ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Åñ. Ëïãïôå÷íßá 

Morin Loulou: Ç Ìáýñç ÐÝñëá

                          Βιογραφικü

     ΑρχÝς 1954. Εßναι 6 μÞνες που 'χει κυκλοφορÞσει Η Ιστορßα Της Ο κι ολÜκερο το Παρßσι κουτσομπολεýει, προσπαθþντας να μαντÝψει τον Þ τη συγγραφÝα της. Πριν καλÜ-καλÜ κωπÜσει ο σÜλος, μια νÝα μυστηριþδης 'πολýτιμη πÝτρα' Ýρχεται να ταρÜξει τα νερÜ της ΕρωτικÞς Λογοτεχνßας του 20οý αιþνα: Η Μαýρη ΠÝρλα, με την υπογραφÞ Loulou Morin, που ανακαλεß τη βιτσιüζα, μελαγχολικÞ, ακαταμÜχητη Louise De Vilmorin (Λουλοý, για τους φßλους), τελευταßα μεγÜλη κυρßα των σαλονιþν και του πικÜντικου κοσμοπολιτισμοý. Κανεßς δεν Ýμαθε ποτÝ με βεβαιüτητα σε ποιον ανÞκει αυτÞ η υπογραφÞ... ¼λα üμως θυμßζουνε τη γυναßκα για την οποßα ο Εξυπερß κι ο ΑντρÝ Μαλρü εßχανε πει πως εßναι "αρρþστια", η γυναßκα που κÜποτε ψιθýρισε στο αφτß του ¼ρσον ΓουÝλς: "Απüψε σ' αγαπþ για πÜντα". Το χιοýμορ, η ευφορßα, τ' üνειρο της εξωτικÞς ακολασßας üμως δεν εßναι τα μüνα μεγÜλα μυστικÜ μιας γυναßκας που 'ξερε να σοκÜρει τη παρισινÞ κοινωνßα, üσο καμιÜ Üλλη...



     Η Μαρß Λουßζ ΛεβÝκ Ντε Βιλμορßν (Marie Louise Lévêque De Vilmorin) Þτανε Γαλλßδα συγγραφÝας, ποιÞτρια και δημοσιογρÜφος. ΓεννÞθηκε 4 Απρßλη 1902 ατο οικογενειακü κÜστρο της, στο Verrières-le-Buisson, Essonne, νοτιοδυτικü προÜστιο του Παρισιοý, κι Þτανε κληρονüμος μιας μεγÜλης γαλλικÞς εταιρεßας και φυσικÜ μιας μεγÜλης περιουσßας. Εßχε, Üγνωστο πως, αποκτÞσει Ýνα μικρü ελÜττωμα, να κουτσαßνει ελαφρÜ, πρÜγμα üμως που προστÝθηκε στη προσωπικüτητα της με τρüπο θετικü κι Ýγινε σαν το σÞμα κατατεθÝν της. ¹τανε γνωστÞ για τις λεπτÜ ευαßσθητες αλλÜ και με τüνο σαρκασμοý ιστορßες της, συχνÜ τοποθετημÝνες σε αριστοκρατικü Þ καλλιτεχνικü περιβÜλλον.



    ¹τανε το 2ο παιδß -και 2η κüρη- του Philippe de Vilmorin (1872-1917) απü τη σýζυγü του Berthe Marie Mélanie de Gaufridy de Dortan (1876-1937), κüρη του Roger de Gaufridy de Dortan (1843-1905) και της συζýγου του Adélaïde de Verdonnet 1853-1918). Η μεγÜλη της αδελφÞ της Þταν η Marie "Mapie" Pierre (1901-1972), η οποßα παντρεýτηκε, σε 1ο γÜμο της, Ýνα ξÜδερφο, τον Guy Marie Félix Lévêque de Vilmorin (1896-1984). Παντρεýτηκε ξανÜ το 1933, τον Guillaume de Toulouse-Lautrec-Montfa, κüμη του Τουλοýζ-ΛωτρÝκ (1902-1955), συγγενÞ του ζωγρÜφου Henri de Toulouse-Lautrec, με τον οποßον απÝκτησε Ýνα γιο και μια κüρη. ¸γινε δημοφιλÝστατη αρθρογρÜφος τροφßμων σε γαλλικÜ περιοδικÜ ως Mapie de Toulouse-Lautrec. Τα υπüλοιπα αδÝλφια: Henry (γÝννηση το 1903), Olivier (1904-1962), Roger (1905-1980) -που Þτανε και πατÝρας του ΒασιλιÜ Αλφüσνου ΧΙΙΙ της Ισπανßας- κι André (1907-1987). 



     Στα 21 της, το 1923, νεαρÞ κοπÝλλα, εßχε αρραβωνιαστεß με το γνωστü συγγραφÝα και πιλüτο, ΑντουÜν Ντε Σαιντ Εξυπερß, Ωστüσο διÜλυσε σýντομα αυτÞ η δÝσμευση, καθþς η οικογÝνειÜ της, Ýφερε ζωηρÝς αντιρρÞσεις για την επικινδυνüτητα του επαγγÝλματüς του, παρüλο που ο Εξυπερß τüτε και για λßγο, εßχε παραιτηθεß απü τα αεροπλÜνα. Ο 1ος σýζυγος της Þταν Αμερικανüς μεσßτης και κληρονüμος, ο Henry Leigh Hunt (1886-1972), μοναδικüς γιος του Leigh S. J. Hunt, επιχειρηματßας που κÜποτε εßχε στη κατοχÞ του το Λας ΒÝγκας της ΝεβÜδα, απü τη σýζυγü του Jessie Nobel. Παντρεýτηκαν το 1925 (1924 σýμφωνα με Üλλες πηγÝς), μετακομßσανε στο Λας ΒÝγκας και χωρßσανε κατÜ το 1937 περßπου. ΑπÝκτησαν μαζß 3 κüρες: τη ΤζÝσι, την ΑλεξÜνδρα και την ΕλÝνη.
    Ο 2ος σýζυγüς της Þταν ο κüμης Paul Pálffy ab Erdöd (1890-1968), Ýνας πολý παντρεμÝνος Αυστρο-Οýγγρος πλεημπüυ, ο οποßος Þτανε 2ος σýζυγος της ΟυγκαρÝζας κοντÝσσας της Etti Plesch, ιδιοκτÞτριας 2 ßππων νικητþν του Epsom Derby. Ο Palffy παντρεýτηκε τη Louise σε 5ο γÜμο το 1938, αλλÜ το ζευγÜρι σýντομα πÞρε διαζýγιο. ¹ταν επßσης ερωμÝνη ενüς Üλλου απü τους συζýγους της Etti Plesch, κι επßσης κüμη, του [Maria Thomas Paul Esterházy de Galántha (1901-1964), ο οποßος εγκατÝλειψε τη σýζυγü του το 1942 για τη Vilmorin. Δεν παντρευτÞκανε ποτÝ. Για αρκετÜ χρüνια, Þταν ερωμÝνη του Duff Cooper, Βρεττανοý πρεσβευτÞ στη Γαλλßα. Η Louise πÝρασε τα τελευταßα χρüνια της ζωÞς της ως σýντροφος του ΓÜλλου Υπουργοý Πολιτισμοý και συγγραφÝα André Malraux, αποκαλþντας τον εαυτü της "Marilyn Malraux".



    Τα παιδιÜ της Louise de Vilmorin, üλα απü τον 1ο σýζυγü της, Þταν:
   α) η Jessie Leigh Hunt (3 Φεβρουαρßου 1929, Hauts-de-Seine, Neuilly-sur-Seine 1928 ως ψευδÞς. Παντρεýτηκε το 1951 με τον Albert Cabell Bruce Jr. (11 Αυγοýστου 1925), γιο του Albert Cabell Bruce (ανιψιü του William Cabell Bruce) απü τη σýζυγü του Helen Eccleston Whitridge (εγγονÞ του Gov. Oden Bowie), απü τον οποßο απÝκτησε 4 γιοýς: Cabell, Leigh, Thomas, και James, γεννημÝνοι το 1952-59 στο Midland του ΤÝξας. Στη συνÝχεια παντρεýτηκε τον Clement Biddle Wood, συντÜκτη της The Paris Review, το 1965.
   β) Η Alexandra Leigh Hunt (1 Απριλßου 1930 Hauts-de-Seine, Neuilly-sur-Seine) παντρεýτηκε τον Henry Ridgeley Horsey (18 Οκτωβρßου 1924, Dover, Delaware, ΗΠΑ). Τα παιδιÜ της Þταν ο Henry Ridgely Horsey νεþτερος, ο Edmond Philip de Vilmorin Horsey, η Alexandra Thérèse, ο Leigh-Hunt Horsey, ο Randall Revell Horsey κι ο Philippa Ridgely Horsey.
   γ) Helena Leigh Hunt (23 Ιουνßου 1931 Hauts-de-Seine, Neuilly-sur-Seine - 28 Δεκεμβρßου 1995 Νοσοκομεßο ΣαουθÜμπτον, Long Island, ΝÝα Υüρκη, 64 ετþν ρεαλιστÞς ζωγρÜφος. Παντρευτκε τον Tracy Baxter (23 Αυγοýστου 1926, Macon, Georgia), με τον οποßο απÝκτησε 3 κüρες: Elizabeth Baxter, Etienne Baxter και Leigh Baxter (κυρßα Warre).
     Το πιο γνωστü δημιοýργημÜ της Þτανε το ΜαντÜμ Ντε... το 1951, το οποßο γυρßστηκε και ταινßα το 1953 με τßτλο: Τα Σκουλαρßκια Της ΜαντÜμ Ντε... σε σκηνοθεσßα Max Ophüls με πρωταγωνιστÝς τους Charles Boyer, Danielle Darrieux και Vittorio de Sica. ¢λλα Ýργα της Vilmorin εßναι: Juliette, La lettre dans un taxi, Les belles amours, Saintes-Unefois και Intimités. Οι επιστολÝς της προς τον Jean Cocteau δημοσιεýθηκαν μετÜ το θÜνατο και των δýο. Βραβεýτηκε δε, με το βραβεßο Renée Vivien για γυναßκες ποιÞτριες το 1949. Ο Francis Poulenc ýμνησε κυριολεκτικÜ με τους επαßνους του προς αυτÞ, θεωρþντας την ισüτιμη με τον Paul Éluard και τον Max Jacob, βρÞκε στη γραφÞ της, "Ýνα εßδος ευαßσθητης ακαταστασßας, ελευθερßας κι üρεξης, που μεταφÝροντÜς τα στα ποιÞματÜ της, μου θυμßζει τη δικÞ μου ακραßα νιüτη με τη Marie Laurencin στο Les Biches". (Ivry 1996). Κλεßνοντας αυτü το Üρθρο θα παραθÝσω Ýνα ποßημÜ της ως Λουßζ Ντε Βιλμορßν, πριν περÜσω στη Λουλοý Μορßν παρακÜτω:

      Το Nησß

Το νησß Ýχει κρßνα
Και πασχαλιÝς
Για τις ηδονÝς υπÜρχουνε στρωσßδια εκεß.
ΚανÝνα πρüβλημα,
Εκατü ανÜμικτα φυτÜ
¸λα κι οι ανησυχßες σου γοργÜ θα σβÞσουν.
Μια βüλτα μας
Οδηγεß στο Αλφα του Κενταýρου
ΚÜτω απ' τις πασχαλιÝς
¼που ξεχνþ  τα εκατü σου λÜθη,
¸να κυκλÜμινο
ΑιθÝρια Ýλαια
Και σκÝψεις για το χρüνο που πÝρασε.
Το νησß των απολαýσεων
¸να λιλÜ,
Με κρßνα Ýστρωσα τη κλßνη σου εκεß.

       1954
----------------------------------------------------

                      Η Μαýρη ΠÝρλα

Ντουντοý
     ¸χοντας χÜσει τον Üντρα της στον πüλεμο, η Μαροýσια Ντε Β. θεωροýσε χρÝος της να προσφÝρει υπηρεσßες ως εθελüντρια νοσοκüμα στο στρατιωτικü νοσοκομεßο του Μπ. ¸τσι Þρθε σ' επαφÞ με τους πρþτους πειρασμοýς. Πριν απü τüτε, αγνοοýσε παντελþς τις χαρÝς του Ýρωτα. Ο Üντρας της, μεσιÝ Ντε Β., εßκοσι χρüνια μεγαλýτερüς της, τη παντρεýτηκε ýστερα απü πολυτÜραχη νιüτη και με το γÜμο αυτü πραγματοποßησε μιαν Üκρως εγωιστικÞ, αναξιοπρεπÞ, απüσυρση απü τις εντÜσεις του ερωτικοý βßου. Το περιοδικü τßμημα που κατÝβαλλε, για να εκπληρþνει τα συζυγικÜ του καθÞκοντα, πολý νωρßς μεταβλÞθηκε σ' οριστικÞν αποχÞ κι αν η Μαροýσια δεν Ýβρισκε παρηγοριÜ με το δÜχτυλο χωμÝνο ως τ' Üπατα του κþλου της, στον αυνανισμü, εßναι σßγουρο πως δε θα βρισκüταν Üνθρωπος να ζηλÝψει τη τýχη της.  ¸πειτα, Þταν üμορφη, ξανθιÜ, με γκριζοπρÜσινα μÜτια κι υπÝροχο στüμα, παρ' üλη τη θλßψη του για τα φιλιÜ που δε βρισκüτανε κανεßς να του δþσει. ΚÜθε φορÜ που 'παιρνε μιαν απογοÞτευση απü το γÜμο της, κÜτι βÝβαιοα που 'ναι ψωμοτýρι σ' üλους τους γÜμους, δÜγκανε τα χεßλια της. Ο καθÝνας τιμωρεß τον εαυτü του üπως μπορεß...
     Στο νοσοκομεßο, Ýβλεπε νÝους Üντρες, ολοτσßτσιδους, κÜθε μÝρα. Το πüστο που της εßχαν αναθÝσει Þτανε στη πτÝρυγα κεßνων που βρßσκονταν σ' ανÜρρωση. ΣυντρÝχοντας τους με τη πÜπια, της Þταν αδýνατο ν' αποφýγει να 'ρθει 'πρüσωπο με πρüσωπο' με τις μεγÜλες νεανικÝς ψωλÝς και να μη νιþσει θαυμασμü για τα εξαßσια καφετιÜ τους αρχßδια. Τα φανταζüτανε να πετρþνουν απü τη κÜβλα κι αντß για κÜτουρο να εξακοντßζουνε σπÝρμα. Η φαντασßωση αυτÞ Þτανε τüσο ζωηρÞ που την Ýσπρωχνε να τρÝχει, να κλειδαμπαρþνεται στην ιματιοθÞκη, να τραβÜ Ýξω Ýνα ψεýτικο, πλαστικü φαλλü που κρατοýσε φυλαγμÝνο, -üπως üλες οι αξιοσÝβαστες κυρßες της πüλης- μÝσα σ' Ýνα δερμÜτινο κουτß σα κασετßνα για βιβλßα. ΣÞκωνε τα φουστÜνια, σÜλιωνε το δÜχτυλο, Üνοιγε τα μουνüχειλÜ της, Ýβρισκε το λειρß της κι Üρχιζε να το μαλακßζει απαλÜ, μουσκεýοντας στο μεταξý κÜθε τüσο τη χοντρÞ λαστιχÝνια βÜλανο με σÜλιο. ¼ταν Ýνιωθε τα κýματα της απüλαυσης να ξεχýνονται ανÜμεσα στα μποýτια της, Ýβαζε το μακρý εργαλεßο μες στο μουνß κι Üρχιζε να γαμιÝται μοναχÞ της, με τη σκÝψη κÜποιου απü τους νεαροýς τραυματßες που κÜπως της εßχε γυαλßσει. ΚατÝληγεν Ýτσι να βρυχιÝται απü ηδονÞ και μÝσα στον πüθο της, Ýνιωθε να τη παρασÝρνει η εικüνα μιας μαλλιαρÞς κοιλιÜς με μισÜνοιχτα ακüμα ρÜμματα να δεßχνουνε σα βÝλη προς το μÝρος ενüς τερατþδους μÝλους, που οι φουσκωμÝνες φλÝβες του, στÝλνανε παχýρρευστο σπÝρμα, μ' Üρωμα θαλασσινÞς αρμýρας σε μια πρησμÝνη βÜλανο, σκληρÞ σα κουκουνÜρι κι απαλÞ σε βελοýδο... ¾στερα ξανÜβαζε τον ψεýτικο φαλλü στη κασετßνα, Ýβγαινε απü την ιματιοθÞκη λßγο ταραγμÝνη και παριστÜνοντας την αδιÜφορη, πÞγαινε να κÜνει τσßσα της.
     Μπορεß να φαßνεται παρÜξενο που μες απ' üλον εκεßνο τον ανθü της νιüτη, δε διÜλεξεν εραστÞ. ¼μως κεßνα τα χρüνια δεν Þταν η μοναδικÞ γυναßκα που σÞκωνε αυτü το σταυρü του μαρτυρßου, μÞτε κι η μüνη που φοβüτανε τη κακßα και τη κακογλωσσιÜ μιας κοινωνßας που καταδßκαζε τις χÞρες στον ψεýτικο φαλλü, μÝχρι τουλÜχιστον να εμφανιστεß κανÜ παχυλü -και γÝρικο που να μην Ýχει ανÜγκη κι ελπßδες με τις πιτσιρßκες- πορτοφüλι, που μετÜ τη δÝουσα περßοδο πÝνθους για τα μÜτια του κüσμου, θα προσÝφερε τη δυνατüτητα στη χÞρα να συνενþσει τη μισοφαγωμÝνη της περιουσßα με τη 'μειωμÝνη απüδοση' του χÞρου...
     ¸τσι κυλοýσεν η ιστορßα μÝχρι τη μÝρα που στο νοσοκομεßο κατÝφτασε Ýνας νÝγρος λοχßας και θεωρÞσανε σκüπιμο ν' απομονþσουνε σε μονüκλινο δωμÜτιο. ΠρÜγματι οι προθυμüτατες κατÜ τ' Üλλα, νοσοκüμες, αρνοýνταν να τονε φροντßσουν, üχι τüσο γιατß Þταν ρατσßστριες, για üνομα του Θεοý, αλλÜ γιατß κÜπου εßχανε διαβÜσει πως οι νÝγροι Þταν Üγριοι και τρÝφονταν μ' ανθρþπινο κρÝας. Θα 'τανε πανευτυχεßς και πολý περÞφανες να προσφÝρουν ακüμα και το αßμα τους για τη Γαλλßα, παρ' üλη τη στροφÞ της προς τη δημοκρατßα, αλλÜ να κÜτσουν να τις κατασπαρÜξουνε ζωντανÝς Ýπεφτε πολý ακüμα και σ' αυτÝς. ¸τσι Ýπεσε ο κλÞρος στη Μαρß-ΜαντλÝν, την ηγουμÝνη του μοναστηριοý που γειτüνευε με το νοσοκομεßο, ν' αναλÜβει τον νÝγρο κι εκεßνη τονε συνÝτρεξε με προθυμßα που στο τÝλος ψýλλιασε την Μαροýσια. ΒÜλθηκε να κατασκοπεýει την Üγια κεßνη γυναßκα. Τι Üλλο να κÜνει Üλλωστε Ýνα τßμιο θηλυκü, μÝσα σ' Ýνα στρατιωτικü νοσοκομεßο, αν δε παραμονεýει κι αν δε κρυφοκοιτÜζει ψωλÝς κÜτω απü τα σεντüνια;
     Τα παραφυλÜγματα αποδþσαν αμÝσως τους καρποýς που ευχüταν η Μαροýσια. ¸χοντας πλησιÜσει αθüρυβα στη κλειδαρüτρυπα της απομονωμÝνης κÜμαρας, κατÜφερε ν' ανακαλýψει αμÝσως, πως η ευσεβÞς γυναßκα συμβßβαζε τις ανÜγκες του ταμπεραμÝντου με κεßνες της πßστης της. ΑπÝφευγε να προσδþσει στις πρÜξεις της ακüμα και το παραμικρüν ßχνος της διανοητικÞς συμμετοχÞς που γεννÜ την αμαρτßα, που ως γνωστüν, οφεßλεται σε διαστροφÞ πιüτερο του πνεýματος, παρÜ της σÜρκας. Πλησßαζε λοιπüν στο κρεβÜτι και χωρßς να βγÜλει μιλιÜ, σÞκωνε το ποδÞρες ÝνδυμÜ της και σκÝπαζε το κεφÜλι για να κρýψει τη θÝα αυτοý που Ýμελλε να της συμβεß, üπως κÜνουν οι στρουθοκÜμηλοι, üταν ζυγþνει κßνδυνος. Κατ' αυτü τον τρüπο, πρüσφερε στο γεμÜτο πüθο βλÝμμα του νÝγρου, Ýνα κþλο που βαστιüτανε καλÜ και στα μÜτια της Μαροýσια μια κοιλιÜ που 'σβηνε μÝσα σ' Ýνα δασþδες σκοýρο τρßχωμα. Εκεßνη τη στιγμÞ, ο νÝγρος πετοýσε πÜνωθÝ του το σεντüνι και σηκωνüτανε σιωπηλüς και φελπεδÝνιος σαν αßλουρος. Το ματσοýκι του, τερÜστιο και μακρý, εßχε την üψη τερατüμορφου σπαραγγιοý, ενüς μαýρου κολασμÝνου σπαραγγιοý. Το χοýφτωνε με τα δυο του χÝρια, σα να 'ταν üπλο κι ýστερα Ýφτυνε στις παλÜμες του για να σαλιþσει τη βÜλανο. 'Ανοιγεν Ýπειτα τα κωλομÝρια της Üγιας κεßνης γυναßκας, μ' Ýνα και μοναδικü τρÜνταγμα βýθιζε το φονικü του üπλο μες στο σφιγκτÞρα της. Η Μαρß δε κατÜφερνε να συγκρατÞσει τη κραυγÞ πüνου, την þρα που την υπÝβαλλε σ' αυτÞ τη δοκιμασßα. ΓρÞγορα üμως Üρχιζε να το υπομÝνει κι üσο ο νÝγρος τη ξεκþλωνε με τα ρωμαλÝα του τραντÜγματα, κεßνη παραμÝριζε το φυλαχτü κι Ýχωνε το δÜχτυλü της μες στο καταμουσκεμÝνο μουνß της, κουνþντας το üλο σπιρτÜδα.
     Σ' αυτÞ τη στÜση περßμενε στωικÜ τον Üλλο να χýσει και κÜθε τüσον επαναλÜμβανε με φωνÞ που 'βγαινε πνιχτÞ μες απü τα ρÜσα της: "Ιησοý ΧριστÝ... Ιησοý ΧριστÝ...!" ¼ταν τελικÜ Ýνιωθε το ζεστü τßναγμα απü το χýσι να πλημμυρßζει τα σπλÜχνα της, φþναζε: "Ντουντοý... Ντουντοý...!" ΠρÜγματι, αυτü Þτανε τ' üνομα του ΣενεγαλÝζου. Τüτε ξανασηκωνüταν, ταχτοποιοýσε τα ροýχα της και σ' Ýνδειξη ταπεινοφροσýνης και πλÞρους μετÜνοιας, Ýγλειφε κι εξÜγνιζε τον βλÜσφημο εκεßνο ποýτσο απü τα χýσια και τα σκατÜ που βρßσκονταν σε τÝλεια þσμωση, üπως Üλλωστε συμβαßνει και με τη πλειονüτητα των πρÜξεων του ταπεινοý και χυδαßου τοýτου κüσμου. ΠασπατεμÝνο απü τη ζωηρÞ γλþσσα της αδελφÞς, το μÝλος ορθωνüτανε και πÜλι. Τüτε ο Ντουντοý Þθελε να τη γαμÞσει με τον φυσικü κεßνο τρüπο που ο üφις Ýδειξε στον ΑδÜμ και την Εýα, στο παρÜδεισο. Εκεßνη üμως δεν εννοοýσε να του εκχωρÞσει το χαρÜκωμα που 'χεν αφιερωμÝνο, üταν διÜλεξε να βÜλει το ρÜσο, στον Ιησοý της. Κι ενþ μοχθοýσε να του δþσει να καταλÜβει τους ιεροýς λüγους αυτÞς της Üρνησης, Ýχοντας κατÜ νου να του γαληνÝψει τις κÜψες, τον Ýσπρωχνε ως την Üκρη του κρεβατιοý κι Üρχιζε να του το χαιδεýει.
     Η Μαροýσια μποροýσε πßσω απü τη κλειδαρüτρυπα να θαυμÜσει τις φλÝβες που σιγÜ-σιγÜ φουσκþνανε τσιτþνοντας το σοκολατß μετÜξι της επιδερμßδας του γλιστεροý και τερÜστιου κεßνου ερπετοý. ΜερικÝς φορÝς üμως η Μαρß αθελÜ της, Üγγιζε το φιλÝτο με τη λαßμαργη γλþσσα της. ¾στερα üμως, θυμüτανε πως η λαιμαργßα εßν' αμÜρτημα και πως ο εξομολογητÞς της απαγüρευε να βÜλει στο στüμα της ακüμα και κριθοζÜχαρο. Ξαναδßπλωνε λοιπüν τη γλþσσα της και την ξαναπÝταγεν Ýξω μονÜχα üταν εκεßνος Ýφτανε στο τÝλος. Το 'κανε σα καλÞ νοικοκυρÜ κι οικονüμα, απο προνοητικüτητα κι üχι απü φιληδονßα. ΠρÜγματι, μιας κι η στÝρνα που 'χε μÝσα του αυτüς ο νÝγρος δεν Ýλεγε ν' αδειÜσει ποτÝ, φοβüταν μη τυχüν κι οι ριπÝς του σπÝρματος καταλÞγανε να γεμßσουνε λεκÝδες τα σεντüνια που μ' αυτÜ που στοßχιζε το πλυντÞριο, Ýπρεπε να τ' αλλÜζουνε κÜθε δυο βδομÜδες.
     ¼ταν ο Ντουντοý κατÜλαβεν επιτÝλους πως η ευσεβÞς, Ýπραττε ως Ýπραττε μüνο και μüνο γι' αυτοτιμωρßα, πÞρε την απüφαση να συμβÜλλει στη σωτηρßα της ψυχÞς της. Κι Ýτσι την þρα που Ýχυνε, Üρπαξε την Üγια γυναßκα απü τ' αυτιÜ με τρüπο που να κρατÜ το παλοýκι του καλοχωμÝνο μες στο λαρýγγι της þσπου να κοπÜσει κι η τελευταßα ριπÞ. Σ' αυτü το σημεßο, με φωνÞ δυνατÞ, καθαρÞ και καλοζυγισμÝνη για ν' ακοýγετ' επßσημη σαν ιερÝας, της ανÞγγειλε:¨
 -"Και τþρα, αγαπητÞ αδελφÞ, μιας και το πυρ της κüλασης που πυρπολεß τα σωθικÜ σου δεν Ýχει ακüμα σβÞσει εντελþς, σκοπεýω να κατουρÞσω μες στο στüμα σου!" Το 'πε και το 'κανε. Η Μαρß κατÜπιε με μεγÜλες γουλιÝς τα καφτÜ οýρα του και μüνο τüτε της Üφησε τ' αυτιÜ. ΕυχαριστημÝνη απü την εκτÝλεση της αποστολÞς της, βοÞθησε τον αναρρωνýοντα να ξαναπλαγιÜσει, του τßναξε το μαξιλÜρι, τονε σκÝπασε με τις κουβÝρτες, του Üδειασε και του 'πλυνε το ουροδοχεßο, το αληθινü τοýτη τη φορÜ.
     Η Μαροýσια πατþντας στις μýτες των ποδιþν, μüλις πρüλαβε ν' αφÞσει το πüστο της κι ερεθισμÝνη απü το θÝαμα Ýτρεξε στην ιματιοθÞκη. Την þρα που Ýχυνε, Ýχωσε κι εκεßνη μια ψωλÜρα -τι κι αν Þτανε ψεýτικη- στον κþλο, ενþ την ßδια στιγμÞ χαρχÜλευε μανιασμÝνα και το κοκορÜκι της. ¸νιωσε να χÜνεται μÝσα σ' Ýνα γεμÜτο ηδυπÜθεια τßποτε. Κι üσην þρα τα λαστιχÝνια παπÜρια τινÜζανε μες στα σωθικÜ της πηχτü γÜλα, κÜτω απü τα σφαλισμÝνα της βλÝφαρα Ýβλεπε να ορθþνεται μες απü το δÜσος των τριχþν, Ýνας τερÜστιος μαýρος κορμüς. Τþρα πια κεßνη η ποýτσα τη καταδßωκε παντοý και πÜντα. Την εßχε κÜνει να χÜσει τον ýπνο της. ¾στερα μια μÝρα των ημερþν, Þτανε θÝλημα Θεοý μια οξýτατη ρευματικÞ κρßση να κρατÞσει τη Μαρß ακινητοποιημÝνη στο κρεβÜτι και να την αναγκÜσει, προσωρινÜ τουλÜχιστον, να παραιτηθεß απü τις σπονδÝς στο ΣενεγαλÝζο της. Η Μαροýσια δÝχτηκε να... θυσιαστεß κεßνη στη θÝση της. Οι συναδÝλφισσÝς της, γεμÜτες ευγνωμοσýνη, δε διακρßνανε φυσικÜ ßχνος ýποπτων προθÝσεων.
     ΠÝρασε ολÜκερη νýχτα ν' αναρωτιÝται πως θα μποροýσε ν' αποσπÜσει απü τον Ντουντοý τις ßδιες απολαýσεις που αποσποýσεν η ευσεβÞς καλüγρια. ΚατÜ το χÜραμα κατÝληξε στο συμπÝρασμα πως, üπως λÝει κι ο λαüς, αν δε βρÝξεις κþλο δε πιÜνεις ψÜρια, μÞτε κι ομελÝτα γßνεται αν δε σπÜσεις αυγÜ κι αποκοιμÞθηκε καθησυχασμÝνη. ¸τσι την Üλλη μÝρα μπÞκε στο δωμÜτιο του Ντουντοý κι αφοý γýρισε το κλειδß στη πüρτα, σÞκωσε τα φουστÜνια της και χÜρισε στο βλÝμμα του, τα εξαßσια κωλομÝρια της, με τη τρυποýλα στη μÝση να 'ναι Þδη πασαλειμμÝνη με μυρωδικÞ λιπαντικÞ αλοιφÞ, απü το φüβο του τερÜστιου μεγÝθους του εργαλεßου του. Δεν Ýμελλε να περιμÝνει πολý. Σýντομα αισθÜνθηκεν Ýνα τερÜστιο ζεστüν üγκο να πιÝζει πÜνω στη πισινÞ σχισμÞ της και, λßγο χÜρη στην αλειφÞ, λßγο χÜρη στα νευρικÜ ανασηκþματα της λεκÜνης της, Ýνιωσε να τη διαπερνÜ σα πυρωμÝνο δüρυ. ¾στερα Ýνα γερü χοýφτωμα στη κοιλιÜ τη πßεσε και τη κüλλησεν ακüμα πιο πολý στο αüρατο κι αγÝρωχο κεßνο καβλß, την þρα που το Üλλο χÝρι, ανοßγοντας δρüμο ανÜμεσα στις τρßχες της ψιψßνας της. Üρχιζε να γλυκοπασπατεýει τα χεßλη και το κουμπÜκι της, για να χωθεß τελικÜ μÝσα της, λες κι Þθελε, πßσω απü τις λεπτοûφασμÝνες εκεßνες μεμβρÜνες να φτÜσει ν' αγγßξει την ατÝλειωτη ψωλÞ που ορμοýσε μες στα ÝντερÜ της σα κριÜρι. Στην αγριεμÝνη επιδρομÞ του παλουκιοý απαντοýσε το παιγνßδισμα των δαχτýλων που μοýσκευαν μÝσα στη πÜχνη της. Χýσανε μαζß και μÜλιστα τüσον Üγρια που καταρρεýσανε στο πÜτωμα ουρλιÜζοντας κι Ýμειναν εκεß, ασÜλευτοι, για þρα πολλÞ, βαριανασαßνοντας. ΑυτÞ ν' αφουγκρÜζεται το παραμικρü τρÝμουλο του παραδεßσιου κεßνου πουλιοý που κοýρνιαζε στα βÜθη της σÜρκας της κι αυτüς να πλÝει σε πελÜγη ευτυχßας που το 'χε μÝσα στο θÜλπος της φιλüξενης κι εýοσμης εκεßνης φωλιÜς. Καλοδεχοýμενη σßγουρα η αλλαγÞ μετÜ τις επισκÝψεις στη φωλιÜ της θεοσεβοýμενης που δεν Þτανε δα κι υπüδειγμα υγιεινÞς.
     ¼ταν ξανασηκωθÞκαν ο Ντουντοý πιστüς σ' üσα τον εßχανε συνηθßσει, της πρüτεινε τον ποýτσο του να του τονε καθαρßσει πιπιλþντας τον. Η Μαροýσια δε πρüλαβε καν ν' ακουμπÞσει τη ροδαλÞ της γλωσσßτσα κι αυτüς ξαναπÝτρωσε, ξαναγινüτανε τερÜστιος. Δε μπüρεσε ν' αντισταθεß. ¸πεσεν ανÜσκελα και τρÜβηξε τον Ντουντοý πÜνω της. Εκεßνος πÜλι, δεν Ýβλεπε την þρα. Της βýθισε το πυρωμÝνο του σουβλß μες στο μουνß κι üταν εκεßνη σÞκωσε τα πüδια και του τα τýλιξε σα μÝγκενη γýρω στο λαιμü, αυτüς χþθηκεν ολüτελα μες στα Ýγκατα μιας σÜρκας που τονε καταβρüχθιζε μ' απýθμενη λαιμαργßα. ¾στερα της ξÝσκισε τη στολÞ και με τις φουσκωτÝς χειλÜρες του βÜλθηκε να ρουφÜει το στÞθος της που 'χε πεταχτεß Ýξω κι üσην þρα με το αριστερü του χÝρι πασπÜτευε τη βαθυκüκκινη φρÜουλα του Üλλου βυζιοý, με το δεξß που 'χε γλιστρÞσει κÜτω απü τα κωλομÝρια της, Üνοιγε το δρüμο στο ρωμαλÝο πηγαινÝλα του κριαριοý του. Η καημÝνη η Μαροýσια, δεν εßχε χýσει ποτÝ της τüσο πλουσιοπÜροχα. Της φαινüτανε πως Ýλυωνε κι üτι γινüταν Ýνα με το εβÝνινο κεßνο κορμß. Τα στÞθια συντονßζονταν στην απüλαυση με τη κοιλιÜ, με το μουνß και με τον κþλο, σε μια συμφωνßα χαρÜ που 'μοιαζε να προαναγγÝλλει την απÜλειψη κÜθε φυλετικÞς διαφορÜς. Τη κρßσιμη στιγμÞ, ο Ντουντοý τρÜβηξε τα χÝρια του κÜτω απü τα κωλομÝρια της, της βýθισε τρßα δÜχτυλα στον κþλο, τα στριφογýρισε σα τρυπÜνι μÝσα της και την ßδια στιγμÞ, της Ýχωσε στο στüμα μιαν Üπληστη και χοντρÞ γλþσσα, τερÜστια σχεδüν üσο και το πουλß του. Τüτε η Μαροýσια, καρφωμÝνη απü τρεις μεριÝς απ' αυτοýς τους φλογισμÝνους δαυλοýς που τη ταρακουνοýσανε σαν ανταριασμÝνη θÜλασσα, ναυÜγησε μες στην ηδονÞ της. Ο Ντουντοý Ýβγαλε μουγκρητü μακρüσυρτο σα χρεμÝτισμα που αντßλαλüς του Þτανε το αναφιλητü μιας ικανοποιημÝνης καλογαμημÝνης λευκÞς γυναßκας. ¸πειτα κοιταχτÞκανε στα μÜτια και χωρßσανε χωρßς να ποýνε λÝξη.
     Αυτü Þταν απαρχÞ μιας βουβÞς ιστορßας που ξαναζωντÜνευε ολüιδια κÜθε μÝρα. ΠρÜγματι, Þτανε θÝλημα Θεοý να μεßνει η Μαρß καθηλωμÝνη στο κρεβÜτι απü ρευματισμοýς, διασþζοντας τουλÜχιστον την υγεßα της ψυχÞς της.
...   ...   ...

  απüσπασμα απü το ομþνυμο βιβλßο Εκδüσεις Αφροδßτη, τßτλος πρωτοτýπου Madame de V*** a des idees noires σε μετÜφραση ΛÝων ΜαρÜς

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers