Βιογραφικü
Ο Κωνσταντßνος ΜανασσÞς Þταν Βυζαντινüς λüγιος κι εκκλησιαστικüς που Ýζησε το 1ο μισü του 12ου αιþνα, χαρακτηριστικüς εκπρüσωπος της βυζαντινÞς λογοτεχνßας. Σε νεαρÞ ηλικßα Þταν Þδη μÝλος κýκλου διανοουμÝνων που προστÜτευε η ΕιρÞνη, σýζυγος του σεβαστοκρÜτορα Ανδρüνικου, δευτερüτοκου γιου του αυτοκρÜτορα ΙωÜννη Β' Κομνηνοý. Στη πατριαρχικÞ σχολÞ της Πüλης δßδαξε ρητορικÞ. ΥπÞρξε χρονογρÜφος και ποιητÞς μ’ Ýργα που χαρακτηρßζονται απü τη λαúκÞ αντßληψη της ιστορßας αφοý συχνÜ εξαßρουν μη σημαντικÜ γεγονüτα, Ýχουνε πομπþδες ýφος, πλοýσιο σε ηθικÝς παρεκβολÝς. Ο θÜνατüς του δε, τοποθετεßται μÜλλον ýστερα απü το 1173-1175 –πιθανüν ως το 1187 μ.Χ.
Οι διαθÝσιμες πληροφορßες για την ζωÞ του Κωνσταντßνου ΜανασσÞ εßναι ελÜχιστες και προÝρχονται απü τα Ýργα του. ΓεννÞθηκε το 1115 στη Πüλη κι Ýλαβε επιμελημÝνη μüρφωση. Νωρßς εντÜχθηκε στον κýκλο των λογßων (Ιω. ΤζÝτζης, Θεüδ. Πρüδρομος), που προστÜτευε η γυναßκα του Ανδρüνικου, αδελφοý του αυτοκρÜτορα ΜανουÞλ Α´ Κομνηνοý (1143-1180), σεβαστοκρατüρισσα ΕιρÞνη (1110/12-1151/52)2. ΜετÜ το θÜνατο του Ανδρüνικου, ο Κ. ΜανασσÞς απομακρýνθηκε απü το περιβÜλλον της ΕιρÞνης, λüγω του üτι η χÞρα σýζυγος κατηγορÞθηκε απü τον ΜανουÞλ Α´, για συνωμοσßα εναντßον του και τιμωρÞθηκε με φυλÜκιση και εξορßα την πρþτη φορÜ (1144), και με περιορισμü στον αυτοκρατορικü οßκο την δεýτερη (1148). Τüτε πιθανþς Ýγινε διδÜσκαλος της ρητορικÞς και στα επüμενα χρüνια καθηγητÞς στη ΠατριαρχικÞ ΣχολÞ της Πüλης. ΚατÜ τη διδακτικÞ δραστηριüτητÜ του εκεß, απÝκτησε φιλικÝς σχÝσεις με τοπικÝς ισχυρÝς οικογÝνειες, üπως εκεßνης του ΙωÜννου ΚοντοστεφÜνου, συγγενÞ τοý αυτοκρÜτορα ΜανουÞλ Κομνηνοý.
Το 1160 περßπου συνüδευσε τον ΙωÜννη ΚοντοστÝφανο στη διπλωματικÞ του αποστολÞ στις λατινοκρατοýμενες περιοχÝς της Παλαιστßνης, που αποσκοποýσε στην εξεýρεση νýφης για τον αυτοκρÜτορα ΜανουÞλ Α’ Κομνηνü. ΦτÜνει στη Κýπρο για ν' ανακοινþσει στον ηγεμüνα της ΙερουσαλÞμ, ΒαλδουÀνο, πως ανατßθεται σ’ αυτüν η εξεýρεση υποψÞφιας νýφης. Ο ΒαλδουÀνος προÝκρινε τη ΜελισσÜνθη, κüρη του εκλιπüντος ΦρÜγκου ηγεμüνα της Τρßπολης του ΛιβÜνου, κüμη Ραúμüνδου Β´. Η πρεσβεßα Ýχει την ευκαιρßα να δει τη κοπÝλα στη ΣαμÜρεια. Στη πορεßα, ο ΜανουÞλ, που αρχικÜ εßχε αποδεχτεß το συνοικÝσιο, αλλÜζει γνþμη και στρÝφεται στη 2η επιλογÞ του ΒαλδουÀνου, τη Μαρßα, κüρη του εκλιπüντος ηγεμüνα της Αντιοχεßας, Ραúμüνδου ΠουατιÝ. Ο ΙωÜννης ΚοντοστÝφανος αφÞνει τη 1η πρεσβεßα στη Κýπρο για να μεταβεß στην Αντιüχεια üπου βρßσκεται μßα 2η πρεσβεßα, την ßδια στιγμÞ που ο αδελφüς της ΜελισσÜνθης, Ραúμüνδος Γ´, λεηλατεß τα παρÜλια της Κýπρου, ως αντßποινα για τη συμπεριφορÜ του ΜανουÞλ. ΤελικÜ, ο ΙωÜννης ΚοντοστÝφανος επιστρÝφει στη Κýπρο κι η 1η πρεσβεßα παßρνει το δρüμο του γυρισμοý, ενþ παρÜλληλα Ýχει επιλεγεß η Μαρßα της Αντιοχεßας για νýφη του αυτοκρÜτορα. Ο γÜμος τελÝσθηκε στις 25 Δεκεμβρßου 1161.
Απü το ταξßδι αυτü Ýγραψε μια Ýμμετρη περιγραφÞ το "Οδοιπορικüν" και στο οποßο μεταξý των Üλλων φαßνεται η βαθιÜ περιφρüνησÞ του σε ü,τι δεν Þτανε Πολßτικο. ¸γραψε επßσης το Ýμμετρο «Βßο Του Οππιανοý», χρονογραφßα σε στßχους, πολλοýς ρητορικοýς λüγους, εκφρÜσεις και κυρßως σκηνÝς κυνηγιοý και το ερωτικü μυθιστüρημα «Αρßσταρχος & ΚαλλιθÝα».
ΚατÜ την επιστροφÞ του, μÝσω της Τýρου, λüγω ασθÝνειας, παρÝμεινε για Ýνα διÜστημα στη Κýπρο κι επÝστρεψε στη Πüλη το 1162. Λßγο αργüτερα μετÜ την επιστροφÞ του απü την αποστολÞ αυτÞ, εξελÝγη επßσκοπος, απü τον μητροπολßτη Ηρακλεßας, της θρακικÞς πüλης του Πανßου και κατüπιν, μετÜ το ΜÜη του 1172, Ýγινε μητροπολßτης ΝαυπÜκτου. Ο ΜανασσÞς ταυτßστηκε απü τον Ν. ΒÝη, με το μητροπολßτη ΝαυπÜκτου ΜανασσÞ (1175-1187), απü μßα απλÞ αναφορÜ που γßνεται στο πρüσωπü του, σε επιστολÞ του Ι. Απüκαυκου. Η ταýτιση ωστüσο του μητροπολßτη ΝαυπÜκτου ΜανασσÞ με τον Κ. ΜανασσÞ δημιουργεß κÜποιες επιφυλÜξεις στους ερευνητÝς. Απü κÜποια αüριστη αναφορÜ σ' Üλλο Ýργο του (Οδοιπορικüν), εικÜζεται üτι πριν Þ γýρω στο 1160 ασπÜστηκε το μοναχικü βßο, ενþ σε μολυβδüβουλο που χρονολογεßται το 1170 περßπου, σþζεται η επιγραφÞ ενüς μητροπολßτη της θρακικÞς πüλης Πανßου με το üνομα Κ. ΜανασσÞς.
(Τþρα μιας κι ειπþθηκε για τη Ναýπακτο, μποροýν να εξαχθοýνε στοιχεßα κι απü κει, για την εκεß δρÜση του, παρÜλληλα, εßναι ευκαιρßα να δοθεß μια μικρÞ εξιστüρηση για τα της πüλης αυτÞς). Π.Χ.
ΜετÜ την Üλωση της Πüλης στους ΦρÜγκους το 1204, η Ναýπακτος περνÜ για σýντομο διÜστημα στον Ýλεγχο των Βενετþν, που την αναφÝρουνε στις πηγÝς τους ως Nepanto (μτγ. Lepanto) και με τη συνθÞκη του 1210 παραχωρεßται στον Δεσπüτη της Ηπεßρου ΜιχαÞλ Α´ ¢γγελο Δοýκα Κομνηνü. Εßναι ßσως η περßοδος για την οποßα υπÜρχουνε τα πληρÝστερα στοιχεßα για την ιστορßα της πüλης, χÜρη σε δýο χαρισματικÝς μορφÝς που ανεβÞκανε στον επισκοπικü θρüνο στα τÝλη του 12ου και τις αρχÝς του 13ου αιþνα : στον Κωνσταντßνο ΜανασσÞ και στον ΙωÜννη Απüκαυκο.
Ο Κωνσταντßνος ΜανασσÞς υπÞρξε σπουδαßα μορφÞ της εκκλησßας κατÜ το 12ο αιþνα και μητροπολßτης ΝαυπÜκτου, το 1172. ¸γραψε επßσης κι Üλλα λüγια κι εκκλησιαστικÜ Ýργα, üπως το κοσμολογικü σýγγραμμα «Στßχοι Συνοψßζοντες Τα Προχειρüτερα Περß Των ΑστÝρων» (παρατßθεται παρακÜτω) και το συναφÝς «Στßχοι Εις Την Κοσμοποιßαν» κ.Ü. Η θεματολογßα του προδßδει εýρος ενδιαφερüντων και θαυμασμü προς την αρχαιüτητα.
Ο ΙωÜννης Απüκαυκος Þταν ανηψιüς του Μητροπολßτη ΝαυπÜκτου Κωνσταντßνου ΜανασσÞ, ο οποßος τον Ýστρεψε προς μια καριÝρα στον κλÞρο. Το 1199 Þ το 1200 χειροτονÞθηκε επßσης μητροπολßτης ΝαυπÜκτου, θÝση την οποßα διατÞρησε ως το 1232, üταν αναγκÜστηκε να παραιτηθεß. Τη περßοδο κεßνη η μητρüπολη ΝαυπÜκτου Þταν μια απü τις ισχυρüτερες του Ελλαδικοý χþρου, καθþς περιλÜμβανε τις επισκοπÝς Αετοý, ΔραγαμÝστου, ¢ρτας, Αχελþου, ΒελÜς, Βουθρωτοý, Βουνδßτζης, Δρυινουπüλεως, Ιωαννßνων, Ρωγþν και ΧειμÜρρας. Ωστüσο η Þττα του Δεσπüτη της Ηπεßρου Θεοδþρου Κομνηνοý Δοýκα στην Κλοκüτνιτσα το 1230 δημιοýργησε νÝες μητροπüλεις καθþς και μια νÝα κατÜσταση πßεσης απü τον ΠατριÜρχη που τþρα Ýδρευε στη Νßκαια. Οι νÝες αυτÝς συνθÞκες εξανÜγκασαν τον Απüκαυκο σε παραßτηση κι εγκλεισμü του σε μοναστÞρι. ΠÝθανε το 1233 Þ το 1234.
Ο Απüκαυκος υπÞρξε πολυγραφüτατος και διÝσωσε αρκετÝς πληροφορßες για την εποχÞ του και τη περιοχÞ της ΝαυπÜκτου σε συνοδικÝς πρÜξεις, επιστολÝς, ποιμαντικÜ κεßμενα. Για το λüγο αυτü αποτελεß μια απü τις κυριüτερες ιστορικÝς πηγÝς για την ýστερη βυζαντινÞ περßοδο στη ΣτερεÜ ΕλλÜδα. ¹ταν απü τις πιο φωτισμÝνες μορφÝς του Βυζαντινοý Πολιτισμοý. Γοητεýτηκε απü τον αρχαßο ελληνικü πολιτισμü και δημιοýργησε μοναστηριακü συγκρüτημα, üπου μοναχοß και κληρικοß αντÝγραφαν αρχαßα κεßμενα φιλοσοφßας απü μισοκατεστραμμÝνα χειρüγραφα, þστε να τα σþσουν απü τη φθορÜ του χρüνου και να τα παραδþσουνε στις μελλοντικÝς γενιÝς. Ο ßδιος ο ΙωÜννης συνÝταξε κþδικες με το «κατ´ Ýθιμον δßκαιο», στους οποßους οι σημερινοß ερευνητÝς βρßσκουνε πολýτιμες πληροφορßες για τον ιδιωτικü βßο στον ελλαδικü χþρο τον 11ο και τον 12ο αιþνα. ¸νας απü τους κþδικες του Απüκαυκου βρßσκεται σÞμερα στο μουσεßο του Λονδßνου.
Συνδεüμενοι με συγγενικÞ μεταξý τους σχÝση (θεßος κι ανηψιüς), εκτüς απü ιερÜρχες Þσανε και φωτισμÝνοι Üνθρωποι των γραμμÜτων. Ο Απüκαυκος ιδιαßτερα αποτελεß σημαντικÞ πηγÞ για τη κατÜσταση που επικρατοýσε στην περιοχÞ της Ναυπακτßας στις αρχÝς του 13ου αιþνα. Η εικüνα που δßνει εßναι ζοφερÞ. Ο πληθυσμüς εßχε μειωθεß κι εßχανε σημειωθεß μετοικεσßες εξαιτßας φυσικþν καταστροφþν αλλÜ και πειρατικþν επιδρομþν. ΣυχνÝς Þτανε κι οι επιθÝσεις απü μεριÜς των ΦρÜγκων της ΠελοποννÞσου, που το 1218 οδÞγησαν σε μερικÞ καταστροφÞ των οχυρþσεων. Πρüσθετες Ýκτακτες φορολογßες απü τη πλευρÜ του Δεσπüτη της Ηπεßρου επιδεινþσανε τη κατÜσταση κι οδηγÞσανε σε αποδυνÜμωση της γεωργßας και της οικονομßας. Σε πολλÝς επιστολÝς του ο Απüκαυκος κÜνει εκκλÞσεις για ελÜφρυνση της φορολογßας που βÜραινε τüσο τον πληθυσμü üσο και την ßδια τη Μητρüπολη.
Το 1294, ο Νικηφüρος Α' ¢γγελος Δοýκας Κομνηνüς δßνει τη Ναýπακτο ως προßκα στον Φßλιππο Α' του ΤÜραντα, μÝλος της δυναστεßας των Ανδεγαβþν (Anjou), οι οποßοι Ýτσι παγιþνουν τη κυριαρχßα τους στη περιοχÞ για περßπου μισü αιþνα.
(Εδþ κλεßνει η παρÝνθεση και συνεχßζεται η μελÝτη των Ýργων του ΜανασσÞ). Π.Χ.
Η χειρüγραφη παρÜδοση των Ýργων Ýργων του και κυρßως της χρονογραφßας του, μαρτυροýν üτι υπÞρξε Ýνας απü τους πλÝον δημοφιλÞς συγγραφεßς, τüσο κατÜ τους βυζαντινοýς, üσο και κατÜ τους μεταβυζαντινοýς χρüνους. ΣυνÝταξε Ýμμετρη χρονογραφßα σε 15σýλλαβους με τßτλο "Σýνοψις Ιστοριþν" πιθανüτατα το 1150. Το χρονογραφικü αυτü Ýργο αποτελεßται απü 6.733 στßχους κι αφηγεßται την ιστορßα απü κτßση τοý κüσμου ως τη παραßτηση του Βυζαντινοý αυτοκρÜτορα Νικηφüρου ΒοτανειÜτη το 1081, οπüτε ανÞλθε στην εξουσßα η δυναστεßα των Κομνηνþν με αυτοκρÜτορα τον ΑλÝξιο Α´. Το Ýργο γρÜφτηκε μεταξý των ετþν 1142-53, κατÜ παραγγελßα της Σεβαστοκρατüρισας ΕιρÞνης (συζýγου του Ανδρüνικου Κομνηνοý) με τη προοπτικÞ να συνεχιστεß και για τα γεγονüτα τÞς δυναστεßας των Κομνηνþν. Γνþρισε ευρýτατη κυκλοφορßα στο ΒυζÜντιο, κÜτι που φαßνεται απü τον μεγÜλο αριθμü (πÜνω απü 100 χειρüγραφα διεσþθησαν) των διασωθÝντων χειρογρÜφων. Η μετÜφρασÞ του στη παλαιοσλαβικÞ, κατÜ τον 14ο αι., αποτελεß Ýκφραση της ευρýτερης αυτÞς αναγνωστικÞς κυκλοφορßας του Ýργου που επηρÝασε βαθιÜ τη σλαβικÞ και τη ρωσικÞ γραμματεßα των μÝσων χρüνων.
Σýμφωνα με τον Λαμψßδη, Þταν απü τα χαρακτηριστικüτερα παραδεßγματα βυζαντινÞς χρονογραφßας, και:
«…Ýδωσε Ýνα ιστορικü Ýργο, που απαιτοýσε η εποχÞ του με την ÝφεσÞ της για ιστορικÞ ýλη μÝσα üμως σε λογοτεχνικü πλαßσιο. Η χρονογραφßα του, ιδßως στο 2ο της τμÞμα, εßναι Ýνα γοητευτικü ιστορικü λογοτεχνικü δημιοýργημα κι ανυψþνει σε κορυφαßα στιγμÞ τη βυζαντινÞ λαúκÞ χρονογραφßα με την επαγωγü κι ευανÜγνωστη λογοτεχνικÞ αφÞγηση. Δεν συνθÝτει ως ιστορικüς την ιστορßα, αλλÜ την αποδßδει ως λογοτÝχνης, ως Ýνας παραμυθÜς».
ΚατÜ τον ßδιον, το Ýργο αυτü παρουσιÜζει τρεις καινοτομßες:
α. ΠαρουσιÜζει την ιστορικÞ ýλη επιλεκτικÜ και σε αυτοτελÞ επεισüδια
β. Χρησιμοποιεß το 15σýλλαβο στßχο προσδßδοντας στο Ýργο ποιητικÞ μορφÞ, και
γ. ΣυνδυÜζει την απλουστευμÝνη, με τη λüγια γλþσσα.
Απü τους στßχους 4578 κι εξÞς αφηγεßται τη 2η φÜση της Εικονομαχßας. Στις 12 Ιουλßου 813 ο ΛÝων Ε´ ο ΑρμÝνιος στÝφεται αυτοκρÜτορας και ξεκινÜ νÝο πüλεμο κατÜ των εικüνων. Ας παρακολουθÞσουμε πως ο βυζαντινüς χρονογρÜφος περιγρÜφει το νÝο αυτοκρÜτορα˙ ο ΛÝοντας «ην βλαστüς κακüβλαστος» (στ. 4582), Þταν «πικρÞ ρßζα της παλιüτερης ακÜνθης (=της α´ δηλαδÞ εικονομαχικÞς περιüδου, 727-787) που πÝταξε βλαστοýς πιο ακανθωτοýς απü τους προηγοýμενους (=εικονομÜχους αυτοκρÜτορες) και απεßλησε να καταπνßξει τον πολýτιμο αγρü (=την Εκκλησßα)» (στ. 4583-4585) .
Η αναβßωση της Εικονομαχßας εßναι πια γεγονüς˙ η εικονομαχικÞ πολιτικÞ του ΛÝοντα «σαν μεγÜλος δρÜκοντας σýρθηκε φρικτüς, το στüμα ορθÜνοιχτο και σýριξε για να καταπιεß πÜλι την Εκκλησßα». Οι Üγιες εικüνες «μαυρßζονταν με ασβüλη (καπνιÜ), αλεßφονταν με ασβÝστη, καßγονταν με φωτιÜ» (στ. 4591-4592)˙ οι εικονολÜτρες, κληρικοß και λαúκοß, καταδιþκονταν. Οι μÝρες Þτανε δýσκολες για τους πιστοýς. «ΕπÝνθει τüτε και Σιþν η του θεοý θυγÜτηρ/και δÜκρυον σταλÜττουσα πÝνθους εφüρει σÜκκον,/αντß στολÞς δε νυμφικÞς χηρεßας χιτωνßσκον˙/επÝνθει τüτε και χορüς αστÝρων ουρανßω,/και προς την γην ηντρÜνιζεν (ατÝνιζε) εν σκοτεινοßς βλεφÜροις» (στ. 4596-4600).
Ο ΛÝων δεν πρüλαβε üμως να ολοκληρþσει την εικονομαχικÞ του πολιτικÞ. Λßγα χρüνια μετÜ ο φßλος και συμπολεμιστÞς του αυτοκρÜτορα, ΜιχαÞλ οργανþνει τη θανÜτωσÞ του. ¸τσι, ανÞμερα της εορτÞς των ΧριστουγÝννων του 820 ο αυτοκρÜτορας ΛÝων Ε´ ο ΑρμÝνιος δολοφονεßται και την ßδια μÝρα ο ΜιχαÞλ Β´ Τραυλüς στÝφεται αυτοκρÜτορας.
ΠοιÜ, üμως, πολιτικÞ ακολοýθησε ο ΜιχαÞλ στο θÝμα της λατρεßας των εικüνων; ΓρÜφει ο ΜαννασÞς:«εστýγει (αποστρεφüταν) μεν και ΜιχαÞλ τας ιερÜς εικüνας,/αλλ’ ουκ ενεπικραßνετο τοις ταýτα προσκυνοýσιν,/ουδÝ τας σÜρκας τας αυτþν μÜστιξιν εχαλÜζα·»(στ. 4633-4635). Σýμφωνα με το Λαμψßδη, ο ΜιχαÞλ «προσπÜθησε να κατευνÜσει τις θρησκευτικÝς Ýριδες για τις εικüνες. ΕπανÝφερε τους εξüριστους εικονüφιλους, αλλÜ δεν αναστÞλωσε επßσημα τις εικüνες, παρÜ τις προσδοκßες και τις ενÝργειες των εικονολατρþν».
9 Ýτη μετÜ την Üνοδü του στον θρüνο, το 829, ο ΜιχαÞλ «μÝλλων τον βßον λεßπειν» (στ. 4673) παραδßδει την εξουσßα στον γιο του Θεüφιλο (829-842), φιλüτεχνο κι υποστηρικτÞ των γραμμÜτων, αυτοκρÜτορα, με εικονομαχικÝς, üμως, πεποιθÞσεις. Σýζυγüς του υπÞρξε η Θεοδþρα που προχþρησε στην οριστικÞ αναστÞλωση των εικüνων με τη σýνοδο του 843. Εßναι ενδιαφÝροντες οι χαρακτηρισμοß του ΜαννασÞ για το «αταßριαστο;» αυτü ζευγÜρι: «η μεν (Θεοδþρα) γαρ πÜσαις αρεταßς κατÜφυτον ην Üλσος/και κÞπος χαριτüβλαστος και δÝνδρον ευκοσμßας,/ο δε χωρßον Üντικρυς τριβüλων δυσσεβεßας/και βÜτος ακανθοβελÞς και ρÜμνος σπλαγχνοτýπος( μικρüς θÜμνος που πληγþνει τα σπλÜγχνα)» (στ. 4694-4697). Για να δικαιολογÞσει τον χαρακτηρισμü του Θεοφßλου ο χρονογρÜφος θα περιγρÜψει τα δεινÜ που υφßσταντο οι εικονολÜτρες (στ. 4698-4701) κι επαναφÝρει στην ιστορικÞ μνÞμη το μαρτýριο των δýο αδελφþν των επονομαζομÝνων και «γραπτþν», του Θεοφßλου και του ΘεοφÜνη· αφοý τους υπÝβαλε σε διÜφορα βασανιστÞρια, στο τÝλος «Ýστιξε και τα μÝτωπα μÝχρις αυτþν οφρýων/και τýπους ενεχÜραξεν αυτοßς ιαμβοπλüκους ( εγχÜραξε στßχους ιαμβικοýς)» (στ. 4706-4707). ΕπειδÞ üμως θÝλει να εßναι δßκαιος ως προς το πρüσωπο του Θεοφßλου, θα παραδεχτεß πως ο αυτοκρÜτορας κατÜ τα Üλλα «λαμπρüψυχος ην και μεγαλογνþμων»(στ. 4714).
Στη συνÝχεια της Συνüψεως ο χρονογρÜφος θ αφηγηθεß τις περιπÝτειες και τα μαρτýρια που υπÝβαλε ο Θεüφιλος τον Μεθüδιο, Ýναν Üγιο Üνδρα και μετÝπειτα πατριÜρχη Κωνσταντινουπüλεως (843-847), υπερασπιστÞ της λατρεßας των ιερþν εικüνων. ΑρχικÜ τον εξüρισε σε κÜποιο νησß και τον υποχρÝωσε να ζει με δυο Üλλους ληστÝς, εκ των οποßων ο Ýνας γοητεýτηκε απü την προσωπικüτητα του Μεθοδßου και μεταμορφþθηκε σε «ζηλωτÞ της ενθÝου πολιτεßας» (στ. 4823). Στη συνÝχεια, βλÝποντας ο Θεüφιλος αμετακßνητο στις θÝσεις του τον Μεθüδιο, τον υπÝβαλε σε νÝα φρικτÜ βασανιστÞρια, διÝταξε και «του ξερßζωσαν τα δüντια και του συνÝθλιψαν τις σιαγüνες» (στ. 4845).
ΚÜποια üμως στιγμÞ ο Θεüφιλος, καθþς μελετοýσε «ως μÝλισσα φιλüπονος ανθþν εκ λειμωνßων» (στ. 4858), συνÜντησε μερικÜ δυσερμÞνευτα χωρßα κι αδυνατοýσε να τα εννοÞσει. Ανακαλεß, τüτε, τον Μεθüδιο απü την εξορßα για να βοηθÞσει στην ερμηνεßα των συγκεκριμÝνων χωρßων. Εßχε ακοýσει για τη πολυμÜθεια, την ευρηματικüτητα και τη γνþση του Μεθοδßου και πßστεψε πως Þταν το πρüσωπο που πρÜγματι θα του ‘δινε λýσεις στη κατανüηση κι ερμηνεßα των üσων απασχολοýσαν τη σκÝψη του. Ο Μεθüδιος ανταποκρßθηκε στις προσδοκßες του αυτοκρÜτορα κι ο Θεüφιλος «εγκατοικßζει τον καλüν καλþς εν βασιλεßοις» (στ. 4876) αναπτýσσοντας μια ειλικρινÞ σχÝση μαζß του.
Το 842 ο Θεüφιλος πεθαßνει. Λßγο πριν το θÜνατü του, αναγορεýει συμβασιλÝα τον ανÞλικο γιο του ΜιχαÞλ Γ' με την εντολÞ η σýζυγος του και μητÝρα του ΜιχαÞλ, Θεοδþρα να γßνει κηδεμüνας του ανÞλικου βασιλιÜ μÝχρι την ενηλικßωσÞ του. Η Θεοδþρα αμÝσως μετÜ τον θÜνατο του συζýγου της βρÞκε την ευκαιρßα και πÞρε την απüφαση αναστÞλωσης των αγßων εικüνων, γεγονüς για το οποßο επαινεßται απü τον ΜαννασÞ με μια σειρÜ απü παρομοιþσεις που θυμßζουν ¼μηρο: «και σÜλπιγξ εχρημÜτισε εýσημος, χρυσοσÜλπιγξ,/Þ μÜλλον καλλικÝλαδος, νεοττοτρüφος üρνις,/στρουθοýς επισυνÜγουσα πÜντοθεν τους απτÝρους/περικρυβÝντας μÝχρις αν ο θηρευτÞς παρÝλθη/και σπÝρματα τρισευγενÞ σχοýσα κατÜ καρδßας,/ως ÜρουρÜ τις εýκαρπος (σαν κÜποια γη καρποφüρα), αýλαξ λιπαροβþλαξ (σαν αυλÜκι με λιπαροýς σβþλους),/χειμþνος μεν πιÝζοντος ουκ ανεδßδου βλÜστην,/ως δε παρÞλθε το πικρüν της χειμερßας þρας,/το δ’ Ýαρ υπεγÝλασε και το στυγνüν ελýθη (και διαλýθηκε η σκοτεινιÜ),/τüτε δÞ τüτε και βλαστüν εξÞνεγκε πολýχουν (γüνιμο)/και λÞúον (αγρü) πολýσταχυ και πλÞρες ευκαρπßας,/ως αýραις κυμαινüμενον ευπνüοις, ζεφυρßαις/του πνεýματος ταις χÜρισι του πÜντα τελειοýντος»(στ. 4894-4906).
ΠρÜγματι, τον ΜÜρτη του 843 η Θεοδþρα συνεκÜλεσε σýνοδο στη Πüλη με θÝμα την αναστÞλωση των ιερþν εικüνων, αφοý προηγουμÝνως κατÞργησε τον εικονομÜχο πατριÜρχη ΙωÜννη Ζ´ Γραμματικü (837-843) κι εγκατÝστησε στον πατριαρχικü θρüνο τον Μεθüδιο (843-847). ΜÜλιστα, σýμφωνα με τον ΜαννασÞ, λßγο πριν την Ýναρξη των εργασιþν της Συνüδου, ζÞτησε απü τους συμμετÝχοντες σε αυτÞν ΠατÝρες, να παρακαλÝσουν τον Θεü υπÝρ του συζýγου της Θεοφßλου για συγχþρεση των αμαρτιþν του. Οι ΠατÝρες αποδÝχτηκαν το αßτημα της αυτοκρÜτειρας και προσευχηθÞκανε για τη ψυχÞ του εικονομÜχου Θεοφßλου. ¸τσι, üπως χαρακτηριστικÜ σημειþνει ο Κωνσταντßνος ΜαννασÞς η Θεοδþρα «την Üκανθαν ανÝσπασεν της εικονομαχßας»(στ. 4909) και επανÝφερε την ειρÞνη στους κüλπους της Εκκλησßας.
Συνοψßζοντας τις εκτιμÞσεις, απü τον τρüπο που χρησιμοποιεß τις πηγÝς του ο ΜανασσÞς, στην αφÞγηση της κοσμογονßας, αλλÜ κι αξιολογþντας παρÜλληλα το ποßημα θα μποροýσε κανεßς να κÜνει τις ακüλουθες παρατηρÞσεις:
1. Ο συγγραφÝας δε διστÜζει ν’ αντλÞσει απü ευρý φÜσμα πηγþν, που καλýπτουνε διÜφορα γραμματειακÜ εßδη.
2. Ο τρüπος που χρησιμοποιεß τις πηγÝς του δεßχνει, üτι γνωρßζει το περιεχüμενü τους, πριν απü τη "σýν-θεση" του Ýργου του και τις εντÜσσει σ’ αυτü, ανÜλογα με το κατÜ πüσο τον εξυπηρετοýν, στα σημεßα της αφÞγησης και κατÜ πüσο ταßριαζε στο σκοπü του, να παρουσιÜσει δηλαδÞ την ιστορßα, ως εποικοδομητικÞ και διασκεδαστικÞ ποßηση.
3. Ο αφηγητÞς ποικßλλει, üσον αφορÜ στη χρÞση χωρßων απü τις πηγÝς, Üλλα τα τροποποιεß ακολουθþντας ελεýθερη απüδοση, ενþ σ’ Üλλα διατηρεß τις λÝξεις (μια Þ δυο), αλλÜζοντας πολλÝς φορÝς και τη σειρÜ τους, για τις ανÜγκες του μÝτρου.
4. Διατηρεß στο κεßμενü του, σε μορφÞ γλωσσικþν δανεßων (λÝξεις Þ εκφρÜσεις), που προÝρχονται απü το πρüτυπü του, δηλαδÞ τις πηγÝς.
5. ΠουθενÜ δεν κÜνει μνεßα του συγγραφÝα, που κÜθε φορÜ χρησιμοποιεß ως πηγÞ.
6. ΤÝλος, το κεßμενο της «ΧρονικÞς Σýνοψης», σε σχÝση με τα κεßμενα των πηγþν του στα αντßστοιχα χωρßα, διακρßνεται για τη διακüσμηση του ýφους, τη σýνθεση νÝων λÝξεων, καθþς και τη δημιουργßα εκφραστικþν μÝσων και ποιητικþν εκφρÜσεων, που πρÜγματι αφθονοýνε, καθιστþντας το Ýργο ξεχωριστü για την εποχÞ του 12ου αι.
Στο "Οδοιπορικü", αλλÜζει ρüτα. Τα ιστορικÜ γεγονüτα αναφÝρονται επιλεκτικÜ. Αν εξαιρÝσουμε κÜποιες βασικÝς πληροφορßες για το ταξßδι και το σκοπü της πρεσβεßας, ο ΜανασσÞς ασχολεßται κυρßως με τον εαυτü του, καταγρÜφοντας τις (üχι πÜντα θετικÝς) εντυπþσεις του απü τις πüλεις που επισκÝφθηκε και σκιαγραφþντας την περιπÝτειÜ του απü τις δýο αρρþστιες που τον ταλαιπωρÞσανε. Συνεπþς, διαπιστþνουμε üτι το ποßημα δεν Ýχει σκοπü οýτε να εξιστορÞσει το χρονικü των συνοικεσßων (κι Üρα δεν πρüκειται για ιστορικÞ μαρτυρßα), οýτε να περιγρÜψει τους Αγßους Τüπους Þ γενικÜ τα μÝρη που εßχε την ευκαιρßα να επισκεφθεß, με αφορμÞ το ταξßδι του (Üρα δεν εßναι οýτ’ Ýν απλü οδοιπορικü). Στη πραγματικüτητα, το θÝμα του συνθÝματος εßναι, μÜλλον διπλü: α) ο φüβος για τα ταξßδια και β) η θλßψη του αποχωρισμοý απü τη Πüλη. Παρüτι οι 2 αυτοß θεματικοß Üξονες διατρÝχουν υπαινικτικÜ κι υποδüρια üλο το Ýργο, υπÜρχουνε και σημεßα üπου δηλþνονται ξεκÜθαρα, ο μεν 1ος στον επßλογο του Δ’ Λüγου κι ο 2ος στις κατακλεßδες των 3 Λüγων.
Οι 2 θεματικοß Üξονεςπου γýρω τους περιστρÝφεται το ποßημα αναπτýσσονται με 2 μοτßβα-κλειδιÜ: τρικυμßα και ξηρασßα. ¼πως θα φανεß απü την ανÜλυση που ακολουθεß, τα μοτßβα διαπλÝκονται εντÝχνως μεταξý τους, εξυπηρετþντας τη περßτεχνη δομÞ του «Ὁδοιπορικοῦ». Το μοτßβο της τρικυμßας χρησιμοποιεßται πÜντα μεταφορικÜ, για να υποδηλωθεß το Üστατο του ανθρþπινου βßου, που εßναι γεμÜτος παθÞματα και κακουχßες.
ΠουθενÜ στο ποßημα δε συναντþνται πραγματικÝς τρικυμßες, παρÜ μüνο στην αρχÞ (Ι 13-47), üπου ο αφηγητÞς βλÝπει üνειρο που αποδεικνýεται προφητικü: ο ΙωÜννης ΚοντοστÝφανος τον αναγκÜζει να επιβιβασθεß σε καρÜβι που πλÝει προς τη Σικελßα (Ι 22 και 25-26). Στην αρχÞ το ταξßδι εßναι Þρεμο και γλυκü (Ι 29-31), αλλÜ σýντομα ξεσπÜ φουρτοýνα κι ο πλους μετατρÝπεται σε πραγματικü εφιÜλτη (Ι 32-45). Με πολý κüπο, το καρÜβι αγκυροβολεß σε φιλικüν üρμο (Ι 46-47). Ξυπνþντας, ο ποιητÞς εκφρÜζει το φüβο του üτι το üνειρο μπορεß να προμηνýει κÜτι Üσχημο (Ι 51-59), και πρÜγματι, γρÞγορα καταφθÜνει η εßδηση üτι αυτüς πρÝπει να λÜβει μÝρος στη πρεσβεßα που θ’ αναχωρÞσει για τη Παλαιστßνη (Ι 66-67). Το προφητικü üνειρο üλη τη πλοκÞ του ποιÞματος, αφοý οι αναφορÝς στη τρικυμßα του ανθρþπινου βßου πληθαßνουν απü το στßχο Ι 209 κι εξÞς, με αποκορýφωμα το 2ο και 3ο Λüγο, οπüτε και τα δεινÜ του ποιητÞ (οι νüσοι και το αßσθημα μοναξιÜς) αυξÜνουν. ΜÜλιστα, το ουσιαστικü τÝλος τους, που επισφραγßζεται με την Üφιξη του ΚοντοστÝφανου στη Κýπρο, εκφρÜζεται με την εικüνα της φουρτοýνας που κοπÜζει.
Απü τη στιγμÞ που ο ΜανασσÞς αποκüπτεται απü τη Πüλη, μÝχρι το σημεßο που προοικονομεß τα παθÞματα που θα εξιστορÞσει, μεσολαβοýν αρκετοß στßχοι, üπου περιγρÜφονται οι πüλεις που εßδε, μÝχρι τη στιγμÞ που η πρεσβεßα φτÜνει στη ΣαμÜρεια, üπου διαμÝνει η ΜελισσÜνθη (Ι 77-206). Ο αισιüδοξος τüνος του ποιÞματος σε αυτÞ την ενüτητα, üπου ο αφηγητÞς εκφρÜζει τον θαυμασμü του για το κÜλλος του τοπßου, αγγßζει το απüγειü του με την ἔκφραση της -πÝραν κÜθε προσδοκßας- νýφης (Ι 166-199). ΠαρολαυτÜ, μετÜ την ολοκλÞρωση της περιγραφÞς, ο τüνος αλλÜζει απüτομα, καθþς ο ποιητÞς πληροφορεß δßχως περιστροφÝς τον αναγνþστη-ακροατÞ üτι τα πρÜγματα θα χειροτερÝψουνε γρÞγορα, αφοý θα ξεσπÜσει Üγρια τρικυμßα, υπονοþντας τα βÜσανα που τον περιμÝνουνε στους επüμενους 2 Λüγους. ΜÜλιστα, δεν αφÞνει κανÝνα περιθþριο παρερμηνειþν, αφοý ξεκαθαρßζει üτι αυτÜ που επßκεινται θα χρειÜζονταν Ýναν Αισχýλο Þ Ýναν Φρýνιχο για να περιγραφοýν üπως τους ταιριÜζει.
Σε αυτÞ τη δÞλωση θα πρÝπει ν’ αναζητηθεß το κλειδß για τη προσÝγγιση του 2ου και 3ου Λüγου, που διακατÝχονται απü Ýνα θρηνητικü κι Üκρως απαισιüδοξο τüνο (η «πενθικÞ στωμυλßα» για την οποßα κÜνει λüγο στο Ι 215). Συνεπþς, το κομμÜτι που περιγρÜφει τις πρþτες πüλεις και την υποψÞφια νýφη (Ι 77-206) λειτουργεß ως αντßβαρο στα üσα επακολουθοýν. ΜÜλιστα, ßσως ο ΜανασσÞς, παρεμβÜλλοντας μßα εκτενÞ ενüτητα που διακρßνεται απü μßα θετικÞ θεþρηση των πραγμÜτων, «ξεγελÜ» ηθελημÝνα τον αναγνþστη του, αν και τον εßχε Þδη ενημερþσει üτι το ποßημα πραγματεýεται Üσχημες καταστÜσεις.
ΠρÜγματι, αμÝσως μετÜ τη προοικονομßα των βασÜνων, το ταξßδι καθßσταται προβληματικü. Χαρακτηριστικü παρÜδειγμα αποτελοýν οι ¢γιοι Τüποι, που ο αφηγητÞς βρßσκει Üνυδρους και ξηροýς (I 280-330). ΦυσικÜ, αυτÜ τα μειονεκτÞματα των περιοχþν δεν δηλþνονται τυχαßα, αντßθετα αποτελοýν υπαινικτικοýς δεßκτες για τη ξηρασßα του πυρετοý που θα χτυπÞσει τον ποιητÞ στην αρχÞ του επüμενου Λüγου, η οποßα θα φανεß εκτενÝστερα παρακÜτω. Στο σημεßο αυτü, ενδιαφÝρει η παρουσßα του μοτßβου της τρικυμßας στο 2ο και 3ο Λüγο, üπου εκδηλþνονται αντßστοιχα οι δýο ασθÝνειες που ταλαιπωροýνε τον ποιητÞ. Και στους 2 Λüγους, η τρικυμßα νοεßται ξεκÜθαρα εßτε ως μεταφορÜ για την αβεβαιüτητα της ανθρþπινης ζωÞς που επιφÝρει συμφορÝς, εßτε ως η συμφορÜ η ßδια. ΠρÝπει να σημειωθεß üτι σ’ αυτÝς τις 2 ενüτητες, το μοτßβο της τρικυμßας διαπλÝκεται με πλÞθος Üλλων παρομοιþσεων κι εκφραστικþν μÝσων παρολαυτÜ πρüκειται
για το μοναδικü μοτßβο που εμφανßζεται σταθερÜ και στους 4 Λüγους, δημιουργþντας Ýτσι εσωτερικÞ συνοχÞ στο ποßημα.
ΤÝλος, στο 4ο Λüγο, η τρικυμßα αναφÝρεται ακριβþς τη στιγμÞ που τελειþνουν τα βÜσανÜ του. Πιο συγκεκριμÝνα, η ασφαλÞς επιστροφÞ της πρεσβεßας στη Πüλη παρομοιÜζεται με το γαλÞνεμα της φουρτουνιασμÝνης θÜλασσας και την εκδÞλωση της νηνεμßας. Εßναι αξιοσημεßωτο üτι ως επιστÝγασμα της αλλαγÞς της διÜθεσης του αφηγητÞ εισÜγεται το χιουμοριστικü επεισüδιο με τον δýσοσμο Κýπριο Üνδρα, που κÜθεται δßπλα στον ποιητÞ, στην εκκλησßα (IV 89-130). Ο Κýπριος δεν αλλÜζει θÝση, παρÜ τις παρακλÞσεις του ποιητÞ κι Ýτσι ο τελευταßος αναγκÜζεται να χτυπÞσει (μÝσα στον ναü!) τον Üντρα για να τον απομακρýνει.
Το δεýτερο μοτßβο-κλειδß του ποιÞματος, που εμφανßζεται και στους 4 Λüγους, εßναι η ξηρασßα. 1η αναφορÜ σ’ αυτÞ γßνεται στο τÝλος του 1ου Λüγου, οπüτε κι ο αφηγητÞς παρατηρεß πüσο ανυπüφορη εßναι η ΝαζαρÝτ, üπως κι Üλλες πüλεις στους Αγßους Τüπους, εξαιτßας του ξηροý κι Üνυδρου (Ι 280-330). Ιδιαßτερα επßμονα αναφÝρεται στη ξηρασßα του τüπου (που εκφρÜζεται με üρους που παραπÝμπουν στη φωτιÜ).
Στην αρχÞ του 2ου Λüγου γßνεται παρüμοια αναφορÜ στο κλßμα της Τýρου κι αμÝσως μετÜ περιγρÜφεται με ßδιους üρους η πυρετþδης νüσος του. Τη ξηρασßα της νüσου μπορεß ενδεχομÝνως να τη δει κανεßς κι ως μεταφορÜ για τη δυσαρÝσκεια του αφηγητÞ απÝναντι στο συγκεκριμÝνο ταξßδι, που με τη σειρÜ της δηλþνει γενικÞ αποστροφÞ προς κÜθε εßδους μετακßνηση (που εκφρÜζεται ξεκÜθαρα στον επßλογο του ποιÞματος, IV 159 κι εξÞς).
Στο 3ο Λüγο, παρüτι δεν υπÜρχει κÜποια Üμεση αναφορÜ σε ξηρασßα της 2ης νüσου, η αδυναμßα του ποιητÞ να πιει νερü αποτελεß Ýμμεση αναφορÜ σε αυτÞ. ΤÝλος, το λουτρü που τελικÜ τονε θερÜπευσε (ΙΙΙ 77-84), αποτελεß επιπρüσθετη Ýνδειξη üτι το «πῦρ λιπαρüν» (ΙΙ 17) που τον ταλαιπωρεß με διÜφορους τρüπους απü το τÝλος του 1ου Λüγου επιτÝλους σβÞνει. Εßναι μÜλιστα, αξιοσημεßωτο πως ο αφηγητÞς δηλþνει πως επιθυμεß να εγκωμιÜσει το λουτρü, αλλÜ αδυνατεß, διüτι το στüμα του Ýχει ξεραθεß απü τη ζÝστη των βασÜνων του («καýσωνι πειρατηρßων», ΙΙΙ 84) ακüμα Ýνας υπαινιγμüς για τη ξηρασßα των παθημÜτων του. Κι ως τελικü επιστÝγασμα των παραπÜνω, λειτουργεß η αναφορÜ στη πλÞρη εξαφÜνιση του «φλεκτικοῦ πυρüς» απü το σþμα του (IV 79), ακριβþς τη στιγμÞ που τελειþνουνε τα βÜσανÜ του. Κατ' αυτüν τον τρüπο, η ξηρασßα κι ο φλογισμüς του αφηγητÞ σταματÜνε, διüλου τυχαßα, τη στιγμÞ που γαληνεýει κι η θÜλασσα της ζωÞς του απü τις τρικυμßες που εßχαν ξεσπÜσει (IV 74-75).
Συνοψßζοντας, τα μοτßβα της τρικυμßας και της ξηρασßας συνυπÜρχουνε και διαπλÝκονται αρμονικÜ σ’ üλη την Ýκταση του ποιÞματος, δημιουργþντας, μ’ αυτü τον τρüπο, εσωτερικÞ αρμονßα και συνÝπεια στην ανÜπτυξη της πλοκÞς. Η συνειδητÞ χρÞση τους απü τον ΜανασσÞ συνθÝτει κλειστÞ ιστορßα, που περιλαμβÜνει στον πυρÞνα της τις κακουχßες και τις νüσους του αφηγητÞ, που σε μεταφορικü επßπεδο, υποστηρßζουνε τον βασικü θεματικü Üξονα του «Ὁδοιπορικοῦ»: το φüβο για τα ταξßδια κι ειδικÜ γι’ αυτÜ που οδηγοýνε στον αποχωρισμü απü τη Πüλη. Ως γενικü συμπÝρασμα, το ποßημα διαθÝτει κÜποιες αναμφισβÞτητες αρετÝς (κυρßως σε επßπεδο δομÞς και συνοχÞς) κι Üρα αξßζει τη προσοχÞ των ερευνητþν. ΠεραιτÝρω Ýρευνα θα μποροýσε να φωτßσει κι Üλλες πτυχÝς αυτοý του πραγματικÜ αξιüλογου λογοτεχνικοý κειμÝνου.
Το ταξßδι αρχßζει με τον αποκαλυπτικü στßχο: Τῆς γλυκυτÜτης ἀπÜρας βασιλßδος (Ι -77). ¼πως Ýχει Þδη ειπωθεß, το ποßημα δεν εκφρÜζει απλþς το φüβο ενüς ανθρþπου του Μεσαßωνα για τα ταξßδια, αλλÜ πολý περισσüτερο το φüβο του αποχωρισμοý απü τη Πüλη εξαιτßας των ταξιδιþν. Στον 12ο αι., αυτü φαßνεται να ‘τανε προσφιλÝς μοτßβο στη βυζαντινÞ λογοτεχνßα, ιδιαßτερα ανÜμεσα στους λüγιους που χρειÜστηκε να λεßψουνε καιρü απü τη Βασιλεýουσα.
Τὸν μὲν σεβαστὸν ἐπτÝρουν ταῖς ἐλπßσιν,
ὡς τῶν ἐπÜθλων εὐπορÞσει μειζüνων
τοιüνδε δῶρον δυσπüριστον προσφÝρων
τῷ φιλοδþρῳ βασιλεῖ γῆς Αὐσüνων (Ι 203-6).
ἐγὼ δ’ ὁ ταλÜντατος ὠνειροσκüπουν,
ὡς τÜχιον βλÝψαιμι τὴν Κωνσταντßνου.
ἀλλ’ ἀντιπνεýσας κακßας ὁ καικßας
χειμῶνας ἐξÞγειρεν ἀελλοπνüους,
τρικυμßας φüβητρα, ναυτßας ζÜλας
καὶ βραδυτῆτας καὶ σχολὰς παραλüγους.
τß ταῦτα τλÞμων εἰς μÜτην καταλÝγω,
τῆς Αἰσχýλου χρῄζοντα δραματουργßας
ἢ τῆς Φρυνßχου πενθικῆς στωμυλßας; (Ι 208-217).).
Ὦ γῆ Βυζαντßς, ὦ θεüδμητος πüλις,
ἡ καὶ τὸ φῶς δεßξασα καὶ θρÝψασÜ με,
ἐν σοὶ γενοßμην, καλλονὰς βλÝψαιμß σου.
ναὶ ναß, γενοßμην ὑπὸ τὰς σὰς ἀγκÜλας·
ναὶ ναß, γενοßμην ὑπὸ τὴν πτÝρυγÜ σου
καὶ διατηροßης με καθὰ στρουθßον (Ι 331-6).
Ὦ γῆ Βυζαντßς, ὦ πüλις τρισολβßα,
ὀφθαλμὲ τῆς γῆς, κüσμε τῆς οἰκουμÝνης,
τηλαυγὲς ἄστρον, τοῦ κÜτω κüσμου λýχνε,
ἐν σοὶ γενοßμην, κατατρυφÞσαιμß σου·
σὺ καὶ περιθÜλποις με καὶ διεξÜγοις
καὶ μητρικῶν σῶν ἀγκαλῶν μὴ χωρßσαις (ΙΙ 153-8).
-«Ὦ χρýσεον πüλισμα τῆς Βυζαντßδος,
ἥλιε τῆς γῆς, κÜλλος οὐκ ἔχον κüρον,
ἕως πüτε βλÝψω σε κατὰ τοὺς ὕπνους;
ἴδοιμι, παντÝραστε, σὰς στιλβηδüνας·
βλÝψαιμι, καλλßφωτε, τὰ πρüσωπÜ σου (ΙΙΙ 102-6).
Επßσης, μες στο 2ο Λüγο:
Ὦ Ῥωμαῒς γῆ, κüσμε τῆς γῆς ἁπÜσης,
ἔρρευσε τὰ βλÝφαρα προσδοκῶντÜ σε (ΙΙ 112-3)
Απü την αρχÞ του πρþτου Λüγου, ο αναγνþστης γνωρßζει üτι ο ΜανασσÞς θα μιλÞσει για:
τῶν συμφορῶν μου τὰς θαλÜσσας καὶ ζÜλας (Ι 59).
Στο 2ο Λüγο τþρα:
αἴ, αἴ, πολυστÝνακτον ἀνθρþπων γÝνος,
κακῶν ἄβυσσε, βυθὲ τῆς δυσποτμßας·
αἴ, αἴ, πολυστρüβητε, κυκητὰ βßε,
ἀλλοπρüσαλλε, τρισκατÜρατε, πλÜνε,
ἄνισε, παντüφυρτε, βÜσιν οὐκ ἔχων·
σκþληξ σὺ πικρüς, καρδßας κατεσθßων,
δυσχεßμερος θÜλασσα μυρßων κακῶν,
ἀνÞμερον πÝλαγος μυρßων κακῶν (ΙΙ 45-52).
Στο 3ο Λüγο, οι ßδιες οι αρρþστιες νοοýνται ως πÝλαγος (ἐπεὶ γὰρ εἰς πÝλαγος ἐμπεσὼν νüσων, ΙΙΙ 16). Λßγο παρακÜτω, οι νÝες συμφορÝς του περιγρÜφονται ως εξÞς:
προσÝσχον αὖθις κινδýνοις παλιντρüποις
καὶ τραχýτης κλýδωνος ὑπÝπαισÝ με (ΙΙΙ 20-21).
ἕως ὁ πανσÝβαστος ἦλθεν εἰς Κýπρον,
πολλοὺς διαδρὰς κινδýνους καὶ θανÜτους,
καὶ τηνικαῦτα τῶν λυπηρῶν ἡ ζÜλη
μετῆλθεν ἡμῖν εἰς γαλÞνην, εἰς ἔαρ (IV 72-75).
Οι ¢γιοι Τüποι περιγρÜφονται ως «πνιγηροß» (Ι 296). Αργüτερα, ο αÝρας τους χαρακτηρßζεται ως ... καυματþδης, πυρþδης (Ι 317).
ὦ παγκακßα, παντομßσητος Τýρος·
τὸν γὰρ βαρýν σου καὶ πνιγηρὸν ἀÝρα
καὶ τὴν ἀποφρýγουσαν ἡλßου φλüγα
τßνων διηγÞσαιντο γλῶσσαι ῥητüρων; (ΙΙ 10-13).
ἐντεῦθεν ἡμῖν ἄρχεται τὰ τῆς νüσου,
νüσου δυσαλθοῦς, βαρυσυμφορωτÜτης·
ἀνÜπτεταß μοι πυρετὸς καυματßας,
ὡς πῦρ λιπαρüν, εὐπορῆσαν φρυγÜνων.
τὰ σπλÜγχνα πιμπρᾷ, βüσκεται τὴν οὐσßαν.
ἀπηνθρÜκωσεν, ἐξεδαπÜνησÝ με·
ἐπυρπüλησεν, ἐξετηγÜνισÝ με.
ἀτμῖσι πυκναῖς τὴν κεφαλὴν ἐζüφου
καὶ τοῦ λογισμοῦ τὰς κüρας συνεζüφου.
αἱ τρßχες ἐξÝπιπτον ὡς νεκροῦ τρßχες,
τῆς πυρκαúᾶς οὐ φÝρουσαι τὴν ζÝσιν (ΙΙ 14-24).
Απü τα συνολικÜ 11 βυζαντινÜ μυθιστορÞματα που σþζονται, 4 εßναι γραμμÝνα σε λüγια γλþσσα. ¼λα γρÜφτηκαν το 12ο αιþνα κατÜ το πρüτυπο του ελληνιστικοý ερωτικοý μυθιστορÞματος. ΑναφÝρονται στις περιπÝτειες ενüς ερωτικοý ζεýγους, στους κινδýνους και τα ταξßδια του ως την τελικÞ επανασýνδεσÞ του. 3 απ’ αυτÜ τα μυθιστορÞματα εßναι Ýμμετρα. Οι ποιητÝς τους εßναι ο Θεüδωρος Πρüδρομος, που διηγεßται τις περιπÝτειες της ΡοδÜνθης και του ΔοσικλÞ, ο ΝικÞτας Ευγενειανüς που γρÜφει για τη Δρüσιλλα και το ΧαρικλÝα κι ο Κωνσταντßνος ΜανασσÞς, που το 1150 συνÝθεσε το μυθιστüρημα με τις περιπÝτειες του ζεýγους Αρßστανδρου & ΚαλλιθÝας, που παραδßδεται μüνον αποσπασματικÜ. Ο ΕυστÜθιος Þ ΕυμÜθιος Μακρεμβολßτης συνÝθεσε το δικü του Ýργο Τα καθ' Υσμßνην και Υσμινßαν σε πεζü λüγο.
Η εμφÜνιση των ερωτικþν μυθιστορημÜτων το 12ο αιþνα δεν Ýγινε ξαφνικÜ. Οι Βυζαντινοß ασχολοýνταν με ζωηρü ενδιαφÝρον με τα ελληνιστικÜ μυθιστορÞματα κι ειδικüτερα του ΑχιλλÝα ΤÜτιου και του Ηλιοδþρου. ¸γραφαν ερμηνεßες, χρησιμοποιοýσαν περικοπÝς Þ κÜναν Üμεσες αναφορÝς σ' αυτÜ. ΠαρÜλληλα κÜνανε κι εκεßνοι με τη σειρÜ τους εκτεταμÝνη χρÞση μυθιστορηματικþν στοιχεßων σ’ Üλλα εßδη βυζαντινÞς γραμματεßας. ΧαρακτηριστικÜ παραδεßγματα προσφÝρουν τα απüκρυφα κεßμενα κι η αγιολογικÞ μυθιστορßα.
Τα βυζαντινÜ μυθιστορÞματα δεν αποτελοýν απλÞ μßμηση των ελληνιστικþν προτýπων τους. Οι ποιητÝς τους αποτυπþνουνε στοιχεßα απü το βυζαντινü τρüπο ζωÞς κι ιδιαßτερα την εθιμοτυπßα, üπως προσκýνηση του αυτοκρÜτορα, αναφορÜ στους ευνοýχους, τη τÞρηση της ιεραρχßας.
Το Σýνολο Του ¸ργου Του
"Λüγος εις τον λογοθÝτην του δρüμου ΜιχαÞλ Αγιοθεοδωρßτην" (εξεφωνÞθη το 1167)
"Πρüς τον βασιλÝα κýρον ΜανουÞλ καß Κομνηνüν"
"Μονῳδßα ἐπß τῇ σεβαστῇ κυρᾷ Θεοδþρᾳ τῇ τοῦ ΚοντοστεφÜνου κυροῦ ἸωÜννου συζýγῳ"
"Παραμυθητικüν εἰς τον σεβαστüν κυρüν ἸωÜννην τüν ΚοντοστÝφανον", üπου ο Κ. ΜανασσÞς παρηγορεß τον Ι. ΚοντοστÝφανο για τον θÜνατο της συζýγου του Θεοδþρας
"Λüγος ἐπικÞδειος πρüς τüν ἀποιχüμενον ἐπß τῶν δεÞσεων κυρüν Νικηφüρον τüν Κομνηνüν τüν ἔκγονον τοῦ Καßσαρος". Ο εν λüγω Κομνηνüς Þταν εγγονüς του Καßσαρος Νικηφüρου Βρυεννßου και δισÝγγονος του αυτοκρÜτορα Αλεξßου Α' Κομνηνοý
"Μονῳδßα ἐπß τῷ ἀστρογλÞνῳ ἀυτοῦ τεθνηκüτι", üπου Ýχουμε την Ýκφραση συναισθημÜτων του Κ. ΜανασσÞ για τον θÜνατο του ωδικοý του πτηνοý
"Ἐνüδιον προσφþνημα", αποχαιρετιστÞριος λüγος προς τον αυτοκρÜτορα
"Ἒκφρασις εἰκονισμÜτων τυποýντων τÞν γῆν" (περιγραφÞ ψηφιδωτοý του αυτοκρατορικοý ανακτüρου)
"Ἒκφρασις εἰς πορφυρßτην λßθον"
"Ἒκφρασις ἀνθρþπου μικροῦ" (περιγραφÞ νÜνου της αυτοκρατορικÞς αυλÞς)
"Ἒκφρασις ἀλþσεως σπßνων καß ἀκανθßδων"
"Ἒκφρασις κυνηγεσßου γερÜνων".
"Στßχοι τῇ σεβαστοκρατορßσσῃ κυρᾷ ΕἰρÞνη". Ο ΜανασσÞς σε 593 δεκαπεντασýλλαβους στßχους διαπραγματεýεται τις αστρολογικÝς ιδιüτητες των επτÜ πλανητþν, των ζωδßων και των αστερισμþν).
"Ὁδοιπορικüν", μακρý ποßημα σε ιαμβικοýς στßχους που αναφÝρεται σε γεγονüτα της εποχÞς.
"Κατ' Ἀρßστανδρον καß ΚαλλιθÝαν ἐννÝα λüγοι". Πρüκειται για μυθιστüρημα γραμμÝνο σε δεκαπεντασýλλαβους στßχους, του οποßου σþζονται μüνο αποσπÜσματα.
"Ἠθικüν ποßημα". Πρüκειται για ανþνυμο ποßημα, με 916 δεκαπεντασýλλαβους στßχους, με πρüλογο, κýριο μÝρος και επßλογο. ΟνομÜστηκε Ýτσι επειδÞ διαπραγματεýεται θÝματα πρακτικÞς ηθικÞς. Το ýφος, η γλþσσα και τα κοινÜ τμÞματÜ του με το μυθιστüρημα του Κωνασταντßνου ΜανασσÞ Ýπεισαν τον E. Miller üτι δημιουργüς του εßναι ο Κ. ΜανασσÞς.
===============================
ΜικρÜ ΑποσπÜσματα
Κωνσταντßνος ΜανασσÞς, Των κατ' Αρßστανδρον και ΚαλλιθÝαν εννÝα λüγοι, O. Mazal (Ýκδ.), Der Roman des Konstantinos Manasses, Wiener Byzantinistische Studien 4, ΒιÝνη 1967, σ. 205-206, απüσπασμα 165, στßχ. 1-13.
¸τσι δεν υπÜρχει τßποτε που ο τýραννος ¸ρωτας δεν Ýχει το θÜρρος ν' αντιμετωπßσει,/ οýτε η φωτιÜ, οýτε το νερü, οýτε το χιüνι, οýτε η στερεüτητα του κρυστÜλλου,/ οýτε το δηλητÞριο, οýτε η μÜχαιρα, οýτε οι σκυθικοß χειμþνες,/ οýτε το πÝλαγος μες το βαρý χειμþνα, οýτε η νýκτα, οýτε τ' αγρßμι, οýτε η ανοικτÞ θÜλασσα./ Και üταν γßνει κανεßς σκλÜβος στα χÝρια του ¸ρωτα,/ τßποτε δε φοβÜται, οýτε τη θÜλασσα, οýτε την Üβυσσο,/ οýτε την κüψη της εχθρικÞς λüγχης, οýτε το πλÞθος των αντιπÜλων./ Τα αγρßμια βλÝπει σαν αρνιÜ, τις αβýσσους σα βÜση στερεÜ,/ σα δροσιÜ Ýχει τη φωτιÜ κι üχι σα φωτιÜ, οýτε τα ξßφη σαν ξßφη,/ και ρßχνεται ολüκληρος ενÜντια σε πλÞθος δßστομων σπαθιþν,/ και πÝφτει με θÜρρος σε ανοικτοýς και απüκρημνους τÜφρους,/ αν Ýχει την ελπßδα ν' αντικρßσει μüνο αυτü που ποθεß,/ αν δει με τη φαντασßα του αυτü που αγαπÜ, αν μüνο το φÝρει στο νου του.
Του ΜανασσÞ κυροý Κωνσταντßνου Ýκφρασις κυνηγεσßου γερÜνων
Οι ιππασßες και τα κυνÞγια και üσα Üλλα παρüμοια Ýχουν επινοÞσει οι Üνθρωποι, δεν συμβÜλλουν μüνο στην ενδυνÜμωση των σωμÜτων, αλλÜ ενσταλÜζουν ευχαρßστηση και στην καριÜ και γαργαλοýν και τις αισθÞσεις. ΕξÜλλου βοηθοýν τους ανθρþπους να αντιστÝκονται στις ασθÝνειες, διþχνοντας καθετß ασθενικü και δοηγþντας τους προς την υγεßα. ΕπιπλÝον, τους εθßζουν στα πολεμικÜ, διδÜσκοντÜς τους να ιππεýουν και να επελαýνουν και να κρατοýν την παρÜταξη και να μη βγαßνουν απü τη φÜλαγγα. Τους ασκοýν στην καταδßωξη και στο να στρßβουν δεξιÜ και αριστερÜ, Üλλοτε να αφÞνουν τα Üλογα και με χαλαρÜ τα χαλινÜρια να τα προτρÝπουν στον καλπασμü, κι Üλλοτε να τα πιÝζουν και να τα συγκρατοýν σφßγγοντας τα χαλινÜρια, τα φτιαγμÝνα απü πυρüκαυστο σßδερο. ΑυτÜ εßναι, θα λÝγαμε, μια μÝτρια Üσκηση, που προετοιμÜζει για τις μεγαλýτερες. ΑυτÜ δεν εßναι ανδροκτüνα μÜχη, εßναι ’ρης Üοπλος, που δεν Ýχει χÝρι βαμμÝνο στο αßμα οýτε δüρυ αιμοσταγÝς. Εßναι λοιπüν καλÜ üλα αυτÜ, και οι μüνοι στους οποßους δεν αρÝσουν και που δεν τα θÝλουν εßναι üσοι δεν αρÝσκονται στο ωραßο.
Στßχοι Συνοψßζοντες Τα Προχειρüτερα Περß Των ΑστÝρων
ΤρισευγενÞς, τρισευκλεÞς, θÜλασσα των χαρßτων
και λαβυρßνθους και στροφÜς των φιλοσüφων λüγων
αßς καθ' εκÜστην σεαυτÞν εκτρÝφεις και πηαßνεις
και τÝως πρþτον Üκουσον τας κλßσεις και τας θÝσεις
και μετ' αυτþν η λευκαυγÞς σφαßρα της Αφροδßτης
Ýκτος ΕρμÞς, εβδüμη δε και πρüσγειος ΣελÞνη
Ο Κρüνος ων καθ' εαυτüν ο πρþτος των αστÝρων
φýσει παραßτιüς Ýστι κακþσεως απÜσης
ΜÝγας μεν Ýστι και ψυχρüς την χρüαν μολυβδþδης
üθεν ευνÜς τας γαμικÜς εργÜζεται κιβδÞλους
και ταις αισχραßς και ρυπαραßς και προς ταπεινοτÝρους
και τι μη διαφÝρουσαι της αποκροτωτÝρας
Þ βραχυτüκον Ýχουσι και και βραδυτüκον μÞτραν
ον δορυφüρον λÝγουσιν ηλßου χρηματßζειν
και γαρ αδοκιμüς Ýστιν ο Κρüνος προς τας πρÜξεις ,
την τοýτου φýσιν αμαυροß κακþσεοιν ιδßαις
νοσοποιüς ευρßσκεται και σþμα κατατρýχων
και κτÞσεις παραπüλλυσι και πρÜγματα πατρþα
πνευματικþν και ψυχικþν και των περß το σþμα
και γνþμην φιλελεýθερον μεταδοτικωτÜτην
αναδρομÞ ευαýξητον, ευμÞκη περß μÞκη
αποπληξßας, συνοχÞς, σπασμþν, κεφαλαλγßας
αρτηριþν και πνεýμονος, Üμφω γαρ πνευματþδη
ποιοýσι τους δυνÜστας δε πολλþ κραταιοτÝρους
οßκοι δε τßνες ¢ρεως και τßνων Ζεýς δεσπüτης
μετÜ μικρüν ρηθÞσεται και γνωρισθÞσεταß σοι
αν τον σκληρüν και μÜχιμον ¢ρεα προσλαμβÜνη
ακαταγþνιστον ισχýν και κρÜτος πρυτανεýσει
και φοβερüς και τοßς εχθροßς και τοßς δεσποζομÝνοις
εξαυμαυροýται τας αυγÜς φλογß καυσωδεστÝρα
üτι και φως παραταθÝν μικρüν ισχυροτÝρω
Ει δ' υπεκδρÜμοι τας αυγÜς του φεραυγοýς φωσφüρου
και τοýτο το λεγüμενον Ýξαυγος ευρεθεßη
και των ερþτων, ßυγγας αφýκτους ευτυχοýσι
πÜλιν ο Ζεýς, τον λüγον γαρ ακτÝον προς εκεßνον
συνÝσεως και γνþσεως πßμπλησι και σοφßας
και τýχην εντρανßζουσαν ιμÝροις και βλεφÜροις
Üθλος βαρýς δυσÜνυστος , αντßκρυς ΗρακλÝους
¢ρης αστÞρ ο τρßτατος εν τοßς επτÜ πλανÞταις
εκαßει τον αÝρα δÝ, φθεßρει την συμμετρßαν
εις γη εξακοντßζει δÝ πυρφüρους καταβÜτας
αποδισκεýει κεραυνοýς δεινοýς ολεθροφüρους
οπüσα κατ' εμπýρωσιν, üσα ζεοýσης ýλης
και κακομüρους προδηλοß και κακοποτμοτÜτους
μετÜ της Αφροδßτης δÝ ποιοýμενος τους δρüμους
και παßδας νüθους εκτελεß κοßτης εκλαθριδßας
κακεχεντρεßς δ' εργÜζεται και δραστηρßους τρüπους
και γαρ οι τüτε τρÝχοντες του βßου τας εισüδους
κακομυθεßς ευρßσκονται και ψευδορρημονοýντες
προς την σελÞνην Ýχων δÝ φÜσεων κοινωνßας
καλυπτομÝνων γνωριστης και δηλωτÞς κρυφßων
την λαμπροτÝραν των υλþν και πρþτον Ýχει λÝχος
ευρßζω γαρ εικÜζεται και καθαρþ χρυσßω
εν γαρ τετραγωνßσεσιν αλλÜ και διαμÝτροις
κακωτικüς ευρßσκεται και βλÜβας επιφÝρων,
συνοδικαßς δ' εν φαýσεσιν, αλλÜ και τετραγþνοις
Ýρωτας αντιπροξενεß, χÜριτας και φιλÝας
ιματισμοßς τε τοßς λαμπροßς και τοßς φαιδροστολßας.
ΕρμÞς συγχαßρει ταýτη δε στωμýλος τη παιστρßα
ει δε κακüνοιτο ποθεν αιτßα φαρμακεßας
θηλυμανßας βδελυρÜς ευνÞς ρυπαρüλεκτρου
Εκ δε των σþματος μερþν Þπατος κυριεýει
Εκ των υλþν εικÜζεται κασσιτερßνη χρüα
συ δ' αλλ' ΕρμÞ ποριστικÝ, φßλαθλε, φιλολüγε
και τÝχνης και μαθητικÞς και περß την παλαßστραν
αλλ' ουν εν διασÝσεσιν υπÜρχων εναντßοις
δολßους απεργÜζεται, πανοýργους ψευδομýθους
φιλοψευδÞς, φιλαναιδεßς, κοýφους και παλιμβüλους
ευμεταβüλους γνþμας και τρüπους μωροκÜκους
φιλαλλοτρßους, Üρπαγας, αδßκους, πλεονÝκτας
κεκεκωμÝνος Κρüνω δÝ δυσπνοßας εν θαλÜσση
απλþς δ' ειπεßν ως εν βραχεß και πÜντα περιστÞσαι
τελετουργßας αßτιον και των περß θρησκεßας
τελεστικον των ιερþν και των σεμνþν οργßων
αλλÜ συμπεραινÝσθω μοι και ταýτα μÝχρι τοýτου
και δη προς την γλαυκüφωτον σελÞνην μεταβþμεν.
θερμαßνει γουν επ' Ýλαττον, υγραßνει δÝ το πλÝον
μÝρος ψυχÞς αισθητικοý δημιουργüς υπÜρχει
üχλων δηλοß δÝ συστροφÜς πλÜνας και ξενητεßας
ως δ' οßμαι το πυκνüτερον αυξομειþσεις πÜσχειν
ως εν συνüψει λÝλεκται τα των επτÜ πλανÞτων
αστερολÝσχαι τÝμνουσι και μετεωρολüγοι.
ων τον μεν Ýνα λÝγουσι τροπÞς και χειμερßας
μετÜ τον ταýρον Δßδυμοι, τÝταρτος ο Καρκßνος
και θÝσις Ýστιν εν αυτοßς οποßαν ενωτßσω
ζþον Κριüς αρσενικüν, εαρινüν πυρþδες
γεþδες ως παρüμοιον τω Ταýρω τω χερσαßω
üτι και Ταýρον οßδαμεν γηπüνον γαιομÜχον
οι Δßδυμοι το ζþον δε το τρßτον εν τοις ζþοις.
Η δε θερμüυγρος τροπÞ και βοτανηφοροýσα
γεþδες, θÞλυ, θερινüν, δßσωμον η ΠαρθÝνος
κεßμενη προς το χλιαρüν εν τοις ανÝμοις νüτοις
καιροý τροπÞ του θερινοý και της καυσþδους þρας.
Ζυγüς αερþδες, τροπικüν þρας του μετοπþρου
αρσενικüν εις Üνεμον τον λßβαν τετραμμÝνον.
Τοξüτης Üρρεν, δßσωμον, πωρþδες Ýχων θÝσιν
και τοýτο προς τον Üνεμον, ω κλÞσις απηλιþτης
χειμερινüν, υδÜτιον, þρας χειμþνος πÝρας
ον ýδωρ απεκÜλεσαν, υδρüψυχος γαρ Ýστιν
τοιαýτην φýσιν Ýλαχεν ο ζωηφüρος κýκλος
πÜλιν δ' απ' Üλλης της αρχÞς λεκτÝον περß τοýτου
ταýτα τα ζþα τροπικÜ σοφþς επωνομÜσθη
εν τοýτοις γαρ ποιοýμενον τους δρüμους των φωσφüρων
þρας ποιοýντας στερεÜς ου τεθορυβημÝνας,
εν ης Ηλßου του λαμπροý περιπορευομÝνου
γßνεται πÜλη των ωρþν αλλÞλαις μαχομÝνων
μεταßχμιον εργÜζονται δυοßν καταστημÜτων
Ερμοý δε πÜλιν του σοφοý Δßδυμοι και ΠαρθÝνος
Δýο μεν ουν επλοýτησεν Ýκαστος τοýτων οßκους
τους οßκους Ýσχε σýνδυο τους προδεδιδαγμÝνους
πυρ επ' αυτων ενδιδοσθαι φλογüς τε και σπινθÞρας
τω γουν θαλÜμω του πυρüς Ηλßω τον αÝρα
εικüτως αποδÝδοται τοýτο το ζþον μüνον
ουδÝν γαρ Ýταιρον Ýστιν οýτω θερμüν ως ΛÝων
τη δε ΣελÞνη δÝδοται μüνος Καρκßνος οßκος
οπισθοδρüμος, γαρ αυτÞ καθÜπερ ο Καρκßνος
τοýτου δε χÜριν οι σοφοß τω Κüσμω, τον καρκßνον
ουκ εν κακοßς λογßζονται, των γαρ αστÝρων τοýτων
Ερμοý δε το τετρÜγωνον μÝσον καλοý και φαýλου
συνßσταται και γßνεται της διαμÝτρου σχÞμα
ωσαýτως ¢ρεως πικροý και χρυσαυγοýς Ηλßου
η των αγαθουργοýντων δε πÜλιν ημερωτÝρα
μÝσος ΕρμÞς ανδρüθηλυς ως επαμφοτερßζων
εν αγαθοßς μεν σχÞμασι, τριγþνοις, εξαγþνοις
επεß δε ταýτα σοι σαφþς ερρÞθη, φιλολüγε
ο τρßτος φßλων, αδελφþν και προσγενþν απÜντων
ο πÝμπτος ευτυχßας δε και τÝκνων και φιλßας
και τετραπüδων κτÞσεως, παντοßων βοσκημÜτων
τοýτω τω τüπω γÝγηθεν ¢ρης ο ζωοκτüνος
¸βδομος οßκος γυναικþν και γÜμων και των γÜμου
üγδοος τüπος γνωριστÞς του μισητοý θανÜτου
μικροζωßας μηνυτÞς και σýνους των ομμÜτων
φιλßας δ' Ýστι γνωριστÞς της προς της αλλοτρßους
και δüξης και συστÜσεως τÝκνων αρρÝνων γÜμου
ως üτι περιτßθημι δυνÜμεις τοις πλανÞταις
Þ θεοποιþ τα κτßσματα και σφαßρας ουρανßους
μÞ του νοüς παρακοπÞν παθοßμην τηλικαýτην
και πως μαγνÞτης σßδηρον εις εαυτüν ελκýει
ει γουν και τοýτοις τοις μικροßς εντÝθεικε δυνÜμεις
παρÜ του κτßσαντος αυτÜ και σþους συντηροýντος.