Βιογραφικü
ΓεννημÝνος στην ΑθÞνα το 1919, υπηρÝτησε με πßστη και σεμνüτητα τα ελληνικÜ γρÜμματα. Καταγüταν απü την ¾δρα και Þταν δισÝγγονος του ναυÜρχου της ΕπανÜστασης του 1821, ΚαπετÜν Γιþργη Σαχτοýρη. Το 1937 γρÜφεται στη ΝομικÞ ΣχολÞ Πανεπιστημßου Αθηνþν αλλÜ το 1940 την εγκατÝλειψε για ν' αφοσιωθεß στη ποßηση. Εμφανßστηκε στα ΕλληνικÜ ΓρÜμματα το ΜÜη του 1944 με ποιÞματα στο περιοδικü Τα ΝÝα ΓρÜμματα.
ΣυνεργÜστηκε με τα περιοδικÜ: Τα ΝÝα ΓρÜμματα, Τα ΝÝα ΕλληνικÜ και ΝÝα Εστßα. ΜετÝφρασε Μπρεχτ. ¸χει τιμηθεß με 3 ΚρατικÜ Βραβεßα. Το 1956, τιμÞθηκε με το Α' Βραβεßο ΝΕΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ απü την ιταλικÞ ραδιοφωνßα και τηλεüραση για τη συλλογÞ του "¼ταν Σας Μιλþ", το 1962 με το Β' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης για τη συλλογÞ "Τα Στßγματα" κι η τελευταßα βρÜβευσÞ του Þταν το 1987 με το Α' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης για τη συλλογÞ του "ΕκτοπλÜσματα". Τα ποιÞματα του Ýχουνε μεταφραστεß σε πολλÝς γλþσσες.
ΠÝθανε τη ΠρωταπριλιÜ του 2005, σ' ηλικßα 86 ετþν και δυστυχþς δεν Þτανε ψÝμμα.
========================
Η Δýσκολη ΚυριακÞ
Απ' το πρωß κοιτÜζω προς τα πÜνω Ýνα πουλß καλýτερο
απ' το πρωß χαßρομαι Ýνα φßδι τυλιγμÝνο στο λαιμü μου
ΣπασμÝνα φλυτζÜνια στα χαλιÜ
πορφυρÜ λουλοýδια τα μÜγουλα της μÜντισσας
üταν ανασηκþνει της μοßρας το φουστÜνι
κÜτι θα φυτρþσει απ' αυτÞ τη χαρÜ
Ýνα νÝο δÝντρο χωρßς ανθοýς
Þ Ýνα αγνü νÝο βλÝφαρο
Þ Ýνας λατρεμÝνος λüγος
που να μη φßλησε στο στüμα τη λησμονιÜ
¸ξω αλαλÜζουν οι καμπÜνες
Ýξω με περιμÝνουν αφÜνταστοι φßλοι
σηκþσανε ψηλÜ στριφογυρßζουνε μιÜ χαραυγÞ
τß κοýραση-τß κοýραση
κßτρινο φüρεμα -κεντημÝνος Ýνας αετüς-
πρÜσινος παπαγÜλος -κλεßνω τα μÜτια- κρÜζει
πÜντα πÜντα πÜντα
η ορχÞστρα παßζει κßβδηλους σκοποýς
τß μÜτια παθιασμÝνα τß γυναßκες
τß Ýρωτες τß φωνÝς τß Ýρωτες
φßλε αγÜπη αßμα φßλε
φßλε δþσ' μου το χÝρι σου τß κρýο
¹τανε παγωνιÜ
δεν ξÝρω πια την þρα που πÝθαναν üλοι
κι Ýμεινα μ' Ýναν ακρωτηριασμÝνο φßλο
και μ' Ýνα ματωμÝνο κλαδÜκι συντροφιÜ
Ο ΣωτÞρας
Μετρþ στα δÜχτυλα των κομμÝνων χεριþν μου
τις þρες που πλανιÝμαι στα δþματα αυτÜ τ' ανÝμου
δεν Ýχω Üλλα χÝρια αγÜπη μου κι οι πüρτες
δε θÝλουνε να κλεßσουν κι οι σκýλοι εßναι ανÝνδοτοι
Με τα γυμνÜ μου πüδια βουτηγμÝνα στα βρþμια αυτÜ νερÜ
με τη γυμνÞ καρδιÜ μου αναζητþ (üχι για μÝνα)
Ýνα γαλανü παρÜθυρο
πþς χτßσανε τüσα δωμÜτια τüσα βιβλßα τραγικÜ
δßχως μια χαραμÜδα φως
δßχως μιÜ αναπνοÞ οξυγüνου
για τον Üρρωστο αναγνþστη
Αφοý κÜθε δωμÜτιο εßναι και μιÜ ανοιχτÞ πληγÞ
πþς να κατÝβω πÜλι σκÜλες που θρυμματßζονται
ανÜμεσα απ' το βοýρκο πÜλι και τ' Üγρια σκυλιÜ
να φÝρω φÜρμακα και ρüδινες γÜζες
κι αν βρω το φαρμακεßο κλειστü
κι αν βρω πεθαμÝνο το φαρμακοποιü
κι αν βρω τη γυμνÞ καρδιÜ μου στη βιτρßνα του φαρμακεßου
¼χι üχι τÝλειωσε δεν υπÜρχει σωτηρßα
Θα μεßνουν τα δωμÜτια üπως εßναι
με τον Üνεμο και τα καλÜμια του
με τα συντρßμια των γυÜλινων προσþπων που βογγÜνε
με την Üχρωμη αιμορραγßα τους
με χÝρια πορσελÜνης που απλþνονται σε μÝνα
με την ασυχþρετη λησμονιÜ
ΞÝχασαν τα δικÜ μου σÜρκινα χÝρια που κüπηκαν
την þρα που μετροýσα την αγωνßα τους
Η ΠληγωμÝνη 'Ανοιξη
Η πληγωμÝνη 'Ανοιξη τεντþνει τα λουλοýδια της
οι βραδινÝς καμπÜνες τη κραυγÞ τους
κι η κÜτασπρη κοπÝλα μÝσα στα γαρßφαλα
συνÜζει στÜλα-στÜλα το αßμα
απ' üλες τις σημαßες που πονÝσανε
απü τα κυπαρßσσια που σφÜχτηκαν
για να χτιστεß Ýνα πýργος κατακüκκινος
μ' Ýνα ρολüγι και δυο μαýρους δεßχτες
κι οι δεßχτες σα σταυρþνουν θα 'ρχεται Ýνα σýννεφο
κι οι δεßχτες σα σταυρþνουν θα 'ρχεται Ýνα ξßφος
το σýννεφο θ' ανÜβει τα γαρßφαλα
το ξßφος θα θερßζει το κορμß της
Αστεροσκοπεßο
ΔιαρρÞχτες του Þλιου
δεν εßδαν ποτÝ τους πρÜσινο κλωνÜρι
δεν Üγγιξαν φλογισμÝνο στüμα
δεν ξÝρουν τß χρþμα Ýχει ο ουρανüς
Σε σκοτεινÜ δωμÜτια κλεισμÝνοι
δεν ξÝρουν αν θα πεθÜνουν
παραμονεýουν
με μαýρες μÜσκες και βαριÜ τηλεσκüπια
με τ' Üστρα στην τσÝπη τους βρωμισμÝνα με ψßχουλα
με τις πÝτρες τþν δειλþν στα χÝρια
παραμονεýουν σ' Üλλους πλανÞτες το φως
Να πεθÜνουν
Να κριθεß κÜθε 'Ανοιξη απü τη χαρÜ της
απü το χρþμα του το κÜθε λουλοýδι
απü το χÜδι του το κÜθε χÝρι
απ' τ' ανατρßχιασμα του το κÜθε φιλß
Τα Δþρα
ΣÞμερα φüρεσα Ýνα
ζεστü κüκκινο αßμα
σÞμερα οι Üνθρωποι μ' αγαποýν
μια γυναßκα μου χαμογÝλασε
Ýνα κορßτσι μοý χÜρισε Ýνα κοχýλι
Ýνα παιδß μοý χÜρισε Ýνα σφυρß
ΣÞμερα γονατßζω στο πεζοδρüμιο
καρφþνω πÜνω στις πλÜκες
τα γυμνÜ ποδÜρια των περαστικþν
εßναι üλοι τους δακρυσμÝνοι
üμως κανεßς δεν τρομÜζει
üλοι μεßναν στις θÝσεις που πρüφτασα
εßναι üλοι τους δακρυσμÝνοι
üμως κοιτÜζουν τις ουρÜνιες ρεκλÜμες
και μια ζητιÜνα που πουλÜει τσουρÝκια
στον ουρανü
Δυο Üνθρωποι ψιθυρßζουν
τß κÜνει; τη καρδιÜ μας καρφþνει;
ναι τη καρδιÜ μας καρφþνει
þστε λοιπüν εßναι ποιητÞς
Ο Βυθüς
¸νας ναýτης ψηλÜ
στα κÜτασπρα ντυμÝνος
τρÝχει μες στο φεγγÜρι
Κι η κοπÝλα απ' τη γης
με τα κüκκινα μÜτια
λÝει Ýνα τραγοýδι
που δε φτÜνει ως το ναýτη
ΦτÜνει ως το λιμÜνι
φτÜνει ως το καρÜβι
φτÜνει ως τα κατÜρτια
Μα δε φτÜνει ψηλÜ στο φεγγÜρι
Ορυχεßο
Σου γρÜφω γεμÜτη τρüμο μÝσα απü μιÜ στοÜ
νυχτερινÞ
φωτισμÝνη απü μιαν ελÜχιστη λÜμπα σα δαχτυλÞθρα
Ýνα βαγüνι περνÜει απü πÜνω μου προσεχτικÜ
ψÜχνει τις αποστÜσεις του μη με χτυπÞσει
εγþ πÜλι Üλλοτε κÜνω πως κοιμÜμαι Üλλοτε
πως μαντÜρω Ýνα ζευγÜρι κÜλτσες παλιÝς
γιατß Ýχουν üλα γýρω μου παρÜξενα παλιþσει
Στο σπßτι χτες
καθþς Üνοιξα τη ντουλÜπα Ýσβησε
γßνηκε σκüνη μ' üλα τα ροýχα της μαζß
τα πιÜτα σπÜζουν μüλις κανεßς τ' αγγßξει
φοβÜμαι κι Ýχω κρýψει τα πηροýνια
και τα μαχαßρια
τα μαλλιÜ μου Ýχουν γßνει κÜτι σα στουπß
το στüμα μου Üσπρισε και με πονÜει
τα χÝρια μου εßναι πÝτρινα
τα πüδια μου εßναι ξýλινα
με τριγυρßζουν κλαßγοντας τρßα μικρÜ παιδιÜ
δεν ξÝρω πþς γßνηκε και με φωνÜζουν μÜνα
ΘÝλησα να σου γρÜψω για τις παλιÝς μας τις χαρÝς
üμως Ýχω ξεχÜσει να γρÜφω για πρÜγματα
χαροýμενα
Να με θυμÜσαι
Ο Ουρανüς
ΠουλιÜ μαýρες σαÀτες τÞς δýσκολης πßκρας
δεν εßν' εýκολο πρÜμα ν' αγαπÞσετε τον ουρανü
πολý μÜθατε να λÝτε πως εßναι γαλÜζιος
ξÝρετε τις σπηλιÝς του το δÜσος τους βρÜχους του;
Ýτσι καθþς περνÜτε φτερωτÝς σφυρßχτρες
ξεσκßζετε τη σÜρκα σας πÜνω στα τζÜμια του
κολλοýν τα ποýπουλÜ σας στην καρδιÜ του
Και σαν Ýρχεται η νýχτα με φüβο απ' τα δÝντρα
κοιτÜτε τ' Üσπρο μαντßλι το φεγγÜρι του
τη γυμνÞ παρθÝνα που ουρλιÜζει στην αγκαλιÜ του
το στüμα της γριÜς με τα σÜπια τα δüντια του
τ' Üστρα με τα σπαθιÜ και με τους χρυσοýς σπÜγγους
την αστραπÞ τον κεραυνü τη βροχÞ του
τη μακριÜ ηδονÞ του γαλαξßα του
Η ΣκηνÞ
ΑπÜνω στο τραπÝζι εßχανε στÞσει
Ýνα κεφÜλι απü πηλü
τους τοßχους τους εßχαν στολßσει
με λουλοýδια
απÜνω στο κρεβÜτι εßχανε κüψει απü χαρτß
δυο σþματα ερωτικÜ
στο πÜτωμα τριγýριζαν φßδια
και πεταλοýδες
Ýνας μεγÜλος σκýλος φýλαγε
στη γωνιÜ
ΣπÜγγοι διασχßζαν το δωμÜτιο
απ' üλες τις πλευρÝς
δε θα 'ταν φρüνιμο κανεßς
να τους τραβÞξει
Ýνας απü τους σπüγγους Ýσπρωχνε τα σþματα
στον Ýρωτα
Η δυστυχßα απ' Ýξω
Ýγδερνε τις πüρτες
Η Νοσταλγßα Γυρßζει
Η γυναßκα γδýθηκε και ξÜπλωσε στο κρεβÜτι
Ýνα φιλß ανοιγüκλεινε πÜνω στο πÜτωμα
οι Üγριες μορφÝς με τα μαχαßρια αρχßσαν
να ξεπροβÜλλουν στο ταβÜνι
στον τοßχο κρεμασμÝνο Ýνα πουλß πνßγηκε
κι Ýσβησε
Ýνα κερß Ýγειρε κι Ýπεσε απ' το καντηλÝρι
Ýξω ακοýγονταν κλÜματα και ποδοβολητÜ
'Ανοιξαν τα παρÜθυρα μπÞκε Ýνα χÝρι
Ýπειτα μπÞκε το φεγγÜρι
αγκÜλιασε τη γυναßκα και κοιμÞθηκαν μαζß
¼λο το βρÜδυ ακουγüταν μιÜ φωνÞ:
Οι μÝρες περνοýν
το χιüνι μÝνει
Η ΠηγÞ
ΦεγγÜρι πεθαμÝνο μου
για ξαναβγÝς και πÜλι
θÝλω να δω το αßμα σου
δεν Ýκαιγες λυχνÜρι
φþτιζες
το φοβισμÝνο πρüσωπο
θÝλω να δω
το φοβισμÝνο πρüσωπο
τþρα
πÜλι και πÜλι
τüτε
üλο το σþμα μου Þταν
μια πληγÞ
φεγγÜρι
μια πηγÞ
και φþτιζε
της νýχτας το σκοτÜδι
ΦεγγÜρι πεθαμÝνο μου
θÝλω να δω το αßμα σου
τþρα
πÜλι και πÜλι
Το Μαρτýριο
Μοσχοβολοýσε το φεγγÜρι
σκýλοι μ' Üσπρα λουλοýδια στο κεφÜλι
περνοýσανε στο δρüμο εκστατικοß
κι ο δρüμος κÜτω Ýφεγγε απü κρýσταλλο
και μÝσα φαßνονταν
τα σφυριÜ και τα μαχαßρια
ΜÝσα στα χÝρια μου Ýσπασα το κρýσταλλο
Και τüτε εßδα το κüκκινο το σýννεφο
να μεγαλþνει ν' ανÜβει την καρδιÜ μου
και τ' Üλλο το γκρßζο σα καπνüς
ν' αδειÜζει απü μÝσα μου να φεýγει
Το ΑεροπλÜνο
Δεν αγαπþ το αεροπλÜνο
πÜντα θα 'χουμε ανÜγκη απü ουρανü
η ωραßα γυναßκα αγαπÜει τη πßσσα
πÜντα θα 'χουμε ανÜγκη απü ουρανü
Η γυναßκα στÜθηκε στη ΜεγÜλη Πüρτα
πÜντα θα 'χουμε ανÜγκη απü ουρανü
το παιδß απ' το Στενü ΠαρÜθυρο βγÞκε
κι Ýμεινε μετÝωρο στο Κενü
ΤÝλειωσε τÝλειωσε το εκτüπλασμÜ μου
πÜντα θα 'χουμε ανÜγκη απü ουρανü
δε θα σας ταρÜζω πια με τα üνειρÜ μου
πÜντα θα 'χουμε ανÜγκη απü ουρανü
Οýτε üμως θα με ξεσκßζετε με τα σýρματÜ σας
πÜντα θα 'χουμε ανÜγκη απü ουρανü
δεν αγαπþ το αεροπλÜνο
πÜντα θα 'χουμε ανÜγκη απü ουρανü
Ο Τρελüς Λαγüς
Γýριζε στους δρüμους ο τρελüς λαγüς
γýριζε στους δρüμους
ξÝφευγε απ' τα σýρματα ο τρελüς λαγüς
Ýπεφτε στις λÜσπες
ΦÝγγαν τα χαρÜματα ο τρελüς λαγüς
Üνοιγε η νýχτα
στÜζαν αßμα οι καρδιÝς ο τρελüς λαγüς
Ýφεγγε ο κüσμος
Βοýρκωναν τα μÜτια του ο τρελüς λαγüς
πρÞσκονταν η γλþσσα
βüγγαε μαýρο Ýντομο ο τρελüς λαγüς
θÜνατος στο στüμα
ΣυμπÝρασμα
Η γÜτα Þρθε σα φωνÞ απü Ýναν ορßζοντα φοβισμÝνο
Ýβρεχε και πρησμÝνα üνειρα βογγοýσαν ολη νýχτα
το πρωß ο Üνθρωπος πλýθηκε και ξυρßστηκε üπως πÜντα
και γýρω του χτυποýσαν τα σφυριÜ üπως πÜντα
στο δρüμο καθþς Ýβγαινε απÜντησε μιαν αγßα
ντυμÝνη στα βυσσινιÜ
εßχε πεθÜνει πÜνω στον τροχü πριν απü εκατοντÜδες χρüνια
ο γαλατÜς τον εßδε και τον χαιρÝτησε
Ýπειτα τον χαιρÝτησε ο ταχυδρüμος
κι ýστερα τι ν' απüγινε αυτüς ο Üνθρωπος
τα ροýχα του κυκλοφορÞσανε σ' εφημερßδες
το Ýνα του μÜτι το κρατοýσε κι Ýπαιζε
Ýνα μικρü κορßτσι
μαýρα αυτοκßνητα μεταφÝρανε τα κομμÝνα μÝλη του
και η καρδιÜ του αερüστατο γελοýσε στο κενü
Ο Στρατιþτης-ΠοιητÞς
Δεν Ýχω γρÜψει ποιÞματα
δεν Ýχω γρÜψει ποιÞματα
μÝσα σε κρüτους
μÝσα σε κρüτους
κýλησε η ζωÞ μου
Τη μιαν ημÝρα Ýτρεμα
την Üλλην ανατρßχιαζα
μÝσα στο φüβο
μÝσα στο φüβο
πÝρασε η ζωÞ μου
Δεν Ýχω γρÜψει ποιÞματα
δεν Ýχω γρÜψει ποιÞματα
μüνο σταυροýς
μüνο σταυροýς
σε μνÞματα καρφþνω
Τοπßο
¸να κορßτσι πνßγεται μÝσα στο μαýρο
εγþ ανεβαßνω σ' Ýναν Üσπρο ουρανü
ΜÝσα στον Ýρημο χιονιÜ
Ýνας παπÜς κατÜμαυρος μÝσα στην παγωνιÜ
λßγα μαýρα πουλιÜ σ' Ýνα κλαδß
κι Ýνα μüνο λουλοýδι
και μιÜ φωνÞ:
-Εγþ ανεβαßνω σ' Ýναν Üσπρο ουρανü
μÝσα στο μαýρο πνßγεται Ýνα κορßτσι
Το Πρωß Και Το ΒρÜδι
Το πρωß
βλÝπεις το θÜνατο
να κοιτÜζει απ' το παρÜθυρο
τον κÞπο
το σκληρü πουλß
και την Þσυχη γÜτα
πÜνω στο κλαδß
Ýξω στο δρüμο
περνÜει
τ' αυτοκßνητο-φÜντασμα
ο υποθετικüς σωφÝρ
ο Üνθρωπος με τη σκοýπα
τα χρυσÜ δüντια
γελÜει
και το βρÜδυ
στον κινηματογρÜφο
βλÝπεις
ü,τι δεν εßδες το πρωß
το χαροýμενο κηπουρü
το αληθινü αυτοκßνητο
τα φιλιÜ με το αληθινü ζευγÜρι
üτι δεν αγαπÜει το θÜνατο
ο κινηματογρÜφος
Ο ΚαθρÝφτης
στη Νüρα ΑναγνωστÜκη
Σα γýρισε ο καθρÝφτης μου
στον ουρανü
φÜνηκε
Ýνα φεγγÜρι μισοφαγωμÝνο
απü τα κüκκινα μυρμÞγκια
της φωτιÜς
κι Ýνα κεφÜλι πλÜι του
να καßει κι αυτü μÝσα σε πýρινη
βροχÞ
να λÜμπει το κεφÜλι
να φÝγγει
καθþς το Ýπαιρνε το Ýκανε κÜρβουνο
η φωτιÜ
να ψιθυρßζει:
-Τα δÝντρα καßνε φεýγουνε σαν τα μαλλιÜ
ο Üγγελος χÜνεται με καψαλισμÝνα
τα φτερÜ
κι ο πüνος
σκýλος με σπασμÝνο πüδι
μÝνει
μÝνει
Ο ΠοιητÞς
Σα θα με βροýνε πÜνω στο ξýλο του θανÜτου μου
γýρω θα 'χει κοκκινßσει πÝρα για πÝρα ο ουρανüς
μια υποψßα θÜλασσας θα υπÜρχει
κι Ýν' Üσπρο πουλß, απü πÜνω, θ' απαγγÝλλει μÝσα
σ' Ýνα τρομακτικü τþρα σκοτÜδι, τα τραγοýδια μου.
Το ΧρυσÜφι
ΚÜποτε
θα σταματÞσουμε
σα μιÜ γαλÜζια Üμαξα
μες στο χρυσÜφι
δε θα μετρÞσουμε τα μαýρα
Üλογα
δε θÜ 'χουμε τßποτα ν' αθροßσουμε
δε θÜ 'χουμε πια τßποτα
για να μοιρÜσουμε
κρατþντας
Ýνα ξýλο
θα περÜσουμε
μες απ' τη μαýρη τρýπα
του Þλιου
που θα καßει
ΚυριακÞ
Κýματα ΚυριακÞς τα μÜτια μου
κýματα μοναξιÜς τα χÝρια μου
τρßζουν απü ýπνο αθþο
τα δüντια μÝσα στη καρδιÜ μου
το πεθαμÝνο το παιδß
δεν ξενιτεýεται
πÜει κρατþντας Ýνα
κüκκινο σκυλÜκι
μÝσα στο μαντßλι
τÝρατα περπατοýν
ανÜποδα στα üνειρα
φυσÜει Ýνας Üγριος αÝρας
πÜνω απ' τις λεμονÜδες
πετÜει μια νυχτερßδα
σαν πικραμÝνο ευαγγÝλιο
μ' Ýνα μαýρο πανß
μßα γυναßκα
σκεπÜζει το φεγγÜρι
Η ΦεγγαρÜδα
Απü αßμα πουλιþν πλημμυρισμÝνο
κρυμμÝνο μÝνει το φεγγÜρι
πüτε πßσω απü δÝντρα
πüτε πßσω απü θηρßα
πüτε πßσω απü σýννεφα
με θüρυβο που ξεκουφαßνει
τα φτερÜ αγγÝλων
κÜτι θÝλουν να πουν
κÜτι σημαßνει
εßναι ακüμα καλοκαßρι
üμως μιÜ μυρωδιÜ απü θειÜφι
φρÜζει το χειμþνα
δεν Ýχει οýτε καρÝκλα να καθßσεις
κι οι καρÝκλες Ýφυγαν στον ουρανü
Το Ποντßκι
Ο Ýνας να μιλÜει για Ýνα ΜÜρτυρα
κι ο Üλλος ν' απαντÜει για Ýναν ποντικü
Ο Ýνας να μιλÜει για Ýναν 'Αγιο
κι ο Üλλος ν' απαντÜει για Ýνα σκýλο
και εßναι τüτε που μÝσα στη μαυρßλα
εßδα τον ΠοιητÞ ολομüναχο
και γýρω του να λÜμπει
το κενü
Το ΚεφÜλι Του ΠοιητÞ
¸κοψα το κεφÜλι μου
τü 'βαλα σ' Ýνα πιÜτο
και το πÞγα στο γιατρü μου
-"Δεν Ýχει τßποτε", μου εßπε,
"εßναι απλþς πυρακτωμÝνο
ρßξε το μÝσα στο ποτÜμι και θα ιδοýμε"
τü ριξα στο ποτÜμι μαζß με τους βατρÜχους
τüτε εßναι που χÜλασε τον κüσμο
Üρχισε κÜτι παρÜξενα τραγοýδια
να τρßζει φοβερÜ και να ουρλιÜζει
το πÞρα και το φüρεσα πÜλι στο λαιμü μου
γýριζα Ýξαλλος τους δρüμους
με πρÜσινο εξαγωνομετρικü κεφÜλι ποιητÞ
Το ΠρÜσινο Απüγεμα
Εκεßνο το πρÜσινο απüγεμα
ο θÜνατος εßχε βÜλει, στüχο την αυλÞ μου
απ' το νεκρü μου το παρÜθυρο
με το βελοýδινü μου μÜτι
τον Ýβλεπα να τριγυρνÜει
γýριζε και παρÜσταινε τον κουλουρτζÞ
γýριζε και παρÜσταινε τον λαχειοπþλη
και τα παιδιÜ τßποτα δεν υποπτεýονταν
Ýπαιζαν με πιστüλια και τσßριζαν
αυτüς πÜλι γýριζε και πλησßαζε
και πÜλι μÜκραινε κι Ýφευγε
ýστερα ξαναρχüταν
στο τÝλος αγριεýτηκε
Üρχισε να ουρλιÜζει
Ýβαψε τα μÜτια και τα νýχια του
φοýσκωσε τα βυζιÜ του
Üρχισε να μιλÜει με ψιλÞ φωνÞ
Ýκανε σα γυναßκα...
τüτε εßναι που Ýφυγε οριστικÜ
ψιθυρßζοντας:
-Δεν εßχα τýχη σÞμερα
αýριο θα ξανÜρθω
Τα Χελιδüνια Μου
Δε σας γνωρßζω εφÝτος
καημÝνα χελιδüνια μου
πετÜτε Üραγε üπως Üλλοτε
Þ μÞπως σε ρüδες πÜνω να κυλÜτε
üμως το μÜτι σας γιατß Ýτσι μεγÜλωσε
τερÜστιο
τερÜστιο και πορφυρü
μονÜχα ο ουρανüς σÜς Ýχει απομεßνει
μα νÜ 'ναι για σας τþρα Ουρανüς;
Τα ΓρÜμματα
Θα πÜψω πια να γρÜφω ποιÞματα
Ýριξες το χρυσü σου δαχτυλßδι
μες στη θÜλασσα
στην αμμουδιÜ με το νεκρü κρανßο
κι üλα τα βουλιαγμÝνα καρÜβια
βγÞκανε στον αφρü
κι ο καπετÜνιος ζωντανüς
κι οι ναýκληροι να χαμογελÜνε
εßπα θα πÜψω πια να γρÜφω ποιÞματα
και στο παρÜθυρο του σπιτιοý μου του προγονικοý
ο πατÝρας μου κι η μητÝρα μου
κουνÜνε τα μαντÞλια τους και χαιρετÜνε
τα ποιÞματÜ μου üμως δεν μπüρεσαν να
τα διαβÜσουν
Ýχουν ξεχÜσει να διαβÜζουν
λÝνε το κÜπα Üλφα και το δÝλτα Ýψιλον
κι εσý μου εßπες ψÝματα
στον τüπο αυτü του κüκκινου γελαστοý κρανßου
με ξεγÝλασες
γι' αυτü κι εγþ σε γÝλασα
και με πιστÝψατε
κατÜρα με τις εφτÜ σκιÝς
πÜντα θα γρÜφω ποιÞματα
Σαν Πανηγýρι
*
Η Κυρα-ΛÝνη üλη μÝρα τραγουδÜει
δεν το καταλαβαßνει üτι κλαßει
*
ΚÜθε βρÜδυ η μÜνα μου
με ταÀζει χþμα
Ýγινα καθþς φαßνεται
πουλß ιστορικü
*
νεκρü πουλß ακονßζω τα μαχαßρια μου
η Ιστορßα (βλÝπετε) δεν κÜνει διÜκριση
νεκρüς Þ ζωντανüς.
*
ΕυλογημÝνη ΚυριακÞ
καταραμÝνη μÝρα
που μ' Ýνα χτýπημα
ο θεοκüπος
μ' Ýσπασε στα δυο.
ΣημÜδια Κßτρινα
Κßτρινα αερüπλοια ξÜφνου γεμßσανε τον ουρανü
Üλλα μικρÜ κι Üλλα μεγÜλα
κßτρινοι σκελετοß κουνÜγανε τα χÝρια
και ουρλιÜζανε
üπως και κßτρινες κανÜρες
μεγÜλες πεταλοýδες
με πüδια μικρþν παιδιþν που κρÝμονταν
μαζß μ' αστÝρια κßτρινα που δεν τα γνþριζαν
και τα μισοýσαν
απü τη γη κοßταζαν κßτρινοι
οι αστροναýτες
δεν το περßμεναν
Ο ΑΓΓΛΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ DANTE GABRIEL ROSSETI ΓΡΑΦΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
'Ακου!
Σου Ýλεγα τüτε την αλÞθεια
την Þξερα τüτε την αλÞθεια
-¼χι, μου Ýλεγες
τα πουλιÜ φυτρþνουν
τα γουροýνια πετÜνε
τα λουλοýδια περπατÜνε
οι Üνθρωποι, λÝνε πÜντα ψÝματα
σου Ýδειχνα Ýνα πουλß
Ýλεγες -Εßναι λουλοýδι
σου Ýδειχνα Ýνα λουλοýδι
üχι, Ýλεγες -Εßναι πουλß
κι οι Üνθρωποι λÝνε πÜντα ψÝματα
τþρα εγþ βλÝπω το φεγγÜρι
αυτü το σπασμÝνο σπαστικü παιδß
που ο Ιοýλιος Βερν
Ýλεγε κÜποτε:
-Οι Üνθρωποι θα το κατοικÞσουν
βλÝπω
αυτü το μεγÜλο χιονισμÝνο φÝρετρο
που ρßχνουν κÜθε μÝρα με κρüτο
πÜνω του πρüκες
κι επιμÝνουνε
να τ' ονομÜζουν
ΓΗ
ßσως να εßχες δßκιο τüτε
γι' αυτü μπüρεσες κι Ýζησες
γι' αυτü μπüρεσα κι Ýζησα
ΑΥΓΗ
Οι Απομεßναντες
¼μως υπÜρχουν ακüμα
λßγοι Üνθρωποι
που δεν εßναι κüλαση
η ζωÞ τους
υπÜρχει το μικρü πουλß ο κιτρινολαßμης
η Fraülein Ramser
και πÜντοτε του Þλιου οι απομεßναντες
οι ερωτευμÝνοι με Þλιο Þ με φεγγÜρι
ψÜξε καλÜ
βρες τους, ΠοιητÞ!
κατÜγραψÝ τους προσεχτικÜ
γιατß üσο παν και λιγοστεýουν
λιγοστεýουν
Η ΛÜμψη
-"ΠετÜς;" τον ρþτησε αυτüς που κρατοýσε το μαχαßρι.
Ο Üλλος σιγÜ-σιγÜ δεν πÜταγε πια το χþμα,
σιγÜ-σιγÜ εßχε σηκωθεß
κÜπου μισü μÝτρο πÜνω απü τη γη.
-"¼μως" εßπε ο πρþτος,
"εγþ μπορþ κι Ýτσι που ανεβαßνεις να σ' το καρφþσω το μαχαßρι".
Και τüτε με μια λÜμψη ο Üλλος και μ' Ýνα
σφýριγμα εκκωφαντικü σα σφαßρα πυροβüλου
χÜθηκε, εξαφανßστηκε μÝσα στο διÜστημα.
¸κπληκτος κοßταζε ο απομεßνας
το Üχρηστο πια χÝρι του.
ΕκτοπλÜσματα
ΜÝσα στον τÜφο μου
Περπατþ ταραγμÝνος
τα πÜνω κÜτω
τα πÜνω κÜτω
ακοýω τα πρÜγματα τριγýρω
να ουρλιÜζουν
ιδÝες-αυτοκßνητα
αυτοκßνητα-ιδÝες
ανθρþποι περνÜνε
μιλοýνε, γελÜνε
για μÝνα
λÝνε αλÞθειες
λÝνε ψευτιÝς
για μÝνα, για μÝνα!
-Μη, τους φωνÜζω
μη μιλÜτε
για τις νεκρÝς αγÜπες μου
θα ξυπνÞσουν
θα σας βγÜλουν τα μÜτια!
ΑσÜη
¼ταν ανÝβαινες στο βουνü
εσý κατÝβαινες στη πεδιÜδα
να κυνηγÜς ψυχÝς
να κυνηγÞσεις Üσπρες πεταλοýδες
και τις περνÜς σε ασημÝνια ψιλÜ σýρματα
γιατß ο ßδιος εßσαι συ αυτüς που ανεβαßνει
κι αυτüς που κατεβαßνει
δεν εßναι λοιπüν η πεταλοýδα, πεταλοýδα
η πεθαμÝνη δεν εßναι πεθαμÝνη
οýτε ο τÜφος, τÜφος της
-ΑσÜη! σου φþναξα λοιπüν
üπως σου Ýλεγα εγþ τις σκÜλες κατεβαßνοντας
εγþ ο ßδιος τις σκÜλες ανεβαßνοντας
και λßγο Ýλειψε να τσακιστοýμε
εγþ τραβþντας για τον Ουρανü
εγþ πÝφτοντας κατακüρυφα
φωνÜζοντας κι οι δυü μαζß:
-ΑσÜη ΕσμÝ! ΕσμÝ ΑσÜη!
¼ταν
¼ταν κλεßνω τα μÜτια
ξεκινÜει απü μακριÜ
η αγαπημÝνη Ýρχεται
και με κοιτÜζει
üταν σβÞνω το φως
Ýρχεται ο θÜνατος
και μου φιλÜ τα χÝρια.
Η Αγßα Χ.
¹ταν εκεßνο το φθινüπωρο απüγεμα
που η Αγßα με πÞρε απ' το χÝρι
και με οδÞγησε
στο μικρü σκοτεινü δρüμο,
που στη πραγματικüτητα
δεν υπÞρχε καν.
Γιατß αν υπÞρχε
τüτε τß Þταν αυτÜ τα αßματα
κι οι στρατιþτες που ξεπετÜχτηκαν
απü τους γýρω δρüμους
και με δÝσανε σ' Ýνα ξýλινο κρεβÜτι,
τÝσσερις μÞνες
κι üταν πια με λýσανε
Þτανε χειμþνας,
Ýβρεχε συνÝχεια κι η Αγßα χÜθηκε
κι οýτε που ξαναφÜνηκε πια.
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ
Και να που φÜνηκε ο ΑνδρÝας Εμπειρßκος
στον Πüρο
τα δÜχτυλÜ του κßτρινα
καμÝνα απ' τα τσιγÜρα
τσιγÜρα να καßνε σαν κεριÜ
γýρω-γýρω στα τραπÝζια
τσιγÜρα πÜνω στις καρÝκλες
τσιγÜρα παντοý
κι Üγρια κüκκινα ποδÞλατα να περπατÜνε.
Ωραßος σαν αετüς ο Εμπειρßκος
τα μÜτια του να καßνε.
-Πþς απ' τον Πüρο, ΑντρÝα;
εσý πÜντα πÞγαινες στην 'Aνδρο.
-Κι εσý Μßλτο, Ýπρεπε να Þσουνα
στην ¾δρα, γιατß στον Πüρο;
Και τüτε Ýσκασε εκεßνο το ωραßο
το φοβερü γÝλιο του
πετÜχτηκαν τρομαγμÝνα τα σπουργßτια
Ýνα σýννεφο σπουργßτια
πÝρα απ' το θÜνατü του.
Ο Νεκρüς Τις ΓιορτÝς
Εδþ και πολλÜ χρüνια
σαν πλησιÜζουν τα Χριστοýγεννα
(αυτüς) ο νεκρüς γεννιÝται μÝσα μου
δε θÝλει δþρα
δε θÝλει χρÞματα
πÜγο και χρüνια
χιüνια και πÜγο
σκισμÝνα ροýχα
αχνÜ παποýτσια
ο χρυσüς νεκρüς
θα βγει Ýξω
δεν τον γνωρßζει κανÝνας
τον αλÞτη νεκρü
θα κÜτσει στο πικρü καφενεßο
να πιεß τον καφÝ του
κι ýστερα πÜλι
σε λßγες μÝρες
Þσυχα θα πεθÜνει
(ο νεκρüς)
üταν Ýρθει ο χρüνος
κι üλες οι ρüδες
κüκκινες üπως πρþτα
θα γυρßζουν πÜλι.
'Ονειρο
¸να μικρü σε μια κοýνια Ýιναι πεθαμÝνο.
Μια μαυροφüρα (πιθανþς η μÜνα του)
κÜθεται απü πÜνω του και κλαßει με λυγμοýς.
¸πειτα σιγÜ σιγÜ το σηκþνει, το βÜζει κÜτω
το μικρü σαν παραζαλισμÝνο
αρχßζει να περπατÜει.
-Δες, λÝω, εßναι πεθαμÝνο κι üμως περπατÜει.
ΗσυχÜστε
Πρωß πρωß καθþς Ýβγαινα απü το σπßτι μου,
εßδα το αγγελτÞριο του θανÜτου μου.
«Τον αγαπημÝνο μας φßλο...» Ýγραφε.
¿στε λοιπüν δεν εßχα συγγενεßς.
ΠÞρα γρÞγορα Ýνα ταξß κι ανÝβηκα στην ΚηφισιÜ.
Σ' üλο τον δρüμο υπÞρχαν τερÜστια πανþ που γρÜφαν:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».
Στην ΚηφισιÜ εßχα ραντεβοý με τον ΔιÜβολο.
Καθοταν σ' Ýνα καφενεßο και με μια μαýρη βοýρτσα
βοýρτσιζε τα ροýχα του.
-ΕντÜξει, μου εßπε, εßναι üλα κανονισμÝνα.
Σας εξασφαλßσαμε ακüμα και νερü.
ΗσυχÜστε
ΗσυχÜστε
ΗσυχÜστε
Ο ΜεγÜλος ΚαθρÝφτης
¸νας κρýος αγÝρας φýσηξε μες απ' τα πρüσωπα του ΜεγÜλου ΚαθρÝφτη μου.
Τα πÞρε ýστερα ο Þλιος κι ησýχασαν
Εßναι μÝσα στον καθρÝφτη, ζωντανοß μαζß και νεκροß:
Εγþ, ο ΚÜφκα, μια μεταβυζαντινÞ αγßα κι ο Ντýλαν Τüμας.
Ο Ντýλαν Τüμας φοýσκωσε, Ýβγαλε μια κραυγÞ κι Ýσκασε με κρüτο.
Οι στßχοι του üμως μεßναν ανÝπαφοι, ωραßοι,
μαζß με τους δικοýς μου αγκαλιÜζονται.
Ο ΚÜφκα Ýβγαλε μες απ' τα μÜτια του δυο ψÜρια και δυο αναμμÝνα κÜρβουνα.
Τα πÝταξε κατ' επÜνου μας για να μας κÜψει.
Η αγßα üπως κι Üλλοτε εßναι δεμÝνη πÜνω στον τροχü που γυρßζει.
ΤρÝχουν τα αßματÜ της.
Στο τÝλος τους παßρνει üλους ο διÜβολος
κι ησυχÜζουν.
LYNNE
ΘυμÜστε τüτε που Ýγραφα για τα δαιμονισμÝνα πορτοκÜλια;
στον Πüρο βρÝθηκε
η Lynne
Ýνα κορßτσι
απü την γηραιÜ Αλβιüνα
üμως ξαφνικÜ Ýκλεισε το μπαρ
βλÝπω üνειρα φριχτÜ
στον Πüρο
μπαρ και μπαρÜκια
και τα κουμπαρÜκια.
Αν δεν βρει αλλοý δουλειÜ
η Lynne
θα γυρßσει πßσω
στα ζþα και τα θηρßα της
και την αγαπþ
Lynne, Lynne,
πþς Ýτσι αναποδογýρισε ο κüσμος
Πüρος, θερμοκρασßα 43o
κÜτι το πρωτοφανÝς!
και τüτε καληνýχτα σας.
Τα ΝησιÜ
Ο ¸ρωτας εßναι ο θÜνατος
καθþς περιμÝνω μÝρες και μÝρες
για να γυρßσεις
Ýτσι που τριγυρßζεις τα νησιÜ
νησιÜ θανÜτου καθþς περιμÝνω
τüσες ημÝρες κι þρες θανÜτου
για να γυρßσεις
γιατß Ýρωτας εßναι ο θÜνατος
απ' του θανÜτου τα νησιÜ
να ξαναρθεßς.
ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
στην ΕλÝνη Θ. Κωνσταντινßδη
Εßναι τα λυπημÝνα Χριστοýγεννα 1987
εßναι τα χαροýμενα Χριστοýγεννα 1987
ναι, τα χαροýμενα Χριστοýγεννα 1987!
σκÝπτομαι τüσα δυστυχισμÝνα Χριστοýγεννα...
Α! ναι εßναι πÜρα πολλÜ.
Πüσα δυστυχισμÝνα Χριστοýγεννα πÝρασε
ο Διονýσιος Σολωμüς
πüσα δυστυχισμÝνα Χριστοýγεννα πÝρασε
ο Νßκος Εγγονüπουλος
πüσα δυστυχισμÝνα Χριστοýγεννα πÝρασε
ο ΜπουζιÜνης
πüσα ο ΣκλÜβος
πüσα ο ΚαρυωτÜκης
πüσα δυστυχισμÝνα Χριστοýγεννα
πÝρασε ο Σκαλκþτας
πüσα
πüσα
ΔυστυχισμÝνα Χριστοýγεννα των Ποιητþν.
Στο Βαπüρι
Ο αδýνατος ευγενικüς κýριος
με το βυσσινß πüδι
φαßνεται πολý ευτυχισμÝνος
αντßθετα με το κοριτσÜκι
που κλαßει διαρκþς
γιατß η μαμÜ του δεν του αγορÜζει
το μικρü ανεμιστηρÜκι
κι εγþ πελιδνüς ποιητÞς
«πρÜσινος Þλιος
τα δÝντρα καßνε»
κÜποτε θα περπατÞσω
επß των υδÜτων
üπως ο Ιησοýς Χριστüς.
¼μως επß του παρüντος
εßμαι πολý κουρασμÝνος
και σας Χαιρετþ
πÝρα-για-πÝρα
üπως ο Καραγκιüζης.
Ο Περßπατος
μνÞμη 'Αρη Κωνσταντινßδη
ΒÜδιζα κατÜ μÞκος της ακτÞς
μια βαριÜ συννεφιÜ σκÝπαζε τον ουρανü
τα κýματα γκρßζα κι ανατριχιαστικÜ
κýματα γκρßζα σκÜζαν στη παραλßα
μια δýναμη μ' Ýσπρωχνε να κÜνω στροφÞ
ν' αρχßσω να περπατÜω πÜνω στα κýματα
μαýρες γÜτες περπατοýσανε
πÜνω στα γκρßζα κýματα
και η ψυχÞ μου Þταν νεκρÞ.
¼μως ξαφνικÜ Ýνας Þλιος Ýσκισε τα σýννεφα.
η θÜλασσα Ýγινε πÜλι γαλÜζια
ζωντÜνεψε πÜλι η ψυχÞ μου
κι εξακολοýθησα τον περßπατü μου.
Ιοýλιος 1999
-¸, ΜÜρκο Πüλο
μου φþναξε τüτε «ο Χριστüς»
Üδεια η Φωκßωνος ΝÝγρη
μονÜχα εμεßς οι δýο
εßχαμε μεßνει
και τα σκυλιÜ.
Η ΜητÝρα
¸ψαχνα να βρω το σπßτι μου.
Οι δρüμοι Þταν γεμÜτοι ερεßπια
μοναχÜ τοßχους πεσμÝνους και πÝτρες Ýβλεπες
κι οýτε Ýνας Üνθρωπος δεν φαινüταν.
Και τüτε φÜνηκε η Üρρωστη μητÝρα.
ΠοτÝ δεν Þταν τüσο καλÜ, γεμÜτη ενÝργεια και δýναμη,
με πÞρε απ' το χÝρι και βρεθÞκαμε
σ' Ýνα συμπαθητικü δωμÜτιο, το σπßτι μας.
Εγþ Ýκλαιγα, Ýκλαιγα γοερÜ...
Κι αυτÞ: Μη κλαις, ο καθÝνας μας με τη σειρÜ του.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
ΚαημÝνε Νßκο
τß ζωÞ Þταν κι αυτÞ
κατατρεγμÝνος απü τους ΚατσιμπαλÞδες
οι πλοýσιοι φτýναν πÜνω στη φτþχεια σου
üμως εσý καλÜ Ýκανες
Ýπινες τα ουζÜκια σου
κι üλους αυτοýς τους μοýντζωνες
και πριν να φýγεις
πρüφτασες κι αρπÜχτηκες
απü Ýνα κÜτασπρο σýννεφο
απü ψηλÜ τþρα απü το σýννεφο αυτü
κοιτÜζεις
την αθανασßα σου.
Στο Καφενεßο Με Τις Λßρες
Στο καφενεßο
Ýρχεται ο χοντρüς νονüς μου
με τις λßρες
Οýτε μια δεν εßναι για σÝνα, λÝει
γιατß δεν Ýγινες ο βαφτιστικüς μου
που περßμενα.
Τüτε λÝω κι εγþ στο γκαρσüνι, πλÜι μου
-ΦÝρε μου Ýνα φλιτζÜνι με μελÜνι.
Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ
ΚÜθε χρüνο
κατÜ το μÞνα Αýγουστο
εισβÜλλει στο προαýλιο
του Μοναστηριοý του Πüρου
η μαýρη πεταλοýδα του Μοναστηριοý
πετÜει απü πÝτρα σε πÝτρα
τα παιδιÜ προσπαθοýν
να την πιÜσουν
αλλÜ δεν το κατορθþνουν
εßναι η 'Αγια-Πεταλοýδα
του Μοναστηριοý του Πüρου
πετÜει απü πÝτρα σε πÝτρα
μüνο για λßγες μÝρες
κι ýστερα χÜνεται
για να ξαναεμφανιστεß
πÜλι τον Üλλο Αýγουστο
η 'Αγια μαýρη-Πεταλοýδα
του Μοναστηριοý του Πüρου...
Ο Μαýρος Κüκορας
ΓÝλασε
ο μαýρος κüκορας
üταν του εßπαν
πως θα τον σφÜξουν
üταν üμως Þρθε η þρα
η κακÞ του þρα
Ýκλαψε ο μαýρος κüκορας
Ýκλαψε ο μαýρος κüκορας
Ο ΓÜμος Που Δεν Εγινε
Ο θλιβερüς γÜμος που δεν Ýγινε
αναποδογýρισαν τα βÜζα
σπÜσαν τα λουλοýδια
τα στÝφανα πÞραν φωτιÜ
και τα πετροβολÞσαν με κουφÝτα.
Το Σπßτι Μου
¸ψαχνα να βρω το σπßτι μου...
Γýρω
ΠÝφταν μεγÜλα αγκωνÜρια απü τους
τοßχους των Üλλων σπιτιþν που γκρεμßζονταν
και εßναι θαýμα πþς δεν πÝφταν πÜνω μου.
Προχωροýσα λοιπüν μÝσα στο βουητü και το κακü
και να, ξαφνικÜ βρÝθηκα
μπροστÜ στο σπßτι μου, που Þταν ακüμη
üρθιο.
ΣτÜθηκα λοιπüν στην εξþπορτα και
καθþς προχþρησα προς τη μεγÜλη
πüρτα του σαλονιοý, εßδα το Χριστü,
μÝσα σε λÜμψη, με τα χÝρια απλωμÝνα
στα πλÜγια να με κοιτÜζει αυστηρÜ.
Ανατρßχιασα, κοπÞκαν τα πüδια μου,
Ýγειρα και Ýπεσα κÜτω λιπüθυμος.
Η Αγρýπνια
¼λοι κοιμοýνται
κι εγþ ξαγρυπνþ
περνþ σε χρυσÞ κλωστÞ
ασημÝνια φεγγÜρια
και περιμÝνω να ξημερþσει
για να γεννηθεß
Ýνας νÝος θεüς
μες στην καρδιÜ μου
την παγωμÝνη
απü Üγρια φαντÜσματα
και τη μαýρη πßκρα.
Οι Εχθροß Της 'Ανοιξης
¸ρχεται φÝτος κουρασμÝνη
η 'Ανοιξη
(να) κουβαλÜει τüσα χρüνια
τα λουλοýδια πÜνω της.
Σκοτεινοß Üνθρωποι
στις γωνιÝς την παραμονεýουν
για να την τσακßσουν.
ΑυτÞ üμως
με κρüτο
ανÜβει Ýνα-Ýνα
τα λουλοýδια της
στα μÜτια τους τα ρßχνει
(για) να τους στραβþσει.
Ο 'Αγιος
ΤρελÜ ποντßκια
ροκανßζουν το χλωμü μυαλü του
üλο λÝει να πÜρει Ýνα αυτοκßνητο
να πÜει
στον τüπο που Ýζησε ο ÝρωτÜς του
üμως πÜντα στο ßδιο μÝρος μÝνει
γιατß τρελÜ ποντßκια Ýχουν ροκανßσει
το χλωμü μυαλü του.
Τα Γαρßφαλα
ΑυτÜ τα αιματþδη γαρßφαλα
που στολßζουν το γραφεßο μου
μου θυμßζουν το αßμα που Ýβγαζα
στα νιÜτα μου
üταν Üλλοι πολεμοýσαν
και Üλλοι γλÝνταγαν
στην καταραμÝνη χþρα.
Το Επεισüδιο
ΞÜφνου μια ομÜδα μαýρων σκýλων
üρμησε πÜνω στη σκηνÞ.
-Αυτü δεν το 'χαμε προβλÝψει, οýρλιαξε
πανικüβλητος ο θεατρßνος.
Η ΛησμονημÝνη (6ο μÝρος)
Η λησμονημÝνη εßναι ο στρατιþτης που σταυρþθηκε
η λησμονημÝνη εßναι το ρολüγι που σταμÜτησε
η λησμονημÝνη εßναι το κλωνÜρι που Üναψε
η λησμονημÝνη εßναι η βελüνα που Ýσπασε
η λησμονημÝνη εßναι ο επιτÜφιος που Üνθισε
η λησμονημÝνη εßναι το χÝρι που σημÜδεψε
η λησμονημÝνη εßναι η πλÜτη που ανατρßχιασε
η λησμονημÝνη εßναι το φιλß που αρρþστησε
η λησμονημÝνη εßναι το μαχαßρι που ξαστüχησε
η λησμονημÝνη εßναι η λÜσπη που ξερÜθηκε
η λησμονημÝνη εßναι ο πυρετüς που Ýπεσε
Ο Σταθμüς
ΜÝσα στον ýπνο μου üλο βρÝχει,
γεμßζει λÜσπη τ' ονειρü μου
εßναι ενα σκοτεινü τοπεßο
και περιμÝνω Ýνα τραßνο.
Ο σταθμÜρχης μαζεýει μαραγαρßτες
που φýτρωσαν πÜνω στις ρÜγιες
γιατß Ýχει πολýν καιρü να 'ρθει
τραßνο σε τοýτο το σταθμü
και ξÜφνου πÝρασαν τα χρüνια
κÜθομαι πßσω απ' Ýνα τζÜμι
μÜκρυναν τα μαλλιÜ, τα γÝνεια σα να 'μαι Üρρωστος πολý
κι üμως με παßρνει πÜλι ο ýπνος
σιγÜ-σιγÜ Ýρχεται εκεßνη
κρατÜει στο χÝρι Ýνα μαχαßρι
με προσοχÞ με πλησιÜζει
το μπÞγει στο δεξß μου μÜτι!
ΠοιÞματα (1945-1971)
¸νας μεγÜλος ουρανüς γεμÜτος χελιδüνια
τερÜστιες αßθουσες δωρικÝς κολþνες
τα πεινασμÝνα τα φαντÜσματα
καθισμÝνα σε καρÝκλες στις γωνιÝς
να κλαßνε
τα δωμÜτια με τα νεκρÜ πουλιÜ
ο Aßγιστος το δßχτυ ο Kþστας
ο Kþστας ο ψαρÜς ο πονεμÝνος
Ýνα δωμÜτιο γεμÜτο τοýλια πολýχρωμα που ανεμßζουνε
νερÜντζια σπÜνε τα τζÜμια στα παρÜθυρα
και μπαßνουν μÝσα
ο Kþστας σκοτωμÝνος
ο OρÝστης σκοτωμÝνος
ο AλÝξης σκοτωμÝνος
σπÜνε τις αλυσßδες στα παρÜθυρα
και μπαßνουν μÝσα
ο Kþστας ο OρÝστης ο AλÝξης
Üλλοι γυρßζουνε στους δρüμους απü το πανηγýρι
με φþτα με σημαßες με δÝντρα
φωνÜζουν τη Mαρßα να κατÝβει κÜτω
φωνÜζουν τη Mαρßα να κατÝβει απü τον Oυρανü
τ' Üλογα τ' AχιλλÝα πετοýν στον ουρανü
βολßδες συνοδεýουνε το πÝταμÜ τους
ο Þλιος κατρακυλÜει απü λüφο σε λüφο
και το φεγγÜρι εßναι Ýνα πρÜσινο φανÜρι
γεμÜτο οινüπνευμα
τüτε νυχτþνει η σιωπÞ τους δρüμους
και βγαßνει ο τυφλüς με το μπαστοýνι του
παιδιÜ τον ακoλουθÜνε στις μýτες των ποδιþν
δεν εßναι ο Oιδßποδας
εßναι ο Hλßας της λαχαναγορÜς
παßζει μιαν εξαντλητικÞ θανÜσιμη φλογÝρα
εßναι ο νεκρüς Hλßας της λαχαναγορÜς.
χωρßς τßτλο
«Tον Ýστησαν εκεß üπου φυσÜει ο πιο Üγριος Üνεμος
τον Ýταξαν στις παγωνιÝς
του δþσαν Ýνα φüρεμα μαýρο
και μια γραβÜτα κüκκινη
Ýναν μαýρο Þλιο τρυπημÝνο με καρφß να στÜζει
μαýρα γυαλιÜ...»
Ο ΕλεγκτÞς
¸νας μπαξÝς γεμÜτος αßμα
εßν' ο ουρανüς
και λßγο χιüνι
Ýσφιξα τα σκοινιÜ μου
πρÝπει και πÜλι να ελÝγξω
τ' αστÝρια
εγþ
κληρονüμος πουλιþν
πρÝπει
Ýστω και με σπασμÝνα φτερÜ
να πετÜω.
ΜακÜρι να βρει πÝννα και χαρτß εκεß που πÜει...