Βιογραφικό
Kathleen Beauchamp βιογραφικό ΕΔΩ
-----------------------------------------------------------------
Μακαριότητα
Αν και τριάντα ετών, η Μπέρθα Γιάνγκ μπορούσε ακόμα να ζει στιγμές σαν κι αυτή, που της ερχότανε να τρέξει αντί να περπατήσει, να κάνει χορευτικά βήματα πάνω-κάτω στο πεζοδρόμιο, να κυλήσει ένα στεφάνι, να πετάξει κάτι ψηλά στον αέρα και να το ξαναπιάσει ή να σταθεί ακίνητη και να γελά για το τίποτα -για το τίποτα στη κυριολεξία.
Τι θα κάνατε σείς αν ήσαστε τριάντα και, στρίβοντας στη γωνιά του δρόμου σας, παραλύατε ξαφνικά, από μιαν αίσθηση μακαριότητας -απόλυτης μακαριότητας!- σα να 'χατε ξαφνικά καταπιεί έν' αστραφτερό κομμάτι από τον απογευματιάτικο ήλιο και να σας έκαιγε το στήθος, σκορπίζοντας μια μικρή βροχή σπίθες σε κάθε σας μόριο, σε κάθε δάχτυλο στα χέρια και στα πόδια;
Ω δεν υπάρχει λοιπόν τρόπος, να μπορείς να το εκφράσεις αυτό χωρίς να χαρακτηριστείς "μεθυσμένος κι έκλυτος"; Τι ανόητος που 'ναι ο πολιτισμός! Τι ωφελεί να 'χεις ένα κορμί, αν θα πρέπει να το κρατάς κλεισμένο στη θήκη του σαν ένα σπάνιο βιολί;
"Όχι, αυτό με το βιολί δεν είναι ακριβώς αυτό που θέλω να πω" σκέφτηκε καθώς ανέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά και ψαχούλευε τη τσάντα της να βρει το κλειδί -το είχε ξεχάσει, ως συνήθως. Έπαιξε τη γρίλια στο γραμματοκιβώτιο. "Δεν είναι αυτό που θέλω να πω, γιατί..."
-"Ευχαριστώ Μαρία" είπε και μπήκε στο χολ. "Γύρισε η νταντά";
-"Μάλιστα κυρία. Τα φέρανε".
-"Πήγαινέ τα σε παρακαλώ στη τραπεζαρία. Θα τα τακτοποιήσω πριν ανέβω πάνω".
Η τραπεζαρία ήτανε μισοσκότεινη και παγωμένη μα παρ' όλα αυτά, η Μπέρθα έβγαλε το παλτό. Δε μπορούσε να υποφέρει το σφίξιμό του ούτε στιγμή παραπάνω. Ο ψυχρός αέρας της αγκάλιασε τις πλάτες.
Όμως στο στήθος της υπήρχε ακόμα κείνο το λαμπερό, φλογισμένο κομμάτι, κείνη η βροχή, οι σπίθες. Σχεδόν δεν το άντεχε. Μόλις τολμούσε ν' αναπνεύσει, από φόβο μήπως αναρριπίσει τη φλόγα κι όμως ανάσανε βαθιά-βαθιά. Μόλις τολμούσε να κοιτάξει στο κρύο καθρέφτη κι όμως κοίταξε κι ο καθρέφτης της επέστρεψε την εικόνα, μιας γυναίκας που ακτινοβολούσε με χαμογελαστά, τρεμάμενα χείλη, με μεγάλα, σκούρα μάτια και μιαν έκφραση προσήλωσης ν' ακούσει, προσμονής για κάτι ...θείο που θα συμβεί... που 'ξερε πως πρέπει να συμβεί ...οπωσδήποτε.
Η Μαρία έφερε τα φρούτα πάνω σ' ένα δίσκο μαζί με μια γυάλινη πιατέλα κι ένα μπλε πιάτο, πολύ όμορφο, με μια περίεργη πατίνα, λες και το 'χες βουτήξει μέσα σε γάλα.
-"Θέλετε ν' ανάψω φως, κυρία";
-"Όχι, ευχαριστώ. Βλέπω αρκετά καλά".
Υπήρχανε μανταρίνια και μήλα με ροζ φραουλί λεκέδες. Μερικά κίτρινα αχλάδια, απαλά σα μετάξι, μερικά λευκά σταφύλια σκεπασμένα με μιαν ασημένια θαμπάδα κι ένα μεγάλο βυσσινί τσαμπί. Αυτό το τελευταίο το 'χεν αγοράσει για να το ταιριάξει με το καινούργιο χαλί της τραπεζαρίας. Μάλλον εξεζητημένη και γελοία ιδέα βέβαια, όμως γι' αυτό ακριβώς το 'χεν αγοράσει. Είχε σκεφτεί στο μαγαζί: "Πρέπει να 'χω και μερικά βυσσινιά σταφύλια, για να δέσει το χαλί με το τραπέζι". Εκείνη τη στιγμή της είχε φανεί απόλυτα λογικό.
Όταν τέλειωσε κι αφού είχε σχηματίσει δυο πυραμίδες μ' αυτά τα λαμπερά, στρογγυλά σχήματα, απομακρύνθηκε από το τραπέζι για να δει το αποτέλεσμα και ...πολύ περίεργο πράγματι. Γιατί το σκούρο, σκοτεινό τραπέζι, έμοιαζε να χάνεται στο μούγχρωμα του δωματίου κι η γυάλινη πιατέλα με το μπλε πιάτο να κολυμπάνε στον αέρα. Με τη διάθεση που τη πλημμύριζε, αυτό της φάνηκε φυσικά, τόσο απίστευτα όμορφο... Έβαλε τα γέλια.
"Όχι, όχι. Αρχίζω να γίνομαι υστερική". 'Αρπαξε το παλτό και τη τσάντα κι έτρεξε πάνω στο δωμάτιο του παιδιού.
Η νταντά καθότανε δίπλα σ' ένα χαμηλό τραπεζάκι και τάϊζε τη μικρούλα Μπη για βράδυ, αφού προηγουμένως της είχε κάνει μπάνιο. Το μωρό φορούσε λευκό, φανελένιο νυχτικάκι κι ένα μάλλινο ζιπουνάκι. Τα λεπτά, καστανά μαλλάκια της ήτανε βουρτσισμένα προς τα πάνω, σχηματίζοντας μια μικρή αστεία μύτη. Σήκωσε τα μάτια, είδε τη μητέρα της κι άρχισε να χοροπηδά.
-"Έλα γλυκό μου, φάε το φαγάκι σου σα καλό κοριτσάκι" είπεν η νταντά, σουφρώνοντας τα χείλη της μ' ένα τρόπο, που η Μπέρθα γνώριζε πολύ καλά και σήμαινε πως πάλι μπήκε στο δωμάτιο σε λάθος στιγμή.
-"Ήτανε φρόνιμη σήμερα";
-"Μια γλύκα ολόκληρο τ' απόγευμα" απάντησε ψιθυριστά η νταντά. "Πήγαμε στο πάρκο, κάθισα σ' ένα παγκάκι και την έβγαλα από το καροτσάκι. Ήρθε κοντά μας ένας μεγάλος σκύλος κι αυτή του άρπαξε τ' αφτί και το τράβηξε. Ω να τη βλέπατε"!
Η Μπέρθα ήθελε να ρωτήσει μήπως ήτανε μάλλον επικίνδυνο ν' αφήνει τη μικρή να τραβά τ' αφτί ενός σκύλου. Δε τόλμησεν όμως. Στεκότανε και τις κοιτούσε με τα χέρια κρεμασμένα, σα φτωχό κοριτσάκι μπροστά σ' ένα πλουσιοκόριτσο με τη κούκλα του. Το μωρό σήκωσε πάλι τα μάτια πάνω της, τη κοίταξε καλά-καλά και μετά χαμογέλασε τόσο χαριτωμένα, που η Μπέρθα δε κρατήθηκε και φώναξε:
-"Ω, άφησε με σε παρακαλώ να της δώσω εγώ το υπόλοιπο φαγητό. Στο μεταξύ τακτοποίησε το μπάνιο".
-"Μα κυρία, δεν είναι σωστό να περνά από τη μια αγκαλιά στην άλλη την ώρα που τρώει" είπεν η νταντά, πάντα με ψιθυριστή φωνή. "Την αναστατώνουμε έτσι, είμαι σίγουρη πως αυτό τη ταράζει".
Τι παραλογισμός. Ποιός ο λόγος να 'χεις παιδί, αν θα πρέπει να το κρατάς -όχι σε θήκη, σα σπάνιο, σπάνιο βιολί- αλλά στα χέρια μιας άλλης γυναίκας;
-"Θα το πάρω"! αποφάσισε.
Εξαιρετικά πειραγμένη η νταντά, της έδωσε τη μικρή.
-"Μη τη ξεσηκώσετε όμως. Μόλις έφαγε. Πάντα αυτό γίνεται και μετά μαρτυρώ μαζί της"!
Δόξα σοι ο Θεός! Η νταντά βγήκεν από το δωμάτιο κρατώντας τις πετσέτες του μπάνιου. "Τώρα σ' έχω μόνο δική μου, θησαυρέ μου" τις ψιθύρισεν η Μπέρθα καθώς η μικρή στηριζότανε πάνω της.
Ήτανε μαγεία να τη βλέπεις να τρώει, τείνοντας τα χειλάκια της προς το κουτάλι κι ανεμίζοντας αμέσως μετά τα χέρια. Που και που, κρατούσε το κουταλάκι στο στόμα και δεν τ' άφηνε να φύγει κι άλλοτε μόλις το 'χε γεμίσει η Μπέρθα, του 'δινε μια με το χεράκι της και σκόρπιζε το φαΐ στους τέσσερεις ανέμους. Όταν έφαγε τη σούπα της, η Μπέρθα γύρισε και πήγε κοντά στο τζάκι.
-"Είσαι κουκλί, σωστό κουκλί"! της είπε φιλώντας το ζεστό κορμάκι. "Μ' αρέσεις πολύ. Σ' αγαπώ". Ήταν αλήθεια! Αγαπούσε τόσο πολύ τη μικρούλα Μπη, το λαιμό της καθώς έσκυβε μπροστά, τα λεπτά δαχτυλάκια των ποδιών της που δείχνανε διάφανα στη λάμψη του τζακιού, που όλη εκείνη η αίσθηση της μακαριότητας ξαναγύρισε και δεν ήξερε πως να την εκφράσει, πως να τη μεταχειριστεί.
-"Σας ζητάνε στο τηλέφωνο" διέκοψε τις σκέψεις της η νταντά, εισβάλλοντας θριαμβευτικά κι αρπάζοντας τη δική της μικρούλα Μπη.
Κατέβηκε τρέχοντας. Ήταν ο Χάρρυ.
-"Ναι; Μπερ; Κοίτα, θ' αργήσω. Θα πάρω ταξί και θα 'ρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Σε παρακαλώ όμως, καθυστέρησε δέκα λεπτά το δείπνο. Εν τάξει";
-"Σύμφωνοι. Ααα ...Χάρρυ..."
-"Ναι";
Τι ήθελε να του πει; τίποτε δεν ήθελε να του πει. Ήθελε μόνο την επαφή μαζί του, για ένα έστω λεπτό. Δε μπορούσε στα καλά καθούμενα να φωνάξει: "Δεν ήταν υπέροχη η σημερινή μέρα";
-"Τι τρέχει"; ακούστηκε κοφτή η μακρινή φωνή του Χάρρυ.
-"Τίποτα. Εν τάξει" είπεν η Μπέρθα και κρέμασε το ακουστικό, ενώ σκεφτότανε πως ο πολιτισμός ήτανε κάτι περισσότερο από κουτός.
Είχανε καλεσμένους για δείπνο. Τους Νόρμαν Νάϊτ, ένα πολύ ταιριασμένο ζευγάρι, -εκείνος ετοιμαζότανε ν' ανοίξει ένα θέατρο κι εκείνη ήτανε παθιασμένη με την εσωτερική διακόσμηση- ένα νεαρό, τον Έντυ Γουόρεν, που μόλις είχε δημοσιεύσει μια μικρή ποιητική συλλογή κι όλοι σχεδόν τονε καλούσανε σε γεύμα, και μιαν "ανακάλυψη" της Μπέρθα, τη Περλ Φούλτον. Η Μπέρθα, αγνοούσε τις ασχολίες της δεσποινίδας Φούλτον. Είχανε γνωριστεί στη λέσχη κι η Μπέρθα την είχεν ερωτευτεί, όπως ερωτευότανε πάντα τις γυναίκες που 'χανε κάτι το παράξενο πάνω τους.
Το εκνευριστικό σε τούτη την ιστορία, ήταν ότι, αν κι είχανε βρεθεί αρκετές φορές κι είχανε συζητήσει πράγματα σοβαρά, η Μπέρθα δεν είχε καταφέρει ακόμα να τηνε καταλάβει. Ως ένα σημείο, η δεσποινίς Φούλτον διέθετε μια σπάνια, αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια, μα κείνο το σημείο, βρισκότανε πάντα εκεί και πέρα απ' αυτό δε μπορούσε να διεισδύσει η Μπέρθα. Υπήρχε κάτι πέρ' απ' όλ' αυτά; "Όχι" ισχυριζόταν ο Χάρρυ. Την είχε χαρακτηρίσει υποτονική και "κρύα όπως όλες οι ξανθές, με κάποια, ίσως μικρή, δόση αναιμίας στον εγκέφαλο". Η Μπέρθα όμως δε συμφωνούσε, όχι ακόμα, τουλάχιστον. "Όχι, ο τρόπος της να κάθεται με το κεφάλι λιγάκι γερμένο και να χαμογελά, κρύβει κάτι, Χάρρυ και πρέπει να βρω τι είν' αυτό το κάτι". "Πολύ πιθανό να σημαίνει καλό στομάχι" είχεν απαντήσει ο Χάρρυ.
Είχε τη τάση να τη μπερδεύει μ' απαντήσεις του στυλ αυτού: "...πάσχει από το συκώτι της, χρυσή μου" ή "απλή περίπτωση αεροφαγίας" ή "αρρώστια των νεφρών"... κ. ο. κ. Για κάποιο λόγο, της Μπέρθας της άρεσε αυτός ο τρόπος και σχεδόν τονε θαύμαζε όταν της απαντούσε έτσι.
Μπήκε στη σάλα κι άναψε το τζάκι. Έπειτα μάζεψε ένα-ένα τα μαξιλαράκια, που η Μαρία είχε τακτοποιήσει με πολλή προσοχή και τα πέταξε πάλι άτακτα, πάνω στις πολυθρόνες και τους καναπέδες. Η διαφορά φάνηκε! Το δωμάτιο ζωντάνεψε αμέσως. Καθώς ετοιμαζόταν να πετάξει και το τελευταίο, έπιασε τον εαυτό της να το σφίγγει ξαφνικά πάνω της, με πάθος! Δεν έσβησεν όμως τη φλόγα στο στήθος της. Αντίθετα!
Η τζαμόπορτα του σαλονιού έβγαζε σ' ένα μπαλκόνι, που 'βλεπε στο κήπο. Πέρα στο βάθος, ακουμπισμένη σχεδόν στο τοίχο, υψωνότανε μια ψηλή, λιγνή κι ολάνθιστη αχλαδιά. Μια τέλεια φιγούρα, εντελώς ακίνητη, κόντρα στο γαλαζοπράσινον ουρανό. Η Μπέρθα δε μπορούσε να μην αισθανθεί, ακόμα κι από κει που στεκότανε, πως ούτ' ένα της μπουμπούκι δεν έμεινε κλειστό, πως ούτ' ένα της πέταλο δεν είχε μαραθεί. Στα παρτέρια του κήπου, κει κάτω από το μπαλκόνι, οι κόκκινες και κίτρινες τουλίπες φορτωμένες λουλούδια, μοιάζανε ν' ακουμπάνε στο σύθαμπο. Ένας γκρίζος γάτος σουρνότανε με τη κοιλιά, διασχίζοντας τη πρασιά κι ένας μαύρος -η σκιά του-, πήγαινε ξοπίσω πατώντας στα ίδια χνάρια. Η κίνησή τους, τόσον έντονη και γοργή, έφερε στη Μπέρθα, μια περίεργη ανατριχίλα.
"Πως γλυστράν έτσι αθόρυβα κι ανατριχιαστικά αυτές οι γάτες!" τραύλισε κι αφού απομακρύνθηκε από τη μπαλκονόπορτα, βάλθηκε να περπατά πάνω-κάτω... Πόσο έντονα μύριζαν οι νάρκισσοι μέσα στο ζεστό δωμάτιο. Υπερβολικά έντονα; Ω όχι. Κι όμως σα να 'χε παραλύσει τελείως, ρίχτηκε σ' ένα ντιβάνι και πίεσε τα μάτια με τα χέρια της. "Είμαι υπερβολικά ευτυχισμένη... υπερβολικά ευτυχισμένη!" μουρμούρισε και της φάνηκε πως είδε, ζωγραφισμένη πάνω στα βλέφαρά της, την όμορφη αχλαδιά με τα ολάνοιχτα μπουμπούκια, σαν ένα σύμβολο της ίδιας της ζωής της.
Πράγματι. Πράγματι είχε τα πάντα. Ήταν νέα. Ο Χάρρυ κι αυτή ήταν ερωτευμένοι όπως στην αρχή και τα πηγαίνανε θαυμάσια: δυό καλοί σύντροφοι. Είχε μιαν αξιολάτρευτη κορούλα. Κανένα οικονομικό πρόβλημα. Το σπίτι κι ο κήπος τους ικανοποιούσαν απόλυτα. Είχανε φίλους... μοντέρνους, συναρπαστικούς φίλους, συγγραφείς, ζωγράφους, ποιητές ή ανθρώπους που τους ενδιαφέρανε τα κοινωνικά προβλήματα. Το είδος ακριβώς των φίλων που θέλανε. Κι ύστερα ήτανε τα βιβλία κι η μουσική και μια καταπληκτική μοδίστρα που 'χεν ανακαλύψει και το καλοκαίρι θα πηγαίνανε στο εξωτερικό κι η καινούργια τους μαγείρισσα έφτιαχνε θαυμάσιες ομελέτες...
"Είμαι κουτή. Ανόητη!" Ανακάθισε, όμως ένιωθε σα να 'χε πιει, το κεφάλι της γύριζε. Σίγουρα έφταιγεν η άνοιξη. Ναι η άνοιξη έφταιγε. Τώρα ένιωθε τόσο κουρασμένη, που δε μπορούσε να πάρει τα πόδια της και ν' ανεβεί πάνω για να ντυθεί.
'Ασπρο φόρεμα, κολλιέ με γαλαζοπράσινες πέρλες, παπούτσια και κάλτσες, πράσινα. Δε το 'χε κάνει σκόπιμα. Είχε σκεφτεί το συνδυασμό, ώρες πριν σταθεί μπροστά στο παράθυρο της σάλας. Το φόρεμα θρόϊσεν απαλά καθώς η Μπέρθα μπήκε στο χολ και φίλησε τη κυρία Νόρμαν Νάϊτ, που κείνη τη στιγμή, έβγαζε πάνωθέ της ένα πολύ διασκεδαστικό πορτοκαλί παλτό, με μπορντούρα μαύρες μαϊμούδες στο κάτω μέρος και κατα μήκος του μπροστινού ανοίγματος.
-"...Μα γιατί! Γιατί! Γιατί η αστική κοινωνία να 'ναι τόσον αχώνευτη, να της λείπει παντελώς η αίσθηση του χιούμορ; Μόνο χάρη στη τύχη βρίσκομαι 'δω μαζί σας απόψε χρυσή μου κι αυτή η προστατευτική τύχη λέγεται Νόρμαν. Γιατί οι αγαπημένες μου μαϊμούδες αναστατώσανε τόσο πολύ τον κόσμο στο τρένο, που όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος, μέ τρώγανε κυριολεκτικά με τα μάτια. Δε γελούσανε, -δε διασκέδαζαν- αυτό θα το καταλάβαινα. Όχι, κοιτάζανε μόνο χάσκοντας κι εγώ ένιωθα θανάσιμη πλήξη, θανάσιμη".
-"Το αποκορύφωμα ήταν όμως" είπεν ο Νόρμαν, στερεώνοντας στο μάτι του ένα μεγάλο μονόκλ με σκελετό από ταρταρούγα, "δε σε πειράζει να το πω κι αυτό, ε Φέης"; (στο σπίτι και μεταξύ φίλων φώναζαν ο ένας τον άλλο Φέης και Μαγκ). "Το αποκορύφωμα ήτανε τη στιγμή που η Φέης, έχοντας πια μπουχτίσει, γύρισε στη γυναίκα πλάϊ της και της είπε: Μα επιτέλους, δεν έχετε ξαναδεί μαϊμού";
-"Α ναι"! Η κυρία Νόρμαν Νάϊτ έβαλε κι αυτή τα γέλια. "Αυτό ήτανε το κλου, δε συμφωνείτε"; Και το πιο αστείο ήτανε πως τώρα που 'χε βγάλει το παλτό, έμοιαζε πράγματι με σοφή μαϊμού, που ακόμα κι αυτό το κίτρινο μεταξωτό φόρεμα, το 'χε φτιάξει με φλούδες μπανάνας. Και τα κεχριμπαρένια σκουλαρίκια της μοιάζανε με μικρά κρεμασμένα φουντούκια.
-"Θλιβερός, πολύ θλιβερός ξεπεσμός!" είπεν ο Μαγκ, σταματώντας μπροστά στο καροτσάκι της μικρής Μπη "...όταν το καροτσάκι μπαίνει στης ράμπας το φως..." και με μια χειρονομία στον αέρα, συμπλήρωσε την απαγγελία. Χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο αδύνατος, χλωμός Έντυ Γουόρεν σε κατάσταση τρομερής απελπισίας, ως συνήθως.
-"Βρίσκομαι στο σωστό σπίτι, έτσι δεν είναι"; ρώτησεν ικετευτικά.
-"Μμμ... φαντάζομαι... το ελπίζω" απάντησε κεφάτα η Μπέρθα.
-"Έζησα μια τρομαχτικήν εμπειρία μ' ένα ταξιτζή. Επρόκειτο για διαβολικό πρόσωπο. Δε σταματούσε με τίποτα. Όσο εγώ του χτυπούσα το τζάμι και του φώναζα, τόσο πιο γρήγορα έτρεχεν αυτός. Και στο φως του φεγγαριού, κείνη η αλλόκοτη φιγούρα με το πλακουτσό κεφάλι, κουλουριασμένη πάνω από το μικρό τιμόνι..." Ανατρίχιασε καθώς έβγαζε πάνωθέ του το τεράστιο, λευκό, μεταξωτό φουλάρι. Η Μπέρθα πρόσεξε πως φορούσε κι άσπρες κάλτσες ασσορτί, -γοητευτικότατο:
-"Τι φοβερό!" αναφώνησε.
-"Ναι, πραγματικά φοβερό" συμφώνησε κι ο Έντυ, ακολουθώντας τη στο σαλόνι. "Φαντάστηκα τον εαυτό μου να ταξιδεύει στην Αιωνιότητα, μέσα σ' έν' άχρονο ταξί".
Τους Νόρμαν Νάϊτ τους γνώριζε. Επρόκειτο μάλιστα να γράψει ένα θεατρικό για τον Ν. Ν. όταν το σχέδιο για το θέατρο θα γινότανε πραγματικότητα.
-"Λοιπόν Γουόρεν, πως πάει το έργο"; ρώτησεν ο Μαγκ, αφήνοντας να πέσει το μονόκλ. Περίμενε λίγο να ξεβουλιάξει το μάτι και μετά το ξαναστερέωσε. Κι η Φέης: -"Ω κύριε Γουόρεν, τι όμορφες κάλτσες"!
-"Χαίρομαι πολύ που σας αρέσουν" είπεν αυτός, κοιτάζοντας τα πόδια του. "Μου φαίνεται πως από τότε που βγήκε το φεγγάρι, γίνανε πιο άσπρες". Κι έστρεψε το λιγνό, θλιμμένο, νεανικό του βλέμμα προς τη Μπέρθα: "Έχει φεγγάρι ξέρετε".
Παρ' ολίγο να φωνάξει: "Ναι ασφαλώς -πολλές φορές, πολλές φορές"! Στ' αλήθεια, πολυ γοητευτικός άνθρωπος ο Γουόρεν. Το ίδιο κι η Φέης, κουλουριασμένη μπροστά στο τζάκι, μέσα στις μπανανόφλουδές της, το ίδιο κι ο Μαγκ, που κάπνιζε τσιγάρο και ρώτησε τη Μπέρθα, καθώς τίναζε τη στάχτη: -"Γιατί αργεί ο γαμπρός";
-"Νάτος, ήρθε".
Η εξώπορτα άνοιξε κι έκλεισε με θόρυβο. -"Γειά σας παιδιά" φώναξε ο Χάρρυ, "έφτασα σε πέντε λεπτά"! Κι ακούστηκε ν' ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Η Μπέρθα δε κατάφερε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Ήξερε πόσο του άρεσε ν' αντιμετωπίζει τα πάντα κάτω από φοβερή πίεση. Γιατί, τι σημασία είχανε πέντε λεπτά παραπάνω; Εκείνος όμως ήθελε να κάνει σα να πρόκειται για κάτι τρομερά σημαντικό και το θεωρούσε σπουδαίο, να μπει μετά στο σαλόνι, απόλυτα κύριος του εαυτού του.
Ο Χάρρυ είχε τρομαχτικό κέφι για τη ζωή. Ω η Μπέρθα εκτιμούσε πολύ αυτή την ιδιότητα και το πάθος του γι' αγώνα. Το πάθος του να ψάχνει σ' οτιδήποτε του εναντιωνότανε, μιάν ακόμα ευκαιρία, να δοκιμάσει τις δυνάμεις και το θάρρος του. Κι αυτό επίσης το καταλαβαίνε. Ακόμα κι όταν αυτή η συμπεριφορά τον έκανε πότε-πότε, να φαίνεται στους άλλους, που δε τονε γνωρίζανε καλά, λιγάκι γελοίος, ίσως... Γιατί υπήρχανε και στιγμές που ριχνότανε στη μάχη, ενώ δεν υπήρχε καμιά απολύτως μάχη... Η Μπέρθα σηζητούσε και γελούσε κι είχε ξεχάσει τελείως ότι η Περλ Φούλτον δεν είχε φανεί ακόμα, ώσπου μπήκε (ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί) ο Χάρρυ.
-"Λες να το ξέχασε η δεσποινίς Φούλτον";
-"Διόλου απίθανο" είπεν ο Χάρρυ. "Έχεις το τηλέφωνό της";
-"Α να! Σταμάτησεν ένα ταξί". Κι η Μπέρθα χαμογέλασε με 'κείνη την ανεπαίσθητην έκφραση της ιδιοκτησίας που 'παιρνε το πρόσωπό της, κάθε φορά που οι ανακαλύψεις της ήτανε καινούργιες και μυστηριώδεις. "Περνά τη ζωή της στα ταξί".
-"Θα παχύνει αν εξακολουθήσει" παρατήρησε ψυχρά ο Χάρρυ, χτυπώντας το καμπανάκι για το δείπνο. "Τρομαχτικός κίνδυνος για τις ξανθιές".
-"Σταμάτα Χάρρυ" τον προειδοποίησε γελώντας η Μπέρθα.
Πέρασε κι άλλη μια στιγμή που περιμένανε κουβεντιάζοντας και γελώντας ανέμελοι. Ίσως λιγάκι περισσότερο ανέμελοι από το κανονικό. Έπειτα, η δεσποινίς Φούλτον, ντυμένη ολάκερη στ' ασημένια, μ' έν' ασημένιο φιλέ στ' ανοιχτόξανθα μαλλιά της, μπήκε χαμογελαστή, γέρνοντας το κεφάλι λιγάκι στο πλάϊ.
-"'Αργησα";
-"Όχι, καθόλου" είπε καθησυχαστικά η Μπέρθα. "Έλα". Τη πήρε από το μπράτσο και μπήκανε στη τραπεζαρία. Τι υπήρχε στην επαφή με το δροσερό αυτό μπράτσο, ικανό ν' αναρριπίσει, να φουντώσει, να φουντώσει τη φλόγα της μακαριότητας που η Μπέρθα δεν ήξερε τι να τη κάνει;
Η δεσποινίς Φούλτον δε τη κοίταζε. 'Αλλωστε σπάνια κοίταζε τους ανθρώπους κατά πρόσωπο. Τα βαριά της βλέφαρα σκιάζανε τα μάτια και το παράξενο, αδιόρατο χαμόγελο ερχότανε κι έφευγε από τα χείλη της, σα να ζούσε πιότερο ακούγοντας, παρά βλέποντας. Ξαφνικά όμως η Μπέρθα ήξερε, λες κι είχαν ανταλλάξει το πιο παρατεταμένο κι αποκαλυπτικό βλέμμα. Λες κι είχανε πει η μια στην άλλη: "Κι εσύ το ίδιο;", πως η δεσποινίς Φούλτον, ενώ ανακάτευε τη νόστιμη ντοματόσουπα στο γκρίζο πιάτο, ένιωθε το ίδιο ακριβώς μ' αυτήν.
Οι άλλοι; Η Φέης κι ο Μαγκ, ο Έντυ κι ο Χάρρυ, με τα κουτάλια ν' ανεβοκατεβαίνουνε, σκουπίζανε τα χείλη τους με τις πετσέτες, τρίβανε το ψωμί, παίζανε με το πηρούνι και το ποτήρι τους και κουβεντιάζανε.
-"Τη συνάντησα στη Γκαλερί 'Αλφα, είν' αφάνταστα μικροκαμωμένη. Δεν είχε απλώς κόψει τα μαλλιά της, έμοιαζε σα να 'χει αφαιρέσει με μια γερή ψαλιδιά κι ένα κομμάτι από τα πόδια, τα χέρια, το λαιμό κι από τη φουκαριάρα τη μύτη της".
-"Δεν έχει δεσμό με τον Μάϊκλ Όουτ";
-"Αυτόν που 'γραψε το 'Έρωτας Με Μασέλα' εννοείς";
-"Θέλει να γράψει ένα θεατρικό για λογαριασμό μου. Μονόπρακτο μ' ένα πρόσωπο. Παίρνει την απόφαση ν' αυτοκτονήσει. Εξηγεί όλους τους λόγους που τον οδηγούν στην αυτοκτονία και τους λόγους που τον αποτρέπουν. Τη στιγμή ακριβώς που αποφασίζει να κάνει το ένα ή το άλλο... αυλαία. Διόλου άσχημο σαν ιδέα".
-"Και ...πως θα το πει: 'Στομαχικές Διαταραχές' μήπως";
-"Μου φαίνεται, πως την ίδια ιδέα την έχω ξανασυναντήσει σ' ένα μικρό γαλλικό περιοδικό, τελείως άγνωστο στην Αγγλία".
Όχι, οι άλλοι δε συμμετέχανε. Της ήταν όλοι αγαπητοί-αγαπητοί κι ένιωθε όμορφα να τους έχει κει στο τραπέζι της και να τους προσφέρει ό,τι εκλεκτότερο, σε φαγητό και κρασί. Ένιωθε μάλιστα την επιθυμία να τους πει πόσο απολάμβανε τη συντροφιά τους και πόσο διακοσμητικοί ήταν όλοι τους, πόσο τόνιζαν ο ένας τον άλλο και πόσο της θυμίζανε πρόσωπα, από τσεχωφικό θεατρικό.
Ο Χάρρυ απολάμβανε το δείπνο του. Αποτελούσε μέρος της -όχι ακριβώς- φύσης του -και σίγουρα όχι της πόζας του- της -τελοσπάντων- νοοτροπίας του να μιλά για φαγητό και να καυχιέται για το αναιδές του πάθος: τη λευκή σάρκα του αστακού και το ...πράσινο του παγωτού φυστίκι, πράσινο, λευκό και κρύο σα τα βλέφαρα αιγυπτίων χορευτριών.
Όταν σήκωσε το μάτια και της είπε: -"Μπέρθα, το σουφλέ ήταν έξοχο!" της ήρθανε -σχεδόν- δάκρια στα μάτια και το χάρηκε σα μικρό παιδί. Ω γιατί ένιωθε τόσο τρυφερά για όλο το κόσμο απόψε; Όλα ήτανε καλά, όπως έπρεπε να 'ναι κι ό,τι γινόταν, έμοιαζε να ξαναγεμίζει το ήδη ξεχειλισμένο ποτήρι της μακαριότητας!
Ακόμα στο βάθος του νου της, υπήρχεν η αχλαδιά. Σίγουρα θα 'χε γίνει ασημένια τώρα, λουσμένη στο φεγγαρόφωτο του καημενούλη του Έντυ. Ασημένια όπως η δεσποινίς Φούλτον, που καθότανε παιζόντας ένα μανταρίνι στα λεπτά της δάχτυλα, τόσο πολύ χλωμά και διάφανα, που λες κι ένα φως χυνόταν από μέσα της.
Αυτό που δε μπορούσε να κατάλαβει -αυτό που 'μοιαζε πραγματικά με θαύμα- ήτανε το γεγονός, πως μπόρεσε να μαντέψει τη ψυχική διάθεση της δεσποινίδας Φούλτον, αμέσως και με τέτοια ακρίβεια. Γιατί δεν αμφέβαλλε μήτε στιγμή, πως είχε μαντέψει σωστά. Όμως τι στοιχεία διέθετε ώστε να συνεχίσει; Κανένα απολύτως. "Νομίζω πως αυτό συμβαίνει σπάνια, πολύ σπάνια, μεταξύ γυναικών και ποτέ μεταξύ αντρών" σκέφτηκε η Μπέρθα. "Όμως καθώς θα φτιάχνω καφέ στο σαλόνι, ίσως μου ...δώσει κάποια ένδειξη". Δεν ήξερε τι ακριβώς εννοούσε μ' αυτή τη σκέψη και δε μπορούσε να φανταστεί τι θ' ακολουθούσε.
Ενώ ακόμα σκεφτόταν, έπιασε τον εαυτό της να μιλά και να γελά. Έπρεπε να μιλά για ν' αποφύγει την επιθυμία της να βάλει τα γέλια. "Πρέπει να γελάσω, αλλιώς θα σκάσω". Όταν όμως πήρεν είδηση, την αστεία μικροσυνήθεια της Φέης να χώνει κάτι στο μπούστο της, -σα να 'κρυβεν ένα μικρό σωρό μυστικά φουντούκια- ή Μπέρθα χρειάστηκε να μπήξει τα νύχια στά χέρια της, για να μη ξεσπάσει σε δυνατά χάχανα.
Επιτέλους το δείπνο τελείωσε. Και: -"Ελάτε να δείτε τη καινούργια μηχανή του καφέ που αγόρασα" είπεν η Μπέρθα.
-"Αγοράζουμε καινούργια μηχανή του καφέ, μόνο κάθε δεκαπενθήμερο" είπεν ο Χάρρυ. Αυτή τη φορά, την έπιασε από το μπράτσο η Φέης κι η δεσποινίς Φούλτον έγειρε το κεφάλι και τις ακολούθησε.
Στο σαλόνι, η φωτιά είχε σβήσει κι έμενε μια κόκκινη και τρεμουλιαστή "φωλιά με μικρούς φοίνικες" -φράση της Φέης-. "Μην ανάβετε το φως μια στιγμή. Είναι τόσον όμορφα" και κουλουριάστηκε πάλι δίπλα στη φωτιά. Η Φέης κρύωνε διαρκώς... "φυσικά, χωρίς το μικρό, κόκκινο, φανελένιο ζακετάκι" σκέφτηκεν η Μπέρθα. Κείνη τη στιγμή ακριβώς, η δεσποινίς Φούλτον, έδωσε την ...ένδειξη.
-"Έχετε κήπο"; ρώτησε με δροσερή, νωχελική φωνή. Ήτανε τόσον υπέροχο από πλευράς της, που η Μπέρθα δε μπόρεσε παρά να υπακούσει. Διέσχισε το δωμάτιο, τράβηξε τις κουρτίνες κι άνοιξε τη μπαλκονόπορτα.
-"Νάτος!" ανάσανε. Κι οι δυο γυναίκες σταθήκανε πλάϊ-πλάϊ κοιτάζοντας το λιγνό, ανθισμένο δένδρο. Αν και τόσον ήρεμο, έμοιαζε, σα φλόγα κεριού, να ψηλώνει, να λεπταίνει στη κορυφή, να λικνίζεται στη κίνηση του αγέρα κι όλο να ψηλώνει καθώς το κοίταζαν, ν' αγγίζει σχεδόν, την άκρη του στρογγυλού, ασημένιου φεγγαριού.
Πόσην ώρα στάθηκαν εκεί; Αιχμαλωτισμένες κι οι δυο σ' εκείνο το κύκλο με το εξωγήινο φως, με μια τέλεια κατανόηση ή μια για την άλλη, πλάσματα από έναν άλλο κόσμο, αναρωτιόντανε τι δουλειά έχουνε σ' αυτόν εδώ, μ' όλον εκείνο το θησαυρό της μακαριότητας που 'καιγε στο στήθος τους κι έπεφτε, σαν ασημένια λουλούδια, από τα χέρια και τα μαλλιά τους. Μια αιωνιότητα; Μια στιγμή; Κι είχε πράγματι ψυθιρίσει η δεσποινίς Φούλτον: -"Ναι, ακριβώς αυτό" ή τάχα τ' ονειρεύτηκε η Μπέρθα;
Έπειτα, το φως άναψε ξαφνικά κι η Φέης ετοίμασε τον καφέ κι ο Χάρρυ είπε: -"Αγαπητή κυρία Νάϊτ, μη με ρωτάτε για τη κόρη μου. Δε τη βλέπω ποτέ. Δεν αισθάνομαι το παραμικρό ενδιαφέρον γι' αυτήν, ώσπου να βρει εραστή" κι ο Μαγκ τράβηξε για μια στιγμή το μάτι του από το θερμοκήπιο και μετά το ξανάβαλε κάτω από το γυαλί. Ο Έντυ Γουόρεν ήπιε τον καφέ του κι ακούμπησε το φλιτζάνι, με πρόσωπο γεμάτο αγωνία, σα να 'χε δει μιαν αράχνη και να την είχε καταπιεί.
-"Θέλω απλώς να δώσω μιαν ευκαιρία στους νέους. Πιστεύω πως το Λονδίνο είναι γεμάτο με πρώτης τάξεως έργα, που δεν έχουνε γραφτεί ακόμα. Αυτό που θέλω να τους πω είναι: Να ένα θέατρο στη διάθεσή σας. Βάλτε μπρος"!
-"Ξέρεις χρυσή μου, θα διακοσμήσω ένα δωμάτιο για τους Τζάκομπ Νάθαν. Ω, νιώθω το πειρασμό να φτιάξω ένα σχέδιο με τηγανητά ψάρια, με τις πλάτες των καθισμάτων σε σχήμα τηγανιού και κουρτίνες κεντημένες μ' αξιολάτρευτες, ψιλοκομμένες πατατίτσες"!
-"Το κακό με τους νέους συγγραφείς είναι πως παραμένουν υπερβολικά ρομαντικοί. Δε μπορείς ν' ανοίγεσαι στη θάλασσα, χωρίς να νιώσεις ναυτία και γι' αυτό σου χρειάζεται μια λεκανίτσα. Γιατί λοιπόν δεν έχουνε το θάρρος να τη χρησιμοποιήσουν";
-"Ένα τρομαχτικό ποίημα, για κάποιο κορίτσι που το βιάζει ένας ζητιάνος, χωρίς μύτη, σ' ένα δασάκι..."
Η δεσποινίς Φούλτον βυθίστηκε στη πιο χαμηλή, στη πιο βαθειά πολυθρόνα κι ο Χάρρυ πρόσφερε στη συντροφιά τσιγάρο. Από το τρόπο που στάθηκε μπροστά της, κουνώντας το ασημένιο κουτί και ρωτώντας απότομα: -"Αιγυπτιακά, τούρκικα, βιρτζίνια; Θα βρείτε απ' όλα", η Μπέρθα κατάλαβε πως δεν έπληττε απλά μαζί της. Την αντιπαθούσε στ' αλήθεια! Κι από το τρόπο που η δεσποινίς Φούλτον απάντησε: -"Όχι, ευχαριστώ, δε θα καπνίσω", κατάλαβε πως την ίδιαν αίσθησην είχε κι εκείνη. Κι ένιωσε προσβεβλημένη. "Ω Χάρρυ" σκέφτηκε, "γιατί την αντιπαθείς; Κάνεις μεγάλο λάθος. Είν' υπέροχη... υπέροχη! Κι έπειτα, πως μπορείς κι αισθάνεσαι τόσο διαφορετικά για κάποιον που σημαίνει τόσα πολλά για μένα. Το βράδυ, στο κρεβάτι, θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω τι μας ενώνει εμάς τις δυο. Τι κοινό μοιραζόμαστε".
Σ' εκείνη τη τελευταία σκέψη, κάτι αλλόκοτο και σχεδόν τρομαχτικό, ξάστραψε στο νου της Μπέρθας. Και τύφλο και χαμογελαστό, της ...ψιθύρισε: "Σε λίγο φεύγουν όλοι αυτοί. Το σπίτι θα μείνει ήσυχο... ήσυχο! Τα φώτα θα σβήσουνε κι εσύ θα μείνεις μόνη μαζί του, στο σκοτείνό δωμάτιο... στο ζεστό κρεβάτι..." Πετάχτηκε από τη πολυθρόνα κι έτρεξε προς το πιάνο.
-"Τι κρίμα που δε παίζει κανείς!" φώναξε. "Τι κρίμα που δε παίζει κανείς". Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Μπέρθα Γιανγκ ένιωσε πόθο για τον άντρα της.
Ω, τον είχεν αγαπήσει, τον είχεν ερωτευτεί, φυσικά μ' όλους τους άλλους τρόπους, εκτός απ' αυτόν. Και παράλληλα, είχε φυσικά καταλάβει, πως εκείνος ήτανε διαφορετικός. Το είχανε συζητήσει συχνά. Στην αρχή την είχεν ανησυχήσει φοβερά η ανακάλυψη πως ήτανε ψυχρή, μα έπειτ' από ένα διάστημα, δεν είχε πια σημασία. Ήτανε τόσον ειλικρινείς μεταξύ τους, τόσο καλοί σύντροφοι. Αυτό ήτανε το βασικό πλεονέκτημα του να 'σαι μοντέρνος.
Τώρα όμως... με πάθος... με πάθος! Η λέξη πονούσε το φλογισμένο της κορμί! Αυτή λοιπόν ήταν η κατάληξη κείνης της αίσθησης μακαριότητας; Μα τότε...
-"Χρυσή μου" είπεν η κυρία Νόρμαν Νάϊτ, "ξέρεις το αίσχος μας. Είμαστε δούλοι του χρόνου και του τρένου. Μένουμε στο Χάμπστεντ. Περάσαμε τόσον όμορφα"!
-"Έρχομαι μαζί σας ως το χολ" είπεν η Μπέρθα. "Χάρηκα πολύ που ήρθατε. Όμως δε πρέπει να χάσετε το τελευταίο τρένο. Θα 'τανε τρομερό πράγματι".
-"Πιες ένα ουίσκι Νάϊτ, προτού φύγετε" φώναξεν ο Χάρρυ.
-"Όχι παλιόφιλε, ευχαριστώ". Η Μπέρθα του 'σφιξε το χέρι μ' ευγνωμοσύνη καθώς τον χαιρετούσε.
-"Καληνύχτα, γεια σας" φώναξε από το κεφαλόσκαλο, νιώθοντας πως αυτή η πλευρά του εαυτού της τους αποχωριζότανε για πάντα. Όταν γύρισε στο σαλόνι, οι άλλοι ετοιμάζονταν...
-"...λοιπόν, ελάτε μαζί μου με το ταξί στη μισή διαδρομή".
-"Θα σας ήμουν υποχρεωμένος αν δεν αναγκαστώ ν' αντιμετωπίσω κι άλλον οδηγό μόνος μου, μετά τη τρομαχτική μου εμπειρία".
-"Θα βρείτε ταξί στη πιάτσα, ακριβώς στο τέρμα του δρόμου. Δεν είναι πολύ με τα πόδια".
-"Α ωραία. Πάω να φορέσω το παλτό μου". Η δεσποινίς Φούλτον κατευθύνθηκε προς το χολ κι η Μπέρθα ετοιμάστηκε να τη συνοδέψει, όταν ο Χάρρυ, σχεδόν την έσπρωξε, περνώντας.
-"Να σας βοηθήσω". Η Μπέρθα κατάλαβε πως είχε μετανιώσει για τον άσχημο τρόπο του. Τον άφησε να πάει. Τι παιδί που 'ταν ορισμένες φορές! Τόσον απλός. Ο Έντυ κι αυτή μείνανε κοντά στο τζάκι.
-"Είδατε μήπως το καινούργιο ποίημα του Μπιλκς με τίτλο 'Table D' Hote'; Είν' αριστούργημα" είπεν ο Έντυ. "Στη τελευταία ανθολογία. Την έχετε προμηθευτεί; Θα 'θελα τόσο πολύ να σας το δείξω. Αρχίζει μ' έναν απίστευτα όμορφο στίχο: Γιατί συνέχεια τοματόσουπα..."
-"Ναι" κατένευσε η Μπέρθα και πλησίασε αθόρυβα ένα τραπεζάκι, απέναντι από τη πόρτα του σαλονιού κι ο Έντυ γλύστρησε αθόρυβα πίσω της. Πήρε το μικρό βιβλίο και του το 'δωσε. Δεν είχανε κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Ενώ ο Έντυ έψαχνε το ποίημα, αυτή γύρισε το κεφάλι προς το χολ. Και είδε...
Ο Χάρρυ με το παλτό της δεσποινίδας Φούλτον στα χέρια και τη δεσποινία Φούλτον με τη πλάτη στραμμένη και το κεφάλι γερμένο. Εκείνος πέταξε το παλτό, έβαλε τα χέρια στους ώμους της και τη γύρισε βίαια προς το μέρος του. Τα χείλη του λέγανε: -"Σε λατρεύω" κι η δεσποινίδα Φούλτον ακούμπησε τα λεπτά της δάχτυλα στα μάγουλά του και του χαμογέλασε με το νωχελικό της χαμόγελο. Τα ρουθούνια του Χάρρυ τρεμοπαίξανε, τα χείλια του στραβώσανε σ' ένα απαίσιο χαμόγελο καθώς ψιθύριζε: "Αύριο;" κι η δεσποινίς Φούλτον απάντησε με τα βλέφαρα: -"Ναι".
-"Νάτο" είπεν ο Έντυ. "...Γιατί συνέχεια τοματόσουπα... Είναι τόσο βαθιά αληθινό, δε νομίζετε; Η τοματόσουπα είν' αφόρητα αιώνια".
-"Αν προτιμάτε" είπεν η φωνή του Χάρρυ, πολύ δυνατά, από το χολ, "μπορώ να τηλεφωνήσω σ' ένα ταξί να 'ρθεί να σας πάρει".
-"Όχι, όχι. Δε χρειάζεται" απάντησεν η φωνή της δεσποινίδας Φούλτον και πλησίασε τη Μπέρθα και της άπλωσε τα λεπτά της δάχτυλα. "Αντίο. Σας ευχαριστώ πολύ".
-"Αντίο" έκανε κι η Μπέρθα. Η δεσποινίς Φούλτον κράτησε το χέρι της λίγο περισσότερο:
-"Η μαγευτική αχλαδιά σας!" μουρμούρισε.
Κι έφυγε με τον Έντυ, που την ακολουθούσε σαν τον μαύρο γάτο, πίσω από τον γκρίζο.
-"Το μαγαζί κλείνει" είπεν ο Χάρρυ, απόλυτα κύριος του εαυτού του.
"Η μαγευτική αχλαδιά σας ... αχλαδιά... αχλαδιά!" Η Μπέρθα έτρεξε κυριολεκτικά, στη μπαλκονόπορτα.
-"Ω, τι θα γίνει τώρα"; φώναξε!
Αλλά η αχλαδιά ήταν όσο πάντοτε μαγευτική κι ανθισμένη κι ακίνητη...
________________________________________________________
Katherine Mansfield
"Bliss" (1917)
Εκδόσεις: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1981
Μετάφραση: Μαρίας Λαϊνά