Βιογραφικü
Ο ΜικÝλης (ΜιχαÞλ) Γ. ¢βλιχος Þταν ¸λληνας σατιρικüς ποιητÞς και τÝκτονας απü τη ΚεφαλλονιÜ, απü τους τελευταßους εκπροσþπους της ΕπτανησιακÞς ΣχολÞς. ΜυÞθηκε στις αναρχικÝς ιδÝες στην Ελβετßα, üπου σποýδαζε και με την ελευθερüφρονα στÜση του προκαλοýσε συχνÜ τη μÞνι των συμπατριωτþν του Ληξουριωτþν. Ισοβßως ιδεολογικüς πολÝμιος του κλÞρου, της ανθρþπινης αδυναμßας κι Üγνοιας. Στο χþρο της λογοτεχνßας πρωτοεμφανßστηκε με δημοσιεýσεις σοννÝττων, λυρικþν και σατιρικþν ποιημÜτων, που αντιμετþπιζε περισσüτερο ως üργανο κριτικÞς των ηθþν του καιροý του, παρÜ ως λογοτεχνÞματα. ¼σο ζοýσε δεν εξÝδωσε Ýργα του, παρÜ τ' üτι Þταν ιδιαßτερα δημοφιλÞς στο αναγνωστικü κοινü. Τα ¢παντÜ του συγκεντρþθηκαν κι εκδüθηκαν το 1976, ενþ προηγÞθηκε το 1959 η Ýκδοση ενüς μικροý τüμου ποιημÜτων του. ¼ταν αργüτερα επÝστρεψε στο Ληξοýρι, Ýταξε σκοπü της ζωÞς του την ηθικÞ και πνευματικÞ αναμüρφωση των συμπολιτþν του, την απελευθÝρωσÞ τους απü τις θρησκευτικÝς και κοινωνικÝς προκαταλÞψεις τους. Ως üπλο σ' αυτüν τον αγþνα χρησιμοποßησε τη σÜτιρα, μßα σÜτιρα καυστικÞ, που γρÞγορα του στÝρησε φιλßες και συμπÜθειες και τον Ýκανε να ζει μÝσα σε κοινωνικÞ και πνευματικÞ μοναξιÜ. και τÝκτονας κυρßως üμως Þταν πρÜος και καταδεκτικüς, συμπαθÞς δÜσκαλος κι αγαπητüς φßλος για τους Ληξουριþτες, üμως η καυστικÞ σÜτιρÜ του απομÜκρυνε, στα τελευταßα χρüνια της ζωÞς του, πολλοýς φßλους απü κοντÜ του.
ΓεννÞθηκε στο Ληξοýρι στις 18 ΜÜρτη 1844 και μεγÜλωσε σε περιβÜλλον ευνοúκü για τη πνευματικÞ του ανÜπτυξη, απü τους εýπορους γονεßς, τον Γεþργιο ¢βλιχο του Θεοδþρου (1807-28/10/1897), την ΕιρÞνη Κουροýκλη του Σπυρßδωνος (1820-17/1/1845) κι εßχε Ýναν αδελφü, το ζωγρÜφο Γιþργο ¢βλιχο. Απü παιδικÞ ηλικßα δÝχτηκε την επßδραση του ΛασκαρÜτου, ΑνδρÝα ΜορφερρÜτου, των Ριζοσπαστþν και σ' εφηβικÞ ηλικßα ενθουσιÜζεται με τον αγþνα τους και συνδÝεται φιλικÜ μαζß τους. Σποýδασε στο εκεß Πετρßτσειο ΓυμνÜσιο, χωρßς να αποφοιτÞσει και μετÜ στην Ελβετßα στο ΠανεπιστÞμιο της ΒÝρνης, üπου κι Þλθε σ' επαφÞ με τον αναρχισμü και τις ιδÝες του Κροπüτκιν και του Μπακοýνιν κι Ýγινε φßλος του, καθþς και μÝλος της A' Διεθνοýς -κατÜ μßαν ανεξακρßβωτη πληροφορßα, συμμετεßχε στα γεγονüτα της ΠαρισινÞς Kομμοýνας. ¸ζησε κÜποια χρüνια στο Παρßσι, τη Ζυρßχη και τη Βενετßα. ¼ταν το 1872 επÝστρεψε στη πατρßδα του, συνÝχισε και συμπλÞρωσε τη ποßηση του συμπατριþτη του ΛασκαρÜτου, εστιÜζοντας τη λεπτÞ ειρωνεßα του στον αγþνα κατÜ της κοινωνικÞς αδικßας, της θρησκοληψßας, της πλουτοκρατßας και του πολÝμου.
Για Ýνα μικρü διÜστημα συνεργÜστηκε λογοτεχνικÜ με τους Παναγιþτη ΠανÜ και το Βαλαωρßτη -που κι αυτüς εßχε επηρεασθεß απü τις ßδιες ιδÝες, αλλÜ τις ξÝχασε üταν εξελÝγη βουλευτÞς EπτανÞσων- υπÞρξε ωστüσο πολý φειδωλüς στις δημοσιεýσεις και γι' αυτü το σýνολο της δημοσιευμÝνης ποιητικÞς του παραγωγÞς (κυρßως σοννÝττα) δε ξεπερνÜ τις 100 σελßδες. Στη περßοδο 1912–1913 πÜντως, Ýκανε τις τακτικüτερες δημοσιεýσεις του στο περιοδικü ΖιζÜνιο. ΠαρÜ την ευψυχßα και την ισχυρÞ του προσωπικüτητα, δεν κατüρθωσε να επηρεÜσει αποτελεσματικÜ την επτανησιακÞ διανüηση της εποχÞς κι ενþ, üπως γρÜφει ο ΓιÜννης ΚορδÜτος, στην ΑθÞνα η ποßησÞ του εκτιμÞθηκε πολý, η ασφυκτικÜ ελεγχüμενη απü τους πλοýσιους και τους παπÜδες τοπικÞ κοινωνßα τον οδÞγησε γρÞγορα στην απομüνωση. ¸μεινε μÝχρι το θÜνατü του συνεπÞς στις αθεúστικÝς κι αναρχικÝς θÝσεις του κι αποχαιρÝτησε τους φßλους του με τα εξÞς τελευταßα του λüγια: "Μη θρηνεßτε, γιατß ο ΜικÝλης πÜει στη ζωÞ".
ΠολιτικÜ Þταν οπαδüς του Ληξουριþτη ριζοσπÜστη πολιτικοý Γεωργßου ΤυπÜλδου-ΙακωβÜτου, γνωστοý με το προσωνýμιο ΓιωργαντÜρας, λüγω της πληθωρικÞς παρουσßας του στη ΒουλÞ. ¼πως κι εκεßνος, πßστευε πως ο μεγαλýτερος εχθρüς του ελληνισμοý Þταν η Ρωσßα, γι' αυτü και σατßριζε δριμýτατα τον ΕλευθÝριο ΒενιζÝλο, üταν αυτüς πÞρε, στον Α' Παγκ. Πüλ. το μÝρος της ΑντÜντ, που Þτανε βασικü μÝλος η μισητÞ Ρωσßα. Σýγχρονος και συμπατριþτης του ΛασκαρÜτου, πßστευε, üπως κι εκεßνος, στην αναμορφωτικÞ κι ηθικοπλαστικÞ δýναμη της σÜτιρας. Η σÜτιρÜ του δεν καταφεýγει τüσον εýκολα στο γÝλιο, üσο κεßνου. Εßναι πιüτερο σκυθρωπÞ, πικρÞ κι αιχμηρÞ ("...με πßσσα και με θειÜφι γρÜφω"). Εν τοýτοις κÜτω απü την οργßλη σÜτιρα κρýβεται πÜντα τρυφερüτητα κι ελεγειακÞ λυρικÞ διÜθεση, üπως Þταν ακριβþς κι ο ποιητÞς ως Üνθρωπος. ¼σοι τονε γνωρßζανε, τον περιγρÜφουν ως εξαιρετικÜ πρÜο και προσηνÞ. Ζοýσε στη συνοικßα του Αγßου Δημητρßου και στο σπßτι του εßχε δßπλα-δßπλα την εικüνα του Αγßου ΑνδρÝα και τη προσωπογραφßα του Μπακοýνιν για να υπενθυμßζει στον επισκÝπτη πως ο Ýνοικος του σπιτιοý Þτανε σαρκαστÞς κι Üθεος. Σýμφωνα, üμως, με τους φßλους του δεν Þταν Üθεος, αλλÜ πßστευε σε μßα δεýτερη ζωÞ και σ' Ýνα δικü του θεü.
O MικÝλης ¢βλιχος Üρχισε γρÞγορα να γρÜφει στßχους και να ζει μüνος σαν ασκητÞς. ΠαρÝμεινε αναρχικüς και με τους στßχους του σατßριζε üλα τα κακþς κεßμενα της εποχÞς. H σÜτιρÜ του, δουλεμÝνη, Üμεση και καυστικÞ, στρεφüτανε κατÜ πÜντων των δεινþν του λαοý. Δεν σκÝφθηκε ποτÝ να γρÜψει μια δικÞ του θεωρητικÞ Üποψη και του αρκοýσε να σατιρßζει το θεομπαßχτη, τον πατριþτη, το φοροεισπρÜκτορα, το θρησκüληπτο, το δικαστÞ, τον αστυνομικü, τον κυβερνÞτη. Oι στßχοι του Þταν οργισμÝνοι κι εßχαν εντελþς προσωπικü ýφος που τους Ýκανε να διαφÝρουν απü τους στßχους των Üλλων σατιρικþν ποιητþν της εποχÞς. Το πιο φιλüδοξο Ýργο του εßναι το μακρüστιχο σατιρικü ποßημα Η ΠινακοθÞκη της ΚολÜσεως, που Ýμεινε ημιτελÝς. Σ' αυτü φαντÜζεται τον εαυτü του σα ζωγρÜφο, που τον αγγÜρεψε ο διÜβολος να στολßσει τη Κüλαση με εικüνες ψυχþν σατανικþν. Κατüρθωσε Ýτσι να ζωγραφßσει τα πορτραßτα των πλÝον μισητþν του προσþπων και να προκαλÝσει την οργÞ των συμπατριωτþν του με τους καυστικοýς στßχους του. Τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς του τα πÝρασε στο Αργοστüλι. ΣυχνÜ επÝστρεφε στην αγαπημÝνη γενÝθλια πüλη του, με νοσταλγικÞ διÜθεση. "Το Ληξοýρι εßναι οι φßλοι μου", Ýλεγε, Ýστω κι αν οι φßλοι του Þταν πλÝον λιγοστοß.
Ο ΜικÝλης ¢βλιχος πÝθανε στο Αργοστüλι στις 28 ΝοÝμβρη 1917, στα 73 του. Η σορüς του διακομßστηκε στο Ληξοýρι, üπου κι ετÜφη. Το φÝρετρü του υποβαστÜζετο απü νÝους του Ληξουρßου που τον Ýκλαψαν με πραγματικÞ συγκßνηση καθþς Þταν ιδιαßτερα αγαπητüς στην εκεß νεολαßα. Στη διÜρκεια της ζωÞς του, δημοσßευσε σκüρπια τα ποιÞματÜ του σε περιοδικÜ Þ χειρüγραφα γνωστÜ μüνο σε λßγους. Το 1920 Ýγινε το πρþτο μεγÜλο λογοτεχνικü αφιÝρωμα στο Ýργο του απü το περιοδικü ΝουμÜς (9 ΜÜη -βλ. παρακÜτω), ενþ μüλις το 1959 κυκλοφüρησαν 1η φορÜ συγκεντρωμÝνα τα ποιÞματÜ του απü το ΧαρÜλαμπο ΛιναρδÜτο. Kι αυτü γιατß πολý δýσκολα Ýμενε ικανοποιημÝνος απü τα γραπτÜ του, þστε να τα δßνει στη δημοσιüτητα. Πßστευε στη κοινωνικÞ δýναμη της ποßησης κι ειδικÜ της σÜτιρας. ¹ταν ακÝραιος Üνθρωπος, με σπÜνια συνεßδηση, εριστικüς και αρκετÜ μετριüφρονας. ΠοτÝ δεν υπÝγραφε τα ποιÞματÜ του με το πραγματικü του üνομα, αλλÜ χρησιμοποßησε περßπου 30 διαφορετικÜ ψευδþνυμα, αν κι απü το 1912-13 Ýδινε ενυπüγραφους στßχους για δημοσßευση στο περιοδικü ZιζÜνιο. Eßχε λßγους φßλους και πÝθανε μüνος, παραγνωρισμÝνος. ¸χει κυκλοφορÞσει μüνον Ýνα βιβλßο με τα ÜπαντÜ του, που περιλαμβÜνει κριτικü πρüλογο του KωστÞ ΠαλαμÜ και μια πιüτερο πλÞρης βιογραφßα του απü τον Eπαμεινþνδα MÜλαινο και κυκλοφüρησε στην AθÞνα το 1959. Τελευταßα κυκλοφüρησε Ýν ακüμα βασικü βιβλßο για τον ¢βλιχο, απü το ΒαγγÝλη ΣακκÜτο.
Πρüκειται για Ýνα σατιρικü που στα ποιÞματÜ του αποφεýγει το στομφþδες ýφος και το παρωδεß üταν το συναντÜ σ' Üλλους ποιητÝς, üπως στο Βαλαωρßτη, μÝνοντας πιστüς στη ΣολωμικÞ σχολÞ κι ΕπτανησιακÞ παρÜδοση. ΔιÜλεξε να ζÞσει σε ηθελημÝνη αφÜνεια και μετριοφροσýνη ενþ πολλÝς φορÝς παρεξηγÞθηκε για κÜποιες πρÜξεις του. Η ζωÞ του εßναι Ýνα Üγραφο βιβλßο και το σýστημÜ του να μην αλληλογραφεß με κανÝνα το ονüμαζε γραμματοαγραφßα. Ακüμα και το Ýργο του μετÜ το θÜνατü του Þταν διασκορπισμÝνο και στη συνÝχεια Ýγιναν προσπÜθειες συγκÝντρωσης των ποιημÜτων του. Αυτü οφεßλεται üχι μüνο στο γεγονüς üτι δεν Þταν πολυγραφüτατος, αλλÜ και στ' üτι Þταν πολý αυστηρüς με τους στßχους του και δýσκολα Ýμενε ικανοποιημÝνος απü αυτοýς, þστε να τους δημοσιεýσει Þ να τους δþσει στους φßλους του κι εξ αιτßας της μετριοφροσýνης του Ýμεινε για πολλÜ χρüνια στην αφÜνεια.
Απü μικρüς βρÝθηκε σε εξαιρετικü κοινωνικοπολιτικü περιβÜλλον κοντÜ στον ΛασκαρÜτο, τους ΙακωβÜτους, τον ΑνδρÝα κι ΙωσÞφ ΜομφερÜτο και τους ΡιζοσπÜστες. Μη ξεχνÜμε üτι το 1859 εκδßδεται το Ýργο του Σολωμοý συγκεντρωμÝνο απü τον ΙÜκωβο ΠολυλÜ. Ο ¢βλιχος θα συνεχßσει τη μεγÜλη παρÜδοση των Επτανησßων. Γνþρισε τον ΨυχÜρη με τον οποßο θα 'χει επικοινωνßα κι αργüτερα καθþς συμφωνοýν οι απüψεις τους σχετικÜ με τη δημοτικÞ γλþσσα. Το 1888 θα εμφανιστεß ο ΨυχÜρης στα ελληνικÜ γρÜμματα που τα διδÜγματα θ' ακολουθÞσει ο ΠαλαμÜς. Εßναι μια κρßσιμη περßοδος για την ελληνικÞ γλþσσα και το γλωσσικü ζÞτημα, με αποκορýφωση το κÜψιμο της μετÜφρασης του Ευαγγελßου το 1901. Το Ληξοýρι που κατÜ την Ενετοκρατßα υπÞρξε σπουδαßο πνευματικü κÝντρο, στην εποχÞ του ¢βλιχου βρισκüτανε σε παρακμÞ. ¸χει χαθεß πια η παλιÜ Üνθιση και τα ΕπτÜνησα Ýχουν ενωθεß με την υπüλοιπη ΕλλÜδα üπου επικρατεß ο λογιοτατισμüς του ΑχιλλÝα ΠαρÜσχου. Αυτü εßναι το κατÜλληλο κλßμα για να αναπτýξει τη σÜτιρÜ του. Παßρνει τη θÝση ελεýθερου σκοπευτÞ και καυτηριÜζει με τους στßχους του τα κακþς κεßμενα. Δηλþνει το παρüν και σχολιÜζει üλα τα γεγονüτα, üχι μüνο σε τοπικü Þ εθνικü επßπεδο. ¸τσι το 1909 ενθουσιÜζεται με το κßνημα στο Γουδß γρÜφοντας το ποßημα Ανüρθωσι αλλÜ την επüμενη χρονιÜ απογοητεýεται üταν στις βουλευτικÝς εκλογÝς ο λαüς ψÞφισε τους ßδιους βουλευτÝς που κατηγοροýσε ως φαýλους και διεφθαρμÝνους. Επßσης, με αφορμÞ Ýνα βιβλßο που Ýλαβε με φουτουριστικü περιεχüμενο που üπως Ýλεγε δε μποροýσε να καταλÜβει, δε δßστασε να εκφρÜσει την αρνητικÞ του Üποψη για το φουτουρισμü γρÜφοντας στην ιταλικÞ γλþσσα επßγραμμα που σατιρßζει το ιταλικü αυτü λογοτεχνικü κßνημα. Στη συνÝχεια η Εστßα αναδημοσιεýοντÜς το θα σχολιÜσει üτι ο ¢βλιχος εßναι Ýνας εκ των ευφυεστÝρων και πλÝον εμπνευσμÝνων επτανησßων σατιρικþν.
¢λλο Ýνα απü τα στοιχεßα που τον χαρακτÞριζαν Þταν το γεγονüς üτι Þταν τÝκτων κι αυτÞ Þταν η αιτßα να περιοριστεß ακüμα περισσüτερο ο κýκλος των συναναστροφþν του εφüσον κÜτι τÝτοιο εκεßνη την εποχÞ καταδικαζüταν σε κοινωνικÞ απομüνωση. Ωστüσο, αυτü δεν εμπüδιζε το θρησκευτικü του αßσθημα. Στον Α' Παγκ. Πüλ. η ΕλλÜδα μπαßνει στη Παγκüσμια σýρραξη το 1917 μετÜ απü Ýναν Εθνικü Διχασμü (ΒασιλιÜς Κωνσταντßνος - ΒενιζÝλος) κι θαλÜσσιο αποκλεισμü απü τους ΑγγλογÜλλους. Η απüβασÞ τους στη ΚεφαλονιÜ απü το 1916 οδÞγησε το νησß σε Ýλλειψη τροφßμων, ενþ υπÞρξαν κι αρκετÜ θýματα απü τη πεßνα. Ο ¢βλιχος ξεσπÜ σε δριμýτατους, πικρüχολους, σαρκαστικοýς κι ειρωνικοýς στßχους. Ο πüλεμος τον εξοργßζει ειδικÜ üταν βλÝπει τον τüπο του να ρημÜζει. ¢δικα κÜποιοι τον κατηγüρησαν για φιλοβασιλισμü και Καúζερο-Γερμανολατρεßα.
Ο ΜικελÜκης, üπως του Üρεσε να τον φωνÜζουν (καθþς η κατÜληξη -Üκης Þταν τιμητικÞ), Ýζησε σημαντικÜ γεγονüτα που διαδραματßστηκαν εκεßνη την εποχÞ κι Þρθε σε επαφÞ με εξÝχουσες προσωπικüτητες και κινÞματα που επηρÝασαν την ιστορßα. ΜετÜ την οριστικÞ επιστροφÞ του στο Ληξοýρι ασχολÞθηκε με τη σÜτιρα. Οι φιλßες του Þτανε πνευματικÝς και λüγω της καλλιÝργειÜς του περιορισμÝνες. Επßσης, εßναι γνωστÞ η αλληλογραφßα του ¢βλιχου με τον ΠαλαμÜ, που üταν πληροφορÞθηκε το θÜνατü του μιλÜ μ' επαινετικÜ λüγια για τη προσωπικüτητα και το Ýργο του στο Üρθρο του Οι παραγκωνισμÝνοι, κεßμενο που παρατßθεται ως κριτικü σημεßωμα στην Ýκδοση του Χ. ΛιναρδÜτου, ΜικÝλη ¢βλιχου Τα ΠοιÞματα. Ανßατη αρρþστια που επιδεινþθηκε απü το ναυτικü αποκλεισμü του νησιοý απü τους ΑγγλογÜλλους και την Ýλλειψη τροφßμων, τον οδÞγησε στο Νοσοκομεßο Αργοστολßου. Με το θÜνατü του Ýσβησε κι ο τελευταßος εκπρüσωπος της ΣολωμικÞς ΣχολÞς.
Στο μεγÜλο ποßημÜ του ΠινακοθÞκη Της ΚολÜσεως, üπου κüλαση εßναι μια μαυροφορεμÝνη γυναßκα κι ο ßδιος ο ποιητÞς Ýνας ζωγρÜφος, που του ανατÝθηκε η διακüσμηση του σαλονιοý της, ζωγραφßζει τις προσωπογραφßες üλων των προσþπων που μισεß, μαζß και του αδερφοý του, με αποτÝλεσμα να εξεγερθοýν εναντßον του οι συμπατριþτες του κι αναγκÜστηκε αν κι Þταν ηλικιωμÝνος κι Üρρωστος, Ýπασχε απü χρüνια αδρÜνεια των εντÝρων, να εγκαταλεßψει το Ληξοýρι και να εγκατασταθεß στο Αργοστüλι. Το φθινüπωρο του 1917 ασθÝνησε και λüγω του ναυτικοý αποκλεισμοý που εßχε επιβÜλλει στο νησß ο αγγλο-γαλλικüς στüλος, νοσηλεýτηκε στο νοσοκομεßο του Αργοστολßου, üπου και πÝθανε, χωρßς να προλÜβει να ολοκληρþσει το Ýργο.
Το 1877 ýστερα απü τις δεκαετεßς σπουδÝς στην Ευρþπη, για λüγους υγεßας Ýμεινε στην ΚÝρκυρα και σε ηλικßα 34 χρονþν εγκαταστÜθηκε οριστικÜ στο Ληξοýρι. Αν και ταξßδευε αρκετÜ, παρÝμεινε τýπος ανθρþπου που επιθυμεß να ζÞσει και να πεθÜνει στον τüπο που γεννÞθηκε. Μιλοýσε Üριστα ΙταλικÜ, ΓαλλικÜ, ΓερμανικÜ και ΙσπανικÜ, τα οποßα διδÜχθηκε απü το φßλο του ΑγαμÝμνονα ΛοβÝρδο, Ýμπορο στη Βαρκελþνη. ¼πως χαρακτηριστικÜ τüνισε στο επικÞδειο Üρθρο του για τον ¢βλιχο ο ΠαλαμÜς: "ΔιÝκειτο δυσμενþς προς το υφιστÜμενον κοινωνικüν καθεστþς και εμßσει την στρατοκρατßαν και τον πüλεμον".
Εßναι ο τελευταßος εκπρüσωπος της ΕπτανησιακÞς ποιητικÞς σχολÞς και συνεχιστÞς του Ýργου του ΛασκαρÜτου, αν και δεν διαθÝτει οýτε τη δýναμη οýτε την εκφραστικÞ ευστοχßα του. Το ποιητικü του Ýργο, εßναι λιγοστü, καθþς μετÜ βßας ξεπερνÜ Ýνα βιβλßο 100 σελßδων. ΣπÜνια υπÝγραφε τα ποιÞματÜ του και χρησιμοποßησε περß τα 25 διαφορετικÜ ψευδþνυμα, üπως "ΦιλαλÞθης ΑτσαλÝνιος", "Μοναχüς ΑκÜκιος ΠαιγνιδογÜτσουλος", "Ενας ειλικρινÞς ΡιζοσπÜστης", "Ιερεμßας Περßδρομος", "ΣφογγαρÜκης", "ΑμÞν", "Χλωροκοýκης", "ΤρελλÜκης", üμως απü την περßοδο 1912-13 Ýδινε ενυπüγραφους στßχους στο περιοδικü ZιζÜνιο. Τα ποιÞματÜ του Þταν ανÝκδοτα σκορπισμÝνα σ' εφημερßδες, περιοδικÜ και χειρüγραφα, που εßχαν οι φßλοι του.
Θεωροýσε τη σÜτιρα κριτικÞ κι Ýλεγε χαρακτηριστικÜ "...Για να σατιρßσεις Ýνα πρüσωπο, σημαßνει πως του κÜνεις πρþτα κριτικÞ και το συμπÝρασμÜ σου το λες με στßχους". Ο ΒλÜσης Γαβριηλßδης, ιδρυτÞς, εκδüτης και διευθυντÞς της αθηναúκÞς εφημερßδας Ακρüπολις τον εßχε ονομÜσει "Αρχßλοχον" και "λαξευτÞν του στßχου", ενþ Ýλεγε για το Ýργο του ποιητÞ "...αν μßαν ημÝρα ιδοýν το φως τα ποιÞματα του ¢βλιχου, Ýνας πλανÞτης πρþτου μεγÝθους θ' αναλÜμψη στον Ιονικüν ορßζοντα...". Γλþσσα του Ýργου του εßναι η δημοτικÞ, την οποßα θεωροýσε προÜγγελο της εθνικÞς αναγεννÞσεως και στα ποιÞματÜ του παρουσιÜζεται ως αντßπαλος του καθαρευουσιÜνου Γιþργου Μιστριþτη και φßλος του πατριÜρχη του δημοτικισμοý ΓιÜννη ΨυχÜρη. Απü την αλληλογραφßα του, την οποßα δημοσßευσε ο Γιþργος ΑλισανδρÜτος, προκýπτει üτι εßχε αναπτýξει φιλßα και με τον ΠαλαμÜ, τον οποßο εßχε καλÝσει για επßσκεψη, στο Ληξοýρι. Στη ποßησÞ του Ýμεινε θαυμαστÞς του Σολωμοý, διατηρþντας επιμüνως τη λεγüμενη επτανησιακÞ παρÜδοση (που κÜποιοι τον ορßζουν ως τον τελευταßο εκπρüσωπο) και πÜντα εναντιοýμενος στο στομφþδες ýφος των συγχρüνων του ποιητþν.
¸μεινε μÝχρι τις τελευταßες του ημÝρες δημοτικιστÞς, εκ πεποιθÞσεως μετριüφρων ("οýτε η τωροφημßα οýτε η υστεροφημßα με γνοιÜζουνε") και συνεπÞς στις αναρχικÝς θÝσεις του (που τις Ýβλεπε κυρßως ως üργανο υπÝρτατης αριστοκρατßας κι απαλλαγÞς των ανθρþπων απü προλÞψεις και δεισιδαιμονßες), üχι üμως και στις αθεúστικÝς, καθþς συχνÜ παλινδρομοýσε μεταξý της κλασσικÞς αθεúας και μιας εξιδανικευμÝνης εικüνας για τον Χριστü (μαρτυρεßται üτι πÜνω απü το γραφεßο του το πορτραßτο του Μπακοýνιν Ýστεκε δßπλα στην εικüνα του Αγßου ΑνδρÝα). ¼ταν πληροφορÞθηκε τον θÜνατü του, ο ΠαλαμÜς επαßνεσε την προσωπικüτητα και το Ýργο του στο κεßμενο Οι παραγκωνισμÝνοι. ¼πως σημειþνει ο Μ. ΠαπαúωÜννου (ΜιχÜλης ΠαπαúωÜννου) στο ΡιζοσπÜστη (9-10/7/75), "ο ¢βλιχος Ýζησε στη σκιÜ του πολυακουσμÝνου συμπατριþτη του ΑνδρÝα ΛασκαρÜτου. Κι οι δýο τους Ληξουριþτες. ¼μως, ενþ ο ΛασκαρÜτος κατÜχτησε την πανελλÞνια δüξα, Ýγινε δεκτüς και στην ΑθÞνα, ο ¢βλιχος Ýμεινε ριζωμÝνος στη γενÝθλια γη και πÝρασε τη ζωÞ του αθüρυβα, με συντροφιÜ τους μαθητÜδες, τους καλοýς του φßλους, και με το γλυκü κρασÜκι μας μας και με τη μουσικÞ μας". ¢νθρωπος του 19ου αιþνα, της βιοτεχνικÞς, εμπορικÞς πüλης, που δεν Ýχει αποκοπεß ακüμη απü την αγροτικÞ ενδοχþρα. Το ταβερνÜκι Þταν το κÝντρο της πολιτικÞς και κοινωνικÞς ζωÞς. Οι ιδεολüγοι του ποτηριοý απλοß, γνÞσιοι Üνθρωποι, με κÜποια προσωπικüτητα δεν εßχαν ακüμη επηρεαστεß απü τα ψεýτικα στολßδια, δεν εßχαν ακüμα σκλαβωθεß απü τις μικροαστικÝς μηχανικÝς συνÞθειες.
Στα 1844 γεννÞθηκε και πÝθανε το ΝοÝμβρη του 1917 -θýμα του αποκλεισμοý κι αυτüς. Ο ΛασκαρÜτος εßχε γεννηθεß 33 χρüνια και πÝθανε 16 χρüνια νωρßτερα απü τον ¢βλιχο. Η μακροζωßα του ΛασκαρÜτου -πÝθανε στα 1901- τους κÜνει σýγχρονους. Εßναι κι οι δýο αναθρεμμÝνοι με το πνεýμα της ΓαλλικÞς ΕπανÜστασης, μüνο που ο ¢βλιχος προχþρησε παραπÝρα. Η θαυμαστÞ διαýγεια του νου του φαßνεται να εßναι Ýπαθλο των σπουδþν του στην Ευρþπη. Ευρωπαßος, λοιπüν, απü τους πρþτους ουτοπικοýς σοσιαλιστÝς μας. 12 χρüνια νεüτερος απü τον Üλλο συμπατριþτη του ουτοπιστÞ σοσιαλιστÞ, τον Παναγιþτη ΠανÜ, που μÜλλον πρÝπει να θεωρεßται κι ο πρþτος σοσιαλιστÞς ποιητÞς μας. Λßγα Ýγραψε ο ΜικελÜκης ¢βλιχος, μα δε λεßπει απü καμμιÜ ανθολογßα. Κι ανÞκει σε κεßνους που πÞραν τη σελßδα Þ τη σελßδα τους στις ανθολογßες με το σπαθß τους. Η σÜτιρÜ του εßναι ü,τι καλýτερο διαθÝτει η παρÜδοση στην ΕλλÜδα: ΛασκαρÜτος, ΠαλαμÜς, ΒÜρναλης κλπ. Γι' αυτü κι εßναι Ýνας απü τους Üθεους της γραμματολογßας μας, απü τους πρþτους σοσιαλιστÝς ποιητÝς μας.
_________________________
ΓεννÞθηκε στο μικρü Ληξοýρι, που φαßνεται πως το νερü του Ýχει το αλÜτι εκεßνο, που πÞρε κι αυτüς μαζß με τον Üλλο συνÜδελφü του στη ΣÜτιρα, το ΛασκαρÜτο, και το 'ριξε στα τραγοýδια του για να τους δþσει τη θεßα νοστιμÜδα, που üσο κÜνεις τα διαβÜζει τüσο και του ανοßγει, η üρεξη. ΓεννÞθηκε στα 1844, τα πρþτα γρÜμματα διδÜχτηκε στο Πετρßτσειο Λýκειο τον Ληξουριοý κι ýστερα τÝλειωσε τις σπουδÝς στο ΠανεπιστÞμιο της ΒÝρνης της Ελβετßας. Γýρισε στα σπουδαιüτερα κÝντρα της Ευρþπης (Παρßσι, Ζυρßχη, Βενετßα κτλ.) μελετþντας διαρκþς τη σýγχρονη κßνηση, των γραμμÜτων. Στη ΒÝρνη τüτε θριÜμβευε ο Ρþσος αναρχικüς Μπακοýνιν, που οι θεωρßες üχι λßγη επßδραση Ýφεραν στον ¢βλιχο και μ' αυτÝς τις θεωρßες εßχε μορφþσει το χαραχτÞρα του, χαραχτÞρα επαναστατικü, χαραχτÞρα αναμορφωτικü που μισοýσε τη σαπßλα, ιδßως την κοινωνικÞ κι Þθελε το γενικü ξερßζωμα στο συνηθισμÝνο καθεστþς, στηρßζοντας τη γνþμη του στο αθÜνατο δßδαγμα "ΠρÝπει να εßσαι κι üχι να Ýχεις, γιατß üταν εßσαι, Ýχεις, ενþ üταν Ýχεις μπορεß να μην εßσαι". ΕπιστρÝφει στο Ληξοýρι και ζει με περιορισμÝνες σχÝσεις, περιστοιχισμÝνος πÜντα απü μερικοýς θαυμαστÝς του, που τον περιÝβαλαν με μια ανεχτßμητη αγÜπη, ζει περιορισμÝνος, γιατß παρεξηγεßται απü τον πολý λαü, που ακüμα δεν του 'χουν πÝσει απ' τα μÜτια του τα σýγνεφα της νýχτας, του σκοταδισμοý, της ψευτιÜς και δεν μπορεß να διακρßνει τον Þλιο της αλÞθειας, παρεξηγεßται κÜθε του λÝξη εδþ κÜθε του κßνηση, σε τÝτοιο σημεßο, που θυμÜμαι κÜποιον σοβαρüν μÜλιστα γραμματιζοýμενον, να λÝει: "Τι τον πλησιÜζετε τον μασüνο, που για περιφρüνηση Ýχει στο σπßτι του κρεμασμÝνο ανÜποδα το Χριστü". Και τι Þταν αυτü; Μια εικüνα ζωγραφισμÝνη απü τον αδερφü του ¢βλιχου, ζωγρÜφο και παρßστανε τη σταýρωση του ¢γιου ΑντρÝα, που σταυρþθηκε ανÜποδα. Παρεξηγεßτο γιατß με τα λüγια του και τα αθÜνατÜ του τραγοýδια Þτανε μÜστιγα σε κÜθε σÜπιο, σε κÜθε Ýκτροπο εßτε στη πολιτεßα εßτε στη κοινωνßα, εßτε στη θρησκεßα, üπου κεραυνοβολοýσε ακατÜπαυστα τους ψεýτικους τýπους, τους ασυμβßβαστους με τα λüγια του Χριστοý και την υποκρισßα των παπÜδων, απü τους οποßους κανεßς δεν τüνε χþνευε, γιατß με φαρμÜκι, μπορþ να ειπþ, Ýχυνε üλη του τη χολÞ για να τους κατηγορÝσει με την ιδÝα -την αλÜνθαστη βÝβαια και γενικÜ απü τους Ýξυπνους ανθρþπους παραδεγμÝνη- πως αυτοß με τα Ýργα και τα λüγια, τους καταστρÝφουν το σκοπü τον ηθικü, τον ιδεþδη του Ναζωραßου κι εßναι αναχρονισμüς μες στη λογικÞ.
Το σπßτι του, στη ρομαντικÞ συνοικßα του Αγ. Δημητρßου, Þταν το σπουδαστÞριο των λßγων φßλων του κι εκεß μÝσα ετελεßτο η θεßα πραγματικþς μυσταγωγßα με τ' αθÜνατÜ του διδÜγματα, που ποθοýσε να μας τα λÝει σε στενü κýκλο, αλλÜ ηθικü, -üπως Ýλεγε- και τ' ακοýαμε με θρησκευτικÞ ευλÜβεια, παßρνοντας απ' αυτÞ τα θεμÝλια, τ' ακλüνητα, να διαμορφþσουμε χαραχτÞρα γρανιτÝνιο, καθþς μας το 'λεγε κι ο αλησμüνητος ποιητÞς. Καθαρüς και Üμωμος καθþς Þτανε στη συνεßδηση, καθαρüς Þταν και στο σþμα και στο φαγητü του μÝχρι σκολαστικισμοý, -πρÜμα που τον κατÜντησε ενοχλητικü σε üλα τα ξενοδοχεßα, üπου βρüμικες συνεßδησες εßχαν συνδυαστεß με τη γενικÞ σε üλα, τρüφιμα, ροýχα αγγειÜ κτλ., βρüμα. Στην απομüνωσÞ του απü την Üλαλη κοινωνßα, εντρυφοýσε και δημιουργοýσε μια ζωÞ ολÜκερη, απεικονισμÝνη με δυνατÜ χρþματα στους στßχους του. Συζητοýσε κι Ýδειχνε αμÝσως τη φιλοσοφικÞ του σκÝψη, μισοýσε την επßδειξη, τα επιχειρÞματÜ του Þσαν ακαταγþνιστα, κι üπου συναντοýσε εμπüδια, εκεß Þτανε υπÝροχος, εκεß θαυμÜζαμε τον αληθινü, τον ανßκητο παλαιστÞ· δεν ενικοýσε, εσýντριβε τον αντßπαλο· üπου συναντοýσε την αδυναμßα συνδυασμÝνη με την παρÜλογη ισχυρογνωμοσýνη, δεν εσπαταλοýσε τον πολýτιμü του χρüνο, αλλÜ Ýπαυε τη συζÞτηση με το αθÜνατü του απüφθεγμα: "Λεßπει η μηχανÞ και το υλικü, δηλαδÞ το μυαλü και η μüρφωση".
¢γνωστος σχεδüν, γιατß εßχε την ιδιοτροπßα να μη δημοσιεýει σχεδüν τßποτε, επειδÞ εßχε μορφþσει τη γνþμη πως δεν πρÝπει να δημοσιεýει κανεßς τßποτε, που πιθανüν ýστερα ν' αναγκαστεß ναν το αλλÜξει· γνωστüς üμως στο φιλολογικü κüσμο, üπου τον εßχαν σε μεγÜλη εχτßμηση και σεβασμü και ιδßως ο ποιητÞς ΠαλαμÜς, που σε κÜποιο του τραγοýδι τον Ýγραψε "συνÜδελφο ποιητÞ" για να λÜβει ευθýς αμÝσως την ακüλουθη απÜντηση (Το ποßημα του ΠαλαμÜ "ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Μ. ΑΒΛΙΧΟ ΤΟΥ ΛΗΞΟΥΡΙΟΥ" κι η απÜντηση του ¢βλιχου "ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, -ΑΠΟΚΡΙΣΙ ΕΙΣ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ" δημοσιεýτηκαν στο 464ο τεýχος του περιοδικοý "Ο ΝουμÜς", στις 28 του ΓενÜρη 1912):
ΣυνÜδελφο με κρÜζεις ποιητÞ,
εσý, πηγÞ ýδατος αλλομÝνου,
νÜμα ψαλμοý ζωÞς, πατρßδας αßνου,
που αιþνια ΕλλÜδα βουßζει θαυμαστÞ.
Κι Üμποτες απ' αυτü να ποτιστεß
το χþμα αυτοý του τüπου του καμÝνου!
Και να 'ναι κι η βουλÞ του πεπρωμÝνου
ξανÜ με δÜφνες νÝες να στολιστεß!
Μα εγþ εßμαι Ýρημου βρÜχου μια βρυσοýλα
που Ýρημη ρÝει σ' Ýρημο γιαλü
και ρÝει σαν να κλαßει την ερημιÜ της…
Και μüνο νýχτα μÝρα βρÜδυ, αυγοýλα
κρÝνει με του πελÜου το βογκητü
σαν Ýρτει φτερωτüς να πιει διαβÜτης….
ΜÝσα στην οποßα φανερþνεται η μετριοφροσýνη του ποιητÞ κι ο πüθος του για την ΕλλÜδα μας, που την ποθοýσε και κεßνος δαφνοστολισμÝνη με δÜφνες αμÜραντες, αληθινÝς και συχνÜ, βλÝποντας την αδυναμßα και την Üδικη καταφρüνεσÞ της, κλαßει με πικρüχολα δÜκρυα. Η δυστυχßα τον συγκινοýσε, η φτþχεια του προκαλοýσε τα σπλαχνικÜ του δÜκρυα και συχνÜ τον ακοýαμε να λÝει: "Του ποιητÞ αχþριστüς του σýντροφος πρÝπει να εßναι η συμπüνεση και τα δÜκρυα".
Εßχε στιγμÝς που βυθιζüνταν σα σε Ýκσταση που κÜποιο τυχαßο περιστατικü του αφαιροýσε üλη του την προσοχÞ και τüτε κρεμιüμαστε απü τα χεßλη του· Þταν η στιγμÞ που η ψυχÞ του Ýχυνε τα πιο γλυκÜ της μÝλια, και μεις αχüρταγα, σα φιλüπονες μÝλισσες, τ' αρπÜζαμε και τα αποθηκεýαμε.
ΠολλÜ τÝτοια περιστατικÜ μας Ýδωσαν να εννοÞσουμε τη δýναμη της σκÝψης του· σαν τα εξÞς: στην αρχÞ του Ευρωπαúκοý πολÝμου, που κυριολεχτικþς με την ÝκρηξÞ του τον Ýκαμε, απü τη φρßκη και τον αποτροπιασμü του, νευρικüτατο, σε τρüπο που να μην Ýχει ποτÝ ησυχßα, καθüμαστε στο παραλιακü καφενεßο του Ληξουριοý και βλÝπαμε Ýνα αεροπλÜνο που πετοýσε, κι ακοýσαμε απü το στüμα του ποιητÞ: "Ο Üνθρωπος κατüρθωσε να γßνει πουλß και ψÜρι (αεροπλÜνο και υποβρýχιο), μα ακüμα δεν κατüρθωσε να γßνει Üνθρωπος". Και το Üλλο: Τον ρωτÞσαμε αν Ýκαμαν καλÜ οι σοσιαλιστÝς ν' αναμιχτοýν στον πüλεμο κατÜ το 1914 κι αν θα ζημιωθεß Þ üχι απ' αυτÞ την ανÜμειξη ο σοσιαλισμüς κι απü τüτε μας Ýδωκε την απÜντηση. "¸πρεπε ν' αναμιχτοýν γιατß η στρατοκρατορßα θαν τους Ýσφαζε σαν το ΖωρÝς· ο σοσιαλισμüς θα νικÞσει, γιατß πρÝπει ο πüλεμος να χτυπηθεß διÜ του πολÝμου το χακß διÜ του χακιοý". Ο πüλεμος και μÜλιστα μεταξý χριστιανþν, του προκαλοýσε την υπÝρμετρη πßκρα, που θαυμÜσια τη ζωγραφßζει στα δυο του ακüλουθα ποιÞματα. Το Ýνα το Ýκαμε στην πρþτη παρÜκληση που γßνηκε το 1912 στη Μητρüπολη του Ληξουριοý και διαβÜστηκε η ευχÞ της ΙερÞς Συνüδου κατÜ των εχθρþν της ΕλλÜδα, το επιγρÜφει "Η πρþτη παρÜκληση το βρÜδυ με την κÞρυξη του πολÝμου μας" και λαβαßνει αρχÞ απü το ρητü του αποστüλου Παýλου: "η δε δýναμις της αμαρτßας ο νüμος" και λÝει:
ΦωτοπεριχυμÝνη η εκκλησιÜ
μÝσα με φüβο του Θεοý γυρεýουνε
-Ν ß κ α ς κ α τ Ü β α ρ β Ü ρ ω ν- να μας δþσει,
κι απ' üξου κÜτι βρüμικα σκυλιÜ
σκουρδουμπελοκοπþντας σκαρδακεýουνε
χωρßς Π α τ ρ ß δ α και Θ ε ü και γνþση!
ΠÝστε μου τþρα, ανθρþποι λογικοß,
μÝσα Þ απ' üξου εßναι η λογικÞ;
Και ενþ απü μÝσα αντηχÜει το Α μ Þ ν,
των σκýλων εßναι το Ε ι ρ Þ ν η υ μ ß ν:
κι απü την αναρχßα Ýχετε τρüμο
μη μοιÜσουμε τα ζþα χωρßς το νüμο.
Και το Üλλο, που το 'γραψε στα Χριστοýγεννα του 1914 και τ' αφιερþνει "στον ΠÜπαν της Ρþμης Πßον για τις προσπÜθειÝς του για την ειρÞνη", και λÝει:
Δεν εßν' αλÞθεια… Εßν' üνειρο κακü!
τ' ανθρþπινο αßμα ρÝει ποταμüς,
κοκκßνησε κι αυτüς ο ωκεανüς.
Δεν εßν' αλÞθεια τÝτοιο ξαφνικü!
Καßονται χþρες… üνειρο φριχτü!
Η γη εßναι φλüγες… ο ουρανüς καπνüς!
Κι Üγρια Σ τ α υ ρ ü σ υ ν τ ρ ß β ε ι Ü λ λ ο ς Σ τ α υ ρ ü ς!
βüγκος ο αÝρας, ψυχομαχητü.
Κι Üνωθεν ýμνος Üγιος αντηχÜει:
Χ ρ ι σ τ ü ς γ ε ν ν Ü τ α ι -του Κυρßου η χÜρις-
αγνüς αμνüς της παναγßας αγÜπης…
Μα απü τον ¢δη ο ΣατανÜς γελÜει
που ακüμα εßναι Θεüς του κüσμου ο ¢ρης,
κι ως κι ο Πολιτισμüς μÝγας χασÜπης!
Τη δüξα του πολÝμου την καταφρονοýσε και ζητοýσε τη δüξα στη βιοπÜλη για την ηθικÞ ανýψωση της κοινωνßας και πονοýσε λαχταριστÜ σε στιγμÝς που μÜθαινε πως κανÝνας Üνθρωπος των γραμμÜτων Ýπεφτε θýμα της λýσσας του πολÝμου· και την πßκρα του αυτÞ τη την αφÞνει κατÜκαρδα να φαßνεται στα δυο του ακüλουθα τραγοýδια. Το πρþτο το στÝρνει στο φßλο του ΨυχÜρη, στο Παρßσι, κλαßοντας το θÜνατο του γιου του στο μÝτωπο το Γαλλικü. Το επιγρÜφει: "Στον ΨυχÜρη, για το θÜνατο του παιδιοý του στον πüλεμο, γκαρδιακü συλλýπημα".
ΚατÜρα να 'χει ο πüλεμος
που τους βλαστοýς θερßζει,
κατÜρα, η Δüξα η μÜταιη
που σπÝρνει συμφορÝς,
που αγαπημÝνα αντρüγυνα
σκληρÜ τ' αποχωρßζει!
και που γονÝων απÜνθρωπα
σουβλßζει τις καρδιÝς!..
Σε σε, πατÝρα δýστυχε,
τα λüγια ετοýτα λÝω,
στο σκοτωμü του τÝκνου σου
με θλßψη της ψυχÞς,
και τον αγιÜτρεφτο χαμü
—φßλος— μαζß σου κλαßω
ποτÞρι που σε κÝρασεν
ο πüλεμος να πιεις!…
Και τ' Üλλο αφιερωμÝνο στο Μαβßλη, üταν σκοτþθηκε στο Δρßσκο. Το επιγρÜφει: "Ο καημüς μου για το χαμü του φßλου μου Μαβßλη που στη μÜχη στο Δρßσκο εσκοτþθηκε".
Παßρνει κατüπι κÜποιο γαλλικü απüφθεγμα, το εξÞς:
"Heureux, qui pour la gloire et pour la liberté dans l' orgueil de la force et l'ivresse du rêve, meurent ainsi d'une mort éblouissante et brève (La morte de l'aigle)" και λÝει:
Μα η φιλßα κλαßει, κλαßει, κλαßει…
γιατß τη θλßψη η Δüξα δεν κοιμßζει!
Μαβßλη μου! Αχ, ο κüσμος σε φημßζει
και την αξßα κι αρετÞ σου λÝει,
κι ο ηρωικüς σου ο θÜνατος του εμπνÝει
εγκþμια και με δÜφνες Σε στολßζει!
Και μÜρτυρα -ΠοιητÞ- Σε αθανατßζει
μα η φιλßα κλαßει… κλαßει… κλαßει…
κι αφ' τον καημü θερμü το δÜκρυ ρÝει
που η Δüξα σου τη θλßψη δεν κοιμßζει!
Μαβßλη μου! αχ, Ýλεγα εγþ σαν γÝρος
εμÝ η γλυκιÜ φιλßα σου πως θα κλÜψει!
κι ÜξιÜ Σου λüγια πüνου δεν ευρßσκω…
Κι εýρηκε η Μοßρα απÜντεχο Ýνα μÝρος
μες στη φωτιÜ, στο Δρßσκο να σε θÜψει,
και ναν το στÞσει Δüξας οβελßσκο!
Επαναστατοýσε η συνεßδησÞ του και μισοýσε -μπορεß να πει κανεßς- και μια τÜξη ανθρþπων, που χωρßς να 'χουν να προσφÝρουν τßποτε στον πüλεμο, üλο για πüλεμο μιλοýσαν, κι Ýναν τÝτοιον παßρνοντας μοντÝλο, ρßχνει σ' αυτüν το φαρμÜκι του, φαρμÜκι στην καρδιÜ, που λιþνει τον αντßπαλο στα πüδια του και τον καταντÜει τÝλειο πτþμα· το επιγρÜφει: "Ο μοχθηρüς Ψευτοφιλüπατρις"
Το πρüσωπü του εκεßνο το γιωμÝνο
που της καρδιÜς του δεßχνει τη σκουριÜ,
το γÝλιο το κρυφü και λυσιασμÝνο
που η δυστυχßα των Üλλων του γεννÜ.
Το φθονερü του μÜτι το σβησμÝνο,
που δεßχνει βουλιμιÜ για συμφορÜ,
μας εξηγοýν γιατ' εßναι διψασμÝνο
τ' αχεßλι του και πüλεμο ζητÜ.
ΔιψÜει να ιδεß στα μαýρα φορεμÝνους
πατÝρες και μανÜδες που μισεß,
να τους ιδεß στα δÜκρυα τους πνιγμÝνους.
Θα 'ναι δροσιÜ στην Ýρμη του ψυχÞ…
Για τοýτο υπÝρ Πατρßδος σκοýζει-κρÜζει
¼ρνιο, που για κουφÜρια αναστενÜζει!
Οπαδüς πιστüς των ιδεþν του μεγÜλου πολιτικοý του Ληξουριοý του ΓιωργαντÜρα ΙακωβÜτου, που μüνο εμπüδιο στα üνειρα της ΦυλÞς -üχι και τüσο Üδικα- Ýβλεπε τη Ρωσßα, την αρκοýδα με τους χαχüλους της, βρισκüτανε σε διαρκÞ παροξυσμü απü την αρχÞ του ευρωπαúκοý πολÝμου, φανταζüμενος τον προσανατολισμü μας με το μÝρος της ΑντÜντ, που 'χε συνεργÜτη τη Ρωσßα, τÝλεια καταστροφÞ στα ιδανικÜ μας· και γι' αυτü, διαφωνþντας με την πολιτικÞ του προÝδρου της ΚυβερνÞσεως, σατιρßζοντας την πολιτικÞ ιδεολογßα του Ýδειχνε της ιδικÞς του ψυχÞς τους στοχασμοýς. Κι Ýγραφε, τüτε που μας καλοýσαν οι Σýμμαχοι στα ΔαρδανÝλια:
Η Πüλη
Δεν Ýσωνε η ΕλλÜδα μας μονÞ
…………. την Πüλη για να πÜρει,
κι αφοý την καταφÝραμε διπλÞ
την κρÜζουν στα μπουγÜζια για φανÜρι.
ΑπÜνου κÜτου και για ψαρτικÞ
το ιστορικü να ψÜλει το τροπÜρι,
"τ η υ π ε ρ μ Ü χ ω" κι Ýτσι λÜου-λÜου εκεß
με την ΑντÜντ η Αρκοýδα να μπουκÜρει.
ΚατακαημÝνη Πüλη! τι εßναι ετοýτα
(üπου για σε το ΓÝνος αιþνες τρÝμει)
για ενüς ψευτομεσσßα τη μεσιτεßα,
και για μπαξßσι λßγη Μικρασßα,
βγαßνοντας απ' του Τοýρκου το χαρÝμι
να γÝνεις του Χαχüλου Μαντενοýτα.
Με το φüβο μες στη ψυχÞ, μÞπως με τη νßκη της ΑντÜντ ανοßξει το αχüρταγü της στüμα η Ρωσßα και μας καταπιεß, κατÜντησε αμεßλικτος κατÞγορος, γι' αυτü και μüνο το ζÞτημα, του αρχηγοý της ΦυλÞς, τον οποßον εθεþρει Ýξυπνον καθ' üλα τ' Üλλα, αλλÜ πως πÝφτει σε Üβυσσο με την πολιτικÞ του. Μ' αυτÞν την αφορμÞ και χωρßς ποτÝ ανÞθικο σκοπü, συμφÝρο Þ υστεροβουλßα, απü αγνÞ αντßθεση γνωμþν, ετÝντωνε το τüξο του και χτυποýσε σε κÜθε περßσταση πο' 'βρισκε την πολιτικÞ του ΚυβερνÞτη, παßρνοντας σχεδüν πÜντα τα ΔαρδανÝλλια βÜση κι Ýγραφε: "Το καφτü μου δÜκρυ εμπρüς στα ΔαρδανÝλλια, αφιερωμÝνο στη μνÞμη του Γεωργßου ΙακωβÜτου".
Εγþ 'μαι, σαρκαστÞς, εγþ 'μαι εμπαßχτης.
ΓελÜω και το κüκκινο το αυγü
και μüνο πως δεν εßμαι θεομπαßχτης,
απü κακü κεφÜλι μου κι αυτü.
Ως και με την αρρþστια μου, τα γÝλια
τα σκÜω, σαν ο πüνος μου περνÜει.
Κι ωστüσο εμπρüς στα Καψο-δαρδανÝλλια
τþρα καφτü το δÜκρυ μου κυλÜει.
¼χι γι' αυτοýς που ο πüλεμος θερßζει
να κÜμουν ΠÜσχα ψÜρια και πουλιÜ,
Αφοý κι η Θεßα Πρüνοια φροντßζει
με δßκιο και γι' αυτÜ της τα παιδιÜ.
Μα εδþ που η ΑντÜντ κουβÜλησε αφ' τα πÝρατα
της οικουμÝνης στüλους και στρατεýματα.
και του Σ τ α υ ρ ο ý της Ýσπασε τα κ Ý ρ α τ α…
(που απü κουκß και μεις να μποýμε στα αßματα,)
εδþ, εδþ της τýχης μοχθηρßα!…
Με της ΑντÜντ τας τ η λ ι κ α ý τ α ς Þ τ τ α ς!
Κι Ýναν του ΓÝνους που 'χαμε Μεσσßα
βγÞκε κι αυτüς, αλßμονο, Κλουβßτας!
Και σ' Üλλο τραγοýδι πÜλι σαρκαστικÜ Ýγραφε· το επιγρÜφει "Ο υπερντρÝτνωτ Μεσσßας" και το αφιερþνει "Εις το σεσωσμÝνο τþρα πλÝον Ελληνικü ΓÝνος" και λÝει:
¼τι üντως εßναι υπερντρÝτνωτ ο Μεσσßας.
ο Κýριος ΒενιζÝλος σοβαρþς,
τüσοι το δεßχνουν -üχι Ýνας Σταυρüς,
Κι ο Ελληνικüς κι ο ΜÝγας της Γαλλßας.
ενþ Ýνα μüνον Ýλαβε ο Χριστüς,
και ξýλινον κι αυτüν κι Üνευ ταινßας.
Και τþρα εÜν οι Εβραßοι στις προφητεßες
βÜλουνε τα γυαλιÜ τους και κοιτÜξουνε,
τις οßδε… ΜÞπως Ýχουμε αμαρτßες
και μες το, ΘεÝ καλÝ, μας τον αρπÜξουνε.
Τη δýναμη üμως του σαρκασμοý του τη δεßχνει στο ακüλουθο, που το επιγρÜφει: Condensed actuality - ΚραυγÞ περß δικαßου
Αφοý κατÜ βαρβÜρων Γερμανþν
δε θÝλησε η ΕλλÜς να πολεμÞσει
Δßκαιον βρßσκω τον αποκλεισμüν
και δßκαιον απü πεßνα να ψοφÞσει.
Μα το φτωχü το ζþο να πεθαßνει
της πεßνας για δικÞ μας μοχθηρßα!
Σκεφτεßτε το, Λαοß πολιτισμÝνοι….
Σ' αυτü, φοβοýμαι, γßνεται αδικßα.
Σεις Ýχετε εταιρεßες για τα ζþα….
-Ερεýξομαι προς ταýτας μετÜ θÜρρους,
ΕρρÝτω ο πταßστης! σþσατε τ' αθþα
τ' Üλογα, τα μουλÜρια, τους γαúδÜρους…
Δßκαιον üμως ο οßκτος ν' απλωθεß
κι εις τους εκ του ποιμνßου του Μεσσßα,
κι αθþους κι αυτοýς, δικαßως να τους δεχθεß
στην Κιβωτü της μÝσα η σωτηρßα.
Κι η επανÜσταση του 1909 δεν τον αφÞκε αδιÜφορο. Στην αρχÞ τηνÝ δÝχτηκε με μεγÜλη ευχαρßστηση, αναμÝνοντας να ιδεß, καθþς üλοι μας, κÜποιο ευχÜριστο αποτÝλεσμα, μα üμως, καθþς εßδε πως οι αξιωματικοß στο τÝλος φρüντισαν μüνο και μüνο για σιρßτια -αλßμονο μας αν μÝχρι στο τÝλος Ýμεναν οι ßδιοι να διευθýνουν, και δεν ευρισκüτανε ο απü μηχανÞς Θεüς ο νÝος της ΚρÞτης Επιμενßδης, να πÜρει στα χÝρια του το τιμüνι- τüτε κι ο ποιητÞς αφÞνει τη μοýσα του λεýτερη και με δýναμη Αρχιλüχειο την καφτηριÜζει με 3 του πολý φαρμακεμÝνα τραγοýδια. Το Ýνα το επιγρÜφει: "Το Μπουσουλüτο"
Αυγοýστου δεκαπÝντε "ΑνÜγκη ειλικρινεßας"
¸να γουδß τα πÜντα κÜνει τρßμματα.
Οκτþ Αυγοýστου πÜλι δια θαυματουργßας
τα πÜντα βγαßνουν σþα, μα βλαστÞμα τα.
Προς δε βγαßνουν και μÝνουν χßλιες οργιÝς σιρßτια
γιατß αν δεν περισσεýουν δεν πÜνε εμπρüς τα σπßτια.
Σατιρßζει με δυνατÞ αγανÜχτηση τα Üρθρα της εφημερßδας Ο Χρüνος που εßχαν την επιγραφÞ "ΑνÜγκη ειλικρινεßας", το Γουδß, την εθνοσυνÝλευση και τελευταßα τους προβιβασμοýς των αξιωματικþν. Το Üλλο το επιγρÜφει: Η ανüρθωση (ΚÜδρο)
Της αρετÞς και της τιμÞς τ' ασκÝρι
σÝρνει στην καταδßκη μ' απονιÜ,
τη μοιχαλßδα τη φαυλοκρατßα
να την λιθοβολÞσει,
και σ' üλο αυτüν τον Üχραντο ντουνιÜ
(που φαßνουντ' üλοι ανθρþποι απ' Üλλο αστÝρι)
δε βρßσκει η δυστυχιÜ της ευσπλαχνßα
και μÜτι να δακρýσει.
Και μια γλυκιÜ μαζß της καν στιγμÞ
κανεßς δεν της θυμÜται περασμÝνη.
Ο νüμος εßναι ΜωυσÞς… ΠυγμÞ,
Βαρεßτε της -Η ανüρθωση να γÝνει!
Και σαν επακολοýθηση για τοýτο, γρÜφει το Üλλο και το επιγρÜφει: "Ο σκασμüς μου".
Κι ομπρüς στο κÜδρο τοýτο ο ποιητÞς
üπου Ýζησε κουτÜ σαν ασκητÞς,
και μÞτε τη ματιÜ της
σαν να' τανε σακÜτης
δεν Ýλαβε την τýχη ν' αντικρýσει·
σκÜει κι αυτü γιατß να μη γλεντÞσει…
αφοý… κι αφοý με μια καλÞ μπουγÜδα
üση κι αν Ýχουν λÝρα κι απλυσιÜ
βγαßνουν τα ροýχα κρßνα στην ασπρÜδα,
κι αφοý με το Ýλεüς της κι η ΕκκλησιÜ
νηστεýσαντας και μη
üλους στερνÜ γραμμÞ
μ' Ýνα κερß στο ΠÜσχα ισοπεδþνει…
Κι Ýτσι κι αυτüς με τη στερνÞ του γνþση
επß τη πολυελαßω μας ανορθþσει,
üλο το παρελθüν του φασκελþνει.
Το Üγρυπνü του μÜτι δεν αφÞκε τßποτε Üταχτο, αχτýπητο· η κοινωνικÞ και πολιτικÞ αταξßα αλýπητα χτυπÞθηκε απü τον Üκαμπτο ποιητÞ, μα üμως η θρησκευτικÞ παραμüρφωση η ψεýτικη απüδοση κι η εξÞγηση στις μεγÜλες αλÞθειες του μεγÜλου κÞρυκα της ΑγÜπης και της ΕιρÞνης, του Θεοý της ΑλÞθειας και του Φωτüς, του Χριστοý, εýρηκε τον αμεßλιχτü της διþχτη, üταν σκεφτüτανε να γρÜψει κÜτι τι για το θÝμα αυτü, την πÝννα του τη βουτοýσε στο πιο δραστικü δηλητÞριο κι Ýβγανε üλη του τη χολÞ, την οποßαν üχι λßγες φορÝς αιστÜνθηκε να την φαρμακþνει η παπαδοσýνη μας που δε βρßσκεται στη θÝση της, πο' 'χει ξεφýγει απü το σκοπü της, που μας κατÜντησε την εκκλησιÜ του Χριστοý üχι πια αμνÜδα, καθþς την Ýλεγαν οι προφÞτες, αλλÜ προβατßνα που διαρκþς την αρμÝγουν αυτοß οι υποκριτÝς που μοιÜζουν πραγματικÜ στους προκατüχους τους Φαρισαßους· κι ο ποιητÞς, αγαναχτισμÝνος, γρÜφει τα τραγοýδια του, Ýλεγχο σ' üλην αυτÞ την Üθλια κατÜσταση, ελπßζοντας -μÜταια üμως- μην ο Ýλεγχος φÝρει τη διüρθωση. Απ' üλα του θ' αναφÝρω τρßα τα καλýτερÜ του. Το πρþτο το επιγρÜφει: "Τα Χριστοýγεννα"
Στη φÜτνη των κτηνþν Χριστüς γεννÜται
χωρßς της ΕπιστÞμης συνδρομÞ,
η Θεßα Φýσις κÜνει για μαμÞ
κι ο δρÜκος, σαν αρνß, Θεüς, κοιμÜται.
Αýριο Üντρας, σα ληστÞς κρεμÜται,
-ΝÝα του κüσμου θÝλει οικοδομÞ-
Σταυρü του δßνει ο Νüμος πληρωμÞ,
πλην Üγιο φως στον τÜφο του γεννÜται.
ΔιÜκοι του ΒÜαλ, δεν εßναι δικüς σας,
αυτüς της φÜτνης ο φτωχüς Χριστüς,
που εκÞρυξε για νüμο του τη χÜρη.
ΕσÜς τιμÞ σας μüνη: Το σ τ ι χ Ü ρ ι
Π ο μ π Ý ς, Θ ε ο π ο μ π Ý ς το ιδανικü σας,
κι εßν' ο Θεüς σας, σαν εσÜς, μιαρüς!…
Το Üλλο το επιγρÜφει: "Προσωπο -ψυχογραφßα ενüς θεομπαßχτη"
Στις φλÝβες σου φαρμÜκι και χολÞ,
αντßς για αßμα, ρÝει, Θεομπαßχτη, πλÜνε,
κι ενþ το στüμα σου για θρησκεßα μιλεß.
λýσσας αφροýς τα χεßλη σου σκορπÜνε .
Εßσαι αφ' των Φαρισσαßων τη φυλÞ,
που του Χριστοý τη σταýρωση θυμÜνε,
και μßση μüνον η καρδιÜ σου κλει,
ωσÜν οχιÝς που στη φωλιÜ τους να 'ναι.
ΚÜνε νηστεßες, αγýρτη, και σταυροýς,
γÝλα τις γυναικοýλες με τα ψÝματα
και μÜνιζε εναντßον στους ασεβεßς,
πλην μÜτην σκοτεινοýς ποθεßς καιροýς
και μÜταια διψÜς γι' απßστων αßματα,
την Ýπαθες!…αργÜ να γεννηθεßς.
Και το τρßτο, που το αφιερþνει: "Εις τον παπα-ΣκιαδÜ"
ΕυλογημÝνε μου, παπα-ΣκιαδÜ,
σε βλÝπω ως και τþρα, στα γερÜματα,
με την παλιÜ σου ευλÜβεια μπροστÜ,
πιστüνε πÜντα στ' Üγια προστÜματα,
να βγαßνεις κοýτσι-κοýτσι, ξεσυρτÜ,
χωρßς να σε πειρÜζουν τα σκοντÜματα,
ν' αγιÜζεις σαν και πρþτα ταχτικÜ
της ΧριστιανÞς την πüρτα και τα πρÜματα!
Και μου τονßζει, ως κι εμÝ, τη λýρα
η αμÜραντÞ σου, δÝσποτα, αγιαστÞρα!
ΑλλÜ και στ' Üλλα του σατιρικÜ την αυτÞ δýναμη δεßχνει. Και στο ζÞτημα της γλþσσας νεωτεριστÞς, Þταν οπαδüς της δημοτικÞς, της γλþσσας που üσο πÜει, τüσο θεριεýει γιατß εßναι ζωντανÞ και κÜθε ζωντανü, μ' üλα τα εμπüδια, θα δεßξει τη ζωÞ του. Μισοýσε τους σχολαστικοýς καθαρευουσιÜνους και ιδιαßτερα τον αρχηγü τους το Μιστριþτη, τον οποßον κυριολεχτικÜ ζεματßζει με το ακüλουθο τσουχτερü του σονÝτο· παßρνει γι' αυτü βÜση τα λüγια απü τον ΠρομηθÝα του Αισχýλου, "Την πεπρωμÝνην δε χρη αßσαν φÝρειν ως ρÜστα, γιγνþσκειν θ' üτι το της ανÜγκης Ýστ' αδÞριτον σθÝνος" και τ' αφιερþνει:
Εις Μιστριþτην τον πÜνυ
Εις των λογÜδων του ¸θνους το Ιερüν
üπερ θα εγεßρει η νÝα μας Ιστορßα,
εις το στασßδιον το Δεσποτικüν
θα θÝσει Σε, της γλþσσης μας Μεσσßα.
Και üμως, επÝκλωσÝ Σοι μαλλιαρüν
üνομα φÝρειν αßσης μοχθηρßα,
ΜυστρÜν2 μιμνÞσκον τυροκομικüν
αντß να λÜμπει εν τοýτω η Λακωνßα.
Και ουτωσß φευ! εις Üπαντας αιþνας,
Ýξεις τον ρýπον του βαρβαρισμοý!
Ενþ του χυδαιολüγου του ΨυχÜρη
(üπου της γλþσσας εßναι ο λυμεþνας,
και ΠατριÜρχης του μαλλιαρισμοý)
τ' üνομα Ελληνικü θα φιγουρÜρει.
Κι üταν μια φορÜ Þτανε μÜρτυρας σε κÜποια υπüθεση στο Πρωτοδικεßο του Αργοστολιοý, κι ο πρüεδρος του εßπε να ορκιστεß, αρνÞθηκε κι εßπε: "¼ρκος εßναι η συνεßδηση, ο Χριστüς απαγορεýει τον üρκο", κιντýνεψε να καταγγελθεß ως Ü θ ε ο ς, κι Ýγραψε γι' απÜντηση στον Πρüεδρο το εξÞς· που το επιγρÜφει: "Του Προεδρεßου το κουδουνÜκι"
Το βλÝπω στην αλÞθεια με καημü,
που δεν εßναι στη θÝση του βαλμÝνο
αυτü του προεδρεßου το κουδουνÜκι,
του λεßπει μια κρεμÜστρα για λαιμü
κι ενþ το πρÜμα (πρüβατο) εμπρüς του στελιασμÝνο,
μÜταιο το 'χει η μπÜνκα στολιδÜκι…
Και σε δυο γεροντοκüριτσα που κÜποτε κÜτι εναντßο του εßπανε, αφιερþνει το ακüλουθο:
ΚÜτι κοýκκαλα ντυμÝνα μες σε ροýχα γυναικεßα
που τους φαßνεται πως εßναι θηλυκÜ χωρßς τ' αστεßα,
με ιδÝα μες στο μεντοýλι
πως τα λιχουδεýουν οýλοι,
συζητοýσανε μια μÝρα στη φτωχÞ μας τοýτη γη,
μÞπως κßνδυνος υπÜρχει για βιαßα απαγωγÞ!
Κι Ýνας εßπε απü τσου φßλους
"να φοβþνται μüνο σκýλους".
Και στο ΓυμνασιÜρχη Α. Παπαγεωργßου, που καθιÝρωσε τις αρλουμπßστικες και περßφημες για αλαλιÜ διÜλεξÝς του, στο Ληξοýρι, Ýγραφε:
Εßν' η ζωÞ μας Ýνα καλαμποýρι
αφοý εßναι συνεχÞς και πεθαμüς·
και το "ουδÝν οßδα" γνþσεως ορισμüς,
εις αυτü εξαιρþντας μüνο το Ληξοýρι,
που τη συνδρομÞ του ΓυμνασιÜρχη
α γ ν ο ß α ς Ü γ ν ο ι α υπÜρχει!
Και üταν Ýκαψαν στην ΑθÞνα του Ευαγγελßου τη μετÜφραση πÜλι και τüτε Ýγραψε το εξÞς:
Αν εßχε στüμα τ' αγαθü βιβλßο
Þθε μιλÞσει μες αφ' την πυρÜ
κι Þθελε ο κüσμος πÜλι ξανακοýσει
τ' απρüσιτο του λüγου μεγαλεßο
εκεßνην τη φωνÞ την ΙερÜ
Συγχþρησ' τους, πατÝρα μου,
δεν ξÝρουν τι ποιοýσι".
Εκεß üμως που φαßνεται η δýναμη στη σÜτιρα, εκεß που το φαρμÜκι εßναι χυμÝνο μ' αφθονßα, που δεν τσοýζει, αλλÜ θανατþνει, εßναι το Ýργο του Η Π ι ν α κ ο θ Þ κ η Τ η ς Κ ο λ Ü σ ε ω ς. ΦαντÜζεται τη Κüλαση μια γυναßκα στα μαýρα ντυμÝνη, τον εαυτü του ζωγρÜφο και τον προσκαλεß να της ζωγραφßσει τη σÜλα της· τις εικüνες τις παßρνει εκ του φυσικοý, αρπÜζει üλους üσους δε βλÝπει να στÝκουν καλÜ στην κοινωνßα, και τους μαστιγþνει· δεν ευσπλαχνιÝται οýτε τον αδερφü του, για τον οποßον γρÜφει:
¸μπα και συ, να μη σε ονομÜσω,
στης αηδßας μου το τραγοýδι,
που Þθελα την καρδιÜ μου να ξερÜσω
στον τÜφο σου για νεκρικü λουλοýδι κτλ.
Για προοßμιο στο δυνατü του αυτü Ýργο γρÜφει:
Τη κüλαση με εικüνες να στολßσει
εμπÞκε στον ΔιÜλου το κεφÜλι
και γýρισε τον κüσμο να ζητÞσει
πρüσωπα που ν' αρμüζει εκεß να βÜλει…
Μα πουθενÜ δεν ηýρε να εχτιμÞσει
κακßας βÜθος που να κÜνει ζÜλη,
σαν στην ΚεφαλονιÜ και ν' αγαπÞσει
ψυχÝς σατανικÝς, φρικþδη κÜλλη…
Κι αγγÜρεψε κι εμÝ, φτωχü ζωγρÜφο
που κÜπου εßχε δικÞ μου δει δουλειÜ,
για της ΠινακοθÞκης του τεχνßτη.
Γι' αυτü με πßσσα και με θειÜφι γρÜφω
κι η Μοýσα μου στον Üχαρο μπελιÜ,
με την κακÞ μου τýχη κλαßει και φρßττει.
Και σε μερικÜ δßστιχα ακüμα εßναι κι εκεß üχι λιγüτερο δηχτικüς. Για κÜποιο γιατρü κομπογιαννßτη Ýγραφε μια φορÜ:
Για το γιατρü που πÝθανε, ολßγοι στην κηδεßα του!
Την Ýστειλε για υποδοχÞ μπροστÜ την πελατεßα του.
Σε κÜποιον Üλλον Ýγραφεν επßσης:
Κρßμα για σε, για δßστιχο, να χαλαστεß μελÜνι,
Γατüψαρο, ποιος φρüνιμος, το βÜνει στο τηγÜνι;
Σε κÜποιους επßσης εμπüρους συγγενεßς του στ' Αργοστüλι χρωστοýσε μερικÜ χρÞματα· τους ζÞτησε μια φορÜ λßγο ýφασμα για εσþρουχα· εκεßνοι, γνωρßζοντας πως ο ποιητÞς θα το πÜρει και κεßνο χρεωστικü του 'δωσαν ýφασμα ελεεινü· αυτü το περιστατικü σατιρßζοντας Ýγραφε:
Τα σÜπια και τα σκÜρτα üλα περνÜνε
αλÝσματα για κεßνους που χρωστÜνε.
Επßσης αφιÝρωσε Ýνα δßστιχο στο ΒιλλÜρδο, Ýνα τýπο μεγαλομανοýς ηλßθιου κι Ýγραφε:
Τ' αστεßα του πατÝρα σου θα μεßνουν φημισμÝνα
απ' üλα ως αριστοýργημα, μας Üφησεν εσÝνα!
Και σαν επισφρÜγιση στο σατιρικü του Ýργο, τþρα στις τελευταßες του στιγμÝς, σατιρßζει και τις συμβουλÝς των γιατρþν που του 'λεγαν πως νια γßνει καλÜ -βασανιζüταν με μιαν ελεεινÞ αρρþστια των εντÝρων που και τον Ýστειλε στον ¢δη- του χρειαζüτανε να πÜει στην εξοχÞ κι Ýγραφε:
Η αρρþστια μου
ΛÝει ο γιατρüς πως καθαρüν αÝρα
η βουλιασμÝνη αρρþστια μου πως θÝλει.
προ πÜντων για να λÜβει θεραπεßα
Μα εδþ, γιατρÝ μου, εßναι αντινομßα,
αφοý Ýχει δικασμÝνο το ΜικÝλη
η ανÜγκη στο καθßκι νýχτα μÝρα·
Κι Ýτσι μες στα σιγýρια (Ýπιπλα) του σπιτιοý
κοýπωμα ναν κι αυτüς του κανατιοý!
Μα ο ποιητÞς, που με αμυδρüτητα σας τον παρουσιÜζω, ως τþρα, για σατιρικü, και λÝω με αμυδρüτητα, γιατß τα δυνατÜ του Ýργα δυστυχþς ακüμα δεν τα μÜθαμε, γιατß εßναι αδημοσßευτα, στα χÝρια του παλιοý και καλοý του φßλου Θρασ. ΜομφερÜτου, δεν Ýχει μüνο δýναμη στη σÜτιρα. Η μοýσα του καμιÜ φορÜ ξεχνοýσε το φαρμÜκι της και σαν ξεχασμÝνη Üφηνε να χýνεται απü το στüμα της μελιστÜλαχτο νÜμα με μια περιπÜθεια και μ' Ýνα λυρισμü που δεν εßναι καθüλου κατþτερος απü κεßνον που συναντοýμε στους αρχαßους μας λυρικοýς. Λυποýμαι που μου λεßπουν τα δυο του καλýτερα λυρικÜ Ýργα Η βασßλισσÜ μου, και Το ΚυπαρισσÜκι μου που μÝσα σ' αυτÜ φαßνεται πως θα 'ναι ολοζþντανη η δýναμÞ του, γιατß γι' αυτÜ μας Ýλεγε: "'¼λα μου τ' Üλλα Ýργα θα μου τα σβÞσει η κριτικÞ, αλλÜ στη Βασßλισσα μου και στο ΚυπαρισσÜκι μου δε θα βÜλει ποτÝ χÝρι". Απ' üσα üμως λυρικÜ του Ýχω στα χÝρια μου, θ' αναφÝρω μερικÜ και θα προσπαθÞσω να δþσω μια εικüνα στη νÝα μορφÞ του ποιητÞ. Και πρþτο θ' αναφÝρω κÜποιο ποßημα που αφιÝρωσε σε κÜποια αγαπημÝνη του ΛουÀζα üταν ο ποιητÞς εßχεν ηλικßα 20-22 ετþν. Το επιγρÜφει:
ΠαρÜπονο εις μßαν Λουßζαν
Με λÝει η Λουßζα ασεβÞ
και τα ωραßα της μÜτια δε γυρßζει
τον Üτυχο να ιδεß τον ποιητÞ
γιατß κεριÜ σ' αγßους δεν ανÜβει
και δεν πηγαßνει, αχ! να μεταλÜβει…
Κι αν Þτανε η Λουßζα μια ομορφιÜ
σα μια αγßα Ορθüδοξη που να 'χει
το χρþμα της ελιÜς, χολερικιÜ,
και στραβομοýρα με κυρτÞ τη ρÜχη,
υπομονÞ, θε να 'λεγα! ας εßναι…
ΦÝτια φαρμÜκια, στιχουργÝ μου πßνε.
Μα να 'ναι Ýνας ¢γγελος σωστüς
με δßχως πüνο τα φτερÜ να φÝρει
ωσÜν αφ' τον ΠαρÜδεισο αρπαχτüς
αφ' του ΖωγρÜφοιυ ΡαφαÞλ το χÝρι,
και να μη στρÝφει κÜν να με κοιτÜζει,
μες στη χολÞ μου την ψυχÞ μου βρÜζει.
Αχ, μη Λουßζα, μη λÝγεις ασεβÞ,
μÞπως κι εγþ Θεü λες δεν πιστεýω;
στην ομορφιÜ εικüνα του πιστÞ,
μÞπως, τι Üλλο παρ' αυτüν λατρεýω:
Και μÞπως εμπροστÜ στην ομορφÜδα
δεν καßεται η καρδιÜ μου σα λαμπÜδα
¸πειτα την αγÜπη, εντολÞ
μεγÜλη σαν τον ßδιο το Θεü μας,
εσý την εχτελεßς απü τους δυο μας
μÞπως να πεις μπορεßς πως πιο πολý;
Αχ, μη με λες, Λουßζα, Üπιστονε
να μη πιστÝψω το Θεü σκληρüνε.
Μα η Λουßζα üχι μüνο να με ιδεß
τα ωραßα της τα μÜτια δε γυρßζει,
μα οýτε καν ακοýει τη παλαβÞ
τη μοýσα μου αν ßσως μουρμουρßζει
Ýνα τραγοýδι τÝτοιο δßχως χÜρη,
που αν του Þλιου εκεßνου μüνο μßα
αχτßνα εßχε, θα 'λαμπε ως φεγγÜρι,
μÝσα στων τραγουδιþν την απειρßα!
ΜÝσα στο τραγοýδι αυτü μπορεß κανεßς να ειπεß πως βρßσκει üλα τα συστατικÜ που χρειÜζονται για να ειπωθεß Ýνα ποßημα λυρικü. Εδþ üμως δε συναντÜ κανεßς μüνο το αßστημα να ξεχειλßζει, βλÝπει και τη ζωηρüτητα στις διÜφορες εικüνες, με τις οποßες κατορθþνει ο ποιητÞς να μας συγκρατÞσει ακÝραιους μÝσα στην Ýννοια. Και στ' Üλλα üμως που θ' αναφÝρω δεν εßναι οýτε πιο λßγη, οýτε πιο κατþτερη η περιπÜθεια και το αßστημα του ποιητÞ. Κι Ýγραφε:
Εις το χερÜκι της
¼ταν αφρÜτο, τρυφερü χερÜκι,
παßρνω γλυκÜ μες στο δικü μου χÝρι,
για να σε χαιρετßσω,
γλυκαßνει αýτη η στιγμÞ πολý φαρμÜκι,
και μια κουφÞ πνοÞ ζωÞς μου φÝρει
κι επιθυμÜω να ζÞσω.
Και πÜλι στο δικü σου το γερÜκι,
(που μ' ελεεßς και δßχως ναν το ξÝρεις)
τολμÜω να πιθυμÞσω,
με της ψυχÞς Ýνα θερμü φιλÜκι
üπως μικρü σαν σαúτεýει αστÝρι,
Ýτσι κι εγþ να σβÞσω.
Και σ' Üλλο:
Η τριανταφυλλιÜ
Σε μια τριανταφυλλιÜ που μου στολßζει
üλ' ανθισμÝνη το μικρü μου ανθþνα
Ýδωσα τ' üνομÜ σου το χρυσü.
Κι üπως εκεßνη ετοýτο δε γνωρßζει,
δεν ξÝρεις και συ πüσο σ' αγαπþ,
Συ πο' 'χεις τα χρυσÜ μαλλιÜ κορþνα,
ΒασßλισσÜ μου, φßλημα δειλü,
εßν' το μικρü μου αυτü φτωχü τραγοýδι,
που προς εσÝ πετÜει ερωτεμÝνο
σαν πεταλοýδα σ' üμορφο λουλοýδι,
για να σου πω το πüσο σ' αγαπþ,
για να σου πω το πþς για σε πεθαßνω.
Και στα δυο του αυτÜ τραγοýδια πÜλι φαßνεται μια περßσσια χÜρη και μια τρυφερÜδα üχι απü τις συνηθισμÝνες. Μα üπου κι üταν Ýγραφε λυρικÜ ο ποιητÞς μας παντοý μας παρουσιÜζεται παθεμÝνος, παντοý μας παρουσιÜζεται να αισθÜνεται, να συμμερßζεται, να πονεß, να κλαßει και να χαßρεται. Και στ' ακüλουθÜ του ο ßδιος φαßνεται να λÝει:
ΠαρÜπονο
Αχ, κÜτι γιασεμιÜ λησμονημÝνα
που ελπßζανε να λÜβουνε τη χÜρη,
σε μια καρδιÜ χρυσÞ για μαξιλÜρι,
να μαραθοýν απÜνω ζηλεμÝνα…
¢χαρο και θλιμμÝνο ριζικü τους,
τα πÞρε ο αÝρας, τα 'ριξε στη σκüνη…
μα εκεßθενε με φüβο ξεφυτρþνει
φτωχü τραγοýδι, το παρÜπονο τους!
¢λλο, που το αφιερþνει σε κÜποια γνωστÞ του
Εις την…
ΟμοιÜζεις με την ¢ ν ο ι ξ η με τ' ανθηρÜ σου νιÜτα
κι Ýχουνε του Κ α λ ο κ α ι ρ ι ο ý τα μÜτια σου πυρÜδα,
και του σεμνοý Φ θ ι ν ü π ω ρ ο υ τα χεßλη νοστιμÜδα
μα και Χ ε ι μ þ ν α κρýβουνε τα στÞθη τα χιονÜτα!
Κι εξακολουθεß σε κÜθε του τραγοýδι να μας παρουσιÜζει την ομορφιÜ και την Üνθιση της Üνοιξης, καθþς θα φανεß στα παρακÜτω. ¸γραφε για κÜποια κÜποτε και τι Ýλεγε:
Πασχαλινü
Δεν Ýχεις της μοσκιÜς την ομορφÜδα,
οýτε του ρüδου, λυγερÞ μου, ξÝνη,
στην üψη τη ζωηρÞ την κοκκινÜδα
οποý σε τüσες λÜμπει, αγορασμÝνη!
Μα 'χει το πρüσωπü σου τüση ασπρÜδα,
σα να 'σουν απü ανθüγαλα πλασμÝνη,
και τüση Ýχει το γÝλιο σου γλυκÜδα,
με ζÜχαρη σα να 'σουν ζυμωμÝνη!
Και μοιÜζουν τüσο, Κüρη μου καλÞ,
με γλýκισμα απü γÜλα, αυτÜ τα κÜλλη,
και τüσο, αχ! μου αρÝσουνε πολý,
και τüσο μου ζαλßζουν το κεφÜλι,
που üχι να σου δþσω Ýνα φιλß.,
Þθελα να σε φÜω με το κουτÜλι!
Και στο Üλλο, που το επιγρÜφει:
Σαρακοστιανü
Μ' αυτÜ τα μÜτια σαν ελιÝς,
παντοτινÜ θε να 'κανα νηστεßα!
κι Þθε αστοχÞσω ΠÜσχα και ΤυρνÝς
να την περνÜω με ξεροφαγßα!…
να προσφαÀζω με γλυκειÝς ματιÝς,
δοξÜζοντας Χριστü και Παναγßα!
Και σε κÜποιο λεýκωμα της δεσποινßδας ΧαριτÜτου Ýγραφε:
¹θελα το φτωχü μου καλαμÜρι,
αντß μελÜνι για να πÜρει η πÝννα,
λιωτü να 'χει για σε μαργαριτÜρι.
Κι αντß για λüγια εδþ καλλωπισμÝνα,
μ' αυτü να γρÜψω μüνο τ' üνομÜ σου.
συμβολικþς με τη σεμνÞ λαμπρÜδα,
να παρασταßνει τη γλυκιÜ θωριÜ σου,
καθþς και της ψυχÞς την ομορφÜδα!
Και με τη μετριοφροσýνη του τη μεγÜλη που τον Ýκανε να μÝνει αφανÞς και γνωστüς μüνο σ' Ýνα μικρüν κýκλο απü θαυμαστÝς του, γρÜφει Ýνα απü τα πιο ωραßα κι εýοσμα λουλοýδια του ποιητικοý του ανθþνα, συνδυÜζοντας ταυτüχρονα στη μετριοφροσýνη κι Ýναν αφÜνταστο λυρισμü, και το επιγρÜφει:
Το βραβεßο των στßχων μου
Δε στÝρνω εγþ σ' αγþνες τους φτωχοýς
τους στßχους μου, που δÜφνες δε γυρεýω·
αγÜπη μου, αφ' της γης τους θησαυροýς
το γÝλιο σου μονÜχα εγþ ζηλεýω.
Και στους κρυφοýς μου μÝσα τους καημοýς
που με μια τýχη Üσπλαχνη παλεýω,
αυτÜ τα μÜτια -αυτοýς τους ουρανοýς-
σαν üαση κι ελπßδα μου αγναντεýω!
Κι αφ' την καρδιÜ μου στο δικü τους φως,
σα μυρουδÜτα ανοßγουνε λουλοýδια…
Για σÝνα λÝω τα Ýρμα μου τραγοýδια…
Βραβεßο τους ο γλυκüς ανασασμüς,
στο διÜβασμÜ τους χÜδι αγαπημÝνο,
κι εγþ Üσημος στον κüσμο ας απομÝνω.
¢λλα και στις νεκρολογßες του μας παρουσιÜζεται νεωτεριστÞς, ξεφεýγει απü τα συνηθισμÝνα, τα τριμμÝνα, και στην κλÜψα του μÝσα μας αρπÜζει και μας φÝρνει σ' Ýνα νÝο κüσμο. Απ' αυτÝς θ' αναφÝρω δýο, αναφερüμενες στην ßδια οικογÝνεια Δ. Λοýζη, για το θÜνατο των δυο παιδιþν της. Το πρþτο το 'φτιασε την 27 Οχτþβρη 1891, στο θÜνατο του πρþτου παιδιοý, Σπýρου. Το επιγρÜφει "ΔÜκρυ" κι απÜνου γρÜφει τα εξÞς λüγια του ΑλφρÝδου ΜυσσÝ:
"Le seul bein qui me reste au monde
est d' avoir quelque fois pleure"
ΕπÜλεψες, παιδÜκι αγαπημÝνο,
με το σκληρü το ΧÜρο σα λιοντÜρι.
ΒλαστÜρι θαλερü κι ολανθισμÝνο,
με του βοριÜ τη λýσσα, σαν πρινÜρι…
Κι Ýπεσες… αχ… στην πÜλη νικημÝνο
Ο ΘÜνατος για δüξα του ας το πÜρει…
Εßναι ειρωνεßα ο βßος μας…. και ξÝνο
Εßναι ü,τι ωραßο ζει στη γη για χÜρη!
Τα ολüφωτÜ σου μÜτια θα θυμοýνται
οι δýστυχοι γονιοß σου για λαχτÜρα!
Κι αν εις τον ýπνο κÜποτε ευτυχεßς
τα ιδοýν, σε νÝα θα βρεθοýν τρομÜρα,
ξυπνþντας στο σκοτÜδι της ζωÞς,
που το γλυκü τους φως θε να στεροýνται.
Και συ, τραγοýδι μαýρο, απελπισμÝνο
στον κüσμο τι ζητεßς;
-ΔÜκρυ εßμαι εγþ θερμü κι αγαπημÝνο,
οδýνη της ψυχÞς.
ΣτÜλα δροσιÜς… σε τÜφου λουλουδÜκι
Üχαρο "χαßρε"… τελευταßο φιλÜκι..
μüνον εγþ στη γη δεν εßμαι ξÝνο…
Και το δεýτερο, που το επιγρÜφει "Λüγια Πüνου" στο θÜνατο του δεýτερου παιδιοý ΑντρÝα:
Στους θρÞνους σας, στη πρþτη συμφορÜ
εßπα κι εγþ του πüνου σας τραγοýδι,
μα η διωγμÝνη εγýρισε ΧαρÜ
φÝρνοντας νÝο αφÜνταστο λουλοýδι,
κι εστÝγνωσαν τα μÜτια τα θλιμμÝνα
κι ανθßσαν πÜλι γÝλια αγαπημÝνα.
Κι Ýλαμψε νÝα ολüχαρη ζωÞ
χαρÝς κι ελπßδες κι üνειρα γεμÜτη
ωσÜν λαμπρÞς ημÝρας χαραυγÞ!
Και üμως… μüνον ειρωνεßα κι απÜτη
εβγÞκαν üλα… κι Üσπλαχνη ειμαρμÝνη
φþλιαζε στ' Üνθι σαν οχιÜ κρυμμÝνη…
Και μες στην αγαλλßαση, το μιαρü
και το φριχτü της Ýχυσε φαρμÜκι…
Κι Ýδωσε του μαρτýριου το Σταυρü
σ' Ýνα αγγελοýδι πιο παρÜ παιδÜκι·
κι εγßνατε και σεις μÝχρι θανÜτου
μÜρτυρες στο σκληρü το ΓολγοθÜ του!
Και τþρα, που σε μαýρο ωκεανü
ο πüνος την ψυχÞ σας τη βυθßζει,
ο ΓολγοθÜς (üπου τον ουρανü
μüνος αυτüς με την κορφÞ του εγγßζει),
Üμποτε απü το φως του να σας δßνει
μικρÞ παρηγοριÜ για ελεημοσýνη!
Κι απü την περιπÜθεια απü τη κλÜψα ξεπετιÝται ευθýς και γελÜει ευτρÜπελα δεßχνοντας μες στους στßχους του με ζηλευτÞ κι Ýντεχνη αφÝλεια την αθþα αστειüτη. Και γρÜφει:
ΕρωτικÞ επιστολÞ
Η χθεσινÞ μαζß σου τσακωμÜρα
μ' Ýκαμε τη ζωÞ να βαρεθþ
και μου 'ρθε και στο νου να σκοτωθþ,
χωρßς ν' ακοýσω στη καρδιÜ τρομÜρα.
Κι εßπα· στο τÜφο δεν εßναι λαχτÜρα!
Και πÞρα το ξουρÜφι να σφαþ,
και το 'χα ναν το χþσω στο λαιμü,
για να τελειþσει κÜθε φαωμÜρα…
Μα δεν ηξÝρω πþς και τι και ποιο,
κι αντßς να κÜμω τÝτοια αντραγαθßα
εβÜρτηκα με μιας να ξουριστþ…
Κι εκüπασε και τοýτη η τρικυμßα…
Κι αντß να μ' αγροικÞσεις σκοτωμÝνονε,
θα 'ρτω να με φιλÞσεις ξουρισμÝνονε!
ΜÝχρι στη τελευταßα του στιγμÞ Ýγραφε και ποτÝ δεν κουρÜστηκε καθþς ο ßδιος σ' Ýνα του τραγοýδι γρÜφει σε κÜποια γνωστÞ του που τον ρþτησε "Τι κÜνει η μοýσα του".
Ακüμα δεν εχÞρεψα αφ' τη μοýοα
και κοπελßζει ακüμα ο πειρασμüς
και μου γυρεýει ακüμα πÜντα λοýσα
κι εßναι στον Αη καθρÝφτη πÜντα ομπρüς…
ΧÞρος βÝβαια πιο καλÜ θα ζοýσα,
κι οýτε το 'να με τ' Üλλο θα χτυποýσα
τα χÝρια, üπως με φÝρνει ο απερπισμüς…
Και τþρα μες στου βßου μου το χειμþνα,
μες στη γεροντικÞ της αγκαλιÜ
βρßσκω πυρÜδα της ζωÞς ακüμα
και στο ξεθωριασμÝνο της το στüμα
τα πιο θερμÜ και γκαρδιακÜ φιλιÜ
οποý μου μÝνουν πλÝον και τα μüνα….
ΑυτÞ εßναι η εικüνα του ποιητÞ -αν μπορþ να 'χω την απαßτηση πως πÝτυχα να ζωγραφßσω, πραγματικÜ την εικüνα του χωρßς να ξÝρω απü τÝτοια ζωγραφικÞ. Με Þρεμη και γαλÞνια τη συνεßδηση μÝχρι στην τελευταßα του στιγμÞ, ξακολουθοýσε να μÝνει ο ßδιος, üπως Üρχισε. Φιλοσοφþντας και την παραμικρüτερη κßνηση και χτυπþντας αλýπητα κÜθε Ýχτροπο, κÜθε εκτροχιασμü της κοινωνικÞς μηχανÞς. Κι ο συκοφαντημÝνος ως Üθεος!, μασüνος, (αν μπορεß να ειπωθεß πως εßναι συκοφαντßα και βρισιÜ το μασüνος), ξεψýχησε Þσυχα μÝσα σ' Ýνα δωμÜτιο του νοσοκομεßου Αργοστολιοý (Ýτσι πεθαßνουνε üλοι της μοýσας οι τρüφιμοι), ξεψýχησε με τες αθÜνατες λÝξες:
"Μη κλαßτε ο ΜικÝλης πÜει στη ζωÞ!"
Κι ο ΝοÝβρης του 1917 στÝρνει στον τÜφο το τελευταßο αστÝρι του Ληξουριþτικου ουρανοý που το στερÝωμÜ του τþρα δεν Ýχει τις αχτßδες του χλωμοý φεγγαριοý του Ιοýλιου ΤυπÜλδου να αχνοφωτßζουν τη σκÝψη μας και να μας οδηγοýν στον ßδιο με τοýτους δρüμο. Ας ελπßσουμε üμως, üτι τα Ýργα του σημερινοý μας ποιητÞ -σε καλÜ üπως βρÝθηκαν χÝρια, στου φßλου του Θρασ. ΜομφερρÜτου- θα ιδοýν γλÞγορα το φως της δημοσιüτητας για να μπορÝσουμε να λÜβουμε πιο ζωντανÞ εικüνα του, απü την αχνÞ και τÝλεια Üτεχνη που σας παρουσßασα σÞμερα, και να μÝνουν για μας πηγÞ φωτüς να οδηγηθοýμε κι εμεßς, σαν Üλλοι ΜÜγοι, στους πλοýσιους κι ολανθισμÝνους παρÜδεισους της ποßησης που κρýβει μÝσα της την κÜθε αλÞθεια.
ΠειραιÜς 2 ΣεπτÝμβρη 1919
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
Το Üρθρο αυτü δημοσιεýτηκε στο τεýχος 683, σελ. 294-302 (1920) του περιοδικοý Ο ΝουμÜς.
____________________________
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΤΟΥ ΑΒΛΙΧΟΥ
Απü τη πλοýσια σε ανÝκδοτα ζωÞ του Ληξουριþτη ποιητÞ, δημοσιεýουμε δω μερικÜ, που τα χρωστÜμε στην καλοσýνη αγαπημÝνου φßλου του και φßλου μας:
ΨΥΧΑΡΗΣ ΚΑΙ ΑΒΛΙΧΟΣ
¼ταν ο ΨυχÜρης στα 1912 πÞγε στην ΚεφαλονιÜ. σταλμÝνος απü τη ΓαλλικÞ ΚυβÝρνηση για επιστημονικÞ εργασßα, περνþντας απü το Ληξοýρι, ζÞτησε, πρþτα πρþτα, τον ¢βλιχο. Ο ΜικελÜκης Ýτυχε να λεßπει τη μÝρα κεßνη στο Αργοστüλι. Ο ΨυχÜρης Ýγραψε τüτε στην οξþπορτα του σπιτιοý του με κιμωλßα:
Τ ω Μ ι κ ε λ Ü κ ῃ χ α ß ρ ε ι ν
ΨυχÜρης
ΜΙΚΡΟΣ ΤΟ ΔΕΜΑΣ…
Γινüτανε κÜποτε δßκη στην ΚεφαλονιÜ για μοιχεßα, που 'χε κÜνει κρüτο, γιατß οι Ýνοχοι ανÞκανε στην καλÞ κοινωνικÞ τÜξη. Ο ΜικελÜκης εßχε μεγÜλη περιÝργεια να γνωρßσει τον Þρωα του οικογενειακοý δρÜματος. Κι üταν του τονÝ δεßξανε, Ýναν κοντοýλη ανθρωπÜκο, εßπε:
— Μικρüς το δÝμας Üλλα μ ο ι χ η τ Þ ς!…
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ
¸λεγε στους φßλους του, παßζοντας Þ σοβαρευüμενος, (αυτü δεν εξακριβþθηκε), πως κατÜγεται απü τον αρχαßο ποιητÞ…. Ι Ü μ β λ ι χ ο. Για το φßλο του Γιþργο ΤσιμπιδÜρο Ýλεγε πως κατÜγεται απü τον… Πßνδαρο! Τ σ ι μ—Π ß ν δ α ρ ο ς = ΤσιμπιδÜρος
ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΑΤΙΡΑΣ
Αν και σατιρικüς ποιητÞς, δεν Ýδινε και τüση αξßα στη σÜτιρα.
— Η σÜτιρα, Ýλεγε, δεν εßναι ποßηση· εßναι κριτικÞ. Για να σατιρßσεις Ýνα πρüσωπο, σημαßνει πως του κÜνεις πρþτα κριτικÞ, και το συμπÝρασμÜ σου το λες με στßχους….
ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ
¹ταν üχι μüνο σοσιαλιστÞς, μα και αναρχικüς. ΕπρÝσβευε… την αναρχßα των στοιχεßων! Παθαινüτανε üμως και για την Πüλη, μÞπως και μας την πÜρουν οι Χαχüλοι, καθþς Ýλεγε τους Ρþσους. ¹τανε, δηλ. Ýνα περßεργο κρÜμα σοσιαλιστÞ, αναρχικοý κι εθνικüφρονα.
ΜΙΑ ΑΠΕΡΓΙΑ
Μισοýσε üμως τρομαχτικÜ τον πüλεμο. Οýτε να τον ακοýσει Þθελε. Και για τοýτο Ýφτανε σε τüση υπερβολÞ, þστε να εýχεται να δει, πριν πεθÜνει, την απεργßα… του στρατοý…
—Εßναι αδýνατο, Ýλεγε συχνÜ, να μη γßνει, αργÜ Þ γλÞγορα, κι αυτÞ η απεργßα. Ν' απεργÞσει ο στρατüς, ν' αρνηθοýν δηλ. οι στρατιþται να πÜνε στα γυμνÜσια, στις φρουρÝς, στον πüλεμο…
________________________________
"Με πßσσα και με θειÜφι γρÜφω... "
ΑυτÜ τα υλικÜ, τη πßσσα και το θειÜφι, χρησιμοποιοýσε ο μεγÜλος σατιρικüς και συνεχιστÞς του, ΜικÝλης ¢βλιχος. ¢γνωστος λßγο πολý, ακüμα και στους φιλολογικοýς κýκλους, ο Ληξουριþτης ποιητÞς της ειρÞνης και της επανÜστασης, σατßριζε üλα τα κακþς κεßμενα της εποχÞς του. Με καυστικü κι Üμεσο τρüπο, σατßριζε üλους üσων προξενοýσαν δεινÜ στο λαü: τη καθεστηκυßα τÜξη, το θεομπαßχτη, τον πατριþτη, το φορομπÞχτη, το θρησκüληπτο, το δικαστÞ, τον αστυνομικü, τον κυβερνÞτη, Ýχοντας üμως Ýντονο το στοιχεßο του αυτοσαρκασμοý κι αυτü τον διαφοροποιοýσε απ' τους Üλλους ομüτεχνους του, üπως τον πολυακουσμÝνο και συμπατριþτη του ΛασκαρÜτο.
Στα πρþτα χρüνια της ζωÞς του η ΚεφαλλονιÜ συνταρÜσσεται απü τις λαúκÝς ταραχÝς του 1843 και την εξÝγερση του 1848 κατÜ της Αγγλοκρατßας, απü την Üνθιση του ριζοσπαστικοý κινÞματος, απü τις σκληρÝς διþξεις ριζοσπαστþν ηγετþν και την ßδρυση της λÝσχης των ριζοσπαστþν ΑναγνωστÞριον Η Ομüνοια. Εßχε την τýχη απü παιδικÞ ηλικßα να βρεθεß δßπλα σε σημαντικοýς ριζοσπαστÝς και επηρεÜζεται απü τον αγþνα τους, συγκεκριμÝνα απü τους ΙακωβÜτους, τον ΛασκαρÜτο, τον ΑνδρÝα κι ΙωσÞφ ΜομφερÜτο. Το 1871 τονε βρßσκει στα οδοφρÜγματα της ΠαρισινÞς Κομμοýνας, üπου θα συμμετÜσχει στην εξÝγερση απü το ΜÜρτη ως και το ΜÜη του 1871, στις 72 μÝρες που σημÜδεψαν τον κüσμο, πριν η κυβÝρνηση του Λουß Τιερ τη πνßξει στο αßμα. Ο δημοσιογρÜφος Γιþργος ΦτÝρης, εßναι Ýνας απü αυτοýς ποý μαρτυρÜνε για τη συμμετοχÞ του σε κεßνα τα γεγονüτα.
ΜετÜ τις περιπλανÞσεις του σε μιαν Ευρþπη που συνταρÜσσεται απü εξεγÝρσεις κι ιδεολογικÝς συγκροýσεις, ο αναρχικüς ¢βλιχος επιστρÝφει στον γενÝθλιο τüπο του το 1878, üμως το Ληξοýρι δεν εßναι αυτü που Þταν κÜποτε. Το Üλλοτε πασßγνωστο πνευματικü κÝντρο που γνþριζε üλη η ΕλλÜδα, μετÜ την ¸νωση, παρακμÜζει, σαπßζει, βουλιÜζει στο βÜλτο του Νεοελληνικοý Βασιλεßου. ¸να απÜνθρωπο φεουδαρχικü σýστημα, κατÜλοιπο της Ενετοκρατßας, σε συνδυασμü με την ασýδοτη τοκογλυφßα και τη διεφθαρμÝνη δικαιοσýνη, μετατρÝπει τους χωρικοýς σε δουλοπÜροικους. Φτþχεια, θρησκοληψßα, ψευδοφιλοπατρßα κι αμÜθεια, κυριαρχοýν... "ΑμÜθεια, Üσπλαχνη ΘεÜ, τη δýναμη σου τρÝμω!", αναφωνεß ο ΜικÝλης και για 40 ολÜκερα Ýτη αυτοεγκλωβßζεται στο Ληξοýρι. Ο ισüβιος υποστηρικτÞς του Μπακοýνιν αργοσβÞνει στο λυκüφως της ΕπτανησιακÞς παρÜδοσης. ΑυτÞ η βαθýτατη πικρßα, η παραßτηση, η ηττοπÜθεια, αυτÞ η βαθειÜ αßσθηση αδικßας χαρακτηρßζει üλους τους επιφανεßς ΚεφαλλÞνες μετÜ την ¸νωση με την ΕλλÜδα. Απü το 1850 οι ριζοσπÜστες της ΕπτανÞσου, πρþτα απü τους ¢γγλους και μετÜ απü το νεοσýστατο Ελληνικü κρÜτος, αντιμετωπßζουν διþξεις και τρομοκρατßα. ¼λοι σχεδüν οι επιφανεßς ριζοσπÜστες βρßσκονται στις φυλακÝς Þ στις εξορßες. Ενþ οι φιλομοναρχικοß κι οι Αγγλüφιλοι πανηγυρßζουν, οι πραγματικοß Þρωες, διασýρονται ως προδüτες. ΜÝσα σε 4 10ετßες απü την ¸νωση, οι ριζοσπÜστες διασýρονται, συκοφαντοýνται, εξουδετερþνονται το ßδιο θα συμβεß και στους Κεφαλλονßτες, ουτοπιστÝς, πρωτοσοσιαλιστÝς, που διþκονται Þ δολοφονοýνται. Η πικρßα, το φαρμÜκι κι η αηδßα του ¢βλιχου, ακüμα κι ο αυτοεγκλεισμüς, η μοναξιÜ κι η απραξßα εßναι μια επßδειξη απüλυτου ηθικοý ιδεαλισμοý. Ακüμα κι ο αναρχισμüς του εßναι καρπüς της ρομαντικÞς ΕπτανησιακÞς παρÜδοσης.
Εßναι απαισιüδοξος üμως ο ¢βλιχος; Δεν εßναι οýτε απαισιüδοξος, οýτε αισιüδοξος. Εßναι τραγικüς. ΠεριγρÜφει μιαν εποχÞ που το σýμπαν που γνþριζε καταρρÝει με πÜταγο. Ο πολιτισμüς που τον ανÜθρεψε σβÞνει απü τον θανÜσιμο εναγκαλισμü του Νεοελληνικοý κρατιδßου. Οι μÝρες της αναρχßας στη ΒÝρνη και τα λüγια του Μπακοýνιν στοιχειþνουν τις ασÞμαντες νýχτες του στο Ληξοýρι. Τα 40 σχεδüν Ýτη που θα ζÞσει στο αγαπημÝνο του Ληξοýρι, απομονωμÝνος δε θα δουλÝψει ποτÝ. Θα ζÞσει απ' τα λßγα που του προσφÝρει η γη που του Üφησε ο πατÝρας του. Στο σπßτι του στη συνοικßα του Αγ. Δημητρßου, πßσω απü το γραφεßο του, εßχε 2 εικüνες, απü τη μßα μεριÜ η εικüνα του Αγ. ΑνδρÝα σταυρωμÝνο ανÜποδα, ζωγραφισμÝνο απü τον αδελφü του Γεþργιο ¢βλιχο, σπουδαßο ζωγρÜφο και ποιητÞ κι απü την Üλλη η φωτογραφßα του ΜιχαÞλ Μπακοýνιν.
Ο ΜικÝλης ¢βλιχος Þταν Ýνας Üνθρωπος βαθιÜ ουμανιστÞς, αντιμιλιταριστÞς, γεμÜτος αγÜπη για τους γýρω του, δεν του Üρεσε να επιδεικνýεται, θεωροýσε δüξα την αδοξßα του και πßστευε üτι μερικÜ καλÜ βιβλßα και μερικÝς αξιüλογες συζητÞσεις μ' εγκÜρδιους φßλους, για διÜφορα πνευματικÜ ζητÞματα, εßναι η μεγαλýτερη παρηγοριÜ για κÜποιον Üνθρωπο. Μισοýσε τη σαπßλα, ιδßως τη κοινωνικÞ στηρßζοντας τη γνþμη του στο δßδαγμα: "ΠρÝπει να εßσαι και üχι να 'χης, γιατß üταν εßσαι, Ýχεις, ενþ üταν Ýχης, μπορεß να μην εßσαι". Με τα λüγια και τα τραγοýδια του Þτανε μÜστιγα σε κÜθε σÜπιο, σε κÜθε Ýκτροπο, οπουδÞποτε το εýρισκε, θα γρÜψει ο ο Χαρßλαος ΑντωνÜτος. Ο ΚωστÞς ΠαλαμÜς τρÝφει μεγÜλη εκτßμηση στον ΜικÝλη και μÜλιστα γρÜφει Ýνα ποßημα αφιερωμÝνο σε αυτüν.
Ακüμα και ο θÜνατüς του Þταν αλÞθεια κι αυτüς ποιητικüς. Στο νοσοκομεßο του Αργοστολιοý ο ΜικÝλης νοσηλεýεται απü μια χρüνια ασθÝενια που τονε ταλαιπωρεß. ΚÜποια στιγμÞ θα σηκωθεß απü το κρεβÜτι για να προσφÝρει λßγα λουλοýδια που του 'χει φÝρει κÜποιος σε μια Üγνωστη νοσοκüμα που τον φρüντιζε. Ζαλßστηκε üμως κι Ýπεσε ψιθυρßζοντας:
"Το φþς μου σβÞωμαι".
¸τσι Ýσβησε το τελευταßο αυθεντικü τÝκνο του Επτανησιακοý πολιτισμοý, στις 28 ΝοÝμβρη 1917, ενüς πολιτισμοý που δεν πρüλαβε να γερÜσει αλλÜ δολοφονÞθηκε Üξαφνα πÜνω στην ÜνθισÞ του. "ΑπατιÝστε αν νομßζετε πως δεν πιστεýω στον Θεü, αρνÞθηκα οριστικÜ να τον πλησιÜσω μες απ' την επιστÞμη και τη θεολογßα. Αναζητþ τον Θεü μες στους ανθρþπους. Μες στην ελευθερßα τους. Τον αναζητþ μες στην επανÜσταση"!
Μη κλαßτε ο ΜικÝλης πÜει στη ζωÞ...
============================
Η ΜεγαλοσιÜνα
Νομßζεις πως κÜτι εßσαι αληθινÜ
κ’ εμπρüς σου θες να γÝρνουν το κεφÜλι,
γιατß μεταξωτÜ φορεßς σκουτιÜ,
κ’ Ýχεις και τον παρÜ με το τσουβÜλι.
Και μ' üλον πþχεις τüση προστυχιÜ
στους τρüπους σου, το παßρνεις για μεγÜλη…
μεγÜλη αληθινÜ στην αλαλιÜ
κι üλο τον κüσμο παßρνεις για χαμÜλη.
Μα üσα κι αν Ýχης χρÞματα χιλιÜδες,
κι αν ξÝρης και πÝντ' Ýξη ιταλικÜ,
εßσαι και συ σαν κÜθε γυναικοýλα...
Πιστεýεις εις τα ξüρκια, στους παπÜδες,
κουλοýρες τρως και συ στην ΕκκλησιÜ
και κÜνεις ü,τι κÜνει κÜθε δοýλα.
Αηδßας ¢σμα ΑσμÜτων
Αηδßαν Üοιδε, ΘεÜ.
Α
¸χω φαρμÜκι τüσο στην ψυχÞ μου
μ' αυτÞ τη μαýρη, την Üχαρη ζωÞ μου,
που απορþ σταλαματιÜ γλυκÜδα
αν ημπορÞ στους στßχους μου να στÜξη!
κι Þθελε κÜθε τι μιαν ΙλιÜδα
απü το νου μου νÜβγη να πετÜξη
σε τοýτα τα χαρτιÜ.
Κι εγþ μ' αυτÞ την Üπειρη αηδßα μου
και τη πικρÜδα οποý ακοýω στο στüμα
να πÜρω να τη ρßψω στη φωτιÜ
για να χορτÜση λÜμψ' η φαντασßα μου
πριν πÜω να γßνω μες στο χþμα, χþμα!
Β
Κι εσý αηδßα, Ýμπνευση μου δßνεις
σε τοýτα εδþ τα λüγια που αραδιÜζεις,
μαýρη χολÞ απü τους στßχους βγÜζεις
βοÞθα τη ρßμα κι Ýρμο μη μ'αφßνεις.
Τ' Üσμα σου ψÜλλω εκ βαθÝων ψυχÞς
που εγνþρισα του κüσμου τα σιχÜματα
κι εßμαι για τοýτο κÜπως ευτυχÞς,
που δεν προσφεýγω σε γελοßα κλÜμματα.
Και ποý να στρÝψω δßχως εμπροστÜ μου
εσý να μη φανÞς, ΘεÜ αηδßα!
εσý πþχεις γεμÜτη τη καρδιÜ μου;
Η ΒασßλισσÜ Μου
Μικροýτσικο σπιτÜκι χαμηλὸ
Εἶν' τῆς βασßλισσÜς μου τὸ παλÜτι
κι ἐκεß μÝσα, σὰ γιοýλιο ντροπαλü,
κρυμμÝνη εἶν' ἀφ τὸ βλÝμμα τοῦ διαβÜτη.
Κι ἐγὼ διαβαßνω κεῖθε δειλὰ
μὲ τὸν κρυφὸ καημü μου τὸ κοιτÜζω
κι ἀθÝλητα ἀπ' ἀγÜπη σιγαλὰ
Μὲς ἀπ' τὴ καρδιÜ μου ἀναστενÜζω.
Καὶ καμαρþνω τὸ βασιλικü,
οποὺ τὸ παραθýρι της στολßζει.
-Καλüτυχο μυροῦδι φτωχικü,
ποὺ τὸ χρυσü της χÝρι σε ποτßζει!
Κι ὅταν τὸ χτυπολüημα τ' ἀργαλειοῦ
καὶ τὸ γλυκὸ κελÜδημ' ἀγροικιÝται
τοῦ πολυαγαπημÝνου μου πουλιοῦ,
κÜθε καημὸς ἀφ τὴ καρδιÜ μου σβιÝται.
Καὶ τοῦ παραθεριοῦ της τ' ἀχνὸ φῶς
τὰ βρÜδυα ν' ἀγναντεýω δὲ χορταßνω.
Ἄστρο γιὰ μὲ δὲν ἔχει ὁ οὐρανὸς
Τüσο γλυκὸ καὶ τüσο ἀγαπημÝνο.
Καὶ λÝω: καλÞ σου ἡ ὥρα, ἐσὺ φτωχÞ,
ποý, ἂν ἔχουν μετρημοὺς οἱ κüκκοι τοῦ ἄμμου,
Ýχει κι ὁ πλοῦτος, πὄχεις στὴ ψυχÞ!
ΚαλÞ σου ἡ ὥρα, ἐσý, βασßλισσÜ μου!
ΠαππÜς Σε Ωραßαν ΥδρευομÝνη
Αχ! ο Θεüς κοπÝλα μου το ξÝρει
πως το νερü που παßρνεις απ’ τη βρýση
το 'χα κι εγþ ανÜγκη να μου σβÞσει
τη φλüγα που στον τÜφο θα με φÝρει!
Τα ρÜσα μου μη τα θωρεßς, -ν' αφÞσει
δεν δýναται κανεßς ü,τι συμφÝρει.
Δος μου να πιω με τ' Üσπρο σου το χÝρι
κι ü,τι κι αν Ýχω πÜρε για μπαξßσι.
Μη λες üπως μπορεß τοýτο το ρÜσο
τη γλþσσα να μου δÝσει… Σ' αγαπÜω.
Κι αν δεν σου το πω φως μου, θε να σκÜσω.
Αχ! Üφησε (γιατß Üλλο δε βαστÜω)
το στÞθος σου με σÝβας να πλησιÜσω…
Το φυλακτü σου ν’ ασπασθþ, διψÜω.