη, αξιüτατο παρÜ κιανÝναν Üλλο,
γιατß üσην Ýχει μπüρεση, τüσ' Ýχει καλοσýνη·
      τη δýναμη βαστÜ σμικτÜ με την ταπεινοσýνη.

MηδÝ ντραπÞς να δηγηθÞς πþς λÝσι τ' üνομÜ σου
      κι εισÝ ποιον τüπον Þτονε πρþτας η κατοικιÜ σου·
και πως επÞγες δοýλη του πεμπÜμενη απü μÝνα
      'ς τσι χÜρες λßγη αντßμεψη απ' Ýχω γνωρισμÝνα
αποý το σπλÜχνος το πολý κι' Üμετρη καλοσýνη
      της αφεντιÜς του τσ' Üξιας εις τη φορÜν εκεßνη
αποý 'τον εις το PÝθυμνος· μα κÜμε τ' üνομÜ μου
      Tζþρτζη να πης πως λÝσινε, XορτÜτση τη γενιÜ μου·
κι η αφεντιÜ του, τÜσσω σου, τοýτο ωσÜ γροικÞση,
      σα να 'σουν ßδιο ντου παιδß θÝλει σÝ κανακßσει
και σπλαχνικÜ σοý θÝλει πει: "Kαλþς την κορασßδα·
      το πρüσωπü σου τ' üμορφο Ýχω χαρÜ πως εßδα".

Kαι φορεσιÝς να κÜμουσι üμορφες θÝλ' ορßσει
      ξαργισιμιÝς και το κορμß üλο να σου στολßση,
τα ροýχα τα χωριÜτικα και τη στολÞ να ρßξη
      και τüτες ομορφýτερη του κüσμου να σε δεßξη.

¢με λοιπü, Πανþρια μου, μη στÝκης, μη φοβÜσαι,
      στη δοýλεψη τ' αφÝντη μας του BιÜρο πÜντα να 'σαι·
κι εισÝ λιγοýτσικο καιρü γδÝχου την αδερφÞ σου
      να 'ρθη να σ' εýρη, συντροφιÜ να 'ναι με το κορμß σου.

Kαι μη βαραßνης εις εμÝ, γιατß βασιλιοποýλα
      εκεßνην Ýκαμα κι εσÝ στην ºδα βοσκοποýλα.
Σþνει σε να 'σαι μετ' αυτÞ πÜντα συντροφιασμÝνη
      κι εις Ýναν τüπο σαν κι' αυτÞ καλÜ 'ποκρατημÝνη·
κι εσý χαρÜ στο τÝλος σου να 'χης κι εκεßνη βÜρος·
      εσÝ γυναßκα ο Γýπαρης κι' αυτÞ να πÜρη ο XÜρος.

KαλλιÜ 'ναι μια φτωχÞ ζωÞ στον κüσμο αναπαημÝνη
      παρÜ μια πλοýσια με καημοýς και πÜθη βαρεμÝνη.




                              Τ   Ε  Λ   Ο  Σ

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers