ΜπÝρτολντ Μπρεχτ
Βιογραφικü
¸νας ποιητÞς, μα πρþτα απ' üλα γλωσσικÞ μεγαλοφυßα, Þταν ο γερμανüς τοýτος καλλιτÝχνης. Εντοýτοις, επειδÞ αυτÞ η γλþσσα χτßζεται πÜνω σε σχετικÜ τολμηρÞ κι Üμεση απλüτητα, τα Ýργα του χÜνουνε συχνÜ κÜτι στη μετÜφραση απü τα εγγενÞ γερμανικÜ. ¼μως παρολαυτÜ εμπεριÝχουν Ýνα σπÜνιο ποιητικü üραμα, μια φωνÞ που Ýχει καταχωρηθεß στις σπÜνιες του 20οý αιþνα. Θεωρεßται ο πατÝρας του δραματικοý, επικοý θεÜτρου κι επηρεÜστηκε απü ευρεßα ποικιλßα πηγþν συμπεριλαμβανομÝνων: κινεζικοý, ιαπωνικοý κι ινδικοý θεÜτρου, Shakespeare, της ελληνικÞς τραγωδßας, Büchner, Wedekind, των εκθεσιακþν χþρων ψυχαγωγßας, του βαυαρικοý λαúκοý παιχνιδιοý κ.Ü. Μια τÝτοια ευρεßα ποικιλßα πηγþν θα μποροýσε να 'χει αποδειχτεß συντριπτικÞ για Ýνα μικρüτερο καλλιτÝχνη, αλλ' αυτüς εßχε τη παρÜξενη δυνατüτητα να παßρνει στοιχεßα απü τις φαινομενικÜ ασυμβßβαστες πηγÝς, να τα συνδυÜζει, και να τα κÜνει κτÞμα του στη τÝχνη του.
Στα πρþιμα Ýργα του, πειραματßστηκε με dada & expressionism, αλλÜ στη πιο πρüσφατη εργασßα του, ανÝπτυξεν ýφος που ταßριαξε περισσüτερο στο μοναδικü üραμÜ του. ΑπεχθÜνθηκε το "αριστοτελικü" δρÜμα και τις προσπÜθειÝς του να δελεÜσει το θεατÞ απομονþνοντας τον Þρωα και ρßχνοντÜς τονε στη λÞθη. ΣυνÝπεια τοýτου εßναι συναισθÞματα τρüμου, οßκτου και συναισθηματικÞς κÜθαρσης. Δε θÝλησε τις συγκινÞσεις, το ακροατÞριü του να τις αισθανθεß, θÝλησε να το κÜνει να σκεφτεß κι Ýχοντας στο νου τοýτο τον στüχο, αποφÜσισε να καταστρÝψει τη θεατρικÞ παραßσθηση. Το αποτÝλεσμα της Ερευνας Brecht Þτανε τεχνικÞ που 'τανε γνωστÞ ως "verfremdungseffekt" Þ "επßδραση αλλοτρßωσης". Εßχε σκοπü να ενθαρρýνει το ακροατÞριο για να διατηρÞσει τη κρßσιμη αποσýνδεσÞ τους.
Οι θεωρßες του οδÞγησαν σε διÜφορα επικÜ δρÜματα. Μεταξý αυτþν, μανÜδες με θÜρρος και παιδιÜ εμπüροι, στρατιþτες, ζητιÜνοι, που λÝνε την ιστορßα τους, ιστορßα πολÝμων η στÜσεων κλπ. Το "ΜÜνα ΚουρÜγιο" π.χ. Þτανε θρßαμβος κι αποτυχßα για κεßνον. Αν και το Ýργο Þτανε μεγÜλη επιτυχßα, δε κατüρθωσε ποτÝ να πετýχει να μεταφÝρει στο ακροατÞριü του τα νοÞματα που πεθýμησε. ΑποτυγχÜνουν να κινηθοýν απü τη δýσκολη θÝση της επßμονης ηλικιωμÝνης γυναßκας.
ΓεννÞθηκε στο 'Αουξμπουργκ στις 18 ΦλεβÜρη 1898, απü καθολικü πατÝρα που 'τανε διευθυντÞς σ' εταιρεßα χαρτιοý και προτεστÜντισσα μητÝρα, κüρη δημοσßου υπαλλÞλου. 'Αρχισε να γρÜφει ποßηση απü παιδß και δημοσßευσε τα πρþτα ποιÞματÜ του το 1914. ¼ταν τελειþσε τη στοιχειþδη εκπαßδευση, στÜλθηκε στο Kοnigliches Realgymnasium, üπου κÝρδισε τη φÞμη του "παιδιοý-θαýματος". Το 1917 γρÜφεται στην ΙατρικÞ ΣχολÞ Ludwig Maximilian University, στο Μüναχο. Στο στρατü υπηρÝτησε σα στρατιωτικüς δüκιμος γιατρüς κι üταν αποστρατεýτηκε προσπÜθησε να συνεχßσει τις σπουδÝς του μα τις εγκατÝλειψεν οριστικÜ το 1921. Το 1918 επωφελεßται απü μια πολιτικÞν αναταραχÞ στη Βαυαρßα και γρÜφει το πρþτο του θεατρικü, το "ΒÜαλ", που ανÝβηκε τελικÜ το 1923 κι Þτανε μια ερωτικÞ γιορτÞ ζωÞς που γνþρισε την επιτυχßα.
Το 1919 γρÜφεται στο Κομμουνιστικü Κüμμα, 3 χρüνια μετÜ αποκτÜ τον πρþτο του γιο, Φρανκ κι Ýτσι παντρεýεται τη Marianne Zoff. Το 1924 διορßζεται σýμβουλος στο ΘÝατρο Βερολßνου. Το 1927 μελετÜ το "ΚεφÜλαιο" του Μαρξ. Στη δεκαετßα του '30, τα Ýργα του και τα γραπτÜ του απαγορευτÞκανε στη Γερμανßα, με συνοπτικÞ διαδικασßα.
Αυτοεξορßζεται πρþτα στη Δανßα, μετÜ στη Φινλανδßα κι απü κει, με την οικογÝνειÜ του, περνÜ μÝσω Ρωσßας, στις ΗΠΑ κι εγκαθßσταται στη ΣÜντα Μüνικα. Εκεß επιχεßρησε να γρÜψει για το Χüλυγουντ, μα μüνον Ýνα Ýργο του κατÜφερε να φανεß υποφερτü και να τýχει μικρÞς προσοχÞς. Νιþθει μεγÜλη διανοητικÞ μüνωση γιατß οι ιδÝες του δεν αντιμετωπιστÞκανε σοβαρÜ απü τον κινηματογρÜφο.
Το 1947 κατηγορÞθηκε για αντιαμερικανικÞ συμπεριφορÜ κι ενþ τελικÜ αθωþνεται, χÜρις τον πρüεδρο του συμβουλßου που εκθεßασε τις αρετÝς του, εκεßνος καταφεýγει στην Ελβετßα, χωρßς να περιμÝνει το ανÝβασμα του "Γαλιλαßου" του στη ΝÝα Υüρκη. Μεταξý 1938-45 γρÜφει Üλλα 4 Ýργα και μετÜ απü 15 χρüνια αυτοεξορßας, επιστρÝφει στη Γερμανßα το 1948. Την επüμενη χρονιÜ εγκαθßσταται στο Βερολßνο κι ιδρýει το Μαρξιστικü ΘÝατρο Βερολßνου. Η 2η σýζυγüς του, Helene Weigel, Þταν ηθοποιüς κι ως εκ τοýτου, κοντÜ του σ' αυτÞ τη προσπÜθεια. Ωστüσο κι εκεß αρχßσανε τα πολιτικÜ του προβλÞματα, με το καθεστþς της ΟμοσπονδιακÞς ΔυτικÞς Γερμανßας, γιατß θεωρÞθηκε πως τα Ýργα του χρÞζανε λογοκρισßας. Το 1951, με το "ΜÜνα ΚουρÜγιο" που παßχτηκε και μετÜ, το 1954 στο ΦεστιβÜλ Παρισιοý, καθιερþνεται ως ο πιο δημοφιλÞς καλλιτÝχνης και βραβεýεται πρþτα κει κι ýστερα το 1955, του απονÝμεται το Βραβεßο ΕιρÞνης του ΣτÜλιν.
Το 1956, προσβÜλλεται απü βαριÜ φλεγμονÞ των πνευμüνων και στις 14 Αυγοýστου, πεθαßνει απü θρüμβωση της στεφανιαßας αρτηρßας της καρδιÜς, στο Ανατολικü Βερολßνο. Τα Ýργα του Ýχουνε μεταφραστεß σε τουλÜχιστον 42 γλþσσες κι Ýχουνε παιχτεß πÜνω απü 70 φορÝς ανÜ την υφÞλιο. Στη μνÞμη μας ας μεßνει σαν ο Üνθρωπος-καλλιτÝχνης που θÝλησε να κÜνει ενεργü φüρουμ... συζητÞσεων και προβληματισμþν, τη ΘεατρικÞ Αßθουσα, αλλÜ μ' Ýνα τρüπο ποιητικü κι επικοδραματικü. Τα λüγια του:
"Τßποτε δεν εßναι σημαντικüτερο απü το να μÜθουμε να σκεφτüμαστε ανεμπüδιστα κι βαθιÜ. Η βαθιÜ σκÝψη κÜνει και τα μεγÜλα πρüσωπα".
-----------------------------------------------
Το Μυθιστüρημα Της ΠεντÜρας
(αποσπÜσματα)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Το Καπηλειü
«Κι ü,τι δßνανε το πÞρε, ειν' η ανÜγκη σκληρÞ. Εßπε üμως (τους Þξερε πια τους ανθρþπους): -Γιατß μου δßνουν στÝγη και ψωμß; Αλßμονο! Τι να 'χουν στο μυαλü τους;»
Απü τη «Πτþση Του Κυρ-'Αιγκιν», παλιÜ ιρλανδÝζικη μπαλÜντα...
¸νας στρατιþτης, που τον Ýλεγαν Τζωρτζ Φιουκοýμπυ, Ýφαγε μια σφαßρα στο πüδι στον πüλεμο των Μπüερς, μ' αποτÝλεσμα να του το κüψουν απü το γüνατο σ' Ýνα νοσοκομεßο του ΚαιηπτÜουν. ¼ταν γýρισε στο Λονδßνο, του πλÞρωσαν εβδομÞντα πÝντε λßρες κι εκεßνος υπüγραψε Ýνα χαρτß που Ýλεγε πως δεν εßχε πια καμιÜν απαßτηση απü το κρÜτος. Με τις εβδομÞντα πÝντε του λßρες αγüρασε Ýνα καπηλειü στο Νιουγκαßητ που -üπως τον Ýπεισαν τα λογιστικÜ του βιβλßα, χιλιολεκιασμÝνα κατÜστιχα γραμμÝνα με μολýβι- τα 'βγÜζε τα σαρÜντα σελßνια πλοýσια-πλοýσια.
Δεν εßχε περÜσει πολýς καιρüς απü τüτε που μεταφÝρθηκε στο μικροσκοπικü δωματιÜκι πßσω απü το μπαρ, που το δοýλευε μαζß με μια γριÜ, üταν ανακÜλυψε üτι το πüδι του δεν του εßχε αποδþσει και πολý: οι εισπρÜξεις Þταν πÜντα πολý πιο κÜτω απü σαρÜντα σελßνια, αν και κανεßς δε θα μποροýσε να πει üτι ο στρατιþτης δεν περιποιüταν αρκετÜ τους πελÜτες του. Την αιτßα δεν Üργησε να τη μÜθει: τον τελευταßο καιρü υπÞρχε μια οικοδομÞ στη συνοικßα κι οι χτßστες δßνανε κßνηση στο καπηλειü. Τþρα üμως η δουλειÜ εßχε τελειþσει και μαζß της εßχε χαθεß κι η πελατεßα. ¼πως του εξÞγησαν, μια πιο προσεχτικÞ ματιÜ στα βιβλßα του θα του το εßχε δεßξει αυτü απü την αρχÞ. Οι εισπρÜξεις τοý μπαρ τις καθημερινÝς Þταν πιο μεγÜλες απ' ü,τι τις αργßες, φαινüμενο μοναδικü σε τÝτοιες επιχειρÞσεις. Ο στρατιþτης üμως τα καπηλειÜ τα Þξερε μονÜχα σαν πελÜτης, üχι σαν κÜπελας. ¸τσι, κατÜφερε και το κρÜτησε ßσα-ßσα τÝσσερις μÞνες -καθþς μÜλιστα Ýχασε πÜρα πολý καιρü να γυρεýει τη διεýθυνση τοý προηγοýμενου ιδιοκτÞτη- και μετÜ βρÝθηκε στο δρüμο.
¸να διÜστημα Ýμεινε με τη νεαρÞ γυναßκα ενüς στρατιþτη και διηγιüταν στα παιδιÜ της ιστορßες απü τον πüλεμο, καθþς εκεßνη φρüντιζε το μικρομÜγαζο που εßχε. ΚÜποτε üμως ο Üντρας της Ýγραψε πως Ýρχεται με Üδεια, κι εκεßνη ζÞτησε απü τον στρατιþτη -που στο μεταξý, καθþς γßνεται στα στενüχωρα σπßτια, εßχε κοιμηθεß μαζß της- να φýγει και μÜλιστα γρÞγορα. Εκεßνος το καθυστÝρησε ακüμα λßγο, μα δε μποροýσε να κÜνει κι αλλιþς. ΠÞγε να τη δει μερικÝς φορÝς üταν πια ο Üντρας της Þταν εκεß, του 'βαλανε και κÜτι να φÜει, παρ' üλα αυτÜ, σιγÜ-σιγÜ, κατρακυλοýσε üλο και πιο κÜτω, þσπου χÜθηκε μÝσα στην ατÝλειωτη στρατιÜ των δυστυχισμÝνων που η πεßνα αδειÜζει μÝρα νýχτα σ' üλους τους δρüμους τÞς πρωτεýουσας τοý κüσμου.
¸να πρωß στεκüταν πÜνω σε μια απü τις γÝφυρες τοý ΤÜμεση. Δυο μÝρες τþρα δεν εßχε βÜλει στο στομÜχι του τßποτα το ουσιαστικü, μιας κι οι Üνθρωποι που πλησßαζε στα καπηλειÜ, φορþντας τη παλιωμÝνη στρατιωτικÞ του στολÞ, τον κερνοýσαν βÝβαια κανÝνα ποτü, üμως τßποτα περισσüτερο. Χωρßς τη στολÞ δε θα τον κερνοýσαν οýτε ποτü, γι' αυτü Üλλωστε και τη φοροýσε. Τþρα üμως Þταν πÜλι με τα πολιτικÜ του, αυτÜ που φοροýσε üταν Þταν κÜπελας. Ο λüγος Þταν üτι σκüπευε να ζητιανÝψει και ντρεπüταν. Δε ντρεπüταν για τη σφαßρα στο πüδι Þ που εßχε κÜνει μια αποτυχημÝνη αγορÜ, αλλÜ που θα Þταν αναγκασμÝνος να ζητÜει λεφτÜ απü ανθρþπους που δεν εßχε δει ποτÝ στη ζωÞ του. Ο ßδιος πßστευε πως κανεßς δε χρωστοýσε τßποτα σε κανÝνα.
Η ζητιανιÜ του ερχüταν δýσκολη. ¹ταν το επÜγγελμα εκεßνων που δεν εßχαν μÜθει τßποτα, μüνο που κι αυτü Ýπρεπε να το μÜθει κανεßς, καθþς φαινüταν. ¸πιασε αρκετοýς διαβÜτες στη σειρÜ, εßχε üμως Ýνα υπεροπτικü ýφος στο πρüσωπο και φρüντιζε να μην τους κüβει τον δρüμο, για να μη νομßσουν πως πÜει να τους φορτωθεß. Οι φρÜσεις του Þταν αρκετÜ μεγÜλες κι Ýτσι, σαν Ýφτανε στο τÝλος, ο διαβÜτης εßχε πια προσπερÜσει. Ακüμα, δεν Üπλωνε το χÝρι. ¸τσι, εßχε πια ταπεινþσει τον εαυτü του πÝντε φορÝς και κανεßς τους δεν εßχε καταλÜβει πως του ζητοýσε ελεημοσýνη. ΚÜποιος Üλλος üμως το κατÜλαβε. Χωρßς να το περιμÝνει, Üκουσε πßσω του μια βραχνÞ φωνÞ να λÝει:
-«ΜÜζεφτα και δßνε του απü δω, παλιüσκυλο!».
¸νοχος καθþς Ýνιωθε, οýτε που γýρισε να δει ποιος Þταν, παρÜ συνÝχισε να προχωρÜει με μαζεμÝνους τους þμους. Εßχε κÜνει καμιÜ εκατοστÞ βÞματα, üταν πια τüλμησε να κοιτÜξει πßσω. Εßδε δυο κουρελιασμÝνους ζητιÜνους του χειρüτερου εßδους να στÝκονται δßπλα-δßπλα και να τον κοιτÜνε. Τον πÞραν απü πßσω. Την Üλλη μÝρα, κÜποιος τον χτýπησε ξαφνικÜ στην πλÜτη. Τριγýριζε στη γειτονιÜ των ντοκ και κÜθε τüσο ζητοýσε ελεημοσýνη απü κÜποιον που δε βρισκüταν σε καλýτερη μοßρα, με μοναδικü αποτÝλεσμα να τον αφÞνει μ' ανοιχτü το στüμα. Αυτüς που τον χτýπησε στην πλÜτη τοý 'χωσε μαζß και κÜτι στην τσÝπη. Γýρισε, μα δεν εßδε κανÝνα. Απü τη τσÝπη του ψÜρεψε μια κÜρτα απü χοντρü χαρτüνι, κατατσαλακωμÝνη κι απßστευτα βρþμικη, üπου με τυπωμÝνα γρÜμματα διακρινüταν η φßρμα «Τζ. Τζ. ΠÞτσαμ, οδüς Ολντ ¼ουκ 7». Απü κÜτω Þταν γραμμÝνο με μολýβι: «αν δÞνεις πεντÜρα για το τομÜρη σου, διεýθυνσης, Üνο». Εßχε διπλÞ υπογρÜμμιση. Το απüγευμα, Ýξω απü Ýνα μπαρ, του μßλησε Ýνας ζητιÜνος. Ο Φιουκοýμπυ τον αναγνþρισε: Þταν Ýνας απü τους δυο τÞς χτεσινÞς μÝρας. ΣÞμερα φαινüταν πιο διαλλαχτικüς. ¹ταν νεαρüς ακüμα, και το παρουσιαστικü του δεν Þταν στ' αλÞθεια κακü. ¸πιασε τον Φιουκοýμπυ απü το μανßκι και τον τρÜβηξε μαζß του.
-«Βρε παλιüσκυλο τοý κερατÜ», Üρχισε, με φιλικÞ φωνÞ κι ολüτελα Þρεμα, «δεßξε μου το νοýμερο σου!».
-«Ποιü νοýμερο;», ρþτησε ο στρατιþτης.
Ο νεαρüς συνÝχισε να περπατÜει στο πλÜι του, πÜντα φιλικüς, χωρßς üμως να χαλαρþνει το σφßξιμο του. Στη γλþσσα αυτþν των στρωμÜτων, του εξÞγησε πως το καινοýριο του επÜγγελμα εßχε οργÜνωση εξßσου καλÞ με τα υπüλοιπα, μπορεß και καλýτερη, üτι επιτÝλους δε βρισκüταν σε καμιÜ Ýρημο ανÜμεσα σε Üγριους, αλλÜ σε μια μεγÜλη κι οργανωμÝνη πüλη, την πρωτεýουσα του κüσμου. ¸τσι λοιπüν, για να ασκÞσει την καινοýρια του τÝχνη, χρειαζüταν Ýνα νοýμερο, Ýνα εßδος Üδειας, που την Ýβρισκες σε ορισμÝνα μÝρη, -üχι δωρεÜν, φυσικÜ-, υπÞρχε μßα εταιρεßα, με γραφεßα στην οδü Ολντ 'Οουκ κι Þταν υποχρεωμÝνος να γßνει μÝλος της.
Ο Φιουκοýμπυ Üκουγε, χωρßς να κÜνει καμιÜ ερþτηση. ¼ταν τÝλειωσε ο νεαρüς, του απÜντησε, το ßδιο φιλικÜ -περπατοýσαν σ' Ýνα πολυσýχναστο δρüμο- πως χαιρüταν που υπÞρχε μια τÝτοια εταιρεßα, üπως για τους οικοδüμους και τους μπαρμπÝρηδες, πως üμως ο ßδιος προσωπικÜ θα προτιμοýσε να μην Ýχει να υπακοýει στις εντολÝς κανενüς, γιατß, üπως φαινüταν κι απü το ξýλινο του πüδι, στη ζωÞ του τον εßχαν παραφορτþσει με διαταγÝς και δεν Ýπαιρνε Üλλο. Ο συνοδüς του τον Üκουσε σα να παρακολουθοýσε μιαν εξαιρετικÜ ενδιαφÝρουσα διÜλεξη ενüς ανθρþπου με πεßρα, με τον οποßο üμως δεν μποροýσε να συμφωνÞσει απüλυτα. Ο στρατιþτης τοý 'δωσε το χÝρι γι' αποχαιρετισμü κι εκεßνος τον χτýπησε στον þμο üπως κÜνουμε σ' Ýνα παλιü γνωστü, γÝλασε και πÝρασε στο απÝναντι πεζοδρüμιο. Στον Φιουκοýμπυ δεν Üρεσε το γÝλιο του.
Τις επüμενες μÝρες πÞγαινε üλο και χειρüτερα. ¸βλεπε üτι, για να παßρνει κανεßς ελεημοσýνη κÜπως ταχτικÜ, Ýπρεπε να 'χει μüνιμο στÝκι (και πÜλι υπÞρχαν στÝκια καλÜ και στÝκια Üσχημα) κι αυτü του Þταν αδýνατο. Τον Ýδιωχναν απü παντοý. Δε μποροýσε να καταλÜβει πþς τα κατÜφερναν οι Üλλοι. ¼λοι τους Ýδειχναν πιο εξαθλιωμÝνοι απ' αυτüν. Τα ροýχα τους Þταν στην κυριολεξßα κουρÝλια, Üφηναν να φαßνονται τα κüκαλα (αργüτερα Ýμαθε üτι σ' ορισμÝνους κýκλους το ροýχο που δεν αφÞνει να φαßνεται το κρÝας εßναι σα μια βιτρßνα σκεπασμÝνη με χαρτß). Χειρüτερη Þταν κι η σωματικÞ τους κατÜσταση, εßχαν πιο πολλÝς και πιο σοβαρÝς παθÞσεις. Πολλοß κÜθονταν κατÜχαμα στο κρýο, χωρßς στρωσßδι, þστε ο διαβÜτης να 'ναι στ' αλÞθεια σßγουρος πως αυτüς ο κακομοßρης δεν θα τη γλßτωνε την αρρþστια. Ο Φιουκοýμπυ πολý θα το 'θελε να καθßσει κι αυτüς Ýτσι κατÜχαμα, φτÜνει να τον Üφηναν. Φαßνεται üμως üτι η αποκρουστικÞ κι αξιολýπητη θÝση δεν Þταν του καθενüς. Αστυφýλακες και ζητιÜνοι δεν τον Üφηναν σε ησυχßα.
Μ' üλα αυτÜ που περνοýσε, Üρπαξε κρυολüγημα, που τον χτýπησε στο στÞθος. Γýριζε τþρα με πüνους και με ψηλü πυρετü. ¸να βρÜδυ συνÜντησε πÜλι τον νεαρü ζητιÜνο, που τον πÞρε αμÝσως απü πßσω. Δυο δρüμους πιο πÝρα, οι ζητιÜνοι που τον ακολουθοýσαν εßχαν γßνει δýο. 'Αρχισε να τρÝχει, το ßδιο κι αυτοß. Για να τον χÜσουν, Ýκοψε μÝσα σε κÜτι στενοσüκακα. Νüμιζε πια πως τα 'χε καταφÝρει, üταν τους εßδε ξαφνικÜ μπροστÜ του, στη γωνιÜ τοý δρüμου. Πριν προλÜβει να τους δει απü κοντÜ, Üρχισαν να τον χτυπÜνε με τα μπαστοýνια τους. ¸νας μÜλιστα Ýπεσε κÜτω και του τρÜβηξε το ξýλινο πüδι, κÜνοντας τον να πÝσει ανÜσκελα στο πεζοδρüμιο και να χτυπÞσει στο πßσω μÝρος τοý κεφαλιοý. Τüτε üμως τον Üφησαν κι Ýφυγαν τρÝχοντας, γιατß στη γωνßα φÜνηκε Ýνας της τροχαßας.
Ο Φιουκοýμπυ πßστευε πως ο αστυφýλακας θα τον σÞκωνε. Εκεßνη τη στιγμÞ πρüβαλε απü κÜποια εσοχÞ των σπιτιþν, ακριβþς δßπλα του, Ýνας τρßτος ζητιÜνος πÜνω σ' Ýνα καρüτσι. ¸δειξε με το χÝρι αυτοýς που το 'χανε σκÜσει και με φανερÞ Ýξαψη Üρχισε, καθþς φαινüταν, κÜτι να εξηγεß του αστυφýλακα με τη γουργουριστÞ φωνÞ του. Καθþς ο Φιουκοýμπυ ξανÜρχισε να σÝρνει το βÞμα, αφοý ο τροχαßος τον σÞκωσε και τον Ýσπρωξε μπρος με μια κλωτσιÜ, ο ζητιÜνος τον πÞρε απü πßσω, κυλþντας το καρüτσι του με τα δυο χÝρια. ¸μοιαζε να μην Ýχει πüδια.
¸φτασαν σε μιαν Üλλη γωνιÜ κι ο ανÜπηρος τρÜβηξε τον Φιουκοýμπυ απü το παντελüνι. Βρßσκονταν στην πιο βρþμικη συνοικßα. Απü τον δρüμο δε χωροýσε να περÜσει πÜνω απü Ýνας. Δßπλα τους Ýχασκε Ýνα χαμηλü πÝρασμα, που Ýβγαζε σε μια σκοτεινÞ αυλÞ.
-«Μπες μÝσα!», διÜταξε γουργουριστÜ ο σακÜτης. Και καθþς του 'σπρωχνε το πüδι με το καρüτσι του, που εßχε Ýνα σιδερÝνιο παλοýκι στο πλÜι κι ο Φιουκοýμπυ Þταν αδυνατισμÝνος απü την πεßνα, τον Ýφερε τελικÜ στην αυλÞ, που Þταν δεν Þταν τρßα τετραγωνικÜ. Προτοý προφτÜσει ο στρατιþτης να συνÝρθει απü την Ýκπληξη του και να ρßξει μια ματιÜ τριγýρω, ο σακÜτης, Ýνας μεσüκοπος Üντρας με σαγüνι πυγμÜχου, εßχε κιüλας σκαρφαλþσει σαν πßθηκος Ýξω απü το αναπηρικü του καρüτσι, εßχε μονομιÜς ξαναβρεß τα δυο του πüδια και ρßχτηκε πÜνω του. Ξεπερνοýσε τον Φιουκοýμπυ το λιγüτερο Ýνα κεφÜλι και τα μπρÜτσα του Þταν σαν ουραγκοτÜγκου.
-«ΒγÜλε το σακÜκι!», φþναξε. «Δεßξε σ' ανοιχτü και τßμιο αγþνα αν εßσαι πιο ικανüς απü μÝνα να πÜρεις την καλÞ θÝση που κυνηγÜμε κι οι δυο. "Τüπο στον καλýτερο!" και "ΘÜνατος στους νικημÝνους!", να τα συνθÞματα μου. ¸τσι βοηθÜμε üλη την ανθρωπüτητα, γιατß Ýτσι μονÜχα οι καλýτεροι ανεβαßνουν ψηλÜ και καταχτοýνε το ωραßο πÜνω στη γη. ¼χι üμως ανÝντιμα μÝσα, üχι χτýπημα κÜτω απü τη ζþνη, οýτε στο σβÝρκο. Και üχι γüνατα! Για να 'ν' Ýγκυρος, ο αγþνας πρÝπει να γßνει με τους κανüνες τÞς ΒρετανικÞς ΠυγμαχικÞς Ομοσπονδßας!».
Ο αγþνας δεν κρÜτησε πολý. Ο Φιουκοýμπυ σýρθηκε πßσω απü τον γÝρο, ψυχικü και σωματικü ερεßπιο. Για την οδü Ολντ ¼ουκ οýτε λÝξη πια. Μια βδομÜδα τη πÝρασε κÜτω απü την απüλυτη εξουσßα του γÝρου, που τον Ýστηνε, πÜλι με τη στολÞ, σε μια ορισμÝνη γωνßα και το βρÜδυ, αφοý κÜνανε τον λογαριασμü, του 'δινε να φÜει. Οι εισπρÜξεις του üμως δεν ξεπερνοýσαν ποτÝ Ýνα πολý χαμηλü ποσü. ¸πρεπε να τις δßνει üλες του γÝρου κι Ýτσι συχνÜ οýτε που Þξερε αν οι πενταροδεκÜρες που μÜζευε Ýφταναν για τις ψητÝς ρÝγκες και το λßγο ρακß που Þταν η κýρια τροφÞ του. Οι εισπρÜξεις τοý γÝρου, που Þταν θεüγερος και φαινüταν πολý πιο σακÜτης απü τον στρατιþτη, Þταν ασýγκριτα πιο πολλÝς.
Με τον καιρü, ο στρατιþτης καταστÜλαξε στην πεποßθηση πως το μüνο που Þθελε ο αρχηγüς του, Þταν να πιÜσει τη θÝση πÜνω στη γÝφυρα απÝναντι του. Η βασικÞ πηγÞ των εισπρÜξεων Þταν αυτοß που περνοýσαν ταχτικÜ απü κει, κÜθε πρωß Þ, αν πÞγαιναν πρωß και βρÜδυ στη δουλειÜ, καθþς γýριζαν. Δßνανε μüνο μια φορÜ και χρησιμοποιοýσαν βÝβαια κατÜ κανüνα το ßδιο πεζοδρüμιο, καμιÜ φορÜ üμως Üλλαζαν, αριÜ και που. ΠοτÝ δε μποροýσε κανεßς να τους Ýχει απüλυτη εμπιστοσýνη. Ο Φιουκοýμπυ Ýνιωθε πως εßχε κÜνει κÜποια πρüοδο, üχι üμως αρκετÞ. Εßχε περÜσει η πρþτη βδομÜδα, üταν ο γÝρος πÞρε κλÞση απü τη μυστηριþδη εταιρεßα τÞς οδοý Ολντ ¼ουκ, καταπþς Ýδειχνε, εξαιτßας του στρατιþτη. Νωρßς Ýνα πρωß, καθþς ο Φιουκοýμπυ κι ο γÝρος Ýβγαιναν απü τ' αμπÜρι üπου περνοýσαν τις νýχτες, τους ρßχτηκαν τρεις-τÝσσερις ζητιÜνοι και τους πÞραν σ' Ýνα σπßτι αρκετοýς δρüμους πιο πÝρα, μ' Ýνα μικρü κι απßστευτα βρþμικο μαγαζÜκι που εßχε μια ταμπÝλα με τη λÝξη «¼ργανα».
Πßσω απü τον σκουληκοφαγωμÝνο πÜγκο στÝκονταν δυο Üντρες. Ο Ýνας, κοντüσωμος και ξερακιανüς, με πρüστυχη Ýκφραση στο πρüσωπο, ντυμÝνος μ' Ýνα παντελüνι που θα Þταν κÜποτε μαýρο κι Ýνα üμοιο γελÝκο, Ýστεκε μ' ανασηκωμÝνα μανßκια κι Ýνα στραπατσαρισμÝνο ψηλοκÜπελο, που το φοροýσε πολý πßσω, μπροστÜ στο παρÜθυρο, με τα χÝρια στις τσÝπες και κοßταζ' Ýξω στην ομßχλη τοý πρωινοý. Ο Üλλος Þταν χοντρüς, με πρüσωπο κüκκινο σαν αστακοý κι ακüμα πιο πρüστυχο αν Þταν δυνατü.
-«ΚαλημÝρα, κýριε Σμßθυ» χαιρÝτησε ειρωνικÜ, üπως ακοýστηκε, τον γÝρο και προχþρησε πρþτος στην πüρτα με το τσßγκινο ντýσιμο, που 'βγαζε στο διπλανü δωμÜτιο. Ο γÝρος Ýριξε Ýνα ανÞσυχο βλÝμμα γýρω και τον ακολοýθησε, μαζß μ' αυτοýς που τον εßχαν φÝρει. Το πρüσωπο του εßχε γßνει γκρßζο. Τον Φιουκοýμπυ τον Üφησαν να περιμÝνει, σαν να τον εßχαν ξεχÜσει. Στον τοßχο τοý μαγαζιοý κρÝμονταν κÜμποσα μουσικÜ üργανα, παλιÝς στραπατσαρισμÝνες τρουμπÝτες, βιολιÜ χωρßς χορδÝς, ξεχαρβαλωμÝνες λατÝρνες. Οι δουλειÝς δεν Ýμοιαζαν να πηγαßνουν καλÜ, üλα εßχαν Ýνα παχý στρþμα σκüνης. Αργüτερα, ο Φιουκοýμπυ θα μÜθαινε πως üλ' αυτÜ δεν Ýπαιζαν κανÝναν ιδιαßτερο ρüλο σ' εκεßνο το μαγαζß κι η στενÞ πρüσοψη του σπιτιοý με τα δυο μονÜχα παρÜθυρα Þταν απατηλÜ ταπεινÞ, σε σχÝση μ' αυτÜ που κρýβονταν πßσω της. Η ßδια μετριοφροσýνη χαρακτÞριζε, τÝλος και τον πÜγκο του μαγαζιοý με το ξεχαρβαλωμÝνο συρτÜρι για ταμεßο.
Το παμπÜλαιο αυτü συγκρüτημα, τρßα πολý ευρýχωρα σπßτια και δýο αυλÝς, στÝγαζε Ýνα ραφτÜδικο με μισÞ δωδεκÜδα κορßτσια κι Ýνα τσαγκαρÜδικο με üχι λιγüτερους τεχνßτες πρþτης γραμμÞς. ΠÜνω απ' üλα üμως ερχüταν η καρτοθÞκη με τα πÜνω απü Ýξι χιλιÜδες ονüματα υπαλλÞλων και των δýο φýλων που εßχαν την τιμÞ να δουλεýουν üλοι τους γι' αυτü το Γραφεßο. ¼χι πως ο στρατιþτης καταλÜβαινε κιüλας τον τρüπο που λειτουργοýσε αυτÞ η ιδιüτυπη και ýποπτη επιχεßρηση, θα χρειαζüταν βδομÜδες γι' αυτü. Εßχε üμως αρκετü μυαλü για να καταλαβαßνει πως Þταν μεγÜλη τýχη γι' αυτüν να μπει σ' αυτÞ τη μεγÜλη, μυστικÞ και πανßσχυρη οργÜνωση. Ο κýριος Σμßθυ, ο πρþτος του εργοδüτης, δεν ξαναφÜνηκε εκεßνο το πρωινü. Ο στρατιþτης δεν τον ξανÜδε, παρÜ μüνο δυο-τρεις φορÝς και μονÜχα απü μακριÜ. ΠÝρασε κÜμποση þρα. Ο χοντρüς Üνοιξε λßγο την πüρτα και φþναξε μες στο μαγαζß:
-«¸χει αληθινü ξυλοπüδαρο».
Ο κοντüσωμος, που 'μοιαζε να 'ναι το αφεντικü εκεß μÝσα, πλησßασε τον Φιουκοýμπυ και με μια γρÞγορη κßνηση του ανασÞκωσε το παντελüνι για να δει το ξýλινο πüδι. ΜετÜ γýρισε πÜλι στο παρÜθυρο του με τα χÝρια ξανÜ στις τσÝπες, κοßταξε λßγο Ýξω κι εßπε απαλÜ:
-«Τß ξÝρετε να κÜνετε;».
-«Τßποτα», εßπε ο στρατιþτης, το ßδιο απαλÜ. «Ζητιανεýω».
-«Αυτü το θÝλει ο καθÝνας», εßπε ο κοντüς ειρωνικÜ, χωρßς καν να γυρßσει προς το μÝρος του. «¸χετε Ýνα ξýλινο πüδι. Και γι' αυτü θÝλετε να ζητιανÝψετε; Αχ! το χÜσατε, λÝτε, αυτü το πüδι στην υπηρεσßα της πατρßδας; Τüσο το χειρüτερο για σας! Αυτü θα μποροýσε να συμβεß στον καθÝνα; Ασφαλþς! (εκτüς κι αν εßναι ο υπουργüς Στρατιωτικþν). Κι üταν χÜσει κανεßς το πüδι του, λÝτε, περιμÝνει πια απü τους Üλλους; Χωρßς αμφιβολßα! Εξßσου βÝβαιο εßναι üμως üτι κανεßς δε βÜζει εýκολα το χÝρι στη τσÝπη! Οι πüλεμοι, αυτοß εßναι ειδικÝς περιπτþσεις. ¼ταν γßνεται σεισμüς κανεßς δεν μπορεß να κÜνει τßποτα. Σαν να μην το ξÝραμε με τι σκατÜ τον πληρþνουν τον πατριωτισμü! Στην αρχÞ Ýρχονται üλοι πρüθυμοι-πρüθυμοι για κατÜταξη κι ýστερα, üταν πÜει πια το πüδι, μη τους εßδατε! Κι ολ' αυτÜ χωρßς να λογαριÜζουμε τις αμÝτρητες φορÝς που ο πρþτος αμαξÜς, που χÜνει το πüδι του στη δουλειÜ, αρχßζει να μιλÜει για τη μÜχη του ΤÜδε! Το βασικü üμως εßναι: νÜ, ο λüγος που το Ýχουν τüσο τιμητικü να πας στον πüλεμο για την πατρßδα, γι' αυτü φορτþνουν üλους αυτοýς τους γενναßους με δüξες και τιμÝς, üλα τοýτα επειδÞ μετÜ χÜνεις το πüδι σου! Αν δεν υπÞρχε αυτüς ο μικρüς κßνδυνος, -Ýστω, αυτüς ο μεγÜλος κßνδυνος-, τι λüγο θα 'χε η βαθιÜ ευγνωμοσýνη ολüκληρου του Ýθνους; Στην πραγματικüτητα εßστε διαδηλωτÞς κατÜ του πολÝμου, ýποπτο να το αρνιÝστε! Στεκüσαστε κει χωρßς καν να προσπαθεßτε να κρýψετε την αναπηρßα σας κι εßναι σα να λÝτε: "αχ, τι φριχτüς που ειν' ο πüλεμος, μÝνει κανεßς σακÜτης εκεß πÝρα!" Θα 'πρεπε να ντρÝπεστε! Ο πüλεμος εßναι πιο πολý φριχτüς απü απαραßτητος. ΘÝλετε δηλαδÞ üλα να μας τα πÜρουν; ΘÝλετε να 'ρθουνε ξÝνοι σ' αυτÜ τα νησιÜ, εχθροß; Να ζεßτε ανÜμεσα σ' εχθροýς; ΦυσικÜ üχι! Τα βλÝπετε; Με μια κουβÝντα, Üνθρωπε μου, δε μπορεßς να γυρßζεις Ýτσι... Δεν Ýχεις πÜνω σου τßποτα απ' üσα χρειÜζεται...».
Μüλις τÝλειωσε, βγÞκε απü το δωμÜτιο και πÞγε στο γραφεßο, πßσω απü τη πüρτα με το τσßγκινο ντýσιμο, χωρßς οýτε να κοιτÜξει τον στρατιþτη. ΒγÞκε üμως ο χοντρüς και (εξαιτßας τοý ποδιοý του καθþς εßπε) τον πÝρασε μεσ' απü μιαν αυλÞ σε μια δεýτερη, üπου τον παρÜδωσε σ' Ýνα που γýμναζε σκυλιÜ. Απü τüτε ο στρατιþτης περνοýσε τις μÝρες του στην πρþτη αυλÞ, να προσÝχει τα σκυλιÜ για τους τυφλοýς. Δεν Þταν καθüλου λßγα και δε τα 'χανε μαζÝψει με κριτÞριο την ικανüτητα τους να οδηγοýν τους τυφλοýς (απ' αυτοýς τους δυστυχισμÝνους δεν υπÞρχαν εδþ, παρÜ πιο λßγοι απü πÝντε), αλλÜ γι' Üλλους λüγους. ¸πρεπε να προκαλοýν αρκετÜ τη συμπüνια, δηλαδÞ να δεßχνουν αρκετÞ κακομοιριÜ. Αυτü Þταν σε μεγÜλο βαθμü ζÞτημα διατροφÞς κι αυτÜ εδþ μοιÜζανε πολý κακομοιριασμÝνα στ' αλÞθεια. Αν γινüταν καμιÜ απογραφÞ και ρωτοýσαν τον στρατιþτη το επÜγγελμα του, θα βρισκüταν σε πολý δýσκολη θÝση κι αυτü, ανεξÜρτητα απü το φüβο μην ενδιαφερθεß η αστυνομßα. Δε μποροýσες να τον πεις ζητιÜνο. ¹ταν υπÜλληλος σ' επιχεßρηση που πουλοýσε εßδη για ζητιÜνους.
Κανεßς δε προσπαθοýσε πια να τον κÜνει ζητιÜνο σχετικÜ αποδοτικü. Οι ειδικοß εδþ το 'χανε καταλÜβει με τη πρþτη ματιÜ πως ποτÝ δε θα μποροýσε να καταφÝρει κÜτι τÝτοιο. Εßχε σταθεß τυχερüς. Του λεßπαν' üλες οι ιδιüτητες που κÜνουν Ýνα καλü ζητιÜνο, εßχε üμως Ýνα ξýλινο πüδι, πρÜγμα που δε θα μποροýσε να το πει ο καθÝνας εκεß μÝσα, Ýν' αληθινü ξýλινο πüδι. Κι αυτü Ýφτανε για να του εξασφαλßσει δουλειÜ. ΑργÜ και που τον φþναζαν στο μαγαζß για να δεßξει το ξýλινο του πüδι σε κÜποιον υπÜλληλο του πιο κοντινοý αστυνομικοý τμÞματος. Γι' αυτÞ τη δουλειÜ το πüδι του δεν θα χρειαζüταν να 'ναι τüσο αληθινü üσο δυστυχþς Þταν, ο υπÜλληλος οýτε που το κοßταζε καν. Σχεδüν πÜντα τýχαινε να βρεθεß στο μαγαζß η δεσποινßς Πüλυ ΠÞτσαμ, η κüρη του αφεντικοý κι εκεßνη Þξερε να κουμαντÜρει τους υπαλλÞλους.
ΒασικÜ üμως τους Ýξι μÞνες που του 'μεναν ακüμα, ο παλιüς στρατιþτης τους Ýζησε μαζß με τα σκυλιÜ. ΜετÜ, του 'γραφε να χÜσει αυτÞ τη ζωÞ, που 'χε γßνει μÜλλον φτωχÞ, μ' Ýναν αξιοπρüσεχτο τρüπο, κÜτω απü τα χειροκροτÞματα του πλÞθους, μ' Ýνα σκοινß στο λαιμü.
Ο κοντüσωμος Üντρας που εßχε δει το πρþτο πρωινü της παρουσßας του σ' αυτü το ενδιαφÝρον ßδρυμα να στÝκει μπροστÜ στο παρÜθυρο, Þταν ο κýριος ΤζονÜθαν Τζερεμßα ΠÞτσαμ.
...
Το Τραγοýδι Της Πüλλυ ΠÞτσαμ
ΚÜποτε νüμιζα, üταν Þμουν ακüμα αγνÞ
-αγνÞ ναι, üπως Þσουν κι εσý-
ºσως Ýρθει και σε μÝνα κÜποιος μια φορÜ
Και θα πρÝπει να ξÝρω τι να ειπþ.
Κι αν Ýχει λεφτÜ
Κι αν εßναι κýριος
Κι αν ο γιακÜς του εßναι πÜντα καθαρüς
Κι αν ξÝρει üλα üσα θÝλει μια κυρßα
Θα του πω "üχι"!
ΚρατÜει τüτε κανεßς το κεφÜλι ψηλÜ
Και μÝνει ολüτελα αδÝσμευτος.
ΒÝβαια, üλη τη νýχτα λÜμπει το φεγγÜρι
ΒÝβαια, το βαρκÜκι δÝνεται στην üχθη
¼μως Üλλο τßποτα.
Ε δε γßνετ' Ýτσι σκÝτα να ξαπλþνεσαι!
Ναι, σκληρüς κι Üκαρδος να 'ναι κανεßς.
Ναι, μποροýσαν τüσα να γßνουν.
Μα αχ, τüτε μονÜχα το "üχι".
Ο πρþτος που Þρθε Þταν απ' το Κεντ
Κι Þταν πολý καθωςπρÝπει.
Ο δεýτερος εßχε τρßα καρÜβια αραγμÝνα
Κι ο τρßτος χαμÝνο το νου του για μÝνα.
Κι αν εßχαν λεφτÜ
Κι αν Þταν κýριοι
Κι αν ο γιακÜς τους Þταν πÜντα καθαρüς
Κι αν Þξεραν üλα που θÝλει μια κυρßα
Εγþ üμως τους εßπα: "¼χι".
ΚρατÜει κανεßς το κεφÜλι ψηλÜ.
Κι Ýμεινα ολüτελα αδÝσμευτη.
ΒÝβαια, üλη τη νýχτα το φεγγÜρι
ΒÝβαια, το βαρκÜκι δÝθηκε στην üχθη.
¼μως Üλλο τßποτα.
Ε δε γßνετ' Ýτσι σκÝτα να ξαπλþνεσαι!
Ναι, Ýπρεπε σκληρÞ κι Üκαρδη να 'μαι.
ΒÝβαια, μποροýσανε τüσα να γßνουν!
Τüτε üμως μονÜχα το "üχι".
ΑλλÜ μια μÝρα, με γαλÜζιο ουρανü
¹ρθ' Ýνας, χωρßς παρακÜλια
ΚρεμÜει το καπÝλο στο καρφß στη κÜμαρÜ μου
Και δεν Þξερα πια τι να ειπþ.
Κι αν δεν εßχε λεφτÜ
Κι αν κýριος δεν Þταν
Κι ο γιακÜς του οýτε τις σκüλες καθαρüς
Κι αν δεν Þξερε üσα θÝλει μια κυρßα
Σ' αυτüν δεν εßπα "üχι".
Τüτε ψηλÜ δε κρατÜς το κεφÜλι
Οýτε μÝνεις Üλλο πια αδÝσμευτη.
Αχ, Ýλαμπε üλη τη νýχτα το φεγγÜρι
Και το βαρκÜκι λýθηκε απ' την üχθη.
Κι οýτε μποροýσε να γßνει κι αλλοιþς.
Τüτε πια, τι να κÜνεις, ξαπλþνεσαι.
Δε μπορεßς να 'σαι σκληρÞ, οýτε Üκαρδη.
Αχ, πüσα πολλÜ Þταν να γßνουν
Τüτε "üχι" δεν υπÞρχε πια.
...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ: Το ΤÜλαντο Των Φτωχþν
¼νειρο του στρατιþτη Φιουκοýμπυ
Κι ο στρατιþτης Φιουκοýμπυ Þταν στην Αγßα ΤριÜδα. Απü τον καιρü που εßχε χτυπÞσει τον Κüουξ, μονÜχα μια φορÜ εßχε φανεß στην οδü Ολντ ¼ουκ. Ο ΜπÞρυ τον εßχε πετÜξει Ýξω στη στιγμÞ. Στην Αγßα ΤριÜδα πÞγε γιατß εßχε την ελπßδα να πλησιÜσει τον κýριο ΠÞτσαμ. ¹ξερε πως εκεßνος κÜποια σχÝση εßχε με το καρÜβι που βοýλιαξε. ΦυσικÜ üμως δεν τα κατÜφερε. ¸τσι, Üκουσε μÝσα στην εκκλησßα -που, üπως κι αν εßχε, θερμαινüταν- την ομιλßα με τα τÜλαντα. Απü τüτε τριγýριζε κοντÜ στα ντοκ, χωρßς στÝγη, χωρßς φßλους, προσπαθþντας να ξεφεýγει απü την αστυνομßα. ΜÝρα με τη μÝρα βοýλιαζε και πιο πολý. Για την κατηγορßα στην υπüθεση Μαßρη Σουαßηερ δεν Ýμαθε τßποτα, γιατß δε διÜβαζε εφημερßδες.
Μια κρýα μÝρα του ΝοÝμβρη, στην οδü ΓουÝστ ºντια Ýγινε μια φασαρßα μπροστÜ σ' Ýνα ψωμÜδικο. ¸νας κοντοýλης νεαρüς πÞρε απü το πÜγκο Ýνα καρβÝλι ψωμß και βγÞκε τρÝχοντας. Οι υπÜλληλοι Ýβαλαν τις φωνÝς και μερικοß βεβαßως Üρχισαν να κυνηγÜνε τον κλÝφτη. Εκεßνος Ýτρεχε γρÞγορα, üσο τον Üφηναν τα κοντÜ του τα πüδια, δεν Ýφτασε üμως μακριÜ. Σε μια γωνιÜ του 'βαλε κÜποιος τρικλοποδιÜ, Ýπεσε στο πεζοδρüμιο, τον Ýπιασαν, τον γýρισαν στο μαγαζß και σε λßγο τον πÞρε Ýνας αστυνομικüς. Ο κüσμος διαλýθηκε βρßζοντας.
ΑνÜμεσα σ' αυτοýς που εßχαν κυνηγÞσει τον νεαρü μετÜ την κλοπÞ Þταν κι Ýνας κουρελÞς Üνθρωπος ακαθüριστης ηλικßας. ¼ταν παρÜδωσαν το παιδß στην αστυνομßα, εκεßνος Ýφυγε κατÜ τα ντοκ. ¹ξερε εκεß Ýνα μÝρος να περÜσει τη νýχτα. Για την ακρßβεια, Þταν εκεßνος που Ýβαλε την τρικλοποδιÜ στο νεαρü. το 'κανε ολüτελα μηχανικÜ. ¼ταν Ýφτασε κÜτω απü τη γÝφυρα του, Ýβγαλε κÜτι μισοσαπισμÝνο απü την τσÝπη, το 'βγαλε απü το χαρτß, το 'φαγε αργÜ, Ýβγαλε τα απομεινÜρια των παπουτσιþν που Ýσερνε μαζß με τα πüδια του, σÞκωσε μια ορισμÝνη κοτρüνα, Ýβγαλε απü κÜτω δυο εφημερßδες, κÜθησε, Üπλωσε τις εφημερßδες στα πüδια του, Üφησε το πανωκüρμι να πÝσει πßσω, ακοýμπησε το κεφÜλι στο σακÜκι, που το 'χε βγÜλει στο μεταξý και στα δυο του χÝρια και μαζεýτηκε üσο πιο πολý μποροýσε. ΑποκοιμÞθηκε κι ονειρευüταν.
ΜετÜ τα χρüνια της εξαθλßωσης Þρθε η μÝρα της νßκης. Οι μÜζες ξεσηκþθηκαν, τßναξαν επιτÝλους απü πÜνω τους τους βασανιστÝς τους, ξÝπλυναν μεμιÜς απü πÜνω τους τους παρηγορητÝς τους, που ßσως να 'ταν οι πιο τρομεροß τους εχθροß, Üφησαν τελειωτικÜ πßσω) üλες τις κοýφιες ελπßδες και κατÜχτησαν τη νßκη. ¼λα Üλλαξαν απü τη ρßζα τους. Η προστυχιÜ Ýχασε τη μεγÜλη της υπüληψη, το χρÞσιμο το σÝβονταν üλοι, η βλακεßα Ýχασε τα προνüμια της, η ωμüτητα δεν Ýφερνε πια κÝρδη. ¼χι το πρþτο, οýτε το δεýτερο πρÜγμα που εßχαν να κÜνουν, το τρßτο üμως Þ το τÝταρτο Þταν: μια μεγÜλη Δßκη.
Ο καθÝνας το ξÝρει, τι εßν' αυτü. Γι' αυτü το ΔικαστÞριο μιλοýσε ξανÜ και ξανÜ üλος ο κüσμος -απü τους παλιοýς καιροýς το περßμεναν üλοι- κÜθε λαüς το ζωγρÜφιζε στα λüγια του με προσοχÞ. Μερικοß Üνθρωποι εßχαν προσπαθÞσει να το μεταθÝσουν στο τÝλος τοý χρüνου, αυτÜ üμως Þταν ýποπτα πρÜγματα, γιατß σε καμιÜ περßπτωση δεν μποροýσαν οι λαοß να περιμÝνουν τüσον καιρü. Οýτε λüγος δε μποροýσε να γßνει πως το ΔικαστÞριο αυτü θα 'ταν τÜχατες στο τÝλος κÜθε ζωÞς σ' αυτü τον κüσμο, γιατß στην πραγματικüτητα μονÜχα μετÜ απü κεßνο θ' Üρχιζε η ζωÞ. Προτοý γßνει αυτü το ΔικαστÞριο κανεßς δεν μποροýσε βÝβαια να μιλÜει για αληθινÞ ζωÞ. Τþρα λοιπüν Ýγινε.
Αυτüς που ονειρευüταν Þταν ο πρüεδρος. ¸γινε βÝβαια μετÜ απü σκληρü αγþνα, μιας κι εßχε παρουσιαστεß σωρüς απü υποψÞφιους, που φþναζαν και χτυποýσαν σαν τρελοß Ýνα γýρω για να κερδßσουν αυτÞ τη διÜκριση. ΕπειδÞ κανεßς δε μπορεß να εμποδßσει Ýναν που ονειρεýεται να πÜρει τη νßκη, γι' αυτü ο φßλος μας Ýγινε πρüεδρος στο πιο μεγÜλο δικαστÞριο üλων των καιρþν, του μοναδικοý στ' αλÞθεια απαραßτητου, καθολικοý και δßκαιου. Δε θα 'φερνε μπροστÜ τους μüνο τους ζωντανοýς, παρÜ και τους νεκροýς, üλους που κÜποτε εßχαν χτυπÞσει τους φτωχοýς κι ανυπερÜσπιστους, με Ýργα Þ και με λüγια μονÜχα. Η δουλειÜ τοý στρατιþτη Φιουκοýμπυ, που Þταν τþρα ανþτατος δικαστÞς, θα 'ταν γιγÜντια. Υπολüγιζε να κρατÞσει εκατοντÜδες χρüνια. Γιατß Ýπρεπε üλοι που τους εßχαν ποδοπατÞσει στη ζωÞ να μπορÝσουν να καταγγεßλουν.
ΜετÜ απü βαθιÜ σκÝψη που μοναχÞ της κρÜτησε μÞνες, ο ανþτατος δικαστÞς αποφÜσισε ν' αρχßσει μ' Ýναν Üνθρωπο που, σýμφωνα με τη μαρτυρßα ενüς επισκüπου σε μια νεκρþσιμη τελετÞ για πνιγμÝνους φαντÜρους, εßχε μηχανευτεß μια παραβολÞ που τη χρησιμοποιοýσαν δυο χιλιÜδες χρüνια σ' üλα τα κηρýγματα και που κατÜ την Üποψη του ανþτατου δικαστÞ αποτελοýσε Ýνα ξεχωριστü κακοýργημα. Η δßκη Ýγινε σε μιαν αυλÞ üπου, παρÜξενο, κρÝμονταν ασπρüρουχα για να στεγνþσουν και μπροστÜ σε δεκατÝσσερους σκýλους που κÜθονταν μÝσα σε μια μÜντρα κι Üκουγαν. Δεν τους εßχαν δþσει φαÀ και δε θα τους Ýδιναν ως να βγει η απüφαση.
Τον κατηγοροýμενο τον Ýφεραν δυο ζητιÜνοι. ¹ταν μικρÝμπορας Þ βιοτÝχνης, το 'βλεπες απü το φτηνü του, αλλÜ ταχτικü κουστοýμι και το σκληρü κολÜρο. ΠÜνω στην Ýδρα του δικαστÞ Þταν Ýνα μαχαßρι κι Ýνα γρÜμμα γραμμÝνο με μελÜνι, μ' Ýναν αριθμü δικογρÜφου επÜνω. Η δßκη Üρχισε με μιαν ερþτηση τοý ανþτατου δικαστÞ, αν Þξερε τη σημασßα που εßχαν τα λüγια του κι ο λüγος γενικÜ.
Ο κατηγοροýμενος απÜντησε: ναι, σαν θρησκευτικüς λειτουργüς Þταν πασßγνωστος. Την απÜντηση του την Ýγραψε, καθþς κι üλες τις απαντÞσεις, Ýνας γιγαντüσωμος ζητιÜνος, ο κýριος Σμßθυ, Ýνας Üνθρωπος που Þταν γνωστüς στον ανþτατο δικαστÞ για την ακρßβεια του στην καταγραφÞ. Στον καιρü του, δηλαδÞ, κατÜγραφε με ασυνÞθιστη ακρßβεια τις εισπρÜξεις τοý υπαλλÞλου του Φιουκοýμπυ στη ζητιανιÜ -τις ζητοýσε αυτÝς τις εισπρÜξεις. Η δεýτερη ερþτηση του ανþτατου δικαστÞ Þταν αν ο κατηγοροýμενος αναγνþριζε την ενοχÞ του, üτι δηλαδÞ στη παραβολÞ του εßχε αναληθεßς περιγραφÝς γεγονüτων κι üτι τις εßχε διαδþσει.
Ο κατηγοροýμενος αρνÞθηκε ταραγμÝνος μια τÝτοια ενοχÞ. ¹ταν απüλυτα δυνατü, εßπε, μ' επιμÝλεια και κατÜλληλη επιχειρηματικÞ διαχεßριση να βγÜλει κανεßς απü Ýνα τÜλαντο πÝντε Þ ακüμα και δÝκα τÜλαντα. Στην ερþτηση, με τι λογÞς επιχειρηματικÞ διαχεßριση, δεν Þξερε ν' απαντÞσει παρÜ: με τη κατÜλληλη, τη καθιερωμÝνη διαχεßριση. Στην επιμονÞ τοý ανþτατου δικαστÞ παραδÝχτηκε πως δεν εßχε ενδιαφÝρον για οικονομικÜ ζητÞματα και λεπτομÝρειες. ΕπομÝνως δεν Þξερε και πολλÜ γι' αυτÜ. Ο ανþτατος δικαστÞς τον κοßταξε επßμονα, για να δει αν αυτÞ Þταν η αλÞθεια και μετÜ χτýπησε με τη γροθιÜ του το τραπÝζι, Ýτσι που το σκουριασμÝνο μαχαßρι και το γρÜμμα τινÜχτηκαν ψηλÜ. ΑλλÜ δεν εßπε τßποτα. ΣυνÝχισε τις ερωτÞσεις.
-«Στη παραβολÞ λÝγατε πως üχι μονÜχα μερικοß Üνθρþποι, αλλÜ üλοι, δηλαδÞ üλοι οι Üνθρωποι που υπÜρχουν στον κüσμο, παßρνουν απü Ýνα τÜλαντο; Σας εφιστþ τη προσοχÞ στο üτι αυτü εßναι το κεντρικü σημεßο».
Ο κατηγοροýμενος παραδÝχτηκε üτι εßχε πει τÝτοια πρÜγματα. ΜονÜχα που φαινüταν απορημÝνος που αυτü Þταν το κεντρικü σημεßο.
-«Τüτε πÝστε μας, κατηγοροýμενε», συνÝχισε ο ανþτατος δικαστÞς, ολüτελα Þρεμος, «που το ακοýσατε üτι üλοι οι Üνθρωποι πÜνω στη γη παßρνουν Ýνα τÝτοιο τÜλαντο στο χÝρι, που αυξÜνει και γßνεται πÝντε Þ και δÝκα τÜλαντα;».
-«Αυτü λÝγανε üλοι», απÜντησε ο κατηγοροýμενος αργÜ, γιατß σκεφτüταν ακüμα, γιατß να 'ταν ειδικÜ αυτü το κεντρικü σημεßο.
-«Θα τους καλÝσουμε και θα τους ρωτÞσουμε, εκεßνους που σας το εßπαν αυτü», πρüτεινε με σοβαρüτητα ο δικαστÞς. Κουδοýνισε με το μεσημεριÜτικο καμπανÜκι κι απü πßσω απ' τα ασπρüρουχα βγÞκαν κÜμποσοι Üνθρωποι, üμοια ντυμÝνοι και με το ßδιο σκληρü κολÜρο που φοροýσε ο κατηγοροýμενος, γνωστοß του, απ' τα νιÜτα του, γεßτονες, δÜσκαλοι κι αρχιτεχνßτες, ακüμα και συγγενεßς. ¹ρθαν μπροστÜ στην Ýδρα και ανακρßθηκαν. Εßπαν πως üλοι τους εßχαν πÜρει Ýνα τÜλαντο. Σα τÝτοιο τÜλαντο θεωροýσαν την κοινÞ τους λογικÞ, τις γνþσεις τους στη δουλειÜ, την εργατικüτητα τους.
-«Και μÞπως εßχατε και τßποτ' Üλλο;», ρþτησε ο δικαστÞς. Τüτε Ýνας τους εßπε πως εßχε κι Ýνα μαραγκοýδικο. Αυτüς Þταν ο πατÝρας του κατηγοροýμενου. ¸νας Üλλος εßχε πÜρει απü τους γονιοýς του τα λεφτÜ για να πÜει σχολεßο. Αυτüς Þταν ο δÜσκαλος τοý κατηγοροýμενου. ¸νας τρßτος εßχε κληρονομÞσει Ýνα μπακÜλικο. Αυτüς Þταν Ýνας γεßτονας του κατηγοροýμενου. Ο δικαστÞς κουνοýσε το κεφÜλι κÜθε φορÜ καταφατικÜ, σαν να περßμενε ακριβþς αυτü και τßποτα Üλλο. ¸ριξε μια ματιÜ στα σκυλιÜ, που στριμþχνονταν στις σιδερÝνιες μπÜρες της μÜντρας τους και τους γÝλασε, αθüρυβα üμως.
-«¿στε λοιπüν Þταν κι Ýνα σωρü πρÜγματα αυτü το τÜλαντο, δεν εßναι Ýτσι;», εßπε μονÜχα. Και στους μÜρτυρες εßπε: «Το εκμεταλλευθÞκατε και καλÜ αυτü σας το τÜλαντο;». Και φþναξαν üλοι με δυνατÞ φωνÞ πως το 'χαν εκμεταλλευτεß üσο πιο καλÜ μποροýσαν, πως εßχαν διατηρÞσει το αρχικü, εßχαν κερδßσει και καινοýριο και μÝσα σ' üλα εßχαν αναθρÝψει και τα παιδιÜ κι εßχαν δþσει κι απü 'να τÜλαντο στο καθÝνα. Ο δικαστÞς χαμογÝλασε πÜλι στα σκυλιÜ. ΜετÜ ξανÜφερε μπροστÜ του τον κατηγοροýμενο. Δεν εßχε βρει ποτÝ στη ζωÞ του ανθρþπους χωρßς τÝτοιο τÜλαντο καθþς εßχαν üλοι οι μÜρτυρες; Ο κατηγοροýμενος κοýνησε το κεφÜλι. Τüτε χτýπησε ο ανþτατος δικαστÞς ξανÜ με το κουδουνÜκι του φαγητοý κι απü πßσω απü τ' ασπρüρουχα βγÞκαν Üλλοι Üνθρωποι. ¹ταν πιο κακοντυμÝνοι απü τους προηγοýμενους και τα βÞματα τους πιο κουρασμÝνα.
-«Ποιοß εßστε σεις;», ρþτησε ο δικαστÞς. «Και γιατß κρατιÝστε μακριÜ απ' τους μÜρτυρες που βρßσκονται κιüλας εδþ;». Αποδεßχτηκε πως Þταν οι βοηθοß, οι υπηρÝτες κι οι υπηρÝτριες των Üλλων. Δεν Þθελαν να 'ναι τüσο ξεδιÜντροποι και να 'ρθουν πολý κοντÜ στ' αφεντικÜ τους.
-«Γνωρßζετε τον κατηγοροýμενο;», τους ρþτησε ο δικαστÞς. Τον Þξεραν. ¹ταν αυτüς που τους εßχε μιλÞσει πολλÝς φορÝς. ΑνÜμεσα στ' Üλλα τους εßχε πει πως ο καθÝνας εßχε πÜρει Ýνα τÜλαντο απü τον Θεü, τις πνευματικÝς και σωματικÝς του δυνÜμεις, που Ýπρεπε να τις αυξÜνει και να τις χρησιμοποιÞσει σωστÜ. Το 'χαν ακοýσει απü το ßδιο του το στüμα.
-«¿στε σας Þξερε λοιπüν;», τους ανÜκρινε ο δικαστÞς.
-«ΦυσικÜ», απÜντησαν κι ο κατηγοροýμενος Ýπρεπε να παραδεχτεß πως τους Þξερε. «Το δικü σας το τÜλαντο, πολλαπλασιÜστηκε;», ρþτησε αυστηρÜ ο ανþτατος δικαστÞς. Τρüμαξαν κι εßπαν: -«¼χι».
-«Εκεßνος, το εßδε που δε πολλαπλασιÜστηκε;».
Σ' αυτÞ την ερþτηση δεν Þξεραν στην αρχÞ τι να πουν. Αφοý üμως σκÝφτηκαν για λßγο, βγÞκε Ýνας μπροστÜ, Ýνας κοντοýλης νεαρüς, που Þταν φτυστüς ο νεαρüς που ο στρατιþτης Φιουκοýμπυ του 'χε βÜλει τρικλοποδιÜ μπροστÜ σ' Ýνα ψωμÜδικο, τρικλοποδιÜ μ' Ýνα πüδι που Þταν ξýλινο. ΣτÜθηκε θαρρετÜ μπρος στον δικαστÞ κι εßπε δυνατÜ:
-«ΠρÝπει οπωσδÞποτε να το 'βλεπε, γιατß εμεßς παγιαßναμε üταν Þταν κρýο και πεινοýσαμε και πριν και μετÜ το φαÀ. Δες και μοναχüς σου αν μας φαßνεται Þ üχι». ¸βαλε τα δυο δÜχτυλα στο στüμα και σφýριξε κι απü πßσω απü τ' ασπρüρουχα, πιο βρεμÝνη üμως απü τους Üλλους, βγÞκε μια γυναßκα κι Þταν ολüιδια η μικρεμπüρισσα Μαßρη Σουαßηερ. Ο ανþτατος δικαστÞς Ýσκυψε μπροστÜ απü την καρÝκλα του, για να τη δει καλýτερα.
-«¹θελα να σε ρωτÞσω αν εßναι κρýο εκεß απ' üπου Ýρχεσαι, Μαßρη», εßπε δυνατÜ, «το βλÝπω üμως, πως δε χρειÜζεται. ΒλÝπω πως εßναι κρýο εκεß απ' üπου Ýρχεσαι».
μιας κι εßδε πως Þταν εξαντλημÝνη, εßπε: «ΚÜθισε, Μαßρη, περπÜτησες πÜρα πολý».
Κοßταξε τριγýρω για καρÝκλα, δεν εßδε üμως καμιÜ. Ο δικαστÞς χτýπησε το κουδοýνι, κι Ýπεσε χιüνι απü τον ουρανü, üμως μονÜχα σε μια μεριÜ, σαν μια κολüνα üχι πιο παχιÜ απü 'να συνηθισμÝνο κορμü απü δÝντρο, þσπου Ýγινε Ýνα σκαμνß απü χιüνι, που μποροýσε να καθßσει. Ο δικαστÞς την περßμενε κι εßπε ακüμα, ειδικÜ για κεßνη: «Εßναι λßγο κρýα, κι üταν ζεσταθεß, θα λειþσει το σκαμνß, μετÜ θα πρÝπει να στÝκεις ξανÜ üρθια, δε γßνεται üμως αλλιþς». Και στους μÜρτυρες εßπε: «Αποδεßχτηκε. ΕσÜς λοιπüν σας πÝταξαν Ýξω, üπου κλαυθμüς και τριγμüς των οδüντων;».
-«¼χι», εßπε Ýνας τους, ξεθαρρεμÝνος. «ΠοτÝ δε μας Ýμπασαν μÝσα».
Ο δικαστÞς τους κοßταξε üλους σκεφτικüς. Γýρισε πÜλι στον κατηγοροýμενο.
-«Η υπüθεση σας εßναι Üσκημα, αγαπητÝ μου. ΠρÝπει να βρεßτε Ýναν συνÞγορο. ΠρÝπει üμως να σÜς ταιριÜξει». Κουδοýνισε κι απü το σπßτι βγÞκε Ýνας μικρüσωμος Üντρας με πρüστυχη Ýκφραση στο πρüσωπο. «Εσεßς εßστε ο συνÞγορος;», μουρμοýρισε ο δικαστÞς. «Τüτε πηγαßνετε πßσω απü τον κατηγοροýμενο». ¼ταν ο μικρüσωμος Üντρας πÞρε θÝση πßσω απü τον κατηγοροýμενο, εκεßνος χλüμιασε. Το 'βλεπε καθαρÜ πως Þταν κακιÜ πρüθεση του δικαστÞ να του δþσει αυτü τον συνÞγορο.
Ο ανþτατος δικαστÞς εξÞγησε τþρα, που βρισκüταν η δßκη. Το δικαστÞριο το θεωροýσε αποδειγμÝνο üτι απü τους ισχυρισμοýς του κατηγοροýμενου δυο Þταν αληθινοß, πρþτο, πως τα τÜλαντα μπορεß να τα εκμεταλλευτεß κανεßς, δηλαδÞ να βγÜλει κÝρδη και, δεýτερο, πως üποιοι δεν Ýβγαζαν κÝρδη ρßχνονταν σ' Ýνα σκοτÜδι üπου κλαυθμüς και τριγμüς των οδüντων. Πως üμως üλοι οι Üνθρωποι Ýπαιρναν κι απü 'να τÜλαντο, αυτü το δικαστÞριο διακÞρυχνε πως δεν εßχε αποδειχθεß.
-«Μαßρη Σουαßηερ», ξανÜρχισε ο ανþτατος δικαστÞς, «υπüγραψες με τον κýριο ΜακχÞθ Ýνα συμβüλαιο. ¸γραφε εκεß μÝσα üτι δε θ' ανοßξουν καινοýρια μαγαζιÜ στη γειτονιÜ τοý δικοý σου;». Εκεßνη σκÝφτηκε κι εßπε:
-«¼χι».
-«Γιατß δεν το πρüσεξες που Ýλειπε;».
-«Δε ξÝρω, Φιοý».
Ο ανþτατος δικαστÞς κουδοýνισε. ΑνÜμεσα απü τ' ασπρüρουχα ξεπρüβαλε Ýνας ψηλüσωμος Üντρας μ' Ýνα μπαστοýνι απü μπαμποý. Αυτüς Þταν ο παλιüς δÜσκαλος της Σουαßηερ.
-«Δεν Ýμαθες τους μαθητÝς σου να διαβÜζουν», τον κατηγüρησε ο δικαστÞς. «Πως αυτü;». Ο ψηλüσωμος Üνθρωπος κοßταξε προσεχτικÜ την καθισμÝνη γυναßκα και δÞλωσε:
-«ΞÝρει να διαβÜζει».
-«¼μως üχι συμβüλαια, üχι συμβüλαια!», φþναξε ο δικαστÞς κι Þταν πολý θυμωμÝνος. Ο δÜσκαλος πÞρε Ýνα ýφος σα να τον εßχαν προσβÜλει.
-«Οι μαθητÝς μου στο ΟυαúττσÜπελ δε χρειÜζεται να ξÝρουν να διαβÜζουν συμβüλαια», μουρμοýρισε. «ΠρÝπει να μÜθουν να δουλεýουν και τüτε δεν τους χρειÜζονται τα συμβüλαια».
-«Τι θα πει Ασσοσιασιüν;», ρþτησε γρÞγορα ο δικαστÞς.
-«¸νωση», μοýγκρισε ξαφνιασμÝνος ο δÜσκαλος. «Τι σημαßνει αυτü;».
-«ΣωστÜ», απÜντησε ο ανþτατος δικαστÞς μ' ανακοýφιση. «¸νωση. Και τι θα πει 'Αττικα;». Ο δÜσκαλος σþπαινε, μη ξÝροντας τι να πει. Ο ανþτατος δικαστÞς Ýδειξε απογοÞτευση, üμως συνÝχισε. «¸χετε πÜει σχολεßο;», γýρισε στον κατηγοροýμενο, που Ýστεκε μαζεμÝνος, το κεφÜλι στημÝνο στο στÞθος. Και καθþς ο Üνθρωπος με το σκληρü κολÜρο Ýγνεψε πως ναι: «Τι θα πει 'Αττικα;». Αυτü üμως δεν το 'ξερε. Ο δÜσκαλος ωστüσο προσπÜθησε να του το πει. Δεν του φαινüταν σωστü, ο κατηγοροýμενος να ξÝρει τüσα λßγα. «Ναι», εßπε ο δικαστÞς. «Λßγα πρÜγματα ξÝρετε».
ΑλλÜ ο μικρüσωμος Üντρας που Þταν συνÞγορος φþναξε, μüλις ακοýστηκε αυτü:
-«¹ξερε αρκετÜ. Για μας Þξερε αρκετÜ».
-«Και βÝβαια», μουρμοýρισε υποταχτικÜ ο δικαστÞς. Το 'κανε καθαρÜ μηχανικÜ.
¼ταν ξανασÞκωσε το κουδοýνι του, Þρθε Ýνας λιπüσαρκος Üνθρωπος με σακÜκι γκαρσονιοý. ¹ταν ο προηγοýμενος που εßχε το καπηλειü, πριν απü τον Φιουκοýμπυ.
-«Μπορεß και γρÜφει;». ΑυτÞ Þταν η ερþτηση του δικαστÞ στο δÜσκαλο. Εκεßνος κοßταξε τον μÜρτυρα εξεταστικÜ, τον αναγνþρισε πως Þταν παλιüς μαθητÞς του και κοýνησε το χοντρü του κεφÜλι πως ναι. «Σε μÝνα üμως», εßπε με θυμü ο δικαστÞς στον μÜρτυρα, «δε μου 'γραψες στο συμβüλαιο üτι πελατεßα υπÞρχε μονÜχα üσο χτιζüταν η οικοδομÞ».
-«Αυτü δε μποροýσα να το γρÜψω», απÜντησε το γκαρσüνι, «δεν εßχα αρκετÜ λεφτÜ üταν ξεκßνησα το καπηλειü κι Þμουν χαροýμενος που εßχα ξεπληρþσει τα χρÝη μου εκεßνο τον χρüνο με την οικοδομÞ και που μποροýσα να ξαναγßνω γκαρσüνι».
-«¿στε λοιπüν δεν μποροýσε να γρÜψει!», φþναξε ο δικαστÞς, ξανÜ πολý θυμωμÝνος. ΜετÜ üμως συγκρατÞθηκε κι Ýκανε διακοπÞ.
¼πως στÝκονταν üλοι και περßμεναν να ξαναρχßσει η δßκη, ο δικαστÞς πÞγε κοντÜ στον δÜσκαλο και τον ρþτησε με φιλικÞ, σχεδüν υποταχτικÞ φωνÞ τι θα πει στ' αλÞθεια 'Αττικα. Δεν εßχε προφτÜσει να το βρει στο βιβλßο του, γιατß του το 'χαν πÜρει. ΑλλÜ ο δÜσκαλος τον κοßταξε μονÜχα και δεν απÜντησε. Ο ανþτατος δικαστÞς αναστÝναξε και ξανÜρχισε τη δßκη. Μüνο που δε καλοÞξερε, πως να προχωρÞσει.
¸ριξε μια ματιÜ στη κýρια μÜρτυρα, τη Σουαßηερ κι εßδε πως πÜλι Ýραβε. ¸ραβε βελονιÜ τη βελονιÜ κι ας μη εßχε ýφασμα να ρÜψει, μια και δεν Ýρχονταν πια εμπüρευμα στο μαγαζß. ¸ραβε λοιπüν στον αÝρα και πουκÜμισο δε γινüταν.
-«Αν δεν εßχε σταματÞσει να 'ρχεται εμπüρευμα», ρþτησε ο δικαστÞς απαλÜ και σκεφτικÜ, «κι αν δεν εßχε ανοßξει το καινοýριο μαγαζß, μπορεß και να 'βλεπες Üσπρη μÝρα, δεν εßναι Ýτσι, Μαßρη;».
-«Γιατß üχι;», εßπε κουρασμÝνα. «Αφοý εßχα τις ρÜφτρες».
-«Αυτü εßναι βασικÞ παρατÞρηση», εßπε γρÞγορα ο ανþτατος δικαστÞς. «δε προχωρÜμε üμως. ΠοτÝ δεν το' χα σκεφτεß πως θα 'ταν τüσο δýσκολο να ξεκαθαρßσει κανεßς εδþ τα πρÜγματα».
Σηκþθηκε και πÞγε στη μÜντρα. Τα σκυλιÜ Ýβγαλαν μικρÝς φιλικÝς γωνßτσες, μιας και νüμισαν πως τþρα θα τους Ýδιναν φαÀ αλλÜ το αßνιγμα δεν εßχε λυθεß ακüμα. Ο ανþτατος δικαστÞς Ýριξε μια λοξÞ ματιÜ στους μÜρτυρες. Απü την μια Ýστεκαν οι μÜρτυρες τÞς υπερÜσπισης, που Ýδιναν δßκιο στον κατηγοροýμενο, καλοθρεμμÝνοι, καλοντυμÝνοι, με προοπτικÝς κι επιτυχßες κι απÝναντß τους οι κακοθρεμμÝνοι, οι πρüωρα γερασμÝνοι, η γυναßκα που Ýραβε συνÝχεια χωρßς πανß, πÜνω στο σκαμνß απü χιüνι, ο νεαρüς, με το μπρÜτσο λυγισμÝνο σα να τον βÜραινε Ýνα ψωμß, üμως χωρßς ψωμß.
Καθþς ο δικαστÞς ξαναγýριζε στην καρÝκλα του, κουτσαßνοντας πÜνω στο ξυλοπüδαρο του, πÝρασε δßπλα απü τον κατηγοροýμενο. ΣκÝφτηκε κι εßπε, με χαμηλωμÝνη τη φωνÞ, καθþς περνοýσε: «Δε το καταλαβαßνεις λοιπüν εσý;».
ΑλλÜ ο Üνθρωπος με το σκληρü κολÜρο σÞκωσε μονÜχα τους þμους και δεν Þξερε να πει τßποτα. «ΑυτÞ η διαφορÜ», αναστÝναξε ο δικαστÞς, «...και καμιÜ αιτßα! Κι üμως κÜτι πρÝπει να φταßει, αλλÜ τι;» ¸στεκε εκεß, αναποφÜσιστος, χωρßς να ξÝρει αν εßχε καν νüημα να ξανακÜτσει στην Ýδρα του. «Εßναι η αμÜθεια μου», σκÝφτηκε, «εßμαι αμüρφωτος και δε μπορþ να το πω. Εßμαι πÜρα πολý αμüρφωτος. Αν Þξερα μονÜχα, τι εßναι το τÜλαντο τους!».
ΞαφνικÜ σταμÜτησε. ΘυμÞθηκε τη δýναμη που εßχε αποχτÞσει τελευταßα. ¸τρεξε στο τραπÝζι. Με μια πλατιÜ κßνηση του χεριοý χτýπησε το κουδοýνι του. Απü πßσω απü τ' ασπρüρουχα, σε μακριÜ πομπÞ, Þρθαν οι τüμοι τÞς ΒρετανικÞς Εγκυκλοπαßδειας, σαρÜντα τον αριθμü. Περπατοýσαν μεγαλüπρεπα, Þταν χοντροß.
ΣτÜθηκαν μπροστÜ στον ανþτατο δικαστÞ σε παρÜταξη, τÝσσερις γραμμÝς βαθιÜ, ßδιοι στρατιþτες.
-«Φßλοι μου», Üρχισε ο δικαστÞς με φωνÞ γεμÜτη σεβασμü, «ξÝρετε να μας πεßτε τßποτα για την αιτßα που κÜνει μερικοýς απü μÜς, Ýνα πολý μικρü μÝρος, να πολλαπλασιÜζουν το βιüς τους, να το κÜνουν απü Ýνα δυο Þ πÝντε Þ ακüμα και δÝκα, üπως λÝει κι απαιτεß το ΕυαγγÝλιο, Üλλοι üμως, πολλοß, οι πιο πολλοß, το πιο πολý που καταφÝρνουν σε μια μακρüχρονη και γεμÜτη δουλειÜ ζωÞ να 'ναι η φτþχεια τους. Ποιο φßλοι μου, ποιο εßναι το τÜλαντο των ευτυχισμÝνων που βγÜζει τüσα μεγÜλα κÝρδη και που γι' αυτü το τÜλαντο, üπως Ýχω ακοýσει, τüσο σκληρüς αγþνας γßνεται ανÜμεσα τους; Τι εßναι αυτü το τÜλαντο;».
Οι σαρÜντα τüμοι μαζεýτηκαν üλοι σε κýκλο και συσκÝφτηκαν. ΜετÜ, Ýνας τους βγÞκε μπροστÜ:
-«Εγþ μπορþ να μιλÞσω για το ΚεφÜλαιο», εßπε με δυνατÞ, χοντρÞ και γεμÜτη αυτοπεποßθηση φωνÞ. «Εßναι το χρÞμα που γεννÜει τον τüκο του, üπως η γελÜδα γεννÜει μοσχαρÜκια. ΚληρονομημÝνο Þ κερδισμÝνο, üποιος το 'χει, αυτουνοý του χαρßζει και τüκο. ºσιος να σÜς βοηθÞσει αυτü». Ο δικαστÞς γýρισε στη Σουαßηερ.
-«Κι εσý εßχες λεφτÜ, αν θυμÜμαι καλÜ. ΚατÜλαβε με, δε ρωτÜω τι Ýδωσες για να τα πÜρεις, εßχες üμως λßγα. Δεν αυξÞθηκαν».
-«Ναι», εßπε αδιÜφορα, «εßχα λßγα. Τελειþσανε γρÞγορα».
-«ΑυτÜ δε γεννÞσανε, τ' ακοýτε;», εßπε αυστηρÜ ο δικαστÞς.
Τüτε βγÞκε Ýνας Üλλος τüμος μπροστÜ.
-«Εγþ ξÝρω για την ΕργατικÞ Δýναμη», εßπε δυνατÜ. «¼ταν κÜποιος βÜζει την εργατικÞ του δýναμη μÝσα σε κÜτι, τüτε αυτü παßρνει αξßα. Οι πÝτρες δεν αξßζουν πολλÜ, Ýνα σπßτι üμως... καταλαβαßνετε!».
-«Α», εßπε κουρασμÝνα ο δικαστÞς, «δε μπορεß να 'ναι αυτü. ΕργατικÞ δýναμη εßχαμε üλοι. Αυτü üμως που τη βÜζαμε μÝσα δεν Þταν δικü μας Þ χανüταν γρÞγορα, δεν εßναι Ýτσι, Μαßρη;». Κι Üλλοι τüμοι βγÞκαν μπροστÜ κι εßπαν για ΕφευρÝσεις Þ ΟργανωτικÞ Ικανüτητα Þ για Αποταμßευση. Κανεßς üμως δεν Þξερε να πει σωστÜ, τι Þταν το τÜλαντο των επιτυχημÝνων. Στο τÝλος μπÞκαν üλοι στη γραμμÞ σα στρατιþτες και μετρÞθηκαν, για να δει ο ανþτατος δικαστÞς πως κανεßς τους δεν Ýλειπε -κι αλÞθεια, δεν Ýλειπε κανεßς. Τüτε ο ανþτατος δικαστÞς τους Üφησε πÜλι να φýγουν κι Þταν λυπημÝνος üσο ποτÝ πριν. Ξανακοßταξε τη Μαßρη Σουαßηερ τη ρÜφτρα, τη βασικÞ μÜρτυρα.
-«Ο Σεßριος», μουρμοýρισε. ΚÜθισε στην Ýδρα του και κουδοýνισε με το καμπανÜκι του φαγητοý. Απü πßσω απü τ' ασπρüρουχα βγÞκε ο Σεßριος. Εßχε πÝντε μεγÜλες μυτερÝς Üκρες και δυο μικρÜ ποδαρÜκια.
-«Το τελευταßο καιρü», ρþτησε ο Ανþτατος ΔικαστÞς, «μπÞκατε στο ζþδιο του Ζυγοý;». Ο Σεßριος σκÝφτηκε και μετÜ αρνÞθηκε.
-«Αν εßχατε μπει στον Ζυγü Þ σε κÜποιο Üλλο ζþδιο, θα μποροýσε ποτÝ αυτü, κατÜ τη γνþμη σας, να σημαßνει απειλÞ για το μαγαζß της κυρßας Σουαßηερ;». Ο Σεßριος αρνÞθηκε χωρßς καμιÜ σκÝψη. ¸δειχνε πολý πειραγμÝνος.
-«Δεν εßσαστε λοιπüν οýτε σεις; Οýτε σεις το κανονßζετε αυτü; Δεν εßναι αυτü λοιπüν η ευτυχßα;».
-«Ποιος τις λÝει επιτÝλους αυτÝς τις βλακεßες;», εßπε ο Σεßριος. Ο δικαστÞς τον Üφησε να φýγει. Καθüταν με το πηγοýνι στο στÞθος και κοßταζε φαρμακωμÝνος ßσια μπροστÜ. Στους μÜρτυρες κατηγορßας Ýγινε μια ταραχÞ.
-«ΠρÝπει να φýγουμε πια», λÝγανε, «δε θα καταφÝρετε να το βρεßτε. Η ανισüτητα εßναι πολý μεγÜλη κι οι Üλλοι εßναι πιο Ýξυπνοι απü μας».
-«Η ανισüτητα εßναι πÜρα πολý μεγÜλη», πÞρε τþρα ο συνÞγορος τον λüγο, σπρþχνοντας το σκληρü του κολÜρο πßσω, στο σβÝρκο. «ΑνÜμεσα σ' Ýναν Üνθρωπο με ξýλινο πüδι και σ' Ýναν χωρßς πüδι, που εßναι και τυφλüς, υπÜρχει μια τερÜστια διαφορÜ, που Ýχει και τις οικονομικÝς της συνÝπειες, αγαπητÝ Φιουκοýμπυ». Ο δικαστÞς πρüσεχε πολý τα λüγια τοý συνηγüρου, ενδιαφερüταν για κÜθε του λÝξη, αυτü το 'βλεπε κανεßς καθαρÜ. Κι ο δικαστÞς το 'ξερε πως το 'βλεπαν üλοι.
-«ΚαλÝστε λοιπüν τον ΜπÞρυ, τον επιστÜτη μου!», ζÞτησε ειρωνικÜ ο συνÞγορος. «Αυτüς εßναι γιος εργÜτη στα ανθρακωρυχεßα». Ο δικαστÞς σκÝφτηκε. ΜετÜ χτýπησε το κουδοýνι του κι Þρθε ο ΜπÞρυ. ΔÞλωσε, χωρßς να τον ρωτÞσουν, πως εßχε λογαριασμü στην τρÜπεζα.
-«Εμενα üμως κüβει το μυαλü μου» παινεýτηκε. «Οι καμπινÝδες με τον λοξü πßσω τοßχο Þταν δικιÜ μου ιδÝα». Ο συνÞγορος συμφþνησε:
-«Ακριβþς! ΞÝρει και βγÜζει κÜτι απü τους Üλλους, αυτü εßναι». Οι μÜρτυρες κατηγορßας μουρμοýριζαν.
-«ΣιωπÞ», τους παρατÞρησε ο Ανþτατος ΔικαστÞς. Η ματιÜ του Ýπεσε στ' αντικεßμενα που Þταν πÜνω στο τραπÝζι: το μαχαßρι και το γρÜμμα. Σηκþθηκε, πÞγε στην Üλλη μεριÜ του τραπεζιοý, Ýμεινε ορθüς μπροστÜ στο τραπÝζι, σα μÜρτυρας κι εßπε προς τα πÜνω, üπως οι μÜρτυρες:
-«Εγþ πÞρα αυτü το μαχαßρι για τÜλαντο». Σοýρθηκε βιαστικÜ πßσω στη καρÝκλα του κι εßπε αυστηρÜ: «Κι αυτÞ εßναι μια βασικÞ παρατÞρηση. Μαßρη, τι πÞρες εσý;». Και της Ýδειξε το γρÜμμα, για να επηρεÜσει την κατÜθεση της.
-«Εγþ πÞρα το γρÜμμα για τÜλαντο», εßπε εκεßνη, που το κατÜλαβε. Κι Ýτσι τον βοÞθησε να προχωρÞσει.
-«Στο γρÜμμα λÝει üτι ξÝρεις κÜτι για τον εργοδüτη σου, που θα τον στεßλει στη φυλακÞ. Εßναι εκβιασμüς, Ýτσι;».
-«ΦυσικÜ», εßπε εκεßνη.
-«Ναι, αυτü εßναι το δικü μας το τÜλαντο, Ýτσι μοιÜζει το δικü μας το τÜλαντο», μουρμοýρισε αφαιρεμÝνα, «το δικü τους üμως ποιο εßναι;». Καθüταν κι εßχε το κεφÜλι του μÝσα στα χÝρια, Ýσπαζε το μυαλü του και φαινüταν σε τÝλεια απüγνωση.
«Δε λÝει να ξεκαθαρßσει», παραπονιüταν. «ΑυτÜ τα ΚαταστÞματα! Ε... αυτÜ τα πολεμικÜ πλοßα! ΚÝρδη πÜνω στα κÝρδη! Απü ποý βγαßνουν, λοιπüν, στ' αλÞθεια; ΤÝτοιες γιγÜντιες δουλειÝς, τÝτοιοι πüλεμοι, τÝτοια ανισüτητα! Πþς τα καταφÝρνουν;». Τüτε üμως εßδε μπροστÜ του τον ΜπÞρυ και του 'ρθε μια ιδÝα. Γýρισε στο γραφιÜ του, που Þταν κÜποτε εργοδüτης του. «Σμßθυ», τον ρþτησε, «αν σ' Üφηναν, τüτε παλιÜ, να με κρατÞσεις, θα 'βλεπες Üσπρη μÝρα;».
-«Γιατß üχι;», απÜντησε ο Σμßθυ.
-«Τüτε üμως εßναι ολοφÜνερο», εßπε ο δικαστÞς κι η φωνÞ του Ýτρεμε απü την Ýξαψη, «τüτε αποδεßχτηκε τι εßναι το τÜλαντο σας! ΣÞκω Μαßρη, Ýλα μπροστÜ, παιδß μου, πÞγαινε μαζß τους, Σμßθυ!». Και γýρισε θριαμβευτικÜ στους συγγενεßς του κατηγοροýμενου: «Αυτü εßναι το τÜλαντο σας! Εμεßς! Ο Üνθρωπος, το τÜλαντο του ανθρþπου! ¼ποιος δεν Ýχει κανÝναν να εκμεταλλευτεß, εκμεταλλεýεται τον εαυτü του! Τþρα εßν' ολοφÜνερο! Εσεßς το κρýβατε! Να ο τοßχος τοý σπιτιοý. Που εßναι ο χτßστης; ΜÞπως τον πληρþσατε σωστÜ; Κι αυτü το χαρτß! ΚÜποιος το 'φτιαξε βÝβαια κι αυτü! ΜÞπως πÞρε üσα Ýπρεπε γι' αυτü; Και το τραπÝζι! Αυτüν που πελÝκησε το ξýλο, τον Ýχουν στ' αλÞθεια εξοφλÞσει; Τα ροýχα στο σκοινß! Το σκοινß! Κι ακüμα και το δÝντρο, που δε φýτρωσε εκεß μοναχü του! Το μαχαßρι εδþ! Πληρþθηκαν αυτÜ; ¼λα τα λεφτÜ; ΦυσικÜ üχι! ΠρÝπει να βγÜλει κανεßς ανακοßνωση: να παρουσιαστοýν üλοι αυτοß που δεν τους Ýχουν πληρþσει σωστÜ! Οι ιστορßες κι οι βιογραφßες δε φτÜνουν! Ποý εßναι τα μισθολüγια;».
Και γυρßζοντας στον κατηγοροýμενο, με τρομερÜ δυνατÞ φωνÞ: «ΚαταδικÜζεσαι! ¼λα ψÝματα! ΔιÝδωσες το ψÝμα! Σε καταδικÜζω! Για συνεργßα! Γιατß Ýδωσες στους ανθρþπους σου αυτÞ την παραβολÞ στο χÝρι, που εßναι κι αυτÞ Ýνα τÜλαντο! Που το 'χουν για να κερδßζουν! Κι üλους που τη ξαναλÝνε, αυτοýς που τολμÜνε να λÝνε κÜτι τÝτοιο, τους καταδικÜζω! Σε θÜνατο! Και προχωρþ: üποιου του τη λÝνε και τολμÜει να μη μπαßνει αμÝσως στη μÝση, τον καταδικÜζω κι αυτüν! Κι επειδÞ κι εγþ Üκουσα αυτÞ τη παραβολÞ και δε μßλησα, γι' αυτü καταδικÜζω και τον εαυτü μου σε θÜνατο!». Και ξανακÜθισε, λουσμÝνος στον ιδρþτα.
Λßγες μÝρες μετÜ, ο στρατιþτης Φιουκοýμπυ συνελÞφθη. Τον δßκασαν, για μεγÜλο του ξÜφνιασμα, με τη κατηγορßα τÞς δολοφονßας της Μαßρης Σουαßηερ. ΚαταδικÜστηκε σε θÜνατο και τον κρÝμασαν, με τη παρουσßα και τα χειροκροτÞματα ενüς μεγÜλου πλÞθους απü μικρÝμπορους, ρÜφτρες, ανÜπηρους στρατιþτες και ζητιÜνους.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Πως ¹ταν... (Ι)
Πρþτα η χαρÜ δε μ' Üφηνε να κλεßσω μÜτι
Ýπειτα μ' Ýκανε η Ýννοια ν' αγρυπνþ.
Σα μ' Üφηναν κι οι δυü να γεßρω στο κρεβÜτι
αποκοιμιüμουν. Αλλ', αχ, Þταν σα να περνþ
στη νýχτα του ΝοÝμβρη, κÜθε του ΜÜη πρωινü.
Πως ¹ταν... (ΙΙ)
Η πßκρα σου Þταν και πßκρα μου
η πßκρα μου Þταν και δικÞ σου
μ' εμÝ üταν δεν εßχες μια χαρÜ
δεν εßχα οýτε 'γω μαζß σου.
Αδυναμßες
Δεν εßχες καμμιÜ.
Εγþ εßχα μιÜ:
Αγαποýσα!
(Αποσπ. απü την "ΑποπλÜνηση Των ΑγγÝλων". Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ)
¢σχημο Πρωß
Η λεýκα με τα ασημÝνια φýλλα,
συνηθισμÝνη και γνωστÞ μας ομορφιÜ,
ΣÞμερα εßναι πια γριοýλα.
Η λßμνη μια λακκοýβα με μουχλüνερα –μακρυÜ!
ΜπλÝχουν οι φοýξιες με τα σκυλÜκια:
φτηνολοýλουδα πρωτßστως μÜταια.
Γιατß;
Χτες στον ýπνο μου με δεßχναν δÜχτυλα,
λες κι Þμουνα λεπρüς.
ΔÜχτυλα αργασμÝνα απ' τη δουλειÜ
Κι Þταν στρεβλÜ, σπασμÝνα.
-"Δε ξÝρετε!" τους φþναξα
κι ας Þξερα την ενοχÞ μου.
Για Τη Παιδοκτüνο Μαρßα ΦαρρÜρ
Μαρßα ΦαρρÜρ, γεννηθεßσα τον Απρßλιον,
ανÞλικη, ορφανÞ, ραχιτικÞ, üψεως κοινÞς,
λευκοý ως τþρα ποινικοý μητρþου,
εσκüτωσε το παιδß της ως εξÞς:
Σ ενα κατþú-λÝει-σαν Þταν δυü μηνþν,
να το ξεφορτωθεß προσπÜθησε üπως üπως,
με δυο ενÝσεις που της Ýκανε μιÜ γριÜ.
Πüνεσε, λÝει, πολý-üμως χαμÝνος κüπος.
ΑλλÜ εσεßς, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
ΠλÞρωσε ωστüσο-λÝει-üτι εßχε συμφωνÞσει.
Σφιχτüδενε με πÜνες την κοιλιÜ της,
τσßπουρο Ýπινε με πιπÝρι, αλλÜ το μüνο
που πÝτυχε Þταν να γδαρθοýν τα σωθικÜ της.
Το φοýσκωμα φαινüταν πιÜ ξεκÜθαρα,
κι αβÜσταχτα πονοýσε üταν σφουγγÜριζε.
ΨÞλωσε, ωστüσο-λÝει. Και προσεýχονταν
στην ΠαναγιÜ και τÜματα της χÜριζε.
¼μως εσεßς, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
Μα οι προσευχÝς της πÞγαιναν του κÜκου.
ΠολλÜ ζητοýσε, ως φαßνεται. Κι ολοÝνα
στον üρθο ζαλιζüταν, κρýος την Ýλουζε ιδρþτας
καθþς γονατιστÞ παρακαλοýσε την ΠαρθÝνα.
ΑλλÜ κατÜφερε να μην την πÜρουν εßδηση
ωσüτου ζýγωσε η þρα να γεννÞσει,
γιατß κανεßς ποτÝ δεν φανταζüτανε
πως μια τüσο Üχαρη κοπÝλα εßχε αμαρτÞσει.
Κι εσεßς, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
Τη μÝρα κεßνη-λÝει-τη χαραυγÞ,
καθþς, σκουπßζοντας τις σκÜλες, εßχε σκýψει,
Üγρια νýχια της ξÝσκισαν την κοιλιÜ.
Ωστüσο μπüρεσε τους πüνους της να κρýψει.
Ολημερßς σουρνüταν τη μπουγÜδα απλþνοντας
κι Ýσπαζε το κεφÜλι της þσπου να νιþσει
πως Ýφτανε της γÝννας της η þρα. Κι Ýτρεμε
η καρδιÜ της σαν, αργÜ, τρÜβηξε να ξαπλþσει.
ΑλλÜ εσεßς, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
Μα την ξαναφþναξαν πριν να καλογεßρει:
χιüνι εßχε κι Ýπρεπε αυτÞ να το σκουπßσει.
Και σκοýπιζε ως τις Ýντεκα. Μια ατελεßωτη Þταν μÝρα.
Τη νýχτα μüνο μπüρεσε Þσυχα να γεννÞσει.
Και γÝννησε-üπως λÝει- Ýνα αγüρι.
¼μοιο Þταν μ üλα τ Üλλα αγüρια.
Μüνο αυτÞ δεν Þταν σαν τις Üλλες μÜνες.
ΑλλÜ για τοýτο δεν της πρÝπει κατηγüρια.
Κι εσεßς, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
ΑφÞστε τη, λοιπüν, ν’ αποτελειþσει
την ιστορßα για κεßνο το παιδß
(λÝει πως δεν θÝλει τßποτα να κρýψει),
κι Ýτσι θα δοýμε τι ειμ εγþ και τι εßσαι συ.
ΛÝει πως μüλις πÞγε στο κρεβÜτι,
αναγοýλες την πιÜσανε και ρßγη.
ΜονÜχη, αλαφιασμÝνη τι θα γßνει,
με κüπο τις φωνÝς της κρυφοπνßγει.
¼μως εσεßς, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
Μ' üσες τις απüμειναν δυνÜμεις
-η κÜμαρα της Þταν κιüλας παγωμÝνη-
σýρθηκε ως τον απüπατο (μα πüτε,
δε θυμÜται πια) κι εκεß παρατημÝνη,
γÝννησε τα χαρÜματα. Κι Þτανε λÝει,
ολüτελα χαμÝνη κι Ýνιωθε πια να κοκαλþνει,
μüλις μποροýσε να κρατÞσει το παιδß της,
γιατß μες στη σοφßτα τρýπωνε το χιüνι.
Κι εσεßς, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
Και τüτε, πριν στην κÜμαρα γυρßσει
-μüνο τüτε-να κλαßει αρχινÜει το παιδß.
Κι εκεßνη φρÝνιασε τüσο, καθþς λÝει,
που με τις δýο γροθιÝς της, σαν τυφλÞ,
το χτýπαε και το χτýπαε μÝχρι να βουβαθεß.
Και τüτε, πÞρε το πεθαμÝνο της μωρü
μες στο κρεβÜτι þσπου να ξημερþσει,
και το πρωß το κρυψε μες στο πλυσταριü.
ΑλλÜ εσεßς, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
Μαρßα ΦαρρÜρ, γεννημÝνη Ýναν Απρßλη,
στου ΜÜισσεν πÝθανε τη φυλακÞ,
κοριτσομÜνα, καταδικασμÝνη,
του κÜθε ανθρþπου τις αδυναμßες ιστορεß.
Σεις που γεννÜτε σε κρεβÜτια πεντακÜθαρα
και «ευλογημÝνες» λÝτε της κοιλιÜς σας ο καρπüς
μη ρßχτε στους αδýναμους τ ανÜθεμα.
Βαρý Þτανε το κρßμα της, μα ο πüνος της πικρüς.
Γι αυτü, παρακαλþ, μη δεßξετε καταφρüνια,
γιατß το κÜθε πλÜσμα χρειÜζεται üλων μας τη συμπüνοια.
ΜπαλλÜντα Για Την "ΕβραιοπουτÜνα" Μαρßα ΣÜντερς
Στη ΝυρεμβÝργη βγÜλαν νüμο
κι Ýκλαψαν οι γυναßκες που
μ' εβραßο πλαγιÜζουν στο κρεββÜτι.
"Της φτþχειας το ψωμß ακριβαßνει
τα τýμπανα χτυπÜνε δυνατÜ
Θε μου, ü,τι απ’ αυτοýς μας περιμÝνει
Θα γßνει τοýτη τη νυχτιÜ".
Μαρßα, ο καλüς σου Ýχει κατÜμαυρα μαλλιÜ.
Καλλßτερα απüψε να μη τον δεις
üπως τον εßδες χτες.
"Της φτþχειας το ψωμß ακριβαßνει
τα τýμπανα χτυπÜνε δυνατÜ
Θε μου, ü,τι απ’ αυτοýς μας περιμÝνει
Θα γßνει τοýτη τη νυχτιÜ".
Μανοýλα, δως μου το κλειδß
Τüσο κακü δεν εßναι.
ΦÝγγει üπως πÜντα το φεγγÜρι.
"Της φτþχειας το ψωμß ακριβαßνει
τα τýμπανα χτυπÜνε δυνατÜ
Θε μου, ü,τι απ’ αυτοýς μας περιμÝνει
Θα γßνει τοýτη τη νυχτιÜ".
¸να πρωινü κατÜ τις εννιÜ
Την Ýσυραν μÝσ’ απ’ την πüλη
ΓυμνÞ, με μια ταμπÝλα στο λαιμü και κουρεμÝνη.
Ο κüσμος οýρλιαζε κι αυτÞ
Τους κοßταζε με κρýα ματιÜ.
"Της φτþχειας το ψωμß ακριβαßνει
τα τýμπανα χτυπÜνε δυνατÜ
Θε μου, ü,τι απ’ αυτοýς μας περιμÝνει
Θα γßνει τοýτη τη νυχτιÜ".