Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Φανταστικό 

King Stephen: Μερικές Φορές Επιστρέφουν...

     Η γυναίκα του Τζιμ Νόρμαν τον περίμενε από τις δύο κι όταν είδε το αμάξι του να σταματά μπροστά στην πολυκατοικία όπου έμεναν, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Είχε ήδη ψωνίσει τα υλικά για ένα γιορταστικό δείπνο: φιλέτα, καλό κρασί, φρέσκα λαχανικά, εξωτική σάλτσα για σαλάτα. Τώρα, καθώς τον έβλεπε να βγαίνει από το αυτοκίνητο, έπιασε τον εαυτό της να ελπίζει απεγνωσμένα σχεδόν (κι όχι για πρώτη φορά κείνη την ημέρα) ότι θα είχαν κάτι να γιορτάσουν.
     Ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου, με τον καινούριο του χαρτοφύλακα στο ένα χέρι και τέσσερα βιβλία στο άλλο. Μπόρεσε να διακρίνει τον τίτλο του πρώτου: Εισαγωγή Στη Γραμματική. Τον αγκάλιασε και ρώτησε:
 -"Λοιπόν; Τι έγινε"; Εκείνος χαμογέλασε. Αλλά εκείνη τη νύχτα ξαναείδε το παλιό όνειρο για πρώτη φορά μετά από πολλά, πάρα πολλά χρόνια και ξύπνησε μουσκεμένος στον ιδρώτα, με μια κραυγή να του φράζει το λαρύγγι.

     Τον είχαν εξετάσει για τη θέση ο διευθυντής του Λυκείου Χάρολντ Ντέιβις κι ο επικεφαλής του τμήματος των αγγλικών. Ανάμεσα στ' άλλα αναφέρθηκε κι ο νευρικός κλονισμός που είχε περάσει. Το περίμενε. Ο διευθυντής, ένας φαλακρός και λιπόσαρκος άντρας, ονόματι Φέντον, είχε γείρει πίσω στην πολυθρόνα του και περιεργαζόταν το ταβάνι. Ο Σίμονς, ο υπεύθυνος του τμήματος των αγγλικών, είχε ανάψει την πίπα του.
 -"Δεχόμουν μεγάλη πίεση κείνη την εποχή", είπε ο Τζιμ. Τα δάχτυλά του πήγαν να συσπαστούν, μα τα εμπόδισε.
 -"Αυτό το καταλαβαίνουμε", είπε ο Φέντον, χαμογελώντας, "και μ' όλο που δεν έχουμε καμία επιθυμία να φανούμε αδιάκριτοι, είμαι σίγουρος πως όλοι μας συμφωνούμε πως η διδασκαλία είναι απαιτητική και σκληρή απασχόληση, ιδίως στο επίπεδο του Λυκείου. Είμαστε στη σκηνή πέντε ώρες τη μέρα και παίζουμε για το δυσκολότερο κοινό του κόσμου. Γι' αυτό ακριβώς", κατέληξε περήφανα "οι καθηγητές παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό έλκους στομάχου απ' οποιονδήποτε άλλο επαγγελματικό κλάδο, μ' εξαίρεση τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας".
 -"Οι πιέσεις που δέχτηκα και που με οδήγησαν στην... στην κατάρρευση ήταν ιδιαίτερα έντονες..." είπεν ο Τζιμ. Ο Φέντον κι ο Σίμονς ένευσαν την επιφυλακτική τους ενθάρρυνση κι ο Σίμονς ετοιμάστηκε πάλι ν' ανάψει τη μισοσβησμένη του πίπα. Ξαφνικά το γραφείο έγινε μικρό, ασφυκτικό. O Τζιμ είχε την περίεργη αίσθηση ότι μόλις του είχαν στρέψει ένα δυνατό προβολέα στη πλάτη. Τα δάχτυλά του άρχισαν πάλι να σαλεύουν από μόνα τους, μα τα σταμάτησε έγκαιρα. "Τέλειωνα το πανεπιστήμιο και ήμουν ασκούμενος καθηγητής. Η μητέρα μου είχε πεθάνει το προηγούμενο καλοκαίρι από καρκίνο -κι η τελευταία της επιθυμία ήταν να συνεχίσω και να τελειώσω τις σπουδές μου. Ο αδελφός μου, ο μεγαλύτερός μου αδελφός είχε πεθάνει όταν ήμασταν κι οι δύο μικροί. Σκόπευε να γίνει εκπαιδευτικός και η μητέρα μου πίστευε..." Καταλάβαινε από τον τρόπο που τον κοιτούσαν ότι είχε ξεφύγει από το θέμα και σκέφτηκε: Θεέ μου, τα έκανα θάλασσα. "Έκανα ό,τι μου ζήτησε", είπε, παρακάμπτοντας τις πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα στον ίδιο, τη μάνα και τον αδελφό του τον Γουέιν -το δύστυχο, δολοφονημένο Γουέιν. "Στη δεύτερη εβδομάδα της άσκησής μου, η μνηστή μου είχε ένα ατύχημα. Κάποιος τη χτύπησε με το αυτοκίνητό του και την εγκατέλειψε αβοήθητη, ένας νεαρός που δε συνελήφθη ποτέ". Ο Σίμονς του χαμογέλασε για να του δώσει κουράγιο. "Συνέχισα. Δεν έβλεπα άλλη διέξοδο. Η αρραβωνιαστικιά μου υπέφερε πολύ -τέσσερα ραγισμένα πλευρά κι ένα σπασμένο σε τρία σημεία πόδι- αλλά δεν κινδύνευε άμεσα. Θαρρώ πως ούτε εγώ δεν καταλάβαινα σε τι κατάσταση βρισκόμουν, πόσο πιεζόμουν θέλω να πω". Προσοχή τώρα. Εδώ είναι που χάνεται το έδαφος από τα πόδια σου. "Δίδασκα στο Τεχνικό Λύκειο της Σέντερ Στρητ", συνέχισεν o Τζιμ.
 -"Το καμάρι της πόλης", παρενέβη ο Φέντον. "Σουγιάδες, μπότες ίσαμε το μπόι τους, αλυσίδες, όπλα στα ντουλάπια, προστασία επί πληρωμή κι ένα παιδί στα τρία να πουλάει ναρκωτικά στ' άλλα δύο. Το ξέρω το ίδρυμα".
 -"Είχα ένα μαθητή, τον Μακ Ζίμερμαν", είπε ο Τζιμ. "Ευαίσθητο αγόρι. Έπαιζε κιθάρα. Έγραφε θαυμάσιες εκθέσεις. Κι ένα πρωί μπήκα στην τάξη και είδα να τον κρατούν δύο ενώ ένας τρίτος κοπανούσε την κιθάρα του στο καλοριφέρ. Ο Ζίμερμαν στρίγκλιζε. Τους φώναξα να τον αφήσουν, να μου δώσουν αμέσως την κιθάρα. Πήγα να τους σταματήσω, μα κάποιος μου έδωσε μια γροθιά και με ξάπλωσε χάμω". Ο Τζιμ ανασήκωσε τους ώμους. "Αυτό ήταν όλο. Έσπασα. Ούτε ούρλιαζα ούτε κρυβόμουν στις γωνίες. Απλά δε μπορούσα να ξαναγυρίσω στο σχολείο. Με το που πλησίαζα, σφιγγόταν η καρδιά μου. Δεν μπορούσα ν' αναπνεύσω, μ' έλουζε κρύος ιδρώτας".
 -"Μου συμβαίνει και μένα πολλές φορές", σχολίασε φιλικά ο Φέντον.
 -"Αρχισα ψυχανάλυση. Συμμετείχα σε κάποιες θεραπευτικές ομάδες της Πρόνοιας. Δεν είχα χρήματα για αποκλειστικό ψυχίατρο. Μου έκανε καλό. Παντρεύτηκα τη Σάλι. Κουτσαίνει λίγο, της έχει μείνει μια ουλή, μα κατά τ' άλλα είναι μια χαρά. Καινούρια". Τους κοίταξε κατάματα. "Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για μένα".
 -"Τελειώσατε την άσκησή σας στο Λύκειο Κορτές, νομίζω" είπεν ο Φέντον
 -"Θερμοκήπιο με σπάνια λουλούδια κι αυτό", πέταξε ο Σίμονς.
 -"Ήθελα ένα δύσκολο σχολείο", εξήγησεν ο Τζιμ. "'Αλλαξα θέση μ' ένα συνάδελφο".
 -"Ο επόπτης σας βαθμολόγησε μ' άριστα, απ' ό,τι βλέπω", παρατήρησεν ο Φέντον.
 -"Μάλιστα".
 -"Με την ίδια διάκριση πήρατε και το πτυχίο σας".
 -"Αγαπούσα τις σπουδές μου". Ο Φέντον κι ο Σίμονς κοιτάχτηκαν και σηκώθηκαν. Τους μιμήθηκε κι ο Τζιμ.
 -"Θα επικοινωνήσουμε μαζί σας, κύριε Νόρμαν", είπε ο Φέντον. "Πρέπει να δούμε μερικούς ακόμα υποψήφιους-"
 -"Ναι, καταλαβαίνω".
 -"-αλλά εγώ τουλάχιστον έχω εντυπωσιαστεί από τις ακαδημαϊκές επιδόσεις και την ειλικρίνειά σας".
 -"Ευχαριστώ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σας".
 -"Σιμ, ίσως ο κύριος Νόρμαν θα 'πινε ένα καφέ πριν φύγει". Δώσανε τα χέρια. Στο διάδρομο, ο Σίμονς είπε:
 -"Νομίζω πως πήρατε τη θέση. Φυσικά, σας το λεω εμπιστευτικά, δε θα ήθελα να βγει παραέξω". Ο Τζιμ ένευσε καταφατικά. Είχε αφήσει κι ο ίδιος πολλά έξω.

     Το Λύκειο Ντέιβις ήταν ένα μάλλον αποκρουστικό οικοδόμημα που όμως στέγαζε εξαιρετικά σύγχρονες εγκαταστάσεις, μόνον τα εργαστήρια της Φυσικής και Χημείας είχαν κοστίσει ενάμιση εκατομμύριο δολάρια. Οι τάξεις, που τις στοίχειωναν ακόμη τα φαντάσματα των εργατών που τις είχαν κτίσει και των παιδιών που τις χρησιμοποίησαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, διέθεταν μοντέρνα θρανία και πίνακες τελευταίας τεχνολογίας. Οι μαθητές ήταν καθαροί, καλοντυμένοι, ολοζώντανοι, εύποροι. Οι έξι στους δέκα τελειόφοιτους είχανε δικό τους αυτοκίνητο. Γενικά, ένα καλό σχολείο. Καλό σχολείο για να διδάσκει κανείς στην ταραγμένη δεκαετία του '70. Σε σύγκριση μαζί του, το Τεχνικό Λύκειο της Σέντερ Στρητ έμοιαζε με την καρδιά της Αφρικής.
     Αλλά όταν τα παιδιά σχολούσαν και τα κτίρια αδειάζανε, κάτι παμπάλαιο, μελαγχολικό κι ανήσυχο κυρίευε τους διαδρόμους, ψιθύριζε στις έρημες τάξεις. Ένα μαύρο, κακοποιό θηρίο που δε φανερωνόταν ποτέ. Μερικές φορές, καθώς κατηφόριζε το διάδρομο της Πτέρυγας Τέσσερα κατά το χώρο στάθμευσης με τον καινούργιο του χαρτοφύλακα στο χέρι, ο Τζιμ Νόρμαν πίστευε πως σχεδόν το άκουγε να ανασαίνει.

     Ξαναείδε το όνειρο στο τέλος του Οκτώβρη και τούτη τη φορά ούρλιαξε. Πολέμησε με νύχια και με δόντια να ξυπνήσει κι όταν τα κατάφερε βρήκε τη Σάλι ανακαθισμένη στο κρεβάτι να τον κρατά απ' τον ώμο. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.
 -"Θεέ μεγαλοδύναμε", είπε κι έτριψε το πρόσωπό του.
 -"Είσαι καλά";
 -"
Ναι. Φώναξα, ε";
 -"Αν φώναξες, λέει! Εφιάλτης";
 -"Ναι".
 -"Σχετικός με κείνα τ' αγόρια που σπάσανε την κιθάρα του μαθητή σου";
 -"Όχι", είπε ο Τζιμ. "Κάτι πολύ παλιότερο. Μερικές φορές επιστρέφει, αυτό είναι όλο. Τίποτα σοβαρό".
 -"Είσαι σίγουρος";
 -"Ναι".
 -"Θέλεις να σου φέρω λίγο γάλα;" Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει. Φίλησε τον ώμο της.
 -"Όχι. Έλα, κοιμήσου". Η Σάλι έσβησε το φως κι εκείνος έμεινε ξαπλωμένος να κοιτάει το σκοτάδι.

     Για νέος καθηγητής, είχε καλό πρόγραμμα. Η πρώτη ώρα ήταν ελεύθερη. Τη δεύτερη και την τρίτη έκανε έκθεση, το ένα τμήμα πληκτικό μέχρι θανάτου, το άλλο ζωηρό, περίεργο, σχεδόν διασκεδαστικό. Η τέταρτη ώρα ήταν η καλύτερή του: αμερικάνικη λογοτεχνία με τελειόφοιτους που προορίζονταν για το πανεπιστήμιο και που την έβρισκαν ταλαιπωρώντας τους κλασικούς. Η πέμπτη ήταν «ώρα συμβουλών», η ώρα δηλαδή που υποτίθεται πως θα έβλεπε μαθητές με σχολικά ή προσωπικά προβλήματα. Ήταν λιγοστοί όσοι είχαν τα μεν ή τα δε (ή, τουλάχιστον, όσοι ήθελαν να τα συζητήσουν μαζί του) και περνούσε συνήθως αυτά τα διαστήματα συντροφιά μ' ένα καλό βιβλίο. Την έκτη ώρα δίδασκε γραμματική, πράγμα στεγνό σα σκόνη από κιμωλία.
     Η έβδομη ώρα ήταν ο σταυρός του. Το μάθημα ονομαζόταν 'Ζώντας Με Τη Λογοτεχνία' και γινόταν σ' ένα χώρο που έμοιαζε περισσότερο με κλουβί παρά με τάξη στον τρίτο όροφο. Η αίθουσα ήταν ζεστή σα φούρνος το καλοκαίρι και πάγωνε όσο πλησίαζε ο χειμώνας. Τα ίδια τα παιδιά ήταν χαρακτηριστικό δείγμα αυτού που οι σχολικοί κατάλογοι ευφημιστικά ονομάζουν μαθητές με αργές προόδους. Υπήρχαν εικοσιεπτά μαθητές με αργές προόδους στην τάξη του Τζιμ, οι περισσότεροι απ' αυτούς οι ταραχοποιοί του σχολείου. Το λιγότερο που θα μπορούσε κανείς να τους καταλογίσει ήταν η αδιαφορία και μερικοί είχαν μια φλέβα γνήσιας μοχθηρίας. Μπήκε κάποια μέρα στην τάξη και βρήκε στον πίνακα μια χυδαία και βάναυσα πιστή καρικατούρα του με την περιττή ένδειξη 'Κύριος Νόρμαν' από κάτω. Έσβησε το σκίτσο χωρίς σχόλια και συνέχισε το μάθημα παρά τα ειρωνικά γελάκια. Προσπάθησε να βρει τρόπους να κεντρίσει τη φαντασία τους, παρήγγειλε τα πιο εύληπτα κι ενδιαφέροντα κείμενα που μπορούσε να βρει -όλα μάταια. Η συλλογική διάθεση της τάξης έπεφτε, χωρίς διακυμάνσεις, από την αχαλίνωτη ιλαρότητα στη βαρύθυμη σιωπή. Στις αρχές του Νοέμβρη δυο μαθητές πιάστηκαν στα χέρια εξαιτίας μια διαφωνίας σχετικά με το 'Ανθρωποι & Ποντίκια'. Ο Τζιμ τους χώρισε και τους συνόδεψε ο ίδιος στο γραφείο του διευθυντή. Όταν επέστρεψε και ξανάνοιξε το βιβλίο του, αντίκρισε τη λέξη ΔΑΓΚΩΣΤΟ  γραμμένη με μαρκαδόρο διαγώνια στη σελίδα.
     Εξέθεσε το πρόβλημα στον Σίμονς, που ανασήκωσε τους ώμους κι άναψε την πίπα του.
 -"Δεν υπάρχει δραστική λύση, Τζιμ. Η τελευταία ώρα ήταν απ' ανέκαθεν κρεμάλα. Για μερικούς από τους μαθητές σου, ένας κακός βαθμός σημαίνει ότι παίρνουν πόδι από τις ομάδες του ράγκμπι ή του μπάσκετ. Κι έχοντας χαμηλούς βαθμούς στ' άλλα μαθήματα των αγγλικών, είναι αναγκασμένοι να παρακολουθούν το δικό σου. Δε μπορούν να κάνουν αλλιώς".
 -"Όπως κι εγώ άλλωστε", είπε σκυθρωπά ο Τζιμ. Ο Σίμονς κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
 -"Το βασικό είναι να μη σου πάρουν τον αέρα. Αν καταλάβουν πως δε σκοπεύεις να τους αφήσεις να σε καβαλήσουν, σιγά-σιγά θα στρώσουν όλοι". Αλλά η έβδομη ώρα παρέμεινε αγκάθι στο πλευρό του. Έν από τα μεγαλύτερα προβλήματα του μαθήματος ήταν ένας πελώριος, βραδυκίνητος νεαρός, ο Τσιπ Όσγουεϊ. Την πρώτη εβδομάδα του Δεκέμβρη ο Τζιμ τον έπιασε να κλέβει σ' ένα διαγώνισμα και τον πέταξε έξω από την τάξη.
 -"Τόλμησε να μ' αφήσεις και θα δεις τι έχεις να πάθεις, καριόλη!" φώναξε ο Όσγουεϊ. "Θα σε κανονίσουμε, μ' ακούς";
 -"Βγες έξω!", είπεν ο Τζιμ, "Μην επιβαρύνεις τη θέση σου".
 -"Θα σε κανονίσουμε, κάθαρμα"!
     Ο Τζιμ ξαναμπήκε στην τάξη. Τα παιδιά τον κοίταζαν ανέκφραστα, πρόσωπα που δεν πρόδιναν τίποτα. Ένιωσε να του γλιστρά η πραγματικότητα από τα χέρια, ένα συναίσθημα που είχε δοκιμάσει και παλιότερα... παλιότερα. 'Θα σε κανονίσουμε, κάθαρμα!' Έβγαλε το βαθμολόγιό του από το συρτάρι, το άνοιξε στο μάθημα και προσεχτικά, σχολαστικά, σημείωσε, μηδέν δίπλα στο όνομα του Τσιπ Όσγουεϊ. Κείνο το βράδυ είδε πάλι το ίδιο όνειρο, σε ρυθμούς απάνθρωπα αργούς. Είχε τον καιρό να παρακολουθήσει και να νιώσει τα πάντα. Και σα να μην έφτανε αυτό, ήρθε να προστεθεί η φρίκη της αναβίωσης γεγονότων που όδευαν προς μία γνωστή εκ των προτέρων κατάληξη, κάτι σαν την ανήμπορη απελπισία του παγιδευμένου ανθρώπου σ' ένα αυτοκίνητο που πέφτει από το λόφο και τσακίζεται σε ένα γκρεμό.

     Στο όνειρο ήταν εννιά χρονών κι ο αδελφός του ο Γουέιν δώδεκα. Κατηφόριζαν τη Μπρόουντ Στρητ στο Στράτφορντ του Κονέκτικατ, με προορισμό τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Ο Τζιμ, έχοντας καθυστερήσει δύο μέρες τα βιβλία, είχε πάρει από το βάζο της κουζίνας τέσσερα σεντς για να πληρώσει το πρόστιμο. Ήταν οι καλοκαιρινές διακοπές. Το φρεσκοκουρεμένο χορτάρι μοσκομύριζε. Από κάποιο ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν η ραδιοφωνική αναμετάδοση ενός αγώνα μπέηζμπολ ανάμεσα στους Γιάνκις και τους Ρεντ Σοξ, έξι-μηδέν, σειρά του Τεντ Ουίλιαμς να χτυπήσει, -οι σκιές μάκραιναν στο δρόμο καθώς το δειλινό γινόταν βράδυ.
     Πίσω από την Υπεραγορά Του Τέντι  υπήρχε σιδηροδρομική ανισόπεδη διάβαση και στην απέναντι πλευρά συνήθιζαν να συγκεντρώνονται τα χαμένα κορμιά της περιοχής -πεντέξι αγόρια με δερμάτινα μπουφάν και κολλητά τζιν. Ο Τζιμ αρρώσταινε κάθε φορά που περνούσε από κει. Τον κορόιδευαν γυαλάκια και σκατιάρη και του ζητούσαν λεφτά, μια φορά μάλιστα τον κυνήγησαν μισό τετράγωνο. Αλλά ο Γουέιν δεν ήθελε να πάρει τον άλλο, μακρύτερο δρόμο. Το θεωρούσε δειλία.
     Στο όνειρο η διάβαση σε πλησιάζει απειλητικά και νιώθεις τον τρόμο να πεταρίζει στο λαρύγγι σου σα μεγάλο μαύρο πουλί. Βλέπεις τα πάντα: τη φωτεινή επιγραφή της οικοδομικής εταιρείας του Μπάρετς, τα κομμάτια γυαλιά στις σκουριασμένες ράγες, τη σπασμένη στεφάνη ενός ποδηλάτου στο ρείθρο. Προσπαθείς να πεις στον Γουέιν πως τα 'χεις ξαναπεράσει αυτά, εκατό φορές. Τα ρεμάλια δε χασομερούν τώρα στο βενζινάδικο, έχουν κρυφτεί στους ίσκιους κάτω από το διάζωμα. Αλλά δε μπορείς να μιλήσεις. Είσαι ανίσχυρος. Και μετά βρίσκεσαι κάτω από τη γέφυρα και μερικές σκιές ξεκολλούν από τα τοιχώματα κι ένα ψηλό αγόρι με ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά και σπασμένη μύτη σπρώχνει τον Γουέιν στο καπνισμένο τσιμέντο και λέει:
 -"Δώσε κάνα φράγκο, ρε κωλόπαιδο".
 -"'Ασε με ήσυχο".
     Προσπαθείς να τρέξεις μα ένας χοντρός με λιγδωμένα μαύρα μαλλιά σ' αρπάζει και σε ρίχνει στον τοίχο δίπλα στον αδελφό σου. Το αριστερό του βλέφαρο παίζει νευρικά καθώς λεει:
 -"Κόψε τις μαλακίες σπόρε. Πόσα έχεις";
 -"Τ-τέσσερα σεντς".
 -"'Αει γαμήσου, σκατό, ψέματα λες".
     Ο Γουέιν προσπαθεί να ξεφύγει κι ένας τύπος με παράξενα πορτοκαλιά μαλλιά βοηθάει τον ξανθό να τον κρατήσει. Το αγόρι με το τικ στο μάτι, σου δίνει ξαφνικά μιαν ανάποδη στο στόμα. Νιώθεις να βαραίνουν οι βουβώνες σου κι ένας σκούρος λεκές βρωμίζει το πανταλόνι σου.
 -"Κοίτα, Βίνι, τα 'κανε πάνω του"!
     Ο Γουέιν παλεύει σα μανιακός και σχεδόν κατορθώνει -μόνο σχεδόν, όμως- να ξεγλιστρήσει. Ένας άλλος κρεμανταλάς, με μαύρο πανταλόνι και μακό μπλουζάκι, τονε ξαπλώνει χάμω. Έχει ένα μικρό σημάδι σα φράουλα στο πηγούνι του. Το πέτρινο λαρύγγι της διάβασης αρχίζει να τρέμει. Τα μεταλλικά δοκάρια δονούνται. Έρχεται τραίνο. Κάποιος του πετάει τα βιβλία από τα χέρια και το παιδί με το σημάδι τα κλωτσάει στον υπόνομο. Ο Γουέιν ρίχνει ξαφνικά μια κλωτσιά στ' αρχίδια του αγοριού με το τικ. Ο νεαρός ουρλιάζει σα γουρούνι που το σφάζουν.
 -"Βίνι, σου φεύγει"!
     Το παιδί με το αλαφιασμένο μούτρο κάτι στριγκλίζει για τ' αρχίδια του, αλλ' ακόμη και τα ουρλιαχτά του χάνονται στο σαματά του τραίνου που πλησιάζει. Και τώρα περνάει από πάνω τους αι ο θόρυβος γεμίζει το σύμπαν. Οι λεπίδες αστράφτουν. Το ένα μαχαίρι κρατά το αγόρι με τα κοντά ξανθά μαλλιά, το άλλο ο νεαρός με το σημάδι. Δεν ακούς τον Γουέιν, μα διαβάζεις τις λέξεις στα χείλη του: "Τρέχα, Τζίμι, τρέχα!" Πέφτεις στα γόνατα, γλιστρώντας από τα χέρια που σε κρατούν και κρύβεσαι πίσω από ένα ζευγάρι πόδια, ανακούρκουδα, σα βάτραχος. Ένα χέρι αγγίζει την πλάτη σου, ψάχνει για κράτημα, δε βρίσκει και ξαναπαίρνεις το δρόμο της επιστροφής με όλη τη φριχτή, τελματωμένη βραδύτητα των ονείρων. Κοιτάς πάνω από τον ώμο σου και βλέπεις...

     Πετάχτηκε στο σκοτάδι κι είδε τη Σάλι να κοιμάται ήσυχα δίπλα του. Δαγκώθηκε για να μη του ξεφύγει η κραυγή, έπεσε στα μαξιλάρια όταν σιγουρεύτηκε ότι την είχε πνίξει.

     Όταν ξανακοίταξε πίσω, πίσω στη σκοτεινιά της διάβασης, είδε το ξανθό αγόρι και το αγόρι με το σημάδι να χώνουν τα μαχαίρια τους στο κορμί του αδελφού του -ο Ξανθός στο στέρνο, ο Σημαδεμένος στους βουβώνες.

     Πλαγιασμένος στο σκοτάδι, με κομμένη την ανάσα, περίμενε να περάσει ο εφιάλτης, να τον σβήσει η γαλήνη του ύπνου. Αργότερα, πολύ αργότερα, έγινε κι αυτό.

     Οι διακοπές των Χριστουγέννων και του εξαμήνου συνδυάζονταν στην περιοχή του σχολείου κι έτσι οι αργίες κρατούσαν σχεδόν ένα μήνα. Το όνειρο τον επισκέφθηκε δύο φορές ακόμη στις αρχές της σχόλης και μετά χάθηκε. Πήγαν με τη Σάλι στην αδελφή της, στο Βερμόντ, έκαναν σκι με την ψυχή τους. Ήταν ευτυχισμένοι. Το πρόβλημα του Τζιμ με το μάθημα της τελευταίας ώρας φαινόταν ασήμαντο, ίσως λιγάκι ανόητο, στον καθαρό, κρυστάλλινο αέρα. Ξαναγύρισε στο σχολείο μαυρισμένος από τον χειμωνιάτικο ήλιο, ψύχραιμος και σίγουρος για τον εαυτό του.
     Ο Σίμονς τον πέτυχε στο διάλειμμα ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη ώρα και του 'δωσε ένα ντοσιέ.
 -"Καινούριος μαθητής για το 'Ζώντας Με Τη λογοτεχνία'. Τον λένε Ρόμπερτ Λώσον. Μεταφορά από άλλο σχολείο".
 -"Για όνομα του Θεού, Σιμ έχω ήδη εικοσιεπτά. Πώς θα τα βγάλω πέρα μ' έναν ακόμα";
 -"Πάλι εικοσιεπτά θα 'χεις. Ο Μπιλ Στιρνς σκοτώθηκε τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Αυτοκινητιστικό ατύχημα. Τον χτύπησαν κι εξαφανίστηκαν".
 -"Ο Μπίλι"; Η εικόνα του ήρθε στο μυαλό, ασπρόμαυρη, σα φωτογραφία τελειόφοιτου. Ουίλιαμ Στιρνς. Ένας από τους λίγους καλούς μαθητές της τελευταίας ώρας. Ήσυχος, συνεπής, με άριστους βαθμούς στα διαγωνίσματα. Δε συμμετείχε πολύ στο μάθημα, αλλά απαντούσε πάντα σωστά στις ερωτήσεις, συχνά μ' ένα ξερό, ευχάριστο χιούμορ. Νεκρός; Δέκα πέντε χρονών παιδί. Η δική του θνητότητα πέρασε ξαφνικά ψιθυρίζοντας σιγανά ανάμεσα από τα κόκαλα του, σαν παγωμένο ρεύμα κάτω από την πόρτα. "Χριστέ μου, είναι τρομερό. Πώς συνέβη";
 -"Η αστυνομία ψάχνει ακόμη. Είχε κατεβεί στο κέντρο ν' αλλάξει ένα χριστουγεννιάτικο δώρο. Καθώς πήγαινε να περάσει απέναντι στη Ράμπαρτ Στρητ, τον χτύπησε ένα παλιό Φορντ. Κανείς δεν πρόλαβε να δει τον αριθμό, αλλά πολλοί πρόσεξαν τέσσερις λέξεις καλλιτεχνικά γραμμένες στη μπροστινή πόρτα: 'Το Μάτι Του Φιδιού', Ξέρεις, αυτά που συνηθίζουν τα παιδιά".
 -"Χριστέ μου", ψέλλισε πάλι ο Τζιμ.
 -"Χτυπά κουδούνι", είπε ο Σίμονς. Έφυγε βιαστικός, σταματώντας ένα λεπτό να διαλύσει μια ομάδα παιδιών γύρω από τον ψύκτη του νερού. Ο Τζιμ ξεκίνησε για την τάξη του, νιώθοντας άδειος, τόσο εξασθενημένος όσο κι αν έβγαινε από μια μεγάλη ασθένεια.
     Στην ελεύθερη ώρα του άνοιξε το φάκελο του Ρόμπερτ Λώσον. Η πρώτη σελίδα ήταν μια πράσινη κόλλα από το Λύκειο Μίλφορντ, ένα σχολείο που ο Τζιμ δεν είχε ακουστά. Στη δεύτερη υπήρχαν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις για το μαθητή. Δείκτης νοημοσύνης 78. Λίγες χειρωνακτικές ικανότητες. Αντικοινωνικές απαντήσεις στο τεστ προσωπικότητας Μπάρνετ-Χάντσον. Χαμηλή αντίληψη. Ο Τζιμ σκέφτηκε πικρόχολα ότι ο νεαρός ήταν χαρακτηριστικό δείγμα μαθητή του 'Ζώντας Με Τη Λογοτεχνία'. Η επόμενη σελίδα απαριθμούσε τις πειθαρχικές ποινές που του είχαν επιβληθεί, ένα χαρτί συνήθως κίτρινο. Το Λύκειο Μίλφορντ όμως χρησιμοποιούσε άσπρη κόλλα με μαύρη μπορντούρα και τούτη ήταν καταθλιπτικά γεμάτη. Δεν υπήρχε σχολικό παράπτωμα που να μην είχε υποπέσει. Γύρισε στην επόμενη σελίδα, έριξε μια ματιά στη φωτογραφία του μαθητή, κατόπιν ξανακοίταξε. Η φρίκη γλίστρησε κλεφτά στα σπλάχνα του και κουλουριάστηκε εκεί, ζεστή, σφυρίζοντας σα φίδι. O Λώσον κοιτούσε προκλητικά το φακό σα να πόζαρε για το φωτογράφο της αστυνομίας κι όχι του σχολείου. Στο πηγούνι του είχε ένα μικρό σημάδι στο σχήμα της φράουλας.
Mέχρι να φτάσει η έβδομη ώρα, ο Τζιμ είχε εξαντλήσει όλες τις λογικές εξηγήσεις. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι υπήρχαν χιλιάδες παιδιά με σημάδια στο πηγούνι. Του υπενθύμισε πως ο αλήτης που είχε μαχαιρώσει τον αδελφό του δεκάξι χρόνια πριν θα ήταν τώρα τουλάχιστον τριανταδύο ετών.
     Aλλά ανεβαίνοντας τώρα στον τρίτο όροφο, ένιωθε την ανησυχία να του μουδιάζει τα μέλη. Κι ένας καινούριος φόβος τη συνόδευε: Έτσι ακριβώς αισθανόσουν λίγο πριν σπάσεις. Η στυφή, ατσάλινη γεύση πανικού του γέμισε το στόμα. Τα συνηθισμένα παιδιά χασομερούσαν έξω από την Τάξη Τριαντατρία, μα μερικά μπήκαν μέσα όταν είδαν τον Τζιμ να πλησιάζει. 'Αλλα μείνανε στη θέση τους, κουβεντιάζοντας ψιθυριστά και χαχανίζοντας. Είδε τον καινούριο μαθητή δίπλα στον Τσιπ Όσγουεϊ. Ο Ρόμπερτ Λώσον φορούσε τζιν και κίτρινες πλαστικές γαλότσες -πολύ της μόδας εκείνη τη χρονιά.
 -"Τσιπ, μπες στην τάξη".
 -"Διαταγή μου δίνεις;" Χαμογελούσε ηλίθια πάνω από το κεφάλι του Τζιμ.
 -"Ναι".
 -"Μου 'βαλες τη βάση στο διαγώνισμα";
 -"Όχι".
 -"Ναι, αυτό είναι..." Η υπόλοιπη φράση χάθηκε σ' ακατάληπτο μουρμουρητό. Ο Τζιμ στράφηκε στον Ρόμπερτ Λώσον.
 -"Είσαι καινούριος", του 'πε, «θα 'θελα να σου εξηγήσω πως δουλεύουμε εδώ".
 -"Βεβαίως, κύριε Νόρμαν, ό,τι γουστάρετε". Στο δεξί του φρύδι είχε ουλή, μια ουλή που ο Τζιμ θυμόταν πολύ καλά. Δεν έκανε λάθος λοιπόν. Ήταν τρέλα, ήταν παραφροσύνη, αλλά ήταν και γεγονός. Δεκάξι χρόνια πριν αυτό το παιδί είχε μαχαιρώσει τον αδελφό του. Σβησμένη, σαν από μεγάλη απόσταση, άκουσε τη φωνή του να εξηγεί τους κανονισμούς και τον τρόπο λειτουργίας του μαθήματος. Ο Ρόμπερτ Λώσον, με τους αντίχειρες περασμένους στην πλατιά του ζώνη, άκουγε, χαμογελούσε και κουνούσε το κεφάλι του, σα να συζητούσε μ' ένα παλιό φίλο.

 -"Τζιμ";
 -"Μμμ";
 -"Συμβαίνει τίποτα";
 -"Όχι".
 -"Μήπως σε ζορίζουνε πάλι οι μαθητές της τελευταίας ώρας";
 -"Όχι".
 -"Γιατί δεν πλαγιάζεις νωρίς απόψε;" Αλλά δε μπορούσε. Το όνειρο επέστρεψε με ιδιαίτερη σφοδρότητα εκείνη τη νύχτα. Την ώρα που το παιδί με το σημάδι μαχαίρωνε τον αδελφό του, γύρισε και φώναξε στον Τζιμ:
 -"Μετά έχεις σειρά εσύ, σπόρε. Δε θα σε ξεχάσουμε". Ξύπνησε ουρλιάζοντας.

     Δίδασκε τον "'Αρχοντα Tων Mυγών" εκείνη τη βδομάδα και κάποια στιγμή που εξηγούσε το συμβολισμό του μυθιστορήματος, ο Λώσον σήκωσε το χέρι του.
 -"Ναι, Ρόμπερτ";
 -"Γιατί με κοιτάς συνέχεια;" Ο Τζιμ ένιωσε το σάλιο του να στεγνώνει. "Έχω τίποτα στα μούτρα μου ή είναι ανοιχτά τα μαγαζιά μου"; Νευρικά γελάκια στην τάξη. Ο Τζιμ απάντησε ήρεμα:
 -"Δεν κοιτούσα εσάς, κύριε Λώσον. Μπορείτε να μας πείτε γιατί ο Ραλφ κι ο Τζακ διαφώνησαν στο θέμα της
 -"Με κοιτούσες".
 -"Μήπως θέλεις να το συζητήσεις με τον κύριο Φέντον"; Ο Λώσον το ξανασκέφτηκε.
 -"Μπα, άσε καλύτερα".
 -"Ωραία. Τώρα, μπορείς να μας πεις γιατί ο Ραλφ κι o Τζακ-"
 -"Δεν το διάβασα. Μου φάνηκε ηλίθιο βιβλίο". Ο Τζακ χαμογέλασε σφιγμένα.
 -"Σοβαρά; Τότε να θυμάσαι πως όσο κρίνεις εσύ το βιβλίο, κρίνει και το βιβλίο σένα. Τώρα μπορεί κανείς να μου πει γιατί τα δυο αγόρια διαφώνησαν στο θέμα της ύπαρξης του κτήνους"; Η Κάθι Σλάβιν σήκωσε δειλά το χέρι της, ο Λώσον την κοίταξε κυνικά από την κορυφή ως τα νύχια και κάτι ψιθύρισε στον Τσιπ Όσγουεϊ. Το αφτί του Τζιμ έπιασε δυο λέξεις: «Ωραία βυζιά». Ο Τσιπ ένευσε καταφατικά.
 -"Ναι, Κάθι";
 -"Μήπως επειδή ο Τζακ ήθελε να κυνηγήσει το κτήνος";
 -"Πολύ καλά". Γύρισε κι άρχισε να γράφει στον πίνακα. Με το που η πλάτη του στράφηκε στην τάξη, μια φράπα ήρθε κι έσκασε στον τοίχο δίπλα του. Τινάχτηκε στο πλάι και γύρισε να δει. Κάποιοι μαθητές γελούσαν, αλλά ο Όσγουεϊ κι ο Λώσον τον κοιτούσαν σαν αθώες περιστερές. Ο Τζιμ έσκυψε και μάζεψε το φρούτο.
 -"Έτσι μου 'ρχεται", είπε, ψάχνοντας με το βλέμμα τα πίσω θρανία, "να χώσω αυτό το πράγμα στο λαρύγγι κάποιου από δω μέσα". Η Κάθι Σλάβιν ξεφώνησε από την τρομάρα. Ο Νόρμαν πέταξε τη φράπα στο καλάθι και γύρισε πάλι προς τον πίνακα.

     'Ανοιξε την πρωινή εφημερίδα, πίνοντας τον καφέ του και είδε τον τίτλο στη μέση περίπου της σελίδας.
 -"Θεέ μεγαλοδύναμε" βόγκηξε, διακόπτοντας την πρόσχαρη φλυαρία της γυναίκας του. Ένιωσε την κοιλιά του να γεμίζει ξαφνικά αγκάθια. "Θάνατος νέας από πτώση: Η Κάθι Σλάβιν, δεκαεπτά ετών, μαθήτρια λυκείου, έπεσε ή σπρώχτηκε από τη στέγη της πολυκατοικίας όπου έμενε, αργά χθες το απόγευμα. Η κοπέλα, που έτρεφε περιστέρια στην ταράτσα, είχε ανέβει να τα ταΐσει, σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας της.
Αστυνομικές πηγές αναφέρουν ότι μία γειτόνισσα, τ' όνομα της οποίας δε δόθηκε στη δημοσιότητα, δήλωσε πως είχε δει τρία αγόρια να τρέχουν στην ταράτσα στις έξι και σαρανταπέντε μ.μ., λίγα λεπτά πριν το σώμα του κοριτσιού
(συνέχεια στη σελ. 3)-"
 -"Τζιμ, ήταν μαθήτριά σου"; Μα δε μπόρεσε να της απαντήσει, μόνο την κοιτούσε άφωνος.

     Δυο εβδομάδες αργότερα, ο Σίμονς τον σταμάτησε στο διάδρομο στην αρχή του μεσημεριανού διαλείμματος μ' ένα ντοσιέ πάλι στο χέρι. Το στομάχι του Τζιμ βούλιαξε μόλις το είδε.
 -"Καινούριος μαθητής", είπε άτονα στον Σίμονς. "Για την τελευταία ώρα". Τα φρύδια του Σιμς υψώθηκαν.
 -"Πώς το 'ξερες"; Ο Τζιμ ανασήκωσε τους ώμους κι άπλωσε το χέρι να πάρει το ντοσιέ.
 -"Εγώ να πηγαίνω", είπεν ο Σιμς. "Έχουμε συνεδρίαση για την αξιολόγηση των μαθημάτων. Τζιμ, μου φαίνεσαι κάπως καταβεβλημένος τελευταία. Είσαι καλά; Ακριβώς, σωστά, κομμάτι καταβεβλημένος, σαν τον Μπιλ Στιρνς καλή ώρα.
 -"Μια χαρά", απάντησε.
 -"Α, μπράβο", είπεν ο Σιμς και τονε χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Μόλις ο Τζιμ έμεινε μόνος, άνοιξε το ντοσιέ στη σελίδα της φωτογραφίας μ' ένα μορφασμό φόβου, σαν τον άνθρωπο που ετοιμάζεται να δεχτεί ένα χτύπημα. Αλλά το πρόσωπο δεν του ήταν οικείο. Απλά το πρόσωπο ενός αγοριού. Ίσως να το είχε ξαναδεί, ίσως όχι. Ο Ντέιβιντ Γκαρσία (έτσι τον έλεγαν) ήταν ένα βαρύ παιδί, με σαρκώδη, νέγρικα σχεδόν χείλη και σκούρα, νυσταλέα μάτια. Η κίτρινη σελίδα πληροφορούσε ότι μέχρι τώρα φοιτούσε κι αυτός στο Λύκειο Μίλφορντ κι ότι είχε περάσει δύο χρόνια στο αναμορφωτήριο του Γκράνβιλ. Για κλοπή αυτοκινήτου. Ο Τζιμ έκλεισε το ντοσιέ με χέρια που έτρεμαν.

 -"Σάλι"; Σήκωσε τα μάτια της από τη σανίδα του σιδερώματος. Εκείνος παρακολουθούσε έναν αγώνα μπάσκετ στην τηλεόραση, χωρίς στην πραγματικότητα να βλέπει. "Τίποτα», της είπε. "Ξέχασα τι ήθελα να πω".
 -"Ψέμα θα 'τανε". Χαμογέλασε μηχανικά και στύλωσε πάλι τα μάτια στην τηλεόραση. Ήταν έτοιμος να της μιλήσει, τον έτρωγε η γλώσσα του. Μα τι να της έλεγε; Η όλη ιστορία ήταν θεοπάλαβη. Από που να αρχίσεις; Από το όνειρο; Την κατάρρευση; Την εμφάνιση του Ρόμπερτ Λώσον; Όχι. Από τον Γουέιν -τον αδελφό σου. Αλλά αυτό δεν το 'χε φανερώσει ποτέ, σε κανέναν -ούτε όταν έκανε ψυχανάλυση.
     Ξανάδε νοερά τον Ντέιβιντ Γκαρσία, θυμήθηκε τον ονειρικό τρόμο που τον πλημμύρισε όταν συναντήθηκαν στο διάδρομο. Ήταν φυσικό να μην τον αναγνωρίσει αμέσως στη φωτογραφία. Οι φωτογραφίες δεν κινούνται... ούτε έχουν νευρικά τικ.
Ο Γκαρσία στεκόταν έξω από την τάξη με τον Λώσον και τον Τσιπ Όσγουεϊ κι όταν είδε τον Τζιμ Νόρμαν χαμογέλασε και το βλέφαρό του άρχισε να συσπάται και φωνές αντήχησαν στο κεφάλι του Τζιμ με μακάβρια καθαρότητα: Κόψε τις μαλακίες, σπόρε. Πόσα έχεις; Τ τέσσερα σεντς. Αει γαμήσου, σκατό, ψέματα λες - κοίτα, Βίνι, τα 'κανε πάνω του!
 -"Τζιμ; Είπες τίποτα";
 -"Όχι". Μα δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Είχε αρχίσει να φοβάται πάρα πολύ.

     Μια μέρα, αρχές Φλεβάρη αργά το απόγευμα, μετά τη λήξη των μαθημάτων, χτύπησε η πόρτα στην αίθουσα των καθηγητών κι όταν ο Τζιμ την άνοιξε, βρήκε τον Τσιπ Όσγουεϊ στο κατώφλι. Έμοιαζε τρομοκρατημένος. Ο Τζιμ ήταν μόνος. Όλοι οι συνάδελφοί του είχαν φύγει μιαν ώρα πριν. Διόρθωνε τα γραπτά ενός διαγωνίσματος στην Αμερικάνικη Λογοτεχνία.
 -"Τι είναι, Τσιπ;» τον ρώτησε ψυχρά. Ο Τσιπ έσυρε αμήχανα τα πόδια του.
 -"Μπορώ να σας απασχολήσω ένα λεπτό, κύριε Νόρμαν";
 -"Βέβαια. Αλλά αν είναι για κείνο το τεστ, χάνεις τον-"
 -"Δεν είναι γι' αυτό. Μήπως μπορώ να καπνίσω";
 -"Σα στο σπίτι σου".
     Ο Τσιπ άναψε το τσιγάρο με χέρι που έτρεμε. Για ένα λεπτό, ίσως περισσότερο, δεν είπε τίποτα. Σα να μην έβγαινε η φωνή του. Τα χείλη του σάλευαν, τα χέρια ενώνονταν, τα μάτια στένευαν, σα ν' αγωνιζόταν ο κρυφός του εαυτός να βρει έκφραση. Και ξαφνικά ξέσπασε:
 -"Αν κάνουν τίποτα, θέλω να ξέρετε πως εγώ δεν έχω καμία σχέση! Δε μ' αρέσουν αυτοί οι τύποι! Είναι φρικιά του κερατά"!
 -"Ποιοι τύποι, Τσιπ";
 -"Ο Λώσον κι εκείνο το σίχαμα, ο Γκαρσία".
 -"Σκοπεύουν να μου ριχτούν;" Ο παλιός τρόμος του ονείρου τον τύλιξε πάλι. Ήξερε την απάντηση.
 -"Στην αρχή μ' άρεσαν", συνέχισε ο Τσιπ. "Βγήκαμε κάμποσες φορές παρέα, ήπιαμε τις μπύρες μας. Τις προάλλες άρχισα να σας βρίζω για κείνο το διαγώνισμα. Είπα πως ήθελα να σας κανονίσω. Αλλά έτσι τα 'λεγα, δεν τα εννοούσα! Σας ορκίζομαι"!
 -"Και τι έγινε";
 -"Τα πήρανε στα σοβαρά. Με ρωτήσανε τι ώρα φεύγετε απ' το σχολείο, τί αμάξι έχετε, όλ' αυτά. Εγώ τους ρώτησα γιατί τραβούσανε τέτοιο ζόρι για πάρτη σας κι ο Γκαρσία είπε ότι σας το χρωστούσαν από παλιά... Είστε καλά";
 -"Το τσιγάρο", είπε βραχνά ο Τζιμ. "Δε μπόρεσα ποτέ να συνηθίσω τον καπνό". Ο Τσιπ το 'σβησε.
 -"Τους ρώτησα από πότε σας ξέρουν κι ο Μπομπ Λώσον είπε, από την εποχή που κατουρούσατε ακόμα τα βρακιά σας. Αλλά είναι μόνο δεκαεφτά χρονών, σαν και μένα".
 -"Και μετά";
 -"Ε να, ο Γκαρσία βάζει τους αγκώνες στο τραπέζι, πλησιάζει το μούτρο του στο δικό μου, και λέει: Πώς θες να τον εκδικηθείς τον πούστη αφού δεν ξέρεις ούτε τι ώρα φεύγει από το σχολείο; Δηλαδή, τί ήθελες να του κάνεις; Λέω κι εγώ πως σκόπευα να σας σκίσω τα λάστιχα και τα τέσσερα". Κοίταξε τον Τζιμ με μάτια που εκλιπαρούσαν. "Δε θα το 'κανα. Το είπα γιατί..."
 -"Γιατί φοβόσουν;" ρώτησεν ήσυχα ο Τζιμ.
 -"Ναι. Κι ακόμα φοβάμαι".
 -"Τι γνώμη είχανε για την ιδέα σου"; Ο Τσιπ ανατρίχιασε σύγκορμος. "Ο Μπομπ Λώσον είπε: Αυτό είναι όλο κι όλο, ρε αρχίδι; Κι εγώ, προσπαθώντας να το παίξω σκληρός, λεω: Κι εσείς τι θέλετε, ρε κουφάλες; Να τον καθαρίσετε; Κι ο Γκαρσία -με το βλέφαρο ν' ανεβοκατεβαίνει- βγάζει κάτι από την τσέπη του και το ανοίγει και βλέπω ένα σουγιά. Τότε ήταν που 'φυγα".
 -"Πότε συνέβησαν όλ' αυτά, Τσιπ";
 -"Χθες. Φοβάμαι πια να καθίσω μαζί τους, κύριε Νόρμαν".
 -"Εντάξει", είπε ο Τζιμ. "εντάξει". Κοίταζε τα χαρτιά που διόρθωνε χωρίς να τα βλέπει.
 -"Τι θα κάνετε";
 -"Δε ξέρω", ψιθύρισε ο Τζιμ. "Στ' αλήθεια δε ξέρω".

     Το πρωί της Δευτέρας δεν είχε ακόμη αποφασίσει. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να εξομολογηθεί τα πάντα στη Σάλι, αρχίζοντας από τη δολοφονία του αδελφού του δεκάξι χρόνια πριν. Αλλά του ήταν αδύνατο. Θα τον συμπονούσε, σίγουρα, μα δε θα τον πίστευε. 'Αδικα θα την τρομοκρατούσε. Μήπως στον Σίμονς; Εξίσου αδύνατο. Ο Σίμονς θα πίστευε πως ήταν τρελός. Κι ίσως ήταν. Ένας άντρας από την ομάδα ψυχοθεραπείας είχε παρομοιάσει τη νευρική κατάρρευση με το σπασμένο και κολλημένο ξανά βάζο. Δε θα μπορούσες ποτέ να το μεταχειριστείς με τη σιγουριά που είχες πριν. Δε θα του βάλεις ποτέ λουλούδια γιατί τα λουλούδια χρειάζονται νερό και το νερό διαλύει την κόλλα. Είμαι τρελός λοιπόν; Σ' αυτή την περίπτωση, τρελός ήταν κι ο Τσιπ Όσγουεϊ. Τούτη η ιδέα του ήρθε καθώς έμπαινε στο αμάξι, προκαλώντας του μια περίεργη έξαψη, μια ζωογόνο διέγερση.
     Μα φυσικά! Ο Λώσον και ο Γκαρσία τον είχαν απειλήσει παρουσία του Τσιπ Όσγουεϊ. Ίσως αυτό να μην επαρκούσε για να καταδικαστούν σε κανονικό δικαστήριο, έφτανε όμως για να τους αποβάλλει ο Φέντον, με την προϋπόθεση βέβαια ότι o Τσιπ θα επαναλάμβανε την ιστορία του μπροστά στον διευθυντή. Κι ο Τζιμ ήτανε σίγουρος πως θα έπειθε τον Τσιπ να το κάνει. Ήθελε κι ο νεαρός να τους ξεφορτωθεί, για δικούς του λόγους. Έμπαινε στο χώρο στάθμευσης του σχολείου όταν θυμήθηκε τι είχε συμβεί στον Μπίλι Στιρνς και την Κάθι Σλάβιν. Στην ελεύθερή του ώρα πήγε στη γραμματεία να βρει την υπεύθυνη των εγγραφών, που κείνην ακριβώς τη στιγμή συμπλήρωνε το απουσιολόγιο.
 -"Φάνηκε ο Τσιπ Όσγουεϊ σήμερα;" τη ρώτησε, παριστάνοντας τον αδιάφορο.
 -"Τσιπ, τι;" τον κοίταξε απορημένη εκείνη.
 -"Τσαρλς Όσγουεϊ", διόρθωσε ο Τζιμ. "Τσιπ είναι το χαϊδευτικό του". Έψαξε τις κάρτες μπροστά της, τράβηξε μία από το σωρό.
 -"Απουσιάζει, κύριε Νόρμαν".
 -"Μπορείτε να μου δώσετε τον αριθμό τηλεφώνου του"; Έχωσε το μολύβι στα μαλλιά της.
 -"Βέβαια", είπε. Του έδωσε το φάκελο του μαθητή. Ο Τζιμ πήρε από τη γραμματεία.
Το τηλέφωνο χτύπησε μια ντουζίνα φορές κι ετοιμαζόταν να κλείσει όταν μια βαριά, βραχνή από τον ύπνο φωνή απάντησε:
 -"Ναι";
 -"Ο κύριος Όσγουεϊ";
 -"Ο Μπάρι Όσγουεϊ πέθανε πριν έξι χρόνια. Εγώ είμαι o Γκάρι Ντένκιντζερ".
 -"Είστε ο πατριός του Τσιπ";
 -"Τι έκανε πάλι";
 -"Ορίστε";
 -"Το 'σκασε απ' το σπίτι. Θέλω να μάθω τι έκανε".
 -"Απ' όσο ξέρω, τίποτα. Ήθελα μόνο να του μιλήσω. Μήπως έχετε καμιά ιδέα πού πήγε";
 -"Όχι, εγώ δουλεύω τις νύχτες. Δεν ξέρω τους φίλους του".
 -"Καμιάν απολύτως ιδ-"
 -"Χαμπάρι δεν έχω, σου λεω. Πήρε μια παλιά βαλίτσα και πενήντα δολάρια που 'χε βγάλει πουλώντας κλεμμένα ανταλλακτικά ή ναρκωτικά ή ό,τι σκατά πουλάνε τα μπασταρδάκια τη σήμερον για να βγάλουνε χαρτζιλίκι. Μπορεί να πήγε και στο Σαν Φραντσίσκο να γίνει χίπι, ξέρω 'γω";
 -"Αν μάθετε τίποτα, μπορείτε παρακαλώ να μου τηλεφωνήσετε στο σχολείο; Ονομάζομαι Τζιμ Νόρμαν, θα με βρείτε στο τμήμα της Φιλολογίας".
 -"Να σου τηλεφωνήσω, γιατί όχι..." Ο Τζιμ κατέβασε το ακουστικό. Η γραμματέας του χάρισε ένα μηχανικό χαμόγελο. Εκείνος δεν της το ανταπέδωσε.
     Δυο ημέρες μετά, η παρατήρηση «εγκατέλειψε το σχολείο» σημειώθηκε δίπλα στο όνομα του Τσιπ Όσγουεϊ. Ο Τζιμ περίμενε να του εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή ο Σίμονς με νέο ντοσιέ. Μια βδομάδα αργότερα έγινε κι αυτό. Γύρισε να δει τη φωτογραφία. Δεν υπήρχε αμφιβολία για τούτον εδώ. Το κούρεμα με τη ψιλή είχε αντικατασταθεί από μακριά μαλλιά, αλλά πάντα ξανθά. Το πρόσωπο ήταν το ίδιο. Ο Βίνσεντ Κόρεϊ - Βίνι για τους γνωστούς και φίλους. Κοιτούσε τον Τζιμ από τη φωτογραφία μ' αυθάδικο χαμόγελο στα χείλη. Η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο δυνατά όσο πλησίαζε η έβδομη ώρα. Ο Λώσον, ο Γκαρσία κι ο Βίνι στέκονταν μπροστά στον πίνακα ανακοινώσεων έξω από την τάξη -μόλις τον είδαν να 'ρχεται, ίσιωσαν τους ώμους. Ο Βίνι χαμογέλασε με το θρασύ του χαμόγελο, αλλά τα μάτια του ήταν νεκρά, ψυχρά σα παγόβουνα.
 -"Εσύ πρέπει να 'σαι o κύριος Νόρμαν. Καλώς τον Νορμ". Ο Λώσον κι ο Γκαρσία χαχάνισαν.
 -"Είμαι ο κύριος Νόρμαν", είπε ο Τζιμ, αγνοώντας το χέρι. που έτεινε ο Βίνι. "Θα το θυμάσαι";
 -"Και βέβαια θα το θυμάμαι. Πώς τα πάει ο αδελφός σου";
     Ο Τζιμ πάγωσε. Ένιωσε την κύστη του να χαλαρώνει κι από μεγάλη απόσταση, από ένα μακρύ διάδρομο του μυαλού του, άκουσε την αλλόκοσμη φωνή: Κοίτα, Βίνι, τα 'κανε πάνω του!
 -"Τι ξέρεις εσύ για τον αδελφό μου;" ρώτησε πνιχτά.
 -"Τίποτε απολύτως", είπε ο Βίνι. "Τίποτε ιδιαίτερο". Του χαμογέλασαν κι οι τρεις με τ' άδεια, επικίνδυνα χαμόγελά τους. Το κουδούνι χτύπησε κι όλοι μπήκαν μέσα.

     Τηλεφωνικός θάλαμος, δέκα η ώρα την ίδια νύχτα.
 -"Συνδέστε με παρακαλώ με την αστυνομία του Στράτφορντ στο Κονέκτικατ. Όχι δε ξέρω τον αριθμό". Απανωτά κλικ στη γραμμή.

     Αστυνόμος τότε ήταν ο κύριος Νελ. Από κείνη ακόμη την εποχή είχε άσπρα μαλλιά, θα πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα χρόνων. Δύσκολο να καταλάβεις τέτοια πράγματα όταν είσαι παιδί. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει κι ο κύριος Νελ το ήξερε.
Να με φωνάζετε κύριο Νελ, παιδιά.
     Ο Τζιμ κι ο αδελφός του συναντιόντουσαν κάθε μέρα την ώρα του μεσημεριανού και πήγαιναν στην Καφετέρια του Στράτφορντ να φάνε ό,τι είχανε κουβαλήσει στις χαρτοσακούλες τους. Η μαμά έδινε από πέντε σεντς στο κάθε αγόρι για ν' αγοράσει γάλα -αυτό πριν αρχίσει να διανέμεται δωρεάν στα σχολεία. Και πότε-πότε ερχόταν ο κύριος Νελ με τη δερμάτινη ζώνη του να τριζοβολά κάτω από το βάρος του στομαχιού και του περιστρόφου του και τους κερνούσε τάρτα με βατόμουρα. Πού ήσουν όταν μαχαίρωναν τον αδελφό μου, κύριε Νελ;

     Κάποτε τον συνέδεσαν. Το τηλέφωνο χτύπησε μια φορά.
 -"Αστυνομία του Στράτφορντ".
 -"Γεια σας, ονομάζομαι Τζέιμς Νόρμαν. Το τηλεφώνημα είναι υπεραστικό". Ανέφερε την πόλη. "Θα 'θελα, αν είναι δυνατό, να μου πείτε πώς μπορώ να έρθω σ' επαφή μ' ένα άτομο που υπηρετούσε στο σώμα το 1957".
 -"Περιμένετε ένα λεπτό, κύριε Νόρμαν". Σιγή, κατόπιν άλλη φωνή.
 -"Εδώ αρχιφύλακας Μόρτον Λίβινγκστον, κύριε Νόρμαν. Ποιόν προσπαθείτε να βρείτε";
 -"Όταν ήμασταν παιδιά", είπε ο Τζιμ, "τονε φωνάζαμε κύριο Νελ. Βοηθάει";
 -"Διάβολε, ναι! Μα ο Ντον Νελ βγήκε στη σύνταξη. Έχει περάσει πια τα εβδομήντα".
 -"Μένει ακόμη στο Στράτφορντ";
 -"Ναι, στη λεωφόρο Μπάρνουμ. Θέλετε τη διεύθυνση";
 -"Και το τηλέφωνο, αν το 'χετε".
 -"Εντάξει. Γνωρίζατε τον Ντον";
 -"Κερνούσε τον αδελφό μου και μένα τάρτα με βατόμουρα στην Καφετέρια Του Στράτφορντ".
 -"Θεέ μου, αυτή έχει δέκα χρόνια που 'κλεισε! Περιμένετε μια στιγμή". Μετά από σύντομη παύση, υπαγόρευσε στον Τζιμ, διεύθυνση κι αριθμό τηλεφώνου. Τα σημείωσε, ευχαρίστησε τον Λίβινγκστον και κατέβασε το ακουστικό. Ξαναπήρε το μηδέν, έδωσε το νούμερο, βάλθηκε να περιμένει. Μόλις άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά, τον πλημμύρισε μια ξαφνική καφτή ένταση κι έγειρε μπροστά, στρέφοντας ενστικτώδικα την πλάτη στην πόρτα του θαλάμου, μ' όλο που δεν υπήρχε κανείς να τον ακούσει. Κάποιος σήκωσε το ακουστικό και μια βαθιά, αντρική φωνή, που δεν έμοιαζε διόλου γέρικη, είπε:
 -"Εμπρός"; Η μοναδική αυτή λέξη πυροδότησεν αλυσιδωτή αντίδραση αναμνήσεων και συναισθημάτων, τόσο εκπληκτική όσο κι η αντίδραση που προκαλεί ένα παλιό, αγαπημένο τραγούδι στο ραδιόφωνο.
 -"Ο κύριος Νελ; Ο Ντόναλντ Νελ";
 -"Μάλιστα".
 -"Είμαι ο Τζέιμς Νόρμαν, κύριε Νελ. Με θυμάστε";
 -"Μα ναι", αποκρίθηκε αμέσως η φωνή. "Τάρτα με βατόμουρα. Ο αδελφός σου είχε δολοφονηθεί... Τον μαχαίρωσαν. Κρίμα. Τόσο καλό παιδί"!
     Ο Τζιμ στηρίχτηκε στο γυάλινο τοίχωμα του θαλάμου για να μην πέσει. Η ένταση τον εγκατέλειψε απότομα, αφήνοντάς τον τόσο αδύναμο όσο κι ένα γούνινο ζωάκι. Κατάλαβε πως ήταν έτοιμος να ομολογήσει τα πάντα και δάγκωσε απεγνωσμένα τη γλώσσα του για να τ' αποφύγει.
 -"Κύριε Νελ, εκείνα τ' αγόρια δε βρέθηκαν ποτέ".
 -"Όχι", είπε ο Νελ. "Είχαμε υπόπτους. Απ' ό,τι θυμάμαι, σε στείλαμε στην αστυνομία του Μπρίτζπορτ για να τους αναγνωρίσεις".
 -"Μου είπατε ποτέ τα ονόματά τους";
 -"Όχι. Η διαδικασία της. αναγνώρισης απαιτεί μόνο τον προσδιορισμό των υπόπτων με αριθμούς. Γιατί όμως αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον, κύριε Νόρμαν";
 -"Θα σας δώσω ορισμένα ονόματα και θέλω να μου πείτε αν σας θυμίζουν τίποτα σε σχέση με την υπόθεση".
 -"Γιε μου, που-"
 -"Προσπαθήστε", είπε ο Τζιμ, αρχίζοντας να απελπίζεται. "Ρόμπερτ Λώσον, Ντέιβιντ Γκαρσία, Βίνσεντ Κόρεϊ. Μήπως κάποιο απ' αυτά-"
 -"Κόρεϊ", είπε ξερά ο κύριος Νελ. "Τον θυμάμαι, Βίνι η Οχιά. Ναι, τον είχαμε πιάσει, μα του πρόσφερε άλλοθι η μάνα του. Ρόμπερτ Λώσον, δε μου λέει τίποτα. Αλλά ο Γκαρσία... κάτι μου θυμίζει. Δεν ξέρω τι. Διάβολε, γέρασα πια, ξεκούτιανα". Η αηδία ήταν φανερή στη φωνή του.
 -"Κύριε Νελ, υπάρχει τρόπος να μάθουμε τι απέγιναν αυτά τα παιδιά";
 -"Μόνο που δε θα είναι πια παιδιά".
    Α, ναι; Έτσι νομίζεις;
 -"'Ακου, Τζίμι. Μήπως ξεφύτρωσε κανένας απ' αυτούς και σου κάνει τη ζωή δύσκολη";
 -"Δεν ξέρω. Μου συμβαίνουνε πολύ περίεργα πράγματα, που 'χουνε σχέση με τη δολοφονία του αδελφού μου".
 -"Τι δηλαδή";
 -"Κύριε Νελ, δεν μπορώ να σας πω. Θα με περάσετε για τρελό". Η απόκρισή του ήταν άμεση, σταθερή, γεμάτη πραγματικό ενδιαφέρον.
 -"Είσαι"; Ο Τζιμ σώπασε για μια στιγμή.
 -"Όχι", είπε.
 -"Ωραία. Θα τσεκάρω αυτά τα ονόματα. Πού μπορώ να σε βρω"; Ο Τζιμ του έδωσε τον αριθμό του σπιτιού του.
 -"Τα βράδια της Τρίτης είμαι πάντα κει". Κάθε βράδυ εκεί ήταν, αλλά τις Τρίτες η Σάλι πήγαινε στο μάθημα κεραμικής.
 -"Τι κάνεις τώρα, Τζίμι";
 -"Είμαι καθηγητής σε λύκειο".
 -"Μπράβο. Ίσως μου χρειαστεί λίγος καιρός. Έχω πάρει σύνταξη, ξέρεις".
 -"Η φωνή σας πάντως δεν άλλαξε καθόλου".
 -"Αν μ' έβλεπες όμως!" Γέλασε. "Σ' αρέσει ακόμη η τάρτα με βατόμουρα";
 -"Τρελαίνομαι", είπε ο Τζιμ. Ψέματα. Ανέκαθεν τη σιχαινόταν.
 -"Χαίρομαι που τ' ακούω, Λοιπόν, αν θέλεις τίποτ' άλλο-"
 -"Κάτι ακόμη. Υπάρχει κάποιο Λύκειο Μίλφορντ στο Στράτφορντ";
 -"Απ' όσο ξέρω, όχι".
 -"Αυτό ήθελα να-"
 -"Το μόνο πράγματα που ονομάζεται Μίλφορντ εδώ γύρω είναι το Νεκροταφείο Μίλφορντ στο Ας Χάιτς Ρόουντ. Και κανείς δεν αποφοίτησε ποτέ από κει". Γέλασε ξερά, και στον Τζιμ φάνηκε σα να κροτάλισαν κόκαλα σε τάφο.
 -"Σας ευχαριστώ", είπε. "Αντίο". Η συνδιάλεξη διακόπηκε. Η τηλεφωνήτρια του ζήτησε να ρίξει στη σχισμή εξήντα σεντς, πράγμα που έκανε σαν αυτόματο. Γύρισε να φύγει κι ήρθε αντιμέτωπος μ' ένα φριχτό πρόσωπο, ζουπιγμένο στο γυαλί, πλαισιωμένο από δύο ανοιχτές παλάμες, τα δάχτυλα κάτασπρα κόντρα στο τζάμι, το ίδιο και η μύτη. Ήταν ο Βίνι που του χαμογελούσε απαίσια. Ο Τζιμ ούρλιαξε.

     Στην τάξη πάλι. Τα παιδιά γράφαν έκθεση και τα περισσότερα ιδρώνανε σκυμμένα πάνω από τις κόλλες τους, αποτυπώνοντας βλοσυρά τις σκέψεις τους στο χαρτί, σα να πελεκούσαν ξύλα. Όλοι οι μαθητές εκτός από τρεις. Τον Ρόμπερτ Λώσον στο θρανίο του Μπίλι Στιρνς, τον Ντέιβιντ Γκαρσία στης Κάθι Σλάβιν, τον Βίνι Κόρεϊ στου Τσιπ Όσγουεϊ. Ένα λεπτό πριν το κουδούνι, ο Τζιμ είπε μειλίχια:
 -"Θα ήθελα να σας δω μετά το μάθημα, κύριε Κόρεϊ».
 -"Ό,τι πεις, Νορμ".
Ο Λώσον και ο Γκαρσία κακάρισαν ηλίθια, αλλά η υπόλοιπη τάξη δεν έβγαλε άχνα. Όταν χτύπησε το κουδούνι, δώσανε τις κόλλες τους και φύγανε σα βολίδες. Ο Λώσον κι ο Γκαρσία όμως έμειναν να χασομερούν στην πόρτα και ο Τζιμ ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. 'Αραγε θα συμβεί τώρα; Μα ο Λώσον έγνεψε στον Βίνι.
 -"Θα σε δούμε μετά".
 -"Εντάξει". Έφυγαν. Ο Λώσον έκλεισε την πόρτα και ο Ντέιβιντ Γκαρσία φώναξε πίσω από το θαμπό γυαλί:
 -"Ο Νορμ τον παίρνει!" O Βίνι έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, κατόπι γύρισε να κοιτάξει τον Τζιμ. Χαμογέλασε.
 -"Αναρωτιόμουν πότε θα καθόμασταν να ξηγηθούμε", είπε.
 -"Σοβαρά;" είπε ο Τζιμ.
 -"Σε τρόμαξα τις προάλλες στον τηλεφωνικό θάλαμο, ε, παππού";
 -"Κανείς δε λεει πια παππού, Βίνι. Είναι ξεπερασμένο -ξεπερασμένο σαν τα τζιν με ρεβέρ".
 -"Μιλάω όπως γουστάρω", είπε ο Βίνι.
 -"Πού είναι ο άλλος; Ο φίλος σας με τα περίεργα κόκκινα μαλλιά";
 -"Την έκανε, φιλάρα". Μα κάτω από τη φαινομενική του ανεμελιά, ο Τζιμ αντιλήφθηκε την ανησυχία του.
 -"Ζει, έτσι; Γι' αυτό δε βρίσκεται εδώ. Είναι ζωντανός και τριάντα δύο χρόνων, όπως θα ήσασταν κι εσείς αν
 -"Ο Ξεβαμμένος ήταν μαλάκας με δίπλωμα. Ανύπαρκτος, ένα τίποτα". Ο Βίνι ανακάθισε και ακούμπησε τα χέρια στο θρανίο. Τα μάτια του γυάλιζαν. "Φιλάρα, σε θυμάμαι σ' εκείνη την αναγνώριση. Ήσουν έτοιμος να βρέξεις το κοτλέ πανταλονάκι σου. Θυμάμαι πώς κοιτούσες εμένα και τον Ντέιβι. Από τότε σ' έβαλα στο μάτι".
 -"Το ξέρω", είπε ο Τζιμ. "Μου χάρισες δεκάξι χρόνια γεμάτα εφιάλτες. Δε σου 'φτασε; Γιατί πάλι τώρα; Γιατί εμένα"; Ο Βίνι τον κοίταξε για μια στιγμή απορημένος, έπειτα χαμογέλασε.
 -"Γιατί είσαι δουλειά αφημένη στη μέση, φιλάρα. Πρέπει να σε αποτελειώσω".
 -"Πού ήσασταν;" ρώτησε ο Τζιμ. "Πριν".
Τα χείλη του Βίνι σφίχτηκαν. «Δε μιλάμε γι' αυτό. Μπήκες";
 -"Εσένα μπάσανε Βίνι. Στο λάκκο. Έτσι δεν είναι; Βαθιά στη γη. Στο νεκροταφείο του Μίλφορντ. Να βλέπεις πώς φυτρώνουν τα χορτάρια ανάποδα".
 -"Βούλωστο!" Πετάχτηκε πάνω, αναποδογυρίζοντας το θρανίο.
 -"Δε θα είναι εύκολο", είπε ο Τζιμ. "Δε θα κάτσω σαν την κότα να με φάτε".
 -"Θα σε σκοτώσουμε, παππού. Θα δεις και μόνος σου πώς είναι ο λάκκος".
 -"Τσακίσου από δω μέσα".
 -"Και τη γυναικούλα σου μαζί".
 -"Αν τολμήσεις να την αγγίξεις, τσογλάνι-". Όρμησε μπροστά στα τυφλά, έξαλλος και τρομοκρατημένος με την απειλή. Ο Βίνι γέλασε και κίνησε για την πόρτα:
 -"Ψυχραιμία, μωρό μου".
 -"Αν πειράξεις τη γυναίκα μου, θα σε σκοτώσω". Το χαμόγελο του Βίνι πλάτυνε.
 -"Θα με σκοτώσεις; Φιλάρα, είμαι ήδη νεκρός, νόμιζα ότι το 'ξερες". Έφυγε. Τα βήματά του αντηχούσαν στο διάδρομο για ώρα πολλή.

 -"Τί διαβάζεις, αγάπη μου"; Ο Τζιμ της έδειξε το βιβλίο. 'Επίκληση Δαιμόνων'.
 -"Πιφ, τι αηδία!" Γύρισε πάλι στον καθρέφτη να φτιάξει τα μαλλιά της.
 -"Θα πάρεις ταξί στο γυρισμό;" τη ρώτησε.
 -"Είναι μόνο τέσσερα τετράγωνα. 'Αλλωστε. το περπάτημα κάνει καλό στη σιλουέτα".
 -"Κάποιος επιτέθηκε σε μια μαθήτριά μου στη Σάμερ Στρητ", της είπε ψέματα. "Παραλίγο να τη βιάσει".
 -"Αλήθεια; Ποια ήταν";
 -"Η Νταϊάν Σνόου", είπε, διαλέγοντας ένα όνομα. "Λογικό και μετρημένο κορίτσι, δε θα 'βγαζε ποτέ κάτι τέτοιο από το νου της".
 -"Εντάξει". Γονάτισε μπροστά στην καρέκλα του, πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της και τον κοίταξε κατάματα.
 -"Τι συμβαίνει, Τζιμ";
 -"Τίποτα".
 -"Δε σε πιστεύω. Κάτι μου κρύβεις".
 -"Είναι ένα θέμα που μπορώ να χειριστώ μόνος μου".
 -"Σχετικά με τον αδελφό σου"; Ένα ρεύμα τρόμου τον πάγωσε, σαν να 'χεν ανοίξει μια πόρτα μέσα του.
 -"Γιατί το λες αυτό";
 -"Έλεγες το όνομά του στον ύπνο σου χτες βράδυ. Γουέιν, Γουέιν, φώναζες, Τρέχα, Γουέιν"!
 -"Δεν είναι τίποτα". Όμως έλεγε ψέματα. Το ήξεραν κι οι δυο.

     Ο κύριος Νελ τηλεφώνησε στις οχτώ και τέταρτο.
 -"Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς για κείνους τους αλήτες", είπε. "Έχουν πεθάνει όλοι".
 -"Αλήθεια"; Κρατούσε με το δάχτυλο ανοιχτό το βιβλίο στη σελίδα που το είχε αφήσει.
 -"Σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έξι μήνες μετά το θάνατο του αδελφού σου. Τους κυνηγούσε ένας αστυνομικός. Ο Φρανκ Σάιμον για την ακρίβεια, μπορεί να τον θυμάσαι. Δουλεύει στο Ξικόρσκι τώρα. Πάω στοίχημα ότι θα βγάζει τα διπλά λεφτά".
 -"Και τράκαραν";
 -"Το αμάξι τους βγήκε από το δρόμο ενώ έτρεχε εκατό μίλια την ώρα και χτύπησε σ' ένα στύλο της ΔΕΗ. Μέχρι να καταφέρουν να κατεβάσουν τους διακόπτες και να τους μαζέψουν από τα συντρίμμια, είχαν πια μισοψηθεί". Ο Τζιμ έκλεισε τα μάτια.
 -"Είδατε την αναφορά του αστυνομικού";
 -"Με τα ίδια μου τα μάτια".
 -"Έδινε περιγραφή του αυτοκινήτου";
 -"Μαύρο Φορντ σεντάν του '54. Σε μια πλευρά έγραφε: Το Μάτι Του Φιδιού".
 -"Είχαν ακόμη έναν μαζί τους, κύριε Νελ. Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά το παρατσούκλι του ήταν Ξεβαμμένος".
 -"Θα λες για τον Τσάρλι Σπόντερ", είπε ο κύριος Νελ χωρίς να διστάσει στιγμή. "Είχε ξανοίξει τα μαλλιά του με οξυζενέ. Το θυμάμαι. Γέμισε άσπρες τούφες και προσπάθησε να τα βάψει μαύρα. Οι τούφες έγιναν πορτοκαλιές".
 -"Και τι κάνει τώρα";
 -"Καριέρα στο στρατό. Το 1959 γκάστρωσε μια γειτονοπούλα και κατατάχτηκε για να γλιτώσει".
 -"Μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του";
 -"Η μάνα του ζει στο Στράτφορντ. Θα ξέρει που να τον βρεις".
 -"Μου δίνετε τη διεύθυνσή της";
 -"Όχι, Τζίμι. Όχι πριν μου πεις τι σε βασανίζει".
 -"Δε μπορώ, κύριε Νελ. Θα με περάσετε για τρελό".
 -"Δοκίμασέ με".
 -"Δε μπορώ".
 -"Όπως αγαπάς, γιε μου".
 -"Σας παρακαλώ-" αλλά η γραμμή είχε κοπεί.
 -"Μπάσταρδε", μουρμούρισε ο Τζιμ, κατεβάζοντας το ακουστικό. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε πριν προλάβει να τραβήξει το χέρι του κι αναπήδησε σα να τον είχανε κάψει. Το κοίταξε, ανασαίνοντας βαριά. Τρία κουδουνίσματα, τέσσερα. Το σήκωσε.
'Ακουσε. Έκλεισε τα μάτια.

     Στο δρόμο για το νοσοκομείο τον σταμάτησε ένα περιπολικό και κατόπιν πέρασε μπροστά του, με τη σειρήνα του να στριγγλίζει. Στο θάλαμο επειγόντων περιστατικών βρήκε ένα νεαρό γιατρό με μουστάκι σαν οδοντόβουρτσα. Κοίταξε τον Τζιμ με σκούρα, ανέκφραστα μάτια.
 -"Με συγχωρείτε, είμαι ο Τζέιμς Νόρμαν και-"
 -"Λυπάμαι, κύριε Νόρμαν. Η γυναίκα σας πέθανε στις 9.04 μ.μ."
     Θα λιποθυμούσε, ήταν σίγουρος. Έσβηνε, ο κόσμος γυρνούσε, τ' αφτιά του βούιζαν. Τα μάτια του περιφέρονταν άσκοπα, έβλεπαν πράσινους τοίχους, ένα φορείο που αστραφτοκοπούσε κάτω από τους λαμπτήρες φθορισμού, μια νοσοκόμα με στραβά φορεμένο το σκούφο. Ρίξε μια ματιά στον καθρέφτη, γλυκιά μου, ώρα να φρεσκαριστείς. Ένας νοσοκόμος στεκόταν έξω από το θάλαμο Νο Ένα. Φορούσε βρώμικη άσπρη μπλούζα, πιτσιλισμένη με αίματα. Καθάριζε τα νύχια του μ' ένα στιλέτο. Σήκωσε τα μάτια και χαμογέλασε στον Τζιμ. Ήταν ο Ντέιβιντ Γκαρσία. Ο Τζιμ σωριάστηκε χάμω λιπόθυμος.

     Η κηδεία. Σα μπαλέτο σε τρεις πράξεις. Το σπίτι. Η αίθουσα τελετών. Το νεκροταφείο. Πρόσωπα από το πουθενά πλησίαζαν στροβιλίζοντας, στροβιλίζοντας χάνονταν στο σκοτάδι. Η μητέρα της Σάλι, τα μάτια της έτρεχαν πίσω από το μαύρο βέλο. O πατέρας της, κλονισμένος και απότομα γερασμένος. Ο Σίμονς. Κι άλλοι. Του συστήνονταν, του έσφιγγαν το χέρι. Κουνούσε μηχανικά το κεφάλι, χωρίς να θυμάται ούτε ένα όνομα. Μερικές γυναίκες είχαν φέρει τρόφιμα, το μάτι του πήρε κάποιον να τρώει ένα κομμάτι μηλόπιτα κι όταν πήγε στην κουζίνα είδε την υπόλοιπη πάνω στον πάγκο, ανοιγμένη, να στάζει στην πιατέλα, ένα ζουμί σαν αίμα από κεχριμπάρι, και σκέφτηκε, ξέχασαν να την περιχύσουν με παγωτό βανίλια. Ένιωσε τα χέρια και τα πόδια του να τρέμουν, ήθελε να πάρει τη μηλόπιτα και να τη πετάξει στον τοίχο, αλλά δε μπορούσε να κουνήσει. Και μετά άρχισαν να φεύγουν κι εκείνος παρακολουθούσε τον εαυτό του -όπως παρακολουθεί κανείς μια ταινιούλα φτιαγμένη στο σπίτι- ν' αποχαιρετά τον κόσμο, να σφίγγει χέρια, να λεει: Ευχαριστώ... Ναι βεβαίως... Ευχαριστώ... Κι εγώ το πιστεύω... Ευχαριστώ.
     Όταν έφυγε κι ο τελευταίος, το σπίτι ξανάγινε δικό του. Πλησίασε το τζάκι. Η κορνίζα του ήταν γεμάτη ενθύμια του γάμου τους. Ένα σκυλάκι με γυάλινα μάτια που η Σάλι είχε κερδίσει στο Κόνεϊ Αιλαντ όταν έκαναν το μήνα του μέλιτος. Δυο δερμάτινα ντοσιέ -το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο της Βοστόνης, το δικό της από το πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης. Ένα ζευγάρι πελώρια ζάρια από πεπιεσμένο χαρτί που του είχε χαρίσει όταν έχασε δέκα έξη δολάρια σ' ένα παιχνίδι πόκερ. Ένα κύπελλο από πορσελάνη που είχε ανακαλύψει σε κάποιο παλιατζίδικο του Κλήβελαντ. Και καταμεσής στο γείσο, η φωτογραφία του γάμου τους. Την αναποδογύρισε, κάθισε σε μια πολυθρόνα και βάλθηκε να κοιτά την κλειστή συσκευή της τηλεόρασης. Μια ιδέα άρχισε να παίρνει σάρκα κι οστά στο μυαλό του.

     Μια ώρα αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο, βγάζοντάς τον από έναν ανήσυχο ύπνο. Σήκωσε στα τυφλά το ακουστικό.
 -"Σειρά σου τώρα, Νορμ".
 -"Εσύ είσαι, Βίνι";
 -"Φιλάρα, η δικιά σου ήταν σα πήλινο περιστεράκι σε σκοπευτήριο. Μια κι έξω. Μπαμ και πάρτη κάτω".
 -"Θα 'μαι στο σχολείο απόψε, Βίνι. Στην αίθουσα Τριαντατρία. Δε θ' ανάψω φως. Θα 'μαστε όπως εκείνη τη νύχτα στη διάβαση. Μέχρι που θα σας φέρω και τρένο".
 -"Θες να καθαρίσεις, ε";
 -"Ακριβώς", είπε ο Τζιμ. "Θα σας περιμένω".
 -"Ίσως έρθουμε, ίσως όχι".
 -"Θα 'ρθετε", είπε ο Τζιμ κι έκλεισε το τηλέφωνο.

     Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει όταν έφτασε στο σχολείο. Πάρκαρε το αμάξι στη συνηθισμένη του θέση, άνοιξε την πίσω πόρτα του κτιρίου με το κλειδί του κι ανέβηκε πρώτα στο τμήμα αγγλικών στο δεύτερο όροφο. Μπήκε, βρήκε την ντουλάπα με τους δίσκους, βάλθηκε να τους ψάχνει. Σταμάτησε στη μέση περίπου του σωρού κι έβγαλε έναν με τίτλο Ηχητικά Εφέ. Το τρίτο κομμάτι στην πρώτη πλευρά ονομαζόταν «Αμαξοστοιχία 3.04». Ακούμπησε το άλμπουμ πάνω στο φορητό πικάπ του τμήματος και έβγαλε την Επίκληση Δαιμόνων από τη τσέπη του πανωφοριού του. Βρήκε τη σελίδα που 'θελε, τη διάβασε, ένευσε καταφατικά. Έσβησε το φως.

     Αίθουσα Τριαντατρία.
     Εγκατέστησε το στερεοφωνικό σύστημα, τοποθετώντας τα μεγάφωνα όσο πιο μακριά γινόταν και στη συνέχεια έβαλε ν' ακούσει το κομμάτι με το τρένο. Ο ήχος βγήκε μες από το τίποτα, φούντωσε μέχρι που γέμισε το δωμάτιο με το θόρυβο των μηχανών εν κινήσει και τη κακοφωνία του ατσαλιού πάνω σε ατσάλι. Αν έκλεινε τα μάτια, μπορούσε σχεδόν να πιστέψει ότι βρισκόταν στη διάβαση της Μπρόουντ Στρητ, πεσμένος στα γόνατα, αναγκασμένος να παρακολουθεί τη τραγωδία μέχρι την αναπόφευκτη κατάληξή της...
     'Ανοιξε τα μάτια, σταμάτησε το δίσκο. Κάθισε στο γραφείο του, πήρε το βιβλίο και γύρισε στο κεφάλαιο Κακοποιά Πνεύματα Και Πώς Να Τα Καλέσετε. Τα χείλη του σάλευαν καθώς διάβαζε' κάπου-κάπου σταματούσε για να βγάλει αντικείμενα από την τσέπη του και να τ' αραδιάσει στο τραπέζι. Πρώτα, μια παλιά φωτογραφία που τον έδειχνε να στέκεται μαζί με τον αδελφό του στην πρασιά της πολυκατοικίας όπου έμεναν. Είχαν κι οι δύο το ίδιο κούρεμα, χαμογελούσαν κι οι δύο ντροπαλά στο φακό. Κατόπιν, μια γυάλα με αίμα. Είχε κόψει το λαιμό μιας αδέσποτης γάτας με το σουγιά του. Έπειτα, τον ίδιο το σουγιά. Και τέλος τη κορδέλα από ένα παλιό πάνινο κασκέτο του Γουέιν. Ο Τζιμ το 'χε κρατήσει με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα το φορούσε ο γιος που θα του χάριζε η Σάλι.
     Σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο, κοίταξε έξω. Ο χώρος στάθμευσης ήταν άδειος.
'Αρχισε να σπρώχνει τα θρανία προς τους τοίχους, αφήνοντας στη μέση της αίθουσας έναν κενό κύκλο. Όταν τέλειωσε, έβγαλε μια κιμωλία από το συρτάρι και ακολουθώντας επακριβώς το διάγραμμα του βιβλίου, χάραξε μια πεντάλφα στο πάτωμα. Η αναπνοή του έβγαινε πιο δύσκολα τώρα. Έσβησε τα φώτα, μάζεψε τα αντικείμενα στο ένα χέρι κι άρχισε να απαγγέλλει.
   «Πατέρα του Ερέβους, άκουσέ με για χάρη της ψυχής μου. Είμαι αυτός που σου υπόσχεται θυσία. Είμαι αυτός που σου φέρνει σφάγιο. Είμαι αυτός που γυρεύει την εκδίκηση του αριστερού χεριού. Στα πόδια σου εναποθέτω αίμα για να επισφραγίσω την υπόσχεσή μου».
     Ξεβίδωσε το καπάκι της γυάλας -που πριν περιείχε μαρμελάδα- και ράντισε μ' αίμα τη πεντάλφα. Κάτι άλλαξε στη σκοτεινή τάξη. Δε μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς, μα η ατμόσφαιρα βάρυνε. Έγινε τόσο αποπνικτική που του φάνηκε ότι το λαρύγγι και το στομάχι του είχαν γεμίσει γκρίζο ατσάλι. Η σιωπή βάθυνε. Μια αόρατη παρουσία πλανιόταν στην άδεια τάξη.
     Έκανε όπως όριζαν οι παμπάλαιες τελετουργίες. Και τώρα στον αέρα υπήρχε κάτι που θύμιζε στον Τζιμ την επίσκεψή του, όταν ήταν παιδί, σε μια ισχυρότατη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού -μια αίσθηση ότι τα πάντα ήταν φορτισμένα με ρεύμα και παλλόμενα. Και τότε μια φωνή, παράξενα χαμηλή και δυσάρεστη, του μίλησε.
 -"Τι ζητάς"; Δεν ήξερε και ο ίδιος αν την άκουγε ή αν νόμιζε ότι την άκουγε. Είπε ωστόσο δύο φράσεις.
  "Τι προσφέρεις"; Ο Τζιμ είπε δύο λέξεις.
  "Και τα δύο", ψιθύρισε η φωνή. "Αριστερό και δεξί. Συμφωνείς";
 -"Ναι".
    'Ανοιξε το σουγιά, ξαναγύρισε στο γραφείο, ακούμπησε στη ξύλινη επιφάνεια τη δεξιά του παλάμη με τα δάχτυλα ανοιχτά κι έκοψε το δείκτη του με τέσσερα δυνατά χτυπήματα. Το αίμα του έτρεξε στο στυπόχαρτο, φτιάχνοντας σκοτεινά σχήματα. Δεν πόνεσε διόλου. Έσπρωξε το δάχτυλο παραπέρα και μετέφερε το σουγιά στο δεξί του χέρι. Δυσκολεύτηκε περισσότερο να κόψει το αριστερό δάχτυλο. Ένιωθε το δεξί του χέρι αδέξιο, σχεδόν ανοίκειο, τώρα που ο δείκτης έλειπε και το μαχαίρι τού ξεγλιστρούσε συνεχώς. Τέλος, με μια κραυγή ανυπομονησίας, πέταξε το σουγιά, έσπασε το κόκαλο στα δύο και ξερίζωσε το δάχτυλό του. Τα πήρε και τα δύο σα μικροσκοπικά καρβέλια ψωμί και τα πέταξε στη πεντάλφα. Κάτι άστραψε στιγμιαία, σαν το φλας φωτογραφικής μηχανής. Ίχνος καπνού, πρόσεξε. Και δε μύρισε καθόλου θειάφι.
 -"Τι έφερες";
 -"Μια φωτογραφία του. Ύφασμα που 'χει απορροφήσει τον ιδρώτα του".
 -"Ο ιδρώτας είναι πράγμα πολύτιμο", παρατήρησε η φωνή κι ο Τζιμ ανατρίχιασε με τη ψυχρή βουλιμία του τόνου της. "Δωσ' τα μου". Ο Τζιμ τα πέταξε όλα στην πεντάλφα. Το φως άστραψε πάλι. "Αρκούν", είπε η φωνή.
 -"Αν έρθουν", αποκρίθηκε ο Τζιμ.
     Δεν του απάντησε κανείς. Η φωνή είχε χαθεί -αν υπήρξε ποτέ. Πλησίασε κι άλλο τη πεντάλφα. Η φωτογραφία ήταν ακόμη εκεί, αλλά κατάμαυρη, καρβουνιασμένη. Η κορδέλα είχε εξαφανιστεί.
     Ένας θόρυβος ακούστηκε από το δρόμο, αμυδρός στην αρχή, εντονότερος στη συνέχεια. Μηχανή αυτοκινήτου. Ένα αμάξι έστριψε στη Ντέιβις Στρητ, κατηφόρισε προς το σχολείο. Ο Τζιμ Κάθισε, περιμένοντας να δει αν θα συνέχιζε το δρόμο του ή θα 'μπαινε στο χώρο στάθμευσης.
     Μπήκε. Βήματα στη σκάλα κι η ηχώ τους. Το στριγκό γελάκι του Ρόμπερτ Λώσον, ένα «Σςςς!» κατόπιν πάλι τα χάχανα του Λώσον. Τα βήματα πλησίασαν, έχασαν τον αντίλαλό τους, η τζαμένια πόρτα στο κεφαλόσκαλο άνοιξε.
 -"Γιουχου, Νόρμι!" τον φώναξε φάλτσα ο Ντέιβιντ Γκαρσία.
 -"Νόρμι-Νόρμι, είσαι εδώ;" ψιθύρισε ο Λώσον και μετά γέλασε. "Μέσα είσαι, μεγάλε";
     Ο Βίνι δε μίλησε, αλλά καθώς προχωρούσαν στο διάδρομο, ο Τζιμ μπόρεσε να διακρίνει τις σκιές τους. Η ψηλότερη ήταν του Βίνι και στο χέρι του κρατούσε ένα μακρύ αντικείμενο. Ακούστηκε ένας κοφτός, μεταλλικός ήχος και το μακρύ αντικείμενο έγινε μακρύτερο. Στάθηκαν δίπλα στην πόρτα, με τον Βίνι στη μέση. Και οι τρεις κρατούσαν μαχαίρια.
 -"Ερχόμαστε, φιλάρα", είπε μαλακά ο Βίνι. "Ερχόμαστε να σου κόψουμε τον κώλο".
     Ο Τζιμ άνοιξε το πικάπ.
 -"Χριστέ μου!" τινάχτηκε ο Γκαρσία. "Τι είναι αυτό";
     Η αμαξοστοιχία πλησίαζε. Ένιωθες σχεδόν τους τοίχους να δονούνται. Ο ήχος δεν έβγαινε πια από τα μεγάφωνα αλλά από το διάδρομο, από ράγες χαμένες κάπου στο χώρο και το χρόνο.
 -"Δεν τα γουστάρω αυτά, δικέ μου", είπε ο Λώσον.
 -"Είναι αργά πια", μουρμούρισε ο Βίνι. Προχώρησε ένα βήμα κι έσκισε τον αέρα με το μαχαίρι του. "Στάξε το χρήμα, παππού".
 ...αφήστε μας...
     Ο Γκαρσία οπισθοχώρησε.
 -"Τι στο διάολο-"
     Αλλά ο Βίνι δε δίστασε στιγμή. Έγνεψε στους άλλους ν' απλωθούν, η λάμψη που φώτισε τα μάτια του μπορεί να ήταν και ανακούφισης.
 -"Ρε συ, σπόρε, πόσα έχεις;" ρώτησε ξαφνικά ο Γκαρσία.
 -"Τέσσερα σεντς", είπε ο Τζιμ. Πράγματι. Τα είχε πάρει από τη γυάλα όπου φύλαγαν τα κέρματα. Το πιο πρόσφατο ήταν του 1956.
 -"Ψέματα λες, κωλόπαιδο".
...αφήστε τον ήσυχο...
     Ο Λώσον γύρισε να κοιτάξει και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Τους τοίχους κάλυπτε μια αλλόκοτη καταχνιά, κόντευαν να χάσουν κάθε υπόσταση. Η αμαξοστοιχία έσκουζε. Το φανάρι στο χώρο στάθμευσης είχε γίνει κόκκινο, ολόιδιο με τη φωτεινή επιγραφή της Οικοδομικής Εταιρείας Μπάρετς, και τρεμόσβηνε στο μισοσκόταδο.
     Κάτι έβγαινε από την πεντάλφα, κάτι με το πρόσωπο ενός αγοριού δώδεκα ίσως χρόνων. Ένα αγοράκι με κοντοκουρεμένα μαλλιά.
     Ο Γκαρσία όρμησε μπροστά και χτύπησε τον Τζιμ στο στόμα -εκείνος μύρισε πιπεριά και σκόρδο στην ανάσα του. Όλα γίνονταν σε αργή κίνηση, το χτύπημα ήταν ανώδυνο.
     Ο Τζιμ ένιωσε να βαραίνουν οι βουβώνες του, η κύστη του δεν άντεξε. Είδε ένα σκούρο λεκέ ν' απλώνεται στο πανταλόνι του.
 -"Κοίτα, Βίνι, τα έκανε πάνω του!" φώναξε ο Λώσον. Ο τόνος της φωνής ήταν ο σωστός, αλλά το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση φρίκης -η έκφραση της μαριονέτας που, ζωντανεύοντας, ανακαλύπτει ότι την κινούν νήματα.
 -"Αφήστε τον", είπε το πράγμα-Γουέιν, μόνο που η φωνή δεν ανήκε στον Γουέιν, ήταν η ψυχρή, λαίμαργη φωνή του πλάσματος από την πεντάλφα. "Τρέχα, Τζίμι! Τρέχα! Τρέχα! Τρέχα!"
     Ο Τζιμ γλίστρησε, έπεσε στα γόνατα κι ένα χέρι άγγιξε την πλάτη του, έψαξε για κράτημα, δε βρήκε.
     Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Βίνι, με το μούτρο παραμορφωμένο από το μίσος, να χώνει το μαχαίρι του στο πράγμα-Γουέιν, λίγο κάτω από το στέρνο... και κατόπι να ουρλιάζει, ενώ το πρόσωπό του κατέρρεε, καρβουνιαζόταν, μαύριζε, γινόταν κάτι το αποτρόπαιο.
     Κι έπειτα χάθηκε.
     Μετά από ένα λεπτό, ο Γκαρσία και ο Λώσον ζάρωσαν, κάηκαν, εξαφανίστηκαν. Ο Τζιμ κείτονταν στο πάτωμα, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Ο ήχος του τραίνου σιγά-σιγά έσβηνε. Σκυμμένος από πάνω του, τον κοιτούσε ο αδελφός του.
 -"Γουέιν;" βόγκηξε. Και το κεφάλι άλλαξε. Έλιωσε. Τα μάτια γίνανε κίτρινα κι ο Τζιμ βρέθηκε αντιμέτωπος με την τρομαχτική, χαμογελαστή προσωποποίηση της κακοήθειας.
 -"Θα ξαναγυρίσω, Τζιμ", ψιθύρισε η φωνή. Και χάθηκε.
     Σηκώθηκε αργά, έκλεισε το πικάπ με το σακατεμένο του χέρι. Αγγιξε το στόμα του. Έτρεχε αίμα, η γροθιά του Γκαρσία του είχε σκίσει το πάνω χείλος. Αναψε τα φώτα. Η αίθουσα ήταν άδεια. Κοίταξε στο χώρο στάθμευσης, έρημος εκτός από ένα καπάκι ρόδας που αντανακλούσε το φεγγάρι σε ηλίθια παντομίμα. Η τάξη μύριζε κάτι παλιό και μπαγιάτικο -οσμή των τάφων. Έσβησε την πεντάλφα κι έπιασε να βάλει τα θρανία στη θέση τους. Τα δάχτυλά του πονούσαν ανυπόφορα -ποιά δάχτυλα; Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει στο γιατρό. Έκλεισε την πόρτα και κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Στα μισά, κάτι -ένας ίσκιος ίσως ή απλά η διαίσθηση- τον έκανε να στραφεί απότομα.
     Του φάνηκε ότι κάτι αόρατο έτρεξε να κρυφτεί.
     Ο Τζιμ θυμήθηκε την προειδοποίηση στην Ανάκληση των δαιμόνων -κάτι για τους κινδύνους που διέτρεχε όποιος ανακατευόταν μ' αυτά τα πράγματα. Μπορούσες να τους καλέσεις, μπορούσες να τους βάλεις να δουλέψουν για σένα. Μπορούσες ακόμη και να τους ξεφορτωθείς.
     Αλλά μερικές φορές επέστρεφαν.
     Κατέβηκε τα υπόλοιπα σκαλιά, σίγουρος ότι ο εφιάλτης δεν είχε τελειώσει.

--------------------------------------------------------------------------------------------

Stephen King
"Sometimes They Come Back" (1974)
Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers