Ήταν ένα Μοτέλ 6 στον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 80 δυτικά του Λίνκολν στη Νεμπράσκα. Είχε αρχίσει να χιονίζει από το απόγευμα κι έτσι η πινακίδα με το φαρμακερό κίτρινο χρώμα έπαιρνε μια γλυκύτερη παστέλ απόχρωση καθώς το φως έσβηνε στο σούρουπο του Γενάρη. Ο ήχος του αέρα ήταν βαθύς και δυνατός, όπως είναι μονάχα στις επίπεδες κεντρικές περιοχές της χώρας και συνήθως το χειμώνα. Προς το παρόν, αυτό σήμαινε απλώς ενόχληση, ταλαιπωρία, αν όμως χιόνιζε πολύ απόψε -οι μετεωρολόγοι φαίνονταν αναποφάσιστοι-, τότε, το πρωί πια, ο αυτοκινητόδρομος θα ήταν κλεισμένος. Αυτό δεν ενδιέφερε τον 'Αλφι Ζίμερ.
Πήρε το κλειδί του από έναν άντρα με κόκκινο γιλέκο και πήγε με τα πόδια ως την άκρη του κτιρίου από τσιμεντόλιθους. Ήταν είκοσι χρόνια πλασιέ στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και είχε πια τέσσερις βασικούς κανόνες για το πώς να εξασφαλίζει τη βραδινή του ξεκούραση. Πρώτον, να κάνει πάντα κράτηση εγκαίρως. Δεύτερον, να κάνει κράτηση σ' ένα μοτέλ που ανήκε σε αλυσίδα, αν ήταν δυνατόν -σ' ένα Χόλιντεϊ Ινν, σ' ένα Ραμάντα Ινν, σ' ένα Κόμφορτ Ινν, σ' ένα Μοτέλ 6. Τρίτον, να ζητά πάντα ένα δωμάτιο στην άκρη. Έτσι, το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί ήταν να είναι θορυβώδεις οι ένοικοι σ' ένα μόνο γειτονικό δωμάτιο. Και, τέταρτον, να ζητά ένα δωμάτιο που ο αριθμός του να αρχίζει από ένα. Ο 'Αλφι ήταν σαράντα τεσσάρων ετών, πολύ μεγάλος για να πηδά πόρνες των αυτοκινητοδρόμων, να τρώει τηγανητό κοτόπουλο ή να κουβαλά τις αποσκευές του στους πάνω ορόφους. Σήμερα πια τα δωμάτια του πρώτου ορόφου ήταν συνήθως για τους μη καπνιστές. Ο 'Αλφι έκλεινε ένα τέτοιο δωμάτιο, αλλά, παρ' όλα αυτά, κάπνιζε.
Κάποιος είχε καταλάβει το χώρο στάθμευσης μπροστά στο Δωμάτιο 190. Όλοι οι χώροι κατά μήκος του κτιρίου ήταν κατειλημμένοι. Ο 'Αλφι δεν ξαφνιάστηκε. Μπορούσες να κάνεις κράτηση, να προπληρώσεις, αλλά, αν έφτανες αργά (για μια ημέρα σαν αυτή αργά σήμαινε μετά τις τέσσερις το απόγευμα), αναγκαζόσουν να παρκάρεις μακριά και να περπατήσεις. Τα αυτοκίνητα αυτών που είχαν φτάσει νωρίς ήταν παρκαρισμένα κολλητά στο γκρίζο κτίριο και τις φωτεινές κίτρινες πόρτες, σε μία μακριά σειρά και το μπαμπακένιο χιόνι σκέπαζε ήδη τα παράθυρα τους.
Ο 'Αλφι έστριψε στη γωνία και πάρκαρε με το μπροστινό μέρος της Σεβρολέτ του στραμμένο προς έναν αγρό που απλωνόταν κάτασπρος και έσβηνε στο γκρίζο σούρουπο. Στο βάθος, μόλις που διακρίνονταν τα φωτάκια μιας αγροικίας. Εκεί μέσα θα ήταν καθισμένοι στα ζεστά. Εδώ έξω, ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά, που ταρακουνούσε το αυτοκίνητο. Τα φώτα του αγροτόσπιτου χάθηκαν για μια στιγμή πίσω από ένα σύννεφο χιονιού.
Ο 'Αλφι ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με ροδαλό πρόσωπο και σφυριχτή ανάσα από το κάπνισμα. Φορούσε παλτό, γιατί με τέτοιο ήθελε να σε βλέπει ο κόσμος όταν πάσχιζες να του πουλήσεις κάτι κι όχι με μπουφάν. Οι μαγαζάτορες πουλούσαν πράγματα σε ανθρώπους με μπουφάν και διαφημιστικά καπέλα τζόκεϊ, δεν αγόραζαν απ' αυτούς. Το κλειδί του δωματίου ήταν δίπλα του, στο κάθισμα, περασμένο σ' ένα μπρελόκ μ' ένα πράσινο πλαστικό διαμάντι. Το κλειδί ήταν αληθινό κλειδί, όχι κάρτα. Στο ραδιόφωνο, ο Κλιντ Μπλακ τραγουδούσε το "Nothin' Βut Τhe Tail Lights". Ήταν ένα τραγούδι κάντρι. Τώρα, το Λίνκολν είχε δικό του ροκ σταθμό στα ΡΜ, όμως του 'Αλφι το ροκ-εντ-ρολ δεν του φαινόταν πολύ ταιριαστό. Όχι εδώ, όπου στα ΑΜ άκουγες ακόμη οργισμένους γέρους να κραυγάζουν για τις φωτιές της κόλασης.
Έσβησε τη μηχανή, έβαλε το κλειδί του 190 στην τσέπη του και σιγουρεύτηκε πως το τετράδιο του βρισκόταν ακόμη εκεί μέσα. Ο παλιός του φίλος. «Σώστε τους Ρωσοεβραίους», θύμισε στον εαυτό του. «Κερδίστε πολύτιμα δώρα». Βγήκε από το αυτοκίνητο και τον χτύπησε μια ριπή, σπρώχνοντας τον προς τα πίσω. Τα μπατζάκια του κυμάτισαν γύρω από τα πόδια του κι ο 'Αλφι, ξαφνιασμένος, γέλασε βραχνά από το κάπνισμα. Τα δείγματα του ήταν στο πορτ μπαγκάζ, όμως δεν θα τα χρειαζόταν απόψε. Όχι, όχι απόψε. Πήρε τη βαλίτσα και το χαρτοφύλακα του από το πίσω κάθισμα, έκλεισε την πόρτα κι ύστερα πίεσε το μαύρο κουμπάκι στο μπρελόκ των κλειδιών του αυτοκινήτου. Το μαύρο κλείδωνε όλες τις πόρτες. Το κόκκινο ενεργοποιούσε ένα συναγερμό, που υποτίθεται πως τον χρησιμοποιούσες αν δοκίμαζε κάποιος να σε ληστέψει.
Τον 'Αλφι δεν τον είχαν ληστέψει ποτέ. Φανταζόταν πως δεν θα είχαν ληστέψει πολλούς πλασιέ εδεσμάτων για καλοφαγάδες σ' αυτά εδώ τα μέρη. Υπήρχε μια αγορά για τέτοια εδέσματα στη Νεμπράσκα, την Αϊόβα, την Οκλαχόμα και το Κάνσας, ακόμη και στη Βόρεια και τη Νότια Ντακότα, όσο απίθανο κι αν φαινόταν. Ο 'Αλφι τα είχε καταφέρει αρκετά καλά, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, όταν πια είχε μάθει τα μυστικά της αγοράς, που δεν θα έφτανε όμως ποτέ την αγορά, ας πούμε, των λιπασμάτων. Κι αυτά τα λιπάσματα τα μύριζε ακόμη και τώρα, στον χειμωνιάτικο αέρα που πάγωνε τα μαγουλά του κοκκινίζοντας τα ακόμη περισσότερο.
Στάθηκε εκεί για λίγο ακόμη, περιμένοντας να κοπάσει ο αέρας. Κόπασε κι ο 'Αλφι είδε ξανά τα φωτάκια στο βάθος. Το αγροτόσπιτο. Πίσω από κείνα τα φωτισμένα παράθυρα, ίσως μια γυναίκα να ζέσταινε μια μπιζελόσουπα ή μια κρεατόπιτα "Ο Αγρότης", ή ένα κοτόπουλο, ενώ ο άντρας της θα παρακολουθούσε τις βραδινές ειδήσεις, αφού θα είχε βγάλει τα παπούτσια του και θα είχε ακουμπήσει τα πόδια του σ' ένα μαξιλάρι, και πάνω ο γιος τους θα έπαιζε ένα βιντεοπαιχνίδι κι η κόρη τους θα καθόταν στην μπανιέρα, βυθισμένη ως το πιγούνι μέσα σε ευωδιαστές φυσαλίδες και με τα μαλλιά της δεμένα ψηλά με μια κορδέλα, και θα διάβαζε τη "Χρυσή Πυξίδα" του Φίλιπ Πούλμαν, ή ίσως ένα από τα βιβλία του Χάρι Πότερ, που ήταν τα αγαπημένα της κόρης του, της Καρλίν. Όλα αυτά συνέβαιναν πίσω από κείνα τα φωτισμένα παραθυράκια, μια οικογένεια έκανε ό,τι κάνουν οι οικογένειες σ' όλο τον κόσμο, όμως ανάμεσα σ' εκείνους και σ' αυτόν εδώ το χώρο στάθμευσης υπήρχαν δύο χιλιόμετρα επίπεδου, νεκρού, χειμωνιάτικου αγρού, κάτασπρου στο λιγοστό φως του μολυβένιου ουρανού.
Ο 'Αλφι φαντάστηκε φευγαλέα τον εαυτό του να μπαίνει με τα χαμηλά του παπούτσια σ' αυτό το χωράφι, με το χαρτοφύλακα στο ένα χέρι και τη βαλίτσα στο άλλο, να διασχίζει τα παγωμένα χαντάκια, τελικά να φτάνει, να χτυπά. Η πόρτα θα ήταν ανοιχτή κι από μέσα θα ερχόταν η ευωδιαστη μυρωδιά μπιζελόσουπας και θα ακουγόταν ο μετεωρολόγος του ΚΕΤV να λέει: «Δείτε όμως τώρα αυτό το χαμηλό βαρομετρικό που έρχεται από τα Βραχώδη Όρη». Και τι θα έλεγε ο 'Αλφι στη γυναίκα του αγρότη; Πως είπε να περάσει για να του κάνουν το τραπέζι; Θα τη συμβούλευε να σώσει τους Ρωσοεβραίους κερδίζοντας πολύτιμα δώρα; Θ' άρχιζε λέγοντας, «Κυρία μου, σύμφωνα με τουλάχιστον μία πηγή που διάβασα πρόσφατα, ό,τι αγαπάτε θα χαθεί»; Αυτή θα ήταν μια καλή αρχή για κουβέντα, σίγουρα η γυναίκα του αγρότη θα ενδιαφερόταν γι' αυτά που είχε να της πει τούτος ο άγνωστος οδοιπόρος που θα είχε διασχίσει το ανατολικό χωράφι του άντρα της για να χτυπήσει την πόρτα της. Κι όταν θα τον προσκαλούσε να μπει, να της πει κι άλλα, αυτός θα άνοιγε το χαρτοφύλακα του και θα της έδινε ένα από τα βιβλιαράκια-δείγματα, λέγοντας της πως, όταν θα ανακάλυπτε τις έτοιμες λιχουδιές για καλοφαγάδες "Ο Αγρότης", σίγουρα θα ήθελε να γευτεί και την πιο εκλεπτυσμένη απόλαυση των Μα Μερ. Κι επί τη ευκαιρία, της άρεσε το χαβιάρι; Σε πολλούς άρεσε. Ακόμη και στη Νεμπράσκα.
Πάγωνε. Στεκόταν εδώ και πάγωνε.
Γύρισε την πλάτη του στον αγρό και στα φωτάκια στο βάθος του και βάδισε προς το μοτέλ, με μικρά, προσεκτικά βήματα για να μη γλιστρήσει. Το είχε πάθει κάμποσες φορές, είχε σωριαστεί φαρδύς πλατύς στο χώρο στάθμευσης μερικών δεκάδων μοτέλ. Για την ακρίβεια, είχε κάνει σχεδόν τα πάντα κάμποσες φορές κι αυτό ήταν το πρόβλημα.
Το κτίριο είχε πρόστεγο κι έτσι ο 'Αλφι κατόρθωσε να προφυλαχτεί από το χιόνι. Υπήρχε ένας αυτόματος πωλητής αναψυκτικών με μια πινακίδα που έλεγε "ΒΑΖΕΤΕ ΤΑ ΣΩΣΤΑ ΚΕΡΜΑΤΑ" υπήρχε επίσης ένα μηχάνημα με παγωτά κι ένα με σοκολάτες και διαφόρων ειδών πατατάκια πίσω από μεταλλικές σπείρες που θύμιζαν σομιέ, χωρίς πινακίδα που να λέει "ΒΑΖΕΤΕ ΤΑ ΣΩΣΤΑ ΚΕΡΜΑΤΑ". Από το δωμάτιο στα αριστερά εκείνου όπου σκόπευε να αυτοκτονήσει, ο 'Αλφι άκουσε τις απογευματινές ειδήσεις, όμως θα ακούγονταν καλύτερα σ' εκείνο το αγροτόσπιτο στο βάθος, ήταν βέβαιος. Ο άνεμος μούγκρισε. Χιόνι στροβιλίστηκε γύρω από τα χαμηλά παπούτσια του κι ύστερα ο 'Αλφι μπήκε στο δωμάτιο του. Ο διακόπτης για το φως ήταν στα αριστερά. Τον πίεσε κι έκλεισε την πόρτα.
'Ηξερε το δωμάτιο. Ήταν το δωμάτιο που έβλεπε στα όνειρα του. Τετράγωνο. Με άσπρους τοίχους. Στον έναν υπήρχε η φωτογραφία ενός μικρού αγοριού με ψάθινο καπέλο, που κοιμόταν μ' ένα καλάμι στο χέρι. Στο πάτωμα υπήρχε ένα πράσινο συνθετικό χαλάκι όλο κόμπους. Έκανε κρύο μέσα, όταν όμως θα πατούσε ο 'Αλφι το κουμπί της υψηλής θερμοκρασίας στο κλιματιστικό κάτω από το παράθυρο, ο χώρος θα ζεσταινόταν γρήγορα και η ζέστη ίσως να γινόταν αφόρητη. Στον έναν τοίχο υπήρχε ένας πάγκος, πάνω μια τηλεόραση, πάνω στην τηλεόραση ένα χαρτόνι που έγραφε "ΤΑΙΝΙΕΣ Μ' ΕΝΑ ΑΓΓΙΓΜΑ"!
Υπήρχαν δύο διπλά κρεβάτια, με λαμπερά χρυσαφιά καλύμματα που τα είχαν περάσει πρώτα κάτω από τα μαξιλάρια και τα είχαν τεντώσει ύστερα από πάνω, έτσι που τα μαξιλάρια ήταν σαν πτώματα βρεφών. Υπήρχε ένα τραπέζι ανάμεσα στα κρεβάτια και πάνω μια Βίβλος μαζικής παραγωγής, ένα πρόγραμμα τηλεόρασης κι ένα τηλέφωνο στην απόχρωση της σάρκας. Πέρα από το δεύτερο κρεβάτι ήταν η πόρτα του μπάνιου. Όταν άναβες το φως μέσα, άναβε ταυτόχρονα ο ανεμιστήρας. Αν ήθελες φως, είχες υποχρεωτικά και τον ανεμιστήρα. Δεν υπήρχε τρόπος να τον αποφύγεις. Ο λαμπτήρας θα ήταν φθορισμού, με φαντάσματα ψόφιων μυγών μέσα του. Στον πάγκο δίπλα στο νεροχύτη θα υπήρχαν ένα μάτι, μια ηλεκτρική τσαγιέρα και φακελάκια στιγμιαίου καφέ. Η μυρωδιά μέσα στο δωμάτιο ήταν ένα μείγμα έντονης οσμής καθαριστικού υγρού και μούχλας από την κουρτίνα του ντους. Ο 'Αλφι τα ήξερε όλα. Τα είχε ονειρευτεί, ακόμη και το πράσινο χαλάκι, όμως δεν ήταν κανένα κατόρθωμα αυτό, ήταν εύκολο όνειρο. Σκέφτηκε να ανάψει τη θέρμανση, αλλά θα έκανε θόρυβο κι έπειτα, ποιο το νόημα;
Ξεκούμπωσε το παλτό του κι άφησε τη βαλίτσα στο πάτωμα, στα πόδια του κρεβατιού που ήταν πιο κοντά στο μπάνιο. Ακούμπησε το χαρτοφύλακα στο χρυσαφί κάλυμμα. Κάθισε, με τα πλαϊνά του παλτού του ν' απλώνονται σαν φούστα. 'Ανοιξε το χαρτοφύλακα, έψαξε ανάμεσα σε διάφορα φυλλάδια, καταλόγους κι έντυπα παραγγελιών και τελικά βρήκε το όπλο, ένα 38άρι περίστροφο Σμιθ & Γουέσον. Το άφησε στο μαξιλάρι στο πάνω μέρος του κρεβατιού.
'Αναψε τσιγάρο, έκανε να σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου και ύστερα θυμήθηκε το τετράδιο. Έβαλε το χέρι στη δεξιά τσέπη του παλτού κι το έβγαλε. Ήταν παλιό, με σπιράλ. Το είχε αγοράσει ένα δολάριο και σαράντα εννέα σεντς στο τμήμα χαρτικών ενός ξεχασμένου πια μαγαζιού στην Όμαχα ή στο Σιού Σίτι ή ίσως στο Τζούμπιλι στο Κάνσας. Το εξώφυλλο ήταν τσαλακωμένο κι όποια γράμματα υπήρχαν απ' έξω είχαν σβηστεί πια. Κάποιες από τις σελίδες είχαν μισοσκιστεί από το σπιράλ, όμως δεν έλειπε καμία. Ο 'Αλφι είχε αυτό το τετράδιο σχεδόν εφτά χρόνια, από τότε που πουλούσε συσκευές ανάγνωσης γραμμωτού κώδικα για τη Σίμονεξ.
Υπήρχε ένα σταχτοδοχείο στο ράφι κάτω από το τηλέφωνο. Σ' αυτές τις περιοχές, κάποια δωμάτια μοτέλ είχαν ακόμη σταχτοδοχεία, μέχρι και στον πρώτο όροφο. Ο 'Αλφι το έπιασε, στερέωσε πάνω το τσιγάρο του κι άνοιξε το τετράδιο. Γύρισε σελίδες γραμμένες μ' εκατό διαφορετικά στυλό (και μερικά μολύβια), σταματώντας για να διαβάσει μερικά από τα μηνύματα. Ένα έλεγε: «Πήρα το πουλί του Τζιμ Μόρισον στα σουφρωμένα αγορίστικα χείλια μου (ΛΟΡΕΝΣ ΚΣ)». Οι δημόσιες τουαλέτες ήταν γεμάτες με ομοφυλοφιλικά γκράφιτι, τα περισσότερα επαναλαμβανόμενα κι ανιαρά, όμως αυτό το «σουφρωμένα αγορίστικα χείλια» ήταν αρκετά καλό. Ένα άλλο ήταν: «Η αγαπημένη μου πουτάνα είναι ο 'Αλμπερτ Γκορ (ΜΕΡΝΤΟ Σ ΝΤΑΚ)».
Τα τρία τέταρτα του τετραδίου ήταν γραμμένα και στην τελευταία σελίδα υπήρχαν μόνο δύο γκράφιτι. «Μη μασάς τα Τρόγιαν δεν είναι τσίχλες (ΑΒΟΚΑ ΙΑ)». Και: «Pοοpie dοοpie γοu sο loopy (ΠΑΠΙΛΙΟΝ ΝΕΜΠ)» (σ' ελεύθερη μετάφραση, «Σκατούλη, είσαι θεόμουρλος»). Ο 'Aλφι τρελαινόταν γι' αυτό το τελευταίο. Ήταν αυτά τα δύο ie και μετά, ξαφνικά, ένα y. Θα μπορούσε να είναι απλώς το λάθος κάποιου ανορθόγραφου (σίγουρα αυτή την εξήγηση θα έδινε η Μόρα), αλλά γιατί να το βλέπει έτσι; Όχι ο 'Aλφι προτιμούσε (ακόμη και τώρα) να πιστεύει ότι αυτά τα δύο ie και το απροσδόκητο y ήταν ηθελημένα. Ήταν κάτι κρυφό και παιχνιδιάρικο, που έδινε την αίσθηση ενός ποιήματος του E. E. Kάμινγκς.
Έψαξε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του, ανάμεσα σε χαρτιά, μια παλιά απόδειξη διοδίων, ένα μπουκαλάκι χάπια -που είχε πάψει να τα παίρνει-, και τελικά βρήκε το στυλό που φρόντιζε να έχει πάντα κάπου μέσα σ' όλα αυτά τα σκουπίδια. Ήταν ώρα να γράψει ό,τι είχε βρει σήμερα. Υπήρχαν δύο καλά και τα δύο από την ίδια τουαλέτα, το ένα πάνω από τη λεκάνη όπου ούρησε ο 'Αλφι και το άλλο γραμμένο με μαρκαδόρο στον πίνακα δίπλα στον αυτόματο πωλητή της Χεβ-Ε-Μπάιτ. (Η Σναξ, που είχε καλύτερη σειρά προϊόντων κατά τη γνώμη του 'Aλφι, για κάποιο λόγο είχε εξοριστεί από τον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 80 πριν από τέσσερα χρόνια.) Τώρα πια ο 'Aλφι βρισκόταν μερικές φορές δύο βδομάδες στο δρόμο και διήνυε πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα δίχως να δει τίποτε καινούριο, ούτε καν μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή ενός παλιού γκράφιτι. Και τώρα, δύο την ίδια ημέρα. Δύο την τελευταία ημέρα. Ήταν σαν οιωνός.
Το στυλό του έγραφε πάνω "Ο ΑΓΡΟΤΗΣ" ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΡΟΦΙΜΑ! με χρυσά γράμματα δίπλα στο σήμα, μια καλύβα με αχυροσκεπή και με καπνό να βγαίνει από τη χαριτωμένα, αλλόκοτα γερτή καμινάδα της. Kαθισμένος στο κρεβάτι, φορώντας ακόμη το παλτό του, ο 'Aλφι έσκυψε με ζήλο πάνω από το παλιό τετράδιο κι ο ίσκιος του έπεσε στη σελίδα. Κάτω από το «Μη μασάς τα Τρόγιαν δεν είναι τσίχλες» και το «Poopie dοοpie yου sο loopy», πρόσθεσε τα «Σώστε τους Ρωσοεβραίους, κερδίστε πολύτιμα δώρα (ΓΟΥΟΛΤΟΝ ΝΕΜΠ)» κι «Ό,τι αγαπάς θα χαθεί (ΓΟΥΟΛΤΟΝ ΝΕΜΠ)». Δίστασε. Σπάνια πρόσθετε σχόλια, γιατί του άρεσε ό,τι έβρισκε να υπάρχει ασχολίαστο. Οι εξηγήσεις
έκαναν το εξωτικό κοινότοπο (τουλάχιστον έτσι πίστευε πια, τα πρώτα χρόνια σχολίαζε πολΰ πιο ελευθέρα), όμως κάπου-κάπου μια υποσημείωση έμοιαζε περισσότερο να διαφωτίζει παρά να εξαφανίζει το μυστήριο.
Έβαλε αστερίσκο στη δεύτερη φράση -«Ό,τι αγαπάς θα χαθεί (ΓΟΥΟΛΤΟΝ ΝΕΜΠ)»-, τράβηξε μια γραμμή πέντε εκατοστά πάνω από το τέλος της σελίδας κι έγραψε:
"Για να το διαβάσεις αυτό, πρέπει επίσης να κοιτάς στην έξοδο του μεγάλου πάρκινγκ του σταθμού ανάπαυλας Γουόλτον προς τον αυτοκινητόδρομο, δηλαδή τους περαστικούς που απομακρύνονται".
Ξανάβαλε το στυλό στην τσέπη, διερωτώμενος γιατί να συνεχίζει κάποιος να κάνει οτιδήποτε όταν ετοιμάζεται να βάλει ένα τέλος στα πάντα. Δεν μπόρεσε να βρει οΰτε μία απάντηση. Αλλά φυσικά το ίδιο συμβαίνει και με την αναπνοή. Μέχρι να πεθάνεις, συνεχίζεις να ανασαίνεις.
Ο αέρας λυσσομανούσε έξω. Ο 'Αλφι κοίταξε φευγαλέα προς το παράθυρο, όπου η κουρτίνα (επίσης πράσινη αλλά σε διαφορετική απόχρωση από το χαλάκι) ήταν κλειστή. Αν την τραβούσε, θα έβλεπε αλυσίδες φώτων στον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 80, με κάθε φωτεινή κόκκινη χάντρα να αντιπροσωπεύει έλλογα πλάσματα που κινούνταν με ταχύτητα κατά μήκος του δρόμου. Ύστερα ξανακοίταξε το τετράδιο του. Σκόπευε να το κάνει, ναι. Αυτό ήταν απλώς... λοιπόν...
«Σαν ν' ανασαίνω», είπε και χαμογέλασε. Σήκωσε το τσιγάρο από το σταχτοδοχείο, κάπνισε, το ακούμπησε ξανά και φυλλομέτρησε πάλι το τετράδιο. Οι φράσεις του έφερναν στο νου χιλιάδες χώρους στάθμευσης κι εστιατόρια των αυτοκινητοδρόμων, όπως σου θυμίζουν κάποια τραγούδια που ακούς στο ραδιόφωνο συγκεκριμένα μέρη, στιγμές, ανθρώπους που ήταν μαζί σου, τι έπινες, τι συλλογιζόσουν. «Να με που κάθομαι εδώ κι είναι η καρδιά στο στήθος μου βαριά,/να χέσω πάλεψα πολύ, μ' άφησα μόνο μια κλανιά». Όλοι το ήξεραν αυτό, όμως να μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή από το εστιατόριο Νταμπλ Ντι Στέικς στο Χούκερ της Οκλαχόμα: «Να μαι που κάθομαι εδώ, δε ξέρω τι να κάνω,/απ' τη πολλή προσπάθεια μπορεί και να πεθάνω./Ξέρω, πολύ μεγάλο θα 'ν' τούτο το σκατό,/προσεύχομαι μονάχα, Θε μου, μην εκραγώ». Κι από το Κέισι της Αϊόβα, εκεί όπου ο Νότιος Σιδηρόδρομος 25 διασταυρώνεται με τον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 80: «Η μαμά μου μ' έκανε πόρνη». Σ' αυτό, κάποιος είχε προσθέσει με πολύ διαφορετική γραφή: «Αν έχω τα προσόντα, θα με κάνει κι εμένα;»
Είχε αρχίσει να τα μαζεύει όταν πουλούσε τις συσκευές ανάγνωσης γραμμωτού κώδικα. Σημείωνε διάφορα γκράφιτι στο τετράδιο με το σπιράλ δίχως να ξέρει στην αρχή γιατί το έκανε. Απλώς τον διασκέδαζαν ή τον σάστιζαν ή και τα δύο. Όμως, σιγά σιγά, είχαν αρχίσει να τον συναρπάζουν αυτά τα μηνύματα από τον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο, όπου η μόνη άλλη επικοινωνία ήταν να αναβοσβήνεις τους προβολείς σου όταν προσπερνούσες κάποιον στη βροχή ή να σου δείχνει κάποιος κακοδιάθετος το μεσαίο δάχτυλο του όταν τον προσπερνούσες σηκώνοντας πίσω σου μια ουρά κοκόρου από χιόνι. Σταδιακά είχε αρχίσει να καταλαβαίνει -ή απλώς να ελπίζει- πως κάτι συνέβαινε εδώ. Το μήνυμα στο στυλ του Ε. Ε. Κάμινγκς, για παράδειγμα ή η άλογη οργή τού «Δυτική Λεωφόρος 1380 σκοτώστε τη μητέρα μου ΠΑΡΤΕ ΤΗΣ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ» ή αυτό το παλιό: «Να μαι που κάθομαι εδώ,/γεννώντας απ' το πισινό,/έναν ακόμη Τεξανό». Πώς λεγόταν αυτό το μέτρο; Μήπως ήταν ιαμβικό; Πάντως η μορφή του μηνύματος -τρεις ομοιοκατάληκτοι στίχοι- σε διευκόλυνε να το θυμάσαι.
Είχε σκεφτεί πολλές φορές πως θα μπορούσε να ξαναπάει σχολείο και να κάνει μερικά μαθήματα μετρικής. Να μάθει για τι πράγμα μιλούσε αντί να ισορροπεί στο τεντωμένο σκοινί της διαίσθησης. Το μόνο που θυμόταν καθαρά από το σχολείο ήταν το ιαμβικό πεντάμετρο: «Να ζει κανείς ή να μη ζει, ιδού η απορία». Για την ακρίβεια, είχε δει τον συγκεκριμένο στίχο σε μια αντρική τουαλέτα στον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 70 και κάποιος άλλος είχε προσθέσει: «Η αληθινή απορία είναι ποιος ήταν ο πατέρας σου, ηλίθιε».
Αυτά τα τρίστιχα. Πώς λέγονταν; Τροχαϊκά; Δεν είχε ιδέα. Τ' ότι θα μπορούσε να το μάθει δεν του φαινόταν σημαντικό πια, όμως θα μπορούσε να το μάθει, ναι. Ήταν κάτι που διδασκόταν δεν ήταν δα κανένα σπουδαίο μυστικό.
Υπήρχε και μια άλλη παραλλαγή, που επίσης είχε δει ο 'Αλφι σ' όλη τη χώρα: «Να με που κάθομαι εδώ, και απ' τον κώλο μου γεννώ, του Μέιν τον αστυνομικό». Ήταν πάντα από το Μέιν, όπου κι αν βρισκόσουν, ο αστυνομικός ήταν πάντα από το Μέιν. Γιατί; Γιατί καμιά άλλη Πολιτεία δεν ταίριαζε. Το Μέιν είναι η μόνη που τ' όνομα της είναι τόσο μικρό. Και εδώ υπήρχαν οι τρεις ομοιοκατάληκτοι στίχοι.
Είχε σκεφτεί να γράψει ένα βιβλίο. Ένα μικρό. Ο πρώτος τίτλος που είχε σκεφτεί ήταν "Μην Κοιτάζεις Εδώ Πάνω, Κατουράς τα Παπούτσια Σου", όμως δε μπορούσες να δώσεις τέτοιο τίτλο σ' ένα βιβλίο, αν ήλπιζες, τουλάχιστον, να το βάλει κάποιο μαγαζί στα ράφια του. Και συν τοις άλλοις, ήταν ελαφρύς τίτλος. Ρηχός. Και με το πέρασμα των χρόνων ο 'Αλφι είχε πειστεί πως κάτι συνέβαινε εδώ, κάτι καθόλου ρηχό. Ο τίτλος στον οποίο είχε καταλήξει ήταν μια παραλλαγή μιας φράσης που είχε δει σε μια τουαλέτα έξω από το Φορτ Σκοτ, στο Κάνσας, στον Αυτοκινητόδρομο 54. "Σκότωσα Τον Τεντ Μπάντι: Ο Μυστικός Ταξιδιωτικός Κώδικας Των Αμερικανικών Αυτοκινητοδρόμων". Του 'Αλφρεντ Ζίμερ. Ακουγόταν μυστηριώδης κι απειλητικός, σχεδόν ακαδημαϊκός. Όμως δεν το έκανε. Και, παρ' ότι είχε δει σ' όλη τη χώρα το «Αν έχω τα προσόντα, θα με κάνει κι εμένα;» δίπλα στο «Η μαμά μου μ' έκανε πόρνη», δεν είχε καθίσει ποτέ να εξηγήσει (τουλάχιστον γραπτώς) την απουσία συμπόνιας σ' αυτή την ερώτηση του τύπου «και γιατί κλαίγεσαι;» Ή το «Ο Μαμμωνάς είναι ο Βασιλιάς του Νιου Τζέρσι»; Πώς μπορούσε να εξηγήσει κανείς γιατί το Νιου Τζέρσι το έκανε ν' ακούγεται αστείο, κάτι που ίσως δεν θα συνέβαινε με το όνομα μιας άλλης Πολιτείας; Ακόμη και το να προσπαθήσεις έμοιαζε αλαζονικό. Στο κάτω κάτω, ο 'Αλφι δεν ήταν παρά ένας ανθρωπάκος, με μια δουλειά ανθρωπάκου. Πουλούσε πράγματα. Έτοιμα γεύματα, το τελευταίο διάστημα.
Και τώρα, φυσικά... τώρα...
Ο 'Αλφι τράβηξε άλλη μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο, το έσβησε και τηλεφώνησε στο σπίτι του. Δεν περίμενε να βρει τη Μόρα και δεν τη βρήκε. Του απάντησε η δική του ηχογραφημένη φωνή, δίνοντας στο τέλος τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του. Πολύ που θα χρησίμευε σε κάποιον το κινητό τηλέφωνο βρισκόταν στο πορτ μπαγκάζ της Σεβρολέτ, χαλασμένο. Ήταν πάντα άτυχος με τις κάθε λογής συσκευές. Μετά το σήμα του τηλεφωνητή, είπε: «Γεια, εγώ είμαι. Βρίσκομαι στο Λίνκολν. Χιονίζει. Μην ξεχάσεις το βραστό που θα πήγαινες στη μητέρα μου. Το περιμένει. Και με ρώτησε για τα κουπόνια του χορού. Ξέρω πως σ' αυτό το θέμα τη θεωρείς τρελή, όμως κάνε της το χατίρι, εντάξει; Είναι μεγάλη. Πες στην Καρλίν πως ο μπαμπάς λέει γεια». Σώπασε για μια στιγμή κι ύστερα, για πρώτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια, είπε: «Σ' αγαπώ».
Έκλεισε το τηλέφωνο, σκέφτηκε να καπνίσει κι άλλο τσιγάρο -δεν είχε ν' ανησυχεί πια μήπως πάθαινε καρκίνο του πνεύμονα- και τελικά αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν. Ακούμπησε το τετράδιο δίπλα στο τηλέφωνο, ανοιχτό στην τελευταία σελίδα. Έπιασε τ' όπλο κι έβγαλε τον κύλινδρο. Ήταν γεμάτο. Ξανάβαλε με μια απότομη κίνηση τον κύλινδρο στη θέση του, ύστερα έχωσε την κοντή κάννη στο στόμα και γεύτηκε παγερό μέταλλο και γράσο. Συλλογίστηκε: «Να με που κάθομαι εδώ,/τώρα θα γαληνέψω,/στο στόμα μου ετοιμάζομαι/μια σφαίρα να φυτέψω». Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, γύρω από την κάννη. Ήταν απαίσιο αυτό το ποιηματάκι. Δεν θα το σημείωνε ποτέ στο τετράδιο του.
Ύστερα, όμως, συλλογίστηκε κάτι άλλο κι ακούμπησε ξανά το όπλο στο βαθούλωμα του μαξιλαριού, τράβηξε πάλι το τηλέφωνο προς το μέρος του και ξανατηλεφώνησε στο σπίτι του. Περίμενε να πει πάλι η φωνή του τον άχρηστο αριθμό του κινητού τηλεφώνου κι ύστερα είπε: «Εγώ είμαι πάλι. Μη ξεχάσεις να πας τον Ράμπο στον κτηνίατρο μεθαύριο, εντάξει; Και να του δίνεις τα χάπια του, του ανακουφίζουν τους γοφούς. Γεια». Έκλεισε το τηλέφωνο και ξανασήκωσε το όπλο. Πριν προλάβει να βάλει την κάννη στο στόμα, η ματιά του έπεσε στο τετράδιο. Συνοφρυώθηκε κι άφησε πάλι το όπλο. Το τετράδιο ήταν ανοιχτό στις τέσσερις τελευταίες φράσεις. Το πρώτο πράγμα που θ' αντίκριζε κάποιος που θ' άκουγε τον πυροβολισμό θα ήταν το άψυχο κορμί του στο κρεβάτι που βρισκόταν πιο κοντά στο μπάνιο, με το κεφάλι του να κρέμεται κάτω, αιμορραγώντας στο συνθετικό πράσινο χαλάκι. Το δεύτερο που θα έβλεπε, όμως, θα ήταν το τετράδιο, ανοιχτό στην τελευταία γραμμένη σελίδα.
Ο 'Αλφι φαντάστηκε κάποιον αστυνομικό, κάποιον της Πολιτειακής Αστυνομίας της Νεμπράσκα, που δεν θα είχε υμνηθεί ποτέ σε κανέναν τοίχο τουαλέτας γιατί το απαγόρευαν οι κανόνες της μετρικής, να διαβάζει αυτές τις τελευταίες φράσεις, ίσως στρέφοντας το τσαλακωμένο παλιό τετράδιο προς το μέρος του με την άκρη του δικού του στυλό. Θα διάβαζε τις τρεις πρώτες φράσεις -το «Μη μασάς τα Τρόγιαν», το στιχάκι στο στυλ του Ε. Ε. Κάμινγκς και το «Σώστε τους Ρωσοεβραίους»- και θα τις θεωρούσε λόγια τρελού. Θα διάβαζε την τελευταία, «Ό,τι αγαπάς θα χαθεί» και θα σκεφτόταν πως ο νεκρός είχε ξαναβρεί κάπως τα λογικά του στο τέλος, αρκετά ώστε να γράψει κάτι που έβγαζε κάποιο νόημα, πριν αυτοκτονήσει.
Του 'Αλφι δεν του άρεσε η ιδέα να νομίσουν οι άνθρωποι πως ήταν τρελός (μια περαιτέρω ανάγνωση του τετραδίου, που θα αποκάλυπτε πληροφορίες του τύπου «Ο Μέτζερ Έβερς ζει και βασιλεύει στην Ντίσνεϊλαντ», απλώς θα επιβεβαίωνε αυτή την εντύπωση). Δεν ήταν τρελός, ούτε ήταν ανοησίες οι φράσεις που είχε γράψει εδώ όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν βέβαιος. Κι αν έκανε λάθος, αν ήταν απλώς λόγια τρελών, άξιζε να τα εξετάσει κάποιος πιο προσεκτικά. Αυτό το «μην κοιτάζεις εδώ πάνω, κατουράς τα παπούτσια σου», για παράδειγμα, ήταν χιούμορ; Ή οργισμένη κραυγή;
Σκέφτηκε να ξεφορτωθεί το τετράδιο πετώντας το στη λεκάνη κι ύστερα κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Θα κατέληγε να ψάχνει γονατιστός και ανασκουμπωμένος, πασχίζοντας να το ξαναβγάλει το αναθεματισμένο. Με τον ανεμιστήρα να κροταλίζει και το λαμπτήρα φθορισμού να βουίζει. Και παρ' ότι θ' απλωνόταν η μελάνη με το νερό, οι λέξεις δεν θα χάνονταν εντελώς. Όχι όσο θα έπρεπε. Επιπλέον, το τετράδιο ταξίδευε τόσο καιρό μαζί του, είχε διασχίσει τόσες εκτάσεις κι είχε διανύσει τόσα έρημα χιλιόμετρα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, μέσα στην τσέπη του. Δεν του άρεσε η ιδέα να καταλήξει στη λεκάνη.
Τότε, λοιπόν, μόνο την τελευταία σελίδα; Σίγουρα, μια τσαλακωμένη σελίδα θα εξαφανιζόταν μέσα στο στρόβιλο του νερού. Θα έμεναν όμως οι υπόλοιπες, για να τις ανακαλύψουν αυτοί («αυτοί» υπήρχαν πάντα), όλες αυτές οι ολοκάθαρες αποδείξεις πως του είχε σαλέψει. Θα έλεγαν: «Πάλι καλά που δεν αποφάσισε να μπει οπλισμένος σε κανένα προαύλιο σχολείου. Να πάρει μερικά παιδάκια μαζί του στον τάφο». Κι αυτό θ' ακολουθούσε τη Μόρα, όπως ακολουθεί κάποιο σκύλο ένα κονσερβοκούτι δεμένο στην ουρά του. «'Ακουσες για τον άντρα της;» θα έλεγαν οι γυναίκες στο σούπερ μάρκετ, «αυτοκτόνησε σ' ένα μοτέλ. Κι άφησε ένα τετράδιο γεμάτο παλαβά πράγματα μέσα. Πάλι καλά που δε σκότωσε κι εκείνη». Εντάξει, θα μπορούσε και να το παραβλέψει αυτό. Στο κάτω κάτω η Μόρα ήταν ενήλικη. Η Καρλίν, όμως... Η Καρλίν ήταν...
Ο 'Αλφι κοίταξε το ρολόι του. Αυτή τη στιγμή, η Καρλίν έπαιζε μπάσκετ με την ομάδα της. Οι συμπαίκτριές της θα έλεγαν περίπου τα ίδια πράγματα με τις γυναίκες στο σούπερ μάρκετ, μόνο που δεν θα πρόσεχαν να μην τις ακούσει και θα συνόδευαν τα λόγια τους μ' αυτά τα ανατριχιαστικά εφηβικά κοριτσίστικα χάχανα. Με τα μάτια τους γεμάτα αγαλλίαση και φρίκη. Ήταν δίκαιο αυτό; Όχι, εννοείται πως όχι, όμως ούτε σ' αυτό που συνέβαινε στον ίδιο υπήρχε κάτι δίκαιο. Κάποιες φορές, ταξιδεύοντας στον αυτοκινητόδρομο, έβλεπες κομμάτια λάστιχο ξεκολλημένα από τα αναγομωμένα ελαστικά που χρησιμοποιούσαν κάποιοι από τους ανεξάρτητους οδηγούς νταλίκας. Έτσι ένιωθε κι ο ίδιος τώρα: σαν πεταμένο ελαστικό. Και τα χάπια χειροτέρευαν την κατάσταση. Σου καθάριζαν το μυαλό, τόσο ώστε να δεις σε τι τρομακτικό αδιέξοδο βρισκόσουν. «Όμως δεν είμαι τρελός», είπε. «Αυτό δε με κάνει τρελό». Όχι. Ίσως να ήταν καλύτερα αν ήταν τρελός.
Ο 'Αλφι έπιασε το τετράδιο και το έκλεισε απότομα, όπως είχε ξαναβάλει τον κύλινδρο του περιστρόφου στη θέση του κι απέμεινε να το χτυπά νευρικά στο πόδι. Αυτό ήταν γελοίο. Ωστόσο, είτε ήταν γελοίο είτε όχι, τον τυραννούσε. Όπως τον τυραννούσε κάποιες φορές στο σπίτι η ιδέα πως είχε αφήσει το φούρνο αναμμένο, μέχρι που σηκωνόταν τελικά για να ελέγξει και τον έβρισκε σβηστό. Μόνο που αυτό ήταν χειρότερο. Γιατί αγαπούσε ό,τι ήταν γραμμένο στο τετράδιο. Να μαζεύει γκράφιτι -να τα συλλογίζεται-, αυτή ήταν η αληθινή δουλειά του τα τελευταία χρόνια, όχι να πουλάει συσκευές ανάγνωσης γραμμωτού κώδικα και συνηθισμένα έτοιμα γεύματα με φανταχτερή συσκευασία. Για παράδειγμα, η ανοησία αλλά και η ζωντάνια του «Η Έλεν Κέλερ δε ντρεπόταν/με το φίλο της πηδιόταν!» Να όμως που το τετράδιο μπορεί ν' αμαύρωνε το όνομα του όταν θα ήταν πια νεκρός. Θα ήταν σαν να κρεμιόσουν κατά λάθος μέσα στην τουαλέτα, καθώς θα πειραματιζόσουν μ' έναν καινούριο τρόπο αυνανισμού και να σ' έβρισκαν με το βρακί σου κατεβασμένο και χεσμένο. Κάποιες από τις φράσεις στο τετράδιο του μπορεί να δημοσιεύονταν στην εφημερίδα δίπλα στη φωτογραφία του. Κάποτε δεν θα του καιγόταν καρφί, αλλά τώρα πια, που ακόμη κι οι χριστιανικές εφημερίδες ασχολούνταν με την κρεατοελιά στο πέος του Προέδρου, ήταν δύσκολο να αδιαφορήσεις.
Να το κάψει λοιπόν; Όχι, θα έμπαινε σε λειτουργία ο συναγερμός. Να το κρύψει πίσω από την κορνίζα στον τοίχο; Την εικόνα του μικρού αγοριού με το καλάμι ψαρέματος και το ψάθινο καπέλο; Ο 'Αλφι το συλλογίστηκε κι ύστερα ένευσε αργά. Δεν ήταν καθόλου άσχημη ιδέα. Το τετράδιο μπορεί να έμενε εκεί για χρόνια. Κι ύστερα, μια μέρα στο μακρινό μέλλον, θα έπεφτε. Κάποιος, ίσως ένας ένοικος ή -το πιο πιθανό- μια καθαρίστρια, θα το σήκωνε με περιέργεια. Θα το φυλλομετρούσε. Πώς θα ένιωθε αυτός ο άνθρωπος; Θα ταραζόταν; Θα χαμογελούσε; Απλώς θα απέμενε να το κοιτάζει σαστισμένος; Ο 'Αλφι ήλπιζε να συνέβαινε το τελευταίο. Γιατί αυτά που υπήρχαν μέσα στο τετράδιο ήταν αινιγματικά. «Ο Έλβις σκότωσε το Μεγάλο Μουνί», είχε γράψει κάποιος από το Χάκμπερι του Τέξας. «Γαλήνη είναι να 'σαι ντόμπρος» ήταν η γνώμη κάποιου από το Ράπιντ Σίτι στη Νότια Ντακότα. Και κάτω απ' αυτό κάποιος είχε γράψει: «Όχι, βλάκα, γαλήνη=(να)2 + ί), αν ν=γαλήνη, α=ικανοποίηση και i=ερωτική συμβατότητα».
Πίσω από την κορνίζα, λοιπόν.
Ο 'Αλφι είχε φτάσει ως τη μέση του δωματίου, όταν θυμήθηκε τα χάπια στην τσέπη του παλτού του. Yπήρχαν κι άλλα στο ντουλαπάκι στη θέση του συνοδηγού, διαφορετικών ειδών, αλλά για το ίδιο πράγμα. Ήταν αγορασμένα με συνταγή γιατρού, όμως δεν ήταν από εκείνα που θα σου χορηγούσε αν ένιωθες... να... φίνα. Έτσι, οι αστυνομικοί θα έψαχναν εξονυχιστικά το δωμάτιο για άλλα φάρμακα κι όταν θα τραβούσαν την κορνίζα από τον τοίχο, το τετράδιο θα έπεφτε στο πράσινο χαλάκι. Οι φράσεις που ήταν γραμμένες εκεί μέσα θα φαίνονταν ακόμη χειρότερες, ακόμη πιο τρελές, γιατί ο 'Aλφι θα είχε φροντίσει να τις κρύψει. Και θα πίστευαν πως η τελευταία σχετιζόταν με την αυτοκτονία του, απλώς γιατί ήταν η τελευταία. Όπου κι αν άφηνε το τετράδιο, θα συνέβαινε το ίδιο. «Σίγουρα, όπως κολλά το σκατό, στης Αμερικής τον πισινό», όπως είχε γράψει κάποτε ένας ποιητής των διοδίων στο Ανατολικό Τέξας.
«Αν το βρουν», είπε και ξάφνου η λύση ξεπήδησε στο νου του.
Το χιόνι είχε πυκνώσει, ο αέρας είχε δυναμώσει κι άλλο και τα φωτάκια στο βάθος του αγρού είχαν σβήσει. Ο 'Αλφι στάθηκε δίπλα στο χιονοσκέπαστο αυτοκίνητο του στην άκρη του χώρου στάθμευσης, με το παλτό να κυματίζει μπροστά του. Στο αγροτόσπιτο, τώρα θα έβλεπαν τηλεόραση. Όλη η οικογένεια. Αν δηλαδή δεν είχε ξεκολλήσει το δορυφορικό πιάτο από τη σκεπή του αχυρώνα. Στο δικό του σπίτι, η γυναίκα κι η κόρη του μόλις θα είχαν γυρίσει από τον αγώνα μπάσκετ της Καρλίν. Η Μόρα κι η Καρλίν ζούσαν σ' ένα κόσμο που είχε ελάχιστη σχέση με τους διαπολιτειακούς αυτοκινητοδρόμους, τα βενζινάδικα-εστιατόρια, το σφύριγμα των φορτηγών που σε προσπερνούσαν τρέχοντας με εκατόν είκοσι, ακόμη και με εκατόν σαράντα χιλιόμετρα την ώρα. Δεν παραπονιόταν (έτσι ήλπιζε τουλάχιστον), απλώς το επισήμαινε. «Κανείς δεν είναι εδώ, ακόμη κι αν είναι», είχε γράψει κάποιος από το Τσοκ Λέβελ του Μιζούρι σ' έναν τοίχο τουαλέτας και κάποιες φορές σ' αυτές τις τουαλέτες υπήρχε αίμα, συνήθως λίγο, αλλά μια φορά είχε δει ο 'Αλφι ένα βρώμικο νιπτήρα κάτω από ένα γρατσουνισμένο ατσάλινο καθρέφτη, μισογεμάτο μ' αίμα. Το είχε προσέξει κανείς; Ειδοποιούσε κανείς όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο; Το ανέφερε;
Σε κάποιες δημόσιες τουαλέτες το δελτίο καιρού ακουγόταν διαρκώς από ηχεία τοποθετημένα ψηλά και του 'Αλφι, η φωνή του εκφωνητή του φαινόταν σα ν' ανήκε σε φάντασμα, σ' έναν νεκρό που μιλούσε. Στο Κάντι του Κάνσας, στον Αυτοκινητόδρομο 283, στην Κομητεία Νες, κάποιος είχε γράψει, «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω», και κάποιος άλλος είχε προσθέσει: «Αν δεν είσαι από το Συμψηφιστικό Γραφείο Εκκαθαρίσεων, φύγε, Κακό Αγόρι».
Ο 'Αλφι στάθηκε στην άκρη του χώρου στάθμευσης, κοντανασαίνοντας λιγάκι, γιατί ο αέρας ήταν τόσο παγερός και γεμάτος χιόνι. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε το τετράδιο, σχεδόν λυγισμένο στα δύο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να το καταστρέψει τελικά. Θα το έριχνε απλώς στο ανατολικό χωράφι του αγρότη, εδώ, στη δυτική μεριά του Λίνκολν. Ο άνεμος θα τον βοηθούσε. Το τετράδιο μπορεί να έπεφτε γύρω στα εφτά οχτώ μέτρα μακριά κι ο άνεμος θα το παρέσερνε ακόμη πιο μακριά, μέχρι κάποιο χαντάκι, όπου θα το σκέπαζε το χιόνι. Θα απέμενε θαμμένο όλο το χειμώνα, για κάμποσο καιρό αφότου θα έθαβαν και το δικό του κορμί. Την άνοιξη, ο αγρότης θα ερχόταν κατά δω με το τρακτέρ του, με την καμπίνα του πλημμυρισμένη από τη μουσική της Πάτι Λάβλες ή του Τζορτζ Τζόουνς ή ίσως, του Κλιντ Μπλακ και θα όργωνε το τετράδιο δίχως να το δει, θάβοντας το μέσα στον κύκλο της ζωής. Αν υπήρχε κύκλος της ζωής, δηλαδή. «Ηρέμησε, απλώς φεύγει το παλιό για να 'ρθει το καινούριο», είχε γράψει κάποιος δίπλα σ' ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη στον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 35, κοντά στο Κάμερον του Μιζούρι.
Ο 'Αλφι σήκωσε το τετράδιο για να το πετάξει κι ύστερα κατέβασε το χέρι. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να το ξεφορτωθεί. Αυτή ήταν λοιπόν η περιβόητη μεγάλη απόφαση για την οποία μιλούσαν διαρκώς οι πάντες. Ωστόσο, τα πράγματα ήταν άσχημα τώρα. Ξανασήκωσε το χέρι και το κατέβασε για άλλη μια φορά. Μες στην απόγνωση και την αναποφασιστικότητα του, έβαλε τα κλάματα δίχως να το καταλάβει. Ο αέρας περνούσε ορμητικός, σαν να βιαζόταν να πάει κάπου. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει ο 'Αλφι όπως ζούσε ως τώρα, γι' αυτό τουλάχιστον ήταν βέβαιος. Ούτε μία μέρα ακόμη. Και μια σφαίρα στο στόμα ήταν ευκολότερη από οποιαδήποτε αλλαγή στη ζωή του και γι' αυτό ήταν βέβαιος. Πολύ ευκολότερη από το να προσπαθήσει να γράψει ένα βιβλίο που ίσως θα το διάβαζαν ελάχιστοι ή δεν θα το διάβαζε κανένας. Ξανασήκωσε το χέρι, έκανε να πετάξει το τετράδιο όπως ένας παίκτης του μπέιζμπολ την μπάλα κι απέμεινε να στέκει έτσι. Μια ιδέα του είχε έρθει στο νου. Θα μετρούσε ως το εξήντα. Αν σ' αυτό το διάστημα εμφανίζονταν ξανά τα φωτάκια του αγροτόσπιτου, θα προσπαθούσε να γράψει το βιβλίο.
Για να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο, συλλογίστηκε, θα 'πρεπε να ξεκινήσεις μιλώντας για το πώς ήταν να μετράς την απόσταση και την ίδια την απέραντη γη με πράσινους χιλιομετροδείκτες και για το πώς ηχούσε ο αέρας όταν έβγαινες από το αυτοκίνητο σου σ' ένα από κείνα τα μαγαζιά των αυτοκινητοδρόμων στην Οκλαχόμα ή τη Βόρεια Ντακότα. Για το πώς ηχούσε σχεδόν σαν ομιλία. θα 'πρεπε να εξηγήσεις τη σιωπή και να περιγράψεις πώς οι τουαλέτες μύριζαν πάντα κάτουρο και πορδές περαστικών ταξιδιωτών, να εξηγήσεις πώς μέσα σε τούτη τη σιωπή οι φωνές στους τοίχους άρχιζαν να ακούγονται. Θα ήταν οδυνηρό να μιλήσει για όλα αυτά, αν κόπαζε όμως ο αέρας και φαίνονταν ξανά τα φωτάκια του αγροτόσπιτου, θα το έκανε.
Αν όχι, θα έριχνε το τετράδιο στο χωράφι, θα γύριζε στο Δωμάτιο 190 (αριστερά από τον αυτόματο πωλητή) και θ' αυτοκτονούσε όπως το είχε σχεδιάσει.
Ένα από τα δύο. Ένα από τα δύο.
Ο 'Αλφι απέμεινε εκεί, να μετράει ως το εξήντα από μέσα του, περιμένοντας να δει αν θα κόπαζε ο άνεμος.
___________________________________________________________
Σημ. Του Συγγραφέα: Μου αρέσει να οδηγώ κι είμαι εθισμένος σ' αυτούς τους μεγάλους ευθείς διαπολιτειακούς αυτοκινητοδρόμους όπου δεν βλέπεις παρά πεδιάδες στις δυο μεριές και κάποιο μαγαζί κάθε εξήντα χιλιόμετρα πάνω κάτω. Οι τουαλέτες αυτών των μαγαζιών είναι πάντα γεμάτες γκράφιτι, κάποια από αυτά εξαιρετικά αλλόκοτα. 'Αρχισα να μαζεύω αυτά τα μηνύματα από το πουθενά και να τα κρατώ σ' ένα μικρό σημειωματάριο, βρήκα κι άλλα στο Ίντερνετ (υπάρχουν δυο-τρεις ιστότοποι αφιερωμένοι σ' αυτά) και τελικά βρήκα την ιστορία με την οποία ταίριαζαν. Αυτή εδώ. Δεν ξέρω αν είναι ή δεν είναι καλή, όμως ένιωσα συμπόνια για τον μοναχικό κεντρικό χαρακτήρα της και εύχομαι αληθινά να τα καταφέρει. Στο προσχέδιο της ιστορίας τα κατάφερνε, όμως ο Μπιλ Μπάφορντ του Νιου Γιόρκερ μου πρότεινε ένα πιο διφορούμενο τέλος. Μάλλον είχε δίκιο, αλλά θα μπορούσαμε όλοι να κάνουμε μια προσευχή για τους 'Αλφι Ζίμερ αυτού του κόσμου. Stephen King
Σημ. Δική Μου: Κατά τη προσωπική μου άποψη, το καλύτερο διήγημα που έχω διαβάσει. Ανήκει στο κύκλο διηγημάτων "Όλα Είναι Δυνατά" που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις BELL.
Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος