¸ντγκαρ 'Αλαν Πüε
Βιογραφικü & ποιÞματÜ του θα βρεßτε εδþ: ΠΟΕ ΠοιÞματα ΜοναδικÜ
====================
Η ΚαρδιÜ Του ΠεθαμÝνου
Στ' αλÞθεια, εßμαι νευρικüς! Πολý, τρομαχτικÜ νευρικüς, Þμουν πÜντα κι εßμαι! ΑλλÜ για ποιο λüγο υποστηρßζετε πως εßμαι τρελüς, ε; Η αρρþστια μου Ýχει οξýνει Ýτσι πολý τη λογικÞ και τα νεýρα μου, καθüλου μα καθüλου δεν τα κατÜστρεψε κι οýτε που τα χαλÜρωσε καν. Και πÜνω απü üλα, πιο Ýντονη και οξýτερη Ýγινε η αßσθηση της ακοÞς μου. Ακοýω το κÜθε τι που υπÜρχει σε τοýτο τον κüσμο, σε γη και ουρανü. Ακοýω Ýνα σωρü διαολεμÝνα πρÜγματα.
Πως, λοιπüν, εßμαι τüτε τρελüς; Ακοýω, ναι ακοýω! Και τþρα θÝλω να προσÝξετε πüσο Þρεμα θα σας διηγηθþ ολüκληρη τοýτη την ιστορßα.
Εßναι αδýνατο να πω με ποιον τρüπο, στην αρχÞ, τοýτη η ιδÝα χþθηκε στο μυαλü του, μα απü τη στιγμÞ που τη συνειδητοποßησα με καταδιþκει μÝρα νýχτα. Δεν υπÜρχει καμιÜ αιτßα, φανερÞ, που λÝμε. Κι οýτε πÜθος κανÝνα. Τον αγαποýσα το γÝρο. ΠοτÝ δεν μοýκανε κακü. ΠοτÝ δεν με Ýβρισε. Κι οýτε που επιθýμησα το χρυσÜφι του. Το Ýνα του μÜτι Ýμοιαζε σαν του γερακιοý - Ýνα ανοιχτüχρωμο, γαλÜζιο μÜτι, με μια μεμβρÜνη απü πÜνω του. ¼ποτε κι αν Ýπεφτε πÜνω μου αυτü το μÜτι, το αßμα μου πÜγωνε, κι Ýτσι, σταδιακÜ - πολý προοδευτικÜ - Ýβαλα στο μυαλü μου να σκοτþσω κεßνο το γÝρο, για να ξεφορτωθþ μια για πÜντα το μÜτι του.
Τþρα, να πως Ýχουν τα πρÜγματα. Με φανταζüσαστε τρελü. Μα οι τρελοß δεν καταλαβαßνουν τßποτα. Ενþ εμÝνα, θÜπρεπε να δεßτε. Ω, ναι, θÜπρεπε να βλÝπατε πüσο συνετÜ προχþρησα στο σχÝδιü μου, με πüση προσοχÞ, με τι προβλεπτικüτητα, με πüση προσποßηση Ýκανα üλη τη δουλειÜ! ΠοτÝ δεν Þμουν πιο ευγενικüς με το γÝρο üσο μÝσα σε εκεßνη την εβδομÜδα πριν τον σκοτþσω. Και κÜθε βρÜδι, γýρω στα μεσÜνυχτα, γýριζα το πüμολο της πüρτας του και την Üνοιγα - ω πολý απαλÜ! Και τüτε, üταν το Üνοιγμα Þταν αρκετü για να χωρÝσει μÝσα το κεφÜλι μου, περνοýσα απü εκεß Ýνα φανÜρι, με τα φýλλα του καλÜ κλειστÜ, - ω, πÜρα πολý προσεχτικÜ τα εßχα κλεισμÝνα τα φýλλα του Ýτσι που να μην βγαßνει η παραμικρÞ αχτßδα απü φως' και τüτε πÝρναγα και το κεφÜλι μου. Α, μα θα γελοýσατε πÜρα πολý αν βλÝπατε με τι πονηριÜ, τÜκανα üλα αυτÜ! Προχωροýσε το κεφÜλι μου αργÜ, πολý, πολý αργÜ, Ýτσι που να μην ταρÜξω διüλου τον ýπνο του γÝρου. Και μοýπαιρνε μια ολüκληρη þρα τοýτη η δουλειÜ, μÝχρι που να βÜλω ολüκληρο το κεφÜλι μου μÝσα απü το Üνοιγμα της πüρτας και να μπορÝσω να τον δω εκεß πÝρα που Þταν ξαπλωμÝνος, στο κρεβÜτι του.
Χα! Θα μποροýσε ποτÝ Ýνας τρελüς να φερθεß με τüση σýνεση; ε; Και τüτε, üταν ολüκληρο το κεφÜλι μου Þταν μÝσα στο δωμÜτιο, Ýστρεφα το φýλλο που Ýκλεινε το φως του φαναριοý προσεχτικÜ - ω, τüσο προσεχτικÜ (για να μην ακουστεß κανÝνα τρßξιμο) - το Ýστρεφα τüσο δα, ßσα - ßσα για να πÝσει μια μικρÞ αχτßδα φως πÜνω στο γερακßσιο μÜτι. Κι üλο τοýτο να γßνεται για εφτÜ ατελεßωτες νýχτες - κÜθε νýχτα ακριβþς τα μεσÜνυχτα - μα πÜντα Ýβρισκα εκεßνο το μÜτι κλειστü' κι Ýτσι μου Þταν αδýνατο να κÜνω δουλειÜ μου' γιατß δεν Þταν ο γÝρος που με εßχε φÝρει σε αυτÞ την κατÜσταση, μα το Κακü ΜÜτι του. ΚÜθε πρωß, üταν η μÝρα χÜραζε, Ýμπαινα θαρραλÝα στην κÜμαρη και του μιλοýσα με πολý κουρÜγιο, φωνÜζοντÜς τον με το üνομÜ του και ρωτþντας τον πως εßχε περÜσει τη νýχτα του. Γιατß, καθþς καταλαβαßνετε, Þταν Ýνα πολý αγαθü γεροντÜκι, πραγματικÜ, για να υποπτευθεß πως κÜθε νýχτα, ακριβþς στις δþδεκα, εγþ στεκüμουν και τον κοßταζα, καθþς κοιμüταν.
Την üγδοη βραδιÜ, Þμουν πολý περισσüτερο, προσεχτικüς απü üσο συνÞθως ανοßγοντας την πüρτα. Ο λεπτοδεßχτης του ρολογιοý θα κινιüταν πολý πιο γρÞγορα απü üσο εγþ. ΠοτÝ Üλλοτε, πριν απü κεßνη τη νýχτα, δεν Ýνιωσα σε τüση Ýκταση τις ßδιες τις δυνÜμεις μου - πÝρα απü τη ßδια την οξýτητα του νου μου. Μüλις που μπüρεσα να συγκρατÞσω τα θριαμβευτικÜ συναισθÞματα που με πλημμýριζαν. Μα σκÝφτομαι πως εγþ Þμουν αυτüς εκεß πÝρα που Üνοιγα την πüρτα, σιγÜ - σιγÜ, λßγο - λßγο, κι ο Üλλος οýτε που να ονειρεýεται τις απüκρυφες πρÜξεις Þ σκÝψεις μου! ΓÝλασα απü μÝσα μου, σχεδüν, με τοýτη την ιδÝα' κι ßσως μÜλιστα να με Üκουσε' γιατß κουνÞθηκε στο κρεβÜτι του ξαφνικÜ, σα να τρüμαξε. Τþρα εσεßς θα σκεφτεßτε πως τραβÞχτηκα πßσω - μα üχι. Το δωμÜτιü του Þταν μαýρο σαν την πßσσα, βαθý σκοτÜδι βασßλευε εκεß μÝσα (γιατß τα παντζοýρια Þταν κλειστÜ απü το φüβο κÜποιου κλÝφτη), Ýτσι που Þξερα üτι δε μποροýσε να δει το Üνοιγμα της πüρτας, κι εξακολοýθησα να τη σπρþχνω, σταθερÜ, üλο και πιο σταθερÜ.
Εßχα βÜλει üλο μου το κεφÜλι μÝσα και Þμουν Ýτοιμος να ανοßξω το φανÜρι, üταν το μεγÜλο μου δÜχτυλο χτýπησε πÜνω στο τενεκεδÝνιο φýλλο του φαναριοý κι Ýκανε θüρυβο, κι ο γÝρος τινÜχτηκε στο κρεβÜτι του, φωνÜζοντας:
-"Ποιος εßναι";
Απüμεινα ολüτελα ακßνητος και δεν εßπα τßποτα. Για μια ολüκληρη þρα δεν κουνοýσα οýτε μοýσκουλο του κορμιοý μου, και στο μεταξý δεν τον Üκουγα να ξαπλþνει πÜλι. Καθüταν κι εκεßνος στο κρεβÜτι τεντωμÝνος κι Ýβαζε αυτß' ακριβþς üπως εßχα κÜνει εγþ, τη μια νýχτα πßσω απü την Üλλη, ακοýγοντας το θÜνατο να κοιτÜζει απü τον τοßχο. Την ßδια στιγμÞ Üκουσα Ýνα ελαφρü βογκητü, κι Þξερα πως το βογκητü του θανÜσιμου τρüμου. Δεν Þταν κανÝνα βογκητü πüνου, Þ απü θλßψη - α, üχι! ¹ταν ο βαθýς πνιγμÝνος Þχος που βγαßνει απü τα Ýγκατα της ψυχÞς, üταν ο φüβος την πλημμυρßσει. Τον Þξερα καλÜ αυτü τον Þχο. ΠολλÝς νýχτες., ακριβþς τα μεσÜνυχτα, üταν üλος ο κüσμος κοιμüταν, Ýβγαινε μÝσα απü τα βÜθη μου, μουνταßνοντας με την τρομαχτικÞ του ηχþ τους τρüμους που με βασÜνιζαν. Εßπα πως τüξερα καλÜ αυτü.
¹ξερα πως Ýνιωθε ο γÝρος και τον λυπüμουν, παρüλο που στην καρδιÜ μου γελοýσα. ¹ξερα πως καθüταν εκεß πÝρα Üγρυπνος, απü την πρþτη στιγμÞ που ακοýστηκε ο ανÜλαφρος Þχος, απü τη στιγμÞ που στριφογýρισε στο κρεβÜτι του. Οι φüβοι του απü τüτε üλο και μεγÜλωναν. Προσπαθοýσε να τους φανταστεß Üπραγους, αλλÜ δεν το μποροýσε. ΘÜλεγε στον εαυτü του: «Δεν εßναι τßποτα Üλλο Ýξω απü τον αÝρα στην καμινÜδα - θÜναι κανÝνα ποντßκι που πÝρασε το πÜτωμα», Þ «θÜναι κÜποιος γρýλος που τετÝρισε μüνο μια φορÜ». Ναι, προσπαθοýσε να παρηγορηθεß με αυτοýς τους συλλογισμοýς, μα τÜβρισκε üλα τα μÜταια. ¼λα μÜταια, γιατß ο θÜνατος, προσεγγßζοντας τον, εßχε βαδßσει αγÝρωχα με τη μαýρη του σκιÜ και τýλιξει το θýμα. Κι Þταν αυτÞ η πÝνθιμη επßδραση της ακατανüητης σκιÜς που τον βοÞθησε να νιþσει, παρüλο που οýτε εßδε, οýτε Üκουσε, την παρουσßα του κεφαλιοý μου μÝσα στο δωμÜτιο.
Αφοý περßμενα αρκετÞ þρα, πολý υπομονετικÜ, δßχως να τον ακοýω να ξαπλþνει αποφÜσισα να ανοßξω λßγο, πÜρα πολý λßγο, μια χαραμÜδα μüνο το φανÜρι μου. ¸τσι το Üνοιξα - δε μπορεßτε üμως να φανταστεßτε πüσο αθüρυβα και κρυφÜ - þσπου τελικÜ μια μüνο θαμπÞ αχτßδα, σαν τον ιστü μιας αρÜχνης, να πεταχτεß απü το Üνοιγμα και να πÝσει πÜνω στο γερακßσιο μÜτι. ¹ταν ανοιχτü -ορθÜνοιχτο- και θýμωσα πÜρα πολý κοιτÜζοντÜς το. Το εßδα ολüτελα καθαρÜ -Ýνα θολü γαλÜζιο, με κÜποιο τρομερü και απαßσιο πÝπλο γýρω του, που με Ýκανε να παγþσω ως το μεδοýλι των κοκÜλων μου, αλλÜ δε μποροýσα να δω τßποτα Üλλο απü το πρüσωπο Þ το Üτομο του γÝρου: γιατß εßχα κατευθýνει την αχτßδα, σαν απü Ýνστικτο, πÜνω σε αυτü το καταραμÝνο σημεßο.
Και τþρα -δεν σας το εßπα üτι το λÜθος σχετικÜ με την τρÝλα εßναι αυτÞ η υπερευαισθησßα των αισθÞσεων;- τþρα, λÝω, Ýφτασε ως τα αφτιÜ μου Ýνας βαθýς, θαμπüς, γρÞγορος Þχος, üπως κÜνει το ρολüι üταν το τυλßξουμε με Ýνα βαμβακερü ýφασμα. ¹ξερα πολý καλÜ κι αυτüν τον Þχο. ¹ταν ο χτýπος της καρδιÜς του γÝρου. ΚÜτι τÝτοιο Ýκανε το θυμü του μεγαλýτερο, καθþς το χτýπημα του τυμπÜνου ερεθßζει τη μαχητικüτητα του στρατιþτη. Μα ωστüσο, ακüμη κι Ýτσι συγκρατÞθηκα κι εξακολουθοýσα να μÝνω ακßνητος. Μüλις που ανÜσαινα. ΚρÜτησα ακßνητο και το φανÜρι. Δοκßμασα να δω πüσο σταθερÜ μποροýσα να κρατÞσω την αχτßδα πÜνω στο μÜτι. Στο μεταξý, ο διαβολεμÝνος χτýπος της καρδιÜς δυνÜμωνε. Γινüταν πιο γρÞγορος, üλο πιο γρÞγορος, πιο βαθýς, üλο βαθýτερος, την κÜθε στιγμÞ. Ο τρüμος του γÝρου Ýπρεπε νÜναι στο αποκορýφωμÜ του! Ο χτýπος γινüταν βαθýτερος, σας λÝω, üλο και πιο βαθýς, την κÜθε στιγμÞ! -με προσÝξατε καλÜ;
Σας το εßπα, νομßζω πως εßμαι νευρικüς: ναι, αυτü εßμαι. Και τþρα, τοýτη τη νεκρÞ þρα της νýχτας, μÝσα στην τρομακτικÞ σιωπÞ του σπιτιοý, αυτüς ο τüσο παρÜξενος θüρυβος μου δημιοýργησε Ýναν τρüμο που δεν μποροýσα πια να τον ελÝγξω. Παρüλα αυτÜ, για μερικÜ λεπτÜ ακüμη, συγκρατÞθηκα κι Ýμεινα ακßνητος. ΑλλÜ ο χτýπος γινüταν βαθýτερος, ολοÝνα και περισσüτερο! Νüμιζα πως η καρδιÜ του πÞγαινε να σπÜσει. Και τüτε, μια καινοýρια αγωνßα με Ýπιασε -ο Þχος θα μποροýσε να ακουστεß απü τη γειτονιÜ! Η þρα του γÝρου εßχε Ýρθει! Με μια πνιγμÝνη κραυγÞ, Üνοιξα ολüτελα το φανÜρι και üρμησα μÝσα στο δωμÜτιο. Εκεßνος στρßγκλισε μια -μüνο φορÜ. Σε μια στιγμÞ τον Ýσυρα στο πÜτωμα και σþριασα το βαρý κρεβÜτι απü πÜνω του. ΜετÜ χαμογÝλασα, χαροýμενα γιατß το κατüρθωμÜ μου εßχεν ολοκληρωθεß. ΑλλÜ για πολλÜ λεπτÜ της þρας, η καρδιÜ εξακολουθοýσε να χτυπÜ, με Ýνα πνιγμÝνο θüρυβο. Τοýτη τη φορÜ üμως δεν εξοργßστηκα' δεν μποροýσε να ακουστεß μÝσα απü τον τοßχο. ΤρÜβηξα πÜλι το κρεβÜτι πÝρα κι εξÝτασα το πτþμα. Ναι, Þταν πτþμα, ολüτελα πεθαμÝνος. ¸βαλα το χÝρι μου πÜνω στην καρδιÜ του και το κρÜτησα εκεß για μερικÜ λεπτÜ. Δεν ακουγüταν τßποτα, κανÝνας παλμüς. ¹ταν ολüτελα νεκρüς. Το μÜτι δε θα με τρüμαζε πια.
Αν ακüμη εξακολουθεßτε να με θεωρεßτε τρελü, δε θα το κÜνετε αυτü για πολý, αν σας περιγρÜψω τις σοφÝς προφυλÜξεις που πÞρα για να κρýψω το πτþμα. Η νýχτα χλüμιαζε κιüλας κι εγþ εργαζüμουν βιαστικÜ, μα αθüρυβα. Πρþτα απü üλα τεμÜχισα το πτþμα. ¸κοψα το κεφÜλι και τα χÝρια και τα πüδια. ¾στερα Ýβγαλα τρεις σανßδες απü το πÜτωμα της κÜμαρης και τα τοποθÝτησα üλα ανÜμεσα στο δοκÜρια. ΜετÜ ξανÜβαλα τις σανßδες στη θÝση τους τüσο Ýξυπνα, τüσο πονηρÜ που κανÝνα ανθρþπινο μÜτι -ακüμα και το δικü του- δε θα μποροýσε να ξεχωρßσει τßποτα το ýποπτο. Δεν εßχα τßποτα να πλýνω -καμιÜ κηλßδα, κανενüς εßδους- καμιÜ σταγüνα αßμα πουθενÜ. Εßχα πÜρει üλες τις προφυλÜξεις μου πÜνω σε αυτü. Μια σκÜφη τα εßχε μαζÝψει üλα... Χα - χα!
¼ταν üλες αυτÝς οι εργασßες τελεßωσαν, Þταν τÝσσερις η þρα το πρωß -κι ακüμα σκοτÜδι, σαν μεσÜνυχτα. Καθþς το ρολüι σÞμανε την þρα ακοýστηκε κι Ýνας χτýπος στην εξþπορτα. ΚατÝβηκα να ανοßξω με ανÜλαφρη καρδιÜ, γιατß τι εßχα πια τþρα να φοβηθþ; Να που μπÞκαν μÝσα τρεις Üντρες και μου συστÞθηκαν απü μüνοι τους, με πολý εγκαρδιüτητα, σαν αστυνομικοß. Μια στριγκλιÜ που ακοýστηκε απü κÜποιο γεßτονα μÝσα στη νýχτα: η υποψßα πως κÜτι εßχε συμβεß' πληροφορßες Ýφτασαν στο αστυνομικü τμÞμα και τüτε αυτοß (οι αστυνομικοß) στÜλθηκαν να κÜνουν μια Ýρευνα επιτüπου. ΧαμογÝλασα -γιατß τι θα μποροýσα να φοβηθþ. ΠαρακÜλεσα τους κυρßους να καθßσουν.
-"Η κραυγÞ", εßπα, "Þτανε δικÞ μου, μÝσα στ' üνειρü μου. Ο γÝρος", δÞλωσα, "Ýλειπε στην επαρχßα". ¸δειξα στους κυρßους üλο το σπßτι. Και τους παρακÜλεσα να ψÜξουν -να ψÜξουν μÜλιστα καλÜ. Τους οδÞγησα στο τÝλος και στο δωμÜτιο του. Τους Ýδειξα τους θησαυροýς του, σßγουρος κι ατÜραχος. ΠÜνω στον ενθουσιασμü και στην εμπιστοσýνη στον εαυτü μου, τους Ýφερα εκεß καρÝκλες και τους πρüτεινα να καθßσουν εκεß, να ξεκουραστοýν, ενþ εγþ, μες στην Üγρια τüλμη του τÝλειου θριÜμβου μου, Ýβαλα τη δικÞ μου καρÝκλα στο ßδιο ακριβþς σημεßο που κÜτω του αναπαυüταν το πτþμα του θýματüς μου.
Οι αστυνομικοß Þταν ικανοποιημÝνοι. Ο τρüπος μου τους εßχε πεßσει. Εγþ πÜλι Þμουν απüλυτα Þρεμος. ΚÜθισαν κι ενþ τους απαντοýσα χαροýμενα, Üρχισα να χλομιÜζω και να θÝλω να φýγουν αμÝσως. Το κεφÜλι μου πονοýσε, κι αισθανüμουν Ýνα βουητü στ' αφτιÜ: üμως εκεßνοι εξακολουθοýσαν να κÜθονται και να φλυαροýν. Το βουητü Ýγινε üλο και πιο ξεκÜθαρο. Εξακολουθοýσε, ναι, üλο και πιο φανερü... 'Αρχισα να μιλþ πιο δυνατÜ για να ξεφορτωθþ αυτü το συναßσθημα, μα τοýτο συνεχιζüταν και γινüταν οριστικü και μüνιμο -þσπου, τελικÜ, ανακÜλυψα πως ο Þχος δεν Þταν μÝσα στ' αφτιÜ μου.
Χωρßς αμφιβολßα εßχα χλωμιÜσει πÜρα πολý, μα εξακολουθοýσα να μιλþ üλο και πιο ελεýθερα και με υψωμÝνο τüνο φωνÞς. Ωστüσο ο θüρυβος μεγÜλωνε - και τι μποροýσα να κÜνω πια ε; ¹ταν Ýνας βαθýς, θαμπüς, γρÞγορος Þχος, üπως κÜνει το ρολüι üταν το τυλßγουμε σε βαμβακερü ýφασμα. 'Ανοιξα το στüμα μου να πÜρω ανÜσα -κι üμως οι αστυνομικοß δεν Üκουγαν τßποτα. Μßλησα πιο γρÞγορα, πιο εκνευρισμÝνα αλλÜ ο θüρυβος üλο και δυνÜμωνε. Ω ΘεÝ μου, τι μποροýσα να κÜνω; 'Αφριζα, μÜνιαζα, βλαστημοýσα! 'Αρπαξα τη καρÝκλα που πÜνω της καθüμουν και τη χτýπησα στις σανßδες, μα ο θüρυβος εξακολουθοýσε πÜντα κι üλο δυνÜμωνε. Γινüταν üλο και πιο βαθýς... βαθýτερος... βαθýτερος! Και πÜντα οι αστυνομικοß φλυαροýσαν καλοδιÜθετα και χαμογελοýσαν. ¹ταν δυνατüν να μην ακοýν; Παντοδýναμε ΘεÝ! ¼χι, üχι! 'Ακουγαν, υποψιÜζονταν, Þξεραν! Μüνο που κορüιδευαν, Ýπαιζαν με τον τρüμο μου! Αυτü σκÝφτηκα τüτε, κι αυτü σκÝφτομαι τþρα. ΑλλÜ το κÜθε τι Üλλο Þταν καλýτερο απü τοýτη την αγωνßα! Το κÜθε τι θα μποροýσα να το ανεχτþ, Ýξω απü τη χλεýη! Μου Þταν αδýνατο να υποφÝρω Üλλο αυτÜ τα υποκριτικÜ χαμüγελα! ¸νιωθα πως Ýπρεπε να ουρλιÜξω Þ να πεθÜνω! Και τþρα πÜλι! 'Ακου! ¼λο και βαθýτερος... βαθýτερος... βαθýτερος!...
-"Γουροýνια!", οýρλιαξα, "μη προσποιεßστε Üλλο πια! ΠαραδÝχομαι πως εγþ τo 'κανα! ΒγÜλτε αυτÝς τις σανßδες!... Εδþ, εδþ!... Εδþ χτυπÜ αυτÞ η απαßσια καρδιÜ του"!
_______________________
Edgar Allan Poe
The Tell-Tale Heart (1842)
Μτφρ.: Δ. ΚωστελÝνος
------------------------------------------------------------
Ο Μαýρος ΓÜτος
ΑυτÞ τη τüσο φρικτÞ κι üμως τüσον απλÞ ιστορßα που αρχßζω να γρÜφω, οýτε περιμÝνω οýτε ζητþ να τη πιστÝψετε. Θα 'μουν αληθινÜ τρελüς αν περßμενα να πιστÝψετε μια υπüθεση, üπου οι ßδιες οι αισθÞσεις μου αρνοýνται τη μαρτυρßα τους. Κι üμως δεν εßμαι τρελüς κι ασφαλþς δεν ονειρεýομαι. Αýριο üμως πρüκειται να πεθÜνω και γι' αυτü θÝλω να ξαλαφρþσω σÞμερα τη ψυχÞ μου. Σκοπüς μου εßναι να διηγηθþ στον κüσμο, απλÜ, απÝριττα και δßχως κανÝνα σχüλιο, μια σειρÜ συνηθισμÝνων γεγονüτων που σχετßζονται με το σπßτι μου. Τα γεγονüτα αυτÜ, και οι συνÝπειες που προκÜλεσαν, με τρομοκρÜτησαν, με βασÜνισαν, με κατÝστρεψαν. Ωστüσο δε θα προσπαθÞσω να τους δþσω μια κÜποια εξÞγηση. Για μÝνα παρουσßαζαν κÜτι φριχτü, σε πολλοýς, τα γεγονüτα που θα διηγηθþ θα φανοýν μÜλλον αλλüκοτα παρÜ τρομερÜ. ºσως βρεθεß κÜποιο μυαλü που να μπορÝσει να μεταβÜλει τα φαντÜσματÜ μου σε κοινοτοπßες - κÜποιο μυαλü πιο Þρεμο, πιο λογικü, και πολý περισσüτερο ευερÝθιστο απü το δικü μου, το οποßο στα περιστατικÜ που με δÝος θα εξιστορÞσω, δε θα δει τßποτα περισσüτερο απü μια συνηθισμÝνη κι απüλυτα φυσιολογικÞ διαδοχÞ αιτιþν κι αιτιατþν.
Απü μικρüς ακüμα διακρινüμουν για τον Þπιο και συμπονετικü μου χαρακτÞρα. Η τρυφερüτητα της καρδιÜς μου Þταν μÜλιστα τüσο φανερÞ, þστε εßχα καταντÞσει το αντικεßμενο της κοροúδßας των συμμαθητþν μου. ΠÜνω απü üλα αγαποýσα τα ζþα, και οι γονεßς μου με Üφηναν να Ýχω στο σπßτι διÜφορα ζþα που μÜζευα. Περνοýσα μαζß τους τον περισσüτερο καιρü μου και η μεγαλýτερη ευτυχßα μου Þταν να τα χαúδεýω, να τα φροντßζω και να τα ταÀζω. ¼σο μεγÜλωνα τüσο πιο Ýντονη γινüταν η ιδιοτυπßα αυτÞ του χαρακτÞρα μου, κι üταν πια Ýγινα Üντρας, απü τα ζþα αντλοýσα τις μεγαλýτερες χαρÝς μου. Για üσους Ýχουν αγαπÞσει Ýνα πιστü και Ýξυπνο σκυλß, θαρρþ πως δε χρειÜζεται να εξηγÞσω το μÝγεθος και το εßδος της ευχαριστÞσεως που νιþθει κανεßς απü Ýνα τÝτοιο αßσθημα. Στην αγÜπη ενüς ζþου, στη γεμÜτη αλτρουισμü και αυτοθυσßα αγÜπη του, υπÜρχει κÜτι που αγγßζει κατευθεßαν την καρδιÜ üποιου εßχε την ευκαιρßα να δοκιμÜσει τη σαθρÞ φιλßα και τη χαλαρÞ πßστη του ανθρþπου.
Παντρεýτηκα νÝος και χÜρηκα ιδιαßτερα üταν διαπßστωσα πως κι η γυναßκα μου συμμεριζüταν τα αισθÞματÜ μου για τα ζþα. ΒλÝποντας την αδυναμßα που τους εßχα, δεν Ýχανε την ευκαιρßα να φροντßσει να αποκτÞσουμε üσο γινüταν περισσüτερα ζþα. Εßχαμε πουλÜκια, χρυσüψαρα, Ýναν ωραßο σκýλο, κουνÝλια, μια μικρÞ μαúμοý και Ýνα γÜτο. Ο γÜτος αυτüς, Þταν Ýνα πολý μεγÜλο και ωραßο ζþο, κατÜμαυρος κι υπερβολικÜ Ýξυπνος. ¼ταν μιλοýσε για τον γÜτο, η γυναßκα μου, που κατÜ βÜθος Þταν τρομερÜ προληπτικÞ, ανÝφερε συχνÜ τη παλιÜ λαúκÞ δοξασßα, πως üλες οι μαýρες γÜτες Þταν μεταμορφωμÝνες μÜγισσες. ΦυσικÜ δεν το Ýλεγε σοβαρÜ κι αν κÜνω λüγο για το θÝμα αυτü εßναι μüνο και μüνο γιατß Ýτυχε να το θυμηθþ τοýτη τη στιγμÞ.
Ο Πλοýτωνας -αυτü το üνομα εßχαμε δþσει στο γÜτο- Þταν ο αγαπημÝνος μου κι ο αχþριστος σýντροφüς μου. ΜονÜχα εγþ τον τÜιζα και σε üποιο μÝρος του σπιτιοý κι αν πÞγαινα με ακολουθοýσε. Με δυσκολßα μÜλιστα τον εμπüδιζα νÜρχεται πßσω μου και στο δρüμο. Η φιλßα μας αυτÞ κρÜτησε πολλÜ χρüνια, και σε αυτü το διÜστημα η ιδιοσυγκρασßα κι ο χαρακτÞρας μου - εξαιτßας του σατανÜ αυτοý που λÝγεται ποτü -εßχα πÜθει (κοκκινßζω απü ντροπÞ που το ομολογþ) μια ριζικÞ μεταβολÞ προς το χειρüτερο. ΜÝρα με τη μÝρα γινüμουν üλο και πιο ιδιüτροπος, πιο ευερÝθιστος, περισσüτερο αδιÜφορος για τα αισθÞματα των Üλλων. ΥπÝφερα κι ο ßδιος καθþς αντιλαμβανüμουν πüσο Üσχημα μιλοýσα στη γυναßκα μου. Στο τÝλος Ýφτασα στην κατÜντια να σηκþνω χÝρι πÜνω της και να τη χτυπþ. ΦυσικÜ τον αντßκτυπο αυτÞς της μεταβολÞς του χαρακτÞρα μου τον Ýνιωσαν και τα ζþα που υπÞρχαν στο σπßτι μας. Ωστüσο τον Πλοýτωνα τον εßχα ακüμη σε υπüληψη και απÝφευγα να τον κακομεταχειρßζομαι, αλλÜ για τα κουνÝλια, τη μαúμοý, ακüμη και τον σκýλο δεν εßχα κανÝναν ενδοιασμü üταν τυχαßα Þ και απü αγÜπη, βρßσκονταν στο δρüμο μου. Η αρρþστια μου üμως χειροτÝρευε - κακÞ αρρþστια το πιοτü! Στο τÝλος ακüμα κι ο Πλοýτωνας που εßχεν αρχßσει πια να γερνÜ κι üπως εßναι φυσικü να γßνεται κÜπως δýσκολος, Üρχισε να δοκιμÜζει τα αποτελÝσματα της αλλαγÞς του χαρακτÞρα μου.
Μια νýχτα, Ýχοντας γυρßσει στουπß στο μεθýσι μετÜ απü μια πολýωρη βüλτα στις ταβÝρνες, μου καρφþθηκε η ιδÝα πως ο γÜτος με απüφευγε. Τον Üρπαξα με το ζüρι και εκεßνος, καθþς τρüμαξε με τη βßαιη ενÝργειÜ μου, με δÜγκωσε ελαφρÜ το χÝρι. Τα νεýρα μου, τεντωμÝνα κι απü το μεθýσι, ξÝσπασαν. Δεν Þξερα τι Ýκανα, δεν Þμουν πια ο εαυτüς μου. Λες και τη στιγμÞ εκεßνη η ψυχÞ μου εßχε πετÜξει μακριÜ εγκαταλεßποντας το σþμα μου' και μια διαβολικÞ μοχθηρßα - ßσως και κÜτι περισσüτερο - θρεμμÝνη με αλκοüλ, διαπÝρασε το κÜθε μüριο του κορμιοý μου. ¸βγαλα απü το γιλÝκο μου Ýνα σουγιÜ, τον Üνοιξα, Üδραξα το δυστυχισμÝνο ζþο απü το λαιμü και το ξερßζωσα το Ýνα μÜτι.
ΝτρÝπομαι, ανατριχιÜζω γρÜφοντας αυτÞ τη φρικαλÝα πρÜξη μου.
¼ταν το Üλλο πρωß Þρθα πÜλι στα λογικÜ μου - üταν πια το νυχτερινü μου μεθýσι εßχε πια ξεθυμÜνει με τον ýπνο -Ýνιωσα Ýνα αßσθημα ανÜμιχτο απü φρßκη και τýψεις για το Ýγκλημα που εßχα διαπρÜξει. ΑλλÜ, üπως και αν το κÜνουμε, Þταν Ýνα αδýναμο και αμφßβολο αßσθημα κι η ψυχÞ μου Ýμεινε ανÝγγιχτη. ΞανÜπεσα στο πιοτü και δεν Üργησα να πνßξω στο κρασß κÜθε θýμηση απü κεßνη μου την πρÜξη. Στο μεταξý ο γÜτος συνερχüταν σιγÜ-σιγÜ. Εßναι αλÞθεια πως η τρýπα του χαμÝνου ματιοý του παρουσßαζε Ýνα φριχτü θÝαμα, αλλÜ δεν φαινüταν να πονÜ και να υποφÝρει. Τριγýριζε üπως πÜντα στο σπßτι, αλλÜ, üπως εßναι φυσικü, Ýτρεχε κατατρομαγμÝνος να κρυφτεß μüλις με Ýβλεπε να πλησιÜζω. Καθþς μÝσα μου απüμενε ακüμα κÜτι απü τον παλιü μου εαυτü, στην αρχÞ λυπüμουν για αυτÞ την απÝχθεια που τüσο φανερÜ μου Ýδειχνε Ýνα πλÜσμα που κÜποτε με εßχε αγαπÞσει. Το συναßσθημα üμως της λýπης παραχþρησε γρÞγορα τη θÝση του στο θυμü. Και τüτε, σαν τελειωτικÞ και αμετÜκλητη κατÜπτωση, φþλιασε μÝσα μου το πνεýμα της διαστροφÞς . Η φιλοσοφßα δεν το λογαριÜζει και πολý αυτü το πνεýμα. Κι üμως üσο βÝβαιος εßμαι πως ζω, Üλλο τüσο βÝβαιος εßμαι πως η διαστροφÞ εßναι Ýνα απü τα αρχÝγονα ορμÝμφυτα της ανθρþπινης καρδιÜς - μια απü τις ιδιαßτερες πρωταρχικÝς δυνÜμεις, Þ συναισθÞσεις, που δßνουν μια κατεýθυνση στον χαρακτÞρα του ανθρþπου. Ποιος δεν Ýπιασε, üχι μια αλλÜ εκατü φορÝς, τον εαυτü του, να κÜνει μια ποταπÞ Þ ανüητη πρÜξη απλþς και μüνο επειδÞ Þξερε πως δεν Ýπρεπε να την κÜνει ; ΜÞπως Üλλωστε δεν Ýχουμε μια παντοδýναμη ροπÞ, üσο και αν εßμαστε Üνθρωποι με κρßση, να παραβαßνουμε το νüμο μüνο και μüνο γιατß εßναι ο νüμος;
Το πνεýμα αυτü της διαστροφÞς, üπως σας εßπα, Ýφερε την τελειωτικÞ μου κατÜπτωση. ¹ταν αυτüς ο αβυσσαλÝος πüθος της ψυχÞς να εναντιωθεß στο εαυτü της, να παραβιÜσει την ßδια της τη φýση, να κÜνει το κακü προς χÜρη του κακοý, που με Ýσπρωξε να συνεχßσω και να αποτελειþσω το βασÜνισμα του Üκακου αυτοý ζþου. ΚÜποιο πρωινü, του πÝρασα ψýχραιμα τη θηλιÜ στο λαιμü και το κρÝμασα απü το κλαδß ενüς δÝντρου. Το κρÝμασα ενþ απü τα μÜτια μου τα δÜκρυα κυλοýσαν ποτÜμι κι Ýνιωθα τις σκληρüτερες τýψεις να με βασανßζουν, το κρÝμασα γιατß Þξερα πως με εßχε αγαπÞσει και γιατß καταλÜβαινα πως δεν μου εßχε δþσει την αφορμÞ να του κÜνω κακü το κρÝμασα γιατß Þξερα πως αυτü που Ýκανα Þταν μια αμαρτßα - μια θανÜσιμη αμαρτßα που με αυτÞ και μüνο θα διακινδýνευα να θÝσω την ψυχÞ μου (αν κÜτι τÝτοιο μπορεß να γßνει) πÝρα κι απü το Üπειρο Ýλεος του παντοδýναμου και παντελεÞμονος Θεοý. Τη νýχτα της ßδιας ημÝρας, που εßχα κÜνει αυτÞ την τüσο μεγÜλη αμαρτßα, με ξýπνησαν φωνÝς:
-"ΠυρκαγιÜ, πυρκαγιÜ!"
Οι κουρτßνες του κρεβατιοý μου φλÝγονταν. Ολüκληρο το σπßτι λαμπÜδιασε. Με μεγÜλη δυσκολßα η γυναßκα μου, μια υπηρÝτρια κι εγþ, μπορÝσαμε να γλιτþσουμε. Η καταστροφÞ Þταν ολοκληρωτικÞ. ¼λα τα επßγεια αγαθÜ μου εßχαν χαθεß και το μοναδικü μου καταφýγιο απü δω και μπρος απüμενε η απελπισßα. Δεν μπορþ -δεν θÝλω- να επιχειρÞσω να βρω μια σχÝση ανÜμεσα στην καταστροφÞ που με Ýπληξε και στην κτηνωδßα που εßχα διαπρÜξει. ΠαραθÝτω μüνο Ýναν-Ýναν τους κρßκους μιας αλυσßδας γεγονüτων, και δεν θÝλω να παραλεßψω κανÝναν. Την επüμενη μÝρα της πυρκαγιÜς πÞγα να δω τα ερεßπια. Οι τοßχοι, εκτüς απü μια εξαßρεση, Þταν σωριασμÝνοι στο χþμα. Η μοναδικÞ εξαßρεση Þταν Ýνας εσωτερικüς τοßχος, üχι πολý χοντρüς, περßπου στη μÝση του σπιτιοý, εκεß που ακουμποýσε το κεφÜλι του κρεβατιοý μου. Ο σοβÜς, στο μεγαλýτερο μÝρος του, εßχε αντÝξει στη φωτιÜ, κι αυτü το απÝδωσα στο γεγονüς üτι ο τοßχος Þταν φρεσκοσοβατισμÝνος. Γýρω απü τον τοßχο Þταν συγκεντρωμÝνο Ýνα πυκνü πλÞθος περιÝργων, και πολλοß φαßνονταν να εξετÜζουν Ýνα συγκεκριμÝνο τμÞμα του με μεγÜλη και ζωηρÞ προσοχÞ. Οι λÝξεις «παρÜξενο!», «καταπληκτικü!» και Üλλες παρüμοιες εκφρÜσεις τρÜβηξαν την περιÝργειÜ μου. Πλησßασα και εßδα σαν να Þταν βαθουλωτÜ ανÜγλυφη πÜνω στην Üσπρη επιφÜνεια, τη μορφÞ ενüς γιγÜντιου γÜτου. Το αποτýπωμα εßχε αληθινÜ μια εκπληκτικÞ ακρßβεια. ¸να σκοινß Þταν περασμÝνο απü το λαιμü του ζþου.
¼ταν πρωταντßκρισα το φÜντασμα αυτü -γιατß δεν μποροýσα να το θεωρÞσω τßποτα Üλλο παρÜ μüνο φÜντασμα- Ýμεινα Ýκπληκτος και τρομοκρατημÝνος. ΣιγÜ-σιγÜ üμως το μυαλü μου Üρχισε να δουλεýει. ΘυμÞθηκα πως εßχα κρεμÜσει το γÜτο σ' Ýνα κÞπο δßπλα στο σπßτι μου. ¼ταν δüθηκε ο συναγερμüς για την πυρκαγιÜ, ο κÞπος γÝμισε αμÝσως κüσμο, και κÜποιος θα πρÝπει να Ýκοψε το σκοινß απü το δÝντρο και να πÝταξε το γÜτο στην κÜμαρÜ μου, ßσως για να με ξυπνÞσει. Οι Üλλοι τοßχοι, καθþς Ýπεφταν εßχαν πιÝσει στο θýμα της μοχθηρßας μου πÜνω στο φρÝσκο σοβÜ, κι ο ασβÝστης με την επßδραση της φωτιÜς και της αμμωνßας του ψοφιμιοý, εßχαν σχηματßσει την εικüνα που εßχα τþρα μπροστÜ μου.
Μολονüτι η λογικÞ μου, αν üχι η συνεßδησÞ μου, εξÞγησε με τüση ετοιμüτητα το εκπληκτικü γεγονüς που μüλις σας διηγÞθηκα, ωστüσο μια βαθιÜ εντýπωση Ýμεινε χαραγμÝνη στη φαντασßα μου. Για μÞνες ολüκληρους δεν μποροýσα να απαλλαγþ απü το φÜντασμα του γÜτου. Και σε αυτü το διÜστημα γεννÞθηκε αργÜ στη ψυχÞ μου κÜτι που Ýμοιαζε - αλλÜ και που δεν Þταν - με τýψεις, ΚατÜντησα να λυπÜμαι τþρα για το χαμü του Üλλοτε αγαπημÝνου μου ζþου, και να ψÜχνω παντοý, στα καταγþγια που σýχναζα τþρα, μÞπως βρω κανÝναν Üλλο γÜτο, που να του μοιÜζει κÜπως þστε να τον αντικαταστÞσω.
ΚÜποιο βρÜδυ, Ýτσι που καθüμουν μισοναρκωμÝνος σ' Ýνα ελεεινü καταγþγιο, τρÜβηξε την προσοχÞ μου κÜποιο μαýρο πρÜγμα που βρισκüταν πÜνω σε Ýνα απü τα πελþρια βαρÝλια με τζιν που αποτελοýσαν και την κυριüτερη επßπλωση εκεß μÝσα. Εßχα απü þρα καρφωμÝνα τα μÜτια μου πÜνω σε εκεßνο το βαρÝλι, κι αυτü που με παραξÝνεψε τþρα Þταν που δεν εßχα προσÝξει πιο πριν εκεßνο το μαýρο πρÜγμα. ΠÞγα κοντÜ και το Üγγιξα με το χÝρι μου. ¹ταν Ýνας μαýρος γÜτος, πολý μεγÜλος, στο μπüι περßπου του Πλοýτωνα, και που του Ýμοιαζε σε üλα εκτüς απü κÜτι. Ο Πλοýτωνας δεν εßχε οýτε μιαν Üσπρη τρßχα σε ολüκληρο το κορμß του, ενþ αυτüς εδþ ο γÜτος εßχε μια μεγÜλη τοýφα απü Üσπρες τρßχες, με ακαθüριστο σχÞμα, που του σκÝπαζε ολüκληρο σχεδüν το στÞθος. Μüλις τον Üγγιξα σηκþθηκε αμÝσως, γουργοýρισε δυνατÜ, τρßφτηκε πÜνω στο χÝρι μου και φαινüταν ευχαριστημÝνος που τον πρüσεξα. ¹ταν ακριβþς το ζþο που γýρευα. Πρüτεινα στον ταβερνιÜρη να τον αγορÜσω, αυτüς üμως μου απÜντησε πως δεν εßχε καμιÜ απολýτως απαßτηση, γιατß üχι μüνο δεν Þταν δικüς του ο γÜτος αυτüς αλλÜ και οýτε τον εßχε ξαναδεß. ΣυνÝχισα να τον χαúδεýω κι üταν ετοιμÜστηκα να γυρßσω στο σπßτι μου, Ýδειξε τη διÜθεση να με συνοδÝψει. Τον Üφησα να Ýρθει μαζß μου και καθþς βαδßζαμε Ýσκυβα που και που και τον χÜιδευα. ¼ταν φτÜσαμε πια στο σπßτι, εγκαταστÜθηκε κοντÜ μας κι αμÝσως Ýγινε ο αγαπημÝνος της γυναßκας μου.
¼σο για μÝνα, δεν Üργησα να νιþσω αντιπÜθεια για το ζþο αυτü -ακριβþς το αντßθετο δηλαδÞ απ' ü,τι περßμενα να συμβεß. Κι ακüμη -χωρßς να ξÝρω πως και γιατß- η αγÜπη που μου Ýδειχνε μου προξενοýσε απÝχθεια και στενοχþρια. ΣιγÜ-σιγÜ τα συναισθÞματα αυτÜ της απÝχθειας και της στεναχþριας μεταμορφþθηκαν σε μßσος. Απüφευγα το γÜτο. ΚÜτι σαν αßσθημα ντροπÞς κι αναμνÞσεως της προηγοýμενης μοχθηρÞς συμπεριφορÜς μου, με εμπüδιζαν να του κÜνω κακü. Για μερικÝς βδομÜδες δεν τον χτýπησα, οýτε τον κακομεταχειρßστηκα βαθμιαßα üμως, κατÜντησε να τον βλÝπω μ' ανεßπωτη σιχαμÜρα και να φεýγω βιαστικÜ μüλις Ýβλεπα το απαßσιο αυτü ζþο, üπως φεýγει κανεßς μπροστÜ σε μια σιχαμερÞ μυρουδιÜ. Δεν υπÜρχει καμιÜ αμφιβολßα πως αυτü που δυνÜμωσε το μßσος μου Þταν üτι ανακÜλυψα -üχι την ßδια βραδιÜ, που τον εßχα φÝρει σπßτι, αλλÜ την Üλλη μÝρα το πρωß- πως, üπως κι ο Πλοýτωνας, εßχε κι αυτüς το Ýνα μÜτι του βγαλμÝνο. Το περιστατικü αυτü τον Ýκανε ωστüσο πιο αγαπητü στη γυναßκα μου, που διατηροýσε ακüμη το αßσθημα εκεßνο της συμπüνιας που Üλλοτε χαρακτÞριζε και εμÝνα και που μου χÜριζε τις πιο απλÝς κι αγνÝς χαρÝς.
¼σο üμως εγþ σιχαινüμουν περισσüτερο το γÜτο, τüσο φαινüταν να μεγαλþνει η δικÞ του αδυναμßα για μÝνα. Ακολουθοýσε τα βÞματÜ μου με μια επιμονÞ που μου εßναι αδýνατο να την περιγρÜψω στον αναγνþστη. ¼που και αν καθüμουν, κουλουριαζüταν κÜτω απü την καρÝκλα μου Þ πηδοýσε πÜνω στα γüνατÜ μου και δεν σταματοýσε να χαúδολογιÝται. ¼ταν σηκωνüμουν να φýγω, μπερδευüταν στα πüδια μου με κßνδυνο να με κÜνει να πÝσω Þ Ýμπηγε τα μακριÜ και μυτερÜ του νýχια στο παντελüνι μου και σκαρφÜλωνε στο στÞθος μου. Σε κÜτι τÝτοιες στιγμÝς Ýνιωθα τη διÜθεση να τον σκοτþσω με Ýνα μου χτýπημα, εμποδιζüμουν üμως να το κÜνω, üχι τüσο απü την ανÜμνηση του προηγοýμενου εγκλÞματüς μου, αλλÜ κυρßως εξαιτßας του τρüμου που μου ενÝπνεε το ζωντανü αυτü.
Ο τρüμος που με κυρßευε δεν Þταν τρüμος πως θα πÜθαινα κÜτι σωματικÜ -κι üμως δεν βρßσκω Üλλο τρüπο να τον προσδιορßσω. ΝτρÝπομαι σχεδüν να ομολογÞσω -ναι, ακüμη και σε αυτü το ατιμωτικü κελß που βρßσκομαι ντρÝπομαι να το μολογÞσω- πως ο τρüμος κι η φρßκη που μου ενÝπνεε το ζþο αυτü εßχαν ενταθεß απü μια απü τις απιθανüτερες χßμαιρες που μπορεß να διανοηθεß κανεßς. Η γυναßκα μου επÝστησε αρκετÝς φορÝς την προσοχÞ μου στη μορφÞ του σημαδιοý με τις Üσπρες τρßχες, που Ýχω προαναφÝρει και που αποτελοýσε τη μοναδικÞ διαφορÜ ανÜμεσα σ' αυτü το παρÜξενο ζþο και σε κεßνο που εßχα σκοτþσει. Ο αναγνþστης θα θυμÜται πως το σημÜδι αυτü, αν και μεγÜλο, Þταν στην αρχÞ ακαθüριστο. ΣιγÜ-σιγÜ üμως, ανεπαßσθητα, τüσον αδιüρατα που για πολýν καιρü η λογικÞ μου αγωνιζüταν να μη το παραδεχτεß, θεωρþντας το απλÞ του φαντασιοπληξßα, εßχε πÜρει Ýνα σχÞμα σαφÝστατα σχεδιασμÝνο. Παρßστανε τþρα κÜτι που ανατριχιÜζω να προφÝρω την ονομασßα του... ¹ταν η εικüνα απü κÜτι φριχτü και απαßσιο: η εικüνα της αγχüνης! Εκεßνο το σκυθρωπü και τρομερü σýνεργο της Φρßκης και του ΕγκλÞματος, της Αγωνßας και του ΘανÜτου! Και τþρα η κατÜντια μου ξεπερνοýσε κÜθε ανθρþπινη αθλιüτητα. ¸να ζþο χωρßς λογικÞ, να κατεργÜζεται για μÝνα -για μÝνα, Ýναν Üνθρωπο πλασμÝνο κατ' εικüνα κι ομοßωση του Θεοý- μα τüσον αβÜσταχτη κατÜρα! Αλßμονο! Οýτε μÝρα, οýτε νýχτα γνþρισα πια την ευλογßα της ησυχßας! Τη μÝρα δεν με Üφηνε οýτε μια στιγμÞ μüνο μου το σιχαμερü αυτü πλÜσμα, και τη νýχτα ξυπνοýσα κÜθε τüσο απü üνειρα ανεßπωτα τρομαχτικÜ για να βρω τη ζεστÞ ανÜσα του πÜνω στο πρüσωπü μου και το τερÜστιο βÜρος του -Ýνας αληθινüς βραχνÜς που δεν εßχα τη δýναμη να τον διþξω- να πλακþνει συνεχþς τη καρδιÜ μου!
ΚÜτω απü την πßεση μιας τÝτοιας αγωνßας το ασθενικü υπüλειμμα του παλιοý αγαθοý εαυτοý μου δεν Üργησε να χαθεß. ΠονηρÝς σκÝψεις -οι πιο καταχθüνιες και πονηρÝς σκÝψεις- Þταν πια οι μοναδικοß και μüνιμοι σýντροφοß μου. Η ζοφερÞ μου διÜθεση εξελßχθηκε σε Ýνα μßσος για üλα τα πρÜγματα και για ολüκληρη την ανθρωπüτητα. Και συχνÜ, τα απüτομα και ασυγκρÜτητα ξεσπÜσματα μιας μανßας, που της εßχα παραδοθεß τþρα στα τυφλÜ, το συνηθισμÝνο και απÝραντα υπομονετικü μου θýμα Þταν η γυναßκα μου που ποτÝ της δεν ξεστüμιζε το παραμικρü παρÜπονο.
ΚÜποια μÝρα Þρθε κι αυτÞ μαζß μου, για κÜποια δουλειÜ, στο κελÜρι του παλιοý σπιτιοý, που η φτþχια μας ανÜγκαζε τþρα να κατοικοýμε. Καθþς κατÝβαινε τις σκÜλες ο γÜτος μ' ακολοýθησε και με τη συνÞθειÜ του να μπερδεýεται στα πüδια μου, με σþριασε καταγÞς με το κεφÜλι. ¸γινα Ýξω φρενþν. ΣÞκωσα Ýνα τσεκοýρι και ξεχνþντας στο θυμü μου τον παιδιÜστικο φüβο που ως τþρα συγκρατοýσε το χÝρι μου, κατÝβασα με δýναμη το τσεκοýρι στο ζþο και σßγουρα θα το σκüτωνα, αν η γυναßκα μου δεν προλÜβαινε να συγκρατÞσει το χÝρι μου. Η επÝμβασÞ της μ' Ýκανε να φρενιÜσω, να λυσσÜξω. ΤρÜβηξα το μπρÜτσο μου που το κρατοýσε σφιχτÜ, και με το τσεκοýρι τη χτýπησα κατακÝφαλα. ¸πεσε νεκρÞ χωρßς οýτε Ýνα βογκητü.
Το πρþτο πρÜγμα που Ýκανα μετÜ απü το απαßσιο αυτü φονικü Þταν να σκεφτþ ψýχραιμα που θα Ýκρυβα το πτþμα. ΚαταλÜβαινα πως δεν μποροýσα να το κουβαλÞσω Ýξω απü το σπßτι, οýτε μÝρα αλλÜ οýτε και νýχτα, χωρßς να διατρÝξω τον κßνδυνο να με δουν οι γεßτονες. ¸κανα με το μυαλü μου διÜφορα σχÝδια. Προς στιγμÞ σκÝφτηκα να κüψω το πτþμα σε μικρÜ - μικρÜ κομματÜκια και να το κÜψω. ¾στερα, Ýκανα τη σκÝψη να ανοßξω Ýνα λÜκκο στο κελÜρι και να θÜψω εκεß το πτþμα. ¸πειτα εßπα να το ρßξω στο πηγÜδι της αυλÞς Þ να το συσκευÜσω σε Ýνα μεγÜλο κιβþτιο, σαν εμπüρευμα, με üλους τους συνηθισμÝνους τýπους και να φωνÜξω κανÝνα χαμÜλη να το πÜρει απü το σπßτι. ΤελικÜ μου Þρθε μια ιδÝα που την Ýκρινα σαν την καλýτερη απü üλες. ΑποφÜσισα να χτßσω το πτþμα μÝσα σε Ýνα τοßχο του κελαριοý, üπως αναφÝρει κι η Ιστορßα πως Ýχτιζαν τα θýματÜ τους οι καλüγεροι του Μεσαßωνα.
Το κελÜρι Þταν κατÜλληλο για το σκοπü αυτü. Οι τοßχοι Þταν ψευτοχτισμÝνοι και τþρα τελευταßα τους εßχαν σοβαντßσει, αλλÜ η υγρασßα δεν Üφησε το σοβÜ να ξεραθεß. Κι εξÜλλου, ο Ýνας απü τους τοßχους εßχε μια εσοχÞ, σαν να προοριζüταν για θÝση τζακιοý, αλλÜ φαινüταν πως τελικÜ το εßχαν μετανιþσει, και εßχαν γεμßσει με τοýβλα το κενü. ¹μουν σßγουρος πως εýκολα θα μποροýσα να βγÜλω απü τη θÝση τους τα τοýβλα, να βÜλω το πτþμα στην εσοχÞ, κι Ýπειτα να ξαναχτßσω το μÝρος εκεßνο, üπως Þταν πριν, Ýτσι που κανÝνα μÜτι δε θα μποροýσε να ανακαλýψει τßποτα το ýποπτο. Και δεν Ýπεσα Ýξω στους υπολογισμοýς μου. Με λοστü ξεχαρβÜλωσα εýκολα τα τοýβλα κι αφοý τοποθÝτησα προσεχτικÜ üρθιο το πτþμα, ακουμπþντας το στον εσωτερικü τοßχο, το στÞριξα στη θÝση αυτÞ και χωρßς πολý κüπο ξανÜβαλα τα τοýβλα üπως Þταν πριν. Με κÜθε προφýλαξη προμηθεýτηκα ασβÝστη, Üμμο κι Üχυρα, ετοßμασα Ýνα σοβÜ, που δε ξεχþριζε καθüλου απü τον παλιü κι Ýχτισα τον καινοýριο τοßχο. ¼ταν τελεßωσα Ýμεινα απüλυτα ικανοποιημÝνος απü τη δουλειÜ μου. Ο τοßχος δεν φαινüταν καθüλου πως εßχε πειραχτεß. ΜÜζεψα απü κÜτω τα μπÜζα με τη μεγαλýτερη προσοχÞ. ¸ριξα γýρω μου μια θριαμβευτικÞ ματιÜ και μονολüγησα:
-"Εδþ, τουλÜχιστον ο κüπος μου δεν πÞγε χαμÝνος".
Η επüμενη ενÝργειÜ μου Þταν να ψÜξω να βρω το ζþο που εßχε σταθεß η αιτßα της καταστροφÞς αυτÞς. Γιατß τþρα εßχα πια την απüφαση να το εξοντþσω. Αν το Ýβρισκα μπροστÜ μου εκεßνη τη στιγμÞ, θα το εßχα ξεμπερδÝψει. Μα φαßνεται πως το πονηρü ζþο εßχε τρομοκρατηθεß απü την εκδÞλωση του θυμοý μου κι απÝφευγε να παρουσιαστεß μπροστÜ μου. Εßναι αδýνατο να περιγρÜψει Þ να φανταστεß κανεßς τη βαθιÜ, την ηδονικÞ ανακοýφιση που μου προξÝνησε η απουσßα του σιχαμεροý ζþου. Δε φÜνηκε οýτε ολüκληρη τη νýχτα, κι Ýτσι, τουλÜχιστο για μια νýχτα, απü τüτε που εßχε πατÞσει το πüδι του στο σπßτι μου, μπüρεσα να κοιμηθþ Þσυχα και ατÜραχα. Ναι, κοιμÞθηκα, παρüλο το βÜρος του φüνου που εßχα στη ψυχÞ μου.
ΠÝρασε η δεýτερη, πÝρασε κι η Τρßτη μÝρα κι ο τýραννüς μου εξακολουθοýσε να μη φαßνεται. ΑνÜσανα σαν ελεýθερος Üνθρωπος. Το τÝρας, τρομαγμÝνο, εßχε φýγει μια για πÜντα απü το σπßτι μου! Δε θα το ξανÜβλεπα στα μÜτια μου! ¹μουν ευτυχισμÝνος! Το αßσθημα της ενοχÞς για τη βδελυρÞ πρÜξη μου δεν με βÜραινε σχεδüν καθüλου. Στην ανÜκριση που Ýγινε αποκρßθηκα με ετοιμüτητα και χωρßς να τα χÜσω. ¸γινε και μια Ýρευνα -μα φυσικÜ, τßποτα δεν ανακÜλυψαν. Θεωροýσα πια πως η μελλοντικÞ μου ευτυχßα Þταν εξασφαλισμÝνη.
ΤÝσσερις μÝρες μετÜ το φüνο, οι αστυνομικοß ξανÜρθαν απροειδοποßητα για να κÜνουν μια πιο αυστηρÞ Ýρευνα. Σßγουρος πως ο κρυψþνας μου Þταν αδýνατο να ανακαλυφθεß δεν ανησýχησα καθüλου. Οι αστυνομικοß ζÞτησαν να τους συνοδεýσω στην ÝρευνÜ τους. Δεν Üφησαν καμιÜ γωνιÜ, καμιÜ κþχη χωρßς να την ψÜξουν. Στο τÝλος κατÝβηκαν και πÜλι στο κελÜρι -για τρßτη Þ τÝταρτη φορÜ. Οýτε μια τρßχα μου δε σÜλεψε. Η καρδιÜ μου χτυποýσε Þρεμα, σαν την καρδιÜ του ανθρþπου που κοιμÜται τον ýπνο του δικαßου. Πηγαινοερχüμουν μÝσα στο κελÜρι. Σταýρωσα τα χÝρια μου στο στÞθος και βημÜτιζα εδþ κι εκεß. Οι αστυνομικοß, απüλυτα ικανοποιημÝνοι απü την ÝρευνÜ τους, ετοιμÜζονταν να φýγουν. Η χαρÜ μου Þταν τüσο πολý μεγÜλη þστε δεν μποροýσα να τη συγκρατÞσω. Λαχταροýσα να πω κÜτι, Ýστω και μια λÝξη, Ýτσι, σαν εκδÞλωση του θριÜμβου μου, αλλÜ και για να τους διπλασιÜσω τη βεβαιüτητα πως εßμαι αθþος.
-"Κýριοι", τους εßπα τη στιγμÞ που ανÝβαιναν τη σκÜλα, "εßμ' ενθουσιασμÝνος που οι υποψßες σας χÜθηκαν. Σας εýχομαι να εßστε πÜντα καλÜ και κÜπως περισσüτερο ευγενεßς. Εδþ που τα λÝμε, κýριοι, το σπßτι αυτü εßναι πολý καλοχτισμÝνο" (μÝσα στη φλογερÞ μου επιθυμßα να πω κÜτι με Üνεση, δεν Þξερα καλÜ-καλÜ τι Ýλεγα), "μπορþ μÜλιστα να πω üτι εßναι εξαιρετικÜ καλοχτισμÝνο. Αυτοß οι τοßχοι -μα γιατß φεýγετε κýριοι;- αυτοß οι τοßχοι εßναι γερÜ φτιαγμÝνοι..."
Και λÝγοντας αυτÜ τα λüγια, χτýπησα δυνατÜ -μüνο και μüνο απü μια μανßα για επßδειξη που με εßχε πιÜσει- μ' Ýνα μπαστοýνι που κρατοýσα στο μÝρος ακριβþς εκεßνου του τοßχου με τα τοýβλα, που πßσω του στεκüταν το πτþμα της αγαπημÝνης μου γυναικοýλας. Μα ο Θεüς να με φυλÜξει και να με σþσει απü τα νýχια του Αντßχριστου! Δεν εßχαν πÜψει καλÜ-καλÜ να αντηχοýν τα χτυπÞματα του μπαστουνιοý μου και μου αποκρßθηκε μια φωνÞ μÝσα απü τον τÜφο! Μια φωνÞ πνιγμÝνη και κομμÝνη σαν αναφιλητü παιδιοý στην αρχÞ, που Ýπειτα φοýντωσε βιαστικÜ σε μια μακρüσυρτη δυνατÞ κι αδιÜκοπη κραυγÞ φρßκης και θριÜμβου μαζß, τÝτοια που μüνο απü την κüλαση θα μποροýσε να εßχε βγει -μια κραυγÞ που Ýμοιαζε να βγαßνει ταυτüχρονα απü το λαρýγγι των κολασμÝνων που αγωνιοýν και απü τους δαßμονες που χαßρονται την κüλαση κι αναγαλιÜζουν.
Εßναι αστεßο να μιλÞσω για τις σκÝψεις που Ýκανα εκεßνη τη στιγμÞ. ΠαρÝλυσα. Τρικλßζοντας, πÞγα κι ακοýμπησα στον αντικρινü τοßχο. Οι αστυνομικοß για μια στιγμÞ Ýμειναν ακßνητοι απü τρüμο και δÝος στη σκÜλα. ΑμÝσως μετÜ, δÝκα γερÜ μπρÜτσα καταπιÜστηκαν με τον τοßχο. ¸πεσε μονοκüμματος. Το πτþμα, σε αρκετÜ προχωρημÝνη αποσýνθεση πια, γεμÜτο πηγμÝνα αßματα, στεκüταν üρθιο μπροστÜ μας. ΠÜνω στο κεφÜλι του, με κατακüκκινο ανοιχτü στüμα κι Ýνα μοναδικü μÜτι που πετοýσε φωτιÝς, καθüταν το απαßσιο ζþο, που η πανουργßα του μ' εßχε κÜνει φονιÜ. Κι η κατÞγορη φωνÞ του μ' Ýστελνε στο δÞμιο.
Εßχα χτßσει το τÝρας μες στον τοßχο...
_________________________
Edgar Allan Poe
The Βlack Cat (1840)
Μτφρ.: Ε. Μπαρτζινοποýλος
-------------------------------------
---------------------------------------------------------------
Η ΣκιÜ
ΕÜν γαρ και πορευθþ εν μÝσω σκιÜς θανÜτου… Κβ´ Ψαλμüς Δαυßδ
Εσεßς που διαβÜζετε εßστε ακüμα ανÜμεσα στους ζωντανοýς; üμως εγþ που γρÜφω θα Ýχω προ πολλοý περÜσει στη χþρα των σκιþν. Γιατß, στ’ αλÞθεια, παρÜξενα πρÜγματα θα συμβοýν και μυστικÜ θα γßνουνε γνωστÜ και πολλοß αιþνες θα παρÝλθουν, προτοý αυτÜ τα απομνημονεýματα φανερωθοýν στα μÜτια των ανθρþπων. Κι üταν φανερωθοýν, θα υπÜρξουν κÜποιοι που θα δυσπιστÞσουν, κÜποιοι που θα τα αμφισβητÞσουν, αλλÜ και λßγοι που θα βρουν πολλÜ να συλλογιστοýν μÝσα απ' αυτÜ τα γρÜμματα που χÜραξε μια σιδερÝνια γραφßδα.
Κεßνη η χρονιÜ Þταν χρονιÜ τρüμου, αισθημÜτων πιο Ýντονων κι απ’ τον τρüμο, που δεν μπορεß κανεßς οýτε να τα κατονομÜσει. Γιατß πολλÜ σημεßα και τÝρατα εßχαν συμβεß και, πÝρα ως πÝρα, πÜνω απü θÜλασσα κι απü στεριÜ, εßχε απλþσει παντοý τα μαýρα φτερÜ της η Πανþλης. Εκεßνοι, ωστüσο, που γνþριζαν τ’ Üστρα, Þξεραν πως οι ουρανοß εßχαν την üψη της αρρþστιας και σε μÝνα, τον ¸λληνα Οßνο, και σε μερικοýς Üλλους, Þταν φανερü üτι τþρα, στην αλλαγÞ του Ýτους επτακüσια ενενÞντα τÝσσερα, με την εßσοδο του Αρη, ο πλανÞτης Δßας Ýρχεται σε συζυγßα με τον κüκκινο δακτýλιο του τρομεροý Κρüνου. Η παρÜξενη διÜθεση των ουρανþν, αν δεν κÜνω λÜθος, εκδηλωνüταν, üχι μüνο στην υλικÞ υπüσταση της γης, αλλÜ και στις ψυχÝς, τη φαντασßα και τους στοχασμοýς της ανθρωπüτητας.
¸να βρÜδυ, σε μια πολßχνη που τη λÝγανε ΠτολεμαÀδα, επτÜ φßλοι καθüμασταν στο δωμÜτιο ενüς αρχοντικοý, πÜνω απü κÜμποσες φιÜλες με χιþτικο κοκκινÝλι. Και δεν υπÞρχε Üλλη εßσοδος στο δωμÜτιü μας, εκτüς απü μια ψηλÞ, ορειχÜλκινη θýρα. Η θýρα Þταν δουλεμÝνη με περισσÞ τÝχνη απü τον Κορßννο το χαλκωματÜ και αμπÜρωνε απü μÝσα. ΕπιπλÝον, σ’ αυτü το σκοτεινü δωμÜτιο, μαýρα πÝπλα μÜς Ýκρυβαν τη θÝα του φεγγαριοý, των ζοφερþν Üστρων και των Ýρημων δρüμων -üμως δεν μποροýσαν να κρατÞσουν Ýξω το προμÞνυμα και τη θýμηση του Κακοý. Γýρω τριγýρω υπÞρχαν πρÜγματα -υλικÜ και πνευματικÜ- που δεν μπορþ να περιγρÜφω με ακρßβεια -μια βαρειÜ, αποπνικτικÞ ατμüσφαιρα, μια αγωνßα και προπαντüς, εκεßνη η τρομερÞ κατÜσταση που βιþνουν οι νευρικοß Üνθρωποι üταν οι αισθÞσεις τους βρßσκονται σε υπερδιÝγερση, ενþ συγχρüνως οι λειτουργßες της σκÝψης εßναι ναρκωμÝνες.
Μας πßεζε Ýνα νεκρικü βÜρος. ¸να βÜρος κρεμüταν πÜνω απ’ τα μÝλη μας, πÜνω απ’ τα Ýπιπλα του σπιτιοý, πÜνω απ’ τις κοýπες απ’ üπου πßναμε. ¼λα Þταν βαριÜ και τα τραβοýσε κÜτω η γης -üλα, εκτüς απü τις φλüγες στις επτÜ σιδερÝνιες λυχνßες που φþτιζαν το γλÝντι μας. Ορθþνοντας τις φωτεινÝς, λεπτÝς γραμμÝς τους, Ýκαιγαν ασταμÜτητα -χλωμÝς κι ασÜλευτες και στο καθρÝφτισμα της λÜμψης τους πÜνω στο στρογγυλü εβÝνινο τραπÝζι üπου καθüμασταν, ο καθÝνας μας αντßκριζε τη χλομÜδα του προσþπου του και το ανÞσυχο βλÝμμα στα χαμηλωμÝνα μÜτια των συντρüφων του. Ωστüσο, γελοýσαμε κι ευθυμοýσαμε με τον τρüπο μας, μ’ Ýναν τρüπο υστερικü και τραγουδοýσαμε τις ωδÝς του ΑνακρÝοντα -μια τρÝλα και πßναμε ασταμÜτητα, παρüλο που το κüκκινο κρασß μας θýμιζε αßμα. Γιατß υπÞρχε κι Üλλος Ýνας θαμþνας στο δωμÜτιο, ο νεαρüς Ζωßλος. Νεκρüς, κειτüταν χÜμω φαρδýς πλατýς, σαβανωμÝνος -φýλακας Üγγελος της σκηνÞς.
Αλßμονο! Δε μοιραζüτανε τη χαρÜ μας, αν και το πρüσωπü του -παραμορφωμÝνο απ’ την πανοýκλα- και τα μÜτια του -απ’ τα οποßα ο ΧÜρος εßχε μüνο μισοσβÞσει τον πυρετü της αρρþστιας-δεßχναν να ενδιαφÝρονται για την ευθυμßα μας, üπως ßσως παρακολουθοýν μ’ ενδιαφÝρον οι νεκροß την ευθυμßα αυτþν που πρüκειται να πεθÜνουν. ΑλλÜ, παρüλο που εγþ, ο Οßνος, Ýνιωθα τα μÜτια του πεθαμÝνου πÜνω μου, πßεζα τον εαυτü μου ν’ αγνοÞσει τη πßκρα στην ÝκφρασÞ τους και στυλþνοντας το βλÝμμα μου στα βÜθη του εβÝνινου καθρÝφτη, τραγουδοýσα με δυνατÞ, στεντüρεια φωνÞ, τα τραγοýδια του γιου της ΤÝω. ¼μως σιγÜ σιγÜ, τα τραγοýδια μου σταμÜτησαν κι οι αντßλαλοß τους, κυλþντας μακριÜ, ανÜμεσα στα μελανÜ παραπετÜσματα της αßθουσας, Ýγιναν αδýναμοι και δυσδιÜκριτοι, μÝχρι που Ýσβησαν εντελþς.
Και να! ΑνÜμεσα στις μαýρες κουρτßνες, απ' üπου εßχανε φýγει οι Þχοι του τραγουδιοý, εμφανßστηκε μια σκοτεινÞ, απροσδιüριστη σκιÜ -μια σκιÜ σαν αυτÝς που πλÜθει το φεγγÜρι απ’ τη σιλουÝτα ενüς ανθρþπου, üταν βρßσκεται χαμηλÜ στο στερÝωμα: üμως δεν Þτανε σκιÜ μÞτε ανθρþπου μÞτε θεοý μÞτε και κανÝνας οικεßου πρÜγματος. Κι αφοý τρεμüπαιξε πρþτα στα παραπετÜσματα του δωματßου, εμφανßστηκε τελικÜ στην επιφÜνεια της ορειχÜλκινης θýρας. ¼μως η σκιÜ Þταν Üμορφη, αüριστη δεν Þταν σκιÜ ανθρþπου οýτε θεοý -κανενüς θεοý της ΕλλÜδας Þ της Χαλδαßας, αλλÜ οýτε και κÜποιας αιγυπτιακÞς θεüτητας. ΣτÜθηκε πÜνω στην ορειχÜλκινη θýρα, κÜτω απ' το τüξο του υπÝρθυρου και δε σÜλευε μÞτε Ýλεγε κουβÝντα, αλλÜ Ýμενε εκεß, ακßνητη.
Κι η θýρα üπου εßχε σταθεß η σκιÜ, αν θυμÜμαι καλÜ, Þτανε πÜνω απ’ τα πüδια του νεαροý σαβανωμÝνου Ζωßλου. ΑλλÜ εμεßς οι επτÜ, που Þμασταν συγκεντρωμÝνοι εκεß, εßχαμε δει τη σκιÜ üταν Ýμπαινε μÝσα απü τις κουρτßνες και δεν τολμοýσαμε να την αντικρýσουμε, αλλÜ χαμηλþναμε το βλÝμμα κι ατενßζαμε διαρκþς τα βÜθη του εβÝνινου καθρÝφτη. Και τελικÜ, εγþ, ο Οßνος, μιλþντας χαμηλüφωνα, απαßτησα απ’ τη σκιÜ να μου πει τ’ üνομÜ της και τον τüπο απ’ üπου ερχüταν. Κι η σκιÜ αποκρßθηκε:
"Εßμαι ΣΚΙΑ και κατοικþ κοντÜ στις Κατακüμβες της ΠτολεμαÀδας, κοντÜ στα σýθαμπα πεδßα των Ηλυσßων, που συνορεýουν με το σκοτεινü πορθμü του ΧÜροντα".
Και τüτε κι οι επτÜ σηκωθÞκαμε απ' τα καθßσματÜ μας με φρßκη και σταθÞκαμε Üλαλοι, τρÝμοντας κι αναρριγþντας: γιατß οι τüνοι της φωνÞς της σκιÜς δεν ανÞκανε σε μιαν ýπαρξη, αλλÜ σε πολλÝς κι αλλÜζοντας χροιÜ απü συλλαβÞ σε συλλαβÞ, Ýφταναν αχνÜ στ’ αυτιÜ μας αξÝχαστες, γνþριμες φωνÝς χιλιÜδων πεθαμÝνων φßλων...